EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TJ0341(01)

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο πενταμελές τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 2011.
Jose Maria Sison κατά Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας - Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταστολής της τρομοκρατίας - Κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ και κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001 - Ακύρωση, με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, μέτρου περί δεσμεύσεως κεφαλαίων - Εξωσυμβατική ευθύνη - Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου απονέμοντος δικαιώματα στους ιδιώτες.
Υπόθεση T-341/07.

European Court Reports 2011 II-07915

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2011:687

Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Διάδικοι

Στην υπόθεση T-341/07,

Jose Maria Sison, κάτοικος Ουτρέχτης (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενος από τους J. Fermon, A. Comte, H. Schultz, D. Gürses και W. Kaleck, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους M. Bishop, E. Finnegan και R. Szostak,

καθού εναγομένου,

υποστηριζόμενου από

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις C. Wissels, M. de Mol, τον Y. de Vries, την M. Noort, τον J. Langer και την M. Bulterman,

από

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τις S. Behzadi Spencer και I. Rao,

και από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον P. Aalto και τη S. Boelaert, στη συνέχεια δε από την Boelaert και τον P. Van Nuffel,

παρεμβαίνοντες,

η οποία έχει πλέον ως αντικείμενο, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T-341/07, Sison κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. II-3625), αίτημα αποζημιώσεως που σκοπεί, κατ’ ουσίαν, στην αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων λόγω της λήψεως περιοριστικών μέτρων εις βάρος του στο πλαίσιο της καταστολής της τρομοκρατίας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse, M. Prek, J. Schwarcz και A. Popescu, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Μαρτίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης

Ιστορικό της διαφοράς

1. Το ιστορικό της υπό κρίση διαφοράς εκτίθεται συνοπτικώς, αφενός, στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T-47/03, Sison κατά Συμβουλίου (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση Sison Ι), και, αφετέρου, στην παρεμπίπτουσα απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T-341/07, Sison κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. II-3625, στο εξής: απόφαση Sison ΙΙ).

Διαδικασία

2. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 10 Σεπτεμβρίου 2007, ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: ενάγων) άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή. Η προσφυγή-αγωγή αυτή είχε ως αρχικό αντικείμενο, αφενός, αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/445/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση των αποφάσεων 2006/379/ΕΚ και 2006/1008/ΕΚ (ΕΕ L 169, σ. 58), δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως δυνάμει των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ.

3. Στις 13 Νοεμβρίου 2007 το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να εκδικάσει την υπόθεση με ταχεία διαδικασία, όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ. Κατόπιν αιτήματος των διαδίκων, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Πρωτοδικείου, με διάταξη της ίδιας ημερομηνίας, ανέστειλε τη διαδικασία όσον αφορά την αγωγή αποζημιώσεως, δυνάμει των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως που επρόκειτο να εκδοθεί επί της προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ.

4. Με την απόφαση Sison II, προαναφερθείσα στη σκέψη 1, το Πρωτοδικείο ακύρωσε το σύνολο των ειδικών περιοριστικών μέτρων (δέσμευση κεφαλαίων) που είχαν ληφθεί κατά του ενάγοντος από της ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής, και συγκεκριμένα την απόφαση 2007/445, την απόφαση 2007/868/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της απόφασης 2007/445 (ΕΕ L 340, σ. 100), την απόφαση 2008/343/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2008, για την τροποποίηση της απόφασης 2007/868 (ΕΕ L 116, σ. 25), την απόφαση 2008/583/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της απόφασης 2007/868 (ΕΕ L 188, σ. 21), την απόφαση 2009/62/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της απόφασης 2008/583 (ΕΕ L 23, σ. 25), και τον κανονισμό (ΕΚ) 501/2009 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουνίου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και για την κατάργηση της απόφασης 2009/62 (ΕΕ L 151, σ. 14), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούσαν τον ενάγοντα. Δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν περάτωσε τη δίκη, το Πρωτοδικείο επιφυλάχθηκε ως προς τα έξοδα.

5. Κατόπιν της εκδόσεως της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison II, η διαδικασία επαναλήφθηκε όσον αφορά την αγωγή αποζημιώσεως δυνάμει των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ.

6. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) κάλεσε τον ενάγοντα να διατυπώσει την άποψή του ως προς τη συνέχεια της διαδικασίας, υπό το πρίσμα του άρθρου 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

7. Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία στις 8 Φεβρουαρίου 2010, ο ενάγων ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να δεχθεί το υπόμνημα αντικρούσεως του Συμβουλίου, παρά την εκπρόθεσμη κατάθεσή του, ώστε η διαδικασία να παραμείνει κατ’ αντιμωλίαν. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της ίδιας ημερομηνίας και έκτοτε η διαδικασία συνεχίστηκε κανονικά.

8. Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση

9. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, και του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και κατόπιν προτάσεως του δευτέρου τμήματος, η ολομέλεια του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στο δεύτερο πενταμελές τμήμα.

10. Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, έθεσε ερωτήσεις στους διαδίκους, καλώντας τους να απαντήσουν εγγράφως. Οι διάδικοι, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, ανταποκρίθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

11. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Μαρτίου 2011, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε.

Αιτήματα των διαδίκων

12. Ο ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

– να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δυνάμει των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ, να του καταβάλει αποζημίωση ύψους 291 427,97 EUR, πλέον 200,87 EUR μηνιαίως μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως, και τόκους από τον Οκτώβριο του 2002 μέχρι την πλήρη εξόφληση·

– να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

13. Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τους παρεμβαίνοντες, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

– να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως ως αβάσιμη·

– να καταδικάσει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού

14. Ο ενάγων υποστήριξε στα υπομνήματά του ότι εδικαιούτο να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας την οποία του προκάλεσε, κατ’ αυτόν, το σύνολο των μέτρων δεσμεύσεως των περιουσιακών του στοιχείων τα οποία έλαβε το Συμβούλιο από τον Οκτώβριο του 2002, χωρίς να διακρίνει αναλόγως του αν η ζημία αυτή προκλήθηκε από τις πράξεις που προσβλήθηκαν στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, ή από τις πράξεις που προσβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση.

15. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις πράξεις που προσβλήθηκαν στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, ο ενάγων ισχυρίστηκε, με τα υπομνήματά του, ότι, αφού η απόφαση αυτή είχε αναδρομικό αποτέλεσμα, έπρεπε τα πράγματα να επανέλθουν στη νομική κατάσταση η οποία είχε διαμορφωθεί πριν από την έκδοση των πράξεων αυτών. Εξάλλου, κατά τον ενάγοντα, αποδείχθηκε σαφώς ότι οι πράξεις που προσβλήθηκαν στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I βαρύνονταν με ίδια ουσιαστική παρανομία με αυτή με την οποία βαρύνονταν οι πράξεις που ακυρώθηκαν με την προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II, μολονότι, στην εν λόγω υπόθεση Sison I, το Πρωτοδικείο εξέτασε, στο πλαίσιο του δικαστικού του ελέγχου, μόνον την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων και, συνεπώς, δεν ήταν σε θέση να συναγάγει τις συνέπειες της εν λόγω ουσιαστικής παρανομίας (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, σκέψη 225).

16. Το Συμβούλιο, στα υπομνήματά του, δεν αμφισβήτησε την ερμηνεία αυτή του περιεχομένου της υπό κρίση αγωγής αποζημιώσεως.

17. Εντούτοις, όσον αφορά το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία φέρονται ότι προκάλεσαν οι προσβαλλόμενες πράξεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε αυτεπαγγέλτως το ζήτημα του παραδεκτού του αιτήματος αυτού. Συγκεκριμένα, με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 21ης Φεβρουαρίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να διατυπώσουν εγγράφως την άποψή τους επί του αν το δεδικασμένο της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison I εμποδίζει τον ενάγοντα να ζητήσει εκ νέου, δυνάμει των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ, την αποκατάσταση ζημίας που αντιστοιχεί σ’ αυτήν της οποίας η αποκατάσταση, στηριζόμενη στην ίδια νομική βάση, είχε ήδη απορριφθεί με την εν λόγω απόφαση (σκέψη 243).

18. Στις γραπτές παρατηρήσεις του, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαρτίου 2011, ο ενάγων υποστήριξε ότι το δεδικασμένο της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison I δεν εμποδίζει την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως, όπως αυτή που περιέχεται στα δικόγραφά του. Υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι τα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία αφορούσε η αγωγή αυτή δεν είχαν επιλυθεί «όντως ή κατ’ ανάγκη» με την προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I. Ειδικότερα, το τότε Πρω τοδικείο δεν εξέτασε, στην υπόθεση εκείνη, τις ζημίες που απορρέουν από τη συμπεριφορά του Συμβουλίου μετά τις 29 Μαΐου 2006 ούτε τις ζημίες που απορρέουν από τη «σημαντική παρανομία» της ενέργειας του Συμβουλίου. Εξάλλου, η στηριζόμενη στην ένσταση απαραδέκτου απόρριψη της υπό κρίση αγωγής θα προσέβαλε, κατά τον ενάγοντα, το δικαίωμά του αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος προκηρύχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ C 364, σ. 1).

19. Στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 και στις 7 Μαρτίου 2011, το Συμβούλιο και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, αφενός, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφετέρου, απάντησαν καταφατικά στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου.

20. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο λόγος απαραδέκτου που απορρέει από το δεδικασμένο, κατά τον οποίο είναι απαράδεκτη η προσφυγή με τους ίδιους διαδίκους και το ίδιο αντικείμενο η οποία στηρίζεται στην ίδια αιτία με ήδη κριθείσα προσφυγή, είναι δημοσίας τάξεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Φεβρουαρίου 2003, T-164/01, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-67 και II-367, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και, συνεπώς, είναι δυνατόν και μάλιστα πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή. Κατά πάγια νομολογία, το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία επιλύθηκαν όντως ή κατ’ ανάγκη με την οικεία δικαστική απόφαση (βλ. αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-8375, σκέψη 44, και της 12ης Ιουνίου 2008, C-462/05, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2008, σ. I-4183, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21. Εν προκειμένω, από σύγκριση μεταξύ των διαφόρων ζημιών των οποίων ζητείται η αποκατάσταση βάσει της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I (βλ. σκέψη 228 της αποφάσεως αυτής), και ορισμένων από τις ζημίες των οποίων ζητείται η αποκατάσταση, βάσει την ίδιας αυτής ευθύνης, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως (βλ. έκθεση ακροατηρίου, σκέψεις 38, 41 και 49), προκύπτει ότι αυτές τέμνονται εν μέρει, ratione temporis, κατά το μέτρο που αφορούν το διάστημα μεταξύ του Οκτωβρίου του 2002 και της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison I. Εξάλλου, ο ενάγων υποστήριξε, στα υπομνήματά του, ότι όλες αυτές οι ζημίες προκλήθηκαν από την ίδια ουσιαστική παρανομία η οποία βάρυνε τη συμπεριφορά του Συμβουλίου (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

22. Υπενθυμίζεται ότι, στην προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, το Πρωτοδικείο, μολονότι διαπίστωσε ότι δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει αν πληρούνταν η προϋπόθεση που αφορούσε τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτομένης στο Συμβούλιο συμπεριφοράς και ειδικότερα αν το Συμβούλιο είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αποφασίζοντας να δεσμεύσει τα κεφάλαια του προσφεύγοντος βάσει στοιχείων τα οποία διέθετε, ή αν είχε υπερβεί κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό τα όρια που επιβάλλονταν στην εξουσία του εκτιμήσεως (προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, σκέψη 242), έκρινε ότι το αίτημα αποζημιώσεως έπρεπε εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί, δεδομένου ότι ούτε το υποστατό και η έκταση των προβαλλομένων ζημιών, όπως απαριθμούνται στη σκέψη 228 της εν λόγω αποφάσεως, ούτε η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ζημιών αυτών και των ουσιαστικών παρανομιών που προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματος αυτού είχαν αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον (προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, σκέψεις 243 και 251).

23. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο ενάγων, οι σκέψεις αυτές οι οποίες αφορούν την έλλειψη αποδείξεως του υποστατού και της εκτάσεως των προβαλλομένων ζημιών, καθώς και της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ζημιών αυτών και των ουσιαστικών παρανομιών των οποίων έγινε επίκληση δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «παρεμπίπτουσες» ή ως «μη αναγκαίες» στην εκτίμηση του Πρωτοδικείου. Εξάλλου, ο ενάγων αβασίμως υποστηρίζει ότι δεν είχε δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατά της απορρίψεως της αγωγής αποζημιώσεως για τους ίδιους λόγους. Εξάλλου, η αρχή του δεδικασμένου συνιστά γενική αρχή κοινή στα δίκαια των κρατών μελών, της οποίας η εφαρμογή εν προκειμένω ουδόλως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αντίθετη στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

24. Συνεπώς, για το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2002 μέχρι την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison I, στις 11 Ιουλίου 2007, το δεδικασμένο της αποφάσεως αυτής εμποδίζει τον ενάγοντα να ζητήσει εκ νέου, δυνάμει των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ, την αποκατάσταση ζημίας που αντιστοιχεί σ’ αυτήν της οποίας η αποκατάσταση, στηριζόμενη στην ίδια νομική βάση, είχε ήδη απορριφθεί με την εν λόγω απόφαση (βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις του Δικαστηρίου της 28ης Νοεμβρίου 1996, C-277/95 P, Lenz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-6109, σκέψεις 52 έως 54, και της 9ης Ιουνίου 2010, C-440/07 P, Επιτροπή κατά Schneider Electric, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 52 και 53, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Δεκεμβρίου 2005, T-237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I-A-385 και II-1731, σκέψη 193, και της 15ης Οκτωβρίου 2008, T-457/04 και T-223/05, Camar κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 79).

25. Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέτρο που σκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρονται ότι προκάλεσαν οι πράξεις που προσβλήθηκαν στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I.

Επί της ουσίας

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί των προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας και επί του περιεχομένου της αποφάσεως Sison II

26. Ο ενάγων εκτιμά ότι και οι τρεις προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 235 ΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ συντρέχουν εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, κατ’ αυτόν, η παρανομία η οποία βαρύνει τις προσβαλλόμενες εν προκειμένω πράξεις συνίσταται σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, και του προκάλεσε σοβαρή ζημία κατά τρόπο αρκούντως άμεσο, την οποία αναλύει σε τέσσερις κατηγορίες ζημιών, εκτός των τόκων.

27. Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι εν προκειμένω δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας.

28. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, υπό την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτομένης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C-120/06 P και C-121/06 P, FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-6513, σκέψη 106 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T-351/03, Schneider Electric κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-2237, σκέψη 113, και προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, σκέψη 232).

29. Ο σωρευτικός χαρακτήρας των τριών αυτών προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης συνεπάγεται ότι, όταν δεν πληρούται μία εξ αυτών, η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν οι λοιπές προϋποθέσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, C-122/01 P, T. Port κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-4261, σκέψη 30, αποφάσεις Schneider Electric κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 28, σκέψη 120, και Sison I, προαναφερθείσα στη σκέψη 1, σκέψη 233).

30. Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς αν πληρούται η προϋπόθεση που αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Συμβουλίου.

31. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα νομικής πράξεως –όπως, εν προκειμένω, ο παράνομος χαρακτήρας των προσβαλλομένων εν προκειμένω πράξεων υπό το πρίσμα του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001 (ΕΕ L 344, σ. 70, διορθωτικό ΕΕ 2007, L 164, σ. 36) και του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344, σ. 93)– δεν αρκεί, όσο αποδοκιμαστέα και αν είναι η παρανομία αυτή, για να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας η οποία αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα [βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Απριλίου 2007, C-282/05 P, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-2941, σκέψη 47, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T-56/00, Dole Fresh Fruit International κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-577, σκέψεις 72 έως 75, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, T-212/03, MyTravel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-1967, σκέψεις 43 και 85].

32. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, η αγωγή αποζημιώσεως είναι αυτοτελές μέσο δικαστικής προστασίας, το οποίο έχει ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων δικαστικής προστασίας και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως οι οποίες τέθηκαν με γνώμονα το ειδικό αντικείμενό του (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1981, 197/80 έως 200/80, 243/80, 245/80 και 247/80, Ludwigshafener Walzmühle Erling κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 3211, σκέψη 4· βλ., επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 175/84, Krohn Import-Export κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 753, σκέψη 32). Ενώ σκοπός της προσφυγής ακυρώσεως και της προσφυγής κατά παραλείψεως είναι να συναχθούν οι συνέπειες του παράνομου χαρακτήρα μιας νομικώς δεσμευτικής πράξεως ή της ελλείψεως τέτοιας πράξεως, η αγωγή αποζημιώσεως έχει ως αντικείμενο αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας απορρέουσας από παράνομη πράξη ή συμπεριφορά καταλογιστέα σε θεσμικό όργανο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 2007, T-3/00 και T-337/04, Πιτσιώρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ, Συλλογή 2007, σ. II-4779, σκέψη 283). Επομένως, η αγωγή αποζημιώσεως δεν σκοπεί στη διασφάλιση της αποκαταστάσεως της προκληθείσας από οποιαδήποτε παράνομη πράξη ζημίας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2010, T-429/05, Artegodan κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 51).

33. Για να γίνει δεκτό ότι πληρούται η προϋπόθεση στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας που αφορά την προσαπτόμενη στα θεσμικά όργανα παράνομη συμπεριφορά, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου «που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες» [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑5291, σκέψη 42, και Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 47· απόφαση Sison I, προαναφερθείσα στη σκέψη 1, σκέψη 234] ή, κατά παλαιότερη διατύπωση, κανόνα δικαίου «που προστατεύει τους ιδιώτες» (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 1992, C-282/90, Vreugdenhil κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I-1937, σκέψη 19, και της 11ης Φεβρουαρίου 1999, C-390/95 P, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-769, σκέψεις 58 και 59), ή ακόμη κανόνα δικαίου «σκοπούντος στην προστασία των ιδιωτών» (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Νοεμβρίου 2002, T-332/00 και T-350/00, Rica Foods κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-4755, σκέψη 222, και της 25ης Φεβρουαρίου 2003, T-4/01, Renco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II-171, σκέψη 60). Το Γενικό Δικαστήριο εκλαμβάνει τις τρεις αυτές εκφράσεις ως απλές παραλλαγές της ίδιας νομικής εννοίας, η οποία στη συνέχεια θα εκφράζεται στην παρούσα απόφαση με τη φράση «που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες».

34. Αυτή η απαίτηση κατάφωρης παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου, κατά την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 33 αποφάσεως Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, ανεξαρτήτως της φύσεως της επίδικης παράνομης πράξεως, έχει ως σκοπό ο κίνδυνος προκλήσεως των προβαλλομένων από τους ενδιαφερομένους ζημιών να μην εμποδίζει την εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου πλήρη άσκηση των αρμοδιοτήτων του προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, τόσο στο πλαίσιο της κανονιστικής δραστηριότητάς του ή της δραστηριότητας που συνεπάγεται επιλογές οικονομικής πολιτικής όσο και στη σφαίρα της διοικητικής του αρμοδιότητας, χωρίς, ωστόσο, να επιρρίπτει σε ιδιώτες το βάρος των συνεπειών καταφανών και ασύγγνωστων παραλείψεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Schneider Electric κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 28, σκέψη 125, MyTravel κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 31, σκέψη 42, και Artegodan κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 32, σκέψη 55).

35. Το αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί ότι συντρέχει η προϋπόθεση αυτή είναι η εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία εκτιμήσεώς του [αποφάσεις Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 33, σκέψη 43, και Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 31, σκέψη 47· απόφαση Sison I, προαναφερθείσα στη σκέψη 1, σκέψη 235]. Επομένως, για να αποδειχθεί ότι συντρέχει τέτοιου είδους παράβαση, αποφασιστικό είναι το περιθώριο εκτιμήσεως που διέθετε το οικείο θεσμικό όργανο (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2005, C-198/03 P, Επιτροπή κατά CEVA και Pfizer, Συλλογή 2005, σ. I-6357, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, βάσει των διατυπωθέντων από τη νομολογία κριτηρίων, όταν το οικείο θεσμικό όργανο διαθέτει μόνο ιδιαίτερα μικρό, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβιάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 33, σκέψη 44, της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-312/00 P, Επιτροπή κατά Camar και Tico, Συλλογή 2002, σ. I-11355, σκέψη 54, και της 16ης Ιουλίου 2009, C-440/07 P, Επιτροπή κατά Schneider Electric, Συλλογή 2009, Ι-6413, σκέψη 160· απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T-198/95, T-171/96, T-230/97, T-174/98 και T-225/99, Comafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1975, σκέψη 134).

36. Ωστόσο, από τη νομολογία αυτή δεν απορρέει αυτομάτως σχέση μεταξύ, αφενός, της ελλείψεως εξουσίας εκτιμήσεως του οικείου οργάνου και, αφετέρου, του χαρακτηρισμού της παραβάσεως ως κατάφωρης παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου (απόφαση Artegodan κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 32, σκέψη 59).

37. Συγκεκριμένα, μολονότι έχει αποφασιστικό χαρακτήρα, η έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως του οικείου θεσμικού οργάνου δεν αποτελεί αποκλειστικό κριτήριο. Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει παγίως ότι το σύστημα που έχει διαμορφωθεί βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ λαμβάνει, μεταξύ άλλων, υπόψη την πολυπλοκότητα των προς διευθέτηση καταστάσεων και τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των νομοθετικών κειμένων [αποφάσεις του Δικαστηρίου Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, προαναφερθεί σα στη σκέψη 33, σκέψη 40, Επιτροπή κατά Camar και Tico, προαναφερθείσα στη σκέψη 35, σκέψη 52, Επιτροπή κατά CEVA και Pfizer, προαναφερθείσα στη σκέψη 35, σκέψη 62, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 31, σκέψη 50, και Επιτροπή κατά Schneider Electric, προαναφερθείσα στη σκέψη 35, σκέψη 161· απόφαση του Πρωτοδικείου MyTravel κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 31, σκέψη 38].

38. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις μειωμένου περιθωρίου εκτιμήσεως της Επιτροπής [απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Απριλίου 2005, T- 28/03, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. ΙΙ-1357, σκέψη 100], ή ιδιαιτέρως μικρού, αν όχι ανύπαρκτου (απόφαση Επιτροπή κατά Schneider Electric, προαναφερθείσα στη σκέψη 35, σκέψη 166), το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει τη βασιμότητα της εκ μέρους του νυν Γενικού Δικαστηρίου εξετάσεως της πολυπλοκότητας των προς διευθέτηση καταστάσεων για την εκτίμηση του αν η προβαλλόμενη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είναι κατάφωρη [απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 31, σκέψη 51, και Επιτροπή κατά Schneider Electric, προαναφερθείσα στη σκέψη 35, σκέψη 160].

39. Συνεπώς, μόνον η διαπίστωση μιας πλημμέλειας στην οποία δεν θα είχε υποπέσει, υπό ανάλογες συνθήκες, μια διοίκηση επιδεικνύουσα τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια, μπορεί να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας (απόφαση Artegodan κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 32, σκέψη 62).

40. Συνεπώς, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης, αφού καθορίσει, κατ’ αρχάς, αν το οικείο θεσμικό όργανο διέθετε περιθώριο εκτιμήσεως, να λάβει υπόψη του, στη συνέχεια, την πολυπλοκότητα της προς διευθέτηση καταστάσεως, τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των νομοθετικών κειμένων, τον βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα δικαίου και τον εσκεμμένο ή ασύγγνωστο χαρακτήρα του διαπραχθέντος σφάλματος (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου Comafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 35, σκέψεις 138 και 149, και της 26ης Ιανουαρίου 2006, T-364/03, Medici Grimm κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II-79, σκέψεις 79 και 87∙ βλ., επίσης, κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη ενός κράτους μέλους λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C-424/97, Haim, Συλλογή 2000, σ. I-5123, σκέψεις 41 έως 43). Εν πάση περιπτώσει, μια παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είναι κατάφωρη όταν συνεχίζεται παρά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως διαπιστώνουσας την προσαπτόμενη παράβαση ή προδικαστικής αποφάσεως ή παρά την ύπαρξη παγιωμένης σχετικής νομολογίας, εκ των οποίων να προκύπτει ότι η επίμαχη συμπεριφορά στοιχειοθετεί παράβαση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C-524/04, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, Συλλογή 2007, σ. Ι-2107, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41. Εν προκειμένω, ο ενάγων προβάλλει, αφενός, παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, και, αφετέρου, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, ιδίως του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής και του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας του.

42. Το Συμβούλιο υποστηρίζει, αφενός, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 δεν αποτελούν κανόνες δικαίου απονέμοντες δικαιώματα στους ιδιώτες και ότι, εν πάση περιπτώσει, η παράβασή τους δεν είναι κατάφωρη υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι η προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενάγοντος δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον.

43. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το Πρωτοδικείο δέχθηκε τον λόγο ακυρώσεως που αφορά την παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 με την προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II (σκέψεις 122 και 138). Συνεπώς, η παράβαση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένη, όπως συνομολογούν οι διάδικοι. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως που αφορούσαν παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II σκέψη 71) και πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II, σκέψεις 89 και 122). Εξάλλου, το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε, στην προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II, επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παραβίαση των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, καθώς και προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων (προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II, σκέψεις 123 και 138).

44. Πρέπει επομένως να εξετασθεί κατ’ αρχάς, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων νομολογιακών κριτηρίων, αν το Συμβούλιο, παραβαίνοντας το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, παρέβη κατάφωρα κανόνες δικαίου που αποσκοπούν στην παροχή δικαιωμάτων σε ιδιώτες. Στη συνέχεια, πρέπει να ελεγχθεί αν η προβαλλόμενη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενάγοντος έχει αποδειχθεί και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν η προσβολή αυτή είναι κατάφωρη.

Επί της στοιχειοθετήσεως της ευθύνης της Κοινότητας λόγω της παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931

45. Λαμβανομένης υπόψη της θέσεως του Συμβουλίου, πρέπει να εξετασθεί, κατ’ αρχάς, αν οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν πράγματι στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, υπό την έννοια της πάγιας νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 33 ανωτέρω, όπως υποστηρίζει ο ενάγων.

46. Προς τούτο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο ενάγων, η απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-439, σκέψεις 110 και 111), δεν παρέχει καμία λυσιτελή ένδειξη για την υπό κρίση υπόθεση. Η απόφαση εκείνη αφορούσε προσφυγή ακυρώσεως και το Δικαστήριο ουδόλως αποφάνθηκε με αυτήν επί του ζητήματος αν οι επίμαχες διατάξεις αποσκοπούσαν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

47. Πάντως, από τη νομολογία προκύπτει ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου, μολονότι σκοπεί κατ’ ουσίαν στην προστασία συμφερόντων γενικής φύσεως, διασφαλίζει και την προστασία των ατομικών συμφερόντων των ενδιαφερομένων προσώπων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1967, 5/66, 7/66 και 13/66 έως 24/66, Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 571, 581· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Απριλίου 2002, T-209/00, Lamberts κατά Διαμεσολαβητή, Συλλογή 2002, σ. II-2203, σκέψη 87, και Artegodan κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 32, σκέψη 72).

48. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, το οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2008, T-256/07, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, γνωστή ως PMOI I (Συλλογή 2008, σ. II-3019), οι επίμαχες εν προκειμένω διατάξεις δεν σκοπούν στην οριοθέτηση των τομέων αρμοδιότητας της Κοινότητας και των κρατών μελών αντιστοίχως, στο πλαίσιο του περιλαμβάνοντος δύο επίπεδα μηχανισμού συνεργασίας που προβλέπει η διαδικασία δεσμεύσεως κεφαλαίων την οποία θέσπισε η κοινή θέση 2001/931, προσδιορίζοντας ποιες εθνικές αποφάσεις μπορούν να έχουν ως συνέπεια τη λήψη κοινοτικού μέτρου (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση PMOI I, σκέψη 133).

49. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του συστήματος το οποίο θέσπισε ο κανονισμός 2580/2001, με σκοπό την εφαρμογή, σε κοινοτικό επίπεδο, των προβλεπομένων στην κοινή θέση 2001/931 ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το άρθρο 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της εν λόγω κοινής θέσεως, προβλέπει κυρίως τις νομικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να λάβει τέτοια μέτρα η Κοινότητα, της οποίας η αρμοδιότητα προς τούτο θεωρείται ως δεδομένη (προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II, σκέψεις 91 επ.). Συνεπώς, δεν πρόκειται περί απλών κανόνων απονομής αρμοδιοτήτων ή αφορώντων τη νομική βάση, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις τις οποίες επικαλέσθηκε το Συμβούλιο ή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 32 απόφαση Artegodan κατά Επιτροπής. Επομένως, οι αποφάσεις επί των υποθέσεων αυτών δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω.

50. Επισημαίνεται, εξάλλου, όπως επισήμανε και ο ενάγων, ότι τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα, τα οποία συνίστανται στη δέσμευση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων των ενδιαφερομένων, συνιστούν προδήλως επέμβαση των δημοσίων αρχών στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων εις βάρος των οποίων ελήφθησαν τα μέτρα αυτά. Μολονότι το ζήτημα αν η επέμβαση αυτή ήταν θεμιτή εν προκειμένω αποτελεί αυτοτελές ζήτημα το οποίο θα πρέπει, ενδεχομένως, να εξετασθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως της προβαλλόμενης προσβολής των δικαιωμάτων αυτών, το γεγονός και μόνον ότι μια τέτοια επέμβαση επιτρέπεται μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις καθοριζόμενες από νομοθετήματα που αφορούν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων [βλ., επί παραδείγματι, άρθρο 8, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), όσον αφορά το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής], έχει ορισμένες συνέπειες για το καθεστώς των κανόνων που θέτουν σε εφαρμογή τις προϋποθέσεις αυτές.

51. Ως εκ τούτου, καίτοι ο κανονισμός 2580/2001, εξεταζόμενος σε συνδυασμό με την κοινή θέση 2001/931, έχει κυρίως ως σκοπό να καταστήσει δυνατή την εκ μέρους του Συμβουλίου επιβολή ορισμένων περιορισμών στα δικαιώματα των ιδιωτών στο πλαίσιο και εξ ονόματος της καταπολεμήσεως της διεθνούς τρομοκρατίας, οι διατάξεις του κανονισμού και της κοινής θέσεως οι οποίες προβλέπουν, εξαντλητικώς, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπονται οι περιορισμοί αυτοί, όπως είναι οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως, έχουν, αντιθέτως, ως κύριο σκοπό την προστασία των ατομικών συμφερόντων των οικείων ιδιωτών, περιορίζοντας τις περιπτώσεις εφαρμογής, την έκταση ή την αυστηρότητα των περιοριστικών μέτρων τα οποία μπορούν νομίμως να επιβληθούν εις βάρος τους.

52. Οι διατάξεις αυτές διασφαλίζουν ως εκ τούτου την προστασία των ατομικών συμφερόντων των προσώπων που ενδέχεται να αφορούν και, συνεπώς, πρέπει να θεωρούνται ως κανόνες δικαίου που αποσκοπούν στην παροχή δικαιωμάτων σε ιδιώτες, υπό την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 33 ανωτέρω νομολογίας. Πράγματι, αν δεν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της εν λόγω κοινής θέσεως, ο θιγόμενος ιδιώτης έχει δικαίωμα μη εφαρμογής στην περίπτωσή του των εν λόγω μέτρων. Ένα τέτοιο δικαίωμα συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι οι ιδιώτες στους οποίους επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα υπό συνθήκες που δεν προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις μπορούν να ζητήσουν την αποκατάσταση των ζημιών που τους προκάλεσαν τα μέτρα αυτά, αν αποδεικνύεται ότι η επιβολή τους στηρίζεται σε κατάφωρη παράβαση των ουσιαστικών κανόνων δικαίου τους οποίους εφάρμοσε το Συμβούλιο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση MyTravel κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 31, σκέψη 48).

53. Δεύτερον, όσον αφορά την προϋπόθεση περί κατάφωρης παραβάσεως των κανόνων αυτών, πρέπει κατ’ αρχάς να καθορισθεί η έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως που διέθετε εν προκειμένω το Συμβούλιο.

54. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων βάσει των άρθρων 60 ΕΚ, 301 ΕΚ και 308 ΕΚ, σύμφωνα με κοινή θέση εκδοθείσα στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, ιδίως ως προς τους λόγους σκοπιμότητας στους οποίους στηρίζονται τέτοιες αποφάσεις (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II, σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), δεσμεύεται, αντιθέτως, από τις κατά νόμον προϋποθέσεις εφαρμογής ενός μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων επί ενός προσώπου, μιας ομάδας ή μιας οντότητας, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II, σκέψη 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, καταρτίζει, αναθεωρεί και τροποποιεί τον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στα οποία εφαρμόζεται ο ως άνω κανονισμός, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφοι 4 έως 6, της κοινής θέσεως 2001/931. Επομένως, ο εν λόγω κατάλογος πρέπει να καταρτίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του φακέλου που αποδεικνύουν ότι η απόφαση ως προς τα εν λόγω πρόσωπα, ομάδες και οντότητες ελήφθη από αρμόδια αρχή, είτε η εν λόγω απόφαση αφορά τη διεξαγωγή ανακρίσεως ή την άσκηση ποινικής διώξεως για τρομοκρατική πράξη ή απόπειρα τελέσεώς της ή συμμετοχή σε τέτοια πράξη ή διευκόλυνσή της, βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων και ενδείξεων, είτε αφορά καταδίκη για τέτοιες πράξεις. Ως «αρμόδια αρχή» νοείται δικαστική αρχή ή, αν οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία αρμοδιότητα συναφώς, ισοδύναμη αρμόδια στον τομέα αυτόν αρχή. Εξάλλου, τα ονόματα των προσώπων και οντοτήτων που απαριθμούνται στον κατάλογο πρέπει να αποτελούν το αντικείμενο επανεξετάσεως σε τακτά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το εξάμηνο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι εξακολουθεί να δικαιολογείται η διατήρησή τους στον κατάλογο, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931.

56. Στη σκέψη 93 της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison II, το τότε Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι, με προηγούμενες αποφάσεις, είχε συναγάγει από τις διατάξεις αυτές ότι ο έλεγχος της υπάρξεως αποφάσεως εθνικής αρχής εμπίπτουσας στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 αποτελεί ουσιαστικό προαπαιτούμενο της εκδόσεως, εκ μέρους του Συμβουλίου, αρχικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, ενώ ο έλεγχος σχετικά με τη συνέχεια που μπορεί να έχει η απόφαση αυτή σε εθνικό επίπεδο είναι απαραίτητος στο πλαίσιο της εκδόσεως περαιτέρω αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων.

57. Από την πάγια αυτή νομολογία του νυν Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν διαθέτει καμία διακριτική ευχέρεια όταν εκτιμά αν συντρέχουν σε συγκεκριμένη περίπτωση τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία μπορεί να εξαρτάται η εφαρμογή ενός μέτρου περί δεσμεύσεως κεφαλαίων σε ένα πρόσωπο, μια ομάδα ή μια οντότητα, όπως τα στοιχεία αυτά καθορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά τον έλεγχο της υπάρξεως ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του φακέλου από τα οποία να προκύπτει ότι έχει ληφθεί έναντι του οικείου προσώπου απόφαση εθνικής αρχής εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 και, κατόπιν, τον έλεγχο της συνέχειας που επιφυλάσσεται στην απόφαση αυτή σε εθνικό επίπεδο (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II, σκέψη 96 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία σχετική με τις υποθέσεις περί της δεσμεύσεως κεφαλαίων της Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran/People’s Mojahedin Organization of Iran).

58. Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο ενάγων, το στοιχείο αυτό και μόνον δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η παράβαση των διατάξεων αυτών είναι κατάφωρη εν προκειμένω, ώστε να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Κοινότητας. Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε (βλ. σκέψεις 37 έως 39 ανωτέρω), ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να λάβει επίσης υπόψη του τη νομική και την πραγματική πολυπλοκότητα της προς ρύθμιση καταστάσεως, καθώς και τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των νομοθετικών κειμένων.

59. Εν προκειμένω, επισημαίνεται επιπλέον ότι τα περιοριστικά μέτρα τα οποία προβλέπονται στον κανονισμό 2580/2001 και στην κοινή θέση 2001/931 έχουν ως σκοπό να θέσουν σε εφαρμογή σε κοινοτικό επίπεδο την απόφαση 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, της 28ης Σεπτεμβρίου 2001, με την οποία καθορίστηκαν στρατηγικές για την παντί τρόπω καταπολέμηση της τρομοκρατίας και, ειδικότερα, της χρηματοδοτήσεώς της. (προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, σκέψεις 4 έως 12).

60. Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο ενός άλλου κοινοτικού συστήματος περιοριστικών μέτρων οικονομικής φύσεως που ελήφθησαν προς εφαρμογήν, επίσης, αποφάσεων που εξέδωσε το Συμβούλιο Ασφαλείας δυνάμει του κεφαλαίου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, η με κάθε μέσο αντιμετώπιση, σύμφωνα με τον εν λόγω Χάρτη, των απειλών κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, των οφειλομένων σε τρομοκρατικές ενέργειες, συνιστά θεμελιώδη για τη διεθνή κοινότητα σκοπό γενικού συμφέροντος, ο οποίος δικαιολογεί κατ’ αρχήν τη λήψη περιοριστικών μέτρων, όπως τα επίμαχα εν προκειμένω, εις βάρος ορισμένων προσώπων (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C-402/05 P και C-415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-6351, στο εξής: απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, σκέψεις 361 έως 363). Η θεμελιώδης σπουδαιότητα του εν λόγω σκοπού γενικού συμφέροντος και οι ιδιάζουσες δεσμεύσεις τις οποίες επιβάλλει στα οικεία θεσμικά όργανα της Ένωσης η «με κάθε μέσο» επιδίωξή του, κατόπιν του επιτακτικού αιτήματος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αποτελούν επίσης παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, σύμφωνα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 34 νομολογία.

61. Συνεπώς, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τη νομική και πραγματική πολυπλοκότητα της προς ρύθμιση καταστάσεως, στη συγκεκριμένη περίπτωση του ενάγοντος, καθώς και τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του κανονισμού 2580/2001 και της κοινής θέσεως 2001/931, λαμβάνοντας, ειδικότερα, υπόψη τη σπουδαιότητα των επιδιωκομένων σκοπών γενικού συμφέροντος, για να εξακριβώσει αν η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο συνιστά πλημμέλεια την οποία θα είχε αποφύγει, υπό ανάλογες συνθήκες, μια διοίκηση επιδεικνύουσα τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω).

62. Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι έχει σαφώς αποδειχθεί η παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 (προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II, σκέψη 113), πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες δυσχέρειες που συνδέονται, εν προκειμένω, με την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι δυσχέρειες που συνδέονται με την κατά γράμμα και τη συστηματική ερμηνεία των προϋποθέσεων λήψεως ενός μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων, που τίθενται με τις εν λόγω διατάξεις, υπό το πρίσμα του συνόλου του κοινοτικού συστήματος δεσμεύσεως κεφαλαίων και λαμβανομένων υπόψη των επιδιωκόμενων σκοπών γενικού συμφέροντος, εδύναντο ευλόγως να εξηγήσουν, ελλείψει παγιωμένης νομολογίας συναφώς, την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, καθόσον κακώς στηρίχθηκε στην απόφαση του Raad van State (Συμβουλίου Επικρατείας των Κάτω Χωρών) της 21ης Φεβρουαρίου 1995 (στο εξής: απόφαση του Raad van State) και στην απόφαση του arrondissementsrechtbank te ‘s-Gravenhage (περιφερειακού δικαστηρίου της Χάγης, στο εξής: rechtbank), Sector Bestuurrecht, Rechtseenheidskamer Vreemdelingenzaken (διοικητική διαδικασία, τμήμα ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου, υποθέσεις αλλοδαπών) της 11ης Σεπτεμβρίου 1997 (στο εξής: απόφαση του rechtbank).

63. Πράγματι, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι η διατύπωση των διατάξεων αυτών είναι ιδιαίτερα ασαφής. Συγκεκριμένα, κατά το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, ως «αρμόδια αρχή» νοείται «δικαστική αρχή ή, εάν δικαστικές αρχές δεν έχουν αρμοδιότητα στον τομέα τον οποίο καλύπτει η παρούσα παράγραφος, ισοδύναμη αρμόδια αρχή στον εν λόγω τομέα». Ουδόλως ορίζεται το περιεχόμενο της εννοίας «αρμόδια αρχή» «ισοδύναμη» προς αρμόδια δικαστική αρχή «στον τομέα τον οποίο καλύπτει η [εν λόγω] παρούσα παράγραφος», δηλαδή στον τομέα των αποφάσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη διεξαγωγή ανακρίσεως ή την άσκηση ποινικής διώξεως για τρομοκρατική δραστηριότητα. Εξάλλου, είναι αδιανόητο οι δικαστικές αρχές ενός οποιουδήποτε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει συσταθεί ως κράτος δικαίου και μέλος μιας Ενώσεως δικαίου, να μην έχουν καμία αρμοδιότητα στον τομέα αυτό. Ομοίως και κατά συνέπεια, ούτε η έννοια της αποφάσεως για την «έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως» λόγω τρομοκρατικών πράξεων ούτε ακόμη η έννοια της αποφάσεως για την «καταδίκη για τέτοιες πράξεις» γίνονται ευχερώς αντιληπτές. Εξάλλου, δεν διευκρινίζεται αν η ερμηνεία των διατάξεων αυτών πρέπει να γίνεται με αναφορά και παραπομπή στο εθνικό δίκαιο ή αν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης, το οποίο βεβαίως εναπόκειται αποκλειστικώς στον δικαστή της Ένωσης να προσδιορίσει. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δεν είναι βέβαιο αν οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις των διατάξεων αυτών καλύπτουν μία και την αυτή εθνική πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις οι όροι που χρησιμοποιούνται προέρχονται από το υπό στενή έννοια ποινικό δίκαιο, ενώ, σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις, η ερμηνεία τους μπορεί να εξέλθει αυτού του αυστηρώς ποινικού πλαισίου.

64. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, δεν επιχειρείται να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Συμβουλίου ως νομοθετικής αρχής η οποία θέσπισε τις εν λόγω διατάξεις, αλλά ως διοικητικής αρχής υπεύθυνης για την εφαρμογή τους.

65. Οι προαναφερθείσες δυσχέρειες ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων προκάλεσαν κατ’ ανάγκη σημαντικές δυσχέρειες κατά την εφαρμογή τους, πράγμα το οποίο μαρτυρεί η πλούσια νομολογία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στον συγκεκριμένο αυτόν τομέα [βλ., εκτός από τις προαναφερθείσες στη σκέψη 1 αποφάσεις Sison I και Sison II, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T-228/02, Οrganisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, καλούμενη OMPI (Συλλογή 2006, σ. II-4665), της 11ης Ιουλίου 2007, T-327/03, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου, καλούμενη Al-Aqsa I (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), PMOI I, προαναφερθείσα στη σκέψη 48, της 4ης Δεκεμβρίου 2008, T-284/08, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, καλούμενη PMOI II (Συλλογή 2008, σ. II-3487, επί της οποίας εκκρεμεί αναίρεση στην υπόθεση C-27/09 P), της 2ας Σεπτεμβρίου 2009, T-37/07 και T-323/07, El Morabit κατά Συμβουλίου (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, T-348/07, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου, καλούμενη Al-Aqsa II (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), και της 7ης Δεκεμβρίου 2010, T-49/07, Fahas κατά Συμβουλίου (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή)]. Ως εκ τούτου, με την εξέταση δέκα περίπου υποθέσεων σε διάστημα αρκετών ετών το νυν Γενικό Δικαστήριο διαμόρφωσε σταδιακά ένα λογικό και συνεπές πλαίσιο ερμηνείας των επιμάχων διατάξεων. Αυτή η διαδικασία σταδιακής διαμορφώσεως της νομολογίας είναι ιδιαίτερα εμφανής στις σκέψεις 91 επ. της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison II, όπου πραγματοποιείται η σύνθεση των προγενεστέρων σχετικών αποφάσεων.

66. Ειδικότερα, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι το Πρωτοδικείο ουδεμία ένδειξη παρέσχε στην προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, ως προς το ζήτημα αν η απόφαση του Raad van State και η απόφαση του rechtbank μπορούσαν να θεωρηθούν ως αποφάσεις ληφθείσες από αρμόδια εθνική αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931 (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, σκέψη 242). Συνεπώς, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως προηγούμενο στο Συμβούλιο, υπό την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 40 νομολογίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας θεσπίσεως των προσβαλλομένων εν προκειμένω πράξεων.

67. Στην υπό κρίση υπόθεση, αντιθέτως, το Πρωτοδικείο εξέτασε επί μακρόν το επιχείρημα του περιεχομένου, της εκτάσεως εφαρμογής και του πλαισίου θεσπίσεως των αποφάσεων εθνικών αρχών στις οποίες στηρίζονταν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, δηλαδή η απόφαση του Raad van State και η απόφαση του rechtbank, στις σκέψεις 46 έως 70 της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison I, και στις σκέψεις 88, 90 και 100 έως 106 της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison II, στις οποίες παραπέμπει η παρούσα απόφαση.

68. Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των εν λόγω εθνικών αποφάσεων υπό το πρίσμα του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στις σκέψεις 107 επ. της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison II, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 111 της εν λόγω αποφάσεως Sison II, το Πρωτοδικείο διατύπωσε, για πρώτη φορά, ορισμένα γενικά κριτήρια ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο «εκτίμ[ησε]» ότι, λαμβανομένων υπόψη τόσο του γράμματος, του πλαισίου και των σκοπών των επιμάχων εν προκειμένω διατάξεων όσο και του μείζονος ρόλου των εθνικών αρχών στη διαδικασία δεσμεύσεως κεφαλαίων του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, απόφαση αφορώσα την «έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως» πρέπει, για να μπορεί να την επικαλεσθεί βασίμως το Συμβούλιο, να εντάσσεται στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας σκοπούσας αμέσως και κυρίως στην επιβολή προληπτικού ή κατασταλτικού μέτρου σε ένα πρόσωπο, προκειμένου να κατασταλεί η τρομοκρατία και λόγω της αναμίξεώς του σ’ αυτή. Το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι δεν ανταποκρίνεται στην επιταγή αυτή απόφαση μιας εθνικής δικαστικής αρχής η οποία κρίνει μόνον επικουρικώς και παρεμπιπτόντως επί της ενδεχόμενης αναμίξεως του οικείου προσώπου σε μια τέτοια δραστηριότητα, στο πλαίσιο μιας διαφοράς αφορώσας, επί παραδείγματι, αστικού χαρακτήρα δικαιώματα και υποχρεώσεις.

69. Εν προκειμένω, στη σκέψη 113 της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison Ι, το Πρωτοδικείο συνήγαγε από το κριτήριο περιοριστικής ερμηνείας που είχε διατυπώσει κατά τα άνω ότι οι αφορώσες τον ενάγοντα διαδικασίες ενώπιον του Raad van State και του rechtbank ουδόλως είχαν ως αντικείμενο να εμποδίσουν τη μελλοντική του συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες, αλλά αφορούσαν αποκλειστικώς και μόνον τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως του Ολλανδού Υφυπουργού Δικαιοσύνης περί απορρίψεως της αιτήσεως του ενάγοντος να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και να του χορηγηθεί άδεια διαμονής στις Κάτω Χώρες.

70. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο αναγνώρισε επίσης, στη σκέψη 114 της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison ΙΙ, ότι το Raad van State και το rechtbank έλαβαν γνώση, στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, του φακέλου της υπηρεσίας εσωτερικής ασφαλείας των Κάτω Χωρών (στο εξής: BVD), αφορώντος την προβαλλόμενη ανάμιξη του προσφεύγοντος σε ορισμένες τρομοκρατικές δραστηριότητες στις Φιλιππίνες, αν και δεν αποφάσισαν, παρά ταύτα, τη διεξαγωγή ανακρίσεως ως προς τις δραστηριότητες αυτές, ακόμη δε λιγότερο την άσκηση ποινικής διώξεως κατά του ενάγοντος.

71. Υπογραμμίζεται, εξάλλου, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο ενάγων, η άρνηση του Ολλανδού Υφυπουργού Δικαιοσύνης να του αναγνωρίσει το καθεστώς του πρόσφυγα και να του χορηγήσει άδεια διαμονής στις Κάτω Χώρες, με την κύρια αιτιολογία ότι είχε διευθύνει ή επιχειρήσει να διευθύνει από τις Κάτω Χώρες τον New People’s Army (NPA), στρατιωτικό τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος των Φιλιππίνων (ΚΚΦ) υπεύθυνο για μεγάλο αριθμό τρομοκρατικών ενεργειών στις Φιλιππίνες, εγκρίθηκε, κατ’ ουσίαν, από το rechtbank, κατόπιν της αποφάσεως του Raad van State και αφού το δικαστήριο αυτό έλαβε γνώση του φακέλου της BVD (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison I, σκέψεις 63, 66 και 68 έως 70). Συνεπώς, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη εκτιμήσεως, αναφερόμενο στα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ούτε υπερέβη τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας.

72. Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, στην προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II (σκέψεις 88, 89 και 122), το Πρωτοδικείο απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως του ενάγοντος που αφορούσε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι οι πραγματικές διαπιστώσεις που περιέχονταν στις επισυναφθείσες στις προσβαλλόμενες πράξεις αιτιολογικές εκθέσεις ενισχύονταν δεόντως από τα στοιχεία της δικογραφίας που του είχε υποβληθεί και, ειδικότερα, από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες προέβησαν κυριαρχικά το Raad van State και το rechtbank. Αυτές οι πραγματικές διαπιστώσεις αφορούν την ανάμιξη του ενάγοντος σε τρομοκρατικές ενέργειες διαπραχθείσες στις Φιλιππίνες, λόγω του διευθυντικού του ρόλου στο ΚΚΦ και στον NPA, καθώς και τις επαφές που είχε με τους ιθύνοντες άλλων τρομοκρατικών ενώσεων (βλ., συναφώς, σκέψεις 46 έως 70 της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison I, οι οποίες επαναλαμβάνονται στη σκέψη 106 της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison II).

73. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, της πολυπλοκότητας των νομικών και πραγματικών εκτιμήσεων που απαιτούνται για τη ρύθμιση της υπό κρίση υποθέσεως, δεύτερον, των δυσχερειών ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως και ελλείψει νομολογίας παγιωθείσας πριν από τη δημοσίευση της προαναφερθείσας στη σκέψη 1 αποφάσεως Sison II, και, τρίτον, της θεμελιώδους σπουδαιότητας των σχετικών με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας σκοπών γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός, η εκ μέρους του Συμβουλίου παράβαση των διατάξεων αυτών, μολονότι σαφώς αποδειχθείσα, εξηγείται από τις ιδιάζουσες δεσμεύσεις και ευθύνες του οργάνου αυτού και συνιστά πλημμέλεια στην οποία θα μπορούσε να υποπέσει, υπό ανάλογες συνθήκες, μια διοίκηση επιδεικνύουσα τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια.

74. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η παράβαση, εν προκειμένω, του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, αν και σαφώς αποδεδειγμένη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δυνάμενη να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας έναντι του ενάγοντος.

Επί της στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λόγω της προβαλλόμενης προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενάγοντος

75. Εν προκειμένω, δεν αμφι σβητείται ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων την προσβολή προβάλλει ο ενάγων συνιστούν κανόνες δικαίου που αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Συνεπώς, η προσβολή τους, αν υποτεθεί ότι έχει αποδειχθεί, είναι ικανή να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας αν ήταν κατάφωρη.

76. Συναφώς, ο ενάγων δεν προβάλλει το παράνομο, καθεαυτό, υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, του γενικού συστήματος της δεσμεύσεως κεφαλαίων το οποίο θεσπίζει ο κανονισμός 2580/2001, αλλά μόνον την εσφαλμένη εφαρμογή του κανονισμού αυτού υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, πράγμα το οποίο κατ’ αυτόν είχε ως συνέπεια την εν λόγω προσβολή.

77. Εξάλλου, η νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου έχει διαπιστώσει σαφώς το κατ’ αρχήν συμβατό του συστήματος αυτού ή αναλόγων συστημάτων που απορρέουν από την εφαρμογή άλλων αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών προς τα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερομένων (βλ., όσον αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας, απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, προαναφερθείσα στη σκέψη 60, σκέψεις 361 έως 366, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2009, T-246/08 και T-332/08, Melli Bank κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II-2629, σκέψεις 111 και 112· όσον αφορά το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2006, T-253/02, Ayadi κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II-2139, σκέψη 126, μη αναιρεθείσα από το Δικαστήριο· όσον αφορά τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, αποφάσεις El Morabit κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα στη σκέψη 65, σκέψη 40, και Fahas κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα στη σκέψη 65, σκέψεις 64 έως 68).

78. Συνεπώς, η προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενάγοντος δεν συνίσταται σε αυτή καθεαυτήν την επιβολή των περιοριστικών μέτρων τα οποία προβλέπει ο κανονισμός 2580/2001, αλλά στο γεγονός και μόνον ότι τα μέτρα αυτά του επιβλήθηκαν με τις προσβαλλόμενες πράξεις υπό προϋποθέσεις μη σύμφωνες προς αυτές που προβλέπει, ακριβώς προκειμένου να περιορισθούν οι πιθανότητες επεμβάσεως των δημοσίων αρχών στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων (βλ. σκέψεις 50 και 51 ανωτέρω), το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931.

79. Έχει ήδη κριθεί ανωτέρω ότι το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι σύμφωνες με τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 συνιστά βεβαίως παρανομία, δεν μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί ως κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου ικανή να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας έναντι του ενάγοντος.

80. Δεδομένου ότι η προβαλλόμενη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενάγοντος συνδέεται άρρηκτα προς αυτή την παρανομία και οφείλεται αποκλειστικώς και μόνο σε αυτή, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσβολή αυτή ωσαύτως δεν είναι κατάφωρη ώστε, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, να στοιχειοθετεί την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Artegodan κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 32, σκέψεις 131, 132 και 136).

81. Συναφώς, προσθετέον ότι ούτε ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε η ΕΣΔΑ, που εγγυώνται το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, απαγορεύουν να εξαρτάται η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, υπό συνθήκες όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, από την αναγνώριση της κατάφωρης προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία επικαλείται ο ενάγων. Όσον αφορά, ειδικότερα, τα δικαιώματα τα οποία εγγυάται το πρωτόκολλο αριθ. 1 της ΕΣΔΑ, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έλαβε εξάλλου υπόψη τους «διαφόρους περιορισμούς που απορρέουν από τα προς απόδειξη στοιχεία στο πλαίσιο της αγωγής» λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, στα οποία περιλαμβάνεται, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση που αφορά την ύπαρξη μιας τέτοιας προσβολής, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κοινοτικό δίκαιο παρέχει προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ισοδύναμη προς αυτήν που διασφαλίζει ο μηχανισμός της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Bosphorus Hava Yollari Turizm ve Ticaret Anonim Şirketi κατά Ιρλανδίας της 30ής Ιουνίου 2005, Recueil des arrêts et décisions, 2005-VI, §§ 88, 163 και 165).

82. Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούται η προϋπόθεση στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας η οποία συνδέεται με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτομένης στο Συμβούλιο συμπεριφοράς.

83. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιπές προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας.

Επί των δικαστικών εξόδων

84. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, απόφαση για τα έξοδα λαμβάνεται με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το Πρωτοδικείο, με την προαναφερθείσα στη σκέψη 1 απόφαση Sison II, επιφυλάχθηκε ως προς τα έξοδα.

85. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή για εξαιρετικούς λόγους. Το άρθρο 87, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού ορίζει εξάλλου ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

86. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο ηττήθηκε ως προς το ακυρωτικό αίτημα, αλλά ο ενάγων ηττήθηκε ως προς το αίτημα αποζημιώσεως. Δεδομένου ότι η προσφυγή ακυρώσεως και η αγωγή αποζημιώσεως εξετάστηκαν αυτοτελώς καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο θα εφαρμόσει ορθώς τις προαναφερθείσες διατάξεις αποφαινόμενο ότι το Συμβούλιο φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων των κυρίων διαδίκων τα οποία αφορούν την προσφυγή ακυρώσεως, ενώ ο ενάγων θα φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων των κυρίων διαδίκων τα οποία αφορούν την αγωγή αποζημιώσεως. Άλλωστε, πρέπει να κριθεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Διατακτικό

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την αγωγή αποζημιώσεως.

2) Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει, ως προς τα δικαστικά έξοδα που αφορούν την προσφυγή ακυρώσεως, τα έξοδά του καθώς και τα έξοδα του Jose Maria Sison.

3) Ο Jose Maria Sison φέρει, ως προς τα δικαστικά έξοδα που αφορούν την αγωγή αποζημιώσεως, τα έξοδά του καθώς και τα έξοδα του Συμβουλίου.

4) Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα έξοδά τους.

Top