EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004TJ0473

Απόφαση του Πρωτοδικείου (πρώτο τμήμα) της 19ης Ιουνίου 2007.
Cristina Asturias Cuerno κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλοι - Αμοιβή.
Υπόθεση T-473/04.

European Court Reports – Staff Cases 2007 I-A-2-00139; II-A-2-00963

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2007:184

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 19ης Ιουνίου 2007

Υπόθεση T-473/04

Cristina Asturias Cuerno

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Υπηρεσίες παρασχεθείσες υπέρ διεθνούς οργανισμού – Αποζημίωση εγκαταστάσεως – Ημερήσια αποζημίωση»

Αντικείμενο: Προσφυγή με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 25ης Αυγούστου 2004, περί απορρίψεως της από 27 Απριλίου 2004 διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας και περί μη χορηγήσεως του προβλεπόμενου στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ ευεργετήματος του επιδόματος αποδημίας και των συναφών με αυτό αποζημιώσεων.

Απόφαση: Οι αποφάσεις της Επιτροπής της 28ης Ιανουαρίου και της 25ης Αυγούστου 2004 ακυρώνονται. Η προσφεύγουσα δικαιούται τόσο το προβλεπόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ επίδομα αποδημίας όσο και την προβλεπόμενη στο άρθρο 5 του ιδίου παραρτήματος αποζημίωση εγκαταστάσεως. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Πλήρης δικαιοδοσία

2.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Άρθρο 189 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχείο α΄)

3.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχείο α΄)

4.      Υπάλληλοι – Απόδοση δαπανών – Ημερήσια αποζημίωση – Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 20, παράρτημα VII, άρθρο 10)

1.      Σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), το Πρωτοδικείο επιλαμβάνεται των χρηματικών διαφορών κατά πλήρη δικαιοδοσία. Στο πλαίσιο της εν λόγω εξουσίας του να κρίνει κατά πλήρη δικαιοδοσία, το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να αναγνωρίζει την ύπαρξη δικαιώματος λήψεως του ευεργετήματος της αποζημιώσεως αποδημίας και των συναφών με αυτό αποζημιώσεων.

(βλ. σκέψη 23)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 8 Απριλίου 1992, T‑18/91, Costacurta Gelabert κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑1655, σκέψη 50· ΠΕΚ, 30 Νοεμβρίου 1993, T‑15/93, Vienne κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑1327, σκέψη 41· ΠΕΚ, 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑33/95, Lozano Palacios κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑575 και II‑1535, σκέψη 67

2.      Οι παρασχεθείσες από υπάλληλο πριν από την πρόσληψή του στις Κοινότητες υπηρεσίες υπό την ιδιότητά του ως βοηθού μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αντιστοιχούν σε παρασχεθείσες υπέρ διεθνούς οργανισμού υπηρεσίες για τους σκοπούς της εφαρμογής της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταία περίοδος, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ εξαιρέσεως σε θέματα χορηγήσεως της αποζημιώσεως αποδημίας. Πράγματι, αφενός, ο κοινοβουλευτικός βοηθός παρέχει υπηρεσίες στο Κοινοβούλιο καθόσον συνεργάζεται, στο πλαίσιο των καθηκόντων του και εντός των ορίων των ευθυνών του, στην εκτέλεση και υλοποίηση των καθηκόντων τα οποία η Συνθήκη έχει αναθέσει στο Κοινοβούλιο και στα μέλη του. Αφετέρου, υφίσταται άμεσος δεσμός με το εν λόγω θεσμικό όργανο δεδομένου ότι τα μέλη του Κοινοβουλίου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τρίτοι έναντι του θεσμικού αυτού οργάνου. Όπως εξαγγέλλεται στο άρθρο 189 ΕΚ, το Κοινοβούλιο αποτελείται από «αντιπροσώπους των λαών των κρατών», ήτοι από τα «μέλη του Κοινοβουλίου». Άρα, οι βουλευτές αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του ιδίου του θεσμικού οργάνου και, ασκώντας την εντολή τους, ταυτίζονται υπό την έννοια αυτή με το Κοινοβούλιο. Στο πλαίσιο της αποστολής τους ως εκλεγμένων βουλευτών προσλαμβάνουν βοηθούς ώστε να διαθέτουν την απαραίτητη για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους υποστήριξη.

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από τις κανονιστικές διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες ο βουλευτής και ο βοηθός οφείλουν να συνάψουν σύμβαση ιδιωτικού δικαίου όπου ορίζεται ρητώς ότι το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εργοδότης ή αντισυμβαλλόμενος του βοηθού, αποκλείοντας την ευθύνη του θεσμικού οργάνου έναντι αξιώσεων του πρώτου, ούτε από τις συμβατικές ρήτρες περί εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων. Πράγματι, οι εν λόγω διατάξεις και ρήτρες έχουν προφανώς ως αποκλειστικό σκοπό τη μη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του Κοινοβουλίου έναντι των κοινοβουλευτικών βοηθών για τα ζητήματα που εμπίπτουν στη συμβατική, φορολογική και στη σφαίρα της κοινωνικής ασφαλίσεως. Εντούτοις, η ύπαρξη ή μη έννομου δεσμού μεταξύ των δύο μερών εξαρτάται από τη φύση και το περιεχόμενο των ισχυουσών μεταξύ τους σχέσεων, ο χαρακτηρισμός των οποίων εμπίπτει αποκλειστικά στην εκτίμηση του Πρωτοδικείου και όχι σε εκείνον που δίδουν τα ίδια τα μέρη. Αντιθέτως, το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο ρυθμίζει τις βασικές πτυχές του καθεστώτος των βοηθών, προβαίνει στον διοικητικό έλεγχο της προσλήψεώς τους από τους βουλευτές και είναι ευθέως επιφορτισμένο, κατ’ αρχήν με την καταβολή των αποδοχών που αντιστοιχούν στην εργασία τους ή στην παροχή υπηρεσιών εκ μέρους τους καταδεικνύει σε ποιο βαθμό είναι τεχνητό το να θεωρείται ότι το Κοινοβούλιο αποτελεί τρίτο έναντι των βοηθών και ουδεμία άμεση νομική σχέση υφίσταται μεταξύ του θεσμικού αυτού οργάνου και των κοινοβουλευτικών βοηθών των μελών του.

(βλ. σκέψεις 48, 51, 52, 57, 60, 61, 63, 69 και 70)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 20 Μαρτίου 1991, T‑1/90, Pérez-Mínguez Casariego κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑143, σκέψη 38· ΠΕΚ, 15 Ιουλίου 1993, T‑115/92, Hogan κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑895, σκέψη 36· ΠΕΚ, 22 Μαρτίου 1995, T‑586/93, Κοτζώνης κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1995, σ. II‑665, σκέψη 21· ΠΕΚ, 10 Ιουνίου 2004, T‑276/01, Garroni κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑177 και II‑795, σκέψη 52

3.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ έχει την έννοια ότι ως πρωταρχικής σημασίας κριτήριο για τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας επιλέγεται η συνήθης κατοικία του υπαλλήλου πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, ως συνήθης δε κατοικία λογίζεται ο τόπος όπου ο ενδιαφερόμενος όρισε το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του με τη βούληση να του προσδώσει σταθερό χαρακτήρα. Το γεγονός και μόνον ότι διαμένει σε ξένη χώρα προκειμένου να συμπληρώσει τις πανεπιστημιακές σπουδές του ή να πραγματοποιήσει περιόδους επαγγελματικής μαθητείας δεν παρέχει τη δυνατότητα να τεκμαίρεται η ύπαρξη βουλήσεως μετατοπίσεως του μόνιμου κέντρου των συμφερόντων του στην εν λόγω χώρα.

(βλ. σκέψεις 73 και 74)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 15 Σεπτεμβρίου 1994, C‑452/93 P, Magdalena Fernández κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4295, σκέψη 21· ΠΕΚ, 13 Δεκεμβρίου 2004, T‑251/02, E κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑359 και II‑1643, σκέψη 53· ΠΕΚ, 25 Οκτωβρίου 2005, T‑229/02, Dedeu i Fontcuberta κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑303 και II‑1377, σκέψη 66

4.      Προκειμένου να προσδιοριστεί, για τους σκοπούς της χορηγήσεως της ημερήσιας αποζημιώσεως, αν ο υπάλληλος υποχρεώθηκε να αλλάξει διαμονή ώστε να ανταποκριθεί στις εκ του άρθρου 20 του ΚΥΚ υποχρεώσεις, η κατοικία η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι εκείνη όπου διατηρεί το κέντρο των συμφερόντων του. Συναφώς, ενδέχεται να συνυπάρχουν επί ορισμένη χρονική περίοδο δύο κατοικίες, και συγκεκριμένα η πρώτη ως συνήθης και η δεύτερη ως κατοικία λόγω της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας. Επομένως, δεν μπορεί να συνάγεται από το γεγονός απλώς και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος εργάστηκε σε τόπο διαφορετικό από εκείνο στον οποίο υπηρετούσε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης της προσλήψεώς του περιόδου ότι είχε εκφράσει τη βούληση να ορίσει εκεί το μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του εφόσον στοιχεία αναγόμενα σε επαγγελματικές και προσωπικές περιστάσεις διαψεύδουν στην πράξη ότι είχε παρόμοια πρόθεση.

(βλ. σκέψεις 84 και 87)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 11 Αυγούστου 1995, C‑43/94 P, Κοινοβούλιο κατά Vienne, Συλλογή 1995, σ. I‑2441, σκέψη 21· Lozano Palacios κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 47· E κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 73

Top