EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CC0168

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 23ης Φεβρουαρίου 2006.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρο 49 ΕΚ - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Επιχείρηση στην οποία εργάζονται υπήκοοι τρίτων κρατών - Επιχείρηση παρέχουσα υπηρεσίες εντός άλλου κράτους μέλους - "Ευρωπαϊκή βεβαίωση περί αποσπάσεως".
Υπόθεση C-168/04.

European Court Reports 2006 I-09041

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:135

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPE LÉGER

της 23ης Φεβρουαρίου 2006 1(1)

Υπόθεση C-168/04

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Δημοκρατίας της Αυστρίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Απαιτήσεις επιβαλλόμενες από το κράτος μέλος υποδοχής σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος οι οποίες επιθυμούν να αποσπάσουν στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους υποδοχής εργαζομένους υπηκόους τρίτου κράτους»





1.        Με την υπό κρίση προσφυγή, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, εξαρτώντας την απόσπαση εργαζομένων υπηκόων τρίτου κράτους, εκ μέρους επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, από τη λήψη εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής εγγράφου αποκαλουμένου «ευρωπαϊκή βεβαίωση περί ευρωπαϊκής αποσπάσεως», η χορήγηση της οποίας εκ μέρους των αρμοδίων αυστριακών αρχών απαιτεί τη συνδρομή δύο σωρευτικών προϋποθέσεων που αφορούν, αφενός, την αρχαιότητα ή τη διάρκεια των εργασιακών σχέσεων μεταξύ της εν λόγω επιχειρήσεως και των ενδιαφερομένων εργαζομένων και, αφετέρου, τη συστηματική υπαγωγή των εν λόγω εργαζομένων στο καθεστώς εργασίας που υφίσταται στο αυστριακό έδαφος κατά τη διάρκεια της μελλοντικής αποσπάσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ. Η Επιτροπή ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το εν λόγω κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του απαγορεύοντας τη χορήγηση άδειας εισόδου ή διαμονής σε υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος αποσπάστηκε από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, όταν ο εν λόγω υπήκοος έχει εισέλθει στο αυστριακό έδαφος χωρίς θεώρηση.

2.        Μολονότι η πρώτη αιτίαση που προβάλλεται στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής είναι σχετικώς παρεμφερής με την αιτίαση που εξέτασε το Δικαστήριο στην απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (2), καθώς και στην απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Γερμανίας (3), η δεύτερη αιτίαση, αντιθέτως, δεν έχει προφανώς εξετασθεί, αν και έχει κάποια σχέση με τη διατυπωθείσα στην τελευταία εκείνη υπόθεση αιτίαση. Με τη δεύτερη αυτή αιτίαση, η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο να εκτιμήσει αν εθνική κανονιστική ρύθμιση, που σκοπεί να διασφαλίσει την τήρηση των προϋποθέσεων σχετικά με τον έλεγχο της εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων κρατών στο έδαφος ενός κράτους μέλους, συμβιβάζεται με τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

I –    Το εθνικό νομικό πλαίσιο

3.        Στην Αυστρία, η απόσπαση στο έδαφός της εργαζομένων υπηκόων τρίτων κρατών, από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο μέλος, διέπεται από τον νόμο περί εργασίας των αλλοδαπών (Ausländerbeschäftigungsgesetz, στο εξής: AuslBG) (4), καθώς και από τον νόμο για την προσαρμογή του δικαίου των συμβάσεων εργασίας (Arbeitsvertragsrechts-Anpassungsgesetz, στο εξής: AVRAG) (5).

4.        Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του AuslBG θεσπίζει την αρχή ότι η απόσπαση αλλοδαπών στην Αυστρία, από επιχείρηση που δεν έχει έδρα στην Αυστρία, εξαρτάται από τη χορήγηση προηγουμένης άδειας. Προβλέπονται πολλές παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ή δραστηριοτήτων.

5.        Μεταξύ των πολλών αυτών παρεκκλίσεων περιλαμβάνεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 18, παράγραφος 12, του AuslBG (όπως τροποποιήθηκε με αναθεώρηση που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1998), για την απόσπαση υπηκόων τρίτων κρατών από αλλοδαπή επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, προκειμένου να παράσχει υπηρεσίες επί της αυστριακής επικράτειας. Η πράξη αυτή εξαρτάται από ιδιαίτερη διαδικασία που αποκαλείται «ευρωπαϊκή βεβαίωση περί αποσπάσεως» και όχι από την προβλεπόμενη για την απόσπαση αλλοδαπών διαδικασία του κοινού δικαίου η οποία, όπως μόλις επισήμανα, είναι διαδικασία χορηγήσεως άδειας.

6.        Η διαδικασία ευρωπαϊκής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως, η οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση με την υπό κρίση προσφυγή, διεξάγεται ως εξής.

7.        Καταρχάς, η εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος πλην της Αυστρίας επιχείρηση, η οποία επιθυμεί να πραγματοποιήσει απόσπαση, πρέπει να προβεί σε προηγούμενη συναφή δήλωση ενώπιον των αρμοδίων εθνικών αρχών, ήτοι της περιφερειακής υπηρεσίας του Γραφείου απασχολήσεως.

8.        Στη συνέχεια, εναπόκειται στην εν λόγω υπηρεσία να χορηγήσει στην ενδιαφερομένη επιχείρηση έγγραφο που αποκαλείται «κοινοτική βεβαίωση περί αποσπάσεως», η οποία περιγράφεται ως αντιστοιχούσα σε βεβαίωση δηλώσεως. Η χορήγηση του εν λόγω εγγράφου, εντός έξι εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της εν λόγω δηλώσεως, εξαρτάται από τη συνδρομή δύο σωρευτικών προϋποθέσεων. Οι εν λόγω προϋποθέσεις, που θεσπίζονται στο άρθρο 18, παράγραφος 13, του AuslBG, είναι οι εξής.

9.        Πρώτον, απαιτείται ότι «ο αλλοδαπός είναι υπάλληλος της επιχειρήσεως που τον αποστέλλει υπό κανονικές και συνήθεις συνθήκες επί ένα τουλάχιστον χρόνο στη χώρα της έδρας της επιχειρήσεως, ή έχει συνάψει σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την εν λόγω επιχείρηση, και διαθέτει τις απαιτούμενες σε θέματα εργασίας άδειες για τους υπηκόους τρίτων χωρών από τη χώρα που τον έχει αποστείλει».

10.      Δεύτερον, οι εν λόγω εργαζόμενοι υπόκεινται, κατά τη διάρκεια της μελλοντικής τους αποσπάσεως, στο καθεστώς αμοιβής και εργασίας και στις διατάξεις για θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπονται στο αυστριακό δίκαιο.

11.      Πέραν των εν λόγω απαιτήσεων σχετικά με τη διαδικασία κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως, το άρθρο 7, στοιχείο β΄, παράγραφοι 3 και 9, του AVRAG επιβάλλει στην εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου επιχείρηση, η οποία επιθυμεί να αποσπάσει τους εργαζομένους της στην Αυστρία, την υποχρέωση, επί ποινή προστίμου, να προβεί σε δήλωση ενώπιον της κεντρικής υπηρεσίας συντονισμού για τον έλεγχο της παράνομης εργασίας, που ανήκει στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών. Η εν λόγω δήλωση, η οποία προστίθεται στη δήλωση που προορίζεται για άλλη υπηρεσία στο πλαίσιο της διαδικασίας της κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως, πρέπει, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιηθεί τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από την αρχή της αναληφθεισόμενης κατ’ απόσπαση εργασίας. Η δήλωση πρέπει να περιλαμβάνει διάφορα στοιχεία που αφορούν τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην απόσπαση καθώς και τις λεπτομέρειες εφαρμογής της (6). Η εν λόγω δήλωση διαβιβάζεται στη συνέχεια από την αποδέκτρια υπηρεσία σε διάφορους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως καθώς και στην επιθεώρηση εργασίας.

12.      Περαιτέρω, ο νόμος περί αλλοδαπών (Fremdengesetz, στο εξής: FrG) (7) επιβάλλει στους υπηκόους των τρίτων κρατών, ιδίως σε αυτούς που ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στην Αυστρία χωρίς να διαμένουν στην Αυστρία, την υποχρέωση να είναι κάτοχοι τίτλου εισόδου και διαμονής, εκτός αν διεθνής συμφωνία ορίζει άλλως (8).

13.      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, σημείο 3, του FrG προβλέπει ότι «δεν χορηγείται άδεια εισόδου ή διαμονής όταν […] η άδεια διαμονής …] [εκτός για ορισμένες κατηγορίες προσώπων] πρέπει να χορηγείται μετά από είσοδο χωρίς θεώρηση». Επομένως, το εν λόγω άρθρο απαγορεύει τη χορήγηση αδείας εισόδου ή διαμονής σε υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος αποσπάται από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, όταν ο εν λόγω υπήκοος έχει εισέλθει στο αυστριακό έδαφος χωρίς να έχει προηγουμένως λάβει την απαιτούμενη θεώρηση. Με άλλα λόγια, εφόσον ο εν λόγω υπήκοος εισήλθε παρανόμως στο ημεδαπό έδαφος, χωρίς να έχει λάβει προηγουμένη άδεια εισόδου και, επομένως, διαμονής στο έδαφος αυτό, η κατάστασή του δεν μπορεί να τακτοποιηθεί επί τόπου με τη χορήγηση αδείας εισόδου ή διαμονής.

II – Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

14.      Η Επιτροπή, κατόπιν ανταλλαγής αλληλογραφίας με τη Δημοκρατία της Αυστρίας και αφού έλαβε καταγγελία, κρίνοντας ότι το εν λόγω κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ, με έγγραφα της 14ης Ιουλίου 1997 και της 2ας Ιουλίου 1998 (9), όχλησε την Αυστρία καλώντας την να υποβάλει παρατηρήσεις.

15.      Επειδή δεν πείσθηκε από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Επιτροπή, με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2002, της απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη με την οποία την κάλεσε να θεσπίσει εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της γνώμης αυτής τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία.

16.      Επειδή οι αυστριακές αρχές ανέφεραν ότι δεν θα τροποποιήσουν την επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 2004.

17.      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, αφού έγινε δεκτή η αίτηση παρεμβάσεώς του στη διαδικασία προς στήριξη της Δημοκρατίας της Αυστρίας με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2004, παραιτήθηκε της παρεμβάσεώς του με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2004, οπότε, με νέα διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 4ης Φεβρουαρίου 2005, η παρέμβαση του εν λόγω κράτους μέλους στη διαφορά διαγράφηκε.

III – Η προσφυγή

18.      Υπενθυμίζω ότι, προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει δύο αιτιάσεις, που αφορούν, αφενός, τη διαδικασία κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως και, αφετέρου, την αδυναμία ενός αποσπασμένου εργαζομένου, υπηκόου τρίτου κράτους, να τακτοποιήσει επί τόπου την κατάστασή του όσον αφορά την είσοδο και διαμονή του σε αυστριακό έδαφος. Θα εξετάσω διαδοχικά κάθε μία από τις δύο αυτές αιτιάσεις.

 Α – Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά τη διαδικασία κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

19.      Με την πρώτη αιτίαση, η Επιτροπή προσάπτει στη Δημοκρατία της Αυστρίας ότι παρέβη το άρθρο 49 ΕΚ εξαρτώντας την απόσπαση εργαζομένων υπηκόων τρίτων κρατών, εκ μέρους επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, από τη λήψη εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως, η χορήγηση της οποίας απαιτεί, αφενός, την ύπαρξη εργασιακών σχέσεων που συνδέουν τουλάχιστον ένα χρόνο τους εν λόγω εργαζομένους με την επιχείρηση αυτή ή τη σύναψη μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και, αφετέρου, την υπαγωγή των εν λόγω εργαζομένων στο καθεστώς αμοιβής και εργασίας που υφίσταται επί του αυστριακού εδάφους κατά τη διάρκεια της μελλοντικής αποσπάσεως.

20.      Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η Αυστριακή Κυβέρνηση, η διαδικασία κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως δεν είναι αμιγώς αναγνωριστική, αλλά αποτελεί αληθή απόφαση χορηγήσεως αδείας, η χορήγηση της οποίας εξαρτάται από τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων. Η εν λόγω απαίτηση χορηγήσεως αδείας δημιουργεί περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών καθόσον, λαμβανομένων υπόψη των διοικητικών και οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και των προθεσμιών που απορρέουν συναφώς, αποθαρρύνει τις εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος επιχειρήσεις να αποσπούν τους εργαζομένους στην Αυστρία προκειμένου να παρέχουν εκεί υπηρεσίες.

21.      Σύμφωνα πάντοτε με την Επιτροπή, ανεξαρτήτως του αν ο περιορισμός αυτός δημιουργεί ή δεν δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις (10), εν πάση περιπτώσει, είναι δυσανάλογος σε σχέση με τους σκοπούς προστασίας των εργαζομένων και προλήψεως των καταχρήσεων, τους οποίους επιδιώκει η επιβολή της εν λόγω κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως και οι συναφείς με αυτήν προϋποθέσεις ή απαιτήσεις.

22.      Ειδικότερα, προκειμένου για την απαίτηση που αφορά την τήρηση των όρων αμοιβής και εργασίας που προβλέπονται στην Αυστρία, η απαίτηση αυτή είναι άσκοπη, διότι έχει ήδη ληφθεί υπόψη κατά τον έλεγχο που έχει θεσπιστεί στον τομέα αυτόν από τον AVRAG για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (11). 

23.      Όσον αφορά την πρόσθετη απαίτηση που αφορά τη διάρκεια των εργασιακών σχέσεων μεταξύ της εν λόγω επιχειρήσεως και των μισθωτών τους οποίους αφορά το σχέδιο αποσπάσεως, όχι μόνον η απαίτηση αυτή καθιστά απατηλή τη δυνατότητα αποσπάσεως των εργαζομένων υπηκόων τρίτων χωρών σε ορισμένους τομείς, αλλά επί πλέον μάλλον θέτει σε μειονεκτική θέση τους εν λόγω εργαζομένους παρά τους προστατεύει.

24.      Μολονότι η Δημοκρατία της Αυστρίας αναγνωρίζει ότι η διαδικασία κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως μπορεί να περιορίσει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, διαπιστώνει αντιθέτως ότι το εν λόγω μέτρο είναι δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας των εργαζομένων. Η επίδικη διαδικασία, χαρακτηρισθείσα ως αναγνωριστική, όχι μόνο δεν συμπίπτει με τη διαδικασία που προβλέπεται στο πλαίσιο του AVRAG, η οποία εξαιρείται κάθε ελέγχου τηρήσεως των όρων αμοιβής και εργασίας, αλλ’ ευθυγραμμίζεται απολύτως με την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Αυγούστου 1994, Vander Elst (12), η οποία εξαρτά την απόσπαση των εργαζομένων υπηκόων τρίτων κρατών, που δεν υπόκεινται στην προϋπόθεση χορηγήσεως αδείας, από την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι απασχολούνται υπό κανονικές και συνήθεις συνθήκες από την επιχείρηση που παρέχει τις υπηρεσίες.

2.      Εκτίμηση

25.      Κατά την άποψή μου, η πρώτη αυτή αιτίαση είναι βάσιμη.

26.      Προτού εξετασθεί αν, όπως νομίζω, οι κανόνες της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών απαγορεύουν την επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση σε θέματα αποσπάσεως εργαζομένων, θα εξακριβώσω προκαταρκτικώς αν οι κανόνες αυτοί μπορούν πράγματι να τύχουν εφαρμογής στον εν λόγω τομέα.

α)      Η εφαρμογή των κανόνων της συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σε θέματα αποσπάσεως εργαζομένων

27.      Στη σκέψη 25 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόσπαση μισθωτών εργαζομένων, υπηκόων τρίτου κράτους, στο πλαίσιο παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών δεν έχει εναρμονισθεί σε κοινοτικό επίπεδο, διότι δεν έχει εγκριθεί η πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, την οποία υπέβαλε προς τούτο η Επιτροπή στις 12 Φεβρουαρίου 1999 (13). Όπως πρόσφατα διευκρίνισε το Δικαστήριο, η διαπίστωση αυτή ισχύει και σήμερα (14). Πράγματι, η εν λόγω πρόταση εγκαταλείφθηκε τελικά από την Επιτροπή τον Αύγουστο του 2004, δηλαδή μερικούς μήνες μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής λόγω παραβάσεως.

28.      Όσον αφορά την οδηγία 96/71, μολονότι τυγχάνει εφαρμογής ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των εν λόγω εργαζομένων και επομένως, μεταξύ άλλων, σε αυτούς που είναι υπήκοοι τρίτων κρατών, η εναρμόνιση την οποία επιτυγχάνει παραμένει μερική και όχι πλήρης (15).

29.      Επομένως, οι κανόνες της Συνθήκης σε θέματα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μπορούν πράγματι να διέπουν την απόσπαση των εργαζομένων υπηκόων τρίτου κράτους στο πλαίσιο διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών.

30.      Κατά την άποψή μου, οι εν λόγω κανόνες της Συνθήκης απαγορεύουν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με την πρώτη αιτίασή της, στα κράτη μέλη να εξαρτούν την απόσπαση των εργαζομένων, υπηκόων τρίτου κράτους, εκ μέρους επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, από τη λήψη εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως, η χορήγηση της οποίας απαιτεί, αφενός, την ύπαρξη εργασιακών σχέσεων που συνδέουν τουλάχιστον επί ένα έτος τους εν λόγω εργαζόμενους με την επιχείρηση αυτή ή τη σύναψη μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και, αφετέρου, την υπαγωγή των εν λόγω εργαζομένων στο καθεστώς αμοιβής και εργασίας που υφίσταται στην επικράτεια του πρώτου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια της μελλοντικής αποσπάσεως.

31.      Τούτο θα εκθέσω επί του παρόντος εξετάζοντας, καταρχάς, το περιοριστικό αποτέλεσμα της επίμαχης διαδικασίας κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως και, στη συνέχεια, την ενδεχόμενη δικαιολόγησή του καθώς και, ενδεχομένως, την υποθετική αναλογικότητά του ενόψει ορισμένων στόχων γενικού συμφέροντος.

β)      Το περιοριστικό αποτέλεσμα της επίμαχης διαδικασίας κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως επί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

32.      Κατά πάγια νομολογία, κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, εξαρτώσα την παροχή υπηρεσιών επί του εθνικού εδάφους εκ μέρους επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος από τη λήψη διοικητικής άδειας, συνιστά περιορισμό στην εν λόγω ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (16).

33.      Ωστόσο, αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η Αυστριακή Κυβέρνηση, η προβλεπόμενη στο άρθρο 18, παράγραφος 12, του AuslBG απαίτηση η οποία συνίσταται στη λήψη κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως, πριν από την πραγματοποίηση της αποσπάσεως, δεν ελαχιστοποιείται σε απλή δήλωση ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών αρχών.

34.      Μολονότι είναι αληθές ότι, όπως επισήμανα (17), η χορήγηση κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως προϋποθέτει ότι ο εργοδότης που επιθυμεί να πραγματοποιήσει την εν λόγω απόσπαση έχει ήδη προβεί σε συναφή δήλωση ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών αρχών και πρέπει περαιτέρω οι αρχές αυτές να δεχθούν να χορηγήσουν την εν λόγω βεβαίωση. Εφόσον η χορήγηση της βεβαιώσεως αυτής εξαρτάται από την πλήρωση πολλών προϋποθέσεων και εναπόκειται στις εν λόγω αρχές να εξακριβώσουν αν αυτές πληρούνται, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βεβαίωση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως διοικητική άδεια και όχι ως απλή πιστοποίηση ολοκληρώσεως της απαιτούμενης προηγούμενης δηλώσεως, η χορήγηση της οποίας είναι αυτόματη ή συστηματική (18).

35.      Επομένως, το άρθρο 18, παράγραφος 12, του ΑuslBG εμποδίζει την πραγματοποίηση αποσπάσεων εργαζομένων, υπηκόων τρίτων κρατών, εκ μέρους επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος και, κατά συνέπεια, την άσκηση εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών.

36.      Τούτο ισχύει καθόσον μάλιστα στην περίπτωση που, όπως προβλέπει το εν λόγω άρθρο, η προθεσμία χορηγήσεως της κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως μπορεί να επεκταθεί μέχρι έξι εβδομάδες από της παραλαβής της προηγουμένως απαιτουμένης δηλώσεως. Όπως τόνισε η Επιτροπή, η προθεσμία αυτή είναι ιδιαίτερα μακρά, ιδίως για την παροχή υπηρεσιών συντηρήσεως που συνήθως ζητούνται κατεπειγόντως.

37.      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εξαρτώντας την απόσπαση εργαζομένων, υπηκόων τρίτων κρατών, από τη λήψη προηγούμενης διοικητικής άδειας, η επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση δημιουργεί, ως εκ τούτου, περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

38.      Στον περιορισμό αυτό ο οποίος απορρέει από την απαίτηση λήψεως της εν λόγω αδείας προστίθενται οι περιορισμοί που απορρέουν από τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται για τη χορήγηση της άδειας, οι οποίες, υπενθυμίζω, αφορούν, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 13, του AuslBG, αφενός, την αρχαιότητα ή τη διάρκεια των εργασιακών σχέσεων μεταξύ της εν λόγω επιχειρήσεως και των εργαζομένων που αφορά η σχεδιαζόμενη απόσπαση και, αφετέρου, τη συστηματική υπαγωγή των εργαζομένων αυτών στο καθεστώς αμοιβής και εργασίας που υφίσταται στην Αυστρία κατά τη διάρκεια της εν λόγω αποσπάσεως (19).

39.      Πράγματι, η επιβολή των προϋποθέσεων αυτών συνεπάγεται για την εν λόγω επιχείρηση ιδιαίτερες διοικητικές και οικονομικές επιβαρύνσεις που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με την ανάγκη αποδείξεως ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται και με τη συνακόλουθη απαίτηση ότι έχει ενεργήσει αναλόγως, είτε με την απόδειξη εργασιακών σχέσεων που συνδέουν τουλάχιστον επί ένα έτος τους εν λόγω εργαζομένους με την επιχείρηση του τόπου καταγωγής τους, είτε με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και με συστηματική υπαγωγή των εν λόγω εργαζομένων στους όρους αμοιβής και εργασίας που ισχύουν στην Αυστρία κατά τη διάρκεια της σχεδιαζομένης αποσπάσεως, πράγμα το οποίο επέβαλε ενδεχομένως συναφή τροποποίηση των υφισταμένων συμβάσεων εργασίας. Τέτοιου είδους επιβαρύνσεις αποθαρρύνουν τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος να αποσπούν εργαζομένους, υπηκόους τρίτων κρατών, στην Αυστρία προκειμένου να παρέχουν εκεί υπηρεσίες (20).

40.      Από το σύνολο των προηγουμένων προκύπτει ότι η επίμαχη διαδικασία κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως, του άρθρου 18, παράγραφος 12 και 13, του AuslBG, συνιστά, από πολλές απόψεις, περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

41.      Πρέπει να εξεταστεί τώρα αν ο περιορισμός αυτός μπορεί παρ’ όλ’ αυτά να δικαιολογείται και, ενδεχομένως, να είναι ανάλογος. Προτού εξεταστεί αν πρόκειται περί αυτού, πρέπει να προσδιοριστεί τι είδους αιτιολογία μπορεί να προβληθεί προς στήριξη του εν λόγω περιορισμού.

γ)      Επί των αιτιολογιών που μπορεί να προβληθούν προς στήριξη του επίμαχου περιορισμού

42.      Η Επιτροπή, απαντώντας στα αναπτυχθένα από την Αυστριακή Κυβέρνηση επιχειρήματα στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, εξέτασε αν οι απαιτήσεις που αφορούν την προστασία των εργαζομένων και την πρόληψη καταχρήσεων μπορούν να δικαιολογήσουν την επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση, ανεξαρτήτως του αν η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση έχει χαρακτήρα δημιουργούντα δυσμενείς διακρίσεις ή όχι.

43.      Δεν είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να ακολουθηθεί η προσέγγιση αυτή.

44.      Πράγματι, σύμφωνα με παραδοσιακή νομολογία, στην οποία εξακολουθεί να παραπέμπει το Δικαστήριο (21), εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιφυλάσσει στις υπηρεσίες που παρέχουν επιχειρήσεις και είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος διαφορετική μεταχείριση από τη μεταχείριση που προβλέπεται υπέρ των εταιριών που είναι εγκατεστημένες στην εθνική επικράτεια και δημιουργεί συνεπώς δυσμενή διάκριση λόγω της εγκαταστάσεως του παρέχοντος υπηρεσίες ή λόγω της προελεύσεως της παροχής, συμβιβάζεται με τους κανόνες της Συνθήκης σε θέματα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μόνον αν εμπίπτει σε ρητώς προβλεπόμενη από τη Συνθήκη παρέκκλιση, όπως η παρέκκλιση του άρθρου 46, παράγραφος 1, ΕΚ, όπου παραπέμπει το άρθρο 55 ΕΚ.

45.      Επομένως, κατ’ αρχήν, τέτοιου είδους εθνική κανονιστική ρύθμιση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον από λόγους δημοσίας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, σύμφωνα με τον συνδυασμό των εν λόγω άρθρων της Συνθήκης, και όχι από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, νομολογιακής προελεύσεως, όπως οι λόγοι που αφορούν την προστασία των εργαζομένων ή τη διατήρηση της σταθερότητας της αγοράς εργασίας (στην οποία συμβάλλει η πρόληψη καταχρήσεων), εφόσον αυτό το είδος αιτιολογιών μπορεί θεωρητικώς να επιδράσει μόνον υπέρ μη δημιουργούντων δυσμενή διάκριση μέτρων, δηλαδή μέτρων που εφαρμόζονται αδιακρίτως (τυγχάνουν εφαρμογής σε όλους αυτούς που προτίθενται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο έδαφος του κράτους μέλους που έλαβε μέτρο τέτοιας φύσης, δηλαδή τόσο στους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος όσο και σε αυτούς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη) (22).

46.      Μολονότι είναι αληθές ότι διάφορες νομολογιακές εξελίξεις στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είναι διφορούμενες ως προς το είδος των παραδεκτών αιτιολογιών (23), η αμφισβήτηση αυτή αποδίδει κατ’ ουσίαν, προφανώς, τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει το Δικαστήριο προκειμένου να κρίνει ότι ορισμένες εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις, καθώς και τη μέριμνά του να σεβαστεί τις αρμοδιότητες των κρατών μελών στον τομέα της άμεσης φορολογίας (24).

47.      Ωστόσο, τέτοιου είδους κρίσεις δεν συνάδουν προς την επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση καθόσον, αφενός, η απόσπαση των εργαζομένων δεν εμπίπτει σε τομέα επιφυλασσομένων στα κράτη μέλη αρμοδιοτήτων (όπως ο τομέας της άμεσης φορολογίας) και όπου, αφετέρου, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση δημιουργεί προφανώς σαφείς δυσμενείς διακρίσεις.

48.      Πράγματι, μόνον οι εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος πλην της Δημοκρατίας της Αυστρίας υπόκεινται, προφανώς, στην επίδικη διαδικασία κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως. Στο παρόν στάδιο της υποθέσεως, δεν προκύπτει ότι οι εταιρίες που είναι εγκατεστημένες στην Αυστρία, οι οποίες αποσπούν στην εθνική επικράτεια εργαζόμενους υπηκόους τρίτων κρατών, υπόκεινται επίσης στη διαδικασία αυτή ή σε παρόμοια διαδικασία.

49.      Επομένως, φαίνεται ότι, αντίθετα προς την περίπτωση της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (25), η επίμαχη στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής λόγω παραβάσεως ρύθμιση πρέπει να θεωρηθεί ότι προβλέπει διαφορετική μεταχείριση βάσει της εγκαταστάσεως της παρέχουσας υπηρεσίες εταιρίας που σκοπεί να προβεί σε απόσπαση εργαζομένων. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση δημιουργεί σαφώς δυσμενείς διακρίσεις.

50.      Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι οι κρίσεις οι οποίες, προφανώς, δημιούργησαν ορισμένες νομολογιακές διακυμάνσεις ως προς το είδος των αποδεκτών αιτιολογιών σε θέματα περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δεν έχουν λόγο υπάρξεως στην υπό κρίση υπόθεση.

51.      Υπενθυμίζω, ότι, αν ληφθεί υπόψη το κυρίαρχο ρεύμα της νομολογίας σε θέματα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ότι δυσμενής εθνική κανονιστική ρύθμιση δικαιολογείται μόνον από λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, είναι συνεπώς αναγκαίο να εξετασθεί αν ο επίδικος περιορισμός εμπίπτει σε αυτούς τους λόγους, μολονότι το ερώτημα αυτό δεν τέθηκε υπό συζήτηση μεταξύ των διαδίκων στην υπό κρίση διαδικασία κατά παραβάσεως.

δ)      Η ενδεχόμενη αιτιολογία του επίμαχου περιορισμού για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας

52.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση ουδεμία σχέση έχει με τους λόγους αυτούς.

53.      Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιου είδους αιτιολογίες, καθόσον παρεκκλίνουν από θεμελιώδη ελευθερία την οποία εγγυάται η Συνθήκη, πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρώς, ούτως ώστε, μεταξύ άλλων, η αιτιολογία που αφορά τη δημόσια τάξη μπορεί να προβληθεί μόνο σε περίπτωση «πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδη συμφέροντα της κοινωνίας» (26). Δυσκόλως γίνεται αντιληπτό ότι η απαίτηση κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως ανταποκρίνεται σ’ αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση ή τουλάχιστον ότι είναι ανάλογη προς τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας τάξης, ο οποίος, κατά τα λοιπά, δεν μπορεί να καλύψει τα στοιχεία που αφορούν την προστασία των εργαζομένων ή τη διατήρηση της σταθερότητας της αγοράς εργασίας. Κατά την άποψή μου, η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης εμπίπτει μάλλον σε κανονιστική ρύθμιση με συγκεκριμένο σκοπό τον έλεγχο της εισόδου και της διαμονής των υπηκόων τρίτων κρατών στην εθνική επικράτεια, όπως η κανονιστική ρύθμιση την οποία αφορά η δεύτερη αιτίαση της υπό κρίση προσφυγής κατά παραβάσεως.

54.      Περαιτέρω, ακριβώς λόγω αυτής της συσταλτικής ερμηνείας των προβλεπομένων στο άρθρο 46 ΕΚ παρεκκλίσεων, όπως η παρέκκλιση που αφορά τη δημόσια τάξη, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να γίνουν δεκτές άλλες αιτιολογίες οι οποίες είναι τοσούτω μάλλον νομότυπες ή επιτακτικές από τις ρητώς προβλεπόμενες με τη Συνθήκη, ώστε να ενοποιηθεί το καθεστώς των αιτιολογιών που ισχύουν για τους περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ανεξαρτήτως του δυσμενούς ή όχι χαρακτήρα των εν λόγω περιορισμών (27).

55.      Μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο δεν έχει τυπικώς αποφανθεί συναφώς, μολονότι, όπως μόλις επισήμανα επ’ ευκαιρία της υποθέσεως Danner, του έχει ζητηθεί εντόνως.

56.      Είμαι μάλλον επιφυλακτικός ως προς το ζήτημα αυτό. Πράγματι, στην υποθετική περίπτωση που το Δικαστήριο δώσει ευνοϊκή συνέχεια, θα προχωρήσει πέραν της διατυπώσεως του άρθρου 46 ΕΚ (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 55 ΕΚ) και δεν θα το λάβει καν υπόψη εφόσον δεχθεί ότι άλλοι λόγοι πλην των λόγων που ρητώς, και μάλιστα αποκλειστικώς, μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο 46 μπορούν να δικαιολογήσουν εθνική κανονιστική ρύθμιση που προβλέπει ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους, όπως η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, η οποία επιφυλάσσει ιδιαίτερο καθεστώς στις εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος πλην της Αυστρίας, επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες, οι οποίες επιθυμούν ν’ αποσπάσουν στην εθνική επικράτεια υπηκόους τρίτων κρατών.

57.      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά στην υπό κρίση υπόθεση, νομίζω ότι επιβάλλεται το ίδιο συμπέρασμα, δηλαδή ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ. Συναφώς, θα εξετάσω τον επίμαχο περιορισμό από της απόψεως των στόχων που φέρεται ότι επιδιώκει η Δημοκρατία της Αυστρίας, δηλαδή, αφενός, της προστασίας των εργαζομένων και, αφετέρου, της διατήρησης της σταθερότητας της αγοράς εργασίας.

ε)      Η ενδεχόμενη αιτιολογία του επίμαχου περιορισμού για λόγους προστασίας των εργαζομένων και διατηρήσεως της σταθερότητας της αγοράς εργασίας

58.      Συναφώς, παραπέμπω στην ανάλυση που περιλαμβάνεται στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, η οποία εκδόθηκε λίγους μήνες πριν από την κίνηση της υπό κρίση διαδικασίας.

59.      Επομένως, υπενθυμίζεται το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως (που επαναλήφθηκε εξ ολοκλήρου στην πρόσφατη προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας) προτού καθοριστούν ακριβώς οι συνέπειες που πρέπει να αντληθούν στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

i)      Η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου

60.      Στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, το Δικαστήριο εξέτασε το συμβατό εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία είναι εν πολλοίς παρεμφερής με την επίμαχη κανονιστική ρύθμιση στην υπό κρίση υπόθεση, με τους κανόνες της Συνθήκης στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, εκείνη η κανονιστική ρύθμιση εξαρτούσε την απόσπαση των εργαζομένων υπηκόων τρίτου κράτους, από επιχείρηση εγκατεστημένη στην εθνική επικράτεια ή σ’ άλλο κράτος μέλος, από την λήψη εκ μέρους της τελευταίας αυτής επιχειρήσεως ατομικών αδειών εργασίας ή συλλογικής εγκρίσεως εργασίας, η χορήγηση της οποίας από τις λουξεμβουργιανές αρχές εξηρτάτο, μεταξύ άλλων, από στοιχεία συνδεόμενα με την αγορά εργασίας καθώς και με την ύπαρξη εργασιακών σχέσεων για έξι τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη της αποσπάσεως, μεταξύ των ενδιαφερομένων εργαζομένων και της επιχειρήσεως προελεύσεώς τους, στο πλαίσιο συμβάσεων αορίστου διαρκείας.

61.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η οποία δεν είναι ανάλογη προς τους προβαλλομένους ως επιδιωκομένους από την επιχείρηση σκοπούς, ούτε προς τον σκοπό της προστασίας των εργαζομένων, ούτε προς τον σκοπό της διατήρησης της σταθερότητας της αγοράς εργασίας.

62.      Όσον αφορά τον επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που αντλείται από την προστασία των εργαζομένων, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, «το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους των κρατών μελών επέκταση της νομοθεσίας τους […] σε κάθε πρόσωπο που παρέχει αμειβόμενη εργασία, έστω και προσωρινή, στο έδαφός τους, ανεξάρτητα από τη χώρα εγκαταστάσεως του εργοδότη, ούτε απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν την υποχρέωση της τηρήσεως των κανόνων αυτών με τα ενδεδειγμένα μέτρα […] οσάκις συμβαίνει η παρεχόμενη με αυτές προστασία να μη διασφαλίζεται μέσω ταυτοσήμων ή ουσιωδώς συγκρίσιμων υποχρεώσεων που υπέχει ήδη επιχείρηση στο κράτος μέλος εγκαταστάσεώς της (28).

63.      Πάντως, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η απαίτηση λήψεως άδειας εργασίας δεν αποτελεί πρόσφορο μέσο για τη διασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων. Η απόδειξη είναι ότι, όπως διευκρινίζει το Δικαστήριο, «η υποχρέωση μιας εταιρίας παρέχουσας υπηρεσίες να ενημερώνει εκ των προτέρων τις τοπικές αρχές για την παρουσία ενός ή περισσοτέρων αποσπασμένων μισθωτών εργαζομένων για την προβλεπόμενη διάρκεια της εν λόγω παρουσίας και για την ή τις παρεχόμενες υπηρεσίες που δικαιολογούν την απόσπαση συνιστά εξίσου αποτελεσματικό και λιγότερο περιοριστικό απ’ όσο η επίδικη υποχρέωση μέτρο» (29). Πράγματι, η ενημέρωση αυτή «είναι ικανή να παράσχει στις εν λόγω αρχές δυνατότητα να ελέγχουν την τήρηση της [εθνικής] κανονιστικής ρυθμίσεως επί κοινωνικών θεμάτων κατά τη διάρκεια της αποσπάσεως, λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που υπέχει ήδη η επιχείρηση δυνάμει των κανόνων του δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως που τυγχάνουν εφαρμογής στο κράτος μέλος προελεύσεως» (30).

64.      Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η εξάρτηση της χορηγήσεως της εν λόγω αδείας από την ύπαρξη συμβάσεων εργασίας αορίστου διαρκείας που συνδέουν, τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την έναρξη της αποσπάσεώς τους στο λουξεμβουργιανό έδαφος, τους ενδιαφερομένους εργαζομένους με την επιχείρηση προελεύσεώς τους, υπερβαίνει αυτό που μπορεί να επιβληθεί επ’ ονόματι της προστασίας των εργαζομένων. Το Δικαστήριο στηρίχθηκε στους ακόλουθους τρεις λόγους.

65.      Πρώτον, «η εν λόγω απαίτηση είναι ικανή […] να περιπλέξει σημαντικά την απόσπαση εργαζομένων τρίτου κράτους στο έδαφος του Λουξεμβούργου με σκοπό την παροχή υπηρεσιών στους τομείς όπου, λόγω των ιδιομορφιών της σχετικής δραστηριότητας, γίνεται συχνά χρήση συμβάσεων περιορισμένης διαρκείας ή συγκεκριμένης παρεχόμενης υπηρεσίας» (31).

66.      Δεύτερον, η ίδια αυτή απαίτηση «θίγει […] την κατάσταση των νεοσυσταθεισών επιχειρήσεων που θα επιθυμούσαν να παρέχουν υπηρεσίες στο Λουξεμβούργο απασχολώντας εργαζομένους τρίτου κράτους» (32).

67.      Τρίτον, η απαίτηση αυτή «δεν λαμβάνει υπόψη κοινωνικής φύσεως μέτρα στα οποία υπόκειται εντός του κράτους προελεύσεως η επιχείρηση που προτίθεται να πραγματοποιήσει την απόσπαση, ιδίως όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής, δυνάμει του δικαίου του οικείου κράτους μέλους, ή τυχόν συμφωνία συνεργασίας συναφθείσα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του εν λόγω τρίτου κράτους, και η εφαρμογή των οποίων είναι ικανή να αποκλείσει σημαντικούς κινδύνους εκμεταλλεύσεως των εργαζομένων και στρεβλώσεως του μεταξύ των επιχειρήσεων ανταγωνισμού» (33).

68.      Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι ούτε η απαίτηση χορηγήσεως άδειας εργασίας ούτε η σχετική συνακόλουθη απαίτηση που αφορά την αρχαιότητα και τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας μεταξύ των εργαζομένων τους οποίους αφορά η απόσπαση και του εργοδότη από τον οποίον προέρχονται είναι ανάλογες προς τον σκοπό της προστασίας των εργαζομένων.

69.      Σύμφωνα με το Δικαστήριο, το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται από απόψεως του σκοπού που αφορά την πρόληψη αποσταθεροποιήσεως της εγχώριας αγοράς εργασίας με την εισροή εργαζομένων, υπηκόων τρίτων κρατών.

70.      Πράγματι, το Δικαστήριο υπενθύμισε, «ναι μεν η μέριμνα αποτροπής διαταράξεων στην αγορά εργασίας συνιστά ασφαλώς επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος […] πλην όμως οι εργαζόμενοι οι οποίοι απασχολούνται από εγκατεστημένη σε κράτος μέλος επιχείρηση και οι οποίοι είναι αποσπασμένοι σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να παράσχουν εκεί υπηρεσίες δεν προτίθενται να εισδύσουν στην αγορά εργασίας του δευτέρου αυτού κράτους, εφόσον επιστρέφουν στη χώρα καταγωγής ή κατοικίας τους μετά την εκπλήρωση της αποστολής τους» (34).

71.      Ωστόσο, το Δικαστήριο τόνισε ότι έχει ήδη κρίνει ότι «ένα κράτος μέλος δύναται να ελέγξει το αν η εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος επιχείρηση, η οποία αποσπά στο έδαφός του εργαζομένους τρίτου κράτους, δεν κάνει χρήση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών προς εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από εκείνο της παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας, όπως είναι επί παραδείγματι η έλευση του προσωπικού της για σκοπούς τοποθετήσεως ή διαθέσεως εργαζομένων […] με την επιφύλαξη ότι τηρώνται τα όρια που θέτει το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως τα απορρέοντα από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η οποία δεν πρέπει να καθίσταται άνευ αντικρίσματος και η άσκηση της οποίας δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως» (35).

72.      Ωστόσο, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η επίμαχη λουξεμβουργιανή κανονιστική ρύθμιση υπερβαίνει, διττώς, τα τιθέμενα από το κοινοτικό όριο όρια. Αφενός, «η ανάγκη λήψεως εγκρίσεως εργασίας είναι, λόγω των διατυπώσεων και των διαδικαστικών προθεσμιών που συνεπάγεται, ικανή να καταστήσει άνευ σημασίας την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στο έδαφος του Λουξεμβούργου μέσω αποσπασμένων εργαζομένων, υπηκόων τρίτου κράτους», ούτως ώστε η θεμελιώδης αυτή ελευθερία καθίσταται άνευ αντικειμένου (36). Αφετέρου, η άσκηση της ελευθερίας αυτής υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της τοπικής διοικήσεως εφόσον εξαρτάται από τη χορήγηση εκ μέρους της διοικήσεως αυτής άδειας εργασίας η οποία παραμένει εξαιρετικής φύσεως και εξαρτάται από την κατάσταση της αγοράς εργασίας όπως εκτιμάται από την εν λόγω διοίκηση.

73.      Όσον αφορά την απαίτηση σχετικά με την αρχαιότητα και τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων εργαζομένων και του εργοδότη από τον οποίον προέρχονται (από την οποία εξαρτάται η χορήγηση άδειας εργασίας), το Δικαστήριο την έκρινε δυσανάλογη από απόψεως του σκοπού που συνίσταται στη διασφάλιση της επιστροφής των εργαζομένων στο κράτος μέλος καταγωγής μετά το πέρας της αποσπάσεώς τους.

74.      Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «πράγματι, η υποχρέωση της παρέχουσας υπηρεσίες επιχειρήσεως να προσκομίζει ενώπιον των τοπικών αρχών τα στοιχεία βεβαιώσεως του ότι οι οικείοι εργαζόμενοι τελούν σε κατάσταση νομιμότητας, ιδίως ως προς την κατοικία, έγκριση εργασίας και κοινωνική κάλυψη, στο κράτος μέλος όπου τους απασχολεί η εν λόγω επιχείρηση, θα παρείχε στις ανωτέρω αρχές, κατά τρόπο λιγότερο περιοριστικό και εξίσου αποτελεσματικό με τις επίδικες απαιτήσεις, εγγυήσεις ως προς τη νομιμότητα της καταστάσεως των εργαζομένων αυτών και το γεγονός ότι ασκούν την κύρια δραστηριότητά τους εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση» (37). Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι «σε συνδυασμό με τις παρεχόμενες από την οικεία επιχείρηση πληροφορίες σχετικά με την προβλεπόμενη διάρκεια της αποσπάσεως […] τα εν λόγω στοιχεία θα επέτρεπαν στις αρχές του Λουξεμβούργου να λάβουν τα επιβαλλόμενα μέτρα κατά τη λήξη της ανωτέρω χρονικής περιόδου» (38).

75.      Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι ούτε η απαίτηση χορηγήσεως εγκρίσεως εργασίας ούτε η απαίτηση που αφορά την αρχαιότητα και τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων από την απόσπαση εργαζομένων και του εργοδότη από τον οποίον προέρχονται είναι ανάλογη προς τον σκοπό της προλήψεως της αποσταθεροποιήσεως της αγοράς εργασίας.

76.      Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια διαπίστωση με τη διαπίστωση στην οποία προέβη όσον αφορά τον σκοπό της προστασίας των εργαζομένων. Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ.

ii)    Οι συνέπειες που αντλούνται από την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου

77.      Στην υποθετική περίπτωση που, στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο εξετάσει την επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση από της απόψεως των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος, όπως οι λόγοι που αφορούν την προστασία των εργαζομένων ή τη διατήρηση της σταθερότητας της αγοράς εργασίας, η εν λόγω νομολογία μπορεί ευρέως να τύχει εφαρμογής. Οι συνέπειες που πρέπει να αντληθούν είναι οι ακόλουθες: ούτε η απαίτηση κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως ούτε οι συναφώς συνδεόμενοι όροι είναι ανάλογοι προς τον σκοπό της προστασίας των εργαζομένων και προς τον σκοπό της προλήψεως της αποσταθεροποιήσεως της αγοράς εργασίας, ούτως ώστε η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη πράγματι τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ.

78.      Μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί πως ό,τι ισχύει για την οικεία λουξεμβουργιανή κανονιστική ρύθμιση ισχύει κατά μείζονα λόγο για την αυστριακή επίμαχη κανονιστική ρύθμιση.

79.      Πράγματι, οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται, σύμφωνα με την αυστριακή κανονιστική ρύθμιση η χορήγηση της επίμαχης προηγουμένης αδείας είναι, από πολλές απόψεις, περισσότερο δεσμευτικές από τις προβλεπόμενες με τη λουξεμβουργιανή κανονιστική ρύθμιση.

80.      Καταρχάς, η απαίτηση συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου όπως και η απαίτηση που αφορά την αρχαιότητα των προγενεστέρων της αποσπάσεως σχέσεων εργασίας μεταξύ των εν λόγω εργαζομένων και του εργοδότη από τον οποίον προέρχονται επιβάλλονται συστηματικά στο αυστριακό δίκαιο, ενώ, στο λουξεμβουργιανό δίκαιο, απαιτούνται μόνο στο πλαίσιο αιτήσεως για τη χορήγηση συλλογικής εγκρίσεως εργασίας και όχι στο πλαίσιο ατομικής αιτήσεως αδείας εργασίας.

81.      Περαιτέρω, η προβλεπόμενη στην αυστριακή κανονιστική ρύθμιση απαίτηση αρχαιότητας, ακόμη και αν δεν σωρεύεται με την απαίτηση υπάρξεως συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, είναι αυστηρότερη από την προϋπόθεση που επιβάλλει η λουξεμβουργιανή κανονιστική ρύθμιση, εφόσον η απαιτούμενη αρχαιότητα είναι ενός έτους και όχι μόνον έξι μηνών (39).

82.      Τέλος, αντίθετα προς την προαναφερθείσα υπόθεση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση θέτει μια συμπληρωματική απαίτηση, η οποία έγκειται στη συστηματική υπαγωγή των εν λόγω εργαζομένων στο αυστριακό καθεστώς αμοιβής και εργασίας κατά τη διάρκεια της αποσπάσεώς τους. Η πρόσθετη αυτή απαίτηση περιορίζει ακόμη περισσότερο την απόσπαση των εργαζομένων από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος και, κατά συνέπεια, την άσκηση εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών. Εξάλλου, η εν λόγω απαίτηση είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον σκοπό της προστασίας των εργαζομένων, εφόσον, αφενός, συνδέεται με καθεστώς προηγούμενης διοικητικής εγκρίσεως και, αφετέρου, έχει συστηματικό χαρακτήρα, ούτως ώστε δεν λαμβάνει υπόψη το επίπεδο προστασίας το οποίο απολαύουν οι εν λόγω εργαζόμενοι στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη η παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση η οποία τους απασχολεί (40).

83.      Περαιτέρω, όπως τόνισε η Επιτροπή, η παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση υποχρεούται ήδη να αναφέρει στις εθνικές αρχές, με προηγούμενη δήλωση, ορισμένα στοιχεία όπως το ύψος των αποδοχών που οφείλονται στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της μελλοντικής αποσπάσεως (41). Η τυπική αυτή προϋπόθεση, η οποία θεσπίστηκε στο πλαίσιο μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της εν λόγω οδηγίας και δεν αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή, συμβάλλει ουσιωδώς στη διασφάλιση, ενδεχομένως, της τηρήσεως των όρων εργασίας και απασχολήσεως που ισχύουν στην εθνική επικράτεια, μεταξύ άλλων διευκολύνοντας τους ενδεχομένους διεξαγόμενους επιτόπιους ελέγχους από τις αρμόδιες αρχές κατά τη διάρκεια της περιόδου αποσπάσεως, όπως η περίοδος αυτή αναφέρεται στην εν λόγω δήλωση. Το να απαιτείται από την παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση να δικαιολογεί συστηματικά την τήρηση των εν λόγω όρων κατά τη μελλοντική απόσπαση, στο πλαίσιο διαδικασίας προηγουμένης διοικητικής εγκρίσεως, βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων.

84.      Συμπεραίνω ότι, στην υποθετική περίπτωση όπου το Δικαστήριο εξετάσει την επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση από της απόψεως των σκοπών προστασίας των εργαζομένων ή διασφαλίσεως της σταθερότητας της αγοράς εργασίας, μπορεί μόνον να κρίνει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 49 ΕΚ.

85.      Αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η Αυστριακή Κυβέρνηση, είναι αμελητέο ότι, σε αντίθεση με την εθνική κανονιστική ρύθμιση την οποία αφορούσε η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, η χορήγηση της επίμαχης εγκρίσεως εργασίας δεν υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της τοπικής διοικήσεως (42), δηλαδή σε στοιχεία όπως η κατάσταση της αγοράς εργασίας, αλλά μόνον στην αντικειμενική εξακρίβωση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις σχετικά, αφενός, με την αρχαιότητα ή τη διάρκεια των σχέσεων εργασίας, αφετέρου, την υπαγωγή των εν λόγω εργαζομένων, κατά τη διάρκεια της αποσπάσεώς τους, στο καθεστώς περί αποδοχών, απασχολήσεως και κοινωνικής ασφάλισης που ισχύουν στην εθνική επικράτεια.

86.      Πράγματι, ακόμη κι αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, ότι η θέσπιση της διαδικασίας κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως ανταποκρίνεται στη μέριμνα εξακριβώσεως ότι η εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος επιχείρηση, η οποία αποσπά στο αυστριακό έδαφος εργαζομένους τρίτου κράτους, δεν χρησιμοποιεί την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών για σκοπό άλλο πλην της εκπληρώσεως της εν λόγω παροχής, όπως για τον σκοπό ελεύσεως του προσωπικού της προκειμένου να τοποθετήσει ή διαθέσει εργαζομένους, παρ’ όλ’ αυτά, όπως το Δικαστήριο υπενθύμισε στη σκέψη 40 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, τέτοιοι έλεγχοι επιτρέπονται, από της απόψεως του σκοπού αποφυγής της αποσταθεροποιήσεως της εγχώριας αγοράς εργασίας, μόνον αν τηρούν τα όρια που θέτει το κοινοτικό δίκαιο, και ιδίως τα απορρέοντα από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

87.      Ωστόσο, το Δικαστήριο καθόρισε ένα διττό όριο σ’ αυτό το είδος ελέγχων. Αφενός, η άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν πρέπει να υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως. Αφετέρου, η θεμελιώδης αυτή ελευθερία, που διασφαλίζεται από τη Συνθήκη, δεν πρέπει να καθίσταται άνευ αντικρύσματος. Για να επιτρέπονται οι επίδικοι έλεγχοι, δεν αρκεί επομένως να μην εισάγουν καμία δυσμενή διάκριση. Πρέπει περαιτέρω να μην καθιστούν άνευ αντικειμένου την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, τούτο ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του ελέγχου που διενεργείται στο πλαίσιο της διαδικασίας κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως.

88.      Πράγματι, υπενθυμίζω ότι όπως τόνισε το Δικαστήριο, στη σκέψη 41 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, «η ανάγκη λήψεως εγκρίσεως εργασίας είναι, λόγω των διατυπώσεων και των διαδικαστικών προθεσμιών που συνεπάγεται, ικανή να καταστήσει άνευ σημασίας την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στο [εθνικό] έδαφος μέσω αποσπασμένων εργαζομένων, υπηκόων τρίτου κράτους.»

89.      Η διαπίστωση αυτή που αφορά την επίμαχη λουξεμβουργιανή κανονιστική ρύθμιση ισχύει επίσης όσον αφορά την επίμαχη αυστριακή κανονιστική ρύθμιση, λαμβανομένων υπόψη των διατυπώσεων και των προθεσμιών που συνδέονται με τη διαδικασία κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως, η οποία αποτελεί, όπως είδαμε, διαδικασία χορηγήσεως εγκρίσεως εργασίας (43). Όπως επισήμανε η Επιτροπή, τέτοιου είδους περιορισμοί καθιστούν άνευ αντικειμένου την απόσπαση και, κατά συνέπεια, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ειδικότερα στους τομείς δραστηριοτήτων που προσφέρονται σε συγκεκριμένες παρεμβάσεις μικρής διάρκειας, και μάλιστα επείγουσες.

90.      Υπενθυμίζω ότι, τούτο ισχύει καθόσον μάλιστα η χορήγηση τέτοιας εγκρίσεως εργασίας εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη σύναψη συμβάσεως εργασίας αορίστου διαρκείας ή την ύπαρξη σχέσεως εργασίας τουλάχιστον ενός έτους μεταξύ των ενδιαφερομένων από το σχέδιο αποσπάσεως εργαζομένων και της επιχειρήσεως που τη σχεδιάζει. Τέτοιου είδους προϋποθέσεις, ακόμη κι αν είναι απλώς επικουρικές και όχι σωρευτικές (όπως οι προβλεπόμενες με την κανονιστική ρύθμιση, την οποία αφορούσε η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου) μπορούν επίσης να καταστήσουν άνευ αντικειμένου την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σε ορισμένους τομείς, όπως ο οικοδομικός τομέας ή ο τομέας της πληροφορικής, οι οποίοι, όπως τόνισε η Επιτροπή, χρησιμοποιούν συχνά συμβάσεις βραχείας διάρκειας ή συγκεκριμένης παροχής υπηρεσία, οπότε είναι απίθανο να πληρούται η μία ή η άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, κατά μείζονα δε λόγο στην υποθετική περίπτωση που οι επιχειρήσεις οι οποίες επιθυμούν να προβούν σε απόσπαση είναι νεοσυσταθείσες και επομένως έχουν μόνο τη δυνατότητα να συνάψουν προς τούτο συμβάσεις αορίστου διαρκείας (εκτός αν μπορούν να επικαλεστούν, υποθετικώς, την ύπαρξη εργασιακών σχέσεων πλέον του ενός έτους με τους εν λόγω εργαζομένους).

91.      Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω απαίτηση σχετικά με την αρχαιότητα ή τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας μεταξύ των εν λόγω εργαζομένων και της παρέχουσας υπηρεσίες επιχειρήσεως είναι δυσανάλογη από απόψεως του σκοπού της διασφαλίσεως της επιστροφής των εργαζομένων στο κράτος μέλος καταγωγής μετά τη λήξη της αποσπάσεώς τους προκειμένου να διατηρηθεί η σταθερότητα της αγοράς εργασίας (44).

92.      Κατά την άποψή μου, η προαναφερθείσα απόφαση Vander Elst, την οποία επικαλείται η Αυστριακή Κυβέρνηση, δεν αντικρούει τη διαπίστωση αυτή. Ασφαλώς, στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο στηρίχθηκε κατ’ ουσίαν, όπως καλούνταν από το αιτούν δικαστήριο, στο γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι Μαροκινοί εργαζόμενοι απασχολούνταν νομοτύπως και υπό συνήθεις συνθήκες από τη βελγική παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση για να απορρίψει τις προβληθείσες από τη Γαλλική Κυβέρνηση αιτιολογίες, οι οποίες αντλούνταν από την πρόληψη της αποσταθεροποιήσεως της αγοράς εργασίας και την προστασία των εργαζομένων, για να στηρίξει την υπαγωγή της αποσπάσεώς τους από τη χορήγηση εγκρίσεως εργασίας εκ μέρους των γαλλικών αρχών. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι υπερβολικό να συναχθεί το συμπέρασμα, σύμφωνα με την a contrario ερμηνεία που προέβαλε η Αυστριακή Κυβέρνηση, ότι σε άλλες περιστάσεις, πλην αυτών που ρητώς αναφέρονται στην προαναφερθείσα απόφαση Vander Elst, η απαίτηση εγκρίσεως εργασίας, η χορήγηση της οποίας εξαρτάται από την προϋπόθεση νομοτύπου και συνήθους σχέσεως εργασίας, όπως η προβλεπόμενη με την επίμαχη αυστριακή κανονιστική ρύθμιση, είναι δεκτή. Εν πάση περιπτώσει, οι προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου και Επιτροπή κατά Γερμανίας διαψεύδουν ρητώς την άποψη αυτή (45).

93.      Από το σύνολο των προηγουμένων προκύπτει ότι, ενόψει της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (επιβεβαιωθείσας από την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας), είναι πρόδηλον ότι η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση αποτελεί περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ο οποίος είναι δυσανάλογος τόσο ως προς τον σκοπό της προστασίας των εργαζομένων, όσο και προς τον σκοπό της διατηρήσεως της σταθερότητας της αγοράς εργασίας.

94.      Συνεπώς, κατά την άποψή μου, ανεξαρτήτως του αν το Δικαστήριο εξετάσει την εν λόγω κανονιστική ρύθμιση από απόψεως των σκοπών αυτών ή από απόψεως μόνο των σκοπών της προστασίας της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας, επιβάλλεται το ίδιο συμπέρασμα: η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ.

95.      Συνεπώς, θεωρώ ότι, εν πάση περιπτώσει, η πρώτη αιτίαση της υπό κρίση προσφυγής είναι δεκτή.

 Επί της δευτέρας αιτιάσεως που αφορά την αδυναμία ενός αποσπασμένου εργαζομένου, υπηκόου τρίτου κράτους, να νομιμοποιήσει την κατάστασή του όσον αφορά την είσοδο και διαμονή του στην εθνική επικράτεια

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

96.      Με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή προσάπτει στη Δημοκρατία της Αυστρίας ότι παρέβη και το άρθρο 49 ΕΚ απαγορεύοντας συστηματικά τη χορήγηση άδειας εισόδου ή διαμονής σε υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος έχει αποσπασθεί από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, όταν ο εν λόγω υπήκοος έχει εισέλθει στην εθνική επικράτεια χωρίς θεώρηση, οπότε η κατάσταση του εν λόγω υπηκόου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τακτοποιηθεί επί τόπου.

97.      Προς στήριξη της εν λόγω αιτιάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συστηματική αυτή απαγόρευση, η οποία συνεπάγεται αυτομάτως απέλαση από την εθνική επικράτεια, συνιστά περιορισμούς στην απόσπαση εργαζομένων υπηκόων τρίτων κρατών και, κατά συνέπεια, εμποδίζει την άσκηση δραστηριοτήτων παροχών υπηρεσιών από την επιχείρηση που επιθυμεί να αποσπάσει τους εργαζομένους αυτούς. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ο εν λόγω περιορισμός στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού συμφέροντος, πράγμα το οποίο αμφισβητεί η Επιτροπή, ο περιορισμός αυτός είναι δυσανάλογος καθόσον αφορά εργαζομένους, υπηκόους τρίτων κρατών, οι οποίοι βρίσκονται νομοτύπως στην επικράτεια του κράτους μέλους της εγκαταστάσεως της παρέχουσας τις υπηρεσίες επιχειρήσεως, όπου δύνανται να επιστρέψουν κατά τη λήξη της αποσπάσεώς τους. Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2002, MRAX (46), που αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι είναι σύζυγοι υπηκόων κρατών μελών, και θεωρεί ότι η χορήγηση άδειας διαμονής σε αποσπασμένο εργαζόμενο, υπήκοο τρίτου κράτους, είναι αμιγώς αναγνωριστική πράξη και όχι πράξη συστατική δικαιώματος, οπότε απόφαση περί αρνήσεως χορηγήσεως τίτλου διαμονής και, κατά μείζονα λόγο, η λήψη μέτρου απομακρύνσεως, που βασίζονται αποκλειστικά σε λόγο αντλούμενο από τη μη εκπλήρωση των νομίμων διατυπώσεων σχετικά με τον έλεγχο των αλλοδαπών, είναι δυσανάλογα.

98.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η απαγόρευση χορηγήσεως άδειας διαμονής, που θεσπίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο 3, του FrG, μπορεί να περιορίσει την απόσπαση των εργαζομένων, υπηκόων τρίτων κρατών, από παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση, εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, εκτός εάν το τελευταίο αυτό κράτος μετέχει στις συμφωνίες Schengen, διότι, στην περίπτωση αυτή, η επίδικη απαγόρευση δεν ασκεί επιρροή. Αντιθέτως, η κυβέρνηση αυτή αμφισβητεί τον δυσανάλογο χαρακτήρα της εν λόγω απαγορεύσεως. Πράγματι, για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας, είναι απαραίτητο να υποβληθεί άδεια χορηγήσεως θεωρήσεως πριν από την είσοδο στην επικράτεια. Το να γίνει δεκτή η δυνατότητα διευθετήσεως επί τόπου αντιστοιχεί με στέρηση του δικαιώματος των εθνικών αρχών να αρνούνται τη χορήγηση άδειας διαμονής σε πρόσωπο που παρουσιάζει κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια.

2.      Εκτίμηση

99.      Προκαταρκτικώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, μέχρι σήμερα, οι προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής των υπηκόων τρίτων κρατών στην επικράτεια κράτους μέλους, στο πλαίσιο αποσπάσεως που διενεργείται από παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, δεν έχουν εναρμονισθεί σε κοινοτικό επίπεδο.

100. Πράγματι, η οδηγία 96/71 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη συναφώς. Περαιτέρω, η εικοστή αιτιολογική της σκέψη επισημαίνει ότι «η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει […] τις εθνικές νομοθεσίες σχετικά με τους όρους εισόδου, διαμονής και απασχόλησης των εργαζομένων που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών».

101. Όσον αφορά την πρόταση οδηγίας του 1999, σχετικά με τις προϋποθέσεις αποσπάσεως των μισθωτών εργαζομένων, υπηκόων τρίτων κρατών, στο πλαίσιο διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, μολονότι προέβλεπε κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής των εν λόγω εργαζομένων, όπως ήδη επισήμανα, τελικά εγκαταλείφθηκε (47).

102. Επομένως, οι κανόνες της Συνθήκης σε θέματα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μπορούν πράγματι να τύχουν εφαρμογής στους όρους εισόδου και διαμονής, στην επικράτεια του κράτους μέλους προορισμού της αποσπάσεως, των εργαζομένων, υπηκόων τρίτου κράτους οι οποίοι αποσπώνται από παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση, εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.

103. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, απαγορεύοντας συστηματικά τη χορήγηση αδείας εισόδου ή διαμονής σε εργαζόμενο, υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος έχει αποσπασθεί από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, όταν ο εν λόγω υπήκοος έχει εισέλθει στην εθνική επικράτεια χωρίς θεώρηση, η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση του κράτους μέλους θέτει περιορισμό στην απόσπαση των εργαζομένων αυτών και, κατά συνέπεια, στην άσκηση εκ μέρους της εν λόγω επιχειρήσεως, δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών.

104. Πράγματι, αποκλείοντας επομένως κάθε δυνατότητα διευθετήσεως επί τόπου της καταστάσεως του εν λόγω εργαζομένου, η κανονιστική αυτή ρύθμιση εκθέτει τον εργαζόμενο αυτόν στον κίνδυνο απομακρύνσεως από την εθνική επικράτεια, και μάλιστα συνεπάγεται την αυτόματη απέλασή του καθώς και, ενδεχομένως, απαγόρευση επανόδου ή διαμονής στην επικράτεια αυτή. Η προοπτική αυτή μπορεί να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την πραγματοποίηση της σχεδιαζομένης αποσπάσεως.

105. Για να αποφευχθούν τέτοιου είδους δυσχέρειες, η παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση έχει μόνο τη δυνατότητα να διασφαλίζει, πριν προβεί στην απόσπαση, την αίτηση και λήψη θεωρήσεως για κάθε ενδιαφερόμενο εργαζόμενο. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή χωρίς να διαψευσθεί πειστικώς από την Αυστριακή Κυβέρνηση, η χορήγηση θεωρήσεως εξαρτάται, κατ’ αρχήν, μεταξύ άλλων, από τη λήψη κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως (48) η οποία, όπως είδαμε, μπορεί να διαρκέσει μέχρι έξι εβδομάδες από της παραλαβής της προηγουμένως απαιτουμένης δηλώσεως (49). Συνεπώς, η εξάρτηση της χορηγήσεως θεωρήσεως από τη λήψη της εν λόγω βεβαιώσεως τείνει να ενισχύσει το περιοριστικό αποτέλεσμα της απαγορεύσεως κάθε διευθετήσεως επί τόπου.

106. Περαιτέρω, ακριβώς για την αποφυγή τέτοιων εμποδίων, όπως ήδη ανέφερα, η πρόταση οδηγίας του 1999 προέβλεπε ότι απαγορεύεται σε κάθε κράτος μέλος όπου πραγματοποιείται η εν λόγω παροχή υπηρεσιών, να επιβάλει στον αποσπασμένο εργαζόμενο ή στον παρέχοντα υπηρεσίες ως εργοδότη, οποιαδήποτε θεώρηση εισόδου καθώς και οποιονδήποτε τίτλο ή άδεια διαμονής (εκτός αν η συνολική διάρκεια της ή των παροχών υπηρεσιών προβλεπόταν ή ήταν μεγαλύτερη των έξι μηνών κατά τη διάρκεια περιόδου δώδεκα μηνών) (50).

107. Μολονότι ο περιορισμός αυτός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μπορεί να δικαιολογείται από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, κατά την άποψή μου, παρ’ όλ’ αυτά, βαίνει πέραν αυτού που απαιτείται επ’ ονόματι τέτοιων σκοπών.

108. Πράγματι, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία (51), μπορεί να γίνει επίκληση των αιτιολογιών αυτών, μόνο σε περίπτωση αληθούς και επαρκώς σοβαράς απειλής που θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας.

109. Ωστόσο, η απαγόρευση χορηγήσεως τίτλου εισόδου ή διαμονής, προβλεπομένης από την επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, μπορεί να επιδράσει αυτομάτως, εφόσον αποσπασμένος εργαζόμενος, υπήκοος τρίτου κράτους έχει εισέλθει στην εθνική επικράτεια χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη θεώρηση. Κατά την άποψή μου, η διάπραξη της παραβάσεως αυτής της απαιτήσεως θεωρήσεως, όσο κατακριτέα κι αν είναι (52), δεν αρκεί για να αποτελέσει αληθή και αρκούντως σοβαρά απειλή που επηρεάζει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας (53), και επομένως να δικαιολογήσει την επίδικη απαγόρευση καθώς και τα μέτρα που μπορούν να τη συνοδεύουν (απέλαση και απαγόρευση εισόδου και διαμονής στην επικράτεια). Επομένως, η επίδικη απαγόρευση, λόγω του αυτομάτου χαρακτήρα της, είναι προφανώς δυσανάλογη σε σχέση με τον σκοπό της διαφυλάξεως της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας.

110. Τούτο ισχύει καθόσον μάλιστα η εν λόγω απαγόρευση μπορεί να τύχει εφαρμογής ακόμη κι όταν ο εν λόγω εργαζόμενος βρίσκεται νομοτύπως στην επικράτεια του κράτους μέλους από το οποίο έχει αποσπασθεί ή όταν ο εργαζόμενος αυτός δικαιολογεί με κοινοτική βεβαίωση περί αποσπάσεως (πράγμα το οποίο, όπως είδαμε, προϋποθέτει ότι η παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση έχει ήδη συμμορφωθεί με ιδιαίτερα δεσμευτικές απαιτήσεις), ενώ ακριβώς, υπό τέτοιες περιστάσεις, αντί να αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, ο εν λόγω εργαζόμενος προσφέρει αντιθέτως σοβαρές εγγυήσεις ως προς τη διαμονή του στην εθνική επικράτεια και ως προς την επιστροφή του στο κράτος μέλος προελεύσεως αφού εκπληρώσει την αποστολή του.

111. Περαιτέρω, εξ όσων γνωρίζω, τα περισσότερα κράτη μέλη που εξαρτούν την απόσπαση, από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, εργαζομένων, υπηκόων τρίτων κρατών, από τη χορήγηση θεωρήσεως εισόδου ή τίτλου διαμονής δεν επιβάλλουν κυρώσεις στην παράνομη είσοδο των εν λόγω εργαζομένων στην επικράτειά τους αρνούμενα αυτομάτως τη διευθέτηση επί τόπου της καταστάσεως των ενδιαφερομένων (54). Τα εν λόγω στοιχεία του συγκριτικού δικαίου ενισχύουν την άποψη ότι η επίδικη απαγόρευση βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της διατηρήσεως της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας.

112. Η εν λόγω ανάλυση δεν διακυβεύεται από το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται η Αυστριακή Κυβέρνηση, η επίδικη απαγόρευση δεν επιδρά, κατ’ αρχήν, σε βάρος των εργαζομένων, υπηκόων τρίτων κρατών, οι οποίοι έχουν αποσπασθεί για ορισμένη χρονική περίοδο από επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος πλην της Αυστρίας και είναι κάτοχοι τίτλου διαμονής στην επικράτεια του κράτους μέλους απ’ όπου προέρχονται, εφόσον το τελευταίο αυτό κράτος μετέχει στη συμφωνία Schengen και, μεταξύ άλλων, στη σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Schengen (55).

113. Ασφαλώς, το άρθρο 21, παράγραφος 1, του ΣΕΣΣ προβλέπει ότι «οι αλλοδαποί κάτοχοι θεωρήσεως που έχει χορηγηθεί από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών, μπορούν με την κάλυψη του τίτλου αυτού, καθώς και ενός ταξιδιωτικού εγγράφου, η ισχύς των οποίων δεν έχει λήξει, να κυκλοφορούν ελεύθερα επί τρεις μήνες κατ’ ανώτατο όριο στο έδαφος των άλλων μερών εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις εισόδου που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α΄, γ΄ και ε΄ (56), και δεν περιλαμβάνονται στους εθνικούς πίνακες ανεπιθυμήτων του οικείου συμβαλλομένου μέρους».

114. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι, υπήκοοι τρίτων κρατών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση οι οποίοι αποσπώνται στην Αυστρία, για μέγιστη περίοδο τριών μηνών, από παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος συμβαλλόμενο της ΣΕΣΣ, δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν, από τις αυστριακές αρχές, οποιαδήποτε θεώρηση τίτλων διαμονής για να εκπληρώνουν την αποστολή τους στο πλαίσιο της εν λόγω αποσπάσεως. Πράγματι, με την επιφύλαξη εκπληρώσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 21, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ, αρκεί ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι έχουν άδεια διαμονής, χορηγηθείσα από τις αρχές του συμβαλλομένου κράτους μέλους από όπου προέρχονται. Εξ ορισμού, οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν εμπίπτουν συνεπώς στην απαγόρευση χορηγήσεως, εκ μέρους των αυστριακών αρχών, τίτλου εισόδου ή διαμονής σε περίπτωση εισόδου στην εθνική επικράτεια χωρίς θεώρηση.

115. Κατόπιν τούτου, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της εν λόγω αμβλύνσεως της επίμαχης απαγορεύσεως (η οποία προκύπτει εξάλλου ότι είναι ουσιωδώς περιορισμένη), το στοιχείο αυτό είναι αμελητέο για την εκτίμηση του δυσαναλόγου χαρακτήρα του εν λόγω περιορισμού και, ως εκ τούτου, για το βάσιμο της δεύτερης αιτιάσεως. Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι στοιχειοθετείται παράβαση ανεξαρτήτως της σημασίας ή της σοβαρότητας της διαπιστωθείσας παραβάσεως (57).

116. Κρίνω ότι η δεύτερη αιτίαση της υπό κρίση προσφυγής είναι βάσιμη.

IV – Πρόταση

117. Τέλος, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)      να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ κανονιστική ρύθμιση που εξαρτά την απόσπαση εργαζομένων, υπηκόων τρίτων κρατών, από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, από τη λήψη εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής προηγουμένης διοικητικής εγκρίσεως, που αποκαλείται «κοινοτική βεβαίωση περί αποσπάσεως», η χορήγηση της οποίας απαιτεί αφενός, την ύπαρξη σχέσεως εργασίας συνδέουσας τουλάχιστον επί ένα έτος τους ενδιαφερόμενους εργαζομένους με ην εν λόγω επιχείρηση ή τη σύναψη μεταξύ αυτών συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και, αφετέρου, την υπαγωγή των εν λόγω εργαζομένων στο καθεστώς μισθών και απασχολήσεως που υφίσταται στην εθνική επικράτεια κατά τη διάρκεια της μελλοντικής αποσπάσεως·

–        θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ κανονιστική ρύθμιση που απαγορεύει συστηματικά τη χορήγηση τίτλου εισόδου ή διαμονής σε εργαζόμενο, υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος έχει αποσπασθεί από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος όταν ο εν λόγω εργαζόμενος έχει εισέλθει στην εθνική επικράτεια χωρίς θεώρηση, οπότε η κατάσταση του εργαζομένου αυτού δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να διευθετηθεί επί τόπου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ·

2)      να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – C-445/03, Συλλογή 2004, σ. I-10191.


3 – C-244/04, μη ακόμα δημοσιευθείσα στη Συλλογή.


4 – BGB1. 218/1975.


5 – BGB1. 459/1993.


6 – Τα στοιχεία αυτά που απαριθμούνται στο άρθρο 7, στοιχείο β΄, παράγραφος 4, του AVRAG, είναι τα εξής: 1) το όνομα και η διεύθυνση του εργοδότη, 2) το όνομα του υπευθύνου, 3) το όνομα και τη διεύθυνση του ημεδαπού πελάτη, 4) τα ονόματα, ημερομηνίες γεννήσεως και αριθμούς κοινωνικής ασφαλίσεως των αποσπασμένων στην Αυστρία εργαζομένων, 5) την έναρξη και την πιθανή διάρκεια της εργασίας στην Αυστρία, 6) το ποσόν των οφειλομένων στον εργαζόμενο αμοιβών, 7) τον τόπο παροχής της δραστηριότητας στην Αυστρία, 8) αν πρόκειται για οικοδομικές εργασίες, το είδος της δραστηριότητας και τον τρόπο παροχής της εργασίας του εργαζομένου.


7 – BGB1. I, 75/1997.


8 – Βλ. τον συνδυασμό των άρθρων 2, παράγραφος 1, 5, παράγραφοι 1 και 2, και 7, παράγραφος 4, σημείο 4, του FrG.


9 – Το δεύτερο έγγραφο, της 2ας Ιουλίου 1998, λαμβάνει υπόψη τις τροποποιήσεις του AuslBG, που άρχισαν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 1998, με τις οποίες (όπως ήδη επισήμανα στην παράγραφο 5 των προτάσεων αυτών) η αποκαλουμένη διαδικασία «χορηγήσεως αδείας» αντικαταστάθηκε με την αποκαλουμένη διαδικασία «κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως» για τους υπηκόους τρίτων χωρών που είναι αποσπασμένοι από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος πλην της Αυστρίας.


10 – Όπως τονίζει η Επιτροπή στο σημείο 35 της προσφυγής της, η προσέγγισή της είναι ανεξάρτητη του αν η επίδικη κανονιστική ρύθμιση έχει χαρακτήρα δημιουργούντα δυσμενείς διακρίσεις.


11 – EE 1997, L 18, σ. 1.


12 – C-43/93, Συλλογή 1994, σ. I-3803.


13 – EE C 67, σ. 12.


14 – Προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 32.


15 – Αντίθετα προς την πρόταση οδηγίας του 1999 η οποία όπως είδαμε, εγκαταλείφθηκε προσφάτως, η οδηγία 96/71 δεν προβλέπει καμία ιδιαίτερη διαδικασία για την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών. Η τελευταία αυτή οδηγία διασφαλίζει μόνον κατ' ουσίαν, κατ' αρχήν, στους εργαζόμενους που αποσπώνται στο πλαίσιο αυτό, την εφαρμογή υπέρ τους ορισμένων κανόνων, οι οποίοι ισχύουν στο κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου πραγματοποιείται η εν λόγω παροχή, όσον αφορά ορισμένους όρους εργασίας και απασχολήσεως. Κατά τα λοιπά, μολονότι η οδηγία αυτή αφήνει στα κράτη μέλη τη μέριμνα να διασφαλίζουν την τήρηση των εν λόγω κανόνων, όπως τονίζει η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, τούτο συμβαίνει μόνο με την επιφύλαξη λήψεως μέτρων που είναι κατάλληλα προς τούτο, δηλαδή που δεν παραβαίνουν τις διατάξεις της Συνθήκης στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.


16 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C-76/90, Säger (Συλλογή 1991, σ. I-4221, σκέψη 14)· της 9ης Μαρτίου 2000, C-355/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. I-1221, σκέψη 35)· της 20ής Φεβρουαρίου 2001, C-205/99, Analir κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I-1271, σκέψη 22)· της 29ης Μαΐου 2001, C-263/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2001, σ. I-4195, σκέψη 21), και σε θέματα αποσπάσεως εργαζομένων, τις προαναφερθείσες αποφάσεις, Vander Elst (σκέψη 15)· Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (σκέψη 24), και Επιτροπή κατά Γερμανίας (σκέψη 34).


17 – Βλ. παράγραφο 7 των προτάσεων αυτών.


18 – Επομένως, η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση (η οποία, όπως επισήμανα στις παραγράφους 4 και 5 των προτάσεών μου, επιφυλάσσεται από την 1η Ιανουαρίου 1998 στην απόσπαση αλλοδαπών, όπως οι υπήκοοι τρίτων κρατών, εκ μέρους επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος πλην της Αυστρίας) δεν διαφέρει, τελικώς, θεμελιωδώς από τη ρύθμιση που υπήρχε προηγουμένως (για το σύνολο των αποσπάσεων αλλοδαπών τις οποίες πραγματοποιούσαν αλλοδαπές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του αν οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες σε τρίτο κράτος ή σε άλλο κράτος μέλος).


19 – Το Δικαστήριο ακολούθησε παρεμφερή συλλογιστική, διακρίνοντας τον περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που απορρέει, καθ' εαυτός, από την απαίτηση λήψεως προηγούμενης διοικητικής αδείας από τον πρόσθετο περιορισμό που προκύπτει από τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη λήψη της αδείας αυτής, στις προαναφερθείσες αποφάσεις, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 21) και Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (σκέψεις 23 και 24). Βλ. επίσης, την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας.


20 – Βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2001, C-165/98, Mazzoleni και ISA (Συλλογή 2001, σ. I-2189, σκέψη 24)· της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-49/98, C-50/98, C-52/98 έως C-54/98 και C-68/98 έως C-71/98, Finalarte κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I-7831, σκέψη 30)· της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-164/99, Portugaia Construções (Συλλογή 2002, σ. I-787, σκέψη 18), και Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, προαναφερθείσα (σκέψεις 23, 24 και 30).


21 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988, 352/85, Bond van Adverteerders κ.λπ. (Συλλογή 1988, σ. 2085, σκέψεις 32 και 33)· της 18ης Ιουνίου 1991, C-260/89, ΕΡΤ (Συλλογή 1991, σ. I-2925, σκέψη 24)· της 25ης Ιουλίου 1991, C-288/89, Collectieve Antennevoorziening Gouda κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-4007, σκέψη 11) και C-353/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 1991, σ. I-4069, σκέψη 15)· της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-211/91, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1992, σ. I-6757, σκέψεις 5, 6, 10 και 11)· της 4ης Μαΐου 1993, C-17/92, Fedicine (Συλλογή 1993, σ. I-2239, σκέψεις 14 έως 16)· της 14ης Νοεμβρίου 1995, C-484/93, Svensson και Gustavsson (Συλλογή 1995, σ. I-3955, σκέψεις 12 και 15), και της 21ης Μαρτίου 2002, C-451/99, Cura Anlagen (Συλλογή 2002, σ. I-3193, σκέψεις 30 και 31). Συναφώς, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 1999, C-224/97, Ciola (Συλλογή 1999, σ. I-2517, σκέψη 16), ως προς εθνική κανονιστική ρύθμιση που δημιουργεί δυσμενή διάκριση λόγω της διαμονής φυσικού προσώπου δικαιούχου παροχής υπηρεσιών· καθώς και σε θέματα ελευθερίας εγκαταστάσεως, C-311/97, Royal Bank of Scotland (Συλλογή 1999, σ. I-2651, σκέψη 32). Βλ. επίσης συναφώς, σε θέματα παροχής υπηρεσιών, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2003, C-388/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2003, σ. I-721, σκέψεις 19 και 20), ως προς εθνική κανονιστική ρύθμιση που δημιουργεί δυσμενή διάκριση λόγω ιδίως της ιθαγενείας φυσικών προσώπων δικαιούχων παροχής υπηρεσιών. Σχετικά με μία a contrario συναφή συλλογιστική, βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, C-36/02, Omega (Συλλογή 2004, σ. I-9609, σκέψη 29).


22 – Στην προαναφερθείσα απόφαση Säger, το Δικαστήριο έφθασε πέραν του παραδοσιακού κανόνα που αποκαλείται κανόνας «της ημεδαπής μεταχειρίσεως» κρίνοντας ότι «το άρθρο 59 της Συνθήκης [νυν άρθρο 49 ΕΚ] δεν απαιτεί μόνο την κατάργηση κάθε δυσμενούς διακρίσεως έναντι του παρέχοντος υπηρεσίες λόγω της ιθαγενείας του, αλλά επίσης την κατάργηση κάθε περιορισμού, ακόμη κι αν αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες και σε αυτούς των άλλων κρατών μελών, οσάκις αυτός μπορεί να διακόψει να παρεμποδίσει κατ' άλλον τρόπο τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει τις ανάλογες υπηρεσίες (σκέψη 12). Η ευρεία αυτή σύλληψη των απαιτήσεων που απορρέει από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η οποία επίσης έγινε δεκτή για άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες που εγγυάται η Συνθήκη, συνδυάστηκε με άμβλυνση του καθεστώτος των παραδεκτών αιτιολογιών, με την αναγνώριση, υπέρ των αδιακρίτως εφαρμοστέων μέτρων –διαφόρων επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος που καλύπτουν ένα φάσμα αιτιολογιών σαφώς ευρύτερο από αυτό που καλύπτεται με το άρθρο 46, παράγραφος 1, ΕΚ όπου παραπέμπει το άρθρο 55 ΕΚ.


23 – Η αμφισβήτηση αυτή έχει διάφορες μορφές. Το συνηθέστερο, το Δικαστήριο απλώς επισήμανε ότι η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση (χωρίς να αποφανθεί περί του αν η ρύθμιση αυτή δημιουργεί ή όχι δυσμενείς διακρίσεις) συνιστά απλό εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών ή «διαφορετική μεταχείριση» επιβάλλουσα συγκεκριμένο μειονέκτημα στους επιχειρηματίες που επιθυμούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που αντλούνται από την ελευθερία αυτή και, στη συνέχεια, εξέτασε αν η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση πληροί μια μη προβλεπόμενη στη Συνθήκη αιτιολογία, για να καταλήξει τελικά ότι δεν πρόκειται περί αυτού ή να παράσχει συναφή στοιχεία προς το αιτούν δικαστήριο. Η προσέγγιση αυτή ακολουθήθηκε στις αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1998, C-118/96, Safir (Συλλογή 1998, σ. I-1897, σκέψεις 24 έως 30 και 34)· της 26ης Οκτωβρίου 1999, C-294/97, Eurowings Luftverkehr (Συλλογή 1999, σ. I-7447, σκέψεις 36 επ.)· της 29ης Νοεμβρίου 2001, C-17/00, De Coster (Συλλογή 2001, σ. I-9445, σκέψεις 33 έως 39)· της 3ης Οκτωβρίου 2002, C-136/00, Danner (Συλλογή 2002, σ. I-8147, σκέψεις 30 επ.), και της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-243/01, Gambelli κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-13031, σκέψεις 57 επ.). Σπανιότερα, το Δικαστήριο, για να απαντήσει στα προβληθέντα από τους διαδίκους επιχειρήματα, εξέτασε την επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση όχι μόνον από απόψεως των ρητώς προβλεπόμενων στη Συνθήκη αιτιολογιών, αλλά και από απόψεως άλλων αιτιολογιών, μολονότι το Δικαστήριο είχε την πρόνοια να κρίνει ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις, για να καταλήξει τελικώς ότι η ρύθμιση αυτή δεν δικαιολογείται. Βλ., συναφώς, την προαναφερθείσα απόφαση Svensson και Gustavsson (σκέψεις 15 επ.), καθώς και την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, C-42/02, Lindman (Συλλογή 2003, σ. I-13519, σκέψεις 21 επ.).


24 – Συναφώς, βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση Safir, προαναφερθείσα (σκέψεις 30 έως 34 που τονίζουν τις δυσχέρειες που προκαλεί ο χαρακτηρισμός ορισμένων εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων ως δημιουργουσών δυσμενείς διακρίσεις), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro στην υπόθεση Marks & Spencer [απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C-446/03 (που δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 25 έως 32, όπου τονίζονται, αφενός, οι επιφυλάξεις του Δικαστηρίου να υπερβεί τον κανόνα της ημεδαπής μεταχείρισης στα θέματα άμεσης φορολογίας, λαμβανομένης υπόψη της μέριμνας να διατηρηθεί η ακεραιότητα των εθνικών φορολογικών συστημάτων και, αφετέρου, οι δυσχέρειες αποδείξεως δυσμενούς διακρίσεως στον τομέα αυτό από της απόψεως των κριτηρίων που έθεσε η απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/93, Schumacker (Συλλογή 1995, σ. I-225), ότι πρέπει να δίνεται σημασία στις αντικειμενικές διαφορές των εν λόγω καταστάσεων].


25 – Στη σκέψη 25, το Δικαστήριο τόνισε ότι η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση εφαρμόζεται αδιακρίτως σε επιχείρηση εγκατεστημένη εκτός ή εντός της επικράτειας του Μεγάλου Δουκάτου.


26 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau (Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, σκέψεις 33 και 35)· της 29ης Οκτωβρίου 1998, C-114/97, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1998, σ. I-6717, σκέψη 46)· της 19ης Ιανουαρίου 1999, C-348/96, Calfa (Συλλογή 1999, σ. I-11, σκέψεις 21και 23)· της 14ης Μαρτίου 2000, C-54/99, Église de scientologie (Συλλογή 2000, σ. I-1335, σκέψη 17), καθώς και απόφαση Omega, προαναφερθείσα (σκέψη 30).


27 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στην υπόθεση που οδήγησε στην προαναφερθείσα απόφαση Danner. Ο γενικός εισαγγελέας πρότεινε να ληφθεί υπόψη ο εισάγων δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρας εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως όχι στο στάδιο της εξετάσεως των προβληθεισών δικαιολογιών, αλλά στο μεταγενέστερο στάδιο της εξετάσεως της αναλογικότητας του επιμάχου περιορισμού από απόψεως της εν λόγω αιτιολογίας, διευκρινίζοντας ότι «όσο εντονότερες είναι οι δυσμενείς διακρίσεις που εισάγει το οικείο μέτρο τόσο δυσκολότερα θα μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτό είναι σύμφωνο προς την αρχή [της αναλογικότητας] (παράγραφος 40).


28 – Σκέψη 29 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, που επαναλαμβάνεται στη σκέψη 44 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας. Η οδηγία 96/96/71 εντάσσεται στη συνέχεια του μεγαλυτέρου μέρους της νομολογίας που παρατίθεται στην εν λόγω σκέψη 29. Βλ., συναφώς, άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 7, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο, υπενθυμίζω, επιβάλλει στα κράτη μέλη να φροντίζουν ώστε, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες εγγυώνται στους εργαζομένους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφός τους, τους όρους εργασίας και απασχόλησης σχετικά με τα συναφώς προβλεπόμενα θέματα, με την επιφύλαξη της εφαρμογής ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους όρους.


29 – Σκέψη 31 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, που επαναλαμβάνεται στη σκέψη 45 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας.


30 – Όπ.π.


31 – Σκέψη 33.


32 – Σκέψη 34.


33 – Σκέψη 35.


34 – Σκέψη 38, η οποία παραπέμπει στην απόφαση της 27ης Μαρτίου 1990, C-113/89, Rush Portuguesa (Συλλογή 1990, σ. I-1417, σκέψεις 13 και 15) καθώς στις προαναφερθείσες αποφάσεις Vander Elst (σκέψη 21) και Finalarte κ.λπ. (σκέψη 22).


35 – Σκέψεις 39 και 40, οι οποίες παραπέμπουν στην προαναφερθείσα απόφαση Rush Portuguesa (σκέψη 17).


36 – Σκέψη 41.


37 – Σκέψη 46, αναπτυχθείσα στη σκέψη 41 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας.


38 – Όπ.π.


39 – Τούτο τόνισε ο γενικός εισαγγελέας Geelhoed στην παράγραφο 34 των προτάσεών του στην υπόθεση που οδήγησε στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, ως προς την ίδια προϋπόθεση ενός έτους αρχαιότητας των εν λόγω εργαζομένων στην επιχείρηση από την οποία προέρχονται, διευκρινίζοντας ότι δεν απαιτείται καμία προϋπόθεση –σωρευτική ή επικουρική– σχετικά με τη σύναψη συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου.


40 – Βλ., συναφώς, τη σκέψη 29 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, μνημονευόμενη στην παράγραφο 62 των προτάσεων αυτών. Η επίδικη απαίτηση βαίνει επίσης πέραν των προβλεπομένων με τη διάταξη 96/71 διατάξεων για την προστασία των εργαζομένων, εφόσον όχι μόνον έχει συστηματικό χαρακτήρα και συνεπώς αποκλείει την εφαρμογή στους εργαζομένους ευνοϊκότερων όρων οι οποίοι ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, αντίθετα προς όσα προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 7, της οδηγίας αυτής, αλλά, επί πλέον, η εν λόγω απαίτηση εντάσσεται στο πλαίσιο προηγουμένης διοικητικής εγκρίσεως, πράγμα το οποίο δεν συνιστά πρόσφορο μέσο, υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας, για τη διασφάλιση των εν λόγω όρων αμοιβής και εργασίας.


41 – Βλ. παράγραφο 11 και υποσημείωση 6 των προτάσεών μου αυτών.


42 – Βλ. συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 33.


43 – Βλ. παραγράφους 7 και 8, καθώς και 34 έως 36 των προτάσεών μου αυτών.


44 – Παραπέμπω στη σκέψη 45 και 46 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, όπου γίνεται επίκληση λιγότερο περιοριστικών και το ίδιο αποτελεσματικών μέτρων απ' ότι οι επίδικες απαιτήσεις. Περαιτέρω, παρατηρώ ότι ο AVRAG προβλέπει συγκρίσιμα μέτρα (βλ. στις παραγράφους 11 και 83 των προτάσεών μου αυτών).


45 – Στη σκέψη 55 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας, το Δικαστήριο μερίμνησε να τονίσει ότι «δεν συνέδεσε την έννοια της “νομότυπης και συνήθους απασχολήσεως” με κάποια προϋπόθεση κατοικίας και απασχολήσεως ορισμένου χρόνου εντός του κράτους εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως που παρέχει τις υπηρεσίες».


46 – Απόφαση C-459/99 (Συλλογή 2002, σ. I-6591, σκέψη 74).


47 – Βλ. παράγραφο 27 των προτάσεών μου αυτών. Με αυτή την πρόταση οδηγίας, προβλεπόταν η θέσπιση εγγράφου, αποκαλουμένου «κάρτα παροχής υπηρεσιών – ΕΚ», ισχύουσας ορισμένη διάρκεια και ανανεώσιμης, για να διευκολυνθούν οι συναφείς αποσπάσεις. Ετίθετο το ζήτημα οι αρχές των κρατών μελών εγκαταστάσεως του παρέχοντος υπηρεσίες να υποχρεούνται να του χορηγούν τέτοιου είδους έγγραφο, κατόπιν αιτήσεώς του, όταν είχε την πρόθεση να προβεί στην εν λόγω απόσπαση, εφόσον ο εργαζόμενος, του οποίου προβλεπόταν η απόσπαση, βρισκόταν σε νομότυπη κατάσταση επί της επικρατείας του εν λόγω κράτους. Ως αντιπαροχή, προβλεπόταν, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω προτάσεως, ότι «κάθε κράτος μέλος όπου πραγματοποιείται παροχή υπηρεσιών δέχεται την είσοδο και τη διαμονή μισθωτού εργαζομένου, υπηκόου τρίτου κράτους, στην επικράτειά του προς τους σκοπούς παροχής μιας ή πολλών υπηρεσιών, αν το πρόσωπο αυτό κατέχει την κάρτα παροχής υπηρεσιών – ΕΚ, και δελτίο ταυτότητος ή διαβατήριο, το οποίο να ισχύει κατά τη διάρκεια της παροχής υπηρεσιών». Σύμφωνα με τη λογική αυτή, διευκρινιζόταν, στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ και β΄, της ιδίας αυτής προτάσεως, ότι, κατ' αρχήν, «κάθε κράτος μέλος όπου πραγματοποιείται παροχή υπηρεσιών δεν μπορεί να επιβάλει ούτε στον αποσπασμένο εργαζόμενο ούτε στον παρέχοντα υπηρεσίες ως εργοδότη καμία θεώρηση εισόδου ή εξόδου [και] κανέναν τίτλο ή άδεια διαμονής […]». Παρ' όλ' αυτά, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω προτάσεως δεχόταν ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την εν λόγω οδηγία για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας, σύμφωνα με λεπτομέρειες εφαρμογής παρεμφερείς με αυτές που θέτει η οδηγία 64/221/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ.05/001, σ. 16) (που τυγχάνει εφαρμογής στους υπηκόους των κρατών μελών).


48 – Σχετικά παρεμφερές καθεστώς προβλέπεται από την εθνική κανονιστική ρύθμιση που τέθηκε σε αμφισβήτηση με την υπόθεση που οδήγησε στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας. Δυνάμει της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως, η απόσπαση στη Γερμανία εργαζομένων, υπηκόων τρίτων κρατών, από παρέχουσα υπηρεσίες επιχείρηση, εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, εξαρτάται από τη χορήγηση εγκρίσεως διαμονής με μορφή θεωρήσεως, η οποία εξαρτάται καθ' εαυτή από τη συνδρομή πολλών προϋποθέσεων, όπως η προϋπόθεση ο εν λόγω εργαζόμενος να απασχολείται τουλάχιστον επί ένα έτος στην επιχείρηση η οποία πραγματοποιεί την απόσπαση (η οποία έχει σχέση, όπως είδαμε, με μία από τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση της κοινοτικής βεβαιώσεως περί αποσπάσεως στην Αυστρία).


49 – Βλ. παράγραφο 36 των προτάσεών μου αυτών.


50 – Η πρόταση αυτή οδηγίας στηρίζεται στη διαπίστωση ότι, όπως τονίζεται στην τέταρτη αιτιολογική της σκέψη, «οι παρέχοντες υπηρεσίες που πρέπει να αποσπάσουν μισθωτό εργαζόμενο, υπήκοο τρίτου κράτους, αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσχέρειες ώστε συχνά υποχρεούνται είτε να παραιτηθούν της προβλεπομένης παροχής, είτε να αντιμετωπίσουν επιζήμιες καθυστερήσεις […]».


51 – Βλ. παράγραφο 53 των προτάσεών μου αυτών.


52 – Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι «το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν, λόγω παραβάσεως των εθνικών διατάξεων περί ελέγχου αλλοδαπών, κάθε πρόσφορη κύρωση που θα ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των διατάξεων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι οι κυρώσεις αυτές είναι αναλογικές». Βλ. προαναφερθείσα απόφαση MRAX (σκέψη 77 και την παρατιθέμενη νομολογία).


53 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, C-48/75, Royer (Συλλογή τόμος 1976, σ. 203, σκέψη 47), καθώς και την προαναφερθείσα απόφαση MRAX (σκέψη 79).


54 – Τα μόνα κράτη μέλη που προβλέπουν προφανώς τέτοιου είδους κυρώσεις είναι η Ιταλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Ουγγαρίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Δημοκρατία της Σλοβενίας. Μολονότι η χορήγηση θεωρήσεως πρέπει κατ' αρχήν να ζητείται πριν από την είσοδο στην εν λόγω επικράτεια, κατά γενικό κανόνα ενώπιον των προξενικών αρχών της χώρας όπου έχει την κατοικία του ο αλλοδαπός, η εν λόγω κύρωση δεν προβλέπεται προφανώς στο Βασίλειο του Βελγίου, στη Δημοκρατία της Τσεχίας, στο Βασίλειο της Δανίας, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, στο Βασίλειο της Σουηδίας και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Εξάλλου, οι βελγικές, δανικές και γαλλικές αρχές δέχονται προφανώς τη δυνατότητα διευθετήσεως επί τόπου.


55 – Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Schengen, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Benelux, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19, στο εξής: ΣΕΣΣ). Όλα τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προσχώρησαν στη σύμβαση αυτή, πλην της Ιρλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και των νέων κρατών μελών (που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Μάιο του 2004).


56 – Πρόκειται για τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) κατοχή εγγράφου ή εγγράφων εν ισχύι που επιτρέπουν τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων του χώρου Schengen, γ) παρουσίαση, ενδεχομένως, εγγράφων που δικαιολογούν το αντικείμενο και τις προϋποθέσεις της σκοπουμένης διαμονής και τη διάθεση επαρκών μέσων επιβιώσεως, τόσο για τη διάρκεια της σκοπουμένης διαμονής όσο και για την επιστροφή στη χώρα προελεύσεως ή τη μεταφορά σε τρίτη χώρα όπου είναι διασφαλισμένη η είσοδος του, ή τη δυνατότητα να αποκτήσει νομίμως τα εν λόγω μέσα· ε) να μη θεωρείται ότι μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, την εθνική ασφάλεια ή τις διεθνείς σχέσεις ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη.


57 – Βλ., μεταξύ άλλων, για πρόσφατο παράδειγμα, την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, C-333/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2001, σ. I-1025, σκέψη 32).

Top