Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CC0385

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 29ης Απριλίου 2004.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 93/37/ΕΟΚ - Συμβάσεις δημοσίων έργων - Διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού.
    Υπόθεση C-385/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-08121

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:276

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 29ης Απριλίου 2004 (1)

    ΥπόθεσηC-385/02

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Ιταλικής Δημοκρατίας

    «Συμβάσεις δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37/ΕΟΚ – Διαδικασία συνάψεως των συμβάσεων – Διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί  δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού – Υπολογισμός της τριετούς προθεσμίας μετά τη σύναψη της πρώτης συμβάσεως – Δεν συντρέχει συγγνωστή πλάνη περί το δίκαιο»





    I –    Εισαγωγή

    1.        Αντικείμενο της παρούσας διαφοράς είναι διαδικασία λόγω παραβάσεως στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή προσάπτει στην Ιταλική Δημοκρατία ότι κατά τη σύναψη τριών συμβάσεων δημοσίων έργων παραβίασε την οδηγία 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (2).

    2.        Κατ’ ουσίαν, αντικείμενο της διαφοράς είναι το αν και υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται να εφαρμοστεί η διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού στην περίπτωση που πρόκειται για νέες κατασκευαστικές εργασίες οι οποίες συνίστανται στην επανάληψη κατασκευαστικών παροχών παρεμφερών με αυτές που είχαν πραγματοποιηθεί κατά το παρελθόν. Συναφώς, η οδηγία 93/37 προβλέπει προθεσμία τριών ετών της οποίας ο υπολογισμός in concreto αποτελεί το καθαυτό αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας λόγω παραβάσεως. Η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται συγγνωστή πλάνη ως προς την επιλεγείσα μέθοδο υπολογισμού της προθεσμίας.

    II – Νομικό πλαίσιο

    3.        Το νομικό πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας αποτελεί το άρθρο 7, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 93/37. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν μεταξύ άλλων:

    «3.      Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις έργων προσφεύγοντας στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    […]

    β)      για τα έργα, η εκτέλεση των οποίων, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, είναι δυνατόν να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο εργολήπτη·

    γ)      στα απόλυτα αναγκαία πλαίσια, όταν ο κατεπείγων χαρακτήρας, ο οποίος προκύπτει από γεγονότα απρόβλεπτα για τις ενδιαφερόμενες αναθέτουσες αρχές, δεν συμβιβάζεται με τις προθεσμίες που απαιτούνται για τις ανοικτές, κλειστές ή με διαπραγμάτευση διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του κατεπείγοντος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη·

    […]

    ε)      για τα νέα έργα που συνίστανται στην επανάληψη άλλων παρομοίων που ανατέθηκαν στην ίδια επιχείρηση, ανάδοχο μιας πρώτης σύμβασης που συνήφθη με την ίδια αναθέτουσα αρχή, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα έργα είναι σύμφωνα με ένα βασικό σχέδιο και ότι αυτό το σχέδιο έχει αποτελέσει το αντικείμενο μιας πρώτης σύμβασης που συνήφθη σύμφωνα με τις διαδικασίες της παραγράφου 4.

    Η δυνατότητα προσφυγής σ’ αυτή τη διαδικασία πρέπει να επισημαίνεται ήδη κατά την προκήρυξη του πρώτου διαγωνισμού, το δε συνολικό προβλεπόμενο ποσό για τα νέα έργα λαμβάνεται υπόψη από τις αναθέτουσες αρχές για την εφαρμογή του άρθρου 6. Προσφυγή στη διαδικασία αυτή μπορεί να γίνει μόνο επί μια τριετία από τη σύναψη της αρχικής σύμβασης.

    4.      Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι αναθέτουσες αρχές συνάπτουν τις συμβάσεις τους προσφεύγοντας είτε στην ανοικτή είτε στην κλειστή διαδικασία».

    4.        Η πρώτη και η δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/37 ορίζουν:

    «[…] η οδηγία 71/305/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1971, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί κατά τρόπο ουσιαστικό […] θα πρέπει, για λόγους σαφήνειας και εξορθολογισμού, να κωδικοποιηθεί η εν λόγω οδηγία·

    […] η ταυτόχρονη πραγματοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τις συμβάσεις δημοσίων έργων, που συνάπτονται εντός των κρατών μελών για λογαριασμό του κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου, περιλαμβάνει όχι μόνο την κατάργηση των περιορισμών αλλά επίσης τον συντονισμό των εθνικών διαδικασιών ως προς τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων».

    5.        Η όγδοη αιτιολογική σκέψη της ίδιας οδηγίας έχει την ακόλουθη διατύπωση:

    «[…] η διαδικασία με διαπραγμάτευση πρέπει να θεωρείται εξαιρετική και να εφαρμόζεται, συνεπώς, μόνο σε περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις.»

    6.        Το πρώτο εδάφιο της δέκατης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας αυτής ορίζει:

    «[…] η ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων απαιτεί τη δημοσιότητα των σχετικών προκηρύξεων, οι οποίες γίνονται από τις αναθέτουσες αρχές των κρατών μελών, εντός της Κοινότητας».

    III – Τα πραγματικά περιστατικά και η προηγηθείσα διοικητική διαδικασία

    7.        Το 1997 η Magistrato per il Pô di Parma, περιφερειακή υπηρεσία του τότε ιταλικού Υπουργείου Δημοσίων Έργων (νυν Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών), συνήψε τρεις συμβάσεις δημοσίων έργων (3). Πρόκειται για συμπληρωματικά έργα που αφορούν τα ακόλουθα προγράμματα στον τομέα της αντιπλημμυρικής προστασίας:

    –        εργασίες για την αποπεράτωση της κατασκευής λεκάνης απορροής προς περιορισμό των πλημμυρών του χειμάρρου Parma στην τοποθεσία Marano της κοινότητας Parma,

    –        εργασίες για την κατασκευή και αποπεράτωση λεκάνης απορροής των υδάτων του χειμάρρου Enza και

    –        εργασίες συγκρατήσεως των πλημμυρών του χειμάρρου Terdoppio – Canale Scolmatore στα νοτιοδυτικά του Cerano.

    8.        Η αξία των συμπληρωματικών αυτών εργασιών ανήλθε περίπου σε 37 και 21 και 19,5 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες (ITL), αντιστοίχως, υπερβαίνοντας αναμφισβήτητα το όριο των 5 εκατομμυρίων ECU που ορίζει το άρθρο 6 της οδηγίας 93/37.

    9.        Η εκτέλεση των εργασιών ανατέθηκε, μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού, στις ίδιες εταιρίες στις οποίες είχαν ανατεθεί κατά τη δεκαετία του ‘80 οι προγενέστερες εργασίες. Αυτές οι προγενέστερες εργασίες αφορούσαν

    –        την εκτέλεση έργου στον χείμαρρο Parma βάσει συμβάσεως της 22ας Δεκεμβρίου 1988,

    –        την εκτέλεση έργου στον χείμαρρο Enza βάσει συμβάσεως της 26ης Οκτωβρίου 1982 και

    –        την εκτέλεση έργου στον χείμαρρο Terdoppio βάσει συμβάσεως της 20ής Μαΐου 1988.

    10.      Με έγγραφο της 27ης Σεπτεμβρίου 2000 η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές ακριβή στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία που ακλούθησαν για την ανάθεση των τριών τελευταίων έργων που εκτελέστηκαν το 1997. Στην από 19 Οκτωβρίου 2000 απάντησή τους οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι εφάρμοσαν τη διαδικασία του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 93/37. Κατά τις ιταλικές αρχές, οι εν λόγω εργασίες αποτελούσαν επανάληψη άλλων παρόμοιων εργασιών οι οποίες ανατέθηκαν στις ίδιες εταιρίες που ήσαν ανάδοχοι της πρώτης συμβάσεως που συνήφθη με την ίδια αναθέτουσα αρχή. Οι εργασίες αυτές ανταποκρίνονταν σ’ ένα βασικό σχέδιο το οποίο ήταν ήδη αντικείμενο της πρώτης συμβάσεως που συνήφθη βάσει των διαδικασιών του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας. Κατά τις ιταλικές αρχές, ήδη κατά την ανάθεση του πρώτου τμήματος του έργου υπήρχε η δυνατότητα μεταγενέστερης εφαρμογής της διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού, ελήφθη δε υπόψη για την εξακολούθηση του έργου η προβλεπόμενη συνολική αξία του. Η διαδικασία με διαπραγμάτευση εφαρμόστηκε εμπροθέσμως εντός τριών ετών από της συνάψεως της αρχικής συμβάσεως, η δε προθεσμία άρχισε να τρέχει το πρώτον από της επιθεωρήσεως των εκτελεσθεισών εργασιών.

    11.      Σε απάντηση του από 23 Απριλίου 2001 εγγράφου οχλήσεως με το οποίο η Επιτροπή απέρριψε ως εσφαλμένη την άποψη των ιταλικών αρχών σχετικά με τον υπολογισμό της τριετούς προθεσμίας, η Ιταλική Δημοκρατία με τις από 8 Ιουνίου 2001 και 17 Δεκεμβρίου 2001 επιστολές της ενέμεινε κατ’ ουσίαν στις απόψεις της.

    12.      Δεδομένου ότι η από 21 Δεκεμβρίου 2001 αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής έμεινε αναπάντητη, η Επιτροπή άσκησε στις 28 Οκτωβρίου 2002 βάσει του άρθρου 226, παράγραφος 2, ΕΚ την παρούσα προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας.

    IV – Αιτήματα των διαδίκων

    13.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    –        να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, αναθέτοντας μέσω της Magistrato per il Pô di Parma, περιφερειακής υπηρεσίας του Υπουργείου Δημοσίων Έργων (νυν Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών), τις εργολαβίες που είχαν ως αντικείμενο την εκτέλεση συμπληρωματικών έργων για την αποπεράτωση της κατασκευής λεκάνης απορροής προς περιορισμό των πλημμυρών του χειμάρρου Parma στην τοποθεσία Marano της κοινότητας Parma, τις εργασίες για την κατασκευή και την αποπεράτωση λεκάνης απορροής των υδάτων του χειμάρρου Enza καθώς και τις εργασίες συγκρατήσεως των πλημμυρών του χειμάρρου Terdoppio – Canale Scolmatore στα νοτιοδυτικά του Cerano, μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού και χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις της από την οδηγία 93/37, και ειδικότερα από το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής,

    –        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    14.      Η Ιταλική Δημοκρατία δεν ζητεί ρητώς από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή. Ωστόσο, ζητεί από το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως της ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37, να θεωρήσει ότι η Ιταλική Κυβέρνηση υπέπεσε σε συγγνωστή πλάνη που οφείλεται στο ιταλικό κείμενο της διατάξεως.

    V –    Εκτίμηση

     A –       Το παραδεκτό της προσφυγής

    15.      Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν χρειάζεται να αποδεικνύει τη συνδρομή ειδικού έννομου συμφέροντος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της αναθέτει το άρθρο 226 ΕΚ. Πράγματι, σκοπός της διατάξεως αυτής δεν είναι η προστασία των ίδιων δικαιωμάτων της Επιτροπής. Αντιθέτως, αποστολή της Επιτροπής, ενόψει του ρόλου της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, είναι να μεριμνά προς το κοινοτικό συμφέρον για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη και για τη διαπίστωση της υπάρξεως τυχόν παραβάσεων προκειμένου να παύσουν. Ενόψει αυτού του ρόλου της, η Επιτροπή είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει αν είναι σκόπιμο να κινήσει κατά κράτους μέλους τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως και κατά ποιας πράξης ή παραλείψεως. Έστω και αν η εθνική νομοθεσία ενός κράτους μέλους συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει να διαπιστωθεί η ύπαρξη παραβιάσεως της Συνθήκης, επικαλούμενη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και ότι, ως εκ τούτου, δεν επετεύχθη ο επιδιωκόμενος με την οδηγία σκοπός (4).

    16.      Εξάλλου, στην περίπτωση προσφυγής που ασκείται δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ το αντικείμενο της διαφοράς καθορίζεται από την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής. Μια τέτοιου είδους προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω εκλείψεως του λόγου για τον οποίον ασκήθηκε η προσφυγή στην περίπτωση που η προβαλλόμενη παραβίαση της Συνθήκης παύσει πριν από τη λήξη της προθεσμίας που έχει θέσει η Επιτροπή (5). Πράγματι, στην περίπτωση αυτή η διαδικασία για τη διαπίστωση της παραβιάσεως της Συνθήκης έχει εκπληρώσει τον σκοπό της ήδη κατά το στάδιο της προδικασίας.

    17.      Ωστόσο, όπως η ίδια η Ιταλική Κυβέρνηση αναγνωρίζει, ουδέν έπραξε εν προκειμένω προκειμένου να άρει τις συνέπειες των όποιων παραβιάσεων της Συνθήκης σε σχέση με τις τρεις συμβάσεις δημοσίων έργων τις οποίες αναφέρει η Επιτροπή. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, ακυρώθηκαν άλλες διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων δημοσιών έργων, ωστόσο οι επίμαχες εν προκειμένω διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων δημοσιών έργων δεν μπορούσαν να ανακληθούν για τεχνικούς λόγους και λόγω των επικρεμάμενων κινδύνων για τη δημόσια ασφάλεια.

    18.      Μολονότι η νομοθεσία που διέπει τις συμβάσεις δημοσίων έργων δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβούν στη λύση των συναφθεισών συμβάσεων, η σύναψη συμβάσεως προς το κοινοτικό δίκαιο (6). Κατά τα λοιπά, ανταποκρίνεται στο νόημα δημοσίων έργων κατά παράβαση της σχετικής οδηγίας είναι και παραμένει αντίθετη και τον σκοπό τόσο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως όσο και των οδηγιών που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων το να μπορεί η Επιτροπή να ελέγχει εκ των υστέρων το κατά πόσον τηρήθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι κανόνες που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων. Πράγματι, από την τυχόν καταδίκη του κράτους μέλους μπορεί να συναχθεί ότι πέραν της συγκεκριμένης περιπτώσεως το εμπλεκόμενο κράτος μέλος, ως αποδέκτης της οδηγίας, δεν έπραξε το παν για την εφαρμογής της (7).

    19.      Η Ιταλική Κυβέρνηση απαντά ότι λαμβάνει υπόψη της πλέον, συνεπεία της πρόσφατης εξελίξεως του ιταλικού δικαίου που διέπει τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων και της πρακτικής που ακολουθείται συναφώς, μόνον παραμέτρους που αφορούν την ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Με τον τρόπο αυτόν, δεν μπορούν πλέον να επαναληφθούν γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην παρούσα διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως.

    20.      Ωστόσο, ο απλός ισχυρισμός ότι εφεξής οι διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων θα στηρίζονται σε παραμέτρους που ευνοούν την ανάπτυξη του ανταγωνισμού δεν αποκλείει μελλοντικές διαδικαστικές πλημμέλειες. Πράγματι, όπως ορθώς προέβαλε η Επιτροπή, είναι κάλλιστα δυνατόν και άλλες αναθέτουσες αρχές στην Ιταλία να προβούν στην προσαπτόμενη εσφαλμένη ερμηνεία σχετικά με την τριετή προθεσμία, αφού μάλιστα ο κύκλος των πιθανών αναθετουσών αρχών έχει διευρυνθεί σημαντικά κατόπιν της μεταβιβάσεως αρμοδιοτήτων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

    21.      Και ενόψει του κινδύνου να επαναληφθούν οι παραβάσεις αυτές (8) η προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή.

     B –       Το βάσιμο της προσφυγής

    22.      Η προσφυγή της Επιτροπής είναι βάσιμη αν η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη (άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ). Από το άρθρο 10, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 249, παράγραφος 3, ΕΚ, συνάγεται η υποχρέωση μεταφοράς της οδηγίας 93/37 της οποίας την παράβαση η Επιτροπή προσάπτει στην Ιταλική Δημοκρατία.

    1)      Παράβαση της οδηγίας 93/37

    23.      Οι τρεις επίμαχες εν προκειμένω συμβάσεις δημοσίων έργων του 1997 ανατέθηκαν μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, κατά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων δεν πρέπει κατ’ αρχήν να εφαρμόζεται η διαδικασία με διαπραγμάτευση, αλλά η ανοικτή ή η κλειστή διαδικασία. Η διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού μπορεί να εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (9). Οι εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας (10). Εν προκειμένω, θα μπορούσε να εξετασθεί η εφαρμογή της διαδικασίας με διαπραγμάτευση ενδεχομένως βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχεία β΄, γ΄ και ε΄, της οποίας η δυνατότητα εφαρμογής εξετάζεται στη συνέχεια.

     α)     Τεχνικοί λόγοι βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/37

    24.      Κατ’ αρχάς, η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται τεχνικούς λόγους οι οποίοι απαιτούσαν την εκ νέου σύναψη των τριών επίμαχων συμβάσεων δημοσίων έργων με τις εργολήπτριες εταιρίες που είχαν αναλάβει και τα προηγούμενα έργα. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/37.

    25.      Ωστόσο, από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η εφαρμογή της περιορίζεται μόνο σε εργασίες των οποίων η εκτέλεση «είναι δυνατόν να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο εργολήπτη» (11). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρόκειται για εξαίρεση η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά και μόνον εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (12).

    26.      Για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/37 δεν αρκεί το γεγονός ότι η αναθέτουσα αρχή θεωρεί σκόπιμη την εκ νέου σύναψη συμβάσεως που αποτελεί συνέχεια της προηγουμένης με τον μέχρι τούδε αντισυμβαλλόμενο ή το γεγονός ότι επικαλείται τυπικώς τεχνικές ανάγκες οι οποίες δεν διευκρινίζονται. Αντιθέτως, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να εκθέτει αναλυτικά για ποιον λόγο τεχνικοί λόγοι επιβάλλουν στη συγκεκριμένη περίπτωση να μη συναφθεί σύμβαση με άλλες εταιρίες, αλλά επιβάλλουν επιτακτικά τη σύναψη συμβάσεως με τον μέχρι τούδε αντισυμβαλλόμενο. Άλλως, θα υπήρχε ο κίνδυνος οι αναθέτουσες αρχές να καταστρατηγήσουν το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/37 προκειμένου να αποφύγουν τη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού και, ως εκ τούτου, να παραβιάσουν τον γενικό σκοπό της αναπτύξεως του ανταγωνισμού (13) στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων τον οποίον επιδιώκει η οδηγία.

    27.      Το βάρος αποδείξεως για τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται (14). Εν προκειμένω, η Ιταλική Κυβέρνηση προέβαλε απλώς ότι πρόθεση της αρμόδιας αρχής ήταν να αποτρέψει την πρόκληση ζημιών ή τη χειροτέρευση των μέχρι τούδε κατασκευασθέντων έργων και να αποφύγει τυχόν ακανθώδη ζητήματα επιμερισμού των ευθυνών μεταξύ πλειόνων επιχειρήσεων. Έστω και αν η αρμόδια αρχή έκρινε σκόπιμη για τους ανωτέρω λόγους την εκ νέου σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων με την εταιρία που εκτέλεσε το πρώτο τμήμα των έργων, και πάλι δεν επρόκειτο για επιτακτικούς τεχνικούς λόγους για τους οποίους έπρεπε να συναφθεί σύμβαση με αυτήν ακριβώς την εταιρία. Επομένως, η εφαρμογή της διαδικασίας με διαπραγμάτευση δεν μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/37.

    28.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Ιταλική Κυβέρνηση προσέθεσε ότι κατά τη σύναψη των τριών επίμαχων εν προκειμένω συμβάσεων ουδόλως ήταν πιθανή η εμφάνιση κάποιου άλλου εργολήπτη και ότι, εν πάση περιπτώσει, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν παραβιάστηκαν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Πράγματι, σκοπός της προηγούμενης δημοσιεύσεως προκηρύξεως διαγωνισμού είναι να ενημερωθεί ένας όσο το δυνατό μεγαλύτερος κύκλος προσφερόντων σχετικά με την επικείμενη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι, σε περίπτωση νομότυπης δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού, δεν είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον και άλλοι πιθανοί εργολήπτες.

     β)     Ο κατεπείγων χαρακτήρας βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37

    29.      Περαιτέρω, η Ιταλική Κυβέρνηση επικαλείται την κατεπείγουσα ανάγκη συνάψεως των τριών επίμαχων εν προκειμένων έργων. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να εξεταστεί η εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37.

    30.      Ωστόσο, σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως, η επίκλησή της στηρίζεται σε αυστηρές προϋποθέσεις και συγκεκριμένα στην εντός των απολύτως αναγκαίων πλαισίων προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση για επιτακτικούς λόγους και εφόσον υπάρχουν γεγονότα απρόβλεπτα. Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται επίσης η παρατήρηση ότι η διάταξη αυτή, ως εισάγουσα εξαίρεση, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (15). Μόνο με τον τρόπο αυτόν είναι δυνατό να αποφευχθεί τυχόν καταστρατήγηση των διατάξεων εκ μέρους των αναθετουσών αρχών και να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος με την οδηγία σκοπός της αναπτύξεως του ανταγωνισμού (16) στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων.

    31.      Επιπλέον, όπως καθιστά σαφές το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37, οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του κατεπείγοντος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη. Εν προκειμένω, ο σχεδιασμός των αντιπλημμυρικών μέτρων είχε ήδη αρχίσει τουλάχιστον από της αναθέσεως του πρώτου τμήματος των εργασιών, ήτοι από τη δεκαετία του ‘80. Επίσης, οι επίμαχες εν προκειμένω εργασίες, όπως η ίδια η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριξε, είχαν εξαρχής προβλεφθεί, αλλά αποκλειστικά και μόνο για λόγους προϋπολογισμού αποφασίστηκε η εκτέλεση τους σ’ ένα δεύτερο στάδιο. Από τα ανωτέρω δεν προκύπτει η ύπαρξη κατεπείγοντος, δεδομένου ότι πρόκειται για αμιγώς εσωτερικές οργανωτικές εκτιμήσεις της αναθέτουσας αρχής.

    32.      Το βάρος αποδείξεως για την ύπαρξη κατεπείγοντος φέρει εκείνος ο οποίος το επικαλείται (17). Εν προκειμένω, η Ιταλική Κυβέρνηση προέβαλε απλώς ότι η σύναψη των συμβάσεων ήταν κατεπείγουσα προκειμένου να αντιμετωπιστεί μέσω των μέχρι τούδε έργων ο υποτιθέμενος αυξημένος κίνδυνος πλημμύρων. Εντούτοις, δεν προσκόμισε στοιχεία σχετικά με το ότι οι αρμόδιες αρχές δεν μπορούσαν να προβλέψουν αυτόν τον όποιον αυξημένο κίνδυνο πλημμυρών, δεδομένου ότι το αρχικό σχέδιο τους προέβλεπε ήδη την εκτέλεση αντιπλημμυρικών έργων σε περισσότερα στάδια. Επομένως, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37.

     γ)     Επανάληψη άλλων παρόμοιων εργασιών εντός τριετίας δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 93/37

    33.      Τέλος, η Ιταλική Κυβέρνηση επικαλείται το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 93/37. Είναι αναμφισβήτητο ότι, πλην της τριετούς προθεσμίας, όλες οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής συνέτρεχαν κατά τη σύναψη των τριών επίμαχων εν προκειμένω συμβάσεων δημοσίων έργων. Οι διάδικοι ερίζουν μόνον ως προς το πότε άρχισε η τριετής προθεσμία που αναφέρει το τελευταίο εδάφιο της διατάξεως. Από την επίλυση του ζητήματος αυτού εξαρτάται αν η αναθέτουσα αρχή μπορούσε εν προκειμένω να ακολουθήσει τη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού.

    34.      Η Ιταλική Κυβέρνηση στηρίζει την ερμηνεία της, σύμφωνα με την οποία η προθεσμία αρχίζει το πρώτον με την αποπεράτωση των εργασιών που αποτελούν αντικείμενο της πρώτης συμβάσεως, μεταξύ άλλων, στο ιταλικό κείμενο της οδηγίας 93/37. Το ιταλικό κείμενο χρησιμοποιεί για την έναρξη της προθεσμίας τον όρο «conclusione dell’appalto iniziale». Η διατύπωση αυτή διαφέρει από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στην προηγούμενη ρύθμιση (18) «aggiudicazione dell’appalto iniziale», η οποία σαφώς αναφέρεται στην ανάθεση της αρχικής συμβάσεως.

    35.      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο με πάγια νομολογία του (19), σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις μιας κοινοτικής διατάξεως πρέπει, κατ’ αρχήν, να αναγνωρίζεται η ίδια αξία. Η κρίσιμη ημερομηνία για την έναρξη της τριετούς προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 93/37 δεν μπορεί να διαπιστωθεί με τη μεμονωμένη εκτίμηση μιας μόνο γλωσσικής αποδόσεως. Αντιθέτως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι γλωσσικές αποδόσεις.

    36.      Οι διατυπώσεις που χρησιμοποιούν ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 93/37 δεν έχουν δυστυχώς την απαιτούμενη σαφήνεια. Παραδείγματος χάριν, το γερμανικό κείμενο κάνει λόγο για «Abschluss des ersten Auftrags», το γαλλικό ομιλεί για «conclusion du marché initial» και το ολλανδικό απλώς για «oorspronkelijke opdracht». Σαφώς επιχείρημα κατά της ερμηνείας που προτείνει η Ιταλική Κυβέρνηση και υπέρ της απόψεως της Επιτροπής αποτελούν ορισμένες άλλες γλωσσικές αποδόσεις, ήτοι η αγγλική («conclusion of the original contract»), η δανική («indgaaelsen af den oprindelige kontrakt»), η ισπανική («celebración del contrato inicial») και η πορτογαλική («celebração do contrato inicial»).

    37.      Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η αλλαγή της διατυπώσεως του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 93/37, την οποία επικαλείται η Ιταλική Κυβέρνηση, έγινε μόνο στο ιταλικό κείμενο με την αντικατάσταση του όρου «aggiudicazione» με τον όρο «conclusione», ενώ οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις έμειναν ως προς το σημείο αυτό πιστές στη διατύπωση της προηγούμενης ρυθμίσεως (20). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται συναφώς απλώς για μια διαφορετική διατύπωση που χρησιμοποιεί η ιταλική γλωσσική απόδοση και όχι για μεταβολή του περιεχομένου της διατάξεως. Η πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/37, σύμφωνα με την οποία η οδηγία 93/37αποτελεί κωδικοποίηση για λόγους σαφήνειας και εξορθολογισμού, στηρίζει την ανωτέρω άποψη.

    38.      Ωστόσο, κρίσιμη δεν είναι σε τελευταία ανάλυση απλώς η διατύπωση της διατάξεως, αλλά η εκτίμησή της σε σχέση και με τις λοιπές ρυθμίσεις καθώς και σε σχέση με το περιεχόμενο και τον σκοπό της (21).

    39.      Όσον αφορά κατ’ αρχάς την ένταξη της επίμαχης διατάξεως περί τριετούς προθεσμίας στην όλη συνάφεια της οδηγίας 93/37, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής χρησιμοποιεί ρητώς την έννοια της συμβάσεως –και όχι π.χ. την έννοια των εργασιών– προκειμένου να ορίσει τα δημόσια έργα και δη και στα ιταλικά: «gli “appalti pubblici di lavori” sono contratti a titolo oneroso […]» (22).

    40.      Περαιτέρω, συνάγεται εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 7, παράγραφος 4, που περιγράφει την εφαρμοστέα κατά κανόνα διαδικασία, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 93/37 προβλέπει μια εξαίρεση η οποία εκ της φύσεώς της πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

    41.      Ακολούθως, όσον αφορά την έννοια και τον σκοπό της τριετούς προθεσμίας, πρέπει να λεχθεί ότι η προθεσμία αυτή εξυπηρετεί ουσιαστικά την υλοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν στην ύπαρξη μεγαλύτερου ανταγωνισμού (23). Και εκ του λόγου αυτού πρέπει η διαδικασία με διαπραγμάτευση, η οποία δεν ευνοεί τον ανταγωνισμό, να αποτελεί την εξαίρεση και να εφαρμόζεται μόνο σε συγκεκριμένες, περιοριστικά απαριθμούμενες, περιπτώσεις (24).

    42.      Επομένως, τόσο η όλη συνάφεια όσο και το περιεχόμενο και ο σκοπός του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 93/37 συνηγορούν υπέρ της στενής ερμηνείας της τριετούς προθεσμίας και, ως εκ τούτου, υπέρ της απόψεως ότι η προθεσμία αρχίζει από της συνάψεως της συμβάσεως που αφορά το πρώτο έργο. Αντιθέτως, αν γινόταν δεκτό ότι η προθεσμία αρχίζει από της αποπερατώσεως του πρώτου έργου, το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας με διαπραγμάτευση θα επεκτεινόταν, πράγμα το οποίο θα αντέβαινε στον σκοπό της αναπτύξεως του ανταγωνισμού στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων. Όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, ο τελευταίος τρόπος υπολογισμού της προθεσμίας θα αντέβαινε επίσης στην αρχή της ασφάλειας δικαίου. Πράγματι, η αποπεράτωση ενός έργου δεν πρέπει να εξομοιούται κατ’ ανάγκην με την επιθεώρησή του από τον κύριο του έργου, καθώς μπορούν θεωρητικά να ληφθούν υπόψη και άλλα γεγονότα, όπως, π.χ., η τοποθέτηση του τελευταίου λίθου, η απομάκρυνση των ικριωμάτων, το κλείσιμο του εργοταξίου ή η πληρωμή των (εισέτι οφειλόμενων) μισθών των εργατών. Έναντι όλων αυτών, η ημερομηνία της συνάψεως της συμβάσεως μπορεί κατά κανόνα να καθορισθεί με σαφήνεια.

    43.      Επομένως, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 93/37, η αναφερόμενη στο τελευταίο εδάφιό του τριετής προθεσμία αρχίζει από της συνάψεως της πρώτης συμβάσεως και όχι από το πέρας των εργασιών που αφορούν το πρώτο τμήμα του έργου. Ως εκ τούτου, η Ιταλική Δημοκρατία ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα την οδηγία 93/37 όσον αφορά τις τρεις επίμαχες εν προκειμένω συμβάσεις δημοσίων έργων.

     δ)     Το μέχρι τούδε συναγόμενο συμπέρασμα

    44.      Δεδομένου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις καμιάς από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37, η Ιταλική Δημοκρατία, προβαίνοντας στη σύναψη των τριών επίμαχων εν προκειμένω συμβάσεων δημοσίων έργων μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.

    2)      Δεν συντρέχει περίπτωση συγγνωστής πλάνης περί το δίκαιο

    45.      Τέλος, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, βάσει της δικής της ερμηνείας σχετικά με την ημερομηνία ενάρξεως της τριετούς προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 93/37, η αναθέτουσα αρχή υπέπεσε, ενόψει της ιταλικής γλωσσικής αποδόσεως της διατάξεως αυτής, σε συγγνωστή πλάνη («errore scusabile»).

    46.      Πράγματι, η έννοια της συγγνωστής πλάνης δεν είναι τελείως άγνωστη στο κοινοτικό δίκαιο, ιδίως όσον αφορά την αστική ευθύνη του κράτους που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο. Πράγματι, μολονότι η ύπαρξη πταίσματος δεν αποτελεί κατ’ αρχήν προϋπόθεση που στοιχειοθετεί ευθύνη του κράτους για την καταβολή αποζημιώσεως (25), ο συγγνωστός ή μη χαρακτήρας της πλάνης περί το δίκαιο μπορεί να αποτελέσει στοιχείο προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια εθνική διοικητική αρχή ενήργησε προδήλως και σε μεγάλη έκταση κατά κατάχρηση της διακριτικής της ευχέρειας και, ως εκ τούτου, αν παραβίασε κατάφωρα κανόνα του κοινοτικού δικαίου (26). Πράγματι, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης αναγνωρίζεται ότι κάθε παράβαση νομικού κανόνα από κράτος μέλος ή από κοινοτικό όργανο δεν πρέπει να στοιχειοθετεί κατ’ ανάγκην οικονομική ευθύνη έναντι του ιδιώτη. Αντιθέτως, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιβάλλεται η καταβολή αποζημιώσεως εξαρτώνται από το είδος της παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου (27).

    47.      Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές που αφορούν την αστική ευθύνη του κράτους δεν μπορούν να μεταφερθούν στη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως. Και τούτο διότι σκοπός της ανωτέρω διαδικασίας είναι η διασφάλιση της ορθής και ενιαίας μεταφοράς του κοινοτικού δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη καθώς και η παύση των οποιωνδήποτε παραβάσεων (28). Συνεπώς, πρόκειται για διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας διαπιστώνονται αντικειμενικώς οι τυχόν παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου τελείως ανεξάρτητα από την αιτία τους καθώς και από το είδος και τη σοβαρότητα των συνεπειών τους (29).

    48.      Κατά τα λοιπά, κάθε κράτος μέλος φέρει έναντι της Κοινότητας ακέραιη την ευθύνη ότι στην επικράτειά του κάθε φορέας ασκήσεως δημόσιας εξουσίας συμμορφώνεται προς το κοινοτικό δίκαιο. Η ευθύνη αυτή περιλαμβάνει την υποχρέωση του κράτους μέλους να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο καθώς και να παραλείψει παν ό,τι διακυβεύει ενδεχομένως την εκπλήρωσή τους (άρθρο 10 ΕΚ). Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως του οποιουδήποτε πταίσματος.

    49.      Βάσει των ανωτέρω, μπορεί να επιτραπεί η προβολή ενστάσεων από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως μόνο σε περιορισμένο βαθμό και μόνον προκειμένου αποκλειστεί εξαρχής η ύπαρξη οποιασδήποτε καταχρήσεως. Επομένως, το Δικαστήριο δέχεται στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής μόνο μία και μόνη ένσταση που δεν εξαρτάται από την ύπαρξη πταίσματος, ήτοι την επίκληση της απόλυτης αδυναμίας συμμορφώσεως με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο (30).

    50.      Αντιθέτως, η επίκληση πλάνης περί το δίκαιο δεν αποτελεί παραδεκτώς προβαλλόμενη ένσταση στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως. Παραδείγματος χάριν, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται δυσχέρειες που συνδέονται με την ερμηνεία μιας οδηγίας προκειμένου να αναβάλλουν τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη τους πέραν των προβλεπόμενων προθεσμιών (31).

    51.      Επίσης, το κράτος μέλος δεν μπορεί να προτείνει την ένσταση ότι η εκ μέρους του παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είχε ελάχιστη μόνο σοβαρότητα ή ότι δεν προκάλεσε ζημία (32).

    52.      Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία και η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ουδέποτε μπορεί να στηρίζεται –όπως συνέβη εν προκειμένω– σε μία και μόνη γλωσσική απόδοση. Αντιθέτως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι γλωσσικές αποδόσεις καθώς και το περιεχόμενο, ο σκοπός και η συνάφεια της οικείας διατάξεως (33). Οι οποιεσδήποτε αμφιβολίες πρέπει να ανακοινώνονται στην Επιτροπή βάσει της αρχής της αγαστής συνεργασίας (άρθρο 10 ΕΚ).

    53.      Μόνο στην περίπτωση που η ίδια η Επιτροπή, π.χ. με γνώμη της προς το κράτος μέλος, του δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς μια συγκεκριμένη ερμηνεία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο, θα μπορούσε τούτο να αντιταχθεί ακολούθως στην Επιτροπή και στο πλαίσιο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως. Ορθώς παραπέμπει και η Επιτροπή στη συνάφεια αυτή σε υποθέσεις στις οποίες κοινοτικό όργανο δημιούργησε με τη συμπεριφορά του στα υποκείμενα δίκαιου μια εσφαλμένη εντύπωση ή, εν πάση περιπτώσει, συνέβαλε αποφασιστικά σ’ αυτό (34).

    54.      Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι η αναθέτουσα αρχή υπέπεσε σε συγγνωστή πλάνη κατά τον καθορισμό του χρονικού σημείου αφετηρίας της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 93/37.

    3)      Συμπέρασμα

    55.      Από τις ανωτέρω αναπτύξεις προκύπτει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, προβαίνοντας στη σύναψη των τριών επίμαχων εν προκειμένω συμβάσεων δημοσίων έργων μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού και χωρίς να συντρέχουν προς τούτο οι προϋποθέσεις της οδηγίας 93/37 και, ειδικότερα, του άρθρου 7, παράγραφος 3, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.

    VI – Δικαστικά έξοδα

    56.      Δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω αναπτύξεις, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή. Επομένως, δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

    VII – Πρόταση

    57.      Βάσει των ανωτέρω προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    «1)      Η Ιταλική Δημοκρατία, προβαίνοντας στη σύναψη μέσω της Magistrato per il Pô di Parma των ακόλουθων συμπληρωματικών συμβάσεων δημόσιων έργων:

    –        για την αποπεράτωση της κατασκευής λεκάνης απορροής προς περιορισμό των πλημμυρών του χειμάρρου Parma στην τοποθεσία Marano της Κοινότητας Parma,

    –        για την κατασκευή και αποπεράτωση λεκάνης απορροής των υδάτων του χειμάρρου Enza και

    –        για την εκτέλεση εργασιών συγκρατήσεως των πλημμυρών του χειμάρρου Terdoppio – Canale Scolmatore νοτιοδυτικά του Cerano,

    μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού και χωρίς να συντρέχουν προς τούτο οι προϋποθέσεις της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, και, ειδικότερα, του άρθρου της 7, παράγραφος 3, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.

    2)      Η Ιταλική Δημοκρατία καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.»


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου:η γερμανική.


    2 – ΕΕ L 199, σ. 54.


    3 – Η Magistrato per il Pô di Parma ενέκρινε τις αντίστοιχες συμβάσεις με τις υπ’ αριθ. 11414 και 11416 αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 1997, καθώς και με την υπ’ αριθ. 11678 απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1997.


    4 – Βλ. την απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, C-20/01 και C-28/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2003, σ. I-3609, σκέψεις 29 και 30, με περαιτέρω παραπομπές).


    5 – Πάγια νομολογία, βλ. μόνον την απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2004, C-209/02, Επιτροπή κατά Αυστρίας (μη εισέτι δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 16 έως 18, με περαιτέρω παραπομπές), και την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 32 επ., με περαιτέρω παραπομπές). Στην παλαιότερη νομολογία χρησιμοποιείται μεν ενίοτε στην ίδια συνάφεια και ο όρος «έννομο συμφέρον», με το ίδιο ωστόσο αποτέλεσμα, βλ. π.χ. την απόφαση της 24ης Μαρτίου 1988, 240/86, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 1988, σ. 1835, σκέψεις 14 έως 16).


    6 – Απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση, σκέψη 39).


    7 – Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο γενικός εισαγγελέας Geelhoed στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, ιδίως σημεία 50, 53 και 54).


    8 – Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, την απόφαση της 9ης Ιουλίου 1970, 26/69, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή τόμος 1969-1970, σ. 383, σκέψεις 12 και 13), και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 13ης Ιανουαρίου 1988 επί της υποθέσεως Επιτροπή κατά Ελλάδας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σημείο 13).


    9 – Βλ. επίσης την όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/37.


    10 – Βλ., στο ίδιο πνεύμα, και την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1998, C-323/96, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1998, σ. I-5063, σκέψη 34).


    11 – Η υπογράμμιση δική μου.


    12 – Απόφαση της 18ης Μαΐου 1995, C-57/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1995, σ. I-1249, σκέψη 23). Η απόφαση αφορά μεν το άρθρο 9, στοιχείο β΄, της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1971, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 7, στο εξής: οδηγία 71/305), ωστόσο η τελευταία αυτή διάταξη έχει ουσιαστικά την ίδια ακριβώς διατύπωση με τη μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/37 που αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας εν προκειμένω. Βλ. περαιτέρω την απόφαση της 28ης Μαρτίου 1996, C-318/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1996, σ. I-1949, σκέψη 13). Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο γενικός εισαγγελέας Jacobs στο σημείο 64 των προτάσεων της 23ης Μαρτίου 2000 επί της υποθέσεως, C-337/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2000, σ. I-8377, I-8379).


    13 – Βλ. το πρώτο εδάφιο της δέκατης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 93/37.


    14 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 23).


    15 – Απόφαση της 10ης Μαρτίου 1987, 199/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1987, σ. 1039, σκέψη 14). Η απόφαση αφορά μεν το άρθρο 9, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 71/305, ωστόσο η τελευταία αυτή διάταξη έχει ουσιαστικά την ίδια ακριβώς διατύπωση με τη μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/37 που αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας εν προκειμένω. Βλ. περαιτέρω την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 13). Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο γενικός εισαγγελέας Jacobs στο σημείο 64 των προτάσεων επί της υποθέσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12).


    16 – Βλ. το πρώτο εδάφιο της δέκατης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 93/37.


    17 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 14).


    18 – Άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 71/305, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1989 (ΕΕ L 210, σ. 1).


    19 – Βλ., αντί πολλών, τις αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, C-296/95, EMU Tabac κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-1605, σκέψη 36), και της 9ης Ιανουαρίου 2003, C-257/00, Givane κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-345, σκέψη 36).


    20 – Άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 71/305 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440.


    21 – Βλ., αντί πολλών, τις αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C-373/00, Truley (Συλλογή 2003, σ. I-1931, σκέψη 35), της 13ης Νοεμβρίου 2003, C-294/01, Granarolo (Συλλογή 2003, σ. I-13429, σκέψη 43), της 27ης Νοεμβρίου 2003, C-497/01, Zita Modes (Συλλογή 2003, σ. Ι-14393, σκέψη 34) και την απόφαση Givane (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψεις 38 και 39).


    22 – Η υπογράμμιση δική μου.


    23 – Βλ. τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη και το πρώτο εδάφιο της δέκατης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 93/37.


    24 – Βλ. την όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/37.


    25 – Αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και C-48/93, Brasserie du Pêcheur και Factortame (Συλλογή 1996, σ. I-1029, σκέψεις 79 και 80), και της 8ης Οκτωβρίου 1996, C-178/94, C-179/94, C-188/94, C-189/94 και C-190/94, Dillenkofer κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-4845, σκέψη 28).


    26 – Αποφάσεις Brasserie du Pêcheur και Factortame (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 25, σκέψεις 55, 56 και 78), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-224/01, Köbler (Συλλογή 2003, σ. Ι-10239, σκέψεις 53 έως 55).


    27 – Αποφάσεις Dillenkofer (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 25, σκέψη 20), Brasserie du Pêcheur και Factortame (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 38).


    28 – Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να κρίνονται και τα κατ’ αποκοπή ποσά και, ειδικότερα, τα πρόστιμα στην καταβολή των οποίων μπορεί να καταδικαστεί κράτος μέλος (άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ).


    29 – Τον αντικειμενικό χαρακτήρα της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως υπογραμμίζει και ο γενικός εισαγγελέας Tizzano στο σημείο 14 των προτάσεων της 18ης Ιανουαρίου 2001 επί της υποθέσεως C-316/99, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2001, σ. I-2037, I-2038).


    30 – Αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 1986, 52/84, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1986, σ. 89, σκέψη 16), της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 213/85, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 1988, σ. 281, σκέψη 22), και της 26ης Ιουνίου 2003, C-404/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2003, σ. I-6695, σκέψη 45, με περαιτέρω παραπομπές).


    31 – Αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 2003, C-135/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2003, σ. I-2837, σκέψη 25), και προπαρατεθείσα της 8ης Μαρτίου 2001, C-316/99, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 9. Συναφώς, ορθώς τονίζει ο γενικός εισαγγελέας Tizzano ότι: «Δεδομένου του αντικειμενικού χαρακτήρα των προσφυγών λόγω παραβάσεως, η καλή θέληση της κυβερνήσεως του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, όσο χρήσιμη και σημαντική και αν είναι, δεν μπορεί να άρει βεβαίως το γεγονός της παραβάσεως, εάν έχει υπάρξει παράβαση» (βλ. σημείο 14 των προτάσεων επί της υποθέσεως C-316/99, προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 29).


    32 – Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου1997, C-263/96, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1997, σ. 7453, σκέψη 30), και απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 42).


    33 – Βλ. μόνον την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, CILFIT κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψεις 16 έως 20), και, περαιτέρω, το σημείο 35 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα και την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19 νομολογία.


    34 – Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1995, C-285/93, Dominikanerinnen-Kloster Altenhohenau (Συλλογή 1995, σ. I-4069, σκέψη 27, με περαιτέρω παραπομπές).

    Top