EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CJ0113

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 19ης Σεπτεμβρίου 2002.
Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κρατικές ενισχύσεις - Γεωργία - Ενισχύσεις υπέρ των κηπευτικών προϊόντων που προορίζονται για μεταποίηση στην Extremadura - Άρθρο 87, παράγραφοι 1 και 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ - Χαμηλόποσες ενισχύσεις - Μη υποβολή παρατηρήσεων από τους ενδιαφερομένους - Ενισχύσεις λειτουργίας - Ενισχύσεις για προϊόντα υποκείμενα σε κοινή οργάνωση αγοράς - Περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων - Αιτιολογία.
Υπόθεση C-113/00.

European Court Reports 2002 I-07601

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:507

62000J0113

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 19ης Σεπτεμβρίου 2002. - Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κρατικές ενισχύσεις - Γεωργία - Ενισχύσεις υπέρ των κηπευτικών προϊόντων που προορίζονται για μεταποίηση στην Extremadura - Άρθρο 87, παράγραφοι 1 και 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ - Χαμηλόποσες ενισχύσεις - Μη υποβολή παρατηρήσεων από τους ενδιαφερομένους - Ενισχύσεις λειτουργίας - Ενισχύσεις για προϊόντα υποκείμενα σε κοινή οργάνωση αγοράς - Περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων - Αιτιολογία. - Υπόθεση C-113/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-07601


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών - ροσβολή του ανταγωνισμού - Ενισχύσεις μικρής σημασίας

(Άρθρο 87 ΕΚ)

2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Εξέταση από την Επιτροπή - Έλλειψη παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων - Δεν επηρεάζει το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

3. ράξεις των οργάνων - Αιτιολόγηση - Υποχρέωση - εριεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ)

4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα ότι η μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - εριεχόμενο

(Άρθρα 88 § 3 ΕΚ και 253 ΕΚ)

5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Απαγόρευση - αρεκκλίσεις - Ενισχύσεις δυνάμενες να θεωρηθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά - Ενισχύσεις αποσκοπούσες στην περιφερειακή ανάπτυξη - Διάκριση μεταξύ των στοιχείων α_ και γ_ της παραγράφου 3 του άρθρου 87 ΕΚ - Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής - Αναφορά στο κοινοτικό πλαίσιο

(Άρθρο 87 § 3, στοιχ. α_ και γ_, ΕΚ)

6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Απαγόρευση - αρεκκλίσεις - Ενισχύσεις δυνάμενες να υπαχθούν στις παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ - Ενισχύσεις λειτουργίας - Δεν εμπίπτουν στις παρεκκλίσεις - Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 87 §§ 2 και 3 ΕΚ)

7. Γεωργία - Κοινή οργάνωση αγορών - Κρατικές ενισχύσεις αφορώσες προϊόντα υποκείμενα σε κοινή οργάνωση των αγορών - Αντιβαίνουν προς την κοινοτική ρύθμιση - Δεν επιτρέπονται

(Άρθρο 34 ΕΚ)

8. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - οσοτικοί περιορισμοί κατά την εξαγωγή - Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος - Έννοια - Κρατικό καθεστώς ενισχύσεων ευνοούν την επιτόπια μεταποίηση της εγχώριας παραγωγής

(Άρθρο 29 ΕΚ)

Περίληψη


1. Το σχετικά χαμηλό ύψος μιας κρατικής ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών. Καθοριστική επιρροή στην εκτίμηση της επιδράσεως μιας ενισχύσεως επί των συναλλαγών μπορούν όντως να ασκήσουν άλλα στοιχεία, όπως ο σωρευτικός χαρακτήρας της ενισχύσεως ή το ότι οι αποδέκτριες επιχειρήσεις δρουν σε ένα τομέα ιδιαιτέρως εκτεθειμένο στον ανταγωνισμό.

( βλ. σκέψη 30 )

2. Το κύρος αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία κρατικές ενισχύσεις κρίθηκαν ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις τρίτων σχετικά με τις ενισχύσεις αυτές.

Ναι μεν το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επιβάλλει όντως στην Επιτροπή, πριν εκδώσει την απόφασή της, να συγκεντρώσει τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών, η έλλειψη όμως παρατηρήσεων δεν την εμποδίζει να κρίνει μια ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά. ράγματι, το στοιχείο αυτό δεν αποκλείει, αυτό καθαυτό, η ενίσχυση αυτή να επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

( βλ. σκέψεις 38-39 )

3. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογίας αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο ανάγεται στην ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Υπ' αυτό το πρίσμα, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως και να παραθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του.

εραιτέρω, η υποχρέωση αυτή πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των συγκεκριμένων περιστάσεων, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθ' όσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και της αλληλουχίας της και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό αντικείμενο.

( βλ. σκέψεις 47-48 )

4. Αν ένα κράτος μέλος χορήγησε ενίσχυση χωρίς να γνωστοποιήσει το σχέδιό του στην Επιτροπή, η απόφαση που διαπιστώνει ότι η ενίσχυση αυτή δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά δεν χρειάζεται να αιτιολογεί την πραγματική επίδραση της ενισχύσεως αυτής επί του ανταγωνισμού ή επί των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών. Διαφορετικά, θα ευνοούντο τα κράτη μέλη τα οποία καταβάλλουν ενισχύσεις κατά παράβαση της υποχρεώσεως ενημερώσεως που υπέχουν από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ εις βάρος των κρατών μελών που γνωστοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους.

( βλ. σκέψη 54 )

5. Ένα πρόγραμμα περιφερειακών ενισχύσεων μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να υπαχθεί σε μια από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία α_ και γ_, ΕΚ.

Η χρήση των όρων «ασυνήθως» και «σοβαρή», στην παρέκκλιση του στοιχείου α_, δείχνει ότι αυτή αφορά μόνον περιοχές όπου η οικονομική κατάσταση είναι εξαιρετικά δυσμενής σε σχέση προς το σύνολο της Κοινότητας. Αντιθέτως, η παρέκκλιση του στοιχείου γ_ έχει ευρύτερο περιεχόμενο, καθ' όσον επιτρέπει την ανάπτυξη ορισμένων περιοχών ενός κράτους μέλους, οι οποίες μειονεκτούν έναντι του εθνικού μέσου όρου, χωρίς να περιορίζεται από τις οικονομικές προϋποθέσεις του στοιχείου α_, εφόσον πάντως οι προοριζόμενες για τον σκοπό αυτό ενισχύσεις «δεν αλλοιώνουν τους όρους του εμπορίου κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον».

Αντιστρόφως, το ότι, για την παρέκκλιση του στοιχείου α_, η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν απαιτείται συνεπάγεται ευρύτερη διακριτική ευχέρεια προς χορήγηση ενισχύσεων σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε περιοχές οι οποίες πράγματι πληρούν τα κριτήρια που επιβάλλονται για την παρέκκλιση αυτή.

άντως, η διαφορά διατυπώσεως των στοιχείων α_ και γ_ του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ δεν άγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή οφείλει, οσάκις εφαρμόζει την πρώτη από τις δύο αυτές διατάξεις, να αγνοεί παντελώς το κοινοτικό συμφέρον και να περιορίζεται στην εξακρίβωση του ειδικού περιφερειακού σκοπού των οικείων μέτρων, χωρίς να αξιολογεί την επίπτωσή τους στην οικεία αγορά ή στις οικείες αγορές ολόκληρης της Κοινότητας. Αντιθέτως, σε παρόμοια περίπτωση, η Επιτροπή υποχρεούται όχι μόνον να εξακριβώνει ότι τα μέτρα αυτά είναι ικανά να συμβάλουν αποτελεσματικά στην οικονομική ανάπτυξη των ενδιαφερομένων περιοχών, αλλά και να αξιολογεί την επίπτωση των ενισχύσεων αυτών επί των μεταξύ κρατών μελών συναλλαγών και ειδικότερα να εκτιμά τον τομεακό αντίκτυπο που ενδέχεται να προκαλέσουν σε κοινοτικό επίπεδο. Το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ απονέμει στην Επιτροπή διακριτική εξουσία, η άσκηση της οποίας συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να πραγματοποιούνται σε κοινοτικό πλαίσιο.

( βλ. σκέψεις 64-67 )

6. Κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σε συνάρτηση προς τις ποσότητες συγκεκριμένων κηπευτικών που παρεδίδοντο στη μεταποιητική βιομηχανία περιφέρειας κράτους μέλους, παρέχοντας έτσι στους γεωργούς της περιφέρειας αυτής τη δυνατότητα να αποφεύγουν τις δαπάνες τις οποίες θα έπρεπε κανονικά να αντιμετωπίσουν στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς τους, πρέπει να θεωρούνται ως ενισχύσεις υπέρ της λειτουργίας των οικείων επιχειρήσεων του γεωργικού τομέα.

Αν οι εθνικές αρχές ουδόλως απέδειξαν ότι οι εν λόγω ενισχύσεις ήσαν, ως εκ της φύσεώς τους, ικανές να έχουν αποτελεσματική και διαρκή συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη της περιφέρειας αυτής, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας όταν κρίνει ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν μπορούσαν να υπαχθούν σε καμμία από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ και ότι, συνεπώς, δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

( βλ. σκέψεις 68-70 )

7. Εφόσον η Κοινότητα έχει θεσπίσει, δυνάμει του άρθρου 34 ΕΚ, ρύθμιση περί κοινής οργανώσεως αγοράς σε ορισμένο τομέα, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μη λαμβάνουν κανένα μέτρο δυνάμενο να παρεκκλίνει από τη ρύθμιση αυτή ή να την αντιστρατευθεί.

Άπαξ η ρύθμιση αυτή ορίζει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο, εντός οποίου προβλέπονται ήδη μέτρα οικονομικής στηρίξεως υπέρ του οικείου τομέα, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να χορηγεί μονομερώς ενισχύσεις στον τομέα αυτόν, όσο και αν τις επιφυλάσσει σε συγκεκριμένα προϊόντα προοριζόμενα προς βιομηχανική μεταποίηση και όσο και αν ορίζει ανώτατο όριο στο ύψος τους. ράγματι, όταν η Κοινότητα έχει θεσπίσει σε ορισμένο τομέα κοινή οργάνωση αγοράς, στην ίδια εναπόκειται να αναζητεί λύσεις στα προβλήματα που ενδέχεται να ανακύψουν στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής.

( βλ. σκέψεις 73-74 )

8. Ένα καθεστώς κρατικών ενισχύσεων πρέπει να θεωρείται ως μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εξαγωγή, απαγορευόμενο από τη Συνθήκη, άπαξ παρέχει στους εγκατεστημένους σε ορισμένη περιφέρεια κράτους μέλους παραγωγούς οικονομικό κίνητρο για να πωλούν την παραγωγή τους στις μεταποιητικές βιομηχανίες της περιοχής.

( βλ. σκέψη 77 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-113/00,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον S. Ortiz Vaamonde, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγον,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Δ. Τριανταφύλλου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 2000/237/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης που εφαρμόζεται από την Ισπανία υπέρ των οπωροκηπευτικών προϊόντων που προορίζονται για μεταποίηση στην Extremadura κατά την περίοδο εμπορίας 1997/1998 (ΕΕ 2000, L 75, σ. 54),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, D. A. O. Edward, A. La Pergola, Μ. Wathelet και C. W. A. Timmermans (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Μαρτίου 2000, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, την ακύρωση της αποφάσεως 2000/237/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης που εφαρμόζεται από την Ισπανία υπέρ των οπωροκηπευτικών προϊόντων που προορίζονται για μεταποίηση στην Extremadura κατά την περίοδο εμπορίας 1997/1998 (ΕΕ 2000, L 75, σ. 54, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

Νομικό πλαίσιο

2 Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα Συνθήκη ορίζει άλλως».

3 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α_ και γ_, ΕΚ:

«Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά:

α) οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση·

[...]

γ) οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον».

4 Το άρθρο 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ έχει ως εξής:

«Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87, ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει».

5 Τέλος, κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ:

«Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 87, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση».

Το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση

6 Κατόπιν εκδόσεως, στις 8 Ιουλίου 1998, της αποφάσεως της Consejería de Agricultura y Comercio de la Junta de Extremadura, η οποία θέσπιζε, για την περίοδο εμπορίας 1997/1998, καθεστώς ενισχύσεως υπέρ των κηπευτικών που προορίζονται για μεταποίηση (Diario Oficial de Extremadura αριθ. 84, της 23ης Ιουλίου 1998, σ. 5807, στο εξής: απόφαση του 1998), η Επιτροπή, που δεν είχε ενημερωθεί για το καθεστώς αυτό, όπως επέβαλλε το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ), απηύθυνε, στις 8 Φεβρουαρίου 1999, στις ισπανικές αρχές επιστολή, με την οποία τους ζητούσε να επιβεβαιώσουν ότι τέτοιες ενισχύσεις υφίσταντο και είχαν τεθεί σε ισχύ.

7 Με επιστολή της 26ης Φεβρουαρίου 1999, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε στην Επιτροπή τις πληροφορίες που της ζητούσε. Από την επιστολή αυτή και τα παραρτήματά της προέκυπτε ιδίως ότι η απόφαση του 1998 σκοπό είχε να θέσει σε εφαρμογή, για την περίοδο εμπορίας 1997/1998, το διάταγμα 84/1993 της Junta de Extremadura, της 6ης Ιουλίου 1993, το οποίο περιείχε τις γενικές διατάξεις ενός συστήματος ενισχύσεων για τα κηπευτικά που προορίζονται για μεταποίηση (Diario Oficial de Extremadura αριθ. 82, της 13ης Ιουλίου 1993, σ. 2071). Η απόφαση του 1998 προσδιόριζε, ειδικότερα, τα κηπευτικά είδη που δικαιούνται ενισχύσεως, το ποσό της πριμοδοτήσεως και την ανώτατη συνολική επιλέξιμη προς ενίσχυση ποσότητα.

8 Όσον αφορά, ειδικότερα, τα επιλέξιμα προς ενίσχυση προϊόντα, η απόφαση του 1998 κατονόμαζε, πρώτον, τις πιπεριές για την παρασκευή πάπρικας, με ή χωρίς ονομασία προελεύσεως, δεύτερον, τις πιπεριές και τα αγγουράκια για βιομηχανοποίηση και, τρίτον, τα λάχανα, τα κρεμμύδια, τα μπρόκολα, τα κουνουπίδια, τα σπανάκια, τα πράσα, τα κουκιά και τις πατάτες για αφυδάτωση ή/και για κατάψυξη.

9 Ως προς το ύψος της χορηγούμενης για τα επιλέξιμα προϊόντα ενισχύσεως, η απόφαση του 1998 προέβλεπε ενίσχυση 5 ισπανικών πεσετών (ESP) ανά χιλιόγραμμο για τις πιπεριές για την παρασκευή πάπρικας υπό την επωνυμία προελεύσεως «Pimentón de la Vera» και για τα αγγουράκια για βιομηχανοποίηση, και 1,5 ESP ανά χιλιόγραμμο για τα λοιπά παραδιδόμενα στη μεταποιητική βιομηχανία προϊόντα.

10 Η ανώτατη συνολική επιλέξιμη προς ενίσχυση ποσότητα καθορίστηκε σε 9 500 τόννους για τις πιπεριές για την παρασκευή πάπρικας υπό την επωνυμία προελεύσεως «Pimentón de la Vera», σε 4 000 τόννους για τις πιπεριές για την παρασκευή πάπρικας χωρίς επωνυμία προελεύσεως ή που προορίζονται για βιομηχανοποίηση, σε 250 τόννους για τα αγγουράκια για βιομηχανοποίηση και σε 15 000 τόννους για καθένα από τα λοιπά προϊόντα.

11 Η απόφαση του 1998, αφού παρέθετε, ως προς το σημείο αυτό, τις αρχές που διέπουν το διάταγμα 84/1993, επαναλάμβανε περαιτέρω ότι δικαιούχοι των θεσπιζομένων ενισχύσεων ήσαν οι παραγωγοί κηπευτικών προοριζομένων για μεταποίηση στην Extremadura, οι οποίοι έχουν συνάψει τις προβλεπόμενες συμβάσεις με τις βιομηχανίες για τις οποίες προορίζονται τα κηπευτικά της Extremadura, κατά την περίοδο εμπορίας 1997/1998· οι βιομηχανίες αυτές έπρεπε υποχρεωτικά να είναι εγγεγραμμένες στα μητρώα του γεωργικού εμπορίου. Διευκρίνιζε ότι η μέγιστη ενίσχυση ανά παραγωγό δεν μπορούσε σε καμμία περίπτωση να υπερβαίνει τις 500 000 ESP.

12 Επειδή, εν όψει των πληροφοριών αυτών, διατηρούσε αμφιβολίες περί το συμβατόν αυτού του καθεστώτος ενισχύσεων με τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ, και ιδίως τα άρθρα 28 ΕΚ, 29 ΕΚ και 87 ΕΚ, η Επιτροπή, με επιστολή της 14ης Ιουνίου 1999, γνωστοποίησε στο Βασίλειο της Ισπανίας την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Κατά συνέπεια, κάλεσε το κράτος μέλος αυτό, καθώς και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη, να υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω καθεστώτος εντός μηνός αρχομένου για μεν το πρώτο από της λήψεως της επιστολή της 14ης Ιουνίου 1999, για δε τα λοιπά μέρη από της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

13 Μεταξύ των λοιπών ενδιαφερομένων μερών, μόνον μία επαγγελματική ένωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση Βιομηχανιών Μεταποίησης ατάτας, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της Επιτροπής. Με επιστολή της 6ης Σεπτεμβρίου 1999, η ένωση αυτή γνωστοποίησε ότι συμμεριζόταν, κατ' ουσίαν, τη γνώμη της Επιτροπής, η οποία συνιστούσε στην Ισπανική Κυβέρνηση να καταργήσει τις ενισχύσεις για την πατάτα, λόγω των κινδύνων στρεβλώσεως του εντός της εσωτερικής αγοράς ανταγωνισμού που θεωρεί ότι προκαλεί, στον εν λόγω τομέα, η χορήγηση ενισχύσεων από τα κράτη μέλη.

14 Το Βασίλειο της Ισπανίας υπέβαλε τις παρατηρήσεις του με επιστολή της 19ης Ιουλίου 1999.

15 Αφενός μεν προέβαλλε την εγκαθίδρυση και τη διατήρηση βιομηχανίας τροφίμων διά της δημιουργίας συνδέσμου μεταξύ του κλάδου της παραγωγής και του κλάδου της μεταποιήσεως, με τη μορφή συμβατικών σχέσεων, οι οποίες εγγυώντο ελάχιστη τιμή και την προμήθεια πρώτων υλών ποιότητος, ως παράγοντα χωροθετήσεως της παραγωγής και διατηρήσεως του αγροτικού πληθυσμού.

16 Αφετέρου δε επιχειρηματολογούσε ότι η ανάπτυξη και η καλλιέργεια φθινοπωρινών και χειμερινών κηπευτικών στις αρδευόμενες εκτάσεις της Extremadura αποτελούσε σημαντικότατη κοινωνικοοικονομική επιλογή για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών, εφόσον είχε συντελέσει στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των προϊόντων με προορισμό την αγορά νωπών προϊόντων και όσων προορίζονται για τη μεταποίηση, μέσω των μέγιστων εγγυημένων ποσοτήτων οι οποίες είχαν περιορίσει αποτελεσματικά τις δυνατότητες παραγωγής και εμπορίας.

17 Υπ' αυτές τις συνθήκες, το Βασίλειο της Ισπανίας θεωρούσε ότι οι προβλεπόμενες με την απόφαση του 1998 ενισχύσεις δεν είχαν προσπορίσει πλεονεκτήματα στους επιχειρηματίες, αλλ' ότι είχαν οροθετηθεί με βάση τον επιδιωκόμενο διαρθρωτικό σκοπό. Μετά την επίτευξη του σκοπού αυτού, το καθεστώς ενισχύσεως έπαυε και δεν προβλεπόταν να εφαρμοστεί εκ νέου.

18 Οι εξηγήσεις αυτές δεν έπεισαν την Επιτροπή. ράγματι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή έκρινε ότι, επειδή οι προβλεπόμενες με την απόφαση του 1998 ενισχύσεις δεν είχαν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, είχαν χορηγηθεί παρανόμως και ότι ήσαν, επί πλέον, ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, εκτός από τις ενισχύσεις για την πατάτα, προϊόν του παραρτήματος Ι της Συνθήκης μη διεπόμενο από κοινή οργάνωση αγοράς.

19 Συναφώς, αφενός μεν έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 19 έως 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λόγω του σημαντικού όγκου συναλλαγών κηπευτικών μεταξύ της Ισπανίας και των λοιπών κρατών μελών, οι επίδικες ενισχύσεις ήσαν ικανές να επηρεάσουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές των προϊόντων αυτών, εφόσον το εμπόριο αυτό επηρεαζόταν από ενισχύσεις ευνοούσες τις επιχειρήσεις που δρουν σε ένα κράτος μέλος έναντι των άλλων. Η Επιτροπή επισήμανε, ειδικότερα, ότι τα επίδικα μέτρα επηρέαζαν άμεσα το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων παραγωγής και μεταποίησης κηπευτικών στην Ισπανία και ότι τους παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα έναντι των επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών που δεν είχαν πρόσβαση σε παρόμοιες ενισχύσεις. Κατέληξε ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

20 Αφετέρου δε η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν μπορούσε να υπαχθεί σε καμμιά από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. ροέβαλε, συναφώς, τρία αυτοτελή επιχειρήματα.

21 Στις αιτιολογικές σκέψεις 27, 31 και 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, κατ' αρχάς, θεώρησε ότι οι επίδικες ενισχύσεις δεν είχαν σχεδιαστεί ως περιφερειακές ενισχύσεις για την υλοποίηση νέων επενδύσεων ή για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, ούτε για την οριζόντια αντιστάθμιση μειονεκτημάτων από άποψη υποδομής του συνόλου των επιχειρήσεων της περιφέρειας, αλλά ως ενισχύσεις λειτουργίας του γεωργικού τομέα, ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που, πρώτον, τέτοιες ενισχύσεις δεν επιφέρουν κανένα διαρκές αποτέλεσμα στην ανάπτυξη του οικείου τομέα, εφόσον τα άμεσα αποτελέσματά τους παύουν να υφίστανται όταν παύσει να υφίσταται το ίδιο το μέτρο, και, δεύτερον, έχουν ως άμεση συνέπεια τη βελτίωση των δυνατοτήτων παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων για τους αποδέκτες των ενισχύσεων, σε σχέση προς άλλους επιχειρηματίες που δεν λαμβάνουν τέτοιες ενισχύσεις τόσο στην εθνική επικράτεια όσο και στα λοιπά κράτη μέλη.

22 Στην αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ακολούθως υπενθύμισε ότι οι ενισχύσεις της αποφάσεως του 1998 - εξαιρουμένων των ενισχύσεων για την πατάτα - αφορούσαν προϊόντα διεπόμενα από κοινή οργάνωση αγοράς και ότι, ως προς τη λειτουργία των εν λόγω οργανώσεων, τα όρια της εξουσίας παρεμβάσεως των κρατών μελών ήσαν σαφή· οι κοινές οργανώσεις αγοράς πρέπει να θεωρούνται ως πλήρη και διεξοδικά συστήματα που αποκλείουν κάθε εξουσία των κρατών μελών προς θέσπιση μέτρων που ενδέχεται είτε να παρεκκλίνουν απ' αυτές είτε να τις αντιστρατεύονται.

23 Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 34 και 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ενείχε περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων μεταξύ κρατών μελών, κατά το μέτρο που, για να μπορούν να τύχουν των ενισχύσεων, οι παραγωγοί της Extremadura ήσαν υποχρεωμένοι να πωλούν την παραγωγή τους σε βιομηχανίες της περιοχής. Η απαίτηση αυτή αποτελούσε, κατά την Επιτροπή, περιορισμό στην εξαγωγή των εν λόγω προϊόντων προς τα λοιπά κράτη μέλη, πράγμα αντίθετο προς το άρθρο 29 ΕΚ.

24 Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας έπρεπε να καταργήσει το επίδικο καθεστώς και να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο για να αναζητήσει από τους δικαιούχους του τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις.

Η προσφυγή

25 ρος στήριξη της προσφυγής του περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει τρεις λόγους: πρώτον, περί παραβάσεως των άρθρων 87, παράγραφος 1, ΕΚ και 253 ΕΚ, δεύτερον, περί παραβάσεως των άρθρων 87, παράγραφος 3, στοιχείο α_, ΕΚ και 253 ΕΚ και, τρίτον, περί παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ_, ΕΚ.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

26 Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, τον οποίο υποδιαιρεί σε δύο σκέλη, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κυρίως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 87, παράγραφος 1, ΕΚ και 253 ΕΚ.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, περί ελλείψεως επιπτώσεως επί των μεταξύ κρατών μελών συναλλαγών

27 Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου, η Ισπανική Κυβέρνηση διατείνεται ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, καθ' όσον, πρώτον, το συνολικό ποσό των ενισχύσεων, κατανεμημένο μάλιστα μεταξύ μεγάλου αριθμού γεωργών, είναι χαμηλό, δεύτερον, οι επίδικες ενισχύσεις εμμέσως μόνον αποτελούν ενισχύσεις στους γεωργούς, εφόσον η απόφαση του 1998 δεν αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της παραγωγής κηπευτικών, αλλά μάλλον στην εξασφάλιση σταθερότητας στις σχέσεις μεταξύ παραγωγών και μεταποιητών, και, τρίτον, πέραν του ίδιου του Βασιλείου της Ισπανίας, κανένα κράτος, επιχείρηση ή επαγγελματική ένωση δεν υπέβαλε παρατηρήσεις επί των ενισχύσεων τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση στο πλαίσιο της διαδικασίας την οποία κίνησε κατ' αυτών η Επιτροπή.

28 Συναφώς, η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το μέσο εισπραχθέν ανά παραγωγό ποσό εν προκειμένω ανέρχεται στις 120 000 ESP περίπου, ποσό κατά πολύ κατώτερο των ποσών που περιέχονται στις κοινοτικές ρήτρες de minimis, και ειδικότερα του ποσού που ορίστηκε με την ανακοίνωση 94/C 368/05 της Επιτροπής, που τιτλοφορείται «Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων» και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23ης Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ 1994, C 368, σ. 12, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τις προβληματικές επιχειρήσεις).

29 Ως προς τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν εν προκειμένω κατ' εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η Ισπανική Κυβέρνηση φρονεί ότι οι παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Βιομηχανιών Μεταποίησης ατάτας δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, καθ' όσον αφορούν ένα προϊόν - την πατάτα - το οποίο, ούτως ή άλλως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η μνεία, στην αιτιολογική σκέψη 15 της αποφάσεως αυτής, των παρατηρήσεων που υπέβαλε η εν λόγω ένωση, καθώς και η διαβεβαίωση, στην αιτιολογική σκέψη 7 της ίδιας αποφάσεως, ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αντέδρασε στις εν λόγω παρατηρήσεις, μοναδικό σκοπό έχουν να γεννήσουν την εντύπωση ότι υπάρχουν τρίτοι θιγόμενοι από τις επίδικες ενισχύσεις, πράγμα που δεν αληθεύει.

30 Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα που αντλεί η Ισπανική Κυβέρνηση από το χαμηλό ποσό των επιδίκων ενισχύσεων και την κατανομή τους μεταξύ μεγάλου αριθμού γεωργών, έκαστος των οποίων λαμβάνει μερίδιο ενισχύσεως αμελητέο στο εθνικό ή το κοινοτικό πεδίο, υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά τη οποία το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Tubemeuse», Συλλογή 1990, σ. Ι-959, σκέψη 43· της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-278/92 έως C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-4103, σκέψη 42, και της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 86). Καθοριστική επιρροή στην εκτίμηση της επιδράσεως μιας ενισχύσεως επί των συναλλαγών μπορούν όντως να ασκήσουν άλλα στοιχεία, όπως ο σωρευτικός χαρακτήρας της ενισχύσεως ή το ότι οι αποδέκτριες επιχειρήσεις δρουν σε ένα τομέα ιδιαιτέρως εκτεθειμένο στον ανταγωνισμό.

31 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο τομέας των κηπευτικών εμπίπτει σ' αυτήν την τελευταία κατηγορία και ότι υφίσταται, στον τομέα αυτόν, έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών των κρατών μελών των οποίων τα προϊόντα αποτελούν αντικείμενο ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Οι Ισπανοί παραγωγοί μετέχουν πλήρως σ' αυτόν τον ανταγωνισμό εξάγοντας υπολογίσιμο όγκο κηπευτικών προς άλλα κράτη μέλη.

32 εραιτέρω, επισημαίνεται ότι, στις 28ης Οκτωβρίου 1996, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2200/96, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 297, σ. 1), που, όπως προκύπτει ιδίως από την τρίτη αιτιολογική σκέψη, έχει ως αντικείμενο τη θέσπιση ενός πλαισίου αναφοράς συμβάλλοντος στην ευθύτητα των συναλλαγών και τη διαφάνεια των αγορών και, κατ' επέκταση, την εντός του κλάδου ρύθμιση του ανταγωνισμού.

33 Υπ' αυτές τις συνθήκες, η χορήγηση ενισχύσεων, και χαμηλού έστω ποσού, είναι ικανή να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

34 Ασφαλώς, όπως η ίδια η Επιτροπή έχει παραδεχθεί, ιδίως, με τις προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές για τις προβληματικές επιχειρήσεις, καθώς και με την ανακοίνωσή της 96/C 68/06, σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 6ης Μαρτίου 1996 (ΕΕ C 68, σ. 9, στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορισμένες ενισχύσεις πολύ χαμηλού ποσού ενδέχεται να μην έχουν αισθητή επίπτωση στις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές και τον ανταγωνισμό, οπότε πρέπει να απαλλάσσονται της υποχρεώσεως προηγουμένης γνωστοποιήσεως στην Επιτροπή.

35 Όπως όμως προκύπτει από το σημείο 2.3. των κατευθυντηρίων γραμμών για τις προβληματικές επιχειρήσεις, όσο και από το τέταρτο εδάφιο της ανακοινώσεως σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis, ο κανόνας de minimis δεν ισχύει στους τομείς που διέπονται από ειδικούς κοινοτικούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και ιδίως στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας. Η Ισπανική Κυβέρνηση δεν δύναται, επομένως, να τον επικαλεστεί στην προκειμένη περίπτωση.

36 Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβερνήσεως περί αμελητέου χαρακτήρα των επιδίκων ενισχύσεων.

37 Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβερνήσεως ότι οι επίδικες ενισχύσεις εμμέσως μόνον αποτελούν ενισχύσεις υπέρ των γεωργών, ούτε αυτό μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι οι εν λόγω ενισχύσεις μεταφράζονται, ούτως ή άλλως, σε μείωση του κόστους παραγωγής των παραγωγών της Extremadura, οι οποίοι παραδίδουν τα κηπευτικά τους προς μεταποίηση στην τοπική βιομηχανία, οπότε είναι ικανές να επηρεάσουν τις συναλλαγές των προϊόντων αυτών.

38 Όσον αφορά, τρίτον, το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβερνήσεως ότι δεν υπήρξαν παρατηρήσεις τρίτων σχετικά με τις ενισχύσεις που κρίθηκαν ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, διαπιστώνεται ότι η περίσταση αυτή δεν είναι ικανή να επηρεάσει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

39 Και ναι μεν το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επιβάλλει όντως στην Επιτροπή, πριν εκδώσει την απόφασή της, να συγκεντρώσει τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών, η έλλειψη όμως παρατηρήσεων δεν την εμποδίζει να κρίνει μια ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά, όπως άλλωστε παραδέχτηκε με το υπόμνημα απαντήσεως η Ισπανική Κυβέρνηση. ράγματι, το στοιχείο αυτό δεν αποκλείει, αυτό καθαυτό, η ενίσχυση αυτή να επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

40 Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί μη αιτιολογήσεως της διαπιστώσεως περί επιπτώσεως επί των μεταξύ κρατών μελών συναλλαγών

41 Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Ισπανική Κυβέρνηση, κατ' ουσίαν, υποστηρίζει ότι, και αν ακόμη υποτεθεί ότι οι επίδικες ενισχύσεις επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, η προσβαλλόμενη απόφαση, ούτως ή άλλως, ουδέ κατ' ελάχιστον αιτιολογεί τη διαπίστωσή της αυτή. Κατ' αυτήν, το μοναδικό επιχείρημα με το οποίο η Επιτροπή επιχειρεί να αποδείξει την επίπτωση επί των συναλλαγών ανευρίσκεται στην αιτιολογική σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου η Επιτροπή παραθέτει αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τη συνολική παραγωγή κηπευτικών στην Ισπανία, καθώς και τις συναλλαγές των προϊόντων αυτού του είδους μεταξύ Ισπανίας και λοιπών κρατών μελών κατά το 1998. Μια τέτοια όμως αιτιολογία είναι ανεπαρκής, ιδίως διότι η Επιτροπή δεν επιχειρεί καν να προσδιορίσει ορθά την αγορά που θεωρεί ότι επηρεάζεται από τις επίδικες ενισχύσεις.

42 Η Ισπανική Κυβέρνηση κατ' αρχάς επισημαίνει ότι τα αριθμητικά στοιχεία της Επιτροπής αναφέρονται στα κηπευτικά εν γένει, στα οποία περιλαμβάνει και τα νωπά, ενώ οι ενισχύσεις τις οποίες έκρινε παράνομες αφορούν εννέα μόνον κηπευτικά, τα οποία μάλιστα προορίζονται προς μεταποίηση.

43 Διατείνεται ακολούθως ότι η Επιτροπή δεν μνημονεύει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τι μερίδιο αντιπροσωπεύει η παραγωγή της Extremadura επί του συνόλου της εγχώριας αγοράς, καθώς και εντός της κοινοτικής αγοράς.

44 Τέλος, επικρίνει το ότι η Επιτροπή δεν συνέκρινε τις ποσότητες των τόννων κηπευτικών που εισήχθησαν και που εξήχθησαν από την Ισπανία κατά το 1998 με τις ανώτατες ποσότητες που δύνανται να τύχουν των επιδίκων ενισχύσεων.

45 Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, οι παραλείψεις αυτές είχαν ως συνέπεια να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή ανακριβή αριθμητικά στοιχεία για να δικαιολογήσει την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ στη συγκεκριμένη περίπτωση.

46 Ως προς το ζήτημα αυτό, καταλήγει ότι, ούτως ή άλλως, η απλή αναφορά στο γεγονός ότι κράτος μέλος εισάγει και εξάγει επιλέξιμα για ενίσχυση προϊόντα δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι επηρεάζεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Η αιτιολογία αυτή είναι κατά μείζονα λόγο ανεπαρκής εδώ, όπου η ενίσχυση στους γεωργούς είναι μόνον έμμεση: συγκεκριμένα, η απόφαση του 1998 δεν ενισχύει τόσο την παραγωγή κηπευτικών, όσο τη σταθερότητα των σχέσεων μεταξύ παραγωγών και μεταποιητών εξασφαλίζοντας τον εφοδιασμό της μεταποιητικής βιομηχανίας.

47 Συναφώς, επισημαίνεται, κατ' αρχάς, ότι η υποχρέωση αιτιολογίας αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο ανάγεται στην ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Υπ' αυτό το πρίσμα, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως και να παραθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2001, C-17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. Ι-2481, σκέψη 35, και Ιταλία κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 48).

48 εραιτέρω, η υποχρέωση αυτή πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των συγκεκριμένων περιστάσεων, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθ' όσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και της αλληλουχίας της και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό αντικείμενο (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 36, και Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 48).

49 Εν όψει αυτής της νομολογίας, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέβη, εν προκειμένω, την υποχρέωσή της να αιτιολογήσει επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διαπίστωση ότι οι επίδικες ενισχύσεις επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

50 Κατ' αρχάς, η Επιτροπή παραθέτει στην αιτιολογική σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τη συνολική παραγωγή κηπευτικών στην Ισπανία, καθώς και τον όγκο των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν, γι' αυτού του είδους τα προϊόντα, μεταξύ Ισπανίας και λοιπών κρατών μελών κατά το 1998. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει σαφώς ότι σημαντικό μερίδιο των ισπανικών κηπευτικών εξάγεται προς άλλα κράτη μέλη. Και ναι μεν είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε λεπτομερή αριθμητικά στοιχεία για τις εξαγωγές όσων από τα προϊόντα αυτά υπάγονται στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, τόνισε όμως ότι το καθεστώς αυτό εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο εντατικών ρευμάτων συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών για τα προϊόντα του τομέα των κηπευτικών.

51 Ακολούθως, στην αιτιολογική σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα επίδικα μέτρα ενισχύσεως ασκούν ευθεία και άμεση επίδραση επί του κόστους παραγωγής των επιχειρήσεων παραγωγής και μεταποίησης κηπευτικών στην Ισπανία και προσπορίζουν στις επιχειρήσεις αυτές οικονομικό πλεονέκτημα έναντι των εκμεταλλεύσεων άλλων κρατών μελών που δεν έχουν πρόσβαση σε παρόμοιες ενισχύσεις.

52 Με τη δεύτερη αιτιολογική αναφορά της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως και με την αιτιολογική σκέψη 19, η Επιτροπή παραπέμπει άλλωστε ρητά στον κανονισμό 2200/96, με τον οποίο δημιουργήθηκε κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των κηπευτικών. Επομένως, η Ισπανική Κυβέρνηση δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, και ειδικότερα η διαπίστωσή της ότι επηρεάζονταν οι συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, εντασσόταν κατ' ανάγκην στο πλαίσιο του καθεστώτος των κοινών οργανώσεων αγοράς.

53 Συναφώς, επισημαίνεται ότι το καθεστώς που θεσπίζεται με τον κανονισμό 2200/96, το οποίο περιλαμβάνει σύνολο ενιαίων κανόνων σχετικά με την παραγωγή, την εμπορία και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, ευνοεί, αφενός μεν, τα ρεύματα συναλλαγών στον τομέα των κηπευτικών, αφετέρου δε, την ανάπτυξη και διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε κοινοτικό επίπεδο.

54 Τέλος, είναι μεν αδιαμφισβήτητο ότι η Επιτροπή υποχρεούται να περιγράφει, με το σκεπτικό της αποφάσεώς της, τουλάχιστον τις περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε μια ενίσχυση, αν βάσει της περιγραφής αυτής καταδεικνύεται ότι η ενίσχυση είναι ικανή να επηρεάσει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1987, 248/84, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4013, σκέψη 18), δεν υποχρεούται όμως και να αποδεικνύει την πραγματική επίδραση των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων. Αν το τελευταίο ίσχυε, μια τέτοια υποχρέωση θα κατέληγε να ευνοεί τα κράτη μέλη τα οποία καταβάλλουν ενισχύσεις κατά παράβαση της υποχρεώσεως ενημερώσεως που υπέχουν από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ εις βάρος των κρατών μελών που γνωστοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, 301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Boussac», Συλλογή 1990, σ. Ι-307, σκέψη 33).

55 Υπ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει επίσης να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

56 Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της Ισπανικής Κυβερνήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

Επί του δευτέρου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως

57 Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, που επίσης υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 87, παράγραφος 3, στοιχείο α_, ΕΚ και 253 ΕΚ.

58 Διατείνεται αφενός μεν ότι η Επιτροπή παραγνώρισε το γεγονός ότι οι επίδικες ενισχύσεις μπορούσαν να υπαχθούν στην παρέκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α_, ΕΚ, διότι ακριβώς επιδίωκαν να προαγάγουν την οικονομική ανάπτυξη μιας περιοχής - της Extremadura - όπου το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό και επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση. Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, τα στοιχεία αυτά αρκούσαν, ούτως ή άλλως, για να κρίνει η Επιτροπή τις ενισχύσεις αυτές συμβιβάσιμες με τη Συνθήκη, διότι - κατ' αντίθεση προς την παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ_, ΕΚ - στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται οι ενισχύσεις να μην αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντικείμενο προς το κοινό συμφέρον.

59 Αφετέρου δε η Ισπανική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη την κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογίας, μη δικαιολογώντας την άρνησή της να επιτρέψει τις επίδικες ενισχύσεις βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α_, ΕΚ, καίτοι οι ενισχύσεις αυτές υπηρετούσαν προφανή κοινωνικό σκοπό, ο οποίος προέκυπτε τόσο από το διάταγμα 84/1993, όσο και από την απόφαση του 1998.

60 Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, τον οποίο προβάλλει επικουρικώς, η Ισπανική Κυβέρνηση επικαλείται παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ_, ΕΚ, καθ' όσον η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, στην περίπτωση κατά την οποία δεν τύγχανε εφαρμογής το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α_, ΕΚ, οι επίδικες ενισχύσεις μπορούσαν, ούτως ή άλλως, να παρεκκλίσεως του στοιχείου γ_ της ίδιας διατάξεως.

61 Δεδομένου ότι η Επιτροπή επικαλέστηκε ταυτόσημους λόγους για την άρνησή της να εφαρμόσει στις επίδικες ενισχύσεις τις παρεκκλίσεις των στοιχείων α_ και γ_, αντιστοίχως, του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, πρέπει ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως της Ισπανικής Κυβερνήσεως να συνεξετασθούν.

62 Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβερνήσεως ότι η Επιτροπή παραγνώρισε τους κοινωνικούς σκοπούς του επιδίκου καθεστώτος ενισχύσεων και δεν αιτιολόγησε την άρνησή της να εφαρμόσει την παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α_, ΕΚ, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εξέθεσε λεπτομερώς, στις αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω καθεστώς δεν μπορούσε να υπαχθεί στην παρέκκλιση ούτε του στοιχείου α_, ούτε του στοιχείου γ_ του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

63 Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

64 Όσον αφορά, δεύτερον, τα επιχειρήματα της Ισπανικής Κυβερνήσεως περί της δυνατότητας εφαρμογής στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων της παρεκκλίσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α_, ΕΚ, ή, εν πάση περιπτώσει, της του στοιχείου γ_ της ίδιας διατάξεως, υπενθυμίζεται, κατ' αρχάς, ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει επανειλημμένα ότι ένα πρόγραμμα περιφερειακών ενισχύσεων μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να υπαχθεί σε μια από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία α_ και γ_, ΕΚ.

65 Διευκρίνισε σχετικώς ότι η χρήση των όρων «ασυνήθως» και «σοβαρή» στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α_, ΕΚ δείχνει ότι αυτή αφορά μόνον περιοχές όπου η οικονομική κατάσταση είναι εξαιρετικά δυσμενής σε σχέση προς το σύνολο της Κοινότητας. Αντιθέτως, η παρέκκλιση του στοιχείου γ_ της ίδιας διατάξεως έχει ευρύτερο περιεχόμενο, καθ' όσον επιτρέπει την ανάπτυξη ορισμένων περιοχών ενός κράτους μέλους, οι οποίες μειονεκτούν έναντι του εθνικού μέσου όρου, χωρίς να περιορίζεται από τις οικονομικές προϋποθέσεις του στοιχείου α_, εφόσον πάντως οι προοριζόμενες για τον σκοπό αυτό ενισχύσεις «δεν αλλοιώνουν τους όρους του εμπορίου κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον» (βλ. ιδίως αποφάσεις Γερμανία κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 19· της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-135, σκέψη 15, και Ιταλία κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 77).

66 Αντιστρόφως, το ότι για την παρέκκλιση του εν λόγω στοιχείου α_ η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν απαιτείται συνεπάγεται ευρύτερη διακριτική ευχέρεια προς χορήγηση ενισχύσεων σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε περιοχές οι οποίες πράγματι πληρούν τα κριτήρια που επιβάλλονται για την παρέκκλιση αυτή (βλ. προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 16).

67 άντως, η διαφορά διατυπώσεως των στοιχείων α_ και γ_ του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ δεν άγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή οφείλει, οσάκις εφαρμόζει την πρώτη από τις δύο αυτές διατάξεις, να αγνοεί παντελώς το κοινοτικό συμφέρον και να περιορίζεται στην εξακρίβωση του ειδικού περιφερειακού σκοπού των οικείων μέτρων, χωρίς να αξιολογεί την επίπτωσή τους στην οικεία αγορά ή στις οικείες αγορές ολόκληρης της Κοινότητας. Αντιθέτως, σε παρόμοια περίπτωση, η Επιτροπή υποχρεούται όχι μόνον να εξακριβώνει ότι τα μέτρα αυτά είναι ικανά να συμβάλουν αποτελεσματικά στην οικονομική ανάπτυξη των ενδιαφερομένων περιοχών, αλλά και να αξιολογεί την επίπτωση των ενισχύσεων αυτών επί των μεταξύ κρατών μελών συναλλαγών και ειδικότερα να εκτιμά τον τομεακό αντίκτυπο που ενδέχεται να προκαλέσουν σε κοινοτικό επίπεδο. Όπως έχει ήδη επισημάνει το Δικαστήριο, το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ απονέμει στην Επιτροπή διακριτική εξουσία, η άσκηση της οποίας συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να πραγματοποιούνται σε κοινοτικό πλαίσιο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 13, σκέψη 24· της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 901, σκέψη 18, και προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 18).

68 Στην παρούσα υπόθεση, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της διακριτικής αυτής εξουσίας δηλώνοντας ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν μπορούσε να υπαχθεί σε καμμιά από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ.

69 Έτσι, η Επιτροπή, θεωρώντας, κατ' αρχάς, ότι οι επίδικες ενισχύσεις δεν είχαν σχεδιαστεί ως περιφερειακές ενισχύσεις για την υλοποίηση νέων επενδύσεων ή για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, ούτε για την οριζόντια αντιστάθμιση μειονεκτημάτων από άποψη υποδομής του συνόλου των επιχειρήσεων της περιφέρειας, αλλά ως ενισχύσεις λειτουργίας του γεωργικού τομέα, δεν χαρακτήρισε εσφαλμένα τις ενισχύσεις αυτές. Είναι, πράγματι, αδιαμφισβήτητο ότι αυτές εχορηγούντο σε συνάρτηση προς τις ποσότητες συγκεκριμένων κηπευτικών που παρεδίδοντο στη μεταποιητική βιομηχανία της Extremadura, παρέχοντας έτσι στους γεωργούς της περιφέρειας αυτής τη δυνατότητα να αποφεύγουν τις δαπάνες τις οποίες θα έπρεπε κανονικά να αντιμετωπίσουν στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς τους.

70 Δεδομένου ότι η Ισπανική Κυβέρνηση ουδόλως απέδειξε ότι οι επίδικες ενισχύσεις ήσαν, ως εκ της φύσεώς τους, ικανές να έχουν αποτελεσματική και διαρκή συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη της Extremadura, η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας κηρύσσοντας, για τον λόγο αυτόν, τις επίδικες ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά. Συναφώς, επισημαίνεται ιδίως ότι το Δικαστήριο, επί υποθέσεως που αφορούσε καθεστώς ενισχύσεων υπέρ του αμπελοοινικού τομέα στην Ιταλία, έχει ήδη κρίνει ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει, στην υπόθεση εκείνη, ότι η υπό κρίση ενίσχυση, που εχορηγείτο χωρίς ειδικές προϋποθέσεις και μόνο βάσει των χρησιμοποιουμένων ποσοτήτων, έπρεπε να θεωρηθεί ως ενίσχυση υπέρ της λειτουργίας των οικείων επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, αλλοίωνε τους όρους του εμπορίου σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 1990, C-86/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-3891, σκέψη 18).

71 Τη θεώρηση αυτή επιρρωννύει άλλωστε η ανακοίνωση 2000/C 28/02 της Επιτροπής, που τιτλοφορείται «Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας», που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 1ης Φεβρουαρίου 2000 (ΕΕ 2000, C 28, σ. 2). Καίτοι οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές δεν ίσχυαν κατά τον χρόνο χορηγήσεως των επιδίκων ενισχύσεων, δεν παύουν να επιβεβαιώνουν σαφώς την αρχή της απαγορεύσεως των ενισχύσεων υπέρ της λειτουργίας του γεωργικού τομέα, δεδομένου ότι στο σημείο 3.5. υπενθυμίζουν ρητά ότι, για να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, ένα μέτρο ενίσχυσης πρέπει να περιέχει κάποιο στοιχείο κινήτρου ή να απαιτεί κάποιο αντάλλαγμα εκ μέρους του δικαιούχου και ότι, πλην εξαιρέσεων που προβλέπονται ρητά από την κοινοτική νομοθεσία ή τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, τα μονομερή μέτρα κρατικών ενισχύσεων που αποσκοπούν απλώς στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των παραγωγών, αλλά που δεν συμβάλλουν κατά κανένα τρόπο στην ανάπτυξη του τομέα, και ειδικότερα οι ενισχύσεις που χορηγούνται αποκλειστικά με βάση την τιμή, την ποσότητα, τη μονάδα παραγωγής ή την μονάδα μέσων παραγωγής θεωρείται ότι συνιστούν ενισχύσεις λειτουργίας, οι οποίες δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

72 Υπενθυμίζοντας, ακολούθως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι ενισχύσεις της αποφάσεως του 1998 - εξαιρουμένων των ενισχύσεων για την πατάτα - αφορούσαν προϊόντα διεπόμενα από κοινή οργάνωση αγοράς, η Επιτροπή σαφώς τόνισε το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονταν αυτές οι ενισχύσεις και τα όρια τα οποία τίθενται συναφώς στην εξουσία παρεμβάσεως των κρατών μελών.

73 ράγματι, κατά πάγια νομολογία, εφόσον η Κοινότητα έχει θεσπίσει, δυνάμει του άρθρου 34 ΕΚ, ρύθμιση περί κοινής οργανώσεως αγοράς σε ορισμένο τομέα, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μη λαμβάνουν κανένα μέτρο δυνάμενο να παρεκκλίνει από τη ρύθμιση αυτή ή να την αντιστρατευθεί (βλ., μεταξύ άλλων, στην ίδια κατεύθυνση, αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 1978, 83/78, Pigs Marketing Board, Συλλογή τόμος 1978, σ. 739, σκέψη 56, και της 26ης Ιουνίου 1979, 177/78, McCarren, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 67, σκέψη 14).

74 Όπως, όμως, επισημάνθηκε στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 28ης Οκτωβρίου 1996, τον κανονισμό 2200/96, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των κηπευτικών. Άπαξ ο κανονισμός αυτός ορίζει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο, εντός οποίου προβλέπονται ήδη μέτρα οικονομικής στηρίξεως υπέρ του οικείου τομέα, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να χορηγεί μονομερώς ενισχύσεις σε συνάρτηση προς την παραγωγή, όσο και αν τις επιφυλάσσει σε συγκεκριμένα προϊόντα προοριζόμενα προς βιομηχανική μεταποίηση και όσο και αν ορίζει ανώτατο όριο στο ύψος τους. ράγματι, κατά πάγια νομολογία, όταν η Κοινότητα έχει, όπως εν προκειμένω, θεσπίσει σε ορισμένο τομέα κοινή οργάνωση αγοράς, στην ίδια εναπόκειται να αναζητεί λύσεις στα προβλήματα που ενδέχεται να ανακύψουν στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (βλ., μεταξύ άλλων, στην ίδια κατεύθυνση, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1988, 90/86, Zoni, Συλλογή 1988, σ. 4285, σκέψη 26, και της 6ης Νοεμβρίου 1990, Ιταλία κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 19).

75 Τέλος, δεν προκύπτει ούτε ότι η Επιτροπή εσφαλμένως εκτίμησε ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ενείχε πραγματικό περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων και συνιστούσε, ειδικότερα, παράβαση του άρθρου 29 ΕΚ.

76 Συγκεκριμένα, ενώ οι γεωργοί της Extremadura έχουν την επιλογή να πωλούν τα κηπευτικά τους προϊόντα στις μεταποιητικές βιομηχανίες άλλων χωρών ή περιοχών ή να τα διαθέτουν στην εμπορία για να καταναλωθούν νωπά - όπως άλλωστε και οι γεωργοί άλλων περιοχών της Κοινότητας δύνανται να πωλούν τα προϊόντα τους στις μεταποιητικές βιομηχανίες της Extremadura -, η απόφαση του 1998 δεν προβλέπει τη χορήγηση ενισχύσεων για τέτοιες περιπτώσεις.

77 Συνεπώς, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ενέχει οικονομικό κίνητρο για να πωλούνται τα κηπευτικά της Extremadura στις μεταποιητικές βιομηχανίες της περιοχής. Υπ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εξαγωγή, απαγορευόμενο από τη Συνθήκη (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, προκειμένου περί ποσοτικών περιορισμών στην εισαγωγή, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1982, 249/81, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 1982, σ. 4005, σκέψεις 20 έως 30).

78 Από τις προεκτεθείσες σκέψεις, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, κρίνοντας ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν μπορούσε να υπαχθεί σε καμμιά από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ, δεν παρεγνώρισε τα όρια της διακριτικής της εξουσίας. ράγματι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν μπορεί να κρίνει συνάδουσα με την κοινή αγορά κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων προϋποθέσεων χορηγήσεώς της, αντιβαίνει σε άλλες διατάξεις της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1990, 21/88, Du Pont de Nemours Italiana, Συλλογή 1990, σ. Ι-889, σκέψη 20· της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-6857, σκέψη 78· και της 3ης Μα_ου 2001, C-204/97, ορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. Ι-3175, σκέψη 41).

79 Επομένως, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως της Ισπανικής Κυβερνήσεως δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.

80 Επειδή το Βασίλειο της Ισπανίας ηττήθηκε ως προς το σύνολο των λόγων του ακυρώσεως, πρέπει η προσφυγή να κριθεί αβάσιμη.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

81 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, αν υπήρχε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα, αυτό δε ηττήθηκε ως προς όλους τους λόγους ακυρώσεως, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Top