This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62000CC0404
Opinion of Mr Advocate General Geelhoed delivered on 7 March 2002. # Commission of the European Communities v Kingdom of Spain. # Failure of Member State to fulfil obligations - State aid - Regulation (EC) No 1013/97 - Aid to publicly-owned shipyards - Commission Decision 2000/131/EC ordering repayment - Non-implementation. # Case C-404/00.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 7ης Μαρτίου 2002.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας.
Παράβαση κράτους μέλους - όρατικές ενισχύσεις - όανονισμός (Εό) 1013/97 - Ενισχύσεις υπέρ κρατικών ναυπηγείων - Απόφαση 2000/131/ΕΟό της Επιτροπής διατάσσουσα την ανάκτηση της ενισχύσεως - Παράλειψη εκτελέσεως.
Υπόθεση C-404/00.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 7ης Μαρτίου 2002.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας.
Παράβαση κράτους μέλους - όρατικές ενισχύσεις - όανονισμός (Εό) 1013/97 - Ενισχύσεις υπέρ κρατικών ναυπηγείων - Απόφαση 2000/131/ΕΟό της Επιτροπής διατάσσουσα την ανάκτηση της ενισχύσεως - Παράλειψη εκτελέσεως.
Υπόθεση C-404/00.
Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-06695
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:153
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 7ης Μαρτίου 2002. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας. - Παράβαση κράτους μέλους - όρατικές ενισχύσεις - όανονισμός (Εό) 1013/97 - Ενισχύσεις υπέρ κρατικών ναυπηγείων - Απόφαση 2000/131/ΕΟό της Επιτροπής διατάσσουσα την ανάκτηση της ενισχύσεως - Παράλειψη εκτελέσεως. - Υπόθεση C-404/00.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-06695
1. Στην υπόθεση αυτή, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας τα μέτρα που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή του προς την απόφαση 2000/131/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1999 (στο εξής: απόφαση του 1999), με την οποία ορισμένες ενισχύσεις προς τα κρατικά ναυπηγεία κηρύχθηκαν παράνομες και ασύμβατες προς την κοινή αγορά, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καθώς και από τα άρθρα 2 και 3 της εν λόγω αποφάσεως.
Ι - Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία
2. Εκθέσαμε το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως με τις σκέψεις 2 έως και 12 των προτάσεών μας της 11ης Οκτωβρίου 2001, τις οποίες αναπτύξαμε στο πλαίσιο της υποθέσεως Ισπανία κατά Επιτροπής (C-36/00) και στις οποίες παραπέμπουμε, χάριν συντομίας.
3. Η Επιτροπή, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κρατικές ενισχύσεις φορολογικού χαρακτήρα που χορηγήθηκαν από το Βασίλειο της Ισπανίας ενόψει της αναδιαρθρώσεως των κρατικών ναυπηγείων ήταν παράνομες, εξέδωσε την απόφαση του 1999. Οι κρίσιμες διατάξεις της αποφάσεως είναι οι ακόλουθες:
«Άρθρο 1
Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανία υπέρ των κρατικών ναυπηγείων της, ύψους 110 892 743,38 ευρώ (ήτοι 18,451 δισεκατομμύρια ESP), είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.
Άρθρο 2
1. Η Ισπανία λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση, από τον αποδέκτη, της αναφερόμενης στο άρθρο 1 ενίσχυσης.
2. Η ανάκτηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας. Επί της ανακτώμενης ενίσχυσης οφείλονται τόκοι από το χρόνο κατά τον οποίο αυτή τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ανάκτησή της. Οι εν λόγω τόκοι υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων.
Άρθρο 3
Η Ισπανία ενημερώνει την Επιτροπή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης για τα μέτρα που έλαβε για την εφαρμογή της.»
4. Η απόφαση του 1999 κοινοποιήθηκε στην Ισπανική Κυβέρνηση με έγγραφο της Επιτροπής της 2ας Δεκεμβρίου 1999. Με επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2000, η Ισπανική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι έλαβε γνώση της αποφάσεως. Περαιτέρω, ανακοίνωσε ότι βρισκόταν ήδη σε διαβουλεύσεις με το Abogacía del Estado (νομικό συμβούλιο του κράτους) και με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, προκειμένου να προβεί στην ανάκτηση των ενισχύσεων που κηρύχθηκαν ασύμβατες.
5. Με έγγραφο της 24ης Μαρτίου 2000, η Επιτροπή ζήτησε από τη Ισπανική Κυβέρνηση να της γνωστοποιήσει τα ληφθέντα προς εκτέλεση της αποφάσεως του 1999 μέτρα. Με επιστολή της 25ης Απριλίου 2000, η Ισπανική Κυβέρνηση απάντησε ότι το Abogacía del Estado είχε, στο μεταξύ, υποβάλει την έκθεσή του και ότι ανέμενε τις εκθέσεις του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και του Συμβουλίου του Κράτους.
6. Με έγγραφο της 23ης Μα_ου 2000, η Επιτροπή ζήτησε εκ νέου από την Ισπανική Κυβέρνηση διευκρινίσεις σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν, στο μεταξύ, προς εκτέλεση της αποφάσεως του 1999. Με την από 14 Ιουλίου 2000 απάντησή της, η Ισπανική Κυβέρνηση περιορίστηκε να ζητήσει νέα παράταση της προθεσμίας για την κοινοποίηση των ληφθέντων προς εκτέλεση της αποφάσεως μέτρων. Δικαιολόγησε το αίτημα αυτό επικαλούμενη την «πρόσφατη αναδιάρθρωση της δημόσιας διοικήσεως». Με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2000, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα. Εν συνεχεία, με δικόγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2000 που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Δεκεμβρίου 2000, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή κατά του Βασιλείου της Ισπανίας.
ΙΙ - Νομική εκτίμηση
7. Η προβαλλόμενη από την Επιτροπή επιχειρηματολογία είναι συνοπτική. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Ισπανική Κυβέρνηση έκανε πράγματι το πρώτο βήμα για την εκτέλεση της αποφάσεως του 1999, αρχίζοντας διαβουλεύσεις με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και το Abogacia del Estado, αλλά, εν συνεχεία, δεν έλαβε κανένα μέτρο προκειμένου να ανακτήσει την ενίσχυση, τόσο πριν όσο και μετά την αποστολή του εγγράφου της Επιτροπής της 22ας Ιουνίου 2000.
8. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, λαμβανομένης υπόψη της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου, η Ισπανική Κυβέρνηση δεν μπορεί να προβάλει «απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως». Κατά την Επιτροπή, το επιχείρημα που προβάλλει η Ισπανική Κυβέρνηση με την επιστολή της 25ης Απριλίου 2000, σύμφωνα με το οποίο δεν είναι νομικώς βέβαιον ότι μπορούν να εκπέσουν οι φόροι που καταβλήθηκαν επί του ποσού της ενισχύσεως που, σύμφωνα με την απόφαση του 1999, πρέπει να αποδοθεί από κάθε κρατικό ναυπηγείο, δεν συνιστά περίπτωση απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως. Συγκεκριμένα, τίποτε δεν κωλύει την ανάκτηση των ενισχύσεων προτού χωρήσει έκπτωση του ποσού των φόρων που ενδεχομένως το βαρύνουν, υπό την επιφύλαξη της αποδόσεως του ποσού, αν αυτό κριθεί αναγκαίο από το Συμβούλιο του Κράτους.
9. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι το επιχείρημα της αναδιαρθρώσεως της δημόσιας διοικήσεως μπορεί να δικαιολογήσει την παράταση της ανακτήσεως των παράνομων ενισχύσεων. Οι τροποποιήσεις που επέρχονται σε μια οργανωτική δομή δεν συνιστούν αυτομάτως «απόλυτη αδυναμία» κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου. Με το έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2000, η Ισπανική Κυβέρνηση δεν αποδεικνύει με ποιο τρόπο η αναδιάρθρωση αυτή θα μπορούσε να καθυστερήσει την ανάκτηση των ενισχύσεων.
10. Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι κατά την παρέλευση της προβλεπόμενης στην απόφαση του 1999 προθεσμίας, ήτοι δύο μήνες από την κοινοποίηση αυτής στις 2 Δεκεμβρίου 1999, η Ισπανική Κυβέρνηση δεν είχε λάβει, αναμφισβήτητα, κανένα μέτρο εκτελέσεως της αποφάσεως. Επιπλέον, δεν είχε εκτελέσει την απόφαση κατά την παρέλευση της πρόσθετης προθεσμίας 20 εργάσιμων ημερών, η οποία της χορηγήθηκε από την Επιτροπή με το έγγραφο της 24ης Μαρτίου 2000.
11. Η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει δύο επιχειρήματα, τα οποία θεωρεί ότι δικαιολογούν την απόρριψη της προσφυγής της Επιτροπής.
12. Πρώτον, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν παρήλθε εύλογο χρονικό διάστημα, πριν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη την υποχρέωση εκτελέσεως της αποφάσεως του 1999, με όλες τις σχετικές συνέπειες. Συναφώς, επικαλείται τη στάση της Επιτροπής έναντι της Ιταλικής Δημοκρατίας στις υποθέσεις που κατέληξαν στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Απριλίου 1995, C-350/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1995, σ. Ι-699), και της 29ης Ιανουαρίου 1998, C-280/95, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1998, σ. Ι-259). Στις υποθέσεις αυτές, η Επιτροπή άφησε να παρέλθουν, αντίστοιχα, τέσσερα και δύο χρόνια από την κοινοποίηση των αποφάσεων περί ανακτήσεως των παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων.
13. Εν προκειμένω, αντιθέτως, παρήλθαν μερικοί μόνο μήνες, προτού η Επιτροπή ασκήσει την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως. Η άνιση αυτή μεταχείριση είναι, κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, πλέον κατάφωρη, καθόσον η Επιτροπή - αντιθέτως προς τις ενέργειές της στην υπόθεση C-280/95, Επιτροπή κατά Ιταλίας - δεν απηύθυνε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορηγήσεως των ενισχύσεων καμία προειδοποίηση για τις αντιρρήσεις της σχετικά με την ειδική ενίσχυση φορολογικού χαρακτήρα που κηρύχθηκε παράνομη με την απόφαση του 1999. Μόνον αφού ολοκληρώθηκαν η χορήγηση της ενισχύσεως και η αναδιάρθρωση των ναυπηγείων, στην οποία απέβλεπε η ενίσχυση, η Επιτροπή γνωστοποίησε τις αντιρρήσεις της. Συναφώς, η Ισπανική Κυβέρνηση παραπέμπει στους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής. Καταλήγει ότι η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή περί ακυρώσεως εντός προθεσμίας ασυνήθιστα και αδικαιολόγητα σύντομης. Οι ισπανικές αρχές δεν διέθεταν το χρονικό διάστημα που απαιτείτο, προκειμένου να συγκεντρώσουν τις αναγκαίες για την εκτέλεση της αποφάσεως γνωμοδοτήσεις ή να αξιολογήσουν τις κοινωνικές επιπτώσεις.
14. Δεύτερον, η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί ότι υφίστατο παράβαση κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, καθόσον είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως κατά το εθνικό δίκαιο. Διευκρινίζει το επιχείρημα αυτό, υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα της φύσεως της ενισχύσεως, η οποία έπρεπε να ανακτηθεί, δεν ήταν σαφές κατά το εθνικό δίκαιο. Όφειλε, επομένως, να συμβουλευθεί επί του ζητήματος το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Εν συνεχεία, έπρεπε να προσδιορισθεί αν η μη οφειλόμενη ενίσχυση έπρεπε να ανακτηθεί μέσω διαδικασιών διοικητικού ή ιδιωτικού δικαίου. Αναφορικά με το τελευταίο αυτό ερώτημα, επιβαλλόταν, σύμφωνα με το υπόμνημα του Abogacia del Estado, να ζητηθεί η γνωμοδότηση του Συμβουλίου του Κράτους. Η Ισπανική Κυβέρνηση ενημέρωσε σχετικά την Επιτροπή με την επιστολή της 25ης Απριλίου 2000. Η Επιτροπή δεν αντέδρασε στην πρόθεση των ισπανικών αρχών να ακολουθήσουν τους πρόσφορους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νομοθεσίας, αλλά αρκέστηκε να χορηγήσει στο Βασίλειο της Ισπανίας πρόσθετη προθεσμία 20 ημερών, πριν ασκήσει την προσφυγή ακυρώσεως.
15. Όσον αφορά την εκτίμηση του βασίμου της προσφυγής της Επιτροπής, θα περιοριστούμε αυστηρά στο αντικείμενό της, ήτοι τον ισχυρισμό ότι η Ισπανική Κυβέρνηση, μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση της παρανόμως χορηγηθείσας στα κρατικά ναυπηγεία ενισχύσεως ή μη λαμβάνοντας τα μέτρα αυτά εντός της ταχθείσας προθεσμίας, παρέλειψε να εκτελέσει την απόφαση του 1999. Δεν θα εξετάσουμε τα ερωτήματα που ανέκυψαν με την προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως του 1999, την οποία άσκησε η Ισπανική Κυβέρνηση στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής. Συναφώς, παραπέμπουμε στις προτάσεις που αναπτύξαμε στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής στις 11 Οκτωβρίου 2001.
16. Εκ προοιμίου, πρεπει να τονιστεί, επίσης, ότι η προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής δεν έχει, σύμφωνα με το άρθρο 242 ΕΚ, ανασταλτικό αποτέλεσμα. Είναι αληθές ότι το Δικαστήριο δύναται, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξεως. Πάντως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα ούτε στο πλαίσιο της υποθέσεως Ισπανία κατά Επιτροπή ούτε εν προκειμένω. Κατά συνέπεια, η απόφαση του 1999 πρέπει να θεωρηθεί δεσμευτική για το Βασίλειο της Ισπανίας ως προς όλα τα μέρη της.
17. H υποχρέωση ανακτήσεως παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως προϋποθέτει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, επαναφορά της καταστάσεως που προϋπήρχε της χορηγήσεως των παράνομων ενισχύσεων. Με οικονομικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι όλα τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν κατόπιν παράνομης παρεμβάσεως των αρχών και τα οποία νοθεύουν τον ανταγωνισμό πρέπει να καταργηθούν. Οι αυστηρές επιταγές του Δικαστηρίου αναφορικά με την υποχρέωση των κρατών μελών ανακτήσεως μιας κηρυχθείσας παράνομης ενισχύσεως διαπνέονται από την ίδια αυτή μέριμνα. Κατά το Δικαστήριο, μόνον η «απόλυτη αδυναμία» ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως συνιστά βάσιμο αμυντικό ισχυρισμό .
18. Η ορθή εκτέλεση της αποφάσεως προϋποθέτει, επίσης, ότι πραγματοποιείται εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να αποκατασταθούν οι νοθευθέντες όροι του ανταγωνισμού δεν είναι, βεβαίως, χωρίς σημασία από οικονομικής απόψεως. Είναι βέβαιο ότι, σε ορισμένες ευαίσθητες αγορές, οι επιχειρήσεις που έτυχαν παράνομης κρατικής ενισχύσεως είναι σε θέση να νοθεύσουν τους όρους του ανταγωνισμού σε βαθμό,ώστε η δομή του ανταγωνισμού να παραμένει αλλοιωμένη διαρκώς. Για τον λόγο αυτό, η υποχρέωση τηρήσεως των προβλεπόμενων προθεσμιών για την ανάκτηση παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων υπηρετεί, επίσης, το προστατευόμενο με το άρθρο 87 ΕΚ συμφέρον, ήτοι την αποφυγή νοθεύσεως του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας. Επομένως, συμπεραίνουμε ότι οι αυστηρές προϋποθέσεις που έθεσε το Δικαστήριο για τη δικαιολόγηση της μη εκπληρώσεως ή της μη ορθής εκπληρώσεως της υποχρεώσεως ανακτήσεως ισχύουν, επίσης, στην περίπτωση μη εκπληρώσεως εντός της τασσόμενης προθεσμίας. Το κριτήριο της «απόλυτης αδυναμίας» ισχύει και στην περίπτωση αυτή.
19. Αν εφαρμόσουμε το κριτήριο αυτό, ο πρώτος αμυντικός ισχυρισμός της Ισπανικής Κυβερνήσεως, σύμφωνα με τον οποίο η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή κατά τρόπο ασυνήθιστα και αδικαιολόγητα ταχύ συγκριτικά με άλλες περιπτώσεις, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι, από άποψη περιεχομένου, ικανός να θεμελιώσει ότι η εκτέλεση της αποφάσεως του 1999 προσέκρουσε σε «απόλυτη αδυναμία». Η σκέψη αυτή αρκεί προς απόρριψη του ισχυρισμού.
20. Ως εκ περισσού, παρατηρούμε ακόμη τα ακόλουθα. Δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, η Επιτροπή δύναται να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο, αν το κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας προς απόφαση της οποίας είναι αποδέκτης. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει την Επιτροπή να μεριμνά ώστε να τηρούνται αυστηρά οι προθεσμίες που επιβάλλει για την εκτέλεση των αποφάσεών της περί ανακτήσεως παράνομων ενισχύσεων από τα κράτη μέλη. Όπως τονίσαμε ανωτέρω, στη σκέψη 18, υπάρχουν επιχειρήματα ικανά να δικαιολογήσουν τον αυστηρό έλεγχο. Επιπλέον, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι η Επιτροπή «ανέχτηκε» μια παράβαση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε άλλες περιπτώσεις, προκειμένου να δικαιολογήσει τη δική του παράβαση .
21. Προς επίρρωση του αμυντικού της ισχυρισμού, η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει, τέλος, επιχειρήματα σχετικά με πράξεις ή παραλείψεις της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της πορείας της αναδιαρθρώσεως των ισπανικών κρατικών ναυπηγείων και της χρηματοδοτήσεώς της από δημόσια έσοδα. Τα επιχειρήματα αυτά προβλήθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως Ισπανία κατά Επιτροπής, προκειμένου να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα της αποφάσεως του 1999. Στην παρούσα υπόθεση, όπου τίθεται το ζήτημα της εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως, δεν μπορούν να προβληθούν προς δικαιολόγηση της παραβάσεως της Ισπανικής Κυβερνήσεως.
22. Με τον δεύτερο αμυντικό της ισχυρισμό, η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, κατά βάση, ότι δεν μπορούσε να εκτελέσει την απόφαση με τη δέουσα επιμέλεια εντός της χορηγηθείσας προθεσμίας των δύο μηνών, λαμβανομένων υπόψη των νομικών αβεβαιοτήτων και περιπλοκών που συνεπαγόταν, κατά το εθνικό δίκαιο, η ανάκτηση των παράνομων ενισχύσεων. Προς θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού, η Ισπανική Κυβέρνηση στηρίζεται στην ανάγκη που είχε να λάβει, εκ των προτέρων, τις γνωμοδοτήσεις του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, του Abogacia del Estado και του Συμβουλίου του Κράτους επί του ζητήματος.
23. Φρονούμε ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος.
24. Το Δικαστήριο έχει απορρίψει συστηματικά τους ισχυρισμούς που βασίζονται στην απόλυτη αδυναμία, οσάκις τα κράτη μέλη αρκούνται στο να παραπέμπουν στις δηλώσεις τους προς την Επιτροπή περί δυσχερειών πολιτικής και νομικής φύσεως που εμποδίζουν την εκτέλεση αποφάσεως, χωρίς να έχουν λάβει κανένα συγκεκριμένο μέτρο οποιουδήποτε αντικειμένου έναντι των οικείων επιχειρήσεων προκειμένου να επιτύχουν την απόδοση της ενισχύσεως και χωρίς, επιπλέον, να παρουσιάζουν στην Επιτροπή μια προσέγγιση για την επίλυση των σχετικών προβλημάτων. Ο ισχυρισμός περί απόλυτης αδυναμίας εμπρόθεσμης εκτελέσεως μιας αποφάσεως δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να βασίζεται στην απλή υπόθεση ότι θα μπορούσαν να παρουσιαστούν προβλήματα. Αντιθέτως, προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού πρέπει να αποδεικνύεται ότι, προκειμένου να υπερπηδηθούν τα ενδεχόμενα εμπόδια, έγιναν, καλόπιστα, προσπάθειες για την ανάκτηση, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΕΚ, οι οποίες απέτυχαν.
25. Ο δεύτερος ισχυρισμός που προβάλλει, εν προκειμένω, η Ισπανική Κυβέρνηση θα πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των αυστηρών προϋποθέσεων τις οποίες ο γενικός εισαγγελέας Fennelly συνόψισε, στηριζόμενος στη νομολογία του Δικαστηρίου, στις προτάσεις του στο πλαίσιο της υποθέσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-280/95) .
26. Η αλληλογραφία μεταξύ της Ισπανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής μετά τις 2 Δεκεμβρίου 1999 αποκαλύπτει μόνον το γεγονός ότι η Κυβέρνηση περιορίστηκε να συμβουλευθεί τρεις αρχές σχετικά με νομικά προβλήματα που θα μπορούσαν να ανακύψουν στο πλαίσιο εκτελέσεως της αποφάσεως. Προς το σκοπό αυτό, η Ισπανική Κυβέρνηση ζήτησε, καίτοι η καταληκτική ημερομηνία της 2ας Φεβρουαρίου 2000 για την εκτέλεση της αποφάσεως είχε προ πολλού παρέλθει, δύο φορές παράταση της προθεσμίας, με τα έγγραφα της 25ης Απριλίου και της 14ης Ιουνίου 2000.
27. Τα έγγραφα της Ισπανικής Κυβερνήσεως δεν αποκαλύπτουν καμία συγκεκριμένη ενέργεια για την ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως προς τα οικεία κρατικά ναυπηγεία ή προς την εταιρία του δημοσίου, υπό τον έλεγχο της οποίας βρίσκονται. Μια τέτοια πρωτοβουλία, όμως, θα έπρεπε να είναι αυτονόητη, δεδομένου ότι τα οικεία ναυπηγεία είναι δημόσιες επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό την αιγίδα μιας εταιρίας του δημοσίου. Επιπλέον, από την εν λόγω αλληλογραφία δεν προκύπτει ότι η Κυβέρνηση επέδειξε την ελάχιστη επιμέλεια κατά τις διαβουλεύσεις, δίδοντας, για παράδειγμα, επείγοντα χαρακτήρα στις αιτήσεις της για την υποβολή γνωμοδοτήσεων ή καθορίζοντας προθεσμία για την απάντηση.
28. Το επιχείρημα που προέβαλε η Ισπανική Κυβέρνηση περισσότερο από έξι μήνες μετά την κοινοποίηση της αποφάσεως, στις 2 Δεκεμβρίου 1999, σύμφωνα με το οποίο η καθυστέρηση οφείλεται σε μια διοικητική αναδιοργάνωση, δεν αποτελεί, επίσης, δείγμα μεγάλης επιμέλειας εκ μέρους της. Αντιθέτως προς έναν απλό έμπορο, ο οποίος μπορεί να κλείσει το κατάστημά του «λόγω εργασιών», η δημόσια διοίκηση οφείλει, ακόμη και σε περίπτωση εσωτερικής αναδιοργανώσεως, να εξακολουθήσει να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις της. Το ίδιο συμβαίνει όταν οι υποχρεώσεις της διοικήσεως απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο.
29. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι και ο δεύτερος ισχυρισμός της Ισπανικής Κυβερνήσεως είναι αβάσιμος και ότι είναι βάσιμη η προσφυγή της Επιτροπής που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι η Ισπανική Κυβέρνηση παρέβη την υποχρέωσή της εκτελέσεως της αποφάσεως του 1999.
30. Ως εκ περισσού, αναφέρουμε ακόμη ότι από τη μελέτη του φακέλου της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι η Ισπανική Κυβέρνηση έλαβε οποιοδήποτε συγκεκριμένο μέτρο προς εκτέλεση της αποφάσεως, πριν η Επιτροπή ασκήσει την παρούσα προσφυγή με το δικόγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2000. Ο προβαλλόμενος από την Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρισμός συνίσταται στην αναφορά των νομικών προβλημάτων και περιπλοκών που θα συνεπαγόταν, κατά το ισπανικό δίκαιο, η εκτέλεση της αποφάσεως. Δεν υπάρχει, εντούτοις, κανένα στοιχείο για κάποια ενέργεια, βάσιμη ή μη, προς τις οικείες επιχειρήσεις. Επιπλέον, από τον φάκελο της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι η Ισπανική Κυβέρνηση κατέβαλε, μετά τον Ιούνιο του 2000, την παραμικρή προσπάθεια εξευρέσεως, σε διαβούλευση και συνεργασία με την Επιτροπή, μιας αποδεκτής λύσης που θα επέτρεπε να εξαλειφθούν με αποτελεσματικό τρόπο τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που απέκτησαν τα οικεία κρατικά ναυπηγεία χάρη στην κηρυχθείσα παράνομη ενίσχυση.
31. Με το δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή ζητεί, επίσης, την καταδίκη του Βασιλείου της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η προσφυγή της Επιτροπής είναι βάσιμη, το αίτημα αυτό πρέπει να γίνει δεκτό, σύμφωνα με το άρθρο 69 του Κανονισμού Διαδικασίας.
ΙΙΙ - Πρόταση
Για τους προεκτεθέντες λόγους, προτείνουμε στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:
«1) Το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας τα μέτρα που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή του προς την απόφαση 2000/131/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1999, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανία στα κρατικά ναυπηγεία, η οποία κηρύσσει παράνομες και ασύμβατες με την κοινή αγορά ορισμένες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στα κρατικά ναυπηγεία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καθώς και από τα άρθρα 2 και 3 της εν λόγω αποφάσεως.
2) Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.»