Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CC0094

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 20ής Σεπτεμβρίου 2001.
Roquette Frères SA κατά Directeur général de la concurrence, de la consommation et de la répression des fraudes, παρισταμένης της Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Γαλλία.
Δίκαιο του ανταγωνισμού - Άρθρο 14, παράγραφοι 3 και 6, του κανονισμού 17 - Απόφαση της Επιτροπής επιτάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου - Αρωγή των εθνικών αρχών - Ερμηνεία της αποφάσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής - Γενικές αρχές - Προστασία από τις αυθαίρετες ή δυσαναλόγως επαχθείς παρεμβάσεις της δημόσιας αρχής στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας νομικού προσώπου - Έκταση του ελέγχου του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου προς τον σκοπό παροχής άδειας εφαρμογής μέτρων εξαναγκασμού κατά επιχειρήσεων - Καθήκον της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών - Ειλικρινής συνεργασία.
Υπόθεση C-94/00.

Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-09011

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:472

62000C0094

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 20ης Σεπτεμβρίου 2001. - Roquette Frères SA κατά Directeur général de la concurrence, de la consommation et de la répression des fraudes, παρισταμένης της Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Γαλλία. - Δίκαιο του ανταγωνισμού - Άρθρο 14, παράγραφοι 3 και 6, του κανονισμού 17 - Απόφαση της Επιτροπής επιτάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου - Αρωγή των εθνικών αρχών - Ερμηνεία της αποφάσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής - Γενικές αρχές - Προστασία από τις αυθαίρετες ή δυσαναλόγως επαχθείς παρεμβάσεις της δημόσιας αρχής στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας νομικού προσώπου - Έκταση του ελέγχου του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου προς τον σκοπό παροχής άδειας εφαρμογής μέτρων εξαναγκασμού κατά επιχειρήσεων - Καθήκον της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών - Ειλικρινής συνεργασία. - Υπόθεση C-94/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-09011


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1. Στο πλαίσιο αναιρέσεως που άσκησε η εταιρία Roquette Frères SA (στο εξής: Roquette) κατά διατάξεως του προέδρου του tribunal de grande instance de Lille (Γαλλία), της 14ης Σεπτεμβρίου 1998, περί παροχής αδείας διενεργείας ελέγχων στους χώρους της επιχειρήσεως αυτής, το Cour de cassation (Γαλλία) υπέβαλε ενώπιόν μας δύο προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν τη δυνατότητα του εθνικού δικαστή να αρνείται την εκτέλεση της διενέργειας του διαταχθέντος από την Επιτροπή ελέγχου.

Ι - Το πραγματικό και νομικό πλαίσιο

A - Η απόφαση της Επιτροπής

2. Η Επιτροπή εξέδωσε στις 10 Σεπτεμβρίου 1998, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης , απόφαση επιτάσσουσα στη Roquette να υποβληθεί στη διενέργεια ελέγχου.

3. Το άρθρο 1 του διατακτικού της αποφάσεως αυτής έχει ως εξής:

«Επιτάσσεται η διενέργεια ελέγχου στην επιχείρηση Roquette Frères SA περί της ενδεχόμενης συμμετοχής της σε συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές στους τομείς του γλυκοτονικού νατρίου και της δελτα-γλυκονο-λακτόνης, δυνάμενες να αποτελούν παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ. Ο έλεγχος μπορεί να διεξαχθεί σε όλες τις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως αυτής.

Η επιχείρηση θα επιτρέψει στους εντεταλμένους να προβούν στον έλεγχο υπαλλήλους της Επιτροπής, καθώς και στους υπαλλήλους του κράτους μέλους που τους επικουρούν, την πρόσβαση σε όλους τους χώρους, ακίνητα και μεταφορικά μέσα της κατά τη διάρκεια του συνήθους ωραρίου λειτουργίας των γραφείων. Η επιχείρηση θα παρουσιάσει για έλεγχο τα βιβλία και τα λοιπά επαγγελματικά έγγραφα που θα ζητήσουν οι εν λόγω υπάλληλοι· θα τους επιτρέψει να ελέγξουν τα βιβλία και λοιπά επαγγελματικά έγγραφά της στους χώρους όπου βρίσκονται και να λάβουν αντίγραφα ή αποσπάσματα. Εξάλλου, θα παράσχει αμελλητί όλες τις προφορικές διευκρινίσεις που μπορεί να ζητήσουν οι εν λόγω υπάλληλοι σχετικά με το αντικείμενο του ελέγχου.»

4. Από τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως προκύπτει κατ' ουσίαν το εξής:

«[...]

Η Επιτροπή διαθέτει πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ορισμένοι υπεύθυνοι της εν λόγω επιχειρήσεως είχαν τακτικές συναντήσεις με τους ανταγωνιστές, κατά τη διάρκεια των οποίων διανεμήθηκαν μερίδια της αγοράς του γλυκοτονικού νατρίου και συμφωνήθηκαν ελάχιστες τιμές έναντι των χρηστών διαφόρων περιοχών της αγοράς. Καθορίστηκαν επίσης τα επίπεδα των συνολικών πωλήσεων και των πωλήσεων σχετικά με διάφορες περιοχές. Σε κάθε συνάντηση έγινε εκτίμηση του βαθμού τηρήσεως των συμφωνιών. Φαίνεται ότι κάθε επιχείρηση, που είχε υπερβεί τις πωλήσεις που της είχαν χορηγηθεί, έπρεπε να προσπαθήσει να μειώσει τις πωλήσεις της κατά τη διάρκεια της επομένης χρονικής περιόδου.

[...]

Η Επιτροπή διαθέτει πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω επαφές με τους ανταγωνιστές επεκτάθηκαν και στη δελτα-γλυκονο-λακτόνη. Συγκεκριμένα, πρόκειται για διμερείς ή πολυμερείς συζητήσεις που έγιναν συχνά επ' ευκαιρία (προ, μετά ή κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων) των συναντήσεων σχετικά με το γλυκοτονικό νάτριο. Με την ευκαιρία αυτή, οι συμμετέχοντες αντάλλαξαν πληροφορίες για την αγορά, τις τιμές στην αγορά και την κατάσταση της ζητήσεως. Επομένως, οι συμμετέχοντες είχαν συζητήσεις για την παραγωγική ικανότητα και τον όγκο των πωλήσεων. Οι επαφές αποσκοπούσαν στον έλεγχο των τιμών και μπορούσαν προφανώς να συντονίσουν τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων στην αγορά.

Αν αποδειχθεί ότι πράγματι έγιναν αυτές οι επαφές, οι προαναφερθείσες συμφωνίες και/ή οι εναρμονισμένες πρακτικές μπορεί να αποτελούν σοβαρή παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης [...]. Η ίδια η φύση αυτών των συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών δημιουργεί τη σκέψη ότι θα εφαρμοστούν μυστικώς και η διενέργεια ελέγχου είναι συναφώς το προσφορότερο μέσο για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων περί της υπάρξεώς τους.

[...]

Για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα του ελέγχου, δεν πρέπει η επιχείρηση να ενημερωθεί εκ των προτέρων.

Συνεπώς, πρέπει να υποχρεωθεί η επιχείρηση, μέσω αποφάσεως, να δεχθεί τον έλεγχο υπό την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17.»

5. Η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλική Κυβέρνηση να λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της αρωγής των εθνικών αρχών, που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, σε περίπτωση διαφωνίας της επιχειρήσεως για τον έλεγχο.

6. Κατόπιν της αιτήσεως αυτής, η direction générale de la concurrence, de la consommation et de la répression des fraudes (Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, Καταναλώσεως και Καταστολής της απάτης, στο εξής: DGCCRF), ζήτησε από τις αρμόδιες αποκεντρωμένες διοικητικές αρχές, αφενός, να τεθούν στη διάθεση των εντεταλμένων με τον έλεγχο υπαλλήλων της Επιτροπής, αφετέρου, να υποβάλουν στον πρόεδρο του tribunal de grande instance de Lille αίτηση χορηγήσεως της αδείας για τη διενέργεια επιτόπου έρευνας και κατασχέσεως, που προβλέπεται από τη γαλλική νομοθεσία.

7. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1998. Στην αίτηση αυτή ήταν συνημμένα μεταξύ άλλων η προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής και το κείμενο της αποφάσεως Hoechst κατά Επιτροπής .

8. Ο πρόεδρος του tribunal de grande instance de Lille έκανε δεκτή την αίτηση αυτή με διάταξη της 14ης Σεπτεμβρίου 1998, επί της οποίας θα επανέλθω.

Β - Το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο

9. Στις 29 Δεκεμβρίου 1983, το Conseil constitutionnel (Γαλλία) έκρινε ότι έρευνες σε ιδιωτικούς χώρους μπορούν να διενεργηθούν μόνον εφόσον τηρείται το άρθρο 66 του Γαλλικού Συντάγματος, το οποίο αναθέτει στη δικαστική αρχή την προστασία της ατομικής ελευθερίας και ιδίως του απαραβιάστου της κατοικίας. Το Conseil constitutionnel συνήγαγε ότι οι σχετικές διατάξεις του νόμου πρέπει συνεπώς να αναθέτουν ρητώς στο αρμόδιο δικαστήριο την αποστολή να ελέγχει συγκεκριμένα το βάσιμο της αιτήσεως που του υποβάλλεται.

10. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, εκδόθηκε το διάταγμα 86-1243, της 1ης Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με την ελευθερία των τιμών και του ανταγωνισμού (στο εξής: διάταγμα σχετικά με τον ανταγωνισμό), το οποίο καθορίζει τις διαδικασίες διενέργειας ελέγχου που επιτρέπονται στον τομέα αυτόν.

11. Το άρθρο 47 του διατάγματος αυτού προβλέπει:

«Οι διενεργούντες την έρευνα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε όλους τους χώρους, ακίνητα ή μεταφορικά μέσα επαγγελματικής χρήσεως, να ζητούν την κοινοποίηση βιβλίων, τιμολογίων και όλων των άλλων επαγγελματικών εγγράφων και να λαμβάνουν αντίγραφα, να συλλέγουν κατόπιν προσκλήσεως ή επί τόπου τις πληροφορίες και δικαιολογητικά στοιχεία. Μπορούν να ζητήσουν από την αρχή στην οποία υπάγονται να καθορίσει εμπειρογνώμονα για να προβεί σε οποιαδήποτε κατ' αντιμωλία πραγματογνωμοσύνη χρειάζεται.»

12. Το άρθρο 48 προβλέπει:

«Οι διενεργούντες την έρευνα μπορούν να προβαίνουν σε επί τόπου έρευνες σε όλους τους χώρους, καθώς και σε κατάσχεση εγγράφων, μόνον στο πλαίσιο ερευνών που έχουν ζητηθεί από τον Υπουργό Oικονομίας ή το Συμβούλιο Ανταγωνισμού και βάσει δικαστικής αδείας κατόπιν διατάξεως του προέδρου του tribunal de grande instance στη δωσιδικία του οποίου βρίσκονται οι χώροι επί των οποίων θα γίνει έρευνα ή ενός δικαστή εξουσιοδοτημένου από αυτόν. [...]

Ο δικαστής πρέπει να εξακριβώνει ότι η υποβληθείσα ενώπιόν του αίτηση για τη διενέργεια ελέγχου είναι βάσιμη· η αίτηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να δικαιολογήσουν την επί τόπου έρευνα . Ο δικαστής ορίζει ένα ή περισσότερα αστυνομικά όργανα που θα παρευρίσκονται κατά τη διενέργεια της έρευνας και θα τον ενημερώνουν για τη διεξαγωγή της [...].

Ο δικαστής μπορεί να επισκεφθεί τους χώρους κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής του ελέγχου. Ανά πάσα στιγμή, μπορεί να αποφασίσει την αναστολή ή την παύση της επιτόπου έρευνας.

Η αναφερθείσα στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου διάταξη μπορεί να προσβληθεί μόνο με αίτηση αναιρέσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας. Η αναίρεση αυτή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Η έρευνα, που δεν μπορεί να αρχίσει πριν από τις 6:00 π.μ. ή μετά τις 9:00 μ.μ., διενεργείται παρουσία του κατόχου των χώρων ή του αντιπροσώπου του. Μόνον οι διενεργούντες την έρευνα, ο κάτοχος των χώρων ή ο αντιπρόσωπός του καθώς και το αστυνομικό όργανο μπορούν να λάβουν γνώση των εγγράφων πριν από την κατάσχεσή τους. [...]»

13. Οι επιταγές των προαναφερθέντων άρθρων 47 και 48 κατέστησαν εφαρμοστέες στους διαταχθέντες ελέγχους βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17. Το άρθρο 56 bis του εν λόγω διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«Για την εφαρμογή των άρθρων 85 έως 87 της Συνθήκης της Ρώμης, ο Υπουργός Οικονομίας και οι υπάλληλοι τους οποίους ορίζει ή εξουσιοδοτεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, αφενός, και το Συμβούλιο του Ανταγωνισμού, αφετέρου, διαθέτουν την εξουσία που τους αναγνωρίζουν οι τίτλοι ΙΙΙ, VI και VII του παρόντος διατάγματος, όσον αφορά τον υπουργό και τους προαναφερθέντες υπαλλήλους, και με τον τίτλο ΙΙΙ όσον αφορά το Συμβούλιο Ανταγωνισμού. Επ' αυτών τυγχάνουν εφαρμογής οι προβλεπόμενοι στα νομοθετικά αυτά κείμενα διαδικαστικοί κανόνες.»

14. Για να διασαφηνιστεί η ερμηνεία των προαναφερθεισών εθνικών διατάξεων, η Roquette παραθέτει αποσπάσματα τριών αποφάσεων του Cour de cassation, που επιβεβαιώνουν ότι ο πρόεδρος του tribunal de grande instance πρέπει να παρέχει στο Cour de cassation τη δυνατότητα να ελέγχει αν εξακριβώθηκε το βάσιμο της αιτήσεως.

Γ - Η προσβληθείσα ενώπιον του Cour de cassation απόφαση

15. Η διάταξη του προέδρου του tribunal de grande instance de Lille περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις ακόλουθες διευκρινίσεις:

«[...] Επειδή η προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής βασίζεται σε πραγματικούς και νομικούς λόγους, σχετικά με εικαζόμενες πρακτικές που απαγορεύονται από το άρθρο 85 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στις οποίες ενέχεται η επιχείρηση Roquette Frères SA· επειδή δεν εναπόκειται σε εμάς να εκτιμήσουμε ότι, πράγματι, η εκτίμηση αυτή εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Λουξεμβούργου ·

Επειδή συνεπώς η προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής πρέπει να επισυναφθεί στην παρούσα διάταξη και να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της·

Επειδή τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής μπορεί να συνιστούν την αιτιολογία που καθορίζεται στο άρθρο 48 του προαναφερθέντος διατάγματος [διατάγματος σχετικά με τον ανταγωνισμό]· [...]»

16. Μετά την υπενθύμιση της περιγραφής των τεκμαιρομένων πραγματικών περιστατικών όπως προκύπτουν από την απόφαση της Επιτροπής, η διάταξη του προέδρου του tribunal de grande instance de Lille συνεχίζει, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων:

«[...] Επειδή οι πρακτικές αυτές είναι συνέπειες των συναντήσεων που γίνονται περιοδικώς, επ' ευκαιρία των οποίων ανταλλάσσονται πληροφορίες που κρατώνται μυστικές·

Επειδή τα έγγραφα που μπορούν να αποδείξουν τις πρακτικές αυτές είναι συνεπώς απόρρητα, επειδή τα αγνοούν οι διενεργούντες την έρευνα· [...]

Επειδή κρίνουμε ανεπαρκή τη χρήση των εξουσιών που καθορίζονται στο άρθρο 47 του διατάγματος της 1ης Δεκεμβρίου 1986 για να διασφαλίζεται η υποχρέωση που πρέπει να τηρήσει η γαλλική εθνική αρχή υπό τις παρούσες περιστάσεις·

Επειδή ο προδήλως εμπιστευτικός χαρακτήρας των αναζητουμένων εγγράφων και οι πιέσεις στις οποίες μπορούν να υποβληθούν ορισμένοι τρίτοι μπορεί να δικαιολογήσουν τη χρήση των εξουσιών που καθορίζονται στο άρθρο 48 του διατάγματος της 1ης Δεκεμβρίου 1986·

Επειδή κρίνουμε ότι οι εξουσίες αυτές μπορούν προφανώς να επιτύχουν τους επιδιωκόμενους σκοπούς διασφαλίζοντας τα δικαιώματα άμυνας εφόσον οι εξουσίες αυτές ασκούνται υπό τον έλεγχό μας·

Επειδή υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον η επιχείρηση Roquette Frères SA εικάζεται ότι ενέχεται σε πρακτικές που απαγορεύονται από το άρθρο 5 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και η χρήση του άρθρου 48 του προαναφερθέντος διατάγματος δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα μελετώμενα μέτρα υπό την προϋπόθεση ότι τα πρωτότυπα έγγραφα θα επιστραφούν στην επιχείρηση, οι χώροι της οποίας θα έχουν ερευνηθεί, επειδή η Επιτροπή έχει ζητήσει την κοινοποίηση μόνο αντιγράφων των εγγράφων·

[...]»

17. Η προαναφερθείσα διάταξη κοινοποιήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1998 και ο έλεγχος διεξήχθη στις 16 και 17 Σεπτεμβρίου 1998. Η Roquette συνεργάστηκε στον έλεγχο, μολονότι διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς τη λήψη αντιγράφων ορισμένων εγγράφων.

Δ - Η αίτηση αναιρέσεως και η απόφαση περί παραπομπής

18. Στη συνέχεια, η Roquette άσκησε αναίρεση κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του Cour de cassation. Η Roquette ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι ο πρόεδρος του tribunal de grande instance de Lille δεν μπορούσε να διατάξει επιτόπιες έρευνες χωρίς να ασκήσει πλήρως τον έλεγχο που του έχουν αναθέσει αποκλειστικά το Σύνταγμα και το διάταγμα σχετικά με τον ανταγωνισμό. Στον πρόεδρο αυτού του δικαστηρίου εναπόκειτο να εξακριβώσει ο ίδιος, ενόψει του φακέλου με τα στοιχεία που υποχρεούνταν να του προσκομίσει η ενάγουσα διοίκηση, ότι συνέτρεχαν σοβαρές υπόνοιες για πρακτικές αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δυνάμενες να δικαιολογήσουν τη λήψη μέτρων εξαναγκασμού. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου αυτού δεν μπορούσε να αρκεστεί να λάβει την απόφασή του μόνο βάσει της αποφάσεως της Επιτροπής, χωρίς να σχηματίσει την πεποίθηση ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε ορθώς ενόψει των στοιχείων ή εγγράφων που είχαν υποβληθεί στην κρίση της Επιτροπής.

19. Με την απόφαση περί παραπομπής, το Cour de cassation, αφού υπενθύμισε την προαναφερθείσα απόφαση του Cour constitutionnelle της 29ης Δεκεμβρίου 1983, επισημαίνει ότι «εν προκειμένω, κανένα πληροφοριακό στοιχείο ή ένδειξη που να τεκμηριώνουν το υποστατό των προβαλλομένων αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών δεν υποβλήθηκε στον πρόεδρο του tribunal de grande instance de Lille [...] και συνεπώς του ήταν αδύνατο να ελέγξει συγκεκριμένα το βάσιμο της υποβληθείσας ενώπιόν του αιτήσεως» και ότι «επιπλέον, η απόφαση της Επιτροπής [...] απλώς επισημαίνει ότι η Επιτροπή διαθέτει πληροφοριακά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η εταιρία Roquette Frères επιδίδεται σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές στην αγορά του γλυκοτονικού νατρίου και της δελτα-γλυκονο-λακτόνης, τις οποίες περιέγραψε, χωρίς να αναφέρει κατά την ανάλυση των πρακτικών αυτών, έστω και συνοπτικά, τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία ισχυρίζεται ότι κατέχει και στα οποία στηρίζει την κρίση της· [...]»

20. εραιτέρω, το Cour de cassation παραπέμπει στους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 17 και 18 της προαναφερθείσας αποφάσεως Hoechst κατά Επιτροπής, σύμφωνα με τους οποίους δεν υφίσταται κοινή αρχή στα δίκαια των κρατών μελών θεσπίζουσα το δικαίωμα του απαραβιάστου των γραφείων των επιχειρήσεων ούτε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) με την οποία να συνάγεται τέτοια αρχή από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την ροάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ). Συναφώς, το Cour de cassation παρατηρεί ότι το ΕΔΔΑ με την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, Niemietz, έκρινε πάντως μεταγενέστερα ότι η διάταξη αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής σε ορισμένες δραστηριότητες ή σε ορισμένους επαγγελματικούς χώρους. Το Cour de cassation αναφέρει μάλιστα τα άρθρα 6, παράγραφος 2, ΕΕ, το οποίο επιβάλλει στην Ένωση τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως διασφαλίζονται από το ΕΔΔΑ βάσει των γενικών αρχών, και 46 ΕΕ το οποίο υποβάλλει τη διάταξη αυτή στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

21. Το Cour de cassation τονίζει περαιτέρω ότι η προαναφερθείσα απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής διευκρίνισε ότι η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο διαδικαστικές εγγυήσεις κατά τη χρήση των ελεγκτικών εξουσιών της.

22. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation, με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2000, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Λαμβανομένων υπόψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η κοινοτική έννομη τάξη και του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την ροάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πρέπει η εκδοθείσα στις 21 Σεπτεμβρίου 1989 απόφαση Hoechst να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, που είναι βάσει του εθνικού του δικαίου αρμόδιο να διατάσσει επί τόπου έρευνες και κατασχέσεις από όργανα της διοικήσεως σε εγκαταστάσεις επιχειρήσεων όσον αφορά θέματα του ανταγωνισμού, δεν μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια οσάκις θεωρεί ότι τα πληροφοριακά στοιχεία ή ενδείξεις που του υποβλήθηκαν, ως στοιχεία από τα οποία μπορεί να τεκμαρθεί η ύπαρξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών εκ μέρους των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η απόφαση περί διενεργείας ελέγχου της Επιτροπής, είναι ανεπαρκή για να παράσχει την άδεια για ένα τέτοιο μέτρο ή οσάκις, όπως εν προκειμένω, δεν του υποβλήθηκε κανένα στοιχείο ή καμία ένδειξη;

2) Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν θα αναγνώριζε την υποχρέωση της Επιτροπής να υποβάλει στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο τις ενδείξεις και τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει και από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών, είναι παρ' όλ' αυτά το ως άνω εθνικό δικαστήριο αρμόδιο, λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων θεμελιωδών δικαιωμάτων, να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια για τις αιτηθείσες επί τόπου έρευνες και κατασχέσεις οσάκις θεωρεί ότι η απόφαση της Επιτροπής, όπως εν προκειμένω, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και δεν του παρέχει τη δυνατότητα να ελέγξει συγκεκριμένα το βάσιμο της αιτήσεως που του υποβλήθηκε, οπότε τελεί σε αδυναμία να ασκήσει τον έλεγχο που επιβάλλει το εθνικό του συνταγματικό δίκαιο;»

ΙΙ - Εκτίμηση

23. ρώτον, πρέπει να διευκρινιστεί σαφώς το περιεχόμενο του προβλήματος που μας υποβλήθηκε από το Cour de cassation.

24. Κατά την άποψή μου, από τα κείμενα του γαλλικού δικαίου που μόλις παρέθεσα καθώς και από την ανάγνωση της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι τα δύο ερώτηματα, θεωρούμενα από κοινού, θέτουν το ζήτημα αν ο εθνικός δικαστής έχει αρμοδιότητα να αρνηθεί την παροχή αδείας για διενέργεια ελέγχου (η οποία πρακτικώς αντιστοιχεί σε έρευνα) όταν ούτε το κείμενο της αποφάσεως της Επιτροπής ούτε τα πληροφοριακά στοιχεία ή ενδείξεις που του έχουν υποβληθεί συμπληρώνοντας την απόφαση, δεν μπορούν να αποδείξουν, κατά την κρίση του δικαστή αυτού, την αναγκαιότητα αυτού του ελέγχου. Η διατύπωση «να ελέγξει συγκεκριμένα το βάσιμο της αιτήσεως», που περιλαμβάνεται στο δεύτερο ερώτημα, αίρει κάθε αμφιβολία συναφώς.

25. Στη σκέψη 35 της προαναφερθείσας αποφάσεως Hoechst κατά Επιτροπής, κρίνατε ότι η αρμόδια εθνική αρχή - «ασχέτως του αν είναι δικαστική ή μη - δεν μπορεί να υποκαθιστά [...] τη δική της εκτίμηση στην κρίση της Επιτροπής, της οποίας οι αξιολογήσεις ως προς τα πραγματικά και νομικά περιστατικά υπόκεινται μόνο στον έλεγχο νομιμότητας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».

26. Υπό τις συνθήκες αυτές, μπορεί συνεπώς να συναχθεί ότι το Cour de cassation διερωτάται, κατ' ουσίαν, αν πρέπει να αναθεωρηθεί η προαναφερθείσα νομολογία Hoechst κατά Επιτροπής.

Α - Η προαναφερθείσα απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ

27. Συναφώς, το Cour de cassation προβάλλει δύο λόγους.

28. Το Cour de cassation, μολονότι επισημαίνει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν, από πολύ καιρό, αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριό μας, και ότι η ΕΣΔΑ έχει, συναφώς, ιδιαίτερη σημασία, διερωτάται αν πρέπει να δοθεί στη Σύμβαση αυτή ακόμη μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι στο παρελθόν, κατόπιν της θεσπίσεως του άρθρου 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση που ορίζει ότι η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ΕΣΔΑ και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. εραιτέρω, το άρθρο 46, στοιχείο δ_, της ίδιας Συνθήκης προβλέπει ότι το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα για την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, όσον αφορά τη δραστηριότητα των οργάνων.

29. Συναφώς, συντάσσομαι εντούτοις με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής ότι τα κείμενα αυτά είχαν αμιγώς επιβεβαιωτικό ρόλο. ράγματι, όπως διευκρινίσατε στην απόφαση Bosman , όσον αφορά την αρχή της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, η αρχή αυτή «αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, επιβεβαιωθείσα εξάλλου από το προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής ράξεως και από το άρθρο ΣΤ, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, προστατεύονται στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης». Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όπως ισχύει σήμερα ταυτίζεται με το παλαιό άρθρο ΣΤ, παράγραφος 2.

30. Δεύτερον, το Cour de cassation υπενθυμίζει ότι, στο σημείο 18 της προαναφερθείσας αποφάσεως Hoechst κατά Επιτροπής, κρίνατε ότι το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ αφορά το πεδίο της αναπτύξεως της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου και, επομένως, δεν μπορεί να επεκταθεί στους χώρους εμπορικών δραστηριοτήτων. Εξάλλου, διαπιστώσατε ότι δεν υπήρχε ακόμη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ.

31. Το Cour de cassation ισχυρίζεται ότι υφίσταται τέτοια νομολογία μετά την προαναφερθείσα απόφαση Niemietz και άλλες μεταγενέστερες αποφάσεις.

32. Εντούτοις, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι και στην προαναφερθείσα απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής δεν κρίνατε ότι δεν υπάρχει προστασία των επιχειρήσεων έναντι των αυθαιρέτων παρεμβάσεων, αλλά, στο σημείο 19 της εν λόγω αποφάσεως, κρίνατε ότι «σε όλα τα νομικά συστήματα των κρατών μελών, οι παρεμβάσεις της δημόσιας αρχής στην σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας κάθε προσώπου, είτε φυσικού είτε νομικού, πρέπει να είναι νομικώς θεμελιωμένες και να δικαιολογούνται από λόγους προβλεπόμενους από τον νόμο και, όπως είναι επόμενο, τα συστήματα αυτά προβλέπουν, καίτοι με διαφορές ως προς τις λεπτομέρειες, την προστασία έναντι παρεμβάσεων που είναι αυθαίρετες ή δυσανάλογα επαχθείς. Επομένως, η ανάγκη μιας τέτοιας προστασίας πρέπει να αναγνωριστεί ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου».

33. Επειδή όμως εν τω μεταξύ το ΕΔΔΑ εξέδωσε την προαναφερθείσα απόφαση Niemietz και καθόσον το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσδίδει τη μεγαλύτερη δυνατόν σημασία στη νομολογία του ΕΔΔΑ, πρέπει να εξεταστεί αν μπορεί να χορηγηθεί στους επαγγελματικούς χώρους των νομικών προσώπων μεγαλύτερη προστασία.

34. Υπενθυμίζω κατ' αρχάς ότι το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ έχει ως εξής:

«1. αν πρόσωπο δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.

2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος αυτού, εκτός αν η επέμβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνία, είναι αναγκαίον διά την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων».

35. Επομένως, η προστασία του απαραβιάστου της κατοικίας δεν είναι απόλυτη. Όταν το ΕΔΔΑ κλήθηκε να εξετάσει, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας υποθέσεως Niemietz, μια «επέμβαση» υπό την έννοια της προαναφερθείσας παραγράφου 2, εξέτασε διαδοχικά:

- αν επρόκειτο για επέμβαση·

- αν η επέμβαση αυτή προβλεπόταν από τον νόμο·

- αν επεδίωκε νόμιμους σκοπούς·

- αν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία.

1. Η ύπαρξη επεμβάσεως

36. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έλεγχος που διενεργείται βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 6, του κανονισμού 17 συνιστά σαφώς επέμβαση υπό την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

37. Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι στη σκέψη 31 της προαναφερθείσας αποφάσεως Niemietz, το ΕΔΔΑ έκρινε τα εξής:

«[...] η ερμηνεία των λέξεων "ιδιωτικός βίος" και "κατοικία" υπό την έννοια ότι καλύπτουν ορισμένους επαγγελματικούς ή εμπορικούς χώρους ή δραστηριότητες ανταποκρίνονται στο ουσιαστικό αντικείμενο και σκοπό του άρθρου 8: προστασία του ατόμου έναντι των αυθαιρέτων επεμβάσεων της δημόσιας αρχής (βλ., π.χ., ΕΔΔΑ, απόφαση Marckx κατά Βελγίου της 13ης Ιουνίου 1979, σειρά A, αριθ. 31, σ. 15, § 31). Συνεπώς, τα συμβαλλόμενα κράτη δεν περιορίζονται αδικαιολόγητα διότι διατηρούν, στο μέτρο που επιτρέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 8, το δικαίωμά τους "επεμβάσεως" και το δικαίωμα αυτό μπορεί κατά μείζονα λόγο να επεκταθεί για τους επαγγελματικούς ή εμπορικούς χώρους ή δραστηριότητες απ' ό,τι σε άλλες περιπτώσεις» .

38. Από το απόσπασμα αυτό προκύπτει ότι το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι η επαγγελματική σφαίρα δεν χρειάζεται οπωσδήποτε, ή ως προς όλες τις απόψεις, την ίδια προστασία με την ιδιωτική σφαίρα. Τούτο μπορεί να αφορά, μεταξύ άλλων, τις απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληροί η επιτάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου πράξη, παραδείγματος χάρη όσον αφορά τις ενδείξεις από τις οποίες εικάζεται η ύπαρξη παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού.

2. Η επέμβαση πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο

39. Έλεγχος που διενεργείται βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81 ΕΚ) και του κανονισμού 17 αποτελεί σαφέστατα «επέμβαση προβλεπόμενη από τον νόμο».

3. Η επέμβαση πρέπει να επιδιώκει νόμιμους σκοπούς

40. Κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας δεν αμφισβητήθηκε, και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ότι, όταν η Επιτροπή πραγματοποιεί ελέγχους για να αποδείξει την ύπαρξη συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών που μπορούν να εντάσσονται στην απαγόρευση που θεσπίζεται με το άρθρο 81 ΕΚ, οι έλεγχοι αυτοί αποτελούν επεμβάσεις που επιδιώκουν νόμιμο σκοπό.

4. Η επέμβαση πρέπει να είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία

41. Σε θέματα συμπράξεων, τα κριτήρια που πρέπει να γίνουν δεκτά συναφώς είναι σαφώς τα κριτήρια της «οικονομικής ευημερίας της χώρας» και της «τηρήσεως της τάξεως».

42. Όπως πράγματι τονίσατε με την απόφαση National Panasonic κατά Επιτροπής , παρατεθείσα στη σκέψη 25 της προαναφερθείσας αποφάσεως Hoechst κατά Επιτροπής, οι κρίσιμοι για την υπόθεση κανόνες του κοινοτικού δικαίου έχουν ως λειτουργία «την αποφυγή της νοθεύσεως του ανταγωνισμού επί ζημία του γενικού συμφέροντος των ατομικών επιχειρήσεων και των καταναλωτών».

43. Επομένως, μπορεί να ειπωθεί ότι κατ' αρχήν οι έλεγχοι που διενεργούνται κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 17 είναι «αναγκαίοι» υπό την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

44. Το κριτήριο της αναγκαιότητας του ελέγχου πρέπει εντούτοις να πληρούται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Συναφώς, το ΕΔΔΑ έκρινε ως εξής στη σκέψη 55 της αποφάσεως Funke κατά Γαλλίας της 25ης Φεβρουαρίου 1993 :

«Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα συμβαλλόμενα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως για να κρίνουν την ανάγκη μιας παρεμβάσεως, τούτο όμως συνδυάζεται με έλεγχο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι εξαιρέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 8 χρήζουν συσταλτικής ερμηνείας (απόφαση Klass κ.λπ. κατά Γερμανίας της 6ης Σεπτεμβρίου 1978, σειρά A αριθ. 28, σ. 21, § 42) και η αναγκαιότητά τους σε μια συγκεριμένη περίπτωση πρέπει να αποδεικνύεται πειστικώς.»

45. Συναφώς, εντός της Κοινότητας, η ανάγκη διενέργειας ελέγχου, δηλαδή ο πειστικός ή μη πειστικός χαρακτήρας των επιχειρημάτων που προβάλλει η Επιτροπή για να τον δικαιολογήσει, υπόκειται, κάθε φορά που αμφισβητείται, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (προαναφερθείσα απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 35).

46. Επιπλέον, ουδόλως προκύπτει από τις προαναφερθείσες αποφάσεις του ΕΔΔΑ ότι το αρμόδιο για να εκτιμήσει την εν λόγω αναγκαιότητα δικαστήριο πρέπει να έχει αποφανθεί προτού πραγματοποιηθεί η έρευνα. Φυσικά, πιστεύω ότι η περίπτωση αυτή είναι προτιμητέα. Για τον λόγο αυτό πρότεινα ήδη με τις προτάσεις μου σχετικά με την προαναφερθείσα υπόθεση Hoechst κατά Επιτροπής (σημεία 146 και 147) ότι ένταλμα ερεύνης πρέπει να χορηγείται στους υπαλλήλους της Επιτροπής από το Δικαστήριο (ή, τώρα, από το ρωτοδικείο). Εντούτοις, η διαδικασία αυτή μπορεί να θεσπιστεί μόνο νομοθετικώς.

47. άντως, το γεγονός ότι, επί του παρόντος, η ανάγκη διεξαγωγής έρευνας μπορεί να ελεγχθεί μόνον εκ των υστέρων, δεν νομίζω ότι θέτει πρόβλημα από την άποψη προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, εφόσον το Δικαστήριο δέχεται ρητώς ότι τα πορίσματα που θα προκύψουν βάσει εντάλματος ή αποφάσεως που θα κριθούν στη συνέχεια παράνομες, δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν. εραιτέρω, σημειώνω ότι στη Γαλλία μια έρευνα μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί προτού η ανώτατη δικαστική αρχή αποφανθεί επί του βασίμου της, εφόσον αίτηση αναιρέσεως κατά διατάξεως επιτρέπουσας έρευνα σε θέματα ανταγωνισμού δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

48. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα με εκείνο στο οποίο κατέληξαν η Γαλλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, δηλαδή ότι ούτε οι τροποποιήσεις που έγιναν στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ ούτε οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που έθιξαν το ζήτημα εφαρμογής της αρχής του απαραβιάστου της κατοικίας στους επαγγελματικούς χώρους, μπορούν να διακυβεύσουν τις αρχές που προκύπτουν από την προαναφερθείσα απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής. Οι αρχές αυτές χορηγούν στις επιχειρήσεις προστασία αντίστοιχη με εκείνη που το ΕΔΔΑ συνάγει από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

49. Επομένως, μένει ακόμη να εξεταστεί λεπτομερέστερα το πραγματικό διακύβευμα των ερωτημάτων του Cour de cassation, δηλαδή το ζήτημα σε ποιον εναπόκειται να προβεί στον δικαστικό έλεγχο και, συγκεκριμένα, ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του εθνικού δικαστή στη διαδικασία αυτή.

Β - Ο ρόλος του εθνικού δικαστή στη διαδικασία του ελέγχου

50. Σύμφωνα με την άποψη της Roquette,

«οι διορθωτικές αιτήσεις για τη διενέργεια έρευνας που προέρχονται από την Επιτροπή δεν απαλλάσσονται από την άσκηση της εξουσίας έρευνας και εκτιμήσεως του Γάλλου εθνικού δικαστή και [...] πρέπει συνεπώς να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προσκομίσεως δικαιολογητικών στοιχείων ή συγκεκριμένης διευκρινίσεως για να δικαιολογήσουν την αίτηση.

ροκύπτει επίσης ότι απόφαση της Επιτροπής που θεμελιώνεται στο άρθρο 14 του κανονισμού 17 είναι ένα από τα στοιχεία που υποβάλλονται στην εκτίμηση του δικαστή, το οποίο ο δικαστής αυτός μπορεί να κρίνει ως επαρκές αν η πράξη είναι επαρκώς σαφής ή ότι χρήζει και άλλων διευκρινίσεων σε αντίθετη περίπτωση.

ροκύπτει ακόμη ότι ο έλεγχος αυτός, που αφορά αποκλειστικά τα πραγματικά γεγονότα και ασκείται από τον δικαστή, δεν θίγει ούτε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων ούτε την αποτελεσματικότητα του έργου της Επιτροπής.

Συνεπώς, η εταιρία Roquette είναι της γνώμης ότι ο δικαστής μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια για έρευνα, όταν, όπως εν προκειμένω, καθώς επισήμανε το Cour de cassation, "δεν του υποβλήθηκε κανένα πληροφοριακό στοιχείο ή καμία ένδειξη".»

51. Τι σκέψεις δημιουργεί η άποψη αυτή;

52. Εκ προοιμίου τονίζω ότι, κατά τη γνώμη μου, είναι ουσιώδες, από απόψεως συνοχής της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η εξέταση της αναγκαιότητας (ή του βασίμου) των ελέγχων να παραμείνει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και να μη μεταφερθεί στα δικαστήρια των κρατών μελών.

53. Κατ' αρχάς, από το άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ) προκύπτει ότι μόνον το Δικαστήριο δικαιούται να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων. Οι αποφάσεις της Επιτροπής που αφορούν μία από τις ενέργειες διεξαγωγής ελέγχου είναι αναμφισβήτητα αποφάσεις υπό την έννοια του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 249 ΕΚ).

54. Η αρχή ότι οι πράξεις των οργάνων μπορούν να ακυρωθούν μόνον από το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο (Δικαστήριο ή ρωτοδικείο) είναι η μόνη που μπορεί να διασφαλίσει ότι οι πράξεις αυτές κρίνονται σύμφωνα με ομοιόμορφα κριτήρια. Μόνον η αρχή αυτή μπορεί να αποτρέψει το να κριθεί παράνομη μια πράξη των οργάνων στο τάδε κράτος μέλος, αλλά όχι στο δείνα. Συναφώς, αρκεί η παραπομπή στην απόφαση Foto-Frost , η οποία αναφέρθηκε συναφώς εντόνως από τη Βρετανική Κυβέρνηση και την οποία ανέφερα ήδη στις προτάσεις μου σχετικά με την προαναφερθείσα υπόθεση Hoechst κατά Επιτροπής.

55. Βεβαίως, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Roquette υποστήριξε ότι δεν πρόκειται για ακύρωση πράξεως της Επιτροπής, αλλά για προσωρινή μη εκτέλεσή της αναμένοντας να προσκομιστούν από την Επιτροπή συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία. Εντούτοις, γεγονός είναι ότι το Cour de cassation έθεσε σαφέστατα το πρόβλημα από απόψεως ανεπαρκούς αιτιολογίας της αποφάσεως της Επιτροπής και συνεπώς από απόψεως του μη συννόμου χαρακτήρα της. Καλείστε όμως να απαντήσετε στα ερωτήματα του Cour de cassation.

56. Εν πάση περιπτώσει, αν εξεταστούν προσεκτικά οι παρατηρήσεις της Roquette, προκύπτει αναμφίβολα ότι η επιχείρηση αυτή απαιτεί σαφώς από τον εθνικό δικαστή να μπορέσει να εξακριβώσει την αναγκαιότητα ή το βάσιμο της έρευνας. Με το γεγονός και μόνον ότι ζητεί συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία από την Επιτροπή, ο δικαστής επισημαίνει, πράγματι, ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση ή τα οποία του προσκομίστηκαν προφορικώς, σ' ένα πρώτο στάδιο, δεν τον έπεισαν ότι η έρευνα είναι αναγκαία. Όταν, λίγες ώρες ή λίγες εβδομάδες αργότερα (στην περίπτωση τροποποιήσεως της ίδιας της αποφάσεως), του υποβληθούν νέες ενδείξεις και, βάσει αυτού, ο δικαστής χορηγήσει την άδεια, εννοεί, τουλάχιστον σιωπηρώς, «τώρα έχω πεισθεί ότι η έρευνα είναι αναγκαία». Μπορεί όμως επίσης να δηλώσει ότι δεν έχει ακόμα πειστεί.

57. εραιτέρω, το απλό γεγονός καθυστερήσεως χορηγήσεως της άδειας, έστω και για μερικές ώρες, μπορεί να έχει καταστροφικό αποτέλεσμα όταν πρέπει να πραγματοποιηθούν παράλληλες έρευνες σε διάφορες επιχειρήσεις του ιδίου τομέα που είναι εγκατεστημένες σε διάφορα κράτη μέλη. Στην περίπτωση αυτή, η είδηση ότι διεξάγεται έρευνα σε άλλα κράτη μέλη, στην αρχικώς προβλεφθείσα ημερομηνία, θα περιέλθει, πράγματι, ταχύτατα σε γνώση της επιχειρήσεως που είναι εγκατεστημένη στο κράτος μέλος όπου η διαδικασία παροχής άδειας έχει προσωρινώς σταματήσει και θα της δώσει τη δυνατότητα να καταστρέψει όλα τα ίχνη της παράνομης συμπράξεως.

58. Για όλους αυτούς τους λόγους, νομίζω επομένως ότι πρέπει να ισχύσει η αρχή ότι η εκτίμηση του βασίμου, δηλαδή της αναγκαιότητας του ελέγχου, δεν πρέπει να εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή.

59. Κατόπιν τούτου, επιθυμώ να διευκρινίσω ότι αντιλαμβάνομαι πλήρως τους προβληματισμούς του Cour de cassation που αντιμετωπίζει τα προαναφερθέντα εθνικά νομοθετικά κείμενα. Τα κείμενα αυτά επεκτείνουν στους ελέγχους που διενεργούνται από την Επιτροπή τις ουσιαστικές και διαδικαστικές διατάξεις που είναι εφαρμοστέες όταν τίθεται εν αμφιβόλω μόνον το γαλλικό δίκαιο ανταγωνισμού. Είναι εντελώς φυσικό ότι το γαλλικό δίκαιο διευκρινίζει ότι ο δικαστής που δίνει άδεια για έρευνα πρέπει να έχει πειστεί για το βάσιμό της και πρέπει να διαθέτει, συναφώς, επαρκείς ενδείξεις. ράγματι, στον δικαστή αυτόν βασίζεται ουσιαστικά η απόφαση παροχής ή μη παροχής άδειας για έρευνα, εφόσον το Cour de cassation πραγματοποιεί μόνον έλεγχο επί της ουσίας. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να έχουν σαφώς στοιχειοθετηθεί από τον πρόεδρο του tribunal de grande instance και το Cour de cassation πρέπει να μπορεί να κρίνει αν, θεωρώντας ότι τα πραγματικά περιστατικά είναι επαρκή, ο πρόεδρος του tribunal de grande instance υπέπεσε σε κάποια νομική πλάνη.

60. άντως, η κατάσταση διαφέρει στο κοινοτικό δίκαιο, εφόσον, στην περίπτωση αυτή, ο έλεγχος της αναγκαιότητας διεξαγωγής της έρευνας εμπίπτει - και δεν μπορεί παρά να εμπίπτει - στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Στο Δικαστήριο εναπόκειται, όταν του υποβάλλεται αίτηση από την εν λόγω επιχείρηση, να εξακριβώσει ενδελεχώς αν η Επιτροπή διέθετε επαρκώς σοβαρές ενδείξεις ως προς την πιθανή ύπαρξη συμπράξεως, προτού λάβει την απόφασή της. Η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει στο κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο όλες τις πληροφορίες που μπορούν να αποδείξουν το βάσιμο της έρευνας. Επαναλαμβάνω ότι, αν τούτο δεν συμβαίνει, το Δικαστήριο θα ακυρώσει την απόφαση και θα απαγορευτεί στην Επιτροπή να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία που έχει φωτοτυπήσει καθώς και τις πληροφορίες που μπόρεσε να λάβει προφορικώς από τους υπαλλήλους της επιχειρήσεως.

61. ρέπει να συναγάγουμε από όλα αυτά ότι ο εθνικός δικαστής έχει αποστολή μόνο να εξακριβώσει αν η απόφαση που του υποβάλλεται προέρχεται σαφώς από την Επιτροπή και αν τα πρόσωπα, που επιθυμούν να προβούν στον έλεγχο, διαθέτουν έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται ότι είναι νομοτύπως εντεταλμένα συναφώς από την Επιτροπή;

62. Όπως η Γαλλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, θεωρώ ότι ο ρόλος του εθνικού δικαστή βαίνει έτι περαιτέρω, αλλά όχι μέχρι του βαθμού που προφανώς πιστεύουν η Roquette και οι άλλες κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις.

63. Κατά την άποψή μου, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του ελέγχου που ο δικαστής αυτός μπορεί να ασκήσει για να διαπιστώσει αν ο έλεγχος είναι αυθαίρετος ή δυσανάλογος, και της εξακριβώσεως της διεξαγωγής του ίδιου του ελέγχου/έρευνας.

64. Όσον αφορά το πρώτο σημείο, η Επιτροπή θεωρεί ότι μπορεί, κατ' αρχάς, να υποστηριχθεί ότι στο μέτρο που ο έλεγχος της αιτιολογίας αποτελεί τμήμα του ελέγχου νομιμότητας, ο έλεγχος αυτός εμπίπτει μόνο στην αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαιοδοτικού οργάνου.

65. αρ' όλ' αυτά, η Επιτροπή δέχεται ότι η απόλυτη αδυναμία της εθνικής αρχής να ελέγξει την αιτιολογία της αποφάσεως διενέργειας ελέγχου δυσκόλως συμβιβάζεται προφανώς με τη δυνατότητα που της αναγνωρίστηκε, με την προαναφερθείσα απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, να εκτιμά τον ενδεχομένως αυθαίρετο ή υπερβολικό χαρακτήρα των μελετωμένων μέτρων. ράγματι, η εκτίμηση αυτή προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι η εθνική αρχή εξετάζει το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου, γεγονός για το οποίο η Επιτροπή τονίζει, εξάλλου, ότι πρόκειται όντως για ένα από τα ουσιώδη στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στην αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής .

66. άντως, η Επιτροπή φρονεί ότι η εξέταση της αιτιολογίας εκ μέρους της εθνικής αρχής πρέπει να περιορίζεται σ' αυτό που είναι αυστηρώς αναγκαίο ώστε να μπορέσει να ασκήσει το περιορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως που της επιφυλάσσεται με την προαναφερθείσα απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής.

67. Συναφώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο αυθαίρετος ή υπερβολικός χαρακτήρας των μελετωμένων μέτρων εξαναγκασμού πρέπει να εκτιμάται μόνο σε σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου , τόσο ώστε αρκεί η εθνική αρχή να πληροφορείται για την εικαζομένη παράβαση καθώς και για το πλαίσιό της (θέση της οικείας επιχειρήσεως στην αγορά, κίνδυνος αποκρύψεως εγγράφων, δυνατότητα ασκήσεως πιέσεων κ.λπ.).

68. Επομένως, σύμφωνα με την Επιτροπή, το εθνικό δικαστήριο μπορεί νομίμως να αρνηθεί τη ζητούμενη άδεια αν η απόφαση της Επιτροπής δεν περιλαμβάνει κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία, ή αν η περιγραφή της προσαπτόμενης συμπεριφοράς είναι τόσο ανακριβής ή ανύπαρκτη, ώστε καθιστά αδύνατη κάθε εκτίμηση του ενδεχομένως υπερβολικού ή αυθαιρέτου χαρακτήρα των μελετωμένων μέτρων, ή ακόμη αν το αντικείμενο του ελέγχου περιγράφεται προδήλως αόριστα (π.χ. «να ελεγχθεί αν μια επιχείρηση επιδόθηκε σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές») για να μπορέσει να ασκήσει τον έλεγχο που του ανατίθεται.

69. Η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι ο αρμόδιος εθνικός δικαστής μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια για τη διενέργεια των ζητουμένων επιτόπου ερευνών και κατασχέσεων όταν κρίνει ότι τα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί δεν του επιτρέπουν να ασκήσει τον δικό του έλεγχο, όπως καθορίστηκε με την προαναφερθείσα απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής. άντως, ο αρμόδιος εθνικός δικαστής δεν μπορεί να αρνηθεί την παροχή άδειας για τη διενέργεια των ζητουμένων επιτόπου ερευνών και κατασχέσεων - χωρίς να θίξει αδικαιολόγητα την αποτελεσματικότητα της δράσεως της Επιτροπής - εάν του έχουν διαβιβασθεί τα ουσιώδη στοιχεία της αιτιολογίας που προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17.

70. ράγματι, η κυβέρνηση αυτή, παραπέμποντας στις σκέψεις 40 και 41 της προαναφερθείσας αποφάσεως Hoechst κατά Επιτροπής, θεωρεί ότι το Δικαστήριο εναρμόνισε προηγουμένως το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως βάσει του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 253 ΕΚ) με το προβλεπόμενο στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 περιεχόμενο, διευκρινίζοντας ότι η Επιτροπή πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου, προσθέτοντας ότι «η Επιτροπή δεν υποχρεούται μεν να γνωστοποιεί στον αποδέκτη μιας αποφάσεως για τη διενέργεια ελέγχου όλα τα στοιχεία που διαθέτει σχετικά με φερόμενες παραβάσεις ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων αυτών, οφείλει, όμως, να αναφέρει σαφώς τις υποψίες που σκοπεύει να εξετάσει».

71. Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι στην προαναφερθείσα υπόθεση Hoechst κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο έκρινε επ' αυτού ότι η αιτιολογία της αποφάσεως για τη διενέργεια ελέγχου μπορεί να είναι διατυπωμένη «πολύ γενικά», χωρίς τούτο να θίγει τη νομιμότητά της.

72. Στην πράξη, τα στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν την υποβληθείσα στον δικαστή αίτηση παροχής αδείας είναι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση της Επιτροπής, ώστε η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών πράξεων είναι προφανώς τεχνητή ενόψει του ελέγχου της αιτιολογίας στον οποίο προβαίνει ο εθνικός δικαστής.

73. αρ' όλ' αυτά, η προαναφερθείσα νομολογία Hoechst κατά Επιτροπής δεν επιτρέπει πάντοτε στον εθνικό δικαστή να γνωρίζει βάσει ποιων στοιχείων εναπόκειται σ' αυτόν να εξακριβώσει αν τα μελετώμενα μέτρα εξαναγκασμού είναι ανάλογα σε σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου, όπως αποδεικνύει, μεταξύ άλλων, η απόφαση περί παραπομπής. Σύμφωνα με τη Γαλλική Κυβέρνηση, οι πρακτικής φύσεως δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν τα εθνικά δικαστήρια απαιτούν οπωσδήποτε τον κατά το δυνατόν ακριβέστερο, αν όχι εξαντλητικό, καθορισμό του περιεχομένου της απαιτήσεως αιτιολογίας σχετικά με απόφαση για τη διενέργεια ελέγχου.

74. Η αιτιολογία αυτή μπορεί επομένως να αναλυθεί σε τρία είδη στοιχείων. Αφενός, τα στοιχεία σχετικά με τις επίδικες επιχειρήσεις (εταιρικός σκοπός και διεύθυνση της επιχειρήσεως, διεύθυνση των χώρων στους οποίους θα διενεργηθεί η έρευνα). Αφετέρου, τα στοιχεία σχετικά με την ακριβή φύση των εικαζομένων πρακτικών. Σύμπραξη των τιμών, κατανομή των αγορών κ.λπ.), βάσει των οποίων ο δικαστής θα εκτιμήσει το πεδίο του ελέγχου. Τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τον ενδεχομένως εμπιστευτικό χαρακτήρα των πρακτικών αυτών πρέπει επίσης να κοινοποιηθούν ώστε ο δικαστής να μπορέσει να τα λάβει υπόψη του κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας των μελετωμένων μέτρων εξαναγκασμού σε σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου. ράγματι, από τον εμπιστευτικό αυτό χαρακτήρα, ο δικαστής μπορεί να συναγάγει ότι η επιχείρηση είναι επαρκώς οργανωμένη ώστε μπορεί να υποτεθεί ότι ακολουθεί στρατηγική αποκρύψεως βάσει της οποίας η επιχείρηση μπορεί να αντιταχθεί στον έλεγχο. Τέλος, όπως προκύπτει ήδη από τη νομολογία του Δικαστηρίου, στην απόφαση για τη διενέργεια ελέγχου πρέπει να περιλαμβάνεται μια τελευταία σειρά στοιχείων - αυτά που είναι σχετικά με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προς τα οποία εικάζεται η ύπαρξη αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών.

75. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση της ζητηθείσας αδείας επειδή κρίνει ότι η ληφθείσα από την Επιτροπή απόφαση για τη διενέργεια ελέγχου δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη ώστε να μπορεί να εξακριβώσει αν η απόφαση αυτή δικαιολογείται.

76. ρώτον, η εν λόγω κυβέρνηση υπενθυμίζει συναφώς ότι έχει αποδειχθεί ότι οι κανόνες του εθνικού δικαίου - ακόμη και οι κανόνες του συνταγματικού δικαίου - δεν μπορούν να περιορίσουν ή να εξαλείψουν υποχρέωση απορρέουσα από το κοινοτικό δίκαιο και ότι πρέπει να μη λαμβάνονται υπόψη καθόσον αντίκεινται στην υποχρέωση αυτή .

77. Δεύτερον, η ίδια κυβέρνηση τονίζει, όπως και η Γαλλική Κυβέρνηση, ότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 καθορίζει το ίδιο τα στοιχεία που συνιστούν την αιτιολογία μιας αποφάσεως επιτάσσουσας τη διενέργεια ελέγχου, στα οποία περιλαμβάνονται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου, η δε Επιτροπή υποχρεούται εξάλλου, σύμφωνα με τη διατύπωση της σκέψεως 41 της προαναφερθείσας αποφάσεως Hoechst κατά Επιτροπής, να επισημάνει συναφώς τις υποψίες που σκοπεί να εξακριβώσει.

78. Ο έλεγχος της πραγματικής ή νομικής βάσεως της επιτάσσουσας τη διενέργεια ελέγχου αποφάσεως της Επιτροπής εμπίπτει, παρ' όλ' αυτά, στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

79. Η Γερμανική Κυβέρνηση φρονεί ότι ο εθνικός δικαστής μπορεί να αρνηθεί την παροχή αδείας αν η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της ή στην προσκόμιση εγγράφων, δεν αναφέρει εμπεριστατωμένα, αναφέροντας τη φύση και το περιεχόμενο, τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει ως προς την οικεία επιχείρηση, τα οποία θεμελιώνουν την υποψία της ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. αρ' όλ' αυτά, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, πρωτότυπα ή αντίγραφα, ούτε να αποκαλύψει την ταυτότητα των ενδεχομένων πληροφοριοδοτών. Ο έλεγχος όμως του εθνικού δικαστή δεν πρέπει να καταστεί κενός περιεχομένου λόγω του γεγονότος, παραδείγματος χάρη, ότι δεν έχει συγκεκριμένες πληροφορίες όσον αφορά τη βάση των υπονοιών της Επιτροπής.

80. Η Ελληνική Κυβέρνηση εκθέτει ότι, αν απόφαση επιτάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου δεν αναφέρει το αντικείμενο, τον σκοπό και δεν περιλαμβάνει επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν τον έλεγχο στις εγκαταστάσεις μιας επιχειρήσεως, ώστε το εθνικό δικαστήριο εμποδίζεται να διαπιστώσει τη συνδρομή των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, τότε το δικαστήριο αυτό μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει τη ζητηθείσα άδεια.

81. Η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η εθνική αρχή υποχρεούται να εκτιμά αν οι διορθωτικές πράξεις είναι αυθαίρετες ή δυσανάλογες σε σχέση με τον σκοπό του ελέγχου και αν η σκοπιμότητα της έρευνας διαφαίνεται από τη συλλογιστική που ακολούθησε η Επιτροπή στην απόφασή της· συλλογιστική που οπωσδήποτε βασίζεται στη μνεία πληροφοριακών στοιχείων ή ενδείξεων που προορίζονται να τονίσουν το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου (προαναφερθείσα απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 29).

82. Η Νορβηγική Κυβέρνηση η οποία, όπως και η Γερμανική Κυβέρνηση, απαντά μόνο στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που σκοπεί συνεπώς στο σύνολο των πληροφοριακών στοιχείων που πρέπει να παρέχει η Επιτροπή με την απόφαση και συμπληρωματικά με την απόφαση, φρονεί ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να προσκομίσει μια εκ πρώτης όψεως δικαιολογία, δηλαδή ότι το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο μπορεί να απαιτήσει ελάχιστες πληροφορίες ή ενδείξεις προκειμένου να εξετάσει αν τα μελετώμενα μέτρα εξαναγκασμού είναι αυθαίρετα ή δυσανάλογα σε σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου.

83. Η εν λόγω κυβέρνηση αναγνωρίζει εντούτοις ότι οι παράνομοι περιορισμοί του ανταγωνισμού αναλαμβάνονται συχνά ακολουθώντας μεθόδους που δεν αφήνουν πολλά ίχνη. Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται στην Επιτροπή σχετικά με τη βάση των υποψιών της δεν πρέπει συνεπώς να είναι πολύ αυστηρές. Τα διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία συνιστούν συνήθως απλώς ενδείξεις της παραβιάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και τούτο πρέπει να αρκεί για να αρχίσει έλεγχος. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η ίδια η σκοπιμότητα των διεξαγομένων ελέγχων στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων είναι η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων που συνήθως δεν ανευρίσκονται. Είναι παράλογο να απαιτείται να προσκομίζονται υλικές αποδείξεις στην εθνική αρχή που διενεργεί τον έλεγχο προτού διεξαχθεί πραγματικός έλεγχος.

84. Συντάσσομαι πλήρως με τις τελευταίες αυτές παρατηρήσεις. Θεωρώ επίσης ότι η έκφραση «εκ πρώτης όψεως δικαιολογία» που χρησιμοποίησε η Νορβηγική Κυβέρνηση είναι εύστοχη, αλλά, αντίθετα προς την κυβέρνηση αυτή, θεωρώ ότι αυτή η δικαιολογία πρέπει να προκύπτει από την απόφαση της Επιτροπής και μόνον από αυτήν.

85. Αν δεν επιθυμούμε εξακρίβωση της αναγκαιότητας του ελέγχου εκ μέρους του εθνικού δικαστή, ο δικαστής αυτός δεν πρέπει να έχει τη δυνατότητα να απαιτεί συμπληρωματικές διευκρινίσεις. Ο ρόλος του πρέπει να περιορίζεται, όπως αναφέρει η Επιτροπή, «στον έλεγχο μόνο των προδήλως αληθινών παραβιάσεων των δικαιωμάτων των οικείων επιχειρήσεων. ρόκειται, κατά κάποιον τρόπο, για έλεγχο της "πρόδηλης πλάνης"». Αλλού, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι πρόκειται γι' αυτό που αποκαλείται στο γαλλικό δίκαιο «ελάχιστος έλεγχος».

86. Εντούτοις, επιθυμώ να προσθέσω την ακόλουθη διευκρίνιση, που συντάσσεται, τουλάχιστον εν μέρει, με τους προβληματισμούς της Γερμανικής, Ιταλικής και Νορβηγικής Κυβερνήσεως. ράγματι, θεωρώ ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή μπορεί, χωρίς να αποκαλύψει τις πηγές της και χωρίς να προκαλέσει ζημίες σε τρίτους, να προσκομίσει στοιχεία ως προς τις ενδείξεις επί των οποίων βασίζεται, πρέπει να το πράξει.

87. Θα διαφωτίσω την άποψη αυτή με βάση την επίδικη απόφαση στη διαφορά της κύριας δίκης.

88. Η απόφαση αυτή περιλαμβάνει τα «αναγκαία στοιχεία της αιτιολογίας» που καθορίζονται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17. ράγματι, η απόφαση περιγράφει, με αρκετά επακριβή τρόπο το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου και αναφέρει «σαφώς τις υποψίες που σκοπεύει να εξετάσει» .

89. Η επίδικη όμως απόφαση περιλαμβάνει επίσης ένα πρόσθετο στοιχείο που δεν αντιστοιχεί με την επίδικη στη διαφορά της κύριας δίκης απόφαση στην προαναφερθείσα υπόθεση Hoechst κατά Επιτροπής , δηλαδή ότι «η Επιτροπή διαθέτει πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι υπεύθυνοι της εν λόγω επιχειρήσεως είχαν τακτικές συναντήσεις με ανταγωνιστές , κατά τη διάρκεια των οποίων χορηγήθηκαν μερίδια αγοράς [...] και συμφωνήθηκαν ελάχιστες τιμές [...]».

90. εραιτέρω, η απόφαση της Επιτροπής συνεχίζει ως εξής: «Η Επιτροπή διαθέτει πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω επαφές με τους ανταγωνιστές επεκτάθηκαν και στη δελτα-γλυκονο-λακτόνη. Συγκεκριμένα, πρόκειται για διμερείς ή πολυμερείς συζητήσεις που έγιναν συχνά επ' ευκαιρία (προ, μετά ή κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων) των συναντήσεων σχετικά με το γλυκοτονικό νάτριο. Με την ευκαιρία αυτή, οι συμμετέχοντες [...]».

91. Καθόσον το αιτούν δικαστήριο αναφέρει με το δεύτερο ερώτημα ότι η απόφαση που μόλις παραθέσαμε «δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και δεν παρέχει τη δυνατότητα στον [εθνικό δικαστή] να ελέγξει συγκεκριμένα το βάσιμο της αιτήσεως που του υποβλήθηκε [...]», βασίμως μπορώ να υποθέσω ότι το Cour de cassation κρίνει ότι η Επιτροπή έπρεπε να προσθέσει στην απόφαση συμπληρωματικά στοιχεία ως προς την ημερομηνία και τη συχνότητα των συναντήσεων αυτών, και ως προς τους λόγους που την οδήγησαν να σκεφθεί ότι τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό μέτρα που σκοπούσε η απόφαση πράγματι συζητήθηκαν και προφανώς ελήφθησαν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων αυτών.

92. Τούτο όμως μπορούσε να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαλύψει, τουλάχιστον μέχρι ορισμένο βαθμό, την ταυτότητα των πληροφοριοδοτών της, οι οποίοι συχνάκις είναι υπάλληλοι ή πρώην υπάλληλοι μιας από τις επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη ή ακόμη και υπεύθυνοι μιας από τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να τύχουν των «μέτρων επιεικείας» εκ μέρους της Επιτροπής.

93. Αντιθέτως, αν η Επιτροπή, όπως αναφέρει η Νορβηγική Κυβέρνηση, είχε διαπιστώσει στην αγορά σχεδόν παράλληλες μεταβολές τιμών εκ μέρους όλων των βιομηχάνων του τομέα, ή αν οι βιομηχανίες που χρησιμοποιούν τα εν λόγω προϊόντα είχαν, όπως συνέβη για τη σύμπραξη στον τομέα του χαρτονιού, καταθέσει στην Επιτροπή καταγγελία, την οποία οι ίδιες είχαν δημοσιεύσει στον Τύπο, δεν θα συνέτρεχε προφανώς κανένας λόγος για να μην τις αναφέρει στην απόφασή της. Τούτο όμως συμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

94. Επομένως, υποστηρίζω ακράδαντα την άποψη ότι στο κείμενο της αποφάσεώς της, η Επιτροπή οφείλει, φυσικά, να αναφέρει σαφώς τις υποψίες που σκοπεί να εξακριβώσει, αλλά οφείλει να τις υποστηρίξει με ενδείξεις μόνο στο μέτρο που η αναφορά των ενδείξεων δεν μπορεί να αποκαλύψει τις πηγές πληροφορήσεώς της ή να προκαλέσει βλάβη σε τρίτους.

95. Συνεπώς, είναι αναπόφευκτο ότι σε πολλές περιπτώσεις η Επιτροπή υποχρεούται να αναφέρει μόνον «ότι, από τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει, προκύπτει» ότι η επίδικη επιχείρηση συμμετείχε προφανώς στη θέσπιση αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό μέτρων του τάδε ή δείνα τύπου για τα τάδε ή δείνα προϊόντα.

96. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή μπορεί, από φιλοφροσύνη, να απαντήσει σε ενδεχόμενα συμπληρωματικά ερωτήματα του εθνικού δικαστή με την προϋπόθεση ότι μπορεί να το πράξει με απόλυτη εχεμύθεια. Όπως όμως υπενθύμισε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, στη Γαλλία, εν πάση περιπτώσει, κατά τη διάρκεια της αναιρετικής δίκης δεν μπορούν να μην κοινοποιηθούν στους διαδίκους τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στον δικαστή. Επιπλέον, αντιλαμβάνομαι από τις αποφάσεις του Cour de cassation ότι, στη διάταξή του, ο πρόεδρος του tribunal de grande instance πρέπει να συνοψίζει όλες τις προφορικές δηλώσεις που έγιναν ενώπιόν του, οι οποίες, κατά την άποψή του, δικαιολογούν τη χορήγηση της άδειας για διεξαγωγή έρευνας.

97. Θα εξετάσω τώρα τη δεύτερη πτυχή του ρόλου του εθνικού δικαστή, δηλαδή την εξέταση της διεξαγωγής της διαδικασίας του ιδίου του ελέγχου.

98. Για να υποστηρίξει την άποψή της, η Roquette επέμεινε πολύ σε δύο αποσπάσματα της προαναφερθείσας αποφάσεως Hoechst κατά Επιτροπής, που περιλαμβάνονται στη σκέψη 35 της αποφάσεως αυτής, τα οποία έχουν ως εξής:

«Η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά ώστε η δυνάμει του εθνικού δικαίου αρμόδια αρχή να έχει στη διάθεσή της όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να μπορεί να ασκεί τον δικό της έλεγχο».

«Στις εξουσίες των εθνικών αρχών εμπίπτει να εξετάζουν αν τα μελετώμενα μέτρα εξαναγκασμού είναι αυθαίρετα ή υπερβολικώς επαχθή σε σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου και να μεριμνούν για την τήρηση των κανόνων του εθνικού τους δικαίου κατά την εφαρμογή αυτών των μέτρων.»

99. Όσον αφορά το πρώτο απόσπασμα, που αναφέρεται στα «στοιχεία» που πρέπει να διαθέτει η εθνική αρχή, ακολουθεί αμέσως η φράση «πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αρχή αυτή - ασχέτως του αν είναι δικαστική ή μη - δεν μπορεί να υποκαθιστά, όσον αφορά την αναγκαιότητα των διατασσόμενων ελέγχων, τη δική της εκτίμηση στην κρίση της Επιτροπής, της οποίας οι αξιολογήσεις ως προς τα πραγματικά και νομικά περιστατικά υπόκεινται μόνο στον έλεγχο νομιμότητας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων». Από τη διαδοχή των δύο αυτών φράσεων προκύπτει ότι τα «στοιχεία» που πρέπει να παρασχεθούν στην εθνική αρχή δεν μπορούν να συνίστανται στο σύνολο των ενδείξεων και εμπιστευτικών πληροφοριακών στοιχείων που κατέχει η Επιτροπή, πράγμα το οποίο αποκλείεται εν πάση περιπτώσει με τη σκέψη 41 της προαναφερθείσας αποφάσεως Hoechst κατά Επιτροπής. Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά μπορούν να είναι μόνον αυτά που είναι αναγκαία για το εθνικό δικαστήριο ώστε να ασκεί τη δική του αποστολή, που καθορίζεται στη σκέψη 34 της εν λόγω αποφάσεως, η οποία συνίσταται στη μέριμνα της τηρήσεως «των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπει [...] το εθνικό δίκαιο».

100. Ως «διαδικαστικές εγγυήσεις», το Δικαστήριο σκοπούσε προδήλως τους εθνικούς κανόνες που καθορίζουν τον αρμόδιο δικαστή και τον τύπο με τον οποίο ο δικαστής αυτός πρέπει να εκδώσει την απόφασή του. Μπορεί επίσης να πρόκειται για διευκρίνιση της διευθύνσεως των διαφόρων εγκαταστάσεων της επιχειρήσεως όπου πρέπει να διεξαχθεί ο έλεγχος, της ημερομηνίας και των ωρών κατά τις οποίες θα πραγματοποιηθεί, και της ταυτότητας των υπαλλήλων της Επιτροπής και των εθνικών υπαλλήλων που θα προβούν στον έλεγχο, και για άλλες παρόμοιες πρακτικές λεπτομέρειες που μπορεί να απαιτεί το εθνικό δίκαιο.

101. Το δεύτερο παρατεθέν από τη Roquette απόσπασμα, όπως ορθώς τόνισαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, αφορά μόνον τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εφαρμοστούν τα μέτρα εξαναγκασμού. Συναφώς, ο εθνικός δικαστής μπορεί, αν το δίκαιό του το επιτρέπει ή το απαιτεί, να παρευρεθεί ο ίδιος στον έλεγχο. Ο εθνικός δικαστής μπορεί να επιβάλει στα αστυνομικά όργανα που συνοδεύουν τους υπαλλήλους της Επιτροπής να μην παραβιάσουν κλειδαριές θυρών, ερμάρια ή αυτοκίνητα παρά μόνον αν οι υπάλληλοι της επιχειρήσεως αρνούνται να τα ανοίξουν, διότι διαφορετικά θα πρόκειται για αυθαίρετα ή δυσανάλογα μέτρα εξαναγκασμού. Όπως επισήμανε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ο εθνικός δικαστής μπορεί να υπενθυμίσει ότι η επιχείρηση έχει το δικαίωμα να καλέσει τον νομικό της σύμβουλο (χωρίς εξ αυτού να προκύπτει προθεσμία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καταστραφούν αποδεικτικά στοιχεία), οι δε υπάλληλοι έχουν το δικαίωμα να μην προβούν σε δηλώσεις ή να δώσουν απαντήσεις που μπορούν να ενοχοποιήσουν την επιχείρηση.

102. Συνοπτικά, στον εθνικό δικαστή ανατίθεται να μεριμνά ώστε να μη χρησιμοποιούνται μέτρα σωματικής βίας όταν δεν το δικαιολογεί η συμπεριφορά των υπευθύνων της επιχειρήσεως, και να μεριμνά, γενικώς, ώστε ο έλεγχος να διεξάγεται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του εν λόγω κράτους.

ρόταση

103. Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στα δύο προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) η προταθείσα από την Επιτροπή απάντηση:

«Λαμβανομένου υπόψη του δικαστικού ελέγχου που ασκείται επί των αποφάσεων για τη διενέργεια ελέγχου που εκδίδει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης, από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο αναγνωρίζει τη γενική αρχή της προστασίας κάθε προσώπου, φυσικού ή νομικού, κατά των αυθαιρέτων ή δυσαναλόγως επαχθών παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής, το άρθρο 14, παράγραφος 6, του κανονισμού 17 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αρμόδια εθνική αρχή για να αποφανθεί επί της αιτήσεως αρωγής που υποβάλλει η Επιτροπή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 6:

- δεν μπορεί να απαιτήσει την κοινοποίηση των στοιχείων ή ενδείξεων βάσει των οποίων η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση για τη διενέργεια ελέγχου, ούτε να ελέγξει το υποστατό και τη λυσιτέλεια των στοιχείων αυτών·

- μπορεί να αρνηθεί την παροχή της αιτουμένης αδείας μόνο στην περίπτωση που το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου δεν αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής ή περιγράφονται με προδήλως ανακριβή τρόπο ώστε δεν μπορεί να ασκήσει τον έλεγχο της αναλογικότητας που της ανατίθεται.»

Top