EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998CJ0214

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Νοεμßρίου 2000.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
Παράßαση κράτους μέλους - Μη μεταφορά ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 93/118/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη.
Υπόθεση C-214/98.

European Court Reports 2000 I-09601

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2000:624

61998J0214

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 16ης Νοεμßρίου 2000. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας. - Παράßαση κράτους μέλους - Μη μεταφορά ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 93/118/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη. - Υπόθεση C-214/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-09601


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. ράξεις των οργάνων - Οδηγίες - Εκτέλεση από τα κράτη μέλη - Ανάγκη πλήρους μεταφοράς - Ανυπαρξία εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους δραστηριότητας στην οποία αναφέρεται δεδομένη οδηγία - Δεν έχει επίπτωση

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 189, εδ. 3 (νυν άρθρο 249, εδ. 3, ΕΚ)]

2. Γεωργία - ροσέγγιση των νομοθεσιών στον τομέα των υγειονομικών επιθεωρήσεων - Χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των νωπών κρεάτων - Οδηγίες 85/73 και 93/118 - Ύψος των τελών - Μείωση των κατ' αποκοπήν κοινοτικών ποσών μέχρι του πραγματικού κόστους επιθεωρήσεως - Υποχρέωση των κρατών μελών να δικαιολογούν αυτομάτως τη μείωση - Δεν συντρέχει

(Οδηγία 85/73 του Συμβουλόυ, άρθρο 2 § 5, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/118· οδηγία 93/118 του Συμβουλίου, παράρτημα)

Περίληψη


1. Η ανυπαρξία εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους δραστηριότητας στην οποία αναφέρεται δεδομένη οδηγία δεν μπορεί να απαλλάξει το οικείο κράτος από την υποχρέωσή του να λάβει νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η προσήκουσα μεταφορά του συνόλου των διατάξεων της οδηγίας.

( βλ. σκέψη 22 )

2. Το κεφάλαιο Ι του παραρτήματος της οδηγίας 93/118, σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 85/73/ΕΟΚ για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των νωπών κρεάτων και των κρεάτων πουλερικών, δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη θεμελιώνουσα υποχρέωση των κρατών μελών να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα στοιχεία που δύνανται να δικαιολογήσουν μείωση του επιπέδου των κοινοτικών τελών.

( βλ. σκέψη 36 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-214/98,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μ. Κοντού-Durande, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Ι. Κ. Χαλκιά, πάρεδρο του νομικού συμβουλίου του κράτους, και τη Ν. Δαφνίου, εισηγήτρια της ειδικής νομικής υπηρεσίας του τμήματος ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την ρεσβεία της Ελλάδας, 117, Val Sainte-Croix,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία,

- παραλείποντας να μνημονεύσει, μεταξύ των κρεάτων επί των οποίων εφαρμόζονται τα τέλη που ορίζει η οδηγία 93/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 85/73/ΕΟΚ για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των νωπών κρεάτων και των κρεάτων πουλερικών (ΕΕ L 340, σ. 15), την κατηγορία που αντιστοιχεί στα μόνοπλα/ιπποειδή,

- καθορίζοντας τα ποσά των τελών που εισπράττονται για τους υγειονομικούς ελέγχους κατά τη σφαγή των ζώων και αυτά που συνδέονται με τις εργασίες τεμαχισμού στο 50 % των κατ' αποκοπήν κοινοτικών ποσών, χωρίς όμως να δικαιολογεί τη μείωση αυτή σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου Ι του παραρτήματος της οδηγίας 93/118, και

- εξαιρώντας του τέλους τεμαχισμού των νωπών κρεάτων τα πουλερικά,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ, καθώς και από την οδηγία, ειδικότερα δε από το κεφάλαιο Ι, σημεία 1, 2 και 5, του παραρτήματος αυτής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο τμήματος, Β. Σκουρή, J.-P. Puissochet, R. Schintgen (εισηγητή) και F. Macken, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Ιουνίου 1998, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), προσφυγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία,

- παραλείποντας να μνημονεύσει, μεταξύ των κρεάτων επί των οποίων εφαρμόζονται τα τέλη που ορίζει η οδηγία 93/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 85/73/ΕΟΚ για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των νωπών κρεάτων και των κρεάτων πουλερικών (ΕΕ L 340, σ. 15), την κατηγορία που αντιστοιχεί στα μόνοπλα/ιπποειδή,

- καθορίζοντας τα ποσά των τελών που εισπράττονται για τους υγειονομικούς ελέγχους κατά τη σφαγή των ζώων και αυτά που συνδέονται με τις εργασίες τεμαχισμού στο 50 % των κατ' αποκοπήν κοινοτικών ποσών, χωρίς όμως να δικαιολογεί τη μείωση αυτή σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου Ι του παραρτήματος της οδηγίας 93/118, και

- εξαιρώντας του τέλους τεμαχισμού των νωπών κρεάτων τα πουλερικά,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ, καθώς και από την οδηγία, ειδικότερα δε από το κεφάλαιο Ι, σημεία 1, 2 και 5, του παραρτήματος αυτής.

Η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση

Η οδηγία 93/188

2 Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της, η οδηγία 93/118 έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση της οδηγίας 85/73/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιανουαρίου 1985, για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των νωπών κρεάτων και των κρεάτων πουλερικών (ΕΕ L 32, σ. 14), μέσω της διευρύνσεως του πεδίου εφαρμογής της, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία του καθεστώτος των υγειονομικών ελέγχων και να αποτραπούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

3 ρος τούτο, τα κράτη μέλη οφείλουν, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/73, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/118, να εισπράττουν κατ' αποκοπήν κοινοτικά τέλη, προκειμένου να καλύπτουν τα αφορώντα τα νωπά κρέατα ορισμένων ειδών ζώων έξοδα λόγω των κτηνιατρικών επιθεωρήσεων και ελέγχων. Τα τέλη καθορίζονται, δυνάμει της παραγράφου 2 της ως άνω διατάξεως, κατά τρόπον ώστε να καλύπτονται το κόστος μισθοδοσίας, περιλαμβανομένων των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας, και τα διοικητικά έξοδα που βαρύνουν την αρμόδια εθνική αρχή στα πλαίσια της διενεργείας των από την οδηγία προβλεπομένων ελέγχων και επιθεωρήσεων.

4 Το κεφάλαιο Ι του παραρτήματος της οδηγίας 93/118 καθορίζει το ύψος και τον τρόπο εισπράξεως των τελών αυτών για τα κρέατα που εμπίπτουν στις οδηγίες 64/433/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών νωπών κρεάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 129), και 71/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 1971, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των συναλλαγών νωπών κρεάτων πουλερικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/006, σ. 116).

5 Σύμφωνα με το κεφάλαιο Ι, σημείο 1, του παραρτήματος αυτού:

«Τα κράτη μέλη εισπράττουν, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής των σημείων 4 και 5, για τα έξοδα επιθεωρήσεως που συνδέονται με τις διαδικασίες σφαγής

- τα εξής κατ' αποκοπήν ποσά:

α) βόειο κρέας:

- ενήλικα βοοειδή: 4,75 ECU/ζώο,

- νεαρά βοοειδή: 2,5 ECU/ζώο·

β) μόνοπλα/ιπποειδή: 4,4 ECU/ζώο·

γ) χοίροι: 1,30 ECU/ζώο·

δ) κρέας αιγοπροβάτων: ζώα με βάρος σφαγίου:

i) κάτω των 12 kg: 0,175 ECU/ζώο,

ii) 12 έως 18 kg: 0,35 ECU/ζώο,

iii) άνω των 18 kg: 0,5 ECU/ζώο.

Μέχρις ότου επανεξεταστούν οι κανόνες επιθεωρήσεως των αμνών, των εριφίων και των χοιριδίων βάρους κάτω των 12 kg, το αργότερο δε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995, τα κράτη μέλη μπορούν να εισπράττουν, για την επιθεώρηση των σφαγμένων αυτών ζώων, ένα ποσό που αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος επιθεωρήσεως·

ε) μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995, το κατώτατο ποσό που πρέπει να εισπράττεται για την προ και μετά τη σφαγή επιθεώρηση που προβλέπεται από την οδηγία 71/118/ΕΟΚ καθορίζεται

i) είτε κατ' αποκοπήν στα ακόλουθα επίπεδα:

- για τα κρεοπαραγωγικά κοτόπουλα και κότες, τα άλλα νεαρά πουλερικά παχύνσεως με βάρος κατώτερο των δύο χιλιογράμμων, καθώς και για τις κότες που είναι ακατάλληλες για αναπαραγωγή: 0,01 ECU/ζώο,

- για τα άλλα νεαρά πουλερικά παχύνσεως, με βάρος σφαγίου ανώτερο των 2 kg: 0,02 ECU/ζώο,

- για τα άλλα ενήλικα πουλερικά βάρους ανώτερου των 5 kg: 0,04 ECU/ζώο,

ii) είτε σε 0,03 ECU ανά πουλερικό, στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να μην κάνει διακρίσεις αναλόγως των κατηγοριών πουλερικών σύμφωνα με το σημείο i,

- μέρος του ποσού του τέλους για

α) τα διοικητικά έξοδα, που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 0,725 ECU/t·

β) την ανίχνευση καταλοίπων, που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 1,35 ECU/t.»

6 Το κεφάλαιο Ι, σημείο 2, του εν λόγω παραρτήματος ορίζει:

«Οι έλεγχοι και οι επιθεωρήσεις που συνδέονται με τις εργασίες τεμαχισμού που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο Β, της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο Β, της οδηγίας 71/118/ΕΟΚ πρέπει να καλύπτονται:

α) είτε κατ' αποκοπήν, με την προσθήκη ενός κατ' αποκοπήν ποσού 3 ECU ανά τόνο κρέατος που εισάγεται σε ένα εργαστήριο τεμαχισμού.

Το ποσό αυτό προστίθεται στα ποσά που αναφέρονται στο σημείο 1.

β) είτε με την είσπραξη του πραγματικού κόστους της επιθεωρήσεως, ανά ώρα εργασίας· τμήμα ώρας εργασίας θεωρείται ως ολόκληρη ώρα.

Όταν οι εργασίες τεμαχισμού πραγματοποιούνται στην εγκατάσταση στην οποία λαμβάνεται το κρέας, τα ποσά που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο μειώνονται έως 55 %.»

7 Το κεφάλαιο Ι, σημείο 5, του ίδιου παραρτήματος έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη των οποίων το κόστος μισθοδοσίας, η δομή των εγκαταστάσεων και ο λόγος κτηνιάτρων και επιθεωρητών αποκλίν[ουν] από τον κοινοτικό μέσο όρο που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των κατ' αποκοπήν ποσών τα οποία ορίζονται στα σημεία 1 και 2, στοιχείο α_, μπορούν να παρεκκλίνουν εφαρμόζοντας χαμηλότερο τέλος μέχρι το πραγματικό κόστος επιθεωρήσεως,

α) γενικά, όταν το κόστος ζωής και το κόστος μισθοδοσίας παρουσιάζουν ιδιαίτερα σημαντικές διαφορές·

β) για μια συγκεκριμένη εγκατάσταση, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

- ύπαρξη ελαχίστου αριθμού σφαγών ημερησίως που να επιτρέπει προγραμματιζόμενη αποσχόληση του κατάλληλου προσωπικού επιθεωρήσεως,

- ο αριθμός σφαζόμενων ζώων πρέπει να είναι σταθερός επιτρέποντας ορθολογική απασχόληση του προσωπικού επιθεωρήσεως με προγραμματισμό των παραδόσεων ζώων,

- αυστηρή οργάνωση και προγραμματισμός της επιχειρήσεως καθώς και ταχεία διεξαγωγή των σφαγών ώστε να επιτρέπεται η άριστη χρησιμοποίηση του προσωπικού επιθεωρήσεως,

- δεν πρέπει να υπάρχει χρόνος αναμονής ή απώλεια χρόνου για το προσωπικό επιθεωρήσεως,

- εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής ομοιογένειας των ζώων προς σφαγή ως προς την ηλικία, το μέγεθος, το βάρος και την υγεία.

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει η εφαρμογή των παρεκκλίσεων αυτών να οδηγεί σε μείωση μεγαλύτερη από 55 % των επιπέδων του σημείου 1.»

8 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 93/118, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ήσαν αναγκαίες προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία αυτή το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1993, όσον αφορά τις επιταγές του παραρτήματος, και να ενημερώσουν πάραυτα την Επιτροπή για τις θεσπισθείσες διατάξεις.

Η ελληνική κανονιστική ρύθμιση

9 Στην Ελλάδα, η οδηγία 93/118 μεταφέρθηκε με το προεδρικό διάταγμα 34/94.

10 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του διατάγματος προβλέπει τις κατηγορίες κρεάτων που υπόκεινται στην καταβολή τέλους, μαζί με τα αντίστοιχα ποσά, ήτοι:

«α) βόειο κρέας:

- ενήλικα βοειδή: 2,25 ECU/ανά ζώο

- μοσχάρια: 1,25 ECU/ανά ζώο

β) χοίροι: 0,65 ECU/ανά ζώο

γ) πρόβειο και αίγειο κρέας: ζώα βάρους σφαγίου

- μικρότερου από 12 kg: 0,085 ECU/ανά ζώο

- από 12 μέχρι 18 kg: 0,175 ECU/ανά ζώο

- μεγαλύτερου από 18 kg: 0,250 ECU/ανά ζώο

δ) πουλερικά: ζώα βάρους σφαγίου

- μικρότερου από 2 kg: 0,005 ECU/ανά ζώο

- μεγαλύτερου από 2 kg: 0,01 ECU/ανά ζώο

- μεγαλύτερου από 5 kg: 0,02 ECU/ανά ζώο.»

11 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του διατάγματος ορίζει ότι το τμήμα του τέλους που καλύπτει τους συνδεομένους με τις εργασίες τεμαχισμού ελέγχους και επιθεωρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, περίπτωση Β, υποπερίπτωση β_, του προεδρικού διατάγματος 599/85 και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, περίπτωση β_, του προεδρικού διατάγματος 959/81 ορίζεται κατ' αποκοπή σε 1,5 ECU ανά τόνο κρέατος με κόκαλα προς αποστέωση που προορίζεται για τεμαχισμό.

12 Η ίδια διάταξη του προεδρικού διατάγματος 34/94 προβλέπει στην παράγραφο 2 ότι το κατά την παράγραφο 1 ποσό προστίθεται στα κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α_, β_ και γ_, ποσά.

13 Τέλος, κατά την παράγραφο 3 της ως άνω διατάξεως, οσάκις οι εργασίες τεμαχισμού πραγματοποιούνται στην εγκατάσταση όπου λαμβάνονται τα κρέατα, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 ποσά μειώνονται κατά 50 %.

Η προ της ασκήσεως της προσφυγή διαδικασία

14 Η Επιτροπή θεώρησε ότι το προεδρικό διάταγμα 34/94 δεν ήταν σύμφωνο προς ορισμένες επιταγές του παραρτήματος της οδηγίας 93/118, καθόσον, σε αντίθεση προς τις διατάξεις του κεφαλαίου Ι, σημεία 1, 2 και 5, του εν λόγω παραρτήματος, το ως άνω διάταγμα μνημόνευε την αντιστοιχούσα στα μόνοπλα/ιπποειδή κατηγορία, προέβλεπε σε όλες τις περιπτώσεις μείωση κατά 50 % των κατ' αποκοπήν κοινοτικών ποσών, χωρίς οι ελληνικές αρχές να έχουν κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε ο υπολογισμός που οδήγησε στη σχετική μείωση, και εξαιρούσε τα πουλερικά από την καταβολή του τέλους τεμαχισμού νωπών κρεάτων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή απέστειλε στις 14 Σεπτεμβρίου 1995 προς την Ελληνική Δημοκρατία έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο την κάλεσε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας δύο μηνών.

15 Οι ελληνικές αρχές δεν απάντησαν στο εν λόγω έγγραφο οχλήσεως.

16 Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή απηύθυνε στις 19 Αυγούστου 1997 αιτιολογημένη γνώμη προς την Ελληνική Δημοκρατία, καλώντας την να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή της προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κεφάλαιο Ι, σημεία 1, 2 και 5, του παραρτήματος της οδηγίας 93/118.

17 Επειδή η Ελληνική Δημοκρατία δεν έδωσε συνέχεια στην αιτιολογημένη αυτή γνώμη, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή.

Επί της προσφυγής της Επιτροπής

18 ρος στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει κατ' ουσίαν τρεις αιτιάσεις αντλούμενες αντίστοιχα:

- από τη μη μεταφορά του κεφαλαίου Ι, σημείο 1, πρώτη περίπτωση, στοιχείο β_, του παραρτήματος της οδηγίας 93/118, λόγω της μη μνημονεύσεως, μεταξύ των κρεάτων επί των οποίων εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα με την ως άνω οδηγία τέλη, της κατηγορίας των μονόπλων/ιπποειδών,

- από την εσφαλμένη μεταφορά των συνδυασμένων διατάξεων του κεφαλαίου Ι, σημεία 1, 2 και 5, του ως άνω παραρτήματος, καθόσον η ελληνική κανονιστική ρύθμιση καθόρισε το ύψος των προς είσπραξη τελών για τους υγειονομικούς ελέγχους κατά τη σφαγή των ζώων καθώς και των τελών για πράξεις τεμαχισμού των νωπών κρεάτων στο 50 % των κατ' αποκοπήν κοινοτικών ποσών, χωρίς πάντως να αιτιολογήσει τη μείωση αυτή σύμφωνα με τις επιταγές της οδηγίας 93/118, και

- από τη μη μεταφορά των συνδυασμένων διατάξεων του κεφαλαίου Ι, σημεία 1, πρώτη περίπτωση, στοιχείο ε_, και 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας, στον βαθμό που η ελληνική κανονιστική ρύθμιση δεν συμπεριέλαβε τα πουλερικά για τις ανάγκες της εφαρμογής του τέλους τεμαχισμού των νωπών κρεάτων.

Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τη μη μνημόνευση των μονόπλων/ιπποειδών για τις ανάγκες εφαρμογής της οδηγίας 93/118

19 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ελληνική κανονιστική ρύθμιση δεν μετέφερε πλήρως την οδηγία 93/118, καθόσον παρέλειψε να μνημονεύσει, μεταξύ των κρεάτων επί των οποίων εφαρμόζονται τα τέλη που εισπράττουν οι εθνικές αρχές για τους κατά την ως άνω οδηγία επιθεωρήσεις και υγειονομικούς ελέγχους, την κατηγορία των μονόπλων/ιπποειδών, τη στιγμή κατά την οποία μνημονεύεται ρητώς στο κεφάλαιο Ι, σημείο 1, πρώτη περίπτωση, στοιχείο β_, του παραρτήματος της οδηγίας.

20 Χωρίς να αμφισβητεί την ως άνω παράλειψη, η Ελληνική Κυβέρνηση αντικρούει υποστηρίζοντας ότι στην εθνική κανονιστική ρύθμιση περί μεταφοράς της οδηγίας 93/188 δεν ήταν αναγκαίο να συμπεριληφθεί η κατηγορία των μονόπλων/ιπποειδών, δεδομένου ότι στην Ελλάδα δεν υφίσταται κανένα εγκεκριμένο σφαγείο για τη σφαγή των ζώων αυτών. Επομένως, τα μόνοπλα/ιπποειδή δεν θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να σφαγιαστούν στο εν λόγω κράτος μέλος, οπότε η μη μνεία τους στερείται οποιασδήποτε έννομης συνέπειας.

21 Η Ελληνική Κυβέρνηση προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, ενόψει της επικείμενης εφαρμογής της οδηγίας 96/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1996, για τροποποίηση και κωδικοποίηση της οδηγίας 85/73/ΕΟΚ για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των ζώντων ζώων και ορισμένων ζωικών προϊόντων και για τροποποίηση των οδηγιών 90/675/ΕΟΚ και 91/496/ΕΟΚ (ΕΕ L 162, σ. 1), η κατηγορία των μονόπλων/ιπποειδών μνημονεύεται ρητώς σε υπό έκδοση προεδρικό διάταγμα.

22 ροκειμένου να κριθεί το βάσιμο της αιτιάσεως αυτής της Επιτροπής, επιβάλλεται να υπομνηστεί, ευθύς εξ αρχής, η νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η ανυπαρξία εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους δραστηριότητας στην οποία αναφέρεται δεδομένη οδηγία δεν μπορεί να απαλλάξει το οικείο κράτος από την υποχρέωσή του να λάβει νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η προσήκουσα μεταφορά του συνόλου των διατάξεων της οδηγίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Μαρτίου 1990, C-339/87, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1990, σ. Ι-851, σκέψη 22).

23 Με τις σκέψεις 22 και 25 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, το Δικαστήριο έκρινε όντως ότι τόσο η αρχή της ασφαλείας δικαίου όσο και η ανάγκη διασφαλίσεως της πλήρους εφαρμογής των οδηγιών, όχι μόνο στην πράξη αλλά και νομικώς, απαιτούν από τα κράτη μέλη να επαναλαμβάνουν τις συναφείς επιταγές της οδηγίας με δεσμευτικές νομικές διατάξεις.

24 Όπως υπογράμμισε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 22 και 23 των προτάσεών του, στην παρούσα υπόθεση μπορεί κάλλιστα να τύχει εφαρμογής η ως άνω νομολογία.

25 Η Ελληνική Κυβέρνηση, πόρρω απέχοντας από το να αποδείξει ότι η σφαγή των μονόπλων/ιπποειδών δεν μπορεί να λάβει χώρα σε καμία περίπτωση επί ελληνικού εδάφους, περιορίζεται εν προκειμένω στο να αναφερθεί σε υφιστάμενη σε δεδομένο χρονικό σημείο πραγματική κατάσταση, για την οποία, όμως, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο μεταγενέστερης εξελίξεώς της. Συναφώς, το προεδρικό διάταγμα 410/94, το οποίο προσκόμισε η Ελληνική Κυβέρνηση ως παράρτημα του υπομνήματός της αντικρούσεως, προβλέπει εξάλλου ρητώς, στο άρθρο 1, παράγραφος 4, τη δυνατότητα εγκρίσεως της σφαγής των μονόπλων/ιπποειδών.

26 Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε εν προκειμένω να μνημονεύσει ρητώς στην εθνική κανονιστική ρύθμισή της τα μόνοπλα/ιπποειδή για τις ανάγκες της εφαρμογής των εισπραττομένων δυνάμει της οδηγίας 93/118 τελών.

27 ράγματι, η υποχρέωση αυτή βαρύνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος όχι μόνον προκειμένου να προλάβει οποιαδήποτε τροποποίηση της αμιγώς πραγματικής και ισχύουσας σε δεδομένο χρονικό σημείο καταστάσεως, την οποία επικαλείται το εν λόγω κράτος προς άμυνά του, αλλά κυρίως προκειμένου να θεσπίσει νομοθετικό ή κανονιστικό πλαίσιο, αρκούντως ακριβές, σαφές και διαφανές, ώστε να διασφαλιστεί νομικώς, υπό όλες τις περιστάσεις, η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας 93/118 και να δοθεί στους ιδιώτες η δυνατότητα να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

28 Ενόψει των σκέψεων 22 έως 27 της παρούσας αποφάσεως, η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής είναι βάσιμη.

Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τον αδικαιολόγητο καθορισμό του συντελεστή των τελών στο 50 % των κατ' αποκοπήν κοινοτικών ποσών

29 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το προεδρικό διάταγμα 34/94 παραβιάζει τις συνδυασμένες διατάξεις του κεφαλαίου Ι, σημεία 1, 2 και 5, του παραρτήματος της οδηγίας 93/118, καθόσον καθόρισε το ύψος των τελών που εισπράττονται για τις επιθεωρήσεις και τους υγειονομικούς ελέγχους και αφορούν τη σφαγή των ζώων καθώς και τις πράξεις τεμαχισμού των νωπών κρεάτων στο 50 % των προβλεπομένων στο εν λόγω παράρτημα κατ' αποκοπήν κοινοτικών ποσών, χωρίς πάντως η Ελληνική Δημοκρατία να αιτιολογήσει τη μείωση αυτή και χωρίς ειδικότερα να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα συγκεκριμένα στοιχεία που ήσαν ικανά να δικαιολογήσουν παρόμοια μείωση.

30 Απαντώντας στην αιτίαση αυτή, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το κεφάλαιο Ι, σημείο 5, του παραρτήματος της οδηγίας 93/118 επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τα καθοριζόμενα σε κοινοτικό επίπεδο διά του οικείου παραρτήματος ποσά των τελών υπό τον όρον ότι το ποσοστό της μειώσεως δεν υπερβαίνει το 55 % του ύψους των κοινοτικών ποσών. Εν προκειμένω, η επιταγή αυτή τηρήθηκε ευλαβικώς. Κατά τα λοιπά, η οικεία οδηγία δεν συνεπαγόταν καμία υποχρέωση των κρατών μελών να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που δικαιολογούν μείωση των ποσών των τελών. Εν πάση περιπτώσει, είναι αρκετά γνωστό ότι στην Ελλάδα το κόστος ζωής και το κόστος μισθοδοσίας εμφανίζουν αισθητές διαφορές σε σχέση με τον κοινοτικό μέσον όρο και τα λυσιτελή συναφώς στοιχεία είναι ευχερώς προσβάσιμα στις υπηρεσίες της Επιτροπής.

31 Δεν αμφισβητείται ότι το προεδρικό διάταγμα 34/94 καθόρισε τα ποσά των εισπραττομένων δυνάμει του παραρτήματος της οδηγίας 93/118 τελών στο 50 % των κατ' αποκοπήν κοινοτικών ποσών.

32 Συναφώς, όπως προκύπτει από το κεφάλαιο Ι, σημείο 5, του παραρτήματός της, η οδηγία 93/118 επιτρέπει στα κράτη μέλη, οσάκις το κόστος ζωής και το κόστος μισθοδοσίας εμφανίζουν ιδιαίτερα σημαντικές διαφορές σε σχέση με τον κοινοτικό μέσον όρο που επελέγη για τον υπολογισμό των κατ' αποκοπήν ποσών, να παρεκκλίνουν εφαρμόζοντας χαμηλότερο τέλος μέχρι το πραγματικό κόστος επιθεωρήσεως, χωρίς η μείωση να υπερβαίνει το 55 % των εν λόγω ποσών.

33 Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν διατείνεται ότι η επελθούσα εκ μέρους των ελληνικών αρχών μείωση υπερβαίνει το όριο αυτό, αλλά τους προσάπτει ότι δεν της κοινοποίησαν τα ακριβή στοιχεία που θα δικαιολογούσαν τη σχετική μείωση.

34 Στην αλληλουχία αυτή, η Επιτροπή στηρίζεται ειδικότερα στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 85/73, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/118, στις συνδυασμένες διατάξεις του κεφαλαίου Ι, σημεία 1, 2 και 5, του παραρτήματος της δεύτερης οδηγίας και στο άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 10 ΕΚ).

35 Όσον αφορά, κατ' αρχάς, την τελευταία αυτή διάταξη, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή την επικαλέστηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημά της απαντήσεως, επιπλέον δε η επιχειρηματολογία της επί του σημείου αυτού είναι ιδιαίτερα συνοπτική. Επειδή η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε ρητώς στο άρθρο 5 της Συνθήκης ούτε κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας ούτε με τα αιτήματα της προσφυγής της, η αφορώσα την παράβαση της ως άνω διατάξεως επιχειρηματολογία δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο των συζητήσεων διότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αμυνθεί λυσιτελώς ως προς αυτό το σκέλος της αιτιάσεως της Επιτροπής.

36 Ακολούθως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το κεφάλαιο Ι του παραρτήματος της οδηγίας 93/118 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη θεμελιώνουσα υποχρέωση των κρατών μελών να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα στοιχεία που δύνανται να δικαιολογήσουν μείωση του επιπέδου των κοινοτικών τελών.

37 Τέλος, το άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 85/73, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/118, ορίζει:

«Για πρώτη φορά δύο έτη μετά τη θέσπιση του νέου συστήματος και στη συνέχεια ύστερα από σχετική αίτηση της Επιτροπής, τα κράτη μέλη τής διαβιβάζουν τα στοιχεία που αφορούν την κατανομή και χρήση των τελών αυτών και πρέπει να είναι σε θέση να αιτιολογήσουν τον τρόπο υπολογισμού τους.»

38 Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 37 έως 39 των προτάσεών του, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως, ναι μεν τα κράτη μέλη οφείλουν, δύο έτη μετά την έκδοση της οδηγίας 93/118, να ενημερώσουν την Επιτροπή για την κατανομή και χρήση των τελών που προβλέπει η οδηγία, αλλ' αντίθετα δεν οφείλουν να δικαιολογήσουν τον τρόπο υπολογισμού του επιπέδου των τελών που επέλεξε η εθνική κανονιστική ρύθμιση, παρά μόνο στον βαθμό που το οικείο θεσμικό όργανο υπέβαλε προηγουμένως σχετική αίτηση.

39 ράγματι, σε αντίθεση προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/73, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/118, το οποίο επιτρέπει στην Ελληνική Δημοκρατία να παρεκκλίνει, στις περιπτώσεις που προβλέπει η διάταξη, από τις εξαγγελλόμενες με την ως άνω οδηγία αρχές, διευκρινίζοντας πάντως ρητώς ότι οι ελληνικές αρχές οφείλουν να ενημερώνουν σχετικά με τις εν λόγω παρεκκλίσεις την Επιτροπή, η δε σχετική ενημέρωση πρέπει «να συνοδεύεται από τα αναγκαία δικαιολογητικά», το άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας δεν προβλέπει παρόμοια υποχρέωση των κρατών μελών, αλλά περιορίζεται να ορίσει ότι αυτά πρέπει «να είναι σε θέση να αιτιολογήσουν» τον τρόπο υπολογισμού των τελών.

40 Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συντρέχει παράβαση της διατάξεως αυτής μόνο στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέλειψε να απαντήσει σε προηγούμενη αίτηση της Επιτροπής με αντικείμενο της κοινοποίηση των ακριβών στοιχείων που θα ήσαν ικανά να δικαιολογήσουν τα προβλεπόμενα εντός του οικείου κράτους μέλους μειωμένα τέλη.

41 Συναφώς, πάντως, η Επιτροπή περιορίστηκε να υποστηρίξει, με το υπόμνημά της απαντήσεως, ότι είχε ζητήσει επανειλημμένα από την Ελληνική Κυβέρνηση να της κοινοποιήσει τα δικαιολογούντα τη μείωση του συντελεστή των τελών στοιχεία, αλλ' ότι δεν έλαβε καμία απάντηση.

42 Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει το υποστατό της προβαλλόμενης παραβάσεως, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο (βλ., ιδίως, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C-217/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1999, σ. Ι-5087, σκέψη 22).

43 Δοθέντος ότι στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή δεν παρέσχε στο Δικαστήριο καμία διευκρίνιση, ιδίως όσον αφορά την ημερομηνία των φερομένων αιτήσεών της προς την Ελληνική Κυβέρνηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένο, με τρόπο εμπεριστατωμένο, ότι ζήτησε, πριν κινηθεί η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, την κοινοποίηση των συγκεκριμένων στοιχείων που θα επέτρεπαν στο οικείο κράτος μέλος να δικαιολογήσει τη μείωση του ποσού των τελών στην οποία προέβη και, συνακόλουθα, ότι η σιωπή των ελληνικών αρχών συνιστά παραβίαση υποχρεώσεως λόγω μιας τέτοιας ρητής εκ των προτέρων αιτήσεως. ράγματι, η προβαλλόμενη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου πρέπει κατ' ανάγκη να προϋφίσταται του εγγράφου οχλήσεως.

44 Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι απορριπτέα η δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής.

Επί της αιτιάσεως που αντλείται από τη μη μνεία των πουλερικών για τις ανάγκες του τέλους τεμαχισμού των νωπών κρεάτων

45 Κατά την Επιτροπή, το προεδρικό διάταγμα 34/94, ειδικότερα δε το άρθρο 3, παράγραφος 2, αυτού, δεν αφορά τα πουλερικά για τις ανάγκες της εφαρμογής του τέλους τεμαχισμού των νωπών κρεάτων. Επομένως, η κατάσταση αυτή δεν συνάδει προς τις επιταγές της οδηγίας 93/118, διότι, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις του κεφαλαίου Ι, σημεία 1, πρώτη περίπτωση, στοιχείο ε_, και 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του παραρτήματός της, τα πουλερικά υπόκεινται ειδικότερα στην καταβολή του τέλους τεμαχισμού, το ποσό του οποίου προστίθεται στο ποσό του εισπρακτέου τέλους για τους υγειονομικούς ελέγχους κατά τη σφαγή των οικείων ζώων.

46 Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη για δύο λόγους. Αφενός, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 34/94 παραπέμπει στα προεδρικά διατάγματα 959/81 και 599/85, τα οποία αντικαταστάθηκαν εν τω μεταξύ από τα προεδρικά διατάγματα 410/94 και 291/96, τα οποία μνημονεύουν τα πουλερικά για την εφαρμογή του τέλους τεμαχισμού, σύμφωνα με τις επιταγές της οδηγίας 93/118. Αφετέρου, η ακολουθούμενη στην Ελλάδα διοικητική πρακτική συνάδει απολύτως με τη συναφή εθνική κανονιστική ρύθμιση και, επομένως, με την επίδικη οδηγία, δεδομένου ότι εισπράττονται όντως, στο σύνολο της ελληνική επικράτειας, τέλη τεμαχισμού για τα κρέατα πουλερικών.

47 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει ήδη από τον τίτλο της, η οδηγία 93/118 εφαρμόζεται επί των κρεάτων των πουλερικών.

48 Όσον αφορά ειδικότερα το τέλος τεμαχισμού, εφαρμόζεται όχι μόνον επί του βοείου, χοιρείου, προβείου, αιγείου κρέατος και του κρέατος των μονόπλων/ιπποειδών, αλλά και επί των κρεάτων των πουλερικών, όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη ανάγνωση του κεφαλαίου Ι, σημεία 1, πρώτη περίπτωση, στοιχείο ε_, και 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του παραρτήματος της οδηγίας 93/118.

49 Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Δικαστήριο έχει βεβαίως κρίνει ότι η μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν απαιτεί κατ' ανάγκην την κατά γράμμα επανάληψη των διατάξεων αυτής σε ρητή και ειδική νομική διάταξη και ότι μπορεί να αρκεστεί σε ένα γενικό νομικό πλαίσιο, εφόσον αυτό διασφαλίζει πράγματι την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή (βλ., ιδίως, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 31).

50 άντως, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι απαραίτητο η νομική κατάσταση να είναι αρκούντως ακριβής, σαφής και διαφανής, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν πλήρως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους (βλ., προς την κατεύθυνση αυτή, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 32).

51 Εν προκειμένω, το κεφάλαιο Ι, σημεία 1, πρώτη περίπτωση, στοιχείο ε_, και 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του παραρτήματος της οδηγίας 93/118 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εισπράττουν το κοινοτικό τέλος τεμαχισμού ιδίως για τα νωπά κρέατα πουλερικών και να προσθέτουν το ποσό του τέλους αυτού στο ποσό του τέλους που οφείλεται για τους υγειονομικούς ελέγχους κατά τη σφαγή των οικείων ζώων. Επομένως, η σχετική διάταξη επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος και διέπει ευθέως την έννομη κατάσταση των ενδιαφερομένων ιδιωτών.

52 Όπως επισήμανε στα σημεία 52 έως 55 των προτάσεών του ο γενικός εισαγγελέας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στην Ελλάδα η υποχρέωση εισπράξεως του τέλους τεμαχισμού για τα κρέατα πουλερικών δεν προβλέπεται με τρόπο αρκούντως σαφή, ακριβή και διαφανή προς διασφάλιση της ασφαλείας δικαίου και προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες να είναι σε θέση να γνωρίζουν πλήρως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

53 ράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Κυβέρνηση, ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 34/94 προβλέπει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή την είσπραξη τέλους τεμαχισμού για τα κρέατα πουλερικών, γεγονός παραμένει ότι η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου ορίζει απλώς ότι το ποσό του τέλους αυτού προστίθεται στο ποσό του προς είσπραξη τέλους για τους υγειονομικούς ελέγχους κατά τη σφαγή των ζώων του βοείου, χοιρείου, προβείου και αιγείου είδους. Η διάταξη αυτή δεν αφορά, επομένως, ρητώς τα πουλερικά, οπότε τόσο οι επιφορτισμένες με την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 93/118 δημόσιες αρχές όσο και οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες διατρέχουν τον κίνδυνο να ερμηνεύσουν το προεδρικό διάταγμα 34/94 υπό την έννοια ότι, σε αντίθεση προς τις πράξεις τεμαχισμού που αφορούν άλλες κατηγορίες κρεάτων, ο τεμαχισμός των πουλερικών δεν οδηγεί στην είσπραξη τέλους, το ποσό του οποίου προστίθεται στο ποσό των άλλων τελών που οφείλονται δυνάμει της οδηγίας.

54 Υπό τις συνθήκες αυτές, η ελληνική κανονιστική ρύθμιση που έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή της οδηγίας 93/118 γεννά, για τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα δικαίου, κατάσταση αβεβαιότητας ως προς το πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού τέλους τεμαχισμού των νωπών κρεάτων και δεν πληροί, λόγω της αοριστίας αυτής, την υποχρέωση σαφούς, ακριβούς και διαφανούς μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τη στιγμή κατά την οποία κυρίως, όσον αφορά το εισπραττόμενο για τα έξοδα επιθεωρήσεως που αφορούν τις πράξεις σφαγής τέλος, το προεδρικό διάταγμα 34/94 εφαρμόζεται αδιακρίτως επί του βοείου, χοιρείου, προβείου και αιγείου κρέατος, καθώς και επί των κρεάτων πουλερικών.

55 Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως που θεμελιώνεται στην είσπραξη στην πράξη του τέλους τεμαχισμού για τα κρέατα πουλερικών, αρκεί να τονιστεί ότι το ως άνω επιχείρημα δεν είναι ικανό να ανατρέψει τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 34/94 δεν είναι αρκούντως σαφείς, ακριβείς και διαφανείς ώστε να αποτελούν ορθή μεταφορά της οδηγίας 93/118 στην εσωτερική έννομη τάξη.

56 ράγματι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απλή εθνική πρακτική, έστω και αν συνάδει προς τις επιταγές μιας οδηγίας, η οποία, όμως, είναι δυνατόν εκ φύσεως να τροποποιηθεί κατά το δοκούν από τη διοίκηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά έγκυρη εκτέλεση της υποχρεώσεως που υπέχουν τα κράτη μέλη προς τα οποία απευθύνεται οδηγία δυνάμει του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 249 ΕΚ) (βλ., ιδίως, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 29, καθώς και απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 1996, C-221/94, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 1996, σ. Ι-5669, σκέψη 22).

57 Επομένως, η τρίτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

58 Ενόψει του συνόλου των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι:

- παραλείποντας να μνημονεύσει, μεταξύ των κρεάτων επί των οποίων εφαρμόζονται τα οριζόμενα με την οδηγία 93/118 τέλη, την κατηγορία που αντιστοιχεί στα μόνοπλα/ιπποειδή, και

- μη περιλαμβάνοντας ρητώς τα πουλερικά για τις ανάγκες της εφαρμογής του τέλους τεμαχισμού των νωπών κρεάτων που ορίζει η εν λόγω οδηγία,

η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 93/118, καθώς και του κεφαλαίου Ι, σημεία 1, πρώτη περίπτωση, στοιχεία β_ και ε_, καθώς και 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του παραρτήματος της οδηγίας αυτής.

59 Κατά τα λοιπά η προσφυγή είναι απορριπτέα.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

60 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε αίτημα επί των εξόδων, επιβάλλεται κάθε διάδικος να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) - αραλείποντας να μνημονεύσει, μεταξύ των κρεάτων επί των οποίων εφαρμόζονται τα τέλη που ορίζει η οδηγία 93/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 85/73/ΕΟΚ για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων των νωπών κρεάτων και των κρεάτων πουλερικών, την κατηγορία που αντιστοιχεί στα μόνοπλα/ιπποειδή, και

- μη περιλαμβάνοντας ρητώς τα πουλερικά για τις ανάγκες της εφαρμογής του τέλους τεμαχισμού των νωπών κρεάτων που ορίζει η εν λόγω οδηγία,

η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 93/118, καθώς και του κεφαλαίου Ι, σημεία 1, πρώτη περίπτωση, στοιχεία β_ και ε_, καθώς και 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α_, του παραρτήματος της οδηγίας αυτής.

2) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3) Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Ελληνική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Top