EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CJ0383

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Ιανουαρίου 1997.
Petrus Wilhelmus Rutten κατά Cross Medical Ltd.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad - Κάτω Χώρες.
Σύμβαση των Βρυξελλών - Άρθρο 5, σημείο 1 - Τόπος εκπληρώσεως παροχής εκ συμβάσεως - Σύμβαση εργασίας - Τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του - Εργασία που εκτελείται εντός περισσοτέρων της μιας χωρών.
Υπόθεση C-383/95.

European Court Reports 1997 I-00057

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:7

61995J0383

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Ιανουαρίου 1997. - Petrus Wilhelmus Rutten κατά Cross Medical Ltd. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad - Κάτω Χώρες. - Σύμβαση των Βρυξελλών - Άρθρο 5, σημείο 1 - Τόπος εκπληρώσεως παροχής εκ συμβάσεως - Σύμβαση εργασίας - Τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του - Εργασία που εκτελείται εντός περισσοτέρων της μιας χωρών. - Υπόθεση C-383/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-00057


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων - Ειδικές δωσιδικίες - Δικαστήριο του τόπου εκτελέσεως της συμβατικής υποχρεώσεως - Σύμβαση εργασίας - Τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του - Έννοια - Εκτέλεση της εργασίας σε διάφορα συμβαλλόμενα κράτη

(Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 5, σημ. 1, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση Προσχωρήσεως του 1989)

Περίληψη


Το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 26ης Μαου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση συμβάσεως εργασίας, προς εκτέλεση της οποίας ο μισθωτός ασκεί τις δραστηριότητές του σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη, ο τόπος στον οποίο ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνος στον οποίο ο εργαζόμενος έχει εγκαταστήσει το πραγματικό κέντρο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του. Για τον συγκεκριμένο καθορισμό του τόπου αυτού πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο εργαζόμενος διανύει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας του σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη, όπου διαθέτει γραφείο με βάση το οποίο οργανώνει τις δραστηριότητές του για λογαριασμό του εργοδότη του και στο οποίο επιστρέφει μετά από κάθε επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-383/95,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Petrus Wilhelmus Rutten

και

Cross Medical Ltd,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 σχετικά με την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 26ης Μαου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, J. L. Murray, Κ. Ν. Κακούρη, H. Ragnemalm και R. Schintgen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- ο P. W. Rutten, εκπροσωπούμενος από τον P. Garretsen, δικηγόρο Ξάγης,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον J. Pirrung, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον P. van Nuffel, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου 1996,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1995, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Δεκεμβρίου 1995, το Hoge Raad der Nederlanden υπέβαλε, δυνάμει του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 σχετικά με την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 26ης Μαου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση), τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως αυτής.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Rutten, Ολλανδού υπηκόου, κατοίκου Hengelo (Κάτω Ξώρες), και της Cross Medical Ltd, εταιρίας αγγλικού δικαίου με έδρα το Λονδίνο, κατόπιν καταγγελίας της συμβάσεώς του εργασίας εκ μέρους του εργοδότη του.

3 Από τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι ο Rutten προσελήφθη την 1η Αυγούστου 1989 από την Cross Medical BV, εταιρία ολλανδικού δικαίου εδρεύουσα στις Κάτω Ξώρες, η οποία είναι θυγατρική της Cross Medical Ltd.

4 Στις 31 Μαου 1990 η συνδέουσα τους διαδίκους σύμβαση εργασίας καταγγέλθηκε λόγω της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως της Cross Medical ΒV, ενώ από την 1η Ιουνίου 1990 ο Rutten άρχισε να εργάζεται στην Cross Medical Ltd.

5 Δεν αμφισβητείται ότι ο Rutten εργαζόταν για τους δύο διαδοχικούς εργοδότες του όχι μόνο στις Κάτω Ξώρες αλλά και - για ένα τρίτο περίπου του χρόνου εργασίας του - στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Βέλγιο, στη Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Εκτελούσε την εργασία του από ένα γραφείο εγκατεστημένο στην οικία του στο Hengelo, όπου επέστρεφε μετά από κάθε επαγγελματικό ταξίδι. Η Cross Medical Ltd του κατέβαλλε τον μισθό του σε λίρες στερλίνες.

6 Μετά την απόλυσή του από την Cross Medical Ltd από 1ης Οκτωβρίου 1991, ο Rutten άσκησε αγωγή κατά της εταιρίας αυτής στις 19 Ιουνίου 1992 ενώπιον του Kantonrechter te Amsterdam, ζητώντας την καταβολή καθυστερούμενων αποδοχών και των παρεπόμενων ποσών.

7 Όταν το ως άνω δικαστήριο έκρινε εαυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της διαφοράς, η Cross Medical Ltd άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Rechtbank te Amsterdam, το οποίο εξαφάνισε την απόφαση του Kantonrechter.

8 Ο Rutten άσκησε τότε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden.

9 Λόγω αμφιβολιών ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως, το Hoge Raad υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα τρία προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Όταν ένας εργαζόμενος σε εκτέλεση συμβάσεως εργασίας παρέχει εργασία εντός περισσοτέρων της μιας χωρών, βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να κριθεί αν ο εργαζόμενος αυτός εργάζεται συνήθως σε μία μόνον από τις χώρες αυτές κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών;

2) Ασκεί εν προκειμένω επιρροή ή έχει επίσης σημασία το αν ο εν λόγω εργαζόμενος βρίσκεται σε μία μόνον από τις χώρες αυτές κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας του ή αν βρίσκεται στην άλλη χώρα ή στις άλλες χώρες κατά ένα μεγάλο μέρος του χρόνου εργασίας του;

3) Έχει επίσης σημασία εν προκειμένω το αν ο εργαζόμενος κατοικεί σε μια από τις χώρες αυτές και έχει εκεί γραφείο από το οποίο προπαρασκευάζει και οργανώνει την εργασία που επιτελεί εκτός της χώρας αυτής και στην οποία επανέρχεται μετά από κάθε ταξίδι που πραγματοποιεί στην αλλοδαπή στο πλαίσιο της εργασίας του;»

10 Με αυτά τα τρία ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν μαζί, το αιτούν δικαστήριο καλεί στην ουσία το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ερμηνείας της εννοίας «τόπος (...) όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, δεύτερη φράση, της Συμβάσεως, προκειμένου περί συμβάσεως εργασίας που εκτελείται σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη.

11 Για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι, κατά παρέκκλιση από τη γενική αρχή που θεσπίζεται στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως, ήτοι της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του συμβαλλομένου κράτους, στο έδαφος του οποίου ο εναγόμενος έχει την κατοικία του, το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως προβλέπει:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:

1) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή· ως προς διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, ο τόπος αυτός είναι εκείνος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, ή, αν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντα χώρα, ο εργοδότης είναι δυνατόν να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου ήταν ή είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση που τον προσέλαβε.»

12 Στη συνέχεια, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία (βλ. ιδίως την απόφαση της 13ης Ιουλίου 1993, C-125/92, Mulox IBC, Συλλογή 1993, σ. Ι-4075, σκέψη 10), το Δικαστήριο αποφαίνεται, καταρχήν, υπέρ μιας αυτοτελούς ερμηνείας των χρησιμοποιουμένων στη Σύμβαση των Βρυξελλών όρων, κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητά της ενόψει των σκοπών του άρθρου 220 της Συνθήκης ΕΟΚ, για την εφαρμογή του οποίου και έχει συναφθεί η Σύμβαση αυτή.

13 Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία είναι η μόνη που μπορεί να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή της Συμβάσεως, ο σκοπός της οποίας συνίσταται, ιδίως, στην ενοποίηση των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών, αποφεύγοντας, στο μέτρο του δυνατού, την αύξηση των αρμοδίων όσον αφορά την ίδια έννομη σχέση δικαστηρίων, και στην ενίσχυση της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων, επιτρέποντας τόσο στον ενάγοντα να εντοπίζει ευκόλως το δικαστήριο στο οποίο μπορεί να προσφύγει όσο και στον εναγόμενο να προβλέπει λογικώς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Mulox IBC, σκέψη 11).

14 Έχει σημασία να σημειωθεί επιπλέον ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση Mulox IBC, το Δικαστήριο έχει ήδη ερμηνεύσει το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με την προαναφερθείσα σύμβαση της 26ης Μαου 1989 (στο εξής: Σύμβαση του San Sebastiαn).

15 Πράγματι, με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 5, σημείο 1, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι, σε περιπτώσεις συμβάσεως εργασίας, ο τόπος εκτελέσεως της οικείας υποχρεώσεως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνος στον οποίο ο εργαζόμενος επιτελεί στην πράξη τις δραστηριότητες που συμφώνησε με τον εργοδότη του και ότι, στην περίπτωση στην οποία ο μισθωτός ασκεί τις δραστηριότητές του σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη, ο τόπος αυτός είναι εκείνος στον οποίο ή από τον οποίο ο εργαζόμενος εκτελεί κατά κύριο λόγο τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του (σκέψεις 20 και 26).

16 Προς στήριξη της ερμηνείας αυτής το Δικαστήριο δέχθηκε, πρώτον (προαναφερθείσα απόφαση Mulox IBC, σκέψη 17), ότι ο κανόνας περί διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δικαιολογείται από την ύπαρξη, προς τον σκοπό της επωφελούς οργανώσεως της δίκης, ενός ιδιαζόντως στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που καλείται να την εκδικάσει (βλ. τις αποφάσεις της 26ης Μαου 1982, 133/81, Ivenel, Συλλογή 1982, σ. 1891, και της 15ης Ιανουαρίου 1987, 266/85, Shenavai, Συλλογή 1987, σ. 239) και ότι το δικαστήριο του τόπου όπου πρέπει να εκπληρωθεί η υποχρέωση παροχής της εργασίας «»είναι το πλέον κατάλληλο για την επίλυση των διαφορών που είναι δυνατόν να αναφυούν από τη σύμβαση εργασίας (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Shenavai και την απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1989, 32/88, Six Constructions, Συλλογή 1989, σ. 341).

17 Το Δικαστήριο έκρινε, δεύτερον (προαναφερθείσα απόφαση Mulox IBC, σκέψεις 18 και 19), ότι, στον τομέα των συμβάσεων εργασίας, το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τη μέριμνα διασφαλίσεως της κατάλληλης προστασίας του εργαζομένου, που είναι ο πλέον αδύναμος συμβαλλόμενος από κοινωνική άποψη (βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις Ivenel και Six Constructions), και ότι μια τέτοια προστασία διασφαλίζεται καλύτερα αν οι σχετικές με σύμβαση εργασίας διαφορές υπαχθούν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του, καθόσον αυτός είναι ο τόπος όπου ο εργαζόμενος μπορεί, με τα λιγότερα έξοδα, να προσφεύγει στα δικαστήρια ή να αμύνεται ενώπιον αυτών.

18 Το Δικαστήριο δέχθηκε, τρίτον (απόφαση Mulox IBC, σκέψεις 21 και 23), ότι στην περίπτωση όπου η εργασία εκτελείται σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη, αυτό που προέχει είναι η αποφυγή της αυξήσεως των αρμοδίων δικαστηρίων, ώστε να προλαμβάνεται ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και να διευκολύνεται η αναγνώριση και η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων εκτός του κράτους εκδόσεώς τους (βλ. επίσης, επ' αυτού, την απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1990, C-220/88, Dumez France και Tracoba, Συλλογή 1990, σ. Ι-49, σκέψη 18) και ότι, κατά συνέπεια, το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει συντρέχουσα διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια κάθε συμβαλλομένου κράτους στο έδαφος του οποίου ο εργαζόμενος ασκεί μέρος των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων.

19 Η νομολογία αυτή όμως μπορεί να ληφθεί επίσης υπόψη για τις ανάγκες ερμηνείας του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση του San Sebastiαn, που έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

20 Πράγματι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 29ης Ιουνίου 1994, C-288/92, Custom Made Commercial (Συλλογή 1994, σ. Ι-2913, σκέψη 25), ο κανόνας περί ειδικής δικαιοδοσίας σχετικά με τις συμβάσεις εργασίας, τον οποίο η Σύμβαση του San Sebastiαn εισήγαγε στο άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, είχε ήδη γίνει δεκτός διά της ερμηνευτικής οδού από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συναφώς, από την έκθεση των de Almeida Cruz, Desantes Real και Jenard επί της Συμβάσεως του San Sebastiαn (ΕΕ 1990, C 189, σ. 35, 44 και 45) προκύπτει ότι κατά τη σύνταξη του νέου κειμένου του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως ελήφθη υπόψη όχι μόνον το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που έγινε στο Λουγκάνο στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 (ΕΕ L 319, σ. 9), το οποίο με τη σειρά του ακολουθεί το πνεύμα της ερμηνείας την οποία έδωσε το Δικαστήριο με τις προαναφερθείσες αποφάσεις Ivenel και Shenavai, αλλά και η ανάγκη εξασφαλίσεως πρόσφορης προστασίας του εργαζομένου, την οποία υπογράμμισε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Six Constructions.

21 Υπό τις συνθήκες αυτές, όχι μόνον η τροποποίηση του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δυνάμει της Συμβάσεως του San Sebastiαn δεν έθιξε τον λόγο υπάρξεως και τον σκοπό του άρθρου 5, σημείο 1, αλλά, επιπλέον, το νέο κείμενο της διατάξεως αυτής, κατόπιν ενάρξεως της ισχύος της ως άνω Συμβάσεως, αποσκοπεί ακριβώς στην παγίωση της ερμηνείας του άρθρου αυτού την οποία έχει δώσει το Δικαστήριο στον τομέα των συμβάσεων εργασίας.

22 Επομένως, προς ερμηνεία της εννοίας «τόπος (...) όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση του San Sebastiαn, στις περιπτώσεις όπου, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο εργαζόμενος ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη η παλαιότερη νομολογία του Δικαστηρίου προς καθορισμό του τόπου με τον οποίο η διαφορά συνδέεται περισσότερο, λαμβάνοντας παράλληλα δεόντως υπόψη τη φροντίδα εξασφαλίσεως πρόσφορης προστασίας στον εργαζόμενο υπό την ιδιότητά του ως ασθενεστέρου συμβαλλομένου μέρους.

23 Προκειμένου περί συμβάσεως εργασίας που εκτελείται στο έδαφος περισσοτέρων του ενός συμβαλλομένων κρατών, το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση του San Sebastiαn, ενόψει των επιτακτικού χαρακτήρα παρατηρήσεων που διαλαμβάνονται στην προηγούμενη σκέψη, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά τον τόπο στον οποίο ο μισθωτός έχει εγκαταστήσει το ουσιαστικό κέντρο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του και στον οποίο, ή με βάση τον οποίο, εκπληρώνει στην πράξη το ουσιώδες μέρος των υποχρεώσεών του έναντι του εργοδότη του.

24 Πράγματι, αφενός, στον τόπο αυτόν ο εργαζόμενος μπορεί να ενάγει, με τα λιγότερα δυνατά έξοδα, τον εργοδότη του ή να αμύνεται ενώπιον των δικαστηρίων. Αφετέρου, ο δικαστής του τόπου αυτού έχει τις περισσότερες δυνατότητες να εκτιμήσει και, επομένως, είναι ο καταλληλότερος να κρίνει μια διαφορά σχετικά με τη σύμβαση εργασίας.

25 Για τον συγκεκριμένο καθορισμό του τόπου αυτού, πράγμα το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου με βάση τα πραγματικά στοιχεία κάθε υποθέσεως της οποίας αυτό επιλαμβάνεται, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός, που σημειώνεται στην υπόθεση της κύριας δίκης, ότι ο εργαζόμενος άσκησε σχεδόν τα δύο τρίτα των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του εντός ενός συμβαλλομένου κράτους - το δε υπόλοιπο της εργασίας του επραγματοποιείτο σε διάφορα άλλα κράτη - και ότι αυτός διαθέτει στο εν λόγω συμβαλλόμενο κράτος γραφείο, με βάση το οποίο οργάνωνε την εργασία του για λογαριασμό του εργοδότη του και στο οποίο επανερχόταν μετά από κάθε επαγγελματικό ταξίδι του στο εξωτερικό.

26 Σε μια τέτοια κατάσταση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, σ' αυτόν ακριβώς τον τόπο ο εργαζόμενος έχει εγκαταστήσει το πραγματικό κέντρο των δραστηριοτήτων του στο πλαίσιο της συμβάσεως εργασίας που συνήψε με τον εργοδότη του. Επομένως, για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση του San Sebastiαn, ο τόπος αυτός πρέπει να θεωρείται ότι είναι εκείνος στον οποίο ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του.

27 Ενόψει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση του San Sebastiαn, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση συμβάσεως εργασίας, προς εκτέλεση της οποίας ο μισθωτός ασκεί τις δραστηριότητές του σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη, ο τόπος στον οποίο ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνος στον οποίο ο εργαζόμενος έχει εγκαταστήσει το πραγματικό κέντρο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του. Για τον συγκεκριμένο καθορισμό του τόπου αυτού πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο εργαζόμενος διανύει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας του σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη, όπου διαθέτει γραφείο με βάση το οποίο οργανώνει τις δραστηριότητές του για λογαριασμό του εργοδότη του και στο οποίο επιστρέφει μετά από κάθε επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

28 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1995 το Hoge Raad der Nederlanden, αποφαίνεται:

To άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 26ης Μαου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση συμβάσεως εργασίας, προς εκτέλεση της οποίας ο μισθωτός ασκεί τις δραστηριότητές του σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη, ο τόπος στον οποίο ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνος στον οποίο ο εργαζόμενος έχει εγκαταστήσει το πραγματικό κέντρο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του. Για τον συγκεκριμένο καθορισμό του τόπου αυτού πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο εργαζόμενος διανύει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας του σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη, όπου διαθέτει γραφείο με βάση το οποίο οργανώνει τις δραστηριότητές του για λογαριασμό του εργοδότη του και στο οποίο επιστρέφει μετά από κάθε επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό.

Top