EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CJ0013

Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1997.
Ayse Süzen κατά Zehnacker Gebäudereinigung GmbH Krankenhausservice.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeitsgericht Bonn - Γερμανία.
Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.
Υπόθεση C-13/95.

European Court Reports 1997 I-01259

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:141

61995J0013

Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1997. - Ayse Süzen κατά Zehnacker Gebäudereinigung GmbH Krankenhausservice. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeitsgericht Bonn - Γερμανία. - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. - Υπόθεση C-13/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-01259


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων - Οδηγία 77/187 - Πεδίο εφαρμογής - Εργοδότης που καταγγέλλει σύμβαση καθαρισμού με ανεξάρτητο επιχειρηματία προκειμένου να συνάψει σύμβαση με άλλον - Μη εκχώρηση σημαντικών περιουσιακών στοιχείων και μη αναπρόσληψη σημαντικού μέρους του προσωπικού - Δεν εμπίπτει

(Οδηγία 77/187 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 1)

Περίληψη


Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, έχει την έννοια ότι η οδηγία δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης, ο οποίος είχε αναθέσει τον καθαρισμό των κτιρίων του σε επιχειρηματία, καταγγέλλει τη σύμβαση που τον συνέδεε με αυτόν και συνάπτει, για την εκτέλεση παρομοίων εργασιών, νέα σύμβαση με δεύτερο επιχειρηματία, εφόσον η πράξη δεν συνοδεύεται ούτε από εκχώρηση, μεταξύ του ενός και του άλλου επιχειρηματία, σημαντικών ενσώματων ή άυλων περιουσιακών στοιχείων ούτε από αναπρόσληψη, από τον νέο επικεφαλής της επιχειρήσεως, σημαντικού, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, μέρους του προσωπικού το οποίο ο προκάτοχός του χρησιμοποιούσε για την εκτέλεση της συμβάσεώς του.

Συγκεκριμένα, η έννοια της μεταβιβάσεως κατά την οδηγία αφορά την περίπτωση κατά την οποία μια οικονομική μονάδα - δηλαδή ένα οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας η οποία επιδιώκει ίδιο σκοπό - διατηρεί την ταυτότητά της πέρα από τα όρια της εν λόγω πράξεως. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η απλή απώλεια συμβάσεως μισθώσεως έργου προς όφελος ανταγωνιστή δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να αποδεικνύει την ύπαρξη τέτοιας μεταβιβάσεως. Εξάλλου, μολονότι είναι νοητό, σε ορισμένους τομείς στους οποίους η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, να μπορεί να λειτουργεί μια οικονομική μονάδα χωρίς σημαντικά περιουσιακά στοιχεία και να αντιστοιχεί σε σύνολο εργαζομένων τους οποίους ενώνει σταθερά μια κοινή δραστηριότητα, πρέπει επιπλέον, προκειμένου μια παρόμοια περίπτωση να συνιστά μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, να διατηρείται το σύνολο αυτό με την αναπρόσληψη σημαντικού μέρους του προσωπικού από αυτόν με τον οποίο συνάπτεται η νέα σύμβαση.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-13/95,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Arbeitsgericht Bonn προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Ayse Sόzen

και

Zehnacker Gebδudereinigung GmbH Krankenhausservice,

Lefarth GmbH, προσεπικληθείσας,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, J. C. Moitinho de Almeida, J. L. Murray και L. Sevσn, προέδρους τμήματος, P. J. G. Kapteyn, C. Gulmann, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet (εισηγητή), G. Hirsch, P. Jann και H. Ragnemalm, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. La Pergola

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Zehnacker Gebδudereinigung GmbH Krankenhausservice, εκπροσωπουμένη από τον Christof Brφίke, δικηγόρο Villingen,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον Ernst Rφder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και τον Gereon Thiele, Assessor στο ίδιο υπουργείο,

- η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον Jan Devadder, διοικητικό διευθυντή διοικητικών υπηρεσιών στη Νομική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τις Edwige Belliard, βοηθό διευθυντή στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και Anne de Bourgoing, chargι de mission στην ίδια διεύθυνση,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένη από τους John E. Collins, Assistant Treasury Solicitor, και Derrick Wyatt, QC,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Christopher Docksey, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Horstpeter Kreppel, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην υπηρεσία αυτή,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Sόzen, εκπροσωπουμένης από τον Christoph Krδmer, δικηγόρο Βόννης, της Zehnacker Gebδudereinigung GmbH Krankenhausservice, εκπροσωπουμένης από τον δικηγόρο Christof Brφίke, της Lefarth GmbH, εκπροσωπουμένης από τον Nicolaus Christ, δικηγόρο Rφsrath, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Ernst Rφder, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από την Anne de Bourgoing, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από τον Derrick Wyatt, και της Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον Klaus-Dieter Borchardt, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, κατά τη συνεδρίαση της 18ης Ιουνίου 1996,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Οκτωβρίου 1996,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 30ής Νοεμβρίου 1994, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιανουαρίου 1995, το Arbeitsgericht Bonn υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171, στο εξής: οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Sόzen και της εταιρίας Zehnacker Gebδudereinigung Krankenhausservice (στο εξής: Zehnacker).

3 Η Sόzen εργαζόταν στην Zehnacker, η οποία της είχε αναθέσει εργασίες καθαρισμού των κτιρίων του Aloisiuskolleg, ιδρύματος δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως ευρισκομένου στη Bonn-Bad-Godesberg της Γερμανίας, στο πλαίσιο συμβάσεως καθαρισμού που είχε συναφθεί μεταξύ αυτής και της Zehnacker. Η Zehnacker απέλυσε τη Sόzen καθώς και επτά άλλους εργαζομένους στους οποίους είχε ανατεθεί, όπως και σ' αυτήν, η συντήρηση των κτιρίων του ιδρύματος αυτού, λόγω της καταγγελίας, από τις 30 Ιουνίου 1994, από το Aloisiuskolleg, της συμβάσεως που το συνέδεε με την Zehnacker.

4 Στη συνέχεια, το Aloisiuskolleg ανέθεσε με σύμβαση, από 1ης Αυγούστου 1994, τον καθαρισμό των κτιρίων του στην εταιρία Lefarth, παρεμβαίνουσα της κύριας δίκης. Από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι η Lefarth είχε προτείνει στους απολυθέντες εργαζομένους της Zehnacker να τους αναπροσλάβει.

5 Η Sόzen προσέφυγε ενώπιον του Arbeitsgericht Bonn ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η κοινοποίηση της απολύσεώς της από την Zehnacker δεν είχε θέσει τέρμα στη σχέση εργασίας που τη συνέδεε με αυτήν.

6 Κρίνοντας ότι η λύση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία της οδηγίας, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Ενόψει των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 1994 στην υπόθεση C-392/92, Christel Schmidt (Συλλογή 1994, σ. I-1311), και της 19ης Μαου 1992 στην υπόθεση C-29/91, Dr. Sophie Redmond Stichting (Συλλογή 1992, σ. I-3189), έχει επίσης εφαρμογή η οδηγία 77/187/EΟΚ, οσάκις μια επιχείρηση καταγγέλλει τη συναφθείσα με άλλη επιχείρηση σύμβαση προκειμένου να εκχωρήσει στη συνέχεια τη σύμβαση αυτή σε τρίτη επιχείρηση;

2) Υπάρχει συμβατική εκχώρηση κατά την έννοια της οδηγίας σε περίπτωση όπως αυτή που περιγράφεται στο πρώτο ερώτημα, οσάκις δεν εκχωρείται κανένα ενσώματο ή άυλο στοιχείο της επιχειρήσεως;»

7 Σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, «Η (...) οδηγία εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση».

8 Με την προπαρατεθείσα απόφαση Schmidt, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της η περίπτωση, όπως η περιγραφομένη στη διάταξη περί παραπομπής, κατά την οποία ένας επιχειρηματίας αναθέτει, με σύμβαση, σε άλλον επιχειρηματία την εκτέλεση των εργασιών καθαρισμού τις οποίες πραγματοποιούσε προηγουμένως απευθείας, έστω και αν, πριν από τη μεταβίβαση, οι εργασίες αυτές εκτελούνταν από μία μόνον εργαζομένη. Προηγουμένως, με την προπαρατεθείσα απόφαση Redmond Stichting, το Δικαστήριο είχε, μεταξύ άλλων, κρίνει ότι η έννοια της «συμβατικής εκχωρήσεως» έχει εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποία μια δημόσια αρχή αποφασίζει τη διακοπή των επιχορηγήσεων προς νομικό πρόσωπο και προκαλεί έτσι την πλήρη και οριστική παύση των δραστηριοτήτων του, προκειμένου να τις μεταβιβάσει σε άλλο νομικό πρόσωπο που επιδιώκει ανάλογο σκοπό.

9 Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν η οδηγία έχει επίσης εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης, ο οποίος είχε αναθέσει τον καθαρισμό των κτιρίων του σε επιχειρηματία, καταγγέλλει τη σύμβαση που τον συνέδεε με αυτόν και συνάπτει, για την εκτέλεση παρόμοιων εργασιών, νέα σύμβαση με δεύτερο επιχειρηματία, χωρίς η πράξη αυτή να συνοδεύεται από εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων, ενσωμάτων ή άυλων, μεταξύ του ενός και του ετέρου επιχειρηματία.

10 Η οδηγία αποσκοπεί στην εξασφάλιση της συνεχείας των υφισταμένων στο πλαίσιο μιας οικονομικής μονάδας εργασιακών σχέσεων, ανεξαρτήτως της αλλαγής του ιδιοκτήτη. Το αποφασιστικό κριτήριο για την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας αυτής είναι το αν η εν λόγω μονάδα διατηρεί την ταυτότητά της, πράγμα που προκύπτει ιδίως από την πραγματική συνέχιση της εκμεταλλεύσεως ή την επανάληψή της (απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986, 24/85, Spijkers, Συλλογή 1986, σ. 1119, σκέψεις 11 και 12, και, τελευταία, τη γνωμοδότηση της 7ης Μαρτίου 1996, C-171/94 και C-172/94, Merckx και Neuhuys, Συλλογή 1996, σ. Ι-1253, σκέψη 16· βλ. επίσης τη γνωμοδότηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϋκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών της 19ης Δεκεμβρίου 1996, Ε-2/96, Ulstein και Rψiseng, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψη 27).

11 Η έλλειψη συμβατικού δεσμού μεταξύ του εκχωρούντος και του προς ον η εκχώρηση ή, όπως στην προκειμένη περίπτωση, μεταξύ των δύο επιχειρηματιών στους οποίους ανατέθηκαν διαδοχικά οι εργασίες καθαρισμού σχολικού ιδρύματος, μολονότι μπορεί να συνιστά ένδειξη ότι δεν πραγματοποιήθηκε καμιά μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, δεν μπορεί να έχει συναφώς καθοριστική σημασία.

12 Πράγματι, όπως κρίθηκε τελευταία με τη σκέψη 28 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Merckx και Neuhuys, η οδηγία έχει εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις μεταβολής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του υπευθύνου για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο αναλαμβάνει συμβατικώς τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των εργαζομένων της επιχειρήσεως. Επομένως, για να έχει εφαρμογή η οδηγία, δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν απευθείας συμβατικές σχέσεις μεταξύ του εκχωρούντος και του προς ον η εκχώρηση, δοθέντος ότι η εκχώρηση μπορεί επίσης να πραγματοποιείται σε δύο στάδια με την παρεμβολή τρίτου, όπως του κυρίου ή του εκμισθωτή.

13 Ωστόσο, για να έχει εφαρμογή η οδηγία, η μεταβίβαση πρέπει να αφορά οικονομική μονάδα οργανωμένη κατά τρόπο σταθερό, της οποίας η δραστηριότητα δεν περιορίζεται στην εκτέλεση συγκεκριμένου έργου (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, C-48/94, Rygaard, Συλλογή 1995, σ. Ι-2745, σκέψη 20). Η έννοια της μονάδας αναφέρεται επομένως σε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και επιδιώκει ίδιο σκοπό.

14 Προκειμένου να καθοριστεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της μεταβιβάσεως μονάδας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ιδίως το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται, η μεταβίβαση ή όχι ενσωμάτων στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά, η αξία των άυλων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, η αναπρόσληψη ή όχι του μεγαλύτερου μέρους του προσωπικού από τον νέο επικεφαλής της επιχειρήσεως, η μεταβίβαση ή όχι της πελατείας καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των ασκουμένων δραστηριοτήτων πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια πιθανής αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών. Εντούτοις, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν παρά επιμέρους πτυχές της συνολικής αξιολογήσεως που επιβάλλεται και, επομένως, δεν μπορούν να συνεκτιμώνται μεμονωμένα (βλ. ιδίως τις προπαρετεθείσες αποφάσεις Spijkers και Redmond Stichting, σκέψεις 13 και 24 αντιστοίχως).

15 Όπως επισήμαναν οι περισσότεροι από τους παρεμβάντες στη διαδικασία, το γεγονός και μόνον ότι η παρεχομένη από τον πρώην και τον νέο εργολήπτη υπηρεσία είναι ομοειδής δεν επιτρέπει εκ του λόγου αυτού να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει μεταβίβαση οικονομικής μονάδας. Πράγματι, μια μονάδα δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικά με τη δραστηριότητα την οποία επιτελεί. Η ταυτότητά της προκύπτει επίσης από άλλα στοιχεία όπως το προσωπικό της, η στελέχωσή της, η οργάνωση των εργασιών της, οι μέθοδοί της εκμεταλλεύσεως ή και, ενδεχομένως, τα μέσα εκμεταλλεύσεως που διαθέτει.

16 Η απλή απώλεια συμβάσεως μισθώσεως έργου προς όφελος ενός ανταγωνιστή δεν μπορεί επομένως, αυτή καθαυτή, να αποδεικνύει την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή, η επιχείρηση παροχής υπηρεσιών με την οποία είχε προηγουμένως συναφθεί η σύμβαση, μολονότι χάνει έναν πελάτη, ωστόσο εξακολουθεί να υφίσταται στο ακέραιο, χωρίς να είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι μία από τις εγκαταστάσεις της ή τμήματα εγκαταστάσεως έχουν εκχωρηθεί στον νέο εργολήπτη.

17 Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, μολονότι η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνεται μεταξύ των διαφόρων κριτηρίων που το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως, η έλλειψη παρόμοιων στοιχείων δεν αποκλείει κατ' ανάγκη την ύπαρξη τέτοιας μεταβιβάσεως (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Schmidt, σκέψη 16, και Merckx και Neuhuys, σκέψη 21).

18 Πράγματι, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, το εθνικό δικαστήριο, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την εν λόγω πράξη, πρέπει ιδίως να λαμβάνει υπόψη του το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται. Επομένως, η σημασία που πρέπει να δοθεί αντιστοίχως στα διάφορα κριτήρια για την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας ποικίλλει κατ' ανάγκη ανάλογα με την ασκούμενη δραστηριότητα, μάλιστα δε με τις μεθόδους παραγωγής ή εκμεταλλεύσεως που χρησιμοποιούνται στην εν λόγω επιχείρηση, εγκατάσταση ή τμήμα εγκαταστάσεως. Ειδικότερα, εφόσον μια οικονομική μονάδα μπορεί, σε ορισμένους τομείς, να λειτουργεί χωρίς σημαντικά ενσώματα ή άυλα περιουσιακά στοιχεία, η διατήρηση της ταυτότητας μιας τέτοιας μονάδας πέρα από τα όρια των εργασιών που αποτελούν το αντικείμενο των δραστηριοτήτων της δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να εξαρτάται από την εκχώρηση τέτοιων στοιχείων.

19 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι, για να αποτελέσει η συσταθείσα από τον πρώην εργολήπτη παροχής υπηρεσιών μονάδα αντικείμενο μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας, ενδεχομένως αρκεί, υπό ορισμένες συνθήκες, ο νέος εργολήπτης να έχει αναλάβει εκουσίως την πλειονότητα των εργαζομένων στους οποίους ο προκάτοχός του ανέθετε ειδικά την εκτέλεση της συμβάσεώς του.

20 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μεταξύ των πραγματικών περιστατικών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της μεταβιβάσεως, περιλαμβάνονται ιδίως, εκτός από τον βαθμό ομοιότητας της ασκουμένης πριν και μετά τη μεταβίβαση δραστηριότητας και το είδος της επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται, η αναπρόσληψη ή όχι του μεγαλύτερου μέρους του προσωπικού από τον νέο επικεφαλής της επιχειρήσεως (προμνησθείσα απόφαση Spijkers, σκέψη 13).

21 Καθόσον όμως, σε ορισμένους τομείς στους οποίους η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, ένα σύνολο εργαζομένων τους οποίους ενώνει σταθερά μια κοινή δραστηριότητα μπορεί να αντιστοιχεί σε οικονομική μονάδα, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια μονάδα μπορεί να διατηρεί την ταυτότητά της και πέρα της μεταβιβάσεώς της, όταν ο νέος επικεφαλής της επιχειρήσεως δεν αρκείται στη συνέχιση της εν λόγω δραστηριότητας, αλλά αναπροσλαμβάνει επίσης σημαντικό τμήμα, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, του προσωπικού στο οποίο ο προκάτοχός του ανέθετε ειδικά το έργο αυτό. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τη διατύπωση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Rygaard, σκέψη 21, ο νέος επικεφαλής της επιχειρήσεως αποκτά συγκεκριμένα το οργανωμένο σύνολο στοιχείων το οποίο θα του παράσχει τη δυνατότητα να συνεχίσει κατά τρόπο σταθερό τις δραστηριότητες ή ορισμένες δραστηριότητες της εκχωρούσας επιχειρήσεως.

22 Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει, ενόψει του συνόλου των προεκτεθέντων ερμηνευτικών στοιχείων, αν στην προκειμένη περίπτωση πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση.

23 Επομένως, στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι η οδηγία δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης, ο οποίος είχε αναθέσει τον καθαρισμό των κτιρίων του σε επιχειρηματία, καταγγέλλει τη σύμβαση που τον συνέδεε με αυτόν και συνάπτει, για την εκτέλεση παρομοίων εργασιών, νέα σύμβαση με δεύτερο επιχειρηματία, εφόσον η πράξη δεν συνοδεύεται ούτε από εκχώρηση, μεταξύ του ενός και του άλλου επιχειρηματία, σημαντικών ενσώματων ή άυλων περιουσιακών στοιχείων ούτε από αναπρόσληψη, από τον νέο επικεφαλής της επιχειρήσεως, σημαντικού, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, μέρους του προσωπικού το οποίο ο προκάτοχός του χρησιμοποιούσε για την εκτέλεση της συμβάσεώς του.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

24 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική, Βελγική και Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με διάταξη της 30ής Νοεμβρίου 1994, το Arbeitsgericht Bonn, αποφαίνεται:

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, έχει την έννοια ότι η οδηγία δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης, ο οποίος είχε αναθέσει τον καθαρισμό των κτιρίων του σε επιχειρηματία, καταγγέλλει τη σύμβαση που τον συνέδεε με αυτόν και συνάπτει, για την εκτέλεση παρομοίων εργασιών, νέα σύμβαση με δεύτερο επιχειρηματία, εφόσον η πράξη δεν συνοδεύεται ούτε από εκχώρηση, μεταξύ του ενός και του άλλου επιχειρηματία, σημαντικών ενσώματων ή άυλων περιουσιακών στοιχείων ούτε από αναπρόσληψη, από τον νέο επικεφαλής της επιχειρήσεως, σημαντικού, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, μέρους του προσωπικού το οποίο ο προκάτοχός του χρησιμοποιούσε για την εκτέλεση της συμβάσεώς του.

Top