This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61995CC0368
Opinion of Mr Advocate General Tesauro delivered on 13 March 1997. # Vereinigte Familiapress Zeitungsverlags- und vertriebs GmbH v Heinrich Bauer Verlag. # Reference for a preliminary ruling: Handelsgericht Wien - Austria. # Measures having equivalent effect - Distribution of periodicals - Prize competitions - National prohibition. # Case C-368/95.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 13ης Μαρτίου 1997.
Vereinigte Familiapress Zeitungsverlags- und vertriebs GmbH κατά Heinrich Bauer Verlag.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Handelsgericht Wien - Αυστρία.
Μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος - Πώληση περιοδικών - Παιχνίδια με βραβεία - Εθνική απαγόρευση.
Υπόθεση C-368/95.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 13ης Μαρτίου 1997.
Vereinigte Familiapress Zeitungsverlags- und vertriebs GmbH κατά Heinrich Bauer Verlag.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Handelsgericht Wien - Αυστρία.
Μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος - Πώληση περιοδικών - Παιχνίδια με βραβεία - Εθνική απαγόρευση.
Υπόθεση C-368/95.
Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-03689
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:150
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 13ης Μαρτίου 1997. - Vereinigte Familiapress Zeitungsverlags- und vertriebs GmbH κατά Heinrich Bauer Verlag. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Handelsgericht Wien - Αυστρία. - Μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος - Πώληση περιοδικών - Παιχνίδια με βραβεία - Εθνική απαγόρευση. - Υπόθεση C-368/95.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-03689
1 Η επίλυση (ή τουλάχιστον η προσπάθεια επιλύσεως) σταυρόλεξων, γρίφων ή άλλων αινιγμάτων αποτελεί τμήμα της καθημερινής ζωής των ένθερμων φίλων του είδους, σχετικά με το οποίο υφίσταται πλέον μια πλούσια ειδικευμένη «λογοτεχνική παραγωγή»· συγχρόνως, όμως, τούτο αποτελεί ένα μέσο ψυχαγωγίας και μια διέξοδο από την πλήξη και τη μοναξιά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο διάφορα παιχνίδια και αινίγματα περιέχονται επίσης στα μη ειδικευμένα περιοδικά, ενίοτε δε και στις ημερήσιες εφημερίδες. Η δυνατότητα των αναγνωστών να κερδίζουν βραβεία, η οποία συνοδεύει όλο και πιο συχνά την ορθή επίλυση των εν λόγω παιχνιδιών, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα πρόσθετο (και όχι ασήμαντο) κίνητρο που τους ωθεί να αποδείξουν τις ικανότητές τους στον τομέα αυτό και, κυρίως, να αγοράσουν τα περιοδικά που περιέχουν τα εν λόγω παιχνίδια με βραβεία.
Αφορμή για την παρούσα διαδικασία αποτελεί ακριβώς το γεγονός ότι ένα γερμανικό εβδομαδιαίο περιοδικό, το οποίο πωλείται επίσης στην Αυστρία, παρέχει στους αναγνώστες που δίνουν τις σωστές απαντήσεις στα παιχνίδια που περιέχει τη δυνατότητα να κερδίσουν βραβεία. Δεδομένου ότι η παροχή της δυνατότητας αυτής απαγορεύεται από την αυστριακή νομοθεσία περί του αθεμίτου ανταγωνισμού, το Handelsgericht Wien, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς της κύριας δίκης, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ερώτημα αν το άρθρο 30 της Συνθήκης απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας, όπως η αυστριακή νομοθεσία, η οποία συνεπάγεται την απόλυτη απαγόρευση πωλήσεων εντός του εθνικού εδάφους των περιοδικών εντύπων που περιέχουν παιχνίδια και/ή διαγωνισμούς με βραβεία, ακόμη και όταν τα περιοδικά αυτά νομίμως εκδίδονται και διατίθενται στο εμπόριο άλλου κράτους μέλους.
Επομένως, σε περιπτώσεις όπως αυτή που περιγράφηκε αμέσως ανωτέρω, η δυνατότητα των αναγνωστών των περιοδικών αυτών να επιλύουν σταυρόλεξα με την ελπίδα ότι θα κερδίσουν κάποιο βραβείο εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δώσει εν προκειμένω το Δικαστήριο στους κανόνες περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
Το νομικό πλαίσιο, τα πραγματικά περιστατικά και το προδικαστικό ερώτημα
2 Με νόμο του 1992 (1), ο αυστριακός νομοθέτης προέβη σε μια ριζική φιλελευθεροποίηση στον τομέα του ανταγωνισμού, καταργώντας, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις που απαγόρευαν στους εμπόρους να προσφέρουν δώρα και άλλα πλεονεκτήματα στους καταναλωτές. Συγχρόνως, όμως, εισήχθη στον Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb (νόμο περί απαγορεύσεως του αθέμιτου ανταγωνισμού, στο εξής: UWG) ένα άρθρο 9 a, το οποίο, όπως τροποποιήθηκε το 1993, επιβάλλει στους εμπόρους, εκτός από τη γενική απαγόρευση να προσφέρουν στους καταναλωτές, άνευ ανταλλάγματος, δώρα συνδεόμενα με την πώληση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, την ειδικότερη απαγόρευση να προσφέρουν, να αναγγέλλουν και να δίδουν, άνευ ανταλλάγματος, δώρα στους αναγνώστες περιοδικών εντύπων (άρθρο 9 a, παράγραφος 1, σημείο 1) (2).
Εδώ πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι στο σημείο 8 της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 9 a προβλέπεται ότι η απαγόρευση προσφοράς δώρων άνευ ανταλλάγματος δεν έχει εφαρμογή οσάκις το δώρο συνίσταται στη δυνατότητα συμμετοχής σε διαγωνισμό στον οποίο η συνολική αξία των βραβείων που πρόκειται να απονεμηθούν δεν υπερβαίνει ορισμένο ποσό· ωστόσο, η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή, όπως προβλέπει η ίδια, στην περίπτωση που η δυνατότητα συμμετοχής σε λαχειοφόρο αγορά παρέχεται από περιοδικά έντυπα (3). Επομένως, ένα περιοδικό το οποίο περιέχει παιχνίδια και/ή διαγωνισμούς με βραβεία αποτελεί παράβαση της αυστριακής νομοθεσίας περί του αθέμιτου ανταγωνισμού.
3 Έρχομαι στα πραγματικά περιστατικά. Η Heinrich Bauer Verlag (στο εξής: εναγόμενη της κύριας δίκης), επιχείρηση εδρεύουσα στη Γερμανία, εκδίδει, μεταξύ άλλων, το περιοδικό «Laura», το οποίο εκδίδεται στη Γερμανία και διατίθεται επίσης προς πώληση στην Αυστρία. Το περιοδικό αυτό περιέχει παιχνίδια με δώρα, τα οποία παρέχουν σε όσους δίνουν τις ορθές απαντήσεις τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε κλήρωση, από την οποία αναδεικνύονται οι τυχεροί οι οποίοι λαμβάνουν χρηματικά βραβεία των οποίων η αξία κυμαίνεται μεταξύ 500 και 5 000 γερμανικών μάρκων (DM). Για παράδειγμα, το τεύχος του περιοδικού στο οποίο αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο (4) περιέχει, πρώτον, ένα σταυρόλεξο το οποίο παρέχει σε δύο τυχερούς νικητές που πρόκειται να αναδειχθούν με κλήρωση τη δυνατότητα να κερδίσουν 500 DM, δεύτερον, ένα σταυρόλεξο επαγόμενο την απονομή ενός μόνο βραβείου αξίας 1 000 DM και, τέλος, ένα παιχνίδι επαγόμενο την απονομή στον νικητή που θα αναδειχθεί με κλήρωση ποσού 5 000 DM.
Στηριζόμενη ακριβώς στο άρθρο 9 a του UWG, η Vereinigte Familiapress Zeitungsverlags- und vertriebs GmbH (στο εξής: ενάγουσα της κύριας δίκης), επιχείρηση εδρεύουσα στην Αυστρία, η οποία διαθέτει στο εμπόριο το εβδομαδιαίο περιοδικό «Die Ganze Woche» καθώς και την ημερήσια εφημερίδα «Tδglich Alles», άσκησε, ενώπιον του Handelsgericht Wien, αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η εναγομένη της κυρίας δίκης να παύσει την πώληση, εντός της αυστριακής επικράτειας, εντύπων, όπως το περιοδικό «Laura», που παρέχουν στους αναγνώστες τη δυνατότητα συμμετοχής σε παιχνίδια με βραβεία.
4 Το Handelsgericht Wien διαπίστωσε ότι η γερμανική νομοθεσία περί του αθέμιτου ανταγωνισμού δεν περιέχει διάταξη παρόμοια με εκείνη του άρθρου 9 a του UWG (5) και ότι η απαγόρευση πωλήσεως των περιοδικών που απορρέει από την εν λόγω διάταξη μπορεί να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και, συνακόλουθα, έκρινε αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς την υποβολή στο Δικαστήριο του ακόλουθου προδικαστικού ερωτήματος:
«Έχει το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ την έννοια ότι δεν επιτρέπει την εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους μέλους Α, η οποία απαγορεύει σε επιχείρηση εδρεύουσα στο κράτος μέλος Β να διαθέτει προς πώληση και εντός του κράτους μέλους Α το περιοδικό έντυπο που εκδίδει στο κράτος μέλος Β, σε περίπτωση που το έντυπο αυτό περιέχει γρίφους με βραβεία ή διαγωνισμούς που οργανώνονται νομίμως στο κράτος μέλος Β;»
Ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης
5 Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καλείται να διαπιστώσει αν η απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο ενός περιοδικού που περιέχει παιχνίδια με βραβεία αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, υπό την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. Προς τούτο, πρέπει καταρχάς να ερευνηθεί αν η επίμαχη εθνική ρύθμιση πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, στον βαθμό που, σύμφωνα με τον πασίγνωστο κανόνα της αποφάσεως Dassonville, «είναι ικανή να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο» (6).
Δεδομένου ότι το εν λόγω μέτρο, μολονότι ισχύει αδιακρίτως για τα εγχώρια και για τα εισαγόμενα προϋόντα, εμποδίζει την πρόσβαση στην αυστριακή αγορά περιοδικών που νομίμως εκδίδονται και διατίθενται στο εμπόριο στο κράτος μέλος προελεύσεως, καθίσταται φανερό, ήδη εκ πρώτης όψεως, ότι πρόκειται για μέτρο το οποίο είναι ικανό να εμποδίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και το οποίο εμπίπτει, κατά συνέπεια, στον κανόνα της αποφάσεως Dassonville.
6 Ωστόσο, η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η εκ μέρους ενός περιοδικού προσφορά στους αναγνώστες του της δυνατότητας να συμμετάσχουν σε παιχνίδι με βραβεία δεν είναι παρά μια μέθοδος προωθήσεως των πωλήσεων και, συνακόλουθα, ένα μέτρο που αφορά τους τρόπους πωλήσεως και όχι τα χαρακτηριστικά του προϋόντος. Υπ' αυτές τις συνθήκες, πρόκειται, κατά την άποψη της εν λόγω κυβερνήσεως, για μέτρο το οποίο - σύμφωνα με τη νέα νομολογία στον τομέα αυτό, όπως αυτή προσδιορίστηκε από το Δικαστήριο για πρώτη φορά με την απόφαση Keck και Mithouard (7) - ουδόλως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης.
Η Επιτροπή, η Γερμανική Κυβέρνηση και η εναγόμενη της κύριας δίκης υποστήριξαν, αντιθέτως, ότι τα εν λόγω παιχνίδια με βραβεία αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του περιεχομένου του περιοδικού και ότι, συνεπώς, η απαγόρευση πωλήσεως των περιοδικών που παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά αυτά, η οποία απορρέει από την επίμαχη εθνική νομοθεσία, αφορά άμεσα το προϋόν και όχι τους τρόπους πωλήσεώς του. Επομένως, κατά την άποψή τους, η νομολογία Keck και Mithouard δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.
7 Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να υπομνηστεί ότι, με την απόφαση Keck και Mithouard, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, καταρχάς, τη νομολογία Cassis de Dijon (8), υπενθυμίζοντας ότι, ελλείψει εναρμονίσεως των νομοθεσιών, το άρθρο 30 της Συνθήκης απαγορεύει τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που νομίμως παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο στο κράτος μέλος προελεύσεως, εμπόδια τα οποία απορρέουν από κανόνες οι οποίοι επιβάλλουν όρους στους οποίους πρέπει να ανταποκρίνονται τα εμπορεύματα αυτά, όπως αυτοί που αφορούν, παραδείγματος χάρη, την παρουσίαση, τη σήμανση ή τη συσκευασία τους· τούτο δε, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται αδιακρίτως τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα προϋόντα. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, τα επίμαχα εθνικά μέτρα δεν μπορούν να δικαιολογηθούν παρά μόνον από στόχο γενικού συμφέροντος ικανό να υπερισχύσει των απαιτήσεων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
Ωστόσο, στην ίδια απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «η επί προϋόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών εφαρμογή εθνικών διατάξεων που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένους τρόπους πωλήσεως (...) δεν είναι ικανή να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια της νομολογίας Dassonville (...), αρκεί οι διατάξεις αυτές να εφαρμόζονται σε όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους στο εθνικό έδαφος και αρκεί να επηρεάζουν κατά τον ίδιο τρόπο, και νομικώς και πραγματικώς, την εμπορία των εγχωρίων προϋόντων και των προϋόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών» (9).
8 Ενόψει αυτής της διακρίσεως, επιβάλλεται επομένως να διαπιστωθεί αν η απαγόρευση που θέτει η αυστριακή νομοθεσία περί του αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελεί μέτρο που αφορά τα χαρακτηριστικά του προϋόντος ή, αντιθέτως, τους τρόπους πωλήσεώς του. Όμως, μολονότι η δημοσίευση παιχνιδιών με βραβεία σ' ένα περιοδικό μπορεί ασφαλώς να αποτελεί, όπως υποστηρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, μέθοδο προωθήσεως των πωλήσεων του εν λόγω περιοδικού, γεγονός παραμένει ότι τα εν λόγω παιχνίδια και, συνακόλουθα, τα βραβεία που απονέμονται, αποτελούν τμήμα του περιεχομένου του περιοδικού και, επομένως, αφορούν άμεσα το προϋόν. Επομένως, η επίδικη απαγόρευση, μολονότι είναι γενική και δεν επάγεται δυσμενείς διακρίσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «τρόπος πωλήσεως», υπό την έννοια της νομολογίας Keck και Mithouard.
Θα ήθελα, εξάλλου, να επισημάνω συναφώς ότι το Δικαστήριο, όταν κλήθηκε να αποφανθεί - σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως της αποφάσεως Keck και Mithouard - σχετικά με μια απαγόρευση αφορώσα ορισμένη μορφή διαφημίσεως, η οποία γινόταν επί της ίδιας της συσκευασίας του οικείου προϋόντος, έκρινε ότι, «παρ' όλον ότι εφαρμόζεται αδιακρίτως εφ' όλων των προϋόντων, μια απαγόρευση (...) η οποία αφορά τη θέση σε κυκλοφορία εντός κράτους μέλους προϋόντων που φέρουν τις ίδιες διαφημιστικές ενδείξεις που χρησιμοποιούνται νομίμως εντός άλλων κρατών μελών είναι ικανή να εμποδίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Συγκεκριμένα, μπορεί να αναγκάσει τον εισαγωγέα να διαμορφώνει διαφορετικά την παρουσίαση των προϋόντων του αναλόγως του τόπου εμπορίας και να υποβάλλεται, κατά συνέπεια, σε πρόσθετα έξοδα συσκευασίας και διαφημίσεως» (10).
9 Η υπό κρίση στην παρούσα υπόθεση περίπτωση είναι ασφαλώς παρόμοια με εκείνη που μόλις αναφέρθηκε και εμφαίνει, κατά την άποψή μου, τον λόγο για τον οποίο το Δικαστήριο, χωρίς να παράσχει πιο συγκεκριμένες ενδείξεις, περιέλαβε στη νέα νομολογία που ακολούθησε στον τομέα αυτό μόνον «ορισμένους», και όχι όλους τους τρόπους πωλήσεων (11). Εξάλλου, στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να τονιστεί ότι, πάντοτε με την απόφαση Keck και Mithouard, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, από τη στιγμή που πληρούνται οι προϋποθέσεις που έχει θέσει (12), «η εφαρμογή ρυθμίσεων αυτού του είδους [που αφορούν τους τρόπους πωλήσεως] στην πώληση προϋόντων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους τα οποία ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές που έχει θεσπίσει το κράτος αυτό δεν είναι ικανή να παρεμποδίσει την πρόσβασή τους στην αγορά ούτε να τη δυσχεράνει, όπως δεν δυσχεραίνει την πρόσβαση στην αγορά των εγχωρίων προϋόντων» (13).
Επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, στην παρούσα υπόθεση, το επίμαχο μέτρο εμποδίζει την πρόσβαση στην αγορά περιοδικών που παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά του εβδομαδιαίου περιοδικού «Laura». Επομένως, ακόμη και αν το μέτρο αυτό θεωρηθεί ως τρόπος πωλήσεως, γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για ένα μέτρο το οποίο, δεδομένου ότι εμποδίζει την πρόσβαση στην αγορά του οικείου προϋόντος, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομολογίας Keck και Mithouard. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από την απόφαση Alpine Investments, στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε τη δυνατότητα ανάλογης εφαρμογής των κριτηρίων που χρησιμοποιήθηκαν στην απόφαση Keck και Mithouard επίσης στον τομέα των υπηρεσιών και με την οποία τόνισε ακριβώς το γεγονός ότι, σε αντίθεση προς την υπόθεση Keck και Mithouard, η υπό κρίση στην υπόθεση εκείνη απαγόρευση «[ρύθμιζε] απευθείας την πρόσβαση στην αγορά των υπηρεσιών στα άλλα κράτη μέλη. Επομένως, μπορ[ούσε] να παρακωλύει το ενδοκοινοτικό εμπόριο υπηρεσιών» (14).
10 Εξάλλου, είναι ενδεικτική συναφώς μια επισκόπηση των μέτρων τα οποία έχουν θεωρηθεί μέχρι τώρα από το Δικαστήριο ως «τρόποι πωλήσεως» εκφεύγοντες του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, πέραν της απαγορεύσεως μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους, η οποία αποτελούσε το αντικείμενο της αποφάσεως Keck και Mithouard, παρόμοια αντιμετώπιση είχαν τα ακόλουθα μέτρα: η απαγόρευση της πωλήσεως με εξαιρετικά περιορισμένο περιθώριο κέρδους (15)· ρυθμίσεις σχετικές με τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων (16) και των πρατηρίων βενζίνης (17)· η απαγόρευση πωλήσεως γάλακτος πρώτης βρεφικής ηλικίας εκτός των φαρμακείων (18)· το σύστημα λιανικής πωλήσεως επεξεργασμένου καπνού (19)· η επιβαλλόμενη στους φαρμακοποιούς απαγόρευση να διαφημίζουν, εκτός φαρμακείου, παραφαρμακευτικά προϋόντα (20)· η απαγόρευση της τηλεοπτικής διαφημίσεως επιχειρήσεων του τομέα της διανομής (21). Όπως μπορεί ευχερώς να διαπιστωθεί, τα εθνικά μέτρα που μόλις απαρίθμησα ουδόλως είναι ικανά να «ρυθμίσουν άμεσα την πρόσβαση στην αγορά» των οικείων προϋόντων.
Κατά συνέπεια, από γενικότερη άποψη, θεωρώ ότι μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί ότι εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 30 μόνον τα εντελώς γενικής φύσεως μέτρα, τα οποία, όπως είναι αυτονόητο, εφαρμόζονται αδιακρίτως, δεν εμποδίζουν τις εισαγωγές και μπορούν, στη χειρότερη περίπτωση, να έχουν ως αποτέλεσμα μια (υποτιθέμενη και ενδεχόμενη) μείωση των εισαγωγών, οφειλόμενη σε μια εξίσου ενδεχόμενη συνολική μείωση των πωλήσεων. Εξάλλου, το ίδιο το Δικαστήριο φρόντισε να επισημάνει - ή, μάλλον, έθεσε ως προϋπόθεση μιας τέτοιας νομολογιακής προσεγγίσεως - ότι «το γεγονός ότι μια εθνική νομοθεσία είναι ικανή να περιορίσει, γενικώς, τον όγκο των πωλήσεων και, κατά συνέπεια, τον όγκο των προϋόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών δεν αρκεί για να προσδώσει στην εν λόγω νομοθεσία τον χαρακτήρα μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών» (22).
11 Επανερχόμενος στο εν προκειμένω επίδικο μέτρο, διαπιστώνω, κατά συνέπεια, ότι, μολονότι αυτό εφαρμόζεται αδιακρίτως, επηρεάζει άμεσα τη διάθεση του εν λόγω προϋόντος στο εμπόριο και αναγκάζει τον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία να επανεξετάσει την παρουσίαση και το περιεχόμενο του προϋόντος αυτού. Επομένως, σε αντίθεση προς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αφορούσαν η υπόθεση Keck και Mithouard και οι μεταγενέστερες υποθέσεις επί των οποίων το Δικαστήριο εξέδωσε παρόμοιες αποφάσεις, πρόκειται για απαγόρευση η οποία ουδόλως συνδέεται με ενδεχόμενη μείωση των εισαγωγών οφειλόμενη σε γενικότερη συνολική μείωση των πωλήσεων.
Σε τελική ανάλυση, το εν λόγω μέτρο, καθόσον απαγορεύει την εισαγωγή ενός περιοδικού το οποίο έχει διαμορφωθεί με ορισμένο τρόπο και παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά, συνεπάγεται μια απόλυτη απαγόρευση εισαγωγών ορισμένου προϋόντος, το οποίο, συνεπώς, δεν μπορεί, άνευ ετέρου, να έχει πρόσβαση στην αγορά για όσο χρόνο διατηρεί αυτή την παρουσίαση και αυτό το περιεχόμενο. Επομένως, το εν λόγω μέτρο είναι ικανό να εμποδίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και, συνακόλουθα, εμπίπτει αναμφισβήτητα, τουλάχιστον κατ' αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης.
Ως προς τους λόγους που προβλήθηκαν προς δικαιολόγηση της απαγορεύσεως
12 Διαπιστωθέντος ότι το εν λόγω μέτρο, μολονότι εφαρμόζεται αδιακρίτως, είναι ικανό να εμποδίσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, επιβάλλεται τώρα να εξεταστεί αν οι δικαιολογητικοί λόγοι των οποίων έγινε επίκληση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, προκειμένου να εξαιρεθεί το μέτρο αυτό από την απαγόρευση του άρθρου 30 της Συνθήκης, μπορούν να θεωρηθούν ως υπερισχύοντες των απαιτήσεων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα αυτό (23), τυχόν εμπόδια του εμπορίου - τα οποία οφείλονται, όπως εν προκειμένω, στις διαφορές μεταξύ των [εμπλεκομένων] εθνικών νομοθεσιών - γίνονται δεκτά, αν οι «επιτακτικές ανάγκες» των οποίων γίνεται επίκληση προς δικαιολόγηση του οικείου εθνικού μέτρου πληρούν τις ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις: πρέπει να είναι α) άξιες προστασίας από την άποψη του κοινοτικού δικαίου· β) κατάλληλες να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο σκοπό· γ) ανάλογες και αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού αυτού, προϋπόθεση η οποία πληρούται οσάκις δεν υφίστανται άλλα μέτρα που περιορίζουν λιγότερο το ενδοκοινοτικό εμπόριο.
13 Πρέπει εξαρχής να τονιστεί ότι, εν προκειμένω, δεν λείπουν οι δικαιολογητικοί λόγοι· κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναφέρθηκαν και προβλήθηκαν περισσότεροι του ενός, ίσως μάλιστα και πάρα πολλοί. Ενδεικτικά, εκτός από την προστασία των καταναλωτών, την εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών και τη διασφάλιση της πολυφωνίας του Τύπου, προβλήθηκαν επιταγές που ανάγονται στη δημόσια τάξη, όπως είναι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας και της φοροδιαφυγής, λόγοι προστασίας της υγείας, από την άποψη της καταπολεμήσεως του «πάθους του παιχνιδιού», καθώς και η προστασία της δημόσιας ηθικής.
Οι προαναφερθέντες λόγοι έχουν ήδη αναγνωριστεί από τη νομολογία ως επιτακτικές ανάγκες, οι οποίες, επομένως, όπως είναι αυτονόητο, είναι αναμφισβήτητα άξιες προστασίας από την άποψη του κοινοτικού δικαίου. Ωστόσο, θεωρώ ότι είναι δυνατό να υφίστανται πολυάριθμες (και βάσιμες) αμφιβολίες όσον αφορά την καταλληλότητα ορισμένων από τις επιταγές αυτές - έστω και μόνον υπό το πρίσμα της αιτιώδους συνάφειας - για τη δικαιολόγηση του εν προκειμένω υπό κρίση εθνικού μέτρου. Γι' αυτόν τον λόγο, θεωρώ σκόπιμο να διαλύσω ορισμένες αμφιβολίες που ανέκυψαν συναφώς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και να περιορίσω, ενδεχομένως, το φάσμα των δικαιολογητικών λόγων που μπορούν, εν προκειμένω, να ληφθούν υπόψη.
14 Από αυτήν την άποψη, είναι ασφαλώς σκόπιμο να υπομνηστούν οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο των περιοδικών που περιέχουν παιχνίδια και/ή διαγωνισμούς με βραβεία, όπως αυτοί αναφέρονται ρητά στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού εθνικού νόμου. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση δικαιολογείται ως εξής: «Όσον αφορά τα περιοδικά, θα πρέπει, συγκεκριμένα, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, ενόψει του σχετικά μεγάλου αριθμού ημερησίων εφημερίδων και περιοδικών εντύπων που πωλούνται σε καθημερινή, εβδομαδιαία κ.λπ. βάση, ένας έντονος ανταγωνισμός μέσω της προσφοράς δώρων, ιδίως δε με τη μορφή της παροχής της δυνατότητας συμμετοχής σε διαγωνισμούς, συνεπάγεται για τις μικρές επιχειρήσεις εκδόσεως ημερησίων εφημερίδων ή περιοδικών εντύπων τεράστιες οικονομικές επιβαρύνσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα έναν καταστρεπτικό ανταγωνισμό. Τούτο πρέπει να αποφευχθεί προς το συμφέρον της πολυφωνίας των μέσων μαζικής ενημερώσεως. [Υπάρχει] ο κίνδυνος να αποδίδει ο καταναλωτής μεγαλύτερη σημασία στην πιθανότητα του κέρδους παρά στην ποιότητα του εντύπου και να εισέλθει έτσι στην πώληση των εμπορευμάτων ένα επισφαλές στοιχείο, στο μέτρο που η επιθυμία του τυχαίου κέρδους θα καταστεί, στην περίπτωση αυτή, το κίνητρο για την κάλυψη της ανάγκης».
Συνεπώς, ενόψει της αιτιολογίας αυτής, η απαγόρευση πωλήσεως των περιοδικών που περιέχουν παιχνίδια και/ή διαγωνισμούς με βραβεία φαίνεται να σκοπεί κυρίως στη διατήρηση της πολυφωνίας του Τύπου (24), καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, στην προστασία των καταναλωτών και στην εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών. Αυτές είναι επομένως οι επιτακτικές ανάγκες που μπορούν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν την εν λόγω απαγόρευση· εξάλλου, αυτοί είναι οι μόνοι δικαιολογητικοί λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε η Αυστριακή Κυβέρνηση για να υπερασπιστεί τη νομιμότητα της απαγορεύσεως αυτής υπό το φως των κανόνων της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
15 Ωστόσο, όπως ήδη ανέφερα, ορισμένα από τα λοιπά κράτη μέλη που παρενέβησαν υποστήριξαν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι η εν λόγω απαγόρευση, καθόσον αφορά τυχερά παιχνίδια, δικαιολογείται επίσης από λόγους αναγόμενους στην προστασία της δημοσίας τάξεως, της υγείας και της δημοσίας ηθικής. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, τα εν λόγω κράτη μέλη επικαλέστηκαν την απόφαση Schindler (25), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία που απαγορεύει τις λαχειοφόρους αγορές, λαμβανομένης υπόψη της μέριμνας ασκήσεως κοινωνικής πολιτικής και προλήψεως της απάτης που τη δικαιολογεί. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο τόνισε ότι, «ενόψει της σημασίας των ποσών που μπορούν να συγκεντρώνουν και των κερδών που μπορούν να προσφέρουν στους παίκτες, ιδίως όταν διοργανώνονται σε μεγάλη κλίμακα, οι λαχειοφόρους αγορές ενέχουν υψηλό κίνδυνο τελέσεως εγκλημάτων και απατών. Επιπλέον, συνιστούν ενθάρρυνση της σπατάλης, πράγμα που μπορεί να έχει επιβλαβείς συνέπειες επί ατομικού και κοινωνικού επιπέδου» (26).
Δεν θεωρώ ότι αυτού του είδους η αξιολόγηση μπορεί να μεταφερθεί στην παρούσα υπόθεση. Οι δύο περιπτώσεις - δηλαδή, αφενός, οι λαχειοφόροι αγορές μεγάλης κλίμακας και, αφετέρου, τα παιχνίδια και/ή διαγωνισμοί με βραβεία - δυσχερώς μπορούν, κατά την άποψή μου, να συγκριθούν, δεδομένου ότι, στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για παιχνίδια οργανωμένα σε μικρή κλίμακα, στο πλαίσιο των οποίων μοιράζονται βραβεία μικρότερης αξίας και τα οποία αποτελούν, εν πάση περιπτώσει, αναπόσπαστο τμήμα του περιεχομένου του οικείου περιοδικού (27). Επομένως, οι επιταγές κοινωνικής πολιτικής και προλήψεως της φοροδιαφυγής, στις οποίες στηρίζεται η απόφαση Schindler, είναι άνευ σημασίας εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ αυτών και της επίμαχης απαγορεύσεως. Εξάλλου, είναι χαρακτηριστική η σιωπή που τηρεί συναφώς ο Αυστριακός νομοθέτης και η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη «επιταγές» άσχετες προς την αιτιολογία της εν λόγω απαγορεύσεως, όπως αυτή εκτίθεται ρητά στον σχετικό νόμο.
Εν πάση περιπτώσει, δεν γίνεται ευχερώς κατανοητό για ποιο λόγο η απλή δυνατότητα των αναγνωστών να κερδίσουν ένα βραβείο ύψους 500 DM, η οποία συνδέεται με τη σωστή επίλυση ενός σταυρόλεξου, καθιστά αναγκαία, προς τον σκοπό της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας, την απαγόρευση της διαθέσεως στο εμπόριο του περιοδικού που περιέχει το παιχνίδι αυτό. Ούτε οι λόγοι που ανάγονται στην προστασία της υγείας, υπό το πρίσμα της καταπολεμήσεως του «πάθους του παιχνιδιού», ή στη δημόσια ηθική, στο μέτρο που πρόκειται για ένα κοινωνικώς αξιόμεμπτο ελάττωμα, μπορούν να θεωρηθούν πειστικοί. Ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλης εκτιμήσεως, αρκεί να παρατηρηθεί συναφώς ότι στα ίδια τα κράτη τα οποία επικαλέστηκαν αυτές τις «κοινωνικές μάστιγες» οργανώνονται, στην πραγματικότητα, εκτός από τις λαχειοφόρους αγορές μεγάλης κλίμακας, και λαχειοφόροι αγορές του τύπου «Χυστό» και ότι, όσον αφορά τα παιχνίδια αυτά, τα εν λόγω κράτη δεν φαίνονται να ανησυχούν εξίσου για την καταπολέμηση του «πάθους του παιχνιδιού» (28).
16 Όσον αφορά την επιρροή της αποφάσεως Schindler στην παρούσα υπόθεση, επιβάλλεται μια περαιτέρω παρατήρηση. Ενόψει των ιδιομορφιών των λαχειοφόρων αγορών και, γενικότερα, των τυχερών παιχνιδιών, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι «οι εθνικές αρχές [διαθέτουν] επαρκή εξουσία εκτιμήσεως για να καθορίζουν τους όρους που είναι απαραίτητοι για την προστασία των παικτών και, γενικότερα, ενόψει των κοινωνικών και πολιτιστικών ιδιομορφιών κάθε κράτους μέλους, για την προστασία της κοινωνικής τάξεως, όσον αφορά τόσο τον τρόπο οργανώσεως των λαχειοφόρων αγορών και το μέγεθος των ποσών που παίζονται όσο και τη διάθεση των εξ αυτών κερδών. Υπό τις συνθήκες αυτές, σ' αυτές εναπόκειται να κρίνουν όχι μόνον αν είναι αναγκαίος ο περιορισμός των δραστηριοτήτων των λαχειοφόρων αγορών, αλλά και αν είναι αναγκαία η απαγόρευσή τους, υπό την επιφύλαξη ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν συνεπάγονται δυσμενείς διακρίσεις» (29). Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο, μολονότι έλαβε προσηκόντως υπόψη την καταλληλότητα της εν λόγω απαγορεύσεως για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών, θεώρησε ότι η ιδιαιτερότητα των τυχερών παιχνιδιών δικαιολογεί την απονομή στα κράτη μέλη μιας ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως στον τομέα αυτό, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον αναγκαίο - εφόσον πρόκειται για μέτρα που δεν επάγονται δυσμενείς διακρίσεις - να εξετάζεται η αναλογικότητα από την άποψη της υπάρξεως μέτρων που περιορίζουν λιγότερο το εμπόριο και είναι κατάλληλα να διασφαλίσουν την υλοποίηση των ιδίων σκοπών· επομένως, το Δικαστήριο δεν προέβη σε αυστηρό έλεγχο της αναλογικότητας.
Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθεισών διαφορών μεταξύ των μεγάλων λαχειοφόρων αγορών και των διαγωνισμών με βραβεία οι οποίοι αφορούν τη λύση σταυρόλεξων και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα ενός περιοδικού, θεωρώ ότι, όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, δεν είναι δυνατό να παραχωρηθεί στον εθνικό νομοθέτη τόσο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Είμαι, εξάλλου, πεπεισμένος ότι η λύση που έγινε δεκτή με την απόφαση Schindler είναι και πρέπει να είναι προσεκτικά προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως αυτής. Πράγματι, στην αντίθετη περίπτωση, αν, δηλαδή, έπρεπε να θεωρηθεί ότι η λύση αυτή ισχύει για κάθε παιχνίδι που μπορεί να χαρακτηριστεί ως τυχερό - έκφραση η οποία πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει κάθε απονομή βραβείου με κλήρωση, ανεξαρτήτως της αξίας του βραβείου και των διαστάσεων του παιχνιδιού - και, επομένως, και για την προκείμενη περίπτωση, θα δημιουργούνταν ένα επικίνδυνο και εντελώς αδικαιολόγητο ρήγμα στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει η Συνθήκη. Όπως είναι γνωστό, οι τυχόν περιορισμοί των ελευθεριών αυτών αποτελούν, στην πραγματικότητα, εξαιρέσεις οι οποίες, ως τοιαύτες, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να υπάγονται, κατά συνέπεια, σε αυστηρό έλεγχο της αναλογικότητας.
17 Επομένως, τούτου δοθέντος, έρχομαι στην εξέταση της αναλογικότητας του εν λόγω μέτρου σε σχέση με τις εν προκειμένω κρίσιμες «επιτακτικές ανάγκες», οι οποίες διατυπώθηκαν ρητά κατά τη θέσπιση του εν λόγω μέτρου και είναι, συγκεκριμένα, η προστασία των καταναλωτών, η εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών και η διατήρηση της πολυφωνίας του Τύπου.
Προστασία των καταναλωτών και εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών
18 Υποστηρίχθηκε, πρώτον, ότι το παιχνίδι και η ελπίδα του κέρδους που συνδέεται με αυτό θα μπορούσαν να ασκούν μεγαλύτερη έλξη στον καταναλωτή απ' ό,τι η ποιότητα του περιοδικού και ότι, δεύτερον, τούτο θα είχε ως συνέπεια τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού υπό το πρίσμα της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών. Επιπλέον, ο καταναλωτής θα μπορούσε να παραπλανηθεί όσον αφορά την πραγματική τιμή του προϋόντος. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα του καταναλωτή να κερδίσει ένα βραβείο θα αποσπούσε την προσοχή του και θα είχε ως συνέπεια τη νόθευση των όρων ενός ανταγωνισμού στηριζομένου στην ανταγωνιστικότητα, η οποία πρέπει να αφορά την ποιότητα και την αξία του προϋόντος.
Εξάλλου, η νομιμότητα των περιορισμών του εμπορίου που απορρέουν από ρυθμίσεις όπως η εν προκειμένω επίμαχη έχει ήδη επιβεβαιωθεί με την απόφαση Oosthoek's Uitgeversmaatschappij (30), με την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε ότι «η προσφορά δώρων σε είδος ως μέσο προωθήσεως των πωλήσεων είναι δυνατό να παραπλανήσει τους καταναλωτές όσον αφορά τις πραγματικές τιμές των προϋόντων και να νοθεύσει τους όρους του ανταγωνισμού που στηρίζεται στην ανταγωνιστικότητα των προϋόντων. Νομοθεσία που, για τον λόγο αυτό, περιορίζει ή ακόμη και απαγορεύει την εμπορική πρακτική αυτού του είδους δύναται, επομένως, να συμβάλλει στην προστασία των καταναλωτών και στην εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών».
19 Καταρχάς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η παραπομπή στην απόφαση Oosthoek's Uitgeversmaatschappij είναι εν μέρει μόνο λυσιτελής. Πράγματι, η υπόθεση αυτή αφορούσε μια γενική απαγόρευση προσφοράς δώρων σε είδος· αντιθέτως, αντικείμενο της προκειμένης υποθέσεως είναι μια απαγόρευση η οποία αφορά μόνο τα περιοδικά έντυπα και όχι και άλλα είδη εντύπων ή δημοσιευμάτων που απευθύνονται στο κοινό: συγκεκριμένα, τα παιχνίδια και/ή οι διαγωνισμοί με βραβεία επιτρέπονται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (31), οσάκις συνδέονται με την πώληση προϋόντων πλην των περιοδικών. Το γεγονός αυτό είναι ήδη αφ' εαυτού ικανό να καταστήσει την ανάγκη στην οποία στηρίζεται αυτό το είδος δικαιολογητικού λόγου λιγότερο «επιτακτική» απ' ό,τι υποστηρίχθηκε, αφού δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ελλείψει διακριτικών γνωρισμάτων, ότι ο καταναλωτής πρέπει να προστατεύεται μόνον όσον αφορά την αγορά περιοδικών και όχι όσον αφορά την αγορά άλλων προϋόντων.
Ακολούθως, μολονότι είναι αληθές ότι η προσφορά δώρων σε είδος θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι γίνεται χωρίς κανένα απολύτως αντάλλαγμα και, συνακόλουθα, να παραπλανήσει όσον αφορά την πραγματική τιμή του προϋόντος που πρόκειται να αγοραστεί, δεν θεωρώ ότι τούτο ισχύει όσον αφορά την αγορά ενός περιοδικού το οποίο περιέχει σταυρόλεξα. Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι οι καταναλωτές στους οποίους αναφέρεται με τη νομολογία του το Δικαστήριο, προκειμένου να τους παράσχει πρόσφορη προστασία σε σχέση με τους τρόπους συμπεριφοράς που μπορούν να τους παραπλανήσουν ή ακόμη να τους βλάψουν, είναι οι μέσοι καταναλωτές, δηλαδή οι «έχοντες φυσιολογική ενημέρωση καταναλωτές» (32). Θεωρώ ότι οι καταναλωτές αυτοί δυσχερώς θα μπορέσουν να παραπλανηθούν ως προς την πραγματική τιμή ενός περιοδικού από το γεγονός και μόνον ότι αυτό περιέχει παιχνίδια με βραβεία, πολλώ μάλλον όταν πρόκειται, όπως στην παρούσα υπόθεση, για ψυχαγωγικό εβδομαδιαίο περιοδικό, του οποίου η βασική αποστολή είναι, επομένως, να αποτελέσει μέσο διασκεδάσεως και ψυχαγωγίας.
20 Στην πραγματικότητα, σκοπός της εν λόγω απαγορεύσεως, όπως προκύπτει από την αιτιολογία της, είναι η αποφυγή του ενδεχομένου να επηρεαστεί ο καταναλωτής, όσον αφορά την αγορά περιοδικών, από το ενδεχόμενο να κερδίσει βραβεία, στο μέτρο που μια τέτοια συμπεριφορά θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για τις μικρές εκδοτικές επιχειρήσεις, οι οποίες, κατά κανόνα, δεν μπορούν να προσφέρουν τη δυνατότητα αυτή. Υπ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τόσο η προστασία των καταναλωτών όσο και η εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών αποτελούν σκοπούς οι οποίοι δεν έχουν σημασία αυτοτελώς, αλλά σε συνδυασμό με τον σκοπό της διατηρήσεως της πολυφωνίας του Τύπου.
Η διατήρηση της πολυφωνίας του Τύπου
21 Δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει συμπεριλάβει τη διασφάλιση της πολυφωνίας μεταξύ των λόγων γενικού συμφέροντος που είναι ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (33), είναι αυτονόητο, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της παραλληλότητας μεταξύ των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών, ότι πρόκειται για μια επιτακτική ανάγκη που αξίζει να τύχει προστασίας επίσης στην περίπτωση που αφορά η παρούσα υπόθεση.
Απομένει να εξεταστεί αν η εν λόγω απαγόρευση είναι πράγματι αναγκαία για τη διασφάλιση της πολυφωνίας του Τύπου και αν, για την υλοποίηση του σκοπού αυτού, υπάρχουν μέτρα με αποτέλεσμα λιγότερο περιοριστικό για το ενδοκοινοτικό εμπόριο.
22 Πρέπει εκ προοιμίου να τονιστεί ότι, αν η παρουσία στην αυστριακή αγορά περιοδικών εντύπων όπως το εβδομαδιαίο περιοδικό «Laura» είναι πράγματι ικανή να προκαλέσει, λόγω των παιχνιδιών με δώρα που αυτά περιέχουν, μεταστροφή του ενδιαφέροντος των καταναλωτών προς τα περιοδικά αυτά και τούτο σε βάρος των μικρών αυστριακών εκδοτικών επιχειρήσεων, θα πρέπει άνευ ετέρου να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω μέτρο είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της πολυφωνίας.
Αντιθέτως, το μέτρο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως μη αναγκαίο αν αποδειχθεί ότι τα παιχνίδια με δώρα δεν αποτελούν κίνητρο αγοράς, το οποίο προκαλεί τη μεταστροφή των καταναλωτών προς αυτό το είδος περιοδικών, και/ή ότι τα περιοδικά αυτά, λόγω του κοινού στο οποίο απευθύνονται και των διαφορετικών αναγκών τις οποίες καλύπτουν, ουδόλως επηρεάζουν την πώληση των εγχωρίων περιοδικών που εκδίδονται από μικρές εκδοτικές επιχειρήσεις. Πράγματι, αν το εν λόγω μέτρο έχει ως σκοπό, όπως αναφέρεται στην αιτιολογία που παρατέθηκε ανωτέρω, να αποτρέψει το ενδεχόμενο να εκτεθούν οι μικρές επιχειρήσεως εκδόσεως ημερησίων εφημερίδων και περιοδικών εντύπων σε καταστρεπτικό ανταγωνισμό, ικανό να θέσει σε κίνδυνο την πολυφωνία του Τύπου, είναι αυτονόητο ότι ο σκοπός αυτός δεν μπορεί ασφαλώς να επιδιώκεται μέσω της επιβολής στις εκδοτικές επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών της απαγορεύσεως διαθέσεως στο εμπόριο στο αυστριακό έδαφος περιοδικών τα οποία, προφανώς, μολονότι περιέχουν παιχνίδια με δώρα, ουδόλως ανταγωνίζονται εκείνα που εκδίδονται από μικρές εγχώριες εκδοτικές επιχειρήσεις, εφόσον, δηλαδή, δεν υπάρχει κίνδυνος να εξοβελιστούν οι επιχειρήσεις αυτές από την αγορά ή να υποστούν αισθητή μείωση του μεριδίου της αγοράς που κατέχουν.
23 Υπ' αυτές τις συνθήκες, θεωρώ ότι η καταλληλότητα του επίμαχου μέτρου για τη διασφάλιση της υλοποιήσεως του σκοπού που επιδιώκει δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατ' αρχήν δεδομένη, αλλά ότι για τη διαπίστωσή της είναι αναγκαία μια ανάλυση της συγκεκριμένης καταστάσεως, βάσει των στοιχείων που αφορούν την αγορά του Τύπου στην Αυστρία. Ειδικότερα, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα μερίδια της αγοράς που κατέχει κάθε εκδοτική επιχείρηση ή όμιλος εκδοτικών επιχειρήσεων και η εξέλιξή τους· η αγορά του οικείου προϋόντος και, συνακόλουθα, ο βαθμός της δυνατής υποκαταστάσεως, στα μάτια του καταναλωτή, μεταξύ περιοδικών τα οποία, εκ πρώτης όψεως, καλύπτουν εντελώς διαφορετικές ανάγκες (34)· τέλος, οι συνέπειες που απορρέουν για τις μικρές επιχειρήσεις εκδόσεως ημερησίων και περιοδικών εντύπων από την πώληση στο αυστριακό έδαφος περιοδικών όπως το εβδομαδιαίο περιοδικό «Laura».
Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να προβεί στην εξέταση αυτή, δεδομένου ότι, εξάλλου, δεν διαθέτει επαρκή σχετικά στοιχεία (35). Κατά συνέπεια, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να διαπιστώσει όχι μόνον αν τα περιοδικά αυτά αποτελούν πράγματι, λόγω των παιχνιδιών με δώρα που περιέχουν, κίνητρο αγοράς ικανό να κατευθύνει τις επιλογές των καταναλωτών (36), αλλά, επίσης, και εν πάση περιπτώσει, αν τα περιοδικά αυτά ανταγωνίζονται εκείνα που εκδίδονται από μικρές εγχώριες επιχειρήσεις ή παρόμοια «ψυχαγωγικά» περιοδικά που εκδίδουν μεγάλοι όμιλοι επιχειρήσεων εκδόσεως ημερησίων εφημερίδων και περιοδικών εντύπων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, είναι σαφές ότι το εν λόγω μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαίο για τη διατήρηση της πολυφωνίας του αυστριακού Τύπου.
24 Για την περίπτωση κατά την οποία το μέτρο αυτό θεωρηθεί, αντιθέτως, αναγκαίο για την υλοποίηση της εν λόγω επιταγής, κρίνω σκόπιμο να προσθέσω ότι το μέτρο αυτό είναι επίσης ανάλογο, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν μέσα λιγότερο περιοριστικά για το εμπόριο, κατάλληλα να διασφαλίσουν το ίδιο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, θεωρώ συναφώς αβάσιμο το επιχείρημα, το οποίο προβλήθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι το μέτρο είναι δυσανάλογο, καθόσον ο Γερμανός εκδότης θα μπορούσε να αποκλείσει τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στα παιχνίδια που περιέχονται στο εν λόγω περιοδικό οι αναγνώστες στην Αυστρία ή, γενικότερα, στα κράτη μέλη όπου τα παιχνίδια αυτά απαγορεύονται: τούτο θα επιτυγχανόταν με τη δημοσίευση στο περιοδικό μιας σχετικής «προειδοποιήσεως» και, επομένως, χωρίς πρόσθετα έξοδα και χωρίς να είναι αναγκαία μια διαφοροποιημένη έκδοση ανάλογα με το κράτος στην αγορά του οποίου προορίζεται να διατεθεί το περιοδικό.
Στην πραγματικότητα, η λύση αυτή, η οποία, σε περίπτωση που η απόφαση του Δικαστηρίου επιβεβαιώσει τη νομιμότητα του εν λόγω μέτρου υπό το πρίσμα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, θα μπορούσε αναμφισβήτητα να αποτελέσει τον τρόπο ενέργειας που θα επιλέξει ο οικείος επιχειρηματίας ή, επί το ορθότερον, μια από τις ενδεχόμενες αντιδράσεις του, προκειμένου να εξακολουθήσει να διαθέτει το περιοδικό «Laura» στην αυστριακή αγορά, δεν αφορά την αναλογικότητα του ίδιου του μέτρου. Όπως προαναφέρθηκε, το εν λόγω μέτρο απαγορεύει τη διάθεση στο εμπόριο περιοδικών που περιέχουν παιχνίδια με βραβεία, επειδή ακριβώς παρέχουν στους αναγνώστες τη δυνατότητα να κερδίσουν βραβεία και όχι επειδή περιέχουν παιχνίδια. Σε τελική ανάλυση, αν το περιοδικό «Laura» δεν παρείχε τη δυνατότητα αυτή και στους αναγνώστες που κατοικούν στην Αυστρία, το Δικαστήριο δεν θα είχε κληθεί να αποφανθεί επί της εν λόγω απαγορεύσεως.
25 Επιβάλλεται μια τελευταία παρατήρηση. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αναφέρθηκε επανειλημμένα ότι, στην πραγματικότητα, τα ίδια τα αυστριακά περιοδικά παρέχουν στους αναγνώστες τη δυνατότητα να κερδίσουν βραβεία (37). Κατά την άποψη της Επιτροπής, η κατάσταση αυτή οφείλεται στη νομολογία του αυστριακού Ανώτατου Δικαστηρίου, κατά την οποία η εν λόγω απαγόρευση έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που η δυνατότητα συμμετοχής σε παιχνίδι με βραβεία αποτελεί κίνητρο αγοράς το οποίο ασκεί ακαταμάχητη έλξη στον καταναλωτή (38).
Δεδομένου ότι, κατά την άποψή μου, το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστώσει την αναγκαιότητα του οικείου μέτρου, οφείλει εν πάση περιπτώσει να ερευνήσει αν η δημοσίευση παιχνιδιών με δώρα αποτελεί πράγματι κίνητρο αγοράς, θεωρώ ότι παρέλκει η περαιτέρω εξέταση του ζήτηματος αυτού. Ωστόσο, στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 9 a του UWG πρέπει να εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα περιοδικά. Πράγματι, στην αντίθετη περίπτωση, το εν λόγω μέτρο ή, μάλλον, η εφαρμογή του στην πράξη θα επαγόταν δυσμενείς διακρίσεις και, επομένως, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφαλίσεως της πολυφωνίας του Τύπου.
Με άλλα λόγια, αν ο εθνικός δικαστής διαπιστώσει ότι, στην πραγματικότητα, τα αυστριακά περιοδικά μπορούν νομίμως και χωρίς περιορισμούς να προσφέρουν στο κοινό μια δυνατότητα την οποία δεν μπορούν να προσφέρουν τα περιοδικά των άλλων κρατών μελών, το πρόβλημα θα έχει ήδη επιλυθεί, αφού θα πρόκειται για εμπόδιο του εμπορίου επαγόμενο δυσμενείς διακρίσεις το οποίο, ως τοιούτο, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε βάσει επιτακτικών αναγκών υπό την έννοια της νομολογίας «Cassis de Dijon» ούτε βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρει ρητά το άρθρο αυτό.
Ως προς το άρθρο 10 της Ευρωπαϋκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών
26 Θεωρώ ότι το πρόβλημα της συμφωνίας της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας προς το άρθρο 10 της Ευρωπαϋκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: Σύμβαση), το οποίο εθίγη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, πρέπει να εξεταστεί από το Δικαστήριο, μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε ειδικό σχετικό ερώτημα. Βέβαια, τούτο ισχύει αν το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη νομοθεσία μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των επιτακτικών αναγκών που εξετάστηκαν αμέσως ανωτέρω.
Πράγματι, από τη σχετική νομολογία προκύπτει με σαφήνεια ότι ο έλεγχος του Δικαστηρίου αφορά, όχι μόνον τις πράξεις των κοινοτικών οργάνων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και τις πράξεις των κρατών μελών κατ' εκτέλεση μιας κοινοτικής πράξεως και/ή άλλους τρόπους ενέργειας των εθνικών αρχών, αλλά και τους δικαιολογητικούς λόγους που προβάλλει ένα κράτος μέλος σχετικά με εθνικό μέτρο το οποίο, διαφορετικά, θα ήταν ασυμβίβαστο προς το κοινοτικό δίκαιο (39). Το γεγονός ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει κατ' ανάγκη να συγκαταλέγεται μεταξύ των προϋποθέσεων που το κράτος μέλος προβάλλει προς δικαιολόγηση του επίμαχου εθνικού μέτρου εξηγείται, εξάλλου, ευχερώς: πράγματι, στην αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσε να επιτρέπει το κοινοτικό δίκαιο, με τη συναίνεση του Δικαστηρίου, την προσβολή των δικαιωμάτων αυτών.
27 Το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ως λόγο γενικού συμφέροντος, άξιο να τύχει προστασίας, τη διατήρηση της πολυφωνίας στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων, τούτο δε ακριβώς επειδή πρόκειται για μια αξία συνδεόμενη με την ελευθερία εκφράσεως του άρθρου 10 της Συμβάσεως (40). Εκ πρώτης όψεως, επομένως, η συμφωνία του προβληθέντος δικαιολογητικού λόγου προς το άρθρο 10 της Συμβάσεως θα μπορούσε να θεωρηθεί προφανέστατη (41).
Ασφαλώς, στην παρούσα υπόθεση είναι κρίσιμα δύο δικαιώματα τα οποία προστατεύονται εξίσου από τη διάταξη αυτή: αφενός, η ελευθερία του Τύπου, η οποία πρέπει να αναγνωρίζεται καταρχήν σε κάθε επιχειρηματία του τομέα αυτού, καθώς και η ελευθερία του κοινού ως αποδέκτη κάθε είδους πληροφοριών και ιδεών, που αποτελεί την άλλη - και την πλέον σημαντική - όψη του νομίσματος· αφετέρου, η διατήρηση της πολυφωνίας του Τύπου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η τήρηση του άρθρου 10 της Συμβάσεως απαιτεί τον συμβιβασμό, στο μέτρο του δυνατού, δύο εξίσου θεμελιωδών συμφερόντων, όπως είναι η ελευθερία του Τύπου και η διατήρηση της πολυφωνίας, η οποία, προφανώς, θα μπορούσε να διακυβευθεί από μια υπερβολική συγκέντρωση των μέσων ενημερώσεως στα χέρια ολίγων (42).
28 Τούτου δοθέντος, θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω, καταρχάς, ότι περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου μπορούν να επιβληθούν μόνον εφόσον συντρέχει μια «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» (43) η οποία αντιστοιχεί σε μια από τις ανάγκες που αναφέρονται ρητά στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της Συμβάσεως (44). Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι η νομολογία του Ευρωπαϋκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι απολύτως σαφής ως προς το ότι ακόμη και ο «εμπορικός λόγος» ή, με άλλα λόγια, η εμπορική χρήση της ελευθερίας εκφράσεως διασφαλίζεται από το άρθρο 10 (45). Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, το Ευρωπαϋκό Δικαστήριο ασκεί έναν λιγότερο αυστηρό έλεγχο της αναλογικότητας, αφού θεωρεί ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν στον τομέα αυτόν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (46).
Όσον αφορά τη διατήρηση της πολυφωνίας στον τομέα της ενημερώσεως, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει δεχθεί ότι, μολονότι η ανάγκη αυτή δεν προβλέπεται ρητά από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της Συμβάσεως ως παρέκκλιση από την ελευθερία εκφράσεως, πρόκειται, στην πραγματικότητα, για σκοπό ο οποίος είναι θεμιτός, αυτός καθαυτός, και ο οποίος δύναται, επομένως, να επιτρέψει μια κρατική παρέμβαση, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή προβλέπεται από τον νόμο και είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία (47). Με άλλα λόγια, η ανάγκη διασφαλίσεως της πολυφωνίας της ενημερώσεως επιτρέπει ορισμένους περιορισμούς στην ατομική ελευθερία εκφράσεως και ενημερώσεως, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι περιορισμοί αυτοί είναι αναγκαίοι και ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
29 Τούτου δοθέντος και λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της σημασίας που αποδίδει το Δικαστήριο του Στρασβούργου στις δύο αξίες που εξετάζονται εν προκειμένω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο περιοδικών που περιέχουν παιχνίδια με δώρα δεν αντιβαίνει προς την υποχρέωση διασφαλίσεως της ελευθερίας εκφράσεως και είναι, επομένως, σύμφωνη προς το άρθρο 10 της Συμβάσεως, πλην όμως μόνον εντός των ορίων εντός των οποίων είναι πράγματι αναγκαία και ανάλογη προς την υλοποίηση του σκοπού της διατηρήσεως της πολυφωνίας του Τύπου. Επιβάλλεται επίσης να τονιστεί ότι τα εν λόγω όρια είναι αυτά τα οποία προσδιορίστηκαν ανωτέρω στο πλαίσιο του αυστηρού ελέγχου του κατάλληλου και ανάλογου χαρακτήρα του εν λόγω μέτρου σε σχέση με την επίμαχη επιτακτική ανάγκη (48).
Πρόταση
30 Ενόψει των σκέψεων που προεκτέθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο υποβληθέν από το Handelsgericht Wien ερώτημα την ακόλουθη απάντηση:
«Το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΚ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή μιας εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει την εισαγωγή περιοδικών τα οποία νομίμως εκδίδονται και διατίθενται στο εμπόριο άλλου κράτους μέλους, επειδή περιέχουν γρίφους και/ή παιχνίδια με βραβεία, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω νομοθεσία είναι αναγκαία και κατάλληλη για την υλοποίηση επιτακτικών αναγκών, δηλαδή, εν προκειμένω, για τη διατήρηση της πολυφωνίας του Τύπου. Συναφώς, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει, υπό το φως των στοιχείων που αφορούν την εθνική αγορά Τύπου, αν ένα περιοδικό που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά αυτά ανταγωνίζεται παρόμοια ψυχαγωγικά περιοδικά που εκδίδονται από μεγάλους ομίλους επιχειρήσεων εκδόσεως ημερησίων εφημερίδων και περιοδικών εντύπων ή τα περιοδικά που εκδίδονται από μικρές εκδοτικές επιχειρήσεις και αν, στη δεύτερη περίπτωση, δημιουργείται έτσι ένα κίνητρο αγοράς το οποίο αποβαίνει σε βάρος των μικρών εκδοτικών επιχειρήσεων.»
(1) - Πρόκειται για τον νόμο 147/1992 σχετικά με την «άρση των ρυθμιστικών παρεμβάσεων στον τομέα του ανταγωνισμού».
(2) - Συγκεκριμένα, το άρθρο 9 a, όπως εισήχθη στον UWG με τον προαναφερθέντα νόμο 147/1992, τροποποιήθηκε μετά ένα έτος, με τον νόμο 227/1993, προκειμένου ακριβώς να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα προσφοράς δώρων άνευ ανταλλάγματος ή διοργανώσεως διαγωνισμών και/ή παιχνιδιών με βραβεία, συνδεομένων με την πώληση περιοδικών.
(3) - Ειδικότερα, η παράγραφος 1 του άρθρου 9 a δεν έχει εφαρμογή οσάκις το δώρο συνίσταται στη «χορήγηση δυνατότητας συμμετοχής σε διαγωνισμό (λαχειοφόρο αγορά) όπου η αξία κάθε δελτίου συμμετοχής, η οποία απορρέει από τη σχέση της συνολικής αξίας των βραβείων που πρόκειται να απονεμηθούν προς τον αριθμό των δελτίων συμμετοχής που έχουν διανεμηθεί, δεν υπερβαίνει τα 5 αυστριακά σελίνια, η δε συνολική αξία των βραβείων που πρόκειται να απονεμηθούν δεν υπερβαίνει τα 300 000 σελίνια». Επομένως, η παροχή δυνατότητας συμμετοχής σε παιχνίδια και/ή διαγωνισμούς με βραβεία επιτρέπεται, εντός των ορίων που μόλις αναφέρθηκαν, τόσο στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών όσο και στο πλαίσιο της πωλήσεως προϋόντων πλην περιοδικών.
(4) - Πρόκειται για το τεύχος υπ' αριθ. 9 της 22ας Φεβρουαρίου 1995. Τα μεταγενέστερα τεύχη του περιοδικού αυτού δεν παρουσιάζουν καμία διαφορά ούτε όσον αφορά το είδος των παιχνιδιών ούτε όσον αφορά τα δώρα που απονέμονται.
(5) - Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του γερμανικού νόμου περί του αθέμιτου ανταγωνισμού, η πώληση περιοδικών εντύπων που προσφέρουν δώρα απαγορεύεται μόνον εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση και για ιδιαίτερους λόγους, η εν λόγω προσφορά δώρων προσβάλλει τα χρηστά ήθη. Αντιθέτως, τα εν λόγω παιχνίδια με βραβεία επιτρέπονται, οσάκις, όπως εν προκειμένω, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ψυχαγωγικής ύλης του εντύπου.
(6) - Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974 στην υπόθεση 8/74, Dassonville (Συλλογή τόμος 1974, σ. 411, σκέψη 5).
(7) - Απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-267/91 και C-268/91, (Συλλογή 1993, σ. I-6097). Υπ' αυτήν την έννοια, βλ., ως πλέον πρόσφατη, την απόφαση της 20ής Ιουνίου 1996 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-418/93, C-419/93, C-420/93, C-421/93, C-460/93, C-461/93, C-462/93, C-464/93, C-9/94, C-10/94, C-11/94, C-14/94, C-15/94, C-23/94, C-24/94 και C-332/94, Semeraro Casa Uno κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-2975).
(8) - Aπόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979 στην υπόθεση 120/78, Rewe-Zentral (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 321), καλούμενη «Cassis de Dijon».
(9) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7 απόφαση Keck και Mithouard, σκέψη 16· η υπογράμμιση δική μου.
(10) - Απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995 στην υπόθεση C-470/93, Mars (Συλλογή 1995, σ. I-1923, σκέψη 13).
(11) - Στις προτάσεις που ανέπτυξα στην υπόθεση C-292/92, Hόnermund κ.λπ. (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1993, Συλλογή 1993, σ. Ι-6787) παρατήρησα, εξάλλου, ότι μεταξύ των μέτρων που αφορούν τους τρόπους πωλήσεως, χρήζουν, ενδεχομένως, ειδικότερης εξετάσεως εκείνα που αφορούν τις μεθόδους πωλήσεως ή προωθήσεως των πωλήσεων, στο μέτρο που είναι πράγματι ικανά, όταν υφίστανται συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να έχουν μια πιο συγκεκριμένη και ειδική επίπτωση στις εισαγωγές και, συνεπώς, να αποτελούν, σε τελική ανάλυση, εμπόδιο στην ενδοκοινοτική κυκλοφορία των προϋόντων (σημεία 16 έως 18 και, ειδικότερα, σημείο 22 των προτάσεων).
(12) - Πρόκειται για τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται προκειμένου να εκφεύγει μια εθνική ρύθμιση αφορώσα τους τρόπους πωλήσεως από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης και οι οποίες αναφέρονται στην προπαρατεθείσα σκέψη 16 της ίδιας αποφάσεως (βλ. ανωτέρω, σημείο 8).
(13) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7 απόφαση Keck και Mithouard, σκέψη 17· η υπογράμμιση δική μου.
(14) - Απόφαση της 10ης Μαου 1995 στην υπόθεση C-384/93 (Συλλογή 1995, σ. I-1141, σκέψη 38). Στην ίδια προοπτική εντάσσεται η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995 στην υπόθεση C-415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψεις 92 έως 104). Υπενθυμίζω ότι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι ρυθμίσεις, όπως αυτές που διέπουν τις μετεγγραφές από μια ομοσπονδία σε άλλη, οι οποίες «ρυθμίζουν άμεσα την πρόσβαση των παικτών στην αγορά εργασίας άλλων κρατών μελών», είναι αντίθετες προς το σύστημα των κανόνων που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (σκέψη 103).
(15) - Απόφαση της 11ης Αυγούστου 1995 στην υπόθεση C-63/94, Belgapom (Συλλογή 1995, σ. I-2467, σκέψεις 12 και 15).
(16) - Απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-69/93 και C-258/93, Punto Casa και PPV (Συλλογή 1994, σ. I-2355, σκέψεις 12 και 15), καθώς και προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7 απόφαση Semeraro Casa Uno κ.λπ., σκέψεις 12 και 13.
(17) - Απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-401/92 και C-402/92, Tankstation't Heukske και Boermans (Συλλογή 1994, σ. I-2199, σκέψεις 12, 15 και 18).
(18) - Απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995 στην υπόθεση C-391/92, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1995, σ. I-1621, σκέψεις 13 έως 18).
(19) - Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995 στην υπόθεση C-387/93, Banchero (Συλλογή 1995, σ. I-4663, σκέψεις 36 και 37).
(20) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 11 απόφαση Hόnermund κ.λπ., σκέψεις 20 έως 23.
(21) - Απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1995 στην υπόθεση C-412/93, Leclerc-Siplec (Συλλογή 1995, σ. I-179, σκέψεις 21 έως 24).
(22) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7 απόφαση Semeraro Casa Uno κ.λπ., σκέψη 24. Υπό την ίδια έννοια βλ. την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7 απόφαση Keck και Mithouard, σκέψη 13.
(23) - Βλ., μεταξύ άλλων, την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8 απόφαση Cassis de Dijon, σκέψη 8, και, ως πλέον πρόσφατη, την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-313/94, Graffione (Συλλογή 1996, σ. I-6039, σκέψη 17).
(24) - Πρέπει εξάλλου να υπομνηστεί ότι το ίδιο το αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη συμφωνία του άρθρου 9 a του UWG προς το Σύνταγμα, με την αιτιολογία ακριβώς ότι η απαγόρευση που επιβάλλει η διάταξη αυτή είναι αναγκαία για τη διατήρηση της πολυφωνίας του Τύπου (απόφαση της 11ης Μαρτίου 1994, ΦBl 1994, σ. 151).
(25) - Απόφαση της 24ης Μαρτίου 1994 στην υπόθεση C-275/92 (Συλλογή 1994, σ. I-1039).
(26) - Το Δικαστήριο προσέθεσε όμως ότι, «χωρίς ο λόγος αυτός να μπορεί, καθαυτός, να θεωρηθεί αντικειμενική δικαιολογία, δεν στερείται σημασίας η υπογράμμιση του γεγονότος ότι οι λαχειοφόροι αγορές μπορούν να μετέχουν σημαντικά στη χρηματοδότηση αφιλοκερδών δραστηριοτήτων ή γενικού συμφέροντος, όπως έργων κοινής ωφελείας, φιλανθρωπικών, αθλητικών ή πολιτιστικών» (σκέψη 60· η υπογράμμιση δική μου).
(27) - Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική μόνον εάν το περιοδικό ήταν διαμορφωμένο με άξονα τη λαχειοφόρο αγορά, αν δηλαδή χρησίμευε ως πρόφαση για τη διοργάνωση μιας λαχειοφόρου αγοράς μεγάλης κλίμακας και μεγάλων διαστάσεων, ιδίως όσον αφορά το μέγεθος των ποσών που παίζονται. Προφανώς, όμως, τούτο δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
(28) - Ακόμη και αν γίνει δεκτή η άποψη του μεγάλου φιλοσόφου Benedetto Croce, κατά την οποία το παιχνίδι αποτελεί «φόρο βλακείας», δεν θεωρώ ότι η αναμφισβήτητη χρησιμότητα για το κράτος ενός τέτοιου «φόρου» μπορεί να δικαιολογήσει την απαγόρευσή του όταν εκείνος που αποκομίζει το κέρδος δεν είναι το κράτος του οποίου την ιθαγένεια έχει ο παίκτης, αλλά ένα άλλο κράτος ή, όπως εν προκειμένω, ένας άλλος ιδιώτης.
(29) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 25 απόφαση Schindler, σκέψη 61.
(30) - Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1982 στην υπόθεση 286/81 (Συλλογή 1982, σ. 4575, σκέψη 18).
(31) - Βλ. ανωτέρω, σημείο 2, και, ειδικότερα, υποσημείωση 3.
(32) - Αυτή είναι, για παράδειγμα, η έκφραση που χρησιμοποιείται στην προαναφερθείσα στην υποσημείωση 10 απόφαση Mars, σκέψη 24. Επομένως, από αυτήν την οπτική γωνία, η άποψη της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, κατά την οποία ο καταναλωτής θα μπορούσε να παρακινηθεί να αγοράσει εκατοντάδες αντίτυπα του ιδίου περιοδικού προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητές του να κερδίσει κάποιο βραβείο μέσω κληρώσεως, δεν χρειάζεται να εξεταστεί ειδικότερα. Κατά την άποψή μου, όποιος αγοράζει εκατοντάδες αντίτυπα του ιδίου περιοδικού και επιλύει εκατό φορές το ίδιο σταυρόλεξο έχει ανάγκη προστασίας εντελώς διαφορετικού είδους. Επιπλέον, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλης εκτιμήσεως, ο ίδιος θα μπορούσε κάλλιστα να αγοράσει εκατό λαχνούς της ίδιας λαχειοφόρου αγοράς ή ακόμη να αγοράζει, καθημερινά, μεγάλο αριθμό δελτίων «Χυστού» ή άλλων παρόμοιων παιχνιδιών, τα οποία, ωστόσο, ουδόλως απαγορεύονται.
(33) - Bλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991 στην υπόθεση C-353/89, Επιτροπή κατά Κάτω Ξωρών (Συλλογή 1991, σ. I-4069), στην οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «η διατήρηση της πολυφωνίας (...) συνδέεται προς την ελευθερία εκφράσεως, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 10 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξεως» (σκέψη 30). Υπό την ίδια έννοια βλ., ήδη, την απόφαση της 14ης Μαου 1974 στην υπόθεση 4/73, Nold κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 277, σκέψη 13).
(34) - Συναφώς, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι, μολονότι είναι αληθές, όπως επισήμανε η Επιτροπή, ότι δεν είναι δυνατό να γίνει διάκριση μεταξύ των εφημερίδων πολιτικής ειδησεογραφίας και των ψυχαγωγικών εφημερίδων και ότι η πολυφωνία δεν πρέπει να προστατεύεται μόνον όσον αφορά τις πρώτες από αυτές, είναι εξίσου αληθές ότι ένα εβδομαδιαίο περιοδικό, όπως το «Laura», μπορεί, καταρχήν, να ανταγωνίζεται μόνον περιοδικά του ιδίου είδους και, πάντως, ασφαλώς όχι τον τοπικό Τύπο, τις εφημερίδες πολιτικής ειδησεογραφίας ή τον αθλητικό Τύπο.
(35) - Πράγματι, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, η Αυστριακή Κυβέρνηση περιορίστηκε στον ισχυρισμό ότι στην Αυστρία υπάρχει πρόβλημα συγκεντρώσεως του Τύπου στα χέρια ορισμένων επιχειρηματιών και ότι στην αρχή της δεκαετίας του '90 ο μεγαλύτερος όμιλος αυστριακών επιχειρήσεων εκδόσεως ημερησίων εφημερίδων και περιοδικών εντύπων κατείχε μερίδιο της αγοράς ίσο προς 50 %, το οποίο ακολούθως μειώθηκε σε 40 %. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν η μείωση αυτή οφείλεται σε αύξηση του μεριδίου της αγοράς των μικρών εγχωρίων επιχειρήσεων ή, αντιθέτως, ακριβώς στην παρουσία περιοδικών προελεύσεως άλλων κρατών μελών.
(36) - Πρέπει, επομένως, να διαπιστώσει αν η δημοσίευση παιχνιδιών με βραβεία αποτελεί το αποφασιστικό στοιχείο για την αγορά ορισμένου περιοδικού, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά του περιοδικού αυτού, όπως, εν προκειμένω, τα χαρακτηριστικά ενός «ψυχαγωγικού» περιοδικού. Με άλλα λόγια, θα αγόραζε αδιακρίτως ο καταναλωτής ο οποίος αποφασίζει να αγοράσει ένα εβδομαδιαίο περιοδικό όπως το «Laura» επίσης μια αθλητική ή πολιτική ή λογοτεχνική ή επιστημονική εφημερίδα, αν του παρεχόταν η δυνατότητα να κερδίσει ένα βραβείο; Ή, αντιθέτως, θα αγόραζε εν πάση περιπτώσει μια «ψυχαγωγική» εφημερίδα, επιλέγοντας μεταξύ των εφημερίδων αυτού του είδους, ανάλογα με τις προτιμήσεις του, οι οποίες αναμφισβήτητα ενδέχεται να επηρεάζονται από την ύπαρξη παιχνιδιών με δώρα, αλλά και από ένα ιδιαίτερα ελκυστικό εξώφυλλο ή ακόμη από άλλα στοιχεία;
(37) - Για παράδειγμα, το περιοδικό «Tδglich Alles», το οποίο εκδίδεται από την ενάγουσα της κυρίας δίκης, παρέχει σε όποιον μαντέψει τον τίτλο μιας κινηματογραφικής ταινίας τη δυνατότητα να κερδίσει σύμπυκνους δίσκους (CD) (βλ. το τεύχος της 25ης Ιανουαρίου 1996). Το περιοδικό «News» αναγγέλλει τη δυνατότητα των αναγνωστών να συμμετάσχουν σε κληρώσεις από τις οποίες μπορούν να κερδίσουν, συμπληρώνοντας και αποστέλλοντας το δελτίο συμμετοχής που περιέχει, ένα αυτοκίνητο μάρκας Nissan (βλ., π.χ., το τεύχος υπ' αριθ. 1 της 4ης Ιανουαρίου 1996).
(38) - Βλ., για παράδειγμα, τις αποφάσεις του Oberster Gerichtshof (OGH) της 9ης Μαου 1995, για τα «δωρεάν αεροπορικά ταξίδια» (WBl. 1995, σ. 466), και της 22ας Μαρτίου 1994, για την «δωρεάν ημέρα» (Φbl. 1994, σ. 166).
(39) - Βλ., συναφώς, την απόφαση της 18ης Ιουνίου 1991 στην υπόθεση C-260/89, EΡT (Συλλογή 1991, σ. I-2925). Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, «όταν ένα κράτος μέλος επικαλείται τις διατάξεις του άρθρου 56 σε συνδυασμό προς το άρθρο 66 της Συνθήκης, για να δικαιολογήσει μια ρύθμιση τέτοια που μπορεί να παρακωλύσει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η δικαιολόγηση αυτή, η οποία προβλέπεται από το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τις γενικές αρχές του δικαίου και ιδίως τα θεμελιώδη δικαιώματα. Έτσι, η αμφισβητούμενη εθνική ρύθμιση μπορεί να υπαχθεί στις εξαιρέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 56, σε συνδυασμό προς το άρθρο 66, μόνον αν είναι σύμφωνη με τα θεμελιώδη δικαιώματα για τον σεβασμό των οποίων μεριμνά το Δικαστήριο» (σκέψη 43). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, «σε μια τέτοια περίπτωση, στον εθνικό δικαστή και στο Δικαστήριο, αν επιληφθεί, εναπόκειται να εκτιμήσει την εφαρμογή αυτών των διατάξεων, ενόψει όλων των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, περιλαμβανομένης και της ελευθερίας εκφράσεως, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της Ευρωπαϋκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως γενικής αρχής του δικαίου για την τήρηση του οποίου μεριμνά το Δικαστήριο» (σκέψη 44). Οι ίδιες σκέψεις ισχύουν, προφανώς, και όσον αφορά τις επιτακτικές ανάγκες των οποίων γίνεται επίκληση για τη δικαιολόγηση των εθνικών μέτρων που εμποδίζουν την κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
(40) - Βλ. ανωτέρω, υποσημείωση 33.
(41) - Υπ' αυτή την έννοια βλ., εξάλλου, την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 24 απόφαση του αυστριακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπου υπογραμμίζεται ότι τα μέσα ενημερώσεως αποτελούν όχι μόνον εμπόρευμα, αλλά και ουσιώδες στοιχείο διαμορφώσεως της κοινής γνώμης. Ο νομοθέτης που επιχειρεί, με μέτρα που απαγορεύουν ορισμένες μορφές διαφημίσεως, να διασφαλίσει την επιβίωση των μικρών επιχειρήσεων εκδόσεως ημερησίων εφημερίδων και περιοδικών εντύπων διασφαλίζει την τήρηση όχι μόνον του αυστριακού Συντάγματος αλλά και του άρθρου 10 της Ευρωπαϋκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
(42) - Βλ., υπ' αυτήν την έννοια, την έκθεση της Ευρωπαϋκής Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση De Geοrllustreerde Pers NV κατά Κάτω Ξωρών, DR 8, σ. 5.
(43) - Βλ. αποφάσεις Sunday Times I (26 Απριλίου 1979, A αριθ. 30), Barthold κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (25 Μαρτίου 1985, A αριθ. 90) και Lingens κατά Αυστρίας (8 Ιουλίου 1986, A αριθ. 103).
(44) - Ως γνωστόν, η διάταξη αυτή προβλέπει, πράγματι, ότι η άσκηση των ελευθεριών που διασφαλίζει «δύναται να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, που προβλέπονται από τον νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα ή τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και τη πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, την προστασία της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων τρίτων, την παρεμπόδιση της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή τη διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας».
(45) - Υπ' αυτή την έννοια βλ., π.χ., Groppera Radio AG κατά Ελβετίας, απόφαση της 28ης Μαρτίου 1990, A αριθ. 173. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο του Στρασβούργου, απαντώντας στην επιχειρηματολογία της καθής κυβερνήσεως, η οποία διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα επικλήσεως του άρθρου 10 όσον αφορά προγράμματα που συνίσταντο κυρίως σε ελαφρά μουσική και σε διαφημιστικά μηνύματα, διευκρίνισε ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή «χωρίς να πρέπει να γίνεται διάκριση ανάλογα με το περιεχόμενο των προγραμμάτων» (βλ., ιδίως, παραγράφους 54 και 55). Υπό την ίδια έννοια βλ. επίσης Markt Int. Verlag και Klaus Beermann κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 1989, A αριθ. 165, με την οποία το Ευρωπαϋκό Δικαστήριο απέρριψε την αρχή κατά την οποία το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 περιορίζεται στις εκφράσεις καλλιτεχνικού, θρησκευτικού, επιστημονικού, πολιτικού ή πολιτικοοικονομικού χαρακτήρα/περιεχομένου και δεν εκτείνεται επίσης σε «δηλώσεις ή συμπεριφορές εμπορικού χαρακτήρα που σκοπούν στην προαγωγή οικονομικών συμφερόντων».
(46) - Βλ. την απόφαση Markt Int. Verlag και Klaus Beermann κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που προαναφέρθηκε στην προηγούμενη υποσημείωση.
(47) - Βλ., υπ' αυτήν την έννοια, Informationsverein Lentia κ.λπ. κατά Αυστρίας, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, A αριθ. 276. Με την απόφαση αυτή, το Ευρωπαϋκό Δικαστήριο δέχθηκε, πράγματι, ότι η πολυφωνία της ενημερώσεως αποτελεί θεμελιώδη αξία σε μια δημοκρατική κοινωνία και ότι μπορεί, επομένως, να έχει ως αποτέλεσμα έναν περιορισμό της ελευθερίας εκφράσεως. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο δεν δέχθηκε την άποψη της καθής κυβερνήσεως κατά την οποία το τηλεοπτικό μονοπώλιο αποτελεί κατάλληλο και αναγκαίο μέσο για τη διασφάλιση της πολυφωνίας, ιδίως δε της ποιότητας και της ισορροπίας των προγραμμάτων και των απόψεων. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο τόνισε ότι, κατά κανόνα, η πολυφωνία της ενημερώσεως διασφαλίζεται από τον ανταγωνισμό και ότι, εν πάση περιπτώσει, ένα τόσο αυστηρό μονοπώλιο όπως το υπό κρίση στην υπόθεση εκείνη δεν μπορούσε να θεωρηθεί νόμιμο.
(48) - Βλ. ανωτέρω, σημεία 21 έως 25.