EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CJ0422

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 15ης Ιουνίου 1995.
Teresa Zabala Erasun, Elvira Encabo Terrazos και Francisco Casquero Carrillo κατά Instituto Nacional de Empleo.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autónoma del País Vasco - Ισπανία.
Προδικαστική παραπομπή - Προϋποθέσεις εμμονής του αιτούντος δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα - Έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-422/93, C-423/93 και C-424/93.

European Court Reports 1995 I-01567

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1995:183

61993J0422

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 15ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1995. - TERESA ZABALA ERASUN, ELVIRA ENCABO TERRAZOS ΚΑΙ FRANCISCO CASQUERO CARRILLO ΚΑΤΑ INSTITUTO NACIONAL DE EMPLEO. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: TRIBUNAL SUPERIOR DE JUSTICIA DE LA COMUNIDAD AUTONOMA DEL PAIS VASCO - ΙΣΠΑΝΙΑ. - ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΜΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΑ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ - ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-422/93, C-423/93 ΚΑΙ C-424/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-01567


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Προδικαστικά ερωτήματα * Εκδίκαση από το Δικαστήριο αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως * Μη εξάντληση της δικαιοδοσίας του εθνικού δικαστηρίου * Έλλειψη εμποδίου να διαπιστώσει το εθνικό δικαστήριο την κατάργηση της κύριας δίκης κατόπιν αποδοχής της αγωγής ή άλλης διαδικαστικής πράξεως * Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαρτωμένη από τη διαπίστωση του εθνικού δικαστηρίου ότι η αποδοχή της αγωγής ή άλλης διαδικαστικής πράξεως στερείται, δυνάμει του εθνικού δικαίου, αποτελέσματος

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 177)

Περίληψη


Δεν δικαιολογείται, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης, η άρνηση εθνικού δικαστηρίου, που έχει υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την αποδοχή της αγωγής ή άλλης διαδικαστικής πράξεως, να διαπιστώσει την κατάργηση της δίκης και να ανακαλέσει το προδικαστικό ερώτημα, όταν η άρνηση αυτή αιτιολογείται με το ότι η υπόθεση δεν είναι πλέον εκκρεμής ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, αλλά έχει παραπεμφθεί στο Δικαστήριο, και με το ότι το υποβληθέν ερώτημα έχει σημασία υπερβαίνουσα την αντιδικία μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέτρο που η ερμηνεία που θα δώσει το Δικαστήριο θα είναι γενικής ισχύος.

Συγκεκριμένα, αφενός, το εθνικό δικαστήριο που έχει υποβάλει προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο παραμένει χρεωμένο με την υπόθεση. Η διαδικασία επί της υποθέσεως αυτής έχει ανασταλεί μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος, αλλά η υπόθεση παραμένει εκκρεμής ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Αφετέρου, η δικαιολόγηση της προδικαστικής παραπομπής και, κατά συνέπεια, της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δεν συνίσταται στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην ανάγκη αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς.

Κατά συνέπεια, το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο να δεχθεί να διαπιστώσει, δυνάμει του εθνικού του δικαίου, ότι έχει συντελεστεί αποδοχή της αγωγής ή άλλης διαδικαστικής πράξεως και ότι, ενδεχομένως, η αποδοχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της κύριας δίκης. Εφόσον το αιτούν δικαστήριο δεν έχει διαπιστώσει ότι, δυνάμει του εθνικού του δικαίου, η αποδοχή δεν έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της κύριας δίκης, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-422/93, C-423/93 και C-424/93,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autonoma del Pais Vasco (Ισπανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Teresa Zabala Erasun

και

Instituto Nacional de Empleo,

και μεταξύ

Elvira Encabo Terrazos

και

Instituto Nacional de Empleo,

και μεταξύ

Francisco Casquero Carrillo

και

Instituto Nacional de Empleo,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζ', και παράγραφος 2, και των άρθρων 5 και 97 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn, πρόεδρο τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη (εισηγητή) και J. L. Murray, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. B. Elmer

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους C. Docksey, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και J. Juste Ruiz, δημόσιο υπάλληλο αποσπασμένο στη Νομική Υπηρεσία της Επιτροπής βάσει του καθεστώτος των αποσπασμένων δημοσίων υπαλλήλων κρατών μελών,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον G. Calvo Diaz, abogado del Estado, και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους C. Docksey και J. Juste Ruiz, κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 1995,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 1995,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με τρεις διατάξεις, από τις οποίες οι δύο πρώτες εκδόθηκαν την 1η Ιουνίου 1993 και η τρίτη στις 22 Ιουνίου 1993 και οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 15 Οκτωβρίου 1993, το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autonoma del Pais Vasco (Ισπανία) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, σειρά προδικαστικών ερωτημάτων ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ζ', και παράγραφος 2, και των άρθρων 5 και 97 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, της Teresa Zabala Erasun, της Elvira Encabo Terrazos και του Francisco Casquero Carrillo και, αφετέρου, του Instituto Nacional de Empleo (στο εξής: ΙΝΕΜ), με αντικείμενο την άρνηση του τελευταίου να καταβάλει στους πρώτους το έχον χαρακτήρα κοινωνικής προνοίας επίδομα ανεργίας που είχαν ζητήσει.

3 Στην Ισπανία, ο Ley de Proteccion por Desempleo 31/84, της 2ας Αυγούστου 1984 (νόμος περί προστασίας των ανέργων, ΒΟΕ αρ. 186, σ. 4009 της 4ας Αυγούστου 1984, στο εξής: νόμος 31/84), περιέχει στον τίτλο του Ι διατάξεις περί παροχών ανεργίας βασιζομένων σε εισφορές και στον τίτλο του ΙΙ διατάξεις περί παροχών κοινωνικής προνοίας.

4 Οι ισπανικής ιθαγενείας εκκαλούντες των κυρίων δικών έχουν εργαστεί κατά διαφορετικές περιόδους στη γαλλική παραμεθόρια ζώνη, κοντά στην ισπανική επαρχία Guipuzcoa όπου κατοικούν.

5 Καταστάντες άνεργοι, ζήτησαν και έλαβαν από το ΙΝΕΜ τις κατά τον τίτλο Ι του νόμου 31/84 παροχές ανεργίας που βασίζονται σε εισφορές.

6 Κατά τη λήξη της περιόδου εντός της οποίας εδικαιούντο να τύχουν των παροχών αυτών, ζήτησαν από το ΙΝΕΜ την παροχή του κατά τον τίτλο ΙΙ του ίδιου νόμου επιδόματος ανεργίας που έχει χαρακτήρα κοινωνικής προνοίας, αλλά οι αιτήσεις τους απορρίφθηκαν.

7 Κατόπιν αυτού, άσκησαν αγωγές ενώπιον του Juzgado de lo Social de Guipuzcoa. Τα αιτήματά τους απορρίφθηκαν με αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 1990, 21ης Νοεμβρίου 1990 και 14ης Μαΐου 1991, με το σκεπτικό ότι στη δήλωση που το Βασίλειο της Ισπανίας απηύθυνε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5 του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ 1987, C 107, σ. 1) αναφέρονταν μόνον οι κατά τον τίτλο Ι του νόμου 31/84 παροχές ανεργίας που βασίζονται σε εισφορές, κατ' αποκλεισμόν των κατά τον τίτλο ΙΙ του ίδιου νόμου παροχών που έχουν χαρακτήρα κοινωνικής προνοίας.

8 Οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν εφέσεις κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autonoma del Pais Vasco, το οποίο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία επί των τριών υποθέσεων και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

"1) Συνιστά η κοινοποίηση, που απηύθυνε το Βασίλειο της Ισπανίας στον Πρόεδρο του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Απριλίου 1987, κανόνα δικαίου του οποίου οι δυσχέρειες ερμηνείας δεν πρέπει να επιλύονται από τα τακτικά εθνικά δικαστήρια;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί σύννομος ο αποκλεισμός που συνεπάγεται η ανακοίνωση αυτή, καθόσον σιωπά για τις προβλεπόμενες από την ισπανική νομοθεσία παροχές που έχουν χαρακτήρα κοινωνικής προνοίας κατά της ανεργίας;

3) Αν δεν γίνει δεκτή η ως άνω ερμηνεία, πρέπει η εκ μέρους του Ισπανικού Δημοσίου παράλειψη να έχει ως συνέπεια το ότι η δήλωση αυτή, καίτοι δεν προβλέπει αυτή τη μορφή προστασίας, την περιλαμβάνει σιωπηρώς και την προσθέτει στα άλλα μέτρα προστασίας που απαριθμούνται ρητώς;

4) Αν αποκλειστούν οι δύο προαναφερθείσες ερμηνείες, σκοπούσε το κενό στη δήλωση του Βασιλείου της Ισπανίας όχι στο να αποκλείσει οριστικώς την προστασία που έχει χαρακτήρα κοινωνικής προνοίας κατά της ανεργίας, αλλά στο να μεταθέσει σε μεταγενέστερη ημερομηνία, που απομένει να καθοριστεί, το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα προβλεφθεί αυτή η μορφή προστασίας;"

9 Μετά την υποβολή από το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autonoma del Pais Vasco των προαναφερθέντων ερωτημάτων στο Δικαστήριο, καταβλήθηκαν στους ενδιαφερομένους οι ζητηθείσες παροχές και το Βασίλειο της Ισπανίας κοινοποίησε δήλωση, κατά τα άρθρα 5 και 97 του κανονισμού 1408/71, δυνάμει της οποίας οι με χαρακτήρα κοινωνικής προνοίας παροχές ανεργίας εμπίπτουν στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ 1993, C 321, σ. 2). Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΙΝΕΜ ζήτησε από το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autonoma del Pais Vasco να ανακαλέσει τα υποβληθέντα ερωτήματα.

10 Το Δικαστήριο, το οποίο πληροφορήθηκε στις 30 Μαρτίου 1994 από το Βασίλειο της Ισπανίας ότι στην υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου θα χωρούσε μάλλον παραίτηση των εκκαλούντων από τις εφέσεις τους, ρώτησε το εν λόγω δικαστήριο αν ενέμενε στην αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

11 Το αιτούν δικαστήριο απάντησε ότι εμμένει στα ερωτήματά του. Συνόδευσε την απάντησή του με τρεις διατάξεις της 19ης Μαΐου 1994, οι οποίες περιέχουν αιτιολογία ειδικά ως προς την εμμονή στα προδικαστικά ερωτήματα.

12 Η αιτιολογία των διατάξεων αυτών θέτει ένα προκαταρκτικό ζήτημα ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Πρέπει να δοθεί απάντηση στο ζήτημα αυτό πριν εξετασθούν τα προδικαστικά ερωτήματα.

13 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. την απόφαση της 16ης Ιουνίου 1981, 126/80, Salonia, Συλλογή 1981, σ. 1563, σκέψη 6), το άρθρο 177 της Συνθήκης, στηριζόμενο στον σαφή χωρισμό των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, δεν επιτρέπει σε αυτό να ελέγχει τους λόγους της διατάξεως περί παραπομπής.

14 Συγκεκριμένα, μόνον στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία έχουν επιληφθεί της διαφοράς και τα οποία πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που θα εκδοθεί, απόκειται να εκτιμούν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να μπορέσουν να εκδώσουν την απόφασή τους όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο (βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 18ης Ιουνίου 1991, C-369/89, Piageme κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. Ι-2971, σκέψη 10).

15 Εντούτοις, κάνοντας χρήση αυτής της εξουσίας εκτιμήσεως, τα εθνικά δικαστήρια επιτελούν, σε συνεργασία με το Δικαστήριο, μια λειτουργία που τους έχει ανατεθεί από κοινού προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση του δικαίου κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία της Συνθήκης. Συνεπώς, τα προβλήματα που μπορούν να δημιουργήσουν η από το εθνικό δικαστήριο άσκηση της εξουσίας του εκτιμήσεως και οι σχέσεις που το εν λόγω δικαστήριο διατηρεί με το Δικαστήριο στο πλαίσιο του άρθρου 177 εμπίπτουν αποκλειστικώς στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου (βλ. την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1981, 244/80, Foglia, Συλλογή 1981, σ. 3045, σκέψη 16).

16 To Δικαστήριο, παρ' όλον ότι πρέπει να επαφίεται ευρύτατα στην εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου όσον αφορά το αν είναι αναγκαία τα ερωτήματα που το εν λόγω δικαστήριο του έχει απευθύνει, πρέπει να είναι σε θέση να προβαίνει σε οποιαδήποτε εκτίμηση σύμφυτη με την εκπλήρωση της δικής του λειτουργίας, ιδίως δε προκειμένου να εξακριβώσει, όταν χρειάζεται, τη δική του δικαιοδοσία, όπως άλλωστε υποχρεούται κάθε δικαστήριο (ίδια απόφαση, σκέψη 19).

17 Επιπλέον, το ότι, κατά την οικονομία του άρθρου 177, στο εθνικό δικαστήριο εμπίπτει να εκτιμά, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών και νομικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν τις διαφορές επί της ουσίας, την ανάγκη επιλύσεως των ερμηνευτικών ζητημάτων που ανακύπτουν δεν σημαίνει ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει τη δική του δικαιοδοσία, να εξετάζει, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες το εθνικό δικαστήριο του ζήτησε την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (ίδια απόφαση, σκέψη 21).

18 Εν προκειμένω, οι διατάξεις της 19ης Μαΐου 1994 αφορούν δύο ζητήματα.

19 Το πρώτο συνίσταται σε αίτημα του ΙΝΕΜ, του εφεσιβλήτου, να κατατεθεί στη δικογραφία η τροποποιητική δήλωση, την οποία το Βασίλειο της Ισπανίας κοινοποίησε κατά τα άρθρα 5 και 97 του κανονισμού 1408/71 και δυνάμει της οποίας οι επίδικες παροχές εμπίπτουν στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

20 Η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι αυτή η τροποποιητική δήλωση έχει αναδρομικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, είναι άνευ αντικειμένου το αίτημα ερμηνείας, καθότι, στην προηγούμενη δήλωσή του, το Βασίλειο της Ισπανίας είχε παραλείψει να αναφέρει τις επίδικες παροχές.

21 Με τις διατάξεις του, το αιτούν δικαστήριο δέχεται και επισυνάπτει στις δικογραφίες την προαναφερθείσα τροποποιητική δήλωση του Βασιλείου της Ισπανίας, αλλά δεν συνάγει εξ αυτού ότι η δίκη έχει καταργηθεί.

22 Το δεύτερο ζήτημα έγκειται σε δήλωση του ΙΝΕΜ περί αποδοχής του ενδίκου μέσου της "suplicacion", η αποδοχή δε αυτή συνίσταται στην αναγνώριση του βασίμου των αξιώσεων των εκκαλούντων και στην ικανοποίησή τους. Η αποδοχή αυτή θέτει ζήτημα καταργήσεως της δίκης, καταργήσεως η οποία θα είχε ως συνέπεια την ανάκληση των προδικαστικών ερωτημάτων από το αιτούν δικαστήριο.

23 Με τις αποφάσεις του, το αιτούν δικαστήριο αρνείται να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την εκ μέρους του ΙΝΕΜ αποδοχή των εφέσεων των εκκαλούντων. Το εν λόγω δικαστήριο στηρίζεται σε διττή αιτιολογία.

24 Πρώτον, ένα δικαστήριο μπορεί να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την αποδοχή διαδικαστικής πράξεως μόνον όταν είναι σε θέση να αποφανθεί εγκύρως επί της επίδικης νομικής καταστάσεως. 'Ομως, το αιτούν δικαστήριο "έπαυσε να έχει, τουλάχιστον προς το παρόν, δικαιοδοσία να αποφανθεί, λόγω του αποτελέσματος της κατ' άρθρο 177, παράγραφος 2, της Συνθήκης της Ρώμης προδικαστικής παραπομπής".

25 Δεύτερον, ένα δικαστήριο μπορεί να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την αποδοχή διαδικαστικής πράξεως μόνον όταν ο αποδεχόμενος τη διαδικαστική πράξη διάδικος έχει την εξουσία διαθέσεως του δικαιώματος ή του αποτελεσματικώς προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Συνεπώς, αυτό το έννομο συμφέρον δεν πρέπει να έχει τέτοια σημασία ώστε να μην μπορεί να ικανοποιηθεί με την αποδοχή διαδικαστικής πράξεως. Πάντως, κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι αναμφισβήτητο ότι το εριζόμενο συμφέρον, το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος, εξέρχεται των ορίων της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων και υπερβαίνει την ιδιαιτερότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη καταστάσεως. Η παραπομπή στο Δικαστήριο αφορά ζητήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, και των άρθρων 5 και 97 του κανονισμού 1408/71. Επιδιώκει να επιτευχθεί από το Δικαστήριο τόσο ο ορισμός του περιεχομένου αυτών των κανόνων του παραγώγου κοινοτικού δικαίου όσο και η εισαγωγή ενός συμπληρώματος ή μιας διευκρινίσεως που θα καταστεί στοιχείο του δεσμευτικού μέρους των διατάξεων αυτών.

26 Με άλλα λόγια, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την αποδοχή των ενδίκων μέσων, να διαπιστώσει την κατάργηση των δικών και να ανακαλέσει τα προδικαστικά ερωτήματα, πρώτον, διότι η υπόθεση δεν εκκρεμεί πλέον ενώπιον αυτού, αλλά έχει παραπεμφθεί στο Δικαστήριο, και, δεύτερον, διότι τα ερωτήματα έχουν σημασία υπερβαίνουσα την αντιδικία μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέτρο που η ερμηνεία που θα δώσει το Δικαστήριο θα είναι γενικής ισχύος.

27 Πρέπει να σημειωθεί ότι αμφότερα τα ζητήματα που θέτει η εν λόγω αιτιολογία δεν εμπίπτουν στο εθνικό δίκαιο, αλλά στην ερμηνεία του άρθρου 177 της Συνθήκης, της οποίας οι διατάξεις επιβάλλονται επιτακτικώς στα εθνικά δικαστήρια (βλ. την απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1974, 166/73, Rheinmuehlen, Συλλογή τόμος 1974, σ. 17, σκέψη 3).

28 'Οσο για το πρώτο ζήτημα, και από το περιεχόμενο και από την οικονομία του άρθρου 177 της Συνθήκης και του άρθρου 20 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να ζητούν από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν εκκρεμεί ενώπιον αυτών διαφορά (βλ. την απόφαση της 21ης Απριλίου 1988, 338/85, Pardini, Συλλογή 1988, σ. 2041, σκέψη 11). Στην περίπτωση της προδικαστικής παραπομπής, στο Δικαστήριο απευθύνεται μόνον η αίτηση ερμηνείας ή η αίτηση να κριθεί το κύρος πράξεως κοινοτικού οργάνου, χωρίς να γίνεται μεταβίβαση της υποθέσεως. Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο εξακολουθεί να είναι χρεωμένο με την υπόθεση, η οποία παραμένει εκκρεμής ενώπιόν του. Απλώς αναστέλλεται η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος.

29 'Οσο για το δεύτερο ζήτημα που θέτει η αιτιολογία, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η δικαιολογία της προδικαστικής παραπομπής και, κατά συνέπεια, της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δεν συνίσταται στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων (βλ. την προαναφερθείσα υπόθεση Foglia, σκέψη 18), αλλά στην ανάγκη αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς.

30 Κατά συνέπεια, το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο να δεχθεί να διαπιστώσει, δυνάμει του εθνικού του δικαίου, ότι έχει συντελεστεί αποδοχή των εφέσεων και ότι, ενδεχομένως, η αποδοχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση των κυρίων δικών. Εφόσον το αιτούν δικαστήριο δεν έχει διαπιστώσει ότι, δυνάμει του εθνικού του δικαίου, η αποδοχή των εφέσεων δεν έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση των κυρίων δικών, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

31 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κυρίων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διατάξεις της 1ης και της 22ας Ιουνίου 1993, το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autonoma del Pais Vasco, αποφαίνεται:

Το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο να δεχθεί να διαπιστώσει, δυνάμει του εθνικού του δικαίου, ότι έχει συντελεστεί αποδοχή των εφέσεων και ότι, ενδεχομένως, η αποδοχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση των κυρίων δικών. Εφόσον το αιτούν δικαστήριο δεν έχει διαπιστώσει ότι, δυνάμει του εθνικού του δικαίου, η αποδοχή των εφέσεων δεν έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση των κυρίων δικών, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων.

Top