This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61992CC0091
Opinion of Mr Advocate General Lenz delivered on 9 February 1994. # Paola Faccini Dori v Recreb Srl. # Reference for a preliminary ruling: Giudice conciliatore di Firenze - Italy. # Consumer protection in the case of contracts negotiated away from business premises - Availability in disputes between private individuals. # Case C-91/92.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 9ης Φεβρουαρίου 1994.
Paola Faccini Dori κατά Recreb Srl.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Giudice conciliatore di Firenze - Ιταλία.
Προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος - Δυνατότητα επικλήσεως διατάξεων οδηγίας σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών.
Υπόθεση C-91/92.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 9ης Φεβρουαρίου 1994.
Paola Faccini Dori κατά Recreb Srl.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Giudice conciliatore di Firenze - Ιταλία.
Προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος - Δυνατότητα επικλήσεως διατάξεων οδηγίας σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών.
Υπόθεση C-91/92.
Συλλογή της Νομολογίας 1994 I-03325
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1994:45
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 9ης Φεβρουαρίου 1994. - PAOLA FACCINI DORI ΚΑΤΑ RECREB SRL. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: GIUDICE CONCILIATORE DI FIRENZE - ΙΤΑΛΙΑ. - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ - ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΙΚΛΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΟΔΗΓΙΑΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΙΔΙΩΤΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-91/92.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-03325
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00001
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00001
++++
Κύριε Πρόεδρε,
Kύριοι δικαστές,
A * Eισαγωγή
1. Η αίτηση του Giudice conciliatore di Firenze για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως θέτει ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ (1) για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας, το αιτούν δικαστήριο θέλει να πληροφορηθεί τις έννομες συνέπειες της εφαρμογής της κατά το χρονικό διάστημα από τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας μεταφοράς (την 23η Δεκεμβρίου 1987) μέχρι την πράγματι επελθούσα μεταφορά της στο ιταλικό δίκαιο (τη 2α Μαρτίου 1992), μάλιστα δε τόσο στις σχέσεις ιδιώτη-κράτους όσο και ιδιωτών μεταξύ τους. Ενώ το ζήτημα των αποτελεσμάτων της οδηγίας στις σχέσεις ιδιώτη-κράτους είναι προδήλως υποθετικής φύσεως για την επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη, το ζήτημα των αποτελεσμάτων μη μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο οδηγίας στις σχέσεις ιδιωτών μεταξύ τους άπτεται του στασιαζόμενου προβλήματος του οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών.
2. Γενεσιουργό γεγονός της διαφοράς στην κύρια δίκη ήταν η σύναψη συμβάσεως σπουδών στην αγγλική δι' αλληλογραφίας, η οποία καταρίστηκε πλησίον του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού του Μιλάνου. Η ανακόπτουσα στην κύρια δίκη επικαλέστηκε το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του άρθρου 5 της οδηγίας 85/577 προκειμένου να αποδεσμευθεί από τη σύμβαση.
3. Το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρεται λεπτομερέστερα στα πραγματικά περιστατικά ούτε στο ουσιαστικό περιεχόμενο της οδηγίας, αλλ' απλώς βεβαιώνει "ότι η σύναψη της συμβάσεως εκτός του καταστήματος της επιχειρήσεως που παρέσχε την υπηρεσία και το ασκηθέν δικαίωμα υπαναχωρήσεως αποδεικνύονται".
4. Το αιτούν δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να εξετάσει την άποψη της ανακόπτουσας ότι πρέπει να αναγνωριστεί η πλήρης παραγωγή αποτελεσμάτων της οδηγίας 85/577 στην ιταλική επικράτεια. Βεβαίως, το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς την ορθότητα αυτής της απόψεως, οι οποίες στηρίζονται μεταξύ άλλων στο γράμμα του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΟΚ (2) και στην έλλειψη υποχρεώσεως δημοσιεύσεως των οδηγιών (3). Ενόψει του λεπτομερούς περιεχομένου μερικών οδηγιών, οι οποίες κατ' ουσίαν έχουν ενδεχομένως το περιεχόμενο κανονισμoύ, τίθεται εντούτοις το ερώτημα αν σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε μια οδηγία να αποκτήσει "μεγαλύτερη κανονιστική ισχύ" από ό,τι παράγουν "τα ίδια της τα αποτελέσματα". Το αιτούν δικαστήριο ανατρέχει στη μέχρι σήμερα νομολογία του Δικαστηρίου, θεωρεί όμως τα πορίσματά της εν μέρει μη ικανοποιητικά, διότι, για παράδειγμα, ένας κανόνας μπορεί να ισχύει μεταξύ ορισμένων υποκειμένων δικαίου, ενώ δεν ισχύει σε σχέση με άλλα. Θεωρεί επιβεβλημένη την υποβολή αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, διότι "η μοναδική βεβαιότητα έγκειται στην αβεβαιότητα των αποτελεσμάτων της οδηγίας".
5. Τα προδικαστικά ερωτήματα έχουν ως εξής:
Πρέπει η κοινοτική οδηγία 85/577/ΕΟΚ της 20ής Δεκεμβρίου 1985 να θεωρείται επαρκώς ακριβής και λεπτομερής και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, δύναται να παράγει έννομες συνέπειες στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και του Ιταλικού Δημοσίου καθώς και στις σχέσεις ιδιωτών μεταξύ τους, κατά το χρονικό διάστημα από τη λήξη της ταχθείσας στα κράτη μέλη εικοσιτετράμηνης προθεσμίας προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία συμμορφώθηκε το Ιταλικό Κράτος;
6. Στη διαδικασία συμμετείχαν καταρχάς οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Επιτροπή και οι Κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Ελλάδος και της Ιταλίας. Στην ερώτηση που απηύθυνε το Δικαστήριο σε όλα τα κράτη μέλη σχετικά με τη γνώμη τους επί του υποβληθέντος από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματος, και συγκεκριμένα "αν ένας ιδιώτης μπορεί στα πλαίσια δίκης να επικαλεστεί απευθείας κατ' άλλου ιδιώτη τις διατάξεις της οδηγίας που δεν έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας", η Γαλλική Κυβέρνηση διατύπωσε επιπλέον γραπτώς τις παρατηρήσεις της. Τέλος, κατά την προφορική διαδικασία έλαβαν τον λόγο οι εκπρόσωποι των Κυβερνήσεων της Δανίας, της Γερμανίας, της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου. 'Ολοι οι εκπρόσωποι των Κυβερνήσεων των κρατών μελών πλην του εκπροσώπου της Ελληνικής Κυβερνήσεως, καθώς και ο εκπρόσωπος της Επιτροπής, υποστήριξαν τη διατήρηση της μέχρι σήμερα νομολογίας του Δικαστηρίο. Από την προφορική διαδικασία διεφάνη ότι πρόκειται για πολύπλοκο πρόβλημα, ως προς το οποίο ωστόσο τα υπέρ και τα κατά επιχειρήματα κατ' ουσίαν επαναλαμβάνονται. Στα πλαίσια της νομικής εκτιμήσεως θα επανέλθω για να εξετάσω κάθε επιχείρημα χωριστά.
Β * Η άποψή μου επί της υποθέσεως
Ι. Ως προς τον ακριβή και απαλλαγμένο αιρέσεων χαρακτήρα της οδηγίας 85/577
1. Σφαιρική θεώρηση της οδηγίας 85/577
7. Το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αποσκοπεί στην εξέταση των διατάξεων της οδηγίας, όσον αφορά τον ακριβή και απαλλαγμένο αιρέσεων χαρακτήρα της, προϋπόθεση απαραίτητη για την ενδεχόμενη απευθείας εφαρμογή της (4). Το αιτούν δικαστήριο δεν εξειδίκευσε το ερώτημά του σε σχέση με συγκεκριμένες διατάξεις της οδηγίας, παρόλο που δεν προσφέρονται όλες για να εφαρμοσθούν στην παρούσα υπόθεση.
8. 'Οσον αφορά τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών κατά τη μεταφορά της οδηγίας 85/577 στο εσωτερικό δίκαιο, πρέπει καταρχάς να ληφθεί ως βάση ότι στο κράτος μέλος προσφέρονται διάφορες δυνατότητες στα πλαίσια της ελευθερίας του για την "επιλογή του τύπου και των μέσων" (5). Πράγματι είτε οι διατάξεις των οδηγιών ενσωματώνονται σε υφιστάμενη κωδικοποίηση νόμων είτε θεσπίζεται χωριστός νόμος είτε σε χωριστό νόμο γίνεται παραπομπή στους κανόνες του γενικού αστικού δικαίου.
9. Επιπλέον, σε πολλά σημεία το περιεχόμενο της οδηγίας 85/577 αναγνωρίζει στα κράτη μέλη ευχέρεια εκτελέσεως κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Για παράδειγμα, το άρθρο 3 παρέχει τη δυνατότητα να καθοριστεί ένα ελάχιστο ποσό για τις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 4, το οποίο θεσπίζει την υποχρέωση του εμπόρου να πληροφορεί εγγράφως τους καταναλωτές, παρέχει στα κράτη μέλη σχετικά ευρεία διακριτική ευχέρεια να προβλέψουν "κατάλληλα μέτρα", "στην περίπτωση που δεν παρασχεθούν οι πληροφορίες που προβλέπει το παρόν άρθρο".
10. Το στηριζόμενο στο άρθρο 5 δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή, ο πυρήνας της οδηγίας, ασκείται "σύμφωνα με τη διαδικασία και τους όρους που ορίζει η εθνική νομοθεσία". Εξαιτίας της διατυπώσεως αυτής δικαιολογούνται αμφιβολίες αν πρόκειται για παραπομπή στο γενικό αστικό δίκαιο * στους κανόνες περί περιελεύσεως δηλώσεων βουλήσεως * ή σε κανόνες που θεσπίζονται χωριστά, με την πράξη εκτελέσεως της οδηγίας.
11. Το άρθρο 7 αναθέτει τη ρύθμιση των συνεπειών της υπαναχωρήσεως στα εθνικά δίκαια. 'Ηδη η επιλεγείσα ορολογία, κατά την οποία γίνεται λόγος άλλοτε για υπαναχώρηση και άλλοτε για ανάκληση, καθιστά σαφές ότι τελείως διαφορετικές έννομες συνέπειες μπορεί να συνδέονται με την άσκηση του δικαιώματος λύσεως της συμβάσεως. Ανάλογα με το στάδιο εξελίξεως της συμβάσεως, είναι πιθανή η επέλευση των εκάστοτε διαφορετικών εννόμων συνεπειών της ανακλήσεως, της υπαναχωρήσεως ή της αναστροφής.
12. Επομένως, σε πολλά θέματα η οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια για την εν προκειμένω άσκηση της νομοθετικής τους εξουσίας. Στην παρούσα περίπτωση θα αρκούσε πάντως να περιοριστούμε στην ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων που περιέχουν ελάχιστες εγγυήσεις (6) για την προστασία των καταναλωτών.
13. Μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν προέβη σε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διατάξεις της οδηγίας, φαίνεται να είναι αναγκαία η εφαρμογή των άρθρων 1 και 5 της οδηγίας. Το άρθρο 1 καθορίζει το ratione materiae πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ενώ στο άρθρο 5 θεμελιώνεται το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή. Συνεπώς και τα δύο άρθρα θα πρέπει να πληρούν τους όρους του απαλλαγμένου αιρέσεων και επακριβούς χαρακτήρα που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου για την απευθείας εφαρμογή διατάξεων οδηγιών.
2. Επί του άρθρου 1 της οδηγίας 85/577
14. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει ως εξής:
"Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις παροχής αγαθών ή υπηρεσιών από έναν έμπορο προς έναν καταναλωτή, οι οποίες συνάπτονται:
* κατά τη διάρκεια εκδρομής που οργανώνεται από τον έμπορο εκτός του εμπορικού του καταστήματος, ή
* κατά τη διάρκεια επίσκεψης του εμπόρου:
i) στο σπίτι του ίδιου ή άλλου καταναλωτή,
ii) στον τόπο εργασίας του καταναλωτή,
όταν η επίσκεψη δεν γίνεται μετά από ρητή αίτηση του καταναλωτή."
15. Θεωρούμενη αυτοτελώς η παράγραφος αυτή είναι ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων διότι αναφέρεται σε σαφώς οριοθετούμενα στοιχεία του πραγματικού όπως την εκδρομή που οργανώνεται από τον έμπορο ή την επίσκεψη του εμπόρου στην κατοικία ή στον τόπο εργασίας του καταναλωτή. Αφετέρου, κατά την άποψή μου, το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεν παρέχει καμία δυνατότητα διασταλτικής ερμηνείας, διότι διαφορετικά θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί η εφαρμογή αυτών των θεμελιωδών στοιχείων του πραγματικού.
16. Η παράγραφος 2, η οποία επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σε ορισμένες συμβάσεις που συνάπτονται κατά τη διάρκεια επισκέψεως του εμπόρου στον καταναλωτή, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την λύση της παρούσας διαφοράς σύμφωνα με τα δεδομένα που γνωρίζουμε, διότι προφανώς δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι η σύμβαση καταρτίστηκε κατά τη ζητηθείσα από την ανακόπτουσα επίσκεψη του αντισυμβαλλομένου της στην κατοικία της ή στον τόπο εργασίας της (7).
17. Διαπιστώνεται επομένως, ως ενδιάμεσο συμπέρασμα, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, έχει την απαιτούμενη για την απευθείας εφαρμογή του ακρίβεια.
18. Αντιθέτως, προβληματική θα μπορούσε να αποδειχθεί η εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4, οι οποίες αναφέρονται εκάστοτε σε "συνθήκες ανάλογες με τις συνθήκες της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 2". Τίθεται το ερώτημα αν με το άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, επεκτείνεται το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σε σχέση με τις παραγράφους 1 και 2, ώστε να περιλαμβάνει και άλλες συμβάσεις καταναλωτών, που δεν συνάπτονται στο κατάστημα του εμπόρου * όπως σε δημόσιους δρόμους και χώρους * ή μήπως αντιθέτως περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας συμβάσεις, οι οποίες συνάπτονται κατά παρέκκλιση από τις από απόψεως τόπου και αντικειμένου προβλεπόμενες προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2.
19. Το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να έχει πρακτική σημασία για τη λύση της παρούσας διαφοράς, διότι δεν υπάρχουν * όπως ήδη αναφέρθηκε σε σχέση με την παράγραφο 2 * στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι η επίδικη σύμβαση καταρτίστηκε * όπως θέτει ως προϋπόθεση η παράγραφος 1 * κατά τη διάρκεια εκδρομής που οργανώθηκε από τον έμπορο ή κατά την επίσκεψη του εμπόρου στην κατοικία ή στον τόπο εργασίας της ανακόπτουσας.
20. Επομένως, πρόκειται για το ζήτημα αν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 1 πρέπει να ερμηνεύονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι προσφορές για τη σύναψη συμβάσεων που πραγματοποιούνται υπό διαφορετικές τοπικές και αντικειμενικές συνθήκες. Οι διατάξεις αυτές έχουν ως εξής:
"(3) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στις συμβάσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής υπέβαλε προσφορά υπό συνθήκες ανάλογες με τις συνθήκες της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 2, έστω και αν η υποβολή της προσφοράς δεν δέσμευε τον καταναλωτή μέχρι την αποδοχή της από τον έμπορο.
(4) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στις συμβατικές προσφορές τις οποίες υποβάλλει ο καταναλωτής υπό συνθήκες ανάλογες με τις συνθήκες της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 2, εφόσον ο καταναλωτής δεσμεύεται από την προσφορά του."
21. Στην τεθείσα σε όλους τους μετέχοντες στην προφορική διαδικασία ερώτηση σχετικά με το πώς κρίνουν την εφαρμογή της οδηγίας στη διαφορά της κύριας δίκης δόθηκαν τόσο καταφατικές όσο και αρνητικές απαντήσεις. Συνεπώς η απάντηση στην ερώτηση δεν είναι καθόλου σαφής. Αν επιπλέον ληφθεί υπόψη ότι η οδηγία έδωσε λαβή για αντικρουόμενες επιστημονικές πραγματείες, είναι κατά τη γνώμη μου σχεδόν αδύνατο να γίνει δεκτό ότι υφίσταται η απαιτούμενη για την απευθείας εφαρμογή διατάξεως οδηγίας ακρίβεια του άρθρου 1, παράγραφοι 3 και 4.
22. Εξάλλου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να ερμηνεύει δεσμευτικά την οδηγία. Επομένως, το Δικαστήριο μπορεί με την απάντησή του στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα κριτήρια που χρειάζεται για τη λύση της διαφοράς στην κύρια δίκη.
23. Ο τίτλος της οδηγίας αφήνει να εννοηθεί ότι έχει εφαρμογή γενικά σε όλες τις συμβάσεις που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος. Οι αιτιολογικές σκέψεις επιβεβαιώνουν την εντύπωση αυτή. Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη έχει ως εξής:
"Το ειδικό χαρακτηριστικό των συμβάσεων που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος είναι ότι, κατά κανόνα, οι διαπραγματεύσεις αρχίζουν με πρωτοβουλία του εμπόρου, ενώ ο καταναλωτής είναι τελείως απροετοίμαστος και καταλαμβάνεται εξ απίνης ότι συχνά ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση να συγκρίνει την ποιότητα και την τιμή της προσφοράς με άλλες προσφορές. Γενικά αυτό το στοιχείο αιφνιδιασμού δεν υπάρχει μόνο στις συμβάσεις που συνάπτονται στο κατ' οίκον εμπόριο, αλλά και σε άλλες μορφές συμβάσεων, όταν τη σχετική πρωτοβουλία αναλαμβάνει ο έμπορος εκτός του εμπορικού του καταστήματος" (8).
24. Η φράση "υπό συνθήκες ανάλογες με τις συνθήκες της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 2" θα μπορούσε, ενόψει των αναφερομένων στις αιτιολογικές σκέψεις άλλων συμβάσεων που συνάπτονται "όταν τη σχετική πρωτοβουλία αναλαμβάνει ο έμπορος εκτός του εμπορικού του καταστήματος", να νοηθεί ότι περιλαμβάνει επίσης συμβάσεις που συνάπτονται κατά παρέκκλιση από τις κατά την παράγραφο 1 γεωγραφικές και αντικειμενικές συνθήκες. Εξάλλου, ουσιώδες χαρακτηριστικό διακρίσεως των παραγράφων 3 και 4 σε σχέση με τις παραγράφους 1 και 2 είναι η σημασία που αποδίδεται στην προσφορά για τη σύναψη συμβάσεως. Για τον λόγο αυτό θεωρώ ορθή την άποψη ότι με τις παραγράφους 3 και 4 επεκτείνονται οι συνέπειες της οδηγίας σε ενδεχόμενες συμβάσεις που παρεκκλίνουν από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις.
25. Χωρίς δεσμευτική ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφοι 3 και 4, από το Δικαστήριο δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, οι διατάξεις επαρκώς ακριβείς και απαλλαγμένες αιρέσεων, προκειμένου να είναι δυνατή η απευθείας εφαρμογή τους.
26. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εφαρμόσει τις διατάξεις στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης. Το αιτούν δικαστήριο προδήλως έλαβε ως βάση ότι η υπόθεση εμπίπτει στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Το Δικαστήριο δεν εξετάζει τη λυσιτέλεια της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για τη λύση της διαφοράς στην κύρια δίκη. Συνεπώς, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να συναγάγει από τις ανωτέρω σκέψεις τις συνέπειες για τη συγκεκριμένη υπόθεση (9).
3. Επί του άρθρου 5 της οδηγίας 85/577
27. Η εφαρμογή της οδηγίας έχει πρακτική χρησιμότητα για τον καταναλωτή μόνον οσάκις αυτός μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του άρθρου 5 της οδηγίας, προκειμένου να αποδεσμευθεί από την εκτός του καταστήματος του εμπόρου συναφθείσα σύμβαση. Η ανακόπτουσα επικαλέστηκε ρητά στα πλαίσια της κύριας δίκης το άρθρο 5 της οδηγίας.
28. 'Οπως ήδη παρατήρησα στα πλαίσια των γενικών σκέψεών μου σχετικά με τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών κατά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 85/577, (10) το άρθρο 5, παράγραφος 1, είναι διατυπωμένο κατά τρόπο που παρέχει ευχέρεια ως προς το είδος και το περιεχόμενο της ρυθμίσεως περί των προϋποθέσεων ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως στην έννομη τάξη των κρατών μελών. Αναμφίβολα ο κοινοτικός νομοθέτης λαμβάνει ως βάση ότι οι όροι ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως μπορεί να διαφέρουν από κράτος σε κράτος, εφόσον προβλέπει ότι η υπαναχώρηση πρέπει να γνωστοποιείται "σύμφωνα με τη διαδικασία και τους όρους που ορίζει η εθνική νομοθεσία". Κατά τη γνώμη μου, η ευρύτητα αυτή προσφέρεται για τη διαφορετική εκτέλεση της οδηγίας, όχι όμως για την απευθείας εφαρμογή της.
29. Η επαρκής ακρίβεια της διατάξεως θα μπορούσε να συναχθεί πάντως από την περιορισμένη οπτική γωνία της κύριας δίκης, όπου * καθόσον προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας * ουδεμία επήλθε λήξη της συμβάσεως. Η γνωστοποίηση της ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως εντός επτά ημερών θα ήταν συνεπώς ελάχιστη προϋπόθεση για την επέλευση της προβλεπομένης στο άρθρο 5, παράγραφος 2, έννομης συνέπειας, η οποία διατυπώνεται ως εξής:
"Η αποστολή της ειδοποίησης έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του καταναλωτή από κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη ματαιωθείσα σύμβαση."
Η απαλλαγή από τις συμβατικές υποχρεώσεις μπορεί να θεωρηθεί εν προκειμένω ως ελάχιστη εγγύηση (11) για τον καταναλωτή. Επομένως, το άρθρο 5 της οδηγίας 85/577 πληροί, κατά τη γνώμη μου, τις προϋποθέσεις της απευθείας εφαρμογής μόνον υπό τις προαναφερθείσες επιφυλάξεις.
ΙΙ. Επί των αποτελεσμάτων οδηγίας που δεν έχει ακόμη εκτελεστεί
1. Οι σχέσεις ιδιώτη-κράτους
30. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αν η οδηγία είναι επαρκώς ακριβής, το αιτούν δικαστήριο θα ήθελε να πληροφορηθεί αν η οδηγία, μετά την πάροδο της ταχθείσας προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο και πριν από την ουσιαστική εκτέλεσή της, μπορούσε να παράγει έννομες συνέπειες μεταξύ ιδιώτη και ιταλικού κράτους. Σύμφωνα με την μέχρι τούδε πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (12), ένα υποκείμενο δικαίου μπορεί, μετά την πάροδο της ταχθείσας προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, να επικαλεστεί κατά του ολιγωρούντος κράτους μέλους ευνοϊκή για αυτό απηλλαγμένη αιρέσεων και ακριβή διάταξη οδηγίας. Το κράτος μέλος δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή να αντλήσει όφελος από την αντίθετη προς τη Συνθήκη συμπεριφορά του (13).
31. Αυτό το αποτέλεσμα της οδηγίας, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί επίσης ως κάθετο άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών, προσφέρεται για την ικανοποιητική προστασία των εννόμων αγαθών του ιδιώτη μόνον όταν και η οδηγία είναι σαφής και ικανή να παράγει έννομες συνέπειες στην εν λόγω κάθετη έννομη σχέση. Η απευθείας εφαρμογή της οδηγίας σταματά εκεί όπου επιβάλλονται υποχρεώσεις όχι στο κράτος, αλλά στον ιδιώτη.
32. 'Ομως αυτό ακριβώς συμβαίνει στην κύρια δίκη. Η υποχρέωση απαλλαγής του αντισυμβαλλομένου από τη σύμβαση αφορά όχι το κράτος, αλλά τον άλλον συμβαλλόμενο. Η επίκληση της οδηγίας κατά του κράτους και όλων των οργάνων του δεν συμβάλλει περαιτέρω στη λύση του συγκεκριμένου προβλήματος σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών. Το Δικαστήριο, για να συμβάλει στην αντιμετώπιση του διλήμματος αυτού, διαμόρφωσε με τη νομολογία του διάφορα κριτήρια.
α) Ευρεία αντίληψη της έννοιας του κράτους
33. Στα πλαίσια της προσπάθειας ευρείας οριοθετήσεως της απευθείας εφαρμογής των οδηγιών, το κράτος πρέπει να εκλαμβάνεται υπό την ευρεία του όρου έννοια. Σ' αυτήν συγκαταλέγονται δημοτικές και κοινοτικές αρχές (14), διοικητικές αρχές (15) και κρατικοί οργανισμοί (16), ακόμη και υπό μορφή κρατικής επιχειρήσεως (17). To γεγονός προπάντων ότι περιλαμβάνονται ελεγχόμενες από το Δημόσιο επιχειρήσεις στην έννοια του κράτους έδωσε λαβή για την άσκηση κριτικής. Πρόκειται προφανώς για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια οδηγία έπρεπε να αντιταχθεί σε κρατική επιχείρηση που ενεργεί υπό την ιδιότητα του εργοδότη, αντιθέτως όμως όχι σε ιδιώτη. Τις περιπτώσεις αυτές υπαινίσσεται το αιτούν δικαστήριο, εκθέτοντας ότι "δεδομένη κανονιστική διάταξη θεωρείται ως τέτοια στις σχέσεις μεταξύ ορισμένων υποκειμένων της έννομης τάξης και όχι μεταξύ άλλων" (18) (19).
34. Κατά τη γνώμη μου, η νομολογία του Δικαστηρίου υπό το πρίσμα της θεωρήσεως περί ευρείας εννοίας του κράτους (20) είναι καθ' όλα συνεπής. Περιλαμβάνει όχι μόνο τους φορείς άμεσης, αλλά και τους φορείς έμμεσης κρατικής εξουσίας (21). Εντούτοις, η επέκταση της έννοιας του κράτους εγγίζει βεβαίως τα όριά της, οσάκις μια ελεγχόμενη από δημόσιο οργανισμό επιχείρηση συγκαταλέγεται στο κράτος, ενώ η μεταβολή της πλειοψηφίας στα διευθυντικά όργανα εμφανίζει την ίδια επιχείρηση ως ιδιωτική.
β) Υποχρέωση όλων των κρατικών οργάνων να εφαρμόζουν το κοινοτικό δίκαιο μέσω της ερμηνείας δικαίου
35. 'Ενας άλλος τρόπος για την επίτευξη όσο το δυνατόν ευρύτερης εφαρμογής οδηγιών που κακώς δεν μεταφέρθηκαν ακόμη ή μεταφέρθηκαν ανεπαρκώς στο εσωτερικό δίκαιο είναι η επιταγή προς όλους τους φορείς δημόσιας εξουσίας να λαμβάνουν, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα, γενικού ή ειδικού χαρακτήρα, για την εκπλήρωση της απορρέουσας από οδηγία υποχρεώσεως των κρατών μελών (22). Από αυτήν την απορρέουσα από το κοινοτικό δίκαιο υποχρέωση των κρατικών οργάνων προκύπτει για παράδειγμα η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο, εξαντλώντας πλήρως τα περιθώρια εκτιμήσεως που διαθέτουν, σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου (23).
36. Το καθήκον διευκολύνσεως της υλοποιήσεως της επιταγής για την ισχύ του κοινοτικού δικαίου μέσω της ερμηνείας του νόμου αναφέρεται όχι μόνο στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εκτέλεση της οδηγίας (24), αλλά στην έννομη τάξη εν γένει του κράτους μέλους (25). Καθήκον εφαρμογής των οδηγιών ανάλογο με εκείνο των εθνικών δικαστηρίων έχει επίσης και η δημόσια διοίκηση (26).
37. Η δυνατότητα ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο προσκρούει εξάλλου σε φυσικά όρια. Αυτό υποδηλώνεται, όταν το Δικαστήριο ομιλεί για την υποχρέωση που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο όλοι οι φορείς δημόσιας εξουσίας να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα "στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους" (27). Τα όρια της ερμηνείας του νόμου αποτελούν επομένως και τα όρια των εθνικών δικαστών να διασφαλίζουν την εφαρμογή στο εθνικό δίκαιο οδηγιών που δεν έχουν εκτελεστεί.
γ) Αξιώσεις αποζημιώσεως έναντι του Δημοσίου
38. Τρίτη προσπάθεια επιλύσεως του προβλήματος, προκειμένου να διασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή έννομη προστασία του ιδιώτη σε περίπτωση που το κράτος έχει προηγουμένως παραβεί τις υποχρεώσεις του, παραλείποντας να μεταφέρει εμπροθέσμως στο εσωτερικό δίκαιο μια οδηγία, είναι η αξίωση αποζημιώσεως που θεμελιώνεται στο κοινοτικό δίκαιο (28). Ο ιδιώτης μπορεί να επιδιώξει να αποζημιωθεί από το κράτος για την απώλεια δικαιώματος ή τη μη παρασχεθείσα έννομη προστασία. Το κράτος υποχρεούται να αποζημιώσει τον ιδιώτη στα πλαίσια αξιώσεως λόγω αστικής ευθύνης του κράτους η οποία στηρίζεται στο κοινοτικό δίκαιο.
Ενδιάμεσο συμπέρασμα
39. α) Εφόσον επομένως το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί για τα αποτελέσματα της οδηγίας 85/577 στις σχέσεις μεταξύ ιδιώτη και ιταλικού Δημοσίου για το διάστημα από την πάροδο της ταχθείσας προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο μέχρι την ουσιαστική εκτέλεση της οδηγίας, πρέπει να γίνει αναφορά στην ύπαρξη αξιώσεως αποζημιώσεως που πηγάζει από το κοινοτικό δίκαιο.
40. β) 'Ενα άλλο ερώτημα * στο οποίο δεν εναπόκειται τελικά στο Δικαστήριο να απαντήσει * είναι κατά πόσο το αιτούν δικαστήριο μπορεί να επιλύσει τη διαφορά στα πλαίσια της περιγραφόμενης στο σημείο ΙΙ.1.β) υποχρεώσεώς του να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.
41. Η Επιτροπή τόσο στις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την προφορική διαδικασία αναφέρθηκε στο ιταλικό αστικό δίκαιο και παρέθεσε δύο διατάξεις, οι οποίες προσφέρονται για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως.
42. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί σχετικά με την εφαρμογή εθνικού δικαίου. Το Δικαστήριο έχει βεβαίως δεχθεί στην υπόθεση Marleasing (29) την με την προταθείσα ερμηνεία έμμεσα επερχόμενη επιβολή υποχρεώσεως στον ιδιώτη. 'Οπως ορθά αντιτάχθηκε, η υπαναχώρηση από σύμβαση προϋποθέτει την ύπαρξη δικαιώματος υπαναχωρήσεως. Το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί επί της προϋποθέσεως αυτής, όταν ερωτάται για τα αποτελέσματα της οδηγίας κατά τη μεταβατική περίοδο * από τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας εκτελέσεως μέχρι την πραγματική μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο * στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Στο πλαίσιο αυτό, η παραπομπή στα κατά το κοινοτικό δίκαιο καθήκοντα του αιτούντος δικαστηρίου και στην αποκλειστική αρμοδιότητά του να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο θα ισοδυναμούσε με παράκαμψη του πραγματικού προβλήματος.
ΙΙ. 2. Η δυνατότητα οριζόντιας εφαρμογής των οδηγιών
43. 'Οσον αφορά το ερώτημα περί των αποτελεσμάτων μη μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο οδηγίας στις έννομες σχέσεις ιδιωτών, τα οποία αποκαλούνται επίσης οριζόντια αποτελέσματα, υπάρχει κατά τη μέχρι τούδε πάγια νομολογία μόνο μια σύντομη και σαφής απάντηση: μια οδηγία δεν μπορεί αυτή καθαυτή να θεμελιώσει υποχρεώσεις σε βάρος ιδιώτη (30).
44. Το Δικαστήριο θεμελιώνει το συμπέρασμα αυτό ως εξής: "(...) κατά το άρθρο 189 της Συνθήκης, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της οδηγίας, στον οποίο στηρίζεται η δυνατότητα επικλήσεώς της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, υφίσταται μόνο έναντι 'κάθε κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται' . Από αυτό έπεται ότι η οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να δημιουργήσει υποχρέωση για τους ιδιώτες και ότι, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών καθαυτών των διατάξεων οδηγίας κατά των προσώπων αυτών" (31).
45. Τονίζεται συνεπώς ρητά ότι αποκλείεται η επιβολή υποχρεώσεως σε βάρος ιδιώτη. Σύμφωνα με το γράμμα της Συνθήκης, δεσμευτικά αποτελέσματα επέρχονται μόνο για τα κράτη μέλη που είναι αποδέκτες της οδηγίας.
46. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς να ολοκληρώσει την ανάλυσή του και να ταχθεί υπέρ της διατηρήσεως της μέχρι τούδε νομολογίας.
47. Η λύση αυτή όμως δεν μου φαίνεται ικανοποιητική. Μετά τις αποφάσεις στις υποθέσεις Foster (32) και Marleasing (33) αυξήθηκαν στην επιστήμη οι υποστηρικές του οριζοντίου αποτελέσματος οδηγιών. Από τα μέλη του Δικαστηρίου, μέχρι σήμερα, ο γενικός εισαγγελέας Van Gerven (34) και πρόσφατα ο γενικός εισαγγελέας Jacobs (35) * αν και όχι στα πλαίσια της απαντήσεως σε λυσιτελή ερωτήματα * τάχθηκαν υπέρ της οριζόντιας εφαρμογής οδηγιών (36).
48. Οι απόψεις υπέρ του οριζοντίου αποτελέσματος των οδηγιών οφείλονται στην προσπάθεια να υποβοηθηθεί ο ευνοούμενος από τη νομική δεσμευτική βούληση του κοινοτικού νομοθέτη στην επιδίωξη των δικαιωμάτων του και να μην εξαρτάται η θέση του για αποσδιόριστο χρονικό διάστημα από την καλή διάθεση του ολιγωρούντος κράτους μέλους.
49. Στην εποχή της ολοκληρώσεως της εσωτερικής αγοράς ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα (37), κατά την οποία εκδίδονται προοδευτικά διατάξεις εναρμονίσεως προς ρύθμιση των εννόμων σχέσεων των ιδιωτών, μου φαίνεται σκόπιμο να αναλογιστούμε τα αποτελέσματα των οδηγιών. Στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 85/577 ο κοινοτικός νομοθέτης περιγράφει, κατά τρόπο που δεν αφήνει καμία αμφιβολία, την ανάγκη προσεγγίσεως των νομοθεσιών:
"Οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών μπορεί να έχουν άμεση επίδραση στη λειτουργία της κοινής αγοράς και συνεπώς ότι είναι αναγκαίο (38) να υπάρξει προσέγγιση των νομοθεσιών σ' αυτόν τον τομέα." (39)
50. Μεταξύ των επιχειρημάτων που προβάλλονται υπέρ του οριζοντίου αποτελέσματος των οδηγιών περιλαμβάνεται πρωτίστως η ισότητα των όρων του ανταγωνισμού. Εκτός αυτού, χωρίς το οριζόντιο αποτέλεσμα παραβλάπτονται συχνά τα συμφέροντα των υποκειμένων δικαίου του συμμορφούμενου με το κοινοτικό δίκαιο κράτους μέλους.
51. Υπέρ του οριζόντιου αποτελέσματος των οδηγιών συνηγορεί και η έχουσα θέση θεμελιώδους δικαιώματος αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, μάλιστα δε από πολλές απόψεις. Αφενός, δεν είναι ικανοποιητικό να υπόκεινται τα υποκείμενα δικαίου σε διαφορετικούς κανόνες ανάλογα με το αν διατηρούν όμοιες έννομες σχέσεις με δημόσιο οργανισμό ή με ιδιώτη. Αφετέρου, αντιφάσκει προς τις απαιτήσεις τής εσωτερικής αγοράς το να ισχύει για τους ιδιώτες διαφορετική ρύθμιση στα διάφορα κράτη μέλη, μολονότι η Κοινότητα έχει θεσπίσει διατάξεις εναρμονίσεως.
52. Η διατήρηση των διαφορών αντίκειται στον διακηρυχθένα στόχο της προσεγγίσεως των νομοθεσιών. Η διαπίστωση αυτή δεν αποδυναμώνεται με την παραπομπή στη φύση της οδηγίας, λόγω της οποίας μέχρι τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο υφίστανται κατ' ανάγκη διαφορετικές προϋποθέσεις στα κράτη μέλη (40), διότι η ύπαρξη διαφορών μπορεί να γίνεται ανεκτή μόνο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο. Μεταξύ των σκοπών της οδηγίας συγκαταλέγεται και το ότι εφεξής πρέπει να υφίστανται όμοιες συνθήκες.
53. Το επιχείρημα της δυσμενούς διακρίσεως αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ και τη θεμελιούμενη στη Συνθήκη ΕΚ ιθαγένεια της Ενώσεως. Στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση τα συμβαλλόμενα κράτη εξεδήλωσαν τη βούλησή τους (41) "να προχωρήσουν σε ένα νέο στάδιο της διαδικασίας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που άρχισε με τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων". Στα άρθρα 3α και 7α της Συνθήκης ΕΚ τονίζεται η σημασία της εσωτερικής αγοράς. Τα άρθρα 2, 3 και 3 Α της Συνθήκης ΕΚ απαιτούν μεγαλύτερη συνεργασία στον τομέα της οικονομικής πολιτικής. Το άρθρο 3, στοιχείο 6, επιβάλλει τη συμβολή για τη βελτίωση της προστασίας των καταναλωτών. Λεπτομερέστερες διατάξεις περί προστασίας των καταναλωτών προβλέπονται στο άρθρο 129 Α. Η θέσπιση της ιθαγένειας της Ενώσεως δημιουργεί την προσδοκία ότι εν πάση περιπτώσει οι πολίτες της Ενώσεως θα τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως έναντι του κοινοτικού δικαίου.
54. 'Οσον αφορά τις οδηγίες, το περιεχόμενο των οποίων προορίζεται να ρυθμίσει σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και οι οποίες περιέχουν διατάξεις που αποσκοπούν στην προστασία του ασθενέστερου συμβαλλόμενου (42), είναι οφθαλμοφανές ότι η οδηγία λόγω της μη μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο αποστερείται της πρακτικής της αποτελεσματικότητας ("effet utile"). Eπομένως, μετά την πάροδο της ταχθείσας προθεσμίας μεταφοράς θα έπρεπε να είναι δυνατή η εφαρμογή προστατευτικών κανόνων με ακριβές και απαλλαγμένο αιρέσεων περιεχόμενο. Στη θεσπισθείσα με τη νομική δεσμευτική βούληση του κοινοτικού νομοθέτη διάταξη οδηγίας θα έπρεπε να αναγνωρίζεται ουσιαστικό αποτέλεσμα, χωρίς η αντίθετη προς τη Συνθήκη συμπεριφορά ενός κράτους μέλους να μπορεί να παρεμποδίζει την προσβολή αφ' εαυτών πλήρων εννόμων καταστάσεων.
55. Για την υποστήριξη της οριζόντιας απευθείας εφαρμογής οδηγιών πρέπει να εκκινήσουμε από το ότι ο λόγος ισχύος και ο τρόπος παραγωγής αποτελεσμάτων έχουν τελείως άλλη υφή σε σχέση με την κάθετη εφαρμογή. Μολονότι στην απευθείας εφαρμογή οδηγιών υπό την παραδοσιακή έννοια η αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο συμπεριφορά του κράτους μέλους καθορίζει άμεσα την έννομη σχέση ιδιώτη και κράτους, ο ιδιώτης τρίτος ουδεμία ασκεί επιρροή επί της εκτελέσεως της οδηγίας (43). Τα υπέρ της απευθείας εφαρμογής των οδηγιών έναντι του κράτους μέλους αναπτυχθέντα επιχειρήματα και νομικές αρχές (44), ότι δηλαδή το κράτος μέλος δεν μπορεί να αντλεί όφελος από την αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο συμπεριφορά του (45), ασκούν ελάχιστη επιρροή τόσο ως προς τις σχέσεις ιδιωτών μεταξύ τους όσο και ως προς τη σημασία της επέχουσας χαρακτήρα κυρώσεως απευθείας εφαρμογής (46) έναντι του κράτους.
56. Η απευθείας εφαρμογή οδηγιών μεταξύ ιδιωτών θα απέβαλε τον χαρακτήρα ενστάσεως υπό την έννοια της "επικλήσεως" ευνοϊκού κανόνα. Αντιθέτως, θα αναγνωρίζονταν στην απευθείας εφαρμοζόμενη διάταξη οδηγίας αποτελέσματα erga omnes. 'Ετσι, θα εξισωνόταν η οδηγία με τις απευθείας εφαρμοζόμενες διατάξεις της Συνθήκης (47). Η οριζοντίως ισχύουσα διάταξη οδηγίας θα κοινωνούσε του υπέρτερου χαρακτήρα του κοινοτικού δικαίου, πράγμα που θα έπρεπε να επιδοκιμαστεί, διότι ευνοεί την ενιαία και αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.
57. Μολονότι το οριζόντιο αποτέλεσμα των οδηγιών φαίνεται ευκταίο για τους προεκτεθέντες λόγους, προβάλλονται σημαντικά επιχειρήματα κατά της εξελίξεως του δικαίου προς την κατεύθυνση αυτή.
58. Στα πλαίσια των αντεπιχειρημάτων αναφέρεται συνήθως το γράμμα του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΟΚ και η φύση της οδηγίας, η οποία είναι δεσμευτική μόνο για τα κράτη μέλη και μάλιστα έναντι αυτών μόνων ως προς τους σκοπούς της.
59. Κατά τη γνώμη μου, τα επιχειρήματα αυτά αποδυναμώνονται. Πρώτον, όσον αφορά την ελευθερία των κρατών μελών να επιλέγουν τον τύπο και τα μέσα για την εκτέλεση της οδηγίας, αυτή δεν θίγεται καθόλου μέχρι τη λήξη των μεταβατικής περιόδου. Ακόμη και μετά τη λήξη αυτή, απομένει γενικά στα κράτη μέλη * ακόμη και υπό την επιφύλαξη του αμέσου αποτελέσματος ορισμένων διατάξεων * ευχέρεια επεμβάσεως στα θέματα που αφορά η οδηγία. Μόνον ένα ελάχιστο μέρος των διατάξεων των οδηγιών προσφέρεται για απευθείας εφαρμογή. Κατά τα λοιπά, τα κράτη μέλη μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν μπορούν να επικαλεστούν δυνατότητες, οι οποίες τους χορηγήθηκαν μόνο για τους σκοπούς της κανονικής και εμπρόθεσμης εκτελέσεως.
60. Η δέσμευση του κράτους μέλους ως προς τους σκοπούς της οδηγίας υφίσταται άμεσα κατά τη θέση της σε ισχύ. 'Οσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν κανονικά καμία δυνατότητα επεμβάσεως. Στους σκοπούς μιας οδηγίας περιλαμβάνεται, για παράδειγμα, η απονομή δεσμευτικής ισχύος σε προστατευτικούς κανόνες το αργότερο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο (48). Η δεσμευτικότητα τέτοιων κανόνων ανταποκρίνεται * όπως έχω ήδη αναφέρει * στη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη και στη φύση της οδηγίας. Πράγματι οι οδηγίες δεν είναι νομικές πράξεις κατώτερης βαθμίδας, αλλά η εκτέλεσή τους ανατίθεται στα κράτη μέλη, τα οποία υπέχουν από τη Συνθήκη την υποχρέωση εμπρόθεσμης και άρτιας μεταφοράς τους στο εσωτερικό δίκαιο.
61. Κατά τη γνώμη μου, η φύση της οδηγίας δεν αντίκειται στα οριζόντια αποτελέσματά της. Επίσης δεν καθίσταται συγκεχυμένη η διάκριση μεταξύ κανονισμού και οδηγίας, διότι τα άμεσα αποτελέσματα της οδηγίας λαμβάνονται υπόψη μόνο μετά την πάροδο της προθεσμίας μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο και μόνο για σαφείς και απαλλαγμένες αιρέσεων διατάξεις.
62. Ως επιχείρημα κατά της οριζόντιας εφαρμογής των οδηγιών προβάλλεται η απαράδεκτη από απόψεως κράτους δικαίου επιβολή υποχρεώσεων σε τρίτους. Αυτό είναι πράγματι ένα συζητήσιμο επιχείρημα. Τίθεται το ερώτημα αν επιτρέπεται να επιβληθούν σε ιδιώτη, που συμπεριφέρεται νομίμως στα πλαίσια της έννομης τάξεως του κράτους μέλους, υποχρεώσεις απορρέουσες από μη απευθυνόμενη σ' αυτόν οδηγία που δεν έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, για τις οποίες επιπλέον δεν μπορεί να αποζημιωθεί από το ολιγωρούν κράτος μέλος (49).
63. Για λόγους ασφαλείας του δικαίου μου φαίνεται άκρως προβληματική η οριζόντια εφαρμογή οδηγιών από την πλευρά του επιβαρυνόμενου με υποχρέωση τρίτου. Το γεγονός ότι ακόμη και μέχρι σήμερα επιβάλλονται έμμεσες υποχρεώσεις σε ιδιώτες μέσω των αποτελεσμάτων απευθείας εφαρμοζομένων οδηγιών * όπως λόγω σφαλμάτων σε προκήρυξη διαγωνισμού τα οποία διακυβεύουν (50) τη νομική θέση των άλλων διαγωνιζομένων, ενδεχομένως και του αναδόχου, ή τα αποτελέσματά της στα πλαίσια σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας σε δίκη μεταξύ εταιριών του ιδιωτικού δικαίου (51) * δεν μπορεί να εξαλείψει τους από απόψεως κράτους δικαίου ενδοιασμούς έναντι του οριζόντιου αποτελέσματος.
64. Στοιχειώδης προϋπόθεση για την επιβολή υποχρεώσεων σε ιδιώτη μέσω νομοθετικών πράξεων είναι η έχουσα συστατικό χαρακτήρα δημοσίευση σε ένα επίσημο μέσο δημοσιεύσεων (52). Την προϋπόθεση αυτή δεν πληρούν οι οδηγίες που θεσπίστηκαν βάσει της Συνθήκης ΕΟΚ (53). Η πρακτική δημοσιεύσεως των οδηγιών στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως νομικών πράξεων των οποίων η δημοσίευση δεν είναι αναγκαία, δεν παρέχει καμιά βοήθεια. Η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αμιγώς δηλωτικού χαρακτήρα και δεν συνιστά προϋπόθεση ισχύος, πράγμα που μερικές φορές διευκρινίζεται με υποσημείωση η οποία παραπέμπει στην ημέρα κοινοποιήσεως της οδηγίας στα κράτη μέλη (54), διότι η οδηγία παράγει αποτελέσματα από της κοινοποιήσεώς της (55). Η δυνατότητα αποκτήσεως γνώσεως του περιεχομένου μιας νομικής πράξεως δεν αντικαθιστά τη συστατικού χαρακτήρα δημοσίευσή της.
65. Ριζικά διαφορετική ρύθμιση ισχύει για τις οδηγίες που θεσπίστηκαν και θεσπίζονται μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ την 1η Νοεμβρίου 1993. Το άρθρο 191 της Συνθήκης ΕΚ προβλέπει και για τις οδηγίες τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κοινότητας. Συνεπώς, δεν θα μπορεί πλέον να αντιτάσσεται η μη δημοσίευση στο οριζόντιο αποτέλεσμα αυτών των πρόσφατων οδηγιών.
66. Για λόγους ασφάλειας του δικαίου, που αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του επιβαρυνομένου με υποχρέωση ιδιώτη, πρέπει ήδη από τώρα να προετοιμασθεί το κοινό για το ότι μελλοντικά θα πρέπει να αναγνωρίζεται το οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα στις οδηγίες. Για τους ίδιους αυτούς λόγους πρέπει να τύχουν επιδοκιμασίας οι προαναφερθείσες θέσεις μελών του Δικαστηρίου (56).
67. Υπέρ του επιβαρυνόμενου με υποχρέωση ιδιώτη και κατά του οριζόντιου αποτελέσματος των οδηγιών προβάλλεται η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η αξία προστασίας της εμπιστοσύνης θεωρείται ότι υφίσταται, όταν ο ιδιώτης δεν πρέπει να αναμένει την επιβολή πρόσθετων επιβαρύνσεων, εφόσον κινείται νομίμως στα πλαίσια της εννόμου τάξεως του κράτους μέλους. Εξάλλου, μετά τη δημοσίευση μιας οδηγίας και την πάροδο της προθεσμίας μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο η επιβολή υποχρεώσεως είναι προβλέψιμη. Αναρωτιέμαι αν η εμπιστοσύνη ότι ο εθνικός νομοθέτης θα συμπεριφερθεί κατά τρόπο αντίθετο προς τη Συνθήκη είναι άξια προστασίας.
68. Κατά του οριζόντιου αποτελέσματος των οδηγιών προβλήθηκε ένα επιχείρημα, το οποίο στηρίζεται στη δημοκρατική αρχή. Το οπωσδήποτε προσαπτόμενο δημοκρατικό έλλειμμα στα πλαίσια της κοινοτικής νομοθετικής διαδικασίας θα ενισχυθεί, αν κατά την εφαρμογή οδηγιών παρακάμπτονταν τα εθνικά κοινοβούλια.
69. 'Οσον αφορά το προβαλλόμενο δημοκρατικό έλλειμμα, θα ήθελα να παρατηρήσω, αφενός μεν, ότι τα δικαιώματα συναποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενισχύθηκαν σταδιακά με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αφετέρου δε, ότι, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παράκαμψη του εθνικού νομοθέτη.
70. Ο εθνικός νομοθέτης διαθέτει εντός της ταχθείσας προθεσμίας εκτελέσεως κάθε δυνατότητα να επιλέξει τον τύπο και τα μέσα για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο (57). Και μετά τη λήξη της προθεσμίας εκτελέσεως εξακολουθεί ο εθνικός νομοθέτης να υποχρεούται (58) να μεταφέρει την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο και διατηρείται η ευχέρεια να εκπληρώσει την υποχρέωσή του αυτή κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον βαθμό που το επιτρέπει η οδηγία. Μόνον οι διατάξεις οδηγιών ή προστατευτικών κανόνων που είναι τόσο ακριβείς, ώστε δεν χρειάζονται κανένα συμπληρωματικό μέτρο για να μπορούν να τύχουν επικλήσεως * και στον βαθμό αυτό πρέπει να επαναλαμβάνονται αυτούσιες και από τον εθνικό νομοθέτη * θα παρήγαγαν έννομα αποτελέσματα στην έννομη τάξη των κρατών μελών ως προς τις σχέσεις των προσώπων που αφορά η ρύθμιση. Τους φόβους να προκληθεί χάσμα στο ισχύον δίκαιο κατά τη μεταβατική περίοδο πριν από τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και το μετέπειτα χρονικό διάστημα τους θεωρώ αδικαιολόγητους, διότι οι διατάξεις που προσφέρονται για οριζόντια εφαρμογή πρέπει επίσης να περιέχονται στη νομική πράξη εκτελέσεως.
71. Η αντίρρηση ότι η αναγνώριση οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος στις οδηγίες θα ενισχύσει την ολιγωρία των κρατών μελών, όσον αφορά τη μεταφορά οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο, δεν είναι κατά τη γνώμη μου πειστική διότι ο εθνικός νομοθέτης παραμένει υπεύθυνος για την άρτια εκτέλεση της οδηγίας. Η καταρχήν αναγνώριση του οριζόντιου αποτελέσματος θα μπορούσε ενδεχομένως να ωθήσει το κράτος μέλος στην εμπρόθεσμη μεταφορά, προκειμένου να προλάβει την οριζόντια εφαρμογή από τις αρχές και τα δικαστήρια της Κοινότητας και των κρατών μελών. Κατά τη γνώμη μου, τα επιχειρήματα περί των παιδαγωγικών συνεπειών της οριζόντιας εφαρμογής ισορροπούν, ούτως ώστε να μη γέρνει η ζυγαριά ούτε υπέρ ούτε κατά αυτής.
72. Πριν τελειώσω, θα ήθελα να αναφερθώ ακόμη στο ότι, σε περίπτωση αποδοχής των οριζόντιων αποτελεσμάτων των οδηγιών, θα πρέπει να συναχθούν οι αντίστοιχες συνέπειες, όσον αφορά την παροχή έννομης προστασίας. 'Ετσι θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα προσβολής τους κατά το άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο, ακριβώς όπως οι κανονισμοί και οι αποφάσεις (59).
73. Επομένως, είμαι της γνώμης ότι, όσον αφορά το παρελθόν, το οριζόντιο αποτέλεσμα των οδηγιών δεν μπορεί να γίνει δεκτό για λόγους ασφάλειας του δικαίου. Ως προς το μέλλον, ωστόσο, μου φαίνεται ότι επιβάλλεται προς το συμφέρον της ενιαίας και αποτελεσματικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου εντός των προεκτεθέντων ορίων. Η συνακόλουθη επιβολή υποχρεώσεων στους ιδιώτες μου φαίνεται δικαιολογημένη, διότι δεν υπερβαίνει ό,τι θα τους είχε απαιτηθεί αν το κράτος μέλος είχε συμμορφωθεί με το κοινοτικό δίκαιο. Τον κίνδυνο της δίκης φέρει τελικά ο διάδικος που επικαλείται την απαλλαγμένη αιρέσεων και επαρκώς ακριβή διάταξη οδηγίας.
Γ * Πρόταση
74. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεών μου, προτείνω να δοθεί στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα η ακόλουθη απάντηση:
1. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 5 της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ έχουν την απαιτούμενη για την απευθείας εφαρμογή τους ακρίβεια, στον βαθμό που συνιστούν ελάχιστη εγγύηση για υπαναχώρηση από μη εισέτι εκτελεσθείσα σύμβαση. Κατά τα λοιπά, η οδηγία παρέχει σε πολλά σημεία στο κράτος μέλος διακριτική ευχέρεια για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο.
2. α) Βάσει της μέχρι τούδε νομολογίας, μια μη μεταφερθείσα στο εσωτερικό δίκαιο οδηγία μπορεί να παράγει αποτελέσματα έναντι του κράτους υπό την έννοια ότι όλοι οι φορείς δημόσιας εξουσίας, ιδίως δε τα δικαστήρια, υποχρεούνται να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο για την εκπλήρωση των απορρεουσών από την οδηγία υποχρεώσεων.
β) Συνεπεία καθυστερήσεων κατά την εκτέλεση της οδηγίας, το κράτος μέλος μπορεί να υποχρεούται να αποζημιώσει τον οφελούμενο από την οδηγία ιδιώτη.
3. Βάσει της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, μη μεταφερθείσα στο εσωτερικό δίκαιο οδηγία δεν μπορεί να έχει κανένα άμεσο αποτέλεσμα στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Η νομολογία αυτή πρέπει να διατηρηθεί, για λόγους ασφάλειας του δικαίου, ως προς τις αναγόμενες στο παρελθόν περιπτώσεις.
4. Ως προς το μέλλον, η αναγνώριση της γενικής ισχύος επακριβών και απαλλαγμένων αιρέσεων διατάξεων οδηγιών στο πλαίσιο της εξελίξεως του δικαίου υπό το κράτος της Συνθήκης ΕΚ φαίνεται αναγκαία για την ενιαία και αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να εκπληρωθούν οι εύλογες προσδοκίες των πολιτών της Ενώσεως μετά την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς και την έναρξη ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση.
(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.
(1) - Οδηγία 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985 (ΕΕ L 372, σ. 31).
(2) - Συνθήκη ΕΚ από 1ης Νοεμβρίου 1993 σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση της 7ης Φεβρουαρίου 1992 (EE C 224 της 31.8.1992).
(3) - Διαφορετική ρύθμιση ισχύει από 1ης Νοεμβρίου 1993, άρθρο 191 Συνθήκης ΕΚ.
(4) - Κυρίως, απόφαση της 5ης Απριλίου 1979 στην υπόθεση 148/78, Ratti (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 861, σκέψη 23) απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982 στην υπόθεση 8/81, Becker κατά Finanzamt Muenster-Innenstadt (Συλλογή 1982, σ. 53, σκέψη 25).
(5) - Βλ. άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ.
(6) - Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. Ι-5357, σκέψη 20).
(7) - Η σύμβαση συνήφθη πλησίον του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού του Μιλάνου , ενώ η ανακόπτουσα ζει στη Μόντσα.
(8) - Η υπογράμμιση δική μου.
(9) - Απόφαση της 11ης Ιουνίου 1987 στην υπόθεση 14/86, Pretore di Salo κατά Χ (Συλλογή 1987, σ. 2545, σκέψη 11).
(10) - Βλ. παράγραφο 10.
(11) - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90 (Francovich, όπ.π., σκέψεις 20 έως 22).
(12) - Π.χ. υπόθεση 148/78 (Ratti, όπ.π.) και 8/81 (Becker, όπ.π.).
(13) - Υπόθεση 8/81 (Becker, όπ.π., σκέψη 24).
(14) - Απόφαση της 22ας Ιουνίου 1989 στην υπόθεση 103/88, Fratelli Costanzo κατά Δήμου του Μιλάνου (Συλλογή 1989, σ. 1839, σκέψη 31).
(15) - Υπόθεση 8/81 (Becker, όπ.π.), απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986 στην υπόθεση 152/84, Marshall κατά Southampton and South-West Hampshire Area Health Authority (Συλλογή 1986, σ. 723), απόφαση της 15ης Μαΐου 1986 στην υπόθεση 222/84, Johnston κατά Chief Constable of the Royal Ulster Constabulary (Συλλογή 1986, σ. 1651), υπόθεση 103/88 (Costanzo, όπ.π.), απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 1990 στην υπόθεση C-221/88, Busseni (Συλλογή 1990, σ. Ι-495).
(16) - Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 στην υπόθεση 31/87, Beentjes κατά Niederlaendischen Staat (Συλλογή 1988, σ. 4635).
(17) - Απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990 στην υπόθεση C-188/89, Foster κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. Ι-3313, σκέψη 20).
(18) - Υπόθεση C-188/89, Foster, όπ.π.
(19) - Βλ. σ. 11 του πρωτοτύπου της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
(20) - Για τη λειτουργική έννοια του κράτους βλ. υπόθεση 31/87 (Beentjs, όπ.π.).
(21) - Ας λεχθεί απλώς εν παρόδω ότι στο εργατικό δίκαιο, όχι μόνον όσον αφορά το αποτέλεσμα των οδηγιών, γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν η σχέση εργασίας συνάπτεται με εργοδότη που είναι ιδιώτης ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.
(22) - Βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 1984 στην υπόθεση 14/83, Von Colson και Kamann κατά Land Nordrhein-Westfalen (Συλλογή 1984, σ. 1891, σκέψη 26), υπόθεση 31/87 (Beentjes, όπ.π., σκέψη 39), απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-106/89, Marleasing (Συλλογή 1990, σ. Ι-4135), απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1992 στην υπόθεση C-373/90, Χ (Συλλογή 1992, σ. Ι-131, σκέψη 7).
(23) - Υπόθεση 14/83, Von Colson και Kamann, όπ.π., σκέψεις 26 και 28.
(24) - Απόφαση της 20ής Μαΐου 1976 στην υπόθεση 111/75, Mazzalai κατά Ferrovia del Renon (Slg. 1976, σ. 657, σκέψεις 7 έως 11).
(25) - Υπόθεση 14/83, Von Colson και Kamann, όπ.π., σκέψη 26, υπόθεση C-106/89, Marleasing, όπ.π.
(26) - Υπόθεση 103/88, Costanzo, όπ.π.
(27) - Υπόθεση 14/83, Van Colson και Kamann, όπ.π., σκέψη 26.
(28) - Πρβλ. συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, Francovich, όπ.π.
(29) - Υπόθεση 106/89, όπ.π.
(30) - Υπόθεση 152/84, Marshall, όπ.π., σκέψη 48, απόφαση της 12ης Μαΐου 1987 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 372/85 έως 374/85, Traen (Συλλογή 1987, σ. 2141, σκέψη 24), υπόθεση 14/86, Pretore di Salo κατά Χ, όπ.π., σκέψη 19, υπόθεση C-221/88, Busseni, όπ.π., σκέψη 23, υπόθεση C-106/89, Marleasing, όπ.π., σκέψη 6.
(31) - Υπόθεση 152/84, Marshall, όπ.π., σκέψη 48.
(32) - Υπόθεση C-188/89, όπ.π.
(33) - Yπόθεση 106/88, όπ.π.
(34) - Υπόθεση C-271/91, Μarshall II, προτάσεις της 26ης Ιανουαρίου 1993, σημείο 12, απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993 (Συλλογή 1993, σ. Ι-4367).
(35) - Υπόθεση C-316/93, Vaneetveld, προτάσεις της 27ης Ιανουαρίου 1994, σημείο 15 επ. (Συλλογή 1994, σ. Ι-0000).
(36) - Επίσης ο δικαστής Schockweiler τάχθηκε υπέρ της οριζόντιας εφαρμογής οδηγιών στο άρθρο Effets des directives non transposees en droit national a l' egard des particuliers στον τιμητικό τόμο Diez de Velasco Hacia un nuevo orden internacional y europeo .
(37) - Από την 1η Ιανουαρίου 1993 σύμφωνα με το άρθρο 8Α της Συνθήκης ΕΟΚ, ήδη άρθρο 7Α της Συνθήκης ΕΚ.
(38) - Η υπογράμμιση δική μου.
(39) - Δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/577.
(40) - Προτάσεις μου της 10ης Οκτωβρίου 1989 στην υπόθεση C-38/89, Blanguernon (Συλλογή 1990, σ. Ι-83, σημείο 8).
(41) - Διατυπώνεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, όπ.π. (υποσημείωση 2).
(42) - Π.χ. οδηγία 80/987/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, βλ. σχετικά συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, Francovich, όπ.π., ή οδηγία 85/577, αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως καθώς και της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 1991 στην υπόθεση C-361/89, Di Pinto (Συλλογή 1991, σ. Ι-1189).
(43) - Εξάλλου δεν απαιτείται στα πλαίσια της μέχρι τούδε νομολογίας περί των αποτελεσμάτων των οδηγιών η άμεση ευθύνη για την παράβαση της Συνθήκης, όπως δείχνει η από τη νομολογία του Δικαστηρίου υιοθετηθείσα ευρεία ερμηνεία της εννοίας του κράτους. Βλ. ανωτέρω υπό ΙΙ.1.α.
(44) - Nemo auditur , venire contra factum proprium , estoppel .
(45) - Υπόθεση 8/81, Becker, όπ.π., σκέψη 24.
(46) - Προτάσεις μου της 25ης Απριλίου 1989 στην υπόθεση 103/88, Costanzo, όπ.π., σ. 1851, σημείο 23.
(47) - Π.χ. * 'Αρθρο 12: απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1963 στην υπόθεση 26/62, Van Gend και Loos (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 861).
* 'Αρθρα 53 και 37, παράγραφος 2: απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964 στην υπόθεση 6/64, Costa κατά ENEL (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191).
* 'Αρθρα 9 και 13, παράγραφος 2: απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970 στην υπόθεση 33/70, S.A.C.E. κατά Ιταλικού Υπουργείου Οικονομικών (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 641).
* 'Αρθρο 48: απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1974 στην υπόθεση 41/74, Van Duyn κατά Home Office (Συλλογή τόμος 1974, σ. 537).
* 'Αρθρο 119: απόφαση της 8ης Απριλίου 1976 στην υπόθεση 43/75, Defrenne κατά Sabena (Συλλογή τόμος 1976, σ. 175).
(48) - Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1970 στην υπόθεση 9/70, Grad κατά Finanzamt Traunstein (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 467, σκέψεις 10 και 13), υπόθεση 33/70, S.A.C.E., όπ.π., σκέψη 11.
(49) - 'Οσον αφορά την προβολή αξιώσεως αποζημιώσεως θα είναι προβληματική η χρονική στιγμή επελεύσεως ζημίας, διότι, ακόμη και αν το κράτος μέλος είχε εκτελέσει εμπρόθεσμα την οδηγία, θα επερχόταν η βλάβη του ιδιώτη.
(50) - Υπόθεση 103/88, Costanzo, όπ.π.
(51) - Υπόθεση C-106/89, Μarleasing, όπ.π.
(52) - Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-192/89, Sevince (Συλλογή 1990, σ. Ι-3461, σκέψη 24).
(53) - Η αντίρρηση αυτή δεν μπορεί να προβληθεί κατά της απευθείας εφαρμογής διατάξεων της Συνθήκης.
(54) - 'Οπως και με την υποσημείωση στο άρθρο 9 της οδηγίας 85/577.
(55) - Βλ. άρθρο 191, παράγραφος 2, Συνθήκης ΕΚ.
(56) - Βλ. ανωτέρω σημείο 47 και υποσημείωση 36.
(57) - Υπόθεση 9/70, Grad, όπ.π., σκέψη 13.
(58) - Απόφαση της 6ης Μαΐου 1980 στην υπόθεση 102/79, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 99, σκέψη 12).
(59) - Βλ. τις προτάσεις μου της 29ης Απριλίου 1993 στην υπόθεση C-298/89, Γιβραλτάρ κατά Συμβουλίου, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1993 (Συλλογή 1993, σ. Ι-3605).