EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0140

Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 1991.
G. C. Noij κατά Staatssecretaris van Financiën.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad - Κάτω Χώρες.
Κοινωνική ασφάλιση - Καθορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας.
Υπόθεση C-140/88.

European Court Reports 1991 I-00387

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:64

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-140/88 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

Ο Noij γεννήθηκε το 1927. Έχει την ολλανδική ιθαγένεια και κατοικεί στις Κάτω Χώρες. Εργάστηκε ως εργάτης ορυχείων υπογείως στο Βέλγιο για διάστημα είκοσι ετών τουλάχιστον, για τον λόγο αυτό δε λαμβάνει σύνταξη γήρατος δυνάμει του βελγικού νόμου της 21ης Μαΐου 1955 περί συντάξεων γήρατος και επιζώντων των εργατών. Βάσει της σχετικής ρυθμίσεως απολαύει των παροχών της κοινωνικής ασφαλίσεως. Έτσι, σε περίπτωση αποβιώσεως του ενδιαφερομένου την περίοδο κατά την οποία λαμβάνει σύνταξη γήρατος, η χήρα του δικαιούται βελγικής συντάξεως επιζώντος ανερχομένης στο 80 ο/ο της συντάξεως γήρατος. Επιπλέον, η χορήγηση τόσο της συντάξεως γήρατος, όσο και της συντάξεως επιζώντος συνεπάγεται το δικαίωμα λήψεως των βελγικών οικογενειακών επιδομάτων και των παροχών σε είδος, που χορηγούνται στο πλαίσιο του Nederlandse Ziekenfondswet (ολλανδικού νόμου περί υγειονομικής περιθάλψεως ) και του Nederlandse Algemene Wet Bijzondere Ziektekosten (στο εξής: AWBZ, ολλανδικού νόμου περί γενικού συστήματος καλύψεως εκτάκτων εξόδων ασθενείας). Τα έξοδα για τη χορήγηση των παροχών αυτών βαρύνουν το βελγικό σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας μέχρις ότου ο δικαιούχος της συντάξεως συμπληρώσει την ηλικία των 65 ετών.

Για το έτος 1979 ο Noij δήλωσε φορολογητέο εισόδημα 25239 ολλανδικών φιορινιών (HFL), επί του οποίου επιβλήθηκε φόρος διότι, κατά το εν λόγω έτος, ο ενδιαφερόμενος θεωρήθηκε ως ασφαλισμένος και ως υπόχρεος προς καταβολή εισφορών δυνάμει του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στις Κάτω Χώρες.

Κατόπιν ενστάσεως του Noij, ο αρμόδιος για τους αμέσους φόρους έφορος μείωσε κατά 2966 HFL το φορολογητέο εισόδημα, πράγμα το οποίο είχε ως συνέπεια τον προσδιορισμό του οφειλομένου φόρου σε 4224 HFL.

Στις 27 Μαΐου 1981 ο Noij υπέβαλε ένσταση κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως επιβολής φόρου, εκτιμώντας ότι λόγω του ότι είναι κάτοικος Κάτω Χωρών δεν μπορεί να θεωρείται ως ασφαλισμένος και, συνεπώς, δεν υποχρεούται να καταβάλλει εισφορές, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 και της Συνθήκης ΕΟΚ. Μετά την απόρριψη αυτής της ενστάσεως ο Noij

άσκησε προσφυγή ενώπιον του Gerechtshof του Hertogenbosch, το οποίο επιβεβαίωσε, με απόφαση του της 29ης Μαΐου 1985, την απόφαση του εφόρου, κρίνοντας ότι ο κανονισμός ( ΕΟΚ) 1408/71 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση αυτή, διότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζόμενος υπό την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού αυτού. Στη συνέχεια ο Noij άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden (στο εξής: Hoge Raad ).

Από τη Διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια του έτους 1979, ο Noij δεν άσκησε αμειβόμενη δραστηριότητα και ότι δεν εξακριβώθηκε, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, πότε έπαψε να εργάζεται στα βελγικά ορυχεία και αν άσκησε στο έδαφος των Κάτω Χωρών κάποια δραστηριότητα είτε ως μισθωτός είτε ως αυτοτελώς απασχολούμενος κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της παύσεως της εργασίας του και του έτους 1979.

Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης ισχυρίστηκε ότι τόσο οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, όσο και εκείνες του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, αντιτίθενται στην είσπραξη εισφορών για βελγικές συντάξεις γήρατος υπέρ του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στις Κάτω Χώρες. Συναφώς υποστήριξε ιδίως ότι η εφαρμογή του βελγικού και του ολλανδικού συστήματος ασφαλίσεως, τα οποία θεσπίζουν κανόνες που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της σωρεύσεως παροχών, έχει τόσο δυσμενείς επιπτώσεις για τον μεθοριακό εργαζόμενο που λαμβάνει μεν σύνταξη βάσει του βελγικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, κατοικεί όμως στις Κάτω Χώρες, ώστε την εποχή εκείνη θα είχε εγκαταλείψει την ιδέα να εργαστεί στο Βέλγιο αν μπορούσε να γνωρίζει ότι οι εισφορές τις οποίες υπεχρεούτο να καταβάλλει θα συνεπάγονταν τη μείωση της συντάξεως του κατά 25 ο/ο περίπου.

Προς στήριξη του σχετικού λόγου αναιρέσεως επικαλέστηκε τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1977, HOAGM Perenboom κατά Inspecteur der directe belastingen του Nijmegen ( 102/76, Jurispr. 1977, σ. 815), της 12ης Ιουνίου 1986, Ten Holder κατά Nieuwe Algemene Bedrijfsvereniging (302/84, Συλλογή 1986, σ. 1821 ) και της 10ης Ιουλίου 1986, MES Luijten κατά Raad van Arbeid (60/85, Συλλογή 1986, σ. 2365).

Ενόψει των ισχυρισμών αυτών, το Hoge Raad θεώρησε ότι στο ερώτημα του νομίμου της εισπράξεως των εν λόγω εισφορών μπορούν να δοθούν διαφορετικές απαντήσεις ανάλογα με το αν ο ενδιαφερόμενος, μετά τη λήξη των δραστηριοτήτων του στο Βέλγιο, δεν άσκησε πλέον καμία δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες ή άσκησε κάποια δραστηριότητα για ορισμένο χρονικό διάστημα. 'Εκρινε ακόμη ότι από τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν παρέχεται καμία σαφής ένδειξη περί του τρόπου επιλύσεως του ζητήματος αυτού.

Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, το Hoge Raad αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

« 1)

Απαγορεύεται βάσει των διατάξεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, που έχουν ως στόχο την υλοποίηση της ελεύθερης διακινήσεως των εργαζομένων εντός της Κοινότητας, ειδικότερα δε των διατάξεων περί καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου οι οποίες περιλαμβάνονται στον τίτλο II του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, ένα άτομο που κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους (στο εξής: κράτος της κατοικίας) και το οποίο, μετά την παύση της ασκήσεως έμμισθης επαγγελματικής δραστηριότητας στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, λαμβάνει, δυνάμει της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως αυτού του άλλου κράτους μέλους, σύνταξη γήρατος λόγω αυτής της δραστηριότητας να υποχρεώνεται, μεταξύ άλλων, με βάση αυτή τη σύνταξη γήρατος, να καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές ως υπαγόμενο, δυνάμει της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους κατοικίας του, σε υποχρεωτική ασφάλιση:

α)

αν μετά την παύση της ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους μέλους δεν εργάστηκε καθόλου στη συνέχεια·

β)

αν μετά την παύση αυτή εργάστηκε για λίγο διάστημα — ως μισθωτός ή ως αυτοτελώς απασχολούμενος — στο έδαφος του κράτους της κατοικίας του;

2)

Πρέπει να δοθεί διαφορετική απάντηση στο ερώτημα 1, αν η αναφερόμενη στο στοιχείο β εργασία στο κράτος κατοικίας συνιστά απλώς επαγγελματική δραστηριότητα δευτερεύουσας σημασίας; »

Η Διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Μαΐου 1988.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον Ε. F. Jacobs, γενικό γραμματέα, για λογαριασμό του Υπουργού Εξωτερικών, η Κυβέρνηση του Βασιλείου της Ισπανίας, εκπροσωπούμενη από τον Javier Conde de Saro, γενικό διευθυντή της Υπηρεσίας Νομικού και Θεσμικού Συντονισμού επί θεμάτων Κοινοτικού Δικαίου, καθώς και από τη δικηγόρο Rosario Silva Lapuerta, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον René Barents, μέλος της νομικής της υπηρεσίας.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων και να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο τρίτο τμήμα.

Ύστερα από τη δημόσια συνεδρίαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 και αφού ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του στις 7 Νοεμβρίου 1989, το τρίτο τμήμα έκρινε ότι έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 95, παράγραφος 4, του κανονισμού διαδικασίας.

Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 1990, το Δικαστήριο ( τρίτο τμήμα ) παρέπεμψε την υπόθεση στην ολομέλεια του Δικαστηρίου.

Με Διάταξη της 14ης Μαρτίου 1990 και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

II — Η εφαρμοστέα ολλανδική νομοθεσία

Οι διάδικοι συμφωνούν στο ότι, στη διάρκεια του έτους 1979, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης ήταν ασφαλισμένος και κατέβαλλε εισφορές βάσει του ολλανδικού συστήματος γενικής ασφαλίσεως κατ' εφαρμογή της « Besluit uitbreiding en beperking kring verzekerden volksverzekeringen » ( απόφαση περί επεκτάσεως και περιορισμού του αριθμού των ασφαλισμένων βάσει του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως) της 19ης Οκτωβρίου 1976 ( Stbl. 557 ). Αυτή η νομοθετική ρύθμιση είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τους πρώην εργάτες ορυχείων που είχαν μεν εργαστεί στο Βέλγιο, κατοικούσαν όμως στις Κάτω Χώρες. Μεταξύ των ατόμων αυτών περιλαμβάνεται και ο Noij. Μολονότι τα άτομα αυτά έχουν πλήρη κάλυψη όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας, έστω και αν δεν έχουν πλέον την ιδιότητα του ασφαλισμένου μετά την παύση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, υπάγονται επίσης στο ολλανδικό γενικό σύστημα ασφαλίσεως, οπότε για τις χορηγούμενες από τη βελγική κοινωνική ασφάλιση παροχές εισπράττονται στις Κάτω Χώρες εισφορές.

Προς θεραπεία των δυσμενών συνεπειών που απέρρεαν από την κατάσταση αυτή για τους εργάτες ορυχείων, η προαναφερθείσα απόφαση τροποποιήθηκε με βασιλικό διάταγμα της 7ης Ιανουαρίου 1982 αναδρομικώς από 1ης Ιανουαρίου 1982 (Stbl. 457). Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δ, του διατάγματος αυτού περιλαμβάνει μία νέα διάταξη που ορίζει τα εξής:

« Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Algemene Ouderdomswet ( νόμου περί γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ), του άρθρου 7 του Algemene Weduwen- en Wezenwet (νόμου περί γενικού συστήματος συντάξεως για χήρες και ορφανά ), του άρθρου 7 του Algemene Kinderbijslagwet (νόμου περί γενικού συστήματος οικογενειακών επιδομάτων ), του άρθρου 5 του Algemene Wet Bijzondere Ziektekosten ( νόμου περί γενικού συστήματος καλύψεως εκτάκτων εξόδων ασθενείας ) και του άρθρου 4 του Algemene Arbeidsongeschiktheidswet (νόμου περί γενικού συστήματος ασφαλίσεως κατά της ανικανότητας προς εργασία ), δεν θεωρείται ως ασφαλισμένος υπό την έννοια αυτών των νόμων: ο κάτοικος (των Κάτω Χωρών) ο οποίος εργάστηκε στο παρελθόν ως εργάτης ορυχείων και λαμβάνει για τον λόγο αυτό σύνταξη γήρατος δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας, εφόσον όμως και καθ' όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα και εφόσον δεν λαμβάνει παροχές δυνάμει ολλανδικού συστήματος ασφαλίσεως λόγω ασθενείας, ανεργίας, μακράς διαρκείας ανικανότητας προς εργασία ή γήρατος. »

Τέλος η από 1ης Σεπτεμβρίου 1982 υπουργική εγκύκλιος 282-12726 ( Vakstudie-Nieuws της 2.10.1986, σ. 1926) προβλέπει στο σημείο 15, παράγραφος 3, ότι:

« Όσον αφορά τα οφειλόμενα ποσά λόγω υποχρεωτικών εισφορών στο γενικό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων για τα προ του 1981 έτη που ενδεχομένως δεν έχουν ακόμα καταβληθεί, πρέπει να αντιμετωπίζεται με ελαστικότητα κάθε υπόθεση σχετική με την καταβολή, καθώς και η εκτίμηση των αιτήσεων αναστολής των σχετικών οφειλών. »

Ο ενδιαφερόμενος δεν μπόρεσε να υπαχθεί σ' αυτές τις ευεργετικές διατάξεις διότι ο επίδικος φόρος είναι προγενέστερος της ενάρξεως της ισχύος του διατάγματος της 7ης Ιουνίου 1982 και είχε ήδη καταβληθεί.

III — Η εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία

Ο τίτλος II του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περιλαμβάνει κανόνες περί άρσεως των συγκρούσεων νομοθεσιών, που αποσκοπούν στον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας στον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων. Εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη είναι το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, περίπτωση α, όπως ίσχυε την περίοδο κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ορίζει δε τα εξής:

« 1)

Ο εργαζόμενος για τον οποίο ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκειται στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

2)

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 14 μέχρι 17:

α)

ο εργαζόμενος που απασχολείται στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που τον απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους'

(...)»

IV — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Η Ολλανδική Κυβέρνηση διατείνεται ότι τα άτομα που δεν ασκούν πλέον επαγγελματική δραστηριότητα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων του τίτλου II του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71. Προς στήριξη αυτής της ερμηνείας σημειώνει ότι ο τίτλος III του πρώτου κεφαλαίου του εν λόγω κανονισμού περιλαμβάνει κανόνες περί καθορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας όσον αφορά τις παροχές ασθενείας και μητρότητας υπέρ των δικαιούχων συντάξεων και των μελών της οικογενείας τους. Όμως αυτές οι διατάξεις δεν θα ήταν αναγκαίες αν ο τίτλος II καθόριζε ήδη ποια είναι η εφαρμοστέα νομοθεσία για τα άτομα αυτά.

Όπως προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 2, περίπτωση α, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, την οποία έδωσε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του της 12ης Ιανουαρίου 1983, Luigi Coppola κατά Insurance Officer (υπόθεση 150/82, Συλλογή 1983, σ. 43), της 12ης Ιουνίου 1986 (302/84, όπ.π.) και της 29ης Ιουνίου 1988, Josef Rebmann κατά Bundesversicherungsanstalt für Angestellte (υπόθεση 58/87, Συλλογή 1988, σ. 3467 ), ο μισθωτός ο οποίος διακόπτει την εργασία του λόγω ασθενείας, μητρότητας ή ανεργίας, εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους της τελευταίας του κατοικίας. Η λύση αυτή είναι κατανοητή, καθόσον μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι αυτά τα άτομα θα είναι ακόμα σε θέση στο εγγύς μέλλον να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα για να καλύψουν τις ανάγκες τους και ότι, συνεπώς, διατηρούν την ιδιότητα του εργαζομένου υπό την έννοια του προαναφερθέντος κανονισμού. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της ασθενείας ή της μητρότητας, η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να ισχύει κατά γενικό κανόνα. Αντίθετα, όποιος εργάστηκε στο παρελθόν και δικαιούται για τον λόγο αυτό παροχών μακράς διαρκείας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζόμενος υπό την κοινωνική έννοια, διότι δεν ανήκει πλέον στον ενεργό πληθυσμό.

Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 2, περίπτωση α, στους συνταξιούχους μπορεί να έχει δυσμενείς ή παράλογες συνέπειες τόσο για τους ενδιαφερομένους όσο και για κράτη μέλη, όπως οι Κάτω Χώρες, όπου ισχύει σύστημα γενικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Δεδομένου ότι δυνάμει του ολλανδικού συστήματος κάθε άτομο είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένο εφ' όσον χρόνο κατοικεί στις Κάτω Χώρες, ο καθορισμός της νομοθεσίας του κράτους μέλους της τελευταίας εργασίας ως αποκλειστικώς ισχύουσας νομοθεσίας θα είχε ανεπιθύμητα αποτελέσματα σε ορισμένες περιπτώσεις που πρέπει να σημειωθούν:

1)

o ενδιαφερόμενος κατοικεί στις Κάτω Χώρες και εργάστηκε για τελευταία φορά σε άλλο κράτος μέλος, η νομοθεσία του οποίου εξακολουθεί να εφαρμόζεται στην περίπτωση του και:

α)

είτε ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει παροχές μακράς διαρκείας λόγω γήρατος ή αναπηρίας βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους:

λόγω μη ασφαλίσεως του στις Κάτω Χώρες ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να υποχρεώνεται να καταβάλλει εισφορές στις Κάτω Χώρες. Αν η αλλοδαπή παροχή είναι ανεπαρκής, όσον αφορά τη διάρκεια ή το χρηματικό ποσό, για την κάλυψη του κατωτάτου ορίου των εξόδων βιοπορισμού του, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται κοινωνικής αρωγής στις Κάτω Χώρες·

β)

είτε ο ενδιαφερόμενος δεν λαμβάνει παροχές:

λόγω μη ασφαλίσεως του στις Κάτω Χώρες, δεν μπορεί να υποχρεώνεται να καταβάλλει εισφορές στις Κάτω Χώρες ούτε και σ' αυτή την περίπτωση·

2)

ο ενδιαφερόμενος κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος και εργάστηκε για τελευταία φορά στις Κάτω Χώρες, η νομοθεσία των οποίων εξακολουθεί να εφαρμόζεται στην περίπτωση του, και:

α)

είτε ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει παροχές μακράς διαρκείας λόγω γήρατος ή αναπηρίας. Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να καταβάλλει εισφορές ανάλογα με το συνολικό του εισόδημα. Η είσπραξη της εισφοράς σε σχέση με την ολλανδική παροχή είναι δυνατή, είναι όμως αβέβαιη για ενδεχόμενο εισόδημα που συνδέεται με άλλη χώρα, καθόσον η εισφορά αυτή δεν αφορά αλλοδαπές παροχές:

ο δικαιούχος πλήρους ή μειωμένης συντάξεως γήρατος εξακολουθεί να είναι ασφαλισμένος όσον αφορά τις παροχές λόγω θανάτου, τα οικογενειακά επιδόματα και τα έκτακτα έξοδα ασθενείας·

ο δικαιούχος πλήρους ή μειωμένης συντάξεως αναπηρίας ( βασιζόμενης σε μερική αναπηρία ) εξακολουθεί να είναι πλήρως ασφαλισμένος όσον αφορά όλες τις πτυχές της κοινωνικής ασφαλίσεως, ήτοι όσον αφορά την ασφάλιση γήρατος, θανάτου, τα οικογενειακά επιδόματα και τα έκτακτα έξοδα ασθενείας ή αναπηρίας·

β)

είτε ο ενδιαφερόμενος δεν λαμβάνει τέτοιες παροχές. Εξακολουθεί να είναι πλήρως ασφαλισμένος όσον αφορά όλες τις πτυχές της κοινωνικής ασφαλίσεως, ήτοι όσον αφορά τους κλάδους γήρατος, θανάτου, τα οικογενειακά επιδόματα και τα έκτακτα έξοδα ασθενείας ή αναπηρίας. Αν και ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να καταβάλλει εισφορές, η είσπραξη τους είναι κάθε άλλο παρά βέβαιη.

Η Ολλανδική Κυβέρνηση στηρίζεται στις προ-εκτεθείσες παρατηρήσεις για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά το πρώτο ερώτημα που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο, οι κανόνες περί εφαρμοστέου δικαίου του τίτλου II του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 δεν αντιτίθενται στην είσπραξη εισφορών βάσει της εθνικής νομοθεσίας αν, μετά την παύση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που άσκησε στο έδαφος κράτους μέλους, ο ενδιαφερόμενος δεν άσκησε πλέον καμία άλλη δραστηριότητα.

Η ίδια αυτή ερμηνεία πρέπει να γίνει δεκτή στην περίπτωση που, μετά την παύση των δραστηριοτήτων του στο εξωτερικό, ο ενδιαφερόμενος εργάστηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα στο έδαφος του κράτους κατοικίας του — είτε ως μισθωτός είτε ως αυτοτελώς απασχολούμενος — και δεν λαμβάνει παροχές από το κράτος κατοικίας του ή λαμβάνει από το κράτος αυτό παροχή μακράς διαρκείας λόγω γήρατος ή αναπηρίας. Σ' αυτές τις δύο περιπτώσεις ο ενδιαφερόμενος, εφόσον είναι εργαζόμενος υπό την έννοια του προαναφερθέντος κανονισμού, δεν έχει, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, την ιδιότητα του εργαζομένου ο οποίος αποτελεί μέλος του ενεργού πληθυσμού. Εντούτοις, οι προαναφερθέντες κανόνες περί καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου πρέπει να εφαρμόζονται στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει από το κράτος κατοικίας του παροχή περιορισμένης διαρκείας λόγω ασθενείας, μητρότητας ή ανεργίας. Δυνάμει των κανόνων αυτών, εφαρμόζεται για τον ενδιαφερόμενο η νομοθεσία της χώρας στην οποία κατοικεί, αυτή δε η εθνική νομοθεσία καθορίζει τη βάση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την καταβολή των εισφορών.

Τέλος, η Ολλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δεν είναι διαφορετική όταν η ασκούμενη στο κράτος κατοικίας δραστηριότητα αποτελεί μόνο δραστηριότητα δευτερεύουσας σημασίας.

Η Ισπανική Κυβέρνηση παρατηρεί καταρχάς ότι, ναι μεν είναι ακριβές ότι στην αρχή η έννοια του εργαζομένου, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71, είχε περιορισμένη έκταση, στη συνέχεια όμως διευρύνθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1390/81 του Συμβουλίου της 12ης Μαΐου 1981, περί επεκτάσεως στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 ( ΕΕ L 143, σ. 1 ), σήμερα δε καλύπτει κάθε άτομο που υπάγεται σε κάποιο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός κράτους μέλους. Δεδομένου ότι η έννοια αυτή είναι πολύ ευρύτερη της εννοίας του μισθωτού εργαζομένου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή προκύπτει από τις αποφάσεις της 22ας Μαΐου 1980, Margaret Walsh κατά National Insurance Officer ( 143/79, Jurispr. 1980, σ. 1639), και της 13ης Μαΐου 1978, Bestuur van het Algemeen Ziekenfonds Drenthe-Platteland κατά G. Pierik ( 182/78, Jurispr. 1979, σ. 1977 ), μπορεί να συναχθεί ότι καλύπτει, όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, κάθε άτομο το οποίο, ανεξαρτήτως του αν ασκεί ή όχι επαγγελματική δραστηριότητα, έχει την ιδιότητα του ασφαλισμένου δυνάμει της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών. Κατά την άποψη της Ισπανικής Κυβερνήσεως, από αυτό συνάγεται ότι, έστω και αν δεν ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα, οι δικαωύχοι συντάξεως ή προσόδου βάσει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών εμπίπτουν, λόγω της υπαγωγής τους σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 που αφορούν τους « εργαζομένους ».

Στηριζόμενη επίσης στη νομολογία του Δικαστηρίου, η Ισπανική Κυβέρνηση παρατηρεί επιπλέον ότι με τις διατάξεις του τίτλου II του προαναφερθέντος κανονισμού, οι οποίες είναι κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων περί άρσεως των συγκρούσεων, θεσπίζεται η αρχή κατά την οποία λαμβάνεται γενικώς ως βάση για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου η νομοθεσία του τόπου ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας. Δυνάμει της αρχής αυτής, ο εργαζόμενος εξακολουθεί να καλύπτεται από τη νομοθεσία της χώρας της τελευταίας εργασίας του εφόσον δεν ασκεί καμία άλλη δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος.

Η Ισπανική Κυβέρνηση φρονεί ότι, κατά συνέπεια, το κριτήριο που χρησιμοποιούν ως βάση οι ολλανδικοί φορείς κοινωνικών ασφαλίσεων αντιβαίνει όχι μόνο προς τις αρχές του παραγώγου δικαίου, όπως ερμηνεύονται στη νομολογία του Δικαστηρίου, αλλά και προς τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, αφού, κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υποχρέωση καταβολής εισφορών που επιβάλλεται εν προκειμένω στον δικαιούχο συντάξεως συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη μετακίνηση των εργαζομένων στο έδαφος των κρατών μελών. Αν λοιπόν εφαρμοστεί το κριτήριο που λαμβάνουν ως βάση οι ολλανδικοί φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, όποιος κατοικεί στις Κάτω Χώρες και εργάστηκε σε άλλο κράτος μέλος βρίσκεται σε μειονεκτικότερη κατάσταση σε σχέση με αυτόν που κατοικεί και εργάστηκε αποκλειστικά στις Κάτω Χώρες, καθόσον υποχρεούται να καταβάλλει εισφορές σε δύο κράτη μέλη για να έχει τα ίδια κοινωνικά πλεονεκτήματα.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι όσοι διακόπτουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις επαγγελματικές δραστηριότητες τους ή παύουν οριστικά να αποτελούν μέλος του εργατικού δυναμικού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τίτλου II του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71. Οι διατάξεις αυτές στηρίζονται στην αρχή της lex loci laboris και προϋποθέτουν ότι πρόκειται για εν ενεργεία εργαζόμενο ο οποίος δεν εργάζεται στο κράτος καταγωγής του ή στο κράτος κατοικίας του αλλά σε άλλο κράτος μέλος.

Αναφερόμενη στην προαναφερθείσα απόφαση της 12ης Ιουνίου 1986, η Επιτροπή φρονεί ότι η ερμηνεία από το Δικαστήριο του άρθρου 13, παράγραφος 2, περίπτωση α, του εν λόγω κανονισμού, κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους της τελευταίας του εργασίας, δεν πρέπει να ισχύει παρά μόνο όταν πρόκειται για βραχείας διαρκείας διακοπή της εργασίας, για παράδειγμα λόγω ασθενείας. Η λύση αυτή εξηγείται από τη σχέση που υφίσταται μεταξύ παροχής λόγω ασθενείας και των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που αποτελούν προϋπόθεση για τη χορήγηση της, καθώς επίσης λόγω των προβλημάτων όσον αφορά την εφαρμοστέα νομοθεσία τα οποία τίθενται ιδίως για τον μεθοριακό εργαζόμενο αν, κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου ασθενείας, δεν καλύπτεται από τη νομοθεσία της χώρας όπου εργάζεται. Κατά την Επιτροπή, η λογική σχέση παύει να υφίσταται αν ο εργαζόμενος έχει πάψει οριστικά να ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητα του και έχει εγκαταλείψει τη χώρα όπου εργαζόταν.

Η Επιτροπή παρατηρεί εξάλλου ότι η εφαρμογή της νομολογίας Ten Holder στις περιπτώσεις ατόμων που είχαν εργαστεί στο παρελθόν έχει δυσμενείς συνέπειες για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Από τη σχετική νομολογία προκύπτει ότι ο μισθωτός εργαζόμενος εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία της χώρας εργασίας του. Αν όμως στη χώρα αυτή ισχύει ένα σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως για τους μισθωτούς εργαζομένους, δεν θα είναι πλέον ασφαλισμένος βάσει αυτού του συστήματος, διότι σύμφωνα με αυτό το είδος ασφαλίσεως ο ασφαλισμένος απαιτείται να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα. Το αποτέλεσμα αυτό δεν επέρχεται μόνον όταν η χώρα κατοικίας εφαρμόζει τέτοιου είδους σύστημα. Κατά την απόφαση Ten Holder, τούτο ισχύει επίσης όταν στη χώρα κατοικίας εφαρμόζεται σύστημα γενικής ασφαλίσεως. Κατά πάγια νομολογία, οι κανόνες του τίτλου II του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί άρσεως των συγκρούσεων αποκλείουν την εφαρμογή άλλης νομοθεσίας, οπότε κατά συνέπεια δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη εφαρμογή συστήματος γενικής ασφαλίσεως. Και σ' αυτή την περίπτωση ο εργαζόμενος, εν ενεργεία ή μη, δεν είναι ή δεν θα είναι ασφαλισμένος παρά μόνο αν λαμβάνει από τη χώρα εργασίας του παροχές που συνδέονται με την κάλυψη ορισμένων κινδύνων σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας αυτής. Εντούτοις, η εν λόγω κάλυψη μπορεί να μην είναι πλήρης.

Όσον αφορά τα αποτελέσματα της εφαρμογής αυτής της νομολογίας για τα κράτη μέλη, η Επιτροπή εφιστά την προσοχή του Δικαστηρίου στον κίνδυνο που υφίσταται να παρακινηθούν πολλά άτομα να επιδιώξουν να εργαστούν για σύντομο χρονικό διάστημα σε κράτος μέλος στο οποίο ισχύει ένα γενικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως για να εξακολουθήσουν να καλύπτονται από το σύστημα αυτό μετά την επιστροφή τους στη χώρα κατοικίας τους.

Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, ο καθορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας για όσους εργάστηκαν στο παρελθόν είναι ζήτημα εθνικού δικαίου, πράγμα το οποίο δεν αποκλείει κατ' ανάγκη το ενδεχόμενο αυτή η κατηγορία εργαζομένων να μπορεί να βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση όπως η υπό εξέταση. Υπό τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή σημειώνει ότι, αν και οι αξιούμενες από τον Noij εισφορές μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν σημαντικό μέρος του διαθεσίμου εισοδήματος του, η κατάσταση αυτή έχει επίσης ορισμένα πλεονεκτήματα. 'Ετσι, σε περίπτωση θανάτου, η χήρα του δικαιούται συντάξεως επιζώντος δυνάμει του Algemene Weduwen- en Wezenwet. Επιπλέον, o ασφαλισμένος, επικαλούμενος τον Algemene Arbeidsongeschiktheidswet, μπορεί να ζητήσει τη λήψη των μέτρων που προβλέπονται για τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως ή προς αποφυγή της ανικανότητας προς εργασία. Εξάλλου, για κάθε έτος κατά το οποίο είναι ασφαλισμένος δυνάμει του Algemene Ouderdomswet, o Noij αποκτά δικαίωμα επί του 2 ο/ο της πλήρους συντάξεως γήρατος. Ακόμη, μπορεί να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του προβλεπομένου από αυτόν τον τελευταίο νόμο μεταβατικού συστήματος, βάσει του οποίου τα προ της ενάρξεως της ισχύος του νόμου αυτού έτη ( προ του 1957 ), για τα οποία δεν ήταν τότε ασφαλισμένος, εξομοιώνονται προς έτη ασφαλίσεως.

Η Επιτροπή θεωρεί εντούτοις ότι o Noij δεν πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλλει εισφορές δυνάμει του Algemene Wet Bijzondere Ziektekosten. Δεδομένου ότι με τον νόμο αυτό δημιουργείται ένα σύστημα επί του οποίου έχει εφαρμογή το άρθρο 28α του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, από την απόφαση της 28ης Μαρτίου 1985, Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου (275/83, Συλλογή 1985, σ. 1097) μπορεί να συναχθεί ότι, όταν οι παροχές που χορηγούνται στη χώρα κατοικίας σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο βαρύνουν οργανισμό άλλου κράτους μέλους, μόνο ο οργανισμός αυτός δικαιούται να προβαίνει σε κρατήσεις, ενώ δεν είναι δυνατή η επιβολή εισφορών στη χώρα κατοικίας (άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71).

Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων παρατηρήσεων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στο ερώτημα Ι.α πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση, υπό την έννοια ότι οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71 δεν αντιτίθενται στην επιβολή υποχρεώσεως καταβολής εισφορών σε άτομα τα οποία λαμβάνουν σύνταξη γήρατος από κράτος μέλος λόγω των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που άσκησαν σ' αυτό το κράτος στο παρελθόν και τα οποία κατοικούν, χωρίς να εργάζονται, στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, όπου η ιδιότητα του ασφαλισμένου εξαρτάται από το αν ο ενδιαφερόμενος κατοικεί σ' αυτό το κράτος, εισφορών οι οποίες βαρύνουν το εισόδημα του σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου II του εν λόγω κανονισμού που αφορούν τους δικαιούχους συντάξεως ή προσόδου.

Η απάντηση στο ερώτημα Ι.β και στο ερώτημα 2 απορρέει από τον ίδιο τον κανόνα περί καθορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας, που θεσπίζεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, ο μισθωτός που ασκεί εκ νέου επαγγελματικές δραστηριότητες, επί μονίμου ή προσωρινής βάσεως, στο έδαφος του κράτους κατοικίας του, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, έστω και αν πρόκειται για δραστηριότητες δευτερεύουσας σημασίας.

J. C. Moitinho de Almeida

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 21ης Φεβρουαρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-140/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

G. C. Noij

και

Staatssecretaris van Financiën,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του τίτλου II του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1517/79 του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 167),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, J. C Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και M..Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, F. Grévisse και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον Egbert Frederik Jacobs, Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών,

η Κυβέρνηση του Βασιλείου της Ισπανίας, εκπροσωπούμενη από τον Javier Conde de Saro, Γενικό Γραμματέα της Υπηρεσίας Νομικού και Θεσμικού Συντονισμού επί κοινοτικών θεμάτων και από τη δικηγόρο Rosario Silva Lapuerta,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον René Barents, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον J. W. De Zwaan, της Ισπανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Μαΐου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουνίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 11ης Μαΐου 1988, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Μαΐου 1988, το Hoge Raad der Nederlanden υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 1517/79 του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 1979 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 167 ).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Noij και του Staatssecretaris van Financiën ( Υφυπουργού Οικονομικών ) και αφορούν τις εισφορές τις οποίες όφειλε να καταβάλει ο Noij στο γενικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στις Κάτω Χώρες για το έτος 1979.

3

Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι ο Noij, Ολλανδός υπήκοος, εγκαταστάθηκε στις Κάτω Χώρες αφού είχε προηγουμένως εργαστεί για είκοσι πέντε έτη ως εργάτης ορυχείων υπογείως στο Βέλγιο. Αν και λαμβάνει για τον λόγο αυτό σύνταξη γήρατος δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δικαιούται παράλληλα να λαμβάνει οικογενειακά επιδόματα και βελγικές παροχές ασθενείας, ο Noij υπήχθη, ως κάτοικος Κάτω Χωρών, στο ολλανδικό γενικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

4

Οι παροχές που χορηγούνται από τα δύο συστήματα είναι στην ουσία οι ίδιες, εκτός ορισμένων οι οποίες μπορούν να χορηγούνται στο πλαίσιο του ολλανδικού συστήματος προς βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας. Ανάλογες παροχές προβλέπονται από το βελγικό σύστημα, εξαρτώνται όμως από την κατοικία του ενδιαφερομένου στο έδαφος του κράτους αυτού.

5

Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, από τον Noij ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, η καταβολή των εισφορών που προβλέπονται από τον ολλανδικό νόμο περί καλύψεως εκτάκτων εξόδων ασθενείας ( Algemene Wet Bijzondere Ziektekosten ), παρά το γεγονός ότι το κόστος για τις παροχές ασθενείας που δικαιούται βαρύνει τον αντίστοιχο βελγικό φορέα μέχρις ότου συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του.

6

Θεωρώντας ότι η απαίτηση καταβολής των ανωτέρω εισφορών, που υπολογίζονται σε συνάρτηση με τη βελγική σύνταξη του και ανέρχονται στο 23 o/ο της συντάξεως αυτής, ήταν ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, καθώς και προς εκείνες του κανονισμού 1408/71, ο Noij προσέφυγε κατά της σχετικής αποφάσεως ενώπιον του Gerechtshof του Hertogenbosch. Μετά από την απόρριψη της προσφυγής αυτής με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εργαζόμενος υπό την έννοια του άρθρου 1 του εν λόγω κανονισμού, ο Noij άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden, το οποίο, θεωρώντας απαραίτητη την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, ανέστειλε τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει προδικαστική απόφαση επί των εξής ερωτημάτων:

« 1)

Απαγορεύεται βάσει των διατάξεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, που έχουν ως στόχο την υλοποίηση της ελεύθερης διακινήσεως των εργαζομένων εντός της Κοινότητας, ειδικότερα δε των διατάξεων περί καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου οι οποίες περιλαμβάνονται στον τίτλο II του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, ένα άτομο που κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους ( στο εξής: κράτος της κατοικίας ) και το οποίο, μετά την παύση της ασκήσεως έμμισθης επαγγελματικής δραστηριότητας στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, λαμβάνει, δυνάμει της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως αυτού του άλλου κράτους μέλους, σύνταξη γήρατος λόγω αυτής της δραστηριότητας να υποχρεώνεται, μεταξύ άλλων, με βάση αυτή τη σύνταξη γήρατος, να καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές ως υπαγόμενο, δυνάμει της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους κατοικίας του, σε υποχρεωτική ασφάλιση:

α)

αν μετά την παύση της ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους μέλους δεν εργάστηκε καθόλου στη συνέχεια·

β)

αν μετά την παύση αυτή εργάστηκε για λίγο διάστημα — ως μισθωτός ή ως αυτοτελώς απασχολούμενος — στο έδαφος του κράτους της κατοικίας του;

2)

Πρέπει να δοθεί διαφορετική απάντηση στο ερώτημα 1, αν η αναφερόμενη στο στοιχείο β εργασία στο κράτος κατοικίας συνιστά απλώς επαγγελματική δραστηριότητα δευτερεύουσας σημασίας; »

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσεται διεξοδικώς η ολλανδική νομοθετική ρύθμιση και οι κρίσιμες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

8

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος το εθνικό δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν, βάσει των κανόνων του κοινοτικού δικαίου και ιδίως των διατάξεων των τίτλων II και III του κανονισμού 1408/71, ένα άτομο το οποίο εργάστηκε ως μισθωτός στο έδαφος κράτους μέλους και λαμβάνει για τον λόγο αυτό σύνταξη γήρατος και το οποίο εγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος όπου δεν ασκεί καμία επαγγελματική δραστηριότητα απαγορεύεται να υπάγεται στη νομοθεσία αυτού του τελευταίου κράτους και να του επιβάλλεται η υποχρέωση λόγω της υπαγωγής του αυτής να καταβάλλει εισφορές υποχρεωτικής ασφαλίσεως, που υπολογίζονται σε συνάρτηση με τα εισοδήματα του, περιλαμβανομένης της ανωτέρω συντάξεως του.

9

Πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι καμία από τις διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 1408/71 δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη. Ο Noij δεν βρίσκεται σε καμία από τις καταστάσεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 13, παράγράφος 2, περιπτώσεις β, γ, δ και ε, και 14 έως 17. Όσον αφορά το άρθρο 13, παράγραφος 2, περίπτωση α, κατά το οποίο « ο εργαζόμενος που απασχολείται στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που τον απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους », το άρθρο αυτό αφορά μόνο τα άτομα που ασκούν μισθωτή δραστηριότητα.

10

Πράγματι, με αυτή την τελευταία διάταξη επιδιώκεται η επίλυση των συγκρούσεων μεταξύ των εφαρμοστέων νομοθεσιών, που μπορούν να συμβούν όταν κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου ο τόπος κατοικίας και ο τόπος εργασίας δεν βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος. Τέτοιες συγκρούσεις όμως δεν μπορούν πλέον να υπάρξουν όσον αφορά τους εργαζομένους που έχουν παύσει να ασκούν κάθε είδους επαγγελματική δραστηριότητα.

11

Στη συνέχεια, όσον αφορά τον τίτλο III του κανονισμού 1408/71, που περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για διάφορες κατηγορίες συντάξεων, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 33, όπως ίσχυε βάσει του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2864/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 227 ), το οποίο εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, απαγόρευε ήδη στους οργανισμούς των κρατών που χορηγούν συντάξεις να απαιτούν την καταβολή εισφορών για τη χορήγηση παροχών ασθενείας και μητρότητας, το κόστος των οποίων βαρύνει οργανισμό άλλου κράτους μέλους ( βλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 1985, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1985, σ. 1097, σκέψη 3 ).

12

Το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2332/89 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1989 ( ΕΕ L 224, σ. 1 ), που προσέθεσε μία δεύτερη παράγραφο, κατά την οποία το κράτος μέλος κατοικίας όπου ισχύει σύστημα γενικής ασφαλίσεως και δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου δεν θεμελιώνεται δικαίωμα συντάξεως δεν μπορεί να ζητεί από τον δικαιούχο της συντάξεως, λόγω του ότι κατοικεί στο έδαφος του κράτους αυτού, να καταβάλλει εισφορές για τη χορήγηση παροχών που βαρύνουν οργανισμό άλλου κράτους μέλους.

13

Αυτές οι διατάξεις εντάσσονται στο πλαίσιο του στόχου του κανονισμού 1408/71, ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ελευθερίας διακινήσεως των διακινουμένων εργαζομένων. Συναφώς, πολλές άλλες διατάξεις αποσκοπούν στην εξάλειψη των εμποδίων σ' αυτή τη θεμελιώδη ελευθερία, όπως εκείνα τα οποία προκύπτουν από τη μεταφορά της κατοικίας από ένα κράτος μέλος σε άλλο και την ταυτόχρονη εφαρμογή πολλών εθνικών νομοθεσιών. Θα ήταν όμως αντίθετο προς τον στόχο αυτό ένας εργαζόμενος να στερείται, χωρίς να συντρέχουν λόγοι γενικού συμφέροντος, από μέρος της συντάξεως που λαμβάνει βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους απλώς και μόνο διότι εγκαταστάθηκε σε άλλο κράτος μέλος.

14

Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι οι κανόνες που αναφέρονται στο προαναφερθέν άρθρο 33, περί των παροχών ασθενείας ή μητρότητας, αποτελούν έκφραση μιας γενικότερης αρχής, κατά την οποία ο δικαιούχος συντάξεως δεν μπορεί να υποχρεώνεται, λόγω του ότι κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους, να καταβάλλει εισφορές σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως για τη χορήγηση παροχών που βαρύνουν φορέα άλλου κράτους μέλους.

15

Επομένως, στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου και συγκεκριμένα οι διατάξεις των τίτλων II και III του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος, δεν απαγορεύουν την υπαγωγή του ατόμου το οποίο, αφού εργάστηκε ως μισθωτός στο έδαφος κράτους μέλους και λαμβάνει για την εργασία αυτή σύνταξη γήρατος, εγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος όπου δεν ασκεί καμιά δραστηριότητα, στη νομοθεσία του τελευταίου αυτού κράτους. Οι κανόνες όμως αυτοί δεν επιτρέπουν να υποχρεώνεται, στο κράτος αυτό, ο ενδιαφερόμενος να καταβάλλει, για τον λόγο ότι κατοικεί σ' αυτό το κράτος, εισφορές υποχρεωτικής ασφαλίσεως για την κάλυψη παροχών που βαρύνουν φορέα άλλου κράτους μέλους.

Eni του δευτέρου σκέλους του πρώτου ερωτήματος και επί του δευτέρου ερωτήματος

16

Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι, με τα ερωτήματα αυτά, το εθνικό δικαστήριο' ερωτά στην ουσία αν η απάντηση παραμένει η ίδια εάν, στην περίπτωση του πρώτου ερωτήματος και πριν από την περίοδο την οποία αφορούν οι εν λόγω εισφορές, ο ενδιαφερόμενος είχε ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, έστω και δευτερεύουσας σημασίας, είτε ως μισθωτός είτε ως αυτοτελώς απασχολούμενος, στο έδαφος του κράτους μέλους της κατοικίας του.

17

Επ' αυτού πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος έχει εργαστεί υπό τις περιστάσεις αυτές δεν είναι ικανό να μεταβάλει την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα. Για τους προεκτεθέντες λόγους, οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 1408/71 δεν τυγχάνουν εφαρμογής, σ' αυτή δε την περίπτωση δεν συντρέχει κανένας λόγος να αποκλειστεί η εφαρμογή της αρχής κατά την οποία ο δικαιούχος συντάξεως δεν μπορεί να υποχρεώνεται, λόγω του ότι κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους, να καταβάλλει εισφορές σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως για τη χορήγηση παροχών που βαρύνουν φορέα άλλου κράτους μέλους.

18

Επομένως, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος και το δεύτερο ερώτημα προσήκει η ίδια απάντηση όπως και στην περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο της καταστάσεως που περιγράφεται στο πρώτο ερώτημα και πριν από την περίοδο την οποία αφορούν οι εν λόγω εισφορές, ο ενδιαφερόμενος είχε ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, έστω και δευτερεύουσα, είτε ως μισθωτός είτε ως αυτοτελώς απασχολούμενος στο έδαφος του κράτους μέλους της κατοικίας του.

Επί των δικαστικών εξόδων

19

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις των Κάτω Χωρών και της Ισπανίας, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 11ης Μαΐου 1988 το Hoge Raad der Nederlanden, αποφαίνεται:

 

1)

Οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου και συγκεκριμένα οι διατάξεις των τίτλων II και III του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος, δεν απαγορεύουν την υπαγωγή του ατόμου το οποίο, αφού εργάστηκε ως μισθωτός στο έδαφος κράτους μέλους και λαμβάνει για την εργασία αυτή σύνταξη γήρατος, εγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος όπου δεν ασκεί καμιά δραστηριότητα, στη νομοθεσία του τελευταίου αυτού κράτους. Οι κανόνες όμως αυτοί δεν επιτρέπουν να υποχρεώνεται, στο κράτος αυτό, ο ενδιαφερόμενος να καταβάλλει, για τον λόγο ότι κατοικεί σ' αυτό το κράτος, εισφορές υποχρεωτικής ασφαλίσεως για την κάλυψη παροχών που βαρύνουν φορέα άλλου κράτους μέλους.

 

2)

Η ίδια απάντηση προσήκει και στην περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο της καταστάσεως που περιγράφεται στο πρώτο ερώτημα και πριν από την περίοδο την οποία αφορούν οι εν λόγω εισφορές, ο ενδιαφερόμενος είχε ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, έστω και δευτερεύουσα, είτε ως μισθωτός είτε ως αυτοτελώς απασχολούμενος στο έδαφος του κράτους μέλους της κατοικίας του.

 

Due

Moitinho de Almeida

Rodriguez Iglesias

Diez de Velasco

Κακούρης

Grévisse

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Φεβρουαρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top