EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61980CC0098

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner της 20ής Νοεμβρίου 1980.
Giuseppe Romano κατά Institut national d'assurance maladie-invalidité.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal du travail de Bruxelles - Βέλγιο.
Κοινωνική ασφάλιση - Εφαρμοστέα τιμή συναλλάγματος.
Υπόθεση 98/80.

European Court Reports 1981 -01241

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1980:267

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΎ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΑ JEAN-PIERRE WARNER

ΠΟΫ ΑΝΑΠΤΫΧΘΗΚΑΝ ΣΤΊΣ 20 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 1980 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

κύριοι δικαστές,

Ἡ υπόθεση αυτή φέρεται ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου μέ τή μορφή αιτήσεως περί εκδόσεως προδικαστικής ἀποφάσεως πού υπέβαλε τό Tribunal du travail τῶν Βρυξελλῶν.

Ό ενάγων κατά τή διαδικασία ἐνώπιον τοῦ Tribunal εἶναι ὁ Giuseppe Romano, ὁ όποιος είναι ιταλός πολίτης πού διαμένει στό Βέλγιο. Ό εναγόμενος εἶναι τό βελγικό Institut national d'assurance maladie-invalidité «INAMI».

Τό ζήτημα σ' αυτή τή δίκη είναι, κατ' ουσία, πῶς πρέπει νά κατανεμηθεί μεταξύ τῶν μερών μιά συναλλαγματική ἀπώλεια πού προκλήθηκε ἀπό τή μείωση τῆς ἀξίας της ιταλικῆς λιρέτας μεταξύ τοῦ χρόνου ὅπου ἡ ιταλική σύνταξη τήν ὁποία δικαιούται ὁ Romano έγινε ἀπαιτητή καί τοῦ χρόνου οπού πράγματι καταβλήθηκε.

Τά περιστατικά εἶναι τά έξῆς:

Ό Romano, ὁ όποιος γεννήθηκε στίς 20 Δεκεμβρίου 1910, ἐργάσθηκε διαδοχικά στην Ἰταλία καί στό Βέλγιο. Κατέστη ἀνίκανος γιά εργασία στίς 29 Αυγούστου 1969. Κατά συνέπεια ἀπέκτησε τό δικαίωμα, δυνάμει τοῦ βελγικού δικαίου μόνο, συντάξεως λόγω ἀναπηρίας ἀπό τίς 29 Αυγούστου 1970 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1975. Κατόπιν ἀπέκτησε στό Βέλγιο τό δικαίωμα συντάξεως λόγω γήρατος.

Ή βελγική σύνταξη λόγω ἀναπηρίας τοῦ Romano καταβλήθηκε σ' αυτόν πλήρως. Εἶναι κοινῶς γνωστό ὅτι μιά τέτοια καταβολή έγινε πάνω σέ προσωρινή βάση ἐνῶ εκκρεμούσε ἡ εκκαθάριση τῶν δικαιωμάτων του στην 'Ιταλία. Ό σύμβουλος τοῦ INAMI μᾶς είπε κατά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση ὅτι ὁ Romano είχε δικαίωμα γιά τέτοια προσωρινή καταβολή στό ἀκέραιο, δυνάμει τῆς παραγράφου 1 τοῦ ἄρθρου 45 τοῦ κανονισμοῦ 574/72 τοῦ Συμβουλίου, ἀλλα ὅτι, γιά τήν περίπτωση πού δέν ὑπήρχε αύτη ἡ διάταξη, θά εἶχε ούτως ἤ άλλως δικαίωμα ἐπ' αυτής δυνάμει τοῦ βελ-γικοῦ δικαίου.

Μέ ὅ,τι χαρακτηρίσθηκε ὡς ἀπόφαση, πού ἀπευθύνθηκε στό INAMI στίς 6 'Απριλίου 1976 καί συμπληρώθηκε τήν 1η 'Ιουλίου 1976, τό ἁρμόδιο ιταλικό ἵδρυμα κοινωνικής ἀσφαλίσεως, τό INPS, χορήγησε στόν Romano, σύμφωνα μέ τίς διατάξεις των κανονισμῶν 1408/71 καί 574/72 τοῦ Συμβουλίου, μία σύνταξη λόγω ἀναπηρίας ἀπό τήν 1η Σεπτεμβρίου 1970. Ὅμως, τό INPS δέν προέβη σέ καταβολή σχετική μέ τή σύνταξη αυτή, παρά μετά τήν πάροδο διαστήματος μεγαλύτερου ἀπό ἕνα 'έτος.

Στό μεταξύ, στίς 24 Σεπτεμβρίου 1976, τό INAMI ἀπηύθηνε στόν Romano μία επιστολή μέ τήν ὁποία τόν πληροφόρησε γιά τήν ἀπόφαση τοῦ INPS καί τοῦ εἶπε ὅτι, δυνάμει τῆς παραγράφου 2 τοῦ ἄρθρου 70 τοῦ βελγικοῦ νόμου τῆς 9ης Αὐγούστου 1963 περί ἀσφαλίσεως κατά τῆς ἀσθένειαςκαί ἀναπηρίας, ἡ βελγική του σύνταξη πρέπει νά μειωθεί κατά τό ποσό τῆς ιταλικής του συντάξεως. Συνέχισε δέ ὅτι:

«Πάντως, δεδομένου ὅτι περιμένοντας τήν ἀλλοδαπή ἀπόφαση, ὁ βελγικός ἀσφαλιστικός ὀργανισμός σᾶς κατέβαλε πλήρως τίς ημερήσιες προσωρινές ἀποζημιώσεις (sic), υπολογίσαμε ὅτι τό ποσό πού σᾶς καταβλήθηκε ήταν υπερβολικό (βλ. παράρτημα) καί ζητήσαμε ἀπό τό ἀλλοδαπό ἵδρυμα νά καταβάλει γιά λογαριασμό μας τά καθυστερούμενα ποσά τῆς ὀφειλόμενης παροχής του μέχρι 31. 12. 1975.

Στην περίπτωση πού ἡ καταβολή, ἡ ὁποία έγινε γιά λογαριασμό μας, δέ θά κάλυπτε ἀκριβώς τό ποσό τῶν ἀποζημιώσεων πού χορηγήθηκαν προσωρινά, θά επιφορτίσουμε τόν ἀσφαλιστικό σας ὀργανισμό νά προβεῖ, σέ συμφωνία μέ σᾶς, στην επιστροφή τῆς διαφορᾶς ἐάν, ἀντίθετα, υπάρξει υπόλοιπο σέ πίστωση σας, αυτό θά σᾶς καταβληθεί μέ φροντίδα μας.»

Εἶναι κοινώς γνωστό ὅτι τά ποσά πού εμφαίνονται στό παράρτημα αὐτής τῆς επιστολής ὡς «πέραν τοῦ δέοντος καταβληθέντα» καί τά όποια ἀνέρχονται σέ 107848 FB, υπολογίστηκαν μέ βάση τήν τιμή συναλλάγματος μεταξύ τῆς λιρέτας καί τοῦ βελγικοῦ φράγκου κατά τήν 1η 'Ιανουαρίου 1975, δηλαδή 0,05784 FB ἡ λιρέτα.

Ή παράγραφος 2 τοῦ ἄρθρου 70 τοῦ βελγικοῦ νόμου τῆς 9ης Αυγούστου 1963 πού επικαλέσθηκε τό INAMI έχει, ὁπως τροποποιήθηκε τό 1971, ὡς έξης:

Οἱ παροχές πού προβλέπονται στόν παρόντα νόμο δέ χορηγούνται, παρά μόνο μέ τους όρους πού καθορίζονται ἀπό τό βασιλέα, όταν ἡ ζημία γιά τήν ὁποία γίνεται επίκληση στίς παροχές καλύπτεται ἀπό τό κοινό δίκαιο ἡ ἀπό άλλη νομοθεσία. Σ' αὐτές τίς περιπτώσεις, οἱ ασφαλιστικές παροχές δέ χορηγοῦνται σωρευτικῶς μέ τήν ἀποκατάσταση τῆς ζημίας πού προβλέπεται ἀπό τήν άλλη νομοθεσία. καταλογίζονται εις βάρος τῆς ἀσφαλίσεως κατά τό μέτρο κατά τό όποιο ἡ ζημία πού καλύπτεται ἀπ' αυτή τή νομοθεσία δέν ἀποκαθίσταται στην πραγματικότητα. Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις ὁ δικαιοῦχος οφείλει νά λάβει ποσά τουλάχιστο ισοδύναμα πρός τό ὕψος τῶν παροχών τῆς ἀσφαλίσεως.

Ό ἀσφαλιστικός ὀργανισμός υποκαθίσταται αυτοδικαίως στά δικαιώματα τοῦ δικαιούχου.

Εἶναι κοινός τόπος, ἀπό ὅ, τι καταλαβαίνω, ὅτι ἡ έκφραση «μία άλλη νομοθεσία» εἶναι πρόσφορη νά καλύψει καί τίς δύο, άλλη βελγική νομοθεσία καί κάθε ἀλλοδαπή νομοθεσία.

Ό συλλογισμός τοῦ INAMI, μέ τόν όποιο δικαιολογεί ἡ επιχειρεῖ νά δικαιολογήσει τήν επιλογή τῆς τιμής συναλλάγματος μεταξύ λιρέτας καί βελγικού φράγκου τήν 1η 'Ιανουαρίου 1975 εἶναι, ὅπως φαίνεται, ὁ ἀκόλουθος. Ό Romano εἶχε δικαίωμα ἐπί τῆς βελγικής του συντάξεως λόγω ἀναπηρίας δυνάμει μόνο τοῦ βελγικοῦ δικαίου. Ή δεύτερη πρόταση τῆς παραγράφου 2 τοῦ άρθρου 12 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 ήταν κατά συνέπεια ἀνεφάρμοστη. Ἕπεται, σύμφωνα μέ τά dicta τοῦ Δικαστηρίου στην υπόθεση 22/77, τήν πρώτη υπόθεση Mura [1977] 2 ECR 1699 (παράγραφος 14 τῆς ἀποφάσεως) καί στην υπόθεση 37/77, τήν ὑπόθεση Greco [1977] 2 ECR 1711 (παράγραφος 10 τῆς ἀποφάσεως), ὅτι ἡ πρώτη πρόταση τῆς παραγράφου 2 τοῦ ἄρθρου 12 πρέπει νά εφαρμοστεί σέ συνδυασμό μέ τήν παράγραφο 2 τοῦ ἄρθρου 70 τοῦ βελγικοῦ νόμου. Αυτός επιβάλλει τήν εφαρμογή τοῦ άρθρου 107 τοῦ κανονισμοῦ 574/72, περί μετατροπής τιμών συναλλάγματος, ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τόν κανονισμό 2639/74 τοῦ Συμβουλίου. Αυτός μέ τή σειρά του επιβάλλει τήν εφαρμογή τῆς ἀποφάσεως 101 τῆς Διοικητικής Ἐπιτροπῆς ἐπί τῆς κοινωνικής ἀσφαλίσεως διακινούμενων εργαζομένων (JO C 44/3 τῆς 26. 2. 1976) στην παράγραφο 5 τῆς ὁποίας:

«Γιά συντάξεις γιά τίς ὁποίες ἀποκτήθηκε δικαίωμα πρίν ἀπό τήν 1η 'Ιανουαρίου 1975 καί οἱ όποιες δέν καταβλήθηκαν μέχρι τήν ήμερα ενάρξεως τῆς ισχύος τῆς ἀποφάσεως αυτής [δηλ. 1η Μαρτίου 1976] ἡ τιμή μετατροπής πού πρέπει νά ληφθεί υπόψη εἶναι εκείνη πού ισχύει τήν 1η 'Ιανουαρίου 1975 ...»

Στίς 7 'Οκτωβρίου 1976 ὁ Romano άσκησε προσφυγή ενώπιον τοῦ Tribunal du travail τῶν Βρυξελλών κατά τῆς ἀποφάσεως τοῦ INAMI πού περιλαμβανόταν στην επιστολή της τῆς 24ης Σεπτεμβρίου 1976. Παραδέχτηκε ὅτι τό ποσό τῆς ιταλικῆς του συντάξεως θά έπρεπε νά ἀφαιρεθεί ἀπό τή βελγική σύνταξη, ἀλλά ἀντιτάχθηκε στην τιμή συναλλάγματος πού υιοθέτησε τό INAMI. Ὑποστήριξε, λίγο πολύ, ὅτι τό INAMI έπρεπε νά ἀπαιτήσει τό ποσό τό όποιο θά έπρεπε νά τῆς καταβληθεί ἀπό τό INPS.

Στίς 29 'Ιουλίου 1977, ἐνῶ εκκρεμούσε ή προσφυγή, τό INPS κατέβαλε στό INAMI τά καθυστερούμενα ποσά τῆς ιταλικής συντάξεως τοῦ Romano μέχρι τῆς 30ής 'Ιουνίου 1977 — ἄν καί, ὅπως θυμάστε, κύριοι δικαστές, ἡ βελγική σύνταξη λόγω αναπηρίας, ἡ ὁποία ἀφορούσε τό INAMI, έπαυσε στίς 31 Δεκεμβρίου 1975. Μᾶς είπαν ὅτι αυτή ἡ καταβολή έγινε ἀπό τό INPS βάσει τοῦ ἄρθρου 111 καί τό παράρτημα 6 τοῦ κανονισμοῦ 574/72. Πάντως, τό συνολικό ποσό της, μετατρεπόμενο σέ βελγικά φράγκα μέ τήν τιμή συναλλάγματος τῆς ημέρας καταβολής, δηλαδή 0,040355 FB ἡ λιρέτα, έφθασε τά 125491 FB. Ἦταν 17643 FB περισσότερο ἀπό τό ποσό πού ἀπαίτησε τό INAMI κι έτσι τό INAMI πλήρωσε τό επιπλέον στόν Romano. 'Αλλά 17643 FB ἦταν λιγότερο ἀπό τό τμήμα τῆς ὁλικής καταβολής τῶν 125491 FB πού ἀποτελούσε τήν ιταλική σύνταξη τοῦ Romano γιά τήν περίοδο ἀπό 1ης 'Ιανουαρίου 1976 μέχρι 30 'Ιουνίου 1977. Ἔτσι τό πραγματικό ἀποτέλεσμα τῆς ενέργειας τοῦ INAMI ήταν νά στερήσει τόν Romano ἀπό ένα μέρος ἀπό τήν ιταλική του σύνταξη γιά τήν περίοδο αυτή.

Γιά τό λόγο αυτό, ὁ Romano διατύπωσε ἐκ νέου τό αἴτημά του στή δίκη ενώπιον τοῦ Tribunal ὡς ἀπαίτηση, ουσιαστικά, γιά καταβολή πρός αυτόν ἐκ μέρους τοῦ INAMI τοῦ ἀντίστοιχου ποσοῦ βελγικῶν φράγκων έχοντας ὡς βάση την τιμή συναλλάγματος τῆς 29ης 'Ιουλίου 1977, γιά ὅ,τι τοῦ ὀφειλόταν ἀπό τό INPS κατά τήν περίοδο ἀπό 1ης 'Ιανουαρίου 1976 μέχρι 30 'Ιουνίου 1977, έκτός ἀπό 17643 FB πού εἶχε ἤδη λάβει.

'Ενώπιον τοῦ Tribunal υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων υπέρ τοῦ Romano ὅτι ἡ ἀπόφαση 101 τῆς Διοικητικής Ἐπιτροπῆς ήταν ασυμβίβαστη πρός τό άρθρο 7 τοῦ κανο-νισμοῦ 574/72. Αυτό εἶναι ένα μακροσκελές καί περίπλοκο άρθρο πού άφορᾶ τήν εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 12 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71. Όπως θά θυμᾶστε, κύριοι δικαστές, ἀπό προηγούμενες υποθέσεις, ἀναφέρεται ειδικά, στην παράγραφο 1 α, στην κατάσταση πού προκύπτει ὅταν διατάξεις οἱ όποιες περιέχονται σέ νόμους διάφορων Κρατῶν μελών καί ἀπαγορεύουν τήν πολλαπλή ἀσφάλιση, εφαρμόζονται σωρευτικά.

"Ετσι έχουν τά περιστατικά γιά τά όποια τό Tribunal παρέπεμψε στό Δικαστήριο τό ερώτημα, κατά πόσο ἡ ἀπόφαση 101 εἶναι νόμιμη καί, σέ καταφατική περίπτωση, πώς πρέπει νά ερμηνευθεί «έχοντας υπόψη τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ κανονισμοῦ 574/2 ΕΟΚ, ὁ όποιος», λέγει τό Tribunal, «προβλέπει πράγματι ὅτι ποσά πού εισπράχθηκαν δέ θά πρέπει νά υπερβαίνουν τό σύνολο τῶν ποσών πού πράγματι λήφθηκαν βάσει άλλης νομοθεσίας».

Καί τό INAMI καί ἡ 'Επιτροπή υποστήριξαν ενώπιον μας ὅτι τό άρθρο 7 τοῦ κανονισμοῦ 574/72 δέν ήταν σχετικό μ' αυτό τό θέμα. Προτείνω νά ἀναβάλλω τό σχολιασμό πάνω σ᾽ αυτό γιά ἀργότερα. (Μέ τόν ὅρο «ή 'Επιτροπή» εννοώ φυσικά τήν 'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην ὁποία θά ἀναφερθώ, ὅπως συνήθως, ὡς ἡ «Ἐπιτροπή» ἁπλώς, καί έτσι θά τή διακρίνω ἀπό «τή Διοικητική 'Επιτροπή» πού θέσπισε τήν ἀπόφαση 101).

Ἡ 'Επιτροπή έθεσε τό ζήτημα κατά πόσο κάθε διάταξη τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου θά μποροῦσε νά εἶναι σχετική μέ τήν υπόθεση αυτή. 'Επέστησε τήν προσοχή στό γεγονός ὅτι ἡ ἀπαίτηση τοῦ INAMI βασίζεται στό βελγικό δίκαιο (παράγραφος 2 τοῦ άρθρου 70 τοῦ νόμου τῆς 9ης Αυγούστου 1963) καί πρότεινε ὁ ποσοτικός προσδιορισμός αὐτής τῆς ἀπαιτήσεως νά θεωρηθεί ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ ὡς θέμα πού καθορίζεται ἐπίσης ἀπό τό βελγικό δίκαιο.

'Εν μέρει, τό ζήτημα κατά πόσο εἶναι έτσι ή ὄχι εξαρτάται ἀκριβώς ἀπό τό τί ἐννοοῦσε τό Δικαστήριο αυτό μέ τίς ἀποφάσεις του στίς υποθέσεις Mura καί Greco στίς ὁποῖες ἀναφέρθηκα. "Εχει γίνει ἀπολύτως δεκτό, σέ σχέση μέ ὅλα τά περιστατικά, ὅσον άφορα τήν παράγραφο 2 τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ κανονισμοῦ 3, πρόδρομο τῆς παραγράφου 2 τοῦ ἄρθρου 12 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 ὅτι ή πρώτη πρόταση αυτής τῆς διατάξεως μπορεί μόνο νά γίνει ἀντικείμενο επικλήσεως έναντι προσώπου πού ἀπαιτεῖ παροχή δυνάμει τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου καί ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνει ἀντικείμενο επικλήσεως έναντι κάποιου πού ἀπαιτεί παροχή δυνάμει μόνο τοῦ ἐσωτερικοῦ δικαίου (βλ. υπόθεση 34/69, υπόθεση Duffy [1969] ECR 597 καί υπόθεση 83/77, υπόθεση Naselli [1978] ECR 683). Τό Δικαστήριο δέν μπορεῖ νά ἐννοοῦσε, στίς υποθέσεις Mura καί Greco, ὅτι ἡ κατάσταση ήταν διαφορετική μέ τήν παράγραφο 2 τοῦ ἄρθρου 12 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71, διότι δέν υπάρχει κατ' ἀρχήν κανένας λόγος γιά τόν ὁποῖο νά είναι διαφορετική. Στίς προτάσεις πού ἀνέπτυξα στην υπόθεση Naselli, επιχείρησα μιά εξήγηση αυτών τῶν dicta (βλ. σ. 695 καί 704 τῆς Συλλογής). Μοῦ φάνηκε πώς πρέπει νά σημαίνουν, σέ μιά υπόθεση ὅπως αύτη, ὅτι τό πρωταρχικό ἀποτέλεσμα τῆς εφαρμογής τῆς πρώτης προτάσεως τῆς παραγράφου 2 τοῦ ἄρθρου 11 ήταν ἁπλώς δυνητικό: τό κοινοτικό δίκαιο δέν ἀπαγορεύει, σέ παρόμοια περίπτωση, τήν εφαρμογή τῆς διατάξεως τοῦ ἐσωτερικοῦ δικαίου πού ἀπαγορεύει τήν πολλαπλή ἀσφάλιση. Ἀλλά διαπίστωσα καί ένα δευτερεῦον ἀποτέλεσμα: στήν περίπτωση πού θά υπήρχαν ἀντιτιθέμενες διατάξεις εσωτερικοῦ δικαίου κατά τῆς πολλαπλῆς ἀσφαλίσεως, ἡ εφαρμογή τῆς πρώτης φράσεως τῆς παραγράφου 2 τοῦ ἄρθρου 11 κατ᾽ αυτό τόν τρόπο θά έθετε σέ εφαρμογή καί τήν παράγραφο 1 τοῦ ἄρθρου 9 τοῦ κανονισμοῦ 4 πού ἀντιστοιχεῖ στό εδάφιο α τῆς παραγράφου 1 τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ κανονισμοῦ 574/72. Κανένας βέβαια δέν εξέτασε, στην υπόθεση Naselli, ἄν περαιτέρω δευτερεῦον ἀποτέλεσμα θά μπορούσε νά εἶναι ἡ εφαρμογή των διατάξεων τοῦ κανονισμοῦ 4 πού ἀντι-στοιχοῦν στό άρθρο 107 τοῦ κανονισμοῦ 574/72. Θά ήμουν πρόθυμος νά σκεφθώ ὅτι, ἄν 0ά ήταν ἀπαραίτητο νά δοθεί ἀπάντηση σ᾽ αυτό τό ερώτημα, αυτή θά έπρεπε νά βρεθεί μέ τήν εφαρμογή μιας γνωστής βασικής ἀρχής: δεδομένου ὅτι ἐδῶ εξετάζουμε μιά παροχή πού ὀφείλεται μόνο κατά τό εθνικό δίκαιο, τό κοινοτικό δίκαιο δέν μπορεί νά έχει ὡς ἀποτέλεσμα τή μείωση της.

Γιά νά περιπλέξει τά πράγματα ἀκόμα περισσότερο, τό INAMI μᾶς εἶπε ὅτι κατά τό χρόνο πού ἡ βελγική σύνταξη λόγω ἀναπηρίας τοῦ Romano ήταν καταβλητέα, δέν ίσχυε βελγική νομοθεσία ὡς πρός τίς τιμές μετατροπής. Τέτοια νομοθεσία εἰσάχθηκε γιά πρώτη φορά μέ ένα βασιλικό διάταγμα τῆς 2ας 'Ιουνίου 1976, πού τέθηκε σέ ισχύ τήν 1η 'Ιουλίου 1976. Συνεπώς, υποστήριξε, ὅπως τό ἀντιλήφθηκα, τό INAMI, ἀκόμα καί ἄν τό κοινοτικό δίκαιο δέν ήταν ἀπευθείας εφαρμοστέο, θά έπρεπε νά εφαρμοσθεί κατ᾽ ἀναλογία γιά νά καλύψει τό κενό τοῦ βελγικοῦ δικαίου. Τό ἄν ἀποτελεί μέρος τῆς λειτουργίας αὐτοῦ τοῦ Δικαστηρίου δυνάμει τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης νά βοηθεῖ στην πλήρωση κενών τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου εἶναι ένα θέμα πού δέ συζητήθηκε.

Δέν εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο, κατά τή γνώμη μου, νά δοθεί ἀπάντηση σέ αυτά τά ερωτήματα, γι' αυτό τό λόγο. Ἄν τά δικαιώματα τοῦ Romano κατά τό βελγικό δίκαιο είναι λιγότερα ἀπό τά δικαιώματά του κατά τό άρθρο 46 τοῦ κανονισμοῦ 1408/71 καί των επιβοηθητικῶν διατάξεών του, τό τελευταῖο ἀντιπροσωπεύει τό ελάχιστο τῶν δικαιωμάτων του. Αυτό εἶναι σαφές ἀπό τή νομολογία αὐτοῦ τοῦ Δικαστηρίου πού περιλαμβάνει τήν ἀπόφαση 98/77, υπόθεση Schaap [1978] ECR 707, τήν ἀπόφαση 105/77, υπόθεση Boerboom-Kersjes, ibid. σ. 717 καί τήν ἀπόφαση 236/78, δεύτερη ὑπόθεση Mura [1979] ECR 1819. Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, νά εξετάσει τό Tribunal ποιά εἶναι τά δικαιώματα τοῦ Romano δυνάμει τοῦ ἄρθρου 46. Ὅπως μας τονίσθηκε γιά λογαριασμό τοῦ INAMI στην ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση, τό άρθρο 107 τοῦ κανονισμοῦ 574/72, ὅπως τροποποιήθηκε, εφαρμόζεται ρητά σέ σχέση μέ τήν παράγραφο 3 τοῦ ἄρθρου 46 κατά τόν Ιδιο ἀκριβῶς τρόπο πού ρητά πρέπει νά εφαρμόζεται στην παράγραφο 2 τοῦ ἄρθρου 12. "Επεται λοιπόν, ὅτι τό ερώτημα πού υποβλήθηκε στό Δικαστήριο ἀπό τό Tribunal εἶναι σχετικό τουλάχιστον ὑπ' αύτη τήν έννοια.

'Επανέρχομαι, λοιπόν, σ' αυτό τό ερώτημα.

Αυτό εγείρει in limine ένα θέμα συνταγματικής φύσεως, δηλαδή ἄν συμβιβαζόταν μέ τή συνθήκη, νά μεταβιβάσει τό Συμβούλιο νομοθετικές εξουσίες στή Διοικητική 'Επιτροπή. Τό θέμα αυτό προκύπτει γιατί μέ τή θέσπιση τῆς ἀποφάσεως 101, ἡ Διοικητική 'Επιτροπή ενήργησε ἡ σκόπευε νά ενεργήσει κατά τήν παράγραφο 4 τοῦ άρθρου 107 τοῦ κανονισμού 574/72, ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τόν κανονισμό 2639/74, τό όποιο ἀναφέρει:

«Ή ημερομηνία πού θά ληφθεῖ υπόψη γιά τόν προσδιορισμό τῶν συντελεστῶν μετατροπής πού θά ἐφαρμοστοῦν ... θά καθοριστεῖ ἀπό τή Διοικητική Ἐπιτροπή μέ πρόταση τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐλέγχου.»

Ἡ Διοικητική 'Επιτροπή δέν εἶναι βέβαια δημιούργημα τῆς συνθήκης. Εἶναι δημιούργημα τοῦ ἄρθρου 80 τοῦ κανονισμού 1408/71 τό όποιο προβλέπει ὅτι θά «ἀποτελείται ἀπό κυβερνητικούς εκπροσώπους ἀπό κάθε Κράτος μέλος, πού θά βοηθούνται, ἐάν εἶναι ἀνάγκη ἀπό ειδικούς συμβούλους», ὅτι «ἕνας ἀντιπρόσωπος της Ἐπιτροπής» θά παρίσταται στίς συνεδριάσεις τῆς «μέ συμβουλευτική ἁρμοδιότητα» καί ὅτι οἱ υπηρεσίες τῆς γραμματείας της θά τῆς χορηγηθούν ἀπό την 'Επιτροπή. Τό άρθρο 81 ὁρίζει τά καθήκοντά τῆς μέ τους ἀκόλουθους ορους:

«α)

χειρίζεται ὅλα τά διοικητικά θέματα ή τά θέματα ερμηνείας πού ἀπορρέουν ἀπό τόν παρόντα κανονισμό, ἀπό μεταγενέστερους κανονισμούς ἡ ἀπό ὁποιαδήποτε συμφωνία ἡ ρύθμιση στό πλαίσιο τῶν κανονισμῶν αυτών, μέ την επιφύλαξη τοῦ δικαιώματος τῶν ενδιαφερόμενων άρχων, φορέων καί προσώπων νά προσφεύγουν στά δικαστήρια καί σέ διαδικασίες πού προβλέπονται ἀπό τίς νομοθεσίες των Κρατών μελών , ἀπό τόν παρόντα κανονισμό καί ἀπό τή συνθήκη

β)

μέριμνα, κατόπιν αιτήσεως τῶν ἁρμόδιων άρχων, φορέων καί δικαστικών άρχων τῶν Κρατών μελῶν, γιά ὅλες τίς μεταφράσεις τῶν έγγράφων πού ἀφοροῦν τήν εφαρμογή τοῦ παρόντος κανονισμού καί κυρίως γιά τίς μεταφράσεις τῶν αιτήσεων προσώπων πού δικαιούνται τά πλεονεκτήματα πού ἀπορρέουν ἀπό τόν παρόντα κανονισμό

γ)

προάγει καί ἀναπτύσσει τή συνεργασία μεταξύ τῶν Κρατών μελών ἐπί θεμάτων κοινωνικής ἀσφαλίσεως κυρίως ὅσον άφορᾶ υγειονομικά καί κοινωνικά μέτρα κοινοῦ ενδιαφέροντος

δ)

προάγει καί ἀναπτύσσει τή συνεργασία μεταξύ τῶν Κρατών μελών γιά τήν επίσπευση τῆς εκκαθαρίσεως τῶν παροχών κατά τόν παρόντα κανονισμό καί κυρίως αυτών πού ὀφείλονται λόγω ἀναπηρίας, γήρατος καί θανάτου (συντάξεις), ἀφοῦ ληφθεί υπόψη ἡ εξέλιξη τῆς τεχνικής τῶν διοικητικών διαδικασιών.

ε)

συγκεντρώνει τά στοιχεία πού πρέπει νά λαμβάνονται υπόψη γιά τήν κατάρτιση τῶν λογαριασμών πού ἀφορούν τά βάρη τῶν φορέων τῶν Κρατών μελών βάσει τῶν διατάξεων τοῦ παρόντος κανονισμού καί ἐγκρίνει τους ετήσιους λογαριασμούς μεταξύ τῶν φορέων αυτών

στ)

ἀσκεῖ άλλα καθήκοντα, γιά τά όποια εἶναι ἁρμόδια δυνάμει τῶν διατάξεων τοῦ παρόντος κανονισμού, μεταγενέστερων κανονισμών ἡ άλλων συμφωνιών ἡ ρυθμίσεων στό πλαίσιο τῶν κανονισμών αυτών

ζ)

υποβάλλει προτάσεις στην 'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γιά τήν επεξεργασία νεώτερων κανονισμών, καθώς καί γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ παρόντος καί τῶν μεταγενέστερων κανονισμών.»

Πιθανώς οἱ εξουσίες πού μεταβιβάσθηκαν ἀπό τό Συμβούλιο στή Διοικητική 'Επιτροπή ἀπό τήν παράγραφο 4 τοῦ άρθρου 107 τοῦ κανονισμοῦ 574/72, ὁπως τροποποιήθηκε, προβλεπόταν νά μεταβιβαστούν ἀπό τήν παράγραφο στ. Δέν ἕπεται ὅμως ὅτι ἡ μεταβίβαση τους, σέ κάθε περίπτωση σάν νομοθετικές ἐξουσίες, ήταν έγκυρη.

Τό Συμβούλιο μπορεί, μέ τήν τελευταία παράγραφο τοῦ ἄρθρου 155 τῆς συνθήκης, νά μεταβιβάζει νομοθετικές εξουσίες στην 'Επιτροπή, τίποτε ὅμως δέν υπάρχει στή συνθήκη πού νά δείχνει ὅτι τό Συμβούλιο μπορεί νά παραχωρεί νομοθετική εξουσία σ' ἕνα όργανο ὅπως ἡ Διοικητική 'Επιτροπή. 'Επιπλέον τό άρθρο 173 τῆς συνθήκης δίνει δικαιοδοσία σ' αυτό τό Δικαστήριο νά ελέγχει τή νομιμότητα των πράξεων τοῦ Συμβουλίου καί τῆς Ἐπιτροπής, ἐνῶ τό άρθρο 177 δίδει σ' αυτό δικαιοδοσία νά ἀποφαίνεται γιά την ἐγκυρότητα καί ερμηνεία τῶν πράξεων των ὀργάνων τῆς Κοινότητας. Ή Διοικητική Ἐπιτροπή δέν εἶναι όργανο τῆς Κοινότητας όπως ὁρίζεται ἀπό τή συνθήκη (άρθρο 4 καί πέμπτο μέρος). Ἔτσι θά μπορούσε νά θεωρηθεί ὅτι αυτό τό Δικαστήριο δέν έχει δικαιοδοσία νά ἀποφανθεί, παρά μόνο έμμεσα, γιά τή νομιμότητα μιᾶς πράξεως τῆς Διοικητικής Ἐπιτροπῆς — καί στην πραγματικότητα, λοιπόν, δέν έχει δικαιοδοσία νά ἀπαντήσει άμεσα στό ερώτημα πού τοῦ υποβλήθηκε ἀπό τό Tribunal στην παρούσα υπόθεση. Ή ιδέα ὅτι μπορεί νά δημιουργηθεί ένα διοικητικό όργανο τῆς Κοινότητας μέ εξουσία νά λαμβάνει δεσμευτικές ἀποφάσεις, άλλα οἱ ἀποφάσεις τοῦ ὁποίου, καθαυτές δέ θά υπόκεινται στον έλεγχο τοῦ Δικαστηρίου μοῦ φαίνεται ἀσυμβίβαστη μέ τό σύστημα τῆς συνθήκης. Οὔτε μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ έννοια ενός διοικητικοῦ ὀργάνου πού οἱ ἀποφάσεις του δέν υπόκεινται σέ δικαστικό έλεγχο συμβιβάζεται μέ τίς συνταγματικές ἀρχές πού γίνονται δεκτές σέ ὅλα τά Κράτη μέλη καί, νομίζω, σέ κάθε άλλη πολιτισμένη χώρα.

Θά υποστήριζα κατά συνέπεια, καί χωρίς τή βοήθεια κανενός νομολογιακού προηγούμενου, ὅτι τό Συμβούλιο ήταν ἀνίκανο νά μεταβιβάσει νομοθετική εξουσία στή Διοικητική 'Επιτροπή. Τό θέμα, ὅμως, δέν εἶναι άμοιρο νομολογιακών προηγουμένων.

Στην ἀπόφαση 19/67, υπόθεση Van der Vecht [1967] ECR 345 (Συλλογή 1967, σ. 445) αυτό τό Δικαστήριο εἶχε νά ἐξετάσει μιά ἀπόφαση τοῦ, σέ αυστηρή νομική έννοια, προδρόμου τῆς Διοικητικής 'Επιτροπής, συγκεκριμένα τοῦ ἀντίστοιχου ὀργάνου πού Ιδρύθηκε ἀπό τόν κανονισμό 3. Ὑπό κρίση σ' αυτή τήν υπόθεση ήταν μόνο μιά ερμηνευτική ἀπόφαση αὐτοῦ τοῦ ὀργάνου πού θεσπίσθηκε σύμφωνα μέ τήν παράγραφο α τοῦ ἄρθρου 43 τοῦ κανονισμοῦ 3, ἡ ὁποία ήταν ἡ διάταξη εκείνου τοῦ κανονισμού πού ἀνταποκρίνεται στό άρθρο 81, παράγραφος α τοῦ κανονισμού 1408/71. Τό Δικαστήριο δέν εἶχε δυσκολία νά δεχθεί ὅτι αυτή ἡ διάταξη εἶχε συνέπειες σύμφωνες μέ τό περιεχόμενό της, δηλ. ὅτι μια τέτοια απόφαση δέν μποροῦσε να προδικάσει «τό δικαίωμα τῶν ενδιαφερόμενων άρχῶν, ὀργάνων καί προσώπων να προσφεύγουν στίς διαδικασίες καί στά δικαστήρια πού προβλέπονται ἀπό τίς νομοθεσίες των Κρατών μελών, ἀπό αυτό τόν κανονισμό ή ἀπό τή συνθήκη». Τό Δικαστήριο πάντως πρόσθετε ὅτι κάθε άλλη ἐρμηνεία τῆς παραγράφου α τοῦ ἄρθρου 43 θά ήταν ἀσυμβίβαστη μέ τή συνθήκη, καί ιδιαίτερα μέ τό άρθρο τῆς 177, «τό όποιο», τόνισε τό Δικαστήριο, «καθιερώνει μιά διαδικασία γιά νά διασφαλίζει ενιαία δικαστική ερμηνεία τῶν κανόνων τοῦ κοινοτικού δικαίου». Θά ήταν ἀσυνεπές μέ αυτή τήν ἀπόφαση νά γίνει δεκτό ὅτι θά μπορούσε νά δοθεί εξουσία στή Διοικητική 'Επιτροπή νά θεσπίζει κανόνες κοινοτικού δικαίου.

Σχετικές εἶναι επίσης οἱ ἀποφάσεις 25/70 υπόθεση Köster [1970] 2 ECR 1161 καί 30/70 υπόθεση Scheer, ibid. σ. 1197. Σ' αυτές, τό Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο «ή διαδικασία τῆς Διευθύνουσας 'Επιτροπής» ἡ ὁποία ιδρύθηκε ἀπό τους κανονισμούς τοῦ Συμβουλίου πού θέσπισαν τήν κοινή οργάνωση τῶν γεωργικών ἀγορών συμβιβαζόταν μέ τίς διατάξεις τῆς συνθήκης. Τό Δικαστήριο δέχτηκε ὅτι συμβιβάζονταν γιατί, σύμφωνα μέ αύτη τή διαδικασία, ὁ ρόλος τῆς Διευθύνουσας 'Επιτροπής ήταν, κατά τήν ὀρθή ἀνάλυση, μόνο συμβουλευτικός. Πραγματική νομοθετική εξουσία επιφυλασσόταν στην 'Επιτροπή ή, εναλλακτικά, στό Συμβούλιο, ώστε τό άρθρο 155 δέν παραβιαζόταν, ούτε περιοριζόταν ἡ δικαιοδοσία τοῦ Δικαστηρίου κατά τά άρθρα 173 καί 177. Δέ θά ήταν πάλι συνεπές μέ αυτές τίς αποφάσεις νά γίνει δεκτό ὅτι ένα όργανο, ὅπως ἡ Διοικητική 'Επιτροπή, θά μποροῦσε νά έχει νομοθετικές εξουσίες πού τῆς μεταβιβάστηκαν ἀπό τό Συμβούλιο.

Κατά συνέπεια, έχω τή γνώμη ὅτι ἡ παράγραφος 4 τοῦ ἄρθρου 107 τοῦ κανονισμού 574/72, ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τόν κανονισμό 2639/74, εἶναι ἄκυρη, καί κατά συνέπεια ἡ ἀπόφαση 101, πού γιά αυτό τό σκοπό θεσπίσθηκε σύμφωνα μέ αυτό, δέν έχει ἔννομες συνέπειες.

Πρέπει νά κρίνετε, κύριοι δικαστές, κατά πόσο μιά τέτοια ἀπόφαση εμπίπτει στό πεδίο τῶν ευθυνῶν ενός τμήματος αὐτοῦ τοῦ Δικαστηρίου ἡ κατά πόσο θά έπρεπε νά παραπέμψετε, κατά τήν παράγραφο 4 τοῦ ἄρθρου 95 τοῦ κανονισμού Διαδικασίας τοῦ Δικαστηρίου, τό ερώτημα στην ὁλομέλεια τοῦ Δικαστηρίου. "Αποψη μου εἶναι ὅτι ἡ ἀπάντηση εἶναι τόσο καθαρή ώστε δέν επιβάλλεται μιά τέτοια παραπομπή.

Τοῦτο, όμως, δέν περατώνει τήν υπόθεση.

Ή Ἐπιτροπή υποστήριξε ὅτι, στην περίπτωση πού ἡ ἀπόφαση 101 δέ θά εἶχε έννομες συνέπειες, αὐτή θά μπορούσε νά θεωρηθεί ἐνναλλακτικά, σάν μιά διοικητική ἀπόφαση πού φέρει ἀποτελέσματα, ή ὁποία λήφθηκε ἀπό κοινοῦ ἀπό τά Κράτη μέλη γιά νά καλύψει ένα νομικό κενό. Ή 'Επιτροπή πάντως έκανε διάκριση μεταξύ της κανονικῆς περιπτώσεως, στην ὁποία ήταν ἀναγκαίο γιά ένα όργανο κοινωνικῆς ἀσφαλίσεως σέ ένα Κράτος μέλος νά προϋπολογίσει τό ποσό τῶν παροχῶν τά όποια θά δικαιούνταν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο καί μιᾶς περιπτώσεως τῆς παρούσας φύσεως, ὅπου τό ὄργανο ζητούσε νά ἀναλάβει παρελθοῦσες καταβολές παροχῶν πέραν τοῦ δέοντος. Στην πρώτη περίπτωση, ή Επιτροπή υποστήριξε ὅτι, ἄν ὁ υπολογισμός ἀπαιτούσε νά ληφθεί υπόψη ένα ποσό στό όποιο θά υπήρχε δικαίωμα τοῦ δικαιούχου σέ ένα Κράτος μέλος, κάποια τιμή συναλλάγματος πρέπει νά εφαρμοστεί σ᾽ αυτό τό ποσό, ἡ ὁποία δέ θά εἶναι κατ' ἀνάγκη ἡ τιμή συναλλάγματος πού θά λαμβάνεται ἄν καί ὅταν κάθε μέρος τῆς παροχῆς θά καθίσταται ἀπαιτητό. "Οπου ὅμως, ὅπως ἐδῶ, εκείνο περί τοῦ ὁποίου πρόκειται εἶναι μια ἀναδρομική προσαρμογή, δέν υπήρχε λόγος νά ἀπομακρυνθούμε ἀπό τήν τιμή συναλλάγματος μέ τήν ὁποία πράγματι έγινε ἡ μετατροπή τού ποσού πού εισπράχθηκε ἀπό τό άλλο Κράτος μέλος.

Δέν εἶναι ἀναγκαίο, κατά τή γνώμη μου νά εκφραστεί στην παρούσα υπόθεση καμιά άποψη ἄν ἡ 'Επιτροπή έχει δίκιο γιά ὅ,τι περιέγραψε σάν κανονική περίπτωση. Είναι σαφέστατα ὀρθή ἡ άποψη τῆς 'Επιτροπής ὅτι, σέ αυτή τήν περίπτωση, δέν υπάρχει ἀνάγκη νά καταφύγουμε σέ μιά τεχνητή τιμή συναλλάγματος. Τό INPS πράγματι δέν έλαβε ἀπόφαση παρά μόνο μετά τή διακοπή τῆς βελγικῆς συντάξεως λόγω ἀναπηρίας τοῦ Romano. Δέν ὑπῆρχε, κατά συνέπεια, ἀνάγκη γιά τό INAMI νά υπολογίσει τό ποσό πού δικαιούνταν νά εισπράξει πρίν δεχθεί τήν ὁλική καταβολή ἐκ μέρους τοῦ INPS καί, δέν εἶχε ἀνάγκη, ἀφοῦ έγινε δεκτή ἡ πληρωμή, νά τήν εκτιμήσει ὅτι άξιζε περισσότερο ἡ λιγότερο ἀπ᾽ ὅ,τι στην πραγματικότητα.

Τούτο κατά τή γνώμη μου εἶναι ἀρκετό νά δώσει ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού παραπέμφθηκε ἀπό τό Tribunal στό Δικαστήριο, χωρίς νά ερευνήσουμε τή σχέση τοῦ άρθρου 7 τοῦ κανονισμοῦ 574/72. Συμφωνώ πάντως μέ τόν INAMI καί τήν 'Επιτροπή ὅτι αυτή ἡ διάταξη εἶναι πράγματι άσχετη. 'Εκείνο πού εἶναι σχετικό εἶναι ή θεμελιώδης ἀρχή, πού καθιερώνεται στό άρθρο 51 τῆς συνθήκης καί σέ πολυάριθμες ἀποφάσεις τοῦ Δικαστηρίου, ὅτι ὁ διακινούμενος ἐργαζόμενος δέν πρέπει, ὅσο εἶναι δυνατό νά ἀποφευχθεῖ, νά περιέρχεται σέ μειονεκτική θέση λόγω τοῦ ὅτι εἶναι διακινούμενος εργαζόμενος. "Αν, ἐδῶ, ὁ Romano δέν είχε ποτέ ἀπασχοληθεί στην 'Ιταλία, θά δικαιοῦνταν πλήρη τη βελγική του σύνταξη λόγω ἀναπηρίας. Μπορεί νά εἶναι σωστό ὅτι δέν πρέπει νά πάρει περισσότερα επειδή είχε εργαστεί στην 'Ιταλία. 'Αλλά δέν προβλήθηκε ισχυρός λόγος γιατί θά πρέπει νά πάρει λιγότερα.

Τελικά εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι, σέ ἀπάντηση τοῦ ερωτήματος πού παραπέμφθηκε στό Δικαστήριο ἀπό τό Tribunal, Sá πρέπει νά ἀποφανθείτε, κύριοι δικαστές, ὅτι ή παράγραφος 4 τοῦ ἄρθρου 107 τοῦ κανονισμοῦ 574/72, ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τόν κανονισμό 2639/74, εἶναι ἀνίσχυρη, μέ ἀποτέλεσμα καμιά ἀπόφαση τῆς Διοικητικῆς 'Επιτροπῆς γιά τήν κοινωνική ἀσφάλιση τῶν διακινούμενων εργαζομένων πού, σκόπιμα, λήφθηκε σύμφωνα μέ αύτη, νά μήν έχει καμιά έννομη συνέπεια.

Θά πρέπει ἴσως νά ἀναφέρω, γιά τήν πληρότητα, ὅτι τό άρθρο 107 τοῦ κανο-νισμοῦ 574/72 τροποποιήθηκε πάλι, στίς 28 Νοεμβρίου 1979, μέ τόν κανονισμό τοῦ Συμβουλίου 2615/79. Ή παράγραφος 4, ὅπως εἰσάχθηκε ἀπό τόν κανονισμό 2639/74, διατηρήθηκε καί σ' αυτόν. 'Αλλά τοῦτο δέν μπορεί, κατά τή γνώμη μου, νά επηρεάσει τήν έκβαση αυτής τῆς υποθέσεως.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά.

Top