EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61964CJ0021
Judgment of the Court of 31 March 1965. # Macchiorlati Dalmas & Figli v High Authority of the European Coal and Steel Community. # Case 21-64.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1965.
Macchiorlati Dalmas & Figli κατά Ανωτάτης Αρχής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα.
Υπόθεση 21/64.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1965.
Macchiorlati Dalmas & Figli κατά Ανωτάτης Αρχής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα.
Υπόθεση 21/64.
English special edition 1965-1968 00051
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1965:30
της 31ης Μαρτίου 1965 ( *1 )
Στην υπόθεση 21/64,
Macchiorlati Dalmas & Figli, ετερόρρυθμη εταιρία με έδρα το Τορίνο, εκπροσωπούμενη από τον Giuseppe Macchiorlati Dalmas, επικουρούμενη από τον Antonio Astolfi, δικηγόρο στο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλικής Δημοκρατίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 6, rue Willy Goergen,
προσφεύγουσα,
κατά
Ανωτάτης Αρχής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, εκπροσωπούμενης από το νομικό της σύμβουλο Italo Telchini, επικουρούμενο από το δικηγόρο Piero Ziccardi, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, δικηγόρο στο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλικής Δημοκρατίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της, 2, place de Metz,
καθής,
που έχει ως αντικείμενο «την ακύρωση, την ανάκληση ή τουλάχιστον την τροποποίηση της αποφάσεως που εξέδωσε η Ανωτάτη Αρχή στις 8 Απριλίου 1964 και ανακοίνωσε στην προσφεύγουσα στις 14 Απριλίου 1964, σύμφωνα με την οποία η προσφεύγουσα υποχρεούται να καταβάλει 7000000 ιταλικές λίρες (LIT) ως προσαυξήσεις καθυστερήσεως επί των εισφορών»,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους Ch. L. Hammes, Πρόεδρο, Α. Μ. Donner και R. Lecourt, προέδρους τμήματος, L. Delvaux και R. Monaco (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Κ. Roemer
γραμματέας: Α. van Houtte
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)
Σκεπτικό
Επί του παραδεκτού
Η προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1964 που επιβάλλει στην προσφεύγουσα να πληρώσει προσαυξήσεις καθυστερήσεως σύμφωνα με το άρθρο 6 της αποφάσεως 3/52. Η απόφαση 3/52 στηρίζεται στο άρθρο 50, παράγραφος 3, της Συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο η Ανωτάτη Αρχή μπορεί να επιβάλει προσαυξήσεις καθυστερήσεως στις επιχειρήσεις οι οποίες δε συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις της σε ζητήματα εισφοράς.
Γι' αυτό οι προσαυξήσεις αυτές συνιστούν χρηματικές κυρώσεις ή χρηματικές ποινές κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης. Η δυνατότητα, που αναγνωρίζει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της αποφάσεως 3/52 στην Ανωτάτη Αρχή να προβαίνει σε μερική ή ολική άφεση των προσαυξήσεων στις περιπτώσεις που κρίνει τούτο δικαιολογημένο δείχνει ότι οι προσαυξήσεις αυτές δεν αποτελούν απλώς τόκους υπερημερίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 36, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης, οι χρηματικές ποινές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας.
Για να υποστηρίξει την προσφυγή της η προσφεύγουσα επικαλείται ιδίως τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 13ης Φεβρουαρίου 1959 και ορισμένων γενικών αποφάσεων περί εισφοράς, με την αιτιολογία ότι, επειδή οι αποφάσεις αυτές αποτελούν τη νομική και λογική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η έλλειψη νομιμότητάς τους πρέπει να συνεπιφέρει ακύρωση της τελευταίας.
Η καθής προβάλλει απαράδεκτο των ισχυρισμών αυτών.
Το άρθρο 36, τρίτη παράγραφος, της Συνθήκης δεν είναι δυνατόν να επιτρέπει στον προσφεύγοντα να επικαλεσθεί όχι μόνο την έλλειψη νομιμότητας των γενικών αποφάσεων και συστάσεων, αλλά και την έλλειψη νομιμότητας των αποφάσεων και συστάσεων των οποίων είναι αποδέκτης. Μία τέτοια ερμηνεία θα ήταν αντίθετη με την αρχή που καθιερώνει το άρθρο 33 πράγματι η ανατρεπτική προθεσμία της προσφυγής που προβλέπει το άρθρο αυτό ανταποκρίνεται στην ανάγκη ν' αποφευχθεί η ατέρμων αμφισβήτηση της νομιμότητας των διοικητικών αποφάσεων.
Η απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1959 είναι ατομική απόφαση που απευθύνεται στην προσφεύγουσα αφού η προθεσμία ενός μηνός που προβλέπεται για την άσκηση της προσφυγής εξέπνευσε, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως αυτής μέσω του άρθρου 36, τρίτη παράγραφος, της Συνθήκης.
Συνεπώς οι αιτιάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα κατά της αποφάσεως αυτής είναι απαράδεκτες.
Δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση της ελλείψεως νομιμότητας των γενικών αποφάσεων παρά στο μέτρο που υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης πράξεως και των εν λόγω γενικών αποφάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη πράξη περιορίζεται στον καθορισμό του ύψους των ποσών που οφείλει η προσφεύγουσα ως προσαυξήσεις καθυστερήσεως, ενώ το ύψος του οφειλομένου κυρίου χρέους καθορίστηκε στην απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1959. Επομένως, δεν υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και των επικρινομένων γενικών αποφάσεων, στο μέτρο που οι αποφάσεις αυτές αφορούν το συντελεστή εισφοράς και τα στοιχεία υπολογισμού που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό.
Συνεπώς, οι αιτιάσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα κατά των γενικών αποφάσεων που αφορούν τις εισφορές δεν είναι παραδεκτές παρά στο μέτρο που αφορούν τις διατάξεις των εν λόγω αποφάσεων, οι οποίες αποτελούν τη βάση της αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1964.
Επί της ουσίας
Α — Ως προς τα κύρια αιτήματα
Όσον αφορά την απόφαση της 8ης Απριλίου 1964
1) |
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση αυτή είναι παράνομη, διότι έχει ανεπαρκή αιτιολογία ισχυρίζεται κατ' αρχήν ότι η αιτιολογία της είναι ασαφής και αναφέρει ορισμένα αποσπάσματα από την αιτιολογική έκθεση, για να συναγάγει ότι η αιτιολογία είναι κατ' ουσία ανακριβής και αντιφατική. Όμως, αν εξεταστούν τα αποσπάσματα αυίά σε σχέση με τα συμφραζόμενά τους, η επίδικη απόφαση εμφανίζεται επαρκώς αιτιολογημένη αφήνει πράγματι να φανούν καθαρά τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που τη στηρίζουν. Έπειτα η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόφαση δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η Ανωτάτη Αρχή εκτίμησε πως έπρεπε να απορρίψει το υποβληθέν στις 18 Φεβρουαρίου 1964 αίτημά της περί αφέσεως των προσαυξήσεων καθυστερήσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 36, πρώτη παράγραφος, της Συνθήκης, η Ανωτάτη Αρχή πριν επιβάλει χρηματικές κυρώσεις οφείλει ν' ακούσει τους ενδιαφερομένους, δεν υποχρεούται όμως να εκθέσει τους λόγους, για τους οποίους κρίνει ότι δεν πρέπει να γίνουν δεκτές οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν. Στην προκειμένη περίπτωση δόθηκε κανονικά στην προσφεύγουσα η ευκαιρία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως· άλλωστε, οι λόγοι για τους οποίους η Ανωτάτη Αρχή δεν δέχθηκε τις παρατηρήσεις αυτές περιέχονται σιωπηρώς στο τμήμα της αιτιολογικής εκθέσεως που λαμβάνει θέση επί των αναλόγων παρατηρήσεων που διετύπωσε προηγουμένως η προσφεύγουσα στις 20 Φεβρουαρίου 1962. Για όλους αυτούς τους λόγους, αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος. |
2) |
Η προσφεύγουσα εξάλλου ισχυρίζεται ότι η Ανωτάτη Αρχή διέπραξε κατάχρηση εξουσίας επειδή διατήρησε την απαίτηση καταβολής των προσαυξήσεων καθυστερήσεως, ενώ κατά τη συνομιλία της 21ης Απριλίου 1960 την είχε διαβεβαιώσει ότι θα προβεί σε άφεση των προσαυξήσεων στην περίπτωση που θα καταβάλλονταν κανονικά οι καθυστερούμενες οφειλές από εισφορές. Προσθέτει δε ότι βάσει αυτών των διαβεβαιώσεων παραιτήθηκε από την προσφυγή στην υπόθεση 22/59. Για να υποστηρίξει αυτόν τον ισχυρισμό αναφέρεται σ' ένα τμήμα της αλληλογραφίας που αντάλλαξαν οι διάδικοι μετά τις 21 Απριλίου 1960 και προσφέρεται να αποδείξει ότι ορισμένοι υπάλληλοι της Ανωτάτης Αρχής της έδωσαν τέτοιες διαβεβαιώσεις προφορικά. Δεν προκύπτει από την επιστολή της Ανωτάτης Αρχής της 6ης Μαΐου 1960 ότι αυτή έδωσε διαβεβαίωση για την άφεση των επιδίκων προσαυξήσεων. Οι γενικοί κανόνες δικαίου που διέπουν, αφενός, την άσκηση της διοικητικής εξουσίας και, αφετέρου, την ισχύ ή την αποτελεσματικότητα των συμβάσεων, θ' απαιτούσαν η διαβεβαίωση αυτή να εγκριθεί τυπικά από τις υπεύθυνες αρχές της Ανωτάτης Αρχής. Η αρχή αυτή ισχύει ακόμη περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση διότι η εν λόγω διαβεβαίωση θα σήμαινε παραίτηση της Ανωτάτης Αρχής από την προβολή αξιώσεων που απορρέουν από απόφαση που έλαβαν νομίμως οι αρμόδιες αρχές. Με επιστολές της 11ης Μαΐου 1960 και της 20ής Φεβρουαρίου 1962, η προσφεύγουσα ζήτησε και πάλι την απαλλαγή από τις προσαυξήσεις καθυστερήσεως, χωρίς να αναφέρει την υποτιθέμενη σύμβαση που την απήλλασσε. Υπό αυτές τις συνθήκες η προσφορά της προσφεύγουσας προς απόδειξη στερείται αντικειμένου, λόγω των προηγουμένων παρατηρήσεων το αίτημα για διεξαγωγή αποδείξεων πρέπει συνεπώς ν' απορριφθεί. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει ν' απορριφθεί. |
3) |
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ακόμη ότι η απόφαση της 8ης Απριλίου 1964 παραβιάζει το άρθρο 6 της γενικής αποφάσεως 3/52, διότι κατά τον υπολογισμό των προσαυξήσεων καθυστερήσεως στρογγυλοποίησε προς τα άνω το ποσό τους, υπερβαίνοντας έτσι τον ολικό συντελεστή 1 % που προβλέπει το άρθρο αυτό. Στην πραγματικότητα το ποσό κάθε προσαυξήσεως καθυστερήσεως στρογγυλοποιήθηκε τόσο προς τα άνω, όσο και προς τα κάτω, και μόνο όσον αφορά τις υποδιαιρέσεις της ιταλικής λίρας (LIT), έτσι ώστε το συνολικό χρέος της προσφεύγουσας να αυξηθεί κατά 0,83 LIT αυτό δεν αμφισβητήθηκε. Όμως, αυτή η ελάχιστη αύξηση απορροφήθηκε εντελώς από τη μείωση των προσαυξήσεων καθυστερήσεως που αποφάσισε η Ανωτάτη Αρχή. Το ύψος των προσαυξήσεων καθυστερήσεως δεν υπερβαίνει συνεπώς το ποσοστό του 1 % που καθορίζει το άρθρο 6 της αποφάσεως 3/52. Επομένως αυτός ο λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος. |
Όσον αφορά τις γενικές αποφάσεις 3/52 και 29/55
1) |
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 6 της αποφάσεως 3/52 και η απόφαση 29/55 δεν τήρησαν το άρθρο 50, παράγραφος 3 της Συνθήκης που καθορίζει τον ανώτατο συντελεστή των προσαυξήσεων καθυστερήσεως. Οι διατάξεις αυτές, υποστηρίζει, είναι αντίθετες στη γενική αρχή που περιέχεται στο άρθρο 36 της Συνθήκης, σύμφωνα με την οποία οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους πριν υποβληθούν σε χρηματικές ποινές. Το προαναφερθέν άρθρο 6 καθορίζει σταθερό συντελεστή για τις προσαυξήσεις καθυστερήσεως, ανεξάρτητα από τη φύση, τη σοβαρότητα και τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα της μη εκτελέσεως της οποίας κύρωση αποτελούν. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως το άρθρο 6 της αποφάσεως 3/52 καθορίζει σε 12 % τον ετήσιο συντελεστή των προσαυξήσεων καθυστερήσεως, ενώ το άρθρο 50, παράγραφος 3 της Συνθήκης προβλέπει ανώτατο ετήσιο συντελεστή 20 %. Έτσι το προαναφερθέν άρθρο 6, μην έχοντας υπερβεί το όριο που θέτει η Συνθήκη για τον καθορισμό των προσαυξήσεων καθυστερήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεσπίστηκε κατά παράβαση της Συνθήκης. Όσον αφορά το δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι προσαυξήσεις καθυστερήσεως στην προκειμένη περίπτωση δεν επιβλήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 36, τρίτη παράγραφος της Συνθήκης διότι δόθηκε η ευκαιρία στην προσφεύγουσα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της πριν από την έκδοση της ατομικής αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1964, που της επέβαλε τις επίδικες προσαυξήσεις. Όσον αφορά, τέλος τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, από την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1962, που κατά το μεγαλύτερο μέρος επαναλαμβάνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το ύψος των προσαυξήσεων καθυστερήσεως υπήρξε ήδη αντικείμενο μειώσεως κατά 2000000 LIT. Έτσι η Ανωτάτη Αρχή έλαβε υπόψη της την ατομική κατάσταση της προσφεύγουσας και τα στοιχεία που μπορούν να δικαιολογήσουν μείωση του αμφισβητούμενου ποσού. Επομένως, πρέπει ν' απορριφθούν αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως ως αβάσιμοι. |
2) |
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η απόφαση 3/52 είναι παράνομη, διότι ελήφθη χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με το ειδικό Συμβούλιο των Υπουργών, όπως ορίζει το άρθρο 50, παράγραφος 2, της Συνθήκης, το οποίο πρέπει επίσης να εφαρμοστεί επί προσαυξήσεων καθυστερήσεως. Οι διατάξεις του άρθρου 50, παράγραφος 2, της Συνθήκης δεν αφορούν παρά τους όρους υπολογισμού της βάσεως και τους όρους εισπράξεως της εισφοράς αν ο νομοθέτης ήθελε να επεκτείνει την ισχύ των διατάξεων αυτών στις προσαυξήσεις καθυστερήσεως, τις οποίες λαμβάνει υπόψη του στην επόμενη παράγραφο, θα το ανέφερε ρητά. Επειδή πρόκειται για διατάξεις που προβλέπουν ουσιώδεις τυπικές προϋποθέσεις για την ισχύ των αποφάσεων της Ανωτάτης Αρχής στο θέμα της εισφοράς, δεν είναι δυνατή, διά της ερμηνείας, η επέκταση της εφαρμογής τους σε περιπτώσεις που δεν προβλέπονται στη Συνθήκη. Επομένως, αυτός ο λόγος ακυρώσεως στερείται βάσεως. |
Β — Ως προς τα επικουρικά αιτήματα
Η προσφεύγουσα εξάλλου ζητεί, όλως επικουρικώς, δίκαιη μείωση των προσαυξήσεων καθυστερήσεως. Για να υποστηρίξει το αίτημα αυτό προβάλλει ολόκληρη σειρά πραγματικών στοιχείων, όπως το υπερβολικό επίπεδο στο οποίο έφθασαν οι επίδικες προσαυξήσεις, το μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως και το ότι εκπλήρωσε κανονικά την υποχρέωση καταβολής της κυρίας οφειλής.
Το επίπεδο των επιδίκων προσαυξήσεων δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που προβλέπει το άρθρο 50, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Το ολικό ύψος των προσαυξήσεων αυτών, όπως μειώθηκε με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1962, δεν είναι υπερβολικό σε σχέση με το ύψος της κυρίας οφειλής ή δυσανάλογο σε σχέση με τις οικονομικές δυνατότητες μιας μέσης επιχειρήσεως.
Η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη ιδιαιτέρων οικονομικών δυσχερειών στις οποίες βρισκόταν και που θα ήταν ικανές να δικαιολογήσουν μείωση του ποσού των επιδίκων προσαυξήσεων.
Δεν συντρέχει, συνεπώς, λόγος να τροποποιηθεί η εκτίμηση στην οποία προέβη η καθής ως προς το ύψος των προσαυξήσεων αυτών. Επομένως, τα αιτήματα της προσφεύγουσας πρέπει ν' απορριφθούν.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα, αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις αγορεύσεις των διαδίκων, καθώς και τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, έχοντας υπόψη τα άρθρα 14, 15, 33, 36, 50 και 92 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, τον κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 69, απορρίπτοντας κάθε αντίθετο αίτημα, αποφασίζει: |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
Hammes Donner Lecourt Delvaux Monaco Κρίθηκε στο Λουξεμβούργο στις 31 Μαρτίου 1965. Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 31 Μαρτίου 1965. Hammes Donner Lecourt Delvaux Monaco Ο Γραμματέας Α. van Houtte Ο Πρόεδρος Ch L. Hammes |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.