EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52019IE1033

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Προς μια ανθεκτικότερη και πιο βιώσιμη ευρωπαϊκή οικονομία»(γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

EESC 2019/01033

OJ C 353, 18.10.2019, p. 23–31 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

18.10.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 353/23


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Προς μια ανθεκτικότερη και πιο βιώσιμη ευρωπαϊκή οικονομία»

(γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

(2019/C 353/05)

Εισηγητής: ο κ. Javier DOZ ORRIT

Απόφαση της συνόδου ολομέλειας:

24.1.2019

Κανονιστική βάση

Άρθρο 32, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού

Γνωμοδότηση πρωτοβουλίας

Αρμόδιο τμήμα

Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή

Υιοθετήθηκε από το τμήμα

2.7.2019

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

17.7.2019

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

545

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

169/4/6

Προοίμιο

Η παρούσα γνωμοδότηση αποτελεί μέρος μιας δέσμης δύο γνωμοδοτήσεων πρωτοβουλίας της ΕΟΚΕ που εκπονήθηκαν παράλληλα με τα εξής θέματα:«Προς μια ανθεκτικότερη και πιο βιώσιμη ευρωπαϊκή οικονομία» και «Μια νέα θεώρηση της ολοκλήρωσης της οικονομικής και νομισματικής ένωσης». Η δέσμη αυτή προορίζεται να συμβάλει άμεσα στην οικονομική ατζέντα του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα αναλάβουν καθήκοντα το 2019. Υπάρχει σαφής ανάγκη για μια νέα ευρωπαϊκή οικονομική στρατηγική: ένα θετικό αφήγημα για τη μελλοντική ανάπτυξη της οικονομίας της ΕΕ παγκοσμίως, η οποία θα συμβάλει τόσο στην αύξηση της ανθεκτικότητας της ΕΕ στους οικονομικούς κλυδωνισμούς όσο και της βιωσιμότητας — οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής — του οικονομικού της μοντέλου, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, η σταθερότητα και η κοινή ευημερία όλων των Ευρωπαίων. Με βάση την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, η στρατηγική αυτή θα μπορούσε να προλειάνει το έδαφος για περαιτέρω οικονομική, δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική, κοινωνική και πολιτική ολοκλήρωση που είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων της οικονομικής και νομισματικής ένωσης της Ευρώπης.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Ένα δίδαγμα από την πρόσφατη μακροχρόνια οικονομική κρίση και τις βαθιές κοινωνικές πληγές που άφησε σε πολλά κράτη μέλη είναι ότι η απουσία οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης μεταξύ των κρατών μελών και των περιφερειών αποτελεί απειλή για την πολιτική βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και όλων των οφελημάτων που έχει αποφέρει στους Ευρωπαίους πολίτες.

1.2.

Εξαιτίας της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής και της υπέρβασης πολλαπλών ορίων του πλανήτη, πρέπει να αναθεωρήσουμε το κυρίαρχο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης. Σύμφωνα με τη συμφωνία COP 21 του Παρισιού και με τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, η ΕΕ έχει θέσει τον στόχο να επιτύχει μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050. Προς τούτο, απαιτείται ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο πολιτικής.

1.3.

Η ανάπτυξη της ανθεκτικότητας της οικονομίας και της αγοράς εργασίας με οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και θεσμική βιωσιμότητα θα πρέπει να είναι η αρχή που διέπει τις πολιτικές οι οποίες θα εξασφαλίσουν τη σύγκλιση προς τα πάνω και τη δικαιοσύνη κατά τη μετάβαση προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία (δηλαδή, μια οικονομία στην οποία αντισταθμίζονται οι εκπομπές και η απορρόφηση αερίων του θερμοκηπίου), με παράλληλη αντιμετώπιση των ζητημάτων που θέτουν η ψηφιοποίηση και οι δημογραφικές μεταβολές.

1.4.

Προκειμένου να υλοποιηθούν οικονομικές πολιτικές που αυξάνουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας, της αγοράς εργασίας και της κοινωνίας, θα πρέπει να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η πορεία προς την ενδυνάμωση της θεσμικής αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ. Είναι απαραίτητο να υλοποιηθούν, έστω και σταδιακά, η δημιουργία δημοσιονομικής ικανότητας σε επίπεδο ζώνης του ευρώ, η μεταρρύθμιση των ισχυόντων δημοσιονομικών κανόνων προκειμένου να διατηρηθούν οι δημόσιες επενδύσεις σε περιόδους ύφεσης, η δημιουργία ενός κοινού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου και η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Επιπλέον, θα πρέπει να προωθηθούν μέτρα για την αποφυγή του αθέμιτου φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών.

1.5.

Προκειμένου να μειωθούν οι κοινωνικές αδυναμίες και, κατά συνέπεια, να αυξηθεί η ανθεκτικότητα, πρέπει να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, προκειμένου να αντιστραφεί η τρέχουσα τάση προς την αυξανόμενη ανισότητα τόσο ως προς τις ευκαιρίες όσο και ως προς τα αποτελέσματα.

1.6.

Η έννοια της δίκαιης μετάβασης πρέπει να αναπτυχθεί και να εφαρμοστεί στην προσπάθεια επίτευξης του στόχου μιας οικονομίας της ΕΕ με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα έως το 2050. Σε τούτο περιλαμβάνεται η διασφάλιση ότι ο αντίκτυπος των κλιματικών πολιτικών θα κατανέμεται δίκαια και οι μεταβάσεις στην αγορά εργασίας θα γίνονται με τρόπο προσανατολισμένο προς το μέλλον, με την πλήρη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων. Μια βιώσιμη οικονομία θα πρέπει να ενσωματώνει και τις τρεις διαστάσεις της βιωσιμότητας: οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική.

1.7.

Τα κράτη μέλη οφείλουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, μέσω νομοθετικών πρωτοβουλιών σε εθνικό επίπεδο και κατάλληλης χρηματοδότησης. Η ΕΕ οφείλει να συμβάλει σε αυτή τη χρηματοδοτική προσπάθεια στο πλαίσιο του επόμενου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (ΠΔΠ) 2021-2027.

1.8.

Οι πρωτοβουλίες αυτές θα πρέπει να συνοδεύονται από την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, δηλαδή της ικανότητάς της να αυξάνει την παραγωγικότητα και το βιοτικό επίπεδο με βιώσιμο τρόπο, ενώ ταυτόχρονα να καθίσταται κλιματικά ουδέτερη, μεταξύ άλλων μέσω της έρευνας, της ανάπτυξης, της βελτίωσης και της αύξησης των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.

1.9.

Η συμφωνία σχετικά με το μέγεθος και τη μορφή του προσεχούς ΠΔΠ θα πρέπει να αντανακλά τις επιταγές για ανάπτυξη της ανθεκτικότητας και για βιώσιμη οικονομία.

1.10.

Δεδομένης της διασύνδεσης των διαφόρων πτυχών μιας ανθεκτικής και βιώσιμης οικονομίας, η συμμετοχή αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων και της κοινωνίας των πολιτών στη χάραξη πολιτικής και στους κύκλους εφαρμογής θα πρέπει να θεσπιστεί σε επίσημη βάση και να ενισχυθεί, όπου αυτό είναι αναγκαίο, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

1.11.

Μέσω του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, του ΠΔΠ 2021-2027 και άλλων νομοθετικών και κυβερνητικών μέσων, τα ευρωπαϊκά όργανα και τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν ένα συνεκτικό πρόγραμμα δράσης για την προώθηση και την ενίσχυση των βασικών παραγόντων που προάγουν την οικονομική ανθεκτικότητα σε ολόκληρη την ΕΕ και τη σύγκλιση των κρατών μελών σε σχέση με τους παράγοντες αυτούς.

2.   Μια ανθεκτικότερη και πιο βιώσιμη ευρωπαϊκή οικονομία

2.1.

Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας έναντι των (οικονομικών) κλυδωνισμών αποτελεί στόχο που κερδίζει έδαφος σε (οικονομικές) πολιτικές συζητήσεις στην ΕΕ και ιδίως στη ζώνη του ευρώ. Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στις διαρκείς οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές πληγές που έχει αφήσει η πρόσφατη οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση σε αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ, αλλά και στην πρόβλεψη ιδιαίτερα δυσμενών επιπτώσεων στις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες, οι οποίες αναμένεται να προκύψουν από την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, καθώς και στην επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή και να μην υπερβούμε τα όρια του πλανήτη.

2.1.1.

Στο πλαίσιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ), ο ορισμός της οικονομικής ανθεκτικότητας που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνίσταται στην ικανότητα μιας χώρας να αντιστέκεται και να ανακάμπτει γρήγορα επιστρέφοντας στο [αναπτυξιακό] δυναμικό της μετά την ύφεση (1).

2.1.2.

Στην έκθεση των πέντε Προέδρων και στη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής για την Εμβάθυνση της ΟΝΕ αναφέρεται ότι τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να συγκλίνουν προς πιο ανθεκτικές οικονομικές και κοινωνικές δομές, οι οποίες θα πρέπει να αποτρέπουν το ενδεχόμενο οι οικονομικοί κλυδωνισμοί να έχουν σημαντικές και διαρκείς επιπτώσεις στα επίπεδα εισοδήματος και απασχόλησης, έτσι ώστε να μειώνονται οι οικονομικές διακυμάνσεις, ιδίως η βαθιά και εκτεταμένη ύφεση.

2.1.3.

Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι, ενώ η ανθεκτική ανάκαμψη μιας οικονομίας συνεπάγεται την αποφυγή ή την αποτελεσματική αντιμετώπιση των διαρκών καταστροφικών επιπτώσεων των κλυδωνισμών, με συνεκτίμηση τόσο του κυκλικού όσο και του διαρθρωτικού χαρακτήρα των μεταβολών, οι οικονομίες δεν χρειάζεται πάντοτε να επιστρέψουν στην κατάσταση προ της κρίσης (ή στην πορεία ανάπτυξης). Για παράδειγμα, η έλευση της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης και η μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία θα πρέπει να οδηγήσουν σε διαφορετικά οικονομικά μοντέλα. Είναι σημαντικό τα πολιτικά όργανα και οι κοινωνικοί φορείς να είναι έτοιμοι να αναλάβουν δράση με βάση τις αλλαγές, προλαμβάνοντας τις συνέπειές τους και κατευθύνοντας τις διαδικασίες μετασχηματισμού.

2.1.4.

Οι ανθεκτικές οικονομίες μπορεί να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ενδέχεται να μην είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε ορισμένους τύπους κλυδωνισμών (π.χ. μακροοικονομικοί ή χρηματοπιστωτικοί κλυδωνισμοί). Όταν αντιμετωπίζουν όντως κλυδωνισμούς, οι ανθεκτικές οικονομίες μπορούν να αμβλύνουν τον αντίκτυπο ελαχιστοποιώντας τις επιπτώσεις στα επίπεδα παραγωγής και απασχόλησης και/ή μπορούν να ανακάμπτουν χωρίς καθυστέρηση χάρη στην προσαρμοστικότητά τους. Για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορα είδη πολιτικών παρεμβάσεων και διάφοροι συνδυασμοί τους: συγκεκριμένα, δράσεις προετοιμασίας, πρόληψης, προστασίας, προώθησης (των μεταβολών) και μετασχηματισμού. Η ύπαρξη υψηλών επιπέδων δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕγχΠ μπορεί να προξενήσει δυσκολίες όσον αφορά την ανθεκτικότητα. Από τη μία πλευρά, μπορεί να αυξήσει την ευπάθεια σε κραδασμούς και, από την άλλη, ενδέχεται να περιορίσει την αντίδραση των κρατών μελών σε δυσμενείς κλυδωνισμούς.

2.1.5.

Η οικονομική ανθεκτικότητα μπορεί να επιτευχθεί με τρόπους που έχουν πολύ διαφορετικές επιπτώσεις στην ευημερία των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Η ευημερία των εργαζομένων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη σταθερότητα, την ασφάλεια και τη δίκαιη κατανομή του εισοδήματος και των ευκαιριών απασχόλησης. Ως εκ τούτου, οι πολιτικές που προωθούν την ανθεκτικότητα στην οικονομία και την αγορά εργασίας θα πρέπει να ευνοούνται, δεδομένου ότι η ανθεκτικότητα στην αγορά εργασίας ορίζεται ως η ικανότητα μιας αγοράς εργασίας να ανθίσταται σε οικονομικό κλυδωνισμό με περιορισμένες απώλειες για την ευημερία των εργαζομένων. Ωστόσο, το αυξανόμενο μερίδιο της επισφαλούς μη τυπικής απασχόλησης στη συνολική δημιουργία θέσεων εργασίας αποτελεί θλιβερή υπενθύμιση ότι η ανθεκτικότητα της οικονομίας και της αγοράς εργασίας δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη. Η ποιότητα της απασχόλησης αποτελεί παράγοντα ανθεκτικότητας, τόσο για την ευπάθεια όσο και για την ανθεκτικότητα και την ανάκαμψη.

2.2.

Η δημιουργία μιας πιο βιώσιμης ευρωπαϊκής οικονομίας αποτελεί πολιτικό στόχο στην ΕΕ. Σύμφωνα με το μακροπρόθεσμο στρατηγικό όραμα της Επιτροπής Juncker για μια «ευημερούσα, σύγχρονη, ανταγωνιστική και κλιματικά ουδέτερη οικονομία της ΕΕ» έως το 2050, η οποία θα διέπεται, μεταξύ άλλων, από τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, μια βιώσιμη οικονομία πρέπει να ενσωματώνει και τις τρεις διαστάσεις της οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας.

2.2.1.

Ο γενικός ορισμός της οικονομικής βιωσιμότητας είναι η ικανότητα μιας οικονομίας να υποστηρίζει ένα καθορισμένο επίπεδο οικονομικής παραγωγής επ’ αόριστον. Τούτο αφορά την αποφυγή μεγάλων μακροοικονομικών ανισορροπιών. Συχνά με τη σύγχυση των δύο εννοιών της βιώσιμης οικονομίας και της οικονομικής βιωσιμότητας, η διαδικασία συντονισμού της οικονομικής πολιτικής στην ΕΕ, ιδίως στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να επιδιώκει την τελευταία διάσταση, χωρίς να αντικατοπτρίζει πλήρως την ευρύτερη έννοια της βιώσιμης οικονομίας. Για παράδειγμα, το έγγραφο προβληματισμού της Επιτροπής με τίτλο «Προς μια βιώσιμη Ευρώπη έως το 2030» αναφέρει ότι «Οι υγιείς προϋπολογισμοί και οι σύγχρονες οικονομίες είναι καίριας σημασίας· οι πρόοδοι που έχουν σημειωθεί προς υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν μειώσει τα επίπεδα χρέους και έχουν ενισχύσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας» (2).

2.2.2.

Η κρίση και η πολιτική της διαχείριση έχουν πλήξει σοβαρά την κοινωνική συνοχή με αρνητικές πολιτικές επιπτώσεις. Η κοινωνική βιωσιμότητα απειλείται λόγω των αυξανόμενων ανισοτήτων ως προς τις ευκαιρίες και τα αποτελέσματα που μπορούν να παρατηρηθούν σε πολλές ευρωπαϊκές και άλλες προηγμένες χώρες, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, με ορισμένα τμήματα της κοινωνίας «να έχουν μείνει πίσω». Η υψηλότερη ανισότητα συνεπάγεται επίσης μεγαλύτερη ευπάθεια στους κραδασμούς, κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την αύξηση της ανθεκτικότητας. Η ανισότητα του πλούτου έρχεται επίσης σε αντίθεση με την οικονομική βιωσιμότητα, καθώς μειώνει την παραγωγικότητα της επανεπένδυσης του πλούτου και την αποδοτικότητα της κοινωνίας. Η αδυναμία αντιμετώπισης των γενεσιουργών αιτίων των ανισοτήτων αυτών συσχετίζεται σε πολλές περιπτώσεις με την πολιτική αντίδραση που παρατηρείται σε πολλές χώρες εναντίον των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων και της φιλοευρωπαϊκής ατζέντας τους.

2.2.3.

Η κοινωνική βιωσιμότητα αναμένεται να αντιμετωπίσει περαιτέρω πιέσεις λόγω της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης και των αλλαγών που αυτή επιφέρει στην εργασία και την ευημερία στην Ευρώπη και αλλού.

2.2.4.

Με την αλόγιστη εξάντληση των φυσικών και περιβαλλοντικών πόρων, το τρέχον μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης παραβιάζει διάφορες διαστάσεις των ορίων του πλανήτη (κλιματική αλλαγή, βιοποικιλότητα, ωκεανοί, ρύπανση κ.λπ.) και αποτελεί απειλή για την ίδια την ύπαρξη των μελλοντικών γενεών.

2.2.5.

Ως εκ τούτου, η κοινωνικά και περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη ενέχει την παραμονή εντός του «ασφαλούς και επαρκούς πεδίου για την ανθρωπότητα» (3), ενώ παρέχει τα κατάλληλα κοινωνικά θεμέλια σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και σέβεται τα όρια του πλανήτη. Για το σκοπό αυτό, είναι απαραίτητη μια θεμελιώδης αναθεώρηση του υφιστάμενου μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης («μοντέλου ανάπτυξης»), με βάση τη «βιώσιμη ανάπτυξη» (4). Το όραμα αυτό ανοίγει τον δρόμο για μια διαρθρωτική στροφή της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία οδηγεί σε βιώσιμη ανάπτυξη και απασχόληση.

2.2.6.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, αλλά και σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ NAT/542 (5), η αειφόρος ανάπτυξη συνεπάγεται ότι η ανάπτυξη θα πρέπει να βασίζεται όχι μόνο στην ποσότητα αλλά —ουσιαστικά ακόμη περισσότερο— στην ποιότητα, δηλαδή μια ανάπτυξη η οποία α) βασίζεται στην καθαρή ενέργεια και την υπεύθυνη χρήση των υλικών χωρίς εκμετάλλευση του περιβάλλοντος και της εργασίας, β) βασίζεται σε μια κλειστή ροή εισοδήματος που κινείται κυκλικά μεταξύ νοικοκυριών, επιχειρήσεων, τραπεζών, της κυβέρνησης και του εμπορίου ξεπερνώντας τις τρέχουσες συμφορήσεις οι οποίες οφείλονται στον οικονομικό κατακερματισμό, και που λειτουργεί κατά τρόπο κοινωνικό και οικολογικό, γ) παρέχει δίκαιες συνθήκες διαβίωσης ικανοποιώντας τις ανάγκες όλων μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του πλανήτη, δ) επίσης λαμβάνει υπόψη την απλήρωτη εργασία των φροντιστών –κυρίως γυναικών– και ε) διασφαλίζει ότι η οικονομική μεγέθυνση μετράται όχι μόνο από την ετήσια ροή, αλλά και από τα αποθέματα πλούτου και την κατανομή τους.

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ουσιαστικά λείπουν από το υφιστάμενο μοντέλο.

2.3.

Μια βιώσιμη οικονομία έχει χαρακτηριστικά που προάγουν την ανθεκτικότητα εφόσον η οικονομική βιωσιμότητα μειώνει τους κινδύνους που συνδέονται με τις μακροοικονομικές και χρηματοοικονομικές ανισορροπίες.

2.4.

Ωστόσο, η μετάβαση προς μια βιώσιμη οικονομία, η οποία ενσωματώνει την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα, θα απαιτήσει αναμφίβολα μεγάλης εμβέλειας αλλαγές που μπορούν να χαρακτηριστούν ως έντονος και μακροχρόνιος, αλλά και προβλεπόμενος, κραδασμός. Η ανθεκτικότητα έναντι της μετάβασης αυτής θα απαιτήσει μέτρα που θα διευκολύνουν και θα προωθήσουν την προσαρμοστικότητα των οικονομιών, των κοινωνιών και των ατόμων στο νέο μοντέλο. Υπό αυτήν την έννοια, η επίδειξη ανθεκτικότητας θα διευκολύνει τη δίκαιη μετάβαση προς μια βιώσιμη οικονομία.

2.5.

Η ολοκληρωμένη και ολιστική αντίληψη και το πολιτικό πλαίσιο για τη βιωσιμότητα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη δύο πρόσθετες παγκόσμιες τάσεις μεγάλης εμβέλειας που θα διαμορφώσουν το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας και αγοράς εργασίας, δηλαδή, η γηράσκουσα κοινωνία και οι συνεπόμενες δημογραφικές μεταβολές, και τα μεταβαλλόμενα πρότυπα της παγκοσμιοποίησης τα οποία, εκτός της συρρίκνωσης της πολυμέρειας, συνεπάγονται επίσης ισχυρότερες μεταναστευτικές ροές.

2.6.

Οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών χωρών κατά τη διάρκεια της κρίσης του παρελθόντος ήταν πολύ διαφορετικές υπό το πρίσμα της ανθεκτικότητας. Ο οικονομικός και κοινωνικός αντίκτυπος της κρίσης ποικίλλει μεταξύ των κρατών μελών. Σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη σημειώθηκε σημαντική μείωση του ΑΕγχΠ· σε αρκετές δε περιπτώσεις, η ύφεση είχε ως συνέπεια σημαντικές απώλειες θέσεων εργασίας για ποικίλα χρονικά διαστήματα. Προκειμένου να αντληθούν επαρκή διδάγματα από τη Μεγάλη Ύφεση, στοιχείο το οποίο θα συμβάλει στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της βιωσιμότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και των ευρωπαϊκών κοινωνιών, είναι αναγκαίο να αναλυθούν οι διαρθρωτικοί παράγοντες ευπάθειας και ικανότητας ανάκτησης, σε συνδυασμό με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν (ακραία λιτότητα από το 2010 και επιλεκτική ευελιξία από το 2014). Αυτό πρέπει να υλοποιηθεί με τη χρήση όχι μόνο των βασικών οικονομικών μεταβλητών αλλά και κοινωνικών και περιβαλλοντικών δεικτών.

3.   Οι δύο μεγάλες μεταβάσεις

3.1.    Προς μια οικολογική, κλιματικά ουδέτερη οικονομία

3.1.1.

Η μετάβαση προς μια οικολογική και χωρίς ανθρακούχες εκπομπές οικονομία στην Ευρώπη ευθυγραμμίζεται με δύο διεθνή πλαίσια: τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και τη συμφωνία της COP21 του Παρισιού. Οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης αποτελούν ένα ολοκληρωμένο παγκόσμιο πρόγραμμα δράσης. Τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν αρχίσει να μετατρέπουν τους διεθνείς στόχους βιώσιμης ανάπτυξης σε εθνικές στρατηγικές και στόχους αειφορίας. Ειδικότερα, οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης 7 (Διασφάλιση της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή, αξιόπιστη, βιώσιμη και σύγχρονη ενέργεια για όλους), 12 (υπεύθυνη κατανάλωση και παραγωγή) και 13 (Δράση για το κλίμα) καθορίζουν στρατηγικούς στόχους βάσει της αρχής της επιμερισμένης ευθύνης.

3.1.2.

Οι εθνικά καθορισμένες συνεισφορές των μερών της συμφωνίας του Παρισιού καθορίζουν τους στρατηγικούς στόχους σε επίπεδο χώρας. Ο πρώτος παγκόσμιος απολογισμός που πραγματοποιήθηκε στην COP24 στο Κατοβίτσε δείχνει ότι οι φιλοδοξίες της πολιτικής για το κλίμα πρέπει σαφώς να ενισχυθούν περαιτέρω.

3.1.3.

Τον Νοέμβριο του 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολόγησε το μακροπρόθεσμο όραμά της με τίτλο «Καθαρός πλανήτης για όλους: Ένα ευρωπαϊκό, στρατηγικό, μακρόπνοο όραμα για μια ευημερούσα, σύγχρονη, ανταγωνιστική και κλιματικά ουδέτερη οικονομία». Σε αυτήν τη βάση, η ΕΕ θα εγκρίνει και θα υποβάλει τις δεσμεύσεις της όσον αφορά την πολιτική για το κλίμα μέχρι τις αρχές του 2020 στη σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC), όπως ζητήθηκε στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού, θα πρέπει δε να λάβει υπόψη τα ακόλουθα.

3.1.4.

Η μετάβαση προς περισσότερο οικολογικές οικονομίες απαιτεί ένα συνεκτικό και συγκεκριμένο ανά χώρα συνδυασμό μακροοικονομικών, βιομηχανικών, τομεακών και εργασιακών πολιτικών. Στόχος είναι να δημιουργηθούν αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού, δημιουργώντας ευκαιρίες απασχόλησης σε ευρεία κλίμακα.

3.1.5.

Η βιώσιμη ανάπτυξη πρέπει να εξετάζεται με συνεκτικό τρόπο σε όλους τους τομείς πολιτικής. Ένα τέτοιο πλαίσιο πολιτικής απαιτεί θεσμικές ρυθμίσεις που να διασφαλίζουν τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων φορέων σε όλα τα επίπεδα, με βάση εν μέρει ένα ισόρροπο φάσμα μορφών ιδιοκτησίας (δημόσιων, ιδιωτικών, κοινοτικών και συνεταιριστικών). Είναι επίσης αναγκαίος ο ευρωπαϊκός συντονισμός των εθνικών πολιτικών που διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα σύγκλισης μεταξύ των κρατών μελών. Οι επιπτώσεις στην απασχόληση λόγω αλλαγής οικονομικού μοντέλου πρέπει να αντιμετωπιστούν με βάση την ουσιαστική υλοποίηση της δίκαιης μετάβασης μέσω του κοινωνικού διαλόγου και του διαλόγου με την κοινωνία των πολιτών, ο οποίος να συνδέει το εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

3.2.    Προς μια ψηφιακή οικονομία

3.2.1.

Η ψηφιοποίηση και ο αυτοματισμός είναι πιθανό να έχουν τόσο θετικές όσο και αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία. Αφενός, παρουσιάζουν μεγάλες δυνατότητες όσον αφορά τόσο την αύξηση της παραγωγικότητας, ειδικά στους τομείς των υπηρεσιών όπου συνήθως είναι χαμηλή, όσο και την αποκέντρωση των δραστηριοτήτων καινοτομίας σε πιο περιφερειακές τοποθεσίες.

3.2.2.

Αφετέρου, έχουν τη δυνατότητα να εκτοπίσουν εργαζομένους που διεκπεραιώνουν επαναληπτικά μη γνωστικά καθήκοντα. Ενώ οι τεχνολογικές επαναστάσεις του παρελθόντος δεν οδήγησαν ποτέ σε μόνιμη μαζική ανεργία, εφόσον οι παλαιές θέσεις εργασίας που εκτοπίζονταν αντικαθίσταντο από νέες, η εν λόγω μετάβαση είναι απίθανο να είναι απρόσκοπτη ή ανώδυνη χωρίς προσπάθειες προσαρμογής.

3.2.3.

Οι δημόσιες πολιτικές στον τομέα της εκπαίδευσης μπορούν να μεταρρυθμίσουν τα εκπαιδευτικά συστήματα έτσι ώστε να εξοπλίζουν τους αποφοίτους με δεξιότητες που θα αυξάνουν την αντοχή τους έναντι της τεχνολογικής εκτόπισης και θα τους καθιστούν πιο ευπροσάρμοστους κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους ώστε να συμμετέχουν με επιτυχία στην αγορά εργασίας.

3.2.4.

Οι δημόσιες πολιτικές μπορούν επίσης να κατευθύνουν την τεχνολογική πρόοδο προς κατευθύνσεις που ελαχιστοποιούν τις δυσμενείς επιπτώσεις τους στην απασχόληση.

4.   Θεμέλια ενός ανθεκτικού και βιώσιμου οικονομικού μοντέλου και πολιτική στρατηγική για την επίτευξή του

4.1.

Προκειμένου να δημιουργηθεί οικονομική ανθεκτικότητα που συνάδει με την ανθεκτικότητα στην αγορά εργασίας και την κοινωνική ανθεκτικότητα, θα πρέπει να αναπτυχθούν πολυάριθμα εργαλεία για την προετοιμασία, την πρόληψη, την προστασία, την προώθηση (των αλλαγών) και το μετασχηματισμό, ανάλογα με την ένταση και τη διάρκεια των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες.

4.2.

Στην περίπτωση της ΟΝΕ, θα πρέπει να αποφεύγεται η συσσώρευση κινδύνων, η οποία κατά την τελευταία κρίση αποδείχθηκε ικανή να προκαλέσει μεγάλες διαταραχές. Για το σκοπό αυτό, η «διαδικασία μακροοικονομικής ανισορροπίας» αποτέλεσε βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, εξακολουθεί να βρίθει ασυμμετριών στον τρόπο αντιμετώπισης διαφορετικών ανισορροπιών (π.χ. ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών έναντι πλεονασμάτων) και δεν παράγει δεσμευτικές συστάσεις προσαρμογής, ειδικά για τα κράτη μέλη με υπερβολικά μεγάλα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών. Συνεπώς, χρειάζεται να προσαρμοστεί.

4.2.1.

Παρομοίως, θα πρέπει να αποφεύγονται οι μεγάλες αποκλίσεις όσον αφορά τον πληθωρισμό και τα επίπεδα των ονομαστικών μισθών. Ένας χρήσιμος πρακτικός κανόνας για τον συντονισμό σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ είναι οι ονομαστικοί μισθοί να αυξάνονται ανάλογα με το άθροισμα του ποσοστού του πληθωρισμού-στόχου της ΕΚΤ και του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας σε κλαδικό επίπεδο. Οι βιομηχανικές πολιτικές θα πρέπει να προωθούν την αύξηση της παραγωγικότητας στα φτωχότερα κράτη μέλη, ώστε να προωθηθεί η σύγκλιση. Οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν επίσης να εξομαλύνουν τις ονομαστικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ, αυξάνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής.

4.3.

Η οικονομική ανθεκτικότητα που συνάδει με την ανθεκτικότητα στην εργασία απαιτεί επίσης, αντί να βαρύνει τις αγορές εργασίας όλος ο φόρτος της προσαρμογής στους κραδασμούς, οι μακροοικονομικές πολιτικές, και ιδιαίτερα οι δημοσιονομικές, να έχουν το περιθώριο να ενεργούν επαρκώς ώστε να αντισταθμίζουν τις επιπτώσεις των κραδασμών, ιδίως των υφέσεων που πλήττουν ορισμένα κράτη μέλη περισσότερο από άλλα. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό θα ήταν με τη δημιουργία δημοσιονομικής ικανότητας σε επίπεδο ζώνης του ευρώ, μολονότι θα μπορούσε να λειτουργήσει και η εξασφάλιση μεγαλύτερης εμβέλειας για τις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές. Οι δημοσιονομικές πολιτικές με μεγαλύτερη ικανότητα σταθεροποίησης των εθνικών οικονομιών σε επίπεδο δραστηριοτήτων πλήρους απασχόλησης θα διευκολύνουν επίσης την ανάπτυξη βιώσιμων δημοσιονομικών αποθεμάτων ασφαλείας.

4.4.

Η εύρυθμη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών και των συστημάτων κοινωνικής προστασίας αποτελούν παράγοντες που ενισχύουν την οικονομική ανθεκτικότητα. Για να είναι συμβατή η δράση τους με τα βιώσιμα δημόσια οικονομικά, τα φορολογικά συστήματα των κρατών μελών πρέπει να παρέχουν επαρκείς πόρους. Η υγιής φορολόγηση αποτελεί επίσης βασικό παράγοντα ανθεκτικότητας.

4.5.

Το ευνοϊκό για τις επενδύσεις και την καινοτομία επιχειρηματικό περιβάλλον, η εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών και η αύξηση της ικανότητας κατανομής των χρηματοοικονομικών κινδύνων αποτελούν παράγοντες που ενισχύουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Σύμφωνα με προηγούμενη γνωμοδότησή της με θέμα «Προώθηση καινοτόμων επιχειρήσεων με υψηλό δυναμικό ανάπτυξης» (6), η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι πρέπει να προωθηθούν πολιτικές για την τόνωση αυτών των παραγόντων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υποστηρίζει τις πρωτοβουλίες της Επιτροπής σχετικά με την Τραπεζική Ένωση και την Ένωση Κεφαλαιαγορών. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ προχωρεί περαιτέρω και πιστεύει ότι η έννοια της αειφορίας θα πρέπει να συνεκτιμάται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως αναφέρει και στη γνωμοδότησή της με θέμα το σχέδιο δράσης της Επιτροπής για τη χρηματοδότηση της αειφόρου ανάπτυξης (7).

4.6.

Οι πολιτικές που διευκολύνουν τη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία και σε ένα κλιματικά ουδέτερο και περιβαλλοντικά βιώσιμο μοντέλο θα πρέπει να διασφαλίζουν επίσης ότι οι εν λόγω μεταβάσεις είναι δίκαιες. Η δίκαιη μετάβαση δεν θα πρέπει να είναι απλώς «προσθήκη» στις πολιτικές για το κλίμα ή την ψηφιοποίηση αλλά να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του πλαισίου πολιτικής για την αειφόρο ανάπτυξη. Οι πολιτικές δίκαιης μετάβασης θα πρέπει να επικεντρώνονται στη διόρθωση των αρνητικών διανεμητικών συνεπειών (που είναι φθίνουσες) των μέτρων πολιτικής για την κλιματική αλλαγή (στον βαθμό που φαίνεται να ενέχουν μεγαλύτερο σχετικό βάρος για τις ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος), να εστιάζουν στην ενεργό διαχείριση των μεταβάσεων στην αγορά εργασίας, αλλά και να ασχολούνται με ζητήματα περιφερειακής ανάπτυξης (π.χ. οικονομικά ευάλωτες περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από βιομηχανίες υψηλής έντασης ενέργειας).

4.6.1.

Η δίκαιη μετάβαση έχει δύο κύριες διαστάσεις: την πτυχή των «αποτελεσμάτων» (το νέο εργασιακό και κοινωνικό τοπίο σε μια οικονομία χωρίς άνθρακα) και την πτυχή της «διαδικασίας» (πώς φτάνουμε ως εκεί). Το «αποτέλεσμα» θα πρέπει να είναι η αξιοπρεπής εργασία για όλους σε μια κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς με την εξάλειψη της φτώχειας. Η διαδικασία, το πώς φτάνουμε ως εκεί, θα πρέπει να βασίζεται σε μια οργανωμένη μετάβαση με ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο σε όλα τα επίπεδα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι η κατανομή των βαρών είναι δίκαιη και ότι δεν θα μένει κανείς στο περιθώριο.

4.7.

Στο επίκεντρο των στρατηγικών για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και τον ορθό μετασχηματισμό του οικονομικού μας μοντέλου ενόψει των επικείμενων προκλήσεων, πρέπει να περιλαμβάνονται προβλέψεις για επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων επενδύσεων σε συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, ή κοινωνικών επενδύσεων με την ευρύτερη έννοια, καθώς επίσης και επενδύσεων σε τεχνολογίες που προωθούν την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.

4.7.1.

Η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ψηφιοποίησης απαιτεί τόσο την ανάπτυξη δεξιοτήτων και ικανοτήτων που θα επιτρέπουν στα άτομα να εκτελούν μη επαναληπτικές γνωσιακές εργασίες, όσο και την ικανότητα διά βίου επικαιροποίησης των δεξιοτήτων. Δεδομένου ότι οι υφιστάμενες (και αυξανόμενες) ανισότητες αποδεδειγμένα καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις ακαδημαϊκές επιδόσεις των σπουδαστών, είναι σημαντικό να τεθούν σε εφαρμογή στρατηγικές κοινωνικών επενδύσεων ώστε να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν θα μείνει στο περιθώριο.

4.7.2.

Οι —δημόσιες και ιδιωτικές— επενδύσεις σε μια μελλοντικά κλιματικά ουδέτερη οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών πρέπει να ενισχυθούν ώστε να επιτευχθούν οι αναβαθμισμένοι στόχοι μείωσης των εκπομπών της ΕΕ για το 2030, ενώ θα χρειαστούν ριζικές αλλαγές για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050, σύμφωνα με τους στόχους του Παρισιού, όπως αναγνωρίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής [COM(2018) 773 final]. Οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από την ΕΕ των 27 το 2017 ήταν μόλις στο 50 % του επιπέδου που είχε επιτευχθεί το 2011, αλλά και κατά 30 % χαμηλότερες από το 2016 (8). Η διαρκής αδυναμία της επενδυτικής δραστηριότητας σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Ευρώπη έρχεται επίσης σε αντίθεση με το υψηλό επίπεδο επιδοτήσεων υπέρ των ορυκτών καυσίμων που ακόμη υφίστανται στα κράτη μέλη της. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η έλλειψη επενδύσεων: η κατανομή των υφιστάμενων πόρων είναι επίσης δυσλειτουργική. Απαιτούνται σαφείς πολιτικοί στόχοι και ένα πιο συνεκτικό πλαίσιο πολιτικής για την αντιμετώπιση αυτών των αρνητικών τάσεων. Σε κάθε περίπτωση, το τέλος της εποχής των ορυκτών καυσίμων στην Ευρώπη πρέπει να συνοδεύεται από τις απαραίτητες επενδύσεις που θα διασφαλίζουν την προστασία των εργαζομένων της, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη στήριξη της τοπικής ανάπτυξης. Οι διαδικασίες μετάβασης πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και να συνδέονται αποτελεσματικές πολιτικές διαφάνειας και επικοινωνίας.

4.8.

Οι τρέχουσες ερμηνείες της ανταγωνιστικότητας επικεντρώνονται σε μια ερμηνεία βάσει κόστους, κυρίως του κόστους της εργασίας και της ενέργειας. Η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας επικεντρώνεται συνήθως στην εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Τα ποιοτικά στοιχεία της ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να αποκτήσουν μεγαλύτερη σημασία από την άποψη της παραγωγικότητας της εργασίας, της παραγωγικότητας των πόρων και της ενεργειακής απόδοσης και θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη από τα εθνικά συμβούλια παραγωγικότητας.

4.9.

Ένας σημαντικός στόχος θα πρέπει επομένως να είναι ο εξορθολογισμός του ευρωπαϊκού μηχανισμού μακροοικονομικής διακυβέρνησης όσον αφορά την υιοθέτηση μιας συνολικής και ολοκληρωμένης προσέγγισης της έννοιας της «βιώσιμης οικονομίας», η οποία θα περιλαμβάνει κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς δείκτες στη διαδικασία του Εξαμήνου και έτσι θα ενισχύει τόσο την ανθεκτικότητα όσο και τη βιωσιμότητα.

5.   Μέσα διακυβέρνησης και άσκησης οικονομικής πολιτικής —σε επίπεδο ΕΕ και κρατών μελών— για τη μετάβαση προς μια ανθεκτικότερη και πιο βιώσιμη οικονομία

5.1.

Η σημασία των επενδύσεων, ιδίως των δημοσίων επενδύσεων, για την ενίσχυση της προσαρμογής στις διαδικασίες της επικείμενης μετάβασης, αλλά και της δημοσιονομικής πολιτικής για την ενίσχυση των δυνατοτήτων απορρόφησης των κραδασμών, συνεπάγεται ότι είναι επιτακτική η ανάγκη να δημιουργηθεί χώρος για δημοσιονομικές πολιτικές προς αυτόν τον σκοπό σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο. Η ΕΕ πρέπει να θέσει η ίδια ως στόχο την επίτευξη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα του επιπέδου επενδύσεων που υφίσταντο πριν από την κρίση. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται τη γεφύρωση του επενδυτικού χάσματος και, συνεπώς, την αύξηση των επενδύσεων κατά δύο έως τρεις εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕγχΠ, ή κατά περίπου 300 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για την ΕΕ των 28 (9).

5.2.

Προκειμένου να ενισχυθεί η πλευρά των εσόδων και να διασφαλιστούν επαρκείς δημοσιονομικοί πόροι στην ΕΕ και τα κράτη μέλη, πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες κατά της φορολογικής απάτης, της φοροαποφυγής, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των φορολογικών παραδείσων και του αθέμιτου φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών. Χωρίς να θίγεται η στήριξη της καινοτομίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμφωνήσουν για τον συντονισμό της δράσης σε επίπεδο ΕΕ με σκοπό να ζητηθεί από τους ψηφιακούς κολοσσούς να καταβάλλουν το δίκαιο μερίδιό τους σε φορολογία σε κάθε κράτος μέλος όπου πραγματοποιούν κέρδη.

5.3.

Το σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ, πρέπει να βελτιωθεί προκειμένου να αποφευχθεί η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και η επιβάρυνση των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών με καθήκοντα που δεν μπορούν και δεν θα πρέπει να διεκπεραιώνουν.

5.4.

Η δημιουργία μιας αρκετά μεγάλης δημοσιονομικής ικανότητας στο επίπεδο της ζώνης του ευρώ ώστε να παρέχεται σταθεροποίηση σε περίπτωση κραδασμών αποτελεί την πλέον επιθυμητή επιλογή η οποία, ωστόσο, προς το παρόν φαίνεται να έχει περιέλθει σε αδιέξοδο.

5.5.

Η διατήρηση της δυνατότητας προστασίας των δημόσιων επενδύσεων σε εθνικό επίπεδο, ιδίως κατά τις περιόδους ύφεσης, θα πρέπει επίσης να κατέχει υψηλή θέση στον κατάλογο των προτεραιοτήτων. Χωρίς να θίγεται η διατήρηση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών, οι σημερινοί δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ θα μπορούσαν να τροποποιηθούν ή να ερμηνευθούν κατά τρόπον ώστε να αποκλείονται από τον υπολογισμό των ελλειμμάτων οι δημόσιες επενδύσεις, ιδίως οι κοινωνικές επενδύσεις και οι επενδύσεις σε περιβαλλοντικά έργα (10).

5.6.

Η Τραπεζική Ένωση πρέπει να συμπληρωθεί με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων και ενός κοινού δημοσιονομικού μηχανισμού ασφαλείας για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης. Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει την ανησυχία της για τα εμπόδια που θέτουν πολλές κυβερνήσεις στη διαδικασία ολοκλήρωσης των δύο αυτών έργων τα οποία είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και, τελικά, ιδιωτικών επενδύσεων στη ζώνη του ευρώ, και συνδέονται στενά με την αύξηση της ανθεκτικότητας.

5.7.

Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα κοινό ασφαλές ενεργητικό, ο χρηματοπιστωτικός κατακερματισμός θα πρέπει να μειωθεί με την προώθηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, το δυναμικό της νομισματικής πολιτικής χρειάζεται να στηριχθεί και οι βρόχοι ανάδρασης μεταξύ κράτους-τραπεζών θα πρέπει να μετριαστούν με την αντικατάσταση των εθνικών κρατικών ομολόγων στους ισολογισμούς των τραπεζών. Με το τελευταίο, θα ανοίξει επίσης ο δρόμος για τις απαραίτητες αλλά, μέχρι σήμερα, πολιτικά δύσκολες μεταρρυθμίσεις που θα εμβαθύνουν σημαντικά την ΟΝΕ. Οι χώρες που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε ένα κοινό πρόγραμμα ασφαλών περιουσιακών στοιχείων. Οι νομισματικές αρχές και οι υπεύθυνοι για την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική θα πρέπει να λάβουν υπόψη την κατάστασή τους για να εξασφαλίσουν την ανθεκτικότητα ολόκληρου του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

5.8.

Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο θα πρέπει να ενσωματώνει σε ευρύτερο φάσμα και με συνεκτικότερο τρόπο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας με στόχο την προς τα πάνω σύγκλιση και βιωσιμότητα σε όλα τα στάδια, από την ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης (η οποία θα μπορούσε να μετατραπεί σε ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας) έως τα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων και τις ειδικές ανά χώρα συστάσεις.

5.9.

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική ανθεκτικότητα και οι οποίοι έχουν θεμελιώδη σημασία για τη λειτουργία της ΟΝΕ. Μέσω του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, του ΠΔΠ 2021-2027 και άλλων νομοθετικών και κυβερνητικών μέσων, τα ευρωπαϊκά όργανα και τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν ένα συνεκτικό πρόγραμμα δράσης για την προώθηση και την ενίσχυση των βασικών παραγόντων που προάγουν την οικονομική ανθεκτικότητα σε ολόκληρη την ΕΕ και τη σύγκλιση των κρατών μελών σε σχέση με τους παράγοντες αυτούς.

5.10.

Εν κατακλείδι, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι τα ακόλουθα θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται ως βασικοί παράγοντες ανθεκτικότητας σε ένα πρόγραμμα δράσης:

α)

ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας: αύξηση της χρηματοοικονομικής ικανότητας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), προώθηση ευρωπαϊκής φορολογικής πολιτικής που θα περιλαμβάνει τη φορολογική εναρμόνιση, διευκόλυνση της δημοσιονομικής επάρκειας των κρατών μελών και σύσταση αποτελεσματικών μηχανισμών για την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης·

β)

ολοκλήρωση της νομισματικής ένωσης με την επέκταση των στόχων της ΕΚΤ, τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού δημόσιου ταμείου με ικανότητα έκδοσης χρεών, τη βελτίωση της διακυβέρνησης της ζώνης του ευρώ και τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της·

γ)

αύξηση της παραγωγικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών με την εστίαση σε βασικούς παράγοντες όπως οι επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές), η έρευνα, η ανάπτυξη, η εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση, η βελτίωση της διαχείρισης των επιχειρήσεων και η συμμετοχή των εργαζομένων·

δ)

αγορά εργασίας και ποιότητα απασχόλησης: ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του κοινωνικού διαλόγου, διασφάλιση αποτελεσματικής λειτουργίας των αυτόματων σταθεροποιητών και σχεδιασμός περισσότερων και καλύτερων ενεργών πολιτικών απασχόλησης. Η δημιουργία ευρωπαϊκής ασφάλισης ανεργίας (συμπληρωματικής των εθνικών) θα μπορούσε να αποτελέσει μέσο για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οικονομιών πανευρωπαϊκά, αλλά και την εμπέδωση της πολιτικής συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ζητούμε από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να μελετήσουν τη σκοπιμότητα της χρηματοδότησης αυτής στο πλαίσιο του ΠΔΠ για την περίοδο 2021-2027·

ε)

προώθηση της κοινωνικής συνοχής και πρόοδος προς μια κοινωνία με λιγότερους αποκλεισμούς μέσα από την υλοποίηση του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων και με την κατάλληλη χρηματοδότηση· και

στ)

προώθηση της δημιουργίας ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις επιχειρηματικές επενδύσεις και βελτίωση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, επείγουσα ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών και της Τραπεζικής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων.

5.11.

Η ΕΚΤ, μαζί με τις περισσότερες άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, θα πρέπει πιθανότατα να συνεχίσει τις «αντισυμβατικές» νομισματικές πολιτικές της για όσο διάστημα οι πληθωριστικές προσδοκίες παραμένουν κάτω από τον στόχο. Θα πρέπει επίσης να εξετάσει το ενδεχόμενο άμεσης χρηματοδότησης των επενδύσεων σε προγράμματα πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.

5.12.

Το επικείμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ) θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τη φιλοδοξία ανάπτυξης μιας ανθεκτικής και βιώσιμης οικονομίας. Η πρόταση της Επιτροπής για το ΠΔΠ 2021-2027 δεν προβλέπει επαρκείς πόρους για την ενίσχυση των παραγόντων ανθεκτικότητας, δηλαδή, των επενδύσεων και της νέας λειτουργίας επενδυτικής σταθεροποίησης, των πολιτικών συνοχής που ευνοούν την οικονομική και την κοινωνική σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών, των εσωτερικών πολιτικών κοινωνικής συνοχής που εγγράφονται στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων και των δίκαιων μεταβάσεων που προτείνονται στην παρούσα γνωμοδότηση. Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει το αίτημα που περιέχεται στη γνωμοδότησή της για το Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο μετά το 2020 (11), ότι δηλαδή τα χρηματοδοτικά μέσα που θα διατίθενται στο επόμενο ΠΔΠ να φθάνουν το 1,3 % του ΑΕΕ της ΕΕ των 27. Η προτεινόμενη περικοπή στη χρηματοδότηση των πολιτικών συνοχής —κατά 10 % σε σύγκριση με το τρέχον ΠΔΠ στην πρόταση της Επιτροπής για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο— φαίνεται ιδιαίτερα απαράδεκτη δεδομένης της ανάγκης ενίσχυσης των βασικών πολιτικών που προάγουν την ανθεκτικότητα και τη βιωσιμότητα.

5.12.1.

Θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικοί χρηματοδοτικοί πόροι για τη διευκόλυνση της μετάβασης προς μια βιώσιμη οικονομία (π.χ. ένα «ταμείο δίκαιης μετάβασης») σύμφωνα με την πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2018 για τη δημιουργία ενός τέτοιου ταμείου με κονδύλια ύψους 4,8 δισεκατ. ευρώ.

5.12.2.

Η διαρθρωτική πολιτική και η πολιτική συνοχής της ΕΕ πρέπει να ενσωματωθούν στο μοντέλο της «βιώσιμης οικονομίας». Παρά το γεγονός ότι ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής (και η προσαρμογή σε αυτήν) αποτελούν ήδη προτεραιότητα στη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων (ΕΔΕΤ), ο στόχος αυτός υποστηρίζεται κυρίως με τη στήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ενεργειακής απόδοσης. Δεν έχει ακόμη γενικά εξορθολογιστεί υπό την έννοια της στήριξης της μετάβασης προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία και δεν υπάρχουν ειδικές προτεραιότητες που να αφορούν τις δίκαιες μεταβάσεις.

5.12.3.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ανησυχία της για το γεγονός ότι η χρηματοδότηση ενεργειακών έργων ορυκτών καυσίμων μέσω της ΕΤΕπ και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ) είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη της καθαρής ενέργειας. Αν και η χρηματοδότηση της υποδομής φυσικού αερίου αφορά μια «μεταβατική πηγή ενέργειας», είναι απαραίτητο να ισχύουν αυστηρότεροι στόχοι για τις εκπομπές.

5.12.4.

Οι πολιτικές επιδοτήσεων της ΕΕ και των κρατών μελών πρέπει να είναι σύμφωνες με τον στόχο της επίτευξης της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Όλες οι επιδοτήσεις για οικονομικές δραστηριότητες που επηρεάζουν την επίτευξη αυτού του στόχου ή βλάπτουν το περιβάλλον με άλλους τρόπους θα πρέπει να καταργηθούν το συντομότερο δυνατόν.

5.13.

Δεδομένου του είδους των μέτρων και της κλίμακας των προσπαθειών που απαιτούνται για την οικοδόμηση μιας ανθεκτικότερης και πιο βιώσιμης οικονομίας, είναι απαραίτητη η ενεργός συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και άλλων αντιπροσωπευτικών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στη διαμόρφωση της πορείας προς τη δίκαιη μετάβαση, αλλά και της πορείας προς την ανθεκτικότητα. Η ενίσχυση της συμμετοχής των εργαζομένων και της δημοκρατίας στον χώρο εργασίας θα μπορούσε να συμβάλει στην αύξηση της προσαρμοστικότητας και της ανθεκτικότητας σε επίπεδο βιομηχανίας. Είναι ένας παράγοντας ανθεκτικότητας που ενισχύει, με τη σειρά του, άλλους παράγοντες με τους οποίους έχει θετική συσχέτιση με τη λειτουργία των επιχειρήσεων και της οικονομίας: η παραγωγικότητα, η ικανότητα καινοτομίας, η ποιότητα της απασχόλησης κ.λπ. Οι συνεταιρισμοί των εργαζομένων μπορούν επίσης να παράσχουν ένα ισχυρό μοντέλο δημοκρατίας στην εταιρεία, με βάση το κοινό συμφέρον και την αλληλεγγύη και τις ρίζες της στην τοπική περιοχή.

5.13.1.

Από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή των εργαζομένων είναι απαραίτητη για μια επιτυχημένη οικολογική και ψηφιακή μετάβαση. Τα υφιστάμενα μέσα για τη συμμετοχή των εργαζομένων και τη δημοκρατία στις επιχειρήσεις πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Οι κοινωνικοί εταίροι και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα πρέπει να μεριμνήσουν για τη διάθεση παρόμοιων μέσων σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και να συνδεθούν με τις διαδικασίες κοινωνικού διαλόγου που προωθούν τις δίκαιες μεταβάσεις. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΔΟΕ του 2015 για τη δίκαιη μετάβαση (12) παρέχουν ένα σύνολο πρακτικών μέσων στις κυβερνήσεις και στους κοινωνικούς εταίρους όσον αφορά τη διαχείριση της εν λόγω διεργασίας μετασχηματισμού.

Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2019.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Luca JAHIER


(1)  European Commission, Note for the Eurogroup: Economic resilience in EMU, 13/9/2017 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Σημείωμα για την Ευρωομάδα: Οικονομική ανθεκτικότητα στην ΟΝΕ).

(2)  Έγγραφο προβληματισμού «Προς μια βιώσιμη Ευρώπη έως το 2030», Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2019).

(3)  Raworth (2017).

(4)  ΕΕ C 228 της 5.7.2019, σ. 37.

(5)  ΕΕ C 143 της 22.5.2012, σ. 39.

(6)  ΕΕ C 75 της 10.3.2017, σ. 6.

(7)  ΕΕ C 62 της 15.2.2019, σ. 73.

(8)  Frankfurt School-UNEP-BNEF (2018).

(9)  How to close the European investment gap? (Πώς να γεφυρωθεί το επενδυτικό χάσμα;), Michael Dauderstädt, Friedrich Ebert Stiftung.

(10)  ΕΕ C 262 της 25.7.2018, σ. 28 και γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Οικονομική πολιτική της ζώνης του ευρώ» (ΕΕ C 159 της 10.5.2019, σ. 49).

(11)  ΕΕ C 440 της 6.12.2018, σ. 106.

(12)  Κατευθυντήριες γραμμές για μια δίκαιη μετάβαση προς οικολογικά βιώσιμες οικονομίες και κοινωνίες για όλους, Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ).


Top