EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52018AE0300

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση» [COM(2017) 797 final — 2017/0355 (COD)]

EESC 2018/00300

OJ C 283, 10.8.2018, p. 39–47 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

10.8.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 283/39


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση»

[COM(2017) 797 final — 2017/0355 (COD)]

(2018/C 283/06)

Εισηγητής:

ο κ. Christian BÄUMLER

Συνεισηγήτρια:

η κ. Vladimíra DRBALOVÁ

Αίτηση γνωμοδότησης

Αίτηση γνωμοδότησης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης: 10.1.2018

Αίτηση γνωμοδότησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: 18.1.2018

Νομική βάση

Άρθρο 153 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

 

Αρμόδιο τμήμα

Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη

Υιοθετήθηκε από το τμήμα

25.4.2018

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

23.5.2018

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

535

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

164/22/9

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) υποστηρίζει την προσπάθεια της Επιτροπής να εξασφαλίσει για όλους τους εργαζομένους, ιδίως για όσους απασχολούνται σε άτυπες μορφές εργασίας, περισσότερο διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας, ως ένα απτό βήμα προς την υλοποίηση του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων.

1.2.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την απογοήτευσή της για το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατό να αναθεωρηθεί και να επικαιροποιηθεί η «οδηγία για τη γραπτή δήλωση» (οδηγία 91/533/ΕΟΚ) στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου. Επισημαίνει ότι οι κοινωνικοί εταίροι διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο στη θέσπιση διαφανών και προβλέψιμων όρων εργασίας μέσω του κοινωνικού διαλόγου και της συλλογικής διαπραγμάτευσης, με σεβασμό της πολυμορφίας που παρουσιάζεται μεταξύ των κρατών μελών και των εθνικών πρακτικών.

1.3.

Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει επίσης ότι η έκθεση REFIT επισημαίνει ότι η ισχύουσα οδηγία 91/533/ΕΟΚ εξακολουθεί να έχει σαφή προστιθέμενη αξία, επιτυγχάνει τον σκοπό της, παραμένει σημαντικό μέρος του κοινοτικού κεκτημένου και εξακολουθεί να είναι συναφής για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Παρατηρήθηκαν, ωστόσο, ελλείψεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και την υλοποίησή της.

1.4.

Ορισμένα από τα κράτη μέλη αντιμετώπισαν τις προκλήσεις της άτυπης απασχόλησης και θέσπισαν μέτρα προστασίας μέσω συλλογικών συμβάσεων, κοινωνικού διαλόγου και νομοθεσίας, με στόχο την εξασφάλιση δίκαιων συνθηκών εργασίας και μεταβάσεων με διαφοροποιημένες σταδιοδρομίες στις αγορές εργασίας, η δε ΕΟΚΕ επικροτεί ρητά την πρωτοβουλία αυτή. Η Επιτροπή θα πρέπει να διευκρινίσει ότι οι εν λόγω μορφές προστασίας θα πρέπει να διατηρηθούν, με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων.

1.5.

Η ΕΟΚΕ κατανοεί τους στόχους της πρότασης της Επιτροπής σχετικά με την έκδοση οδηγίας για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας οι οποίες, οι οποίοι θα πρέπει να οδηγούν σε καλύτερη προστασία των εργαζομένων, ιδίως όσων απασχολούνται σε άτυπες μορφές απασχόλησης. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι μόνο μια ισορροπημένη και νομικά ορθή, σαφής και επαρκώς αιτιολογημένη πρόταση θα είναι σε θέση να εγγυηθεί την αναγκαία σύγκλιση και να διασφαλίσει τη συνεκτική εφαρμογή στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας των υποχρεώσεων που απορρέουν από την προτεινόμενη οδηγία.

1.6.

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει την ιδιαίτερη κατάσταση των φυσικών προσώπων που δραστηριοποιούνται ως εργοδότες, καθώς και των πολύ μικρών και των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες ενδέχεται να μην διαθέτουν τους ίδιους πόρους όπως οι μεσαίες και οι μεγάλες επιχειρήσεις κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της προτεινόμενης οδηγίας. Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ προτρέπει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη να παράσχουν την κατάλληλη στήριξη και βοήθεια σε αυτές τις επιχειρήσεις, ούτως ώστε να είναι σε θέση να τηρήσουν τις υποχρεώσεις αυτές. Η χρήση υποδειγμάτων επιστολών και προτύπων, όπως ήδη προβλέπεται στην πρόταση, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα, ενώ, συγχρόνως, θα πρέπει να διερευνηθούν και περαιτέρω πρακτικά μέτρα.

1.7.

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τη γραπτή δήλωση πρέπει να επικαιροποιηθεί ώστε να εξετάζει τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τηρώντας παράλληλα τις εθνικές πρακτικές. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει θεσπίσει κριτήρια στη νομολογία του για τον καθορισμό της ιδιότητας του εργαζομένου τα οποία είναι κατάλληλα για τον προσδιορισμό του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Ο ορισμός του «εργαζομένου» στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στηρίζεται σε αυτά τα κριτήρια. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο θέσπισης κατευθυντηρίων γραμμών προκειμένου να υποστηριχθούν οι εργοδότες κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους και να ευαισθητοποιηθούν οι εργαζόμενοι, πρακτική που θα περιορίσει τον κίνδυνο δικαστικών προσφυγών.

1.8.

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να καθορίζουν, στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου, ποιος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του όρου «εργαζόμενος», ωστόσο, αυτό θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του σκοπού της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στην «προώθηση ασφαλέστερης και πιο προβλέψιμης απασχόλησης, με παράλληλη διασφάλιση της προσαρμοστικότητας της αγοράς εργασίας και βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης». Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι στο πεδίο της εφαρμογής της οδηγίας θα πρέπει, συνεπώς, να ενσωματωθούν οι οικιακοί βοηθοί, οι ναυτικοί και οι αλιείς. Οι συνθήκες εργασίας των ναυτικών ρυθμίζονται ήδη σε μεγάλο βαθμό από την Συμφωνία των Ευρωπαίων Κοινωνικών Εταίρων σχετικά με τη σύμβαση Ναυτικής Εργασίας του 2006 της ΔΟΕ, η οποία επισυνάπτεται στο παράρτημα της Οδηγίας 2009/13/ΕΚ του Συμβουλίου.

1.9.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι το κριτήριο για τον ορισμό του «εργαζομένου» ως προσώπου ευρισκομένου υπό τη διεύθυνση άλλου προσώπου θα μπορούσε να παρεμποδίσει την ένταξη των εργαζομένων σε πλατφόρμες. Ως εκ τούτου, συνιστά περαιτέρω αποσαφήνιση, έτσι ώστε οι εν λόγω εργαζόμενοι να επωφελούνται επίσης από την προστασία που παρέχει η οδηγία. Η ΕΟΚΕ φρονεί, ωστόσο, ότι τα άτομα που χρησιμοποιούν πλατφόρμες και είναι πραγματικά αυτοαπασχολούμενοι και ανεξάρτητα θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

1.10.

Η ΕΟΚΕ συνιστά να διευκρινιστεί το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας όσον αφορά τον ορισμό του εργοδότη, καθότι, επί του παρόντος, είναι ασαφές.

1.11.

Η ΕΟΚΕ στηρίζει την αναδιατύπωση της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών στους εργαζόμενους αναφορικά με τους όρους εργασίας τους κατά την έναρξη ή την τροποποίηση της σχέσης εργασίας και τη διευκρίνιση ότι αυτό πρέπει να γίνει το αργότερο κατά την έναρξη μιας τέτοιας σχέσης ή όταν αρχίσουν να ισχύουν αλλαγές. Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι ενδέχεται να υπάρχουν αιτιολογημένοι επιχειρησιακοί λόγοι προκειμένου να εξασφαλιστεί κάποια περιορισμένη ευελιξία στην περίπτωση των πολύ μικρών και των μικρών επιχειρήσεων, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι εργαζόμενοι είναι ενημερωμένοι σχετικά με τους όρους εργασίας τους όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα πριν από την έναρξη της σχέσης εργασίας.

1.12.

Η ΕΟΚΕ σημειώνει ότι η υπό συζήτηση πρόταση εξασφαλίζει στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες παρεκκλίνουν από τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τους όρους εργασίας. Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει αυτή την πρόταση υπό τον όρο ότι θα εκπληρώνονται οι στόχοι της οδηγίας και ότι η συνολική προστασία των εργαζομένων θα διαμορφώνεται σε ένα αποδεκτό επίπεδο και δεν θα υπονομεύεται.

1.13.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η κατά παραγγελία εργασία δεν μπορεί να διατηρηθεί ως μορφή απασχόλησης χωρίς τον καθορισμό δέουσας περιόδου αναφοράς και εύλογης περιόδου προειδοποίησης. Η ΕΟΚΕ συνιστά οι συμβάσεις εργασίας που προβλέπουν κατά παραγγελία εργασία να εγγυώνται έναν ορισμένο αριθμό ωρών ή αντίστοιχη αμοιβή.

1.14.

Η ΕΟΚΕ στηρίζει τις διατάξεις αναφορικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τους όρους εργασίας, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, τους περιορισμούς σχετικά με την απαγόρευση της παράλληλης απασχόλησης, την ελάχιστη προβλεψιμότητα της εργασίας, τη μετάβαση σε μια άλλη μορφή απασχόλησης, εφόσον αυτή είναι διαθέσιμη, και την παροχή δωρεάν κατάρτισης εφόσον αυτό απαιτείται για τον εργαζόμενο προκειμένου να εκτελέσει το έργο. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ συνιστά την αποσαφήνιση ορισμένων πτυχών και πιστεύει ότι η ευθύνη θα πρέπει να εναπόκειται στο εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με τις εθνικές νομικές πρακτικές και τις πρακτικές κοινωνικού διαλόγου.

1.15.

Η ΕΟΚΕ είναι της άποψης ότι, για την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας, κρίνεται σκόπιμο να προστατεύονται τα δικαιώματα των εργαζομένων κατά της απόλυσης ή να εφαρμόζονται άλλα μέτρα με ισοδύναμο αποτέλεσμα, διότι έχουν επικαλεστεί τα δικαιώματά τους δυνάμει της οδηγίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι εύλογο ότι ο εργοδότης μπορεί να κληθεί, ύστερα από αίτηση του εργαζομένου, να στοιχειοθετήσει τους λόγους της απόλυσης γραπτώς.

1.16.

Η παρούσα πρόταση προβλέπει μέσα για την επιβολή κυρώσεων για παράβαση των υποχρεώσεων ενημέρωσης της οδηγίας. Η ΕΟΚΕ έχει επιστήσει την προσοχή σε αυτό το κενό σε προηγούμενη γνωμοδότησή της, στην οποία ζητούσε την αποκατάστασή του. Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι οι κυρώσεις, όπου δικαιολογούνται, θα πρέπει να αντιστοιχούν στο επίπεδο της ζημίας που υφίσταται ο εργαζόμενος. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για τη διάταξη που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1, με την οποία παρέχεται στους εργοδότες προθεσμία 15 ημερών να συμπληρώσουν τις ελλείπουσες πληροφορίες.

1.17.

Η πρόταση ορίζει ελάχιστα πρότυπα σύγκλισης και είναι ζωτικής σημασίας οι εργαζόμενοι που απολαύουν σήμερα καλύτερα ουσιαστικά δικαιώματα να μην φοβούνται επιδείνωση των υφιστάμενων δικαιωμάτων όταν τεθεί σε ισχύ η οδηγία. Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τη ρητή ρήτρα της μη υποβάθμισης των προτύπων που περιέχονται στην παρούσα πρόταση. Εντούτοις, η ΕΟΚΕ συνιστά, πέραν της εξασφάλισης ότι δεν θα υπάρξει υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας, η προτεινόμενη οδηγία να καταστεί επίσης πιο σαφής ως προς την παράμετρο ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει επιδείνωση των όρων που ισχύουν στους επιμέρους τομείς οι οποίοι καλύπτονται από την οδηγία.

2.   Πλαίσιο της πρότασης

2.1.

Η προτεινόμενη οδηγία για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση [2017/0355 (COD)] αποσκοπεί στην αντικατάσταση της ισχύουσας οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Οκτωβρίου 1991 σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας (οδηγία για τη γραπτή δήλωση). Η εν λόγω προτεινόμενη οδηγία συμπληρώνει επίσης άλλες υφιστάμενες οδηγίες της ΕΕ.

2.2.

Η νομική βάση της πρότασης εντοπίζεται στο άρθρο 153 παράγραφος 2 στοιχείο β) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βασίζεται σε αξιολόγηση βάσει του προγράμματος REFIT του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου. Η έκθεση REFIT επισημαίνει ότι η οδηγία για τη γραπτή δήλωση αποφέρει σαφή προστιθέμενη αξία, επιτυγχάνει τον σκοπό της, παραμένει σημαντικό μέρος του κοινοτικού κεκτημένου και εξακολουθεί να είναι συναφής για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Παρατηρήθηκαν, ωστόσο, ελλείψεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και την υλοποίησή της.

2.3.

Το κόστος έκδοσης νέας ή αναθεωρημένης γραπτής δήλωσης αναμένεται να ανέλθει σε 18-153 ευρώ για τις ΜΜΕ και σε 10-45 ευρώ για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις θα επιβαρυνθούν επίσης με κατ’ αποκοπή δαπάνες που σχετίζονται με την εξοικείωση με τη νέα οδηγία: κατά μέσο όρο 53 ευρώ για τις ΜΜΕ και 39 ευρώ για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Το κόστος της ανταπόκρισης σε αιτήματα για νέα μορφή απασχόλησης αναμένεται να είναι παρόμοιο με εκείνο που προκύπτει από την έκδοση νέας γραπτής δήλωσης.

2.4.

Οι εργοδότες προβλέπουν ορισμένες μέτριες έμμεσες δαπάνες (νομικές συμβουλές, αναθεωρημένα συστήματα προγραμματισμού, χρόνος διαχείρισης ανθρώπινων πόρων, ενημέρωση για το προσωπικό κ.λπ.). Απώλειες ευελιξίας θα σημειωθούν μόνο οριακά (δηλαδή για το μικρό ποσοστό των εργοδοτών που κάνουν εκτενή χρήση των πιο ευέλικτων μορφών απασχόλησης).

2.5.

Στις 26 Απριλίου 2017 και στις 21 Σεπτεμβρίου 2017, η Επιτροπή ενεργοποίησε δύο φάσεις της διαβούλευσης με τους Ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους σχετικές με την πιθανή κατεύθυνση και το περιεχόμενο της δράσης της Ένωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 154 της ΣΛΕΕ. Όσον αφορά την ανάγκη λήψης νομοθετικών μέτρων για την αναθεώρηση της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ, οι απόψεις των κοινωνικών εταίρων ήταν ανάμεικτες. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει, όπως και σε προηγούμενη γνωμοδότησή της, ότι οι διαφανείς και προβλέψιμοι όροι εργασίας πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης κυρίως των κοινωνικών εταίρων στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου (1) και εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για την έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνίας σε ενωσιακό επίπεδο.

2.6.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο κόσμος της εργασίας έχει εξελιχθεί σημαντικά από τότε που εκδόθηκε η οδηγία 91/533/ΕΟΚ (εφεξής η «οδηγία για τη γραπτή δήλωση») σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας. Τα τελευταία 25 χρόνια επέφεραν αυξανόμενη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Το 2016 το ένα τέταρτο του συνόλου των συμβάσεων εργασίας αφορούσε «μη τυπικές» μορφές απασχόλησης και τα τελευταία δέκα χρόνια περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των νέων θέσεων ήταν «μη τυπικές». Η ψηφιοποίηση έχει επίσης διευκολύνει τη δημιουργία νέων μορφών απασχόλησης.

2.7.

Η Επιτροπή σημειώνει στην πρόταση ότι η ευελιξία που συνεπάγονται οι νέες μορφές απασχόλησης αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη της αγοράς εργασίας. Από το 2014 έχουν δημιουργηθεί πάνω από πέντε εκατομμύρια θέσεις εργασίας, εκ των οποίων σχεδόν το 20 % σε νέες μορφές απασχόλησης.

2.8.

Παρά ταύτα, η Επιτροπή έχει επίσης αναγνωρίσει ότι οι τάσεις αυτές έχουν τροφοδοτήσει αστάθεια και αυξάνουν την αβεβαιότητα σε ορισμένες εργασιακές σχέσεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους που βρίσκονται στις πλέον ανασφαλείς καταστάσεις. 4 έως 6 εκατομμύρια εργαζόμενοι έχουν συμβάσεις κατά παραγγελία και συμβάσεις διαλείπουσας απασχόλησης, πολλοί εκ των οποίων με λίγες ενδείξεις σχετικά με το πότε και για πόσο χρονικό διάστημα θα εργαστούν. Έως και 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι υπόκεινται σε ρήτρες αποκλειστικότητας, οι οποίες τους εμποδίζουν να εργαστούν για άλλον εργοδότη. Από την άλλη, η έκτη ευρωπαϊκή έρευνα για τις συνθήκες εργασίας (2015) διαπίστωσε ότι το 80 % των εργαζομένων από την ΕΕ των 28 ήταν ικανοποιημένοι από τις συνθήκες εργασίας τους.

2.9.

Ορισμένα από τα κράτη μέλη αντιμετώπισαν τις προκλήσεις της άτυπης απασχόλησης και θέσπισαν μέτρα προστασίας μέσω συλλογικών συμβάσεων, κοινωνικού διαλόγου και νομοθεσίας, με στόχο την εξασφάλιση δίκαιων συνθηκών εργασίας και μεταβάσεων με διαφοροποιημένες σταδιοδρομίες στις αγορές εργασίας, η δε ΕΟΚΕ επικροτεί ρητά την πρωτοβουλία αυτή. Η Επιτροπή οφείλει να αναφέρει στις αιτιολογικές σκέψεις ότι πρέπει να τηρούνται ορισμένες μορφές προστασίας, π.χ. ανάλογες με του Βελγίου και της Σουηδίας. Στο Βέλγιο, για παράδειγμα, το σύστημα συμπληρωματικών θέσεων εργασίας σε διάφορους τομείς βασίζεται στην αρχή ότι οι εργαζόμενοι έχουν ήδη μια άλλη κύρια εργασία.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1.

Η ΕΟΚΕ έχει ενθαρρύνει επίσης τα κράτη μέλη και την ΕΕ, στις γνωμοδοτήσεις της (2) με θέμα τον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, να θεσπίσουν και να διατηρήσουν ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που θα προωθεί την προσαρμοστικότητα, θα είναι απλό, διαφανές και προβλέψιμο, θα ενισχύει και θα διαφυλάσσει τα δικαιώματα των εργαζομένων και το κράτος δικαίου, και μέσω του οποίου η ΕΕ θα μπορεί να προωθήσει ένα σταθερό νομικό πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τον κοινωνικό διάλογο κατά την εφαρμογή της ευελιξίας με ασφάλεια. Στην πρώτη γνωμοδότησή της για τον πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων (3), η ΕΟΚΕ υπογράμμιζε ότι οι συνθήκες της αγοράς εργασίας πρέπει να στηρίξουν νέες και πιο ποικιλόμορφες πορείες σταδιοδρομίας. Στον εργασιακό βίο απαιτούνται διαφορετικές μορφές δημιουργίας θέσεων εργασίας και διαφορετικές μορφές απασχόλησης. Αυτό απαιτεί την εξασφάλιση κατάλληλου νομοθετικού περιβάλλοντος για την προστασία της απασχόλησης, την παροχή ενός πλαισίου για δίκαιους όρους εργασίας και την τόνωση των προσλήψεων με βάση όλες τις συμβάσεις εργασίας.

3.2.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η άτυπη απασχόληση μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο για τα άτομα όσο και για την κοινωνία. Η επισφαλής απασχόληση μπορεί, για παράδειγμα, να αποτρέπει τη δημιουργία οικογένειας, την αγορά κατοικίας και την υλοποίηση άλλων προσωπικών σχεδίων. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι νέοι, οι γυναίκες και τα άτομα που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών πλήττονται ιδιαίτερα από τις εν λόγω μορφές απασχόλησης. Οι χαμηλότερες αμοιβές που συνδέονται συχνά με την άτυπη απασχόληση μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να απαιτούν συμπληρωματικές κοινωνικές παροχές και, επιπλέον, να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, καθώς και στο ύψος των συντάξεων.

3.3.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί τον στόχο της Επιτροπής να διασφαλιστεί ότι οι δυναμικές καινοτόμες αγορές εργασίας που στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ πλαισιώνονται κατά τρόπο που παρέχει βασική προστασία σε όλους τους εργαζομένους και πιο μακροπρόθεσμη αύξηση της παραγωγικότητας για τους εργοδότες, ενώ επιτρέπει τη σύγκλιση προς καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας σε ολόκληρη την ΕΕ. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι μόνο μια ισορροπημένη και νομικά ορθή, σαφής και επαρκώς αιτιολογημένη πρόταση θα είναι σε θέση να εγγυηθεί την αναγκαία σύγκλιση και να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας των υποχρεώσεων που απορρέουν από το υπό συζήτηση τμήμα του εργατικού δικαίου.

3.4.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το ρυθμιστικό σύστημα σε όλη την ΕΕ καθίσταται ολοένα και πιο πολύπλοκο. Σύμφωνα με την Επιτροπή, αυτό επιτείνει τον κίνδυνο ανταγωνισμού ο οποίος βασίζεται στην υπονόμευση των κοινωνικών προτύπων, γεγονός που έχει επιζήμιες συνέπειες τόσο για τους εργοδότες, οι οποίοι υφίστανται μη βιώσιμη ανταγωνιστική πίεση, όσο και για τα κράτη μέλη, τα οποία χάνουν φορολογικά έσοδα και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τον στόχο της Επιτροπής να θέσει ελάχιστες απαιτήσεις για τους άτυπους εργαζομένους με σεβασμό των εθνικών συστημάτων δικαίου και κοινωνικού διαλόγου, προστατεύοντας ιδίως όσους δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις.

3.5.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί την πρόταση ως μία από τις βασικές πρωτοβουλίες της Επιτροπής για την υλοποίηση του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, που διακηρύχθηκε από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στην κοινωνική σύνοδο κορυφής για τη δίκαιη απασχόληση και την ανάπτυξη, που πραγματοποιήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2017 στο Γκέτεμποργκ. Ο πυλώνας λειτουργεί ως πυξίδα για την ανανεωμένη ανοδική σύγκλιση στα κοινωνικά πρότυπα εν μέσω της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας του κόσμου της εργασίας. Η παρούσα οδηγία συμβάλλει στην εφαρμογή των αρχών για «Ασφαλή και ευπροσάρμοστη απασχόληση» και «Ενημέρωση για τους όρους απασχόλησης και προστασία σε περίπτωση απολύσεων» που θεσπίζονται στον πυλώνα. Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις όσον αφορά τον αποτελεσματικότερο τρόπο εφαρμογής των αρχών αυτών. Ορισμένοι θεωρούν ότι η πρόταση της Επιτροπής αποτελεί σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι υπερβαίνει τα αναγκαία.

3.6.

Ωστόσο, η ΕΟΚΕ τονίζει ότι ο κοινωνικός διάλογος και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα πρέπει να παραμείνουν το σημαντικότερο εργαλείο για τη θέσπιση διαφανών, προβλέψιμων και αξιοπρεπών όρων εργασίας, η δε Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να προσέχει να μην παρεμβαίνει και να μην παρεμποδίζει τον κοινωνικό διάλογο και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1.   Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

4.1.1.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2, τα ελάχιστα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην οδηγία ισχύουν για όλους τους εργαζομένους στην Ένωση. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας για τη γραπτή δήλωση πρέπει να επικαιροποιηθεί ώστε να εξετάζει τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, ενώ παράλληλα σέβεται τις εθνικές πρακτικές. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει θεσπίσει κριτήρια στη νομολογία του για τον καθορισμό της ιδιότητας του εργαζομένου, τα οποία είναι κατάλληλα για τον προσδιορισμό του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Ο ορισμός του «εργαζομένου» στο άρθρο 2 παράγραφος 1 βασίζεται σε αυτά τα κριτήρια. Τα κριτήρια διασφαλίζουν τη συνεκτική εφαρμογή του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, αφήνοντας στις εθνικές αρχές και στα εθνικά δικαστήρια την εφαρμογή της σε ειδικές καταστάσεις. Υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τα εν λόγω κριτήρια, οι οικιακοί βοηθοί, οι κατά παραγγελία εργαζόμενοι, οι διαλείποντες εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι βάσει δελτίου, οι εργαζόμενοι σε πλατφόρμες, οι ασκούμενοι και οι μαθητευόμενοι θα μπορούσαν να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

4.1.2.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι το κριτήριο για τον ορισμό του εργαζομένου ως προσώπου ευρισκομένου υπό τη διεύθυνση άλλου προσώπου θα μπορούσε να παρεμποδίσει την ένταξη των εργαζομένων σε πλατφόρμες. Ως εκ τούτου, πρέπει να διευκρινιστεί στις αιτιολογικές σκέψεις ότι οι αλγόριθμοι μπορούν να είναι δεσμευτικοί για τους εργαζομένους κατά τον ίδιο τρόπο με τις προφορικές ή τις γραπτές οδηγίες. Οι πραγματικοί αυτοαπασχολούμενοι που χρησιμοποιούν πλατφόρμες θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

4.1.3.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη και οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να είναι σε θέση να καθορίζουν στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου ποιος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του «εργαζομένου», όμως αυτό πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του γενικού στόχου της οδηγίας, δηλαδή της βελτίωσης των όρων εργασίας με την προώθηση ασφαλέστερης και περισσότερο προβλέψιμης απασχόλησης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προσαρμοστικότητα στην αγορά εργασίας. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει υπογραμμίσει (βλέπε για παράδειγμα την υπόθεση C-393/10, O’Brien) ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εφαρμόζουν κανόνες που ενδέχεται να θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των επιδιωκόμενων με μια οδηγία στόχων και, συνεπώς, να της στερούν την αποτελεσματικότητά της.

4.1.4.

Η ΕΟΚΕ διατηρεί την επιφύλαξη ότι ο τρέχων ορισμός του εργοδότη που περιέχεται στην πρόταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγχυση και πολυπλοκότητα. Ορίζοντας τον εργοδότη ως «ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι άμεσα ή έμμεσα μέρος σχέσης εργασίας με εργαζόμενο», η πρόταση εισάγει μια νέα έννοια για τον ορισμό των εργοδοτών. Συνήθως, υπάρχει ένας μόνον εργοδότης για μια δεδομένη σχέση εργασίας. Από την άποψη αυτή είναι αναγκαίο να γίνεται παραπομπή στην ισχύουσα εθνική νομοθεσία.

4.1.5.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση του οικιακού προσωπικού όσον αφορά την πρόσβαση σε καλύτερες μορφές εργασίας, την περαιτέρω κατάρτιση και την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση είναι αβάσιμη και ουσιαστικά απαγορεύεται, δεδομένου ότι αρκετές χώρες της ΕΕ έχουν πλέον επικυρώσει και, ως εκ τούτου, δεσμεύονται από τη σύμβαση αριθ. 189 της ΔΟΕ σχετικά με τις συνθήκες εργασίας για το οικιακό προσωπικό.

4.1.6.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι το άρθρο 1 παράγραφος 7 της οδηγίας ισχύει για τους ναυτικούς και τους αλιείς. Όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας για τους ναυτικούς, οι οποίες ρυθμίζονται με την Οδηγία 2009/13/ΕΚ του Συμβουλίου, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι πρέπει να δοθεί προσοχή στη συμβατότητα της προτεινόμενης οδηγίας με τις ιδιαιτερότητες του ναυτικού επαγγέλματος.

4.2.   Υποχρέωση παροχής ενημέρωσης

4.2.1.

Η ΕΟΚΕ μπορεί να υποστηρίξει το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της πρότασης, οι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερώνονται για τους σημαντικούς όρους εργασίας κατά την έναρξη της σχέσης εργασίας. Είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι και οι δύο πλευρές γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους κατά τη σύναψη της εργασιακής σχέσης. Η παροχή πληροφοριών σε μεταγενέστερο στάδιο λειτουργεί αποκλειστικά σε βάρος των εργαζομένων, ενώ, σε περίπτωση βραχυπρόθεσμης εργασίας, χάνουν εξολοκλήρου την προστασία την οποία δικαιούνται. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι ενδέχεται να υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες μπορεί να μην επιτρέπουν στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις να παρέχουν τις πληροφορίες από την πρώτη ημέρα. Η ΕΟΚΕ συνιστά να δοθεί σύντομη παράταση του χρονοδιαγράμματος για την παροχή των πληροφοριών στις πολύ μικρές και τις μικρές επιχειρήσεις. Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει επίσης ότι μια διευρυμένη δέσμη πληροφοριών για τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρές και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, θα μπορούσε να αποτελέσει επιβάρυνση. Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι θα πρέπει να παρέχεται βοήθεια και στήριξη στα φυσικά πρόσωπα και στις μικρές και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, ώστε να μπορούν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους βάσει της οδηγίας.

4.2.2.

Η πρόταση προβλέπει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ότι το έγγραφο που περιέχει τις πληροφορίες αναφορικά με την εργασιακή σχέση μπορεί να διαβιβάζεται ηλεκτρονικά, υπό την προϋπόθεση ότι είναι εύκολα προσβάσιμο από τον εργαζόμενο. Η ΕΟΚΕ πιστεύει, ωστόσο, ότι είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι όντως λαμβάνει χώρα η κοινοποίηση. Συνιστά, επίσης, οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να καταλήγουν σε συμφωνία σχετικά με τη μέθοδο διαβίβασης του εγγράφου και, εν πάση περιπτώσει, η κοινοποίηση θα θεωρείται περατωθείσα μόνον εφόσον ο εργαζόμενος έχει επιβεβαιώσει την παραλαβή.

4.2.3.

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις μεταβολές των βασικών όρων εργασίας πρέπει να παρέχονται το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο κατά την έναρξη ισχύος των αλλαγών. Με τον τρόπο αυτό καλύπτεται ένα σημαντικό κενό στην τρέχουσα οδηγία για τη γραπτή δήλωση, σύμφωνα με την οποία οι αλλαγές πρέπει απλώς να κοινοποιούνται γραπτώς ένα μήνα μετά την έναρξη ισχύος τους (άρθρο 5 παράγραφος 1). Για να αποφευχθεί η υπερβολική γραφειοκρατία, θα πρέπει να προβλέπεται ότι οι αλλαγές που προκύπτουν από τροποποιήσεις των νομοθετικών και διοικητικών απαιτήσεων που ισχύουν ή από τις συλλογικές συμβάσεις δεν πρέπει να κοινοποιούνται μεμονωμένα από την εταιρεία, δεδομένου ότι, σε πολλά κράτη μέλη, οι εν λόγω αλλαγές κοινοποιούνται από τους νομοθέτες και τους κοινωνικούς εταίρους.

4.2.4.

Το άρθρο 6 παράγραφος 1 ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στις ισχύουσες διατάξεις (άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας για τη γραπτή δήλωση). Η ΕΟΚΕ επισημαίνει τις λεπτομερέστερες πληροφορίες (τώρα στο στοιχείο γ)) σχετικά με τις παροχές σε είδος και τις παροχές σε χρήμα.

4.2.5.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για την υποχρέωση παροχής περισσότερων πληροφοριών στους αποσπασμένους εργαζόμενους σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2. Η ΕΟΚΕ συνιστά να καταστεί σαφές ότι οι ρυθμίσεις αυτές βασίζονται σε ήδη υφιστάμενες — με άλλα λόγια, ότι οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρέχονται επιπλέον όσων προβλέπονται στα άρθρα 6 παράγραφος 1 και 3 παράγραφος 2. Δεν είναι σαφές πότε θα τεθεί σε ισχύ η αναθεωρημένη οδηγία 96/71/ΕΚ. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας πρέπει να συνάδουν με την τελική συμφωνία για την αναθεώρηση της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων.

4.2.6.

Η ΕΟΚΕ σημειώνει ότι η αναφορά στην αρχική σελίδα που θα δημιουργηθεί σε κάθε κράτος μέλος (σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο α) της εφαρμοστικής οδηγίας 2014/67/ΕΕ) δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στην απαίτηση παροχής πληροφοριών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αναφορά προϋποθέτει ότι κάθε κράτος μέλος συμμορφώνεται πλήρως με την υποχρέωσή του ως προς την εφαρμοστική οδηγία και ότι οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι μπορούν να κατανοήσουν τις πληροφορίες από πλευράς τόσο περιεχομένου όσο και γλώσσας. Δεδομένου ότι πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, δεν έχουν εκπληρώσει ικανοποιητικά την υποχρέωσή τους βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας 2014/67/ΕΚ, παρά την εκπνοή της περιόδου εφαρμογής, η αναφορά δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό εάν οι αρχικές ιστοσελίδες παρέχουν μόνο πολύ γενικές πληροφορίες και όχι στις σχετικές γλώσσες.

4.2.7.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η απλή παραπομπή στις ισχύουσες διατάξεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3, δεν αρκεί για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις ορθής ενημέρωσης των αλλοδαπών εργαζομένων, εάν οι διατάξεις αυτές δεν είναι προσιτές σε γλώσσα που μπορούν να κατανοήσουν. Ειδικά όσον αφορά την αμοιβή που μπορούν να αναμένουν στο εξωτερικό, οι αλλοδαποί εργαζόμενοι πρέπει να ενημερώνονται άμεσα και να μην παραπέμπονται σε διατάξεις που δεν μπορούν να κατανοήσουν.

4.2.8.

Το άρθρο 6 παράγραφος 4 προβλέπει απαλλαγή από την υποχρέωση ενημέρωσης για τις αναθέσεις στην αλλοδαπή που δεν υπερβαίνουν τις τέσσερις διαδοχικές εβδομάδες. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ανησυχία της για το γεγονός ότι, με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσε να δημιουργηθεί κενό που επιτρέπει την καταστρατήγηση των απαιτήσεων ενημέρωσης. Η ΕΟΚΕ συνιστά την αξιολόγηση αυτής της εξαίρεσης σε εύθετο χρόνο.

4.3.   Ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τους όρους εργασίας

4.3.1.

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τον στόχο της Επιτροπής βάσει του οποίου οι διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 1 θα πρέπει να χρησιμεύσουν για την καθιέρωση ομοιόμορφων ελάχιστων προτύπων σχετικά με τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου. Η διάταξη αυτή, όπως και η απαλλαγή του άρθρου 7 παράγραφος 2, είναι προς το συμφέρον τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Οι δοκιμαστικές περίοδοι επιτρέπουν στους εργοδότες να βεβαιώνονται ότι οι εργαζόμενοι είναι κατάλληλοι για τη θέση στην οποία έχουν προσληφθεί, παρέχοντάς τους ταυτόχρονα συνοδευτική υποστήριξη και κατάρτιση. Οι εν λόγω περίοδοι μπορεί να συνοδεύονται από μειωμένη προστασία κατά της απόλυσης. Κάθε είσοδος στην αγορά εργασίας ή μετάβαση σε νέα θέση δεν θα πρέπει να υπόκειται σε παρατεταμένη ανασφάλεια. Όπως ορίζεται στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, οι δοκιμαστικές περίοδοι θα πρέπει, επομένως, να έχουν εύλογη διάρκεια. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι το άρθρο 7 παράγραφος 2 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν μεγαλύτερες δοκιμαστικές περιόδους εφόσον δικαιολογούνται από τη φύση της εργασιακής σχέσης, όπως θα μπορούσε, για παράδειγμα, να συμβαίνει στη δημόσια διοίκηση ορισμένων κρατών μελών ή για θέσεις εργασίας στις οποίες απαιτούνται εξαιρετικές δεξιότητες.

4.3.2.

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τη διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 1 βάσει της οποίας οι εργοδότες δεν θα πρέπει να απαγορεύουν στους εργαζομένους να αναλαμβάνουν απασχόληση σε άλλους εργοδότες εκτός του χρόνου εργασίας τους, υπό τον όρο ότι αυτή η απασχόληση παραμένει εντός των ορίων που καθορίζονται στην οδηγία για τον χρόνο εργασίας, η οποία αποσκοπεί στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι ένα τόσο ευρύ δικαίωμα για παράλληλη απασχόληση πρέπει να σέβεται τους εθνικούς κανόνες, πρακτικές και παραδόσεις του κοινωνικού διαλόγου και των κοινωνικών εταιρικών σχέσεων στα διάφορα κράτη μέλη. Ένα τόσο ευρύ δικαίωμα ενδέχεται να είναι προβληματικό, ιδίως όσον αφορά το βασικό προσωπικό του εργοδότη, καθώς οι εργαζόμενοι αυτοί δεν μπορούν να είναι ταυτόχρονα διαθέσιμοι για περισσότερους εργοδότες. Όσον αφορά την οδηγία για τον χρόνο εργασίας, εκφράζονται επίσης ανησυχίες ότι οι εργοδότες ενδέχεται να είναι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση του χρόνου εργασίας όσων εργάζονται σε παράλληλη απασχόληση. Η ΕΟΚΕ συνιστά να διασαφηνιστεί ότι ο εργοδότης δεν είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση του χρόνου εργασίας σε άλλη εργασιακή σχέση.

4.3.3.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2, οι εργοδότες μπορούν να ορίζουν προϋποθέσεις ασυμβίβαστου όταν τέτοιοι περιορισμοί δικαιολογούνται από θεμιτούς λόγους, όπως είναι η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου ή η αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων. Στην αιτιολογική σκέψη 20, η Επιτροπή αναφέρεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργοδοτών. Οι εργοδότες μπορούν καταρχήν να υποστηρίξουν το παρόν άρθρο 8 παράγραφος 2, θεωρούν, όμως, ότι η εφαρμογή των περιορισμών μόνο για την εργασία σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργοδοτών φαίνεται ότι δεν επιτρέπει να εφαρμοστούν οι απαραίτητοι περιορισμοί για το βασικό προσωπικό ειδικότερα, ανεξάρτητα από την κατηγορία των εργοδοτών για τους οποίους θα επιθυμούσαν να εργαστούν. Εντούτοις, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις αντιτίθενται στην ευρεία αυτή απαλλαγή, δεδομένου ότι παρέχει στους εργοδότες το μονομερές δικαίωμα να καθορίζουν κριτήρια ασυμβατότητας που περιορίζουν την παράλληλη απασχόληση. Σε περίπτωση που ο εργοδότης μπορεί να έχει νόμιμους λόγους για τέτοιου είδους περιορισμούς, θα πρέπει να αιτιολογούνται αντικειμενικά και, ως εκ τούτου, πρωτίστως υπεύθυνοι για την εξισορρόπηση των αντιφατικών συμφερόντων των μερών θα πρέπει να είναι οι νομοθέτες και τα δικαστήρια των κρατών μελών.

4.3.4.

Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται τον στόχο της βελτίωσης της προβλεψιμότητας της κατά παραγγελία εργασίας που προβλέπει η πρόταση. Η προβλεψιμότητα αυτή μπορεί να βελτιωθεί μέσω περιορισμών του πραγματικού χρόνου εργασίας βάσει εκ των προτέρων καθορισμένου πλαισίου αναφοράς και μέσω της έγκαιρης κοινοποίησης του χρόνου αυτού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9. Οι εργαζόμενοι των οποίων το ωράριο εργασίας είναι ως επί το πλείστον μεταβλητό θα πρέπει να επωφελούνται από μια ελάχιστη προβλεψιμότητα της εργασίας όταν το ωράριο εργασίας κυρίως απαιτεί, είτε άμεσα —για παράδειγμα, μέσω της ανάθεσης εργασιών— είτε έμμεσα —για παράδειγμα, υποχρεώνοντας τον εργαζόμενο να ανταποκρίνεται σε αιτήματα πελατών— ευελιξία των εργαζομένων. Παρά ταύτα, θα χρειαστεί διευκρίνιση ως προς το ποια νοείται ότι συνιστά επαρκώς εύλογη προθεσμία ειδοποίησης ώστε να ενημερώνεται ο εργαζόμενος όσον αφορά την εργασία μέσα στις επόμενες ημέρες, καθώς και ποιος θα πρέπει να αποφασίζει για το ποια προθεσμία ειδοποίησης είναι εύλογη και για ποιον κλάδο της βιομηχανίας. Οι ρυθμίσεις διαφέρουν μεταξύ των τομέων.

4.3.5.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η οδηγία δεν παρέχει ποιοτική καθοδήγηση στα κράτη μέλη σχετικά με το πλαίσιο αναφοράς και την προειδοποίηση. Δεν αποκλείεται ακόμη και οι ευρέως σχεδιασμένες περίοδοι αναφοράς και οι περίοδοι προειδοποίησης να εξακολουθούν να συνάδουν με την οδηγία, παρά το γεγονός ότι δεν βελτιώνουν την προβλεψιμότητα της εργασίας για τους εργαζομένους. Επιπλέον, οι περίοδοι αναφοράς μπορούν να επιβάλλονται μονομερώς από τον εργοδότη χωρίς οι εργαζόμενοι να έχουν το ίδιο δικαίωμα, γεγονός το οποίο διαιωνίζει την υφιστάμενη ανισορροπία.

4.3.6.

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει το γεγονός ότι η κατά παραγγελία εργασία παρέχει ευελιξία, η οποία περιορίζει την προβλεψιμότητα της καθημερινής ζωής του εργαζομένου. Το κυμαινόμενο και μη αξιόπιστο εισόδημα μπορούν να αποτελέσουν ένα σοβαρό πρόβλημα που προκαλεί η κατά παραγγελία εργασία στο προσωπικό. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η κατά παραγγελία εργασία δεν μπορεί να διατηρηθεί ως μορφή απασχόλησης χωρίς τον καθορισμό δέουσας περιόδου αναφοράς και εύλογης περιόδου προειδοποίησης για τον εργαζόμενο. Η ΕΟΚΕ συνιστά οι συμβάσεις εργασίας που προβλέπουν κατά παραγγελία εργασία να εγγυώνται υποχρεωτικά έναν ορισμένο αριθμό ωρών ή αντίστοιχη αμοιβή.

4.3.7.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1, μετά από περίοδο εργασίας έξι μηνών οι εργαζόμενοι πρέπει να μπορούν να ζητούν από τους εργοδότες τους μια μορφή απασχόλησης με πιο προβλέψιμους και ασφαλείς όρους εργασίας. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι η ρύθμιση αυτή καλύπτει όλες τις κατηγορίες εργαζομένων σε μη τυπικές ή επισφαλείς ρυθμίσεις. Εκφράζει την ανησυχία της για το ότι δεν υπάρχει δυνατότητα άσκησης εκτελεστού δικαιώματος μετάβασης σε άλλες μορφές απασχόλησης, όπου αυτό είναι διαθέσιμο. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα υποβολής αίτησης δεν αποτελεί από μόνο του ουσιαστική βελτίωση στη νομική κατάσταση των εργαζομένων, εφόσον ήδη μπορούν να εκφράσουν την επιθυμία τους για αναβάθμιση, σύμβαση αορίστου χρόνου και ούτω καθεξής. Ωστόσο, τα μέτρα πολιτικής για την υποστήριξη του στόχου αυτού θα πρέπει να είναι αποτελεσματικά και αναλογικά και να μην επιβάλλουν περιττές διοικητικές επιβαρύνσεις στις επιχειρήσεις.

4.3.8.

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι πρέπει να διευρυνθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 10 παράγραφος 2 σχετικά με τη γραπτή απάντηση του εργοδότη. Οι εργοδότες θα πρέπει να παρέχουν αντικειμενικούς επιχειρησιακούς λόγους για την απόρριψη της αίτησης, έτσι ώστε, όταν ο εργαζόμενος θεωρεί ότι η αίτηση απορρίφθηκε για άλλους λόγους, η απόρριψη να μπορεί να υποβληθεί σε ανεξάρτητο έλεγχο από τα δικαστήρια ή σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος ώστε να διασφαλιστεί ότι οι εργοδότες εξετάζουν σοβαρά τα αιτήματα των εργαζομένων, αντί να παρέχουν απλώς μια οποιαδήποτε απάντηση ώστε να συμμορφώνονται με τους τύπους.

4.3.9.

Η ΕΟΚΕ σημειώνει το γεγονός ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει την ειδική κατάσταση των φυσικών προσώπων που ενεργούν ως εργοδότες, καθώς και των μικρών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων, στην παρέκκλιση από τις γραπτές απαιτήσεις αιτιολόγησης που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2. Ωστόσο, επισημαίνει ότι η τρέχουσα διατύπωση καλύπτει όλες τις εταιρείες με προσωπικό 249 ατόμων ή λιγότερων και ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 99 % όλων των εταιρειών στην ΕΕ. Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής της παρέκκλισης αυτής πρέπει να επανεξεταστεί.

4.3.10.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η οδηγία θα πρέπει να ανοίγει πραγματικές ευκαιρίες για τους εργαζομένους σε μη τυπικές θέσεις εργασίας ώστε να μεταβαίνουν σε περισσότερο τυποποιημένους όρους απασχόλησης, οι οποίοι ενδείκνυνται για τα επαγγελματικά τους προσόντα. Για να συμβεί αυτό απαιτούνται ελάχιστα δικαιώματα για τους προσωρινά απασχολούμενους ώστε να μεταβαίνουν σε θέσεις εργασίας αορίστου χρόνου και να αναβαθμίζονται από τη μερική στην πλήρη απασχόληση, όπου υπάρχουν ελεύθερες θέσεις στην επιχείρηση και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εργαζόμενος διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες ή τα αναγκαία προσόντα.

4.3.11.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί τη διάταξη που περιέχεται στο άρθρο 11, σύμφωνα με την οποία, όταν οι εργοδότες υποχρεούνται από την ενωσιακή ή την εθνική νομοθεσία ή τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις να παρέχουν κατάρτιση στους εργαζομένους προκειμένου να εκτελέσουν το έργο για το οποίο εργάζονται, αυτή η κατάρτιση πρέπει να παρέχεται ατελώς στον εργαζόμενο. Όσον αφορά τη δυνατότητα θέσπισης «ρήτρας επιστροφής εξόδων», σε περίπτωση που η κατάρτιση υπερβαίνει τις νομικές απαιτήσεις και οδηγεί στην απόκτηση υψηλότερων επαγγελματικών προσόντων και εφόσον ο εργαζόμενος παραιτηθεί σε πρώιμο στάδιο μετά την ολοκλήρωση της κατάρτισης, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι αυτές οι ρήτρες πρέπει να τεκμηριώνονται δεόντως για κάθε περίπτωση και να συνιστούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων όπου κρίνεται σκόπιμο, σε κάθε περίπτωση, όμως, θα πρέπει να συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας και να διαμορφώνονται κατά φθίνουσα κλίμακα (δηλαδή μείωση του κινδύνου αποπληρωμής κατ’ αναλογία προς τη διάρκεια της περιόδου απασχόλησης).

4.3.12.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι το άρθρο 12 προβλέπει ότι τα ελάχιστα πρότυπα των άρθρων 7 έως 11 πρέπει να τροποποιηθούν στο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων υπό τον όρο ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων θα παραμείνουν σε επαρκή επίπεδα στις εν λόγω συμφωνίες και θα διατηρηθεί η συνολική προστασία των εργαζομένων. Επισημαίνουμε ότι οι διαφανείς και προβλέψιμοι όροι εργασίας πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης κυρίως των κοινωνικών εταίρων στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου.

4.4.   Άλλες διατάξεις

4.4.1.

Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει το γεγονός ότι το άρθρο 13 απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την τήρηση της παρούσας οδηγίας και να κηρύσσουν άκυρες ή να τροποποιούν διατάξεις αντίθετες προς αυτή σε συλλογικές και ατομικές συμφωνίες, με βάση τις διατάξεις της οδηγίας. Οι συνέπειες της εισαγωγής της ακύρωσης και η αντίστοιχη συμμόρφωση με την οδηγία στα κράτη μέλη πρέπει να αναλυθούν προσεκτικά, ιδίως υπό το φως του άρθρου 12. Ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων στη διασφάλιση της συμμόρφωσης πρέπει να ενθαρρυνθεί και να γίνεται σεβαστός.

4.4.2.

Το άρθρο 14 της πρότασης προβλέπει μέσα για την επιβολή κυρώσεων για παράβαση των υποχρεώσεων ενημέρωσης της οδηγίας. Η ΕΟΚΕ έχει επιστήσει την προσοχή σε αυτό το κενό σε προηγούμενη γνωμοδότησή της, στην οποία ζητούσε την αποκατάστασή του (4). Η ΕΟΚΕ είναι της γνώμης ότι οι κυρώσεις, όπου δικαιολογούνται, θα πρέπει να αντιστοιχούν στο επίπεδο της ζημίας που υφίσταται ο εργαζόμενος. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί η επίλυση διαφορών ακόμη και για τις μικρές τεχνικές παραβιάσεις της οδηγίας. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για τη διάταξη που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2, με την οποία παρέχεται στους εργοδότες προθεσμία 15 ημερών να συμπληρώσουν τις ελλείπουσες πληροφορίες.

4.4.3.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για την απαίτηση που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 15 να διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικό και αμερόληπτο μηχανισμό επίλυσης διαφορών και δικαίωμα επανόρθωσης, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής εύλογης αποζημίωσης, σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

4.4.4.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι οι διατάξεις του άρθρου 16 παρέχουν απτή μορφή στη γενική απαγόρευση της λήψης πειθαρχικών μέτρων. Οι ρυθμίσεις αυτές, τις οποίες τα κράτη μέλη θα εφαρμόσουν με ρητή απαγόρευση των διακρίσεων, χρησιμεύουν ως μήνυμα στους επαγγελματίες νομικούς και, ως εκ τούτου, λειτουργούν ως προληπτικό μέτρο.

4.4.5.

Η ΕΟΚΕ σημειώνει την προστασία από την απόλυση που προβλέπεται στο άρθρο 17 και το σχετικό βάρος της απόδειξης. Το άρθρο 17 παράγραφος 1 ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να απαγορεύουν την απόλυση (ή να λαμβάνουν μέτρα με ισοδύναμο αποτέλεσμα) ή τις προκαταρκτικές ενέργειες για απόλυση με το αιτιολογικό ότι οι εργαζόμενοι άσκησαν τα δικαιώματα που προβλέπει η οδηγία. Σε συνδυασμό με το άρθρο 17 παράγραφος 2, με το οποίο οι εργαζόμενοι που θεωρούν ότι έχουν απολυθεί λόγω της άσκησης δικαιωμάτων βάσει της παρούσας οδηγίας μπορούν να απαιτούν από τον εργοδότη να παρέχει τους δεόντως τεκμηριωμένους λόγους, αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία. Η προσέγγιση του άρθρου 17 παράγραφος 3 —ότι εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση βασίστηκε σε λόγους άλλους από την άσκηση διάκρισης σε βάρος του εργαζομένου— κινείται στη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο εγείρονται ερωτήματα σχετικά με τη νομική βάση της, τα οποία πρέπει να αποσαφηνιστούν. Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι απολύσεις ή παρόμοια μέτρα είναι άνευ ισχύος διότι οι εργαζόμενοι έχουν επικαλεσθεί τα δικαιώματά τους δυνάμει της οδηγίας.

4.4.6.

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών που ορίζονται στο άρθρο 18 να θεσπίζουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων εφαρμογής.

4.4.7.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για τις ρητές διατάξεις του άρθρου 19 που απαγορεύουν την αποδυνάμωση στην παρούσα νομοθεσία των προτύπων που περιλαμβάνονται ήδη στην υπάρχουσα οδηγία για τη γραπτή δήλωση (άρθρο 7), κάτι το οποίο είναι απαραίτητο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα πρότυπα ουσιαστικών δικαιωμάτων είναι υψηλότερα. Εντούτοις, η παράγραφος 1 πρέπει να αποσαφηνιστεί ώστε να διασφαλίζεται ότι όχι μόνο δεν μπορεί να μειωθεί το συνολικό επίπεδο προστασίας, αλλά και ότι —ειδικά σε σχέση με τους επιμέρους τομείς που καλύπτει η οδηγία— δεν επιτρέπεται επιδείνωση στους τομείς που διέπει ως απόρροια της εφαρμογής της.

4.4.8.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 21, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία επεκτείνονται και στους υφιστάμενους όρους εργασίας. Αυτό είναι και ορθό και αναγκαίο, δεδομένης της βελτίωσης της νομικής κατάστασης που επιδιώκει η οδηγία. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται κόστος και ορισμένες πρόσθετες επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις. Πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να βοηθηθούν τα φυσικά πρόσωπα που ενεργούν ως εργοδότες και οι επιχειρήσεις, ιδίως οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους βάσει της οδηγίας.

Βρυξέλλες, 23 Μαΐου 2018.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Luca JAHIER


(1)  ΕΕ C 434 της 15.12.2017, σ. 30.

(2)  ΕΕ C 125 της 21.4.2017, σ. 10, ΕΕ C 81 της 2.3.2018, σ. 145.

(3)  ΕΕ C 125 της 21.4.2017, σ. 10.

(4)  ΕΕ C 125 της 21.4.2017, σ. 10.


Top