EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016IE0738

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Νέα μέτρα για μια διακυβέρνηση και υλοποίηση με γνώμονα την ανάπτυξη —Αξιολόγηση των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων και σχετικές συστάσεις» (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

OJ C 487, 28.12.2016, p. 1–6 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

28.12.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 487/1


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Νέα μέτρα για μια διακυβέρνηση και υλοποίηση με γνώμονα την ανάπτυξη —Αξιολόγηση των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων και σχετικές συστάσεις»

(γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

(2016/C 487/01)

Εισηγητής:

ο κ. Etele BARÁTH

Απόφαση της συνόδου ολομέλειας:

21.1.2016

Νομική βάση

Άρθρο 29 παράγραφος 2 του εσωτερικού κανονισμού

 

Γνωμοδότησης πρωτοβουλίας

Αρμόδιο ειδικευμένο τμήμα

Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή

Υιοθετήθηκε από το ειδικευμένο τμήμα

8.9.2016

Υιοθετήθηκε από την oλομέλεια

21.9.2016

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

519

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

171/1/4

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι πρέπει να ακολουθηθεί μια συντονισμένη μορφή ενωσιακής διακυβέρνησης, με γνώμονα την ανάπτυξη και στόχο την οικοδόμηση μιας ανανεωμένης, ισχυρής και ειρηνικής Ευρώπης. Κρίνεται σκόπιμο να ενισχυθεί ο συντονισμός, ενδεχομένως μέσω της ριζικής αλλαγής του τρόπου οργάνωσης της διακυβέρνησης.

1.2.

Θα ήταν σκόπιμο επίσης να αποκατασταθεί η δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας με συντονισμένες ενέργειες, να σταθεροποιηθούν τα θεμέλια της κοινωνικής ευημερίας και της δημοκρατίας, να υποστηριχθεί η συνύπαρξη των διαφόρων πολιτισμικών εκφράσεων και να επιδειχθεί ο αρμόζων σεβασμός προς το περιβάλλον.

1.3.

Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι η συνεπής εφαρμογή της αρχής της εταιρικής σχέσης αποβλέπει στην προώθηση της συμμετοχής των ενδιαφερομένων μερών στον προγραμματισμό και την υλοποίηση της επένδυσης των πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμμετοχή αυτή θα ενισχύσει τη συλλογική δέσμευση υπέρ των επενδύσεων και θα επιτρέψει ευρύτερη προσφυγή στην εμπειρογνωμοσύνη. Θα συντελέσει στην αποτελεσματικότερη υλοποίηση των έργων, στην αύξηση της διαφάνειας και στην πρόληψη των περιπτώσεων απάτης και καταχρήσεων.

1.4.

Αυτό το οποίο χρειαζόμαστε είναι μια στρατηγική και στόχοι απλοί και εύληπτοι, ένα ενιαίο σχέδιο για την Ευρώπη (στρατηγική «Ευρώπη 2030-2050»). Πρέπει να επαναλάβουμε τη θέση ότι η δημιουργία μιας Ευρώπης καινοτόμου, αειφόρου και χωρίς αποκλεισμούς παραμένει κύριος στρατηγικός στόχος της ΕΕ. Για τον σκοπό αυτό, οι στόχοι της COP 21 (στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης) θα πρέπει επίσης να περιληφθούν στο σχέδιο.

1.5.

Πρέπει να συντονίζονται καλύτερα τα αναπτυξιακά προγράμματα. Η εκπόνηση βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων αναπτυξιακών προγραμμάτων και εργαλείων πρέπει να βασίζεται σε ένα σύνολο ευσύνοπτων στόχων. Ως «εργαλεία» νοείται το σύνολο των μέσων πολιτικής, νομικής, οργανωτικής και χρηματοοικονομικής φύσης.

1.6.

Για λόγους καλύτερου συντονισμού, η ΕΟΚΕ συνιστά να χρησιμοποιηθούν, υπέρ των κοινών ενωσιακών στόχων, τα καθιερωμένα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία (ΕΔΕΤ) καθώς και τα προερχόμενα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ) αγορακεντρικά έργα, τα οποία ενεργοποιούν και ιδιωτικά κεφάλαια. Για τον σκοπό αυτό, είναι σημαντικό να συντονίζονται οι σχετικοί με την εφαρμογή τους στόχοι και νομοθεσία.

1.7.

Η ΕΟΚΕ προτείνει το κύριο μέσο άσκησης της ενισχυμένης κεντρικής διακυβέρνησης με γνώμονα την ανάπτυξη να είναι το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, το οποίο βασίζεται στην ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης και θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης τα μέσα άσκησης συνεχούς επιρροής επί του σχεδίου για την Ευρώπη και στενής παρακολούθησης της πορείας του. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε, μέσω του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, να εκπληρώνεται παράλληλα η αποστολή των συστημάτων που αποσκοπούν στην ύπαρξη ενός κοινωνικού περιβάλλοντος που θα εγγυάται την καλή διαβίωση.

1.8.

Παράλληλα με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) —δείκτη επιδόσεων που έχει ήδη υιοθετηθεί και είναι κυρίως οικονομικής φύσης—, ένας δείκτης αποτελεσμάτων (ακαθάριστο εγχώριο αποτέλεσμα), συμπληρωματικός του πρώτου, που θα αντικατοπτρίζει επίσης τη βιωσιμότητα και θα υπολογίζεται σε συνάρτηση με κυρίως κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την εποπτεία της αποτελεσματικότητας της διακυβέρνησης με γνώμονα την ανάπτυξη.

1.9.

Κρίνεται δε απαραίτητος ο στενός συντονισμός και η εφαρμογή μιας ανοικτής μεθόδου συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Πρέπει να προβλεφθεί η προσαρμογή της μέχρι σήμερα εμπειρίας στις αναπτυξιακές διαδικασίες.

1.10.

Πρέπει να εναρμονιστούν τα νομικά και χρηματοδοτικά μέσα. Οι επιδόσεις της διακυβέρνησης με γνώμονα την ανάπτυξη θα εξαρτηθούν από τον δυναμισμό της οικονομίας, την αύξηση του κινητοποιούμενου κεφαλαίου, την αυξημένη αποτελεσματικότητα του συστήματος επενδύσεων, το ενισχυμένο επίπεδο προσόντων του ανθρώπινου δυναμικού και τον βαθμό καινοτομίας των επιχειρήσεων. Ωστόσο, ο κυριότερος πιο μακρόπνοος στόχος της έγκειται στην εξασφάλιση της ευημερίας, στην ανανέωση της κοινωνίας και στην εξασφάλιση ενός καλύτερου και βιώσιμου περιβάλλοντος.

1.11.

Επίσης αναγκαία θεωρείται η από κοινού εφαρμογή σε πολλαπλά επίπεδα. Παράλληλα με τη συντελούμενη μεταρρύθμιση (πρόγραμμα REFIT), θα ήταν σκόπιμο να αναπτυχθούν τα νομικά και διοικητικά μέσα της διακυβέρνησης με γνώμονα την ανάπτυξη. Ως προς αυτό, πρέπει να ενισχυθούν σημαντικά τα μέσα ενδιάμεσου επιπέδου, δηλαδή τα μέσα συντονισμού της μακροπεριφερειακής ανάπτυξης. Επιπλέον, ο ρόλος των λειτουργικών περιφερειών, των πόλεων, των αστικών ζωνών, των αστικών και μητροπολιτικών κέντρων και των δικτύων αποκτά ιδιαίτερη αξία μέσα στο σχέδιο για την Ευρώπη.

1.12.

Ένα από τα απαραίτητα στοιχεία της διακυβέρνησης με έμφαση στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη είναι η συνέχεια. Πρέπει να συντονιστούν οι όροι του κυκλικού χαρακτήρα της εκάστοτε πολιτικής, των διαδικασιών προγραμματισμού και ανάπτυξης και των δημοσιονομικών οριζόντων. Η ανάπτυξη απαιτεί συνεχή ανάλυση, ελέγχους και διορθωτικές κινήσεις.

1.13.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ενημερώνονται επακριβώς οι πολίτες, να ενθαρρύνεται η δέσμευσή τους, να αναπτυχθούν η προβολή και η προώθηση πολιτικού χαρακτήρα και να παρουσιάζονται με τον δέοντα τρόπο οι ελλείψεις και τα απτά αποτελέσματα.

1.14.

Η ΕΟΚΕ ανέκαθεν υποστηρίζει την ενίσχυση της δημοκρατικής συμμετοχής. Όσον αφορά την ανοικτή μέθοδο συνεργασίας, πρέπει να κατοχυρώνεται σε όλα τα επίπεδα η συμμετοχή των κοινωνικών και οικονομικών εταίρων και των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ), η οποία πρέπει να συνδυαστεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με την αναβάθμιση του ρόλου της ΕΟΚΕ.

1.15.

Όπως ήδη ανέφερε στη γνωμοδότηση που εκπόνησε το 2012 (1), η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού κώδικα δεοντολογίας για την εταιρική σχέση (ΕΚΔΕΣ), στόχος του οποίου είναι να παράσχει στα κράτη μέλη ένα πλαίσιο εταιρικής σχέσης σε θέματα σχεδιασμού και υλοποίησης. Η αντίληψη των εταίρων για την ΕΕ θα βοηθήσει στη διαμόρφωση των στόχων και θα διευκολύνει την ταύτιση των εν λόγω εταίρων με αυτούς, ενώ θα βελτιώσει την αποδοτικότητα της εφαρμογής των σχεδίων.

1.16.

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι χρειάζεται υπέρβαση της νομοθεσίας περί εταιρικής σχέσης με βάση τις προτάσεις και τις ορθές πρακτικές και καθορισμός εν πολλοίς των ελάχιστων προσδοκιών που θα πρέπει να ικανοποιούν τα κράτη μέλη επί ποινή κυρώσεων.

1.17.

Η ΕΟΚΕ συνιστά να οφείλουν τα κράτη μέλη να διαμορφώσουν αποτελεσματικά συστήματα χρηματοδότησης για την ενίσχυση των δυνατοτήτων των εταίρων. Τα συστήματα αυτά δεν πρέπει να εξαντλούνται στα απλά προγράμματα επιμόρφωσης ή μετάδοσης πληροφοριών, αλλά πρέπει να συνίστανται επίσης στην ανάπτυξη δικτύων εταιρικής σχέσης, καθώς και στην εφαρμογή μέσων ουσιαστικής συμμετοχής.

1.18.

Η ΕΟΚΕ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ενισχύσει τη συνεργασία με τα ευρωπαϊκά δίκτυα εταιρικής σχέσης. Πρέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καθιερώσει ένα σύστημα χρηματοδότησης που θα υποστηρίζει τη λειτουργία όσων ευρωπαϊκών δικτύων ΜΚΟ δραστηριοποιούνται σε θέματα περιφερειακής πολιτικής, με βασικό ζητούμενο τον έλεγχο των εγχώριων διαδικασιών και την ενημέρωση.

2.   Για μια ισχυρή και ανανεωμένη Ευρώπη

2.1.    Κατάσταση των πραγμάτων και αιτιολόγηση

2.1.1.

Η ΕΕ είναι μεν ισχυρή, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολύπλευρη και ανανεούμενη κρίση, όπως καθίσταται σαφές με το Brexit. Η οικονομική κρίση του 2008 διέλυσε την ευφορία που γέννησε η διεύρυνση των αρχών της χιλιετίας του 2000 και διέκοψε τη διαδικασία σύγκλισης αρκετών χωρών.

2.1.2.

Η οικονομική κρίση, και ιδίως η συνακόλουθη μείωση των επενδύσεων, προκάλεσαν ρωγμές στη —βασισμένη στην ανάπτυξη— ενότητα των κρατών μελών και οδήγησαν σε αυξανόμενες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εντάσεις. Παρά τον πρωταρχικό στόχο της ΕΕ, οι αναπτυξιακές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών αυξάνονται ολοένα και περισσότερο.

2.1.3.

Η συνέχιση των αυστηρών πολιτικών λιτότητας σε χώρες με υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος και δημοσιονομικό έλλειμμα προκαλεί τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των εν λόγω χωρών και των πλέον ανεπτυγμένων. Επομένως, απαιτούνται νέες πολιτικές για τον συνδυασμό της οικονομικής ανάπτυξης και του ελέγχου του δημοσιονομικού ελλείμματος με αποτελεσματικές πολιτικές υπέρ της κοινωνικής ενσωμάτωσης.

2.1.4.

Η φτώχεια, η εργασιακή επισφάλεια και η ανεργία έχουν φτάσει σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα. Η απουσία προοπτικών για τους νέους συνιστά σημαντικό εμπόδιο για το μέλλον και την ανανέωση της Ευρώπης.

2.1.5.

Η ΕΕ δεν αποτελεί πλέον τον πόλο έλξης που ήταν κάποτε για τους επενδυτές και χαρακτηρίζεται πλέον από δυσκινησία. Από την άποψη των παραγωγικών επενδύσεων χάνει σταδιακά έδαφος σε σχέση με τις ΗΠΑ και με ορισμένα μεμονωμένα κράτη μέλη, όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι χώρες που υστερούν αποτελούν τροχοπέδη για τις πιο δυναμικές. Η ανάγκη μιας αμοιβαίας αλληλεξάρτησης μειώνεται. Σε ορισμένες χώρες, παρά το σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα, το χάσμα διευρύνεται λόγω της μείωσης των παραγωγικών επενδύσεων, γεγονός που —συν τοις άλλοις— οξύνει την απομόνωση των φτωχότερων περιφερειών. Η αντίδραση είναι αργή και γραφειοκρατική.

2.1.6.

Σε ένα πλαίσιο όπου κυριαρχούν η μεταναστευτική κρίση και η τρομοκρατία, τα θεμελιώδη κεκτημένα της ΕΕ, όπως η ευρωζώνη ή ο χώρος Σένγκεν, εμφανίζονται σήμερα περισσότερο ως παράγοντες διχασμού και λιγότερο ως στοιχεία συνοχής. Σε πολλές χώρες η ΕΕ χρησιμοποιείται για σκοπούς εσωτερικής πολιτικής δημαγωγίας.

2.1.7.

Τα επίπεδα ανάπτυξης των περιφερειών δεν συγκλίνουν. Σε όρους ΑΕγχΠ, ο λόγος της απόκλισης μεταξύ των πιο προηγμένων περιφερειών και αυτών με τον μικρότερο βαθμό ανάπτυξης είναι 14 προς 1. Ορισμένες από τις χώρες, οι οποίες συγκαταλέγονται στους μεγαλύτερους αποδέκτες βοήθειας, χρησιμοποιούν τα κονδύλια που τους χορηγούνται αντί των κρατικών μέσων και μηχανισμών επενδύσεων, με αποτέλεσμα η εθνική συμβολή τους να έχει μειωθεί στο ελάχιστο και σαφώς κάτω από τους αρχικούς στόχους. Τα νεοσύστατα συμβούλια ανταγωνιστικότητας θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους για να προσφέρουν μέγιστη συμβολή στη σύγκλιση του επιπέδου ανάπτυξης μεταξύ περιφερειών.

2.1.8.

Οι πολίτες, όπως και οι οικονομικοί, κοινωνικοί και μη κυβερνητικοί (ΜΚΟ) παράγοντες της ΕΕ δεν έχουν πλέον καμία προοπτική, έχουν απομακρυνθεί από την πολιτική διαδικασία και αναδιπλώνονται ολοένα περισσότερο στον εαυτό τους. Αντιλαμβάνονται την ΕΕ ως έναν θεσμό αυστηρό, άκαμπτο και ανίκανο να ανανεώνεται.

2.1.9.

Κυρίως εξαιτίας των χαμηλών επιδόσεών της και του αδύναμου θεσμικού συστήματός της σε ζητήματα ανάπτυξης, η ΕΕ δεν είναι σε θέση να εγγυάται επαρκή μέσα για την επίτευξη των —ούτως ή άλλως κατακερματισμένων— στόχων της.

2.1.10.

Δεν υπάρχει ενιαία αντίληψη του μέλλοντος, της πολιτικής βούλησης ή της ικανότητας διακυβέρνησης. Η μέθοδος συντονισμού είναι ανεπαρκής και απαρχαιωμένη, τα νομικά μέσα δεν έχουν κανένα αντίκρισμα ή είναι δύσχρηστα, η δε συμμετοχή των οργανώσεων και η κοινωνική υποστήριξη είναι ασθενείς, κυρίως εξαιτίας της προβληματικής επικοινωνίας.

2.1.11.

Η μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή στρατηγική της ΕΕ έως το 2020 δεν είναι αρκετά μακρόπνοη, δεν είναι πλέον ρεαλιστική, είναι κατακερματισμένη και δεν μπορεί να καθοδηγήσει τις διαδικασίες μέσα στα υφιστάμενα μεθοδολογικά σχήματα. Στο μεταξύ, με τη συνεκτίμηση των 17 εγκεκριμένων πρωταρχικών στόχων της COP 21 ως προς τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης, προετοιμάστηκε το έδαφος για την επανεξέταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του συστήματος και των μέσων διακυβέρνησης, σύμφωνα με μια περίπλοκη μακροπρόθεσμη στρατηγική.

2.2.    Νέες κατευθύνσεις

2.2.1.

Στο πλαίσιο αυτό, η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή προώθησε, με την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ένα νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Οι στόχοι που έχουν τεθεί —δηλαδή η δημιουργία θέσεων εργασίας και η προώθηση της ανάπτυξης, η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς, η απλούστευση του συστήματος οικονομικής ρύθμισης, η ενίσχυση των κοινοτικών εξελίξεων που έχουν προτεραιότητα, η αγορά ενέργειας, η στήριξη των επενδύσεων στην αγορά και στις ψηφιακές υπηρεσίες, η κατά προτεραιότητα διαχείριση των πνευματικών και υλικών δικτύων για τη διασύνδεση της Ευρώπης και η ενίσχυση του αισθήματος περιβαλλοντικής ευθύνης— μπορούν να δώσουν νέα σημαντική ώθηση στην οικονομία.

2.2.2.

Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και οι συνιστώσες του συγκροτούν ένα σύστημα που υπερβαίνει το πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης. Κρίνεται δε σκόπιμο να ενισχυθεί μακροπρόθεσμα η σημασία των κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων εντός του μηχανισμού του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.

2.2.3.

Το πρόγραμμα προτεραιότητας με το οποίο επιδιώκεται η πλήρης ενοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ευρωζώνης, αφενός, είναι ανεπαρκές και, αφετέρου, ενισχύει τη διόλου ανυπόστατη ανησυχία ότι το χάσμα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών ίσως βαθύνει περισσότερο. Ο ορισμός αναπτυξιακών στόχων σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα βοηθούσε ίσως την Ευρώπη των δύο ταχυτήτων να βγει εν μέρει από την αδράνεια στην οποία βρίσκεται.

2.2.4.

Σήμερα, δύο μεγάλες και πολύ διαφορετικές δέσμες χρηματοοικονομικών μέσων, η καθεμία με τη δική της διαδικασία, καθορίζουν τις διαδικασίες ανάπτυξης. Επομένως, κρίνεται σκόπιμο να καταστούν πιο συμπληρωματικές ήδη από το στάδιο του συντονισμού των στόχων.

2.2.5.

Πρόκειται πρωτίστως για τα παραδοσιακά κονδύλια των ΕΔΕΤ, όπως αυτά διαλαμβάνονται στις Συνθήκες και που σκοπό έχουν την προαγωγή της κοινωνικής, οικονομικής και εδαφικής συνοχής. Έχουν δε τη μορφή επενδυτικών και αναπτυξιακών ενισχύσεων, οι οποίες μολονότι εκσυγχρονίζονται συνεχώς, εξακολουθούν κατ’ ουσίαν να μην αλλάζουν και να διατίθενται μέσω της ανακατανομής του προϋπολογισμού της ΕΕ, ο οποίος με τη σειρά του τροφοδοτείται από τις εισφορές των κρατών μελών. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, τα εν λόγω κονδύλια δεν εκτιμώνται δεόντως από τους αποδέκτες τους, οι οποίοι θεωρούν ότι δικαιωματικά τους ανήκουν. Κατά την ενδιάμεση αναθεώρηση της τρέχουσας περιόδου (μέχρι δηλαδή και το 2020), επιβάλλεται να θεσπιστεί νέα νομοθεσία υπέρ της προαναφερθείσας συμπληρωματικότητας.

2.2.6.

Η δεύτερη δέσμη μέσων είναι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ), χάρη στο οποίο θα υλοποιηθεί, κανονικά, το νέο «σχέδιο Juncker». Πρόκειται για ένα νέο χρηματοδοτικό μέσο, προσανατολισμένο στην αγορά, το οποίο προσφέρει τη δυνατότητα υποστήριξης των επιχειρηματικών κεφαλαίων, κινητοποιεί δημόσιους, τραπεζικούς και ιδιωτικούς πόρους, και του οποίου το ύψος μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω. Πρέπει ο μηχανισμός διακυβέρνησης που θα τεθεί σε λειτουργία να γίνει βασικό στοιχείο της διακυβέρνησης με γνώμονα την ανάπτυξη. Η εναρμόνιση αυτών των δύο χρηματοδοτικών συστημάτων πρέπει να γίνει και στο κάθε κράτος μέλος.

2.2.7.

Σε σύγκριση με αυτά τα χρηματοδοτικά συστήματα, τα άλλα χρηματοδοτικά μέσα που λειτουργούν αποτελεσματικά είναι ορισμένα διαφοροποιημένα μέσα, προσαρμοσμένα μεν στις επιμέρους αποστολές τους, αλλά περιορισμένης εμβέλειας και στόχευσης. Τα πλαίσια του σχεδίου για την Ευρώπη μπορούν να συντονιστούν συστηματικά και εκ του σύνεγγυς.

2.2.8.

Μέχρι σήμερα δεν έχουν ενεργοποιηθεί τα άμεσα μέσα για την εκπλήρωση των —ολιγάριθμων και ασύνδετων— στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό. Χωρίς τέτοια μέσα είναι αμφίβολο αν θα μπορεί να συντονίζεται επαρκώς η αναπτυξιακή διαδικασία της ΕΕ. Συνεπώς, πρέπει ο σχεδιασμός της αλληλεπίδρασης των διαφόρων μέσων να συμπεριλαμβάνεται στην περιγραφή της αποστολής του νέου σχεδίου για την περίοδο μετά το 2020.

2.2.9.

Οι 11 θεματικοί στόχοι του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου που διέπει τα ΕΔΕΤ, καθώς και οι 10 κύριοι στόχοι του σχεδίου Juncker —που μόνον ασαφώς αντιστοιχούν στους πρώτους—, καθώς και οι αντίστοιχοι δημοσιονομικοί και ρυθμιστικοί κανόνες, πρέπει να συμβάλλουν στην επίτευξη της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Σε αυτά προστίθενται τα 17 κριτήρια αναφοράς των ΣΒΑ σχετικά με τη βιωσιμότητα, τα οποία θα είναι καθοριστικά για το μέλλον. Η αποστολή όσον αφορά τη διαδικασία προγραμματισμού της περιόδου μετά το 2020 πρέπει να βασίζεται σε περιορισμένο πλήθος σαφών και ευσύνοπτων στόχων.

2.2.10.

Κατά το παρόν, η πληθώρα μηχανισμών που σχετίζονται με τους στόχους, προθεσμιών και εναρκτήριων ή καταληκτικών ημερομηνιών έχουν ως συνέπεια την αδιαφάνεια όλων των στόχων, στόχους που δυσκολεύονται να κατανοήσουν και να παρακολουθήσουν οι οικονομικοί κύκλοι και η κοινωνία πολιτών. Συν τοις άλλοις, η έλλειψη συνεργειών και αλληλεπίδρασης μεταξύ των διαφόρων στόχων μειώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των μέσων και των επενδύσεων. Κρίνεται δε σκόπιμο να ενισχυθούν οι συνέργειες του ΕΤΣΕ με την ανανεωμένη στρατηγική «Ευρώπη 2020» κατά την κατάρτιση της νέας στρατηγικής «Ευρώπη 2030-2050» (σχέδιο για την Ευρώπη).

2.2.11.

Ενώ τα διαρθρωτικά ταμεία συνοδεύονται από πολύ γραφειοκρατικούς μηχανισμούς προπαρασκευής, εκτέλεσης, ελέγχου και ανάλυσης —τόσο κεντρικούς όσο και αποκεντρωμένους—, και ενώ σε επίπεδο ΕΕ υφίσταται μεγάλος αριθμός οργανισμών για την ορθή εφαρμογή τους, ο νέος διαχειριστικός μηχανισμός του ΕΤΣΕ ξεφεύγει από το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η νέα οργανωτική δομή του στηρίζεται σε ανάγκες που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό και επενδυτικό περιβάλλον. Ο συντονισμός των δύο μεγάλων δεσμών προϋποθέτει τον σχεδιασμό ενός στρατηγικού μέσου και ενός νέου συστήματος διακυβέρνησης (2).

2.2.12.

Ο σχεδιασμός ενός νέου συστήματος διακυβέρνησης με γνώμονα την ανάπτυξη μπορεί να οδηγήσει στον ενισχυμένο συντονισμό και στην ανοικτή συνεργασία των συναρμοδίων.

2.2.13.

Για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της απόδοσης των ΕΔΕΤ, πρέπει να ενισχυθεί η θεσμική διάρθρωση της εταιρικής σχέσης και να διευρυνθεί, βάσει του δικαιώματος συμμετοχής στα κοινά, προς όλους των Ευρωπαίους πολίτες. Αυτοί πρέπει να έχουν εγγυημένα τη δυνατότητα πρόσβασης στις κατάλληλες πληροφορίες και να συμμετέχουν στις αποφάσεις σχεδιασμού και εφαρμογής. Θα πρέπει επίσης να μπορούν να εκφράζουν την άποψή τους όσον αφορά τα σχεδιαζόμενα προγράμματα, προσκλήσεις υποβολής προσφορών και εκθέσεις αξιολόγησης.

3.   Η ενίσχυση της εταιρικής σχέσης

3.1.

Η ΕΟΚΕ έχει ήδη εξετάσει το ζήτημα της αρχής της εταιρικής σχέσης και υποβάλει λεπτομερείς συναφείς προτάσεις σε διάφορες γνωμοδοτήσεις της.

3.1.1.

Στη γνωμοδότηση που εξέδωσε το 2010 (3), η ΕΟΚΕ τονίζει ότι οι ισχύοντες κανονισμοί αφήνουν περιθώρια για υπερβολικά διασταλτική ερμηνεία της έννοιας της εταιρικής σχέσης σε εθνικό επίπεδο και ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να δρα πιο ενεργά και προορατικά ως θεματοφύλακας της αρχής της εταιρικής σχέσης. Θεωρεί σημαντικό όλα τα επιχειρησιακά προγράμματα να εξασφαλίζουν στους εταίρους τα μέσα τεχνικής βοήθειας που απαιτούνται για την ενίσχυση των ικανοτήτων τους. Επίσης, υποστηρίζει την επιστροφή στα προγράμματα κοινοτικής πρωτοβουλίας για την κοινωνική καινοτομία και την τοπική ανάπτυξη.

3.1.2.

Στη γνωμοδότηση που υιοθέτησε το 2012 (4), η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κώδικα δεοντολογίας για την εταιρική σχέση. Εκφράζει τις ανησυχίες της κοινωνίας πολιτών όσον αφορά τη μη τήρηση της αρχής της εταιρικής σχέσης και προτείνει τη θέσπιση ενός συστήματος ελέγχου της εταιρικής σχέσης που θα διαχειρίζονται οι ίδιοι οι εταίροι. Συν τοις άλλοις, προτείνει αφενός μεν να εξαρτάται η σύναψη των συμφωνιών εταιρικής σχέσης με τα κράτη μέλη από την ορθή εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας, αφετέρου δε να συμπληρωθούν προς τούτο οι πόροι των επιχειρησιακών προγραμμάτων με οικονομικά κίνητρα. Επιπροσθέτως, επιβεβαιώνει τις συστάσεις της ως προς την ενίσχυση των ικανοτήτων των εταίρων.

3.2.

Στη νομοθεσία για την πολιτική συνοχής προβλέπεται η θέσπιση ενός ευρωπαϊκού κώδικα δεοντολογίας για την εταιρική σχέση (ΕΚΔΕΣ), ο οποίος περιέχει κατευθυντήριες γραμμές και ορθές πρακτικές.

3.3.

Από την πείρα της εφαρμογής του ΕΚΔΕΣ προκύπτει ότι ορισμένες χώρες έχουν μόνο τύποις εφαρμόσει τις διατάξεις του στην εθνική διαδικασία προγραμματισμού και στον μετασχηματισμό της θεσμικής δομής αξιοποίησης των κονδυλίων των ΕΔΕΤ.

3.4.

Σε αρκετές χώρες δεν δόθηκε στους εταίρους αρκετός χρόνος για να γνωμοδοτήσουν επί των σχετικών εγγράφων. Ομοίως, δεν συμμετείχαν ουσιαστικά στη λήψη βασικών στρατηγικών αποφάσεων π.χ. για την επιλογή των προτεραιοτήτων ή τις χρηματοδοτικές ενισχύσεις. Δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή κανένας μηχανισμός ή ειδικό μέσο επικοινωνίας και συμμετοχής που να προωθεί την ενεργό συμμετοχή.

3.5.

Από τις αναλύσεις αρκετών ΜΚΟ (5) προκύπτει ότι σε ορισμένες χώρες τυπικά γίνονται σεβαστές οι απαιτήσεις ως προς την επιλογή εταίρων που καλούνται να συμμετάσχουν στις εργασίες των επιτροπών παρακολούθησης, χωρίς όμως να τηρούνται η αντιπροσωπευτικότητα και η κάλυψη των θεματικών πεδίων σε κάθε περίπτωση. Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διαχειριστικών αρχών και των μελών των επιτροπών παρακολούθησης είναι προβληματική.

3.6.

Έτσι, οι αρμόδιες σε οριζόντια θέματα αρχές, όπως π.χ. τα υπουργεία περιβάλλοντος, δεν εκπροσωπούνται σε αρκετές επιτροπές παρακολούθησης με αντικείμενο που τις αφορά. Οι διαχειριστικές αρχές δεν καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια να συνεργαστούν με τους εκπροσώπους της κοινωνίας πολιτών —και εκφραστές ορισμένων διαθεματικών αρχών— κατά τον σχεδιασμό των προσκλήσεων υποβολής έργων και την αξιολόγηση των προτάσεων.

3.7.

Τα μέτρα ενίσχυσης της διοικητικής ικανότητας των εταίρων κρίνονται ανεπαρκή σε ορισμένες χώρες. Πράγματι, περιορίζονται εν πολλοίς στην κατάρτιση και στην καταβολή των εξόδων ταξιδίου, ενώ παραμένουν κενό γράμμα πολλές προτάσεις του ΕΚΔΕΣ, όπως π.χ. η ανάπτυξη δικτύων και ο συντονισμός ή η κάλυψη των εξόδων των εμπειρογνωμόνων που χρειάζονται για την ουσιαστική συμμετοχή των εταίρων.

3.8.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη δεν έχουν αποδώσει αρκετή σημασία στη χρήση των μέσων της τοπικής ανάπτυξης με πρωτοβουλία των τοπικών κοινοτήτων στην τοπική ανάπτυξη με πρωτοβουλία των τοπικών κοινοτήτων (ΤΑΠΤΚ) κατά το πρώτο ήμισυ της δημοσιονομικής περιόδου.

3.9.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί αναγκαία μια γενική επισκόπηση των πρακτικών για την εταιρική σχέση. Η εν λόγω επισκόπηση πρέπει επίσης να περιέχει αφενός, την αξιολόγηση της διαμόρφωσης των διαδικασιών σχεδιασμού, καθώς και της θεσμικής δομής της εφαρμογής, αφετέρου δε, την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο το ισχύον ρυθμιστικό σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε μια αποτελεσματική εταιρική σχέση. Οι εταίροι πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία αξιολόγησης.

Βρυξέλλες, 21 Σεπτεμβρίου 2016.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Γιώργος ΝΤΑΣΗΣ


(1)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Η αρχή της εταιρικής σχέσης στην εφαρμογή των Ταμείων του κοινού στρατηγικού πλαισίου —Στοιχεία για έναν ευρωπαϊκό κώδικα δεοντολογίας σχετικά με την εταιρική σχέση» (ΕΕ C 44 της 15.2.2013, σ. 23).

(2)  Γνωμοδότηση της επιτροπής με θέμα «Πολιτική εδαφικής συνοχής και προϋπολογισμός της ΕΕ — Απλούστευση των ΕΔΕΤ από τη σκοπιά της τοπικής αυτοδιοίκησης», εισηγητής: ο κ. Petr Osvald (CZ/PSE).

(3)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Πώς θα προωθηθούν αποτελεσματικές εταιρικές σχέσεις κατά τη διαχείριση των προγραμμάτων της πολιτικής συνοχής, βάσει των ορθών πρακτικών της περιόδου 2007-2013» (ΕΕ C 44 της 11.2.2011, σ. 1).

(4)  Βλ. υποσημείωση 1.

(5)  Αναλύσεις που πραγματοποίησε το δίκτυο CEE Bankwatch και το SFteam for Sustainable Future.


Top