EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52012PC0371

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση ειδικών όρων όσον αφορά την αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό και διατάξεων όσον αφορά την αλιεία σε διεθνή ύδατα του Βορειοανατολικού Ατλαντικού καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2347/2002

/* COM/2012/0371 final - 2012/0179 (COD) */

52012PC0371

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση ειδικών όρων όσον αφορά την αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό και διατάξεων όσον αφορά την αλιεία σε διεθνή ύδατα του Βορειοανατολικού Ατλαντικού καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2347/2002 /* COM/2012/0371 final - 2012/0179 (COD) */


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η αλιεία βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό κυριαρχείται εν μέρει από παραδοσιακούς παράκτιους στόλους (Πορτογαλία) και εν μέρει από μεγάλες νομαδικές μηχανότρατες (Γαλλία, Ισπανία). Συνολικά, αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 1% των εκφορτώσεων από τον Βορειοανατολικό Ατλαντικό, εντούτοις η οικονομική βιωσιμότητα πολλών αλιευτικών κοινοτήτων εξαρτάται, έως έναν βαθμό, από την αλιεία ειδών βαθέων υδάτων. Η αλιεία ειδών βαθέων υδάτων ασκείται σε ενωσιακά και σε διεθνή ύδατα που διέπονται από συμφωνίες που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο της Επιτροπής Αλιείας Βορειοανατολικού Ατλαντικού (NEAFC).

Τα αποθέματα βαθέων υδάτων είναι ιχθυαποθέματα που αλιεύονται σε ύδατα πέραν των κύριων ιχθυοτόπων της υφαλοκρηπίδας. Αναπτύσσονται δε στα υφαλοπρανή ή ενδιαιτούν σε θαλάσσια όρη. Η αλιεία βαθέων υδάτων αποτελεί αντικείμενο λεπτομερούς διαχείρισης με βάση τις αλιευτικές δυνατότητες μόλις από το 2003 (συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα, μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια). Πριν από το 2003 το εν λόγω είδος αλιείας αναπτυσσόταν σε μεγάλο βαθμό άναρχα και παρουσίαζε εν μέρει χαρακτηριστικά συμπτώματα του προβλήματος που είναι γνωστό ως «εξοντωτική αλίευση ψαριών», που έχει ως συνέπεια την εξάντληση των αποθεμάτων.

Από την έναρξη της διαχείρισης με βάση τις αλιευτικές δυνατότητες, τέθηκε σε εφαρμογή σειρά τεχνικών μέτρων τα οποία περιορίζουν τη χρήση ορισμένων εργαλείων σε πιο βαθιά ύδατα ή απαγορεύουν την αλιεία σε ορισμένες περιοχές που παρουσιάζουν υψηλή βιοποικιλότητα στον πυθμένα της θάλασσας. Οι εν λόγω απαγορεύσεις αλιείας στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑλΠ) αποτελούν συνέχεια στον χαρακτηρισμό τόπων του NATURA 2000 από τα κράτη μέλη, δυνάμει της οδηγίας για τους οικοτόπους[1], ή αποτελούν γενικά προληπτικά μέτρα.

Στα μέτρα της NEAFC στον τομέα της αλιείας βαθέων υδάτων τα οποία εγκρίθηκαν και έχουν μεταφερθεί στην ενωσιακή νομοθεσία περιλαμβάνονται και η απαγόρευση των απλαδιών διχτυών, περιοχές απαγόρευσης της αλιείας για την προστασία βενθικών ενδιαιτημάτων τα οποία αντιπροσωπεύουν κύριες πηγές βιοποικιλότητας (ευαίσθητα θαλάσσια οικοσυστήματα), ο προσδιορισμός ανωτάτων ορίων συνολικής δαπανώμενης αλιευτικής προσπάθειας σε ετήσια βάση και η χαρτογράφηση της υφιστάμενης αλιευτικής δραστηριότητας με στόχο τυχόν νέα είδη αλιείας να εξαρτώνται από προηγούμενη εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Πριν από τη θέση της Συνθήκης της Λισαβόνας σε ισχύ τα προαναφερόμενα καθώς και άλλα τεχνικά μέτρα τα οποία συνιστώνται από τη NEAFC εφαρμόζονταν με βάση ετήσιο κανονισμό του Συμβουλίου σχετικά με τις αλιευτικές δυνατότητες· έκτοτε έχει τεθεί σε ισχύ ένα μεταβατικό καθεστώς[2] για το σύνολο του Βορειοανατολικού Ατλαντικού, περιλαμβανομένων μέτρων τα οποία έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της NEAFC.

Όσον αφορά τα διεθνή ύδατα που δεν αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης από περιφερειακή οργάνωση διαχείρισης της αλιείας η Ένωση εξέδωσε ειδικό κανονισμό που απαγορεύει τη χρήση εργαλείων βυθού στην ανοικτή θάλασσα δίχως να έχει προηγουμένως πραγματοποιηθεί εκτίμηση των επιπτώσεων (κανονισμός (EΚ) αριθ. 734/2008), σύμφωνα με το ψήφισμα 61/105[3] της Γενικής Συνέλευσης των ΗΕ σχετικά με τη βιώσιμη διαχείριση της αλιείας βαθέων υδάτων.

Από το 2002 η Ένωση έχει θέσει σε εφαρμογή ειδικό καθεστώς πρόσβασης (κανονισμός (EΚ) αριθ. 2347/2002) όσον αφορά τα αλιευτικά σκάφη που συμμετέχουν στην αλιεία βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό, το οποίο αποτελείται από τέσσερα συστατικά στοιχεία: τον περιορισμό της αλιευτικής ικανότητας, τη συλλογή δεδομένων, την παρακολούθηση της αλιευτικής προσπάθειας και τον έλεγχο.

Τα μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί έως σήμερα δεν έχουν επιλύσει αποτελεσματικά τα κύρια προβλήματα του εν λόγω είδους αλιείας, και συγκεκριμένα:

(1) ο εξαιρετικά ευάλωτος χαρακτήρας των εν λόγω αποθεμάτων σε σχέση με την αλιεία· το ότι πολλά από τα εν λόγω αποθέματα μπορούν να υποστούν χαμηλή, μόνον, αλιευτική πίεση κατά τη διάρκεια μεγάλης χρονικής περιόδου, κάτι το οποίο δεν είναι οικονομικά βιώσιμο·

(2) το ότι η αλιεία με τράτες βυθού συνιστά τον υψηλότερο κίνδυνο καταστροφής αναντικατάστατων και ευάλωτων θαλάσσιων οικοσυστημάτων από αλιευτικά εργαλεία· το ότι είναι άγνωστη η έκταση της καταστροφής που έχει ήδη σημειωθεί·

(3) το ότι η αλιεία ειδών βαθέων υδάτων με τράτες έχει ως αποτέλεσμα υψηλά επίπεδα ανεπιθύμητων αλιευμάτων ειδών βαθέων υδάτων (σε ποσοστό 20 με 40% κατά μέσο όρο βάρους, με μεμονωμένες απότομες αυξήσεις σε πολύ υψηλότερα επίπεδα)·

(4) ο καθορισμός του βιώσιμου επιπέδου αλιευτικής πίεσης με βάση επιστημονικές γνωμοδοτήσεις είναι ιδιαίτερα δύσκολος.

Λόγω του εξαιρετικά ευάλωτου χαρακτήρα των αποθεμάτων βαθέων υδάτων σε σχέση με την αλιεία, η εξάντληση του αποθέματος μπορεί να επέλθει εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος και η ανάκτηση μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα ή να αποτύχει. Η βιολογική κατάσταση των αποθεμάτων εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη σε μεγάλο βαθμό. Ορισμένα θεωρείται ότι έχουν εξαντληθεί, ενώ άλλα έχουν αρχίσει να σταθεροποιούνται σε χαμηλά επίπεδα εκμετάλλευσης. Γενικά, η αλιεία βαθέων υδάτων δεν είναι βιώσιμη. Οι αλιευτικές δυνατότητες μειώνονται συστηματικά ύστερα από τότε που αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης.

Τα βιολογικά δεδομένα από επιστημονικές έρευνες θα εξακολουθήσουν, πιθανότατα, να μην επαρκούν ώστε να επιτρέψουν πλήρεις αναλυτικές αξιολογήσεις αποθεμάτων κατά τα επόμενα έτη. Η Επιτροπή διερευνά τρόπους για τη βελτίωση του συστήματος επιστημονικής έρευνας και συλλογής δεδομένων όσον αφορά τα είδη βαθέων υδάτων για την επόμενη περίοδο προγραμματισμού. Επί του παρόντος, η διαχειριστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία στόχος είναι η μέγιστη βιώσιμη απόδοση (ΜΒΑ) δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε αποθέματα βαθέων υδάτων λόγω ανεπαρκών στοιχείων. Εφαρμόζεται ένα σημαντικό επιστημονικό πρόγραμμα με τίτλο «deepfishman» το οποίο θα έχει ολοκληρωθεί έως το 2012. Το εν λόγω πρόγραμμα επιχειρεί να αναπτύξει κανόνες αλίευσης με βάση δευτερογενείς δείκτες, δεδομένου ότι οι πρωτογενείς δείκτες (θνησιμότητα λόγω αλιείας και μέγεθος αποθέματος) δεν είναι γνωστοί (DEEPFISHMAN[4] Αναφ. 227390)

Η υποχρέωση των κρατών μελών σύμφωνα με την οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική να πετύχουν ή να διατηρήσουν καλή περιβαλλοντική κατάσταση στα θαλάσσια οικοσυστήματα έως το έτος 2020[5] ευνοεί την κριτική αξιολόγηση των συνθηκών για την ανάπτυξη αλιείας βαθέων υδάτων, περιλαμβανομένων και πτυχών που αφορούν το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα.

Γενικός στόχος της πρότασης είναι να εξασφαλιστεί, στο μέτρο του δυνατού, η βιώσιμη εκμετάλλευση των αποθεμάτων βαθέων υδάτων με ταυτόχρονη μείωση του περιβαλλοντικού αντικτύπου της αλιείας βαθέων υδάτων και η βελτίωση της βάσης στοιχείων η οποία θα επιτρέψει την επιστημονική αξιολόγηση. Εφόσον τα δεδομένα και η μέθοδος δεν έχουν επιτύχει το απαιτούμενο επίπεδο το οποίο θα επιτρέψει τη διαχείριση μέσω της ΜΒΑ, η αλιεία βαθέων υδάτων πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης.

Για να μειωθεί ο καταστρεπτικός αντίκτυπος στο θαλάσσιο οικοσύστημα, η χρήση τρατών βυθού πρέπει να εξαλειφθεί σταδιακά όσον αφορά τον εν λόγω τύπο αλιείας, δεδομένου ότι είναι πολύ επιζήμιες για τα ευάλωτα θαλάσσια οικοσυστήματα και έχουν προκαλέσει υψηλά επίπεδα ανεπιθύμητων αλιευμάτων ειδών βαθέων υδάτων. Οι μεταβατικοί περιορισμοί όσον αφορά τα στάσιμα απλάδια βυθού στην αλιεία σε βάθος άνω των 600 m και σε βάθος 200-600 m πρέπει να συνοδεύονται από απαγόρευση της αλιείας ειδών βαθέων υδάτων.

Η πρόταση εξετάζει επίσης τη σκοπιμότητα του να απλουστευθεί το σύστημα διαχείρισης για τα εν λόγω αποθέματα, τα οποία υπόκεινται σήμερα σε ένα διπλό μέσο διαχείρισης: στους περιορισμούς αλιευμάτων και στους περιορισμούς της αλιευτικής δυνατότητας/αλιευτικής προσπάθειας. Στις περιπτώσεις στις οποίες η επικάλυψη αυτή δεν είναι απαραίτητη ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, υποβάλλονται προτάσεις ώστε οι εν λόγω τύποι αλιείας να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης με ένα, μόνον, μέσο διαχείρισης.

2.           ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Με βάση την ανακοίνωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο[6] σχετικά με την επισκόπηση του καθεστώτος πρόσβασης του 2002, η Επιτροπή διενήργησε εκτίμηση επιπτώσεων των μελλοντικών επιλογών πολιτικής συμπεριλαμβάνοντας σε αυτή τα κράτη μέλη και τα περιφερειακά γνωμοδοτικά συμβούλια (ΠΓΣ). Προέβη επίσης σε διαβουλεύσεις με την επιστημονική, τεχνική και οικονομική επιτροπή αλιείας (ΕΤΟΕΑ) σχετικά με ορισμένες τεχνικές πτυχές της διαχείρισης της αλιείας βαθέων υδάτων.

Οι απαντήσεις στο πλαίσιο της διαβούλευσης έδειξαν ότι υπήρχε ευρεία σύγκλιση απόψεων ως προς την ανάγκη να βελτιωθεί το καθεστώς πρόσβασης του 2002. Εντούτοις, οι απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών απόκλιναν σημαντικά όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν:

Τα κράτη μέλη τόνισαν τη χαμηλή αξία της αναφοράς αλιευτικής προσπάθειας, της διαχείρισης της αλιευτικής προσπάθειας και της διαχείρισης της αλιευτικής ικανότητας με βάση τις παρούσες συνθήκες, ιδίως λόγω του ότι η καταγεγραμμένη αλιευτική ικανότητα (με βάση τις άδειες που έχουν εκδοθεί) δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα που επικρατεί όσον αφορά τη δραστηριότητα που αναπτύσσεται στην αλιεία βαθέων υδάτων. Φαίνεται πως υπερβολικά μεγάλος αριθμός σκαφών διαθέτει άδεια για την αλιεία ειδών βαθέων υδάτων, τα οποία όμως συνιστούν μικρό μόνον ποσοστό του συνόλου των αλιευμάτων τους. Τα εν λόγω σκάφη δεν ανήκουν πραγματικά σε εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) στο πλαίσιο της οποίας αλιεύονται είδη βαθέων υδάτων. Τα κράτη μέλη άσκησαν επίσης κριτική ως προς τις απορρίψεις, για τις οποίες ισχυρίστηκαν ότι οφείλονται εν μέρει στο ότι η αλιεία αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης. Τόνισαν επίσης τη σημασία του να προσαρμοστεί το καθεστώς πρόσβασης στο νέο πλαίσιο ελέγχου. Φάνηκαν δε επιφυλακτικοί ως προς τον προκαθορισμό της προσέγγισης της διαχείρισης, τουλάχιστον πριν από την παρουσίαση των συμπερασμάτων σχετικά με το τρέχον επιστημονικό πρόγραμμα με τίτλο «DEEPFISHMAN».

Σχετικά με τον κατάλογο των ειδών που καλύπτονται, τα κράτη μέλη αναγνώρισαν την ανάγκη για συνεκτικά κριτήρια αλλά τόνισαν ότι οιεσδήποτε αλλαγές θα είχαν συνέπειες στις αλιευτικές πρακτικές και στη διαχείριση. Επιπλέον, τόνισαν τη σημασία της τήρησης των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων βάσει της αρχής της σχετικής σταθερότητας. Τέλος, όσον αφορά τις ειδικές υποχρεώσεις σχετικά με τη συλλογή δεδομένων, αντιτάχθηκαν σε πιο εκτεταμένη επιστημονική κάλυψη που θα εξασφαλίζεται από παρατηρητές επί του σκάφους και υποστήριξαν να ενσωματωθεί η συλλογή δεδομένων που αφορούν συγκεκριμένα την αλιεία των ειδών βαθέων υδάτων στο πιο ευρύ πλαίσιο της συλλογής δεδομένων, βάσει του οποίου ορισμένες εξειδικευμένες αλιευτικές δραστηριότητες (métiers) που επικεντρώνονται στα είδη βαθέων υδάτων υποβάλλονται ήδη σε δειγματοληψία. Εκφράστηκαν ορισμένες αμφιβολίες ως προς το εάν οι δαπάνες που συνεπάγονται οι αναλυτικές αξιολογήσεις αποθεμάτων δικαιολογούνται δεδομένης της περιορισμένης δραστηριότητας του εν λόγω τμήματος του στόλου και εάν, κατά συνέπεια, θα έπρεπε να ευνοηθεί η προσέγγιση της προληπτικής διαχείρισης με βάση τις παρατηρούμενες τάσεις ως προς την εξέλιξη των αποθεμάτων.

Ζητήθηκε η γνώμη των ΠΓΣ Βορειοδυτικών και Νοτιοδυτικών Υδάτων της Ένωσης, τα οποία τόνισαν την ανάγκη για έναν συνεπή ορισμό της αλιείας βαθέων υδάτων και υποστήριξαν τη στοχοθετημένη λήψη μέτρων διαχείρισης όσον αφορά εκείνα τα σκάφη που αναπτύσσουν εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier). Εντούτοις, πρότειναν να μην απαγορευθεί η επιστροφή στην αλιεία ειδών βαθέων υδάτων στα σκάφη εκείνα τα οποία, ενώ διαθέτουν ιστορικό, επέστρεψαν πρόσφατα σε άλλα είδη αλιείας, συμβάλλοντας έτσι στην ανάκτηση του αποθέματος. Προτάθηκε η διαχείριση της αλιευτικής προσπάθειας ανά εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα, η οποία μπορεί να είναι διαφορετική για τις ομάδες λίγων μεγάλων σκαφών πολλαπλών «métier» σε σύγκριση με τις ομάδες που αποτελούνται από πολλά μικρά σκάφη. Ζήτησαν να ληφθούν περισσότερα μέτρα με στόχο την προστασία των ευάλωτων θαλάσσιων οικοσυστημάτων και ένα σύστημα για τη χορήγηση, ανανέωση και αφαίρεση αδειών αλιείας.

Μια ένωση μη κυβερνητικών οργανώσεων (γνωστή ως «Deep-sea Conservation Coalition») τόνισε την ανάγκη να θεσπιστούν προϋποθέσεις για τη χρήση τρατών βυθού παρόμοιες με εκείνες που ισχύουν στην ανοικτή θάλασσα και υπογράμμισε το ανεπίλυτο ζήτημα των ανεπιθύμητων αλιευμάτων ειδών βαθέων υδάτων στην αλιεία με τράτες.

Η εκτίμηση των επιπτώσεων που προκύπτουν από τις διαφορετικές επιλογές πολιτικής επικεντρώθηκε σε πέντε εναλλακτικές επιλογές. Τρεις από αυτές δεν εξετάστηκαν περαιτέρω επειδή θεωρήθηκε ότι δεν αποτελούσαν πρόσφορες προσεγγίσεις διαχείρισης, ενώ τα μειονεκτήματα που παρουσίαζαν ήταν πολύ περισσότερα σε σχέση με τα πλεονεκτήματα, ήτοι: α) η συνέχιση του υφιστάμενου καθεστώτος, τροποποιώντας το μόνον εφόσον απαιτείται η επικαιροποίησή του· β) η εξ ολοκλήρου απαγόρευση της αλιείας ειδών βαθέων υδάτων και γ) η υποβάθμιση του καθεστώτος σε εργαλείο μεταφοράς μέτρων τα οποία εγκρίνει η NEAFC και η εφαρμογή τους και στα ενωσιακά ύδατα.

Οι δύο επιλογές που παρουσιάζουν σχετικά πλεονεκτήματα είναι: δ) η σταδιακή εξάλειψη των πιο επιζήμιων αλιευτικών εργαλείων που αλιεύουν είδη βαθέων υδάτων ή ε) η θέσπιση για τα ενωσιακά ύδατα προδιαγραφών διαχείρισης που αναπτύχθηκαν για την αλιεία βυθού στην ανοικτή θάλασσα. Η επιλογή δ) προτιμήθηκε ως πιο αποτελεσματικό και απλό όργανο, ενώ η επιλογή ε) θα είχε ως αποτέλεσμα να προστεθούν πολύ περισσότερες ρυθμιστικές απαιτήσεις καθώς και οι εγγενείς περιορισμοί που αυτές επιφέρουν στις επενδύσεις σε ένα είδος αλιείας που ακολουθεί ήδη φθίνουσα πορεία. Δεδομένων των περικοπών που υφίστανται οι αλιευτικές αρχές λόγω δημοσιονομικών μέτρων λιτότητας, δεν είναι βέβαιο ότι θα εφαρμοστούν πρόσθετα και εκτεταμένα μέτρα στην πράξη.

Όσον αφορά την απλούστευση, το υφιστάμενο σύστημα υποβολής αναφορών σχετικά με την αλιευτική προσπάθεια ανά είδος πρέπει να καταργηθεί. Η παρακολούθηση της αλιευτικής προσπάθειας μπορεί να εξασφαλιστεί καλύτερα εάν διενεργείται σε τακτική βάση μέσω ετήσιας αποστολής δεδομένων βάσει του Πλαισίου συλλογής δεδομένων[7], συνοδευόμενη από ad hoc διοικητικές αιτήσεις υποβολής αναφοράς από την Επιτροπή, οι οποίες θα χρησιμοποιούνται, για παράδειγμα, όταν θα υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά την τήρηση των ορίων αλιευτικής προσπάθειας ή όταν η ποιότητα των δεδομένων είναι ανεπαρκής. Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού προσδιορίστηκε ώστε να εξασφαλιστεί ότι ο παρών κανονισμός αφορά αμιγώς σκάφη τα οποία αλιεύουν είδη βαθέων υδάτων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι τα σκάφη τα οποία διαθέτουν τα εν λόγω είδη ως παρεμπίπτοντα αλιεύματα δεν επεκτείνουν την αλιευτική τους δραστηριότητα. Επιπλέον, οι ειδικοί κανόνες συλλογής δεδομένων θα ευθυγραμμιστούν με το Πλαίσιο συλλογής δεδομένων, εξασφαλίζοντας ότι τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τα ίδια στατιστικά πρότυπα και διοχετεύουν τα συλλεχθέντα δεδομένα σε ένα ενιαίο σύστημα αποθήκευσης και επεξεργασίας. Η μη συμμόρφωση με τα πρότυπα συλλογής επιστημονικών δεδομένων θα έχει ως συνέπεια την επακόλουθη απώλεια των αλιευτικών δυνατοτήτων, ως προληπτικό μέτρο διαχείρισης.

3.           ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Με την παρούσα πρόταση θεσπίζεται κανονισμός-πλαίσιο για την άσκηση αλιευτικών δραστηριοτήτων που επικεντρώνονται στην αλιεία ειδών βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό, συμπεριλαμβανομένων των υδάτων της Ένωσης, όπου περιλαμβάνονται και οι εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, καθώς και διεθνή ύδατα.

Το άρθρο 43 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί τη νομική βάση της παρούσας πρότασης. Η παρούσα πρόταση εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται η αρχή της επικουρικότητας.

Το γενικό πλαίσιο για την ΚΑλΠ θεσπίζεται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Σύμφωνα με το άρθρο 4, θα θεσπιστούν ενωσιακά μέτρα που θα διέπουν την πρόσβαση σε ύδατα και πόρους καθώς και τη βιώσιμη άσκηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων.

Η πρόταση συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας. Τα κράτη μέλη είναι σε θέση να αναπτύξουν μέτρα για τους στόλους τους, τα οποία θα οδηγήσουν σε πιο βιώσιμη διαχείριση των πόρων βαθέων υδάτων. Εντούτοις, πολλά αποθέματα βαθέων υδάτων είναι κοινά μεταξύ διαφόρων κρατών μελών (σε ορισμένες περιπτώσεις ο στόλος ενός κράτους μέλους δραστηριοποιείται περισσότερο στα ύδατα άλλου κράτους μέλους). Αυτό καθιστά τα κράτη μέλη πιο απρόθυμα ως προς το να υποβάλουν τους στόλους τους σε περιοριστικά μέτρα εκτός εάν εφαρμόζονται οι ίδιοι ή αντίστοιχοι κανόνες σε στόλους γειτονικών κρατών.

Η πράξη που επιλέγεται είναι κανονισμός της Ένωσης. Η αυτορύθμιση δεν εγκρίνεται ως επιλογή. Με βάση την εμπειρία που έχει αντληθεί από την εξέλιξη της άναρχης αλιείας βαθέων υδάτων, δεν μπορεί να αναμένεται με βεβαιότητα ότι ο τομέας θα αναπτυχθεί και θα επιβάλει δικό του κώδικα δεοντολογίας ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα αλιεύει τους εν λόγω πόρους με βιώσιμο τρόπο.

4.           ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

2012/0179 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη θέσπιση ειδικών όρων όσον αφορά την αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό και διατάξεων όσον αφορά την αλιεία σε διεθνή ύδατα του Βορειοανατολικού Ατλαντικού καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2347/2002

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[8],

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[9],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)       Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 2371/2002, του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002 για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής[10] απαιτεί τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων τα οποία θα διέπουν την πρόσβαση σε ύδατα και πόρους καθώς και τη βιώσιμη άσκηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων, μέτρα αναγκαία για τη διασφάλιση της ορθολογικής και υπεύθυνης εκμετάλλευσης των πόρων σε βιώσιμη βάση. Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού απαιτεί την εφαρμογή της προσέγγισης του οικοσυστήματος και της προληπτικής προσέγγισης κατά τη λήψη μέτρων για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα θαλάσσια οικοσυστήματα.

(2)       Η Ένωση έχει δεσμευθεί να εφαρμόσει τα ψηφίσματα που έχουν εγκριθεί από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ειδικότερα τα ψηφίσματα 61/105 και 64/72, τα οποία καλούν τα κράτη και τις περιφερειακές οργανώσεις διαχείρισης της αλιείας να εξασφαλίσουν την προστασία των ευάλωτων οικοσυστημάτων βαθέων υδάτων από τον καταστρεπτικό αντίκτυπο των αλιευτικών εργαλείων βυθού, καθώς και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αποθεμάτων βαθέων υδάτων.

(3)       Η Επιτροπή αξιολόγησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 για τη θέσπιση ειδικών απαιτήσεων πρόσβασης και συναφών όρων που ισχύουν στην αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων[11]. Η Επιτροπή διαπίστωσε[12] ειδικότερα, ότι το πεδίο εφαρμογής όσον αφορά τον οικείο στόλο ήταν πολύ ευρύ, ότι οι οδηγίες ήταν ανεπαρκείς όσον αφορά τον έλεγχο στους καθορισμένους λιμένες και στα προγράμματα δειγματοληψίας και ότι η ποιότητα της υποβολής αναφορών των κρατών μελών σχετικά με τα επίπεδα αλιευτικής προσπάθειας παρουσίαζε πολλές διακυμάνσεις.

(4)       Για να διατηρηθούν οι απαραίτητες μειώσεις στην αλιευτική ικανότητα οι οποίες έχουν επιτευχθεί έως σήμερα στην αλιεία βαθέων υδάτων, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί ότι η αλιεία ειδών βαθέων υδάτων θα υπόκειται σε άδεια αλιείας η οποία θα περιορίζει την αλιευτική ικανότητα των σκαφών τα οποία είναι επιλέξιμα να εκφορτώνουν είδη βαθέων υδάτων. Για να επικεντρώνονται τα μέτρα διαχείρισης σε εκείνο το μέρος του στόλου το οποίο αλιεύει σε μεγαλύτερο βαθμό είδη βαθέων υδάτων, οι άδειες αλιείας πρέπει να εκδίδονται ανάλογα με το αν πρόκειται για στοχευμένη αλιεία ή για αλιεία παρεμπιπτόντων αλιευμάτων.

(5)       Οι κάτοχοι άδειας αλιείας η οποία επιτρέπει την αλιεία ειδών βαθέων υδάτων πρέπει να συνεργάζονται σε δραστηριότητες επιστημονικής έρευνας οι οποίες οδηγούν σε βελτίωση ως προς την αξιολόγηση των αποθεμάτων βαθέων υδάτων και των οικοσυστημάτων βαθέων υδάτων.

(6)       Κατά την αλιεία με στόχο άλλα είδη σε περιοχές στο ηπειρωτικό υφαλοπρανές, στις οποίες επίσης επιτρέπεται η αλιεία ειδών βαθέων υδάτων, οι ιδιοκτήτες σκαφών οφείλουν να διαθέτουν άδεια αλιείας για παρεμπίπτοντα αλιεύματα βαθέων υδάτων.

(7)       Από τα διάφορα εργαλεία που χρησιμοποιούνται, η αλιεία βαθέων υδάτων με τράτες βυθού συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο όσον αφορά τα ευάλωτα θαλάσσια οικοσυστήματα και στο πλαίσιό της αναφέρονται τα υψηλότερα ποσοστά ανεπιθύμητων αλιευμάτων ειδών βαθέων υδάτων. Συνεπώς, πρέπει να απαγορευθεί οριστικά η αλιεία ειδών βαθέων υδάτων από τις τράτες βυθού.

(8)       Η χρήση στάσιμων απλαδιών διχτυών βυθού στην αλιεία ειδών βαθέων υδάτων περιορίζεται επί του παρόντος από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1288/2009 του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση μεταβατικών τεχνικών μέτρων από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως την 30ή Ιουνίου 2011[13]. Λόγω των υψηλών ποσοστών ανεπιθύμητων αλιευμάτων που σημειώνονται όταν αυτά χρησιμοποιούνται κατά μη βιώσιμο τρόπο σε βαθέα ύδατα και λόγω του οικολογικού αντικτύπου που επιφέρουν τα απωλεσθέντα και εγκαταλελειμένα εργαλεία, πρέπει να απαγορευθεί οριστικά η χρήση των εν λόγω εργαλείων στην αλιεία ειδών βαθέων υδάτων.

(9)       Εντούτοις, για να διατεθεί στους αλιείς επαρκής χρόνος ώστε να πρσοαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις, οι ισχύουσες άδειες αλιείας για την αλιεία με τράτες βυθού και με στάσιμα απλάδια βυθού πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

(10)     Επιπλέον, σκάφη τα οποία πρέπει να αλλάξουν εργαλεία ώστε να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να δραστηριοποιούνται στην αλιεία ειδών βαθέων υδάτων, πρέπει να είναι επιλέξιμα ώστε να απολαύουν χρηματοοικονομικής ενίσχυσης από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας, υπό την προϋπόθεση ότι το νέο εργαλείο μειώνει τον αντίκτυπο της αλιείας σε μη εμπορικά είδη και υπό την προϋπόθεση, επίσης, ότι το εθνικό επιχειρησιακό πρόγραμμα επιτρέπει τη συμβολή σε τέτοιου είδους μέτρα.

(11)     Τα σκάφη εκείνα που αλιεύουν είδη βαθέων υδάτων με άλλα εργαλεία βυθού δεν πρέπει να επεκτείνουν το εύρος της δραστηριότητάς τους βάσει της άδειας που διαθέτουν εντός των ενωσιακών υδάτων, εκτός εάν η επέκταση αυτή κριθεί ότι δεν συνιστά σημαντικό κίνδυνο αρνητικού αντικτύπου σε ευάλωτα θαλάσσια οικοσυστήματα.

(12)     Οι επιστημονικές γνωμοδοτήσεις σχετικά με ορισμένα αποθέματα ιχθύων που συναντώνται σε βαθέα ύδατα δείχνουν ότι τα αποθέματα αυτά είναι ιδιαίτερα ευπαθή στην εκμετάλλευση και ότι οι αλιευτικές δυνατότητες για τα αποθέματα αυτά θα πρέπει να περιοριστούν ή να μειωθούν προληπτικά. Οι αλιευτικές δυνατότητες για αποθέματα βαθέων υδάτων δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα επίπεδα εκείνα που συνιστώνται προληπτικά βάσει των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιστημονική γνωμοδότηση λόγω έλλειψης επαρκών πληροφοριών σχετικά με τα αποθέματα ή τα είδη, δεν θα χορηγούνται αλιευτικές δυνατότητες.

(13)     Σύμφωνα με την επιστημονική γνωμοδότηση επίσης, τα όρια αλιευτικής προσπάθειας συνιστούν το ενδεδειγμένο μέσο για τον καθορισμό αλιευτικών δυνατοτήτων στην αλιεία βαθέων υδάτων. Λόγω της μεγάλης ποικιλίας εργαλείων και αλιευτικών προτύπων στην αλιεία βαθέων υδάτων και λόγω της ανάγκης να αναπτυχθούν συνοδευτικά μέτρα αποκλειστικά για την αντιμετώπιση των αδύνατων, από περιβαλλοντικής άποψης, σημείων του κάθε είδους αλιείας, οι περιορισμοί στην αλιευτική προσπάθεια πρέπει να αντικαθιστούν τα όρια αλιευτικής προσπάθειας μόνον όταν είναι βέβαιο ότι είναι προσαρμοσμένοι σε συγκεκριμένο είδος αλιείας.

(14)     Για να εξασφαλιστεί η προσαρμοσμένη διαχείριση του συγκεκριμένου είδους αλιείας, τα οικεία κράτη μέλη πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένα να λαμβάνουν συνοδευτικά μέτρα διατήρησης και να αξιολογούν ετησίως τη συμμόρφωση των επιπέδων αλιευτικής προσπάθειας προς τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις που αφορούν τη βιώσιμη εκμετάλλευση. Τα όρια αλιευτικών δυνατοτήτων που έχουν προσαρμοστεί σε περιφερειακό επίπεδο πρέπει επίσης να αντικαταστήσουν το υφιστάμενο συνολικό όριο αλιευτικής προσπάθειας που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της Επιτροπής Αλιείας Βορειοανατολικού Ατλαντικού (NEAFC).

(15)     Δεδομένου ότι οι βιολογικές πληροφορίες μπορούν να συλλεχθούν καλύτερα μέσω εναρμονισμένων προτύπων συλλογής επιστημονικών δεδομένων, ενδείκνυται να ενσωματωθεί η συλλογή δεδομένων σχετικά με τα «métiers» που επικεντρώνονται στα είδη βαθέων υδάτων στο πιο ευρύ πλαίσιο της συγκέντρωσης επιστημονικών δεδομένων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την παροχή πρόσθετων πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την κατανόηση της δυναμικής της αλιείας. Για λόγους απλούστευσης, η υποβολή αναφορών αλιευτικής προσπάθειας ανά είδος πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από την ανάλυση τακτικώς υποβαλλόμενωναπό τα κράτη μέλη επιστημονικών δεδομένων τα οποία περιέχουν ειδικό κεφάλαιο σχετικά με τις εξειδικευμένες αλιευτικές δραστηριότητες («métiers») βαθέων υδάτων.

(16)     Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής[14] προβλέπει απαιτήσεις ελέγχου και επιβολής όσον αφορά πολυετή σχέδια. Τα είδη βαθέων υδάτων, τα οποία είναι εκ φύσεως ευάλωτα στην αλιεία, πρέπει να ελέγχονται το ίδιο όσο και άλλα είδη διατήρησης για τα οποία έχει συμφωνηθεί πολυετές σχέδιο διαχείρισης.

(17)     Οι άδειες αλιείας βάσει των οποίων επιτρέπεται η αλίευση ειδών βαθέων υδάτων πρέπει να αφαιρούνται εφόσον οι εκάστοτε κάτοχοι αυτών δεν τηρούν τα συναφή μέτρα διατήρησης.

(18)     Η σύμβαση για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στον τομέα της αλιείας στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό εγκρίθηκε με την απόφαση 81/608/ΕΟΚ και άρχισε να ισχύει στις 17 Μαρτίου 1982. Η εν λόγω σύμβαση παρέχει κατάλληλο πλαίσιο πολυμερούς συνεργασίας για την ορθολογική διατήρηση και διαχείριση των αλιευτικών πόρων στα διεθνή ύδατα του Βορειοανατολικού Ατλαντικού. Τα μέτρα διαχείρισης που εγκρίθηκαν από την NEAFC περιλαμβάνουν τεχνικά μέτρα για τη διατήρηση και τη διαχείριση των ειδών που αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης στο πλαίσιο της NEAFC και για την προστασία ευάλωτων θαλάσσιων ενδιαιτημάτων, καθώς και προληπτικά μέτρα.

(19)     Η Επιτροπή πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ για τον καθορισμό συνοδευτικών μέτρων όσον αφορά τα ετήσια όρια αλιευτικής προσπάθειας σε περίπτωση μη λήψης τους από τα κράτη μέλη ή σε περίπτωση που τυχόν μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί από τα κράτη μέλη δεν κρίνονται συμβατά ή κρίνονται ανεπαρκή ως προς τους στόχους που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό.

(20)     Η Επιτροπή πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, που μπορεί να είναι απαραίτητες για την τροποποίηση ή τη συμπλήρωση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού σε περίπτωση απουσίας ή ανεπάρκειας των συνοδευτικών μέτρων που εγκρίνουν τα κράτη μέλη και συνδέονται με ετήσια όρια αλιευτικής προσπάθειας, όταν αυτά αντικαθιστούν τα όρια αλιευμάτων.

(21)     Συνεπώς, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν νέοι κανόνες για τη ρύθμιση της αλιείας αποθεμάτων ειδών βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό και για την κατάργηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2347/2002.

(22)     Κατά την επεξεργασία και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και σωστή διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1 Στόχοι

Στόχοι του παρόντος κανονισμού είναι:

α)           η εξασφάλιση της βιώσιμης εκμετάλλευσης των ειδών βαθέων υδάτων και η ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από τις δραστηριότητες αλιείας ειδών βαθέων υδάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον·

β)           η βελτίωση της επιστημονικής γνώσης σχετικά με τα είδη βαθέων υδάτων και τα ενδιαιτήματά τους για τους σκοπούς που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)           η εφαρμογή τεχνικών μέτρων σχετικά με τη διαχείριση της αλιείας τα οποία συνιστώνται από την Επιτροπή Αλιείας Βορειοανατολικού Ατλαντικού (NEAFC).

Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις αλιευτικές δραστηριότητες ή προγραμματισμένες αλιευτικές δραστηριότητες στα παρακάτω ύδατα:

α)           στα ύδατα της Ένωσης που υπάγονται στο Διεθνές Συμβούλιο Εξερεύνησης της Θάλασσας (ICES) υποπεριοχές II ως XI και στην Επιτροπή Αλιείας του Κεντροανατολικού Ατλαντικού (CECAF) περιοχές 34.1.1, 34.1.2 και 34.2·

β)           στα διεθνή ύδατα των περιοχών 34.1.1, 34.1.2 και 34.2 CECAF και

γ)           στη ζώνη διακανονισμού της NEAFC.

Άρθρο 3 Ορισμοί

1.           Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται οι ορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2371/2002 και στο άρθρο 2 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 734/2008[15] του Συμβουλίου.

2.           Επιπλέον, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)      «ζώνες ICES» όπως ορίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 218/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[16]·

β)      «περιοχές CECAF» όπως ορίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 216/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[17]·

γ)      «ζώνη διακανονισμού της NEAFC»: τα ύδατα που υπόκεινται στη σύμβαση για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στον τομέα της αλιείας στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό τα οποία βρίσκονται πέραν των υδάτων υπό την αλιευτική δικαιοδοσία των συμβαλλόμενων μερών στην εν λόγω σύμβαση·

δ)      "είδη βαθέων υδάτων" σημαίνει είδη που περιλαμβάνονται στο κατάλογο του παραρτήματος Ι·

ε)      ««πλέον ευάλωτα είδη»: τα είδη βαθέων υδάτων που αναφέρονται στην τρίτη στήλη με τίτλο «Πλέον ευάλωτα (x)» του πίνακα του παραρτήματος I·

στ)    «εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα» («métier»): οι αλιευτικές δραστηριότητες που στοχεύουν συγκεκριμένα είδη, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένο εργαλείο σε συγκεκριμένη ζώνη·

ζ)      «εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα («métier») βαθέων υδάτων»: μια δραστηριότητα που στοχεύει σε είδη βαθέων υδάτων σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού·

η)      «κέντρο παρακολούθησης αλιείας»: επιχειρησιακό κέντρο ιδρυθέν από το κράτος μέλος σημαίας το οποίο διαθέτει υλισμικό και λογισμικό υπολογιστών που διευκολύνουν την αυτόματη λήψη, την επεξεργασία και την ηλεκτρονική διαβίβαση δεδομένων·

θ)      «συμβουλευτικός επιστημονικός φορέας»: διεθνής επιστημονικός φορέας αλιείας που πληροί τις διεθνείς προδιαγραφές για την έκδοση επιστημονικών γνωματεύσεων με βάση την έρευνα·

ι)       ως «μέγιστη βιώσιμη απόδοση» νοείται το μέγιστο αλίευμα που μπορεί να λαμβάνεται από ένα απόθεμα αλιευμάτων για αόριστο χρονικό διάστημα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ΑΔΕΙΕΣ ΑΛΙΕΙΑΣ

Άρθρο 4 Τύποι αδειών αλιείας

1.           Για τις αλιευτικές δραστηριότητες που στοχεύουν είδη βαθέων υδάτων και αναπτύσσονται από αλιευτικό σκάφος της Ένωσης, απαιτείται άδεια αλιείας η οποία πρέπει να αναφέρει ως στοχευόμενα είδη τα είδη βαθέων υδάτων.

2.           Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι αλιευτικές δραστηριότητες θεωρείται ότι στοχεύουν σε είδη βαθέων υδάτων εάν:

α)      σε περίπτωση που τα είδη βαθέων υδάτων αναγράφονται ως στόχος στο ημερολόγιο αλιείας του σκάφους· ή

β)      σε περίπτωση που ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται μόνον για την αλιεία ειδών βαθέων υδάτων βρίσκεται επί του σκάφους ή χρησιμοποιείται στη ζώνη της αλιευτικής δραστηριότητας· ή

γ)      σε περίπτωση που ο πλοίαρχος του πλοίου καταγράφει στο ημερολόγιο του πλοίου ποσοστό ειδών βαθέων υδάτων που ισούται με το 10% του συνολικού βάρους αλιευμάτων κατά την εν λόγω μέρα αλιείας ή που το υπερβαίνει.

3.           Για τις αλιευτικές δραστηριότητες αλιευτικών σκαφών της Ένωσης που δεν στοχεύουν είδη βαθέων υδάτων αλλά που τα αλιεύουν ως παρεμπίπτοντα αλιεύματα, απαιτείται άδεια αλιείας η οποία θα αναφέρει το είδος βαθέων υδάτων ως παρεμπίπτον αλίευμα.

4.           Τα δυο είδη αδειών αλιείας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 αντίστοιχα πρέπει να διακρίνονται σαφώς στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 116 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1224/2009.

5.           Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 3, τα αλιευτικά σκάφη δύνανται να αλιεύουν, να διατηρούν επί του σκάφους, να μεταφορτώνουν ή να εκφορτώνουν οποιαδήποτε ποσότητα ειδών βαθέων υδάτων δίχως άδεια αλιείας, εφόσον η εν λόγω ποσότητα δεν υπερβαίνει το όριο των 100 kg οιασδήποτε σύνθεσης ειδών βαθέων υδάτων ανά αλιευτικό ταξίδι.

Άρθρο 5 Διαχείριση της αλιευτικής ικανότητας

Η συνολική αλιευτική ικανότητα μετρούμενη σε ολική χωρητικότητα και σε kilowatt όλων των αλιευτικών σκαφών που φέρουν άδεια αλιείας η οποία έχει εκδοθεί από κράτος μέλος για την αλιεία ειδών βαθέων υδάτων, είτε ως είδη στόχο είτε ως παρεμπίπτοντα είδη, δεν πρέπει να υπερβαίνει ανά πάσα στιγμή τη συνολική αλιευτική ικανότητα των σκαφών του κράτους μέλους που εκφόρτωσε τουλάχιστον 10 τόνους ειδών βαθέων υδάτων κατά τη διάρκεια δύο εκ των ημερολογιακών ετών που προηγούνται της θέσης του παρόντος κανονισμού σε ισχύ, ανάλογα με το σε ποιό έτος εκφορτώθηκε μεγαλύτερος αριθμός τόνων.

Άρθρο 6 Γενικές απαιτήσεις για την υποβολή αιτήσεων για άδειες αλιείας

Κάθε αίτηση για την έκδοση άδειας αλιείας με σκοπό την αλιεία ειδών βαθέων υδάτων είτε ως είδος στόχο είτε ως παρεμπίπτον αλίευμα και για την ανανέωσή της, συνοδεύονται από περιγραφή της προβλεπόμενης ζώνης των αλιευτικών δραστηριοτήτων, του είδους των εργαλείων, του βάθους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες και των μεμονωμένων στοχευόμενων ειδών.

Άρθρο 7 Ειδικές απαιτήσεις που ισχύουν όσον αφορά την υποβολή αίτησης και την έκδοση άδειας αλιείας η οποία επιτρέπει τη χρήση εργαλείων βυθού κατά τις αλιευτικές δραστηριότητες που στοχεύουν είδη βαθέων υδάτων

1.           Εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 6, κάθε αίτηση για άδεια αλιείας για αλιευτικές δραστηριότητες που στοχεύουν είδη βαθέων υδάτων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, που επιτρέπει τη χρήση εργαλείων βυθού στα ύδατα της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α), πρέπει να συνοδεύεται από αναλυτικό σχέδιο αλιείας στο οποίο θα διευκρινίζονται, συγκεκριμένα:

α)      τα προβλεπόμενα σημεία άσκησης των αλιευτικών δραστηριοτήτων που στοχεύουν είδη βαθέων υδάτων στο πλαίσιο της εξειδικευμένης αλιευτικής δραστηριότητας (métier) βαθέων υδάτων. Το/α προβλεπόμενο/α σημείο/α ορίζεται/ορίζονται με συντεταγμένες σύμφωνα με το Παγκόσμιο γεωδαιτικό σύστημα του 1984·

β)      τα σημεία στα οποία έχουν, ενδεχομένως, αναπτυχθεί αλιευτικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της εξειδικευμένης αλιευτικής δραστηριότητας (métier) βαθέων υδάτων κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων πλήρων ημερολογιακών ετών. Το προβλεπόμενο/α σημείο/α ορίζεται/ορίζονται με συντεταγμένες σύμφωνα με το Παγκόσμιο γεωδαιτικό σύστημα του 1984 και οριοθετούν τις αλιευτικές δραστηριότητες με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.

2.           Οιαδήποτε άδεια αλιείας έχει εκδοθεί βάσει αίτησης που έχει υποβληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 προσδιορίζει το συγκεκριμένο εργαλείο βυθού που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί και περιορίζει τις αλιευτικές δραστηριότητες οι οποίες επιτρέπονται στη ζώνη στην οποία συμπίπτουν η προβλεπόμενη και η τρέχουσα αλιευτική δραστηριότητα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) αντίστοιχα. Εντούτοις, τυχόν επέκταση της προβλεπόμενης ζώνης δραστηριοτήτων πέρα από τη ζώνη όπου αναπτύσσονται οι τρέχουσες αλιευτικές δραστηριότητες επιτρέπεται μόνον εφόσον το οικείο κράτος μέλος έχει αξιολογήσει και τεκμηριώσει, με βάση επιστημονική γνωμοδότηση, ότι η εν λόγω επέκταση δεν θα έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στα ευάλωτα θαλάσσια οικοσυστήματα.

Άρθρο 8 Συμμετοχή σκαφών σε δραστηριότητες συλλογής δεδομένων για την αλιεία βαθέων υδάτων

Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν σε όλες τις άδειες αλιείας που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 τους απαραίτητους όρους ώστε να εξασφαλίζεται ότι το οικείο σκάφος συμμετέχει, σε συνεργασία με το συναφές επιστημονικό ίδρυμα, σε κάθε πρόγραμμα συλλογής δεδομένων το εύρος του οποίου περιλαμβάνει τις αλιευτικές δραστηριότητες για τις οποίες χορηγούνται άδειες.

Άρθρο 9 Λήξη ισχύος αδειών αλιείας για σκάφη τα οποία χρησιμοποιούν τράτες βυθού ή στάσιμα απλάδια δίχτυα βυθού για τη στόχευση ειδών βαθέων υδάτων

Οι άδειες αλιείας που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 για τα σκάφη που χρησιμοποιούν τράτες βυθού ή στάσιμα απλάδια δίχτυα βυθού λήγουν το αργότερο δύο έτη από τη θέση του παρόντος κανονισμού σε ισχύ. Ύστερα από την εν λόγω ημερομηνία, δεν εκδίδονται ούτε ανανεώνονται άδειες αλιείας που στοχεύουν σε είδη βαθέων υδάτων με τα εν λόγω εργαλεία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΑΛΙΕΥΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Τμήμα 1 Γενικές διατάξεις

Άρθρο 10 Αρχές

1.           Οι αλιευτικές δυνατότητες καθορίζονται σε ποσοστό εκμετάλλευσης των οικείων ειδών βαθέων υδάτων το οποίο συνάδει με τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση.

2.           Σε περιπτώσεις στις οποίες, με βάση τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν ποσοστά εκμετάλλευσης που να συνάδουν με τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση, οι αλιευτικές δυνατότητες καθορίζονται σύμφωνα με τα εξής:

α)      Στις περιπτώσεις στις οποίες, με βάση τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, είναι δυνατόν να καθοριστούν ποσοστά εκμετάλλευσης τα οποία να αντιστοιχούν στην προληπτική προσέγγιση στη διαχείριση της αλιείας, οι αλιευτικές δυνατότητες για τη συναφή περίοδο διαχείρισης της αλιείας δεν δύνανται να καθορίζονται σε επίπεδα υψηλότερα από ό,τι τα εν λόγω ποσοστά·

β)      στις περιπτώσεις στις οποίες, με βάση τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν ποσοστά εκμετάλλευσης τα οποία να αντιστοιχούν στην αρχή της πρόληψης στη διαχείριση της αλιείας, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων σχετικά με συγκεκριμένο απόθεμα ή είδος, δεν χορηγούνται αλιευτικές δυνατότητες για το εν λόγω είδος αλιείας.         

Τμήμα 2 Διαχείριση με βάση τα όρια αλιευτικής προσπάθειας

Άρθρο 11 Αλιευτικές δυνατότητες αποκλειστικά με βάση τα όρια αλιευτικής προσπάθειας

1.           Το Συμβούλιο, ενεργώντας σύμφωνα με τη Συνθήκη, δύναται να αποφασίσει τη μεταστροφή από τον καθορισμό των ετήσιων αλιευτικών δυνατοτήτων για τα είδη βαθέων υδάτων με βάση τόσο τα όρια αλιευτικής προσπάθειας όσο και τα όρια αλιευμάτων για τον καθορισμό των ορίων αλιευτικής προσπάθειας μόνον για συγκεκριμένους τύπους αλιείας.

2.           Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα επίπεδα αλιευτικής προσπάθειας για κάθε εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) βαθέων υδάτων που θα χρησιμοποιούνται ως βάση αναφοράς για τυχόν προσαρμογές που απαιτούνται ώστε να τηρηθούν οι αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 10 είναι τα επίπεδα αλιευτικής προσπάθειας που έχουν αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης με βάση επιστημονικές πληροφορίες και αντιστοιχούν στα αλιεύματα των συναφών εξειδικευμένων αλιευτικών δραστηριοτήτων (métier) βαθέων υδάτων κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δύο ημερολογιακών ετών.

3.           Τα όρια αλιευτικής προσπάθειας που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 θα αναφέρουν:

α)      τη συγκεκριμένη εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) βαθέων υδάτων για την οποία ισχύει το όριο αλιευτικής προσπάθειας με βάση το αντίστοιχο ελεγχόμενο εργαλείο, το στοχευόμενο είδος και τις διαιρέσεις των ζωνών ICES ή των περιοχών CECAF εντός των οποίων επιτρέπεται να αναπτυχθεί η αλιευτική προσπάθεια· και

β)      τη μονάδα αλιευτικής προσπάθειας που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη διαχείριση.

Άρθρο 12 Συνοδευτικά μέτρα

1.           Στις περιπτώσεις στις οποίες τα ετήσια όρια αλιευτικής προσπάθειας έχουν αντικαταστήσει τα όρια αλιευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη διατηρούν ή θεσπίζουν, όσον αφορά τα σκάφη που φέρουν τη σημαία τους, τα ακόλουθα συνοδευτικά μέτρα:

α)      μέτρα για την αποφυγή αύξησης της συνολικής αλιευτικής ικανότητας των οικείων σκαφών λόγω των ορίων αλιευτικής προσπάθειας·

β)      μέτρα για την αποφυγή της αύξησης των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων των πιο ευάλωτων ειδών· και

γ)      όρους για την αποτελεσματική πρόληψη των απορρίψεων. Οι όροι αυτοί θα αποσκοπούν στην εκφόρτωση όλων των ιχθύων επί του σκάφους, εκτός εάν αυτό αντίκειται στους ισχύοντες κανόνες με βάση την Κοινή Αλιευτική Πολιτική.

2.           Τα μέτρα θα παραμείνουν σε ισχύ εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται η ανάγκη αποφυγής ή άμβλυνσης των κινδύνων που περιγράφονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ).

3.           Η Επιτροπή αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των συνοδευτικών μέτρων που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη μόλις αυτά θεσπιστούν.

Άρθρο 13 Μέτρα της Επιτροπής σε περίπτωση απουσίας ή ανεπάρκειας των συνοδευτικών μέτρων που εγκρίνουν τα κράτη μέλη

1.           Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τον καθορισμό συνοδευτικών μέτρων όσον αφορά τα ετήσια όρια αλιευτικής προσπάθειας σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) ή γ) και σύμφωνα με το άρθρο 20:

α)      σε περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος δεν κοινοποιήσει στην Επιτροπή τυχόν μέτρα που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 12 εντός τριών μηνών ύστερα από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ των ορίων αλιευτικής προσπάθειας.

β)      σε περίπτωση που τα μέτρα που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 12 παύουν να ισχύουν μολονότι εξακολουθεί να υφίσταται η ανάγκη αποφυγής ή άμβλυνσης των κινδύνων που περιγράφονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ).]

2.           Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 20 για να προσδιορίσει συνοδευτικά μέτρα των ετήσιων ορίων αλιευτικής προσπάθειας, σύμφωνα με το άρθρο 12 στοιχεία α), β) ή γ) εάν, με βάση την αξιολόγηση που έχει διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3,

α)      τα μέτρα του κράτους μέλους δεν κρίνονται συμβατά με τους στόχους του παρόντος κανονισμού· ή

β)      τα μέτρα του κράτους μέλους κρίνονται ανεπαρκή με βάση τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) ή γ).

3.           Τα συνοδευτικά μέτρα που θεσπίζονται από την Επιτροπή αποσκοπούν στο να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι στόχοι που προβλέπει ο παρών κανονισμός. Μετά την έκδοση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης από την Επιτροπή, τα μέτρα που έχουν εκδοθεί από το κράτος μέλος παύουν να ισχύουν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 14 Εφαρμογή των διατάξεων περί ελέγχου των πολυετών σχεδίων

1.           Ο παρών κανονισμός νοείται ως «πολυετές σχέδιο» για τους σκοπούς του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1224/2009.

2.           Τα είδη βαθέων υδάτων θεωρούνται ως «είδη που υπάγονται σε πολυετές σχέδιο» και ως «αποθέματα που υπάγονται σε πολυετές σχέδιο» για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

Άρθρο 15 Καθορισμένοι λιμένες

Απαγορεύεται η εκφόρτωση οποιασδήποτε ποσότητας ή μίγματος ειδών βαθέων υδάτων βάρους άνω των 100 kg σε οποιονδήποτε τόπο, εκτός από τους λιμένες που έχουν καθοριστεί για την εκφόρτωση ειδών βαθέων υδάτων.

Άρθρο 16 Εκ των προτέρων κοινοποίηση

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 17 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1224/2009, οι πλοίαρχοι κάθε αλιευτικού σκάφους της Ένωσης που προτίθενται να εκφορτώσουν ποσότητα 100 kg και άνω ειδών βαθέων υδάτων, ανεξαρτήτως μήκους, οφείλουν να κοινοποιούν την πρόθεσή τους αυτή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας τους.

Άρθρο 17 Εγγραφές στο ημερολόγιο πλοίου σε βαθέα ύδατα

Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 και 15 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1224/2009, οι πλοίαρχοι αλιευτικών σκαφών που φέρουν άδεια αλιείας σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 ή 3 οφείλουν, όταν συμμετέχουν σε εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) βαθέων υδάτων ή κατά την αλιεία σε βάθος άνω των 400 m:

α)      να χαράσσουν νέα γραμμή στο γραπτό ημερολόγιο ύστερα από κάθε ανάσυρση, ή

β)      εφόσον οφείλουν να τηρούν το σύστημα ηλεκτρονικής καταχώρισης και αναφοράς, να κάνουν ξεχωριστή καταχώριση μετά από κάθε ανάσυρση.

Άρθρο 18 Αφαίρεση αδειών αλιείας

1.           Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 4 του κανονισμού (EΚ) 1224/2009, οι άδειες αλιείας που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 3 του εν λόγω κανονισμού, αφαιρούνται για διάστημα τουλάχιστον, ενός έτους στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τους όρους που προβλέπονται στην άδεια αλιείας όσον αφορά τα όρια για τη χρήση των εργαλείων, τις επιτρεπόμενες περιοχές αλιείας ή, όπου ενδείκνυται, τα όρια αλιευμάτων ή αλιευτικής προσπάθειας στα είδη εκείνα των οποίων η αλίευση επιτρέπεται, ή

β)      σε περίπτωση άρνησης της επιβίβασης επιστημονικού παρατηρητή επί του σκάφους ή παρακώλυσης δειγματοληψίας αλιευμάτων για επιστημονικούς σκοπούς όπως ορίζεται στο άρθρο 19 του παρόντος κανονισμού.

2.           Η παράγραφος 1 δεν ισχύει εάν η μη τήρηση των υποχρεώσεων που αναφέρονται σε αυτή οφείλεται σε ανωτέρα βία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 19 Κανόνες που διέπουν τη συλλογή δεδομένων και την υποβολή αναφορών

1.           Τα κράτη μέλη συλλέγουν δεδομένα σχετικά με κάθε εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) βαθέων υδάτων σύμφωνα με τους κανόνες σχετικά με τη συλλογή δεδομένων και τα επίπεδα ακρίβειας που προβλέπονται στο πολυετές κοινοτικό πρόγραμμα για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση βιολογικών, τεχνικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικοοικονομικών δεδομένων που εγκρίνεται σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 199/2008[18] του Συμβουλίου και σε άλλα μέτρα που έχουν εγκριθεί βάσει του εν λόγω κανονισμού.

2.           Ο πλοίαρχος ενός σκάφους ή οιοδήποτε άλλο πρόσωπο που είναι αρμόδιο για τη λειτουργία του σκάφους οφείλει να δεχτεί επί του σκάφους τον επιστημονικό παρατηρητή τον οποίο έχει ορίσει το οικείο κράτος μέλος για το σκάφος του, εκτός εάν αυτό δεν είναι δυνατόν για λόγους ασφάλειας. Ο πλοίαρχος διευκολύνει τον επιστημονικό παρατηρητή στην επιτέλεση των καθηκόντων του.

3.           Ο επιστημονικός παρατηρητής:

α)      επιτελεί τα τακτικά καθήκοντά του που αφορούν τη συλλογή δεδομένων, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1.

β)      εντοπίζει και τεκμηριώνει το βάρος σκληρών κοραλλιών, μαλακών κοραλλιών, σπόγγων ή άλλων οργανισμών που ανήκουν στο ίδιο οικοσύστημα, που έχουν τυχόν αλιευθεί με εργαλείο του σκάφους και βρίσκονται επί αυτού.

4.           Εκτός από τις υποχρεώσεις τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη υπόκεινται και στις ειδικές απαιτήσεις συλλογής δεδομένων και υποβολής αναφοράς που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ σχετικά με την εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) βαθέων υδάτων.

5.           Δεδομένα τα οποία έχουν συλλεχθεί σε σχέση με την εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) βαθέων υδάτων, περιλαμβανομένων όλων των δεδομένων που έχουν συλλεχθεί σύμφωνα με το παράρτημα II, θα αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία διαχείρισης δεδομένων που προβλέπεται στο κεφάλαιο III του κανονισμού (EΚ) αριθ. 199/2008.

6.           Ύστερα από αίτημα της Επιτροπής, τα κράτη μέλη υποβάλλουν μηνιαίες αναφορές σχετικά με δεδομένα που αφορούν την αλιευτική προσπάθεια που έχει ασκηθεί και/ή τα αλιεύματα που έχουν αλιευθεί στο πλαίσιο εξειδικευμένης αλιευτικής δραστηριότητας (métier).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 20 Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.           Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.           Η προβλεπόμενη στο άρθρο 13 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο αόριστης διάρκειας.

3.           Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.           Μόλις εκδώσει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.           Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός 2 μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη αυτής της περιόδου, αμφότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα εκφράσουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά 2 μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 21 Αξιολόγηση

1.           Εντός έξι ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή, με βάση τις αναφορές των κρατών μελών και την επιστημονική γνωμοδότηση που θα ζητεί για τον λόγο αυτό, αξιολογεί τον αντίκτυπο των μέτρων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και προσδιορίζει τον βαθμό στον οποίο έχουν επιτευχθεί οι στόχοι που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχεία α) και β).

2.           Η αξιολόγηση θα επικεντρώνεται στις τάσεις που διαπιστώνονται ως προς τα εξής:

α)      τα σκάφη που χρησιμοποιούν πλέον εργαλεία με μειωμένο αντίκτυπο στον θαλάσσιο βυθό και την εξέλιξη των επιπέδων απόρριψης σε αυτά·

β)      το εύρος των αλιευτικών δραστηριοτήτων των σκαφών που συμμετέχουν σε κάθε εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) βαθέων υδάτων·

γ)      την πληρότητα και την αξιοπιστία των δεδομένων που παρέχουν τα κράτη μέλη στους επιστημονικούς φορείς για τον σκοπό της αξιολόγησης των αποθεμάτων ή στην Επιτροπή στην περίπτωση αιτημάτων υποβολής ειδικών δεδομένων·

δ)      τα αποθέματα ειδών βαθέων υδάτων για τα οποία η επιστημονική γνωμοδότηση έχει βελτιωθεί·

ε)      την αλιεία που αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης αποκλειστικά σύμφωνα με τα όρια αλιευτικής προσπάθειας, και την αποτελεσματικότητα των συνοδευτικών μέτρων για την εξάλειψη των απορρίψεων και τη μείωση των αλιευμάτων των πλέον ευάλωτων ειδών.

Άρθρο 22 Μεταβατικά μέτρα

Οι ειδικές άδειες αλιείας οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 2347/2002 παραμένουν έγκυρες έως την αντικατάστασή τους από άδειες αλιείας οι οποίες επιτρέπουν την αλίευση ειδών βαθέων υδάτων και οι οποίες έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αλλά ισχύουν, εν πάση περιπτώσει, έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Άρθρο 23 Κατάργηση

1.           Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 καταργείται.

2.           Οι αναφορές στον καταργηθέντα κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού]

Άρθρο 24 Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο                     Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος                                                   Ο Πρόεδρος […]                                                                […]     

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τμήμα 1: Είδη βαθέων υδάτων

Επιστημονική ονομασία || Κοινή ονομασία || Πλέον ευάλωτο (x)

Centrophorus granulosus Centrophorus squamosus Centroscyllium fabricii Centroscymnus coelolepis Centroscymnus crepidater Dalatias licha Etmopterus princeps Apristuris spp Chlamydoselachus anguineus Deania calcea Galeus melastomus Galeus murinus Hexanchus griseus Etmopterus spinax Oxynotus paradoxus Scymnodon ringens Somniosus microcephalus || Κοκκοαγκαθίτης Αγκαθίτης Ατλαντικού Μαύρο σκυλόψαρο Πορτογαλικό σκυλόψαρο Μακρύρυγχο σκυλόψαρο Σκυμνοσκυλόψαρο Μεγάλος μαυροαγκαθίτης Ισλανδικό σκυλόψαρο Ερπετοκαρχαρίας Κεντρόνι Μελανόστομος σκυλόψαρο Galeus murinus Αλέτρι- εξακαρχαρίας Μαυροαγκαθίτης Γουρουνόψαρο Σκυμνόδοντας του είδους Scymnodon ringens Μαυροσκυλόψαρο Γροιλανδίας || x x x x x x x x

Alepocephalidae Alepocephalus Bairdii Alepocephalus rostratus || Αλεποκέφαλοι Αλεποκέφαλος Αλεποκέφαλος του Risso ||

Aphanopus carbo || Μαύρο σπαθόψαρο ||

Argentina silus || Γουρλομάτης Ατλαντικού ||

Beryx spp. || Μπερυτσίδες ||

Chaceon (Geryon) affinis || Κόκκινος κάβουρας βαθέων υδάτων ||

Chimaera monstrosa Hydrolagus mirabilis Rhinochimaera atlantica || Χίμαιρα (ποντικουρόψαρο) Γάτος μεγαλόφθαλμος Ευθύρυγχος γάτος ||

Coryphaenoides rupestris || Γρεναδιέρος των βράχων ||

Epigonus telescopus || Μαύρο κρεμμύδι || x

Helicolenus dactilopterus || Λειψός (σκορπιομάνα) ||

Hoplostethus atlanticus || Καθρεπτόψαρο Ατλαντικού || x

Macrourus berglax || Γρεναδιέρος ||

Molva dypterigia || Μουρούνα διπτερύγιος ||

Mora moro Antimora rostrata || Κοινή mora Γαλάζια αντιμόρα (γαλάζιος μπακαλιάρος) ||

Pagellus bogaraveo || Λιθρίνι πελαγίσιο ||

Phycis blennoides || Σαλούβαρδοι ||

Polyprion americanus || Βλάχος ||

Reinhardtius hippoglossoides || Ιππόγλωσσα Γροιλανδίας ||

Cataetyx laticeps || ||

Hoplosthetus mediterraneus || Καθρεπτόψαρο (ροζ) ||

Macrouridae εκτός των Coryphaenoides rupestris και Macrourus berglax || Κηλιδόμαυρος γρεναδιέρος (μακρουρίδα) εκτός του γρεναδιέρου των βράχων και του γρεναδιέρου ||

Nesiarchus nasutus || Mαύρο escolar ||

Notocanthus chemnitzii || Τάπιρος του είδους Notocanthus chemnitzii ||

Raja fyllae Raja hyperborea Raja nidarosiensus || Στρογγυλό σελάχι Σελάχι Αρκτικής Νορβηγικός βάτος ||

Trachyscorpia cristulata || Κεντρόνι (βαθέων υδάτων) σκορπιός ||

Τμήμα 2: Επιπλέον είδη που αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης στο πλαίσιο της NEAFC

Brosme brosme || Μπρόσμιος ||

Conger conger || Μουγγρί ||

Lepidopus caudatus || Σπαθόψαρο (ασημόψαρο) ||

Lycodes esmarkii || Παχύχελο ||

Molva molva || Μουρούνα ||

Sebastes viviparus || Μικρό κοκκινόψαρο (Νορβηγικό κοκκινόψαρο) ||

Παράρτημα II Ειδικές απαιτήσεις για τη συλλογή δεδομένων και την υποβολή αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 4

1.           Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα δεδομένα που συλλέγονται για ζώνη που περιλαμβάνει ενωσιακά και διεθνή ύδατα να διαχωρίζονται περαιτέρω ώστε να καταχωρίζονται είτε στα ενωσιακά είτε στα διεθνή ύδατα, αντίστοιχα.

2.           Σε περίπτωση που η αλιεία της εξειδικευμένης αλιευτικής δραστηριότητας (métier) βαθέων υδάτων συμπίπτει με άλλη εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) στη ίδια ζώνη, η συλλογή δεδομένων όσον αφορά τις αλιευτικές δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της εξειδικευμένης αλιευτικής δραστηριότητας (métier) βαθέων υδάτων γίνεται ξεχωριστά από τη συλλογή δεδομένων που αφορά αλιευτικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της άλλης εξειδικευμένης αλιευτικής δραστηριότητας.

3.           Διενεργείται δειγματοληψία των απορρίψεων σε όλες τις εξειδικευμένες αλιευτικές δραστηριότητες βαθέων υδάτων. Η δειγματοληπτική μέθοδος όσον αφορά τις εκφορτώσεις και τις απορρίψεις καλύπτει όλα τα είδη που περιέχονται στο παράρτημα I καθώς και τα είδη που ανήκουν στο οικοσύστημα του θαλάσσιου πυθμένα, όπως τα κοράλια βαθέων υδάτων, οι σπόγγοι ή άλλοι οργανισμοί που ανήκουν στο ίδιο οικοσύστημα.

4.           Στις περιπτώσεις στις οποίες το ισχύον πολυετές σχέδιο συλλογής δεδομένων απαιτεί τη συλλογή δεδομένων αλιευτικής προσπάθειας με βάση τις ώρες πραγματικής αλιείας των τρατών και με βάση τον χρόνο πόντισης για τα αδρανή εργαλεία, το κράτος μέλος συλλέγει και είναι σε θέση να προσκομίσει, εκτός των εν λόγω δεδομένων αλιευτικής προσπάθειας, και τα εξής δεδομένα:

α)      το γεωγραφικό στίγμα των αλιευτικών δραστηριοτήτων ανά ανάσυρση, σύμφωνα με δεδομένα που έχουν διαβιβαστεί από το σύστημα παρακολούθησης σκαφών από το σκάφος στο κέντρο παρακολούθησης αλιείας·

β)      τα βάθη αλίευσης στα οποία αναπτύσσονται τα αλιευτικά εργαλεία σε περίπτωση που το σκάφος οφείλει να υποβάλλει αναφορά μέσω ηλεκτρονικού ημερολογίου πλοίου. Ο πλοίαρχος του σκάφους κοινοποιεί το βάθος αλίευσης σύμφωνα με τον τυποποιημένο μορφότυπο αναφοράς.

[1]               Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7.

[2]               Κανονισμός (EΚ) αριθ. 1288/2009, ΕΕ L 347 της 24.12.2009, σ. 6.

[3]               Ψήφισμα A/RES/61/105 της 8ης Δεκεμβρίου 2006 με τίτλο «Βιώσιμη αλιεία, ιδίως χάρη στη συμφωνία του 1995 για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το δίκαιο της θάλασσας, της 10ης Δεκεμβρίου 1982, οι οποίες αφορούν τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόμενων αποθεμάτων ιχθύων και των αποθεμάτων άκρως μεταναστευτικών ιχθύων, καθώς και σε συναφείς πράξεις».

[4]                http://cordis.europa.eu/fetch?CALLER=FP7_PROJ_ES&ACTION=D&DOC=19&CAT=PROJ&QUERY=01308a670983:f6dc:57618e7e&RCN=90982

[5]               Βλ. την οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική, οδηγία 2008/56/EΚ, ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19.

[6]               COM(2007) 30 τελικό.

[7]               Βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008.

[8]               , , σ. .

[9]               , , σ. .

[10]             ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.

[11]             ΕΕ L 351 της 28.12.2002, σ. 6.

[12]             COM(2007) 30 τελικό.

[13]             ΕΕ L 347 της 24.12.2009, σ. 6.

[14]             ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1.

[15]             ΕΕ L 201 της 30.07.2008, σ. 8.

[16]             ΕΕ L 87 της 31.03.2009, σ. 70.

[17]             ΕΕ L 87 της 31.03.2009, σ. 1.

[18]             ΕΕ L 60 της 05.03.2008, σ. 1.

Top