EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011AE1003

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες» [COM(2010) 781 τελικό — 2010/0377 (COD)]

OJ C 248, 25.8.2011, p. 138–143 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

25.8.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 248/138


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες»

[COM(2010) 781 τελικό — 2010/0377 (COD)]

2011/C 248/24

Εισηγητής: ο κ. SEARS

Στις 24 Ιανουαρίου 2011 και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να γνωμοδοτήσει σχετικά με την

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες

COM(2010) 781 τελικό — 2010/0377 (COD).

Η προετοιμασία των σχετικών εργασιών ανατέθηκε στο Τμήμα «Γεωργία, αγροτική ανάπτυξη, περιβάλλον» το οποίο υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 20 Μαΐου 2011 με εισηγητή τον κ. SEARS.

Κατά την 472η σύνοδο ολομέλειας της 15ης και 16ης Ιουνίου 2011 (συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου 2011), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 146 ψήφους υπέρ, 6 κατά και καμμία αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Περίληψη και συστάσεις

1.1

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει σταθερά τις προτάσεις της Επιτροπής για τη θέσπιση νομοθεσίας με στόχο τη μείωση τόσο της συχνότητας όσο και των πιθανών επιπτώσεων των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων. Στον βαθμό που το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών αυτών εξαρτάται καθοριστικά από άλλες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ, ιδίως όσον αφορά την ταξινόμηση και τη σήμανση των επικίνδυνων ουσιών, η ΕΟΚΕ συμφωνεί ότι μια νέα οδηγία είναι πλέον απαραίτητη μετά τις αλλαγές που προκύπτουν από την πρόσφατη υιοθέτηση του συστήματος οικουμενικής εναρμόνισης για την ταξινόμηση και την επισήμανση (GHS) που προτείνει ο ΟΗΕ. Οι δυσκολίες του εγχειρήματος αυτού, του οποίου τα προσδοκώμενα οφέλη, πέραν της διευκόλυνσης του παγκόσμιου εμπορίου, είναι λιγοστά, έχουν αναγνωριστεί και συζητηθεί εκτενώς σε προηγούμενη γνωμοδότηση (1).

1.2

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί επίσης πλήρως με τον δεδηλωμένο στόχο της Επιτροπής και της πλειονότητας των ενδιαφερομένων μερών ότι δεν απαιτούνται άλλες σημαντικές αλλαγές - και μάλιστα ότι οι αλλαγές θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο για να μην υπονομευθούν οι βασικοί στόχοι αυτής της πάγιας, αποτελεσματικής και αναγνωρισμένης νομοθεσίας.

1.3

Η ΕΟΚΕ θεωρεί, συνεπώς, ότι θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να αξιολογηθεί με κριτικό πνεύμα, εφόσον είναι αναγκαίο για κάθε προϊόν ξεχωριστά, κατά πόσο οι αλλαγές στην ταξινόμηση σχετίζονται με την πιθανότητα σοβαρών ατυχημάτων. Εάν αυτό δεν συμβαίνει και/ή εάν αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των μικρότερων και χαμηλότερου κινδύνου επηρεαζόμενων εγκαταστάσεων και ΜΜΕ, τότε θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να μην υπονομευθεί ο αντίκτυπος της πρότασης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον τομέα των απορρυπαντικών, όπου οι νέες ταξινομήσεις δεν αντιστοιχούν στην πραγματική καθημερινή εμπειρία από προϊόντα οικιακής χρήσης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι οριακές τιμές θα πρέπει επίσης να εξετάζονται προσεκτικά, ιδίως όταν υπάρχει πολύ μικρή πιθανότητα πυρκαγιάς ή έκρηξης και όταν τα εμπορεύματα έχουν συσκευαστεί σε μικρότερες ποσότητες που προορίζονται για λιανική πώληση.

1.4

Όπου πρώτες ύλες, ενδιάμεσα και τελικά προϊόντα υπόκεινται σε περισσότερα του ενός νομοθετικά μέσα που τελούν υπό αναθεώρηση με διαφορετικά χρονοδιαγράμματα, πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στις μεταβατικές περιόδους που αλληλεπικαλύπτονται ούτως ώστε οι συνολικές δαπάνες που θα προκύψουν για τις επιχειρήσεις και τα κράτη μέλη να είναι οι μικρότερες δυνατές και να μειωθεί στο ελάχιστο η σύγχυση για όλους τους ενδιαφερομένους.

1.5

Δεδομένου ότι κατά κοινή ομολογία των αρμόδιων αρχών οι σημαντικότερες εγκαταστάσεις υπάγονται ήδη στη νομοθεσία αυτή, πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να βελτιωθεί η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα των ελέγχων και στη συνέχεια να υποβληθούν σχετικές εκθέσεις οι οποίες να αφορούν, όπου ενδείκνυται, και τους παρακείμενους χώρους. Στο μέτρο του δυνατού, το αίτημα αυτό δεν θα πρέπει να βασίζεται απλώς στα αυξημένα αιτήματα ενημέρωσης που συγκεντρώνονται από τα κράτη μέλη και διαβιβάζονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι το σύστημα, όπως είναι διαρθρωμένο σήμερα, δεν είναι κατάλληλο για τον σκοπό που εξυπηρετεί, χαιρετίζει δε τις προσπάθειες της Επιτροπής να προβεί σε μεταρρυθμίσεις από κοινού με τα κράτη μέλη από τα οποία εξαρτάται η ανοικτή και έγκαιρη ενημέρωσή της. Οι αλλαγές που προτείνονται στον κατάλογο των σχετικών προϊόντων και εγκαταστάσεων θα συνεχίσουν να υπόκεινται στον έλεγχο των άλλων θεσμικών οργάνων και συμβουλευτικών οργάνων της ΕΕ πριν από την έγκρισή τους.

1.6

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την παροχή σχετικών, κατανοητών και έγκαιρων πληροφοριών στο ευρύ κοινό. Θα υπάρξει συνεχής ανάγκη για πληροφόρηση σε έντυπη μορφή, αν και θα χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο άλλα, ηλεκτρονικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών δικτύων, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο. Όλες οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που γειτνιάζουν με εγκατάσταση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας «Seveso» (ή άλλο κατασκευαστικό ή αποθηκευτικό χώρο) έχουν να διαδραματίσουν έναν ρόλο τόσο με προσπάθειες αποτροπής όσο και αντιδρώντας σε πάσης φύσεως ατυχήματα, συμπεριλαμβανομένων των έκτακτων αναγκών που προκύπτουν από μεγάλα ατυχήματα όπως αυτά ορίζονται στην οδηγία «Seveso».

1.7

Νέες προτάσεις για την «περιβαλλοντική δικαιοσύνη» έχουν σημασία μόνο εάν μπορεί να αποδειχθεί μια «περιβαλλοντική αδικία» σχετική με κίνδυνο μεγάλων ατυχημάτων, πράγμα μάλλον απίθανο λόγω της σχετικά χαμηλής συχνότητας ατυχημάτων που έχουν καταγραφεί στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, ιδίως όσον αφορά τις «μονάδες κατώτερης βαθμίδας». Οι τυχόν πληροφορίες πρέπει να τίθενται στη διάθεση όλων των φορέων της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών. Επομένως, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι το αίτημα αυτό πρέπει να αντικατασταθεί από μία πιο σύγχρονη και ευρύτερα αποδεκτή προσέγγιση ως προς την ασφάλεια διαχείρισης των πληροφοριών, η οποία θα στηρίζεται από αποδεικτικά στοιχεία και την απαιτούμενη εκτίμηση αντικτύπου.

1.8

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η ΕΕ υπολείπεται των Ηνωμένων Πολιτειών ως προς την αναγνώριση και την επιβράβευση των βέλτιστων πρακτικών, ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία και την ατομική ασφάλεια και θεωρεί ότι η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού θα οδηγήσει σε καλύτερες αποδόσεις απ'ό,τι ορισμένα μέτρα που περιλαμβάνονται στην πρόταση της Επιτροπής.

1.9

Συνεπώς, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την πρόταση αυτή, αλλά προτείνει να επανεξεταστούν ορισμένα σημεία της για να εξασφαλιστεί η εκπλήρωση των πάγιων μακροπρόθεσμων στόχων της παρούσας νομοθεσίας αναφορικά με τη μείωση της συχνότητας και των επιπτώσεων των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων.

2.   Εισαγωγή

2.1

Η ανάγκη ταξινόμησης, επισήμανσης και συσκευασίας (CLP) «ουσιών» - αρχικά τουλάχιστον, με ολοκληρωμένο κατάλογο των στοιχείων και των ενώσεών τους - που χαρακτηρίζονται ως «επικίνδυνες» και κατανέμονται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με το βαθμό στον οποίο επηρεάζουν την υγεία του ανθρώπου, την ασφάλεια και το περιβάλλον, έχει αναγνωριστεί εδώ και 40 έτη με την οδηγία 67/548/ΕΟΚ περί επικινδύνων ουσιών. Μετά την πάροδο εικοσαετίας, το ρυθμιστικό αυτό πλαίσιο επεκτάθηκε για να καλύψει «παρασκευάσματα» - μια ευρύτερη, δυνητικά μη καταληκτική, απαρίθμηση μειγμάτων δύο ή περισσότερων ουσιών σε ποικίλες αλλά προκαθορισμένες αναλογίες - στην οδηγία 88/379/ΕΟΚ περί επικίνδυνων παρασκευασμάτων.

2.2

Οι δύο αυτές οδηγίες και οι διάφορες οδηγίες που τις τροποποιούν ή τις προσαρμόζουν στην τεχνική πρόοδο αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο ενός εναρμονισμένου συστήματος προστασίας των εργαζομένων, των καταναλωτών, των κατασκευαστών, των εμπόρων, των διανομέων και του περιβάλλοντος. Οι οδηγίες αυτές εξασφαλίζουν, επίσης, μια ενιαία αγορά σε ολόκληρη την ΕΕ για τα εν λόγω προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων υλών, των ενδιάμεσων προϊόντων, των αποβλήτων, καθώς και των τελικών προϊόντων που πρόκειται να διατεθούν στην αγορά. Επιπλέον, οι οδηγίες αυτές αλληλεπιδρούν και συμβάλλουν με το περιεχόμενό τους σε όλες σχεδόν τις άλλες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ που στοχεύουν στην προστασία της ανθρώπινης υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος. Τυχόν αλλαγές σε αυτό το υφιστάμενο σύστημα ενδέχεται να αποβούν πολύπλοκες και δαπανηρές για όλους τους ενδιαφερόμενους.

2.3

Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκαν δύο τέτοιες αλλαγές. Το 2006, το Συμβούλιο υιοθέτησε τον Κανονισμό (ΕΚ) 1907/2006 για την «Καταχώριση, την αξιολόγηση και την αδειοδότηση των χημικών προϊόντων» (REACH), μαζί με τη συνοδευτική οδηγία 2006/121/ΕΚ προς περαιτέρω τροποποίηση της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ και εναρμόνιση των δύο αυτών σημαντικών νομοθετημάτων. Το 2008, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησαν τον κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008 προς εφαρμογή του νέου συστήματος οικουμενικής εναρμόνισης για την ταξινόμηση και την επισήμανση των επικίνδυνων χημικών ουσιών (ΣΟΕ) που εκπονήθηκε ύστερα από πολυετείς εργασίες στα πλαίσια του ΟΗΕ. Η αλλαγή αυτή συνεπάγετο σε πολλές περιπτώσεις αλλαγές στις ονομασίες, τα εικονογράμματα και τις τυποποιημένες φράσεις που είχαν αποδοθεί σε διάφορες πηγές κινδύνου και σε κατηγοριοποιημένες «ουσίες» και «μείγματα». Ωστόσο, οι πραγματικοί κίνδυνοι για τους εργαζομένους, τους διανομείς, τους καταναλωτές και το ευρύ κοινό από ένα συγκεκριμένο προϊόν ή διαδικασία παρέμεναν οι ίδιοι.

2.4

Αναγνωρίστηκε τότε ότι τα οφέλη από την αντικατάσταση ενός καθιερωμένου, πλήρως λειτουργικού και αποτελεσματικού συστήματος από ένα άλλο πιθανότατα να ήταν μικρά, με τη δυνατότητα εξοικονόμησης δαπανών στο διεθνές εμπόριο να αντισταθμίζεται πλήρως από την αύξηση των εξόδων συμμόρφωσης προς τις νέες διατάξεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα τεχνικά προβλήματα που προκύπτουν από την εισαγωγή νέων ταξινομήσεων και καθορισμένων παραμέτρων επίσης θα ήταν μεγάλα, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους αναδιατύπωσης ή αλλαγές στο φάσμα των προϊόντων που διατίθενται στους καταναλωτές - και με μεγάλη πιθανότητα σύγχυσης τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και μετά τις μεταβατικές περιόδους, για κάθε σχετικό νομοθετικό μέσο.

2.5

Τα προβλήματα αυτά είναι πλέον εμφανή και ως κάποιο βαθμό διευθετούνται από την πρόταση της Επιτροπής COM (2010) 781 τελικό, η οποία είναι γνωστή ως «οδηγία Seveso III» προς αντικατάσταση της υφιστάμενης νομοθεσίας για τον έλεγχο των «κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων», ιδιαίτερα όσον αφορά τις «επικίνδυνες ουσίες», σύμφωνα με τους ορισμούς που περιλαμβάνει η νομοθεσία αυτή.

2.6

Η νομοθεσία αυτή εισήχθη το 1982 από την οδηγία 82/501/ΕΟΚ ύστερα από ένα σοβαρό ατύχημα το 1976 στο Seveso (που είχε ως συνέπεια την εκτεταμένη έκθεση σε διοξίνες). Τροποποιήθηκε μετά από τα ατυχήματα στο Bhopal (σημαντική διαρροή ισοκυανικού μεθυλεστέρα) και της Βασιλείας (σειρά πυρκαγιών και εκλύσεις τοξικών ουσιών). Το 1996 αντικαταστάθηκε από την οδηγία του Συμβουλίου 96/82/ΕΚ. Μετά τα σημαντικότατα ατυχήματα στην Τουλούζη (νιτρικό αμμώνιο), τη Baia Mare (διαρροή κυανιδίων) και το Enschede (έκρηξη σε εργοστάσιο πυροτεχνημάτων), η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε από την οδηγία 2003/105/ΕΚ, η οποία θεσπίζει σειρά αναλυτικών διαδικαστικών υποχρεώσεων και υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων για τους κατασκευαστές και τα κράτη μέλη.

2.7

Η νομοθεσία αυτή θεωρείται γενικά ότι είχε σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην ασφάλεια και τον έλεγχο των μονάδων όπου γίνεται η επεξεργασία, η παραγωγή ή η αποθήκευση των επικίνδυνων ουσιών. Προς το παρόν καλύπτονται περίπου 10 000 εγκαταστάσεις παρασκευής, εκ των οποίων περίπου 4 500 έχουν χαρακτηρισθεί ως «μονάδες ανώτερης βαθμίδας», για τις οποίες δηλαδή απαιτείται αυστηρότερη υποβολή εκθέσεων και έλεγχος από τις 5 500«μονάδες κατώτερης βαθμίδας». Οι επιθεωρήσεις που πραγματοποιούνται είναι τακτικές. Υφίστανται εθνικά και κοινοτικά συστήματα αναφοράς. Το σύστημα χαίρει της υποστήριξης και της εκτίμησης όλων των ενδιαφερομένων. Ατυχήματα εξακολουθούν να συμβαίνουν - αλλά ελπίζουμε λιγότερα και με όλο και μικρότερες επιπτώσεις για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον από ό,τι θα συνέβαινε μέχρι τώρα.

2.8

Σύμφωνα με ηλεκτρονικά στατιστικά στοιχεία της Επιτροπής, έχουν αναφερθεί 745 τέτοια ατυχήματα κατά την 30ετή διάρκεια εφαρμογής της οδηγίας. 42 επιπλέον ατυχήματα έχουν αναφερθεί, αλλά δεν έχουν ακόμη προστεθεί στη βάση δεδομένων EMARS που είναι προσβάσιμη στο κοινό (2). Αν και οι στατιστικές δεν είναι ούτε πλήρεις ούτε εύκολα διαθέσιμες, το 80 % αυτών πιστεύεται ότι αφορούν εγκαταστάσεις που χαρακτηρίζονται ως «μονάδες ανώτερης βαθμίδας», ενώ οι υπόλοιπες χαρακτηρίζονται ως «μονάδες κατώτερης βαθμίδας». 35 των ανωτέρω αναφέρθηκαν σε εθελοντική βάση από χώρες του ΟΟΣΑ που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο αριθμός των ατυχημάτων που αναφέρονται ετησίως κορυφώθηκε κατά την περίοδο 1996-2003 και έχει μειωθεί κατακόρυφα από τότε. Είναι ασαφές κατά πόσον αυτό αντανακλά πραγματικές βελτιώσεις της ασφάλειας των εγκαταστάσεων ή απλώς σημαντικές καθυστερήσεις κατά την ανάλυση και αναφορά των ατυχημάτων από τα κράτη μέλη και καθυστέρηση στις μεταφράσεις των σχετικών κειμένων.

2.9

Οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις, οι κίνδυνοι που προέρχονται από ιονίζουσες ακτινοβολίες, η εκμετάλλευση μετάλλων και υδρογονανθράκων στην ανοικτή θάλασσα, η μεταφορά και οι χώροι διάθεσης αποβλήτων καθώς και συγκεκριμένες ουσίες που απαριθμούνται στο μέρος 3 του παραρτήματος 1 της παρούσας οδηγίας εξαιρούνται συνολικά από τους ελέγχους αυτούς.

2.10

Δυστυχώς, το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας αυτής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη νομοθεσία σχετικά με την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία (CLP) της εκάστοτε επικίνδυνης ουσίας που περιγράφεται ανωτέρω. Το εάν και σε ποιο βαθμό μια συγκεκριμένη εγκατάσταση είναι υποχρεωμένη να συμμορφωθεί με τους ελέγχους της οδηγίας Seveso εξαρτάται από τις ταξινομήσεις και τις ποσότητες των ουσιών που χρησιμοποιούνται, παράγονται ή αποθηκεύονται στην εγκατάσταση. Οι έλεγχοι αποσκοπούν στην αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων μόνο των «μεγάλων ατυχημάτων», που έχουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: έναν ή περισσότερους θανάτους, τραυματισμούς και νοσηλεία έξι ή περισσότερων ατόμων, υλικές ζημίες εντός ή εκτός της εγκατάστασης, σοβαρή περίπτωση εκκένωσης κτιρίων από το προσωπικό και τους γείτονες της μονάδας ή μακροπρόθεσμες βλάβες στο εξωτερικό περιβάλλον. Τα πραγματικά «μεγάλα ατυχήματα» που αναφέρονται στο σημείο 2.6 και οδήγησαν σε αλλαγές της νομοθεσίας έλαβαν χώρα, ασφαλώς, σε μεγαλύτερη κλίμακα. Δεν πρόκειται λοιπόν για τα συνηθισμένα ατυχήματα που αναφέρονται σε γενικές γραμμές.

2.11

Η εισαγωγή της νομοθεσίας GHS απαιτεί αλλαγές επί του παρόντος, ιδίως όσον αφορά τα παραρτήματα της οδηγίας, όπου συγκεκριμένες κατηγορίες πηγών κινδύνου και κατηγοριοποιημένες «ουσίες» και «μείγματά» τους ορίζεται ότι πρέπει να συμπεριληφθούν στην οδηγία ή να αποκλεισθούν από αυτή βάσει της αναθεωρημένης ταξινόμησης κινδύνου τους.

2.12

Δεδομένου ότι πρόκειται για αλλαγές σε ορισμούς και όχι στους κινδύνους αυτούς καθαυτούς και ότι η Επιτροπή δεν προτίθεται να τροποποιήσει σημαντικά ή να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας, τα πραγματικά οφέλη για τη διαδικασία, την ασφάλεια εργαζομένων και καταναλωτών ή το περιβάλλον αναμένεται να είναι ελάχιστα. Η ανάγκη ελέγχου των δαπανών και άλλων τυχόν επιπτώσεων για τις επιχειρήσεις και τα κράτη μέλη καθώς και η ανάγκη να μην αποδυναμωθεί η τρέχουσα εστίαση στους κινδύνους μεγάλων ατυχημάτων είναι πλέον προφανείς.

3.   Περίληψη της πρότασης της Επιτροπής

3.1

H πρόταση της Επιτροπής για μια νέα οδηγία έχει ως βάση της το άρθρο 191 της ΣΛΕΕ. Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη και θα τεθεί σε ισχύ 20 ημέρες μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα. Η οδηγία 96/82/ΕΚ θα καταργηθεί από την 1η Ιουνίου 2015. Πραγματοποιήθηκαν ευρείες διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους. Σε γενικές γραμμές υπήρξε συμφωνία ότι δεν απαιτούνται σημαντικές αλλαγές, εκτός από την ευθυγράμμιση του παραρτήματος 1 με τον κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008.

3.2

Η Επιτροπή ωστόσο επιδιώκει να αποσαφηνίσει και να επικαιροποιήσει ορισμένες από τις διαδικασίες και τους ορισμούς, καθώς και να εισάγει νέα μέτρα, ιδίως όσον αφορά τη συχνότητα των επιθεωρήσεων, το περιεχόμενο της πολιτικής πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων (ΠΠΜΑ) του εκάστοτε φορέα, τις απαιτήσεις για ένα σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας (ΣΔΑ), την παροχή πληροφοριών στο κοινό, το δικαίωμα πρόσβασης στην περιβαλλοντική δικαιοσύνη, την υποβολή εκθέσεων από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή καθώς και την ακολουθητέα διαδικασία για την τροποποίηση των παραρτημάτων μέσω πράξεων κατ'εξουσιοδότηση.

3.3

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι κυριότερες δυσκολίες έγκεινται στην αντιστοίχιση των υφιστάμενων κατηγοριών κινδύνου «τοξικό» και «πολύ τοξικό» στις νέες κατηγορίες «οξείας τοξικότητας», κατηγορίας 1 έως 3, οι οποίες χωρίζονται επιπλέον σε διαφορετικές οδούς έκθεσης (δια του στόματος, του δέρματος ή με εισπνοή). Θα υπάρξουν νέες και πιο συγκεκριμένες κατηγορίες για κινδύνους από οξειδωτικά, εκρηκτικά και εύφλεκτα υλικά, στα οποία περιλαμβάνονται και τα «εύφλεκτα αερολύματα». Μια σειρά άλλων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένου του νιτρικού αμμωνίου και του βαρέος μαζούτ, τα οποία χρησιμοποιούνται γενικευμένα παρά την περιστασιακή χρησιμοποίησή τους ως πρόδρομων ουσιών εκρηκτικών, μνημονεύονται ξεχωριστά.

3.4

Η πρόταση συνοδεύεται από υπηρεσιακό έγγραφο εργασίας και εκτίμηση των επιπτώσεων, δύο εξωτερικές αξιολογήσεις των επιπτώσεων που εκπονήθηκαν από την COWI A / S (Διεθνής όμιλος συμβουλευτικών υπηρεσιών Δανίας) σχετικά με τις πιθανές επιλογές για τη συνολική πρόταση και για την αναπροσαρμογή του παραρτήματος 1, καθώς και από έκθεση της Τεχνικής Ομάδας Εργασίας του ΚΚΕρ (ΤΟΕ) σχετικά με τα κριτήρια ταξινόμησης για τον εντοπισμό των εγκαταστάσεων Seveso. Κατόπιν αιτήματος παρασχέθηκαν πρόσθετες πληροφορίες για τις προτάσεις μεταρρύθμισης της βάσης δεδομένων eMARS.

3.5

Παρά την αυτοτέλεια ορισμένων εξουσιών και αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, δεν φαίνεται να υφίστανται συνέπειες για τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Η αξιολόγηση των επιπτώσεων δεν επιτρέπει την πλήρη ποσοτικοποίηση των εξόδων και του οφέλους για τα κράτη μέλη ή τους φορείς εκμετάλλευσης - αλλά συνεπάγεται ότι και τα δύο αυτά μεγέθη θα είναι πολύ μικρότερα από ό,τι όταν η νομοθεσία εισήχθη για πρώτη φορά. Σημειώνεται επίσης ότι τα έξοδα είναι γενικώς πολύ λιγότερα σε σύγκριση με εκείνα που προκύπτουν εάν συμβεί ένα τέτοιο περιστατικό. Ως παράδειγμα αναφέρεται η πυρκαγιά στον αεροσταθμό Buncefield στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2005. Ορισμένες νέες προτάσεις για παροχή πληροφοριών στο ευρύ κοινό ή στοιχείων στην Επιτροπή δεν αξιολογήθηκαν ως προς το κόστος ή την αποτελεσματικότητά τους στην πράξη. Η εφαρμογή και τα αναμενόμενα αποτελέσματα της ισχύουσας νομοθεσίας εξετάστηκαν σε σχετικά έγγραφα αλλά δεν ενσωματώθηκαν στην εκτίμηση των επιπτώσεων.

4.   Γενικές παρατηρήσεις

4.1

Η ΕΟΚΕ έχει ταχθεί με τις γνωμοδοτήσεις της υπέρ όλων των ανωτέρω οδηγιών, ενώ υποστηρίζει αποφασιστικά τη σειρά προτάσεων που αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση της συχνότητας και του αντικτύπου των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων που αποκαλούνται γενικά οδηγίες Seveso I, II και III (η πλέον πρόσφατη). Συνεπώς, υποστηρίζει τη νέα πρόταση, την επιλεχθείσα νομική της βάση και την επιλογή του μέσου. Ωστόσο, εκφράζονται ανησυχίες όσον αφορά την αναλογικότητα και τα πιθανά αποτελέσματα της πρότασης, αφού ορισμένες από τις διατάξεις σαφώς υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων.

4.2

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει εξίσου αποφασιστικά τον στόχο ενός συστήματος οικουμενικής εναρμόνισης για την ταξινόμηση και την επισήμανση των επικίνδυνων χημικών ουσιών (GHS). όπως ορίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη, προκειμένου να ενισχυθεί το παγκόσμιο εμπόριο και να βοηθηθούν οι λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες στις προσπάθειές τους για προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων και των καταναλωτών.

4.3

Η ΕΟΚΕ εξέφρασε ωστόσο ορισμένες επιφυλάξεις της σχετικά με τα προλεχθέντα σε προηγούμενη γνωμοδότησή της που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 204 της 9ης Αυγούστου 2008 (σ. 47). Πολλές από αυτές τις διατάξεις θα εφαρμόζονται σε κάθε διαδικασία διακρατικής ή, στην περίπτωση αυτή, οικουμενικής εναρμόνισης, όπου, παρά τις καλές προθέσεις, ένα σύστημα που λειτουργεί σωστά αντικαθίσταται από ένα άλλο χάριν του γενικότερου καλού, δηλαδή τη διευκόλυνση του παγκόσμιου εμπορίου. Τούτο μπορεί να οδηγήσει σε κλιμάκωση της γραφειοκρατίας και του κόστους. Οι παγιωμένες διαδικασίες και ορισμοί πιθανόν να αποδυναμωθούν. Πιθανόν να απομακρυνθούμε από τους βασικούς στόχους. Οι πρακτικές κατασκευής και εμπορίας μπορεί να χρειαστεί να αναθεωρηθούν με σημαντικό κόστος και χωρίς οφέλη για τους εργαζόμενους ή τους καταναλωτές. Πιθανόν να επέλθει σύγχυση σε όλα τα επίπεδα τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά την αναπόφευκτη μεταβατική περίοδο για κάθε σχετική νομοθετική πράξη. Τυχόν οφέλη, εφόσον μετρηθούν, πιθανόν να είναι μικρά ή να μην υφίστανται καν, οι δε πρόσθετες δαπάνες θα είναι δύσκολο να αιτιολογηθούν.

4.4

Πολλά από τα παραπάνω επιχειρήματα αναγνωρίστηκαν κατά την προετοιμασία της παρούσας πρότασης, ιδίως με τη σχεδόν καθολική συμφωνία ότι δεν χρειάζονται μεγάλες αναθεωρήσεις ως προς τη στοχοθέτηση, το πεδίο εφαρμογής και τη γενική εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας, εκτός από την προσαρμογή του παραρτήματος 1 στους νέους ορισμούς που περιέχονται στην ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των «επικίνδυνων ουσιών» από τις οποίες εξαρτάται τούτη η νομοθεσία.

4.5

Δυστυχώς υφίστανται ακόμη αρκετά προβλήματα. Ορισμένα από αυτά αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, αλλά δεν καλύπτονται από τη διατύπωση της πρότασης ως έχει. Άλλες ανησυχίες γενικότερου χαρακτήρα έχουν παραλειφθεί εντελώς.

4.6

Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της ιδιαίτερα για το γεγονός ότι η εναρμόνιση της νομοθεσίας για την ταξινόμηση και την επισήμανση (GHS), που αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων σε παγκόσμια κλίμακα και σε μόνο μία ουσιαστικά γλώσσα, οδήγησε στην κατάργηση της σημασίας παγιωμένων βασικών όρων, όπως η λέξη «ουσία», η οποία μπορεί στο εξής να περιλαμβάνει τόσο «παρασκευάσματα» όσο και «μείγματα». Εξάλλου, οι δύο αυτές έννοιες θεωρούνται ταυτόσημες, πράγμα που δεν συνέβαινε βάσει της οδηγίας περί παρασκευασμάτων. Επίσης, δεν καταβλήθηκαν προσπάθειες να επιβεβαιωθεί ότι οι τρεις όροι - στα αγγλικά και σε μερικές άλλες γλώσσες της ΕΕ - «χημικός» (ως ουσιαστικό), «χημική ουσία» και «ουσία» είναι συνώνυμοι στη νομοθεσία της ΕΕ, παρά τις διαφορετικές χρήσεις και σημασίες που τους αποδίδονται. Για ορισμένους, μπορεί να είναι αναγκαία η διευκρίνιση ότι δεν υπάρχουν «μη χημικές» ουσίες. Οι αναφορές σε «συντελεστές M» ή «φράσεις R & S» είναι κατανοητές σε μία μόνο γλώσσα και μπορεί να αποβούν προβληματικές όταν μεταφραστούν σε άλλες γλώσσες.

4.7

Χάθηκε λοιπόν η ευκαιρία να καθιερωθεί ένα γλωσσάριο βασικών όρων σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ, όπως είχε προταθεί στο παρελθόν, το οποίο είναι απαραίτητο καθώς η νομοθεσία επεκτείνεται σε νέους τομείς που αφορούν την ίδια ομάδα προϊόντων – όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τον περιορισμό της δυνατότητας χρήσης από τρομοκράτες πρόδρομων ουσιών των εκρηκτικών καθώς και με τις επικαλύψεις και αλληλεπιδράσεις οριζόντιας και κάθετης νομοθεσίας, όπως συμβαίνει π.χ. με το REACH, τις βιομηχανικές εκπομπές, την ποιότητα των υδάτων και τα ΑΗΗΕ με νομοθεσία σχετικά με συγκεκριμένα προϊόντα για τα διαλύματα, τα απορρυπαντικά, τα καλλυντικά, τα αερολύματα, τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα.

4.8

Ένα παρόμοιο πρόβλημα τίθεται και ως προς την προτεινόμενη διαδικασία τροποποίησης των παραρτημάτων, τα οποία ουσιαστικά συμβάλουν στην αύξηση ή μείωση του αριθμού των υποκείμενων στην εν λόγω νομοθεσία προϊόντων, και κατ'επέκταση, εγκαταστάσεων, από την Επιτροπή που ενεργεί μόνη της βάσει «πράξεων κατ'εξουσιοδότηση». Για τον σκοπό αυτό απαιτούνται σαφώς διατυπωμένες οδηγίες που θα είναι αποδεκτές από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι οδηγίες αυτές δεν έχουν εκπονηθεί ακόμη. Οι επιστημονικές βάσεις για τις εν λόγω αποφάσεις θα πρέπει να ορίζουν πλήρως όλες τις προσυμφωνημένες διαδικασίες που παρακολουθούνται. Σε περίπτωση αμφισβήτησης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, θα πρέπει να καθίσταται υποχρεωτικός ο καθολικός έλεγχος από τα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα συμβουλευτικά όργανα. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η υποβολή ενστάσεων από μεμονωμένα κράτη μέλη ή από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.

4.9

Εξάλλου, τούτο σχετίζεται και με το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας. Η οδηγία Seveso II εφαρμόζεται σε περίπου 10 000 προσδιορισμένες εγκαταστάσεις σε ολόκληρη την ΕΕ. Περίπου οι μισές από αυτές υπάγονται περαιτέρω στις διατάξεις της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές που εγκρίθηκε πρόσφατα προς αντικατάσταση της οδηγίας για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (οδηγία «IPPC»), η οποία θα καλύπτει συνολικά περισσότερες από 50 000 εγκαταστάσεις. Οι αποκαλούμενες «εγκαταστάσεις Seveso» περιλαμβάνουν την παρασκευή χημικών, τη διύλιση πετρελαίου, την παρασκευή προϊόντων για τους καταναλωτές και άλλες μορφές μεταποίησης, καθώς και μερικές μονάδες επεξεργασίας αποβλήτων. Φαίνεται να υπάρχει συμφωνία από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ότι οι υφιστάμενοι ορισμοί περιγράφουν πολύ ικανοποιητικά τις μονάδες στις οποίες ενδέχεται να συμβεί κάποιο σοβαρό ατύχημα. Συμπεριλαμβάνονται οπωσδήποτε όλες οι μεγάλες μονάδες, ενώ τυχόν αυξήσεις του επιπέδου στην κατηγοριοποίηση των προϊόντων προκειμένου να πληρούν τα κριτήρια του συστήματος GHS, χωρίς αλλαγές στους πραγματικούς υφιστάμενους κινδύνους, θα οδηγήσουν απλώς στην προσθήκη μικρότερων μονάδων με ολοένα και μικρότερους πραγματικούς κινδύνους ή την - ελάχιστα δικαιολογημένη - αύξηση του αριθμού όσων εγκαταστάσεων εμπίπτουν στην κατηγορία υψηλού κινδύνου. Υπάρχουν συγκεκριμένες ανησυχίες στην περίπτωση των πρώτων υλών για απορρυπαντικά, όπου, λόγω αλλαγών στους ορισμούς, προστέθηκε σημαντικός αριθμός «μονάδων κατώτερης βαθμίδας». Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις στατιστικές της Επιτροπής, όπως προαναφέρθηκε, οι 5 500«μονάδες κατώτερης βαθμίδας» δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερα από δηλωμένα 5-10 ατυχήματα ετησίως, ο εν λόγω τομέας δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα στην οποία πρέπει να δοθεί περαιτέρω προσοχή από τις ρυθμιστικές αρχές. Πραγματικά, σε κάθε «μονάδα κατώτερης βαθμίδας της οδηγίας Σεβέζο» συμβαίνει ένα ατύχημα κάθε 500-1 000 χρόνια, ενώ ακόμα και σε μία «μονάδα ανώτερης βαθμίδας της οδηγίας Σεβέζο» συμβαίνει ένα ατύχημα ανά 100-200 χρόνια. Ενδεικτικό είναι ότι οι κίνδυνοι που υφίστανται για τα άτομα στο σπίτι ή στον δρόμο προς την εργασία είναι μεγαλύτεροι - αν και αυτά τα ατυχήματα σπάνια έχουν σημαντικές δευτερεύουσες επιπτώσεις στους άλλους και δεν θεωρούνται ότι είναι σοβαρά από τις ρυθμιστικές αρχές ή το ευρύ κοινό. Εάν διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες ΜΜΕ γνωρίζουν και συμμορφώνονται με τις σχετικές διατάξεις και ότι οι μονάδες επιθεωρούνται τακτικά από τις αρμόδιες αρχές θα μειωθούν τα οφέλη με ταχύ ρυθμό. Καθώς διανύουμε μία περίοδο περιορισμών στους προϋπολογισμούς και στο διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό, θα μπορούσε να αυξηθεί η πιθανότητα σοβαρών ατυχημάτων αλλού.

4.10

Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ τάσσεται σαφώς υπέρ της διατήρησης της αρχικής εστίασης των οδηγιών στην αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από τους κινδύνους σοβαρών ατυχημάτων. Θα πρέπει να αποφευχθεί με κάθε μέσο οποιαδήποτε συμβιβαστική απόφαση που θα αλλοίωνε τον στόχο αυτό με την απλή εισαγωγή του νέου συστήματος GHS για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία ουσιών ή με αλλαγές στα τοπικά συστήματα αναφοράς και το σύστημα αναφοράς σε όλη την ΕΕ. Για τον λόγο αυτό, απαιτείται προσεκτική εξέταση όχι μόνο των νέων ορίων ταξινόμησης, αλλά και των οριακών τιμών για τα αποθηκευμένα προϊόντα όταν πρόκειται για αγαθά που έχουν ήδη συσκευαστεί σε μικρότερες ποσότητες για λιανική πώληση και όταν η πιθανότητα πυρκαγιάς ή έκρηξης είναι μικρή, ο κίνδυνος μεγάλου ατυχήματος κατά την έννοια αυτή είναι σημαντικά μειωμένος.

4.11

Η ΕΟΚΕ σημειώνει επίσης ότι από την πρόταση αυτή ορθώς αποκλείονται ατυχήματα όπως η πρόσφατη υπεράκτια έκρηξη εξέδρας γεώτρησης στον Κόλπο του Μεξικού, για τα οποία ενδεχομένως να απαιτείται νέα νομοθεσία και, σε τοπικό επίπεδο, η διαρροή ερυθράς ιλύος στην Ουγγαρία, η οποία, θεωρητικά τουλάχιστον, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας του 2006 για τα απόβλητα της εξορυκτικής βιομηχανίας (MWD). Η ορθή εφαρμογή και ο έλεγχος σε εθνικό επίπεδο είναι οπωσδήποτε καθοριστικοί παράγοντες επιτυχίας, ανεξαρτήτως της νομοθεσίας που έχει θεσπιστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Ειδικές παρατηρήσεις

5.1

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι υπάρχουν απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων από τους κατασκευαστές και τα κράτη μέλη σε διαφορετικά χρονικά σημεία βάσει πολλών από τις προαναφερθείσες οδηγίες. Πρόσθετα αιτήματα ως προς τη συχνότητα και την παροχή λεπτομερών πληροφοριών κατά την υποβολή εκθέσεων στο πλαίσιο του παρόντος κεφαλαίου, χωρίς εμφανή θετικά αποτελέσματα, επιβαρύνει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η κεντρική συσσώρευση στοιχείων, στις Βρυξέλλες ή αλλού, αυξάνει τα προβλήματα διατήρησης τόσο της ποιότητας των δεδομένων όσο και - κατά περίπτωση - του απορρήτου.

5.2

Η παράμετρος αυτή είναι επίσης σημαντική ως προς το νέο αίτημα να παρέχουν οι «μονάδες» λεπτομερείς πληροφορίες για τις «γειτονικές μονάδες» ούτως ώστε να αποφεύγονται τα αλυσιδωτά αποτελέσματα σε παρακείμενους χώρους οι οποίοι μπορεί να εμπίπτουν ή να μην εμπίπτουν στην εν λόγω νομοθεσία. Είναι ασαφές το κατά πόσο η πτυχή αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο του δικαίου περί ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, σημαντική είναι σε κάθε περίπτωση η εκπόνηση σχεδίων προς αντιμετώπιση των τοπικών περιπτώσεων έκτακτης ανάγκης, την οποία υποστηρίζει πλήρως η ΕΟΚΕ.

5.3

Το αίτημα υποβολής εκθέσεων από τους υπεύθυνους, συμπεριλαμβανομένων των αποδείξεων για την ύπαρξη μιας «νοοτροπίας ασφάλειας» τέθηκε μετά τα ατυχήματα στις ΗΠΑ και δη μετά την καταστροφή του Διαστημικού Λεωφορείου, και πιο πρόσφατα μετά τα μεγάλα ατυχήματα στο Τέξας και τον Κόλπο του Μεξικού, όπου σύμφωνα με αναδρομικές εκθέσεις αξιολογήθηκε ότι δεν υφίστατο μια τέτοια νοοτροπία. Τα σχόλια αυτά όμως είναι υποκειμενικά και δύσκολα αξιολογούνται ή ποσοτικοποιούνται. Η διενέργεια τακτικών και ουσιαστικών εκ των προτέρων αξιολογήσεων πιθανόν να παρουσιάσει προβλήματα για το προσωπικό των αρμόδιων αρχών στα περισσότερα κράτη μέλη. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε κατά τη διάρκεια συνεδρίασης εμπειρογνωμόνων ασφάλειας στην Ίσπρα το 2010 και δεν είναι σαφές για ποιο λόγο υποβάλλεται εκ νέου με την παρούσα πρόταση.

5.4

Συνολικά, η ΕΟΚΕ θα προτιμούσε οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων να είναι ρεαλιστικές, ουσιαστικές, συγκρίσιμες και άμεσα εκτελεστές σε όλα τα κράτη μέλη, ενώ θα πρέπει να καταβάλλονται προσπάθειες ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών σε διασυνοριακό επίπεδο. Η ΕΟΚΕ εκφράζει ιδιαίτερα τη λύπη της για το γεγονός ότι οι ενότητες «Διδάγματα» των 745 ηλεκτρονικών εκθέσεων στη βάση δεδομένων eMARS παραμένουν συνήθως κενές ενώ και στα υπόλοιπα «τετραγωνίδια» δεν παρέχονται ιδιαίτερα χρήσιμες πληροφορίες, παρά το γεγονός ότι αποτελούν βασική πηγή ανεύρεσης σχετικών δεδομένων για το ευρύ κοινό και τους εμπειρογνώμονες σε θέματα ασφάλειας. Ορισμένα στοιχεία, όπως για παράδειγμα όσα σχετίζονται με την κατανομή των ατυχημάτων μεταξύ «μονάδων ανώτερης βαθμίδας» και «μονάδων κατώτερης βαθμίδας», δεν έχουν προφανώς συλλεχθεί συστηματικά, γεγονός που καθιστά δύσκολη την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων συνιστωσών της νομοθεσίας και των δράσεων που απαιτούνται σε εθνικό επίπεδο. Επομένως, η ΕΟΚΕ επικροτεί ενέργειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έγκριση, από κοινού με τα κράτη μέλη, νέων προτύπων υποβολής εκθέσεων και ευελπιστεί ότι θα διατεθούν επαρκείς πόροι για να μπορέσει να εκπληρώσει το σύστημα τον αρχικό του σκοπό.

5.5

Η ΕΟΚΕ διερωτάται επίσης γιατί οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για τις δύο βαθμίδες των φορέων εκμετάλλευσης, οι οποίες ποικίλουν σύμφωνα με τις ποσότητες και τις ταξινομήσεις επικινδυνότητας των ουσιών που παράγονται, χρησιμοποιούνται ή αποθηκεύονται στις εκάστοτε μονάδες, παρουσιάζουν διαφορές ως προς την ανάγκη πολιτικής πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων (MAPP) και μεταγενέστερου συστήματος διαχείρισης ασφαλείας (SMS) και έκθεσης ασφαλείας. Δεδομένου ότι η πρώτη αυτή πολιτική (MAPP) έχει μικρή αξία χωρίς τη δεύτερη (SMS), η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι το αίτημα αυτό θα πρέπει να ισχύει και για όλες τις εγκαταστάσεις που απαριθμούνται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, οι ειδικές απαιτήσεις για τις «μονάδες κατώτερης βαθμίδας» θα πρέπει να προσαρμόζονται στον κατά πολύ μειωμένο κίνδυνο να σημειωθεί σε αυτές ένα πραγματικά μεγάλο ατύχημα.

5.6

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι οι προτάσεις πληροφόρησης του κοινού έχουν αυξηθεί σημαντικά, αν και δεν είναι πάντοτε σαφείς οι λόγοι. «Τα σχολεία και τα νοσοκομεία» αναφέρονται ρητά σε μία παράγραφο - αλλά δεν είναι σαφές κατά πόσον προσδιορίζονται για εκπαιδευτικούς σκοπούς ως μονάδες που απασχολούν ή συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό ατόμων για τα οποία απαιτούνται ειδικά σχέδια εκκένωσης και κατάρτιση ή ως βασικοί πόροι σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Το σημείο αυτό πρέπει να αποσαφηνιστεί ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες.

5.7

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να παρέχονται συναφείς και κατανοητές πληροφορίες την κατάλληλη χρονική στιγμή για τον συγκεκριμένο σκοπό. Η ηλεκτρονική παράδοση μπορεί να ωφελήσει ορισμένους τομείς της κοινότητας, αλλά άλλους όχι. Οι πληροφορίες σε έντυπη μορφή θα απαιτούνται για αρκετά ακόμη χρόνια. Μπορεί να εξεταστεί, σε τοπικό επίπεδο, η χρήση νέων μορφών επικοινωνίας, όπως στοχευμένων ηλεκτρονικών μηνυμάτων, κοινωνικών δικτύων ή ακόμα και του Twitter® για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

5.8

Τέλος, η Επιτροπή συμπεριλαμβάνει ένα νέο άρθρο προς διασφάλιση της «περιβαλλοντικής δικαιοσύνης». Η έννοια αυτή, που προέκυψε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του '80, βασίστηκε στο κίνημα των ατομικών δικαιωμάτων το οποίο εκδηλώθηκε 20 χρόνια νωρίτερα και συνέδεε τις φυλετικές διακρίσεις με τη φτώχεια και την έλλειψη ατομικών δικαιωμάτων και υπονοούσε, κατ'επέκταση, ένα προφανές έλλειμμα «δικαιοσύνης». Οι ίδιες αρχές ενσωματώθηκαν στη Σύμβαση του Aarhus το 1998. Το 2006 υιοθετήθηκε κανονισμός που ορίζει τις υποχρεώσεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Η συνοδευτική γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ που δημοσιεύτηκε στην ΕΕ C 117 της 30ής Απριλίου 2004 (σ. 52), υποστήριζε την πρόταση αλλά εξέφραζε ανησυχίες ως προς τον στενό ορισμό των «οργανώσεων που δραστηριοποιούνται υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος», καθώς άλλες μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, όπως συνδικάτα, οργανώσεις κοινωνικής οικονομίας, κοινωνικο-επαγγελματικές οργανώσεις, οργανώσεις καταναλωτών κ.λπ. επιτελούν σημαντικό περιβαλλοντικό έργο σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο". Η κριτική αυτή εξακολουθεί να ισχύει σήμερα ενώ όλοι οι φορείς της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών ορθώς συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων για θέματα που σχετίζονται με τη νομοθεσία αυτή και στη διασφάλιση της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων και της κατάλληλης προστασίας του ευρύτερου κοινού σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος. Σύμφωνα με τις ηλεκτρονικές εκθέσεις της Επιτροπής για την εφαρμογή του κανονισμού του 2006, τα σχετικά λίγα αιτήματα πληροφόρησης που καταγράφηκαν αφορούν περισσότερο τις πανευρωπαϊκές εκστρατείες που είναι σε εξέλιξη παρά ζητήματα που αφορούν συγκεκριμένες μονάδες. Συνεπώς, δεν είναι σαφές για ποιο λόγο προστέθηκε το συγκεκριμένο αυτό αίτημα σε τούτο το σημείο αντί να διατυπωθούν, για παράδειγμα, προτάσεις για την ανταλλαγή, την αναγνώριση και την επιβράβευση βέλτιστων πρακτικών. Η ΕΕ υστερεί σημαντικά στον τομέα αυτό έναντι των ΗΠΑ, ενώ μπορούν να επιτευχθούν πραγματικά οφέλη ως προς τη διαδικασία και την προσωπική ασφάλεια, σύμφωνα με τους δεδηλωμένους στόχους της παρούσας πρότασης.

Βρυξέλλες, 15 Ιουνίου 2011.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Staffan NILSSON


(1)  ΕΕ C 204 της 9ης Αυγούστου 2008

(2)  http://emars.jrc.ec.europa.eu/.


Top