EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52010PC0344

Πρόταση κανονισμος του Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και του Συμβουλίου για τη θέσπιση μεταβατικών ρυθμίσεων στο πλαίσιο διμερών επενδυτικών συμφωνιών μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών

/* COM/2010/0344 τελικό - COD 2010/0197 */

52010PC0344

Πρόταση κανονισμος του Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και του Συμβουλίου για τη θέσπιση μεταβατικών ρυθμίσεων στο πλαίσιο διμερών επενδυτικών συμφωνιών μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών /* COM/2010/0344 τελικό - COD 2010/0197 */


[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 7.7.2010

COM(2010)344 τελικό

2010/0197 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη θέσπιση μεταβατικών ρυθμίσεων στο πλαίσιο διμερών επενδυτικών συμφωνιών μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ορίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των άμεσων ξένων επενδύσεων, στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής [άρθρο 207 παράγραφος 1 και άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε)]. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο η Ένωση μπορεί να νομοθετεί και να εκδίδει νομικά δεσμευτικές πράξεις σε τομείς στους οποίους η Ένωση έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα.

Πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη σύναψαν πάνω από 1.000 διμερείς επενδυτικές συμφωνίες με τρίτες χώρες, οι οποίες σχετίζονται μερικώς ή εξ ολοκλήρου με άμεσες ξένες επενδύσεις. Τέτοιες συμφωνίες περιλαμβάνουν διμερείς επενδυτικές συμφωνίες που προβλέπουν, μεταξύ άλλων, εγγυήσεις για τους όρους των επενδύσεων στα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες, με τη μορφή ειδικής ανάληψης υποχρεώσεων που είναι δεσμευτικές βάσει του διεθνούς δικαίου.

Αν και οι συμφωνίες εξακολουθούν να είναι δεσμευτικές για τα κράτη μέλη βάσει του δημόσιου διεθνούς δικαίου, υπό το φως της έναρξης ισχύος της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ύπαρξη επενδυτικών συμφωνιών που έχουν συνάψει τα κράτη μέλη και οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα της αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ για τις άμεσες ξένες επενδύσεις.

Επειδή δεν υπάρχει ρητό μεταβατικό σύστημα στη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αποσαφήνιση του καθεστώτος των συμφωνιών των κρατών μελών, η παρούσα πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα επιτρέψει να συνεχίσουν να υπάρχουν όλες οι επενδυτικές συμφωνίες που ισχύουν σήμερα μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών. Η παρούσα πρόταση αυτή καθεαυτή προβλέπει ρητή εγγύηση ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τους όρους κάτω από τους οποίους δραστηριοποιούνται οι επενδυτές.

Η προσέγγιση αυτή, η οποία απηχεί έναν εξελικτικό χειρισμό της έναρξης ισχύος της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως έγινε και με την εισαγωγή της κοινής εμπορικής πολιτικής τη δεκαετία του 1960[1], επιτρέπει τη σταδιακή διατύπωση και εκπόνηση μιας πολιτικής επενδύσεων της ΕΕ, η οποία να εξυπηρετεί εξίσου όλους τους επενδυτές και τις επενδύσεις.

Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη μπορεί να οφείλουν ή να θεωρούν αναγκαίο να τροποποιούν επενδυτικές συμφωνίες, ιδίως ώστε να είναι σύμφωνες με τις υποχρεώσεις της Συνθήκης, η παρούσα πρόταση ορίζει επίσης ένα πλαίσιο και τους όρους για να εξουσιοδοτούνται τα κράτη μέλη να αρχίζουν διαπραγματεύσεις με τρίτη χώρα προκειμένου να τροποποιήσουν μια υπάρχουσα διμερή επενδυτική συμφωνία. Αυτό το πλαίσιο επιτρέπει, επίσης, στα κράτη μέλη να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν, με τους όρους που ορίζονται στην παρούσα πρόταση, νέα διμερή επενδυτική συμφωνία με τρίτες χώρες. Δεδομένου ότι η Ένωση είναι αποκλειστικά αρμόδια για τις άμεσες ξένες επενδύσεις και ότι θα αναπτυχθεί σταδιακά η επενδυτική πολιτική της ΕΕ, η διαδικασία που ορίζεται στην παρούσα πρόταση πρέπει να θεωρείται ως έκτακτο μεταβατικό.

Ο παρών κανονισμός εξετάζει μόνο τις μεταβατικές πτυχές της διαχείρισης της νέας αρμοδιότητας της ΕΕ για τις επενδύσεις. Οι στόχοι, τα κριτήρια και το περιεχόμενο της νέας επενδυτικής πολιτικής της ΕΕ που αναπτύσσεται βάσει της νεοαποκτηθείσας αποκλειστικής αρμοδιότητας για τις άμεσες ξένες επενδύσεις, δεν περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό αλλά σε ξεχωριστή ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο που θα εγκριθεί ταυτόχρονα με την παρούσα πρόταση κανονισμού.

2. ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

Συνεκτιμώντας τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του συγκεκριμένου θέματος, η Επιτροπή αξιολόγησε ένα φάσμα διαφορετικών επιλογών για την επίτευξη του προαναφερόμενου στόχου, χωρίς ωστόσο να προβεί σε επίσημη εκτίμηση του αντικτύπου. Πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση με εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη στις Βρυξέλλες στις 25 Ιανουαρίου 2010 για να συζητηθεί το καθεστώς των διμερών επενδυτικών συμφωνιών που συνάφθηκαν μεταξύ των κρατών μελών και των τρίτων χωρών.

Ο βαθμός στον οποίο οι επενδυτικές συμφωνίες των κρατών μελών είναι ασύμβατες με τη νομοθεσία της ΕΕ μπορεί να αποτελέσει θέμα των συζητήσεων. Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι πρέπει να αποφεύγεται κάθε ανασφάλεια δικαίου για το καθεστώς και την εγκυρότητα αυτών των συμφωνιών, που θα μπορούσε να βλάψει τις επενδυτικές δραστηριότητες και τους επενδυτές στο εξωτερικό ή τις ξένες επενδύσεις και τους επενδυτές στα κράτη μέλη. Πράγματι, η ανασφάλεια αντιβαίνει στη βασική λογική της προστασίας των επενδύσεων, δηλαδή στην παροχή ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τη συμπεριφορά των χωρών υποδοχής. Λόγω της κατάστασης που έχει προκύψει από την έναρξη ισχύος της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι προτιμότερη η γρήγορη και αποφασιστική δράση από την αδράνεια ή την καθυστερημένη αντίδραση.

Επειδή οι μη δεσμευτικές πράξεις, όπως μια δήλωση ή ανακοίνωση των υπηρεσιών της Επιτροπής ή των Επιτρόπων για το καθεστώς και την εγκυρότητα των διμερών επενδυτικών συμφωνιών δεν θα ήταν δυνατό να εδραιώσει την ασφάλεια δικαίου που απαιτείται για την εγγύηση των συμφωνιών αυτών, προτιμάται η επιλογή της δεσμευτικής νομικής πράξης.

Η παρούσα πρόταση αυτή διατηρεί την υπάρχουσα κατάσταση ως έχει και προσφέρει μια μεταβατική λύση γιατί επιτρέπει να συνεχίσουν να ισχύουν οι διμερείς επενδυτικές συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών. Ο βασικός αντίκτυπος της πρότασης αυτής είναι να αποφευχθεί ένα πολύ αρνητικό αποτέλεσμα δηλαδή η ενδεχόμενη αποδυνάμωση των δικαιωμάτων και των παροχών που απολαμβάνουν οι επενδυτές και οι επενδύσεις βάσει διεθνών επενδυτικών συμφωνιών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο αντίκτυπος της αδράνειας θεωρείται πολύ μεγαλύτερος από τον αντίκτυπο αυτής της δράσης που είναι ουδέτερος δεδομένου ότι διατηρεί την κατάσταση ως έχει.

Η έγκριση που προβλέπεται στην παρούσα πρόταση ούτε προδικάζει το πλαίσιο μιας μελλοντικής πολιτικής επενδύσεων ούτε επιτρέπει στις καλυπτόμενες συμφωνίες να υπονομεύσουν την άσκηση της αρμοδιότητας της Ένωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η έγκριση που χορηγείται βάσει της παρούσας πρότασης μπορεί να ανακληθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στην πρόταση. Η διαδικασία αυτή συνεκτιμά, επίσης, την υποχρέωση των κρατών μελών να εξαλείψουν διατάξεις που δεν είναι συμβατές με τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνονται ενδεχομένως στις υπάρχουσες συμφωνίες, όπως ορίζει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Ο στόχος της παρούσας πρότασης είναι να επιτραπεί η συνέχιση της ισχύος των διεθνών επενδυτικών συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών και να καθορίζονται οι όροι και ένα πλαίσιο διαδικασίας για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη τέτοιων συμφωνιών από τα κράτη μέλη.

Στο κεφάλαιο 1 καθορίζεται το αντικείμενο και το πεδίο του κανονισμού. Στο άρθρο 1 προβλέπεται ότι ο κανονισμός καλύπτει επενδυτικές συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών.

Στο κεφάλαιο ΙΙ προβλέπεται η έγκριση της διατήρησης της ισχύος των υφιστάμενων διμερών συμφωνιών που έχουν συνάψει τα κράτη μέλη με τρίτες χώρες.

Το άρθρο 2 απαιτεί τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή όλες τις συμφωνίες που επιθυμούν να διατηρήσουν βάσει των όρων και των προϋποθέσεων του κανονισμού. Συμφωνίες που έχουν συναφθεί αλλά δεν έχουν αρχίσει να ισχύουν εμπίπτουν επίσης στο άρθρο 2.

Το άρθρο 3 εγκρίνει τη διατήρηση σε ισχύ όλων των υπαρχουσών επενδυτικών συμφωνιών μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, που έχουν κοινοποιηθεί από τα κράτη μέλη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Η έγκριση ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας[2].

Το άρθρο 4 προβλέπει την ετήσια δημοσίευση όλων των κοινοποιούμενων συμφωνιών στην Επίσημη Εφημερίδα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη γνωρίζουν το ακριβές πεδίο της νομικής κάλυψης που προβλέπεται στον κανονισμό.

Το άρθρο 5 προβλέπει την επανεξέταση των κοινοποιηθεισών συμφωνιών. Η επανεξέταση θα προσδιορίζει τις ποσοτικές και ποιοτικές πτυχές των ισχυουσών συμφωνιών, καθώς και τα πιθανά εμπόδια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι συμφωνίες στην εφαρμογή της κοινής εμπορικής πολιτικής. Ειδικότερα, η Επιτροπή θα αξιολογήσει αν τα επιχειρήματα ή οι διατάξεις αντιβαίνουν στη νομοθεσία της Ένωσης, υπονομεύουν τις διαπραγματεύσεις ή τις συμφωνίες που σχετίζονται με τις επενδύσεις μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών, ή υπονομεύουν τις πολιτικές της Ένωσης για τις επενδύσεις, και ιδίως την κοινή εμπορική πολιτική. Το αργότερο πέντε χρόνια από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση με βάση την επανεξέταση των συμφωνιών και τυχόν συστάσεις για τη διακοπή της εφαρμογής των διατάξεων του κεφαλαίου ΙΙ ή για την τροποποίηση αυτών των διατάξεων.

Στο άρθρο 6 αναφέρεται λεπτομερώς η πιθανή ανάκληση της έγκρισης που χορηγείται βάσει του παρόντος κεφαλαίου. Η ανάκληση της έγκρισης ενδέχεται να είναι αναγκαία για μία ή περισσότερες συμφωνίες με συγκεκριμένη τρίτη χώρα όταν οι συμφωνίες αυτές αντιβαίνουν στη νομοθεσία της Ένωσης. Επίσης, η έγκριση θα μπορούσε να ανακληθεί όταν μια συμφωνία επικαλύπτει, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, ισχύουσα συμφωνία της Ένωσης με την εν λόγω τρίτη χώρα και αυτή η συγκεκριμένη επικάλυψη δεν ρυθμίζεται στην τελευταία συμφωνία. Για παράδειγμα, γίνεται αναφορά σε σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ένωση συνάπτει συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με τρίτη χώρα με παρόμοιες επενδυτικές διατάξεις και έξι κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη σε ισχύουσα επενδυτική συμφωνία με παρόμοιες διατάξεις. Αν η συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και τρίτης χώρας δεν προβλέπει την αντικατάσταση των έξι συμφωνιών των κρατών μελών με την τρίτη χώρα, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 6. Η Επιτροπή έχει καθορίσει, σε ανακοίνωση που ενέκρινε παράλληλα με την παρούσα πρόταση, τις απόψεις της για τη διεθνή πολιτική επενδύσεων που προτίθεται να ακολουθήσει, περιλαμβάνοντας τις χώρες με τις οποίες σκοπεύει, σε ένα αρχικό στάδιο, να διαπραγματευτεί επενδυτικές συμφωνίες. Τέλος, η έγκριση μιας ή περισσότερων συμφωνιών μπορεί να ανακληθεί όταν η συμφωνία υπονομεύει τις πολιτικές της Ένωσης όσον αφορά τις επενδύσεις, περιλαμβάνοντας ιδίως την κοινή εμπορική πολιτική (π.χ. όταν η ύπαρξη συμφωνιών υπονομεύει την επιθυμία μιας τρίτης χώρας να διαπραγματευτεί με την Ένωση), ή όταν το Συμβούλιο δεν έχει λάβει απόφαση για την έγκριση έναρξης διαπραγματεύσεων για επενδύσεις μέσα σε ένα χρόνο από την υποβολή σύστασης της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Το άρθρο 6 προβλέπει διαβούλευση μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους/των οικείων κρατών μελών κατά την οποία εξετάζονται οι ανησυχίες που μπορεί να οδηγήσουν σε πιθανή ανάκληση της έγκρισης.

Το κεφάλαιο ΙΙΙ προβλέπει την τροποποίηση των υπαρχουσών συμφωνιών και τη σύναψη νέων. Το πλαίσιο της προτεινόμενης διαδικασίας βασίζεται στο μηχανισμό εξουσιοδότησης που θεσπίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 662/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τη θέσπιση διαδικασίας για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνιών μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών για ιδιαίτερα θέματα που αφορούν το εφαρμοστέο δίκαιο σε συμβατικές και εξωσυμβατικές ενοχές και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 664/2009 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 2009, για τη θέσπιση διαδικασίας για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνιών ανάμεσα σε κράτη μέλη και τρίτες χώρες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση δικαστικών και άλλων αποφάσεων σε υποθέσεις γαμικών διαφορών, ζητήματα γονικής μέριμνας και ζητήματα που συνδέονται προς υποχρεώσεις διατροφής, καθώς και το εφαρμοστέο δίκαιο σε υποθέσεις υποχρεώσεων διατροφής[3] .

Το άρθρο 7 προβλέπει το γενικό πλαίσιο βάσει του οποίου τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν ή να τροποποιούν διμερείς επενδυτικές συμφωνίες.

Το άρθρο 8 απαιτεί να κοινοποιείται στην Επιτροπή η πρόθεση ενός κράτους μέλους να τροποποιήσει μια υπάρχουσα ή να συνάψει νέα διμερή συμφωνία με τρίτη χώρα. Τα κράτη μέλη οφείλουν να προσκομίζουν κάθε σχετική τεκμηρίωση που αφορά την επαναδιαπραγμάτευση ή τη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας, η οποία μπορεί να τίθεται στη διάθεση άλλων κρατών μελών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εφόσον τηρούνται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας.

Στο άρθρο 9 αναφέρονται λεπτομερώς οι ουσιαστικοί λόγοι βάσει των οποίων η Επιτροπή δεν εγκρίνει την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων των κρατών μελών ένας από τους οποίους είναι ότι η πρωτοβουλία ενός κράτους μέλους θα μπορούσε να υπονομεύσει τους στόχους των διαπραγματεύσεων της ΕΕ ή την πολιτική της ΕΕ. Η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει ένα κράτος μέλος να περιλάβει σε διαπραγμάτευση κατάλληλες ρήτρες, για παράδειγμα, όσον αφορά α) την καταγγελία της συμφωνίας στην περίπτωση σύναψης μεταγενέστερης συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης ή της Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός και της ίδιας τρίτης χώρας αφετέρου (βλέπε για παράδειγμα τις ρήτρες καταγγελίας ή αντικατάστασης που ορίζονται στον κανονισμό 662/2009 άρθρο 5, β) τις διατάξεις μεταφοράς ή γ) τη μεταχείριση του πλέον ευνοούμενου έθνους προκειμένου να εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση όλων των επενδυτών της ΕΕ στην οικεία τρίτη χώρα.

Το άρθρο 10 απαιτεί τα κράτη μέλη να ενημερώνουν την Επιτροπή για διαπραγματεύσεις ή επαναδιαπραγματεύσεις που έχουν εγκρίνει. Επιπλέον, η Επιτροπή δύναται να συμμετάσχει ως παρατηρητής στις διαπραγματεύσεις για επενδύσεις που διεξάγονται μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας με σκοπό τη διασφάλιση απόλυτης διαφάνειας και τη συνέπεια με τις ενωσιακές πολιτικές για τις επενδύσεις.

Το άρθρο 11 αφορά το τέλος της διαπραγματευτικής διαδικασίας και προβλέπει τη διαδικασία και τους όρους κάτω από τους οποίους μπορεί να επιτραπεί στα κράτη μέλη να υπογράφουν και να συνάπτουν συμφωνίες. Μετά την κοινοποίηση της συμφωνίας, η οποία υποβάλλεται στην Επιτροπή πριν από την υπογραφή της, η Επιτροπή αξιολογεί αν η συμφωνία υπονομεύει επικείμενες ή εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για ενωσιακές επενδύσεις ή αντιβαίνει στις υποχρεώσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο μέρος τρίτο κεφάλαιο 4 του τίτλου V της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 12 προβλέπει την επανεξέταση των εγκρίσεων που γίνονται βάσει του κεφαλαίου ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού. Κατά την επανεξέταση των ποσοτικών και ποιοτικών πτυχών των διαπραγματεύσεων και των συμφωνιών που εγκρίθηκαν, η Επιτροπή θα αξιολογήσει αν είναι σκόπιμο να συνεχιστεί η εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου ΙΙΙ. Η έκθεση και τυχόν συστάσεις για τη διακοπή της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου ή για την τροποποίησή τους θα υποβληθούν το αργότερο πέντε χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού.

Στο κεφάλαιο IV ορίζονται ορισμένες απαιτήσεις όσον αφορά τη συμπεριφορά των κρατών μελών για συμφωνίες που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

Το άρθρο 13 απαιτεί τα κράτη μέλη να υποβάλλουν τις πληροφορίες για συνεδριάσεις που πραγματοποιούνται για τις συμφωνίες που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, τα κράτη μέλη οφείλουν να ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε αίτηση επίλυσης διαφορών που υποβάλλεται βάσει της συμφωνίας, αμέσως μόλις λάβουν γνώση για την αίτηση και να συνεργάζονται με την Επιτροπή όσον αφορά την ενεργοποίηση του μηχανισμού επίλυσης διαφορών – που επιτρέπεται να ενεργοποιήσουν κατά τρίτης χώρας που είναι συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας – ή τους μηχανισμούς διαβούλευσης βάσει συμφωνίας.

Το άρθρο 14 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αναφέρουν εάν περιλαμβάνονται πληροφορίες, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 11, οι οποίες πρέπει να θεωρούνται εμπιστευτικές και εάν αυτές μπορούν να τεθούν στη διάθεση άλλων κρατών μελών.

Το άρθρο 15 προβλέπει τη δημιουργία νέας επιτροπής η οποία θα επικουρεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη διαχείριση του κανονισμού και ορίζει τις διαδικασίες λειτουργίας της επιτροπής. Αυτή η διάταξη μπορεί να επανεξεταστεί για να είναι σύμφωνη με τον μελλοντικό κανονισμό που θα εκδοθεί βάσει του άρθρου 291 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τον έλεγχο άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[4]. Στην περίπτωση που εγκριθεί η παρούσα πρόταση πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού για τον έλεγχο άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει την αυτόματη επικαιροποίησή της για να παραπέμπει στον κανονισμό που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 291, κατ’εφαρμογή της προαναφερόμενης πρότασης[5].

Το άρθρο 16 προβλέπει ότι ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει 20 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του, γεγονός που σημαίνει ότι το κεφάλαιο ΙΙ εφαρμόζεται σε συμφωνίες που ίσχυαν πριν από αυτή την ημερομηνία.

4. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της ΕΕ.

2010/0197 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη θέσπιση μεταβατικών ρυθμίσεων στο πλαίσιο διμερών επενδυτικών συμφωνιών μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, οι άμεσες ξένες επενδύσεις περιλαμβάνονται στον κατάλογο των θεμάτων που εμπίπτουν στην κοινή εμπορική πολιτική. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «η Συνθήκη»), η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής. Συνεπώς, μόνο η Ένωση μπορεί να νομοθετεί και να εκδίδει νομικά δεσμευτικές πράξεις σε αυτόν τον τομέα. Τα κράτη μέλη έχουν την εν λόγω δυνατότητα μόνο εάν εξουσιοδοτούνται προς τούτο από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(2) Επιπλέον, στο μέρος τρίτο κεφάλαιο 4 του τίτλου IV της Συνθήκης ορίζονται οι κοινοί κανόνες για την κίνηση κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών, περιλαμβάνοντας τις κινήσεις κεφαλαίων που αφορούν επενδύσεις. Οι διεθνείς συμφωνίες που αφορούν ξένες επενδύσεις οι οποίες συνάπτονται από τα κράτη μέλη μπορούν να έχουν επίπτωση στους εν λόγω κανόνες.

(3) Κατά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, τα κράτη μέλη της Ένωσης διατήρησαν έναν σημαντικό αριθμό διμερών επενδυτικών συμφωνιών με τρίτες χώρες. Η Συνθήκη δεν περιέχει ρητές μεταβατικές διατάξεις για τέτοιου είδους συμφωνίες που έχουν πλέον περιέλθει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης. Επιπλέον, ορισμένες από αυτές τις συμφωνίες μπορεί να περιλαμβάνουν διατάξεις που αφορούν τους κοινούς κανόνες για τις κινήσεις κεφαλαίων, οι οποίοι ορίζονται στο μέρος τρίτο κεφάλαιο 4 του τίτλου IV της Συνθήκης.

(4) Αν και οι διμερείς συμφωνίες παραμένουν δεσμευτικές για τα κράτη μέλη βάσει του δημόσιου διεθνούς δικαίου και θα αντικατασταθούν προοδευτικά από μελλοντικές συμφωνίες της Ένωσης με το ίδιο θέμα, οι όροι για τη διατήρηση της ισχύος του και η σχέση τους με τις πολιτικές της Ένωσης για τις επενδύσεις, και ιδίως την κοινή εμπορική πολιτική, απαιτούν κατάλληλη διαχείριση. Αυτή η σχέση θα αναπτυχθεί περαιτέρω ενόσω η Ένωση θα ασκεί την αρμοδιότητά της.

(5) Προς όφελος των επενδυτών της ΕΕ και των επενδύσεών τους σε τρίτες χώρες και των κρατών μελών που υποδέχονται ξένους επενδυτές και επενδύσεις, πρέπει να παραμένουν σε ισχύ οι διμερείς συμφωνίες που προσδιορίζουν και εγγυώνται τους όρους των επενδύσεων.

(6) Ο παρών κανονισμός ορίζει τους όρους βάσει των οποίων τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να διατηρούν σε ισχύ τις διεθνείς επενδυτικές συμφωνίες ή να επιτρέπουν την έναρξη ισχύος τους.

(7) Ο παρών κανονισμός ορίζει τους όρους κάτω από τους οποίους τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούνται να τροποποιούν ή να συνάπτουν διεθνείς επενδυτικές συμφωνίες.

(8) Εφόσον η έγκριση για τη διατήρηση, την τροποποίηση ή τη σύναψη συμφωνιών που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό χορηγείται σε έναν τομέα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης, πρέπει να θεωρείται έκτακτο μέτρο. Η έγκριση χορηγείται με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 258 της Συνθήκης όσον αφορά την παράλειψη των κρατών μελών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που έχουν βάσει των Συνθηκών εκτός από τις υποχρεώσεις που αφορούν τα ασυμβίβαστα που προκύπτουν από την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της.

(9) Τα κράτη μέλη απαιτείται[6] να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την άρση των τυχόν ασυμβίβαστων που υφίστανται μεταξύ του κοινοτικού κεκτημένου και διμερών επενδυτικών συνθηκών που συνάπτονται μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.

(10) Η Επιτροπή πρέπει να μπορεί να ανακαλεί την έγκριση όταν μια συμφωνία αντιβαίνει στη νομοθεσία της Ένωσης εκτός από το ασυμβίβαστο που προκύπτει από την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της. Η έγκριση μπορεί επίσης να ανακληθεί αν μια ισχύουσα συμφωνία της Ένωσης με τρίτη χώρα περιέχει επενδυτικές διατάξεις παρόμοιες με τις διατάξεις της συμφωνίας του κράτους μέλους. Για να διασφαλιστεί ότι οι συμφωνίες αυτές των κρατών μελών δεν υπονομεύουν την ανάπτυξη και εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης όσον αφορά τις επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των αυτόνομων μέτρων της κοινής εμπορικής πολιτικής, η έγκριση μπορεί να ανακαλείται. Τέλος, σε περίπτωση που το Συμβούλιο λάβει απόφαση για την έγκριση έναρξης διαπραγματεύσεων για τις επενδύσεις μέσα σε ένα χρόνο από την υποβολή της σύστασης από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 3 της Συνθήκης, υπάρχει η δυνατότητα ανάκλησης της έγκρισης.

(11) Η έγκριση για την τροποποίηση ή τη σύναψη συμφωνιών που προβλέπονται βάσει του παρόντος κανονισμού επιτρέπει κυρίως στα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τυχόν ασυμβίβαστα μεταξύ των διεθνών επενδυτικών συμφωνιών και της νομοθεσίας της Ένωσης, εκτός από τα ασυμβίβαστα που προκύπτουν από την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της που εξετάζει ο παρών κανονισμός.

(12) Το αργότερο πέντε χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση αυτή, μεταξύ άλλων επανεξετάζει την ανάγκη για τη συνέχιση της εφαρμογής αυτών των κεφαλαίων. Εάν η έκθεση συστήνει τη διακοπή της εφαρμογής των διατάξεων αυτών των κεφαλαίων ή αν προτείνει την τροποποίηση αυτών των διατάξεων, πρέπει να συνοδεύεται από κατάλληλη νομοθετική πρόταση. Αν δεν αντικατασταθούν από επενδυτική συμφωνία της Ένωσης ή δεν καταγγλθούν με άλλο τρόπο, οι διμερείς συμφωνίες που συνάπτονται από τα κράτη μέλη με τρίτες χώρες εξακολουθούν να είναι δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη βάσει του δημόσιου διεθνούς δικαίου.

(13) Οι συμφωνίες που εγκρίνονται βάσει του παρόντος κανονισμού ή οι εγκρίσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων για την τροποποίηση υπάρχουσας ή για τη σύναψη νέας διμερούς συμφωνίας με τρίτη χώρα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν εμπόδιο στην εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης στον τομέα των επενδύσεων, ιδίως της κοινής εμπορικής πολιτικής.

(14) Tο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή πρέπει να διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε πληροφορία χαρακτηρίζεται εμπιστευτική υφίσταται την ανάλογη μεταχείριση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής[7].

(15) Οι επενδυτικές συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών δεν πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(16) Είναι αναγκαίο να προβλεφθούν ορισμένες ρυθμίσεις για να εξασφαλιστεί ότι οι συμφωνίες που διατηρούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό παραμένουν λειτουργικές συμπεριλαμβανομένης της επίλυσης διαφορών, ενώ παράλληλα τηρείται η αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης.

(17) Τα αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού μέτρα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[8].

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός ορίζει τους όρους, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία βάσει της οποίας τα κράτη μέλη λαμβάνουν την έγκριση να διατηρήσουν σε ισχύ, να τροποποιήσουν ή να συνάψουν διμερείς επενδυτικές συμφωνίες με τρίτες χώρες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Έγκριση για τη διατήρηση διατηρηθούν σε ισχύ των συμφωνιών

Άρθρο 2

Κοινοποίηση στην Επιτροπή

Μέσα σε τριάντα ημέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή όλες τις διμερείς επενδυτικές συμφωνίες που έχουν συνάψει με τρίτες χώρες πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού τις οποίες είτε επιθυμούν να διατηρήσουν σε ισχύ είτε να θέσουν σε ισχύ, σύμφωνα με αυτό το κεφάλαιο. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει αντίγραφο αυτών των διμερών συμφωνιών.

Άρθρο 3

Έγκριση της διατήρησης σε ισχύ των συμφωνιών

Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Ένωσης όσον αφορά τις επενδύσεις και των λοιπών υποχρεώσεων των κρατών μελών βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν την έγκριση, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της Συνθήκης, να διατηρήσουν σε ισχύ διμερείς επενδυτικές συμφωνίες που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 4

Δημοσίευση

1. Κάθε δώδεκα μήνες η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατάλογο των συμφωνιών που κοινοποιούνται βάσει του άρθρου 2 ή του άρθρου 11 παράγραφος 7.

2. Ο κατάλογος των συμφωνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δημοσιεύεται για πρώτη φορά το αργότερο τρεις μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας για τις κοινοποιήσεις βάσει του άρθρου 2.

Άρθρο 5

Επανεξέταση

1. Η Επιτροπή επανεξετάζει τις συμφωνίες που κοινοποιούνται βάσει του άρθρου 2 και αξιολογεί, ειδικότερα, αν οι συμφωνίες:

α) αντιβαίνουν στη νομοθεσία της Ένωσης εκτός από το ασυμβίβαστο που προκύπτει από την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, ή

β) επικαλύπτουν, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, ισχύουσα συμφωνία της Ένωσης με την εν λόγω τρίτη χώρα και αυτή η συγκεκριμένη επικάλυψη δεν ρυθμίζεται στην τελευταία συμφωνία, ή

γ) αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη και εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης όσον αφορά τις επενδύσεις, περιλαμβάνοντας ιδίως την κοινή εμπορική πολιτική.

2. Ενδέχεται να πραγματοποιηθεί διαβούλευση μεταξύ της Επιτροπής και του κοινοποιούντος κράτους μέλους, είτε κατόπιν αίτησης του κράτους μέλους είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής για να διευκολυνθεί η επανεξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3. Το αργότερο πέντε χρόνια από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου προκειμένου να επανεξεταστεί αν υπάρχει ανάγκη να συνεχιστεί να εφαρμόζεται το κεφάλαιο αυτό, με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4. Σε περίπτωση που η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 συστήνει τη διακοπή της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου ή την τροποποίησή τους, συνοδεύεται από κατάλληλη νομοθετική πρόταση.

Άρθρο 6

Ανάκληση της έγκρισης

1. Η έγκριση που προβλέπεται στο άρθρο 3 μπορεί να ανακληθεί όταν μια συμφωνία:

α) αντιβαίνει στη νομοθεσία της Ένωσης εκτός από το ασυμβίβαστο που προκύπτει από την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, ή

β) επικαλύπτει, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, ισχύουσα συμφωνία της Ένωσης με την εν λόγω τρίτη χώρα και αυτή η συγκεκριμένη επικάλυψη δεν ρυθμίζεται στην τελευταία συμφωνία, ή

γ) αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη και εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης για τις επενδύσεις, ιδίως της κοινής εμπορικής πολιτικής, ή

δ) το Συμβούλιο δεν έχει λάβει απόφαση για την έγκριση έναρξης διαπραγματεύσεων για συμφωνία που επικαλύπτει, μερικώς ή εξ ολοκλήρου, τη συμφωνία που κοινοποιείται βάσει του άρθρου 2, μέσα σε ένα χρόνο από την υποβολή σύστασης της Επιτροπής βάσει του άρθρου 218 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

2. Όταν η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχουν λόγοι να ανακληθεί η έγκριση που προβλέπεται στο άρθρο 3, εγκρίνει αιτιολογημένη γνώμη στο οικείο κράτος μέλος για τα απαραίτητα μέτρα που πρέπει να λάβει για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και των οικείων κρατών μελών.

3. Όταν οι διαβουλεύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν τελεσφορήσουν, η Επιτροπή ανακαλεί την έγκριση για την εν λόγω συμφωνία. Η Επιτροπή αποφασίζει την ανάκληση της έγκρισης σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2. Περιλαμβάνει απαίτηση το κράτος μέλος να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και, κατά περίπτωση να καταγγείλει την οικεία συμφωνία.

4. Όταν ανακαλείται μια έγκριση, η Επιτροπή διαγράφει τη συμφωνία από τον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Έγκριση για την τροποποίηση ή τη σύναψη συμφωνιών

Άρθρο 7

Έγκριση για την τροποποίηση ή τη σύναψη συμφωνιών

Με την επιφύλαξη των όρων που ορίζονται στα άρθρα 8 έως 12, ένα κράτος μέλος λαμβάνει έγκριση να αρχίσει διαπραγματεύσεις για την τροποποίηση υπάρχουσας ή για τη σύναψη νέας επενδυτικής συμφωνίας με τρίτη χώρα.

Άρθρο 8

Κοινοποίηση στην Επιτροπή

1. Όταν ένα κράτος μέλος σκοπεύει να διεξαγάγει διαπραγματεύσεις με τρίτη χώρα με σκοπό την τροποποίηση υφιστάμενης ή τη σύναψη νέας συμφωνίας, κοινοποιεί εγγράφως την πρόθεσή του στην Επιτροπή.

2. Στην κοινοποίηση περιλαμβάνεται σχετική τεκμηρίωση και αναφορά των διατάξεων που πρόκειται να συζητηθούν στις διαπραγματεύσεις, οι στόχοι των διαπραγματεύσεων καθώς και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές πληροφορίες. Στην περίπτωση τροποποιήσεων της υπάρχουσας συμφωνίας, η κοινοποίηση αναφέρει τις διατάξεις που θα επαναδιαπραγματευτούν.

3. Η Επιτροπή θέτει την κοινοποίηση και, κατόπιν αιτήσεως, τα συνοδευτικά έγγραφα στη διάθεση άλλων κρατών μελών, εφόσον τηρούνται οι απαιτήσεις για εμπιστευτικότητα που ορίζονται στο άρθρο 14.

4. Η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διαβιβάζεται τουλάχιστον πέντε ημερολογιακές μέρες πριν από την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων με την τρίτη χώρα.

5. Όταν οι πληροφορίες που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη δεν είναι επαρκείς για τους σκοπούς της έγκρισης της έναρξης επίσημων διαπραγματεύσεων σύμφωνα με το άρθρο 9, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες.

Άρθρο 9

Έγκριση για την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων

1. Η Επιτροπή εγκρίνει την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων, εκτός αν καταλήξει ότι η έναρξη διαπραγματεύσεων:

α) αντιβαίνει στη νομοθεσία της Ένωσης εκτός από το ασυμβίβαστο που προκύπτει από την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, ή

β) υπονομεύει τους στόχους των διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη ή επίκεινται μεταξύ της Ένωσης και της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας, ή

γ) αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη και εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης για τις επενδύσεις, και ιδίως την κοινή εμπορική πολιτική.

2. Στο πλαίσιο της έγκρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το κράτος μέλος να περιλάβει στη διαπραγμάτευση κατάλληλες ρήτρες.

3. Οι αποφάσεις για την έγκριση που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2. Η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της μέσα σε 90 ημέρες από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 8. Όταν χρειάζονται συμπληρωματικές πληροφορίες για τη λήψη της απόφασης, η προθεσμία των 90 ημερών αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία παραλαβής των συμπληρωματικών πληροφοριών.

Άρθρο 10

Συμμετοχή της Επιτροπής στις διαπραγματεύσεις

Η Επιτροπή ενημερώνεται για την πρόοδο και τα αποτελέσματα σε όλα τα διάφορα στάδια των διαπραγματεύσεων και μπορεί να ζητήσει να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για τις επενδύσεις που διεξάγονται μεταξύ του κράτους μέλους και της τρίτης χώρας.

Άρθρο 11

Έγκριση για την υπογραφή και σύναψη συμφωνίας

1. Πριν από την υπογραφή της συμφωνίας, το οικείο κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή για την έκβαση των διαπραγματεύσεων και της διαβιβάζει το κείμενο της συμφωνίας.

2. Η υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει συμφωνίες για τις οποίες έχουν γίνει διαπραγματεύσεις πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού αλλά δεν συνάφθηκαν και, επομένως, δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 2.

3. Μόλις λάβει μια κοινοποίηση, η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον η συμφωνία που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις:

α) αντιβαίνει στη νομοθεσία της Ένωσης με εξαίρεση το ασυμβίβαστο που προκύπτει από την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, ή

β) υπονομεύει τους στόχους των διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη ή επίκεινται μεταξύ της Ένωσης και της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας, ή

γ) αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη και εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης για τις επενδύσεις, και ιδίως την κοινή εμπορική πολιτική, ή

δ) είναι αντίθετη με την απαίτηση του άρθρου 9 παράγραφος 2, κατά περίπτωση.

4. Αν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3, δεν επιτρέπεται στο κράτος μέλος να υπογράψει και να συνάψει τη συμφωνία.

5. Αν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3, επιτρέπεται στο κράτος μέλος να υπογράψει και να συνάψει τη συμφωνία.

6. Οι αποφάσεις που βασίζονται στις παραγράφους 4 και 5 θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2. Η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της μέσα σε 90 ημέρες από την κοινοποίηση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2. Όταν χρειάζονται συμπληρωματικές πληροφορίες για τη λήψη της απόφασης, η προθεσμία των 90 ημερών αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία παραλαβής των συμπληρωματικών πληροφοριών.

7. Όταν έχει χορηγηθεί έγκριση σύμφωνα με την παράγραφο 5, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τη σύναψη και την έναρξη ισχύος της συμφωνίας.

Άρθρο 12

Επανεξέταση

1. Το αργότερο πέντε χρόνια από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου προκειμένου να επανεξεταστεί αν συντρέχει λόγος για τη συνέχιση της εφαρμογής του.

2. Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει επισκόπηση των εγκρίσεων που ζητούνται και χορηγούνται βάσει του παρόντος κεφαλαίου.

3. Όταν η έκθεση που αναφέρεται στη παράγραφο 1 συστήνει διακοπή της εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου ή τροποποίηση των διατάξεών του, τότε συνοδεύεται από κατάλληλη νομοθετική πρόταση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 13

Συμπεριφορά των κρατών μελών όσον αφορά τις συμφωνίες με τρίτη χώρα

1. Για όλες τις συμφωνίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, το οικείο κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για όλες τις συνεδριάσεις που πραγματοποιούνται βάσει των διατάξεων της συμφωνίας. Η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της την ημερήσια διάταξη και όλες τις σχετικές πληροφορίες που της επιτρέπουν να κατανοήσει τα ζητήματα προς συζήτηση. Η Επιτροπή μπορεί να ζητά επιπλέον πληροφορίες από τα κράτη μέλη. Όταν ένα ζήτημα προς συζήτηση μπορεί να επηρεάσει την εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης σχετικά με τις επενδύσεις, και ιδίως την κοινή εμπορική πολιτική, η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει το οικείο κράτος μέλος να λάβει μια συγκεκριμένη θέση.

2. Για όλες τις συμφωνίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, το οικείο κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για τυχόν ισχυρισμούς ότι ένα συγκεκριμένο μέτρο δεν συνάδει με τη συμφωνία. Το κράτος μέλος ενημερώνει επίσης αμέσως την Επιτροπή για κάθε αίτηση για επίλυση διαφορών που υποβάλλεται βάσει της συμφωνίας, αμέσως μόλις το κράτος μέλος λάβει γνώση για την αίτηση. Το κράτος μέλος και η Επιτροπή συνεργάζονται πλήρως και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν αποτελεσματική άμυνα, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τη συμμετοχή της Επιτροπής στη διαδικασία.

3. Για όλες τις συμφωνίες που εμπίπτουν στο πεδίο του παρόντος κανονισμού, το οικείο κράτος μέλος επιδιώκει τη συμφωνία της Επιτροπής πριν ενεργοποιήσει τους σχετικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών που περιλαμβάνονται στη συμφωνία και ενεργοποιεί αυτούς τους μηχανισμούς, κατόπιν αίτησης της Επιτροπής. Οι εν λόγω μηχανισμοί περιλαμβάνουν διαβουλεύσεις με το αντισυμβαλλόμενο μέρος και επίλυση διαφορών όταν προβλέπεται στη συμφωνία. Το κράτος μέλος και η Επιτροπή συνεργάζονται πλήρως όσον αφορά την εκτέλεση των διαδικασιών στο πλαίσιο σχετικών μηχανισμών, οι οποίοι μπορεί να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, τη συμμετοχή της Επιτροπής στις σχετικές διαδικασίες.

Άρθρο 14

Εμπιστευτικότητα

Κατά την κοινοποίηση των διαπραγματεύσεων και του αποτέλεσματός τους προς την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στα άρθρα 8 και 11, τα κράτη μέλη αναφέρουν εάν περιλαμβάνονται πληροφορίες οι οποίες πρέπει να θεωρούνται εμπιστευτικές και εάν αυτές μπορούν να τεθούν στη διάθεση άλλων κρατών μελών.

Άρθρο 15

Επιτροπή

1. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικουρείται από τη συμβουλευτική επιτροπή για τη διαχείριση μεταβατικών ρυθμίσεων στον τομέα των διεθνών επενδυτικών συμφωνιών.

2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Άρθρο 16

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, […]

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

[1] Απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1961 του Συμβουλίου περί τυποποίησης της διάρκειας των εμπορικών συμφωνιών με τρίτες χώρες και απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1969 του Συμβουλίου περί της προοδευτικής ενοποιήσεως των συμφωνιών που αφορούν εμπορικές σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών και περί της διαπραγματεύσεως των κοινοτικών συμφωνιών.

[2] Για πρόσφατη νομολογία, βλέπε τις αποφάσεις C-205/06 και C-249/06 της 3ης Μαρτίου 2009 και την απόφαση C-118/07 της 19ης Νοεμβρίου 2009, όπου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπίστωσε ότι οι ειδικές διατάξεις των διμερών επενδυτικών συμφωνιών που σύναψαν η Αυστρία, η Σουηδία και η Φινλανδία ήταν ασύμβατες με τη συνθήκη ΕΚ και ότι τα οικεία κράτη μέλη δεν είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την άρση αυτού του ασυμβίβαστου. Οι ίδιες ή παρόμοιες ρήτρες υπάρχουν σε άλλες συμφωνίες που συνάφθηκαν είτε πριν είτε μετά την προσχώρηση στην Ένωση. Στις αποφάσεις του, το Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να αναλάβει ρόλο ρυθμιστή για αυτά τα ζητήματα.

[3] ΕΕ L 200/52 της 31ης Ιουλίου 2009, σ. 25 και σ. 46.

[4] Βλέπε πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κανόνων και των γενικών αρχών σχετικά με τους μηχανισμούς ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή, COM(2010) 83 τελικό της 9ης Μαρτίου 2010.

[5] Βλέπε άρθρο 10 της προαναφερόμενης πρότασης της Επιτροπής.

[6] Για πρόσφατη νομολογία βλέπε αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις υποθέσεις C-205/06, Επιτροπή κατά Αυστρίας , C-249/06, Επιτροπή κατά Σουηδίας και C-118/07, Επιτροπή κατά Φινλανδίας

[7] ΕΕ L 145 της 31.05.2001, σ. 43.

[8] ΕΕ L 184 της 17.07.1999, σ. 23.

Top