EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008IE1662

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Καταπολέμηση της απάτης και της παραχάραξης των μέσων πληρωμής εκτός των μετρητών

OJ C 100, 30.4.2009, p. 22–27 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

30.4.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 100/22


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Καταπολέμηση της απάτης και της παραχάραξης των μέσων πληρωμής εκτός των μετρητών»

2009/C 100/04

Στις 17 Ιανουαρίου 2008 και σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, του Εσωτερικού της Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα την:

Καταπολέμηση της απάτης και της παραχάραξης των μέσων πληρωμής εκτός των μετρητών.

Το ειδικευμένο τμήμα Ενιαίας Αγοράς, Παραγωγής και Κατανάλωσης, στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των εργασιών της ΕΟΚΕ επί του θέματος, εκπόνησε τη γνωμοδότησή του την 1η Οκτωβρίου 2008, με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. IOZIA.

Κατά την 448η σύνοδο της ολομέλειάς της, της 21ης, 22ας και 23ης Οκτωβρίου 2008 (συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου 2008), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε ομόφωνα την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.   Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εκφράζει την λύπη της που οι έως τώρα ληφθείσες πρωτοβουλίες για την πρόληψη και καταπολέμηση της απάτης και της παραχάραξης των μέσων πληρωμής εκτός των μετρητών δεν αποδείχθηκαν επαρκείς για την παρεμπόδιση της εξάπλωσης του φαινομένου. Όπως έχει ήδη υπογραμμίσει η Επιτροπή στο Σχέδιο δράσης 2004-2007, παρότι το κοινοτικό νομικό πλαίσιο βελτιώνεται και ενισχύεται, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ιδιωτικών και δημοσίων φορέων δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί πλήρως, όπως και η ενεργή συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών.

1.2.   Το κύριο εμπόδιο στην επίτευξη μιας αποτελεσματικής εφαρμογής ενός προληπτικού συστήματος καταπολέμησης της απάτης είναι κατά την Επιτροπή η δυσκολία ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με όσους διαπράττουν ή κινδυνεύουν από απάτες στο εσωτερικό της Ένωσης. Για τη διασφάλιση αποτελεσματικής προληπτικής δράσης, φαίνεται αναγκαία η αύξηση των μορφών ανταλλαγής πληροφοριών για άτομα που έχουν διαπράξει απάτη, μέσω της βελτίωσης των διαύλων συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών.

1.3.   Έτερο φραγμό στην αποτελεσματική δράση καταπολέμησης της απάτης αποτελεί η ανομοιογένεια της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση ανακριτικών εξουσιών από τις επιμέρους εθνικές αρχές, καθώς και τα διαφορετικής εντάσεως κατασταλτικά μέτρα. Η ανάγκη ενεργού προσέγγισης των εθνικών νομοθεσιών αποτελεί, συνεπώς, την κύρια κατευθυντήρια γραμμή προς την αποτελεσματική αναχαίτιση της απάτης στον κλάδο, που αποτελεί ένα τυπικά διεθνές εγκληματικό φαινόμενο.

1.4.   Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει, κατά συνέπεια, να βελτιώσει τη στρατηγική καταπολέμησης της απάτης και της πλαστογραφίας των μέσων πληρωμής μέσω πολυάριθμων μέτρων. Γι' αυτό, είναι απαραίτητο:

να αναπτυχθούν οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων,

να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών,

να εναρμονιστούν οι εθνικές νομοθεσίες σε ό,τι αφορά την πρόληψη και την καταστολή, με ιδιαίτερη προσοχή στις διατάξεις που διέπουν την προστασία των δεδομένων στο εσωτερικό της ΕΕ ώστε να καταστεί δυνατή η διασυνοριακή ανταλλαγή πληροφοριών,

να δημιουργηθεί σε κάθε αρμόδια εθνική αρχή ένα μηχανογραφημένο αρχείο με πληροφορίες για συμπτωματικά στοιχεία κινδύνων απάτης,

να ανατεθούν στη Europol καθήκοντα εποπτείας της δράσης πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης, καθώς και ο συντονισμός των διαθέσιμων βάσεων πληροφοριών,

να πραγματοποιηθούν σε ευρεία κλίμακα στοχοθετημένες εκστρατείες ενημέρωσης υπό την αιγίδα των ενώσεων των καταναλωτών, προκειμένου η προσοχή των χρηστών να εστιαστεί στους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με τη χρήση μέσων πληρωμής εκτός των μετρητών, με στόχο την επίτευξη μιας συνειδητής συμμετοχής για μια πιο αποτελεσματική και έγκαιρη δράση για την καταπολέμηση της απάτης.

2.   Η διάδοση των μέσων πληρωμής εκτός των μετρητών και της απάτης που σχετίζεται με αυτά

2.1.   Το τρέχον επίπεδο ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας χαρακτηρίζεται από την αξιοσημείωτη διάδοση των μέσων πληρωμής χωρίς μετρητά, που συνίστανται στις πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες και στις ηλεκτρονικές πληρωμές. Οι συναλλαγές που εκτελούνται μέσω ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής αντιπροσωπεύουν ένα αυξανόμενο, κατ' όγκο και κατ' αξία, μέρος των εθνικών και διασυνοριακών πληρωμών, με προοπτική περαιτέρω αύξησης δεδομένης της συνεχούς εξέλιξης των αγορών και της τεχνολογικής προόδου των ηλεκτρονικών συστημάτων πληρωμών.

2.2.   Η ανάγκη διασφάλισης της ανάπτυξης των μέσων πληρωμής εκτός των μετρητών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνδέεται με τη διαδικασία απελευθέρωσης της κυκλοφορίας κεφαλαίου και με την υλοποίηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Η σύγχρονη οικονομία, βασισμένη στην τεχνολογία, δεν μπορεί να στερείται ενός αποτελεσματικού συστήματος πληρωμών, καθώς μέσω της άμεσης θετικής του επίδρασης στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου ενισχύει τη συνολική δυναμικότητα του οικονομικού συστήματος. Έχει διαπιστωθεί, πράγματι, ότι τα ηλεκτρονικά συστήματα πληρωμής τονώνουν τις καταναλωτικές δαπάνες και την οικονομική ανάπτυξη, καθώς διευκολύνουν την απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών. Υπολογίζεται ότι, κάθε χρόνο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκτελούνται 231 δισεκατομμύρια συναλλαγών (τοις μετρητοίς ή όχι), με συνολική αξία 52 000 δισεκατομμυρίων Ευρώ.

2.2.1.   Εκτός αυτού, τα τελευταία χρόνια έχει καταγραφεί, σε παγκόσμιο επίπεδο, μια αύξηση της διάδοσης των μέσων πληρωμής χωρίς μετρητά. Συγκεκριμένα, το έτος 2004, ο αριθμός των κατά κεφαλήν συναλλαγών με χρήση μέσων πληρωμής εκτός των μετρητών ανέρχεται σε 142 (εκ των οποίων 32,3 με κάρτες πληρωμής) στην Ευρωπαϊκή Ένωση (των 25 Κρατών Μελών), σε 150 (εκ των οποίων 28,3 με κάρτες πληρωμής) στα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ και σε 298 (εκ των οποίων 47,5 με κάρτες πληρωμής) στις ΗΠΑ. Το έτος 2006, οι ίδιοι δείκτες ανέρχονται σε 158 (εκ των οποίων 55,2 με κάρτες πληρωμής) στην Ευρωπαϊκή Ένωση (των 25 κρατών μελών), σε 166 (εκ των οποίων 50,5 με κάρτες πληρωμής) στα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ και σε 300 (εκ των οποίων 145,1 με κάρτες πληρωμής) στις ΗΠΑ. Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι χώρες που το 2006 εμφάνισαν τις περισσότερες κατά κεφαλή συναλλαγές με χρήση μέσων πληρωμής εκτός των μετρητών είναι η Φινλανδία, με 294 συναλλαγές εκ των οποίων 153,9 με κάρτες πληρωμής, ακολουθούμενη από τις Κάτω Χώρες με 257 συναλλαγές εκ των οποίων 103,2 με κάρτες πληρωμής και το Ηνωμένο Βασίλειο με 239 συναλλαγές εκ των οποίων 111,4 με κάρτες πληρωμής (1).

2.2.2.   Το 2006, η Ισπανία ήταν το κράτος με το μεγαλύτερο αριθμό τερματικών POS (Σημείων Πώλησης), ίσο προς 1 291 000, με 1 276 συναλλαγές ανά τερματικό, μέσου ύψους 52 ευρώ, ακολουθούμενη από τη Γαλλία, στην οποία υπάρχουν εγκατεστημένα 1 142 000 τερματικά, με 4 938 συναλλαγές ανά τερματικό, μέσου ύψους 51 ευρώ και από την Ιταλία με 1 117 000 τερματικά, με 690 συναλλαγές ανά τερματικό, μέσου ύψους 93 ευρώ. Η ευρωπαϊκή χώρα στην οποία εκτελείται ο μεγαλύτερος αριθμός συναλλαγών ανά τερματικό POS είναι η Φινλανδία, με 7 799 συναλλαγές με μέση αξία 35 ευρώ, ενώ υπάρχουν εγκατεστημένα 105 000 τερματικά. Επίσης, η Ιρλανδία είναι η χώρα με την υψηλότερη μέση αξία συναλλαγής με πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες (94 ευρώ), ενώ υπάρχουν εγκατεστημένα 53 000 τερματικά POS (2).

2.2.3.   Η ύπαρξη ενός εναρμονισμένου ρυθμιστικού πλαισίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα επιτρέψει στους φορείς παροχής υπηρεσιών να εξορθολογήσουν τις υποδομές και τις υπηρεσίες πληρωμής και στους καταναλωτές να απολαύουν μεγαλύτερου εύρους επιλογών και υψηλότερου επιπέδου προστασίας.

2.3.   Η δυνατότητα χρήσης τέτοιων μέσων πληρωμής σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου απαιτεί από αυτά αποτελεσματικότητα, ευκολία στη χρήση, ευρεία αποδοχή, αξιοπιστία και διάθεση σε σχετικά χαμηλό κόστος. Καθώς το επίπεδο αποτελεσματικότητας εξαρτάται από την ασφάλειά τους, είναι αναγκαία η διασφάλιση του μεγίστου βαθμού οικονομικά βιώσιμης τεχνικής ασφαλείας. Η βελτίωση του βαθμού ασφαλείας μετράται σε σχέση με τα στατιστικά στοιχεία περί απάτης και με τον καθορισμό συγκεκριμένων παραμέτρων αναφοράς ως προς την ασφάλεια.

2.3.1.   Η διάδοση της απάτης επιδρά αρνητικά στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών έναντι των συστημάτων πληρωμής και θεωρείται ένας από τους κύριους φραγμούς στην επέκταση του ηλεκτρονικού εμπορίου. Μία επιπλέον συνέπεια της διάδοσης της απάτης είναι η σπίλωση της φήμης των επιχειρηματιών και η στρεβλή αντίληψη από την πλευρά των καταναλωτών ως προς το επίπεδο ασφαλείας της χρήσης μέσων πληρωμής.

2.4.   Οι διακρατικές απάτες είναι πιο συχνές από τις απάτες στο εσωτερικό μεμονωμένων χωρών, ιδίως στις συναλλαγές πληρωμής εξ αποστάσεως, και κυρίως μέσω του διαδικτύου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής (3), το 2000 το μέγεθος της απάτης που αφορούσε στις κάρτες πληρωμής έφτανε τα 600 εκατομμύρια ευρώ, που ισούται με περίπου το 0,07 % του κύκλου εργασιών του κλάδου των καρτών πληρωμής την εξετασθείσα περίοδο, με μεγαλύτερη αύξηση όσον αφορά στις εξ αποστάσεως πληρωμές (μέσω τηλεφώνου, ταχυδρομείου ή διαδικτύου). Νεώτερες έρευνες έδειξαν ότι, το έτος 2006, στην Ευρωπαϊκή Ένωση 500 000 εμπορικές επιχειρήσεις ενεπλάκησαν σε υποθέσεις απάτης κατά την πληρωμή χωρίς μετρητά, με 10 εκατομμύρια παράνομες συναλλαγές, που δημιούργησαν ζημία περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, ποσό σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο του 2005. Ειδικότερα, οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την απάτη ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Γερμανία.

2.5.   Η διάδοση και η διακρατική φύση της απάτης οδηγεί στην ανάγκη ανάπτυξης μιας συνεπούς πανευρωπαϊκής στρατηγικής πρόληψης, καθώς τα μεμονωμένα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί από τα Κράτη Μέλη, ανεξαρτήτως αποτελεσματικότητας, δεν είναι αρκετά για την καταπολέμηση της απειλής που αντιπροσωπεύει η απάτη με χρήση μέσων πληρωμής.

2.6.   Εξάλλου, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της αγοράς και να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη στις νέες τεχνολογίες, είναι απαραίτητο να ενταθούν οι προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ασφαλούς ηλεκτρονικής υπογραφής στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών που έχουν ήδη αναληφθεί με την οδηγία 99/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999. Εξάλλου η ηλεκτρονική υπογραφή είναι απαραίτητη για την εκκίνηση του σχεδίου «e-goverment». Το σχέδιο STORK, υπό την αιγίδα της ΕΕ, επιδιώκει να επιλύσει τα προβλήματα που συνδέονται με την διαλειτουργικότητα των συστημάτων.

2.7.   Η Επιτροπή τόνισε ότι οι απάτες κατά την πληρωμή χωρίς μετρητά, μέσω κλοπής ή πλαστογραφίας, διαπράττονται κυρίως από εγκληματικές οργανώσεις, που συχνά διαθέτουν σύνθετη δομή από ανθρώπους, λογιστικά μέσα και υποστηρικτικούς μηχανισμούς, λειτουργούν σε διασυνοριακή βάση και απολαμβάνουν προηγμένων τεχνικών για την διάπραξη απάτης κατά την πληρωμή μέσω διαδικτύου ή μέσω της παραχάραξης πιστωτικών καρτών. Τέτοιοι οργανισμοί μεταβάλλουν ταχύτατα το modus operandi τους ώστε να αποφύγουν τα αντίμετρα που λαμβάνονται εναντίον τους.

2.7.1.   Έρευνες οδήγησαν στη διαπίστωση ότι, στις πιο σύνθετες περιπτώσεις απάτης, οι οργανώσεις συνήθως λειτουργούν βάσει τυποποιημένων και ελεγχόμενων διαδικασιών, που ανάγονται στο ακόλουθο επιχειρησιακό μοντέλο:

εντοπισμός εμπορικών επιχειρήσεων, στο εσωτερικό των οποίων μέλη της οργάνωσης εισχωρούν παράνομα τη νύχτα ή παραμένουν εκεί σε κατάλληλες κρυψώνες, προκειμένου να εγκαταστήσουν στο εσωτερικό των συσκευών POS που συνδέονται με τα ταμεία — κατά τις ώρες που η επιχείρηση είναι κλειστή — σύνθετους ηλεκτρονικούς μηχανισμούς οι οποίοι υποκλέπτουν τους κωδικούς των μαγνητικών ταινιών των καρτών πληρωμής και τους αντίστοιχους κωδικούς PIN,

ακολούθως, ανάκτηση των δεδομένων που αποθηκεύθηκαν στους προαναφερθέντες ηλεκτρονικούς μηχανισμούς μέσω ηλεκτρονικής μετάδοσης με χρήση της τεχνολογίας GSM ή Bluetooth, προκειμένου να προχωρήσουν στη συνέχεια στην παρασκευή κλωνοποιημένων πλαστικών καρτών που φέρουν τους κωδικούς, συμπεριλαμβανομένου και του PIN, των καρτών πληρωμής,

χρήση, ακόμα και σε κράτη πέραν αυτών όπου έλαβε χώρα η κλωνοποίηση των κωδικών, των παρανόμως αναπαραχθεισών πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, για την απόκτηση αγαθών ή και την ανάληψη μετρητών από τις αυτόματες μηχανές των τραπεζών.

3.   Κοινοτικό νομικό πλαίσιο

3.1.   Λαμβάνοντας υπόψη το ότι ένας από τους κύριους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να διασφαλίζει την πλήρη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, της οποίας τα συστήματα πληρωμής είναι ουσιαστικό μέρος, έχουν ληφθεί παλαιόθεν συγκεκριμένα μέτρα με στόχο την υιοθέτηση κοινής στρατηγικής καταπολέμησης της απάτης που αφορά στις κάρτες πληρωμής, βάσει δύο κυρίων κατευθυντηρίων γραμμών:

εναρμόνιση των συμβατικών διατάξεων που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των εκδοτών και των κατόχων των καρτών, καθώς και όσων ρυθμίζουν τον τρόπο εκτέλεσης των πληρωμών,

πρόβλεψη από την πλευρά κάθε κράτους μέλους ότι οι απάτες που διαπράχθηκαν με κάρτες πληρωμής θεωρούνται ποινικά αδικήματα, επισείοντα αποτελεσματικές και αποτρεπτικές ποινές.

3.2.   Στην πρώτη κατεύθυνση εντάσσονται:

Η σύσταση της Επιτροπής 87/598/ΕΟΚ της 8ης Δεκεμβρίου 1987Σχέσεις μεταξύ χρηματοπιστωτικών οργανισμών, εμπόρων ή άλλων παρεχόντων υπηρεσίες και καταναλωτών, με την οποία καθιερώθηκε ένας ευρωπαϊκός κώδικας δεοντολογίας σε ζητήματα ηλεκτρονικών πληρωμών, με στόχο τη διασφάλιση της υιοθέτησης συστημάτων προστασίας των καταναλωτών,

Η σύσταση της Επιτροπής 88/590/ΕΟΚ της 17ης Νοεμβρίου 1988, που αφορούσε στις σχέσεις μεταξύ του κατόχου και του εκδότη της κάρτας, με την οποία οι φορείς παροχής μέσων πληρωμής εκλήθησαν να υιοθετήσουν κοινούς συμβατικούς όρους αναφορικά με την ασφάλεια του μέσου πληρωμής και των σχετικών δεδομένων και με τις υποχρεώσεις του κατόχου της κάρτας σε περίπτωση απώλειας, κλοπής ή παράνομης αναπαραγωγής του μέσου πληρωμής,

Η σύσταση της Επιτροπής 97/489/ΕΚ της 30ης Ιουλίου 1997, αποσκοπούσα στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών στον τομέα των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής. Συγκεκριμένα, η σύσταση προσδιορίζει τις πληροφορίες που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στη διαδικασία και τους συμβατικούς όρους αναφορικά με την έκδοση και χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής,

Η οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, με την οποία ρυθμίσθηκε περαιτέρω το σύστημα πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με την πρόβλεψη διατάξεων αναφορικά με τον περιορισμό της χρήσης μετρητών,

η Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, η οποία αποσκοπούσε στη διασφάλιση του συντονισμού των εθνικών διατάξεων σχετικά με τα προληπτικά μέτρα, την πρόσβαση των νέων φορέων παροχής υπηρεσιών πληρωμών στην αγορά, τις απαιτούμενες πληροφορίες και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των χρηστών και των φορέων παροχής υπηρεσιών πληρωμών.

3.3.   Αντιθέτως, στη δεύτερη κατεύθυνση, με δεδομένη την αύξηση της απάτης και το γεγονός ότι τα προληπτικά μέτρα ουσιαστικά εφαρμόσθηκαν σε εθνικό επίπεδο, εντάχθηκαν τα ακόλουθα μέτρα:

ανακοίνωση της Επιτροπής COM(1998) 395 Πλαίσιο δράσης για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας όσον αφορά στα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, με την οποία η Επιτροπή πρότεινε σειρά μέτρων με στόχο την προώθηση ενός επαρκώς ασφαλούς περιβάλλοντος για τα μέσα πληρωμής και τα σχετικά εργαλεία υποστήριξης,

απόφαση του Συμβουλίου 2000/642/ΔΕΥ της 17ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση ρυθμίσεων για τη συνεργασία μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών των κρατών μελών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών, η οποία έθεσε τις ελάχιστες προδιαγραφές συνεργασίας μεταξύ των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών των κοινοτικών χωρών,

ανακοίνωση της Επιτροπής COM(2001) 11, της 9ης Φεβρουαρίου 2001, Πρόληψη της απάτης και της πλαστογραφίας όσον αφορά τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, με την οποία η Επιτροπή εξέδωσε το Σχέδιο δράσης 2001-2003 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πρόληψη της απάτης. Στο σχέδιο τονίζεται πως η πρόληψη βασίζεται στη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων δημοσίων αρχών και των φορέων παροχής των συστημάτων πληρωμών. Σε αυτό το πλαίσιο, υπογραμμίσθηκε πως οι σημαντικότερες βελτιώσεις είναι όσες σχετίζονται με την υιοθέτηση τεχνικών μέσων που ενισχύουν την ασφάλεια πληρωμών, μεταξύ των οποίων η εισαγωγή καρτών με μικροεπεξεργαστή, μηχανισμοί έγκαιρης ειδοποίησης για την απώλεια ή κλοπή μέσων πληρωμής και η θέσπιση μηχανισμών (PIN ή άλλων κωδικών) για την αποτροπή ή τον μέγιστο δυνατό περιορισμό της δυνατότητας πραγματοποίησης απάτης,

η ανταλλαγή πληροφοριών θεωρείται ουσιαστικό σημείο μιας αποτελεσματικής στρατηγικής πρόληψης της απάτης, που πρέπει να λαμβάνει χώρα μεταξύ τραπεζών και δημοσίων αρχών στο εσωτερικό και μεταξύ των κρατών μελών. Προς αυτόν το σκοπό, το σχέδιο προέβλεπε τη θέσπιση διάταξης που θα αποσκοπούσε στην καθιέρωση διαρκούς διαλόγου μεταξύ όλων των φορέων που εμπλέκονται στην καταπολέμηση της απάτης (εκδότες πιστωτικών καρτών, τραπεζικές ενώσεις, διαχειριστές δικτύων, Europol, εθνικές αστυνομικές δυνάμεις). Εκτός αυτού, η Επιτροπή εισηγείτο τη διεξαγωγή διεθνών συναντήσεων, με τη συμμετοχή υψηλόβαθμων στελεχών των δυνάμεων της τάξης και δικαστικών, για να διευρυνθεί η γνώση του ζητήματος της απάτης κατά την πληρωμή και των επιπτώσεών της στα χρηματοπιστωτικά συστήματα,

απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου 2001/413/ΔΕΥ, της 28ης Μαΐου 2001, για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας που αφορούν τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών. Με αυτήν την Απόφαση-πλαίσιο, ζητήθηκε από κάθε κράτος μέλος να προβλέψει ποινικές κυρώσεις αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές, συμπεριλαμβανομένων και ποινών περιορισμού της ελευθερίας που μπορούν να οδηγήσουν έως και σε έκδοση, για απάτες με κάρτες πληρωμών που διεπράχθησαν αξιοποιώντας εργαλεία πληροφορικής, ηλεκτρονικά ή άλλα μέσα ειδικά προσαρμοσμένα, και οι οποίες συνίστανται:

στην κλοπή ή άλλη παράνομη κτήση ενός μέσου πληρωμής,

στην παραποίηση ή πλαστογράφηση μέσων πληρωμής με σκοπό την απάτη,

στη λήψη, απόκτηση, μεταφορά, πώληση ή μεταβίβαση σε τρίτους, κατοχή και χρήση με σκοπό την απάτη μέσων πληρωμής παρανόμως αποκτηθέντων, παραποιημένων ή πλαστογραφημένων,

στη μη εξουσιοδοτημένη εισαγωγή, μεταβολή και διαγραφή ηλεκτρονικών δεδομένων ή στην μη εξουσιοδοτημένη παρεμβολή στη λειτουργία του ηλεκτρονικού προγράμματος ή συστήματος,

στην παραγωγή, λήψη, πώληση ή δημιουργία με σκοπό την απάτη μηχανισμών, προγραμμάτων και άλλων μέσων ειδικά προσαρμοσμένων για τη διάπραξη των προαναφερθέντων αδικημάτων,

η απόφαση περιέγραψε, εκτός αυτού, ένα συγκεκριμένο πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας, βάσει του οποίου τα κράτη μέλη οφείλουν να παράσχουν αμοιβαία υποστήριξη στην ερευνητική δραστηριότητα που συνδέεται με δικαστικές υποθέσεις αφορούσες στα αδικήματα που απορρέουν από την ίδια απόφαση-πλαίσιο. Προς τούτο, τα κράτη μέλη σχεδιάζουν επιχειρησιακά σημεία επαφής ή μπορούν να χρησιμοποιούν υπάρχουσες επιχειρησιακές δομές για την ανταλλαγή πληροφοριών και για άλλες επαφές μεταξύ κρατών μελών,

ανακοίνωση της Επιτροπής COM(2004) 679, της 20ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με Ένα νέοΣχέδιο δράσης ΕΕ 2004-2007 για την πρόληψη της απάτης κατά τις πληρωμές χωρίς μετρητά. Με το Σχέδιο δράσης 2004-2007, η Επιτροπή επιχείρησε να ενισχύσει τις ήδη ληφθείσες πρωτοβουλίες για την πρόληψη της απάτης, προκειμένου να συμβάλει στη διατήρηση και διεύρυνση της εμπιστοσύνης στις πληρωμές, δεδομένης της αύξησης των κρουσμάτων καταχρηστικής πρόσβασης στα δεδομένα συστημάτων πληροφορικής και υποκλοπής ταυτότητας. Ο πρωταρχικός σκοπός της Επιτροπής συνίσταται στη διασφάλιση της ασφαλείας των προϊόντων και συστημάτων πληρωμής και στην ευρύτερη συνεργασία μεταξύ των δημοσίων αρχών και του ιδιωτικού τομέα, που θα επιτευχθεί μέσω:

της ενίσχυσης και αναδιοργάνωσης της λειτουργίας της ομάδας εμπειρογνωμόνων της ΕΕ για την πρόληψη της απάτης,

της υιοθέτησης συντονισμένης στρατηγικής από την πλευρά των παραγωγών μέσων πληρωμής, των φορέων παροχής υπηρεσιών πληρωμών και των αρχών, προκειμένου να εγγυηθούν στους καταναλωτές το μέγιστο — οικονομικά εφικτό — επίπεδο ασφαλείας των ηλεκτρονικών πληρωμών,

της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων με στόχο την έγκαιρη αναγνώριση και ειδοποίηση για απόπειρες απάτης,

της εντατικοποίησης της συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο μεταξύ των διοικητικών αρχών για την πρόληψη της απάτης και την ενίσχυση της ερευνητικής ικανότητας των εθνικών αστυνομικών αρχών σε υποθέσεις απάτης,

της πρόβλεψης προσθέτων τρόπων ειδοποίησης για την απώλεια και κλοπή καρτών πληρωμής στο εσωτερικό της ΕΕ.

4.   Παρατηρήσεις και προτάσεις

4.1.   Παρά τη βελτίωση και ενίσχυση του κοινοτικού νομικού πλαισίου, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ιδιωτικών και δημοσίων φορέων δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί πλήρως, όπως και η ενεργή συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. Γι' αυτό, και δεδομένης της πρόσφατης ένταξης νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι αναγκαία η ενσωμάτωση των υποδείξεων που περιλαμβάνονται στην απόφαση-πλαίσιο και στις συστάσεις στις εθνικές νομοθεσίες όλων των κρατών μελών.

4.1.1.   Το κύριο εμπόδιο στην πραγματική εφαρμογή ενός συστήματος πρόληψης εναντίον της απάτης είναι κατά την Επιτροπή η δυσκολία ανταλλαγής δεδομένων αναφορικά με όσους διαπράττουν ή κινδυνεύουν από απάτες στο εσωτερικό της Ένωσης. Συνεπώς, ήδη στο σχέδιο δράσης 2004-2007, τονίσθηκε η ανάγκη εναρμόνισης των διατάξεων που ρυθμίζουν την προστασία των δεδομένων στο εσωτερικό της ΕΕ προκειμένου να καταστεί δυνατή η διασυνοριακή ανταλλαγή πληροφοριών, με ταυτόχρονη προσέγγιση των ισχυουσών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίσεων αναφορικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

4.2.   Για την εξασφάλιση αποτελεσματικής προληπτικής δράσης, θα μπορούσε να εξετασθεί η δυνατότητα να συσταθεί από κάθε αρμόδια εθνική αρχή ένα μηχανογραφημένο αρχείο στο οποίο να συλλέγονται, από τις εταιρείες που διαχειρίζονται τις κάρτες, πληροφορίες σχετικά με τα σημεία πώλησης και τις συναλλαγές που ενέχουν κίνδυνο απάτης, καθώς και τα στοιχεία αναγνώρισης των σημείων πώλησης και των νομίμων εκπροσώπων των εμπορικών επιχειρήσεων στις οποίες εφαρμόσθηκε το δικαίωμα λύσης της σύμβασης που διέπει την εμπορική χρήση των καρτών πληρωμής, για λόγους ασφαλείας ή για διενέργεια απάτης κατόπιν καταγγελίας στις δικαστικές αρχές, τα στοιχεία αναγνώρισης των μη αναγνωρισθεισών από τους κατόχους των καρτών πληρωμής ή των ήδη καταγγελθεισών στις δικαστικές αρχές συναλλαγών και αυτά που αφορούν στις αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές που έχουν παραποιηθεί με σκοπό την απάτη. Αυτό το αρχείο θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, με βάση τις εθνικές νομοθεσίες, τόσο για την ανάλυση των εγκληματικών φαινομένων όσο και για την αστυνομική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης και της διεθνούς, με στόχο την πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων μέσω πιστωτικών καρτών ή άλλων μέσων πληρωμής.

4.3.   Πέραν της ανταλλαγής πληροφοριών για όσους διαπράττουν απάτες, είναι ενδείκνυται η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών-μελών, μέσω νέων πρωτοβουλιών για τη συλλογή και ανταλλαγή σε ευρύτερη κλίμακα πληροφοριών μεταξύ των φορέων που εμπλέκονται στην πρόληψη της απάτης, με ιδιαίτερη έμφαση στις αστυνομικές δυνάμεις και στις εκδότριες εταιρείες των καρτών πληρωμής.

4.3.1.   Προς αυτόν το σκοπό, θα μπορούσαν να καταστούν ορθολογικές οι ήδη υπάρχουσες μορφές συνεργασίας σχετικά με την καταπολέμηση της πλαστογραφίας του ευρώ, με την άμεση εμπλοκή των αρμοδίων εθνικών αρχών και την πρόληψη της απάτης μέσω μεθόδων πληρωμής χωρίς μετρητά.

4.3.2.   θα μπορούσε σχετικά να εξετασθεί η δυνατότητα να ανατεθούν στv Europol — που βάσει της απόφασης του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 1999 έχει ήδη αρμοδιότητα επί της καταπολέμησης της πλαστογραφίας νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής — συγκεκριμένες εργασίες εποπτείας της δράσης πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης κατά την πληρωμή χωρίς μετρητά με στόχο:

το συντονισμό της διαχείρισης των μηχανογραφημένων αρχείων κάθε κράτους μέλους που περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με υποθέσεις πλαστογράφησης καρτών πληρωμής, ούτως ώστε να καταστεί εφικτή η πρόσβαση όταν συντρέχει πραγματική ανάγκη αναζήτησης και για τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους,

την ειδοποίηση, σε πραγματικό χρόνο, του εκδότη ή του διαχειριστή των καρτών ως προς την ύπαρξη κρουσμάτων απάτης καταγεγραμμένων σε άλλα κράτη μέλη,

τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπεται στην απόφαση πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ της 28ης Μαΐου 2001 μεταξύ αστυνομικών δυνάμεων και δικαστικών αρχών των επιμέρους κρατών μελών.

4.4.   Σε αυτά τα πλαίσια, θα μπορούσε να εξετασθεί η δυνατότητα σύνδεσης σε δίκτυο των αστυνομικών δυνάμεων και των ερευνητικών οργανισμών των επιμέρους κρατών μελών που εμπλέκονται στην καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας κατά την πληρωμή χωρίς μετρητά, για την άμεση ανταλλαγή των σχετικών πληροφοριών μέσω συστήματος πιστοποιημένου ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και για την κοινή χρήση των ειδικών βάσεων δεδομένων.

4.4.1.   Μια τέτοια πρωτοβουλία, που απαιτεί εντούτοις μια προηγούμενη συμφωνία ως προς το περιεχόμενο των δεδομένων που θα εισάγονται σε τέτοια αρχεία και τη συμβατότητα με τις εθνικές νομοθεσίες σε θέματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής, θα αποτελούσε — παράλληλα με τις διατάξεις του άρθρου 79 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 — ένα αξιόλογο βήμα προς τη βελτίωση της δράσης κατά της απάτης κατά την πληρωμή χωρίς μετρητά, καθώς θα έθετε στη διάθεση των ερευνητικών οργάνων τις απαραίτητες πληροφορίες με άμεσο τρόπο, σε πραγματικό χρόνο και χωρίς περιττές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προς αυτήν την κατεύθυνση, είναι ωστόσο επιθυμητή η καθιέρωση ελαχίστων προδιαγραφών σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά στην τυπολογία των δεδομένων που θα αποτελούν αντικείμενο ανταλλαγής, προκειμένου να διασφαλισθεί μία κοινή πλατφόρμα πληροφοριών που θα χρησιμοποιηθούν κατά της απάτης, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 1995/46/ΕΚ σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

4.5.   Το μεγαλύτερο φραγμό στην αναχαίτιση φαινομένων απάτης που διενεργούνται στο εσωτερικό της ΕΕ αποτελεί η ανομοιογένεια της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση ανακριτικών εξουσιών από τις επιμέρους εθνικές αρχές, καθώς και τα διαφορετικής εντάσεως κατασταλτικά μέτρα. Είναι σαφές, πράγματι, ότι τα φαινόμενα απάτης εντοπίζονται στις χώρες όπου οι εποπτικές αρμοδιότητες των ελεγκτικών οργάνων έχουν περιορισμένη διεισδυτικότητα ή όπου οι κυρώσεις που επιβάλλονται είναι ακατάλληλες για την εκπλήρωση του προληπτικού τους ρόλου. Η ανάγκη ενεργού προσέγγισης των εθνικών νομοθεσιών μοιάζει ως η μόνη στρατηγική για την αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης στον κλάδο, δεδομένου του ότι, όπως έχει ήδη υπογραμμισθεί στο Σχέδιο δράσης 2004-2007, οι προγενέστερες πρωτοβουλίες δεν απεδείχθησαν επαρκείς για την καταπολέμηση της απειλής που αντιπροσωπεύει η απάτη αναφορικά με τα μέσα πληρωμής.

4.5.1.   Ως προς αυτό (4), είναι απαραίτητη η επιβεβαίωση ότι τα κράτη μέλη έχουν όντως ενσωματώσει στον εγχώριο ποινικό κώδικα τις υποθέσεις αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου 2001/413/ΔΕΥ της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με τα αδικήματα με χρήση μέσων πληρωμής, ηλεκτρονικών υπολογιστών και ειδικά προσαρμοσμένων μηχανισμών. Αναφορικά με την αρχή της κυριαρχίας των κρατών μελών, κρίνεται σκόπιμη η επιβεβαίωση ότι οι επιβληθείσες κυρώσεις για τέτοιες περιπτώσεις αδικημάτων είναι πραγματικά αποτρεπτικές, σε σχέση και με το προβλεπόμενο ύψος της ποινής, και, παράλληλα, η εναρμόνιση, εντός της ΕΕ, των συστημάτων επιβολής κυρώσεων για θέματα ανάλογης βαρύτητας, όπως ήδη προβλέπεται, για παράδειγμα, στη νομοθεσία κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

4.6.   Η υιοθέτηση των προτεινομένων πρωτοβουλιών θα επέτρεπε την άσκηση αποτελεσματικής δράσης καταπολέμησης της απάτης και θα διευκόλυνε τη δημιουργία του SEPA (Ενιαίος Χώρος Πληρωμών σε Ευρώ), βάσει του οποίου θα υπήρχε η δυνατότητα πληρωμής χωρίς μετρητά σε όλη τη ζώνη του ευρώ, στη βάση ενός μόνο λογαριασμού και υπό τους ίδιους βασικούς όρους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των χρηστών, ώστε να ξεπεραστεί η σημερινή διάκριση μεταξύ εθνικών και διασυνοριακών πληρωμών.

4.7.   Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να ενισχύσει τη στρατηγική καταπολέμησης της απάτης και της πλαστογραφίας των μέσων πληρωμής μέσω πολυάριθμων μέτρων. Ουσιαστικός είναι ο ρόλος της πληροφόρησης απέναντι στο ευρύ κοινό, που αποσκοπεί στην περαιτέρω ευαισθητοποίηση των χρηστών πιστωτικών και χρεωστικών καρτών προκειμένου να ανέλθει το επίπεδο ενημέρωσης των καταναλωτών αναφορικά με τους διάφορους τύπους κινδύνων που ενέχει η χρήση μέσων πληρωμής χωρίς μετρητά. Τα φαινόμενα phishing, για παράδειγμα, έχουν πιθανότητες επιτυχίας απέναντι σε μη ενημερωμένους καταναλωτές. Τα ευρωπαϊκά όργανα οφείλουν να ενθαρρύνουν αυτή τη διάδοση της πληροφορίας μέσω ευρωπαϊκών εκστρατειών, υπό το συντονισμό της Επιτροπής.

4.8.   Συνεπώς, είναι ζωτικής σημασίας ο ρόλος των καταναλωτικών και εμπορικών οργανώσεων: μία στενή συνεργασία μεταξύ των οργανώσεων αυτών θα μπορούσε να προετοιμάσει μέτρα «έγκαιρης προειδοποίησης», ευαισθητοποίησης και πληροφόρησης ως προς τις πιο διαδεδομένες και τις νεότερες πρακτικές. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, μοιάζει απαραίτητη η προώθηση στοχοθετημένων εκστρατειών ενημέρωσης των καταναλωτών, με τη μορφή, επίσης, πρακτικών και εύκολα προσβάσιμων συμβουλών, προκειμένου να διευρυνθεί η γνώση ως προς τη λειτουργία των καρτών πληρωμής και τις άμεσες προφυλάξεις που πρέπει να ληφθούν σε περίπτωση που κάποιος έχει πέσει θύμα απάτης.

4.9.   Η δέσμευση των κρατών μελών θα έπρεπε να αντανακλάται επίσης στην θέσπιση αυστηρότερων ποινών όσον αφορά τα αδικήματα απάτης και την αποτελεσματική τους δίωξη. Το ποινικό δίκαιο, για αδικήματα διαπραχθέντα σε άλλες χώρες της Ένωσης και — για ορισμένα ιδιαίτερα σοβαρά — σε τρίτες χώρες, θα έπρεπε να είναι εφαρμοστέο παντού, διευρύνοντας τον ευρωπαϊκό νομικό χώρο. Αυτή η πρακτική αρχίζει να διαδίδεται, και πολλαπλασιάζονται οι προτάσεις για τη δίωξη αδικημάτων και την επιβολή κυρώσεων. Δεδομένου ότι οι απάτες σχετικά με μέσα πληρωμής διαπράττονται συνήθως από οργανωμένες ομάδες και τίθενται σε εφαρμογή σε περισσότερα από ένα κράτη, ένα αποτελεσματικό εργαλείο καταπολέμησης αποτελεί η Σύμβαση και τα Πρωτόκολλα των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος, που υιοθετήθηκαν από τη Γενική Σύνοδο της 15ης Νοεμβρίου 2000 και της 31ης Μαΐου 2001, που προβλέπουν δραστικά μέτρα για τα αδικήματα που χαρακτηρίζονται ως διεθνή.

Βρυξέλλες, 23 Οκτωβρίου 2008.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Mario SEPI


(1)  Πηγή δεδομένων: Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, COM(2005) 603 τελικό της 1ης Δεκεμβρίου 2005, Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, SEC(2005) 1535.

(2)  Πηγή δεδομένων: Ετήσια Έκθεση της Τραπέζης της Ιταλίας έτος 2007 — Παράρτημα. Οι πληροφορίες είναι προϊόν επεξεργασίας των στοιχείων της ΕΚΤ, της ΤΔΔ, της Ιταλικά Ταχυδρομεία Α.Ε. και της Τραπέζης της Ιταλίας.

(3)  Πηγή δεδομένων: Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, COM(2004) 679 τελικό της 20ης Οκτωβρίου 2004, Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Europol —Νέο Πρόγραμμα Δράσης 2004-2007 της ΕΕ για την Πρόληψη της Απάτης κατά τις πληρωμές χωρίς μετρητά, SEC(2004) 1264.

(4)  Ως προς το θέμα αυτό, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο SEC(2008) 511 της 17ης Απριλίου 2008, έγγραφο εργασίας του προσωπικού της Επιτροπής, Έκθεση σχετικά με την απάτη κατά την πληρωμή χωρίς μετρητά εντός της ΕΕ: η εφαρμογή του Σχεδίου δράσης 2004-2007, υπογραμμίζει την ανάγκη αποτελεσματικών κυρώσεων, λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως προκύπτει σε δύο εκθέσεις που παρουσιάσθηκαν από τη Επιτροπή τον Απρίλιο 2004 [COM(2004) 356] και το Φεβρουάριο 2006 [COM(2006) 65] αναφορικά με τα μέτρα που έλαβαν τα Κράτη μέλη σε εφαρμογή της απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου 2001/413/ΔΕΥ της 28ης Μαΐου 2001, οι εφαρμοσθείσες κυρώσεις σε ορισμένα Κράτη μέλη είναι υπερβολικά ελαφρές για να είναι αποτρεπτικές.


Top