EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52005IE1243

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Κατάσταση και προοπτικές των παραδοσιακών πηγών ενέργειας όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στο μελλοντικό ενεργειακό μείγμα

OJ C 28, 3.2.2006, p. 5–15 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

3.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 28/5


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Κατάσταση και προοπτικές των “παραδοσιακών” πηγών ενέργειας όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στο μελλοντικό ενεργειακό μείγμα»

(2006/C 28/02)

Στις 10 Φεβρουαρίου 2005, και σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση με θέμα: «Κατάσταση και προοπτικές των “παραδοσιακών” πηγών ενέργειας όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο στο μελλοντικό ενεργειακό μείγμα»

Το ειδικευμένο τμήμα «Μεταφορές, ενέργεια, υποδομές, κοινωνία των πληροφοριών», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του την 1η Σεπτεμβρίου 2005 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. WOLF.

Κατά την 421η σύνοδο της ολομέλειάς της που πραγματοποιήθηκε στις 26ης Οκτωβρίου 2005 και 27 Οκτωβρίου 2005 (συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 2005), η ΕΟΚΕ υιοθέτησε με 119 ψήφους υπέρ, 1 κατά και 3 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση:

Η ΕΟΚΕ υιοθέτησε πρόσφατα σειρά γνωμοδοτήσεων (1) σχετικά με διάφορες πτυχές του ενεργειακού ζητήματος. Δεδομένου ότι μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του ενεργειακού εφοδιασμού βασίζεται, όπως και παλαιότερα, στις ορυκτές πηγές ενέργειας, δηλ. στον άνθρακα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, και δεδομένου ότι το ζήτημα της εξάντλησης των πόρων καθώς και οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου συνδέονται με τη χρήση αυτών των πηγών, η παρούσα γνωμοδότηση θεωρείται ότι αποτελεί αξιολόγηση των «παραδοσιακών» πηγών ενέργειας.

Στρατηγικό στόχο αυτής της σειράς, η οποία θα ολοκληρωθεί με μια γνωμοδότηση για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μαζί με την παρούσα γνωμοδότηση, πρέπει να αποτελέσει η δημιουργία κατάλληλης βάσης για την πραγματοποίηση ρεαλιστικών επιλογών σε ό,τι αφορά το μελλοντικό ενεργειακό μείγμα.

Σε μεταγενέστερο στάδιο, θα ακολουθήσει σύνθεση αυτών των γνωμοδοτήσεων στο πλαίσιο της γνωμοδότησης με τίτλο «Ο ενεργειακός εφοδιασμός της ΕΕ: στρατηγική για ένα βέλτιστο ενεργειακό μείγμα».

Περιεχόμενα:

1.

Σύνοψη και συστάσεις

2.

Το ενεργειακό ζήτημα

3.

Πόροι, αποθέματα, εμβέλεια

4.

Ενεργειακά αποθέματα στην ΕΕ –Εξάρτηση από τις εισαγωγές

5.

Εξέλιξη της κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ

6.

Άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε ένα αειφόρο ενεργειακό μείγμα

7.

Προστασία του περιβάλλοντος και προληπτική προστασία του κλίματος

8.

Τεχνολογική ανάπτυξη

9.

Δέσμευση και τελική αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα

1.   Σύνοψη και συστάσεις

1.1

Η ωφέλιμη ενέργεια αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία οικοδομούνται ο σύγχρονος τρόπος ζωής και ο πολιτισμός μας. Μόνο η διάθεση ενέργειας σε επαρκείς ποσότητες μας επέτρεψε να φθάσουμε στο σημερινό βιοτικό επίπεδο. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση Λισσαβόνας και των αποφάσεων που έλαβε το συμβούλιο στο Γκέτεμποργκ και τη Βαρκελώνη είναι η εξασφάλιση του εφοδιασμού με φτηνή, φιλοπεριβαλλοντική χρήσιμη ενέργεια σύμφωνα με τις αρχές της βιωσιμότητας.

1.2

Τα ορυκτά καύσιμα άνθρακας (2), πετρέλαιο και φυσικό αέριο συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου ενεργειακού εφοδιασμού. Ακόμη και τις επόμενες δεκαετίες δεν θα καταργηθεί ο ρόλος τους και, ως εκ τούτου, εξακολουθούν να είναι απολύτως απαραίτητα.

1.3

Η εξόρυξη και χρήση τους συνδέονται όμως με την επιβάρυνση του περιβάλλοντος όπως η εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, — κυρίως διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου καθώς και με ανάλογες συνέπειες για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. — Πρόκειται για την εξάντληση πεπερασμένων πόρων.

1.4

Η χρήση τους είχε ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές για αυτήν τη ζωτική πρώτη ύλη, η οποία αναμένεται να ενισχυθεί στο μέλλον, κυρίως όσον αφορά το πετρέλαιο και ακόμη περισσότερο το φυσικό αέριο.

1.5

Η υποθετική διάρκεια των παγκόσμιων πηγών και αποθεμάτων (3) σε άνθρακα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο εξαρτάται από πολλούς παράγοντες (οικονομική ανάπτυξη, έρευνα, τεχνολογική εξέλιξη). Πρόκειται για διάστημα πολλών δεκαετιών ( στην περίπτωση του άνθρακα, ακόμη και αιώνων), παρόλο που στην περίπτωση του πετρελαίου θα μπορούσε να προκύψει μείωση των αποθεμάτων και περιορισμός της προσφοράς οι ίδιοι από τα μέσα του τρέχοντος αιώνα.. Η κατάσταση που σημειώνεται σήμερα στην αγορά πετρελαίου καταδεικνύει ότι πολύ βραχυπρόθεσμα μπορεί να προκύψει αλματώδης και αιφνιδιαστική άνοδος των τιμών με σημαντικό αντίκτυπο στις εθνικές οικονομίες (4).

1.6

Συνεπώς, η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ πρέπει αφενός να επικεντρώσει όλες τις δράσεις της, προκειμένου να διασφαλίσει τον εφοδιασμό και τις διόδους εφοδιασμού των ορυκτών καυσίμων. Σε σχέση με αυτό, ένα ιδιαίτερο πρόβλημα είναι η πολιτική σταθερότητα ορισμένων κρατών που είναι βασικοί προμηθευτές. Από την άποψη αυτή, ιδιαίτερη σημασία έχει η συνεργασία με την ρωσική ομοσπονδία, την ΚΑΚ με τα κράτη της εγγύς και της μέσης Ανατολής, καθώς και με τις γειτονικές χώρες της Ε.Ε. ( όπως, π.χ., η Αλγερία και η Λιβύη).

1.7

Αφετέρου, η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ πρέπει να λάβει κάθε δυνατό μέτρο για να περιορίσει σε μακροπρόθεσμη βάση αυτήν την εξάρτηση, ειδικά μέσω της αποτελεσματικότερης χρήσης των ορυκτών πηγών ενέργειας, καθώς και με την ανάπτυξη, διάθεση στην αγορά και ενίσχυση της χρήσης εναλλακτικών ενεργειακών συστημάτων, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η πυρηνική ενέργεια. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η περαιτέρω ανάπτυξη εναλλακτικών ενεργειακών συστημάτων αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

1.8

Επιπλέον, η ενισχυμένη χρήση των αξιόλογων ευρωπαϊκών αποθεμάτων άνθρακα μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη αυτού του στόχου·

1.9

Στο πλαίσιο μιας εύρυθμης ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς και της θέσπισης των κατάλληλων μέτρων για την προστασία του κλίματος, τα ορυκτά καύσιμα αξιοποιούνται σε συγκεκριμένους τομείς, που έχουν προσαρμοστεί στις συγκεκριμένες ιδιότητες και στα εκάστοτε επίπεδα τιμών και κόστους. Αυτό συνεπάγεται αυτόματα μια, από οικονομική και ενεργειακή άποψη, ιδιαίτερα αποτελεσματική χρήση των εν λόγω ορυκτών καυσίμων.

1.10

Αυτό οδήγησε στην επικράτηση της χρήσης του άνθρακα στη βιομηχανία χάλυβα και στις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αξιοποιούνται πρωτίστως για την παραγωγή θερμότητας και για μη ενεργειακές εφαρμογές. Στον τομέα των μεταφορών κυριαρχούν προϊόντα που παράγονται από το πετρέλαιο.

1.11

Συνεπώς, στην περίπτωση του ενεργειακού μείγματος, το ενδιαφέρον πρέπει να επικεντρωθεί στη χρήση των πεπερασμένων και πολλαπλά αξιοποιήσιμων πηγών ενέργειας φυσικό αέριο και πετρέλαιο σε εφαρμογές — π.χ., για την τροφοδοσία των μεταφορών με καύσιμα και της χημικής βιομηχανίας με πρώτες ύλες — όπου η χρήση άνθρακα, για να είναι δυνατή, συνεπάγεται πρόσθετο κόστος, κατανάλωση ενέργειας και εκπομπές CO2.

1.12

Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανά μονάδα προϊόντος (π.χ. χλγ. CO2/kWh, τόνοι CO2/τόνο χάλυβα, γραμ. CO2/χλμ. Ι.Χ.) πρέπει να συνεχίσουν διαρκώς να μειώνονται με την αξιοποίηση της τεχνολογικής προόδου. Για το σκοπό αυτό απαιτείται βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας σε όλους τους τομείς της ενεργειακής μετατροπής και χρήσης.

1.13

Συνεπώς, η ενεργειακή και οικονομική πολιτική πρέπει να προσφέρουν ένα αξιόπιστο πλαίσιο για τις επενδύσεις, το οποίο θα συμβάλει στη βελτίωση της τεχνικής στους τομείς της βιομηχανίας, των επιχειρήσεων και των ιδιωτικών αγορών.

1.14

Κατά τις επόμενες δεκαετίες, η αύξηση της ισχύος των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη αναμένεται να φτάσει στα 400 GWel (5) περίπου. Προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, οι νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής πρέπει να εξοπλιστούν με την καλύτερη διαθέσιμη τεχνολογία.

1.15

Στις μεταφορές που πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για τον περιορισμό της ειδικής κατανάλωσης καυσίμων ( κατανάλωση ανά όχημα ανά χιλιόμετρο) και για να μην αυξηθεί περαιτέρω η συνολική κατανάλωση. Για το σκοπό αυτό, απαιτείται αφενός η τεχνική πρόοδος σε πολλούς τομείς του σχεδιασμού μηχανοκίνητων οχημάτων και της παραγωγής καυσίμων και αφετέρου η λήψη μέτρων για την αποφυγή της κυκλοφοριακής συμφόρησης (οδικά συστήματα και κατασκευή σηράγγων/συστήματα δρομολόγησης) και τον περιορισμό των μεταφορών (6). Η εξάρτηση από το πετρέλαιο μπορεί να περιοριστεί και με την προαγωγή της χρήσης ηλεκτροκίνητων οχημάτων, όπως ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, επειδή έτσι επιτυγχάνεται μια ευρύτερη διαφοροποίηση των πρωτογενών πηγών ενέργειας που χρησιμοποιούνται (άνθρακας, φυσικό αέριο, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πυρηνική ενέργεια).

1.16

Για να σημειωθεί πρόοδος στον τομέα της ενεργειακής αποδοτικότητας, χρειάζεται να ενισχυθεί η έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, ιδιαιτέρως για την περίπτωση των σταθμών παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα, και μάλιστα από την πλευρά της βιομηχανίας αλλά και με τη στήριξη μέτρων εκ μέρους των δημόσιων αρχών.

1.17

Η ΕΟΚΕ επικροτεί τη θεματική προτεραιότητα «ενέργεια» που συμπεριλήφθηκε στην πρόταση του 7ου προγράμματος πλαισίου ΕΤΑ. Για την περίπτωση αυτή πρέπει να προβλεφθούν επαρκείς πόροι και να καλυφθεί ολόκληρο το φάσμα της ενεργειακής τεχνολογίας. Το πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα τα οποία οδηγών στην αποδοτικότερη χρήση ορυκτών καυσίμων, επειδή κατ' αυτό τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί ένα ιδιαίτερα υψηλό συνολικό όφελος.

1.18

Μακροπρόθεσμα, οι εκπομπές CO2 κατά μονάδα παραγωγής ενέργειας μπορούν να περιορισθούν σημαντικά και στην περίπτωση της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με τη χρήση ορυκτών καυσίμων, εφόσον χρησιμοποιηθούν τεχνικές για τη δέσμευση και την τελική αποθήκευση CO2 (Clean Coal Technology). Για το λόγο αυτό, είναι ζωτικής σημασίας η ανάπτυξη και δοκιμή τέτοιων μεθόδων στο 7ο πρόγραμμα πλαίσιο Ε&Α.

2.   Το ενεργειακό ζήτημα

2.1

Η ωφέλιμη ενέργεια (7) αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία οικοδομούνται ο σύγχρονος τρόπος ζωής και ο πολιτισμός μας. Μόνο η διάθεση ενέργειας σε επαρκείς ποσότητες μας επέτρεψε να φθάσουμε στο σημερινό βιοτικό επίπεδο. Η ανάγκη για ασφαλή, οικονομικό, φιλικό προς το περιβάλλον και βιώσιμο εφοδιασμό με ωφέλιμη ενέργεια αποτελεί κεντρικό θέμα των αποφάσεων των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων της Λισσαβόνας, του Γκέτεμποργκ και της Βαρκελώνης.

2.2

Η ΕΟΚΕ έχει συχνά υπογραμμίσει ότι η διάθεση και χρήση ενέργειας συνδέονται με τη ρύπανση του περιβάλλοντος, με το πρόβλημα της εξάρτησης από τρίτες χώρες και με αστάθμητους παράγοντες. Όλες οι εναλλακτικές λύσεις και τεχνικές που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στον μελλοντικό ενεργειακό εφοδιασμό παρουσιάζουν τεχνικές ατέλειες, συνεπάγονται επιπτώσεις για το περιβάλλον, δεν επαρκούν για την κάλυψη του συνόλου των αναγκών, ενώ δεν μπορεί να προβλεφθεί το δυναμικό τους για το μακροπρόθεσμο μέλλον. Σε αυτά προστίθενται οι πτυχές της εξάντλησης των αποθεμάτων και των πόρων με όλες τις επιπτώσεις που αυτή συνεπάγεται. Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, και των ενεργειακών αναγκών στις αναπτυσσόμενες χώρες — και όλως ιδιαιτέρως η σημαντική αύξηση των ενεργειακών αναγκών στις νέες βιομηχανικές χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία Βραζιλία — αναμένεται να επιδεινώσει σημαντικά τα προβλήματα.

2.3

Η διασφάλιση ενός μακροπρόθεσμα διαθέσιμου, φιλικού προς το περιβάλλον και ανταγωνιστικού ενεργειακού εφοδιασμού πρέπει να εξακολουθήσει να αποτελεί πρωτεύον στόχο μιας διορατικής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Για τους προαναφερόμενους λόγους, η πολιτική αυτή δεν μπορεί να περιοριστεί στη χρήση μικρότερου αριθμού ενεργειακών πηγών. Τα ενεργειακά αδιέξοδα και άλλοι κίνδυνοι πρέπει να αντιμετωπιστούν με την αξιοποίηση ενός διαφοροποιημένου, ως προς το είδος και την προέλευση των πηγών, ενεργειακού μείγματος, στο οποίο θα περιλαμβάνονται και θα αναπτύσσονται περαιτέρω όλες οι διαθέσιμες πηγές ενέργειας και τεχνικές, προκειμένου να είναι δυνατή εν τέλει η αντιμετώπιση του κοινού ανταγωνισμού, οι όροι του οποίου μεταβάλλονται συνεχώς, στο πλαίσιο ευρέως αποδεκτών οικολογικών προτύπων.

3.   Πόροι, αποθέματα, εμβέλεια

3.1

Σήμερα, το ένα πέμπτο περίπου του παγκόσμιου ενεργειακού εφοδιασμού — όπως επίσης του εφοδιασμού της ΕΕ-25 — βασίζεται στη χρήση ορυκτών πηγών ενέργειας όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας.

3.2

Σε γενικές γραμμές, όλες οι προγνώσεις σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις στηρίζονται σε υποθέσεις για τη δημογραφική εξέλιξη και την οικονομική ανάπτυξη, για την ανάπτυξη νέων τεχνικών εντοπισμού και εκμετάλλευσης, καθώς και από τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά στα κράτη μέλη ( αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι προγνώσεις διαφέρουν ανάλογα με την εκάστοτε οπτική και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα). Αυτό ισχύει όλως ιδιαιτέρως για την πυρηνική ενέργεια καθώς και για την έκθεση των μέτρων για τη στήριξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

3.2.1

Σύμφωνα με τις προγνώσεις αναφοράς (8) του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), που εδρεύει στο Παρίσι, και της Υπηρεσίας πληροφοριών για θέματα ενέργειας (Energy Information Administration) του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ, που δημοσιεύτηκαν το 2004, ακόμη και μετά από 25 χρόνια, οι προαναφερόμενες ορυκτές πηγές ενέργειας θα εξακολουθούν να καλύπτουν πάνω από το 80 % της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας.

3.2.2

Αφενός η συμβολή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα αυξηθεί — αφετέρου όμως, βάσει των εκτιμήσεων του IEA και της EIA, η αύξησή της δεν θα είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας· επομένως, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας παραμένει σταθερό. Σύμφωνα με τις τάσεις που παρατηρούνται σήμερα, για την πυρηνική ενέργεια αναμένεται ελαφρά αύξηση της συνδρομής σε απόλυτες τιμές, που όμως υπολείπεται της αύξησης που αναμένεται να σημειώσει η συνολική κατανάλωση, στο μέτρο που δεν θα προκύψει σαφής αλλαγή των πολιτικών συνθηκών σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

3.2.3

Το βασικό σενάριο για την ΕΕ-25 που δημοσίευσε (9) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2004 — κατά παρέκκλιση της παγκόσμιας τάσης, όπως αυτή εκτιμάται από τον IEA και την EIA — προβλέπει αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη συνολική κατανάλωση ενέργειας της ΕΕ-25 από το σημερινό 6 % σε 9 % το 2030. Δεδομένου ότι παρόλα αυτά η συμβολή της πυρηνικής ενέργειας βάσει της ανωτέρω εκτίμησης μειώνεται, το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ένωση των 25 μελών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το 2030 οι ορυκτές πηγές ενέργειας θα εξακολουθούν να καλύπτουν πάνω από το 80 % της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας.

3.3

Οι ορυκτές πηγές ενέργειας είναι πεπερασμένες πρώτες ύλες. Προκειμένου να εκτιμηθεί για πόσο καιρό ακόμη το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας θα μπορέσουν να διατηρήσουν τον καθοριστικής σημασίας ρόλο τους, πρέπει να εξεταστεί το δυναμικό των ορυκτών πηγών ενέργειας.

3.4

Για την υλοποίηση του στόχου αυτού είναι απαραίτητο να καθοριστούν συγκεκριμένοι ορισμοί και μονάδες μέτρησης. Ως όροι θα χρησιμοποιούνται οι εξής: αποθέματα, πόροι και δυναμικό. Οι μονάδες μέτρησης που χρησιμοποιούνται κατά κανόνα για τις πηγές ενέργειας ποικίλλουν (10), και έχουμε τους τόνους ή το βαρέλι για το πετρέλαιο, μετρικούς τόνους ή τόνους ισοδύναμου λιθάνθρακα στην περίπτωση του άνθρακα, κυβικά μέτρα ή κυβικά πόδια για το φυσικό αέριο. Για τη συγκρισιμότητά τους χρησιμοποιείται το ενεργειακό τους περιεχόμενο που μετριέται σε Joule ή Watt ανά δευτερόλεπτο (Ws).

3.5

Το συνολικό δυναμικό (αναμενόμενη συνολική ανάκτηση EUR) περιλαμβάνει το σύνολο των ενεργειακών πρώτων υλών που μπορούν να ανακτηθούν από το φλοιό της γης, στη μορφή που ήταν διαθέσιμες πριν ξεκινήσει η εξόρυξή τους από τον άνθρωπο. Αυτό αποτελεί μια εκτίμηση για την οποία αποκλίνουν τα αποτελέσματα των διαφόρων ειδικών επιστημόνων. Ωστόσο, όσο περισσότερα γνωρίζουμε για το φλοιό της γης και όσο πιο ακριβείς γίνονται οι τεχνικές μέτρησης, τόσο περισσότερο ενισχύεται ο βαθμός σύγκλισης των προβλέψεων.

3.6

Στο συνολικό δυναμικό συνυπολογίζεται μόνο το εξορυσσόμενο μερίδιο των αποθεμάτων. Αυτό, ωστόσο, εξαρτάται από τις διαθέσιμες τεχνικές και την οικονομική τους αποδοτικότητα, και ως εκ τούτου, το δυναμικό μπορεί να αυξηθεί με την περαιτέρω εξέλιξή τους. Εάν αφαιρέσουμε από το συνολικό δυναμικό τις εξορυχθείσες ποσότητες φτάνουμε στο υπολειπόμενο δυναμικό.

3.7

Το υπολειπόμενο δυναμικό αποτελείται από το άθροισμα των αποθεμάτων και των πόρων. Με τον όρο αποθέματα νοούνται οι ποσότητες μιας ενεργειακής πρώτης ύλης, η ύπαρξη των οποίων έχει καταδειχθεί και οι οποίες μπορούν να εξορυχτούν με οικονομικά αποδοτικό τρόπο, δεδομένων των υφιστάμενων τεχνικών δυνατοτήτων. Με τον όρο πόροι νοούνται αφενός οι αποδεδειγμένες ποσότητες μιας ενεργειακής πρώτης ύλης, η εξόρυξη όμως των οποίων δεν είναι δυνατή προς το παρόν για οικονομικούς ή/και τεχνικούς λόγους, και αφετέρου οι ποσότητες, που ενώ μεν δεν έχουν καταδειχτεί, βάσει γεωλογικών δεικτών αναμένεται η κατάδειξή τους.

3.8

Το θέμα των αποθεμάτων βρίσκεται στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, καθώς από αυτά προκύπτει η εμβέλεια των πηγών ενέργειας. Εάν εξεταστεί η σχέση των αποθεμάτων ως προς τα τρέχοντα ετήσια επίπεδα εξόρυξης, προκύπτει η λεγόμενη στατική εμβέλεια. Με την εφαρμογή αυτής της μεθόδου μπορεί να εκτιμηθεί η στατική εμβέλεια των παγκόσμιων αποθεμάτων ενεργειακών πηγών: για το πετρέλαιο η εμβέλεια φτάνει τα 40 χρόνια, στην περίπτωση του φυσικού αερίου τα 60 και για τον άνθρακα η στατική εμβέλεια υπολογίζεται σε 200 περίπου χρόνια.

3.9

Ωστόσο, τα αποθέματα και η στατική τους εμβέλεια δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση απόλυτα μεγέθη. Η μείωση της στατικής εμβέλειας των αποθεμάτων οδηγεί σε εντατικοποίηση της εξόρυξης με συνέπεια οι πόροι — και λόγω της τεχνολογικής προόδου — να κατατάσσονται πλέον στην κατηγορία αποθέματα. (έτσι λόγου χάρη, τη δεκαετία του '70 κατά τον προηγούμενο αιώνα η στατική εμβέλεια του πετρελαίου είχε εκτιμηθεί στα 30 έτη).

3.10

Στην περίπτωση του πετρελαίου, οι στατιστικά καθορισμένοι πόροι είναι διπλάσιοι απ' ότι τα αποθέματα, ενώ οι πόροι φυσικού αερίου και άνθρακα είναι δεκαπλάσιοι σε σύγκριση με τα αποθέματα.

3.11

Ένας περαιτέρω δείκτης της μελλοντικής διαθεσιμότητας των ορυκτών ενεργειακών πρώτων υλών αποτελεί το εξορυχθέν μερίδιο του συνολικού δυναμικού. Εάν το μερίδιο αυτό υπερβαίνει το 50 %, φτάνοντας έτσι στο λεγόμενο «Ενδιάμεσο σημείο εξάντλησης», είναι δύσκολο να αυξηθεί περαιτέρω η εξόρυξή τους ή ακόμη και να διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα.

3.12

Πετρέλαιο: Πάνω από το ένα τρίτο του συνολικού δυναμικού του «συμβατικού» πετρελαίου που αντιστοιχεί σε περίπου 380 δισεκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου έχει ήδη εξορυχθεί. Σε περίπτωση διατήρησης του όγκου εξόρυξης στα ίδια επίπεδα, το 50 % του συμβατικού δυναμικού θα είχε εξαντληθεί σε δέκα περίπου χρόνια. Προκειμένου να είναι δυνατή η εντατικοποίηση της εξόρυξης, θα έπρεπε να αυξηθεί η εκμετάλλευση των μη συμβατικών κοιτασμάτων (αργό πετρέλαιο, πετρελαιοφόρος αμμόλιθος, πετρελαιοφόρος σχιστόλιθος). Έτσι μπορεί να παραταθεί χρονικά το «ενδιάμεσο σημείο εξάντλησης». Από την άλλη πλευρά, υπάρχει περίπτωση να παρατηρηθεί μείωση των αποθεμάτων και δραστικός περιορισμός της προσφοράς (11) οι ίδιοι από τα μέσα του τρέχοντος αιώνα.

3.13

Φυσικό αέριο και άνθρακας: Στην περίπτωση του φυσικού αερίου επικρατούν μέχρι σήμερα συγκρίσιμες συνθήκες, δεδομένου ότι το υπολειπόμενο συνολικό δυναμικό αυξάνεται επίσης, εάν συνυπολογιστούν και τα μη συμβατικά κοιτάσματα, όπως π.χ. τα ένυδρα αέρια. Όσον αφορά τον άνθρακα, από τα 3.400 δισεκατομμύρια τόνους μονάδων πετρελαίου του εκτιμώμενου συνολικού δυναμικού μέχρι στιγμής έχει εξορυχθεί περίπου το 3 %.

3.14

Όμως, οι τεχνικές αναζήτησης υδρατμών αερίων (μεθανίου) και η τεχνολογία για την αξιοποίησή τους ευρίσκονται ακόμη στο ερευνητικό στάδιο, με αποτέλεσμα σήμερα να μην μπορούν ακόμη να γίνουν αξιόπιστες δηλώσεις σχετικά με το μέγεθος στο οποίο μπορούν να συνεισφέρουν στον ενεργειακό εφοδιασμό. Από τη μια πλευρά, υπάρχουν εκτιμήσεις ότι η περιεκτικότητά τους σε ενεργεία υπερβαίνει το δυναμικό του συνόλου των αποθεμάτων όλων των γνωστών ορυκτών πηγών ενέργειας, ενώ αφετέρου επικρατεί πλήρης ασάφεια όσον αφορά την αξιοποίησή τους (τεχνική, κόστος). Εκτός αυτών, θεωρείται ότι η ελευθέρωση του στο περιβάλλον — από κλιματολογικά αίτια ή από ανθρώπινες πράξεις — συνιστά σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας ή ακόμη και κινδύνου, επειδή μπορεί να οδηγήσει στη συγκέντρωση μεθανίου στην ατμόσφαιρα, ενός ισχυρού αερίου του θερμοκηπίου που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για το κλίμα.

3.15

Το κόστος εξόρυξης των ορυκτών πηγών ενέργειας ποικίλει. Για το πετρέλαιο, ανάλογα με το κοίτασμα, η τιμή κυμαίνεται σήμερα μεταξύ 2 και 20 δολαρίων ΗΠΑ/βαρέλι. Αφενός πρέπει να εντατικοποιηθεί η χρήση μικρότερων κοιτασμάτων σε περιοχές όπου δεν επικρατούν ευνοϊκές γεωλογικές και γεωγραφικές συνθήκες. Αφετέρου όμως, αν και η εκμετάλλευσή τους συνεπάγεται αύξηση του κόστους, αυτό μπορεί να αποσβεστεί με τα οφέλη που αποκομίζονται όσον αφορά την παραγωγή, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις βασίζονται σε τεχνικές καινοτομίες. Ακόμη και την περίπτωση του φυσικού αερίου, το κόστος εξόρυξης διαφοροποιείται. Σε ό,τι αφορά τον άνθρακα, το κόστος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το βάθος του κοιτάσματος, το πάχος του στρωμάτων του και επίσης από το εάν είναι δυνατή η ανάκτηση των κοιτασμάτων σε επιφανειακή ή μόνο σε υπόγεια εξόρυξη. Η κλίμακα του κόστους είναι σημαντική. Εκτείνεται από λίγα δολάρια ΗΠΑ/τόνο (π.χ. στην υδρολογική λεκάνη Powder River Basin στις ΗΠΑ) έως 200 δολάρια ΗΠΑ/τόνο για την εξόρυξη λιθανθράκων σε μεμονωμένες ζώνες στην Ευρώπη.

3.16

Ακόμη και η περιφερειακή κατανομή των ορυκτών αποθεμάτων παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις. Τούτο ισχύει κυρίως για το πετρέλαιο. 65 % του πετρελαϊκών αποθεμάτων εντοπίζονται στην Εγγύς Ανατολή. Άνιση κατανομή διαπιστώνεται και για το φυσικό αέριο μεταξύ των δύο βασικών περιοχών, την Εγγύς Ανατολή (34 %) και τα διάδοχα κράτη της ΕΣΣΔ (39 %). Αντιθέτως, η κατανομή των αποθεμάτων άνθρακα είναι πιο ισορροπημένη. Τα μεγαλύτερα αποθέματα άνθρακα βρίσκονται στη Βόρεια Αμερική. Παράλληλα υπάρχουν αξιόλογα κοιτάσματα άνθρακα στην Κίνα, την Ινδία, την Αυστραλία, τη Νότια Αφρική και στην Ευρώπη.

3.17

Λόγω της συγκέντρωσης στρατηγικά ζωτικών ορυκτών πηγών ενέργειας — ειδικά του πετρελαίου, αλλά και του φυσικού αερίου — σε επισφαλείς από γεωπολιτική άποψη περιοχές της Εγγύς και Μέσης Ανατολής ανακύπτουν σημαντικά προβλήματα όσον αφορά την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

4.   Ενεργειακά αποθέματα στην ΕΕ (12) –Εξάρτηση από τις εισαγωγές

4.1

Το 2004, η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-25 έφτασε περίπου τα 2,5 δισεκατομμύρια τόνους μονάδων λιθανθράκων, δηλ. περίπου 75 Exajoule (75x1018 Joule). Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 16 % της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας που ανέρχεται σε 15,3 δις τόνους ισοδύναμου άνθρακα (ΤΙΑ). Η κατά κεφαλήν κατανάλωση ενέργειας στην ΕΕ-25 ανέρχεται σε 5,5 τόνους ισοδύναμου άνθρακα και αντιπροσωπεύει πάνω από το διπλάσιο της παγκόσμιας μέσης αξίας, ωστόσο, αποτελεί το μισό μόνο σε σύγκριση με την αντίστοιχη κατανάλωση στη Βόρεια Αμερική. Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές επιδόσεις, η κατανάλωση ενέργειας στην Ευρώπη είναι σχεδόν μόνο η μισή σε σύγκριση με το μέσο όρο όλων των μη ευρωπαϊκών περιφερειών, δεδομένου ότι η ενέργεια αξιοποιείται στην Ευρώπη πολύ αποτελεσματικότερα απ' ότι σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.

4.2

Το 2004, οι σημαντικότερες πηγές ενέργειας στην ΕΕ-25 ήταν — βάσει υπολογισμού της συνολικής κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας — τα ορυκτέλαια με ποσοστό 39 %, το φυσικό αέριο με 24 % και ο άνθρακας με 17 %. Άλλοι σημαντικοί πυλώνες του ενεργειακού εφοδιασμού στην ΕΕ είναι η πυρηνική ενέργεια με ποσοστό 14 %, καθώς και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και άλλες μορφές ενέργειας με 6 %. Τα μερίδια των επιμέρους ορυκτών πηγών ενέργειας χαρακτηρίζονται — με διαφοροποίησή τους ανά κράτος μέλος της ΕΕ-25 — από σημαντικά περιθώρια διακύμανσης. Στην περίπτωση του φυσικού αερίου εκτείνονται από 1 % στη Σουηδία έως σχεδόν 50 % στις Κάτω Χώρες, για τα ορυκτέλαια ξεκινούν κάτω από το 30 % στην Ουγγαρία και φτάνουν έως τα δύο τρίτα στην Πορτογαλία, ενώ το μερίδιο του άνθρακα στη Γαλλία ανέρχεται σε 5 % και φτάνει έως 60 % στην Πολωνία. Κύρια αιτία αυτών των διαφορών αποτελούν οι αποκλίσεις μεταξύ των επιμέρους κρατών μελών, όσον αφορά τη διαθεσιμότητα πόρων ορυκτών πηγών ενέργειας.

4.3

Το σύνολο των ενεργειακών πόρων στην ΕΕ-25 είναι συγκριτικά περιορισμένο. Ανέρχεται περίπου σε 38 δις τόνους ισοδύναμου άνθρακα. Αντιστοιχούν δηλαδή στο 3 % των παγκόσμιων αποθεμάτων, λαμβανομένων υπόψη και των μη συμβατικών υδρογονανθράκων. Μεταξύ αυτών, τα αποθέματα άνθρακα συνιστούν με 31 δις ΤΙΣ το μεγαλύτερο μερίδιο και είναι σχετικά ομοιόμορφα κατανεμημένα μεταξύ λιγνίτη και λιθανθράκων. Τα αποθέματα φυσικού αερίου ανέρχονται σε 4 δισεκατομμύρια τόνους ισοδύναμου άνθρακα και τα πετρελαϊκά αποθέματα σε 2 δις ΤΙΣ. Η Ε.Ε. των είκοσι πέντε θα καταστεί σύντομα ο μεγαλύτερος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας στον κόσμο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της επιτροπής της Ε.Ε., η εξάρτηση αυτή θα αυξηθεί σε περισσότερο από δύο τρίτα έως το 2030.

4.4

Η κατανομή των ορυκτών ενεργειακών πόρων μεταξύ των επιμέρους κρατών μελών της ΕΕ–25 παρουσιάζει πολλές αποκλίσεις. Τα αποθέματα πετρελαίου είναι πρωτίστως συγκεντρωμένα στα βρετανικά και επίσης στα δανικά ύδατα της Βόρειας Θάλασσας. Επειδή έχουν εξαντληθεί σε μεγάλο βαθμό, η εξόρυξή τους αναμένεται να περιοριστεί. Το επίκεντρο των αποθεμάτων αερίου εντοπίζεται στις Κάτω Χώρες και στη Μεγάλη Βρετανία. Τα αποθέματα άνθρακα κατανέμονται κυρίως μεταξύ Γερμανίας, Πολωνίας, Τσεχίας, Ουγγαρίας, Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας. Επιπλέον, σημαντικός είναι ο ρόλος των νορβηγικών αποθεμάτων σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο, επειδή η Νορβηγία μπορεί να μην είναι μέλος της Ε.Ε. αλλά είναι μέλος του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου (ΕΟΧ).

4.5

Λαμβάνοντας υπόψη τα περιορισμένα σε γενικές γραμμές αποθέματα ορυκτών πηγών ενέργειας, η ΕΕ–25 με τις εισαγωγές. Σύμφωνα με την πράσινη βίβλο της ευρωπαϊκής επιτροπής, το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί σε 70 % έως το 2030. Ιδιαίτερα υψηλή είναι η εισαγωγική εξάρτηση για τα ορυκτέλαια. Στην περίπτωση της συγκεκριμένης πηγής ενέργειας, πάνω από τα τρία τέταρτα των αναγκών καλύπτονται με εισαγωγές από τρίτες χώρες. Για το φυσικό αέριο το ποσοστό των εισαγωγών ανέρχεται περίπου σε 55 %. Στον άνθρακα το μερίδιο φτάνει στο ένα τρίτο.

4.6

Η χρήση τους είχε ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές για αυτήν τη ζωτική πρώτη ύλη, η οποία αναμένεται να ενισχυθεί στο μέλλον, κυρίως όσον αφορά το πετρέλαιο και ακόμη περισσότερο το φυσικό αέριο. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, η ΕΕ αποτελεί παγκοσμίως το μεγαλύτερο καθαρό εισαγωγέα πηγών ενέργειας.

4.7

Συνεπώς, όλες οι δράσεις της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ πρέπει να επικεντρωθούν, προκειμένου να διασφαλιστούν ο εφοδιασμός και οι δίαυλοι εφοδιασμού ορυκτών καυσίμων. Εδώ, ένα ιδιαίτερο πρόβλημα είναι η πολιτική σταθερότητα ορισμένων κρατών που είναι βασικοί προμηθευτές. Από την άποψη αυτή, ιδιαίτερη σημασία έχει η συνεργασία με την ρωσική ομοσπονδία, την ΚΑΚ με τα κράτη της εγγύς και της μέσης Ανατολής, καθώς και με τις γειτονικές χώρες της Ε.Ε. ( όπως, π.χ., η Αλγερία και η Λιβύη).

4.8

Αφετέρου, η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ πρέπει να λάβει κάθε δυνατό μέτρο για να περιορίσει σε μακροπρόθεσμη βάση αυτήν την εξάρτηση, ειδικά μέσω της αποτελεσματικότερης χρήσης των ορυκτών πηγών ενέργειας, καθώς και με την ανάπτυξη, διάθεση στην αγορά και ενίσχυση της χρήσης εναλλακτικών ενεργειακών συστημάτων, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η πυρηνική ενέργεια. Έτσι, η περαιτέρω ανάπτυξη εναλλακτικών ενεργειακών συστημάτων αποκτά ιδιαίτερη σημασία.

4.9

Ενόψει όλων αυτών, η αξιοποίηση μεγαλύτερου μέρους των σημαντικών ευρωπαϊκών αποθεμάτων σε άνθρακα μπορεί να περιορίσει αυτή την εξάρτηση, ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που οι περιβαλλοντικές προϋποθέσεις που ισχύουν σήμερα για την εξόρυξη άνθρακα στην Ευρώπη είναι πολύ αυστηρότερες από ότι σε άλλες περιοχές του κόσμου.

5.   Εξέλιξη της κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ

5.1

Η εξέλιξη της κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ-25 προβλέπεται κατά πάσα πιθανότητα να ακολουθήσει το λεγόμενο βασικό σενάριο, που περιγράφεται στην έκδοση της Επιτροπής με τίτλο «Ευρωπαϊκά σενάρια στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών σχετικά με βασικούς συντελεστές» (13), στο οποίο βασίζεται η ανάπτυξη των κυρίαρχων τάσεων και πολιτικών. Βάσει αυτού οι προβλέψεις είναι οι εξής:

5.2

Η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας θα αυξηθεί έως το 2040 σε 2,9 δισεκατομμύρια τόνους ισοδύναμου άνθρακα, ήτοι 0,6 % αύξηση ετησίως. Αντίθετα, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αναμένεται να αυξηθεί μέχρι το 2030 κατά μέσο όρο 2,4 % ετησίως. Η απαιτούμενη για την επίτευξη αυτού του στόχου μείωση της ενεργειακής έντασης (σχέση της κατανάλωσης ενέργειας προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν) άνω του 1,7 % κατ' έτος (!) πρέπει να υλοποιηθεί μέσω διαρθρωτικών μεταβολών, βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας και εφαρμογής νέων τεχνολογιών.

5.3

Το μερίδιο των ορυκτών πηγών ενέργειας στην κάλυψη της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας θα αυξηθεί έως το 2030 κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες μάλιστα, φτάνοντας έτσι το 82 %.

5.4

Άνθρακας: Αρχικά προβλέπεται μείωση, από το 2015 όμως και μετά αύξηση της κατανάλωσης άνθρακα — ως συνέπεια του βελτιωμένου επιπέδου ανταγωνιστικότητας αυτής της πηγής ενέργειας για την ηλεκτροπαραγωγή. Βασικοί λόγοι αυτής της εξέλιξης είναι η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και η αναμενόμενη δυνατότητα εφαρμογής προηγμένων τεχνολογιών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με βάση τον άνθρακα. Σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή, το 2030 η κατανάλωση άνθρακα θα ανέλθει εκ νέου στο επίπεδο που καταγράφηκε το 2000. Το μερίδιό του στην κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ–25 θα κυμαίνεται, όπως εξάλλου και το 2005, στο 15 %. Δεδομένου ότι μεταξύ 2005 και 2030 προβλέπεται μείωση της εξόρυξης άνθρακα στην ΕΕ κατά σχεδόν 40 % και ταυτόχρονα αύξηση των εισαγωγών άνθρακα κατά 125 %, ενισχύεται το εισαγόμενο μερίδιο για την κάλυψη της ζήτησης σε άνθρακα στην ΕΕ-25 από το ένα τρίτο κατά το 2005, σε σχεδόν δύο τρίτα το 2030.

5.5

Πετρέλαιο: Δεδομένου ότι το ποσοστό αύξησης ανέρχεται σε 0,2 %/ετησίως, η ανάπτυξή του είναι συνεπώς δυσανάλογα μικρή, το μερίδιο του πετρελαίου στην κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας αναμένεται να μειωθεί το 2030 και να φτάσει στο 34 %, δηλαδή 5 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερο από σήμερα.

5.6

Αέριο: Αρχικά, η κατανάλωση αερίου αναμένεται να παρουσιάσει δυσανάλογα μεγάλη αύξηση κινούμενη με ρυθμό 2,7 %/ετησίως έως το 2015. Στη συνέχεια αυτή η ανάπτυξη θα αποδυναμωθεί. Μεταξύ άλλων βασικός λόγος είναι η μειωμένη ανταγωνιστικότητα έναντι του άνθρακα στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Παρόλα αυτά, στο συνολικό χρονικό διάστημα έως το 2030, το αέριο αναμένεται να καταγράψει τη μεγαλύτερη αύξηση στην κατανάλωση μεταξύ όλων των ορυκτών πηγών ενέργειας. Το μερίδιο του φυσικού αερίου στην κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ-25 θα αυξηθεί από 26 % το 2005 σε 32 % το 2030. Το υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ) επιτρέπει τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο, επειδή μπορεί να μεταφερθεί δια θαλάσσης. Σήμερα, το ΥΦΑ αντιστοιχεί στο 25 % του παγκοσμίου εμπορίου σε φυσικό αέριο. Η σημαντικότερη χώρα εξαγωγής ΥΦΑ είναι η Ινδονησία, ακολουθούμενη από την Αλγερία, τη Μαλαισία και το Κατάρ.

5.7

Έως το 2030 η εξόρυξη ορυκτών πηγών ενέργειας θα παρουσιάσει μείωση με ρυθμό 2 % κατ' έτος στην ΕΕ-25. Ως εκ τούτου, η εξάρτηση από τις εισαγωγές για όλες τις ορυκτές πηγές ενέργειας ενισχύεται, αντιπροσωπεύοντας πάνω από τα δύο τρίτα μέχρι το 2030. Επομένως, το 2030 το ποσοστό εισαγωγών άνθρακα θα αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, σχεδόν τα δύο τρίτα, το φυσικό αέριο 80 % και στην περίπτωση του πετρελαίου το ποσοστό θα φτάσει στο 90 %. Ιδιαίτερα κρίσιμη κρίνεται η αυξανόμενη εξάρτηση των εισαγωγών αερίου από τον περιορισμένο αριθμό παρόχων.

5.8

Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας θα καταγράψει έως το 2030 μέσο ρυθμό αύξησης 1,4 %/ετησίως. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η ανάγκη σε δυναμικό των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί από περίπου 700GW (μέγιστη ηλεκτρική ισχύς), που ανακτάται σήμερα, κατά 400 GW, φτάνοντας δηλαδή στα 1100GW το 2030. Επιπλέον, οι παλαιοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής πρέπει να αντικατασταθούν με νέες μονάδες. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αναμενόμενη αύξηση δυναμικού με την αύξηση της απόδοσης ανέρχεται σε 300 GW στον τομέα των ορυκτών πηγών ενέργειας και σε 130 GW στον τομέα της αιολικής, υδροηλεκτρικής και ηλιακής ενέργειας, ενώ για την περίοδο από το 2005 έως το 2030 αναμένεται στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας μείωση του δυναμικού κατά 30 GW, υπό τον όρο ότι δεν θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική κατάσταση.

5.9

Έτσι, ο ενεργειακός εφοδιασμός της Ε.Ε. για τα επόμενα 25 χρόνια θα αποτελέσει σημαντική πρόκληση και αποστολή, ενδέχεται όμως να προσφέρει και οικονομικές ευκαιρίες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η διασφάλιση του εφοδιασμού, η πλήρωση των περαιτέρω αυξανόμενων περιβαλλοντικών απαιτήσεων, η εφαρμογή ανταγωνιστικών ενεργειακών τιμών και η πραγματοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων.

6.   Άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε ένα αειφόρο ενεργειακό μείγμα

6.1

Ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι φυσικοί υδρογονάνθρακες, οι οποίοι δημιουργήθηκαν κατά την παρέλευση εκατομμυρίων ετών χάρη στη μετατροπή αποθηκευμένης βιομάζας που αποτελείται από βιολογικές ουσίες· συνεπώς πρόκειται για αποθηκευμένη ηλιακή ενέργεια. Ανάλογα με τις επικρατούσες γεωλογικές συνθήκες κατά τη δημιουργία τους (π.χ. πίεση, θερμοκρασία, ηλικία) προέκυψαν και διαφορετικά προϊόντα. Βασικό στοιχείο διαφοροποίησης είναι η περιεκτικότητα υδρογόνου της εκάστοτε καύσιμης ύλης. Ο λόγος υδρογόνου-άνθρακα που περιέχεται στο φυσικό αέριο είναι ο υψηλότερος με 4:1, ενώ στο πετρέλαιο είναι περίπου 1,8:1 και στον άνθρακα μόλις 0,7:1·ο λόγος αυτός επηρεάζει καθοριστικά τη χρήση των ανωτέρω ορυκτών πρώτων υλών στους διάφορους τομείς εφαρμογής.

6.2

Η χρήση άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου ως πηγών ενέργειας, ως πρώτων υλών για την παραγωγή πλήθους προϊόντων (από φάρμακα έως πλαστικά πολλαπλής χρήσης) και ως αναγωγικών μέσων για την παραγωγή σιδήρου και χάλυβα είναι αναντικατάστατη. Ωστόσο, η δράση των φυσικοχημικών τους ιδιοτήτων (π.χ. κατάσταση της ύλης, περιεκτικότητα σε υδρογόνο, άνθρακα, και τέφρα) ενδείκνυται για ορισμένους σκοπούς χρήσης, ενώ για άλλους είναι λιγότερο κατάλληλη. Ο υδρογονάνθρακας που θα χρησιμοποιηθεί επιλέγεται με βάση οικονομικά, τεχνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια.

6.3

Περίπου 7 % των αξιοποιούμενων ορυκτών πηγών ενέργειας στην ΕΕ προορίζονται για τη λεγόμενη μη ενεργειακή κατανάλωση, δηλαδή κυρίως για την παραγωγή χημικών προϊόντων. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, βάση του νέου αναπτυσσόμενου παραγωγικού κλάδου αποτέλεσαν οι αξιοποιήσιμες πρώτες ύλες που προέρχονταν από άνθρακα. Στο μεταξύ οι αξιοποιήσιμες ύλες με βάση τον άνθρακα έχουν αντικατασταθεί πλήρως σχεδόν από το φυσικό αέριο και τα πετρελαιοειδή προϊόντα. Για όσο καιρό είναι δυνατός ο εφοδιασμός, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο εν λόγω τμήμα της αγοράς. Η απαιτούμενη για την επίτευξη του ανωτέρω στόχου εμβέλεια των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου θα ήταν σαφώς μεγαλύτερη, εάν οι εν λόγω πηγές ενέργειας αξιοποιούνταν λιγότερο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας.

6.4

Για την παραγωγή χάλυβα με οξυγονοέμφυση έχει καθιερωθεί η διαδικασία μετατροπέα υψικαμίνου που βασίζεται στη χρήση άνθρακα. Στη διαδικασία της υψικαμίνου απαιτείται η χρήση οπτάνθρακα από λιθάνθρακα ως αναγωγικού μέσου για την παραγωγή χυτοσιδήρου, ο οποίος λειτουργεί και ως πλαίσιο στήριξης και σύστημα διείσδυσης του αερίου. Στις σύγχρονες ευρωπαϊκές μονάδες με δυναμικό 475kg/τόνο χυτοσιδήρου, η μέση κατανάλωση αναγωγικού μέσου βρίσκεται κοντά στα ελάχιστα επίπεδα των τεχνικών δυνατοτήτων της διεργασίας.

6.5

Ο τομέας των μεταφορών εξακολουθεί να παρουσιάζει αύξηση. Ο εν λόγω τομέας αντιπροσωπεύει το 25 % περίπου της κατανάλωσης ενέργειας, ενώ ο τομέας των οδικών μεταφορών χαρακτηρίζεται από πλήρη σχεδόν εξάρτηση από την παραγωγή πετρελαίου. Τα ρευστά καύσιμα διαθέτουν υψηλή ενεργειακή περιεκτικότητα ανάλογα με τη μονάδα όγκου και τη μονάδα μάζας. Αυτό αποτελεί βασική προϋπόθεση για την οικονομικά αποδοτική και αποτελεσματική τους χρήση στον τομέα των μεταφορών. Ως εκ τούτου, τα υγρά καύσιμα και η υποδομή τους έχουν επικρατήσει στις οδικές μεταφορές. Η εξάρτηση από το πετρέλαιο μπορεί να περιοριστεί και με την προαγωγή της χρήσης ηλεκτροκίνητων οχημάτων, όπως ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, επειδή έτσι επιτυγχάνεται μια ευρύτερη διαφοροποίηση των πρωτογενών πηγών ενέργειας που χρησιμοποιούνται ( άνθρακας, φυσικό αέριο, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πυρηνική ενέργεια).

6.6

Έναντι των υγρών καυσίμων με βάση το πετρέλαιο ευρίσκεται ως ανταγωνιστική δυνατότητα η άμεση χρήση του γαιαερίου και του υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) ως καυσίμων. Απομένει να διαπιστωθεί εάν αυτές οι γραμμές παραγωγής μπορούν να αποκτήσουν μεγαλύτερα μερίδια αγοράς (14).

6.7

Οι ανάγκες των νοικοκυριών και μικροκαταναλωτών αντιστοιχούν περίπου στο 30 % της ενέργειας. Η επιλογή της πηγής ενέργειας γίνεται βάσει οικονομικών κριτηρίων, ενώ ενισχύεται και ο συνυπολογισμός των περιβαλλοντικών πτυχών και των πτυχών της άνεσης. Στον εν λόγω τομέα το πετρέλαιο θέρμανσης, το φυσικό αέριο, το ηλεκτρικό ρεύμα, και, σε περιοχές υψηλής πληθυσμιακής πυκνότητας, και η τηλεθέρμανση από μονάδες συνδυασμένης παραγωγής ενέργειας βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση.

6.8

Το 40 % της κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ μετατρέπεται στους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς σε ηλεκτρισμό και θερμότητα. Από τεχνική άποψη, ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αλλά και η πυρηνική ενέργεια είναι εξίσου κατάλληλες πηγές ενέργειας για την μετατροπή τους σε ηλεκτρισμό. Σε σταθμούς παραγωγής ηλεκτρισμού που διαθέτουν υψηλή απόδοση από τεχνικής πλευράς όπου χρησιμοποιείται φυσικό αέριο, η απόδοση (μετατροπή πρωτογενούς ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια) φτάνει μέχρι και το 60 %. Με τη χρήση λιθανθράκων η απόδοση των σύγχρονων μονάδων κυμαίνεται μεταξύ 45 % και 50 %, ενώ στην περίπτωση λιγνίτη φτάνει το 43 %.

6.9

Περίπου το 40 % της παγκόσμιας ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας καλύπτεται από άνθρακες, ενώ στην ΕΕ το ποσοστό είναι 30 %. Το 63 % περίπου της παγκόσμιας παραγωγής άνθρακα αξιοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας: ο άνθρακας συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος στην ηλεκτροπαραγωγή απ' ότι το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο και επιπλέον η διαθεσιμότητά του είναι παγκοσμίως εξασφαλισμένη από πολλές ζώνες παραγωγής που παρουσιάζουν υψηλή διαφοροποίηση.

6.10

Με την εστίαση της χρήσης του άνθρακα στην παραγωγή χάλυβα και ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να υλοποιηθεί ένα μείγμα ορυκτών ενεργειακών πηγών, το οποίο να συνδυάζει οικονομικά πλεονεκτήματα, προστασία του περιβάλλοντος, ασφάλεια εφοδιασμού και εξοικονόμηση των πόρων. Τα παγκόσμια αποθέματα άνθρακα είναι σαφώς μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

6.11

Συνεπώς, οι πολιτικές πρέπει να προσφέρουν κίνητρα έτσι ώστε οι πρώτες ύλες πετρέλαιο και φυσικό αέριο, που είναι περισσότερο πεπερασμένες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ευέλικτο τρόπο, να χρησιμοποιούνται σε εκείνους τους τομείς — ιδιαιτέρως στις μεταφορές και τη χημική βιομηχανία — στους οποίους η χρήση άνθρακα ( καθώς και πυρηνικής ενέργειας και εν μέρει διαφόρων ανανεώσιμων πηγών) συνεπάγεται πρόσθετες επιβαρύνσεις και δαπάνες, τεχνολογίες και ενέργεια — δηλαδή πρόσθετη παραγωγή CO2! Έτσι, η εξάντληση αυτών των αποθεμάτων θα μπορούσε να καθυστερήσει προς όφελος των μελλοντικών γενεών.

6.12

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δοθούν κίνητρα για την χρησιμοποίηση άνθρακα (καθώς και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και πυρηνικής ενέργειας) στους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, έτσι ώστε να αποφευχθεί η χρήση πετρελαίου και φυσικού αερίου (βλέπε επίσης σημείο 8.12). Η Ευρώπη διαθέτει αξιόλογα αποθέματα λιθανθράκων και λιγνίτη στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Η αξιοποίηση αυτών των αποθεμάτων μπορεί να παρεμποδίσει την περαιτέρω αύξηση της εξάρτησης της ΕΕ από τις ενεργειακές εισαγωγές.

7.   Προστασία του περιβάλλοντος και προληπτική προστασία του κλίματος

7.1

Στις περιβαλλοντικές αναλύσεις και συγκριτικές περιβαλλοντικές μελέτες όσον αφορά τις ορυκτές πηγές ενέργειας πρέπει να συμπεριληφθεί το σύνολο της παραγωγικής αλυσίδας και της αλυσίδας των εφαρμογών: ανάκτηση/εξόρυξη πρώτων υλών, μεταφορά, ενεργειακή μετατροπή και χρήση της τελικής ενέργειας. Όλα τα στάδια συνδέονται λίγο πολύ με περιβαλλοντικές επιπτώσεις και ενεργειακές απώλειες. Στην περίπτωση των εισαγόμενων πηγών ενέργειας πρέπει να συνυπολογιστούν και οι επιπτώσεις για το περιβάλλον που ανακύπτουν εκτός των συνόρων της ΕΕ.

7.2

Όσον αφορά την εξόρυξη/παραγωγή άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε διάφορες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Στην εξόρυξη άνθρακα είναι απαραίτητο να περιοριστούν η χρήση της γης και οι εκπομπές σκόνης. Κατά την γεώτρηση και εξόρυξη πετρελαίου πρέπει να αποφευχθούν τυχόν διαρροές πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και παράπλευρων προϊόντων· αυτό ισχύει κατ' αναλογία για την άντληση φυσικού αερίου, καθώς και για την μετέπειτα μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου μέσω αγωγών ή με πλοία. Ιδιαίτερα μέτρα πρέπει να ληφθούν για την υπεράκτια παραγωγή. Το μεθάνιο που συλλέγεται κατά την εξόρυξη πετρελαίου δεν πρέπει να καίγεται, αλλά να αξιοποιείται για βιομηχανική χρήση. Το ίδιο ισχύει και για τα αέρια ανθρακωρυχείου που συλλέγονται κατά την εξόρυξη άνθρακα, και ενδέχεται να περιέχουν μεγάλες ποσότητες μεθανίου.

7.3

Η ευρωπαϊκή οδηγία για τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης καθορίζει αυστηρά περιβαλλοντικά κριτήρια για την κατασκευή και λειτουργία εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος = 50 MWth. Οι συγκεντρώσεις των ρύπων στα καυσαέρια των εγκαταστάσεων καύσης φυσικού αερίου, πετρελαίου και άνθρακα πρέπει να περιοριστούν στα επίπεδα της τεχνικής εξέλιξης όπως αυτά προσδιορίζονται από την εν λόγω οδηγία. Ο εξοπλισμός των παλαιών εγκαταστάσεων πρέπει να ανανεωθεί. Κατ' αυτόν τον τρόπο πρέπει να διασφαλισθεί ο περιορισμός των εκπομπών σκόνης (ακόμη και κονιορτού, βλέπε σχετικά σημείο 7.6), του διοξειδίου του θείου, των οξειδίων του αζώτου και ιδιαίτερα βλαβερών βαρέων μετάλλων, καθώς και των τοξικών και καρκινογόνων οργανικών ουσιών σε ανεκτά για τη φύση και τον άνθρωπο επίπεδα. Οι εκπομπές θορύβου πρέπει προληπτικά να ελαττωθούν, ούτως ώστε να αποφευχθούν όσον το δυνατόν περισσότερο οι οχλήσεις.

7.4

Ο άνθρακας περιέχει μη καύσιμες ύλες, οι οποίες, μετά την καύση του στις αντίστοιχες εγκαταστάσεις, καθιζάνουν ως τέφρα (στα ηλεκτρικά φίλτρα ή φίλτρα από ύφασμα). Η περιεκτικότητα του άνθρακα σε πεθερά ανέρχεται συνήθως μέχρι το 10 % ( και σε μεμονωμένες περιπτώσεις έως και 15 %). Ανάλογα με τη σύνθεσή της, η τέφρα αξιοποιείται ως βοηθητική ουσία στην τσιμεντοβιομηχανία και στην οδοποιία ή για έργα επανεπιχωμάτωσης ορυχείων ή εκτάσεων.

7.5

Το πετρέλαιο περιέχει επίσης ένα μικρό ποσοστό τέφρας. Κατά την κατεργασία του πετρελαίου στα διυλιστήρια απομένει η τέφρα, η οποία περιέχει μεταξύ άλλων ίχνη βαναδίου και νικελίου υπό τη μορφή στερεών κατάλοιπων, οι λεγόμενοι οπτάνθρακες πετρελαίου.

7.6

Εδώ και μερικά χρόνια συζητείται εντατικά το θέμα των λεγόμενων εκπομπών κονιορτού (15). Πρόκειται για αναπνεύσιμα αιωρούμενα σωματίδια, μικρότερα από 10 μm που μπορούν να αποτελέσουν αιτία παθήσεων των αναπνευστικών οδών. Τέτοιου είδους σωματίδια εκπέμπονται και από τις καύσεις πετρελαίου και άνθρακα, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η πλήρης συγκράτηση των λεπτόκοκκων σωματιδίων τέφρας στα φίλτρα. Ωστόσο, η σημαντικότερη πηγή εκπομπών αιωρούμενων σωματιδίων είναι οι κινητήρες ντίζελ, στο μέτρο που δεν είναι εφοδιασμένοι με ειδικά φίλτρα. Στους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργούν με άνθρακα ή πετρέλαιο οι εκπομπές κονιορτού περιορίζονται βάσει των οριακών τιμών που ορίζονται στην ευρωπαϊκή οδηγία για τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης στα 20 mg/m. Στους μεγάλους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής οι εκπομπές κονιορτού μειώνονται περαιτέρω μέσω της υγρής αποθείωσης των καπναερίων. Για την περαιτέρω ελάττωση των εκπομπών κονιορτού και την καθολική τήρηση των οριακών τιμών εκπομπής στην Ευρώπη, η ΕΕ έχει θεσπίσει αυστηρότερες διατάξεις όσον αφορά τα ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα, οι οποίες προβλέπουν από το 2008 την εγκατάσταση φίλτρων σωματιδίων στα επιβατηγά αυτοκίνητα.

7.7

Σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ η αποθείωση των καυσαερίων των μεγάλων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με βάση τον άνθρακα και των βιομηχανικών εγκαταστάσεων καύσης είναι υποχρεωτική ήδη από τη δεκαετία του 1980. Με αυτόν τον τρόπο κατέστη δυνατή η αναστολή της οξίνισης του εδάφους και των λιμνών που παρατηρήθηκε εκείνη την περίοδο. Η πλέον πρόσφατη έκδοση του ευρωπαϊκού κανονισμού για τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης προβλέπει για τις μονάδες ισχύος > 300 MW μέγιστη οριακή τιμή εκπομπών καυσαερίων SO2 200 mg/m3. Σύμφωνα με το σημερινό επίπεδο της τεχνικής εξέλιξης, η συγκράτηση των θειούχων συστατικών ανέρχεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90 %. Για τα προϊόντα που παράγονται από τη συγκράτηση του θείου, κυρίως γύψο, δημιουργήθηκαν νέες αγορές και μειώθηκε η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.

7.8

Κατά την καύση ορυκτών καύσιμων υλών σε υψηλές θερμοκρασίες σχηματίζονται τα λεγόμενα οξείδια του αζώτου από τις ίδιες τις καύσιμες ύλες ή από το άζωτο που περιέχεται στον αέρα καύσης και το οξυγόνο που καίγεται. Ο ευρωπαϊκός κανονισμός για τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης ορίζει ότι στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής ισχύος > 300 MW οι εκπομπές οξειδίων του αζώτου δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 200 mg/κυβικό μέτρο καυσαερίων.

7.9

Η επιστήμη εκτιμά ότι μεταξύ των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που οφείλεται σε ανθρωπογενείς παράγοντες και των άλλων επονομαζόμενων «αερίων του θερμοκηπίου» και της ανόδου της θερμοκρασίας στην επιφάνεια της γης υπάρχει σχέση αιτίου και αιτιατού (φαινόμενο του θερμοκηπίου). Όσον αφορά τις διαστάσεις του εν λόγω φαινομένου εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα. Από τις διεργασίες καύσης άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου εκπέμπονται ετησίως 20 δισεκατομμύρια περίπου τόνοι διοξειδίου του άνθρακα· αυτές συνιστούν την κύρια πηγή των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που οφείλονται σε ανθρωπογενείς παράγοντες. Εκτός από την ενίσχυση της αποδοτικότητας και την εφαρμογή μέτρων για την εξοικονόμηση ενέργειας πρέπει να αναπτυχθούν τεχνικές για τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα (βλέπε παρακάτω), οι οποίες θα περιορίσουν αισθητά την επιβάρυνση για το περιβάλλον μακροπρόθεσμα.

7.10

Η ενίσχυση της αποδοτικότητας κατά την μετατροπή και χρήση ενέργειας συνιστά προϋπόθεση για την επιτυχημένη ευρύτερη προστασία του κλίματος. Για την επίτευξη αυτού του στόχου κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα. Αντιθέτως, οι στρατηγικές υποκατάστασης των καυσίμων δεν οδηγούν στην υλοποίηση των στόχων, διότι επικεντρώνονται μονομερώς στη χρήση συγκεκριμένων πηγών ενέργειας π.χ. φυσικό αέριο, διακινδυνεύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη βιωσιμότητα και την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού στην ΕΕ. Επιπλέον, το φυσικό αέριο συνιστά σημαντική πρώτη ύλη για τη χημική βιομηχανία και τον τομέα των μεταφορών, και δεν θα πρέπει να σπαταλιέται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

7.11

Κατά μονάδα ενέργειες, το διοξείδιο του άνθρακα που εκλύεται με την καύση φυσικού αερίου αντιστοιχεί στο 50-60 % αυτό που εκλύεται με την καύση άνθρακα, επειδή εκτός από τον άνθρακα που περιέχει το φυσικό αέριο αξιοποιείται ενεργειακά (καίγεται) και το υδρογόνο που περιέχει. Ωστόσο, το μεθάνιο — βασικό συστατικό του φυσικού αερίου — είναι ένα πολύ πιο δραστικό για το κλίμα αέριο θερμοκηπίου (παράγοντας περίπου 30) απ' ότι το διοξείδιο του άνθρακα. Ως εκ τούτου, κατά την παραγωγή και χρήση των ορυκτών πηγών ενέργειας πρέπει να εφαρμοστούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή των εκπομπών μεθανίου. Το μεθάνιο που απελευθερώνεται κατά την εξόρυξη πετρελαίου και λιθανθράκων πρέπει να δεσμευτεί και να αξιοποιηθεί για άλλους σκοπούς. Επίσης κατά τη μεταφορά φυσικού αερίου πρέπει να αποτραπεί σε κάθε περίπτωση η διαρροή μεθανίου. Ακόμη και σε περίπτωση ελάχιστων απωλειών κατά τη μεταφορά του μέσα στους αγωγούς, το φυσικό αέριο χάνει το πλεονέκτημά του έναντι του άνθρακα.

7.12

Όπως καταδεικνύουν οι εμπειρίες του παρελθόντος, η ταχεία επίτευξη θετικών αποτελεσμάτων στον τομέα της προστασίας του κλίματος και του περιβάλλοντος, όσον αφορά τη χρήση άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι δυνατή μόνο εφόσον αντικατασταθούν οι πεπαλαιωμένες μονάδες και οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με νέες εγκαταστάσεις σύγχρονης τεχνολογίας και υψηλής αποδοτικότητας. Ως εκ τούτου, η διαμόρφωση ενός ενδεδειγμένου πολιτικού πλαισίου και η προώθηση επενδύσεων σε νέες τεχνικές αποτελούν κατάλληλες δράσεις για την υλοποίηση των φιλόδοξων περιβαλλοντικών στόχων.

7.13

Τα τελευταία 20 χρόνια, η ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία έχει επιτύχει την εναρμόνιση των σχετικών προτύπων στα κράτη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η ευρωπαϊκή οδηγία για τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης και η οδηγία για τη διατήρηση της καθαρότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, καθώς και οι εκάστοτε πολιτικές και δράσεις για την ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας και τον περιορισμό των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου έχουν συμβάλλει ουσιαστικά στην επίτευξη του ανωτέρω στόχου.

8.   Τεχνολογική ανάπτυξη (16)

8.1

Στην ΕΕ των 25 οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με άνθρακα, πετρέλαιο ή φυσικό αέριο συνιστούν πάνω από το 60 % της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και, ως εκ τούτου, αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της ηλεκτροπαραγωγής στην Ευρώπη. Επειδή οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που έχουν πάψει να λειτουργούν πρέπει να αντικατασταθούν και για να καλυφθούν οι πρόσθετες ανάγκες δυναμικότητας (βλ. σημείο 5.8), τα επόμενα 25 χρόνια πρέπει να κατασκευαστεί σημαντικός αριθμός νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. Ακόμη και με την εντατικοποίηση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την επέκταση της αξιοποίησης της πυρηνικής ενέργειας, οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με βάση τον άνθρακα και το φυσικό αέριο πρέπει να καλύψουν σημαντικό τμήμα αυτού του ενεργειακού κενού. Όσο πιο ικανοποιητική είναι η απόδοση και παγίδευση ρύπων στις εν λόγω μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, τόσο ευκολότερη είναι η προληπτική προστασία του κλίματος και η κάλυψη των περιβαλλοντικών απαιτήσεων.

8.2

Για το λόγο αυτό πρέπει να ενισχυθούν οι προσπάθειες Ε&Α και στον τομέα της ανάπτυξης των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργούν με ορυκτές πρώτες ύλες. Τη δεκαετία του 1990 αυτές οι προσπάθειες παραμελήθηκαν και οι δημόσιοι πόροι για την έρευνα μειώθηκαν δραστικά σε όλα τα κράτη μέλη.

8.3

Η ΕΟΚΕ αισθάνεται ικανοποίηση διαπιστώνοντας ότι εισακούστηκε η σύσταση που είχε κάνει σε επανειλημμένες περιπτώσεις να δημιουργηθεί στα πλαίσια του 7ου προγράμματος πλαισίου για την Ε&Α ιδιαίτερο θεματικό σημείο προτεραιότητας με την επωνυμία «ενέργεια». Πρέπει όμως να προσαρμοστούν ανάλογα και τα αντίστοιχα προγράμματα ερευνών των κρατών μελών. Έτσι μπορεί να επιτευχθεί μια σημαντική μεταστροφή της επικρατούσας τάσης, που συνεπάγεται και την περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας των μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού σε ό,τι αφορά τη χρήση ορυκτών πηγών ενέργειας, η οποία θα αποφέρει οφέλη και για την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού τομέα κατασκευής εγκαταστάσεων στην αναπτυσσόμενη παγκόσμια αγορά κατασκευής σταθμών ηλεκτροπαραγωγής.

8.4

Η απόδοση στις σύγχρονες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα που χρησιμοποιούν λιθάνθρακες ξεπερνάει το 45 %, ενώ στην περίπτωση λιγνίτη το ποσοστό ανέρχεται πάνω από 43 %. Οι αναγκαίες δράσεις ανάπτυξης που πρέπει να αναληφθούν είναι γνωστές, ούτως ώστε η απόδοση των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα να ανέλθει μέχρι το 2020 στο 50 %. Μακροπρόθεσμο στόχο αποτελεί η αύξηση της πίεσης και της θερμοκρασίας στον κύκλο ατμού των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στους 700 °C/350 bar, για τον οποίο πρέπει να αναπτυχθούν τα απαραίτητα υλικά. Για τη νέα γενιά σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με βάση το λιγνίτη πρέπει να δοκιμαστεί η κατασκευή ειδικών μονάδων προκατεργασίας για την ξήρανση του λιγνίτη. Για την επίτευξη τέτοιων φιλόδοξων αναπτυξιακών στόχων απαιτείται η διεθνής συνεργασία, όπως υφίσταται ήδη π.χ. στα κοινοτικά σχέδια AD 700 και Comptes 700 για την ανάπτυξη σταθμού ηλεκτροπαραγωγής που θα επιτυγχάνει το όριο των 700 °C. Για την επίδειξη νέων σχεδίων κατασκευής μονάδων παραγωγής ενέργειας απαιτούνται επενδύσεις ύψους έως και 1 δις ευρώ. Δεδομένου ότι οι μεμονωμένες επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να αναλάβουν μόνες τους το κόστος και τους κινδύνους που συνεπάγεται ένα τέτοιο εγχείρημα, πρέπει να επιδιωχθεί η συνεργασία μεταξύ ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

8.5

Τα τελευταία χρόνια, η ανάπτυξη αεριοστροβίλων υψηλής απόδοσης στους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργούν με αέριο έχει επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις στην απόδοσή τους. Η αποδοτικότητα των νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο έχει φτάσει σχεδόν στο 60 %. Ωστόσο, λόγω των δραστικών αυξήσεων των τιμών στην αγορά φυσικού αερίου υπάρχουν αβεβαιότητες όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα των εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής με βάση το φυσικό αέριο και, ως εκ τούτου, σχετικά με την κατασκευή νέων σταθμών.

8.6

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η αξιοποίηση της τεχνολογίας των αεριοστροβίλων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με βάση τον άνθρακα είναι κατ' αρχάς απαραίτητη η μετατροπή του άνθρακα σε αέριο. Τις δεκαετίες του 1980 και 1990 η ΕΕ είχε συμβάλλει καθοριστικά με τους πόρους που διέθεσε για την έρευνα στην ανάπτυξη της τεχνικής εξαερίωσης και στήριξε την κατασκευή δύο ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών επίδειξης με ολοκληρωμένο συνδυασμένο κύκλο εξαερίωσης (IGCC). Αυτές οι κατευθύνσεις ανάπτυξης πρέπει να συνεχιστούν όχι μόνο με στόχο την αύξηση της απόδοσης των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με άνθρακα, αλλά και επειδή πρέπει να αποτελέσουν την τεχνική βάση για την περαιτέρω ανάπτυξη ενός σταθμού παραγωγής ηλεκτρισμού που θα λειτουργεί με άνθρακα απαλλαγμένου από εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

8.7

Η αύξηση της αποδοτικότητας και η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεν πρέπει να περιοριστούν στο βιομηχανικό τομέα και την παραγωγή ηλεκτρισμού. Το δυναμικό εξοικονόμησης στην οικιακή και βιομηχανική τελική κατανάλωση εξακολουθεί να είναι σήμερα ιδιαίτερα υψηλό, διότι στους εν λόγω τομείς συχνά δεν παρέχονται τα κατάλληλα κίνητρα κόστους (εξοικονόμηση πόρων στην κατανάλωση/δαπάνες για αγορές νέου εξοπλισμού ή ανακατασκευές εγκαταστάσεων).

8.8

Στον τομέα των μεταφορών της ΕΕ εξακολουθούν να αυξάνονται οι ενεργειακές ανάγκες, φαινόμενο που επίσης οφείλεται στην αυξανόμενη κινητικότητα μετά τη διεύρυνση. Η αύξηση των εκπομπών ρύπων και αερίων του θερμοκηπίου που συνδέονται με την υγεία πρέπει αρχικά να περιοριστεί και μεταγενέστερα να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό όριο μέσω της ανάπτυξης αποδοτικότερων και λιγότερο ρυπογόνων κινητήρων και αυτοκινήτων οχημάτων. Πρέπει να συνεχιστεί η διαρκής ανάπτυξη των τεχνολογιών καθαρισμού των καυσαερίων. Ο στόχος αυτός μπορεί πιθανόν να επιτευχθεί μόνο με την επιτυχή ανάπτυξη και την καθολική εφαρμογή δέσμης προηγμένων τεχνολογιών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η βελτίωση των κινητήρων καύσης, της τεχνολογίας ντίζελ, του υβριδικού συστήματος πρόωσης, των καυσίμων, της αποδοτικότητας των συστημάτων κίνησης των οχημάτων, η ανάπτυξη κυψελών καυσίμων και ενδεχομένως και η τεχνολογία υδρογόνου.

8.9

Οι κυψέλες καυσίμων μπορούν κατ' αρχήν να συμβάλλουν σε αύξηση έως και 20 % της απόδοσης της συνδυασμένης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, τόσο στον τομέα των οχημάτων με κινητήρα όσο και σε σταθερές εφαρμογές στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία. Γι' αυτό χρειάζεται ένα αέριο καύσιμο — φυσικό αέριο, συνθετικό αέριο ή καθαρό υδρογόνο — το οποίο μπορεί να συγκεντρωθεί με έναν μετατροπέα από μεθανόλη που θα είναι τοποθετημένος μπροστά από τις κυψέλες. Ωστόσο, οι κυψέλες καυσίμων — μολονότι είναι γνωστές εδώ και πάνω από 150 χρόνια — δεν κατόρθωσαν μέχρι σήμερα να καθιερωθούν από επιστημονική και τεχνολογική άποψη ως ανταγωνιστικό σύστημα πρόωσης των οχημάτων ή αποκεντρωμένο συγκρότημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας. Η έρευνα και η ανάπτυξη στον τομέα αυτόν πρέπει παρόλα αυτά να συνεχιστούν με δημόσιους πόρους, προκειμένου να διερευνηθεί το δυναμικό των κυψελών καυσίμων και — εφόσον δυνατόν — να αξιοποιηθεί.

8.10

Καμία άλλη εναλλακτική δυνατότητα για την παραγωγή ενέργειας δεν έχει προσελκύσει τέτοιο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια όσο η επιλογή του «υδρογόνου»· πολλές φορές μάλιστα γίνεται λόγος για την μελλοντική κοινωνία του υδρογόνου. Σχετικά με αυτό, συχνά επικρατεί στην κοινή γνώμη η παρανόηση ότι το υδρογόνο συνιστά πρωτογενή πηγή ενέργειας, όπως το πετρέλαιο ή ο άνθρακας. Αυτό όμως δεν ισχύει: το υδρογόνο πρέπει να ανακτηθεί είτε από ορυκτούς υδρογονάνθρακες ή από το νερό με τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας· όπως το διοξείδιο του άνθρακα είναι άνθρακας που έχει υποστεί καύση, έτσι και το νερό (H2O) είναι υδρογόνο που έχει καεί.

8.11

Εκτός αυτού, η μεταφορά υδρογόνου, από τεχνική, ενεργειακή άποψη αλλά και σε ότι αφορά το κόστος, παρουσιάζει μειονεκτήματα έναντι της μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος ή των υγρών υδρογονανθράκων. Αυτό σημαίνει ότι το υδρογόνο πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο στις περιπτώσεις που η χρήση ηλεκτρισμού δεν κρίνεται σκόπιμη ή είναι αδύνατη. Για το λόγο αυτό κρίνεται απαραίτητη η διενέργεια αντικειμενικής ανάλυσης της ανωτέρω προσέγγισης, προκειμένου η έρευνα να επικεντρωθεί στην υλοποίηση ρεαλιστικών στόχων.

8.12

Δεδομένης της καθοριστικής σημασίας της διασφάλισης εύκολα μεταφερόμενων υδρογονανθράκων (καύσιμα κίνησης) για τον τομέα των μεταφορών, είναι ζωτική η όσο το δυνατόν πιο συνετή χρήση των πόρων/αποθεμάτων· δηλ., το πετρέλαιο δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται εκεί όπου είναι δυνατή η χρήση άνθρακα, πυρηνικών καυσίμων ή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με την προοπτική επίτευξης θετικών αποτελεσμάτων.

9.   Δέσμευση και τελική αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα

9.1

Μια σημαντική μείωση των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως τα μέσα του 21ου αιώνα, η οποία να ξεπερνάει τις απαιτήσεις του «Κιότο», στόχο εξάλλου που έχει θέσει και η ΕΕ, μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον κατασκευαστούν και λειτουργήσουν κατά τις επόμενες δεκαετίες σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και άλλες μεγάλες βιομηχανικές μονάδες σύμφωνα με την προσέγγιση της παραγωγής μηδενικών ή περιορισμένων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Ακόμη και στην περίπτωση εντατικής ανάπτυξής τους, η πυρηνική ενέργεια και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν θα είναι σε θέση να αναλάβουν εξολοκλήρου την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου και να αντικαταστήσουν μέσα σε λίγες δεκαετίες τα ορυκτά καύσιμα.

9.2

Σχετικά με τη λειτουργία απαλλαγμένων από εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με βάση τον άνθρακα έχουν προταθεί διάφορες μέθοδοι. Αυτές οι μέθοδοι μπορούν να εφαρμοστούν, με κάποιες τροποποιήσεις, και σε εγκαταστάσεις καύσης πετρελαίου και αερίου. Κατ' αρχήν, οι μέθοδοι που ακολουθούνται είναι τρεις: (i) δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα από τα καπναέρια των παραδοσιακών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, (ii) ανάπτυξη της τεχνικής καύσης του οξυγόνου και (iii) κατασκευή σταθμού ηλεκτροπαραγωγής συνδυασμένου κύκλου εξαερίωσης που θα λειτουργεί με δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα από το καύσιμο αέριο· για την τελευταία προσέγγιση η τεχνολογική εξέλιξη έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο.

9.3

Μέσω της απομάκρυνσης του διοξειδίου του άνθρακα από το καύσιμο αέριο που προκύπτει από την εξαερίωση του άνθρακα δημιουργείται καθαρό υδρογόνο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στους στροβίλους υδρογόνου για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Τα καυσαέρια που αποβάλλονται είναι αβλαβείς υδρατμοί. Εάν η εν λόγω τεχνολογία αποφέρει θετικά αποτελέσματα, κρίνεται εύλογη η συνέργια με την τεχνολογία υδρογόνου και σε άλλους τομείς εφαρμογής.

9.4

Εδώ και πάνω από 20 χρόνια διερευνώνται εντατικά και αναπτύσσονται διάφορες προσεγγίσεις σχετικά με την κατασκευή σταθμών παραγωγής ενέργειας που θα λειτουργούν με την τεχνολογία ολοκληρωμένου συνδυασμένου κύκλου εξαερίωσης (Integrated Gasification Combined Cycle — IGCC). Τα στάδια κατεργασίας του αερίου είναι κατά βάση γνωστά, πρέπει ωστόσο να προσαρμοστούν στην τεχνολογία άνθρακα. Παρόλα αυτά, εάν εφαρμοστεί αυτή η προσέγγιση σχετικά με τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, το κόστος ηλεκτροπαραγωγής ενδέχεται σχεδόν να διπλασιαστεί έναντι των συμβατικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού που δεν λειτουργούν με την μέθοδο αποδέσμευσης του διοξειδίου του άνθρακα, ενώ ταυτόχρονα θα αυξηθεί κατά ένα τρίτο η χρήση των πόρων. Εντούτοις, αυτή η τεχνολογία εξακολουθεί να είναι πιο οικονομική στις περισσότερες τοποθεσίες σε σύγκριση με άλλες τεχνολογίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, όπως π.χ. η αιολική, η ηλιακή ενέργεια ή η ηλεκτροπαραγωγή από βιομάζα.

9.5

Τη δεκαετία του '80 αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη διάφορες προσεγγίσεις για την κατασκευή μονάδων ηλεκτροπαραγωγής ολοκληρωμένου συνδυασμένου κύκλου εξαερίωσης — ασφαλώς χωρίς την τεχνολογία δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα — οι οποίες υποστηρίχθηκαν εν μέρει από την ΕΕ. Στην Ισπανία και στις Κάτω Χώρες κατασκευάστηκαν και λειτούργησαν μονάδες επίδειξης με βάση τους λιθάνθρακες ισχύος 300 MW. Για τη χρήση λιθάνθρακα κατασκευάστηκε και λειτούργησε ειδική μονάδα επίδειξης — επίσης με κοινοτική χρηματοδότηση — με στόχο την παραγωγή συνθετικού αερίου και την μεταγενέστερη ανάπτυξη σύνθεσης μεθανόλης. Συνεπώς, η Ευρώπη διαθέτει ένα εξαιρετικό τεχνολογικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με βάση τον άνθρακα απαλλαγμένων από εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και τη δοκιμή τους σε μονάδες επίδειξης.

9.6

Σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες αξιοποίησης της τεχνολογίας αποδέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα, θα πρέπει να διερευνηθούν οι υφιστάμενες δυνατότητες όχι μόνο για τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, αλλά και για άλλες βιομηχανικές διεργασίες, όπου εντοπίζονται υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, π.χ. στην παραγωγή υδρογόνου, σε διάφορες διεργασίες στον τομέα της χημείας και της διύλισης πετρελαίου, καθώς στην παραγωγή τσιμέντου και χάλυβα. Σε ορισμένες από αυτές τις διεργασίες, η δέσμευση CO2 ενδέχεται να είναι οικονομικά πιο προσιτή και τεχνολογικά ευκολότερα υλοποιήσιμη απ' ότι στους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

9.7

Η προώθηση της έρευνας συνιστά επιτακτική προϋπόθεση για την επίτευξη μιας ασφαλούς, φιλικής προς το περιβάλλον και προσιτής οικονομικά αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα. Στο πλαίσιο αυτό διερευνάται η αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα σε εξαντλημένα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, σε γεωλογικά υδροφόρα στρώματα, σε κοιτάσματα άνθρακα καθώς και στους ωκεανούς. Ενώ η αποθήκευση CO2 σε κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπου αυτά είναι διαθέσιμα, αποτελεί την πλέον οικονομική εναλλακτική δυνατότητα, ευνοείται η συσσώρευσή του στα γεωλογικά υδροφόρα στρώματα εφόσον πρόκειται για μεγάλες ποσότητες, διότι τέτοιες γεωλογικές συνθήκες είναι επίσης παγκοσμίως πιο διαδεδομένες. Για το σκοπό αυτό πρέπει να στοιχειοθετηθεί ότι είναι δυνατή η μακροπρόθεσμη αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα στις προαναφερόμενες τοποθεσίες χωρίς να υφίστανται επιπτώσεις για το περιβάλλον. Η ΕΕ υποστηρίζει μια σειρά ερευνητικών σχεδίων που εστιάζονται στην επίτευξη αυτού του στόχου. Τα αποτελέσματα που έχουν αποκομισθεί μέχρι σήμερα είναι ενθαρρυντικά, εξακολουθεί όμως να υπάρχει η αβεβαιότητα αν με την αποθήκευση στον ωκεανό ενδέχεται να προκληθεί αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτων (βλ. επίσης σημείο 3.14).

9.8

Η τεχνολογία δέσμευσης και τελικής αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα θα είναι διαθέσιμη για ευρεία χρήση μετά το 2020, και αυτό μόνον υπό την προϋπόθεση ότι θα αναληφθούν εγκαίρως οι απαραίτητες δράσεις ΕΤΑ και θα αποφέρουν θετικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με μελέτες, το κόστος για κάθε εξοικονομούμενο τόνο διοξειδίου του άνθρακα εκτιμάται σε 30-60€/τόνο για τη δέσμευση, μεταφορά και τελική αποθήκευσή του· μια τεχνολογία πολύ πιο οικονομική σε σύγκριση με τις περισσότερες μεθόδους παραγωγής ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Βρυξέλλες, 26 Οκτωβρίου 2005

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  Βλέπε σχετικά τις γνωμοδοτήσεις «Προαγωγή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας: μέσα δράσης και μηχανισμοί χρηματοδότησης» (ΕΕ C 108 της 30.4.2004), «Η σημασία της πυρηνικής ενέργειας για την παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας» (ΕΕ C 112 της 30.4.2004), «Ενέργεια σύντηξης» (ΕΕ C 302 της 7.12.2004), «Χρήση της γεωθερμίας» (ΕΕ C 110 της 30.4.2004).

(2)  Λιγνίτης και γαιάνθρακας

(3)  Βλέπε κεφάλαιο 3

(4)  Σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε τον Απρίλιο 2005 η τράπεζα Investmentbank Goldman Sachs, το επίπεδο των τιμών πετρελαίου βρίσκεται «στην αρχή μιας πρωτοφανούς ανοδικής πορείας» η οποία, σύμφωνα με την τράπεζα, μπορεί να φθάσει και τα 105 δολάρια ΗΠΑ το βαρέλι. Για το 2005 είχε προβλεφθεί ότι η τιμή πετρελαίου θα φθάσει τα 50 δολάρια ΗΠΑ, για το 2006 τα 55 δολάρια ΗΠΑ. Ωστόσο, στις 29 Αυγούστου 2005 η τιμή πετρελαίου είχε ήδη υπερβεί τα 70 δολάρια ΗΠΑ το βαρέλι.

(5)  Οι σύγχρονες μονάδες μπορούν να παράγουν έως και 1 GW ηλεκτρική ενέργεια (Gwel). Ένα GW (Gigawat) ισοδυναμεί με 1 000 Megawatt (MW) ή 1 εκατ. Kilowatt (kW) ή 1 δις Watt (W). 1 Watt ανά δευτερόλεπτο ισοδυναμεί με 1 Joule (J). Έτσι, 1 κιλοβατώρα (kWh) ισοδυναμεί με 3,6 εκατ. Joule (3,6 Megajoule (MJ)). Συνεπώς, 1 Megajoule (MJ) ισοδυναμεί περίπου με 0,28 κιλοβατώρες ( kWh ).

(6)  Για τη σημασία του περιορισμού ή της αποφυγής των μεταφορών, βλέπε επίσης CESE 93/24

(7)  Η ενέργεια δεν καταναλώνεται, αλλά μετατρέπεται και ταυτοχρόνως αξιοποιείται. Τούτο πραγματοποιείται μέσω κατάλληλων διαδικασιών μετατροπής, όπως, λόγου χάρη, μέσω της καύσης άνθρακα, της μετατροπής αιολικής ενέργειας σε ηλεκτρική, μέσω της πυρηνικής σχάσης (διατήρηση της ενέργειας· Ε = mc2). Στις περιπτώσεις αυτές, γίνεται λόγος για «ενεργειακό εφοδιασμό», «παραγωγή ενέργειας» ή «κατανάλωση ενέργειας».

(8)  (IEA) World Energy Outlook 2004, S. 57: «Fossil fuels will continue to dominate global energy use. Their share in total demand will increase slightly, from 80 % in 2002 to 82 % in 2030».

(EIA) International Energy Outlook, April 2004, [http://www.eia.doe.gov/oiaf/ieo/]: The IEO2004 reference case projects increased consumption of all primary energy sources over the 24-year forecast horizon (Figure 14 and Appendix A, Table A2 )

(9)  (EU-Commission), [http://europa.eu.int/comm/dgs/energy_transport/figures/scenarios/doc/chapter_1.pdf], EU-25 energy and transport reference case to 2030 (baseline): page 9, table 1-8

(10)  1 kg πετρέλαιο = 42,7 MJ, 1 kg SKE = 29,3 MJ, 1m3 φυσικό αέριο Hu = 31,7 MJ (για το Joule (J) και το Megajoule (MJ) βλέπε υποσημείωση 3)

(11)  Η σημερινή πετρελαϊκή κρίση και η συνεχής άνοδος των τιμών προοιωνίζονται τη συντομότερη έξαρση της κατάστασης.

(12)  World Energy Council, Ενέργεια για την Γερμανία, Στοιχεία, Προοπτικές και Θέσεις σε παγκόσμιο πλαίσιο το 2004Κεντρικό θέμα, «Η δυναμική των αγορών πετρελαίου και φυσικού αερίου»

(13)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Ενέργειας και Μεταφορών, Σεπτέμβριος του 2004.

(14)  Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα υγρά καύσιμα από βιομάζα, τα οποία στο παρελθόν χρειάζονταν υψηλές επιδοτήσεις για να καταστούν εμπορεύσιμα.

(15)  Οδηγία 96/92/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος.

(16)  Βλέπε σχετικά και τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ «Ερευνητικές ανάγκες για τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού».


Top