EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004DC0150

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Εφαρμογή της Συναίνεσης του Μοντερέι στην πράξη: η συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης {SEC(2004)246}

/* COM/2004/0150 τελικό */

52004DC0150

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Εφαρμογή της Συναίνεσης του Μοντερέι στην πράξη: η συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης {SEC(2004)246} /* COM/2004/0150 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ - Εφαρμογή της Συναίνεσης του Μοντερέι στην πράξη: η συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης {SEC(2004)246}

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η Συναίνεση του Μοντερέι, που εγκρίθηκε στη Διεθνή Διάσκεψη για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Μεξικό, στις 18-22 Μαρτίου 2002, αντικατοπτρίζει ζωτικές δεσμεύσεις όσον αφορά «την αντιμετώπιση των προκλήσεων για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης ανά τον κόσμο, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες». Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία στο σύνολό της αντιπροσωπεύει πάνω από 50% της παγκόσμιας επίσημης αναπτυξιακής βοήθειας (ΕΑΒ), είναι σημαντικός εταίρος στη διαδικασία χρηματοδότησης της ανάπτυξης. Η Ένωση καθόρισε τη συμβολή της στη διαδικασία χρηματοδότησης της ανάπτυξης με οκτώ σαφείς δεσμεύσεις, που εγκρίθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, στις 14 Μαρτίου 2002.

Η Επιτροπή, στην έκθεση παρακολούθησης του 2004, αναπροσαρμόζει τις αναλύσεις της όσον αφορά το τρέχον στάδιο υλοποίησης των δεσμεύσεων της Βαρκελώνης και διατυπώνει συστάσεις για περαιτέρω δράση σε ορισμένους τομείς. Για πρώτη φορά, καλύπτεται και η συνεισφορά των μελλοντικών κρατών μελών που θα προσχωρήσουν στην Ένωση την 1η Μαΐου 2004. Σύμφωνα με την έκθεση, η Ένωση παραμένει σταθερά προσηλωμένη στη διαδικασία χρηματοδότησης της ανάπτυξης και βρίσκεται σε καλή πορεία για την επίτευξη των στόχων για το 2006 όσον αφορά την αύξηση του όγκου της επίσημης αναπτυξιακής βοήθειας (ως μέρος του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος - ΑΕΕ). Ορισμένα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη επιτύχει το στόχο του 0,7% της ΕΑΒ/ΑΕΕ, έχουν δρομολογήσει νέα μέτρα και χρονοδιάγραμμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Επίσης, έχουν ληφθεί ορισμένα συγκεκριμένα μέτρα για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που επικεντρώνονται στην αποσύνδεση της βοήθειας και στην ελάφρυνση του χρέους. Η πρόοδος που σημειώνεται στον τομέα των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών, της βοήθειας για το εμπόριο και των καινοτόμων πηγών χρηματοδότησης είναι ενθαρρυντική, αν και οι πρωτοβουλίες στους εν λόγω τομείς προωθούνται από μεμονωμένα κράτη μέλη (και άλλες χώρες) και όχι από την Ένωση στο σύνολό της. Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν χρειάζονται άλλες σημαντικές πρωτοβουλίες σε κοινοτικό επίπεδο σε σχέση με τις εν λόγω δεσμεύσεις το 2004, και ότι το βάρος θα πρέπει να δοθεί στην ολοκλήρωση και στη συναγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά τις εν εξελίξει δραστηριότητες.

Αντιθέτως, για την επίτευξη στενότερου συντονισμού των πολιτικών και για την εναρμόνιση των διαδικασιών (δέσμευση ΙΙ) έχουν ληφθεί ελάχιστα συγκεκριμένα μέτρα. Αυτό είναι αξιοσημείωτο καθότι στα συμπεράσματα της διάσκεψης κορυφής της Βαρκελώνης διατυπώνεται ότι θα πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα πριν από το 2004. Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται ως εκ τούτου στη διατύπωση προτάσεων για λήψη περαιτέρω συγκεκριμένων μέτρων προς την κατεύθυνση αυτή, όπως :

* Στενότερο συντονισμό μεταξύ των χορηγών βοήθειας της ΕΕ στον τομέα της αναπτυξιακής πολιτικής, γεγονός που αναμένεται να συμβάλει σε καλύτερη ενημέρωση των συστημάτων βοήθειας των κρατών μελών και στην καλύτερη προετοιμασία της κοινής θέσης της Ένωσης στο πλαίσιο του διεθνούς διαλόγου για την αναπτυξιακή βοήθεια.

* Στενότερο συντονισμό πολυετούς προγραμματισμού και αναλύσεων.

* Δημιουργία κοινού πλαισίου διαδικασιών εφαρμογής της βοήθειας, που θα μπορούσε να λάβει τη μορφή οδηγίας.

* Κατάρτιση τοπικού κοινοτικού σχεδίου δράσης για το συντονισμό και την εναρμόνιση σε οποιαδήποτε χώρα εταίρο με την οποία δύο ή περισσότεροι χορηγοί βοήθειας της ΕΕ εφαρμόζουν πρόγραμμα συνεργασίας.

1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ: Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΕΙ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Η Συναίνεση του Μοντερέι, που εγκρίθηκε στη Διεθνή Διάσκεψη για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Μεξικό, στις 18-22 Μαρτίου 2002, αντικατόπτρισε ορισμένες κρίσιμες δεσμεύσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση των προκλήσεων για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης ανά τον κόσμο, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Πρόκειται για ολοκληρωμένη προσέγγιση στην οποία τονίζεται ο αλληλένδετος χαρακτήρας του εμπορίου, της χρηματοδότησης και της ανάπτυξης. Αποτελεί επομένως σημαντικό πλαίσιο για την καθοδήγηση των κοινών προσπαθειών της διεθνούς κοινότητας σε εθνικό, περιφερειακό, διεθνές και συστημικό επίπεδο και σημαντική βάση για την επίτευξη των Αναπτυξιακών Στόχων της Χιλιετίας (ΑΣΧ).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία συνολικά αντιπροσωπεύει πάνω από 50% της παγκόσμιας επίσημης αναπτυξιακής βοήθειας (ΕΑΒ), είναι σημαντικός εταίρος της διαδικασίας χρηματοδότησης της ανάπτυξης. Ενεργώντας συλλογικά στο Μοντερέι, η Ένωση συνέβαλε σημαντικά στη θετική έκβαση της διάσκεψης. Η Ένωση καθόρισε τη συμβολή της στη διαδικασία χρηματοδότησης της ανάπτυξης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης της 14ης Μαρτίου 2002, και δεσμεύθηκε

* Να εξετάσει τα μέσα που διαθέτουν τα κράτη μέλη καθώς και το χρονοδιάγραμμα της ΕΕ για την επίτευξη του στόχου των Ηνωμένων Εθνών, του 0,7% ΕΑΒ-ΑΕΕ, με έναν ενδιάμεσο στόχο 0,39% μέχρι το 2006, έτος μέχρι το οποίο κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να έχει διαθέσει τουλάχιστον το 0,33% του ΑΕΕ για την ΕΑΒ.

* Να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της βοήθειας μέσω στενότερου συντονισμού και εναρμόνισης, και να αναλάβει συγκεκριμένες ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση πριν από το 2004.

* Να λάβει μέτρα για την αποσύνδεση της βοήθειας προς τις Λιγότερο Ανεπτυγμένες Χώρες (ΛΑΧ).

* Να αυξήσει τη βοήθεια για το εμπόριο.

* Να υποστηρίξει τον προσδιορισμό των σημαντικότερων παγκόσμιων δημόσιων αγαθών (ΠΔΑ).

* Να υποστηρίξει μεταρρυθμίσεις των διεθνών χρηματοπιστωτικών συστημάτων και να ενισχύσει τη φωνή των αναπτυσσόμενων χωρών στα διεθνή κέντρα λήψεως οικονομικών αποφάσεων, και

* Να συνεχίσει τις προσπάθειες για την διατήρηση του χρέους σε ανεκτά επίπεδα στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για τις Φτωχές Υπερχρεωμένες Χώρες (ΦΥΧ).

Τα παγκόσμια γεγονότα από το 2002 τόνισαν ακόμη περισσότερο την ανάγκη να εφαρμοστεί πλήρως το συντομότερο δυνατό η συναίνεση του Μοντερέι. Είναι επομένως σημαντικό να εξεταστεί ο βαθμός στον οποίο οι χορηγοί βοήθειας και οι χώρες δικαιούχοι τηρούν τις δεσμεύσεις τους. Στο πλαίσιο αυτό, η Ένωση έχει την ευκαιρία να επιδείξει τη διαρκή δέσμευσή της για την εξεύρεση κοινών λύσεων στις παγκόσμιες προκλήσεις με την προσήλωσή της στην πορεία που έχει χαράξει και στην εκπλήρωση των υποσχέσεών της.

Η Επιτροπή αναλαμβάνει να δημοσιεύει ετήσια έκθεση στην οποία να αναφέρει αφενός σε ποιο βαθμό τα κράτη μέλη της ΕΕ και η ίδια εφαρμόζουν τις δεσμεύσεις της Βαρκελώνης και συμβάλλουν στη διαδικασία χρηματοδότησης της ανάπτυξης [1] και, αφετέρου, να προτείνει διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση που δεν επιδεικνύεται επαρκής πρόοδος. Η παρακολούθηση είναι καλή ευκαιρία για συλλογική συγκριτική ανάλυση των επιδόσεων και εξασφαλίζει τη διαφάνεια της κοινοτικής δράσης. Η πρώτη έκθεση αυτού του είδους εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων και Εξωτερικών Σχέσεων του Μαΐου 2003, και απέδειξε ότι η ΕΕ και τα κράτη μέλη της είχαν κάνει μια καλή αρχή στις προσπάθειές τους για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων της Βαρκελώνης, ειδικότερα όσον αφορά την αύξηση της ΕΑΒ της ΕΕ. [2] Η έκθεση αποτέλεσε τη βάση για θετική και εποικοδομητική παρέμβαση της ΕΕ στον πρώτο διάλογο υψηλού επιπέδου για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών) τον Οκτώβριο του 2003.

[1] Συμπεράσματα των Συμβουλίων Γενικών Υποθέσεων και Εξωτερικών Σχέσεων του Νοεμβρίου 2002 και του Μαΐου 2003 αντίστοιχα

[2] Έγγραφο εργασίας της Επιτροπής με θέμα «Συνέχεια της διεθνούς διάσκεψης για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (Monterrey - 2002) - Παρακολούθηση των δεσμεύσεων της Βαρκελώνης». SEC (2003) 569, 15 Μαΐου 2003. Βλ. συμπεράσματα του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων και Εξωτερικών Σχέσεων της 20ής Μαΐου 2003, έγγραφο 9379/03(Presse 138) σ. 20

Η Επιτροπή, στην έκθεση παρακολούθησης του 2004, σταθμίζει την υλοποίηση των δεσμεύσεων της Βαρκελώνης και διατυπώνει συστάσεις για περαιτέρω δράση σε ορισμένους τομείς. Για πρώτη φορά, καλύπτεται και η συνεισφορά των μελλοντικών κρατών μελών που θα προσχωρήσουν στην Ένωση την 1η Μαΐου 2004. Ιδιαίτερα θα πρέπει να σημειωθούν οι σημαντικές και αξιέπαινες προσπάθειες των μελλοντικών κρατών μελών για την υποστήριξη του "κοινοτικού κεκτημένου" στον τομέα της αναπτυξιακής πολιτικής και σε σχέση με τις δεσμεύσεις της Βαρκελώνης.

Στο παράρτημα 1 [3] της παρούσας ανακοίνωσης, παρατίθεται λεπτομερής περιγραφή της προόδου στην υλοποίηση των οκτώ δεσμεύσεων. Εκεί καταδεικνύεται ότι η Ένωση παραμένει σταθερά προσηλωμένη στη διαδικασία χρηματοδότησης της ανάπτυξης και ακολουθεί την ορθή πορεία για την εκπλήρωση των στόχων του 2006 όσον αφορά την αύξηση του όγκου της ΕΑΒ (εκφρασμένης ως ποσοστό του ΑΕΕ). Ορισμένα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη επιτύχει το στόχο των Ηνωμένων Εθνών του 0,7% της ΕΑΒ σε σχέση με το ΑΕΕ, έχουν δρομολογήσει νέα μέτρα και έχουν καθορίσει χρονοδιάγραμμα προς αυτήν την κατεύθυνση.

[3] SEC(2004)246

Επίσης, έχουν ληφθεί ορισμένα συγκεκριμένα μέτρα για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που επικεντρώνονται στην αποσύνδεση της βοήθειας και στην ελάφρυνση του χρέους. Η πρόοδος που σημειώνεται στον τομέα των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών, της βοήθειας για το εμπόριο και των καινοτόμων πηγών χρηματοδότησης είναι ενθαρρυντική, αν και οι πρωτοβουλίες στους εν λόγω τομείς προωθούνται από μεμονωμένα κράτη μέλη (και άλλες χώρες) και όχι από την Ένωση στο σύνολό της. Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν χρειάζονται άλλες σημαντικές πρωτοβουλίες σε κοινοτικό επίπεδο σε σχέση με τις εν λόγω δεσμεύσεις το 2004, και ότι το βάρος θα πρέπει να δοθεί στην ολοκλήρωση και στη συναγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά τις εν εξελίξει δραστηριότητες.

Αντιθέτως, για την επίτευξη στενότερου συντονισμού των πολιτικών και για την εναρμόνιση των διαδικασιών (δέσμευση ΙΙ) έχουν ληφθεί ελάχιστα συγκεκριμένα μέτρα. Αυτό είναι αξιοσημείωτο καθότι στα συμπεράσματα της διάσκεψης κορυφής της Βαρκελώνης διατυπώνεται ότι θα πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα πριν από το 2004. Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται ως εκ τούτου στη διατύπωση προτάσεων για λήψη περαιτέρω συγκεκριμένων μέτρων προς την κατεύθυνση αυτή.

2. Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΑΒ

Τα συμπεράσματα της Βαρκελώνης επαναλαμβάνουν τη δέσμευση κάθε κράτους μέλους όσον αφορά τη συγκέντρωση επαρκών χρηματοδοτικών πόρων για την επίτευξη των Αναπτυξιακών Στόχων της Χιλιετίας και, στο πλαίσιο αυτό, του στόχου των Ηνωμένων Εθνών του 0,7% της ΕΑΒ σε σχέση με το ΑΕΕ. Τα κράτη μέλη που δεν είχαν ακόμη επιτύχει το στόχο αυτό δεσμεύθηκαν - ως πρώτο σημαντικό βήμα - να αυξήσουν τον όγκο της ΕΑΒ στο πλαίσιο των αντίστοιχων διαδικασιών τους κατανομής του προϋπολογισμού έτσι ώστε να φθάσει τουλάχιστον το 0,33% του ΑΕΕ μέχρι το 2006. Η μεμονωμένη αυτή δέσμευση συνοδεύθηκε από συλλογική δέσμευση για επίτευξη ενός μέσου όρου 0,39% του ΑΕΕ υπέρ της ΕΑΒ μέχρι το 2006.

Η υλοποίηση της δέσμευσης όσον αφορά την ΕΑΒ βρίσκεται σε καλό δρόμο. Παρά τη δυσχερή δημοσιονομική κατάσταση πολλών κρατών μελών, οι χώρες της ΕΕ αύξησαν την ΕΑΒ το 2002 κατά 5,8% σε πραγματικές τιμές σε σύγκριση με το 2001, και διέθεσαν γι αυτό 0,35% του συλλογικού τους ΑΕΕ (βλ. παράρτημα 1, πίνακα 1). [4] Το αποτέλεσμα αυτό υπερέβη τις προβλέψεις των κρατών μελών για το παρελθόν έτος (ποσοστό 0,34% της ΕΑΒ σε σχέση με το ΑΕΕ).

[4] Σημειωτέον ότι η συνεισφορές των κρατών μελών στην κοινοτική βοήθεια (μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης) συμπεριλαμβάνονται στις στατιστικές αυτές. Το σύνολο των πόρων που διατέθηκαν μέσω της ΕΚ το 2002 ανήλθε σε 6 561 εκατ. δολάρια ΗΠΑ.

Η ΕΑΒ αυξήθηκε σημαντικά στη Σουηδία, στη Γαλλία, στην Ελλάδα και στην Ιταλία σε σύγκριση με το 2001, καθώς και στο Βέλγιο, στη Φινλανδία και στην Πορτογαλία, ενώ μειώθηκε στην Αυστρία, στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Ισπανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η ΕΑΒ μειώθηκε αισθητά στην Αυστρία (-8,4%) και στην Ισπανία (-10,3%) σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2001, τα οποία οφείλονταν σε έκτακτες δράσεις ελάφρυνσης του χρέους.

Η μέση αναλογία ΕΑΒ/ΑΕΕ στην ΕΕ υπερβαίνει τις προσπάθειες της πλειονότητας των λοιπών κρατών του ΟΟΣΑ, εξαιρουμένης της Νορβηγίας:

Διάγραμμα 1: συνεισφορές ΕΑΒ/ΑΕΕ το 2002: Η ΕΕ σε σύγκριση με άλλα μέλη της Επιτροπής Αναπτυξιακής Βοήθειας

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: Στατιστικές ΕΑΒ/ΑΕΕ για την καθαρή επίσημη αναπτυξιακή βοήθεια το 2002, που δημοσιεύθηκαν στις 27.01.2004

* Το 2002, οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν την ΕΑΒ κατά 15% σε πραγματικές τιμές, έτσι ώστε η τελευταία να ανέρχεται σε 13,2 δις. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί σε 0,13% του αμερικανικού ΑΕΕ. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως σε συμπληρωματικές πιστώσεις και σε πιστώσεις έκτακτης ανάγκης μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 καθώς και σε νέες πρωτοβουλίες, ιδίως στον τομέα της υγείας και της ανθρωπιστικής βοήθειας.

* Η Ιαπωνία παρέμεινε στο επίπεδο του 0,23% του ΑΕΕ, ενώ ο Καναδάς και η Νορβηγία πραγματοποίησαν σημαντικές αυξήσεις, κατά 0,06 και 0,09 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.

* Το ποσοστό του ΑΕΕ στην ΕΑΒ εκ μέρους της Ελβετίας και της Νέας Ζηλανδίας μειώθηκε κατά 0,02 και 0,03 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα μεταξύ 2001 και 2002.

2.1. Ο χάρτης πορείας προς το 2006 και επέκεινα

Υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις, η Επιτροπή εκτιμά ότι το 2006, όλα τα σημερινά κράτη μέλη θα έχουν επιτύχει ή υπερβεί τον ατομικό στόχο του 0,33% του ΑΕΕ υπέρ της ΕΑΒ. Ο προβλεπόμενος συλλογικός λόγος ΕΑΒ/ΑΕΕ των σημερινών κρατών μελών το 2006 είναι 0,43 (βλ. παράρτημα 1, πίνακα 2).

Ορισμένα κράτη μέλη (Ελλάδα, Γαλλία και Ιταλία) έχουν αυξήσει τις συνεισφορές τους για ένα ή περισσότερα μη συνεχή έτη ενώ η Αυστρία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο έχουν αναθεωρήσει τις ετήσιες συνεισφορές τους ελαφρά προς τα κάτω. Το Βέλγιο ωστόσο έχει δεσμευθεί να επιτύχει το στόχο των Ηνωμένων Εθνών του 0,7% της ΕΑΒ/ΑΕΕ μέχρι το 2010 και η Αυστρία παραμένει προσηλωμένη στον ατομικό στόχο του 0,33% μέχρι το 2006. Το Λουξεμβούργο υπερβαίνει κατά πολύ το στόχο του 0,7% του ΟΗΕ για το σύνολο της περιόδου.

Η Ιρλανδία και η Γαλλία ανέλαβαν επίσης σοβαρές δεσμεύσεις όσον αφορά το έτος στο οποίο θα πρέπει να επιτευχθεί ο στόχος του ΟΗΕ του 0,7% της ΕΑΒ/ΑΕΕ (η Ιρλανδία όρισε το 2006 και η Γαλλία το 2012). Η Φινλανδία επέκτεινε τις προβλέψεις της στο 0,44% μέχρι το 2007. Η Δανία θα μειώσει σταδιακά τη βοήθειά της ανά έτος, αλλά θα παραμείνει πάνω από το 0,8% του ΑΕΕ.

Από τα διαθέσιμα στοιχεία για τις υπό ένταξη χώρες, οι οποίες θα προσχωρήσουν στην Ένωση την 1η Μαΐου 2004, προκύπτει ότι έχουν διαθέσει 0,03% του συλλογικού τους ΑΕΕ στην ΕΑΒ το 2002. [5] Αυτό μπορεί να φαίνεται πολύ μακριά από τους στόχους της αναλογίας ΕΑΒ/ΑΕΕ όπως έχουν καθοριστεί από τις δεσμεύσεις της Βαρκελώνης, πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη ότι οι υπό ένταξη χώρες αντιμετωπίζουν ειδικούς περιορισμούς και οι περισσότερες εξ αυτών έχουν κατά κεφαλήν ΑΕΕ που τις τοποθετεί στο Μέρος ΙΙ της κατάταξης που πραγματοποιεί η DAC του ΟΟΣΑ. Εντούτοις, όλα τα υπό ένταξη κράτη άρχισαν τη μετάβαση προς το καθεστώς του χορηγού βοήθειας και υιοθέτησαν το "κοινοτικό κεκτημένο" στον τομέα της αναπτυξιακής πολιτικής, περιλαμβανομένων των δεσμεύσεων της Βαρκελώνης. Η πρόοδος κατά το 2002 για τον καθορισμό των πλαισίων πολιτικής για την εξωτερική βοήθεια και για τη θέσπιση του θεσμικού πλαισίου εφαρμογής είναι ενθαρρυντική. Στο πλαίσιο των εργασιών που η Επιτροπή έχει αναλάβει με τις εν λόγω χώρες, φαίνεται ότι οι τελευταίες εμφανίζουν μια πολλά υποσχόμενη βούληση να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία ανάπτυξης πολιτικής και κατάρτισης θεσμικού πλαισίου.

[5] «The Consequences of Enlargement for Development Policy», έκθεση που συντάχθηκε για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την Development Strategies, IDC, 31 Αυγούστου 2003. Βλ. σσ. 58-60. Η έκθεση διατίθεται στο Διαδίκτυο, στη διεύθυνση: http://europa.eu.int/comm/development/ body/organisation/assess_enlarg_en.htm

Αρχικά, το μεγαλύτερο μέρος της ΕΑΒ από τις υπό ένταξη χώρες θα χορηγηθεί μέσω των συνεισφορών στην ΕΚ (μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης) και της συμμετοχής τους σε πολυμερείς οργανισμούς. Η μετάβαση προς την παροχή συμπληρωματικής διμερούς βοήθειας θα είναι σταδιακή και διαφοροποιημένη και θα εξαρτάται από το σημείο εκκίνησης εκάστης ενδιαφερόμενης χώρας. Η Τσεχική και η Σλοβακική Δημοκρατία επιδιώκουν να επιτύχουν συνολικά 0,13% της ΕΑΒ 0,16% της ΕΑΒ αντίστοιχα σε σχέση με το ΑΕΕ μέχρι το 2006, γεγονός που αποτελεί αξιοσημείωτη αύξηση σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2002. Ο στόχος της Λιθουανίας για το 2006 όσον αφορά την ΕΑΒ/ΑΕΕ κυμαίνεται μεταξύ 0,08% και 0,1%. Και αυτό αποτελεί σημαντική αύξηση από το προβλεπόμενο ποσοστό του 0,025% το 2003.

Οι υπό ένταξη χώρες πλην εκείνων που αναφέρθηκαν παραπάνω δεν ήσαν σε θέση να πραγματοποιήσουν σαφείς προβλέψεις για την παροχή της ΕΑΒ. Μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2003 αναφέρει ωστόσο ότι ορισμένες εξ αυτών (συγκεκριμένα, η Σλοβενία, η Κύπρος και η Μάλτα) θα μπορούσαν να έχουν δυνατότητες ταχύτερης προόδου και θα μπορούσαν να επιτύχουν ποσοστό 0,15% της ΕΑΒ σε σχέση με το ΑΕΕ μέχρι το 2006 ενώ άλλες (η Πολωνία, η Ουγγαρία και οι χώρες της Βαλτικής) θα μπορούσαν την ίδια περίοδο να επιτύχουν ποσοστό 0,1% της ΕΑΒ/ΑΕΕ, με κάποια αύξηση των ποσών που καταλογίζονται στους μη κοινοτικούς προϋπολογισμούς τους. [6] Από υπολογισμούς βάσει αυτών των στοιχείων προκύπτει ότι οι δέκα υπό ένταξη χώρες είναι πιθανό να αυξήσουν τη συνεισφορά τους στην ΕΑΒ από το 0,03% του συλλογικού τους ΑΕΕ το 2002, στο 0,11% το 2006. Αυτό θα σήμαινε υπερτριπλασιασμό του ονομαστικού ποσού (από 107 εκατ. EUR σε 389 εκατ. EUR).

[6] Idem, σσ. 58-60.

Εάν επαληθευτούν οι υποθέσεις που εκφράστηκαν παραπάνω, η ΕΕ στο σύνολό της θα διαθέσει το 0,42% του συλλογικού της ΑΕΕ στην ΕΑΒ μέχρι το 2006, ήτοι, 38,5 δις. ευρώ. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η ΕΕ αναμένεται να υπερβεί τους στόχους της Βαρκελώνης, παρά το μεταβαλλόμενο τοπίο της αναπτυξιακής πολιτικής λόγω της διεύρυνσης του 2004. Συγκριτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ και της Επιτροπής Αναπτυξιακής Βοήθειας (DAC), ο μέσος όρος της DAC θα είναι 0,28 του ΑΕΕ υπέρ της ΕΑΒ (βλ. διάγραμμα 2). [7]

[7] Πηγή: Δήλωση του κ. Manning, Προέδρου της DAC/ΟΟΣΑ, στην Επιτροπή Ανάπτυξης της Διεθνούς Τράπεζας, Ντουμπάι, 22 Σεπτεμβρίου 2003

Διάγραμμα 2: Προβλέψεις ΕΑΒ/ΑΕΕ για το 2006: Η ΕΕ σε σύγκριση με το μέσο όρο της DAC, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, καθώς και απόκλιση από το στόχο του ΟΗΕ, του 0,7 της ΕΑΒ/ΑΕΕ

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να αυξήσουν τις ετήσιες συνεισφορές της ΕΑΒ για το χρονικό διάστημα μέχρι το 2006, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρόοδος που σημειώνει η ΕΕ στην εκπλήρωση των δεσμεύσεων που ανέλαβε στο πλαίσιο της διάσκεψης του Μοντερέι. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό τα σημερινά κράτη μέλη να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους έτσι ώστε να μη διακυβευτεί ο συλλογικός στόχος του 2006 μετά τη διεύρυνση.

Εξάλλου, η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη επιτύχει το στόχο του ΟΗΕ του 0,7% του ΑΕΕ υπέρ της ΕΑΒ, ή που έχουν δεσμευθεί για ένα ακόμη έτος για την επίτευξη του στόχου αυτού, να εξετάσουν το χρονοδιάγραμμα που έχουν καθορίσει για αύξηση της συνεισφοράς τους κατά τα προσεχή έτη.

3. ΔΕΥΣΜΕΥΣΗ II: ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

Στο Συμβούλιο της Βαρκελώνης, τα κράτη μέλη της ΕΕ συμφώνησαν να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα για το συντονισμό των πολιτικών παροχής βοήθειας και για την εναρμόνιση των διαδικασιών εφαρμογής πριν από το 2004, με στόχο να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της βοήθειας. Η δέσμευση αυτή διατυπώθηκε εκ νέου στο πλαίσιο της συνεισφοράς της ΕΕ, όπως παρουσιάστηκε από την ελληνική Προεδρία στο φόρουμ υψηλού επιπέδου για την εναρμόνιση, που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη, το Φεβρουάριο του 2003. Δυστυχώς, η Επιτροπή σημειώνει ότι τα αποτελέσματα όσον αφορά το συντονισμό και τη συμπληρωματικότητα δεν ανταποκρίνονται στους στόχους. Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται επομένως σε προτάσεις για τη λήψη περαιτέρω συγκεκριμένων μέτρων. Ο συντονισμός θα πρέπει να γίνει αυτόματη πολιτική αντίδραση, που θα καταστήσει την Ένωση αποτελεσματικό εταίρο για τις χώρες εταίρους και τους λοιπούς παράγοντες της διεθνούς κοινότητας χορηγών βοήθειας. Το γεγονός αυτό θα συμβάλει σημαντικά στη διαρκή επιτυχία της διαδικασίας χρηματοδότησης της ανάπτυξης και στην υλοποίηση της συναίνεσης του Μοντερέι στην πράξη.

3.1. Εφαρμογή του συντονισμού και της συμπληρωματικότητας: 30 χρόνια καλών προθέσεων

Η πολιτική δέσμευση για την επίτευξη στενότερου συντονισμού και συμπληρωματικότητας μεταξύ της διμερούς και της κοινοτικής βοήθειας έχει τις ρίζες της στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης. Η δέσμευση της Βαρκελώνης θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, οι οποίες υφίστανται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Επιπλέον, ένας μεγάλος αριθμός συμπερασμάτων, ψηφισμάτων και κατευθυντήριων γραμμών του Συμβουλίου, που χρονολογούνται από το 1974, εξετάζουν τη σημασία των καλούμενων «τριών Σ» (βλ. πλαίσιο 1).

Πλαίσιο 1: Παραδείγματα συμπερασμάτων, ψηφισμάτων και κατευθυντήριων γραμμών του Συμβουλίου και άλλων σημαντικών γεγονότων που συνδέονται με το συντονισμό και τη συμπληρωματικότητα της κοινοτικής βοήθειας και της διμερούς βοήθειας

* Ιούλιος 1974: Ψήφισμα του Συμβουλίου για την εναρμόνιση και το συντονισμό των διαδικασιών συνεργασίας των κρατών μελών

* Νοέμβριος 1976: Ψήφισμα του Συμβουλίου σχετικά με το συντονισμό

* Ιούνιος 1984: Ψήφισμα του Συμβουλίου για το συντονισμό των διαδικασιών συνεργασίας εντός της Κοινότητας.

* 1986: Ψήφισμα του Συμβουλίου σχετικά με για το συντονισμό

* Νοέμβριος 1992: Δήλωση του Συμβουλίου σχετικά με το «Horizon 2000» περιλαμβάνει αναφορές στη σημασία του συντονισμού και της εναρμόνισης.

* Μάιος 1993: Ψήφισμα του Συμβουλίου για το συντονισμό των πολιτικών βοήθειας

* Δεκέμβριος 1993: Ψήφισμα του Συμβουλίου για τον επιχειρησιακό συντονισμό, περιλαμβανομένης της απόφασης για επιδίωξη στενότερου επιχειρησιακού συντονισμού σε πειραματική βάση σε 6 χώρες (Μπανγκλαντές, Κόστα Ρίκα, Ακτή Ελεφαντοστού, Αιθιοπία, Μοζαμβίκη, Περού).

* Οκτώβριος 1994: Έναρξη του πειραματικού σχεδίου

* Ιούνιος 1995: Ψήφισμα του Συμβουλίου για τη συμπληρωματικότητα αναπτυξιακών πολιτικών και δράσεων της Ένωσης και των κρατών μελών.

* Δεκέμβριος 1995: Εκθέσεις της Επιτροπής για τα αποτελέσματα των πειραματικών πρωτοβουλιών στις 6 χώρες (COM(95)700).

* 1996: Συμπεράσματα του Συμβουλίου για τον επιχειρησιακό συντονισμό

* Ιούνιος 1997: Συμπεράσματα του Συμβουλίου για τον επιχειρησιακό συντονισμό

* Μάρτιος 1998: Το Συμβούλιο εκδίδει επιχειρησιακές «Κατευθυντήριες γραμμές για την ενίσχυση του επιχειρησιακού συντονισμού μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη».

* Σεπτέμβριος 1998: Συνεδρίαση των ΓΔ της ΕΕ για την εξεύρεση τρόπων βελτίωσης του επιχειρησιακού συντονισμού

* Μάιος 2000: Συμπεράσματα του Συμβουλίου για τον επιχειρησιακό συντονισμό μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών, με βάση έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 1998.

* Οκτώβριος 2000 / Το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων εγκρίνει συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής δράσης της ΕΕ και καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να επιδιώξουν ενισχυμένο συντονισμό και συμπληρωματικότητα

* Νοέμβριος 2000: Έγκριση της δήλωσης για την αναπτυξιακή πολιτική, με αναφορά στο συντονισμό και στη συμπληρωματικότητα (παράγραφοι 29 έως 39), και του κοινού πλαισίου για τα έγγραφα εθνικής στρατηγικής, που παρουσιάστηκε ως βασικό εργαλείο για συντονισμό και συμπληρωματικότητα

* Μάιος 2001: Το Συμβούλιο εγκρίνει ενισχυμένες κατευθυντήριες γραμμές για τον επιχειρησιακό συντονισμό, που ισχύουν για όλες τις χώρες και τις περιοχές που λαμβάνουν κοινοτική βοήθεια.

* Μάρτιος 2002: Κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, οι υπουργοί Εξωτερικών εγκρίνουν συμπεράσματα όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για το συντονισμό των πολιτικών και την εναρμόνιση των διαδικασιών πριν από το 2004, τόσο σε επίπεδο ΕΚ όσο και κρατών μελών, σύμφωνα με τις διεθνώς συμφωνηθείσες βέλτιστες πρακτικές καθώς και με την εφαρμογή των συστάσεων της ειδικής ομάδας της Επιτροπής Αναπτυξιακής Βοήθειας του ΟΟΣΑ για τις πρακτικές των χορηγών βοήθειας. Εγκαινιάστηκε στενότερος συντονισμός της ΕΕ σε τέσσερις χώρες εστίασης (Βιετνάμ, Μοζαμβίκη, Μαρόκο και Νικαράγουα).

* 17 Νοεμβρίου 2003: Το Συμβούλιο εγκρίνει συμπεράσματα σχετικά με την ετήσια έκθεση για τη βοήθεια της ΕΚ το 2002 και τονίζει την ανάγκη στενότερου τοπικού συντονισμού μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών (βλ. παράγραφο 8).

Οι λόγοι για την ενίσχυση του συντονισμού, καθώς και η προσέγγιση που πρέπει να υιοθετηθεί έχουν ουσιαστικά παραμείνει αμετάβλητοι από το 1974. Ο συντονισμός της βοήθειας και των κοινοτικών και διμερών προγραμμάτων θα συμβάλει στη μείωση του κόστους συναλλαγής για τις χώρες δικαιούχους και στην αύξηση της αποτελεσματικότητας και των επιδράσεων της ενίσχυσης της ΕΕ. Η Ένωση, δυνάμει της θέσης της ως μεγαλύτερου χορηγού βοήθειας διεθνώς από οικονομική άποψη, θα πρέπει να αναλάβει πρωταρχικό ρόλο στη διαδικασίας παροχής ενίσχυσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Τονίζεται επίσης η σημασία του συντονισμού των πολιτικών παροχής βοήθειας με στόχο της βελτίωση της συνοχής της πολιτικής και την προβολή της ευρωπαϊκής ταυτότητας της εξωτερικής δράσης της Ένωσης. Η διαδικασία συντονισμού πρέπει να είναι αντικειμενική, να πραγματοποιείται κατά το δυνατόν στη χώρα εταίρο και να εστιάζεται στη συστηματική ανταλλαγή πληροφοριών με στόχο τον εντοπισμό των ευκαιριών συμπληρωματικής δράσης μεταξύ της Κοινότητας και της διμερούς βοήθειας. Θα πρέπει να αναζητηθούν συστήματα συγχρηματοδότησης με βάση εναρμονισμένες διαδικασίες με στόχο τη μείωση του κόστους συναλλαγής για τις χώρες εταίρους και, τέλος, θα πρέπει να καθοριστούν κοινές τομεακές πολιτικές με στόχο την ενημέρωση και τη διευκόλυνση του στρατηγικού διαλόγου με τη χώρα εταίρο.

Την τελευταία δεκαετία, έχουν αναληφθεί ορισμένες πρωτοβουλίες για να εφαρμοστούν στην πράξη οι αποφάσεις του Συμβουλίου. Οι εκθέσεις προόδου γενικά υπογραμμίζουν τις βελτιώσεις όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, ιδίως επιτόπου, και στο θέμα αυτό έχουν διεξαχθεί πολλές επίσημες και ανεπίσημες συζητήσεις με τα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

Ο στενότερος συντονισμός της ΕΕ έχει δοκιμαστεί δύο φορές σε πειραματική βάση σε μία περιορισμένη ομάδα χωρών. Η πρώτη δοκιμή επιχειρήθηκε κατά το 1994/1995 και κάλυψε ένα δείγμα χωρών. Το 1995, η Επιτροπή πρότεινε να επεκταθούν και να γενικευθούν τα διδάγματα των πειραματικών δοκιμών. [8] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον καθορισμό, το 1998, κατευθυντήριων γραμμών για τον επιχειρησιακό συντονισμό, που ολοκληρώθηκαν το 2001 μετά από δεύτερο γύρο επιτόπιων αξιολογήσεων. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές [9] ήταν πολύ λεπτομερείς και κάλυπταν παραδείγματος χάρη οδηγίες για την ανάληψη στενού συντονισμού σε όλα τα επίπεδα της υλοποίησης της βοήθειας αλλά με ιδιαίτερη έμφαση στη διαδικασία πολυετούς προγραμματισμού, που συνεπάγεται κοινά προγράμματα και κοινή ανάλυση. Οι κατευθυντήριες γραμμές αφορούσαν όλες τις χώρες που λαμβάνουν ενίσχυση από την ΕΕ αλλά κατά τα φαινόμενα δυστυχώς ούτε διαδόθηκαν ούτε εφαρμόστηκαν δεόντως.

[8] COM(1995)700

[9] Περιλαμβάνονται στο έγγραφο του Συμβουλίου 5431/01 DEVGEN 12/RELEX 9, 18 Ιανουαρίου 2001

Για την προώθηση περαιτέρω δράσης, τα κράτη μέλη συμφώνησαν να αναλάβουν νέες πρωτοβουλίες στο Βιετνάμ, στη Μοζαμβίκη, στη Νικαράγουα και στο Μαρόκο το 2002. Τα αποτελέσματα της πρώτης επιτόπιας έκθεσης ήταν ενθαρρυντικά. Αρχίζουν να διαφαίνονται ενδιαφέροντα αποτελέσματα της συλλογικής αυτής διαδικασίας στις τέσσερις χώρες. Στη Μοζαμβίκη αναπτύχθηκε πλήρες μοντέλο δημοσιονομικής και τομεακής στήριξης ενώ στο Μαρόκο πραγματοποιούνται ενδιαφέρουσες απόπειρες για τον καθορισμό τομεακού επικεφαλής μεταξύ των χορηγών βοήθειας. Στο Βιετνάμ, το Μάιο του 2003 καταρτίστηκε τοπικό σχέδιο δράσης της ΕΕ για το συντονισμό ενώ στη Νικαράγουα η ΕΕ επέλεξε να ενθαρρύνει το συντονισμό και την εναρμόνιση υπό την αιγίδα της κυβέρνησης, για λόγους κυριότητας. Όσον αφορά την αλληλεπίδραση σε επίπεδο εδρών, σημειώνεται ότι πραγματοποιείται από κοινού αυξημένο αναλυτικό και διαγνωστικό έργο σε συγκεκριμένους τομείς από ομάδες χορηγών βοήθειας της ΕΕ ενώ η Επιτροπή συντονίζει σε πολλούς τομείς δίκτυα εμπειρογνωμόνων που έχουν συντάξει κατευθυντήριες γραμμές και άλλα εργαλεία. Η κοινοτική διαδικασία εθνικής στρατηγικής και η δημιουργία φακέλων δεδομένων χώρας [10] τα τελευταία χρόνια υπήρξαν καλές ευκαιρίες για τη στενότερη εναρμόνιση των προγραμμάτων και για την ανταλλαγή πληροφοριών.

[10] Οι φάκελοι δεδομένων χώρας αποτελούν νέο μέσο που επιθυμεί να συμβάλει στη βελτίωση του συντονισμού, της συνάφειας και της συμπληρωματικότητας των εξωτερικών δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι φάκελοι δεδομένων χώρας είναι η απάντηση σε συγκεκριμένο αίτημα των υπουργών Εξωτερικών στο πλαίσιο του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων και Εξωτερικών Σχέσεων οι οποίοι, τον Δεκέμβριο του 2002, συζήτησαν και συμφώνησαν τις λεπτομέρειες παρουσίασής τους. Οι φάκελοι δεδομένων χώρας περιλαμβάνουν βασικούς οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες καθώς και δεδομένα που καλύπτουν τις δράσεις της Κοινότητας και των κρατών μελών. Επίσης, περιλαμβάνουν σύντομες πολιτικές και οικονομικές εκτιμήσεις της χώρας, γενική επισκόπηση των ενδεχόμενων διαφορών μεταξύ της χώρας και της ΕΕ, περίληψη της κοινοτικής στρατηγικής για την αναπτυξιακή συνεργασία, πληροφορίες σχετικά με όλες τις συμφωνίες με την ΕΕ/ΕΚ, καθώς και τα βασικά στοιχεία της κοινοτικής πολιτικής. Περιέχουν συμβατικές λεπτομέρειες για την Αντιπροσωπεία της Επιτροπής και τις Πρεσβείες των κρατών μελών. Οι φάκελοι δεδομένων χώρας επικεντρώνονται στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου η συνάφεια μεταξύ των ενεργειών αναπτυξιακής συνεργασίας και άλλων πολιτικών της ΕΕ είναι υψίστης σημασίας.

Όμως, παρά τα ενθαρρυντικά αυτά σημεία προόδου, τα αποτελέσματα δυστυχώς δεν ανταποκρίνονται στους φιλόδοξους στόχους που έχει θέσει η Ένωση. Η μελέτη στην οποία βασίζεται η παρούσα ανακοίνωση καταδεικνύει ότι ο συντονισμός στο πλαίσιο της Ένωσης δεν είναι ούτε διαρθρωμένος ούτε συστηματικός, ούτε είναι γενικευμένος μεταξύ των χωρών εταίρων στις οποίες περιλαμβάνονται πολλά μέλη της ΕΕ (βλ. παράρτημα 1 για λεπτομερή αποτελέσματα). Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν δεν οδήγησαν στην αναμενόμενη συμπληρωματικότητα και στην κατανομή εργασίας με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η Επιτροπή διαπιστώνει με απογοήτευση ότι σύμφωνα με τη μελέτη, πολλά κράτη μέλη διστάζουν να περάσουν από τα λόγια στα έργα και δεν φαίνονται διατεθειμένα να σεβαστούν το πνεύμα και το γράμμα των υποχρεώσεων της Ένωσης υπέρ ενός στενότερου συντονισμού. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι ορισμένα εξ αυτών επανέρχονται στη δέσμευση της Βαρκελώνης αμφισβητώντας την προστιθέμενη αξία και το ρόλο του συντονισμού σε επίπεδο ΕΕ:

* Η πλειονότητα των κρατών μελών δεν επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τις ανακοινώσεις που έχει εγκρίνει το Συμβούλιο, σχετικά με διάφορες πτυχές της αναπτυξιακής πολιτικής, ως έγγραφα αναφοράς για τη διμερή βοήθεια.

* Ορισμένα σημαντικά εργαλεία και πλαίσια, όπως το κοινό πλαίσιο των εγγράφων εθνικής στρατηγικής, μια σειρά δέκα βασικών δεικτών που συμβάλλουν στη μέτρηση των αποτελεσμάτων και των κατευθυντήριων γραμμών διαφόρων τομεακών πολιτικών, δεν εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη στα προγράμματα διμερούς βοήθειας, παρόλο που τα εν λόγω εργαλεία υπήρξαν αντικείμενο κοινής επεξεργασίας με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών.

* Η πλειοψηφία των κρατών μελών δεν επιθυμούν τον εξορθολογισμό του στρατηγικού προγραμματισμού με συμμετοχή σε πολυετή προγραμματισμό σε κοινοτική κλίμακα.

* Μόνο ένα από τα σημερινά κράτη μέλη και πέντε υπό ένταξη χώρες προτίθενται να εξετάσουν τη δυνατότητα να καθιερώσουν μια διαδικασία εφαρμογής της βοήθειας σε επίπεδο ΕΕ.

3.2. To θέμα του συντονισμού της ΕΕ στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η έλλειψη προόδου, και η εμφανής έλλειψη πολιτικής βούλησης για περαιτέρω δράση, είναι εις βάρος των χωρών-εταίρων, των κρατών μελών και της Ένωσης. Χάνεται μία σημαντική ευκαιρία για (α) την προώθηση της οικειοποίησης της αναπτυξιακής διαδικασίας και τη μείωση του κόστους συναλλαγών για την παράδοση της βοήθειας, (β) την ενίσχυση της συνοχής της Εξωτερικής Δράσεως της Ένωσης και (γ) την επιτυχή ενσωμάτωση των νέων κρατών μελών στην κοινότητα των χορηγών βοήθειας. Η Ένωση θα πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως στον τομέα της ανάπτυξης την πείρα της και την ικανότητα ολοκλήρωσης και εναρμόνισης, που έχει ήδη αποδείξει σε διάφορους περίπλοκους τομείς πολιτικής.

Κατά πρώτον, τα κράτη μέλη της ΕΕ και η Κοινότητα παρέχουν περισσότερο από 50% της ΕΑΒ (Επίσης βοήθειας για την Ανάπτυξη) σε παγκόσμιο επίπεδο και αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα χορηγών βοήθειας στον κόσμο. Η Ένωση πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της, που απορρέουν από τη θέση που κατέχει στην κοινότητα των χορηγών βοήθειας. Ιδίως, η Ένωση θα πρέπει να εδραιώσει τις πολιτικές και τις διαδικασίες που διέπουν την υλοποίηση της βοήθειας από ευρωπαίους εταίρους με σκοπό να μειωθεί το κόστος συναλλαγών για τις χώρες-εταίρους, που προκύπτει από την υποχρέωση να ακολουθηθούν οι διαδικασίες εκτέλεσης των πολλαπλών χορηγών βοήθειας. Αυτά τα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν βραχυπρόθεσμα, χωρίς να αναμένεται να σημειώσουν παράλληλη πρόοδο οι αναπτυξιακοί εταίροι μας, ούτε να αναπτύξουν επαρκώς οι χώρες-εταίροι σταθερά συστήματα διακυβέρνησης που θα υποκαταστήσουν τις διαδικασίες των χορηγών βοήθειας. Οι άμεσες προσπάθειες συντονισμού των χορηγών βοήθειας για βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα έχουν επίσης θεμελιώδη σημασία για τις δυσκολίες πρακτικής εφαρμογής νέων μορφών συνεργασίας, όπως είναι οι εταιρικές σχέσεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα ("Πρωτοβουλίες τύπου II "), στις οποίες αποδίδεται μεγάλη σημασία στο πλαίσιο της συναίνεσης του Μοντερέι και στην Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για την Αειφόρο Ανάπτυξη.

Κατά δεύτερον, ο στενότερος συντονισμός θα επιτρέψει στην Ένωση να αναλάβει την πολιτική ηγεσία, που θα πρέπει να συνδυαστεί με το οικονομικό της κύρος στην ομάδα των χορηγών βοήθειας και να καταστήσει την Ένωση κινητήρια δύναμη στις συζητήσεις για τη διεθνή βοήθεια και μεταξύ των διεθνών οργανισμών. Π.χ., ελλείψει αποτελεσματικού συντονισμού της ΕΕ στη διάσκεψη για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (ΔΔΧΑ), η Ένωση κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ήταν σε θέση να συμβάλει τόσο επιτυχώς στη θετική έκβασή της. Οι μηχανισμοί της ασκούμενης πολιτικής και το θεσμικό πλαίσιο για την επίτευξη ευθυγράμμισης των πολιτικών και εναρμόνισης των διαδικασιών έχουν ήδη δημιουργηθεί στο επίπεδο της Ένωσης. Το εν λόγω θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να αξιοποιηθεί πλήρως για να επιτευχθούν συγκεκριμένα αποτελέσματα, τα οποία με τη σειρά τους θα μπορούν να εξελιχθούν σε ευρύτερες διαδικασίες συντονισμού. Επιπλέον, η προαναφερθείσα έρευνα δείχνει ότι εκ των πραγμάτων εμφανίζεται στην Ένωση de facto αναπτυξιακή πολιτική που επικεντρώνεται στη διαδικασία ΑΣΧ/ΕΣΜΦ, στις τομεακές προσεγγίσεις και στον πολυετή προγραμματισμό που οδηγεί στον προσδιορισμό των τομέων επικέντρωσης για κάθε χορηγό βοήθειας. Συνεπώς υπάρχει πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία πιο συντονισμένης κοινότητας για την άσκηση πολιτικής στα αναπτυξιακά θέματα.

Κατά τρίτον, η αναπτυξιακή βοήθεια της ΕΕ πρέπει να αποτελεί μέρος μιας συνεκτικής πολιτικής εξωτερικών σχέσεων, που θα βασίζεται σε αποτελεσματικό πολυμερές σύστημα. Παρόλο που η αναπτυξιακή συνεργασία αποτελεί κοινή αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών, αναπτύσσονται και εκτελούνται διάφορες βασικές εξωτερικές πολιτικές αποκλειστικά στο επίπεδο της Ένωσης. Ελλείψει συντονισμού των πολιτικών και των προγραμμάτων συνεργασίας για την ανάπτυξη στο πλαίσιο της Ένωσης, που παρέχουν υποστήριξη και παρουσιάζουν αλληλεπίδραση με άλλες εξωτερικές δράσεις, χάνεται μία ευκαιρία αποφασιστικής σημασίας για τη συνοχή της πολιτικής έναντι των αναπτυσσομένων χωρών, και για την ενίσχυση της εξωτερικής ταυτότητας της Ένωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Τέλος, το 2004, η Επιτροπή έχει την ιστορική ευκαιρία να αποσοβήσει τον περαιτέρω κατακερματισμό των πολιτικών και των διαδικασιών μεταξύ των χορηγών βοήθειας συνεπεία της διεύρυνσης της ΕΕ, που θα πραγματοποιηθεί την 1η Μαΐου 2004. Οι προσχωρούσες χώρες έχουν αρχίσει διαδικασία σύστασης προγραμμάτων διμερούς βοήθειας προκειμένου να συμμορφωθούν στις απαιτήσεις του κοινοτικού κεκτημένου. Η μελέτη δείχνει ότι οι περισσότερες προσχωρούσες χώρες είναι έτοιμες να αρχίσουν στενότερο συντονισμό και εναρμόνιση στο πλαίσιο της ΕΕ και να χρησιμοποιήσουν κοινή βάση για τα προγράμματά τους χορήγησης βοήθειας. Οι προσχωρούσες χώρες θα εμπλουτίσουν φυσικά την ήδη υπάρχουσα τεχνογνωσία με τις παλαιότερες εμπειρίες τους τόσο ως χορηγοί όσο και ως αποδέκτες βοήθειας. Αυτή η ευκαιρία δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί.

3.3. Η προστιθέμενη αξία του συντονισμού της ΕΕ και ο ρόλος της ΕΕ στις ευρύτερες συντονιστικές διαδικασίες

Οι πρωτοβουλίες για τη βελτίωση του συντονισμού της ΕΕ στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη θα πρέπει να εξεταστούν υπό το φως των διεθνών εξελίξεων. Πιο συγκεκριμένα, κατά την τελευταία δεκαετία σημειώθηκε σταθερή αύξηση της σημασίας που αποδίδεται στην οικειοποίηση της αναπτυξιακής διαδικασίας από μέρους των χωρών-εταίρων, στις τομεακές προσεγγίσεις και στον συντονισμό των χορηγών βοήθειας, καθώς και της σημασίας που αποδίδεται στα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται και στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της βοήθειας.

Η Ένωση και τα κράτη μέλη της διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο για την πραγματοποίηση αυτών των αλλαγών στο πλαίσιο των διεθνών συζητήσεων για την παροχή βοήθειας, και η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της βελτίωσης του συντονισμού της ΕΕ και της συμμετοχής της σε ευρύτερες διαδικασίες συντονισμού των χορηγών βοήθειας. Ο διάλογος στο πλαίσιο της ΕΕ στηρίζεται και θα πρέπει να εξακολουθήσει να στηρίζεται στις διεθνείς συζητήσεις για την παροχή βοήθειας, που πραγματοποιούνται κατά πρώτον στο πλαίσιο της DAC του ΟΟΣΑ, και κορυφώθηκε στο Φόρουμ Υψηλού Επιπέδου για την Αποτελεσματικότητα της Βοήθειας τον Φεβρουάριο 2003. Η Επιτροπή συμμερίζεται πλήρως τον στόχο σύμφωνα με τον οποίο η κοινότητα των χορηγών βοήθειας στο σύνολό της μπορεί και πρέπει να υλοποιήσει την Δήλωση της Ρώμης και να πραγματοποιήσει ποιοτικό άλμα προς την θεσμοποίηση και τη συστηματοποίηση των πρωτοβουλιών συντονισμού στους διάφορους τομείς και χώρες εταίρους. Συνεπώς, οι τυχόν πρωτοβουλίες της ΕΕ δεν χρειάζεται, και δεν πρέπει, να περιορίζονται στην ΕΕ, αλλά να ανοίγονται σε όλους τους χορηγούς βοήθειας που συμμερίζονται την προοπτική που θέτει η ΕΕ, και τα αποτελέσματα θα πρέπει να τροφοδοτούν τη διαδικασία της DAC του ΟΟΣΑ.

3.4. Συντονισμός μεταξύ των χορηγών βοήθειας: ακρογωνιαίος λίθος της εναρμόνισης των διαδικασιών των χωρών-εταίρων

Πολλά κράτη μέλη τίθενται υπέρ της εναρμόνισης των διαδικασιών των χωρών-εταίρων, και όχι υπέρ του συντονισμού των χορηγών βοήθειας. Παρόλο που η Επιτροπή προσυπογράφει πλήρως τον τελευταίο αυτό στόχο, τα συστήματα διακυβέρνησης πολλών χωρών-εταίρων δεν ικανοποιούν επί του παρόντος τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων και παρακολούθησης, στις οποίες υπόκεινται οι χορηγοί βοήθειας (π.χ. έναντι των εθνικών κοινοβουλίων). Η μελέτη δείχνει επίσης ότι το επίπεδο αποκέντρωσης του πεδίου εφαρμογής του προγράμματος διμερούς βοήθειας είναι συγκριτικά χαμηλό και πολλοί χορηγοί βοήθειας της ΕΕ αντιμετωπίζουν νομικά προβλήματα ως προς τη χρησιμοποίηση διαδικασιών που δεν είναι οι δικές τους.

Σχετικά με αυτό το θέμα, η Επιτροπή πιστεύει ότι η πρόθεση εναρμόνισης των διαδικασιών των χωρών-εταίρων πρέπει να αποτελεί μακροπρόθεσμο στόχο. Για να μειωθεί το κόστος συναλλαγών βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα, η ΕΕ θα πρέπει να μειώσει τον αριθμό διαφόρων διαδικασιών που εφαρμόζουν οι χορηγοί βοήθειας της ΕΕ και να εφαρμόσει, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους υπάρχοντες ρυθμιστικούς περιορισμούς, βασικές "ελάχιστες προϋποθέσεις εφαρμογής της ΕΕ". Tο κόστος των συναλλαγών για τις χώρες-εταίρους θα μειωνόταν δραστικά, και συγχρόνως θα πληρούνταν οι προϋποθέσεις υποβολής εκθέσεων από μέρους των χορηγών βοήθειας. Οι ελάχιστες προϋποθέσεις θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως σημείο αναφοράς και να είναι αρκετά ελαστικές ώστε να προσαρμόζονται μόλις επιτευχθούν τα ποιοτικά πρότυπα όσον αφορά τις διαδικασίες της χώρας-εταίρου.

3.5. Συμπληρωματικότητα: μία ευκαιρία που χάθηκε

Ο συντονισμός αποτελεί εργαλείο για την επίτευξη καλύτερης συμπληρωματικότητας μεταξύ των χορηγών βοήθειας, με άλλα λόγια, για την αποφυγή υπερσυγκέντρωσης σε χώρες ή τομείς που αποτελούν αντικείμενο πολλών χορηγών βοήθειας, και υπερβολικά χαμηλού επιπέδου επενδύσεων στις περιοχές που έχουν τα περισσότερα προβλήματα. Η συμπληρωματικότητα αφορά τις επιλογές στις οποίες προβαίνουν οι μεμονωμένοι χορηγοί βοήθειας, και μέχρι τώρα οι συζητήσεις για την αποτελεσματικότητα της διεθνούς βοήθειας δεν έχουν ακόμα αντιμετωπίσει το θέμα της επίτευξης συμπληρωματικότητας σε μεγάλη κλίμακα.

Η έρευνα δείχνει ότι υπάρχουν πολλές δυνατότητες συμπληρωματικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ακολουθούν πολιτική γεωγραφικής και/ή τομεακής συγκέντρωσης. Σημειώνονται επί του παρόντος σημαντικές αλληλεπικαλύψεις όσον αφορά την επικέντρωση σε τομείς και μεγάλες διαφορές όσον αφορά την κάλυψη των χωρών σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, ενώ λίγοι μόνο χορηγοί βοήθειας της ΕΕ ασκούν δραστηριότητες σε ορισμένες χώρες και τομείς που παρουσιάζουν μεγαλύτερα προβλήματα. Η Κοινή Δήλωση για την Αναπτυξιακή Πολιτική των κρατών μελών και της Επιτροπής του Νοεμβρίου 2000 αποτέλεσε την πρώτη σημαντική απόπειρα κατάρτισης συγκεκριμένου πλαισίου για τη συμπληρωματικότητα. Δυστυχώς η προσπάθεια προσδιορισμού της προστιθέμενης αξίας κάθε χορηγού βοήθειας περιορίστηκε στην Επιτροπή. Η Επιτροπή θεωρεί ότι θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω οι δυνατότητες κατανομής της εργασίας μεταξύ των χορηγών βοήθειας της ΕΕ.

3.6. Προτάσεις για περαιτέρω δράση

Είναι καιρός να απαλλαγεί η Ευρωπαϊκή Ένωση από τη συνήθεια αναπροσαρμογής των στόχων πολιτικής και των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει, και να προβεί σε νέες αποφασιστικές ενέργειες όσον αφορά τον διάλογο τόσο στην έδρα όσο και σε τοπικό επίπεδο με σκοπό να υλοποιήσει τους φιλόδοξους στόχους της :

(α) Μεταξύ εδρών

* Tα όργανα της ΕΕ αποτελούν σημαντικά φόρουμ ανταλλαγής ιδεών και προοπτικών σχετικά με την αναπτυξιακή πολιτική, με σκοπό την προώθηση της σύγκλισης των πολιτικών. Οι συζητήσεις για τις τομεακές και/ή θεματικές πολιτικές θα πρέπει συνεπώς να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη και την εδραίωση κοινών θέσεων και ενεργειών. Αυτές οι κοινές θέσεις θα μπορούν να έχουν ως σημείο εκκίνησης είτε κοινοτικές πολιτικές είτε διμερείς πολιτικές. Τα συμπεράσματα που συνάγουν τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμεύουν ως ελαστικά, εξελιγμένα πλαίσια για διμερή δράση.

* Οι κοινές θέσεις όσον αφορά την αναπτυξιακή πολιτική θα πρέπει να εμπλουτίζουν τα συστήματα παροχής βοήθειας των κρατών μελών τόσο στην έδρα όσο και στον τόπο παρέμβασης, καθώς και την κοινή θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις διεθνείς συζητήσεις για την παροχή βοήθειας (ΟΟΣΑ/DAC). Η ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσει κοινή θέση στο επόμενο Φόρουμ Υψηλού Επιπέδου για την Εναρμόνιση το 2005.

* Οι τομεακές και θεματικές κατευθυντήριες γραμμές που αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων στο πλαίσιο των ομάδων εμπειρογνωμόνων που συστάθηκαν για τους κυριότερους τομείς και θέματα θα πρέπει να εφαρμόζονται στη διμερή βοήθεια καθώς και στην κοινοτική βοήθεια. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να χρησιμεύουν ως κοινή πλατφόρμα διαλόγου με τις χώρες-εταίρους. Θα πρέπει να αξιολογηθεί η σχετική πρόοδος πριν τα τέλη του 2005.

* Έως το 2006, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να βασίζουν τις δραστηριότητές τους στον πολυετή προγραμματισμό, βάσει της μεθόδου που καθορίζεται στο Κοινό Πλαίσιο για τα Έγγραφα Εθνικής Στρατηγικής. Συνεπώς οι διαδικασίες προγραμματισμού και διάγνωσης των αναγκών θα πρέπει να είναι εναρμονισμένες στο πλαίσιο της Ένωσης, πράγμα που θα επιτρέπει τον καταμερισμό εργασίας και τον καταμερισμό των τομέων επικέντρωσης σύμφωνα με συγκριτικά πλεονεκτήματα. Οι κύκλοι προγραμματισμού της ΕΕ θα πρέπει να εναρμονίζονται στο πλαίσιο της εθνικής πολιτικής και του κύκλου του προϋπολογισμού κάθε χώρας-εταίρου.

* Η ΕΕ θα πρέπει να λαμβάνει πρωτοβουλίες για την κοινή ανάπτυξη βασικών εισροών για τη διαδικασία πολυετούς προγραμματισμού, όπως είναι η ανάλυση της πολιτικής κατάστασης και του μακροοικονομικού και κοινωνικού πλαισίου, το πρόγραμμα δράσεως της χώρας-εταίρου, η συνοχή όλων των πολιτικών της ΕΕ που θα αφορούν τη χώρα-εταίρο, το πλαίσιο και οι δείκτες απόδοσης του χορηγού βοήθειας. Αυτά τα στοιχεία, αφού υιοθετηθούν, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως βασικές εισροές για τις αντίστοιχες διμερείς διαδικασίες προγραμματισμού της βοήθειας των κρατών μελών και της Κοινότητας. Η διαδικασία θα πρέπει να πραγματοποιείται στον τόπο παρέμβασης, να κατευθύνεται, ει δυνατόν, από τη χώρα-εταίρο και να είναι ανοιχτή στη συμμετοχή άλλων χορηγών βοήθειας που συμμερίζονται τις πολιτικές κατευθύνσεις της ΕΕ.

* Πριν το τέλος του 2005, το Συμβούλιο θα πρέπει να αρχίσει συζήτηση σχετικά με πρόταση της Επιτροπής για κοινό πλαίσιο των διαδικασιών εκτέλεσης της βοήθειας, που θα λάβει τη μορφή οδηγίας. Μια τέτοια Οδηγία πρέπει να περιορισθεί στα πλαίσια διαδικασίας, τα οποία οι δωρητές της ΕΕ θέτουν για τις απολήπτριες χώρες ως ελάχιστες προδιαγραφές για την εφαρμογή της χρηματοδοτικής υποστήριξης σε αυτές τις χώρες. Η Οδηγία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως το βήμα για τις εθνικές διαδικασίες εφαρμογής και για τον διάλογο σχετικά με τον καλύτερο τρόπο έναρξης της χρησιμοποίησης των διαδικασιών της ίδιας της χώρας-εταίρου. Η υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης θα οδηγούσε πολύ πιθανόν σε αλλαγές στο κανονιστικό περιβάλλον για την εφαρμογή της αναπτυξιακής βοήθειας τόσο των κρατών-μελών όσο και της Επιτροπής.

* Με βάση μία μελέτη που θα αναλάβει η Επιτροπή, τα βασικά στοιχεία της στρατηγικής για τη συμπληρωματικότητα στο πλαίσιο της ΕΕ θα πρέπει να συζητηθούν από τα κράτη μέλη πριν τα τέλη του 2004. Αυτή η στρατηγική θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή ως το 2006, στο πλαίσιο του βελτιωμένου συντονισμού του πολυετούς προγραμματισμού.

(β) Σε τοπικό επίπεδο

* Η ΕΕ θα πρέπει να καταρτίσει Σχέδιο Δράσεως της ΕΕ για συντονισμό και εναρμόνιση σε οποιαδήποτε χώρα-εταίρο όπου δύο ή περισσότεροι χορηγοί βοήθειας της ΕΕ εφαρμόζουν πρόγραμμα συνεργασίας. Ο κύριος σκοπός του σχεδίου δράσεως θα πρέπει να είναι ο προσδιορισμός της προστιθέμενης αξίας που θα μπορούσε να προσδώσει η ΕΕ στις διαδικασίες συντονισμού που διαχειρίζεται η κυβέρνηση της χώρας-εταίρου, και των αντίστοιχων συγκριτικών πλεονεκτημάτων των εταίρων της Ένωσης στην αναπτυξιακή εταιρική σχέση. Η Επιτροπή προτείνει να καταρτισθούν και να εγκριθούν τα εν λόγω σχέδια δράσεως σε επίπεδο τοπικών αντιπροσωπειών. Ως πρώτος στόχος, ως τα τέλη του 2005, τα εν λόγω σχέδια δράσεως θα πρέπει να εγκριθούν για όλες τις χώρες-εταίρους όπου η ΕΕ συμβάλλει με 50% ή περισσότερο της συνολικής ΕΑΒ.

* Η πρακτική υποβολής ετήσιας έκθεσης σχετικά με την κατάσταση όσον αφορά τον συντονισμό της ΕΕ θα πρέπει να επεκταθεί σε όλες τις χώρες-εταίρους.

* Tα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να αναλάβουν να αυξήσουν την ανταλλαγή πληροφοριών και να ανοίξουν τις πρωτοβουλίες, σε επίπεδο χορηγών βοήθειας, κοινής ανάλυσης και διάγνωσης των αναγκών στις οποίες συμμετέχουν, σε όλους τους εταίρους της ΕΕ που βρίσκονται στην εκάστοτε χώρα.

Η Επιτροπή θα αναλάβει τις σχετικές αξιολογήσεις για να εκτιμήσει την επίπτωση των προτεινόμενων μέτρων και να προσδιορίσει ποσοτικά τα κέρδη που έχουν ήδη προκύψει από τον συντονισμό, όσον αφορά την περαιτέρω μείωση του κόστους συναλλαγών για τη χώρα-εταίρο και την αποτελεσματικότητα της βοήθειας.

4. Αναληψεισ Υποχρεωσεων III εωσ VIII: Αποσυνδεση της Βοηθειασ, Ελαφρυνση των Δανειακων Υποχρεωσεων, Βοηθεια για το Εμποριο, Παγκοσμια Δημοσια Αγαθα, Μεταρρυθμιση του Διεθνουσ Χρηματοπιστωτικου Συστηματοσ και της Ελαφρυνσησ των Δανειακων Υποχρεωσεων

Έχουν ληφθεί ορισμένα συγκεκριμένα μέτρα για να τηρηθούν οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί όσον αφορά την αποσύνδεση της βοήθειας και την ελάφρυνση των δανειακών υποχρεώσεων. Η πρόοδος των Παγκοσμίων Δημοσίων Αγαθών και οι νέες πηγές χρηματοδότησης είναι επίσης ενθαρρυντικά στοιχεία, παρόλο που οι πρωτοβουλίες σ´αυτούς τους τομείς αποτελούν το έργο μεμονωμένων κρατών μελών και όχι της Ένωσης στο σύνολό της.

4.1. Αποσύνδεση της βοήθειας

Η αποσύνδεση της βοήθειας αναγνωρίστηκε στο Μοντερέι ως ένα από τα σημαντικά μέσα βελτίωσης της αποτελεσματικότητας της βοήθειας. Για να αυξήσει την προστιθέμενη αξία, η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησε στη Βαρκελώνη:

* Να εφαρμόσει τη σύσταση της DAC για την αποσύνδεση της βοήθειας στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες,

* Να συνεχίσει τις συζητήσεις με σκοπό την περαιτέρω αποσύνδεση της διμερούς βοήθειας, και να εξετάσει τη λήψη μέτρων για την περαιτέρω αποσύνδεση της κοινοτικής βοήθειας.

Έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος από τα περισσότερα κράτη μέλη και η διαδικασία αποσύνδεσης της βοήθειας που παρέχει η ΕΕ σημειώνει πρόοδο. Οι πρωτοβουλίες καθώς και οι δυνατότητες λήψεως περαιτέρω μέτρων όσον αφορά την αποσύνδεση είναι θετικές και αναφέρονται λεπτομερώς στο παράρτημα 1.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή καλεί το Συμβούλιο :

* Να εγκρίνει γενικά τις προτάσεις που θα υποβληθούν από την Επιτροπή για τη ρύθμιση και την εκ νέου διαπραγμάτευση του σχετικού τμήματος της συμφωνίας του Κοτονού, προτάσεις που είναι σύμφωνες με τα συμπεράσματα που ενέκριναν το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων τον Μάιο 2003 και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο 2003.

* Να υποστηρίξει τις συζητήσεις που ήδη διεξάγονται σε διεθνές επίπεδο για την περαιτέρω αποσύνδεση της βοήθειας κατόπιν των συστάσεων της DAC, με ιδιαίτερη έμφαση στην επισιτιστική βοήθεια και στην πρόσβαση των δικαιούχων χωρών στη βοήθεια που παρέχουν οι διάφοροι χορηγοί. Όσον αφορά αυτό το θέμα, οι μελέτες που ήδη εκπονούν η DAC του OΟΣΑ και η Επιτροπή για τα πρόσθετα οφέλη και τις επιπτώσεις της περαιτέρω αποσύνδεσης πρέπει να ενθαρρυνθούν.

4.2. Βοήθεια για το εμπόριο (ΒΕ)

Στη Βαρκελώνη η ΕΕ ανέλαβε υποχρέωση να αυξήσει τη βοήθεια για τη δημιουργία μακροπρόθεσμων δυνατοτήτων στον εμπορικό τομέα, την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων προμήθειας στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς και να παρέχει άμεση στήριξη στην τεχνική βοήθεια για το εμπόριο έτσι ώστε να βελτιωθεί η ικανότητα διαπραγμάτευσης των αναπτυσσομένων χωρών στον τομέα του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν στη διάσκεψη των χορηγών του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) στη Γενεύη τον Μάρτιο 2002.

Άρχισε να εφαρμόζεται σημαντικός αριθμός ενεργειών από την ΕΚ και τα κράτη μέλη για την εκπλήρωση της ανειλημμένης υποχρέωσης. Εντούτοις, υπάρχει σοβαρή ανησυχία σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ευρύτερων δραστηριοτήτων λόγω της έλλειψης συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και της ευρύτερης κοινότητας των χορηγών βοήθειας. Η έλλειψη συντονισμού οδήγησε στην αλληλοεπικάλυψη και σε γενικά μη ικανοποιητικό επίπεδο συμπληρωματικότητας. Τα περισσότερα κράτη μέλη διαβλέπουν δυνατότητες καλύτερου συντονισμού σε επίπεδο ΕΕ, αλλά τονίζουν επίσης τη σημασία του ευρύτερου συντονισμού των χορηγών βοήθειας με τα μέσα που παρέχει ο ΠΟΕ και ο ΟΟΣΑ, π.χ. την κοινή βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ.

Tο πρόγραμμα δράσεως για τη βελτίωση της παράδοσης της ΒΕ που περιέχεται στην Ανακοίνωση για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (COM(2002)513 τελικό) προϋποθέτει την αναθεώρηση ήδη λειτουργούντων μηχανισμών συντονισμού των κρατών της ΕΕ και την καθιέρωση των απαραίτητων αλλαγών. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν στενά στο ευρύτερο πλαίσιο της ΒΕ στον OΟΣΑ και τον ΠΟΕ. Θα ήταν επίσης σκόπιμο να καθιερωθεί συνεργασία για την ΒΕ σε επίπεδο δικαιούχων χωρών, εφόσον είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν οι μηχανισμοί που ήδη υπάρχουν, όπως το ολοκληρωμένο πλαίσιο. Η Επιτροπή καλεί επίσης τα κράτη μέλη να ενισχύσουν την ανταλλαγή πληροφοριών και, στο μέτρο του δυνατού, τη συνεργασία, μεταξύ άλλων, σε πολυμερή πλαίσια και σε επίπεδο αποδεκτριών χωρών.

4.3. Παγκόσμια Δημόσια Αγαθά

Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Μοντερέι και της Παγκόσμιας Διάσκεψης Κορυφής για την Αειφόρο Ανάπτυξη (ΠΔΚΑΑ) στο Γιοχάνεσμπουργκ, η ΕΕ επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της για την αντιμετώπιση του θέματος των παγκοσμίων δημοσίων αγαθών (ΠΔΑ). Παρόλο που η πρότασή της για τη σύσταση παγκόσμιας, συμμετοχικής διαδικασίας για τα ΠΔΑ δεν συμπεριλήφθηκε στα τελικά έγγραφα συμπερασμάτων μίας από τις δύο εκδηλώσεις, άρχισε να λειτουργεί ανεπίσημη διεθνής ειδική ομάδα σχεδιασμού για τα ΠΔΑ στο πλαίσιο της ΠΔΚΑΑ με πρωτοβουλία της Γαλλίας και της Σουηδίας, σε συνεργασία με το αναπτυξιακό πρόγραμμα του ΟΗΕ (UNDP).

Η Επιτροπή και διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ υποστήριξαν ενεργά την ομάδα σχεδιασμού κατά την σχεδόν δεκαετή θητεία της. Σκοπός της ομάδας σχεδιασμού είναι να διευκρινίσει και να δώσει τον ορισμό της έννοιας των ΠΔΑ, καθώς και να εξετάσει κατά πόσον τα παγκόσμια δημόσια αγαθά παρέχονται επί του παρόντος επιτυχώς (π.χ. αεροπορική ασφάλεια, αποκατάσταση της στιβάδας του όζοντος, διαχείριση της θαλάσσιας ρύπανσης, καταπολέμηση του HIV/AIDS). Προβλέπεται ότι από αυτές τις εμπειρίες θα αντληθούν διδάγματα για τους τρόπους προμήθειας άλλων δημοσίων αγαθών προτεραιότητας.

Η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να:

* Συμφωνήσουν να ανοίξουν προοδευτικά την τρέχουσα διαδικασία και να διευρύνουν τη συμμετοχή στο πλαίσιο της ΕΕ.

* Καλέσουν την Επιτροπή να λάβει ενεργητικότερο ρόλο και να αντιπροσωπεύσει ευρωπαϊκή προοπτική στη Διεθνή Ομάδα Σχεδιασμού για τα ΠΔΑ.

4.4. Νέες πηγές χρηματοδότησης

Στη Βαρκελώνη, τα κράτη μέλη ανέλαβαν την υποχρέωση να "αναζητήσουν νέες πηγές χρηματοδότησης, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα της έκθεσης της Επιτροπής για την παγκοσμιοποίηση". Το 2002, έξι κράτη μέλη ανέφεραν ότι έχουν αναλάβει τέτοιες πρωτοβουλίες. Οι προσπάθειές τους εστιάστηκαν στους διεθνείς μηχανισμούς φορολογίας, στην εταιρική σχέση δημοσίου/ιδιωτικού τομέα και στην πρωτοβουλία για τις ΦΥΧ με σκοπό την παραγραφή των χρεών των φτωχοτέρων χωρών.

Οκτώ χώρες μεταξύ των παλαιών και των νέων κρατών μελών, ανέφεραν ότι έχουν αναλάβει την πρωτοβουλία περαιτέρω αναζήτησης νέων πηγών χρηματοδότησης κατά το 2003 και ότι θα συνεχίσουν να συμμετέχουν σ´αυτές τις έρευνες το 2004 (βλέπε παράρτημα 1).

4.5. Μεταρρύθμιση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος

Σύμφωνα με την υποχρέωση που αναλήφθηκε στη Βαρκελώνη, θα επηρεαστεί η μεταρρύθμιση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος με την καταπολέμηση των καταχρήσεων της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, την ενίσχυση της φωνής των αναπτυσσομένων χωρών στη διεθνή διαδικασία λήψεως αποφάσεων και την ενίσχυση της συνοχής μεταξύ του ΟΗΕ, των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και του ΠΟΕ, που όμως θα διατηρήσουν τον αντίστοιχο ρόλο τους.

Στη μελέτη για την προετοιμασία της παρούσας ανακοίνωσης, ορισμένα κράτη μέλη εκδήλωσαν ενδιαφέρον για το θέμα του περαιτέρω συντονισμού της ΕΕ στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ (βλέπε Παράρτημα 1). Σε γενικές γραμμές, τα κράτη μέλη δήλωσαν ότι είναι πιο ικανοποιημένα από τη συνεργασία της ΕΕ στο πλαίσιο του διοικητικού συμβουλίου του ΔΝΤ, στο οποίο το ευρώ αποτελεί μία από τις επίσημες βάσεις, καθώς επίσης διότι η Οικονομική και Χρηματοδοτική Επιτροπή έχει συστήσει ειδική υποεπιτροπή για τον συντονισμό της θέσεως της ΕΕ σχετικά με το ΔΝΤ και τα συναφή θέματα. Συζητείται η δημιουργία επισημότερων διαδικασιών συντονισμού για τα θέματα της Παγκόσμιας Τράπεζας.

4.6. Ελάφρυνση των δανειακών υποχρεώσεων

Η υποχρέωση που αναλήφθηκε στη Βαρκελώνη συνίσταται στη συνέχιση των προσπαθειών της ΕΕ να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα των χρεών με την ενίσχυση της πρωτοβουλίας για τις φτωχές υπερχρεωμένες χώρες (ΦΥΧ) έτσι ώστε οι αναπτυσσόμενες χώρες, και ιδίως οι φτωχότερες, να μπορέσουν να συνεχίσουν την οικονομική μεγέθυνση και την ανάπτυξη χωρίς να εμποδίζονται από μη βιώσιμα χρέη.

Ήδη τον Μάιο του 2003, όλα τα σημερινά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή τους στην πρωτοβουλία για τις ΦΥΧ. Όλα τα εν λόγω κράτη θα υπερβούν ή θα δεσμευθούν να υπερβούν τις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος για τις ΦΥΧ εξασφαλίζοντας ελάφρυνση 100% των δανειακών υποχρεώσεων των χωρών ΦΥΧ πριν την πρώτη αναδιάρθρωση του δανείου. Τρεις από τις προσχωρούσες χώρες συμμετέσχον επίσης στη διαδικασία για τις ΦΥΧ.

5. Συμπερασματα

Στη ΔΔΧΑ του Μοντερέι η Ένωση προώθησε το πρόγραμμα εργασίας για τη διεθνή ανάπτυξη χάρη στο γεγονός ότι ενήργησε ως ενιαία ομάδα. Κατ´αυτό τον τρόπο, η Ένωση συνέβαλε στη δημιουργία παγκόσμιας πλατφόρμας χρηματοδότησης για την ανάπτυξη. Η Ένωση θα πρέπει να συνεχίσει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις που θέτει η ΔΔΧΑ ως ομάδα και να επιτυγχάνει την πρόοδο του διεθνούς προγράμματος εργασιών.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βαδίζει σταθερά προς την εκπλήρωση της υποχρέωσης που ανέλαβε σχετικά με τον όγκο της ΑΒ, και έλαβε ορισμένα συγκεκριμένα μέτρα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε σχετικά με την αποσύνδεση της βοήθειας και την ελάφρυνση των δανειακών υποχρεώσεων. Οι πρωτοβουλίες μεμονωμένων κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα παγκόσμια δημόσια αγαθά, τη βοήθεια για το εμπόριο και τις νέες πηγές χρηματοδότησης είναι επίσης ενθαρρυντικές. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ιδίως την πρόοδο που σημειώνουν οι προσχωρούσες χώρες, καθώς και την προθυμία τους να αυξήσουν τη συμμετοχή τους κατά τα επόμενα έτη. Η Επιτροπή πιστεύει ότι δεν χρειάζεται να ληφθούν περαιτέρω πρωτοβουλίες σε κοινοτικό επίπεδο σχετικά με τις εν λόγω αναλήψεις υποχρεώσεων κατά το 2004, αλλά θα πρέπει οι προσπάθειες να επικεντρωθούν στην ολοκλήρωση και τη συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τις πραγματοποιούμενες δραστηριότητες.

Αντίθετα, η Επιτροπή πιστεύει ότι η Ένωση στο σύνολό της θα πρέπει να ανταποκριθεί καλύτερα στη δέσμευση να επιτευχθεί στενότερος συντονισμός των πολιτικών και εναρμόνιση των διαδικασιών (Επιτροπή II). Η Ένωση πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της για τη μείωση του κόστους συναλλαγών σε επίπεδο χωρών βραχυπρόθεσμα, χωρίς να αναμείνει να σημειώσουν πρόοδο συγχρόνως όλοι οι αναπτυξιακοί εταίροι, ούτε να αναπτυχθούν επαρκώς ισχυρά συστήματα διακυβέρνησης που θα υποκαταστήσουν τις διαδικασίες των χορηγών βοήθειας. Η Ένωση, με τη βελτίωση του συντονισμού της ως πολιτική πράξη, θα καταστεί αποτελεσματικός εταίρος για τις αναπτυσσόμενες χώρες και τους άλλους συμμετέχοντες παράγοντες στη διεθνή κοινότητα χορηγών βοήθειας. Έτσι θα συμβάλει στην υλοποίηση της συναίνεσης του Μοντερέι και στην επίτευξη των ΑΣΧ.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή καλεί το Συμβούλιο

* να διατηρήσει ή να αυξήσει τις αναλήψεις υποχρεώσεων ΕΑΒ για την περίοδο μέχρι το 2006, για να διασφαλίσει την πρόοδο που σημειώνει η ΕΕ ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε στη διάσκεψη του Μοντερέι. Τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμα πετύχει το σημείο αναφοράς του ΟΗΕ 0,7% ΕΑΒ/ΑΕΠ, ή έχουν ήδη δεσμευτεί για προθεσμία επίτευξης αυτού του στόχου, ενθαρρύνονται να εξετάσουν το χρονοδιάγραμμά τους για την αύξηση της παροχής ΕΑΒ κατά τα επόμενα έτη.

* να εγκρίνει τις προτάσεις της για ποιοτικό άλμα όσον αφορά τον συντονισμό, την εναρμόνιση και τη συμπληρωματικότητα, όπως αναφέρεται στο τμήμα 3.6.

* να εγκρίνει γενικά τις προτάσεις που θα υποβάλει η Επιτροπή με σκοπό την έκδοση κανονισμού για την αποσύνδεση της βοήθειας και την αναδιαπραγμάτευση του σχετικού τμήματος της συμφωνίας του Κοτονού.

* να υποστηρίξει τις διεξαγόμενες συζητήσεις σε διεθνές επίπεδο για την περαιτέρω αποσύνδεση της βοήθειας πέραν των συστάσεων της DAC, με ιδιαίτερη έμφαση στην επισιτιστική βοήθεια και στην πρόσβαση των αποδεκτριών χωρών, στη βοήθεια που παρέχουν οι χορηγοί. να ανοίξει προοδευτικά τις σημερινές διαδικασίες διαχείρισης των ΠΔΑ και να διευρύνει τη συμμετοχή στο πλαίσιο της ΕΕ στην ομάδα σχεδιασμού που έχει συσταθεί για τον σκοπό αυτό.

Κατάλογος Ακρωνυμίων

EΚ Eυρωπαϊκές Κοινότητες

EΕ Eυρωπαϊκή Ένωση

ΔΔΔΧΑ Διεθνής Διάσκεψη για τη Χρηματοδότηση της Ανάπτυξης

DAC Επιτροπή Βοήθειας για την Ανάπτυξη του ΟΟΣΑ

ΣΓΥΕΣ Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων και Εξωτερικών Σχέσεων

ΑΕΕ Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα

ΠΔΑ Παγκόσμια Δημόσια Αγαθά

ΦΥΧ Πρωτοβουλία για τις φτωχές υπερχρεωμένες χώρες

ΔΧΣ Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα

ΔΝΤ Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

ΛΑΧ Λιγότερο Αναπτυγμένες Χώρες

ΑΣΧ Αναπτυξιακοί Στόχοι της Χιλιετίας

ΕΑΒ Επίσημη Αναπτυξιακή Βοήθεια

OΟΣΑ Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας

ΕΣΜΦ Έγγραφα Στρατηγικής για τη μείωση της φτώχειας

ΒΕ Βοήθεια για το Εμπόριο

ΟΗΕ Ηνωμένα Έθνη

UNDP Αναπτυξιακό Πρόγραμμα ΟΗΕ

ΠΔΚΑΑ Παγκόσμια Διάσκεψη για την Αειφόρο Ανάπτυξη

ΠΟΕ Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου

COMMISSION STAFF WORKING PAPER - ANNEX: EU follow - up to the Barcelona Commitments and operationalisation of the Monterrey consensus {COM(2004)150 final}

Summary of replies to a survey with Member States (November 2003)

1. Commitment I: Increase the volume of EU Official Development Assistance to 0.39% of GNI by 2006, and eventually to 0.7% of GNI

Commitment: "In pursuance of the undertaking to examine the means and timeframe that will allow each of the Member States to reach the UN goal of 0.7% ODA/GNI, those Member States that have not yet reached the 0.7% target commit themselves - as a first significant step - individually to increase their ODA volume in the next four years within their respective budget allocation processes, whilst the other Member States renew their efforts to remain at or above the target of 0.7% ODA, so that collectively an EU average of 0.39% is reached by 2006. In view of this goal, all the EU Member States will in any case strive to reach, within their respective budget allocation processes, at least 0.33% ODA/GNI by 2006."

The current amount of ODA is set out in Table 1. Table 2 shows the projected volumes of ODA in 2006 and beyond.

Table 1: EU ODA in 2002: actual aid volumes compared to projections, and to the 2001 volumes

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

* OECD/DAC: "Net Official Development Assistance in 2002", 28 January 2004

** Commission Staff Working Document "Follow-up to the International Conference on Financing for Development (Monterrey - 2002) -Monitoring the Barcelona Commitments", presented to the General Affairs and External Relations Council in 18 May 2003

*** Exchange rate of 31 December 2002: 1 USD = 0.949 EUR

Table 2: Projected EU Official Development Assistance 2002 - 2007

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

* Data for 2002: Current Member States: OECD/DAC statistics for ODA in 2002. Acceding Countries: Data based on the assumption that the ODA/GNI ratio for 2001 mentioned in the report on assessing the study "The Consequences of Enlargement for Development Policy", prepared for the European Commission by Development Strategies, IDC, 31 August 2003, will remain constant. Exchange rate for conversion to EUR: 1 USD = 0.8813 EUR (28 December 2001). Assumes a 2% p.a. nominal growth in GNI and constant prices.

** Exchange rate of 31 December 2002: 1 USD = 0.949 EUR

*** Estimated ODA/GNI ratio based on the study on the "Consequences of Enlargement for Development Policy" mentioned under * above.

**** Assuming a 2% p.a. growth in GNI and constant prices (2002).

+ Based on the ODA/GNI ratio stated in the 2003 report on the EU follow-up to the Barcelona commitments (no revised figure provided by the Member States in question for 2004)

++ Assuming that the ODA/GNI ratio pledged for 2004 remains constant.

2. Commitment II: Coordination and Harmonisation

Commitment: "To take concrete steps on co-ordination of policies and harmonisation of procedures before 2004, both at EC and Member States level, in line with internationally agreed best practices including by implementing recommendations from the OECD Development Assistance Committee Task Force on donor practice".

In order to investigate what type of further measures that Member States are willing to take to step up coordination and harmonisation, a detailed set of questions were asked. The replies to the questions as well as a summary of specific observations made are set out in the table below.

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

3. Commitment III: Untying

Commitment: To implement the DAC recommendation on untying of aid to Least Developed Countries and continue discussions in view of further untying bilateral aid. The EU will also consider steps towards further untying of Community aid while maintaining the existing system of price preferences of the EU-ACP framework.

Untying of aid was recognised in Monterrey as one of the significant means to improve the effectiveness of aid. In order to support its added value, the European Union agreed in Barcelona:

* to implement the DAC recommendation on untying of aid to Least Developed Countries,

* to continue discussions in view of further untying bilateral aid,

and to consider steps towards further untying of Community aid.

* Today, about one-third of DAC total ODA is reported as untied. Based on the World Bank estimate of a potential added value up to 25%, the part of ODA reported as tied aid still represents a loss of earnings in terms of "better value for money" of about 4.6 Bn $ and 10% of the world wide ODA.

Table 3: Untying of EU ODA

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

3.1. State of play on untying within the Union

EU Member States have reiterated their commitment to the OECD/DAC recommendations on the untying of Official Development Assistance (ODA) to Least Developed Countries (LDC). They are applying these recommendations to their ODA. The European Community has also agreed in 2003 to implement the DAC Recommendations in the Community Aid. They are currently being introduced in the Community legislative system.

Half of the Member States have completely untied their development aid (Belgium, Ireland, France, Luxembourg, Netherlands, Sweden, and UK). A significant part of Austrian and German Aid is untied. All Member States' aid is partially untied. Due to the rules of the European Economic Community, public procurements of the Member States are open to each other. It represents a complete untying of EU aid between the fifteen which already correspond to half of the DAC membership and 55% of the DAC ODA.

The European Community Aid has been untied to a significant degree for more than 25 years. About one third of the EC aid is completely untied regarding donors and about 19 % of EC aid is completely untied regarding both donors and recipient countries.

In November 2001, the Commission presented a proposal for complete untying of Community aid. The Conclusions of the GAER Council in May 2003 and the Resolution of the European Parliament endorsed the Commission's approach. It implies a further untying through the adoption of a horizontal regulation for the instrument falling under the EC budget and the renegotiation of relevant annex to the Cotonou Agreement for the instrument falling under the EDF. In this regards two formal proposals have been presented by the Commission in early 2004 and introduced in the legislative process.

3.2. Potential for further action

There is a general movement in the European Union in favour of further untying. A majority of Member States (Austria, Belgium, Denmark, Finland, France, Germany, Ireland, Luxemburg, Netherlands, Sweden, and UK) have introduced in 2003 or before, concrete measures on untying bilateral aid that go beyond the DAC Recommendations. The percent of fully untied Member States has passed from 20% in 2002 to 46% in 2003.

Most Member States, with the exclusion of Spain and Greece, are ready to enter into a discussion within the OECD on the broadening of the scope of the DAC Recommendations before 2006. The majority agrees to start discussions on possible options such as the extension of the scope beyond LDCs to all developing countries, or to consider covering food aid and/or technical assistance. Most countries- with the exception of France - also agree to opening discussion on the access to recipient countries. This is indeed a key issue, since the experience with the openness of calls for tender under the European Development Funds has shown that it is possible for the operators from developing countries to gain a significant share of the action. ACP countries have gained 23.6% of the contracts, amounting to EUR 1.415 billion between 1985 and 2000.

The debate on the untying of food aid has already started. Indeed, food aid and food aid transport remains tied for 93% in all developing countries and for 89% in LDCs. Only Belgium, France, Ireland, and The Netherlands reported their food aid as untied in the DAC together with one non-EU Donor namely Norway. It is a key issue both in terms of developing and protecting local markets and productive capacities and in terms of improving the impact of food aid. Fully untying of the current 1007 million USD of food aid would correspond in terms of better value to a potential increase up to 251 additional million USD.

Several Member States also expressed the views that further discussions should be based on an Evaluation of the impact of the existing DAC Recommendation. The OECD/DAC Working Party on Aid effectiveness has opened a discussion on this, while the Commission is currently preparing a study on the issue of the benefits of further untying.

The DAC Recommendations do not apply to the new Member States as none of them is yet member of the DAC. With the exception of Lithuania and Poland, they are not ready to open debate at this stage.

4. Commitment IV: Trade Related Assistance

Commitment: To increase assistance for long-term trade-related capacity building, productive capacity and measures addressing supply-side constraints in developing countries, as well as to provide immediate support for trade-related technical assistance in order to improve the negotiating capacity of developing countries in trade negotiations, including by commitments made at the WTO pledging Conference in Geneva on 11 March 2002.

Last year's report on follow-up to the Barcelona Commitments showed that a considerable number of actions had been launched by the EC and Member States. The report however expressed a serious concern on the efficiency of the increased action due to lack of co-ordination among the EU MS and in the wider donor community. The lack of co-ordination has led to duplication and generally poor level of complementarity.

The lack of coordination in the TRA is clearly and directly linked to the wider issue of co-ordination as described in Commitment II.

Most MS see scope for better co-ordination at EU level, but also highlight the importance of wider donor co-ordination using the WTO and OECD instruments like OECD Joint Database.

Most MS are aligning their TRA priorities and planning to be consistent with the Communication on Trade and Development (COM 513). This together with the recent Commission Guidelines for Technical Assistance should progressively lead to somewhat better coherence and coordination of EU TRA activities. This alone would not however be enough.

The Trade and Development Expert Group working under the 133 Committee will need to continue and intensify its discussions on complementarity and better coordination of bilateral EU activities. This Expert Group also acts as a good forum for improved exchange of information among the MS and should be purposefully used for that function.

The action programme to improve the delivery of TRA contained in the Communication on Trade and Development needs to be implemented. It involves the review of existing mechanisms for EU MS co-ordination and introduction of the necessary changes. The Commission and the MS should collaborate closely in the broader frameworks for TRA in OECD and WTO. It would also be advantageous to establish co-ordination for TRA at recipient country level, wherever possible using existing mechanisms such as the Integrated Framework.

5. Commitment V: Global Public Goods.

Commitment: To further work towards a participatory process at the global level, including the proposal of setting up a task force open to all actors on a temporary basis, designed to lead to the identification of relevant Global Public Goods.

In the Council Conclusions on Monterrey and the World Summit on Sustainable Development (WSSD) in Johannesburg, the EU confirmed its commitment to tackling the issue of Global Public Goods (GPGs). Even though its proposal for the establishment of a global, participatory process on GPGs was not taken up in the final outcome documents of either event, an International informal Task Force on GPGs was launched at the WSSD by France and Sweden, in collaboration with the UNDP.

During the almost two years of existence of the Task Force, the Commission and several EU Member States, the so called "Friends of the International Task Force on GPGs", have actively supported it and have indicated an interest in being part of the Task Force itself. For the time being, only France and Sweden are members. The Danish Council for International Development cooperation organised an international seminar on GPGs on spring 2003. Germany carried out an international workshop on GPGs in November 2003 and supports the Task Force politically and financially, and the Commission is in close contact with the Task Force on a regular basis.

A number of Member States (Denmark, France, Germany, Portugal, Spain, the Netherlands) and Poland consider that the result of the International Task Force should be the principal basis for elaborating an EU position on the provision of GPGs and their financing. There is clearly a feeling that the global process on GPGs is not fully open and inclusive at present, while the interest from those Member States that are not in the core group is on the rise.

On the other hand, Germany and Belgium propose that the work of the Task Force should be simultaneously underpinned and complemented by discussions and initiatives in the EU and in single EU Member States, including other stakeholders (government bodies, civil society and private actors).

Germany announces the organization and hosting of the mid-term-review-meeting of the Task Force friends-group in November 2004. The Commission agrees with Germany on the importance of practical policy advice for the effective provision of GPGs. In the future, if other Member States are interested, the Commission might usefully take on a coordination role in terms of the EU's approach to GPGs.

Finland, Greece, Ireland, Italy and the UK, plus the majority of accession countries (Czech Rep, Lithuania, Slovakia, Hungary, Estonia, Latvia, Malta), have not reached yet a position regarding GPGs.

6. Commitment VI: Innovative Sources of Financing

Commitment: To further explore innovative sources of financing and taking into account the conclusions of the Commission Globalisation Report.

In Barcelona, the Member States committed themselves to "further explore innovative sources of financing and taking into account the conclusions of the Commission Globalisation Report". In 2002, six Members indicated that they were pursuing such initiatives. Their effort focused on international taxation mechanisms, public/private partnership and the HIPC initiative for the cancellation of poorest countries' debt.

Eight countries (including both Member States and new Member States) indicated that they have taken the initiative to further explore innovative source of financing during the year 2003 and that they will continue being involved in such research in the year 2004. Proposals include:

* International levies. Germany calls for further clarifying the concept of user taxes for environmental goods. France will continue to support initiatives in the matter during 2004.

* De-tax. In 2004, Italy will start an experimental use of De-Tax for domestic proposes is included in the Financial Decree attached to the 2004 Financial Bill. Portugal already provided for tax deductions for private contributions to developmental NGOs in 2003 and will continue to do so in 2004. Also Poland expressed its interest in exploring this option starting from the fiscal year 2004.

* Public/Private Partnership. Throughout the year 2003, Finland enhanced project planning in individual cases particularly in the water sector. For the year 2004, it plans to further develop policies and approaches regarding partnerships with the private sector. Denmark also recognizes the importance of involving the private sector in development work. Since 1999, Germany has fostered partnerships with the private sector in the field of bilateral development co-operation. Public-private partnership has being carried out in circa 60 countries.

* International Financing Facility for ODA. France and UK are the main promoters of this initiative and those who have supported it within G7 and EU. France calls for a multilateral donors' agreement in order to overcome domestic institutional constraints. UK would seek to raise the amount of development aid from US$50 to US$100 bn/year in 2015. Also, UK supported IFF as an important agenda item at the Annual Meetings of the World Bank and IMF in Dubai in September 2003.

Many Member States, like Spain, are willing to take part in the aforementioned initiatives. In particular, they expressed the desire to request Bretton Woods institutions to explore options for innovative sources of financing. These options should be based on the principles underlying the international financing facility proposal.

7. Commitment VII: Reform of the International Financial System

Commitment: to influence the reform of the International Financial System by combating abuses of financial globalisation, strengthening the voice of developing countries in international decision making and, while respecting their respective roles, enhancing the coherence between the UN, International Financial Institutions and the WTO. The 2003 report concluded that the uncoordinated initiatives by several MS in the preparation for the governing boards of the WB and IMF have not produced good results.

As regards increasing the voice of the poor, there are two separate issues: the first, more short-term one, is the capacity building to improve the developing countries' conditions of participation in the decision making at country and institutional levels; the second is the change in the voting structures of the boards, which is bound to take more time to resolve. Some MS question the utility entering into a discussion of the second issue.

MS's opinions on the necessity of finding common positions in the discussions in the boards are divided. The MS which find themselves in constituencies together with non-EU MS have clearly divided loyalties, but this is not seen necessarily as detrimental to the common goal of increasing the voice of the poor. There are doubts in some MS on the utility of pushing the voting structure changes as most decisions in the boards are taken by consensus and as the largest shareholder continues to oppose.

UK's perception is that seeking for an EU common position is not desirable as that would produce agreement only on the lowest common denominator and the UK sees themselves as more ambitious that other MS on this issue.

Member States are generally more satisfied with the EU-coordination in the Board of the IMF as there is the formal anchor of EURO and EFC. As regards both boards, any existing co-ordination still takes place on an informal basis. Reflections are going on with the aim of establishing more formal procedure at the Board of the World Bank.

8. Commitment VIII: Debt relief

Commitment: to pursue the EU efforts to restore debt sustainability in the context of the enhanced Heavily Indebted Poor Countries (HIPC) initiative, so that developing countries, and especially the poorest ones, can pursue growth and development unconstrained by unsustainable debt dynamics.

Already by May 2003, all the current Member States of the Union had made the necessary provisions to ensure their own participation in the HIPC initiative.

Three of the acceding countries have also made a contribution to HIPC. Poland participates within the framework of HIPC for Mozambique and Nicaragua, Hungary made a contribution of 6 million Special Drawing Rights (SDR) in 2000 we made a contribution of 6 million SDR to the HIPC Initiative and Latvia plans a payment of 142,000 SDR for 2004. The Czech Republic and Hungary are currently considering further participation.

Some of the current and future Member States provide or consider debt relief beyond the requirements of the HIPC scheme:

* Spain already goes systematically beyond the minimum HIPC effort by providing 100 % debt cancellation on all so-called pre-'Cut-Off-Date' (COD) debt. On a case-by-case basis, debt relief on post-COD is provided.

* Denmark provides 100 per cent debt relief to HIPCs on bilateral ODA-loans as well as on official bilateral guaranteed credits contracted before September 1999. Since 1978 Denmark has cancelled ODA loans to all LLDCs and to bilateral cooperation countries at a total amount of DKK 4,600 mio. [11] Denmark has committed a contribution of DKK 120 mio. to the HIPC Trust Fund for the period 2003-2006.

[11] USD 707 mio. at exchange rate DKK/USD 6.50

* Poland participates in a debt relief initiative for Serbia and Montenegro;

* The UK writes off 100% of all debts owed the UK government when countries qualify for relief. This covers ODA and non-ODA debts, and pre and post cut-off-date debts. The UK is also the second largest bilateral contributor to the HIPC Trust Fund. Our total bilateral pledges to date are $316m.

* The Netherlands provides 100 % cancellation of the consolidated stock of debt of non-ODA commercial debt (export credits which were reinsured by the State) at the completion point. HIPC-countries having a long term development relationship with the Netherlands receive 100 % cancellation of the consolidated debt service from this debt at the decision point. Apart from Paris Club commitments the Netherlands regularly grants bilateral debt relief to non-HIPC countries, especially on ODA-debts (e.g. Sri Lanka, Jamaica).

Several Member States are willing to consider participation on a "topping up" of the HIPC Trust Fund, provided that a fair burden sharing is ensured. Before committing to any structured debt relief mechanism, beyond HIPC, however, more clarity on certain issues is required. Some have concerns about the debt sustainability criteria within the current HIPC system and are unsatisfied with its failure to acknowledge the impact of HIV/AIDS. A post HIPC system should therefore deal with those concerns before a future funding commitment is considered.

Top