EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52002DC0488

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Η εσωτερική αγορά ενέργειας: Συντονισμένα μέτρα όσον αφορά την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού

/* COM/2002/0488 τελικό */

52002DC0488

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Η εσωτερική αγορά ενέργειας: Συντονισμένα μέτρα όσον αφορά την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού /* COM/2002/0488 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ - Η εσωτερική αγορά ενέργειας: Συντονισμένα μέτρα όσον αφορά την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού

1. Στοχοσ : Δημιουργια τησ εσωτερικησ αγορασ ενεργειασ

Σύμφωνα με το άρθρο 14 της Συνθήκης ΕΚ, η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Προκειμένου να συμβάλει στην επίτευξη του βασικού αυτού στόχου της Συνθήκης της Ρώμης, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, θέτει, μεταξύ άλλων, τους απαραίτητους όρους για την υλοποίηση κοινής εσωτερικής αγοράς στον τομέα της ενέργειας. Οι συνθήκες αυτές θα επιτρέψουν τη δημιουργία μίας αγοράς προοδευτικά πιο ανοικτής, προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα στον ενεργειακό τομέα. Η εν λόγω εσωτερική αγορά βασίζεται επίσης στην ανάγκη αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, εκδηλώνεται, κυρίως, στους απαραίτητους για τον ενεργειακό εφοδιασμό τομείς, που είναι το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και η ηλεκτρική ενέργεια.

Επιτεύγματα

Από την αρχή της δεκαετίας 1990, η Κοινότητα ενέκρινε σειρά μέτρων υπό τη μορφή οδηγιών, τα οποία συμβάλλουν στην υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας. Η υλοποίηση του εν λόγω στόχου πρέπει να ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να εκφράζεται με σημαντική μείωση των τιμών για τους καταναλωτές.

Το άνοιγμα στον ανταγωνισμό της αγοράς του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας πλαισιώνεται από κανόνες σχετικά με την πρόσβαση σε πόρους και δίκτυα μεταφοράς, από κανόνες για τον ανταγωνισμό καθώς και τη διαφάνεια, οι οποίοι πρέπει κυρίως να προστατεύουν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ελλείψεις όσον αφορά τον εσωτερικό τους εφοδιασμό. Το εν λόγω κανονιστικό πλαίσιο είναι απαραίτητο και θα επιτρέψει την αποφυγή κρίσεων όπως εκείνη την οποία βίωσε η Καλιφόρνια το 2000, η οποία αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα διακοπών στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας.

Στο πλαίσιο της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, η διασύνδεση των δικτύων αποκτά, συγκεκριμένα, ιδιαίτερη σημασία, καθώς διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην ευελιξία του εφοδιασμού. Η έλλειψη υποδομών δικτύων, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης της ποιότητας των προμηθειών (σταθερότητα των δικτύων), δύναται να εμποδίσει την ολοκλήρωση των εθνικών αγορών και, ως εκ τούτου, να περιορίσει την ασφάλεια του εφοδιασμού. Στις 20 Δεκεμβρίου 2001, η Επιτροπή πρότεινε μία σειρά νέων μέτρων σχετικά με τις ενεργειακές υποδομές, με στόχο τη βελτιστοποίηση της χρησιμοποίησης των υφιστάμενων υποδομών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και την ενθάρρυνση της δημιουργίας νέων υποδομών ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Όπως κατέδειξαν τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης, η ύπαρξη κατάλληλου και αποτελεσματικού δικτύου ενεργειακών υποδομών θα διασφαλίσει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, προσφέροντας εγγυήσεις για μεγαλύτερη ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

Όσον αφορά την αγορά του πετρελαίου, μολονότι η συγκεκριμένη αγορά είναι περισσότερο ανταγωνιστική στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την αγορά άλλων ενεργειακών προϊόντων, ωστόσο, πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες προκειμένου η εν λόγω αγορά να καταστεί περισσότερο ανοικτή. Στην Πράσινη Βίβλο για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, την οποία ενέκρινε η Επιτροπή τον Νοέμβριο του 2000, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι εξακολουθούν να υφίστανται εμπόδια στις αγορές που έπονται, πιο συγκεκριμένα στο στάδιο της διανομής. Μολονότι οι σημαντικές διαφορές που παρατηρούνται στις τιμές των πετρελαϊκών προϊόντων στα διάφορα κράτη μέλη δεν συνιστούν οι ίδιες παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού, καταδεικνύουν, ωστόσο, ότι η ολοκλήρωση των αγορών δεν έχει επιτευχθεί ακόμα. Εξάλλου, διεξήχθησαν έρευνες σε κοινοτικό επίπεδο, καθώς και σε επίπεδο εθνικών αρχών ανταγωνισμού, ενώ επιβλήθηκαν κυρώσεις σε ορισμένες εταιρίες πετρελαίου.

Το άνοιγμα της πετρελαϊκής αγοράς, ιδίως σε νέους φορείς εκμετάλλευσης, θα συμβάλει στον προσδιορισμό των όρων του υγιούς ανταγωνισμού, που με τη σειρά του θα συμβάλει στη διασφάλιση ενός τακτικού εσωτερικού εφοδιασμού των διαφόρων καταναλωτών, ακόμα και στην περίπτωση που η εν λόγω αγορά εξακολουθεί να υπόκειται στις απρόβλεπτες συνθήκες που συνδέονται με την αυξανόμενη εξάρτηση από το εξωτερικό.

Η ακολουθητέα διαδικασία

Οι πολυάριθμες κοινοτικές πρωτοβουλίες για τη δημιουργία εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, καθώς και οι παρεμβάσεις για τη διασφάλιση μίας πιο ανοικτής αγοράς πετρελαίου, συμβάλλουν στην καθιέρωση θεμιτού ανταγωνισμού και στην ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού.

Εν τούτοις, όσον αφορά την προσφορά ενέργειας, η Πράσινη Βίβλος για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού αφήνει να διαφανεί μία παράδοξη κατάσταση: ακόμη και όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκτήσει την πλέον ολοκληρωμένη εσωτερική αγορά ενέργειας στον κόσμο, το εν λόγω επίτευγμα δεν θα συνοδεύεται από τον απαραίτητο συντονισμό των μέτρων ώστε να καταστεί εφικτή η ασφάλεια του εξωτερικού εφοδιασμού, τόσο όσον αφορά το πετρέλαιο όσο και το φυσικό αέριο.

Ως εκ τούτου, η Πράσινη Βίβλος αποκάλυψε αφενός τις διαρθρωτικές αδυναμίες του εξωτερικού ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αφετέρου, τις γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αδυναμίες της. Πράγματι, η ευρωπαϊκή οικονομία βασίζεται, κυρίως στα ορυκτά καύσιμα που αντιπροσωπεύουν τα 4/5 της ενεργειακής της κατανάλωσης, τα 2/3 της οποίας εισάγονται. Η εν λόγω αδυναμία τείνει να επιταθεί στο μέλλον με τις εισαγωγές ενέργειας που, εντός των επόμενων 30 ετών, ενδέχεται να ανέλθουν στο 70% των παγκόσμιων αναγκών, και μάλιστα, έως και 90% όσον αφορά το πετρέλαιο, εάν δεν αναληφθούν πρωτοβουλίες για την αναχαίτιση της εν λόγω τάσης.

Όσον αφορά το πετρέλαιο, το πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΑΙΕ/ΔΟΕ) και η κοινοτική νομοθεσία προβλέπουν τη διατήρηση εκ μέρους των κρατών μελών αποθεμάτων ασφαλείας αργού πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων καθώς και την πιθανότητα θέσπισης μέτρων για την αντιμετώπιση των κρίσεων. Ωστόσο, οι εν λόγω μηχανισμοί, οι οποίοι θεσπίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας 1970, δεν ανταποκρίνονται πλέον στις απαιτήσεις της αγοράς πετρελαίου, στην οποία σημειώθηκαν σημαντικές εξελίξεις στο πλαίσιο μίας εσωτερικής αγοράς ενέργειας όλο και πιο ολοκληρωμένης. Τα κοινοτικά μέτρα χαρακτηρίζονται από έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, έλλειψη η οποία αντιβαίνει στους στόχους της εσωτερικής αγοράς, ενώ οι ενεργειακές κρίσεις πλήττουν όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, δεν υφίσταται κοινοτική εξουσία λήψης αποφάσεων σχετικά με τη διοχέτευση των αποθεμάτων πετρελαίου στην αγορά. Όσον αφορά τον ΔΟΕ, τα βασικά στοιχεία της συνθήκης του 1974, δεν εφαρμόζονται πλέον. Θεσπίστηκαν άλλοι μηχανισμοί, οι οποίοι, ωστόσο, απαιτούν ομοφωνία των 26 συμμετεχουσών χωρών. Τέλος, οι εν λόγω μηχανισμοί κατέστησαν απαρχαιωμένοι στο βαθμό που δεν προβλέπουν κοινή παρέμβαση όλων των κρατών μελών παρά μόνον σε περίπτωση φυσικής διακοπής του πετρελαϊκού εφοδιασμού. Δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει το συντονισμό της δράσης σε περίπτωση απειλής φυσικής διακοπής, η οποία συνεπάγεται την υπερβολική αύξηση της τιμής του πετρελαίου.

Η κοινοτική νομοθεσία στον τομέα των αποθεμάτων πετρελαίου, της οποίας η πρώτη οδηγία χρονολογείται από το 1968, και ο ΔΟΕ, ο οποίος δημιουργήθηκε το 1973, αποτελούν ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της καλύτερης διαχείρισης του θέματος της ενεργειακής εξάρτησης από το εξωτερικό. Πρέπει, ωστόσο, να αναγνωριστεί ότι οι μηχανισμοί αυτοί, η φιλοσοφία δράσης των οποίων δεν επανεξετάστηκε εις βάθος κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών, δεν ανταποκρίνονται πλέον στο σύγχρονο ενεργειακό πλαίσιο. Εφαρμόστηκαν σε μία εποχή που η εσωτερική αγορά ενέργειας βρισκόταν σε εμβρυακό στάδιο. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου οι ενδοκοινοτικές ανταλλαγές στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και η αλληλεξάρτηση του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας ήταν μάλλον ανεπαίσθητες.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της τής 4ης Οκτωβρίου 2000 για τον πετρελαϊκό εφοδιασμό, είχε ήδη καταστήσει γνωστή την πρόθεσή της να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο θα καθίστατο δυνατή η ενίσχυση του μηχανισμού των στρατηγικών πετρελαϊκών αποθεμάτων, μέσω της κοινοτικοποίησης της χρησιμοποίησής τους.

Όσον αφορά το φυσικό αέριο, η ευρωπαϊκή βιομηχανία φυσικού αερίου έχει, έως τώρα, διαφυλάξει επιτυχώς την ασφάλεια του εφοδιασμού. Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις φυσικού αερίου ανήκαν εν μέρει ή πλήρως στο κράτος, ότι οι εν λόγω δεσπόζουσες επιχειρήσεις έλεγχαν το σύνολο των υποδομών, καθώς και την προσφορά και τη ζήτηση, είχε ως αποτέλεσμα η καθιέρωση κοινών κανόνων για τη διασφάλιση του εφοδιασμού του φυσικού αερίου να μην κρίνεται απαραίτητη.

Στη νέα εσωτερική αγορά φυσικού αερίου, η οποία επιβάλλει την αναδιάρθρωση της βιομηχανίας προκειμένου η τελευταία να εξελιχθεί σε μία ολοκληρωμένη αγορά, όπου νέες επιχειρήσεις θα λειτουργούν σε ένα περιβάλλον ολοένα και πιο ανταγωνιστικό, τη συνολική ευθύνη για τη ασφάλεια του εφοδιασμού δεν θα αναλαμβάνει απαραίτητα ένας και μόνο παράγοντας. Το ζήτημα καθίσταται ακόμη πιο σοβαρό εφόσον η εξάρτηση του φυσικού αερίου από τις εισαγωγές θα αυξηθεί αισθητά κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Ως εκ τούτου, η ευθύνη για την ασφάλεια του εφοδιασμού στον τομέα του φυσικού αερίου δεν πρέπει πλέον να επαφίεται εξ ολοκλήρου στη βιομηχανία, η οποία είναι και η ίδια δέσμια του εξωτερικού της εφοδιασμού από έναν εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό προμηθευτριών χωρών.

Με την ευκαιρία της πέμπτης συνόδου που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2002 στη Μαδρίτη, και στην οποία συμμετείχαν οι εθνικοί ρυθμιστικοί φορείς, τα κράτη μέλη, οι οικονομικοί παράγοντες της αγοράς φυσικού αερίου, καθώς και η Επιτροπή (Ευρωπαϊκό ρυθμιστικό φόρουμ φυσικού αερίου), συμφωνήθηκε ότι στο νέο ρυθμιστικό περιβάλλον της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, με χαρακτηριστικό τη συμμετοχή πολλών φορέων και το διαχωρισμό των δραστηριοτήτων ολοκληρωμένων εταιριών φυσικού αερίου, η ασφάλεια του εφοδιασμού δεν μπορεί πλέον να αποτελεί ευθύνη ενός μόνο παράγοντα. Επομένως, πρέπει να καθορισθούν νέες ευθύνες όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού και το σχεδιασμό των υποδομών μεταξύ των κρατικών αρχών και των διαφόρων παραγόντων της αγοράς προκειμένου να διασφαλιστεί η βεβαιότητα στο θέμα αυτό. Οι υποχρεώσεις πρέπει να ανατεθούν σε διάφορους παράγοντες, να προσδιορίζονται με σαφήνεια και να είναι αντίστοιχες του ρόλου τους.

Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η θέσπιση εναρμονισμένων μέτρων που θα διασφαλίσουν την αλληλέγγυα και συντονισμένη δράση όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο, ιδίως μέτρων που αφορούν την αποθήκευση αποθεμάτων καθώς και τις υποδομές. Πράγματι, η αποθήκευση και οι υποδομές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον εφοδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με φυσικό αέριο και στη λειτουργία της εν λόγω αγοράς, τόσο υπό συνθήκες εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, όσο και σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης. Τα εν λόγω μέτρα θα «συνοδεύσουν» τη διαδικασία του ανοίγματος της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου προκειμένου να διασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία της.

Η κοινοτική διαδικασία

Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να σημειώνει πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Η αγορά αυτή θα αποτελεί τη μεγαλύτερη ολοκληρωμένη και ανοιχτή, περιφερειακή αγορά του κόσμου. Στην εν λόγω ελευθερωμένη αγορά, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, όσον αφορά το συντονισμό και τη στήριξη των κρατών μελών στον τομέα της ασφάλειας του εφοδιασμού. Θα διασφαλίζει, στην ουσία, την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και ένα επαρκές επίπεδο ασφάλειας του εφοδιασμού.

Τα μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας του εφοδιασμού σε υδρογονάνθρακες, θα έχουν μικρό ή και καθόλου αντίκτυπο εάν δεν ενταχθούν στο γενικότερο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Τα εν λόγω μέτρα δεν θα έχουν θετικό αντίκτυπο εάν παρεμποδίζονται, για παράδειγμα, από χειραγώγηση των τιμών ή εάν η πρόσβαση στα δίκτυα μεταφοράς είναι περιορισμένη. Η εσωτερική αγορά αποτελεί, συνεπώς, την απαραίτητη βάση για τα μέτρα που σχετίζονται με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

Αντίστροφα, η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας δεν είναι δυνατή εάν ο στόχος αυτός δεν συνοδεύεται από κανόνες σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού. Οι διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος που έπληξαν την Καλιφόρνια το 2000 αποτελούν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Αυτές οι διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος δεν οφείλονταν σε κανόνες που δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της ασφάλειας του εφοδιασμού, αλλά στο γεγονός ότι η διαδικασία απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δεν συνοδεύτηκε από τη θέσπιση κατάλληλων κανόνων που θα επέτρεπαν τη διασφάλιση επαρκούς επιπέδου ασφάλειας του εφοδιασμού. Στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον, (βραχυπρόθεσμη) προτεραιότητα των επιχειρήσεων ήταν η διατήρηση ή η περαιτέρω βελτίωση της θέσης τους στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Καλιφόρνιας. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν προέβησαν σε επενδύσεις (μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες) απαραίτητες για τη διασφάλιση επαρκούς εφοδιασμού του συνόλου των καταναλωτών.

Συνεπώς, τα μέτρα που στοχεύουν στη βελτίωση του εφοδιασμού με πετρέλαιο και φυσικό αέριο πρέπει να βασίζονται στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενώ η ίδια η εσωτερική αγορά ενέργειας βασίζεται στη λήψη κατάλληλων μέτρων, ικανών να εγγυηθούν την ασφάλεια του εφοδιασμού. Ως εκ τούτου, ο ανεπαρκής συντονισμός σε κοινοτικό επίπεδο των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών στον τομέα της ασφάλειας του πετρελαϊκού εφοδιασμού μπορεί να οδηγήσει - και έχει όντως οδηγήσει - σε στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά των πετρελαϊκών προϊόντων.

Τα εν λόγω μέτρα, που αφορούν την ασφάλεια του εφοδιασμού, πρέπει να ενσωματώνονται στην ανταγωνιστική αγορά του φυσικού αερίου και του πετρελαίου και να μην εισάγουν διακρίσεις όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων του τομέα. Οι υποχρεώσεις σε θέματα ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού πρέπει, κατά συνέπεια, να προσδιορίζονται σαφώς, να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια, να μην εισάγουν διακρίσεις και να μπορούν να ελέγχονται, ενώ η εμβέλειά τους πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στην επιτυχή αντιμετώπιση ενδεχόμενων δυσχερειών εφοδιασμού. Με τον τρόπο αυτό, θα προκαλέσουν τη μικρότερη δυνατή αναταραχή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Κατά συνέπεια, υπάρχει σαφής ανάγκη προσδιορισμού ενός κοινοτικού πλαισίου εντός του οποίου θα εφαρμοστούν μέτρα με στόχο τη διασφάλιση της εξωτερικής ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού. Τα εν λόγω μέτρα θα είναι όσο το δυνατόν λιγότερο περιοριστικά για τον ανταγωνισμό. Οι κανόνες αυτοί θα προσδιορίσουν σαφώς τους ρόλους και τις ευθύνες των διαφόρων παραγόντων της αγοράς υδρογονανθράκων όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού. Εξάλλου, η έλλειψη σαφήνειας όσον αφορά τους ρόλους και τις ευθύνες θα αυξήσει τον κίνδυνο ενδεχόμενης κρίσης στον τομέα του ενεργειακού εφοδιασμού.

Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, οι κανόνες αυτοί θα διαμορφώσουν ένα πλαίσιο, η ευθύνη για τον προσδιορισμό του τρόπου εφαρμογής του οποίου θα πρέπει να ανατεθεί στα κράτη μέλη. Οι εν λόγω κανόνες θα εφαρμοστούν σε στενή συνεργασία με τη βιομηχανία.

Δέον να σημειωθεί ότι η ιδέα της οικοδόμησης της εσωτερικής αγοράς πετρελαίου δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί από την ανάπτυξη άλλων πηγών ενέργειας και κυρίως, από την αγορά του φυσικού αερίου. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποτελούν δύο προϊόντα της ίδιας ενεργειακής αγοράς. Εξάλλου, τα εν λόγω προϊόντα είναι εναλλάξιμα και ανταγωνιστικά σε ορισμένες χρήσεις. Επιπλέον, οι τιμές του φυσικού αερίου είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένες με εκείνες του πετρελαίου. Συνεπώς, οι δύο προαναφερθείσες ενεργειακές πηγές συνδέονται στενά μεταξύ τους.

2. H ενεργειακη εξαρτηση τησ Ευρωπαϊκησ Ένωσησ

Το ενεργειακό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η ευρωπαϊκή οικονομία βασίζεται, κυρίως, στα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακας), τα δύο τρίτα περίπου των οποίων εισάγονται. Τα καύσιμα αυτά αντιπροσωπεύουν το 80% της ενεργειακής κατανάλωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν δεν αναληφθούν πρωτοβουλίες, σε διάστημα 20-30 ετών, η επιβάρυνση την οποία συνεπάγονται για το ενεργειακό ισοζύγιο θα αυξηθεί και οι εισαγωγές τους θα ανέλθουν στο 70% των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών. Η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το εξωτερικό πιθανώς να ανέλθει το 2020 στο 90% για το πετρέλαιο και 70% για το φυσικό αέριο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το 90% του πετρελαίου μεταφέρεται σήμερα δια της θαλάσσιας οδού.

Οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη μεγάλη αυτή διαρθρωτική εξάρτηση της Ένωσης από τις μορφές ενέργειας που προέρχονται από ορυκτές πηγές εντείνονται ακόμα περισσότερο λόγω της πολιτικής αστάθειας που χαρακτηρίζει πολλές από τις χώρες παραγωγούς. Ως εκ τούτου, διαπιστώνει κανείς συχνά ότι τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή ή ορισμένες πολιτικές κρίσεις που αποσταθεροποίησαν την κυβέρνηση σε χώρες παραγωγούς, υπέβαλαν την ενεργειακή αγορά σε ισχυρές πιέσεις. Οι πιέσεις αυτές οδηγούν, εάν όχι σε προβλήματα φυσικής διακοπής του εφοδιασμού, τουλάχιστον σε μεγάλες διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου, οι οποίες, αναπόφευκτα, επηρεάζουν δυσμενώς την οικονομική ανάπτυξη των καταναλωτριών χωρών.

Στο σημείο αυτό, πρέπει οπωσδήποτε να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο μίας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, ο καθαυτό στόχος δεν είναι να μεγιστοποιηθεί η ενεργειακή αυτονομία ή να μειωθεί η εξάρτηση, αλλά να ληφθούν υπόψη οι κίνδυνοι που συνδέονται άμεσα με την εν λόγω εξάρτηση, εφόσον αυτή αγγίζει ανησυχητικά επίπεδα.

Το ζήτημα της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού είναι μείζονος σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγματι, παρά τη σχετική άμβλυνση των πιέσεων που ασκεί ο τομέας του πετρελαίου στις οικονομίες μας, οι οποίες εντείνονται από διαδοχικές κρίσεις, το πετρέλαιο παραμένει σημαντικότατη οικονομική συνιστώσα των κρατών μελών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα καταναλώσει το 2004 το 20% περίπου της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου.

Η κατάσταση του τομέα μεταφορών είναι ενδεικτική από αυτή την άποψη. Ο εν λόγω τομέας, άμεσα εξαρτώμενος από το πετρέλαιο σε ποσοστό έως και 98% - ποσοστό το οποίο αντιστοιχεί στο 67% της τελικής ζήτησης πετρελαίου - καταλαμβάνει όλο και σημαντικότερη θέση στην ενεργειακή ζήτηση. Η ενεργειακή ένταση του τομέα παρουσίασε αύξηση κατά 10% από το 1985 έως το 1998. Η ανάπτυξη του τομέα των μεταφορών αναμένεται να συνεχιστεί με ετήσιο ρυθμό 2% κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας.

Όσον αφορά το φυσικό αέριο, αποτελεί πλέον σημαντική πηγή ενέργειας, ενώ έχει διεισδύσει σε όλους τους τομείς της ενεργειακής κατανάλωσης, ιδίως στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τη συμπαραγωγή, καθώς και στον τομέα των μεταφορών, αν και εκεί βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2020-2030, η ηλεκτρική ενέργεια θα παράγεται - κατά το ήμισυ περίπου - από το φυσικό αέριο. Εάν το φυσικό αέριο εμφανίζεται σήμερα ως προϊόν διαφοροποίησης απαραίτητης για υγιή ενεργειακή ισορροπία όσον αφορά την κατανάλωση, το οποίο μπορεί να συμβάλει στη μείωση των εκπομπών CO2, η ταχεία αύξησή του σε ορισμένες αγορές όπως αυτή του ηλεκτρικού ρεύματος, μπορεί να προκαλέσει ανησυχίες για ενδεχόμενη εμφάνιση μίας νέας διαρθρωτικής αδυναμίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από απόψεως εξωτερικής εξάρτησης.

Οικονομικές μελέτες εκτιμούν ότι μία αύξηση 10 δολαρίων ανά βαρέλι αργού πετρελαίου ενδέχεται να μειώσει το ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης των βιομηχανικών χωρών κατά 0,5%. Όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες, παρόμοια αύξηση των τιμών σημαίνει ύφεση της οικονομικής ανάπτυξης κατά 0,75%. Ομοίως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο αντίκτυπος της τιμής του πετρελαίου και των πετρελαϊκών προϊόντων στην οικονομική ανάπτυξη είναι δυσανάλογα μεγάλος: αιφνίδιες αυξήσεις των τιμών, απρόβλεπτες και μεγάλης κλίμακας, μπορούν να προκαλέσουν ζημίες στην οικονομία και μάλιστα, πολύ πιο σοβαρές από τις προαναφερθείσες σχετικές εκτιμήσεις. Ιδιαίτερο, εξάλλου, ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση ότι η σημαντική ύφεση της οικονομικής ανάπτυξης στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, η οποία σημειώνεται από το 1973 και μετά, ακολούθησε τις αιφνίδιες αυξήσεις στις τιμές του αργού πετρελαίου.

Τέλος, η αστάθεια του ενεργειακού εφοδιασμού, η οποία συνδέεται με την αστάθεια των αγορών, τις σχέσεις με τις προμηθεύτριες χώρες ή με οποιοδήποτε τυχαίο γεγονός, μπορεί να αποτελέσει πηγή «κοινωνικής ρήξης». Η εν λόγω ρήξη, μπορεί με τη σειρά της να οδηγήσει σε κοινωνικές διεκδικήσεις, συντεχνιακές αντιδράσεις, ακόμη και σε συγκρούσεις. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι δύο πρώτες πετρελαϊκές κρίσεις συνέβαλαν σε σημαντική αύξηση της ανεργίας. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν μάταιη η προσπάθεια δημιουργίας μίας εσωτερικής αγοράς μεταξύ των οικονομικών παραγόντων, με στόχο να καταστεί η ευρωπαϊκή οικονομία περισσότερο αποτελεσματική, εάν η εν λόγω αγορά δεν βασίζεται σε αρχές που να διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή. Ως εκ τούτου, η απεργία των οδικών μεταφορέων, η οποία επηρέασε πολλές χώρες της Ευρώπης το φθινόπωρο του 2000, κατόπιν των σημαντικών αυξήσεων των τιμών του πετρελαίου, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Οι εν λόγω αυξήσεις προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα σε επίπεδο φορολογίας, στο μέτρο που τα κράτη μέλη προσπάθησαν να αποτρέψουν τις επιπτώσεις της αύξησης των τιμών της ενέργειας στην οικονομία μέσω μη συντονισμένων μειώσεων στη φορολογία. Οι εν λόγω μεμονωμένες πρωτοβουλίες αποτελούν σημαντική τροχοπέδη για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ιδίως για την επίτευξη μίας κοινής και συντονισμένης πολιτικής στον τομέα των μεταφορών.

Η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, ενσωματώνει, όπως υπενθύμισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο στόχος αυτός θα συμβάλει στην εξασφάλιση, για το καλό των πολιτών και την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, της συνεχούς φυσικής διάθεσης των ενεργειακών προϊόντων στην αγορά, σε τιμές προσιτές για όλους τους καταναλωτές, ιδιώτες ή βιομηχανίες.

Οι κίνδυνοι

Στο εν λόγω πλαίσιο της ενεργειακής εξάρτησης, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αντιμετωπίσει δύο είδη κινδύνων σε ό,τι αφορά ζητήματα που άπτονται της ενέργειας:

* Φυσικοί κίνδυνοι Η φυσική διακοπή του εφοδιασμού (εφόσον είναι μόνιμη) μπορεί να οφείλεται στην εξάντληση ή την εγκατάλειψη της παραγωγής κάποιου ενεργειακού πόρου. Δεν αποκλείεται μακροπρόθεσμα η Ευρωπαϊκή Ένωση να μη διαθέτει πλέον σημαντικούς κοινοτικούς πόρους υδρογονανθράκων σε προσιτή τιμή. Ως εκ τούτου, οι ειδικοί εκτιμούν ότι τα πετρελαϊκά αποθέματα στη Βόρεια Θάλασσα θα εξαντληθούν σταδιακά έως το 2030-2050. Από την άποψη αυτή, είναι σκόπιμο να υπενθυμιστεί το παράδειγμα του γαιάνθρακα, η παραγωγή του οποίου εγκαταλείφθηκε σταδιακά στα κράτη μέλη. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στον κίνδυνο προσωρινής φυσικής διακοπής του εφοδιασμού, η οποία ενδέχεται να οφείλεται σε σοβαρά ατυχήματα στις υποδομές των μεταφορών και της αποθήκευσης αποθεμάτων, οι οποίες βρίσκονται εντός ή εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την ασφάλεια και τη συνέχιση του κοινοτικού εφοδιασμού. Εξάλλου, ένα γεγονός, για παράδειγμα πολιτικού ή/και στρατιωτικού χαρακτήρα σε μία περιοχή παραγωγής ή διαμετακόμισης πετρελαίου, μπορεί να προκαλέσει ανά πάσα στιγμή προσωρινή διακοπή του φυσικού εφοδιασμού του πετρελαίου παγκοσμίως.

* Οικονομικοί κίνδυνοι Οι οικονομικοί κίνδυνοι οφείλονται στην αστάθεια των αγορών, που μπορεί κυρίως να προκληθεί από την απειλή φυσικής διακοπής του εφοδιασμού. Η ανάλυση της εξέλιξης των ενεργειακών αγορών αποκαλύπτει, πράγματι, εκτός από τις φυσικές διακοπές του εφοδιασμού, μία ακόμα πηγή ανησυχίας: τις κινήσεις που βασίζονται στην πρόβλεψη πιθανής διακοπής του εφοδιασμού. Η εκ μέρους των φορέων εκμετάλλευσης «γενικευμένη αίσθηση» ενός κινδύνου επερχόμενης διακοπής οδηγεί σε σπασμωδικές κινήσεις όσον αφορά την πραγματοποίηση αγορών, ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχει εμφανής ισορροπία προσφοράς και ζήτησης Ως αποτέλεσμα παρατηρούνται σημαντικές αυξήσεις των τιμών που επηρεάζουν άμεσα το κόστος των επιχειρήσεων καθώς και την αγοραστική δύναμη των ιδιωτών καταναλωτών. Οι εν λόγω μεταβολές της διεθνούς αγοράς δύνανται να επηρεάσουν ανά πάσα στιγμή την ευρωπαϊκή οικονομική ανάπτυξη, με σοβαρές συνέπειες για την απασχόληση. Bάσει της πρόσφατης εμπειρίας που αποκτήθηκε μεταξύ των ετών 1998 και 2000, κατά τη διάρκεια των οποίων σημειώθηκε μικρή μείωση στην προσφορά του πετρελαίου κατά 3%, παρατηρήθηκε μία ιδιαίτερα σημαντική αύξηση των τιμών κατά 10 δολάρια το βαρέλι έως και 37 δολάρια το βαρέλι - σε ορισμένες περιπτώσεις. Εκτιμάται ότι παρόμοιες αυξήσεις στις τιμές, σε ετήσια βάση, σημαίνουν αύξηση των δαπανών για αγορά πετρελαίου κατά 100 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου. Εξάλλου, ο κύριος κίνδυνος στον ενεργειακό τομέα είναι, σήμερα, οικονομικής φύσεως. Η πραγματική διακοπή του εφοδιασμού, μολονότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, μπορεί να οφείλεται σε έκτακτες καταστάσεις, όπως, για παράδειγμα, μία σοβαρή διένεξη σε μία ζώνη παραγωγής υδρογονανθράκων. Ως εκ τούτου, ο οικονομικός κίνδυνος συνιστά πλέον τον ουσιαστικό κίνδυνο, δεδομένου ότι οι αυξήσεις στις τιμές επηρεάζουν άμεσα το κόστος των επιχειρήσεων καθώς και την αγοραστική δύναμη των ιδιωτών καταναλωτών.

3. Ακαταλληλα μεσα δρασησ

Η διαχείριση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, στο βαθμό που η καλή διαχείρισή της θα συμβάλλει στη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, αποτελεί θέμα ζωτικής σημασίας.

Όσον αφορά στον έλεγχο της ζήτησης στον τομέα της ενέργειας, και πέρα από την απλή διατύπωση προτάσεων ή την ανταλλαγή ορθών πρακτικών, η Επιτροπή έχει ήδη υποβάλει προτάσεις ρυθμιστικής φύσης, ορισμένες εκ των οποίων εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πρόκειται συγκεκριμένα για την οδηγία για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, την οδηγία για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια και για το πακέτο οδηγιών σχετικά με τα βιολογικά καύσιμα. Η θέση σε ισχύ των νομοθετικών αυτών κειμένων θα οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης ενέργειας από συμβατικές πηγές τάξης, μεγέθους 10% εντός των προσεχών ετών και θα καταστήσει δυνατό τον περιορισμό της τάσης αύξησης της ζήτησης για ενέργεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω αυξημένης κατανάλωσης από νοικοκυριά και τον τριτογενή τομέα. Από τις συζητήσεις που διεξήχθησαν με θέμα την Πράσινη Βίβλο για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού διαφαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει τα μέσα ώστε να επηρεάσει τις συνθήκες προσφοράς όσον αφορά τους υδρογονάνθρακες. Επιπλέον, οι συζητήσεις αυτές επεσήμαναν τους κινδύνους που εγκυμονεί για την Ευρωπαϊκή Ένωση μία διακοπή του εφοδιασμού, απεκάλυψαν τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ενεργειακού μας εφοδιασμού, καθώς και τις γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αδυναμίες που συνδέονται με αυτόν. Στο πλαίσιο των ίδιων συζητήσεων, υπογραμμίστηκε, πριν ακόμα από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η ανάγκη έντασης των θεμάτων που άπτονται της προστασίας των εγκαταστάσεων στην έννοια της ασφάλειας του εφοδιασμού.

Σύμφωνα με τη θέση που έλαβε η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την πρόσφατη παγκόσμια διάσκεψη για την αειφόρο ανάπτυξη στο Γιοχάνεσμπουργκ, στο πλαίσιο αυτό, η εγχώρια παραγωγή ανανεώσιμης ενέργεια ενός κράτους μέλους έχει θετικό αντίκτυπο στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και μειώνει την ποσότητα των στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου που το κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο να διατηρεί.

Ανεπαρκής εναρμόνιση των κοινοτικών μέτρων που αφορούν τα αποθέματα πετρελαίου

Τρεις κοινοτικές οδηγίες οργανώνουν τη συγκρότηση εκ μέρους των κρατών μελών εθνικών αποθεμάτων αργού πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων. Τα κράτη μέλη πρέπει να διατηρούν ένα επίπεδο αποθεμάτων ισοδύναμο με 90 ημέρες κατανάλωσης για κάθε μία από τις τρεις κύριες κατηγορίες των πετρελαϊκών προϊόντων ενεργειακής χρήσης. Επιπλέον, τα κράτη μέλη οφείλουν να είναι έτοιμα να ενεργήσουν, δηλαδή να διαθέτουν σχέδια παρέμβασης, κατάλληλα όργανα και αρχές που επιτρέπουν ειδικότερα τη διάθεση των αποθεμάτων στην αγορά, τον περιορισμό της κατανάλωσης, την εξασφάλιση του εφοδιασμού των καταναλωτών κατά προτεραιότητα και τη ρύθμιση των τιμών.

Σε περίπτωση κρίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται, κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους, ή με δική της πρωτοβουλία, να θέσει κάποιο στόχο όσον αφορά τη μείωση της κατανάλωσης. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν διαθέτει την εξουσία να επιβάλει την αποδέσμευση αποθεμάτων. Η απόφαση απελευθέρωσης πετρελαϊκών αποθεμάτων αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών, μολονότι οι διαβουλεύσεις με σκοπό το συντονισμό οργανώνονται σε κοινοτικό επίπεδο. Εναπόκειται, εν τέλει, σε κάθε κράτος μέλος να κρίνει κατά πόσο είναι απαραίτητο να εφαρμοστούν μέτρα για την αποδέσμευση των αποθεμάτων. Πέρα από το γεγονός ότι τα μέτρα που λαμβάνονται από κάθε κράτος μέλος αποτελούν πηγή αναταραχής στην εσωτερική αγορά, οι εν λόγω πρωτοβουλίες, όταν δεν είναι συντονισμένες, δεν θα έχουν παρά μικρές ή και καθόλου επιπτώσεις στα άλλα κράτη μέλη, λόγω του μεγέθους της αγοράς πετρελαίου.

Συνεπώς, δεν υφίσταται κοινοτικός μηχανισμός που να ρυθμίζει τη χρησιμοποίηση των αποθεμάτων πετρελαίου και να καθιερώνει την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών που συμμετέχουν στην ίδια εσωτερική αγορά, σε περίπτωση δυσχερειών στον εφοδιασμό.

Επιπλέον, στις περισσότερες χώρες της Ένωσης - και σε αντίθεση με την περίπτωση των «Στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου» των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου τα αποθέματα ανήκουν στο κράτος - τα αποθέματα ασφαλείας ανήκουν στις εταιρίες πετρελαίου και αναμειγνύονται με τα λειτουργικά τους αποθέματα. Ορισμένα μόνο κράτη έχουν συστήσει ειδικούς οργανισμούς επιφορτισμένους με την ευθύνη διατήρησης του συνόλου ή ενός μέρους των αποθεμάτων ασφαλείας. Ο εν λόγω κατακερματισμός των μηχανισμών διατήρησης αποθεμάτων παρεμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Αποτελεί πηγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού μεταξύ των φορέων που δραστηριοποιούνται και στον τομέα της διύλισης και εκείνων που δεν ασχολούνται με τη διύλιση, οι οποίοι διαθέτουν μικρές ποσότητες λειτουργικών αποθεμάτων. Εξάλλου, οι ποσότητες των πετρελαϊκών προϊόντων που βρίσκονται πραγματικά στη διάθεση των κρατών μελών σε περίπτωση κρίσης, δηλαδή που μπορούν να αποδεσμευτούν σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν σαφώς, καθώς τα αποθέματα ασφαλείας των φορέων εκμετάλλευσης αναμειγνύονται με τα λειτουργικά τους αποθέματα. Από την άποψη αυτή, πρέπει να σημειωθεί ότι τα «Στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου» ανέρχονται σήμερα σε 545 εκατομμύρια βαρέλια και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να αυξήσουν σταδιακά την τρέχουσα ποσότητα σε 700 εκατομμύρια βαρέλια έως το 2004.

Τέλος, η κείμενη κοινοτική νομοθεσία προβλέπει εναρμονισμένους κανόνες για τη χρησιμοποίηση των αποθεμάτων ασφαλείας μόνο για την αντιμετώπιση περιπτώσεων φυσικής διακοπής του πετρελαϊκού εφοδιασμού. Πρόκειται για μέσο διαχείρισης της υφιστάμενης φυσικής έλλειψης, το οποίο ουδόλως στοχεύει στην αντιμετώπιση του προβλήματος της αστάθειας των αγορών. Η εν λόγω αστάθεια των αγορών, η οποία οφείλεται κυρίως στην πρόβλεψη πιθανής φυσικής διακοπής του εφοδιασμού, μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την ανάπτυξη των οικονομιών μας.

Είναι επομένως ευνόητο ότι το σύστημα αυτό δεν απέδωσε ποτέ, όσον αφορά την ακαταλληλότητα του κοινοτικού συστήματος στον τομέα των πετρελαϊκών αποθεμάτων ασφαλείας - σε σχέση με το ενεργειακό πλαίσιο και τις εξελίξεις της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Πρέπει, συνεπώς, να θεσπιστούν κανόνες που θα συμβάλλουν στην προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών και θα διασφαλίζουν, σε περίπτωση κρίσης, ή απειλής κρίσης του πετρελαϊκού εφοδιασμού, την αλληλεγγύη και τη συνοχή των απαραίτητων για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς δράσεων.

Ανεπάρκεια του πλαισίου του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας

Η συνθήκη με την οποία δημιουργήθηκε ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ) υποχρεώνει τα συμμετέχοντα κράτη να διατηρούν αποθέματα που να ισοδυναμούν με 90 ημέρες καθαρών εισαγωγών πετρελαίου ή πετρελαϊκών προϊόντων. Προβλέπει ένα μηχανισμό αντίδρασης σε περίπτωση κρίσης εφοδιασμού, δηλαδή, αφενός την υποχρέωση μείωσης της κατανάλωσης σε περίπτωση υπέρβασης ενός ορισμένου ορίου διακοπής του εφοδιασμού και, αφετέρου, μία διαδικασία αποδέσμευσης των αποθεμάτων και κατανομής των διαθέσιμων ποσοτήτων πετρελαίου μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών.

Στις αρχές της δεκαετίας 1980, ο ΔΟΕ έκρινε ότι οι μηχανισμοί της συνθήκης του 1974 δεν ανταποκρίνονταν πλέον στην ανάπτυξη της αγοράς πετρελαίου. Ένας άλλος μηχανισμός για την αντιμετώπιση κρίσεων, ο μηχανισμός CERM (μέτρα συντονισμένης αντίδρασης έκτακτης ανάγκης), θεσπίστηκε από το διοικητικό συμβούλιο του ΔΟΕ προκειμένου να απλοποιηθεί η χρησιμοποίηση των αποθεμάτων που αποδεσμεύονται. Ωστόσο, οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται στο πλαίσιο του μηχανισμού CERM απαιτεί την ομοφωνία του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από εκπροσώπους των 26 συμμετεχουσών χωρών. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σαφή κριτήρια για την ενεργοποίηση του εν λόγω μηχανισμού, καθώς και ότι παρατηρούνται αποκλίσεις μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών, ο κίνδυνος δέσμευσης των αποθεμάτων είναι εμφανής.

Στην πραγματικότητα, ο μηχανισμός CERM δεν χρησιμοποιήθηκε παρά μία μόνο φορά, πέντε μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου του Κόλπου, κατόπιν της εισβολής στο Κουβέιτ από το Ιράκ, ενώ οι τιμές του πετρελαίου είχαν απογειωθεί και οι αρνητικές επιπτώσεις στις οικονομίες των καταναλωτριών χωρών είχαν ήδη γίνει αισθητές.

Επιπλέον, οι μηχανισμοί του ΔΟΕ συνδέουν τη διαχείριση των πετρελαϊκών αποθεμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με εκείνη των πολυάριθμων εξωτερικών εταίρων (26 κράτη), οι προτεραιότητες των οποίων δεν συγκλίνουν απαραιτήτως με εκείνες της Ένωσης. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η σταδιακή καθιέρωση μίας εσωτερικής αγοράς ενέργειας, όπως είναι η υφιστάμενη αγορά των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί μοναδικό στο είδος του επίτευγμα· κανένα άλλο κράτος μέλος του ΔΟΕ, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν κατάφερε να αναπτύξει ένα παρόμοιο ολοκληρωμένο οικοδόμημα.

Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της συνθήκης του ΔΟΕ, ακόμα και η περίπτωση αποδέσμευσης αποθεμάτων, η οποία προτείνεται από μία ομάδα κρατών που έχουν την πλειοψηφία στον ΔΟΕ - όπως, για παράδειγμα, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης - θα μπορούσε, λαμβανομένου υπόψη του κανόνα περί ομοφωνίας που διέπει τις εργασίες του μηχανισμού CERM, να παρεμποδιστεί από ένα και μόνο κράτος. Κατά συνέπεια, οι ισχύοντες στον ΔΟΕ μηχανισμοί δεν επιτρέπουν να αποκτήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποτελεί τη δεύτερη οικονομική δύναμη παγκοσμίως, εξουσία αυτόνομης λήψης αποφάσεων σε ένα στρατηγικής σημασίας τομέα όπως είναι ο ενεργειακός, και να διασφαλίσει, με τον τρόπο αυτό, την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής της αγοράς.

Τέλος, κατά το πρότυπο της κείμενης κοινοτικής νομοθεσίας, οι μηχανισμοί του ΔΟΕ εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση που προβλέπεται ενδεχόμενη φυσική διακοπή του πετρελαϊκού εφοδιασμού. Τα βασικά στοιχεία του εν λόγω μηχανισμού, τα οποία χρονολογούνται από το 1974, διαμορφώθηκαν ως απάντηση στα μέτρα αποκλεισμού που είχε αποφασίσει ο ΟΠΕΚ για ορισμένες βιομηχανικές χώρες, στο πλαίσιο της πολιτικής κατάστασης στη Μέση Ανατολή στα τέλη του 1973, που απέχει κατά πολύ από τη σημερινή πολιτική κατάσταση.

Απουσία συντονισμένων μέτρων για τον εφοδιασμό σε φυσικό αέριο

Δεδομένης της στρατηγικής σημασίας την οποία θα αποκτήσει στο μέλλον το φυσικό αέριο, επιβάλλεται μία καινοτόμος προσέγγιση, στο μέτρο που σήμερα δεν υφίσταται κανένα κοινοτικό πλαίσιο που να εναρμονίζει τα μέτρα για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου ασφάλειας του εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε φυσικό αέριο. Από την άποψη αυτή, πρέπει να επισημανθεί ότι ούτε ο ΔΟΕ προβλέπει την ανάληψη συγκεκριμένης δράσης προκειμένου να διασφαλιστεί ο εξωτερικός εφοδιασμός των κρατών μελών του σε φυσικό αέριο. Ως εκ τούτου, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το 40% της κατανάλωσης του φυσικού αερίου που εισάγει η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται από τρεις κύριες πηγές εφοδιασμού. Επιπλέον, από το 1995, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει ετησίως το 50 έως 60% των νέων επενδύσεων στην παραγωγή ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά συνέπεια, η ασφάλεια του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο είναι ιδιαίτερα σημαντική προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχεια στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Η ευρωπαϊκή βιομηχανία φυσικού αερίου κατάφερε να διαφυλάξει την ασφάλεια του εφοδιασμού στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου, η οποία εξελίσσεται διαρκώς κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου βιώνει επί του παρόντος ραγδαίες εξελίξεις και ο ρόλος των παραδοσιακών παραγόντων της αγοράς ακολουθεί τον ίδιο ρυθμό εξέλιξης.

Έως τώρα, το έργο του σχεδιασμού και της ανάπτυξης του δικτύου φυσικού αερίου προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που άπτονται της ασφάλειας - και οι οποίοι συχνά προσδιορίζονται από την ίδια τη βιομηχανία φυσικού αερίου - ήταν σχετικά απλό, δεδομένου ότι οι κύριοι προμηθευτές όριζαν πλήρως τις υποδομές, τα σχετικά με την προσφορά και τη ζήτηση του φυσικού αερίου δεδομένα, τις πληροφορίες και τα άλλα απαραίτητα μέσα για την επιτυχή περάτωση του εν λόγω σχεδιασμού. Επιπλέον, η άμεση κρατική παρέμβαση ήταν λιγότερο απαραίτητη, δεδομένου ότι οι εθνικές εταιρίες φυσικού αερίου, οι οποίες ήταν υπεύθυνες για την ασφάλεια του εφοδιασμού, συχνά ανήκαν, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στο κράτος.

Στη νέα ελευθερωμένη αγορά φυσικού αερίου, κανένας μεμονωμένος παράγοντας δεν θα είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ασφάλεια του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο σε εθνικό επίπεδο, καθώς αναδιαρθρώνεται η βιομηχανία, ολοκληρώνονται οι εθνικές αγορές, εμφανίζονται νέες εταιρίες και ενισχύεται ο ανταγωνισμός. Ως εκ τούτου, οι πολιτικές και διαδικασίες σε ό,τι αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού πρέπει να επανεξεταστούν και τυποποιηθούν στο νέο αυτό πλαίσιο. Πράγματι, σε μία ανταγωνιστική αγορά, δεν είναι σίγουρο ότι οι προμηθευτές φυσικού αερίου θα δίνουν στρατηγική προτεραιότητα στην ασφάλεια του εφοδιασμού. Η ανταγωνιστικότητα γίνεται ολοένα και περισσότερο ο βασικός στόχος των εταιριών φυσικού αερίου.

Ως εκ τούτου, η οργάνωση της ασφάλειας του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο δεν είναι δυνατόν να ανατίθεται αποκλειστικά στη βιομηχανία. Επιβάλλεται η θέσπιση ενός νέου νομοθετικού πλαισίου που να εγγυάται ότι όλοι οι φορείς της αγοράς λαμβάνουν ελάχιστα μέτρα για τη διασφάλιση της υλοποίησης του εν λόγω στόχου.

Επιπροσθέτως, πρέπει να αναφερθεί ότι η αποφυγή οποιασδήποτε ασάφειας στο ζήτημα της ευθύνης για την ασφάλεια του εφοδιασμού είναι μείζονος σημασίας. Πράγματι, η έλλειψη σαφήνειας θα αυξήσει τον κίνδυνο κρίσης εφοδιασμού.

Ενώ η βιομηχανία φυσικού αερίου πρέπει να εξακολουθήσει να αναλαμβάνει την ευθύνη της εκμετάλλευσης, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα διαδραματίζει εφεξής σημαντικό ρόλο στο συντονισμό και τη στήριξη στον τομέα ενεργειακής ασφάλειας του φυσικού αερίου. Ο ρόλος της Κοινότητας είναι να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να παρέχει στους παράγοντες της αγοράς τα ακριβή σημεία αναφοράς, ώστε οι εν λόγω παράγοντες να είναι σε θέση να ερμηνεύσουν και να χειριστούν την αλλαγή, εξασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, επαρκές επίπεδο ασφάλειας εφοδιασμού σε φυσικό αέριο.

Όπως και στην περίπτωση του πετρελαίου, πρέπει να ληφθούν ελάχιστα μέτρα για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς του φυσικού αερίου, η οποία εξαρτάται από την ύπαρξη εναρμονισμένων μέτρων που θα διασφαλίσουν αλληλέγγυα και συντονισμένη δράση όλων των κρατών μελών σε περίπτωση κρίσης του εφοδιασμού.

4. Η λυση: Ενα κοινοτικο πλαισιο

Όπως υπενθύμιζε η Πράσινη Βίβλος για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, τα κράτη μέλη αλληλεξαρτώνται, αφενός, στα θέματα καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής του κλίματος και, αφετέρου, στην υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Οποιαδήποτε απόφαση ενεργειακής πολιτικής, ιδίως σε ό,τι αφορά τα θέματα εφοδιασμού σε υδρογονάνθρακες, λαμβάνεται από ένα κράτος μέλος θα έχει αναπόφευκτα επιπτώσεις στη λειτουργία της αγοράς στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Ομοίως, οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων, οι οποίες διευκολύνονται από τη σταδιακή καθιέρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, δεν περιορίζονται στην εθνική επικράτεια.

Επιπλέον, η μεμονωμένη αντίδραση ενός κράτους σε μία αλλαγή των συνθηκών του εφοδιασμού σε υδρογονάνθρακες, θα έχει πολύ μικρές ή και καθόλου επιπτώσεις. Η συντονισμένη αντίδραση όλων των κρατών μελών, μέσα σε πλαίσιο αλληλεγγύης, αποτελεί το μόνο μέσο εξεύρεσης αποτελεσματικών και χρήσιμων λύσεων ώστε να διασφαλιστεί το κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας, προστασίας και πρόληψης των κρίσεων και των σοβαρών ατυχημάτων.

Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Ένωση ασχολείται με μία μείζονος σημασίας πολιτική διαδικασία, τη διεύρυνσή της. Αντιμέτωπη με την πρόκληση αυτή, δεν πρέπει να παραβλέψει τη σωστή διαχείριση μίας από τις ζωτικές ανάγκες της, δηλαδή τον εφοδιασμό σε υδρογονάνθρακες.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ, οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο.

Η Πράσινη Βίβλος για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού είχε ήδη εξετάσει γενικότερα διάφορες προτάσεις:

* την εξέταση τρόπων ενίσχυσης του μηχανισμού πετρελαϊκών αποθεμάτων με την κοινοτικοποίηση της χρησιμοποίησής τους·

* την πιθανότητα επέκτασης του μηχανισμού πετρελαϊκών αποθεμάτων στα αποθέματα φυσικού αερίου·

* την ανάγκη οργάνωσης μόνιμου διαλόγου με τις χώρες παραγωγούς ώστε να καταστεί δυνατή η βελτίωση των μηχανισμών διαμόρφωσης των τιμών, η σύναψη συμφωνιών και η χρησιμοποίηση εφεδρικών αποθεμάτων προς αμοιβαίο συμφέρον·

* την ενίσχυση της ολοκλήρωσης και της διαφοροποίησης των δικτύων εφοδιασμού, καθώς και τη διαφύλαξη της προστασίας και της ασφάλειάς τους.

Στην ανακοίνωσή της τής 26ης Ιουνίου 2002 προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, για την τελική έκθεση σχετικά με την Πράσινη Βίβλο για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι «οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες και η αστάθεια των τιμών πετρελαίου επιβάλλουν καλύτερη οργάνωση των αποθεμάτων και συντονισμό στη χρήση τους».

Eπιδιωκόμενοι στόχοι

Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, τα οποία πρέπει να συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, θα στοχεύουν, βάσει κοινοτικής προσέγγισης:

* στην προώθηση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση ενεργειακής κρίσης, μέσω μέτρων και μηχανισμών που προσδιορίζονται εκ των προτέρων και εγγυώνται την ανάληψη συντονισμένης δράσης·

* στη διαχείριση της ασφάλειας του εφοδιασμού, προβλέποντας τους κατάλληλους μηχανισμούς που θα επιτρέψουν τον έλεγχο μίας κατάστασης φυσικής διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού·

* στη διαχείριση της προστασίας του εφοδιασμού και των υποδομών μέσω της πρόβλεψης μέτρων προστασίας που θα εξασφαλίσουν τη μέγιστη δυνατή αξιοπιστία όσον αφορά τη ροή του εφοδιασμού από τις χώρες παραγωγούς·

* στην προώθηση της σταθερότητας της αγοράς, κατόπιν διαβουλεύσεων με τις χώρες παραγωγούς, προβλέποντας μέτρα αντίδρασης σε περίπτωση που οι αγορές προβλέπουν επερχόμενη φυσική διακοπή του εφοδιασμού, προκειμένου να αποκατασταθεί η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Οι εν λόγω στόχοι πρέπει να υλοποιηθούν στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, εντός του οποίου η Επιτροπή θα λάβει τα απαραίτητα μέτρα που θα εξασφαλίσουν συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού. Πράγματι, τα μέτρα που στοχεύουν στη βελτίωση του εφοδιασμού σε υδρογονάνθρακες θα έχουν μικρό ή και καθόλου θετικό αντίκτυπο εάν παρεμποδίζονται από χειραγωγήσεις τιμών, σε περίπτωση που η πρόσβαση στα δίκτυα μεταφοράς είναι περιορισμένη.

Έτσι, τα μέτρα που στοχεύουν στη βελτίωση της ασφάλειας του εφοδιασμού δεν θα πρέπει να δημιουργούν εμπόδια στην είσοδο νέων παραγόντων στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας ή να δυσχεραίνουν περισσότερο τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων που διαθέτουν μικρά μερίδια της αγοράς. Επίσης, πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι σχετικές ρυθμίσεις των κρατών μελών θα εγγυώνται την εφαρμογή δίκαιων και ισότιμων όρων όσον αφορά την αποθήκευση, και κυρίως όσον αφορά την κατασκευή εγκαταστάσεων αποθήκευσης και την πρόσβαση στο δυναμικό αποθήκευσης.

Λαμβανομένων υπόψη των στόχων αυτών, και βάσει των προβληματισμών που διατυπώνονται στην Πράσινη Βίβλο για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, πρέπει να αναληφθούν διάφορες πρωτοβουλίες σε κοινοτικό επίπεδο.

Εναρμόνιση της οργάνωσης και προώθηση της συντονισμένης χρησιμοποίησης των πετρελαϊκών αποθεμάτων

1. Εναρμόνιση των εθνικών συστημάτων αποθήκευσης αποθεμάτων

Ορισμένα κράτη μέλη δημιούργησαν ειδικούς οργανισμούς και τους ανέθεσαν την ευθύνη διατήρησης του συνόλου ή ενός μέρους των αποθεμάτων ασφαλείας. Σε άλλα κράτη, η διατήρηση των αποθεμάτων αποτελεί ευθύνη ιδιωτικών φορέων.

Ο εν λόγω κατακερματισμός των μηχανισμών αποθήκευσης αποθεμάτων παρεμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Πράγματι, οι ανεξάρτητοι διανομείς ή οι εισαγωγείς διυλισμένων προϊόντων, οι οποίοι χρειάζονται περιορισμένα λειτουργικά αποθέματα, θεωρούν ότι οι υποχρεώσεις σχετικά με την αποθήκευση αποθεμάτων συνιστούν καθαρό κόστος για τους ίδιους, εφόσον οι εταιρίες διύλισης πετρελαίου θα διαθέτουν οπωσδήποτε αποθέματα για λειτουργικούς σκοπούς, ακόμα και σε περίπτωση απουσίας οιασδήποτε υποχρέωσης αποθήκευσης αποθεμάτων για λόγους ασφαλείας. Οι υποχρεώσεις αποθήκευσης αποθεμάτων μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελέσουν πηγή στρέβλωσης του ανταγωνισμού. Προκειμένου να επανορθωθεί η εν λόγω κατάσταση, όλα τα κράτη μέλη θα συστήσουν δημόσιο οργανισμό επιφορτισμένο με τη διατήρηση των πετρελαϊκών αποθεμάτων, ο οποίος πρέπει να έχει στην κυριότητά του αποθέματα που να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το ένα τρίτο των νέων υποχρεώσεων που προβλέπονται στην προκειμένη περίπτωση. Η εν λόγω μερική και ακόμη ανεπαρκής προσέγγιση των ρυθμίσεων που αφορούν την αποθήκευση αποθεμάτων στα κράτη μέλη, θα συμβάλλει στην καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, μέσω θέσπισης κανόνων που θα εξασφαλίζουν καλύτερες συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών παραγόντων. Πράγματι, η σύσταση κεντρικού οργανισμού με σκοπό την αποθήκευση στρατηγικών αποθεμάτων θα επιτρέψει στους ανεξάρτητους διανομείς ή στους εισαγωγείς των διυλισμένων προϊόντων να μη διατηρούν οι ίδιοι τα αποθέματα αυτά. Θα μπορούν να εκπληρώνουν την εν λόγω υποχρέωσή τους της αποθήκευσης αποθεμάτων μέσω του οργανισμού αυτού έναντι καταβολής εύλογου τιμήματος. Οι συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των διαφορετικών τύπων φορέων εκμετάλλευσης πετρελαίου που θα προκύψουν θα επιτρέψουν να διασφαλιστεί η συνέχιση του εφοδιασμού της αγοράς από διαφορετικές πηγές, συμβάλλοντας στη βελτίωση των συνθηκών εφοδιασμού των καταναλωτών.

Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι σήμερα τα αποθέματα ασφαλείας χαρακτηρίζονται από έλλειψη προβολής και, ως εκ τούτου, και αξιοπιστίας. Πράγματι, τα λειτουργικά αποθέματα της βιομηχανίας μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της υποχρέωσης διατήρησης ελαχίστων αποθεμάτων ασφαλείας. Ως εκ τούτου, ο προσδιορισμός των αποθεμάτων που διατηρούνται πλέον των εν λόγω λειτουργικών αποθεμάτων, με συγκεκριμένο στόχο την ασφάλεια του εφοδιασμού, είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Η διατήρηση μέρους των αποθεμάτων από κεντρικό οργανισμό θα επιτρέψει την αποκατάσταση αυτής της έλλειψης προβολής των αποθεμάτων ασφαλείας και θα διασφαλίσει την αποτελεσματική και αποδοτική αποδέσμευση των αποθεμάτων αυτών σε περίπτωση κρίσης.

2. Συντονισμένη χρησιμοποίηση των αποθεμάτων ασφαλείας

Για την αποδέσμευση αποθεμάτων, η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει μία απλή διαδικασία αμοιβαίων διαβουλεύσεων μεταξύ τεχνικών εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επομένως, κάθε κράτος μέλος μπορεί να θεσπίζει μέτρα για την αποδέσμευση των αποθεμάτων κατά το δοκούν.

Όσον αφορά το μηχανισμό που επί του παρόντος χρησιμοποιείται από το ΔΟΕ (ο μηχανισμός CERM), πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η εφαρμογή του υπόκειται στον κανόνα της ομοφωνίας των 26 συμμετεχουσών χωρών. Επιπλέον, ακόμη και στην περίπτωση ανάληψης δράσης υπό την αιγίδα του ΔΟΕ, η ιδιαίτερα μεγάλη ευχέρεια την οποία διαθέτουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να συνεισφέρουν στη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης, οδηγεί σε καταφανή έλλειψη συνεκτικής δράσης.

Συνεπώς, στο μέλλον, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα πρέπει να είναι σε θέση να λάβει αποφάσεις σχετικά με μία κοινή στρατηγική, η οποία θα εφαρμοστεί από το σύνολο των κρατών μελών, με στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση φυσικής ή οικονομικής διακοπής του πετρελαϊκού εφοδιασμού. Η εν λόγω στρατηγική θα προσδιορίζει επακριβώς τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν, τους στόχους και τη διάρκειά τους, καθώς και τα μέσα που θα πρέπει να παράσχουν τα κράτη μέλη.

Προκειμένου να είναι αποτελεσματική, η δράση που θα αναληφθεί για την αντιμετώπιση μίας διακοπής του πετρελαϊκού εφοδιασμού ή απειλής διακοπής που θα οδηγήσει σε αστάθεια των αγορών (οικονομικός κίνδυνος), πρέπει να είναι άμεση. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση επιτακτικής ανάγκης, συνδεόμενης με τις εξελίξεις στην αγορά πετρελαίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έχει το δικαίωμα να λάβει εκτάκτως τα αναγκαία μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τους γενικούς στόχους των μηχανισμών χρησιμοποίησης των αποθεμάτων ασφαλείας. Η Επιτροπή θα επικουρείται από μία επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους των κρατών μελών, της οποίας θα προΐσταται εκπρόσωπος της Επιτροπής.

3. Εναρμόνιση των κριτηρίων παρέμβασης

Η κείμενη κοινοτική νομοθεσία δεν προβλέπει κανόνες χρησιμοποίησης των αποθεμάτων παρά μόνο σε περίπτωση φυσικής διακοπής του πετρελαϊκού εφοδιασμού. Πρόκειται για μέσο διαχείρισης της υφιστάμενης φυσικής έλλειψης, που δεν επιτρέπει την αντίδραση σε περίπτωση αστάθειας των αγορών όταν αυτή οφείλεται στην πρόβλεψη φυσικής διακοπής του εφοδιασμού.

Η ανάλυση περιπτώσεων αστάθειας των αγορών καταδεικνύει, πράγματι, ότι η εκ μέρους των φορέων εκμετάλλευσης πρόβλεψη του κινδύνου επερχόμενης διακοπής οδηγεί σε σπασμωδικές κινήσεις όσον αφορά την πραγματοποίηση αγορών, και αυτό συμβαίνει ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχει εμφανής ισορροπία προσφοράς και ζήτησης. Επιπλέον, η επίδραση των «μη εμπορικών» φορέων εκμετάλλευσης θα έχει ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση και εντατικοποίηση των συνεπειών της εν λόγω πρόβλεψης φυσικής διακοπής στις τιμές.

Εκτός από το κριτήριο της κλασικής παρέμβασης στα αποθέματα, δηλαδή σε περίπτωση φυσικής διακοπής του πετρελαϊκού εφοδιασμού, πρέπει να προβλεφθεί η λήψη κοινών κανόνων για τη χρησιμοποίηση των αποθεμάτων ασφαλείας με στόχο την ενιαία και αλληλέγγυα αντίδραση σε περίπτωση κινδύνου οικονομικής κρίσης, πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση που θεωρείται γενικότερα πιθανός ο κίνδυνος φυσικής διακοπής, γεγονός που θα προκαλέσει αστάθεια των αγορών. Πράγματι, η μεμονωμένη δράση επιμέρους κρατών μελών θα αντέβαινε στους σκοπούς της ενιαίας αγοράς και, επιπλέον, θα ήταν αναποτελεσματική ως προς την επίτευξη μίας πιο άνετης λειτουργίας της αγοράς πετρελαίου. Οι κοινοί κανόνες θα συμβάλλουν στη διασφάλιση, σε περίπτωση κρίσης, της αλληλεγγύης και της συνοχής των δράσεων που α[αιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Οι αποφάσεις για την ανάληψη δράσης εκ μέρους της Επιτροπής θα βασίζονται στη σύγκλιση διαφόρων παραγόντων, οι οποίοι θα λαμβάνουν υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες της κατάστασης ενεργειακής κρίσης. Είναι εμφανές ότι το στοιχείο «τιμή» θα διαδραματίζει μείζονος σημασίας ρόλο κατά τον προσδιορισμό μίας κατάστασης οικονομικού κινδύνου, δεδομένου ότι η πρόβλεψη της διακοπής του εφοδιασμού θα προκαλέσει αστάθεια της αγοράς που θα επηρεάσει τις τιμές. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το όριο χρησιμοποίησης των αποθεμάτων επιτυγχάνεται όταν η τιμή του αργού πετρελαίου στην αγορά τοις μετρητοίς είναι τέτοια ώστε, εάν η τιμή διατηρούνταν στο ίδιο επίπεδο για διάστημα 12 μηνών, το ποσό που θα αντιστοιχούσε στις δαπάνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για εισαγωγές πετρελαίου από το εξωτερικό κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών θα αυξανόταν κατά περισσότερο από 0,5 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τις μέσες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για εισαγωγές πετρελαίου από το εξωτερικό κατά τη διάρκεια των τελευταίων 5 ετών. Για παράδειγμα, υπό τις παρούσες συνθήκες, οι κοινοτικοί μηχανισμοί θα μπορούσαν να εφαρμοστούν από την Επιτροπή σε περίπτωση υπέρβασης ενός ορίου 30 δολαρίων ΗΠΑ για την τιμή του βαρελιού πετρελαίου (το οποίο αντιστοιχεί σε ένα όριο 28 δολαρίων ΗΠΑ, περίπου, για το καλάθι τιμών του ΟΠΕΚ).

Το εν λόγω όριο ενεργοποίησης των αποθεμάτων αποτελεί απαραίτητη αλλά μη επαρκή, προϋπόθεση για την ανάληψη δράσης σε περίπτωση γενικευμένης αίσθησης κινδύνου διακοπής του εφοδιασμού: η υπέρβαση του ορίου αποτελεί απλώς την αρχή του σταδίου εξέτασης εκ μέρους της Επιτροπής του συνόλου των παραγόντων από τους οποίους συνάγεται το ενδεχόμενο κρίσης, και συγκεκριμένα του χαρακτήρα, της διάρκειας και του εύρους των στοιχείων στα οποία οφείλεται η κρίση. Κάθε απόφαση σχετικά με ενδεχόμενη δράση θα βασίζεται στη σύγκλιση αρκετών παραγόντων από τους οποίους μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη απειλής διακοπής του εφοδιασμού που καθιστά αναγκαία την ανάληψη δράσης.

Στο νέο αυτό πλαίσιο, εντός του οποίου οι μηχανισμοί χρησιμοποίησης των αποθεμάτων ασφαλείας θα καταλαμβάνουν ολοένα σημαντικότερη θέση, ο όγκος των εν λόγω αποθεμάτων πρέπει να αυξηθεί. Ο ελάχιστος απαιτούμενος όγκος αποθεμάτων που επί του παρόντος ισοδυναμεί με 90 ημέρες κατανάλωσης πρέπει να αυξηθεί ώστε να ισοδυναμεί με 120 ημέρες κατανάλωσης, προκειμένου να είναι δυνατή η αποτελεσματική και αξιόπιστη εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπιση κρίσεων. Η εν λόγω αύξηση των αποθεμάτων θα πραγματοποιηθεί σταδιακά, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη τις δυνατότητες ανάπτυξης του απαραίτητου δυναμικού αποθήκευσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο μέσος κοινοτικός όρος αποθεμάτων ασφαλείας ισοδυναμεί με 114 ημέρες περίπου κατανάλωσης.

Από την άποψη αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η κατάσταση των υποψηφίων για προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρών. Βάσει της παρούσας κατάστασης των διαπραγματεύσεων προσχώρησης, αρκετές από αυτές τις χώρες πρέπει ήδη να επωφεληθούν από μια μεταβατική περίοδο μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2009, που θα τους επιτρέψει να δημιουργήσουν προοδευτικά αποθέματα ασφαλείας που ισοδυναμούν με 90 ημέρες κατανάλωσης. Η Επιτροπή αναμένει ότι τα νέα κράτη μέλη θα σεβαστούν την αρχή της δημιουργίας αποθεμάτων ασφαλείας των οποίων ο όγκος θα ισοδυναμεί με 120 ημέρες κατανάλωσης. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, θα πρέπει να επιτραπεί η σταδιακή εισαγωγή των νέων διατάξεων που στοχεύουν στην ενίσχυση των αποθεμάτων πετρελαίου και μετά την πάροδο των μεταβατικών περιόδων που έχουν ήδη συμφωνηθεί..

Εναρμόνιση των ελάχιστων μέτρων για την ασφάλεια του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο

Μολονότι οι συνθήκες αποθήκευσης αποθεμάτων φυσικού αερίου διαφέρουν από εκείνες της αποθήκευσης πετρελαϊκών αποθεμάτων και προϊόντων, και στο επίπεδο της τεχνικής που χρησιμοποιείται στην περίπτωση αυτή, ισχύει ότι ο μηχανισμός προσδιορισμού των τιμών του φυσικού αερίου συνδέεται με τις τιμές του πετρελαίου με ένα σύστημα αναπροσαρμογής της τιμής του πρώτου βάσει της τιμής του δεύτερου. Ως εκ τούτου, τα προβλήματα που προκύπτουν όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού, και οι αντίστοιχες λύσεις τους, και στις δύο περιπτώσεις των ενεργειακών πηγών συνδέονται μεταξύ τους. Εξ ου και η σημασία πρόβλεψης, όπως και στην περίπτωση του πετρελαίου, εναρμονισμένων μέτρων που να προβλέπουν την ύπαρξη ενός επιπέδου αποθεμάτων φυσικού αερίου, καθώς και τη δυνατότητα αποδέσμευσης των εν λόγω αποθεμάτων. Τα νέα αυτά μέτρα θα ενσωματωθούν στις διατάξεις που έχουν ήδη προβλεφθεί από την κοινοτική νομοθεσία και στοχεύουν στο να προσφέρουν σε τρίτους πρόσβαση στην αποθήκευση αποθεμάτων φυσικού αερίου.

1. Προσδιορισμός μίας πολιτικής εφοδιασμού και διασαφήνιση των ευθυνών

Τα περισσότερα κράτη μέλη δεν διαθέτουν επί του παρόντος καμία ιδιαίτερα συνεκτική προσέγγιση με στόχο τη διαφύλαξη της ασφάλειας του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο στην εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο, πριν από τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου, τα κράτη μέλη να προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες προκειμένου να προσδιορίσουν μία γενική πολιτική για την ασφάλεια του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο. Η πολιτική αυτή, η οποία πρέπει να συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία της νέας ανοιχτής αγοράς φυσικού αερίου, προϋποθέτει σαφή προσδιορισμό των ρόλων και των ευθυνών των διαφόρων παραγόντων της αγοράς όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού.

Εφόσον αναπτύξουν τη γενική αυτή πολιτική για την ασφάλεια του εφοδιασμού, τα κράτη θα λάβουν ιδιαίτερα υπόψη κυρίως τη σημασία διασφάλισης της συνέχισης του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο κάτω από δυσμενείς συνθήκες, ιδίως για τους καταναλωτές που δεν έχουν εναλλακτική λύση χρησιμοποίησης άλλης μορφής ενέργειας, που δεν χρειάζεται να εξασφαλίσουν επαρκή επίπεδα αποθήκευσης αποθεμάτων φυσικού αερίου ή καυσίμων υποκατάστασης, να διαφοροποιήσουν τον εφοδιασμό ή να εξασφαλίσουν την ισορροπία μεταξύ των διαφόρων πηγών εφοδιασμού σε φυσικό αέριο.

Η πολιτική αυτή των κρατών μελών πρέπει να είναι διαφανής. Προς το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα καθιερώσουν τη σύνταξη εκθέσεων ανά τακτά διαστήματα στις οποίες θα αναφέρονται κυρίως οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης καθώς και σε απρόβλεπτες καταστάσεις με στόχο την αποσόβηση μίας κρίσης στην αγορά του φυσικού αερίου, τα επίπεδα των αποθεμάτων και τα μέτρα που ελήφθησαν ή πρόκειται να ληφθούν με σκοπό την επίτευξη των ενδεικτικών στόχων αποθήκευσης. Η Επιτροπή θα προβεί σε αξιολόγηση τόσο του βαθμού εναρμόνισης των μέτρων που αφορούν την ασφάλεια του εφοδιασμού, όσο και της συμβολής των εν λόγω μέτρων στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς του φυσικού αερίου.

2. Εναρμόνιση των ελάχιστων επιπέδων ασφάλειας του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο

Τα κράτη μέλη θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ο εφοδιασμός των μη διακοπτόμενων καταναλωτών, που δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσουν το φυσικό αέριο με άλλο καύσιμο, σε περίπτωση προβλημάτων στη μοναδική σημαντικότερη πηγή εφοδιασμού σε φυσικό αέριο για διάστημα εξήντα ημερών υπό κανονικές μετεωρολογικές συνθήκες. Θα λαμβάνονται επίσης εναρμονισμένα μέτρα από τα κράτη μέλη προκειμένου να εξασφαλίζεται, στη νέα ανοιχτή αγορά του φυσικού αερίου, η ασφάλεια του εφοδιασμού σε περίπτωση εξαιρετικά χαμηλών θερμοκρασιών.

Οι εν λόγω κανόνες που αφορούν την ασφάλεια του εφοδιασμού θα εφαρμόζονται από τους μηχανισμούς που θα χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες συνθήκες της εκάστοτε κρίσης εφοδιασμού και τις ιδιαιτερότητες της εθνικής αγοράς φυσικού αερίου κάθε κράτους μέλους.

Μεταξύ των μέτρων που θα τεθούν σε εφαρμογή για την αντιμετώπιση διακοπής του εφοδιασμού, τα κράτη μέλη θα προβούν στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα αποθέματα φυσικού αερίου συμβάλλουν στην εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου ανταγωνισμού ώστε να τηρούνται οι κανόνες ασφαλείας του εφοδιασμού. Κατά τη δημιουργία ή τη διατήρηση ενός εναρμονισμένου ελάχιστου επιπέδου αποθεμάτων φυσικού αερίου θα λαμβάνονται υπόψη οι γεωλογικές και οικονομικές δυνατότητες αποθήκευσης στα κράτη μέλη. Πράγματι, σε ορισμένα κράτη μέλη, είναι περιορισμένες οι περιοχές στις οποίες είναι δυνατό από γεωλογικής άποψης να κατασκευαστούν νέες, υπόγειες εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου ή και δεν υπάρχουν τέτοιες περιοχές.

3. Συντονισμένη χρησιμοποίηση των μέτρων αντιμετώπισης των κρίσεων - Αποθέματα φυσικού αερίου

Η μη συντονισμένη αντίδραση των κρατών μελών σε περίπτωση ενεργειακής κρίσης ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου. Προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου και η ασφάλεια του εφοδιασμού, είναι απαραίτητο να υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών σε έκτακτες καταστάσεις εφοδιασμού. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεσπιστούν μηχανισμοί που να επιτρέπουν τη συντονισμένη σε κοινοτικό επίπεδο εφαρμογή μέτρων προκειμένου να αντιμετωπίζονται ανάλογες καταστάσεις.

Ως εκ τούτου, εναπόκειται στην Επιτροπή, αναλόγως της σοβαρότητας της κατάστασης, να δρα κατά τρόπο ώστε να εφαρμόζονται τα απαραίτητα μέτρα για την παροχή συγκεκριμένης συνδρομής στα κράτη μέλη που πλήττονται ιδιαίτερα από τη διακοπή του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο. Στο πλαίσιο αυτό, και λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της αγοράς φυσικού αερίου, η πρόβλεψη ενός διπλού μηχανισμού παρέμβασης κρίνεται σκόπιμη.

Σε περίπτωση έκτακτης κατάστασης στον εφοδιασμό σε φυσικό αέριο, κυρίως σοβαρής διακοπής της παροχής φυσικού αερίου από τον έναν εκ των κύριων προμηθευτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή μπορεί να διατυπώσει συστάσεις προκειμένου να παροτρύνει τα κράτη μέλη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την παροχή ειδικής βοήθειας στα κράτη μέλη που πλήττονται περισσότερο από τη διακοπή του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο.

Εάν τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη είναι ανεπαρκή δεδομένων των εξελίξεων της αγοράς ή εάν οι οικονομικές συνέπειες της έκτακτης κατάστασης εφοδιασμού σε φυσικό αέριο καταστούν εξαιρετικά σοβαρές, η Επιτροπή μπορεί, με απόφασή της, να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα για την παροχή της απαραίτητης συνδρομής στα κράτη μέλη που πλήττονται ιδιαίτερα από τη διακοπή του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο.

Τα εν λόγω μέτρα, τα οποία θα αποτελέσουν αντικείμενο, αναλόγως των περιστάσεων, είτε μίας σύστασης είτε μίας απόφασης εκ μέρους της Επιτροπής, μπορούν να περιλαμβάνουν την αποδέσμευση αποθεμάτων φυσικού αερίου, τη διάθεση αγωγών με ικανότητα εκτροπής ποσοτήτων φυσικού αερίου στις πληγείσες περιοχές ή τη διακοπή της διακοπτόμενης ζήτησης, με σκοπό την ανακατανομή του φυσικού αερίου και την εξασφάλιση της ευελιξίας του δικτύου και των αγορών «spot».

Όπως συμβαίνει στην περίπτωση των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν για τα αποθέματα ασφαλείας σε σχέση με το πετρέλαιο, η Επιτροπή θα βοηθηθεί στο έργο της από μία επιτροπή που θα αποτελείται από εκπροσώπους των κρατών μελών.

Το νέο κοινοτικό πλαίσιο δεν προβλέπει στο παρόν στάδιο, όπως συμβαίνει με τα πετρελαϊκά αποθέματα, τον εναρμονισμένο προσδιορισμό ελάχιστων ποσοτήτων όσον αφορά τα αποθέματα φυσικού αερίου, τα οποία τα κράτη μέλη θα πρέπει να διατηρούν προκειμένου να διαφυλάσσεται η ασφάλεια του εφοδιασμού. Έτσι, εισάγει ποσοτικές απαιτήσεις όσον αφορά τους κανόνες ασφάλειας του εφοδιασμού. Το νέο κοινοτικό πλαίσιο λοιπόν απαιτεί κυρίως από τα κράτη μέλη να ορίσουν με ποιον τρόπο θα διασφαλίσουν ότι οι πελάτες που δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν καύσιμα υποκατάστασης, θα εξακολουθήσουν να εφοδιάζονται για διάστημα 60 ημερών σε περίπτωση διακοπής του εφοδιασμού στην αγορά στόχο εκ μέρους του πιο σημαντικού προμηθευτή. Για να ανταποκριθεί σε αυτή την υποχρέωση διασφάλισης του εφοδιασμού για διάστημα 60 ημερών, κάθε κράτος μέλος πρέπει να εφαρμόσει ένα συνδυασμό μέτρων, συνδυασμό που θα περιλαμβάνει την αποθήκευση αποθεμάτων φυσικού αερίου, αλλά και τη διακοπή της διακοπτόμενης ζήτησης με σκοπό την ανακατανομή του φυσικού αερίου και την εξασφάλιση της ευελιξίας του δικτύου, της ευελιξίας του εφοδιασμού, καθώς και των αγορών «spot».

Αυτός ο συνδυασμός διαφόρων μέτρων θα επιτρέψει σε κάθε κράτος μέλος να διασφαλίσει ασφάλεια εφοδιασμού σε φυσικό αέριο ισοδύναμη με την ασφάλεια εφοδιασμού σε πετρέλαιο στην οποία συμβάλλουν τα υποχρεωτικά μέτρα αποθήκευσης αποθεμάτων πετρελαίου, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αγοράς φυσικού αερίου. Πράγματι, δεν έχουν όλα τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να δημιουργούν υπόγεια αποθέματα λόγω μη ευνοϊκών γεωλογικών συνθηκών. Ορισμένες χώρες μάλιστα δεν διαθέτουν τις κατάλληλες τοποθεσίες για την αποθήκευση αποθεμάτων φυσικού αερίου.

Ωστόσο, δεδομένης της σημασίας που έχει η αποθήκευση στα διάφορα μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν, προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προσδιορίζουν ενδεικτικούς εθνικούς στόχους για την ελάχιστη συμβολή των αποθεμάτων φυσικού αερίου στους κανόνες που σχετίζονται με την ασφάλεια του εφοδιασμού. Τα αποθέματα αυτά μπορούν να βρίσκονται εντός ή εκτός του εδάφους των κρατών μελών.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα μέτρα που αφορούν την αποθήκευση του φυσικού αερίου, όπως εξάλλου και οι υποχρεώσεις που αφορούν την αποθήκευση πετρελαίου, ισχύουν με την επιφύλαξη μέτρων που μπορούν να ληφθούν και για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων αποθήκευσης.

4. Συμβάσεις εφοδιασμού

Οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις εφοδιασμού διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου. Είναι απαραίτητες για τη δρομολόγηση επενδυτικών έργων μεγάλης κλίμακας για την αξιοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου και την ανάπτυξη έργων υποδομής για μεταφορές σε μεγάλες αποστάσεις. Για τις καταναλώτριες χώρες, οι εν λόγω συμβάσεις προσδίδουν σταθερότητα στις αγορές τους. Οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις διευκολύνουν, με τον τρόπο αυτό, τη μεσοπρόθεσμη διαφοροποίηση του εφοδιασμού της ΕΕ σε φυσικό αέριο, και συμβάλλουν στην είσοδο νέων πηγών φυσικού αερίου στην αγορά, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό από την πλευρά της προσφοράς. Πρέπει λοιπόν τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι ένα ελάχιστο μέρος του εφοδιασμού τους με προέλευση κράτη που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίζεται σε μακροπρόθεσμες συμβάσεις εισαγωγής. Η Επιτροπή θα επιβλέπει την εξέλιξη της διάρθρωσης του εφοδιασμού των κρατών μελών σε φυσικό αέριο, και θα είναι ενδεχομένως σε θέση να αποφασίσει μέτρα που θα αποδειχθούν απαραίτητα.

Παράλληλα με τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις, τα κράτη μέλη θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση αυξημένης ρευστότητας στην αγορά φυσικού αερίου και της ανάπτυξης διαφανών τιμών προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού, να διευκολυνθεί η πρόσβαση στο φυσικό αέριο και να παρασχεθούν δυνατότητες ρευστοποίησης στις επιχειρήσεις που δεσμεύονται με μακροπρόθεσμες συμβατικές υποχρεώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ένα ελάχιστο μέρος του νέου εφοδιασμού σε φυσικό αέριο θα πρέπει να βασίζεται σε βραχυπρόθεσμες συμβάσεις spot ή σε μακροπρόθεσμες συμβάσεις οι τιμές των οποίων παραπέμπουν σε αγορές spot φυσικού αερίου.

Δημιουργήθηκε παρεξήγηση, κατ' αρχάς στις σχέσεις με τη Ρωσία, όταν ορισμένες τρίτες χώρες φαίνεται ότι θεώρησαν πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ευνοούσε πλέον τις μακροπρόθεσμες αυτές συμβάσεις εφοδιασμού. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ωστόσο, επιβεβαίωσε ότι οι εν λόγω συμβάσεις ήταν αναγκαίες ως παράγοντας σταθερότητας τόσο για τις χώρες παραγωγούς όσο και για τις καταναλώτριες χώρες. Εξάλλου, οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις αναγνωρίζονται ρητά στην κοινοτική νομοθεσία που αφορά τους κοινούς κανόνες της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου.

Η Επιτροπή θα διασφαλίζει ότι οι εν λόγω συμβάσεις δεν θα οδηγούν σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, με τη ρητή συμπερίληψη περιοριστικών όρων είτε με την ανάδειξη φορέων με δεσπόζουσα θέση στην αγορά που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στεγανοποίηση της αγοράς. Είναι επομένως σημαντικό οι εν λόγω συμβάσεις να εξελιχθούν σε νέες συνιστώσες της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου.

Οργάνωση ενεργειακού διαλόγου μεταξύ παραγωγών και καταναλωτριών χωρών

Όλα αυτά τα μέτρα συντονισμού των μέσων δράσης που αφορούν την ασφάλεια του εφοδιασμού σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, μπορούν να εφαρμοστούν σε συνεργασία με τις χώρες παραγωγούς και όχι σε αντιπαράθεση με αυτές. Η διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση συνορεύει με τις κύριες ζώνες παραγωγής υδρογονανθράκων (Ρωσία, Κασπία Θάλασσα, Βόρεια Αφρική). Το -από γεωγραφικής απόψεως- πλεονέκτημα της διεύρυνσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν τεθεί ζήτημα σχετικά με τον τόπο διατήρησης των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα αποθέματα θα μπορούσαν για παράδειγμα να διατηρούνται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες ή, ομοίως, να βρίσκονται στις χώρες παραγωγούς αλλά και στις χώρες διαμετακόμισης.

Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πρέπει να αναπτύξει, να θεσμοθετήσει και να προσδώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο στον ενεργειακό διάλογο μεταξύ παραγωγών και καταναλωτριών χωρών. Στο πλαίσιο αυτό, θα ενεργήσει σε συντονισμό με το Διεθνές φόρουμ ενέργειας (IEF, Ριάντ).

Ο ενεργειακός διάλογος μεταξύ παραγωγών και καταναλωτριών χωρών θα συμβάλει στην εξασφάλιση μεγαλύτερης σταθερότητας του εφοδιασμού. Θα επιτρέψει, εξάλλου, την εφαρμογή στον εφοδιασμό από το εξωτερικό των κανόνων ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως σε ό,τι αφορά τη δημιουργία και λειτουργία υποδομών πετρελαίου και φυσικού αερίου ή τη θαλάσσια μεταφορά υδρογονανθράκων και προϊόντων που προέρχονται από επικίνδυνους υδρογονάνθρακες.

Επιπλέον ο ενισχυμένος διάλογος μεταξύ των παραγωγών και των καταναλωτριών χωρών αποτελεί μία από τις πλέον απαραίτητες προϋποθέσεις για τη βελτίωση του μηχανισμού των τιμών και τη σύναψη ικανοποιητικών συμφωνιών εφοδιασμού. Όπως επισημαίνεται στην Πράσινη Βίβλο για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, ο διάλογος πρέπει να επιδιώκεται όποιες και αν είναι οι διεθνείς συγκυρίες, είτε σημειώνεται αύξηση είτε μείωση των τιμών, και πρέπει να πραγματεύεται εξίσου θέματα που άπτονται των συνθηκών δημιουργία και χρησιμοποίησης των αποθεμάτων. Δεδομένου ότι, πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για το φυσικό αέριο, το εν λόγω πλαίσιο διαβουλεύσεων θα μπορούσε να μετατραπεί σε πλαίσιο διαπραγματεύσεων προκειμένου να καλυφθεί η ανάγκη σύναψης μακροπρόθεσμων συμβάσεων εφοδιασμού.

Από την άποψη αυτή, ο διάλογος που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ρωσίας μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτο πρότυπο. Στοχεύει, όπως προέκυψε ιδίως από τις Συνόδους Κορυφής που έλαβαν χώρα στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες, στην ανάπτυξη αλληλεγγύης σε ενεργειακά θέματα. Με τον τρόπο αυτό, κατέστη δυνατή η δρομολόγηση δραστηριοτήτων σε ό,τι αφορά την ασφάλεια των δικτύων, την προστασία των επενδύσεων ή τον προσδιορισμό μεγάλης κλίμακας έργων κοινού ενδιαφέροντος. Υπάρχει ελπίδα ο διάλογος αυτός να προσδιορίσει με ακρίβεια τη βέλτιστη αξιοποίηση στο μέλλον των μακροπρόθεσμων διακυβερνητικών συμβάσεων καθώς και των συμβάσεων κατανομής της παραγωγής.

Εξάλλου, ο διάλογος με τη Ρωσία δεν θα αποτελέσει εμπόδιο στο διάλογο με άλλες χώρες εταίρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως με τη Νορβηγία, τις χώρες της Κασπίας Θάλασσας, τις ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες και τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Επιπλέον, πρέπει να εξεταστεί το θέμα των σχέσεων με τον ΟΠΕΚ, οργανισμός με τον οποίο θα έπρεπε να υπάρχουν σταθερές σχέσεις και επαφές, ακόμα και σε περίπτωση που οι τιμές του πετρελαίου αυξάνονται φυσιολογικά.

Τεχνική εμπειρογνωμοσύνη για την υποστήριξη της εφαρμογής των μέτρων

Η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας γίνεται βαθμιαία και είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, κυρίως όσον αφορά την εφαρμογή ιδιαίτερα τεχνικών κανόνων. Συνεπώς είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ότι το νέο νομοθετικό πλαίσιο εφαρμόζεται με αποτελεσματικό, αποδοτικό και ομοιόμορφο τρόπο από όλους τους παράγοντες της αγοράς υπό συνθήκες που εγγυώνται την ανταγωνιστικότητα των εταιρειών.

Για το λόγο αυτό, οι διάφορες φάσεις ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας συνοδεύονται από μέτρα, τα οποία θα επιτρέπουν κυρίως τις συναντήσεις μεταξύ των εθνικών ρυθμιστικών φορέων, των κρατών μελών, των οικονομικών φορέων και της Επιτροπής στο πλαίσιο συσκέψεων εργασίας για τεχνικά θέματα. Σε αυτές τις συσκέψεις εργασίας εξετάζονται τα πλέον κατάλληλα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν, προκειμένου να υλοποιηθεί το άνοιγμα των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, και υποβάλλονται τακτικά τεχνικές συστάσεις στην Επιτροπή.

Ομοίως, το νέο κοινοτικό πλαίσιο, το οποίο θα δημιουργηθεί για το συντονισμό των μέτρων ασφαλείας του εφοδιασμού σε υδρογονάνθρακες, στο πλαίσιο του στόχου υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, θα επιβάλλει την ανάληψη και την εκτέλεση πολύπλοκων και τεχνικών καθηκόντων. Τα καθήκοντα αυτά θα έχουν κυρίως σχέση με την παρακολούθηση της εξέλιξης των διεθνών αγορών πετρελαίου και φυσικού αερίου και την αξιολόγηση του αντικτύπου τους στην ασφάλεια και την προστασία του εφοδιασμού σε υδρογονάνθρακες. Η αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων μέτρων πρέπει να τελεί υπό συνεχή αξιολόγηση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εποπτεύεται το επίπεδο των αποθεμάτων σε υδρογονάνθρακες που διατηρούν τα κράτη μέλη. Για την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων, απαιτούνται αντικειμενικά, αξιόπιστα και συγκρίσιμα δεδομένα.

Σε περίπτωση ενεργειακής κρίσης, εφόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφασίσει ή συστήσει την εφαρμογή μέτρων αποδέσμευσης αποθεμάτων πετρελαίου ή φυσικού αερίου, οφείλει να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της αποδέσμευσης αυτής στην αγορά ενέργειας και στην οικονομία στο σύνολό της.

Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι αποδεικνύεται όλο και πιο απαραίτητη η ανάπτυξη δεικτών των τιμών που να είναι περισσότερο αξιόπιστοι και να αντικατοπτρίζουν καλύτερα τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς από τους ήδη υπάρχοντες. Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της τής 4ης Οκτωβρίου 2000 σχετικά με τον πετρελαϊκό εφοδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επεσήμανε ήδη ότι θα ήταν σκόπιμο να παροτρυνθούν οι χώρες παραγωγής, όπως και οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην αγορά και στη βιομηχανία, να βελτιώσουν τους δείκτες διαμόρφωσης των τιμών, που συγκεκριμένα πρέπει να στρέφονται γύρω από έναν γενικό δείκτη ο οποίος θα αντικατοπτρίζει το σύνολο της αγοράς.

Επομένως, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί, ακόμη και εντός των υπηρεσιών της Επιτροπής, ένα ευρωπαϊκό σύστημα παρακολούθησης του εφοδιασμού σε υδρογονάνθρακες, το οποίο θα διαθέτει την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη για να ανταποκριθεί στις εξαιρετικά τεχνικές πτυχές αυτών των καθηκόντων. Θα παρέχει, υπό την αιγίδα της Επιτροπής, τεχνική και επιστημονική βοήθεια και ένα υψηλό επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης και θα συμβάλλει στην ορθή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα του εφοδιασμού σε υδρογονάνθρακες.

Η διαχείριση του ευρωπαϊκού συστήματος παρακολούθησης θα ανατεθεί στην Επιτροπή, η οποία θα καλεί σε συναντήσεις εκπροσώπους των κρατών μελών καθώς και εκπροσώπους των ενδιαφερόμενων τομέων.

5. Συμπερασμα

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θέτει σταδιακά σε εφαρμογή τα απαραίτητα μέτρα για τη θέσπιση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Η υλοποίηση του στόχου αυτού πρέπει να ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να εκφράζεται με αισθητή μείωση των τιμών για τους καταναλωτές. Επιπλέον, ο εν λόγω στόχος συμβάλλει στην ενίσχυση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού.

Η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας πρέπει να συνοδεύεται από τον απαραίτητο συντονισμό των μέτρων ώστε να καθίσταται δυνατή η διαφύλαξη της ασφάλειας του εφοδιασμού από το εξωτερικό, τόσο σε πετρέλαιο όσο και σε φυσικό αέριο. Πράγματι, η δημιουργία και η ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς ενέργειας καθιστά τα κράτη μέλη όλο και περισσότερο ανεξάρτητα όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού τους. Η έλλειψη ελάχιστων κοινών σε όλα τα κράτη μέλη κανόνων όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού μπορεί, συνεπώς, να διακυβεύσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

Το μόνο μέσο διασφάλισης κατάλληλου επιπέδου ασφάλειας και προστασίας του ενεργειακού εφοδιασμού, το οποίο θα συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, είναι η ανάληψη δράσης σε κοινοτικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συντονισμένη και αλληλέγγυα δράση των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδια εσωτερική αγορά αποτελεί, πράγματι, τη μόνη εύλογη απάντηση σε μία ενεργειακή κρίση.

Πρέπει να ευνοείται ο συντονισμός της δράσης της Κοινότητας με τη δράση άλλων καταναλωτριών χωρών, και στο πλαίσιο του ΔΟΕ. Σε περίπτωση κρίσης ή απειλής κρίσης, απαιτείται ανάληψη δράσης σε παγκόσμια κλίμακα με τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών.

Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη η απόκτηση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνεργασία με το Διεθνές φόρουμ ενέργειας (Ριάντ) και τις χώρες παραγωγούς, των δικών της μέσων αντίδρασης και παρέμβασης σε περίπτωση ενεργειακής κρίσης. Πρόκειται, πρωτίστως, για την πρόβλεψη μηχανισμών που θα επιτρέψουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να συντονίσει καλύτερα τα μέτρα που αφορούν την ασφάλεια του εφοδιασμού. Οι εν λόγω μηχανισμοί θα συμβάλλουν στη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας.

Η πρωτοβουλία αυτή, η οποία επηρεάζει μια σημαντική βάση της λειτουργίας των οικονομιών μας, έχει ακόμη μεγαλύτερη προτεραιότητα καθώς θα ενσωματωθεί στη διαδικασία προσχώρησης νέων κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι χώρες αυτές θα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από ορυκτά καύσιμα. Η Κοινότητα θα λάβει υπόψη την κατάσταση καθενός από τα υποψήφια κράτη προκειμένου να προβλέψει, εάν κριθεί απαραίτητο, μεταβατικές περιόδους για ορισμένες υποχρεώσεις.

Τα κατάλληλα μέτρα σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα σημάνουν μείωση των μόνιμων ή περιστασιακών κινδύνων φυσικής διακοπής του εφοδιασμού, καθώς και των οικονομικών κινδύνων που συνδέονται με αυτόν. Τα εν λόγω μέσα για την ανάληψη δράσης θα τεθούν σε εφαρμογή σε συνεργασία με τις εταίρους χώρες παραγωγής, στο πλαίσιο ενός ενεργειακού διαλόγου που θα διεξαχθεί όχι μόνο με τις χώρες του ΟΠΕΚ αλλά και με τον προνομιούχο εταίρο, τη Ρωσία.

Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή προτείνει, σύμφωνα με το άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ, δύο νομοθετικές δράσεις, ήτοι:

(1) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προσέγγιση των μέτρων που αφορούν την ασφάλεια του εφοδιασμού με προϊόντα πετρελαίου·

(2) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη λήψη μέτρων για τη διαφύλαξη της απαραίτητης ασφάλειας του εφοδιασμού με φυσικό αέριο.

Top