EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 51997XG0827(01)
Explanatory Report on the Protocol, drawn up on the basis of Article K.3 of the Treaty on European Union, on the interpretation, by the Court of Justice of the European Communities, of the Convention on the service in the Member States of the European Union of judicial and extrajudicial documents in civil or commercial matters (Text approved by the Council on 26 June 1997)
Επεξηγηματική έκθεση όσον αφορά το πρωτόκολλο που καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της σύμβασης για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο στις 26 Ιουνίου 1997)
Επεξηγηματική έκθεση όσον αφορά το πρωτόκολλο που καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της σύμβασης για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο στις 26 Ιουνίου 1997)
OJ C 261, 27.8.1997, p. 38–40
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Επεξηγηματική έκθεση όσον αφορά το πρωτόκολλο που καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της σύμβασης για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο στις 26 Ιουνίου 1997)
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 261 της 27/08/1997 σ. 0038 - 0040
ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ όσον αφορά το πρωτόκολλο που καταρτίσθηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της σύμβασης για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (γιοθετήθηκε από το Συμβούλιο στις 26 Ιουνίου 1997) (97/C 261/04) I. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣ 1. Κατά τη σύνοδό του στις 29 και 30 Οκτωβρίου 1993, το Συμβούλιο έδωσε εντολή σε ομάδα εργασίας, επονομαζόμενη «ομάδα για την απλούστευση της διαβίβασης των πράξεων», να εκπονήσει μια πράξη με σκοπό την απλούστευση και την επιτάχυνση μεταξύ των κρατών μελών των διαδικασιών διαβίβασης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Κατά τη διάρκεια των εργασιών σχετικά με τη σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, κρίθηκε αναγκαίο να απονεμηθεί στο Δικαστήριο αρμοδιότητα ερμηνείας των κανόνων της, ώστε να εξασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή τους. Αφού περατώθηκαν οι εργασίες της ομάδας, η ολλανδική προεδρία υπέβαλε το κείμενο του σχεδίου σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο Κ.6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς εξέταση (1). Το Συμβούλιο ενέκρινε, στις 26 Μαΐου 1997, το παρόν πρωτόκολλο (2), καθώς και τη σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Αυτές οι πράξεις υπογράφηκαν την ίδια ημέρα από τους αντιπροσώπους όλων των κρατών μελών. 2. α) Οι διατάξεις του πρωτοκόλλου βασίζονται στις διατάξεις του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΚ. Εμπνέονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα άρθρα 1 έως 4 του πρωτοκόλλου, της 3ης Ιουνίου 1971, σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο της σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Επαναλαμβάνει ιδίως τους δύο τρόπους, κατά τους οποίους επιλαμβάνεται το Δικαστήριο, που προβλέπονται στο πρωτόκολλο του 1971. β) Οι λεπτομέρειες για την έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου είναι, αντίθετα, παρεμφερείς με εκείνες που θεσπίζονται στο πρώτο και δεύτερο πρωτόκολλο, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για την ερμηνεία της σύμβασης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Όντως, η αρχή της απονομής αρμοδιότητας στο Δικαστήριο τίθεται μεν από τη σύμβαση αλλά είναι το σχετικό πρωτόκολλο αυτό που προσδιορίζει, ιδίως, τις προϋποθέσεις προσφυγής στο Δικαστήριο και τις αρμόδιες προς τούτο εθνικές δικαστικές αρχές. Η έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου δεν πρέπει να προηγηθεί της έναρξης ισχύος της σύμβασης 7 η έναρξη ισχύος της σύμβασης πραγματοποιείται μετά από την επικύρωσή της από τα δεκαπέντε κράτη μέλη, ενώ η έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου μετά από έγκριση τριών από τα κράτη αυτά. Κατόπιν αυτού, το πρωτόκολλο μπορεί να τεθεί σε ισχύ το νωρίτερο ταυτόχρονα με τη σύμβαση. Επομένως, μόνο τα δικαστήρια κράτους μέλους, το οποίο είναι μέρος ταυτοχρόνως της σύμβασης και του πρωτοκόλλου, θα μπορούν να ζητούν από το Δικαστήριο να αποφασίζει ή να αποφαίνεται σε ζητήματα ερμηνείας. γ) Τέλος, οι τελικές διατάξεις είναι παρόμοιες με εκείνες που έχει θεσπίσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις συμβάσεις που καταρτίζονται στα πλαίσια του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συμπίπτουν με εκείνες της σύμβασης, με την επιφύλαξη των αναγκαίων προσαρμογών. II. ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ Άρθρο 1 Το άρθρο 1 επαναλαμβάνει την αρχή που θεσπίστηκε με το πρωτόκολλο του 1971, περί απονομής στο Δικαστήριο αρμοδιότητας να ερμηνεύει τις διατάξεις της σύμβασης σχετικά με την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις καθώς και του ίδιου του πρωτοκόλλου. Άρθρο 2 1. Το άρθρο αυτό ορίζει τα δικαστήρια των κρατών μελών που είναι αρμόδια να ζητούν από το Δικαστήριο να αποφαίνεται προδικαστικά επί θεμάτων ερμηνείας. Πρόκειται, καταρχήν, για τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών τα οποία απαριθμούνται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1. Η απαρίθμηση είναι περιοριστική και τα τυχόν υπάρχοντα άλλα ανώτατα δικαστήρια δεν μπορούν να απευθύνονται στο Δικαστήριο, ακόμη και εάν οι αποφάσεις τους θα είχαν επιπτώσεις σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Κατά δεύτερον, σύμφωνα με το στοιχείο β), τα δικαστήρια των κρατών μελών όταν δικάζουν σε δεύτερο βαθμό είναι επίσης αρμόδια να απευθύνονται στο Δικαστήριο. Αυτό επομένως αφορά καταρχάς τα Εφετεία, εκτός εάν δικάζουν σε πρώτο βαθμό, καθώς και τα λοιπά εθνικά δικαστήρια που εκδικάζουν μια υπόθεση κατ' έφεση. Αντίθετα, δεν δικαιούνται να απευθύνονται στο Δικαστήριο τα δικαστήρια που δικάζουν σε πρώτο βαθμό. 2. Ο κατάλογος που περιλαμβάνεται στο στοιχείο α) μπορεί να τροποποιηθεί με αίτημα του ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Πρόκειται για μια δυνατότητα που δεν είχε προβλεφθεί στο πρωτόκολλο του 1971. Η τροποποίηση μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία, επί παραδείγματι, σε περίπτωση μεταβολής στη δικαστική οργάνωση ενός κράτους μέλους. Η αίτηση πρέπει να απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου, με την ιδιότητά του ως θεματοφύλακα του πρωτοκόλλου. Ο Γραμματέας ενημερώνει σχετικά, το συντομότερο δυνατό, τα άλλα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν είναι ακόμη μέρη του πρωτοκόλλου. Η απόφαση τροποποίησης του καταλόγου λαμβάνεται από το Συμβούλιο σύμφωνα με τους εφαρμοστέους διαδικαστικούς κανόνες. Όταν αποφασισθεί, η τροποποίηση παράγει αποτελέσματα με τις προϋποθέσεις που θα ορισθούν στην απόφαση του Συμβουλίου (όπως, για παράδειγμα, η έναρξη ισχύος μιας τέτοιας τροποποίησης). Λόγω του χαρακτήρα της, δεν φάνηκε αναγκαία η έγκριση της απόφασης αυτής από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς κανόνες τους. Προβλέφθηκαν επομένως ιδιαίτεροι κανόνες, οι οποίοι αποτελούν εξαίρεση από τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9 του πρωτοκόλλου σχετικά με την τροποποίηση της σύμβασης. Σε περίπτωση προσχώρησης στο πρωτόκολλο ενός κράτους που καθίσταται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κράτος αυτό θα πρέπει να δηλώσει κατά την κατάθεση του εγγράφου προσχώρησης ποιο ή ποια ανώτατα δικαστήρια θα είναι αρμόδια να ζητούν από το Δικαστήριο να αποφαίνεται προδικαστικά επί θεμάτων ερμηνείας (άρθρο 8 παράγραφοι 3 και 4). Ο μηχανισμός αυτός επιτρέπει στα κράτη μέλη, ακόμη και αν δεν είναι μέρη της σύμβασης, να ελέγχουν ποια δικαστήρια ορίζονται ώστε να διασφαλίζεται η λογική του συστήματος. Άρθρο 3 1. Το άρθρο αυτό, το οποίο εμπνέεται από το άρθρο 177 της συνθήκης ΕΚ και επαναλαμβάνει το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου του 1971 σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968, αφορά τη διαδικασία αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης. Η παράγραφος 1 διευκρινίζει ότι τα δικαστήρια που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 υποχρεούνται να ζητήσουν από το Δικαστήριο να αποφανθεί, εάν κρίνουν ότι μια ερμηνεία είναι αναγκαία για να μπορέσουν να εκδώσουν τη δική τους απόφαση. Η διάταξη αυτή, στο μέτρο που επιβάλλει μια υποχρέωση στα ανώτατα δικαστήρια, έχει ως στόχο να προωθήσει την ομοιόμορφη εφαρμογή της σύμβασης στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 2. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι, όταν τα δικαστήρια δικάζουν σε δεύτερο βαθμό, έχουν την ευχέρεια να υποβάλουν στο Δικαστήριο αίτηση ερμηνείας, εφόσον φρονούν ότι είναι αναγκαία μια απόφαση επί σημείου που ανέκυψε στα πλαίσια υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον αυτών. Άρθρο 4 1. Το άρθρο αυτό επαναλαμβάνει το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου του 1971. Προβλέπει μια δεύτερη διαδικασία, η οποία επιτρέπει στους γενικούς εισαγγελείς των ανωτάτων ακυρωτικών δικαστηρίων ή σε κάθε άλλη αρχή που ορίζεται από τα κράτη μέλη να ζητούν από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί ζητημάτων ερμηνείας, όταν διαπιστώνουν ότι απόφαση εκδοθείσα από δικαστήριο του κράτους τους και αποκτήσασα ισχύ δεδικασμένου έρχεται σε αντίθεση με την ερμηνεία που έχει δοθεί εν προκειμένω από το Δικαστήριο ή από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους που είναι μέρος του πρωτοκόλλου. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι επίσης να προωθήσει την ομοιόμορφη ερμηνεία της σύμβασης. Εναπόκειται στην αρμόδια δικαστική αρχή να κρίνει κατά πόσο είναι σκόπιμο να υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση ερμηνείας στην περίπτωση αυτή. 2. Εξάλλου, κάθε κράτος μέλος, ακόμη και αν δεν είναι μέρος του πρωτοκόλλου, καθώς και η Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την ευχέρεια να καταθέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου, στο οποίο έχει υποβληθεί αίτηση ερμηνείας, υπομνήματα ή γραπτές παρατηρήσεις. Άρθρο 5 Κατά το πρότυπο του πρωτοκόλλου του 1971, το άρθρο αυτό θεσπίζει την αρχή της εφαρμογής του οργανισμού του Δικαστηρίου και του κανονισμού διαδικασίας αυτού. Άρθρο 6 Για το άρθρο αυτό, το οποίο αναφέρει ότι το παρόν πρωτόκολλο δεν είναι επιδεκτικό επιφυλάξεων, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες παρατηρήσεις. Άρθρο 7 Το άρθρο αυτό προβλέπει την έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου σύμφωνα με τους κανόνες που έχει θεσπίσει εν προκειμένω το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για να μπορέσει το Δικαστήριο να ασκήσει την αρμοδιότητά του το συντομότερο δυνατό, η έναρξη της ισχύος του πρωτοκόλλου καθορίσθηκε ενενήντα ημέρες μετά την κατάθεση του τρίτου εγγράφου έγκρισης από ένα από τα δεκαπέντε κράτη, μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 26η Μαΐου 1997, ημερομηνία έγκρισης από το Συμβούλιο της πράξης για την κατάρτιση του πρωτοκόλλου. Ωστόσο, το πρωτόκολλο θα αρχίσει να ισχύει μόνο αφού και τα δεκαπέντε κράτη μέλη θα έχουν εγκρίνει τη σύμβαση σχετικά με την επίδοση ή την κοινοποίηση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Δυνάμει του άρθρου της 24, η σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει ενενήντα ημέρες μετά τη γνωστοποίηση από το κράτος μέλος, το οποίο θα προβεί τελευταίο σε αυτή τη διατύπωση, της ολοκλήρωσης της διαδικασίας έγκρισης που προβλέπεται από τους συνταγματικούς του κανόνες. Έτσι, η εσπευσμένη εφαρμογή της σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφος 4 αυτής δεν μπορεί να θεμελιώσει την απονομή στο Δικαστήριο αρμοδιότητας ερμηνείας. Ούτε η έγκριση του πρωτοκόλλου από όλα τα κράτη μέλη δεν θα επιτρέπει στο Δικαστήριο να ερμηνεύει τις διατάξεις της σύμβασης εφόσον αυτή δεν έχει τεθεί σε ισχύ. Άρθρο 8 Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι το πρωτόκολλο είναι ανοικτό για προσχώρηση σε κάθε κράτος που γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, τρίτο κράτος δεν μπορεί να προσχωρήσει ούτε στη σύμβαση ούτε στο πρωτόκολλο. Αναφερόμενο στις λεπτομέρειες προσχώρησης στο πρωτόκολλο, το άρθρο αυτό προβλέπει ιδίως απλουστευμένους τρόπους για την τροποποίηση του καταλόγου των ανωτάτων δικαστηρίων, που περιέχεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α), μετά από τον καθορισμό των δικαστηρίων του νέου κράτους μέλους, σύμφωνα με την αρχή της παραγράφου 2 του άρθρου 2. Το Συμβούλιο αποφασίζει τις τροποποιήσεις που μπορούν να επέλθουν στον κατάλογο των ανωτάτων δικαστηρίων κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κατάθεσης της πράξης προσχώρησης και της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του πρωτοκόλλου έναντι του προσχωρούντος κράτους μέλους. Άρθρο 9 Το άρθρο αυτό αφορά τη διαδικασία τροποποίησης του πρωτοκόλλου. Μόνο τα κράτη μέλη που είναι μέρη του πρωτοκόλλου, καθώς και η Επιτροπή, μπορούν να προτείνουν τροποποιήσεις. Το Συμβούλιο συνιστά στα κράτη μέλη την αποδοχή των τροποποιήσεων που αποφασίζει, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες. Η διαδικασία αυτή δεν ισχύει για την απλή τροποποίηση του καταλόγου των ανωτάτων δικαστηρίων. Άρθρο 10 Το άρθρο αυτό αναθέτει στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου το ρόλο του θεματοφύλακα του πρωτοκόλλου. Ο Γενικός Γραμματέας ενημερώνει τα κράτη μέλη για τις σχετικές με το πρωτόκολλο κοινοποιήσεις και μεριμνά για τη δημοσίευσή τους στη σειρά «C» της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. (1) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 11 Απριλίου 1997 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). (2) Βλέπε σελίδα 17 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.