This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32025L0050
Council Directive (EU) 2025/50 of 10 December 2024 on faster and safer relief of excess withholding taxes
Οδηγία (ΕΕ) 2025/50 του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 2024, σχετικά με την ταχύτερη και ασφαλέστερη ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου
Οδηγία (ΕΕ) 2025/50 του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 2024, σχετικά με την ταχύτερη και ασφαλέστερη ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου
ST/10058/2024/INIT
ΕΕ L, 2025/50, 10.1.2025, ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2025/50/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
In force
![]() |
Επίσημη Εφημερίδα |
EL Σειρά L |
2025/50 |
10.1.2025 |
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2025/50 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 10ης Δεκεμβρίου 2024
σχετικά με την ταχύτερη και ασφαλέστερη ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 115,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τις γνώμες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),
Έχοντας υπόψη τις γνώμες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η διασφάλιση της δίκαιης φορολόγησης στην εσωτερική αγορά και η άρτια λειτουργία της Ένωσης Κεφαλαιαγορών συγκαταλέγονται στις κύριες πολιτικές προτεραιότητες για την Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό, η άρση των εμποδίων στις διασυνοριακές επενδύσεις, με παράλληλη καταπολέμηση της φορολογικής απάτης και των φορολογικών καταχρηστικών πρακτικών, είναι καίριας σημασίας. Εμπόδια αυτού του είδους εγείρονται, για παράδειγμα, στις περιπτώσεις που υφίστανται αναποτελεσματικές και δυσανάλογα επαχθείς διαδικασίες ελάφρυνσης της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου στην πηγή επί του εισοδήματος από μερίσματα ή τόκους που καταβλήθηκαν σε επενδυτές μη κατοίκους για μετοχές ή ομόλογα που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, το υφιστάμενο καθεστώς έχει αποδειχθεί ανεπαρκές για την πρόληψη επαναλαμβανόμενων κινδύνων φορολογικής απάτης, φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, όπως καταδεικνύεται από τις πολυάριθμες περιπτώσεις καταδολιευτικών αξιώσεων για επιστροφή φόρων και απάτης με συστήματα αρμπιτράζ ή «stripping» μερισμάτων (Cum/Ex και Cum/Cum). Κατά συνέπεια, η παρούσα οδηγία επιδιώκει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών παρακράτησης φόρου στην πηγή, με παράλληλη θωράκισή τους έναντι του κινδύνου φορολογικής απάτης και φορολογικών καταχρηστικών πρακτικών. |
(2) |
Ως εκ τούτου, για την ενίσχυση της ικανότητας των κρατών μελών να προλαμβάνουν και να καταπολεμούν τη φορολογική απάτη και τις φορολογικές καταχρηστικές πρακτικές —ικανότητα που παρεμποδίζεται επί του παρόντος από μια γενική έλλειψη αξιόπιστης και έγκαιρης πληροφόρησης σχετικά με τους επενδυτές— είναι αναγκαίο να παρασχεθεί η δυνατότητα ενός κοινού πλαισίου για την ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου επί διασυνοριακών επενδύσεων σε τίτλους, το οποίο θα είναι ανθεκτικό στον κίνδυνο φορολογικής απάτης και φορολογικών καταχρηστικών πρακτικών. Ένα τέτοιο πλαίσιο θα οδηγούσε σε σύγκλιση μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών ελάφρυνσης που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διαφάνεια και τη βεβαιότητα ως προς την ταυτότητα των επενδυτών για τους εκδότες τίτλων, τους πράκτορες παρακράτησης φόρου στην πηγή, τους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τα κράτη μέλη, ανάλογα με την περίπτωση. Για τον σκοπό αυτόν, το πλαίσιο θα πρέπει να βασίζεται σε αυτοματοποιημένες διαδικασίες, όπως η ψηφιοποίηση του πιστοποιητικού φορολογικής κατοικίας (όσον αφορά τόσο τη διαδικασία όσο και τη μορφή). Το πλαίσιο θα πρέπει επίσης να είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να λαμβάνει δεόντως υπόψη τα διάφορα συστήματα που εφαρμόζονται σε διαφορετικά κράτη μέλη, και παράλληλα να παρέχει κατάλληλα εργαλεία κατά των καταχρηστικών πρακτικών για τον μετριασμό του κινδύνου φορολογικής απάτης, φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Εν προκειμένω, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη οι διαφορετικές θέσεις των φορολογικών αρχών ανάλογα με το ισχύον σύστημα ελάφρυνσης. Στο πλαίσιο του συστήματος ελάφρυνσης στην πηγή, οι φορολογικές αρχές μπορούν να λάβουν συναφείς πληροφορίες αναφορικά με τους επενδυτές και την αλυσίδα πληρωμών μόνον αφού εφαρμοσθεί η ελάφρυνση. Αντιθέτως, όταν εφαρμόζεται σύστημα επιστροφής φόρου, έχει κρίσιμη σημασία οι φορολογικές αρχές να έχουν στη διάθεσή τους επαρκείς πληροφορίες πριν από την εφαρμογή της ελάφρυνσης, ώστε να κρίνουν αν πρέπει να χορηγηθεί η ελάφρυνση. Και στα δύο συστήματα ελάφρυνσης, θεσπίζονται κανόνες σχετικά με την ευθύνη του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού σε περίπτωση αχρεωστήτως χορηγηθείσας ελάφρυνσης. Η παρούσα οδηγία δεν περιορίζει την ικανότητα ενός κράτους μέλους να ρυθμίζει τα μέσα με τα οποία οι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ανακτούν τυχόν δαπάνες που πραγματοποίησαν κατά την προσαρμογή ή συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία. |
(3) |
Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω διαφορών, καθώς και της αρχής της αναλογικότητας, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τα εθνικά μητρώα πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών και τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων δεν θα πρέπει να είναι δεσμευτικές για τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν ολοκληρωμένο σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή και δείκτη κεφαλαιοποίησης αγοράς κάτω από ένα ορισμένο όριο, όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία. Ο στόχος της προώθησης αποτελεσματικών και εύρωστων συστημάτων για την ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει επιτευχθεί όταν τα κράτη μέλη που συνεχίζουν να εφαρμόζουν το εθνικό τους σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή πληρούν και τα δύο αυτά κριτήρια όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Πρώτον, το κριτήριο της κεφαλαιοποίησης αγοράς συσχετίζεται με το μέγεθος της οικονομίας και το πιθανό ύψος των καταβαλλόμενων μερισμάτων. Η χαμηλή κεφαλαιοποίηση αγοράς συνεπάγεται χαμηλό όγκο διανομών μερισμάτων και, ως εκ τούτου, μικρότερο κίνδυνο καταχρηστικών φορολογικών πρακτικών. Εάν ένα κράτος μέλος φθάσει ή υπερβεί το όριο του δείκτη κεφαλαιοποίησης αγοράς για κάποιο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι κοινοί κανόνες της παρούσας οδηγίας και η εφαρμογή τους θα πρέπει να συνεχίζεται, ανεξαρτήτως από το αν, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη χρονική στιγμή, ο δείκτης κεφαλαιοποίησης αγοράς πέσει χαμηλότερα από το εν λόγω όριο. Δεύτερον, τα ολοκληρωμένα συστήματα ελάφρυνσης στην πηγή που επιτρέπουν την εφαρμογή του κατάλληλου φορολογικού συντελεστή κατά τη στιγμή της πληρωμής με απλό και αποτελεσματικό τρόπο θα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμα με το σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή που προβλέπει η παρούσα οδηγία. Τα δύο αυτά κριτήρια μπορούν από κοινού να διασφαλίσουν ότι οι επενδυτές σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά έχουν αποτελεσματική πρόσβαση σε αποδοτικές διαδικασίες ελάφρυνσης της παρακράτησης φόρου σε όλα τα κράτη μέλη. Για κράτη μέλη με σχετικά μικρή χρηματιστηριακή αγορά και επαρκώς αποτελεσματικό εθνικό σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή, δεν θα ήταν αναλογική η απαίτηση για αλλαγή των εν λόγω συστημάτων. Επιπλέον, εφόσον οι κοινοί κανόνες της παρούσας οδηγίας θα καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη την εσωτερική αγορά, θα μπορέσει να επιτευχθεί ικανοποιητικό επίπεδο σύγκλισης. |
(4) |
Η παρούσα οδηγία εναρμονίζει την πρόσβαση στα συστήματα ελάφρυνσης για τους επενδυτές σε όλα τα κράτη μέλη προβλέποντας ένα κοινό σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή και ένα κοινό σύστημα ταχείας επιστροφής, και παράλληλα δίνοντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διατηρήσουν τα εθνικά τους συστήματα ελάφρυνσης στην πηγή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές ως προς την ανάπτυξη των οικονομιών των κρατών μελών, ενώ παράλληλα διασφαλίζει την πρόσβαση σε συστήματα ελάφρυνσης στα κράτη μέλη. Σε κάθε περίπτωση, βάσει κριτηρίων αξιολόγησης κινδύνου, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη που το κρίνουν σκόπιμο, για παράδειγμα, προκειμένου να ενισχύσουν τα μέσα που διαθέτουν για την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης και των φορολογικών καταχρηστικών πρακτικών, είναι δυνατόν να εφαρμόζουν τα εργαλεία που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. |
(5) |
Προκειμένου να θεωρείται ολοκληρωμένο, ένα εθνικό σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή θα πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένα ειδικά βασικά χαρακτηριστικά, όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Θα πρέπει να παρέχει ευρεία πρόσβαση σε φυσικά πρόσωπα ή οντότητες που δικαιούνται την εν λόγω ελάφρυνση και να παρέχει ελάφρυνση εάν ο φορολογούμενος τη δικαιούται, εξαιρουμένης της περίπτωσης που δεν υποβάλλονται οι πληροφορίες που απαιτεί το κράτος μέλος. Κατ’ αρχήν, οι απαιτούμενες πληροφορίες δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα δεδομένα που αναφέρονται στα άρθρα 12, 13 ή 15. Το εθνικό σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή θα πρέπει να παρέχει πρόσβαση τόσο για άμεσες όσο και για έμμεσες επενδύσεις και δεν θα πρέπει να θέτει πρόσθετους φραγμούς εισόδου πέραν εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2. Ως εκ τούτου, το εθνικό σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή θα πρέπει όχι μόνο να παρέχει τη νομική δυνατότητα ελάφρυνσης, αλλά θα πρέπει επίσης να χορηγείται de facto ελάφρυνση, στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος τη δικαιούται. Το εθνικό σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή δεν θα πρέπει να επιβάλλει πρόσθετη υποχρέωση, για παράδειγμα, παράλληλο σύστημα υποβολής στοιχείων. Το κράτος μέλος θα πρέπει να θεσπίσει κανόνες σχετικά με την ευθύνη για την απώλεια φορολογικών εσόδων από παρακρατούμενους φόρους και με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων σχετικά με το εν λόγω σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή. Όσον αφορά την προϋπόθεση του δείκτη κεφαλαιοποίησης αγοράς, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) θα πρέπει να παρέχει τα δεδομένα που απαιτούνται σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα. Όταν ένα κράτος μέλος δεν πληροί ή δεν πληροί πλέον τουλάχιστον μία από τις δύο προϋποθέσεις σχετικά με το ολοκληρωμένο σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή και το όριο του δείκτη κεφαλαιοποίησης αγοράς, θα πρέπει να μεταφέρει στην εθνική νομοθεσία όλες τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. |
(6) |
Για την εξασφάλιση αναλογικής προσέγγισης, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει διαδικασίες ελάφρυνσης της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου μόνο στα κράτη μέλη που εφαρμόζουν παρακράτηση φόρου στην πηγή επί μερισμάτων υπό μορφή μετρητών ή μετοχών με διαφορετικούς συντελεστές ανάλογα με τη φορολογική κατοικία του εκάστοτε επενδυτή. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν ελάφρυνση όταν έχει εφαρμοστεί υψηλότερος συντελεστής φόρου σε περίπτωση στην οποία τυγχάνει εφαρμογής χαμηλότερος συντελεστής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν παρόμοιες διαδικασίες σε σχέση με τις πληρωμές τόκων σε μη κατοίκους για ομόλογα που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης, να βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα της σχετικής διαδικασίας ελάφρυνσης και να διασφαλίζουν υψηλότερο επίπεδο συμμόρφωσης των φορολογουμένων. Οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία δεν αφορούν τα κράτη μέλη τα οποία δεν χρειάζονται διαδικασίες ελάφρυνσης της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου για μερίσματα και τόκους, ανάλογα με την περίπτωση. Όταν απαιτείται ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου και για να εξασφαλιστεί κοινή πρόσβαση στην ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπει κοινό σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή και ένα σύστημα ταχείας επιστροφής που θα εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη. |
(7) |
Δεδομένου ότι οι επενδυτές είναι δυνατόν να είναι εγκατεστημένοι σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, οι κανόνες για ένα κοινό και ψηφιακό πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας (eTRC) θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη. Για να διασφαλιστεί ότι όλοι οι φορολογούμενοι της Ένωσης έχουν πρόσβαση σε κοινή, κατάλληλη και αποτελεσματική απόδειξη της φορολογικής κατοικίας τους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν αυτοματοποιημένες διαδικασίες για την έκδοση πιστοποιητικών φορολογικής κατοικίας για τους σκοπούς της εφαρμογής συστήματος ελάφρυνσης στην πηγή, ολοκληρωμένου συστήματος ελάφρυνσης στην πηγή, συστήματος ταχείας επιστροφής ή συστήματος συνήθους επιστροφής, προκειμένου να εξασφαλιστεί ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου επί καταβληθέντων μερισμάτων για μετοχές που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης ή επί καταβληθέντων τόκων για ομόλογα που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης, κατά περίπτωση. Επιπλέον, τα eTRC θα πρέπει να εκδίδονται με την ίδια αναγνωρίσιμη και αποδεκτή ψηφιακή μορφή και με το ίδιο περιεχόμενο. |
(8) |
Για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, το eTRC θα πρέπει να καλύπτει κατά μέγιστο την περίοδο ενός ημερολογιακού έτους ή ενός φορολογικού έτους, συμπεριλαμβανομένου φορολογικού έτους με έναρξη και λήξη σε διαφορετικά ημερολογιακά έτη ή με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός ημερολογιακού έτους, για την οποία εκδίδεται και θα πρέπει να παραμένει σε ισχύ για την πιστοποίηση της κατοικίας για την εν λόγω καλυπτόμενη περίοδο. Τα κράτη μέλη έκδοσης θα πρέπει να είναι σε θέση να ακυρώνουν πλήρως ή εν μέρει ένα eTRC στις περιπτώσεις που οι φορολογικές αρχές διαθέτουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο φορολογούμενος δεν είναι κάτοικος του κράτους μέλους έκδοσης για το σύνολο ή μέρος της καλυπτόμενης περιόδου. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική ταυτοποίηση των οντοτήτων της Ένωσης, το eTRC θα πρέπει να περιλαμβάνει τον αριθμό φορολογικού μητρώου ή, ελλείψει αυτού, ήτοι όταν το οικείο κράτος μέλος δεν εκδίδει τον εν λόγω αριθμό για τους φορολογούμενους, λειτουργικό ισοδύναμο για φορολογικούς σκοπούς. Επιπροσθέτως, εφόσον η αρχή έκδοσης του eTRC διαθέτει τα εν λόγω στοιχεία, το eTRC θα πρέπει να περιλαμβάνει τον ευρωπαϊκό μοναδικό ταυτοποιητή (EUID) ή τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI), ή οποιονδήποτε άλλο αριθμό καταχώρισης νομικής οντότητας που ισχύει για ολόκληρη την καλυπτόμενη περίοδο. Επιπλέον, στην περίπτωση που δεν υπάρχει αριθμός φορολογικού μητρώου για φυσικό πρόσωπο επειδή το κράτος μέλος κατοικίας δεν χορηγεί τέτοιον αριθμό σε φορολογούμενους, θα πρέπει επίσης να είναι δυνατή η χρήση λειτουργικού ισοδύναμου για φορολογικούς σκοπούς. Οι χρησιμοποιούμενοι αναγνωριστικοί κωδικοί θα πρέπει να ισχύουν για ολόκληρη την καλυπτόμενη περίοδο. |
(9) |
Το eTRC θα πρέπει να περιέχει αναφορά στη σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης σε σχέση με την οποία ο φορολογούμενος ζητεί να θεωρηθεί φορολογικός κάτοικος, κατά περίπτωση. Προκειμένου το eTRC να αναγνωριστεί από το κράτος μέλος πηγής ως έγκυρη απόδειξη φορολογικής κατοικίας, όταν η ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου ζητείται βάσει των διατάξεων σύμβασης για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης, είναι απαραίτητο το eTRC να περιλαμβάνει αναφορά στην εφαρμοστέα σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης. Η αρχή έκδοσης θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναφέρει περισσότερες από μία εφαρμοστέες συμβάσεις αποφυγής της διπλής φορολόγησης σε ένα eTRC. Μολονότι προορίζεται κυρίως για την εφαρμογή των διαδικασιών παρακράτησης φόρου στην πηγή, το eTRC είναι επίσης δυνατόν να έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής και να χρησιμεύει για την απόδειξη της φορολογικής κατοικίας και πέραν των διαδικασιών παρακράτησης φόρου στην πηγή. Για τους σκοπούς των διαδικασιών ελάφρυνσης της παρακράτησης φόρου, το eTRC δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει πρόσθετες πληροφορίες. Το eTRC προορίζεται να εκδίδεται μόνο άπαξ κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή μία φορά κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους, ακόμη και όταν ο ίδιος φορολογούμενος επενδύει επανειλημμένα στο ίδιο κράτος μέλος πηγής, εφόσον η φορολογική κατοικία του φορολογουμένου παραμένει η ίδια. |
(10) |
Για την επίτευξη του στόχου της αποτελεσματικότερης ελάφρυνσης της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου, θα πρέπει να εφαρμόζονται κοινές διαδικασίες στο σύνολο της Ένωσης, οι οποίες επιτρέπουν την ταχεία απόκτηση σαφών και ασφαλών πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα του επενδυτή, ιδίως στην περίπτωση μεγάλων δεξαμενών επενδυτών, δηλαδή σε σχέση με επενδύσεις σε τίτλους που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης, όπου η ταυτοποίηση των μεμονωμένων επενδυτών είναι δύσκολη. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει επίσης να επιτρέπουν την εφαρμογή του κατάλληλου φορολογικού συντελεστή κατά τον χρόνο της πληρωμής (ελάφρυνση στην πηγή) ή την ταχεία επιστροφή τυχόν ποσού που καταβλήθηκε καθ’ υπέρβαση του οφειλόμενου φόρου. Δεδομένου ότι οι διασυνοριακές επενδύσεις περιλαμβάνουν συνήθως αλυσίδα πληρωμών από ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, οι σχετικές διαδικασίες θα πρέπει να επιτρέπουν επίσης την ανίχνευση και την ταυτοποίηση της αλυσίδας των ενδιάμεσων οργανισμών και, κατά συνέπεια, της ροής εισοδήματος από τον εκδότη του τίτλου προς τον εγγεγραμμένο κάτοχο καθώς και των πληροφοριών που αφορούν τον υποκείμενο επενδυτή. Τα συνηθέστερα είδη επενδυτικών αλυσίδων συνήθως περιλαμβάνουν μια τράπεζα θεματοφυλακής ή άλλη επενδυτική οντότητα, όπως χρηματομεσίτη, που κατέχει τους τίτλους στο δικό της όνομα για λογαριασμό του υποκείμενου επενδυτή. Σε αυτές τις συμφωνίες, ο υποκείμενος επενδυτής θεωρείται ότι είναι ο εγγεγραμμένος κάτοχος των τίτλων. Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν παρακράτηση φόρου στην πηγή επί εισοδήματος από τίτλους και παρέχουν ελάφρυνση για τον φόρο που παρακρατήθηκε καθ’ υπέρβαση του οφειλόμενου αλλά δεν διαθέτουν ολοκληρωμένο σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή ή έχουν δείκτη κεφαλαιοποίησης αγοράς ίσο ή μεγαλύτερο από το όριο που ορίζεται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει, κατά συνέπεια, να καταρτίσουν και να τηρούν εθνικό μητρώο των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αλυσίδα πληρωμών. Μετά την καταχώρισή τους στο μητρώο, οι εν λόγω ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να υποχρεούνται να υποβάλλουν τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους σχετικά με τις πληρωμές μερισμάτων ή τόκων, κατά περίπτωση, τις οποίες διαχειρίζονται. Οι απαιτούμενες πληροφορίες θα πρέπει να περιορίζονται σε πληροφορίες που είναι κρίσιμης σημασίας για την αναπαράσταση της αλυσίδας πληρωμών και, ως εκ τούτου, χρήσιμες για την πρόληψη του κινδύνου φορολογικής απάτης ή φορολογικών καταχρηστικών πρακτικών, στον βαθμό που οι εν λόγω πληροφορίες είναι διαθέσιμες στον ενδιάμεσο που καλείται να τις υποβάλλει. Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν παρακράτηση φόρου στην πηγή επί των τόκων με βάση διάφορους συντελεστές και επίσης πρέπει να εφαρμόζουν παρόμοιες διαδικασίες ελάφρυνσης, ή όσα διαθέτουν ολοκληρωμένο σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή για τις πληρωμές μερισμάτων και έχουν δείκτη κεφαλαιοποίησης αγοράς κάτω από το όριο που ορίζεται στην παρούσα οδηγία, μπορούν επίσης να εξετάσουν το ενδεχόμενο χρήσης ενός εθνικού μητρώου, ανάλογα με την περίπτωση. |
(11) |
Δεδομένου ότι οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που δραστηριοποιούνται συχνότερα στις αλυσίδες πληρωμών τίτλων είναι μεγάλα ιδρύματα, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), καθώς και κεντρικά αποθετήρια τίτλων που παρέχουν υπηρεσίες πράκτορα παρακράτησης φόρου στην πηγή, οι εν λόγω οντότητες θα πρέπει να υποχρεούνται να αιτούνται καταχώριση στα εθνικά μητρώα των κρατών μελών. Όταν οι εν λόγω οντότητες δραστηριοποιούνται μέσω υποκαταστήματος ή υποκαταστημάτων ή μίας ή περισσότερων θυγατρικών σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώνουν την υποχρέωση καταχώρισης σε κάθε κράτος μέλος πηγής είτε ως ένας πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός σε επίπεδο ομίλου είτε σε επίπεδο μεμονωμένου υποκαταστήματος ή θυγατρικής ή συνδυασμό αυτών. Άλλοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να αιτούνται καταχώριση στα εθνικά μητρώα των κρατών μελών κατά τη διακριτική τους ευχέρεια. Και στις δύο περιπτώσεις, είτε στο πλαίσιο υποχρεωτικής είτε προαιρετικής καταχώρισης, οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να έχουν την ευελιξία να υποβάλουν την αίτηση οι ίδιοι ή να εκπροσωπούνται από άλλον ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό ο οποίος ανήκει στον ίδιο όμιλο και ενεργεί για λογαριασμό τους, προκειμένου να ελαχιστοποιούνται ο διοικητικός φόρτος και ο αντίκτυπος στον τρόπο με τον οποίο επιθυμούν να οργανωθούν. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να αιτούνται καταχώριση υποβάλλοντας αίτημα μέσω της ευρωπαϊκής πύλης πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών (η «πύλη»), η οποία θα πρέπει να λειτουργεί ως ενιαίο σημείο εισόδου. Τα αιτήματα αυτά θα πρέπει να διαβιβάζονται στα οικεία κράτη μέλη μέσω της πύλης. Στη συνέχεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφαίνονται σχετικά με το αίτημα καταχώρισης. Ως εκ τούτου, η πύλη θα πρέπει να είναι ένα εργαλείο που αντικατοπτρίζει τις αποφάσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις καταχωρίσεις των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. |
(12) |
Η παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να προβλέπει κανόνες σχετικά με τις απαιτήσεις για την καταχώριση σε εθνικά μητρώα, καθώς και κανόνες για την απόρριψη της σχετικής αίτησης. Σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος καταχώρισης, οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν άλλη αίτηση καταχώρισης σε μεταγενέστερο στάδιο, εάν οι λόγοι απόρριψης έχουν πάψει να υφίστανται. Μετά την καταχώρισή τους, οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να θεωρούνται «πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί» στο αντίστοιχο κράτος μέλος και να υπόκεινται στις υποχρεώσεις των πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επικαιροποιούν την πύλη σχετικά με την καταχώριση πιστοποιημένου ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να προβλέπει κανόνες σχετικά με τη διαγραφή πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών από το εθνικό μητρώο ή σχετικά με τη μη αναγνώριση σε αυτούς της δυνατότητας να ζητήσουν ελάφρυνση. Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει να διαγράψει πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό από το μητρώο, δεν αναγνωρίζει σε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό τη δυνατότητα να ζητήσει ελάφρυνση ή απορρίπτει αίτημα καταχώρισης, το εν λόγω κράτος μέλος θα πρέπει να επικαιροποιεί αναλόγως την πύλη. Σκοπός αυτών των επικαιροποιήσεων είναι να δίδεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να αξιολογήσουν τα μέτρα που έχουν ληφθεί, όπως τη διαγραφή ή την απόρριψη, και να λάβουν υπόψη τα εν λόγω μέτρα στο πλαίσιο τυχόν μελλοντικού αιτήματος καταχώρισης από τον ίδιο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό στο δικό τους εθνικό μητρώο. Οι εθνικοί κανόνες του οικείου κράτους μέλους εφαρμόζονται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των ενδιαφερόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος προσφυγής, όσον αφορά οποιαδήποτε απόφαση που λαμβάνεται από κράτος μέλος σε σχέση με την καταχώριση και τη διαγραφή από το εθνικό του μητρώο. |
(13) |
Για τη διασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας σχετικά με την ταυτότητα και την κατάσταση του επενδυτή που λαμβάνει πληρωμή μερισμάτων ή τόκων, και σχετικά με τη ροή των πληρωμών από τον εκδότη, οι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να υποβάλλουν τις σχετικές πληροφορίες εντός συγκεκριμένων προθεσμιών. Στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπονται δύο επιλογές υποβολής στοιχείων: άμεση και έμμεση υποβολή στοιχείων. Στην περίπτωση της άμεσης υποβολής στοιχείων, ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός θα πρέπει να υποβάλλει στοιχεία απευθείας στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους πηγής. Στην περίπτωση της έμμεσης υποβολής στοιχείων, τα στοιχεία θα πρέπει να παρέχονται από τους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς κατά μήκος της αλυσίδας πληρωμών τίτλων με διαδοχική σειρά, και ανάλογα με τη θέση των εν λόγω πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών στην αλυσίδα πληρωμών τίτλων στην οποία εντάσσονται. Το αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι ότι οι εν λόγω πληροφορίες περιέρχονται στον πράκτορα παρακράτησης φόρου στην πηγή ή σε ορισθέντα πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, ο οποίος τις υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους πηγής. Τα υποβαλλόμενα στοιχεία θα πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την επιλεξιμότητα του οικείου επενδυτή, αλλά θα πρέπει να περιορίζονται στις πληροφορίες τις οποίες έχει στη διάθεσή του ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός που υποβάλλει τα στοιχεία. Οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οι οποίοι δεν υποχρεούνται να καταχωριστούν στο μητρώο ως πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και δεν έχουν επιλέξει να καταχωριστούν ως τέτοιοι, δεν θα πρέπει να υπέχουν υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, οι πληροφορίες σχετικά με τις πληρωμές που διαχειρίζονται οι εν λόγω ενδιάμεσοι οργανισμοί οι οποίοι δεν είναι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί είναι και αυτές σημαντικές για την ορθή αναπαράσταση της αλυσίδας πληρωμών πριν από την εφαρμογή των συστημάτων ελάφρυνσης που προβλέπει η παρούσα οδηγία. |
(14) |
Για να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχουν κενά πληροφόρησης στην αλυσίδα πληρωμών και για να μπορούν οι επενδυτές να έχουν πρόσβαση στις διαδικασίες ελάφρυνσης, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να επιτρέπει σε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, είτε ο εν λόγω πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός εμπλέκεται άμεσα σε συγκεκριμένη αλυσίδα πληρωμών είτε όχι, να υποκαθιστά έναν ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό εντός της εν λόγω αλυσίδας. Αυτό σημαίνει ότι ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός φέρει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις σχετικά με την υποβολή στοιχείων και με το σύστημα ελάφρυνσης που θα έφερε ο υποκαθιστώμενος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός εάν ήταν πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός. Μέσω της εν λόγω ρύθμισης μεταξύ ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι φορολογικές αρχές θα είναι σε θέση να λαμβάνουν όλες τις σχετικές πληροφορίες και να συνθέτουν αποτελεσματικά τις πληροφορίες σε ολόκληρη την αλυσίδα πληρωμών· παράλληλα, οι επενδυτές θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στο σύστημα ελάφρυνσης, ακόμη και σε περιπτώσεις ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού που δεν είναι καταχωρισμένος στο μητρώο κράτους μέλους ούτε δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία. |
(15) |
Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να υπαναθέτουν καθήκοντα που σχετίζονται με την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Ως εκ τούτου, ένας πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητεί από τρίτο να αναλάβει την εκπλήρωση των συναφών υποχρεώσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών παρακράτησης φόρου στην πηγή. Σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω υποχρεώσεις θα πρέπει να παραμένουν ευθύνη του πιστοποιημένου ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού που έχει υπαναναθέσει τα καθήκοντά του. |
(16) |
Για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, θα πρέπει να διευκολύνονται και να επιταχύνονται οι διαδικασίες ελάφρυνσης της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου επί εισοδήματος από τίτλους στις περιπτώσεις που οι σχετικοί πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν παράσχει επαρκείς πληροφορίες, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ταυτότητα του επενδυτή. Οι σχετικοί πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί είναι όλοι οι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί στην αλυσίδα πληρωμών τίτλων που βρίσκονται μεταξύ του επενδυτή και του εκδότη των τίτλων και ενδέχεται να υποχρεούνται να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από μη πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στην αλυσίδα. Λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών προσεγγίσεων που ακολουθούνται στα κράτη μέλη, θα πρέπει να προβλεφθούν δύο είδη διαδικασιών: πρώτον, ένα σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή βάσει του οποίου εφαρμόζεται εξαρχής ο κατάλληλος φορολογικός συντελεστής κατά τον χρόνο της παρακράτησης και, δεύτερον, ένα σύστημα ταχείας επιστροφής, βάσει του οποίου υποβάλλεται αίτημα επιστροφής από τον πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό το οποίο διεκπεραιώνεται από τη φορολογική αρχή του κράτους μέλους πηγής εντός καθορισμένης προθεσμίας που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία. Εάν οι επιστροφές αυτές δεν διεκπεραιωθούν εντός της εν λόγω προθεσμίας, θα πρέπει να επιβάλλονται τόκοι υπερημερίας εφόσον το προβλέπουν οι εθνικοί κανόνες. Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν το κεφάλαιο III της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να μπορούν να εισάγουν σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή ή σύστημα ταχείας επιστροφής ή συνδυασμό αυτών, διασφαλίζοντας ότι τουλάχιστον ένα από τα δύο συστήματα είναι διαθέσιμο για όλους τους επενδυτές, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Ένα κράτος μέλος που έχει επιλέξει τέτοιου είδους συνδυασμό θα πρέπει να είναι σε θέση να περιορίζει τη χρήση ενός συστήματος μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως σενάρια χαμηλού κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι το άλλο σύστημα παραμένει διαθέσιμο για όλες τις άλλες περιπτώσεις που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. Όσοι λαμβάνουν πληρωμές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, όπως τα μερίσματα από εισηγμένες εταιρείες που καταβάλλονται σε εγγεγραμμένους κατόχους φορολογικούς κατοίκους του κράτους μέλους πηγής, τα μερίσματα από μη εισηγμένες εταιρείες ή οι τόκοι στις περιπτώσεις που ένα κράτος μέλος δεν έχει επιλέξει να εφαρμόζει την παρούσα οδηγία στις πληρωμές τόκων, θα είναι δυνατόν να ζητούν ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου δυνάμει εθνικού συστήματος ελάφρυνσης στην πηγή ή συστήματος επιστροφής που εφαρμόζεται στις διαδικασίες που αντιστοιχούν στις πληρωμές αυτές. |
(17) |
Όταν οι σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας δεν πληρούνται για πληρωμές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ή όταν το επιθυμεί ο ενδιαφερόμενος επενδυτής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν διαδικασίες ελάφρυνσης της παρακράτησης φόρου βάσει εθνικού συστήματος συνήθους επιστροφής ως εφεδρικές αντί για τις ταχείες διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Οι επενδυτές που δικαιούνται ελάφρυνση ή οι εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποί τους θα πρέπει να μπορούν να διεκδικούν επιστροφή της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου που καταβλήθηκε σε ένα κράτος μέλος μόνον εφόσον ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός δεν έχει ήδη κάνει χρήση του συστήματος ελάφρυνσης στην πηγή ή του συστήματος ταχείας επιστροφής. |
(18) |
Όταν υπάρχει κίνδυνος φορολογικής απάτης ή φορολογικών καταχρηστικών πρακτικών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν μέτρα καταπολέμησης της απάτης και να διεξάγουν διεξοδικές έρευνες πριν από τη διεκπεραίωση αίτησης ταχείας επιστροφής. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να απορρίπτουν αίτημα επιστροφής υπό ορισμένες συνθήκες. Οι εν λόγω συνθήκες θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις περιπτώσεις στις οποίες δεν πληρούνται οι απαιτήσεις υποβολής τέτοιου αιτήματος ή στις οποίες η αλυσίδα πληρωμών δεν μπορεί να αναπαρασταθεί. Μια αίτηση επιστροφής θα πρέπει επίσης να μπορεί να απορριφθεί όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει να κινήσει διαδικασία επαλήθευσης ή φορολογικό έλεγχο με βάση κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου. Θα πρέπει να είναι δυνατόν να διεκπεραιωθούν οι εν λόγω διαδικασίες επαλήθευσης ή οι εν λόγω φορολογικοί έλεγχοι σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ενέχει κίνδυνο φορολογικής απάτης ή φορολογικών καταχρηστικών πρακτικών. |
(19) |
Για την προάσπιση των συστημάτων ελάφρυνσης της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου, τα κράτη μέλη τα οποία τηρούν εθνικό μητρώο θα πρέπει επίσης να απαιτούν από τους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να επαληθεύουν την επιλεξιμότητα των επενδυτών που επιθυμούν να ζητήσουν ελάφρυνση. Ειδικότερα, οι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να λαμβάνουν το πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας του σχετικού επενδυτή, καθώς και δήλωση ότι ο εν λόγω επενδυτής δικαιούται ελάφρυνση της παρακράτησης φόρου σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής ή με σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης και, εάν απαιτείται από το κράτος μέλος πηγής, δήλωση ότι ο επενδυτής είναι ο πραγματικός δικαιούχος του μερίσματος ή του τόκου σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής ή με σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης, όπως περιγράφεται στο σχόλιο για το άρθρο 10 ή το άρθρο 11 του Υποδείγματος σύμβασης για την αποφυγή της Διπλής Φορολογίας σχετικά με τους φόρους Εισοδήματος και Κεφαλαίου του ΟΟΣΑ. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη πηγής θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν δήλωση σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. |
(20) |
Οι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να υποχρεούνται να επαληθεύουν τον εφαρμοστέο συντελεστή παρακράτησης φόρου με βάση την ιδιαίτερη κατάσταση του επενδυτή και να αναφέρουν αν είναι ενήμεροι για τυχόν χρηματοοικονομική ρύθμιση η οποία αφορά τους υποκείμενους τίτλους και δεν έχει διακανονιστεί, λήξει ή καταγγελθεί άλλως πριν από την ημερομηνία αποκοπής. Εν προκειμένω, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά την έννοια ότι ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός, ο οποίος είναι πλησιέστερος στον επενδυτή, τον πελάτη του, θα πρέπει να λαμβάνει εύλογα μέτρα για τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων καλή την πίστει. Για παράδειγμα, οι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να ελέγχουν αν οι πληροφορίες που περιέχονται στο eTRC ή σε ισοδύναμό του ή οι πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση του επενδυτή δεν έρχονται σε αντίθεση με τις πληροφορίες που συλλέγουν οι εν λόγω πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί σχετικά με τους πελάτες τους στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τον λογαριασμό του επενδυτή και άλλες πληροφορίες που ενδέχεται να έχουν συλλεχθεί ως αποτέλεσμα της συμμόρφωσης με τους ισχύοντες κανόνες «γνώριζε τον πελάτη σου». Ως εκ τούτου, οι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να διενεργούν περαιτέρω ελέγχους ή να ζητούν και να συλλέγουν περαιτέρω πληροφορίες από τον πελάτη τους. Επιπλέον, ο επενδυτής θα πρέπει να υποχρεούται να ενημερώνει τον ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό για τυχόν αλλαγές στη συναφή κατάστασή του. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιτρέπουν την εκπλήρωση των απαιτήσεων δέουσας επιμέλειας σε ετήσια βάση, εκτός εάν ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει ότι υπάρχει μεταβολή της κατάστασης ή ότι οι πληροφορίες είναι ανακριβείς ή αναξιόπιστες. |
(21) |
Η εφαρμογή των διαδικασιών ελάφρυνσης της παρακράτησης φόρου δυνάμει της παρούσας οδηγίας υπόκειται στην ταύτιση του εγγεγραμμένου κατόχου, ο οποίος είναι είτε φυσικό πρόσωπο είτε οντότητα και είναι επιλέξιμος να εισπράξει το μέρισμα ή τους τόκους ως κάτοχος των τίτλων, με το πρόσωπο που δικαιούται την ελάφρυνση της παρακράτησης φόρου σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής ή με σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης, κατά περίπτωση. Όταν ο εγγεγραμμένος κάτοχος δικαιούται επίσης την ελάφρυνση, θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις για τις άμεσες επενδύσεις. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ταύτιση μεταξύ του εγγεγραμμένου κατόχου και του δικαιούχου της ελάφρυνσης, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις έμμεσες επενδύσεις. Οι διατάξεις για τις έμμεσες επενδύσεις προβλέπουν ελάφρυνση σε περιπτώσεις στις οποίες ορισμένοι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ) ή οι επενδυτές σε αυτούς είναι δυνατόν να δικαιούνται ελάφρυνση, αλλά δεν είναι ο εγγεγραμμένος κάτοχος επειδή οι τίτλοι κατέχονται από διαφορετικό νομικό πρόσωπο ή από φορολογικά διαφανή ΟΣΕ. Οι διατάξεις για τις έμμεσες επενδύσεις διασφαλίζουν ότι οι σύννομοι επενδυτές έχουν πρόσβαση στις διαδικασίες της παρούσας οδηγίας. Ως εκ τούτου, στην έννοια του ΟΣΕ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να περιλαμβάνουν τους ΟΣΕ που δικαιούνται ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου για λογαριασμό τους αλλά και τους ΟΣΕ οι επενδυτές των οποίων δικαιούνται την ελάφρυνση, βάσει των εθνικών κανόνων του κράτους μέλους πηγής ή βάσει σύμβασης αποφυγής της διπλής φορολόγησης. Όταν συμμετέχει σε έμμεσες επενδύσεις, ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός θα πρέπει να υποχρεούται και σε αυτή την περίπτωση να εκπληρώνει τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας. Επιπλέον, ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός θα πρέπει να μπορεί να θεωρηθεί ότι φέρει ευθύνη σε περίπτωση απώλειας φορολογικών εσόδων. |
(22) |
Αναγνωρίζεται ότι είναι δυνατή η χρήση χρηματοοικονομικών ρυθμίσεων για τη μεταβίβαση της κυριότητας, εν όλω ή εν μέρει, ενός τίτλου ή των σχετικών επενδυτικών κινδύνων. Έχουν επίσης υπάρξει περιπτώσεις όπου ρυθμίσεις αυτού του είδους χρησιμοποιήθηκαν σε συστήματα αρμπιτράζ και «stripping» μερισμάτων, όπως τα συστήματα Cum/Ex και Cum/Cum, με αποκλειστικό σκοπό είτε την εξασφάλιση επιστροφών σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει σχετικό δικαίωμα είτε την αύξηση του ποσού της επιστροφής που δικαιούται ένας επενδυτής. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα ρυθμίσεις όπως συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, πράξεις επαναγοράς (repo), δανειοδοσία και δανειοληψία τίτλων, πράξεις αγοράς/επαναπώλησης ή πώλησης/επαναγοράς, παράγωγα, πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης και συμβάσεις επί διαφοράς να μπορούν να θεωρηθούν χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις εάν συνεπάγονται προσωρινό ή μόνιμο επιμερισμό μεταξύ του φυσικού προσώπου ή της οντότητας που αναλαμβάνει τους οικονομικούς κινδύνους της επένδυσης και του νόμιμου κυρίου της μετοχής ή των υποκείμενων δικαιωμάτων. Τα εν λόγω παραδείγματα δεν είναι εξαντλητικά. |
(23) |
Επιπλέον, στην περίπτωση χρηματοοικονομικών ρυθμίσεων, εξυπακούεται ότι η κυριότητα των τίτλων δεν μεταβιβάζεται στον αγοραστή ή τον δανειολήπτη εάν ο οικονομικός κίνδυνος παραμένει στον πωλητή ή τον δανειοδότη των τίτλων μέσω οποιωνδήποτε δικαιοπραξιών, όπως δανεισμός τίτλων, δικαιώματα προαίρεσης ή συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα οποιαδήποτε ρύθμιση βάσει της οποίας προβλέπεται αντάλλαγμα για τα μερίσματα μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών να μπορεί να θεωρηθεί χρηματοοικονομική ρύθμιση. Τα εμπλεκόμενα μέρη δεν λαμβάνουν πάντοτε μετρητά· μπορούν επίσης να λάβουν αντάλλαγμα με πιο έμμεσους τρόπους, όπως μέσω των διαφορών στις τιμές των τίτλων ή των παραγώγων. Οι πληροφορίες σχετικά με τις χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις είναι απαραίτητες προκειμένου οι φορολογικές αρχές να καταπολεμήσουν τη φορολογική απάτη και τις φορολογικές καταχρηστικές πρακτικές. Όταν οι πληροφορίες υποβάλλονται άμεσα, θα πρέπει να απαιτούνται μόνο από τους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που, λόγω της θέσης τους εντός της αλυσίδας, ενδέχεται να είχαν άμεση συμμετοχή στη σχετική χρηματοοικονομική ρύθμιση, περίπτωση που θα συντρέχει για τους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που ζητούν την ελάφρυνση. Όταν οι πληροφορίες υποβάλλονται έμμεσα, οι πληροφορίες σχετικά με τις χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις θα πρέπει να υποβάλλονται από τον πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό του εγγεγραμμένου κατόχου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πληροφορίες θα πρέπει να υποβάλλονται σε όλο το μήκος της αλυσίδας πληρωμών τίτλων με διαδοχική σειρά, ώστε τελικά να φτάνουν στον πράκτορα παρακράτησης φόρου στην πηγή ή σε ορισθέντα πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Αυτό σημαίνει ότι οι λοιποί πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που υποβάλλουν στοιχεία πρέπει να διαβιβάζουν τις πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις στον πράκτορα παρακράτησης φόρου στην πηγή ή σε ορισθέντα πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, ακόμη και αν οι εν λόγω πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν συμμετέχουν άμεσα στη σχετική χρηματοοικονομική ρύθμιση. Η υποβολή στοιχείων σχετικά με χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτική στην περίπτωση των πληρωμών ομολόγων και τόκων. |
(24) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να περιορίζουν τη χρήση του συστήματος ελάφρυνσης στην πηγή ή του συστήματος ταχείας επιστροφής σε περιπτώσεις που παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο φορολογικής απάτης ή φορολογικών καταχρηστικών πρακτικών. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να καταρτιστεί κατάλογος τέτοιων περιπτώσεων, στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να αποκλείουν αιτήσεις ελάφρυνσης και να διενεργούν περαιτέρω ελέγχους. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα εθνικά νομικά συστήματα και, ιδίως, οι εκτιμήσεις φορολογικού κινδύνου, η κατάρτιση του λόγω καταλόγου δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτική και τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να καθορίζουν ποιες από τις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να καλύπτονται από το σύστημα συνήθους επιστροφής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εθνικοί κανόνες για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπουν να επωφεληθούν από ελάφρυνση στην πηγή ή ταχεία επιστροφή περιπτώσεις που τα κράτη μέλη θεωρούν ότι ενέχουν αυξημένο κίνδυνο. Τα μέτρα αυτά θα διασφαλίσει ότι οι φορολογικές αρχές είναι σε θέση να καταπολεμήσουν αποτελεσματικότερα τα καταχρηστικά καθεστώτα, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να διενεργούν περαιτέρω ελέγχους για να διαπιστώσουν αν οι αιτήσεις ελάφρυνσης είναι δικαιολογημένες και αν πρέπει να γίνουν δεκτές. Ένα τέτοιο μέτρο αφορά κατώτατο όριο που σχετίζεται με ακαθάριστο ποσό μερίσματος. Το όριο αυτό θα πρέπει να υπολογίζεται ανά εγγεγραμμένο κάτοχο ή ανά επενδυτή που δικαιούται την ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου, εάν ο εγγεγραμμένος κάτοχος είναι οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει ορίσει τέτοιος οργανισμός. Το όριο αυτό δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που οργανισμός συλλογικών επενδύσεων που είναι εγκατεστημένος και ρυθμίζεται, ή που έχει διαχειριστή που είναι εγκατεστημένος και ρυθμίζεται, στην Ένωση, εκ του νόμου συνταξιοδοτικό σύστημα κράτους μέλους ή ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που είναι καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο σε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) δικαιούται την ελάφρυνση. Οι εν λόγω οργανισμοί, συστήματα και ιδρύματα ρυθμίζονται και υπόκεινται σε εποπτεία σε μεγάλο βαθμό από τις εθνικές αρμόδιες αρχές και υποβάλλονται σε αυστηρούς εσωτερικούς ελέγχους. Αυτή η ρύθμιση και η εποπτεία επιβάλλουν τη συμμόρφωση με τους σχετικούς κανονισμούς και ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο φορολογικής απάτης και φορολογικών καταχρηστικών πρακτικών. |
(25) |
Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες οι φορολογούμενοι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τον μειωμένο συντελεστή παρακράτησης φόρου βάσει νομικών πράξεων της Ένωσης που εφαρμόζονται μέσω εθνικών κανόνων. Αυτό μπορεί να προκύψει όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει την αναγνώριση της ελευθερίας εγκατάστασης ή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων σε συγκρίσιμες καταστάσεις, είτε εγχώριου είτε μη εγχώριου χαρακτήρα, ή στην περίπτωση μεταφοράς οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Οι περιπτώσεις αυτές μπορούν να απαιτούν επαληθεύσεις, ιδίως για την αξιολόγηση της συγκρισιμότητας των καταστάσεων και της δυνατότητας εφαρμογής του εθνικού δικαίου σε διασυνοριακές καταστάσεις. Όταν απαιτούνται τέτοιες επαληθεύσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν τις εν λόγω καταστάσεις βάσει του υφιστάμενου εθνικού τους συστήματος ελάφρυνσης στην πηγή και να επιτυγχάνεται έτσι ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου με τον ταχύτερο και ασφαλέστερο τρόπο. |
(26) |
Λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού ρόλου των πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών στην υποβολή πλήρων και ορθών πληροφοριών, οι οποίες χρησιμεύουν ως βάση για την ελάφρυνση ή την επιστροφή παρακρατούμενου φόρου, είναι σκόπιμο οι εθνικοί κανόνες των κρατών μελών να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τους κανόνες βάσει των οποίων οι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι εν όλω ή εν μέρει για την απώλεια φορολογικών εσόδων από την παρακράτηση φόρου λόγω της πλήρους ή μερικής μη συμμόρφωσής τους με τις βασικές υποχρεώσεις της παρούσας οδηγίας. Θα πρέπει να δίδεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να θεσπίζουν στους εθνικούς τους κανόνες αυστηρή και αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη για πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που αιτούνται ελάφρυνση. Επιπλέον, άλλες πτυχές της ευθύνης θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ρυθμίζονται πλήρως από τους εθνικούς κανόνες των κρατών μελών. Οι εν λόγω άλλες πτυχές περιλαμβάνουν πράκτορες παρακράτησης φόρου στην πηγή που ευθύνονται αλληλεγγύως ή εις ολόκληρον και δεν ενεργούν ως πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, και περιπτώσεις που σχετίζονται είτε με την άμεση είτε με την έμμεση ευθύνη εγγεγραμμένων κατόχων και επενδυτών που υποβάλλουν ελλιπείς ή εσφαλμένες πληροφορίες σε πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Η παρούσα οδηγία δεν καθορίζει τους κανόνες σχετικά με την ευθύνη όσον αφορά το σύστημα συνήθους επιστροφής. |
(27) |
Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων κανόνων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. |
(28) |
Η ορθή μεταφορά της παρούσας οδηγίας σε καθένα από τα οικεία κράτη μέλη έχει καίρια σημασία για την προώθηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών στο σύνολό της, καθώς και για την προστασία των φορολογικών εσόδων των κρατών μελών. Για τον λόγο αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να γνωστοποιούν σε τακτική βάση στην Επιτροπή στατιστικές πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή και την επιβολή στο έδαφός τους των εθνικών μέτρων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή θα πρέπει να εκπονήσει αξιολόγηση με βάση τόσο τις πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη όσο και άλλα διαθέσιμα δεδομένα για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των εφαρμοστέων κανόνων. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει την ανάγκη επικαιροποίησης των κανόνων που θεσπίζονται από την παρούσα οδηγία. |
(29) |
Για την εξασφάλιση ενιαίων προϋποθέσεων για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδίως όσον αφορά το ψηφιακό πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, την πύλη, την υποβολή στοιχείων από τους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, τη δήλωση του εγγεγραμμένου κατόχου και την αίτηση ελάφρυνσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για την έγκριση τυποποιημένων εντύπων με περιορισμένο αριθμό συνιστωσών, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). |
(30) |
Οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιείται από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να συνάδει με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Η επεξεργασία δεδομένων που προβλέπεται βάσει της παρούσας οδηγίας έχει σκοπό την εξυπηρέτηση γενικού δημόσιου συμφέροντος, ήτοι το θέμα της φορολογίας, και επιπλέον την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, τη διασφάλιση των φορολογικών εσόδων και την προώθηση της δίκαιης φορολόγησης, που ενισχύουν τις ευκαιρίες κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής συμπερίληψης στα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, για τους σκοπούς της ορθής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και προκειμένου να διασφαλιστούν οι εν λόγω στόχοι γενικού δημόσιου συμφέροντος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής ορισμένων δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679. Ωστόσο, οι περιορισμοί αυτοί δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα απολύτως αναγκαία για την επίτευξη των εν λόγω στόχων. Όσον αφορά τις πρόσθετες πληροφορίες που είναι δυνατόν να απαιτούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία για την απόδειξη της φορολογικής κατοικίας των φορολογούμενων, η συλλογή των εν λόγω πληροφοριών που αφορούν φυσικό πρόσωπο θα πρέπει να θεωρείται ότι περιορίζεται στην ταυτοποίηση του φυσικού προσώπου. |
(31) |
Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, αλλά μπορεί, αντιθέτως, λόγω του διασυνοριακού χαρακτήρα των οικείων συναλλαγών και της ανάγκης μείωσης του κόστους συμμόρφωσης στην εσωτερική αγορά συνολικά, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου. |
(32) |
Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και γνωμοδότησε στις 8 Αυγούστου 2023, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
Γενικές διατάξεις
Άρθρο 1
Αντικείμενο
Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με:
α) |
την έκδοση ψηφιακού πιστοποιητικού φορολογικής κατοικίας από τα κράτη μέλη· και |
β) |
τη διαδικασία ελάφρυνσης της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου από κράτος μέλος επί των μερισμάτων από μετοχές που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης και, κατά περίπτωση, επί των τόκων από ομόλογα που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης, καταβληθέντων σε εγγεγραμμένους κατόχους με φορολογική κατοικία εκτός του εν λόγω κράτους μέλους. |
Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής
1. Τα κεφάλαια I και IV εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη. Το κεφάλαιο II εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη όσον αφορά όλα τα φυσικά πρόσωπα και τις οντότητες με φορολογική κατοικία στην περιοχή δικαιοδοσίας τους.
2. Το κεφάλαιο III αρχίζει να ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη τα οποία παρέχουν ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου επί καταβληθέντων μερισμάτων για μετοχές που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης και έχουν εκδοθεί από οντότητα με φορολογική κατοικία στην περιοχή δικαιοδοσίας τους εάν:
α) |
δεν διαθέτουν ολοκληρωμένο σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή που να τυγχάνει εφαρμογής σε τέτοιες περιπτώσεις υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου· ή |
β) |
ο οικείος δείκτης κεφαλαιοποίησης αγοράς, σύμφωνα με τις τέσσερις τελευταίες δημοσιεύσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (στο εξής: ESMA) που είναι διαθέσιμες στις 31 Δεκεμβρίου 2028, είναι ίσος ή μεγαλύτερος από 1,5 % για καθένα από τα τέσσερα διαδοχικά έτη. |
3. Ένα κράτος μέλος που διαθέτει ολοκληρωμένο σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή, το οποίο εφαρμόζεται για την υπερβάλλουσα παρακράτηση φόρου επί καταβληθέντων μερισμάτων για μετοχές που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης και έχουν εκδοθεί από κάτοικο της περιοχής δικαιοδοσίας του, μπορεί επιλέγει να εφαρμόσει το κεφάλαιο III εάν ο οικείος δείκτης κεφαλαιοποίησης αγοράς, σύμφωνα με τις τέσσερις τελευταίες δημοσιεύσεις της ESMA που είναι διαθέσιμες στις 31 Δεκεμβρίου 2028, είναι μικρότερος του 1,5 % για τουλάχιστον ένα από τα τέσσερα διαδοχικά έτη.
4. Ένα κράτος μέλος εφαρμόζει αμετάκλητα το κεφάλαιο III εντός πέντε ετών από την τέταρτη διαδοχική δημοσίευση από την ESMA των δεδομένων που δείχνουν ότι ο δείκτης κεφαλαιοποίησης αγοράς του εν λόγω κράτους μέλους έφτασε ή υπερέβη το 1,5 % κατά τη διάρκεια καθενός από τα τέσσερα διαδοχικά έτη.
5. Ένα κράτος μέλος το οποίο παρέχει ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου επί καταβληθέντων τόκων για ομόλογα που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης και έχουν εκδοθεί από κάτοικο της περιοχής δικαιοδοσίας του δύναται να εφαρμόζει το κεφάλαιο III.
6. Αφ’ ης στιγμής το κεφάλαιο III αρχίσει να ισχύει για οποιοδήποτε κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 4 του παρόντος άρθρου, παραμένει σε ισχύ για το εν λόγω κράτος μέλος, ανεξάρτητα από το αν εξακολουθούν να πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις που προκάλεσαν την εφαρμογή του.
Όταν ένα κράτος μέλος επιλέγει να εφαρμόσει το κεφάλαιο III δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος επιλογής είναι ανέκκλητη.
Άρθρο 3
Ορισμοί
1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) |
«υπερβάλλουσα παρακράτηση φόρου»: η διαφορά μεταξύ αφενός του ποσού της παρακράτησης φόρου που επιβάλλεται από κράτος μέλος σε πληρωμές προς μη κατοίκους δικαιούχους μερισμάτων ή τόκων από τίτλους με εφαρμογή του γενικού εγχώριου συντελεστή και αφετέρου του χαμηλότερου ποσού της παρακράτησης φόρου που εφαρμόζεται από το εν λόγω κράτος μέλος για τα ίδια μερίσματα ή για τους ίδιους τόκους με βάση σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης ή ειδικούς εθνικούς κανόνες, ανάλογα με την περίπτωση· |
2) |
«μετοχή που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης»: μετοχή που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης· |
3) |
«ομόλογο που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης»: ομόλογο που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης ή σε μηχανισμό οργανωμένης διαπραγμάτευσης· |
4) |
«ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός»: οτιδήποτε από τα παρακάτω αποτελεί μέρος της αλυσίδας πληρωμών τίτλων μεταξύ της οντότητας έκδοσης των τίτλων και του εγγεγραμμένου κατόχου που λαμβάνει πληρωμές επί των εν λόγω τίτλων:
|
5) |
«πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός»: ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός που καταχωρίζεται σε εθνικό μητρώο όπως αναφέρεται στο άρθρο 5· |
6) |
«οντότητα»: νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, μεταξύ άλλων μια κεφαλαιουχική εταιρεία, μια προσωπική εταιρεία, ένα καταπίστευμα ή ένα ίδρυμα· |
7) |
«οργανισμός συλλογικών επενδύσεων»: ΟΣΕΚΑ, ΟΕΕ της ΕΕ ή ΔΟΕΕ της ΕΕ ή οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων τον οποίο διαχειρίζεται ΔΟΕΕ της ΕΕ ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ο οποίος, βάσει των εθνικών κανόνων του κράτους μέλους πηγής ή σύμβασης αποφυγής της διπλής φορολόγησης, δικαιούται ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου, ή οργανισμός συλλογικών επενδύσεων του οποίου οι υποκείμενοι επενδυτές δικαιούνται τέτοια ελάφρυνση η οποία μπορεί να ζητηθεί για λογαριασμό τους, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, ή ο διαχειριστής του ή ο θεματοφύλακάς του, είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I των συμπερασμάτων του Συμβουλίου επί του αναθεωρημένου ενωσιακού καταλόγου μη συνεργάσιμων περιοχών φορολογικής δικαιοδοσίας ή στον πίνακα I του παραρτήματος του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675 (9)· |
8) |
«ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών»: ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών όπως ορίζεται στο άρθρο 6 σημείο 1) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341· |
9) |
«EUID»: ο ευρωπαϊκός μοναδικός ταυτοποιητής όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10)· |
10) |
«αριθμός φορολογικού μητρώου» ή «ΑΦΜ»: ο μοναδικός ταυτοποιητής, για φορολογικούς σκοπούς, ενός εγγεγραμμένου κατόχου σε κράτος μέλος· |
11) |
«διαδικασία ελάφρυνσης της παρακράτησης φόρου»: διαδικασία με την οποία ένας εγγεγραμμένος κάτοχος που εισπράττει μερίσματα ή τόκους από τίτλους επί των οποίων μπορεί να επιβλήθηκε υπερβάλλουσα παρακράτηση φόρου λαμβάνει ελάφρυνση ή επιστροφή για τον εν λόγω φόρο· |
12) |
«αρμόδια αρχή»: η αρχή που ορίζεται από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 5 και περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, από την εν λόγω αρχή να ενεργεί εξ ονόματός της για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας· |
13) |
«τίτλος»: μετοχή που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης ή ομόλογο που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης· |
14) |
«αποθετήρια έγγραφα»: χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι διαπραγματεύσιμα στην κεφαλαιαγορά κράτους μέλους ή τρίτης χώρας και τα οποία παριστούν την κυριότητα επί των τίτλων εκδότη εντός της Ένωσης ενώ αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης σε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα και η διαπραγμάτευσή τους γίνεται ανεξάρτητα από τους τίτλους του εκδότη· |
15) |
«μεγάλο ίδρυμα»: μεγάλο ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 146) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
16) |
«όμιλος»: όμιλος, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 12 της οδηγίας (ΕΕ) 2002/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11)· |
17) |
«πράκτορας παρακράτησης φόρου στην πηγή»: οντότητα που φέρει την ευθύνη ή είναι εξουσιοδοτημένη σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής να αφαιρεί τον φόρο παρακράτησης από την καταβολή μερισμάτων ή τόκων από τίτλους και να μεταβιβάζει τον εν λόγω φόρο παρακράτησης στη φορολογική αρχή του κράτους μέλους πηγής· |
18) |
«ημερομηνία καταγραφής»: η ημερομηνία που καθορίζεται από τον εκδότη ενός τίτλου, κατά την οποία η ταυτότητα του κατόχου του εν λόγω τίτλου, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτόν, καθορίζονται με βάση τις εκκαθαρισμένες θέσεις που έχουν καταχωριστεί στα βιβλία του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού σε μορφή λογιστικής εγγραφής κατά τη λήξη της δραστηριότητας· |
19) |
«διακανονισμός»: η ολοκλήρωση μιας συναλλαγής τίτλων που πραγματοποιείται με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των μερών της εν λόγω συναλλαγής μέσω της μεταφοράς μετρητών ή τίτλων ή και των δύο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 7) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014· |
20) |
«εγγεγραμμένος κάτοχος»: κάθε φυσικό πρόσωπο ή οντότητα που δικαιούται να λάβει μερίσματα ή τόκους από τίτλους που υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου στην πηγή σε κράτος μέλος, ως κάτοχος των τίτλων κατά την ημερομηνία καταγραφής, με την επιφύλαξη τυχόν προσαρμογών στις συναλλαγές εν αναμονή διακανονισμού που ενδέχεται να γίνουν σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής, και το οποίο ή η οποία δεν είναι ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ενεργεί για λογαριασμό τρίτων όσον αφορά τα εν λόγω μερίσματα ή τόκους· |
21) |
«επενδυτικός λογαριασμός»: ο λογαριασμός ή οι λογαριασμοί οι οποίοι παρέχονται από ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε εγγεγραμμένους κατόχους και με χρήση των οποίων τηρούνται ή καταχωρίζονται οι τίτλοι τους· |
22) |
«λογαριασμός μετρητών»: ο λογαριασμός ή οι λογαριασμοί στους οποίους πραγματοποιούνται οι πληρωμές που σχετίζονται με τους τίτλους που τηρούνται ή καταχωρίζονται στον επενδυτικό λογαριασμό· |
23) |
«ημερομηνία αποκοπής»: η ημερομηνία από την οποία οι μετοχές αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης χωρίς τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μετοχές, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος συμμετοχής και ψήφου σε γενική συνέλευση, κατά περίπτωση· |
24) |
«ημερομηνία πληρωμής»: η ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη η πληρωμή, προς τον εγγεγραμμένο κάτοχο, του μερίσματος μετοχής που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης ή του τόκου ομολόγου που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης· |
25) |
«χρηματοοικονομική ρύθμιση»: οποιαδήποτε ρύθμιση, ή σειρά ρυθμίσεων, ή οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση με βάση την οποία:
|
26) |
«αλυσίδα πληρωμών τίτλων»: η ακολουθία ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που διεκπεραιώνουν την καταβολή μερισμάτων ή τόκων επί τίτλων μεταξύ του εκδότη των τίτλων και εγγεγραμμένου κατόχου στον οποίο καταβάλλονται τα μερίσματα ή οι τόκοι από τους εν λόγω τίτλους· περιλαμβάνει χρηματομεσίτες που είναι επιχειρήσεις επενδύσεων με άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), ή που είναι πιστωτικά ιδρύματα με άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), εφόσον παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, καθώς και νομικά πρόσωπα τρίτης χώρας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει συγκρίσιμων κανόνων τρίτης χώρας κατοικίας εφόσον παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες· |
27) |
«σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης»: συμφωνία ή σύμβαση εν ισχύι μεταξύ δύο ή περισσότερων περιοχών δικαιοδοσίας που προβλέπει την εξάλειψη της διπλής φορολόγησης εισοδήματος και, κατά περίπτωση, κεφαλαίου· |
28) |
«κράτος μέλος πηγής»: το κράτος μέλος κατοικίας του εκδότη του τίτλου από τον οποίο απορρέουν τα μερίσματα ή οι τόκοι· |
29) |
«σύστημα ταχείας επιστροφής»: σύστημα στο πλαίσιο του οποίου τα μερίσματα ή οι τόκοι καταβάλλονται βάσει του γενικού εγχώριου συντελεστή παρακράτησης φόρου στην πηγή και ακολουθεί αίτηση επιστροφής της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 14· |
30) |
«σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή»: σύστημα στο οποίο εφαρμόζεται ο κατάλληλος συντελεστής παρακράτησης φόρου στην πηγή, σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες ή διεθνείς συμφωνίες, όπως η σχετική σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης, κατά τη χρονική στιγμή της καταβολής των μερισμάτων ή των τόκων· |
31) |
«ολοκληρωμένο σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή»: σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή που εφαρμόζεται από κράτος μέλος και πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
|
32) |
«κεφαλαιοποίηση αγοράς»: η συνολική αξία των μετοχών που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης των εταιρειών των οποίων οι μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης που εκπροσωπείται σε ένα κράτος μέλος, όπως δημοσιεύεται ετησίως από την ESΜΑ· |
33) |
«δείκτης κεφαλαιοποίησης αγοράς»: ο λόγος, εκπεφρασμένος ως ποσοστό επί τοις εκατό, της κεφαλαιοποίησης αγοράς ενός κράτους μέλους την 31η Δεκεμβρίου προς τη συνολική κεφαλαιοποίηση αγοράς της Ένωσης την 31η Δεκεμβρίου, σε ένα δεδομένο έτος· |
34) |
«σύστημα συνήθους επιστροφής»: σύστημα στο πλαίσιο του οποίου τα μερίσματα ή οι τόκοι καταβάλλονται βάσει του γενικού εγχώριου συντελεστή παρακράτησης φόρου στην πηγή και ακολουθεί αίτηση επιστροφής της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου που δεν εμπίπτει στη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 14· |
35) |
«επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ· |
36) |
«ΟΣΕΚΑ»: ΟΣΕΚΑ όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14)· |
37) |
«ΟΕΕ της ΕΕ»: ΟΕΕ της ΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ια) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15)· |
38) |
«ΔΟΕΕ της ΕΕ»: ΔΟΕΕ της ΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ. |
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 σημεία 2) και 3) του παρόντος άρθρου, ως «ρυθμιζόμενη αγορά», «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» και «μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» νοούνται η ρυθμιζόμενη αγορά, ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης και ο μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 21), 22) και 23) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, αντίστοιχα.
3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 σημείο 20), τα κράτη μέλη πηγής μπορούν να θεωρούν, σύμφωνα με τους εθνικούς τους κανόνες, ως εγγεγραμμένο κάτοχο, αντί του κατόχου των υποκείμενων τίτλων, τον κάτοχο των αποθετηρίων εγγράφων, ωσάν ο κάτοχος των αποθετηρίων εγγράφων να είχε επενδύσει απευθείας στους εν λόγω τίτλους·
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
Ψηφιακό πιστοποιητικό φορολογικης κατοικίας
Άρθρο 4
Ψηφιακό πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας (eTRC)
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν αυτοματοποιημένη διαδικασία για την έκδοση ψηφιακών πιστοποιητικών φορολογικής κατοικίας (eTRC) σε φυσικά πρόσωπα ή οντότητες που θεωρούνται ότι έχουν φορολογική κατοικία στην περιοχή δικαιοδοσίας τους.
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, τα κράτη μέλη εκδίδουν το eTRC με βάση τις πληροφορίες των οποίων έχει γνώση η αρχή έκδοσης κατά την ημερομηνία έκδοσης, εντός 14 ημερολογιακών ημερών από την υποβολή αιτήματος. Το eTRC συμμορφώνεται με τις τεχνικές απαιτήσεις του παραρτήματος I και περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) |
εάν ο φορολογούμενος είναι φυσικό πρόσωπο, το όνομα και το επώνυμο, την ημερομηνία γέννησης και τον αριθμό φορολογικού μητρώου ή, ελλείψει αυτού, οποιοδήποτε λειτουργικό ισοδύναμο που χρησιμοποιείται για φορολογικούς σκοπούς· |
β) |
εάν ο φορολογούμενος είναι οντότητα, το όνομα, τον αριθμό φορολογικού μητρώου ή, ελλείψει αυτού, οποιοδήποτε λειτουργικό ισοδύναμο που χρησιμοποιείται για φορολογικούς σκοπούς και, εφόσον υπάρχει, τον ευρωπαϊκό μοναδικό ταυτοποιητή (EUID) ή τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI) ή οποιονδήποτε αριθμό καταχώρισης νομικής οντότητας που ισχύει για ολόκληρη την καλυπτόμενη από το eTRC περίοδο· |
γ) |
τη διεύθυνση του φορολογουμένου· |
δ) |
την ημερομηνία έκδοσης του eTRC· |
ε) |
την καλυπτόμενη περίοδο· |
στ) |
τη φορολογική αρχή έκδοσης του eTRC· |
ζ) |
μία ή περισσότερες συμβάσεις αποφυγής της διπλής φορολόγησης δυνάμει των οποίων ο φορολογούμενος ζητεί να θεωρηθεί ότι έχει τη φορολογική του κατοικία στο κράτος μέλος έκδοσης, κατά περίπτωση· |
η) |
τυχόν πρόσθετες πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την απόδειξη της φορολογικής κατοικίας του φορολογουμένου εφόσον το eTRC δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για ελάφρυνση υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου εντός της Ένωσης. |
3. Το eTRC:
α) |
καλύπτει περίοδο που δεν υπερβαίνει το ημερολογιακό έτος ή το φορολογικό έτος για το οποίο εκδίδεται, όπως ισχύει στο κράτος μέλος έκδοσης· και |
β) |
είναι έγκυρο για την πιστοποίηση της φορολογικής κατοικίας κατά την καλυπτόμενη περίοδο, εκτός εάν το κράτος μέλος που εκδίδει το eTRC διαθέτει στοιχεία ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται το eTRC δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην περιοχή δικαιοδοσίας του καθ’ όλη τη διάρκεια ή για ένα μέρος της εν λόγω περιόδου και το εν λόγω κράτος μέλος ακυρώσει πλήρως ή εν μέρει το eTRC. |
4. Εάν απαιτούνται περισσότερες από 14 εργάσιμες ημέρες για την επαλήθευση της φορολογικής κατοικίας συγκεκριμένου φορολογούμενου, το κράτος μέλος ενημερώνει το φυσικό πρόσωπο ή την οντότητα που ζητεί το eTRC σχετικά με τον πρόσθετο χρόνο που απαιτείται και τους λόγους της καθυστέρησης.
5. Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν eTRC που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος ως απόδειξη της φορολογικής κατοικίας φορολογούμενου στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 3, με την επιφύλαξη της δυνατότητας των κρατών μελών να αποδεικνύουν ότι ο εν λόγω φορολογούμενος έχει φορολογική κατοικία στην περιοχή δικαιοδοσίας τους.
6. Ένα κράτος μέλος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε τα φυσικά πρόσωπα ή οι οντότητες που τεκμαίρεται ότι έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην περιοχή δικαιοδοσίας του να υποχρεούνται να ενημερώνουν τη φορολογική αρχή που εκδίδει το eTRC σχετικά με κάθε αλλαγή που θα μπορούσε να επηρεάσει την εγκυρότητα ή το περιεχόμενο του eTRC.
7. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να είναι υποχρεωτική η παροχή eTRC, όταν απαιτείται απόδειξη φορολογικής κατοικίας ώστε φυσικό πρόσωπο ή οντότητα που τεκμαίρεται ότι έχει φορολογική κατοικία σε κράτος μέλος να αιτηθεί ελάφρυνσης στην πηγή ή ταχείας επιστροφής, προκειμένου να εξασφαλιστεί ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου επί μερισμάτων καταβληθέντων για μετοχές που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης ή επί τόκων καταβληθέντων για ομόλογα που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης, κατά περίπτωση, όταν οι μεν ή τα δε εκδίδονται από κάτοικο της περιοχής δικαιοδοσίας τους.
8. Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό τυποποιημένων ηλεκτρονικών εντύπων για την έκδοση eTRC, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, και τεχνικών πρωτοκόλλων, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων ασφάλειας. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
Διαδικασία ελάφρυνσης της παρακράτησης φόρου
Άρθρο 5
Εθνικό μητρώο πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών
1. Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 2 και 4 προβαίνουν στη σύσταση εθνικού μητρώου πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
2. Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 5, τα οποία επιλέγουν να εφαρμόσουν το κεφάλαιο III, προβαίνουν στη σύσταση εθνικού μητρώου πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
3. Τα κράτη μέλη τα οποία προβαίνουν στη σύσταση εθνικού μητρώου κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 ή 2 ορίζουν αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την τήρηση και την επικαιροποίηση του εν λόγω εθνικού μητρώου.
4. Το εθνικό μητρώο περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς:
α) |
την επωνυμία του πιστοποιημένου ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού· |
β) |
την ημερομηνία καταχώρισης του πιστοποιημένου ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού στο μητρώο· |
γ) |
τα στοιχεία επικοινωνίας και τυχόν υφιστάμενους ιστοτόπους του πιστοποιημένου ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού· |
δ) |
τον EUID ή, σε περίπτωση που ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός δεν διαθέτει EUID, τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI) ή οποιονδήποτε αριθμό καταχώρισης νομικής οντότητας που έχει εκδοθεί από τη χώρα κατοικίας του. |
5. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 10 έως 15, τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 15 σε σχέση με τη θέση ενός ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού που αποτελεί μέρος της αλυσίδας πληρωμών τίτλων και δεν είναι πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός, εάν ο ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός και ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός έχουν συμφωνήσει επ’ αυτού.
6. Τα εθνικά μητρώα καθίστανται προσβάσιμα στο κοινό μέσω της ευρωπαϊκής πύλης πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που αναφέρεται στο άρθρο 6 (η «πύλη»), μέσω ιστοτόπου της Επιτροπής, και επικαιροποιούνται τουλάχιστον μία φορά μηνιαίως.
7. Τα κράτη μέλη παραμένουν υπεύθυνα για κάθε απόφαση που αφορά την καταχώριση ή την απόρριψη ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού, ή τη διαγραφή ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού από τα εθνικά τους μητρώα, καθώς και για τα μέτρα που επιβάλλονται στους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
8. Τυχόν δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από αποφάσεις της παραγράφου 7 εφαρμόζονται με την κοινοποίηση εκ μέρους του αντίστοιχου κράτους μέλους στον ενδιαφερόμενο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό.
9. Η Επιτροπή δεν ευθύνεται σε καμία περίπτωση για το περιεχόμενο στην πύλη ή για τη μη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με την καταχώριση ή την απόρριψη ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή τη διαγραφή ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού από τα εθνικά μητρώα τους ή για τυχόν μέτρα που επιβάλλονται από κράτη μέλη σε ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Άρθρο 6
Ανάπτυξη και λειτουργία της ευρωπαϊκής πύλης πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών
1. Η Επιτροπή αναπτύσσει και θέτει σε λειτουργία την ευρωπαϊκή πύλη πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών (στο εξής: πύλη) είτε με δικά της μέσα είτε μέσω τρίτου.
2. Εάν η Επιτροπή αποφασίσει να αναπτύξει ή να θέσει σε λειτουργία την πύλη μέσω τρίτου, η Επιτροπή επιλέγει τον τρίτο και εφαρμόζει τη συμφωνία που έχει συναφθεί με τον εν λόγω τρίτο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16).
3. Η πύλη χρησιμεύει ως ηλεκτρονικό σημείο πρόσβασης για τους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που επιθυμούν να υποβάλουν αίτημα καταχώρισης στα εθνικά μητρώα των κρατών μελών. Η πύλη επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με την καταχώριση ή την απόρριψη ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού, και τη διαγραφή ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού από εθνικό μητρώο, καθώς και σχετικά με τα μέτρα που επιβάλλονται στους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 7, 8 και 9 της παρούσας οδηγίας παρέχονται στην πύλη και ότι τα εθνικά τους μητρώα είναι διαλειτουργικά εντός της πύλης.
5. Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών για τη λειτουργία της πύλης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21.
Άρθρο 7
Απαίτηση καταχώρισης ως πιστοποιημένου ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού
1. Τα κράτη μέλη τα οποία τηρούν εθνικό μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 5 απαιτούν από όλα τα μεγάλα ιδρύματα τα οποία διεκπεραιώνουν πληρωμές μερισμάτων και, κατά περίπτωση, τόκων επί τίτλων που εκδίδονται από κάτοικο στην περιοχή δικαιοδοσίας τους, καθώς και από τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 4 και είναι οι πράκτορες παρακράτησης φόρου στην πηγή για τις εν λόγω πληρωμές, να καταχωρίζονται στο εθνικό τους μητρώο.
2. Τα κράτη μέλη τα οποία τηρούν εθνικό μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 5 καθιστούν δυνατή, κατόπιν αιτήματος, την καταχώριση στο εν λόγω εθνικό μητρώο οποιουδήποτε ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού ο οποίος πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 8.
Άρθρο 8
Διαδικασία καταχώρισης στο μητρώο
1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός υποβάλει αίτημα καταχώρισης στο εθνικό τους μητρώο, το εν λόγω αίτημα εγκρίνεται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός παρέχει στοιχεία ότι πληροί όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) |
έχει φορολογική κατοικία σε κράτος μέλος ή περιοχή δικαιοδοσίας τρίτης χώρας που δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα I των συμπερασμάτων του Συμβουλίου επί του αναθεωρημένου ενωσιακού καταλόγου μη συνεργάσιμων περιοχών φορολογικής δικαιοδοσίας ούτε στον πίνακα I του παραρτήματος του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675· |
β) |
εάν ο αιτών ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός είναι πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων ή κεντρικό αποθετήριο τίτλων, άδεια από την αρμόδια αρχή στην περιοχή δικαιοδοσίας στην οποία υπάγεται η φορολογική κατοικία για την άσκηση δραστηριοτήτων φύλαξης· ή, εάν ο αιτών ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός είναι κεντρικό αποθετήριο τίτλων, άδεια από την αρμόδια αρχή στην περιοχή δικαιοδοσίας στην οποία υπάγεται η φορολογική κατοικία για την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων· όταν ο αιτών ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός έχει τη φορολογική κατοικία του σε περιοχή δικαιοδοσίας τρίτης χώρας και έχει λάβει την εν λόγω άδεια βάσει εθνικών κανόνων που δεν θεωρούνται συγκρίσιμοι με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, κατά περίπτωση, από κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να θεωρήσει ότι η απαίτηση αυτή δεν πληρούται· |
γ) |
δήλωση συμμόρφωσης με τις διατάξεις της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) ή με συγκρίσιμους κανόνες περιοχής δικαιοδοσίας τρίτης χώρας που δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα I των συμπερασμάτων του Συμβουλίου επί του αναθεωρημένου ενωσιακού καταλόγου μη συνεργάσιμων περιοχών φορολογικής δικαιοδοσίας ούτε στον πίνακα I του παραρτήματος του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675. |
2. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό να ενεργεί για λογαριασμό άλλου ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού που ανήκει στον ίδιο όμιλο και να αναλαμβάνει την υποχρέωση που ορίζεται στο άρθρο 7 και τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 15.
3. Εάν ο αιτών ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός έχει τη φορολογική κατοικία του σε περιοχή δικαιοδοσίας τρίτης χώρας όπου ούτε η οδηγία 2010/24/ΕΕ ούτε τυχόν σύμβαση που παρέχει συνδρομή για την είσπραξη φόρων εφαρμόζεται για την ανάκτηση του συνόλου ή μέρους της απώλειας εσόδων από παρακρατούμενους φόρους σύμφωνα με το άρθρο 18, το κράτος μέλος προς το οποίο υπεβλήθη το αίτημα μπορεί να απαιτεί επαρκείς και αναλογικές εγγυήσεις για τη διασφάλιση της ανάκτησης των εν λόγω απωλεσθέντων εσόδων σε σχέση με τα αιτήματα ελάφρυνσης.
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν το αίτημα καταχώρισης στο μητρώο εάν:
α) |
ο ενδιαφερόμενος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός έχει διαπράξει ένα ή περισσότερα αδικήματα ή παραβάσεις βάσει των εθνικών κανόνων κράτους μέλους ή άλλης περιοχής δικαιοδοσίας, και τα εν λόγω αδικήματα ή παραβάσεις έχουν οδηγήσει σε απώλεια εσόδων από παρακρατούμενους φόρους. ή |
β) |
έχει κινηθεί έρευνα για πιθανή φορολογική απάτη ή φορολογική καταχρηστική πρακτική από κράτος μέλος ή άλλη περιοχή δικαιοδοσίας σε σχέση με τον ενδιαφερόμενο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια εσόδων από παρακρατούμενους φόρους. |
Για τους σκοπούς του στοιχείου α), το κράτος μέλος πηγής λαμβάνει υπόψη τα εν λόγω αδικήματα ή παραβάσεις μόνον εφόσον περιήλθαν σε γνώση του εν λόγω κράτους μέλους σε χρόνο που δεν υπερβαίνει τα 10 έτη πριν από την υποβολή της αιτήματος καταχώρισης.
5. Οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους οποιαδήποτε αλλαγή στις πληροφορίες που παρέχονται βάσει της παραγράφου 1 στοιχεία α) έως γ).
6. Όταν το αίτημα καταχώρισης απορρίπτεται δυνάμει της παραγράφου 4, το κράτος μέλος μεριμνά ώστε να επιτρέπεται στον ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό να υποβάλει άλλο αίτημα καταχώρισης στο μητρώο, εάν το κράτος μέλος έχει διαπιστώσει ότι οι περιστάσεις που προκάλεσαν την απόρριψη έχουν αρθεί.
Άρθρο 9
Διαγραφή από το εθνικό μητρώο
1. Τα κράτη μέλη διαγράφουν από το εθνικό τους μητρώο κάθε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που καταχωρίστηκε στο μητρώο δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2, όταν ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός:
α) |
ζητεί την εν λόγω διαγραφή· ή |
β) |
δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του άρθρου 8. |
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να διαγράφουν από το εθνικό τους μητρώο κάθε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που καταχωρίστηκε στο μητρώο δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2:
α) |
όταν έχει διαπιστωθεί ότι ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 ή δυνάμει συγκρίσιμων κανόνων τρίτης χώρας φορολογικής κατοικίας· ή |
β) |
όταν έχει διαπιστωθεί ότι ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός έχει διαπράξει ένα ή περισσότερα αδικήματα ή παραβάσεις βάσει των εθνικών κανόνων κράτους μέλους ή άλλης περιοχής δικαιοδοσίας και τα εν λόγω αδικήματα ή παραβάσεις έχουν οδηγήσει σε απώλεια εσόδων από παρακρατούμενους φόρους· ή |
γ) |
όταν έχει κινηθεί έρευνα από κράτος μέλος ή άλλη περιοχή δικαιοδοσίας σε σχέση με τον πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό για πιθανή φορολογική απάτη ή φορολογική καταχρηστική πρακτική που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια εσόδων από παρακρατούμενους φόρους. |
Για τους σκοπούς του στοιχείου β), το κράτος μέλος πηγής λαμβάνει υπόψη τα εν λόγω αδικήματα ή παραβάσεις μόνον εφόσον περιήλθαν σε γνώση του εν λόγω κράτους μέλους σε χρόνο που δεν υπερβαίνει τα 10 έτη πριν από τη διαγραφή του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού.
3. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύουν σε κάθε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που καταχωρίστηκε στο μητρώο δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 να ζητεί ελάφρυνση δυνάμει της παρούσας οδηγίας:
α) |
όταν έχει διαπιστωθεί ότι ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 ή με συγκρίσιμους κανόνες τρίτης χώρας φορολογικής κατοικίας· ή |
β) |
όταν έχει διαπιστωθεί ότι ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός έχει διαπράξει ένα ή περισσότερα αδικήματα ή παραβάσεις βάσει των εθνικών κανόνων κράτους μέλους ή άλλης περιοχής δικαιοδοσίας και τα εν λόγω αδικήματα ή παραβάσεις έχουν οδηγήσει σε απώλεια εσόδων από παρακρατούμενους φόρους· ή |
γ) |
όταν έχει κινηθεί έρευνα από κράτος μέλος ή άλλη περιοχή δικαιοδοσίας σε σχέση με τον πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό για πιθανή φορολογική απάτη ή φορολογική καταχρηστική πρακτική που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια εσόδων από παρακρατούμενους φόρους. |
Για τους σκοπούς του στοιχείου β), το κράτος μέλος πηγής μπορεί να λαμβάνει υπόψη τα εν λόγω αδικήματα ή παραβάσεις μόνον εφόσον περιήλθαν σε γνώση του εν λόγω κράτους μέλους σε χρόνο που δεν υπερβαίνει τα 10 έτη πριν από την απαγόρευση της υποβολής αιτήσεων ελάφρυνσης.
Όταν κράτος μέλος επιβάλει απαγόρευση σε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό δυνάμει της παρούσας παραγράφου, επικαιροποιεί αμελλητί τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο εθνικό μητρώο.
4. Όταν κράτος μέλος διαγράφει ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό από το εθνικό μητρώο δυνάμει της παραγράφου 1 ή 2, ή απαγορεύει σε ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό να ζητεί ελάφρυνση δυνάμει της παραγράφου 3, το κράτος μέλος διασφαλίζει ότι ο ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός καταχωρίζεται εκ νέου, ή του επιτρέπεται να υποβάλει άλλο αίτημα ελάφρυνσης, εάν το κράτος μέλος διαπιστώνει ότι οι περιστάσεις που προκάλεσαν τη διαγραφή ή την απαγόρευση έχουν αρθεί.
Άρθρο 10
Υποχρέωση υποβολής στοιχείων
1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να επιβάλλουν στους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που είναι καταχωρισμένοι στο εθνικό τους μητρώου την υποχρέωση να υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή τους τα στοιχεία που αναφέρονται στο παράρτημα II σημεία Α έως Ε εντός του δεύτερου μήνα που έπεται του μήνα της ημερομηνίας πληρωμής. Εάν εκκρεμεί εντολή διακανονισμού για οποιοδήποτε σκέλος μιας συναλλαγής, οι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αναφέρουν το σκέλος για το οποίο εκκρεμεί ο διακανονισμός.
2. Εκτός από τα στοιχεία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς του εθνικού τους μητρώου την υποχρέωση να υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή τους τα στοιχεία που αναφέρονται στο παράρτημα II σημείο ΣΤ, και κατά περίπτωση Ζ, εντός του δεύτερου μήνα που έπεται του μήνα της ημερομηνίας πληρωμής.
3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να επιβάλλουν σε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5 την υποχρέωση να κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή τους τα στοιχεία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και, κατά περίπτωση, της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου όσον αφορά οποιοδήποτε σκέλος της αλυσίδας πληρωμών τίτλων το οποίο διεκπεραιώνεται από ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που δεν είναι πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός.
4. Παρά τις παραγράφους 1, 2 και 3, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιβάλλουν μόνο στον πράκτορα παρακράτησης φόρου στην πηγή ή σε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό στη σχετική αλυσίδα πληρωμών τίτλων, που έχει οριστεί από την αρμόδια αρχή τους ή βάσει των εθνικών κανόνων, την υποχρέωση να υποβάλλει τα στοιχεία που αναφέρονται στις εν λόγω παραγράφους στην αρμόδια αρχή. Οι πιστοποιημένοι ενιδάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί παρέχουν τα στοιχεία αυτά κατά μήκος της αλυσίδας πληρωμών τίτλων με διαδοχική σειρά, ανάλογα με τη θέση των εν λόγω πιστοποιημένων ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών στην αλυσίδα πληρωμών τίτλων στην οποία ανήκουν, έτσι ώστε να φθάνουν τελικά στον πράκτορα παρακράτησης φόρου στην πηγή ή στον ενδιαφερόμενο πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό.
5. Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5, τα οποία επιλέγουν να εφαρμόζουν το κεφάλαιο III και τηρούν εθνικό μητρώο που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 5, δεν απαιτούν υποβολή στοιχείων βάσει του παραρτήματος II σημείο Ε.
6. Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό τυποποιημένων ηλεκτρονικών εντύπων, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, και των απαιτήσεων όσον αφορά τους διαύλους επικοινωνίας, για την υποβολή των στοιχείων που αναφέρονται στο παράρτημα II. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21.
7. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο εθνικό τους μητρώο να διατηρούν για δέκα έτη τα έγγραφα τεκμηρίωσης των στοιχείων που υποβάλλονται και να παρέχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε άλλη πληροφορία είναι αναγκαία για την ορθή εφαρμογή των κανόνων παρακράτησης φόρου στην πηγή, και επιβάλλουν στους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς την υποχρέωση να προβαίνουν σε διαγραφή ή ανωνυμοποίηση τυχόν δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα εν λόγω έγγραφα τεκμηρίωσης αμέσως μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου και το αργότερο δέκα έτη μετά την υποβολή των στοιχείων.
Άρθρο 11
Αίτηση ελάφρυνσης στην πηγή ή ταχείας επιστροφής
1. Τα κράτη μέλη πηγής απαιτούν από πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που τηρεί τον επενδυτικό λογαριασμό εγγεγραμμένου κατόχου ο οποίος λαμβάνει μερίσματα που διανέμονται ή τόκους που καταβάλλονται από κάτοικο του κράτους μέλους πηγής να ζητεί ελάφρυνση δυνάμει του άρθρου 13 ή του άρθρου 14, κατά περίπτωση, για λογαριασμό του εν λόγω εγγεγραμμένου κατόχου, εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) |
ο εγγεγραμμένος κάτοχος έχει εξουσιοδοτήσει τον πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό να ζητεί ελάφρυνση εξ ονόματός του· και |
β) |
ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός έχει επαληθεύσει και διαπιστώσει την επιλεξιμότητα για την ελάφρυνση του εγγεγραμμένου κατόχου σύμφωνα με το άρθρο 12 ή το άρθρο 15, κατά περίπτωση. |
2. Παρά την παράγραφο 1του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν, εν όλω ή εν μέρει, αιτήσεις ελάφρυνσης στο πλαίσιο των συστημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 13 και 14, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:
α) |
το μέρισμα έχει καταβληθεί επί μετοχής που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης την οποία απέκτησε ο εγγεγραμμένος κάτοχος στο πλαίσιο συναλλαγής που πραγματοποιήθηκε εντός χρονικού διαστήματος πέντε ημερών πριν από την ημερομηνία αποκοπής· |
β) |
η καταβολή μερίσματος επί του υποκείμενου τίτλου για το οποίο ζητείται ελάφρυνση συνδέεται με χρηματοοικονομική ρύθμιση η οποία δεν έχει διακανονιστεί, λήξει ή με άλλον τρόπο καταγγελθεί πριν από την ημερομηνία αποκοπής· |
γ) |
τουλάχιστον ένας από τους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στην αλυσίδα πληρωμών τίτλων δεν είναι πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός και κανένας πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός δεν έχει αναλάβει τη θέση του εν λόγω ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού για τους σκοπούς του άρθρου 10 σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5· |
δ) |
ζητείται απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου στην πηγή· |
ε) |
ζητείται εφαρμογή μειωμένου συντελεστή παρακράτησης φόρου που δεν απορρέει από συμβάσεις αποφυγής της διπλής φορολόγησης· |
στ) |
το καταβαλλόμενο μέρισμα υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των [100 000 EUR] τουλάχιστον, ανά εγγεγραμμένο κάτοχο και ανά ημερομηνία πληρωμής. |
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, στοιχείο στ) της παρούσας παραγράφου, το ποσό του καταβαλλόμενου μερίσματος καθορίζεται από το ακαθάριστο ποσό μερίσματος ανά επενδυτή που συμμετέχει σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων, όταν ο εν λόγω υποκείμενος επενδυτής δικαιούται την ελάφρυνση δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β), κατά περίπτωση.
3. Η παράγραφος 2 στοιχείο στ) δεν εφαρμόζεται όταν την ελάφρυνση της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου:
α) |
εκ του νόμου συνταξιοδοτικό σύστημα κράτους μέλους ή ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που είναι καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο σε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341· ή |
β) |
οργανισμός συλλογικών επενδύσεων που είναι ΟΣΕΚΑ εγκατεστημένος σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, ΟΕΕ της ΕΕ ή ΔΟΕΕ της ΕΕ. |
4. Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ρύθμιση με την οποία η καταβολή μερίσματος επιμερίζεται ή σε οποιοδήποτε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων, πλην των αναφερόμενων στην παράγραφο 3 στοιχείο β), που έχει συσταθεί με μοναδικό σκοπό να διατηρηθεί η καταβολή μερίσματος σε επίπεδο κατώτερο του ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο στ).
5. Παρά την παράγραφο 1, όταν ο ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός που τηρεί τον επενδυτικό λογαριασμό εγγεγραμμένου κατόχου δεν είναι πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός, τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό να ζητήσει ελάφρυνση δυνάμει του άρθρου 13 ή του άρθρου 14, κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη του άρθρου 5 παράγραφος 5 και του άρθρου 10.
6. Τα συστήματα ελάφρυνσης δυνάμει του άρθρου 13 και του άρθρου 14, κατά περίπτωση, δεν περιορίζουν τις εξουσίες ελέγχου των κρατών μελών δυνάμει των εθνικών τους κανόνων, σε σχέση με το φορολογητέο εισόδημα στο οποίο εφαρμόστηκε η εν λόγω ελάφρυνση, και δεν θίγουν τα δικαιώματα επιβολής φορολογίας των κρατών μελών.
7. Όταν, πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, ένα κράτος μέλος διαθέτει σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή ή σύστημα ταχείας επιστροφής, ή συνδυασμό αυτών, και το εν λόγω κράτος μέλος εφαρμόζει το κεφάλαιο III δυνάμει του άρθρου 2, το εν λόγω κράτος μέλος διασφαλίζει τη συμμόρφωση του εν λόγω συστήματος με το κεφάλαιο III για κάθε αίτημα ελάφρυνσης που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία, δηλαδή ελάφρυνση σε σχέση με μερίσματα που προέρχονται από μετοχές που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης και, όταν το κράτος μέλος αποφασίσει να συμπεριλάβει τόκους από ομόλογα που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης που καταβάλλονται σε μη κατοίκους, σε σχέση επίσης με αυτούς τους τόκους. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να τηρούν και να εφαρμόζουν υφιστάμενο εθνικό σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο ε) του παρόντος άρθρου, στο οποίο διενεργούνται επαληθεύσεις, προκειμένου:
α) |
να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση μεταξύ εγχώριων και διασυνοριακών καταστάσεων προς συμμόρφωση με τον τίτλο IV κεφάλαια 2 και 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ή |
β) |
να εφαρμόζονται μειωμένοι συντελεστές παρακράτησης φόρου σύμφωνα με την οδηγία 2003/49/ΕΚ (18) ή την οδηγία 2011/96/ΕΕ (19). |
Άρθρο 12
Δέουσα επιμέλεια όσον αφορά την επιλεξιμότητα του εγγεγραμμένου κατόχου
1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιβάλλουν σε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που ζητεί ελάφρυνση για λογαριασμό εγγεγραμμένου κατόχου βάσει του άρθρου 13 ή του άρθρου 14, κατά περίπτωση, την υποχρέωση να λαμβάνει δήλωση από τον εγγεγραμμένο κάτοχο ότι ο εγγεγραμμένος κάτοχος:
α) |
δικαιούται ελάφρυνση της παρακράτησης φόρου όσον αφορά τα μερίσματα ή τους τόκους σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής ή με σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης, κατά περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων της νομικής βάσης και του εφαρμοστέου συντελεστή παρακράτησης φόρου· και |
β) |
εάν απαιτείται από το κράτος μέλος πηγής, είναι ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων ή των τόκων σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής ή με σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης, κατά περίπτωση· και |
γ) |
έχει ή δεν έχει συμμετάσχει σε χρηματοοικονομική ρύθμιση η οποία συνδέεται με την υποκείμενη μετοχή που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης και η οποία δεν έχει διακανονιστεί, λήξει ή με άλλον τρόπο καταγγελθεί πριν από την ημερομηνία αποκοπής· και |
δ) |
δεσμεύεται να ενημερώσει τον πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό για κάθε μεταβολή της κατάστασής του χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. |
2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιβάλλουν στον πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που ζητεί ελάφρυνση για λογαριασμό εγγεγραμμένου κατόχου βάσει των άρθρων 13 και 14, κατά περίπτωση, την υποχρέωση να επαληθεύει, με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του ο εν λόγω πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός, τα ακόλουθα:
α) |
το eTRC του εγγεγραμμένου κατόχου ή αποδεικτικό φορολογικής κατοικίας σε τρίτη χώρα το οποίο θεωρείται κατάλληλο από το κράτος μέλος πηγής· |
β) |
παρά το στοιχείο α), τα έγγραφα που θεωρούνται κατάλληλα από το κράτος μέλος πηγής, σε περιπτώσεις όπου ο εγγεγραμμένος κάτοχος είναι οντότητα για την οποία δεν μπορεί να εκδοθεί eTRC ή η οποία δεν μπορεί να λάβει αποδεικτικό φορολογικής κατοικίας σε τρίτη χώρα επειδή η οντότητα δεν λαμβάνεται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς και το εισόδημά της, ή μέρος αυτού, φορολογείται στο επίπεδο των προσώπων που έχουν συμμετοχή στην εν λόγω οντότητα, αλλά η εν λόγω οντότητα δικαιούται την ελάφρυνση του παρακρατούμενου φόρου όσον αφορά το μέρισμα ή τους τόκους σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής ή με σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης, κατά περίπτωση· |
γ) |
τη δήλωση του εγγεγραμμένου κατόχου βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και τη φορολογική κατοικία του εγγεγραμμένου κατόχου, με βάση τις πληροφορίες που έχει λάβει ή έχει την υποχρέωση να λάβει ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που συλλέγονται για άλλους φορολογικούς σκοπούς ή βάσει απαιτήσεων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στις οποίες υπόκειται ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ή συγκρίσιμων πληροφοριών που απαιτούνται σε τρίτες χώρες· |
δ) |
το δικαίωμα του εγγεγραμμένου κατόχου σε ειδικό μειωμένο συντελεστή παρακράτησης φόρου σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής ή σύμφωνα με σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης μεταξύ του κράτους μέλους πηγής και των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες ο εγγεγραμμένος κάτοχος έχει τη φορολογική κατοικία του· |
ε) |
σε περίπτωση καταβολής μερίσματος, την πιθανή ύπαρξη οποιασδήποτε χρηματοοικονομικής ρύθμισης που δεν έχει διακανονιστεί, λήξει ή με άλλον τρόπο καταγγελθεί έως την ημερομηνία αποκοπής· |
στ) |
σε περίπτωση καταβολής μερίσματος, εάν η υποκείμενη μετοχή έχει αποκτηθεί από τον εγγεγραμμένο κάτοχο στο πλαίσιο συναλλαγής που πραγματοποιήθηκε εντός περιόδου πέντε ημερών πριν από την ημερομηνία αποκοπής. |
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας με περιεχόμενο ισοδύναμο με εκείνο που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και το οποίο πληροί τις τεχνικές απαιτήσεις του παραρτήματος I παράγραφος 1 μπορεί να θεωρηθεί από το κράτος μέλος πηγής ως κατάλληλο αποδεικτικό φορολογικής κατοικίας σε τρίτη χώρα.
3. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό να λαμβάνει τη δήλωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και να διενεργεί τις επαληθεύσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως δ) σε ετήσια βάση, εκτός εάν ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει ότι υπάρχει μεταβολή της κατάστασης ή ότι η δήλωση ή οι πληροφορίες που πρέπει να επαληθευτούν είναι ανακριβείς ή αναξιόπιστες.
4. Στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στον πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό να βασίζεται σε έγγραφα που συλλέγονται και σε πληροφορίες που επαληθεύονται από τον ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που τηρεί τον επενδυτικό λογαριασμό εγγεγραμμένου κατόχου σύμφωνα με το παρόν άρθρο, με την επιφύλαξη ότι οι υποχρεώσεις αυτές παραμένουν υπό την ευθύνη του πιστοποιημένου ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού.
5. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που ζητούν ελάφρυνση δυνάμει του άρθρου 13 ή του άρθρου 14, κατά περίπτωση, να τηρούν όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα και να παρέχουν πρόσβαση σε αυτά σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 7.
6. Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό τυποποιημένων υποδειγμάτων ηλεκτρονικών εντύπων για τη δήλωση που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων. Τα εν λόγω υποδείγματα περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), γ) και δ) του παρόντος άρθρου και δίνουν τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να ζητούν συγκεκριμένες πρόσθετες πληροφορίες. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21.
Άρθρο 13
Σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή
Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν σύστημα το οποίο θα επιτρέπει στους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που τηρούν επενδυτικό λογαριασμό εγγεγραμμένου κατόχου να ζητούν ελάφρυνση στην πηγή για λογαριασμό εγγεγραμμένου κατόχου σύμφωνα με το άρθρο 11, υποβάλλοντας τις ακόλουθες πληροφορίες στον πράκτορα παρακράτησης φόρου στην πηγή:
α) |
τη φορολογική κατοικία του εγγεγραμμένου κατόχου ή τις πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα τεκμηρίωσης που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β), κατά περίπτωση· και |
β) |
τον εφαρμοστέο συντελεστή παρακράτησης φόρου επί της πληρωμής σύμφωνα με εθνικούς κανόνες ή σύμφωνα με σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης, κατά περίπτωση. |
Άρθρο 14
Σύστημα ταχείας επιστροφής
1. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν σύστημα το οποίο θα επιτρέπει στους πιστοποιημένους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που τηρούν τον επενδυτικό λογαριασμό εγγεγραμμένου κατόχου να ζητούν ταχεία επιστροφή της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου, για λογαριασμό του εγγεγραμμένου κατόχου, σύμφωνα με το άρθρο 11, εάν οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου παρέχονται εντός του δεύτερου μήνα που έπεται του μήνα της ημερομηνίας πληρωμής του μερίσματος ή των τόκων.
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη διεκπεραιώνουν αίτηση επιστροφής που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εντός 60 ημερολογιακών ημερών από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή αίτησης ταχείας επιστροφής. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν τόκο σύμφωνα με το άρθρο 16 επί του ποσού της επιστροφής αυτής για κάθε ημέρα καθυστέρησης μετά την 60ή ημέρα.
3. Ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ζητεί ταχεία επιστροφή παρέχει στο οικείο κράτος μέλος τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) |
τα στοιχεία ταυτότητας του εγγεγραμμένου κατόχου, όπως αναφέρεται στο παράρτημα II σημείο Β· |
β) |
τα στοιχεία ταυτοποίησης της πληρωμής μερισμάτων ή τόκων, όπως αναφέρεται στο παράρτημα II σημεία Δ και Ζ, κατά περίπτωση· |
γ) |
τη βάση του εφαρμοστέου συντελεστή παρακράτησης φόρου και το συνολικό ποσό της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου που πρέπει να επιστραφεί· |
δ) |
τη φορολογική κατοικία του εγγεγραμμένου κατόχου, συμπεριλαμβανομένου του κωδικού επαλήθευσης του eTRC, κατά περίπτωση, ή τις πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα τεκμηρίωσης που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β), κατά περίπτωση· |
ε) |
τη δήλωση του εγγεγραμμένου κατόχου σύμφωνα με το άρθρο 12. |
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν αίτηση επιστροφής που υποβάλλεται δυνάμει του παρόντος άρθρου σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) |
δεν πληρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ή 3 του παρόντος άρθρου ή στο άρθρο 11 ή 12· |
β) |
τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την αναπαράσταση της σχετικής αλυσίδας πληρωμών τίτλων και αναφέρονται στο παράρτημα II δεν έχουν παρασχεθεί πλήρως και ορθά στο τέλος της περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου· |
γ) |
το κράτος μέλος, βάσει κριτηρίων αξιολόγησης κινδύνου, κινεί οποιαδήποτε διαδικασία επαλήθευσης ή φορολογικό έλεγχο σύμφωνα με τους εθνικούς του κανόνες όσον αφορά την αίτηση επιστροφής. |
5. Η απόρριψη αίτησης επιστροφής δυνάμει της παραγράφου 4 δεν αποκλείει την επιβολή τόκων υπερημερίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 σε περίπτωση που χορηγείται τελικά η επιστροφή και δεν συντρέχουν οι περιστάσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4 στοιχείο α) ή β).
6. Η απόρριψη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) και β) κοινοποιείται στον αιτούντα πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό και δεν αποκλείει τυχόν αίτηση επιστροφής βάσει του συστήματος συνήθους επιστροφής που προβλέπουν οι εθνικοί κανόνες.
7. Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό τυποποιημένων ηλεκτρονικών εντύπων, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, και απαιτήσεων σχετικά με τους διαύλους επικοινωνίας για την υποβολή αιτήσεων βάσει του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21.
Άρθρο 15
Ειδικές διατάξεις για έμμεσες επενδύσεις
1. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που τηρεί τον επενδυτικό λογαριασμό εγγεγραμμένου κατόχου ο οποίος λαμβάνει μερίσματα ή τόκους να ζητεί ελάφρυνση δυνάμει του άρθρου 13 ή του άρθρου 14, κατά περίπτωση, για λογαριασμό του εν λόγω εγγεγραμμένου κατόχου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο εγγεγραμμένος κάτοχος είναι:
α) |
οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, ο οποίος κατέχει τίτλους για λογαριασμό επενδυτών που δικαιούνται ελάφρυνση της παρακράτησης φόρου όσον αφορά τα μερίσματα ή τους τόκους σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής ή με σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης, κατά περίπτωση· ή |
β) |
ορισθέν νομικό πρόσωπο βάσει του κανονισμού, των καταστατικών εγγράφων ή του ενημερωτικού δελτίου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων που κατέχει τους τίτλους στον επενδυτικό λογαριασμό από τους οποίους προκύπτουν τα μερίσματα ή οι τόκοι και που τηρεί εσωτερικά αρχεία που επιτρέπουν την ατομική κατανομή των εν λόγω τίτλων στον εν λόγω οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή στους επενδυτές του εν λόγω οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, κατά περίπτωση, όταν ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ή οι επενδυτές του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων δικαιούνται ελάφρυνση της παρακράτησης φόρου όσον αφορά τα εν λόγω μερίσματα ή τόκους σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής ή με σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης, κατά περίπτωση. |
3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ζητεί την ελάφρυνση λαμβάνει δήλωση:
α) |
από κάθε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων που δικαιούται ελάφρυνση της παρακράτησης φόρου ή κάθε επενδυτή του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων που δικαιούται την ελάφρυνση αυτή, κατά περίπτωση, και του οποίου οι τίτλοι κατέχονται από τον εγγεγραμμένο κάτοχο, που καταδεικνύει ότι:
|
β) |
από εγγεγραμμένο κάτοχο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), όπου αναφέρονται οι εφαρμοστέοι συντελεστές παρακράτησης φόρου όσον αφορά τα μερίσματα ή τους τόκους που καταβάλλονται· |
γ) |
από τον εγγεγραμμένο κάτοχο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β), όπου προσδιορίζεται ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων για τον οποίο τηρούνται οι τίτλοι από τους οποίους προκύπτουν τα μερίσματα ή οι τόκοι, σύμφωνα με τα εσωτερικά του αρχεία, και αναφέρονται οι εφαρμοστέοι συντελεστές παρακράτησης φόρου όσον αφορά τα μερίσματα ή τους τόκους που καταβάλλονται· |
δ) |
από τον εγγεγραμμένο κάτοχο, στην οποία περιλαμβάνονται οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ). |
4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ζητεί ελάφρυνση στην πηγή δυνάμει του άρθρου 13 παρέχει στον πράκτορα παρακράτησης φόρου στην πηγή:
α) |
τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία β) και γ) του παρόντος άρθρου, κατά περίπτωση και, όσον αφορά τον οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή τους επενδυτές οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, τις πληροφορίες που αφορούν τη φορολογική κατοικία τους ή τις πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα τεκμηρίωσης που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β), κατά περίπτωση, αντί των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 13, και |
β) |
εάν οι επενδυτές οργανισμού συλλογικών επενδύσεων δικαιούνται ελάφρυνση, το ποσό των μερισμάτων ή των τόκων που αναλογεί σε κάθε επενδυτή δικαιούχο ελάφρυνσης δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2. |
5. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, όταν ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός ζητεί ελάφρυνση δυνάμει του άρθρου 14, παρέχει στο κράτος μέλος πηγής, αντί των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 3 στοιχεία δ) και ε), τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και τη φορολογική κατοικία του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή των επενδυτών οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένου του κωδικού επαλήθευσης του eTRC ή των πληροφοριών που περιέχονται στα έγγραφα τεκμηρίωσης που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β), κατά περίπτωση. Εάν οι επενδυτές οργανισμού συλλογικών επενδύσεων δικαιούνται ελάφρυνση, ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός παρέχει επίσης στο κράτος μέλος πηγής το ποσό των μερισμάτων ή των τόκων που αναλογεί σε κάθε επενδυτή που δικαιούται ελάφρυνση δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2, κατά περίπτωση.
6. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιβάλλουν στον πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που ζητεί ελάφρυνση βάσει του παρόντος άρθρου την υποχρέωση να επαληθεύει, με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του:
α) |
τα έγγραφα τεκμηρίωσης που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) για κάθε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή κάθε επενδυτή οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, κατά περίπτωση, που δικαιούται ελάφρυνση· |
β) |
το δικαίωμα του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή των επενδυτών οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, κατά περίπτωση, σε ειδική εξαίρεση ή ειδικό μειωμένο συντελεστή παρακράτησης φόρου σύμφωνα με εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους πηγής ή με σύμβαση αποφυγής της διπλής φορολόγησης μεταξύ του κράτους μέλους πηγής και της περιοχής δικαιοδοσίας στην οποία υπάγεται η φορολογική κατοικία, κατά περίπτωση· |
γ) |
στην περίπτωση καταβολής μερίσματος, την πιθανή ύπαρξη οποιασδήποτε χρηματοοικονομικής ρύθμισης που δεν έχει διακανονιστεί, λήξει ή με άλλον τρόπο καταγγελθεί πριν από την ημερομηνία αποκοπής. |
7. Το άρθρο 12 παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζεται όταν η ελάφρυνση ζητείται δυνάμει του παρόντος άρθρου.
8. Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό τυποποιημένων ηλεκτρονικών εντύπων, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, και απαιτήσεων σχετικά με τους διαύλους επικοινωνίας για την υποβολή αιτήσεων βάσει της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 21.
Άρθρο 16
Τόκοι υπερημερίας
Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη, όταν προβλέπεται από εθνικούς κανόνες, επιβάλλουν τόκο με επιτόκιο ίσο με τον τόκο ή τις ισοδύναμες επιβαρύνσεις που επιβάλλει το κράτος μέλος για καθυστερημένη καταβολή των επιστροφών παρακρατούμενου φόρου που σχετίζονται με τη φορολόγηση μερισμάτων ή τόκων, κατά περίπτωση.
Άρθρο 17
Σύστημα συνήθους επιστροφής
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει και να εφαρμόζεται σύστημα συνήθους επιστροφής όταν οι αιτήσεις ελάφρυνσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας εξαιρούνται από το σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή του άρθρου 13 και από το σύστημα ταχείας επιστροφής του άρθρου 14, κατά περίπτωση.
2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, όταν το άρθρο 13 ή το άρθρο 14, κατά περίπτωση, δεν εφαρμόζεται στα μερίσματα επειδή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρούσας οδηγίας, να επιβάλλουν την υποχρέωση στους δικαιούχους της επιστροφής ή στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό τους που ζητεί την επιστροφή της υπερβάλλουσας παρακράτησης φόρου επί των μερισμάτων αυτών να παρέχουν τουλάχιστον τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του παραρτήματος II σημείο Ε, εκτός εάν τα στοιχεία αυτά έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου 10.
Άρθρο 18
Ευθύνη
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα δυνάμει των εθνικών τους κανόνων για να διασφαλίσουν ότι ένας πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός που δεν συμμορφώνεται, είτε πλήρως είτε εν μέρει, με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 10, 11, 12, 13, 14 ή 15 μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για το σύνολο ή μέρος της απώλειας εσόδων από παρακρατούμενους φόρους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
Κυρώσεις και τελικές διατάξεις
Άρθρο 19
Κυρώσεις
Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβιάσεων των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.
Άρθρο 20
Δημοσιεύσεις της ESMA
1. Από το 2026 το αργότερο, η ESMA δημοσιεύει, σε ετήσια βάση και εντός 120 εργάσιμων ημερών από την έναρξη κάθε έτους, την κεφαλαιοποίηση αγοράς και τον δείκτη κεφαλαιοποίησης αγοράς κάθε κράτους μέλους για τουλάχιστον το προηγούμενο έτος. Η ESMA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό της κεφαλαιοποίησης αγοράς και του δείκτη κεφαλαιοποίησης αγοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημεία 32) και 33) αντίστοιχα. Η ESMA υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2025.
2. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 21
Διαδικασία επιτροπής
1. Η Επιτροπή επικουρείται στο έργο της από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
2. Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
Άρθρο 22
Αξιολόγηση
1. Η Επιτροπή αξιολογεί, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2032, τον αντίκτυπο των ακολούθων παραγόντων στην επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας:
α) |
των μηχανισμών υποβολής στοιχείων του άρθρου 10 και |
β) |
της επιλογής να μην εφαρμόζεται το κεφάλαιο III από τα κράτη μέλη που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 παράγραφος 3. |
Εντός του ίδιου χρονικού πλαισίου, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
2. Η Επιτροπή εξετάζει και αξιολογεί, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2034 και στη συνέχεια ανά πενταετία, τη λειτουργία της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης ανάγκης τροποποίησης συγκεκριμένων διατάξεων, και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
3. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή συναφή ετήσια στατιστικά στοιχεία, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4, για την αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας, προκειμένου να βελτιωθούν οι διαδικασίες ελάφρυνσης της παρακράτησης φόρου, με σκοπό τη μείωση της διπλής φορολόγησης, καθώς και την καταπολέμηση των φορολογικών καταχρηστικών πρακτικών.
4. Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2, καταρτίζει κατάλογο ετήσιων στατιστικών στοιχείων που πρέπει να παρέχουν τα κράτη μέλη για την αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας, και καθορίζει τη μορφή και τους όρους κοινοποίησης των εν λόγω στοιχείων.
5. Η Επιτροπή χαρακτηρίζει τα στοιχεία που της κοινοποιούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας ως εμπιστευτικά σύμφωνα με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης.
6. Τα στοιχεία που κοινοποιούνται στην Επιτροπή από κράτος μέλος δυνάμει της παραγράφου 3, καθώς και τυχόν εκθέσεις ή έγγραφα που συντάσσονται από την Επιτροπή με βάση τα στοιχεία αυτά, μπορούν να διαβιβάζονται σε άλλα κράτη μέλη. Οποιαδήποτε τέτοια στοιχεία διαβιβάζονται καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του υπηρεσιακού απορρήτου και τυγχάνουν της προστασίας που παρέχεται σε παρόμοιες πληροφορίες δυνάμει των εθνικών κανόνων του κράτους μέλους που τα έλαβε.
Άρθρο 23
Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
1. Για τους σκοπούς της ορθής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 13 έως 19 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 στον βαθμό που απαιτείται για τη διασφάλιση των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εν λόγω κανονισμού, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές ή η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τα εν λόγω συμφέροντα.
2. Κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θεωρούνται υπεύθυνοι επεξεργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 7) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, στο πλαίσιο των αντίστοιχων δραστηριοτήτων τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.
3. Οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διατηρούνται μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας, και σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τους εγχώριους κανόνες παραγραφής κάθε υπευθύνου επεξεργασίας.
Άρθρο 24
Κοινοποίηση
Τα κράτη μέλη που προβαίνουν στη σύσταση και την τήρηση εθνικού μητρώου δυνάμει του άρθρου 5 ενημερώνουν την Επιτροπή για οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίηση των κανόνων που διέπουν το εν λόγω εθνικό μητρώο. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις επικαιροποιεί κατά το δέον.
Άρθρο 25
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.
Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2030.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.
3. Τα κράτη μέλη που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 παράγραφος 3 κατά τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και δεν επιλέγουν να εφαρμόσουν το κεφάλαιο III ενημερώνουν την Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028. Κοινοποιούν αμελλητί κάθε μεταγενέστερη αλλαγή σχετικά με το εθνικό τους σύστημα ελάφρυνσης στην πηγή όσον αφορά τους όρους του άρθρου 3 παράγραφος 1 σημείο 31).
Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωσή τους με το κεφάλαιο III κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 3 ή εντός πέντε ετών από την τέταρτη διαδοχική δημοσίευση από την ESMA, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4, των δεδομένων που δείχνουν ότι ο δείκτης κεφαλαιοποίησης αγοράς των εν λόγω κρατών μελών φθάνει ή υπερβαίνει το όριο που ορίζεται στο άρθρο 2.
Άρθρο 26
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 27
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Βρυξέλλες, 10 Δεκεμβρίου 2024.
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
VARGA M.
(1) Γνώμη της 28ης Φεβρουαρίου 2024 (δημοσιεύτηκε στην ΕΕ C, C/2024/6762, 26.11.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2024/6762/oj), και γνώμη της 14ης Νοεμβρίου 2024 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα).
(2) ΕΕ C, C/2024/1580, 5.3.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2024/1580/oj.
(3) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).
(4) Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (ΕΕ L 354 της 23.12.2016, σ. 37).
(5) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
(6) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
(7) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).
(8) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).
(9) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1675 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την επισήμανση των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζονται από στρατηγικές ανεπάρκειες (ΕΕ L 254 της 20.9.2016, σ. 1).
(10) Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).
(11) Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).
(12) Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).
(13) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).
(14) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).
(15) Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).
(16) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).
(17) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).
(18) Οδηγία 2003/49/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για την καθιέρωση κοινού συστήματος φορολόγησης των τόκων και των δικαιωμάτων που καταβάλλονται μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 157 της 26.6.2003, σ. 49).
(19) Οδηγία 2011/96/ΕΕ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2011, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 345 της 29.12.2011, σ. 8).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΨΗΦΙΑΚΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 4
Τεχνικές απαιτήσεις
1. |
Το ψηφιακό πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας (eTRC):
|
2. |
Εάν πληρούνται οι νομικές και τεχνικές απαιτήσεις στην Ένωση, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν διαδικασία επαλήθευσης με βάση το ευρωπαϊκό πορτοφόλι ψηφιακής ταυτότητας, όπως αναφέρεται στο τμήμα 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1183 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2). |
Συστήνεται επιτροπή που στηρίζει την Επιτροπή στην εφαρμογή του eTRC από τα κράτη μέλη. Επιπλέον, η επιτροπή μπορεί να παρέχει τεχνική υποστήριξη σχετικά με πιθανές αλλαγές στην τεχνική βάση του eTRC ή νέες τεχνικές εξελίξεις.
(1) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).
(2) Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1183 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Απριλίου 2024, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014, όσον αφορά τη θέσπιση ευρωπαϊκού πλαισίου για την ψηφιακή ταυτότητα (ΕΕ L, 2024/1183, 30.4.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1183/oj).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 10 ΚΑΙ 17
Οι πιστοποιημένοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες στον αντίστοιχο μορφότυπο xml:
Είδος πληροφοριών |
Προδιαγραφή |
||||||||||||||
|
|||||||||||||||
Επωνυμία του πιστοποιημένου ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή, κατά περίπτωση, του πράκτορα παρακράτησης φόρου στην πηγή |
|
||||||||||||||
Ευρωπαϊκός μοναδικός ταυτοποιητής (EUID), αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας (LEI) ή εναλλακτικός κωδικός |
|
||||||||||||||
Επίσημη διεύθυνση |
|
||||||||||||||
Άλλα σχετικά στοιχεία |
Αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) που χορηγείται από το κράτος μέλος πηγής, εάν υπάρχει, και ΑΦΜ που χορηγείται από την περιοχή ή τις περιοχές δικαιοδοσίας όπου υπάγεται η φορολογική κατοικία, ΑΦΜ της περιοχής ή των περιοχών δικαιοδοσίας χορήγησης. Διεύθυνση e-mail και αριθμός τηλεφώνου |
||||||||||||||
Σχετική ένδειξη, εάν οι πληροφορίες παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 |
Στοιχεία του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού που δεν είναι πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός (όνομα και EUID, LEI ή εναλλακτικός κωδικός) |
||||||||||||||
|
|||||||||||||||
Στοιχεία του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή του τελικού επενδυτή που λαμβάνει την πληρωμή των μερισμάτων ή των τόκων Όταν εφαρμόζεται η επιλογή υποβολής στοιχείων του άρθρου 10 παράγραφος 4: Ο πράκτορας παρακράτησης φόρου στην πηγή ή ο ορισθείς πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός απαιτείται να υποβάλλει πληροφορίες για τον τελικό επενδυτή που λαμβάνει την πληρωμή των μερισμάτων ή των τόκων |
|
||||||||||||||
Φυσικό πρόσωπο |
Όνομα, ΑΦΜ που χορηγείται από το κράτος μέλος πηγής, εάν υπάρχει, και ΑΦΜ που χορηγείται από την περιοχή δικαιοδοσίας ή τις περιοχές όπου υπάγεται η φορολογική κατοικία, ΑΦΜ της περιοχής ή των περιοχών δικαιοδοσίας χορήγησης, ημερομηνία γέννησης, διεύθυνση |
||||||||||||||
Οντότητα |
Επωνυμία, ΑΦΜ που χορηγείται από το κράτος μέλος πηγής, εάν υπάρχει, και ΑΦΜ που χορηγείται από την περιοχή ή τις περιοχές δικαιοδοσίας όπου υπάγεται η φορολογική κατοικία, ΑΦΜ της περιοχής ή των περιοχών δικαιοδοσίας χορήγησης, διεύθυνση, LEI, κατά περίπτωση, EUID, κατά περίπτωση. Ελλείψει αριθμού φορολογικού μητρώου, νομική μορφή και ημερομηνία σύστασης. |
||||||||||||||
Πληροφορίες σχετικά με τη φορολογική κατοικία (συμπληρώνεται όταν το πρόσωπο στο σημείο Α είναι ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός του εγγεγραμμένου κατόχου) |
Κωδικός επαλήθευσης του eTRC ή οι πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β), κατά περίπτωση |
||||||||||||||
Ονομασία της χώρας φορολογικής κατοικίας |
|||||||||||||||
Αριθμός επενδυτικού λογαριασμού |
Αριθμός του λογαριασμού όπου διακρατούνται οι τίτλοι από τον ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό/επενδυτή που λαμβάνει την πληρωμή |
||||||||||||||
Είδος λογαριασμού |
Το είδος του λογαριασμού σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και οι λοιποί λογαριασμοί: A — Ίδιος λογαριασμός [που τηρείται από συμμετέχοντα στο κεντρικό αποθετήριο τίτλων (ΚΑΤ) του αρχικού μητρώου των τίτλων] B — Γενικός λογαριασμός τρίτου (που τηρείται από συμμετέχοντα στο ΚΑΤ του αρχικού μητρώου των τίτλων για τον λογαριασμό πελατών) Γ — Ατομικός λογαριασμός τρίτου (που τηρείται από συμμετέχοντα στο ΚΑΤ του αρχικού μητρώου των τίτλων για λογαριασμό πελάτη) Δ — Ειδικός λογαριασμός μητρώου γενικού λογαριασμού τρίτου (τίτλοι πελάτη οι οποίοι περιλαμβάνονται σε γενικό λογαριασμό τρίτου που τηρείται από συμμετέχοντα στο ΚΑΤ του αρχικού μητρώου των τίτλων) Ε — Συνολικός λογαριασμός τρίτου εκτός του Β ΣΤ — Ατομικός λογαριασμός κατόχου τίτλων εκτός του Δ ή Γ Ζ — Άλλο είδος λογαριασμού |
||||||||||||||
|
|||||||||||||||
Στοιχεία του ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού οργανισμού από τον οποίο ο υποβάλλων τα στοιχεία λαμβάνει την πληρωμή των μερισμάτων ή των τόκων Όταν εφαρμόζεται η επιλογή υποβολής στοιχείων του άρθρου 10 παράγραφος 4: Το σημείο Γ περιέχει πληροφορίες σχετικά με κάθε πιστοποιημένο ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που αποτελεί μέρος της αλυσίδας πληρωμών τίτλων. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν την αλυσίδα διαδοχικών πληρωμών των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. |
|
||||||||||||||
Νομικό πρόσωπο |
Επωνυμία, LEI, ΑΦΜ που χορηγείται από το κράτος μέλος πηγής, εάν υπάρχει, και ΑΦΜ που χορηγείται από την περιοχή ή τις περιοχές δικαιοδοσίας όπου υπάγεται η φορολογική κατοικία, ΑΦΜ της περιοχής ή των περιοχών δικαιοδοσίας χορήγησης, διεύθυνση, EUID, κατά περίπτωση. |
||||||||||||||
Αριθμός επενδυτικού λογαριασμού |
Αριθμός του λογαριασμού όπου διακρατούνταν οι τίτλοι από τον ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που αποστέλλει την πληρωμή |
||||||||||||||
Είδος λογαριασμού |
Το είδος του λογαριασμού σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και οι λοιποί λογαριασμοί:
|
||||||||||||||
|
|||||||||||||||
Εκδότης |
Επωνυμία, ΑΦΜ ή, ελλείψει αυτού, LEI ή EUID, επίσημη διεύθυνση |
||||||||||||||
ΚΑΤ |
Στοιχεία του κεντρικού αποθετηρίου τίτλων του αρχικού μητρώου των τίτλων |
||||||||||||||
ISIN (διεθνής αριθμός αναγνώρισης τίτλων) |
Στοιχεία τίτλου |
||||||||||||||
Είδος τίτλου |
Είδος μετοχής, κινητής αξίας που καλύπτεται από πιστοποιητικό κατάθεσης τίτλων, ομολόγου |
||||||||||||||
Αριθμός τίτλων που παρέχουν δικαίωμα είσπραξης της πληρωμής |
Αριθμός τίτλων που έχουν διακανονιστεί |
||||||||||||||
Αριθμός τίτλων εν αναμονή διακανονισμού |
|||||||||||||||
Είδος πληρωμής |
Μετρητά Μετοχές (αναφέροντας αν προέρχονται από μέρισμα υπό μορφή μετοχών και τον ISIN) |
||||||||||||||
COAF (επίσημος αναγνωριστικός κωδικός εταιρικής πράξης) ή, εάν δεν υπάρχει, λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη διανομή |
Στοιχεία της πράξης (διανομή μερισμάτων/τόκων) |
||||||||||||||
Σχετικές ημερομηνίες |
Ημερομηνία αποκοπής, ημερομηνία καταγραφής, ημερομηνία πληρωμής |
||||||||||||||
Ποσό των μερισμάτων ή των τόκων που εισπράχθηκε/πρόκειται να εισπραχθεί και νόμισμα |
Μεικτό ποσό, καθαρό ποσό |
||||||||||||||
Πληροφορίες σχετικά με τον παρακρατούμενο φόρο |
Συντελεστής παρακράτησης φόρου που εφαρμόζεται ή πρόκειται να εφαρμοστεί, ποσό που παρακρατείται, ποσό και συντελεστής προσαύξησης, κατά περίπτωση |
||||||||||||||
Νομική βάση του εφαρμοστέου συντελεστή παρακράτησης φόρου (συμπληρώνεται όταν το πρόσωπο στο σημείο Α είναι ο πιστοποιημένος ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός οργανισμός του εγγεγραμμένου κατόχου) |
|||||||||||||||
IBAN λογαριασμού μετρητών |
IBAN του λογαριασμού στον οποίο μεταφέρθηκε η πληρωμή |
||||||||||||||
|
|||||||||||||||
Πληροφορίες σχετικά με την περίοδο διακράτησης υποκείμενων μετοχών που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης |
Δύο θέσεις:
|
||||||||||||||
Πληροφορίες σχετικά με τις χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις |
Αναφέρονται αποδεικτικά στοιχεία τυχόν χρηματοοικονομικής ρύθμισης η οποία αφορά υποκείμενες μετοχές που αποτελούν αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης και η οποία δεν έχει διακανονιστεί, λήξει ή με άλλον τρόπο καταγγελθεί κατά την ημερομηνία αποκοπής |
||||||||||||||
Για υποκείμενες μετοχές που συνδέονται με χρηματοοικονομική ρύθμιση — αριθμός μετοχών |
|||||||||||||||
Για υποκείμενες μετοχές που δεν συνδέονται με χρηματοοικονομική ρύθμιση — αριθμός μετοχών |
|||||||||||||||
|
|||||||||||||||
Πληροφορίες σχετικά με τις συναλλαγές των υποκείμενων τίτλων από 1 έτος πριν από την ημερομηνία καταγραφής έως και 45 ημέρες μετά την ημερομηνία καταγραφής |
Ημερομηνίες συναλλαγής |
||||||||||||||
Συμβατικές ή συμφωνηθείσες ημερομηνίες διακανονισμού |
|||||||||||||||
Πραγματικές ημερομηνίες διακανονισμού |
|||||||||||||||
Ο αντίστοιχος αριθμός των τίτλων που αποτελούν αντικείμενο της συναλλαγής |
|||||||||||||||
Είδος συναλλαγής: αγορά, πώληση, δανεισμός, μεταβίβαση, άλλο |
|||||||||||||||
|
|||||||||||||||
Όταν αφορά πληρωμή μερίσματος που προκύπτει από αποθετήριο έγγραφο |
Ονομασία, διεθνής αριθμός αναγνώρισης τίτλων (π.χ. ISIN) των αποθετηρίων εγγράφων και των υποκείμενων μετοχών |
||||||||||||||
Επωνυμία της τράπεζας στην οποία έχουν κατατεθεί οι κοινές μετοχές |
|||||||||||||||
Λόγος των αποθετηρίων εγγράφων προς τις κοινές μετοχές |
|||||||||||||||
Αριθμός των αποθετηρίων εγγράφων που κατέχει ο εγγεγραμμένος κάτοχος και τα οποία παρέχουν δικαίωμα είσπραξης του μερίσματος |
|||||||||||||||
Ημερομηνία πληρωμής του μερίσματος που προκύπτει από αποθετήριο έγγραφο |
|||||||||||||||
Συνολικός αριθμός εκδοθέντων αποθετηρίων εγγράφων κατά την ημερομηνία καταγραφής |
|||||||||||||||
Συνολικός αριθμός υποκείμενων μετοχών για όλα τα εκδοθέντα αποθετήρια έγγραφα κατά την ημερομηνία καταγραφής |
ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2025/50/oj
ISSN 1977-0669 (electronic edition)