This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32024R1287
Commission Implementing Regulation (EU) 2024/1287 of 13 May 2024 extending the definitive anti-dumping duty imposed by Implementing Regulation (EU) 2021/1930 on imports of birch plywood originating in Russia to imports of birch plywood consigned from Türkiye and Kazakhstan, whether declared as originating in Türkiye and Kazakhstan or not
Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2024/1287 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2024, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1930 στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας, καταγωγής Ρωσίας, σε εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας που αποστέλλονται από την Τουρκία και το Καζακστάν, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Τουρκίας και Καζακστάν είτε όχι
Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2024/1287 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2024, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1930 στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας, καταγωγής Ρωσίας, σε εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας που αποστέλλονται από την Τουρκία και το Καζακστάν, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Τουρκίας και Καζακστάν είτε όχι
C/2024/2949
ΕΕ L, 2024/1287, 14.5.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_impl/2024/1287/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
In force
![]() |
Επίσημη Εφημερίδα |
EL Σειρά L |
2024/1287 |
14.5.2024 |
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2024/1287 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
της 13ης Μαΐου 2024
για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1930 στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας, καταγωγής Ρωσίας, σε εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας που αποστέλλονται από την Τουρκία και το Καζακστάν, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Τουρκίας και Καζακστάν είτε όχι
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1) (στο εξής: βασικός κανονισμός), και ιδίως το άρθρο 13,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1.1. Ισχύοντα μέτρα
(1) |
Τον Νοέμβριο του 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής: Επιτροπή) επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας καταγωγής Ρωσίας με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1930 (2) (στο εξής: αρχικός κανονισμός). Τα μέτρα έλαβαν τη μορφή δασμού κατ’ αξίαν που κυμαινόταν από 14,4 % έως 15,8 %, με δασμό για όλες τις άλλες εταιρείες ύψους 15,8 % όσον αφορά τις μη συνεργαζόμενες ρωσικές εταιρείες. Η έρευνα που οδήγησε στην επιβολή των εν λόγω δασμών (στο εξής: αρχική έρευνα) ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2020 (3). |
1.2. Αίτηση
(2) |
Η Επιτροπή έλαβε αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 και το άρθρο 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, για να διερευνήσει την ενδεχόμενη καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας καταγωγής Ρωσίας από εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας που αποστέλλεται από την Τουρκία και το Καζακστάν, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Τουρκίας και Καζακστάν είτε όχι, και να υποβάλει τις εν λόγω εισαγωγές σε καταγραφή (στο εξής: αίτηση). |
(3) |
Η αίτηση υποβλήθηκε στις 10 Ιουλίου 2023 από την Woodstock Consortium (στο εξής: αιτούσα). |
(4) |
Η αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών, όσον αφορά τις εξαγωγές από τη Ρωσία, την Τουρκία και το Καζακστάν στην Ένωση, η οποία επήλθε έπειτα από την επιβολή μέτρων στο κόντρα-πλακέ σημύδας καταγωγής Ρωσίας. Η μεταβολή αυτή φαινόταν να οφείλεται στην αποστολή κόντρα-πλακέ σημύδας μέσω της Τουρκίας και του Καζακστάν προς την Ένωση, πρακτική για την οποία δεν υπήρχε ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής του δασμού. |
(5) |
Επιπλέον, η αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η πρακτική που περιγράφεται ανωτέρω υπονόμευε τα επανορθωτικά αποτελέσματα των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις ποσότητες και τις τιμές. Σημαντικός όγκος εισαγωγών κόντρα-πλακέ σημύδας έχει εισέλθει στην ενωσιακή αγορά. Επιπλέον, υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι οι εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας πραγματοποιούνταν σε ζημιογόνες τιμές. Τέλος, υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι τιμές του κόντρα-πλακέ σημύδας που αποστέλλονταν από την Τουρκία και το Καζακστάν αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ σε σχέση με την κανονική αξία που είχε καθοριστεί για το κόντρα-πλακέ σημύδας. |
1.3. Οικείο προϊόν και υπό έρευνα προϊόν
(6) |
Το προϊόν το οποίο αφορά η πιθανή καταστρατήγηση είναι κόντρα πλακέ που αποτελείται αποκλειστικά από φύλλα ξύλου, καθένα από τα οποία έχει πάχος που δεν υπερβαίνει τα 6 mm, με εξωτερικά φύλλα ξύλου που προσδιορίζονται στη διάκριση 4412 33, με τουλάχιστον ένα εξωτερικό φύλλο ξύλου σημύδας, είτε είναι επικαλυμμένο είτε όχι, το οποίο κατατάσσεται, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του αρχικού κανονισμού, στον κωδικό ΣΟ ex 4412 33 00 (κωδικός TARIC 4412330010), καταγωγής Ρωσίας (στο εξής: υπό εξέταση προϊόν). Αυτό είναι το προϊόν στο οποίο εφαρμόζονται επί του παρόντος τα μέτρα. |
(7) |
Το υπό έρευνα προϊόν είναι το ίδιο με εκείνο που ορίζεται στην προηγούμενη αιτιολογική σκέψη, το οποίο επί του παρόντος υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 4412 33 10 (4) αλλά αποστέλλεται από την Τουρκία και το Καζακστάν, είτε δηλώνεται ως καταγωγής Τουρκιάς και Καζακστάν είτε όχι (κωδικοί TARIC 4412331010 και 4412331020) (στο εξής: υπό έρευνα προϊόν). |
(8) |
Από την έρευνα προέκυψε ότι το κόντρα-πλακέ σημύδας που εξάγεται από τη Ρωσία και το κόντρα-πλακέ σημύδας που αποστέλλεται από το Καζακστάν και την Τουρκία, είτε δηλώνεται ως καταγωγής Καζακστάν και Τουρκίας είτε όχι, παρουσιάζουν τα ίδια βασικά φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά, έχουν τις ίδιες χρήσεις και, επομένως, θεωρούνται ομοειδή προϊόντα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. |
1.4. Έναρξη
(9) |
Η Επιτροπή, αφού αποφάσισε, ενημερώνοντας πρώτα τα κράτη μέλη, ότι υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούσαν την έναρξη έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, κίνησε στις 21 Αυγούστου 2023 την έρευνα και επέβαλε την καταγραφή των εισαγωγών κόντρα-πλακέ σημύδας που αποστέλλονται από το Καζακστάν και την Τουρκία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καζακστάν και Τουρκίας είτε όχι, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2023/1649 της Επιτροπής (5) (στο εξής: κανονισμός για την έναρξη της έρευνας). |
1.5. Παρατηρήσεις σχετικά με την έναρξη της επανεξέτασης
(10) |
Μετά την έναρξη της έρευνας, οι αρχές του Καζακστάν υπέβαλαν κατάλογο των εταιρειών που παράγουν κόντρα-πλακέ σημύδας και ζήτησαν την απαλλαγή των εταιρειών αυτών από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων, δεδομένου ότι εξήγαγαν κόντρα-πλακέ σημύδας που παράγεται στο Καζακστάν. Υποστήριξαν ότι τα πιστοποιητικά καταγωγής στο Καζακστάν συμμορφώνονται με τα διεθνή πρότυπα, καθώς και με όλες τις απαιτήσεις και τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με την καταγωγή των εμπορευμάτων, και ότι η συμμόρφωση αυτή τελεί υπό τον έλεγχο του υπουργείου Εμπορίου και Ενσωμάτωσης. Ως εκ τούτου, ζήτησαν από την Επιτροπή να μην επεκτείνει τους δασμούς αντιντάμπινγκ στο Καζακστάν, δεδομένου ότι οι εταιρείες δεν ήταν δυνατόν να εμπλέκονται στην καταστρατήγηση των μέτρων. |
(11) |
Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι αιτήσεις απαλλαγής (που αξιολογούνται στο τμήμα 4) εξετάζονται υπό το πρίσμα του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού και ότι, ως εκ τούτου, τα πιστοποιητικά καταγωγής δεν ήταν τα μοναδικά κριτήρια αξιολόγησης. |
(12) |
Μετά την κοινοποίηση, η Favorit και η Severnyi Fanernyi Kombinat LLP (στο εξής: SFK) έκριναν ότι η έναρξη της έρευνας ήταν αντίθετη προς το άρθρο 5 παράγραφος 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ (στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ), διότι η καταγγελία δεν περιλάμβανε στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της εικαζόμενης ζημίας, και ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να εξετάσει την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονταν στην αίτηση προκειμένου να διαπιστώσει αν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας. |
(13) |
Η Επιτροπή διαφώνησε. Αρχικά, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η συμφωνία αντιντάμπινγκ δεν περιλαμβάνει διάταξη κατά της καταστρατήγησης. Επιπλέον, όπως επιβεβαιώνει το Δικαστήριο στην υπόθεση Kolachi Raj, δεδομένου ότι το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού δεν θέτει σε εφαρμογή τις διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η διατύπωση του άρθρου 13 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των διατάξεων του βασικού κανονισμού οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή τις διατάξεις της συμφωνίας αυτής (6). Το άρθρο 13 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η έρευνα κατά της καταστρατήγησης μπορεί να κινηθεί με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 13 παράγραφος 1. Η Επιτροπή έκρινε ότι η αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1. Ειδικότερα, η αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ρωσίας, Καζακστάν και Τουρκίας, η οποία ήταν αποτέλεσμα πρακτικής, διαδικασίας ή εργασίας για την οποία δεν υπήρχε επαρκής αιτιολόγηση ούτε οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής του δασμού. Επιπλέον, η αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη ντάμπινγκ σε σχέση με τις κανονικές αξίες που είχαν καθοριστεί στο παρελθόν για το ομοειδές προϊόν. Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού δεν προβλέπει ανάλυση της ζημίας ή της αιτιώδους συνάφειας. Η διάταξη απαιτεί γενικότερα την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για τη ζημία ή στοιχείων από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές και/ή οι ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος έχουν ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του δασμού. Στο πλαίσιο αυτό, η αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Το γεγονός ότι οι εισαγωγές προξένησαν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εν λόγω εισαγωγών και της ζημίας είχε ήδη διαπιστωθεί στον αρχικό κανονισμό. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία και, συνεπώς, έκρινε ότι η έναρξη της έρευνας είναι δικαιολογημένη. |
1.6. Περίοδος έρευνας και περίοδος αναφοράς
(14) |
Η έρευνα κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως τις 30 Ιουνίου 2023 (στο εξής: «περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ»). Για την περίοδο έρευνας συλλέχθηκαν στοιχεία προκειμένου να εξεταστεί, μεταξύ άλλων, η εικαζόμενη μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών έπειτα από την επιβολή μέτρων στο οικείο προϊόν, καθώς και η ύπαρξη πρακτικής, διαδικασίας ή εργασίας για την οποία δεν υπήρχε ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού. Συλλέχθηκαν αναλυτικότερα στοιχεία για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2022 έως την 30ή Ιουνίου 2023 (στο εξής: «περίοδος αναφοράς» ή «ΠΑ»), ώστε να εξεταστεί αν οι εισαγωγές είχαν ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών των ισχυόντων μέτρων όσον αφορά τις τιμές και/ή τις ποσότητες, καθώς και αν υπήρξε ντάμπινγκ. |
1.7. Α. Έρευνα
(15) |
Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα για την έναρξη της έρευνας τις αρχές της Ρωσίας, του Καζακστάν και της Τουρκίας, τους γνωστούς παραγωγούς-εξαγωγείς των εν λόγω χωρών, τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και τον πρόεδρο του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΕ-Τουρκίας. |
(16) |
Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε από την αποστολή της Δημοκρατίας του Καζακστάν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη μόνιμη αντιπροσωπεία της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση να της γνωστοποιήσει τα ονόματα και τις διευθύνσεις των παραγωγών-εξαγωγέων και/ή των αντιπροσωπευτικών ενώσεων που θα ενδιαφέρονταν ενδεχομένως να συμμετάσχουν στην έρευνα, επιπλέον των Τούρκων και Καζάκων παραγωγών-εξαγωγέων που είχαν προσδιοριστεί στην αίτηση από την αιτούσα. Οι αρχές του Καζακστάν διαβίβασαν κατάλογο των παραγωγών κόντρα-πλακέ σημύδας, με τους οποίους επικοινώνησε η Επιτροπή. |
(17) |
Έντυπα αιτήσεων απαλλαγής για τους παραγωγούς/εξαγωγείς στο Καζακστάν και την Τουρκία και ερωτηματολόγια για τους εισαγωγείς στην Ένωση ήταν διαθέσιμα στον ιστότοπο της ΓΔ TRADE. |
(18) |
Οι ακόλουθες πέντε εταιρείες στο Καζακστάν υπέβαλαν έντυπα αίτησης απαλλαγής:
|
(19) |
Οι ακόλουθες τέσσερις εταιρείες στην Τουρκία υπέβαλαν έντυπα αίτησης απαλλαγής:
|
(20) |
Επιπλέον, οι ακόλουθοι μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς υπέβαλαν απάντηση στο ερωτηματολόγιο:
|
(21) |
Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που καθοριζόταν στον κανονισμό για την έναρξη της έρευνας. Όλα τα μέρη ενημερώθηκαν ότι η μη υποβολή όλων των σχετικών πληροφοριών ή η υποβολή ελλιπών, ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών ενδέχεται να οδηγήσει στην εφαρμογή του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού και στη συναγωγή συμπερασμάτων με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Κατόπιν αιτήματος των εταιρειών, πραγματοποιήθηκαν ακροάσεις των Favorit και SFK με τις υπηρεσίες της Επιτροπής στις 8 Φεβρουαρίου 2024 και στη συνέχεια με τον σύμβουλο ακροάσεων στις 14 Φεβρουαρίου 2024. Ο σύμβουλος ακροάσεων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ζητήματα που έθιξαν οι δύο εταιρείες δεν αφορούσαν δικονομικά δικαιώματα, όπως ορίζονται στα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων για τις διαδικασίες εμπορικών προσφυγών, αλλά αφορούσαν την ουσία της υπόθεσης, και δεν εκδόθηκε ειδική σύσταση. |
2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
2.1. Επίπεδο συνεργασίας
(22) |
Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 18 και 19, πέντε εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στο Καζακστάν και τέσσερις εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στην Τουρκία υπέβαλαν έντυπα αίτησης απαλλαγής και ζήτησαν την απαλλαγή τους από τους δασμούς, σε περίπτωση επέκτασης των μέτρων στο Καζακστάν και την Τουρκία. |
(23) |
Ωστόσο, δύο εταιρείες στο Καζακστάν (QazFanCom και VFP LPP) και τρεις εταιρείες στην Τουρκία (Murat Şahin Orman Ürünleri, Petek Kontrplak San ve Tic A.Ş. και Saglamlar Orman Tarim Urunleri San. Ve. Tic. AS) υπέβαλαν εξαιρετικά ελλιπή έντυπα αίτησης απαλλαγής. Για τον λόγο αυτόν, με επιστολή της 13ης Οκτωβρίου 2023 προς τη VFP LLP και τις τρεις τουρκικές εταιρείες, και με επιστολή της 17ης Νοεμβρίου 2023 προς την QazFanCom, η Επιτροπή ενημέρωσε τις εν λόγω εταιρείες ότι σκόπευε να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, διότι οι εν λόγω εταιρείες δεν υπέβαλαν, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε η Επιτροπή να διαπιστώσει αν εφάρμοζαν ή όχι τις πρακτικές καταστρατήγησης (στο εξής: επιστολή βάσει του άρθρου 18). Οι εταιρείες είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η εταιρεία QazFanCom υπέβαλε παρατηρήσεις. Καμία άλλη εταιρεία δεν υπέβαλε παρατηρήσεις. |
(24) |
Η QazFanCom, στην απάντησή της στην επιστολή βάσει του άρθρου 18, υποστήριξε ότι, σε αντίθεση με τα αναφερόμενα στην επιστολή βάσει του άρθρου 18, συνεργάστηκε στην έρευνα, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που υπέβαλε ήταν αποτέλεσμα εργώδους προσπάθειας. Εξέφρασε επίσης την άποψη ότι η παροχή και η μετάφραση των πληροφοριών στην αγγλική γλώσσα ήταν χρονοβόρα και ότι η παράταση των προθεσμιών για την υποβολή απάντησης ήταν υπερβολικά σύντομη, δεδομένου ότι η διαδικασία διήρκεσε εννέα μήνες. Η εταιρεία έκρινε επίσης ότι ο βασικός κανονισμός δεν προέβλεπε τη μέγιστη προθεσμία για την παράταση των προθεσμιών. |
(25) |
Η QazFanCom υποστήριξε επίσης ότι, κατά τη γνώμη της, όλες οι πληροφορίες που ζήτησε η Επιτροπή ήταν ευαίσθητες και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να παρασχεθούν. Ταυτόχρονα, ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή διέρρευσε εμπιστευτικές πληροφορίες και παραβίασε το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι οι εμπορικοί εταίροι της γνώριζαν το γεγονός ότι η αίτηση απαλλαγής που υπέβαλε η QazFanCom επρόκειτο να απορριφθεί, ήδη προτού η QazFanCom λάβει την επιστολή βάσει του άρθρου 18 από την Επιτροπή. |
(26) |
Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η προθεσμία των 37 ημερών για την υποβολή του εντύπου αίτησης απαλλαγής ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού για την έναρξη της έρευνας και συνάδει με τη γενική προθεσμία των 30 ημερών τουλάχιστον που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Παράταση μπορεί να χορηγηθεί αφού ληφθεί δεόντως υπόψη η προθεσμία που ισχύει για την έρευνα και υπό την επιφύλαξη ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος προβάλλει ικανό λόγο, με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αντιμετωπίζει, προκειμένου να λάβει την παράταση αυτή. Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή χορήγησε παράταση επτά ημερών, η οποία ήταν η μέγιστη δυνατή λαμβανομένων υπόψη των προθεσμιών της έρευνας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό ότι θα μπορούσε να δοθεί περισσότερος χρόνος για την υποβολή του εντύπου αίτησης απαλλαγής στην παρούσα υπόθεση. |
(27) |
Επιπλέον, η Επιτροπή θεώρησε ότι παρασχέθηκαν στην QazFanCom λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με τον τρόπο υποβολής της μη εμπιστευτικής έκδοσης του εντύπου αίτησης απαλλαγής μαζί με το έντυπο αίτησης απαλλαγής. Οι πληροφορίες που απεστάλησαν περιέγραφαν λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να παρουσιαστούν τα στοιχεία ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση της εμπιστευτικότητας, αλλά και να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα άμυνας άλλων ενδιαφερόμενων μερών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό ότι δεν ήταν δυνατή η παροχή πληροφοριών λόγω του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα. |
(28) |
Επιπλέον, όσον αφορά τον ισχυρισμό σχετικά με την εικαζόμενη παραβίαση της εμπιστευτικότητας, η QazFanCom δεν τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό· δεν επισήμανε καμία δημοσιευμένη πληροφορία στον ανοικτό φάκελο ο οποίος θα μπορούσε να περιέχει πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της αίτησης απαλλαγής της QazFanCom πριν από την επιστολή βάσει του άρθρου 18. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό. |
(29) |
Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δύο εταιρείες στο Καζακστάν (QazFanCom και VFP LPP) και τρεις εταιρείες στην Τουρκία (Murat Şahin Orman Ürünleri, Petek Kontrplak San ve Tic A.Ş και Saglamlar Orman Tarim Urunleri San. Ve. Tic. AS) δεν συνεργάστηκαν κατά την έννοια του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού και, κατά συνέπεια, δεν απέδειξαν ότι δεν επιδίδονταν σε δραστηριότητες καταστρατήγησης. Επομένως, οι οικείες αιτήσεις απαλλαγής απορρίφθηκαν. |
(30) |
Μετά την κοινοποίηση, η QazFanCom υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε υιοθετήσει μια παρακωλυτική και μη εποικοδομητική προσέγγιση όσον αφορά τη συνεργασία της QazFanCom και, για αυστηρά διαδικαστικούς λόγους, αρνήθηκε να εξετάσει τα έγγραφα που υποβλήθηκαν. Η QazFanCom ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει τα έγγραφα που υποβλήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2023, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την QazFanCom, η Επιτροπή διέθετε επαρκή χρόνο για να το πράξει, καθώς η προθεσμία για τη λήψη τελικής απόφασης ήταν μόλις τον Μάιο του 2024. Επιπλέον, η QazFanCom ζήτησε ακρόαση από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, καθώς και ακρόαση από τον σύμβουλο ακροάσεων. Η αίτηση ακρόασης από τις υπηρεσίες της Επιτροπής έγινε δεκτή, παρότι ζητήθηκε εκτός της προθεσμίας που δόθηκε στο έγγραφο κοινοποίησης. Η ακρόαση από τον σύμβουλο ακροάσεων πραγματοποιήθηκε στις 2 Απριλίου 2024 και στις 3 Απριλίου 2024, κατά τη διάρκεια των οποίων ο σύμβουλος ακροάσεων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ζητήματα που έθιγε το ενδιαφερόμενο μέρος δεν αφορούσαν δικονομικά δικαιώματα, όπως ορίζονται στα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων για τις διαδικασίες εμπορικών προσφυγών, αλλά αφορούσαν διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 18 παράγραφος 1, και δεν συνέστησε να δοθεί συγκεκριμένη συνέχεια. |
(31) |
Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 26 ανωτέρω, η Επιτροπή έδωσε στην QazFanCom πολλές παρατάσεις προθεσμίας για να υποβάλει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού για την έναρξη της έρευνας και το άρθρο 6 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, όπως αναφέρεται λεπτομερώς στην επιστολή βάσει του άρθρου 18 της 17ης Νοεμβρίου 2024. Τυχόν πληροφορίες που παρασχέθηκαν μετά τις εν λόγω προθεσμίες δεν μπορούσαν πλέον να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή, δεδομένων των προθεσμιών της έρευνας και του γεγονότος ότι η QazFanCom δεν είχε υποβάλει, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, τις απαιτούμενες πληροφορίες ώστε να διαπιστώσει η Επιτροπή αν η εταιρεία συμμετείχε σε πρακτικές καταστρατήγησης. |
(32) |
Η Επιτροπή πραγματοποίησε ακρόαση με εκπροσώπους της QazFanCom στις 20 Μαρτίου 2024, κατά τη διάρκεια της οποίας η QazFanCom ανέπτυξε περαιτέρω τις παρατηρήσεις της σχετικά με την κοινοποίηση. Ωστόσο, η QazFanCom δεν προέβαλε κανένα νέο τεκμηριωμένο ισχυρισμό και επανέλαβε, κατά βάση, ότι είχε συνεργαστεί επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιμέλεια. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε το συμπέρασμά της όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 29 ανωτέρω. |
(33) |
Μετά την κοινοποίηση, η Saglamlar Orman Tarim Urunleri San. Ve. Tic. AS ισχυρίστηκε ότι τον Οκτώβριο του 2023 υπέβαλε πολλές πληροφορίες και ότι οι πληροφορίες που δεν παρείχε ήταν πληροφορίες τις οποίες η διοίκηση θεωρούσε εμπιστευτικές. |
(34) |
Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 27, η Επιτροπή έκρινε ότι σε όλους τους γνωστούς παραγωγούς-εξαγωγείς κόντρα-πλακέ σημύδας που είναι εγκατεστημένοι στο Καζακστάν και στην Τουρκία παρασχέθηκαν λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με τον τρόπο υποβολής της μη εμπιστευτικής έκδοσης του εντύπου αίτησης απαλλαγής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό ότι δεν ήταν δυνατή η παροχή πληροφοριών λόγω του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα. |
(35) |
Η Επιτροπή πραγματοποίησε τις επιτόπιες επαληθεύσεις στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:
|
(36) |
Η Επιτροπή ανέλυσε επίσης τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στις απαντήσεις των συνεργαζόμενων εισαγωγέων στο ερωτηματολόγιο προκειμένου να τις διασταυρώσει με τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της επαλήθευσης. |
(37) |
Μετά τις επιτόπιες επαληθεύσεις, η Επιτροπή αποφάσισε να βασιστεί για τη συναγωγή των συμπερασμάτων όσον αφορά τις αιτήσεις απαλλαγής των καζακικών εταιρειών Favorit LLP, Semipalatinsk Wood Processing LLP και Severnyi Fanernyi Kombinat LLP στα βέλτιστα διαθέσιμα στοιχεία, για τα οποία οι εταιρείες ενημερώθηκαν στις 22 Ιανουαρίου 2024, στις 26 Ιανουαρίου 2024 και στις 22 Ιανουαρίου 2024, αντίστοιχα, βάσει του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού. Λεπτομερής ανάλυση, καθώς και η αξιολόγηση της τουρκικής εταιρείας Intur Construction Tourism and Forest, παρατίθενται στο τμήμα 4 κατωτέρω. |
(38) |
Με βάση τα ανωτέρω (7), η Επιτροπή έκρινε ότι το επίπεδο συνεργασίας και στις δύο χώρες ήταν χαμηλό και ότι τα συμπεράσματα και για τις δύο χώρες έπρεπε να βασιστούν σε στατιστικά στοιχεία. |
2.2. Γενικές παρατηρήσεις
(39) |
Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει να αναλύσει αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
|
(40) |
Εκτός από τις πρακτικές καταστρατήγησης που συνίστανται στη μεταφόρτωση κόντρα-πλακέ μέσω του Καζακστάν και της Τουρκίας, η Επιτροπή διερεύνησε επίσης αν υπήρξε καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ μέσω πρακτικών που περιλάμβαναν εργασίες συναρμολόγησης/συμπλήρωσης. Έκρινε ότι πρακτικές όπως η παραγωγή κόντρα-πλακέ σημύδας από ρωσικές εισροές (κορμοί σημύδας και καπλαμάς) συνιστούσαν εργασίες συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 2. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή ανέλυσε διεξοδικά τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 2, και συγκεκριμένα:
|
2.3. Μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών
2.3.1. Μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ένωσης, της Ρωσίας και της Τουρκίας
(41) |
Στον πίνακα 1 παρουσιάζεται η εξέλιξη των εισαγωγών κόντρα-πλακέ σημύδας στην Ένωση κατά την ΠΕ: Πίνακας 1 Εισαγωγές κόντρα-πλακέ-σημύδας από τη Ρωσία, το Καζακστάν και την Τουρκία στην Ένωση (m3)
|
(42) |
Από τον πίνακα 1 προκύπτει ότι το 2022, μετά την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας από τη Ρωσία τον Νοέμβριο του 2021, οι εισαγωγές από τη Ρωσία στην Ένωση μειώθηκαν κατά σχεδόν 40 %, σε σύγκριση με το 2019, κατά την περίοδο πριν από την έναρξη της αρχικής έρευνας. Κατά την ΠΑ, οι εισαγωγές μειώθηκαν περαιτέρω κατά 94 % σε σύγκριση με το 2019. |
(43) |
Το 2019, το 2020 και το 2021 δεν πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας από το Καζακστάν στην Ένωση. Οι εισαγωγές στην Ένωση ξεκίνησαν μόλις τον Απρίλιο του 2022, μετά την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ στη Ρωσία τον Νοέμβριο του 2021. Κατά την ΠΑ, οι εισαγωγές υπερτριπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2022 και ξεπέρασαν τα 97 χιλιάδες m3. |
(44) |
Το 2019 οι εισαγωγές από την Τουρκία ανέρχονταν μόλις σε 4 000 m3 περίπου. Μεταξύ του 2019 και του 2021, ο όγκος των εισαγωγών μειώθηκε κατά περισσότερο από 60 %. Το 2022, μετά την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στη Ρωσία τον Νοέμβριο του 2021, οι εισαγωγές σχεδόν τετραπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2019 και κατά την ΠΑ υπεροκταπλασιάστηκαν. |
2.3.2. Η μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ρωσίας και του Καζακστάν
(45) |
Στον πίνακα 2 παρουσιάζεται η εξέλιξη των εισαγωγών κόντρα-πλακέ σημύδας, κορμών και καπλαμά από τη Ρωσία στο Καζακστάν κατά την ΠΕ (m3): Πίνακας 2
|
(46) |
Από τον πίνακα 2 προκύπτει ότι οι εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας από τη Ρωσία στο Καζακστάν, καθώς και κορμών και καπλαμά (βασικά υλικά εισροής για την παραγωγή κόντρα-πλακέ σημύδας) ξεκίνησαν μόλις το 2022. |
(47) |
Κατά την ΠΑ, οι εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας αυξήθηκαν περισσότερο από 60 %. Μεταξύ του 2022 και της ΠΑ, αυξήθηκαν σημαντικά και οι εισαγωγές κορμών και καπλαμά, στην περίπτωση δε του καπλαμά σχεδόν τετραπλασιάστηκαν. |
2.3.3. Η μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας
(48) |
Στον πίνακα 3 παρουσιάζεται η εξέλιξη των εισαγωγών κόντρα-πλακέ σημύδας, κορμών και καπλαμά από τη Ρωσία στην Τουρκία κατά την ΠΕ (m3): Πίνακας 3
|
(49) |
Από τον πίνακα 3 προκύπτει ότι οι εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας από τη Ρωσία στην Τουρκία είχαν ξεκινήσει ήδη από το 2019, αλλά σε σχετικά χαμηλές ποσότητες. Μεταξύ του 2021 και του 2022, οι εισαγωγές τριπλασιάστηκαν. Η σημαντικότερη αύξηση σημειώθηκε την περίοδο μεταξύ του 2022 και της ΠΑ, κατά την οποία οι εισαγωγές διπλασιάστηκαν και ανήλθαν σε πάνω από 120 χιλιάδες m3. Όσον αφορά τον όγκο, σε σύγκριση με το 2021 (την περίοδο πριν από την επιβολή των μέτρων), οι εισαγωγές κόντρα-πλακέ εξαπλασιάστηκαν. |
(50) |
Παράλληλα, σε σύγκριση με το 2019, αυξήθηκαν επίσης οι εισαγωγές κορμών και καπλαμά. Σε αντίθεση με τους κορμούς, για τους οποίους δεν σημειώθηκε αύξηση μεταξύ του 2021 και της ΠΑ, οι εισαγωγές καπλαμά υπερδεκαπλασιάστηκαν μεταξύ του 2019 και της ΠΑ. Κατά την ΠΑ, οι εισαγωγές καπλαμά αυξήθηκαν περαιτέρω κατά 2,5 φορές σε σύγκριση με το 2021. |
2.3.4. Συμπέρασμα
(51) |
Από την ανωτέρω εξέλιξη των εισαγωγών από τη Ρωσία, το Καζακστάν και την Τουρκία προκύπτει σαφώς μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μετά την επιβολή των μέτρων στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας. Ενώ οι εισαγωγές από τη Ρωσία σχεδόν εξαφανίστηκαν, οι εισαγωγές τόσο από το Καζακστάν όσο και από την Τουρκία αυξήθηκαν σημαντικά. Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν σημαντικά οι ροές εμπορικών συναλλαγών κόντρα-πλακέ σημύδας, κορμών και καπλαμά μεταξύ της Ρωσίας και του Καζακστάν και μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας. |
(52) |
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μείωση των ρωσικών εισαγωγών και η παράλληλη αύξηση των εισαγωγών από το Καζακστάν και την Τουρκία συνιστούν μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των προαναφερόμενων χωρών κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. |
2.4. Φύση της καταστρατήγησης
(53) |
Το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι η μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής του δασμού. Η πρακτική, διαδικασία ή εργασία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αποστολή του προϊόντος που υπόκειται στα ισχύοντα μέτρα μέσω τρίτων χωρών και τη συναρμολόγηση μερών/συμπλήρωση σε τρίτη χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. |
(54) |
Όπως συνάγεται στο τμήμα 2.1.4 ανωτέρω, λόγω του χαμηλού επιπέδου συνεργασίας, τα συμπεράσματα σχετικά με την ύπαρξη και τη φύση των πρακτικών καταστρατήγησης έπρεπε να βασιστούν στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. |
(55) |
Από τα αποδεικτικά στοιχεία της αίτησης, τα οποία επιβεβαιώθηκαν από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας, προέκυψε ότι το κόντρα-πλακέ σημύδας που παραγόταν στη Ρωσία εξαγόταν στην Τουρκία ή το Καζακστάν. Ενδιάμεσος φορέας στην Τουρκία ή το Καζακστάν επανεξήγαγε στην Ένωση κόντρα-πλακέ σημύδας είτε ως αυτοτελή παρτίδα είτε μαζί με κόντρα-πλακέ σημύδας τοπικής παραγωγής ή άλλα είδη ξυλείας. Επιπλέον, ορισμένες εταιρείες στο Καζακστάν και στην Τουρκία καταστρατήγησαν τα μέτρα αντιντάμπινγκ για το κόντρα-πλακέ σημύδας από τη Ρωσία, με την παραγωγή κόντρα-πλακέ σημύδας από εισροές από τη Ρωσία, για την οποία διαπιστώθηκε, κατά την έννοια των προϋποθέσεων του άρθρου 13 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, ότι συνιστά εργασία συναρμολόγησης/συμπλήρωσης (βλέπε τμήμα 2.7 κατωτέρω) (8). |
(56) |
Επιπλέον, ο όγκος των εισαγωγών στην Ένωση τόσο από την Τουρκία όσο και από το Καζακστάν κατά την ΠΑ υπερέβη την παραγωγή και στις δύο χώρες, η οποία εκτιμήθηκε κατά την ΠΑ περίπου σε 17 έως 20 χιλιάδες m3 και περίπου σε 69 χιλιάδες m3, αντίστοιχα (9). Επομένως, οι εισαγωγές αυτές δεν ήταν δυνατόν να αποτελούνται εξολοκλήρου από κόντρα-πλακέ σημύδας καταγωγής Καζακστάν ή Τουρκίας (10). |
(57) |
Οι πρακτικές μεταφόρτωσης ρωσικού κόντρα-πλακέ κατά την ΠΑ μέσω της Τουρκίας και του Καζακστάν τεκμηριώθηκαν περαιτέρω με πολυάριθμα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και προσφορές τιμών από εισαγωγείς και εμπόρους (11). Με τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι συνεργαζόμενοι εισαγωγείς αποδείχθηκε επίσης ότι το κόντρα-πλακέ από τη Ρωσία πωλούνταν στην αγορά της Ένωσης και ότι οι πωλήσεις πραγματοποιούνταν μέσω αλυσίδας πολλών εμπόρων (12). |
(58) |
Στο Καζακστάν, οι πρακτικές καταστρατήγησης διευκολύνονταν λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας με τη Ρωσία και του γεγονότος ότι οι εταιρείες διατηρούσαν δεσμούς με Ρώσους παραγωγούς κόντρα-πλακέ σημύδας ή υλικών εισροής. Επιπλέον, σύμφωνα με δύο παραγωγούς-εξαγωγείς, τα πιστοποιητικά καταγωγής του Καζακστάν αποτελούσαν αντικείμενο εμπορίας και κατάχρησης για το κόντρα-πλακέ ρωσικής καταγωγής. |
2.5. Μη ικανός αποχρών λόγος ή οικονομική αιτιολόγηση
(59) |
Εκτός από το αυξημένο κόστος μεταφοράς που συνδέεται με τη μεταφόρτωση κόντρα-πλακέ σημύδας μέσω του Καζακστάν και της Τουρκίας, οι εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας από τη Ρωσία στην Τουρκία κατά την ΠΑ υπόκειντο στον συμβατικό τελωνειακό δασμό ύψους 7 % και, από το 2018, σε πρόσθετο δασμολογικό συντελεστή 20 %. Ως εκ τούτου, η μεταφόρτωση κόντρα-πλακέ μέσω των δύο χωρών συνεπαγόταν πρόσθετο κόστος και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη άλλης οικονομικής δικαιολογίας για τη μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών και των πρακτικών. |
(60) |
Η Favorit και η SFK έκριναν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η καταστρατήγηση απορρέει από πρακτική, διαδικασία ή εργασία για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, και υποστήριξαν ότι οι εισαγωγές από το Καζακστάν άρχισαν να φθάνουν στην Ένωση μόνο μετά την επιβολή κυρώσεων στα ρωσικά κόντρα-πλακέ, γεγονός που αποτελεί τον μοναδικό λόγο ή τη μοναδική οικονομική δικαιολογία για την αύξηση των εισαγωγών (13). |
(61) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι οι κυρώσεις επιβλήθηκαν λιγότερο από 8 μήνες μετά την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ και ότι η έναρξη της μεταβολής των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών είχε παρατηρηθεί ήδη πριν από την επιβολή των κυρώσεων. Οι εισαγωγές από το Καζακστάν (και την Τουρκία) ξεκίνησαν πριν από την επιβολή των κυρώσεων. Επιπλέον, από την έρευνα αποκαλύφθηκε ότι η SFK ίδρυσε συνδεδεμένο εισαγωγέα στην Ένωση τον Απρίλιο του 2022, αμέσως μετά την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ και πριν από την έναρξη ισχύος των κυρώσεων (10 Ιουλίου 2022). |
(62) |
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε άλλος ικανός αποχρών λόγος ή οικονομική δικαιολογία για την αποστολή κόντρα-πλακέ σημύδας μέσω του Καζακστάν και της Τουρκίας, εκτός από την καταστρατήγηση των δασμών. |
2.6. Έναρξη ή σημαντική αύξηση των πρακτικών που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 2
(63) |
Το άρθρο 13 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι οι εργασίες συναρμολόγησης πρέπει να άρχισαν ή αυξήθηκαν σημαντικά από την έναρξη της έρευνας αντιντάμπινγκ ή αμέσως πριν από αυτήν, και ότι τα χρησιμοποιούμενα μέρη πρέπει να προέρχονται από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα αντιντάμπινγκ. |
(64) |
Λόγω του χαμηλού επιπέδου συνεργασίας και στις δύο χώρες, η Επιτροπή βασίστηκε για τη συναγωγή των συμπερασμάτων της, όσον αφορά την έναρξη ή τη σημαντική αύξηση των πρακτικών που προσδιορίζονται ως εργασίες συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης, στα βέλτιστα διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού. |
(65) |
Από τα στατιστικά στοιχεία, όπως συνοψίζονται στο τμήμα 2.3 ανωτέρω, προέκυψε σαφώς ότι οι εργασίες συναρμολόγησης και συμπλήρωσης και οι επακόλουθες εισαγωγές στην Ένωση άρχισαν μετά την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ τον Νοέμβριο του 2021. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εργασίες συναρμολόγησης ξεκίνησαν μετά την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ. |
2.7. Αξία των μερών και προστιθέμενη αξία
(66) |
Το άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού ορίζει ότι, όσον αφορά τις εργασίες συναρμολόγησης, άλλη μία προϋπόθεση για να στοιχειοθετηθεί καταστρατήγηση είναι τα μέρη (από το Καζακστάν και την Τουρκία, στην προκειμένη περίπτωση) να αντιπροσωπεύουν ποσοστό 60 % τουλάχιστον της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος και η προστιθέμενη αξία των μερών που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης να μην υπερβαίνει το 25 % του κόστους κατασκευής. |
(67) |
Κατά την ΠΑ, ορισμένοι Καζάκοι και Τούρκοι παραγωγοί αγόραζαν τα κύρια υλικά εισροής από τη Ρωσία (κορμούς σημύδας, ή καπλαμά σημύδας που παράγεται από κορμούς, και ρητίνη). Δεδομένου ότι οι κορμοί, ο καπλαμάς και η ρητίνη αποτελούν το 100 % του υλικού εισροής, η αξία του υλικού εισροής (μέρη που χρησιμοποιούνταν) υπερέβαινε το όριο του 60 %. |
(68) |
Αυτό επιβεβαιώθηκε από τα συμπεράσματα σχετικά με τον συνεργαζόμενο Τούρκο παραγωγό, ο οποίος παράγει κόντρα-πλακέ σημύδας από ρωσικό καπλαμά (για λεπτομέρειες, βλέπε τμήμα 4 κατωτέρω). Από τα συμπεράσματα για την εν λόγω εταιρεία προέκυψε περαιτέρω ότι η προστιθέμενη αξία ήταν χαμηλότερη από το όριο του 25 % που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ικανοποιούνταν και το δεύτερο κριτήριο που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. |
(69) |
Η SFK προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η παρούσα έρευνα κινήθηκε μόνο με βάση τα εικαζόμενα επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη μεταφόρτωση κόντρα-πλακέ ρωσικής καταγωγής, αλλά στον φάκελο δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών απορρέει από εργασίες συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης. Η SFK έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε άλλη επιλογή από το να βασιστεί στα στοιχεία της SFK ως διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, τα οποία αποδείκνυαν, κατά την άποψή της, ότι η προστιθέμενη αξία ήταν σημαντικά υψηλότερη από το 25 % του συνολικού κόστους κατασκευής. |
(70) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι, όπως ορίζεται στον κανονισμό για την έναρξη της έρευνας (τμήμα Δ), θα μπορούσε επίσης να διερευνήσει και άλλες πρακτικές καταστρατήγησης, εφόσον εντοπιστούν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Στην προκειμένη περίπτωση, και όπως αναφέρεται στο τμήμα 2.2 ανωτέρω, η Επιτροπή διερεύνησε επίσης τις εργασίες συναρμολόγησης/συμπλήρωσης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα στις εισαγωγές από τη Ρωσία καταστρατηγήθηκαν, μεταξύ άλλων, με εργασίες συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης τόσο στο Καζακστάν όσο και στην Τουρκία. |
2.8. Εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του δασμού αντιντάμπινγκ
(71) |
Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε αν οι εισαγωγές του υπό έρευνα προϊόντος είχαν ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών των ισχυόντων επί του παρόντος μέτρων, όσον αφορά τόσο τις ποσότητες όσο και τις τιμές. |
(72) |
Όσον αφορά τις ποσότητες, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από το Καζακστάν αντιπροσώπευε περίπου το 7,9 % της ενωσιακής κατανάλωσης κατά την ΠΑ, ενώ δεν υπήρχαν εισαγωγές κατά την περίοδο της αρχικής έρευνας (14). Όσον αφορά την Τουρκία, το μερίδιο αγοράς αυξήθηκε από 0,2 % κατά την περίοδο της αρχικής έρευνας σε 2,8 % κατά την ΠΑ. Η Επιτροπή έκρινε ότι ο όγκος των εισαγωγών ήταν σημαντικός. |
(73) |
Όσον αφορά τις τιμές, η Επιτροπή συνέκρινε τη μέση μη ζημιογόνο τιμή, όπως καθορίστηκε στην αρχική έρευνα, προσαρμοσμένη ώστε να ληφθεί υπόψη η αύξηση του κόστους μεταξύ της περιόδου της αρχικής έρευνας και της ΠΑ, με τις μέσες σταθμισμένες τιμές εξαγωγών CIF που προσδιορίστηκαν με βάση τις πληροφορίες των στατιστικών της Eurostat, δεόντως προσαρμοσμένες ώστε να συμπεριλαμβάνουν τους συμβατικούς τελωνειακούς δασμούς (7 % για το Καζακστάν και μηδενικός για την Τουρκία) και τις δαπάνες μετά τον εκτελωνισμό, οι οποίες εκτιμώνται σε 5 % (15). Από την εν λόγω σύγκριση τιμών προέκυψε η ύπαρξη πώλησης σε χαμηλότερες τιμές κατά 66,4 % για το Καζακστάν και κατά 18,9 % για την Τουρκία. |
(74) |
Η Επιτροπή συνέκρινε επίσης τις τιμές των εισαγωγών, όπως προσδιορίζονται ανωτέρω, με τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Από την εν λόγω σύγκριση τιμών προέκυψε η ύπαρξη πώλησης σε χαμηλότερες τιμές κατά 36,7 % για το Καζακστάν και κατά 14,6 % για την Τουρκία (16). |
(75) |
Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά την ΠΕ οι συνέπειες των υφιστάμενων μέτρων εξουδετερώνονταν από τις ποσότητες και τις τιμές των εισαγωγών από το Καζακστάν και την Τουρκία. |
(76) |
Η Favorit και η SFK υποστήριξαν ότι, σε αντίθεση με τα άρθρα 3.1 έως 3.5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε σημαντική ζημία ή κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. |
(77) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού απαιτεί να αναλυθεί αν οι εισαγωγές εξουδετερώνουν τις επανορθωτικές συνέπειες του δασμού και όχι να διαπιστωθεί εκ νέου η ζημία. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 13, το γεγονός ότι οι εν λόγω εισαγωγές προξένησαν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εν λόγω εισαγωγών και της ζημίας είχε ήδη διαπιστωθεί στον αρχικό κανονισμό. Επομένως, στο πλαίσιο έρευνας κατά της καταστρατήγησης, δεν ήταν αναγκαία η ανάλυση της ζημίας, του κινδύνου πρόκλησης ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό. |
2.9. Αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη ντάμπινγκ
(78) |
Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε επίσης αν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη ντάμπινγκ σε σχέση με τις κανονικές αξίες που είχαν ήδη προσδιοριστεί για το ομοειδές προϊόν. |
(79) |
Για τον σκοπό αυτόν, οι τιμές εξαγωγής καθορίστηκαν με βάση τα στοιχεία της Eurostat, σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου, και συγκρίθηκαν με τις κανονικές αξίες που καθορίστηκαν κατά την αρχική έρευνα, δεόντως προσαρμοσμένες ώστε να ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός. |
(80) |
Από τη σύγκριση των κανονικών αξιών που είχαν προσδιοριστεί προηγουμένως για το ομοειδές προϊόν και των τιμών εξαγωγής προέκυψαν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη ντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές από το Καζακστάν και από την Τουρκία. |
(81) |
Μετά την κοινοποίηση, η Favorit και η SFK παρέπεμψαν στην πρώτη περίοδο της συνοδευτικής επιστολής του εγγράφου κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων, στο οποίο αναφερόταν η πρόταση για «επιβολή οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας που αποστέλλονται από το Καζακστάν». Σε αυτήν τη βάση, οι εν λόγω εταιρείες υποστήριξαν ότι ο προσδιορισμός του ντάμπινγκ ήταν παράνομος, διότι το περιθώριο ντάμπινγκ έπρεπε να υπολογιστεί με σύγκριση της κανονικής αξίας που καθοριζόταν στο Καζακστάν με τις τιμές εξαγωγής από το Καζακστάν. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι η Επιτροπή συνέκρινε τις κανονικές αξίες και τις τιμές εξαγωγής που καθορίζονταν σε διαφορετικές περιόδους. Κατά την άποψή τους, η προσαρμογή της κανονικής αξίας με βάση τον πληθωρισμό έγινε με αναφορά σε δημοσιεύσεις σχετικά με τις τιμές του κόντρα-πλακέ σημύδας σε τρίτη χώρα, δηλαδή στη Ρωσία, και, ως εκ τούτου, δεν αντανακλούσε τις συνθήκες της αγοράς στο Καζακστάν. Και οι δύο εταιρείες ισχυρίστηκαν επίσης ότι η Επιτροπή συνέκρινε τις κανονικές αξίες και τις τιμές εξαγωγής σε διαφορετικό στάδιο εμπορίας. Τέλος, ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τους αριθμούς ελέγχου του προϊόντος (στο εξής: PCN) στους υπολογισμούς της για το ντάμπινγκ. |
(82) |
Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι πράγματι στη συνοδευτική επιστολή αναφερόταν εσφαλμένα «επιβολή» αντί για «επέκταση». Ωστόσο, επρόκειτο για απλό σφάλμα εκ παραδρομής. Από το ίδιο το έγγραφο κοινοποίησης ήταν σαφές ότι αφορούσε συμπεράσματα βάσει των οποίων η Επιτροπή σκόπευε να επεκτείνει τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές από τη Ρωσία σε εισαγωγές από το Καζακστάν και την Τουρκία, και όχι να επιβάλει νέους δασμούς αντιντάμπινγκ. Όπως ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η βασική προϋπόθεση είναι ότι θα πρέπει να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη ντάμπινγκ σε σχέση με τις κανονικές αξίες που είχαν ήδη προσδιοριστεί για το ομοειδές προϊόν. Σε αυτήν τη βάση, η κανονική αξία βασίστηκε στην κανονική αξία που είχε προσδιοριστεί στην αρχική έρευνα σχετικά με τις εισαγωγές από τη Ρωσία, δεόντως προσαρμοσμένη ώστε να ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, η οποία συγκρίθηκε με τις τιμές εξαγωγής από το Καζακστάν, προσαρμοσμένες σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου. Αυτό έγινε σε επίπεδο χώρας. Το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού δεν απαιτεί τη διενέργεια τέτοιας σύγκρισης σε επίπεδο μεμονωμένων τύπων του προϊόντος. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό. |
3. ΜΕΤΡΑ
(83) |
Με βάση τα ανωτέρω συμπεράσματα, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ καταγωγής Ρωσίας καταστρατηγούνται από τις εισαγωγές του υπό έρευνα προϊόντος το οποίο αποστέλλεται από το Καζακστάν και την Τουρκία. |
(84) |
Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, τα ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ θα πρέπει να επεκταθούν στις εισαγωγές του υπό έρευνα προϊόντος. |
(85) |
Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του βασικού κανονισμού, το προς επέκταση μέτρο θα πρέπει να είναι το μέτρο που καθορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/1930 για «όλες τις άλλες εταιρείες», που είναι οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ ύψους 15,8 % ο οποίος επιβάλλεται στην καθαρή τιμή, στο στάδιο «ελεύθερο στα σύνορα της Ένωσης», πριν από την καταβολή τελωνειακού δασμού. |
(86) |
Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι κάθε επέκταση μέτρου πρέπει να εφαρμόζεται στις εισαγωγές που εισέρχονται στην Ένωση βάσει της καταγραφής που επιβάλλει ο κανονισμός για την έναρξη της έρευνας, οι δασμοί πρέπει να εισπράττονται για τις εν λόγω καταγεγραμμένες εισαγωγές του υπό έρευνα προϊόντος. |
(87) |
Η Favorit και η SFK ζήτησαν να αναφέρεται ρητά σε οποιονδήποτε κανονισμό για την επέκταση των δασμών ότι τυχόν πραγματικά στοιχεία σχετικά με την καταστρατήγηση, όπως καθορίζονται στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, δεν θα πρέπει να υποδηλώνουν ή να νοούνται ως συμπέρασμα περί καταστρατήγησης κατά την έννοια των περιοριστικών μέτρων της ΕΕ λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. |
(88) |
Η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι η νομική βάση για την έρευνα ήταν ο βασικός κανονισμός, και ιδίως το άρθρο 13, και ότι τα συμπεράσματα που παρατίθενται αναλυτικά στον παρόντα κανονισμό αφορούσαν την καταστρατήγηση των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας από τη Ρωσία τον Νοέμβριο του 2021. |
4. ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΠΑΛΛΑΓΗ
(89) |
Όπως αναφέρεται στο τμήμα 1.7 ανωτέρω, η Επιτροπή αξιολόγησε τις αιτήσεις απαλλαγής των παραγωγών-εξαγωγέων στο Καζακστάν και στην Τουρκία. |
4.1. Καζακστάν
4.1.1. Συμπεράσματα όσον αφορά τη Favorit
(90) |
Κατά την επιτόπια επαλήθευση στις εγκαταστάσεις της Favorit και των συνδεδεμένων εταιρειών της, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι οι λογιστικές καταγραφές της Favorit δεν ήταν αξιόπιστες, δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατόν να επιβεβαιωθεί η ακρίβειά τους με έγγραφο υποκείμενο σε ανεξάρτητο έλεγχο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να προσδιορίσει με αξιόπιστο τρόπο το πεδίο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Favorit βάσει επίσημου εγγράφου, ελλείψει μάλιστα και οικονομικών καταστάσεων υποκείμενων σε ανεξάρτητο έλεγχο. Οι λογιστικές καταγραφές δεν επέτρεψαν στην Επιτροπή να καθορίσει με αξιόπιστο τρόπο τις συνολικές αγορές υλικών εισροής, τις συνολικές αγορές του τελικού προϊόντος, τη συνολική παραγωγή και τους συνολικούς όγκους πωλήσεων. Όλες αυτές οι πληροφορίες είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση της αίτησης απαλλαγής βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Οι πληροφορίες που δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτούν αφορούσαν σημαντικό μέρος των αγορών του υλικού εισροής και του οικείου προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων των ποσοτήτων και της αξίας των αγορών και των μεταπωλήσεων ρωσικού κόντρα-πλακέ σημύδας και καπλαμά, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις πωλήσεις. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να διαπιστώσει και να επιβεβαιώσει την πληρότητα των στοιχείων σχετικά με τον όγκο και την πηγή του κόντρα-πλακέ σημύδας που εξαγόταν στην Ένωση και, κατ’ επέκταση, να επιβεβαιώσει αν το σύνολο του κόντρα-πλακέ σημύδας που αγόραζε η Favorit στη Ρωσία μεταπωλούνταν αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά, όπως ισχυρίζεται η Favorit. |
(91) |
Στη συνέχεια, η Επιτροπή ανέλυσε αν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ορισμένες από τις πληροφορίες της Favorit, βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Το άρθρο 18 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτιες από κάθε άποψη, θα πρέπει να λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια. Κατά πάγια νομολογία, από το γράμμα της εν λόγω διάταξης είναι προφανές ότι οι τέσσερις προϋποθέσεις πρέπει να εφαρμόζονται σωρευτικά. Επομένως, όταν δεν πληρούται έστω και μία απ’ αυτές, δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί η εν λόγω διάταξη και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οι επίμαχες πληροφορίες (17). |
(92) |
Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή έκρινε ότι το σύνολο των πληροφοριών που υπέβαλε η Favorit δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί επαληθεύσιμο. Ελλείψει αξιόπιστων λογιστικών στοιχείων, δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί με αξιόπιστο τρόπο ο όγκος και η πηγή του κόντρα-πλακέ που πωλούσε η Favorit στην αγορά της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η χρήση μέρους μόνο των πληροφοριών που υπέβαλε η Favorit δεν επέτρεπε να συναχθεί εύλογα ακριβές συμπέρασμα σχετικά με το αν η Favorit δεν μεταπωλούσε στην αγορά της Ένωσης το κόντρα-πλακέ σημύδας που αγόραζε στη Ρωσία. |
(93) |
Η Επιτροπή εξέτασε και άλλους παράγοντες, όπως η απουσία χωριστών αποθηκών ή, τουλάχιστον, σαφώς διακριτών χώρων και/ή επισήμανσης του τελικού προϊόντος, για το κόντρα-πλακέ σημύδας που αποτελούσε προϊόν ίδιας παραγωγής και προϊόν αγοράς, το γεγονός ότι το κόντρα-πλακέ σημύδας που προοριζόταν για την εγχώρια αγορά δεν έφερε καμία επισήμανση, καθώς και η απουσία επαληθεύσιμων στοιχείων σχετικά με τη διακίνηση των αποθεμάτων στις αποθήκες της. Η εταιρεία αγόραζε το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού κόντρα-πλακέ σημύδας μέσω εγχώριων εμπόρων και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί με αξιόπιστο τρόπο ο όγκος του, δεδομένου ότι οι εν λόγω αγορές δεν ήταν καταγεγραμμένες σε κανένα επίσημο έγγραφο. Οι μεταπωλήσεις πραγματοποιούνταν μέσω τριών εμπόρων, δύο στο Καζακστάν και ενός εκτός Καζακστάν. Ο έμπορος εκτός Καζακστάν, ο οποίος μεταπωλούσε το κόντρα-πλακέ σημύδας που αγόραζε από τη Favorit στην Ένωση, φέρεται να μη διαθέτει ελεγμένους λογαριασμούς και, κατά συνέπεια, οι πληροφορίες σχετικά με τους όγκους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μεταπωληθέντων προϊόντων δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτούν βάσει επίσημου εγγράφου. Λόγω του συνδυασμού όλων αυτών των παραγόντων, η Επιτροπή έκρινε ότι όλες οι πληροφορίες που υπέβαλε η Favorit έπρεπε να απορριφθούν. |
(94) |
Στη βάση αυτή, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ενημέρωσαν τη Favorit για την πρόθεσή τους να εφαρμόσουν το άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού και να συναγάγουν τα συμπεράσματά τους με βάση τα «διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία» που χρησιμοποιήθηκαν για τη χώρα στο σύνολό της, τα οποία συνοψίζονται στο τμήμα 2. |
(95) |
Η Favorit διαφώνησε με τα συμπεράσματα αυτά. Έκρινε ότι δεν υπήρχε βάση για την εφαρμογή ούτε του άρθρου 18 παράγραφος 1 ούτε του άρθρου 18 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι συνεργάστηκε πλήρως στην έρευνα, υπέβαλε όλα τα αναγκαία στοιχεία που ζήτησε η Επιτροπή και κατέδειξε επιτυχώς ότι δεν μεταφόρτωνε κόντρα-πλακέ σημύδας ρωσικής καταγωγής στην Ένωση. |
(96) |
Η Favorit ισχυρίστηκε ότι ήταν πραγματικός παραγωγός και ότι η εταιρεία κατέβαλε επίπονες προσπάθειες για την προετοιμασία της απάντησης στο ερωτηματολόγιο, τις οποίες καθιστούσαν δυσχερέστερες η απουσία οικονομικών καταστάσεων και οι περιορισμοί του λογιστικού της συστήματος. |
(97) |
Μετά την κοινοποίηση, η Favorit υποστήριξε εκ νέου ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι αντιμετώπιζε δυσκολίες, καθώς ήταν μικρή εταιρεία με περιορισμένο αριθμό υπαλλήλων, και προέβαλε μη ρεαλιστικές, κατά τους ισχυρισμούς, απαιτήσεις, όπως η απαίτηση για ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις, εντός 37 ημερών από την έναρξη της έρευνας. |
(98) |
Η Favorit επισήμανε επίσης το γεγονός ότι, βάσει της νομοθεσίας του Καζακστάν, δεν ήταν υποχρεωμένη να διαθέτει οικονομικές καταστάσεις και ότι η Επιτροπή γνώριζε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Favorit όσον αφορά το λογιστικό της σύστημα, και ότι, παρ’ όλα αυτά, προέβη στην έρευνα και διενήργησε την επιτόπια επαλήθευση. Η Favorit προέβαλε τον ισχυρισμό ότι, κατά την ανάλυση των στοιχείων, η Επιτροπή θα έπρεπε να εφαρμόσει ένα αντικειμενικό πρότυπο για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας των λογιστικών πληροφοριών και παρέπεμψε στο άρθρο 15 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, το οποίο προβλέπει ότι πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις αναπτυσσόμενες χώρες-μέλη του ΠΟΕ και, για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή δεν μπορεί να εφαρμόσει τα ΔΠΧΑ ή άλλα παγκόσμια πρότυπα. Παρέπεμψε στην υπόθεση ενός Αλγερινού παραγωγού, για τον οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε το συγκεκριμένο άρθρο λόγω του γεγονότος ότι δεν διέθετε λογιστικές καταγραφές για το ήμισυ της περιόδου έρευνας (18). |
(99) |
Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι η Favorit παρήγε επίσης δικό της κόντρα-πλακέ σημύδας, αλλά η εφαρμογή του άρθρου 18 βασίστηκε σε συνδυασμό παραγόντων, όπως περιγράφεται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 90 έως 93 ανωτέρω. Σκοπός της επιτόπιας επαλήθευσης δεν ήταν μόνο η εξέταση της αξιοπιστίας των λογιστικών στοιχείων, αλλά και η επαλήθευση άλλων πληροφοριών που θα μπορούσαν να επαληθευτούν μόνο επιτόπου, όπως, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη πραγματικής παραγωγής, το απόθεμα του υλικού εισροής, στοιχεία που ενδέχεται να υπάρχουν μόνο σε έντυπη μορφή, η φυσική θέση του αποθέματος κόντρα-πλακέ σημύδας και ο διαχωρισμός μεταξύ της ίδιας παραγωγής και του κόντρα-πλακέ σημύδας που αγοραζόταν στη Ρωσία. Η Επιτροπή τόνισε επίσης ότι το γεγονός ότι η επιτόπια επαλήθευση που πραγματοποιήθηκε δεν σήμαινε ότι τα στοιχεία έπρεπε να γίνουν δεκτά. Συνεπώς, η Επιτροπή διαφώνησε με την άποψη ότι το γεγονός ότι τα στοιχεία δεν απορρίφθηκαν εξαρχής σήμαινε ότι η Επιτροπή όφειλε να τα κάνει δεκτά. |
(100) |
Η Επιτροπή επισήμανε περαιτέρω ότι δεν απαιτεί από τις εταιρείες να υποβάλλουν οικονομικές καταστάσεις εφόσον δεν υπάρχουν και όταν η εθνική νομοθεσία δεν επιβάλλει την κατάρτισή τους, ούτε απαιτεί τη συμμόρφωση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται με τα ΔΠΧΑ ή άλλα λογιστικά πρότυπα, σε περιπτώσεις στις οποίες κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία της οικείας χώρας. Επομένως, ο λόγος για την εφαρμογή του άρθρου 18 δεν ήταν η μη συμμόρφωση του λογιστικού συστήματος της Favorit με τα λογιστικά πρότυπα, αλλά το γεγονός ότι οι λογιστικές καταγραφές που τηρούσε η Favorit δεν ήταν αξιόπιστες και καθιστούσαν αδύνατη την επαλήθευση της ακρίβειας των πληροφοριών που υπέβαλε η Favorit με την αίτησή της για απαλλαγή. Συνεπώς, η Favorit δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι δεν εφάρμοζε πρακτικές καταστρατήγησης. |
(101) |
Με την επιφύλαξη της αρχής σύμφωνα με την οποία η νομιμότητα των μέτρων αντιντάμπινγκ θα πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο, και όχι σε σχέση με την εικαζόμενη προηγούμενη διοικητική πρακτική, η Επιτροπή επισήμανε περαιτέρω ότι, στην υπόθεση του Αλγερινού παραγωγού, αποφάσισε «να χρησιμοποιήσει στοιχεία της εταιρείας που θεωρήθηκαν επαρκώς αξιόπιστα και στο βαθμό που δεν επηρέασαν σημαντικά το αποτέλεσμα» (19). Το συμπέρασμα για τα στοιχεία της Favorit ήταν αντίθετο με την περίπτωση του Αλγερινού παραγωγού —η Επιτροπή δεν θεώρησε επαρκώς αξιόπιστα τα στοιχεία της Favorit για κανένα μέρος της περιόδου έρευνας και η ακρίβειά τους είχε άμεσο αντίκτυπο στο αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι το επιχείρημα της Favorit ήταν αβάσιμο. |
(102) |
Η Favorit έκρινε επίσης ότι η επιστολή βάσει του άρθρου 18 δεν διευκρίνιζε τι ακριβώς ενεργοποιούσε την εφαρμογή του άρθρου 18 παράγραφος 1 και του άρθρου 18 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Υποστήριξε ότι υπέβαλε όλες τις ζητούμενες πληροφορίες και ότι, ως εκ τούτου, το άρθρο 18 παράγραφος 1 δεν είχε εφαρμογή. Επίσης, έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να εφαρμόσει το άρθρο 18 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού μόνον επειδή τα στοιχεία της Favorit δεν ήταν άρτια από κάθε άποψη. Τέλος, η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένα ότι το άρθρο 18 παράγραφος 1 είχε εφαρμογή διότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18 παράγραφος 3. Έκρινε ότι το άρθρο 18 παράγραφος 1 και το άρθρο 18 παράγραφος 3 αφορούν διαφορετικές περιπτώσεις και η εφαρμογή τους δεν είναι αλληλοεξαρτώμενη. |
(103) |
Επιπλέον, η Favorit προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η πρόθεση της Επιτροπής να μη λάβει υπόψη τα στοιχεία της Favorit στο σύνολό τους αντιβαίνει προδήλως στο παράρτημα II παράγραφος 3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Παρέπεμψε στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στην υπόθεση Ηνωμένες Πολιτείες — Χάλυβας θερμής έλασης (20), στην οποία διευκρινίζεται ότι, σύμφωνα με το παράρτημα II παράγραφος 3, οι ερευνούσες αρχές καλούνται να χρησιμοποιούν πληροφορίες εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα ότι οι εν λόγω πληροφορίες είναι επαληθεύσιμες, διαβιβάστηκαν με τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να είναι δυνατή η χρήση τους στην έρευνα χωρίς αδικαιολόγητες δυσκολίες, και υποβλήθηκαν εγκαίρως. Έπεται ότι, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, οι ερευνούσες αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να απορρίψουν τις υποβληθείσες πληροφορίες κατά τη λήψη απόφασης. Η Favorit ισχυρίστηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές, δεδομένου ότι η Επιτροπή επαλήθευσε διάφορα έγγραφα που συνηγορούσαν υπέρ της απουσίας καταστρατήγησης. Εφόσον η Επιτροπή ζήτησε τον έλεγχο συμφωνίας των στοιχείων με το ισοζύγιο του καθολικού και η Favorit και οι συνδεδεμένες εταιρείες της το έπραξαν, ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τις πληροφορίες αυτές πριν προσφύγει στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία. Η Favorit προέβαλε εκ νέου παρόμοια επιχειρήματα μετά την κοινοποίηση. |
(104) |
Η Επιτροπή επανέλαβε ότι οι λόγοι για την εφαρμογή του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού αναφέρονται λεπτομερώς στην επιστολή βάσει του άρθρου 18. Επιπλέον, οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν κατά την επιτόπια επαλήθευση αναφέρονταν στην έκθεση αποστολής που κοινοποιήθηκε στην εταιρεία μετά την επιτόπια επαλήθευση. Δεδομένου ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν δεν ήταν σαφώς επαληθεύσιμες, όπως περιγράφεται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 90 έως 93 ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τη χρήση του άρθρου 18 παράγραφος 3 (21) και βασίστηκε για τη συναγωγή των συμπερασμάτων της αποκλειστικά στο άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού και όχι σε αμφότερα τα άρθρα (άρθρο 18 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 3), όπως ισχυρίζεται η Favorit. |
(105) |
Η Favorit ισχυρίστηκε επίσης ότι απέδειξε επαρκώς ότι δεν εφάρμοζε πρακτικές καταστρατήγησης, κάτι που η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει επαληθεύσει. Όλες οι πληροφορίες αντιστοιχούσαν στο σύστημα ERP (22) της εταιρείας, το οποίο, κατά την άποψη της Favorit, δεν μπορούσε να αλλάξει αναδρομικά. Επιπλέον, έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε επίσης να επιβεβαιώσει οπτικά ότι το φορτίο που προοριζόταν για την αγορά της Ένωσης ήταν το ίδιο μ’ εκείνο που παρατηρούνταν στην αποθήκη της εταιρείας στο Uralsk. Η Favorit προέβαλε εκ νέου παρόμοια επιχειρήματα μετά την κοινοποίηση. |
(106) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι οι πληροφορίες που υποβάλλουν τα μέρη πρέπει να είναι επαληθεύσιμες, αξιόπιστες και, συνεπώς, αξιοποιήσιμες και να παρουσιάζονται κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατόν να ελεγχθούν βάσει ελεγμένων βιβλίων και καταγραφών της εταιρείας που τις υποβάλλει, ή βάσει οποιουδήποτε άλλου επίσημου εγγράφου. Ωστόσο, στην περίπτωση της Favorit διαπιστώθηκε ότι οι πληροφορίες ήταν μη επαληθεύσιμες, μη αξιόπιστες και μη αξιοποιήσιμες και δεν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί η ακρίβειά τους. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαφώνησε με την άποψη ότι η Favorit απέδειξε ότι δεν εφάρμοζε τις πρακτικές καταστρατήγησης και, συγκεκριμένα, ότι δεν μεταπωλούσε ρωσικό κόντρα-πλακέ σημύδας στην Ένωση. |
(107) |
Η Επιτροπή επισήμανε περαιτέρω ότι η ποσότητα ρωσικού κόντρα-πλακέ σημύδας, το οποίο αγόραζε η Favorit, ήταν σημαντική, αντιπροσώπευε το [10-40] % των πωλήσεών της και προσέγγιζε την ποσότητα που εξήγε η Favorit στην Ένωση. Ωστόσο, όπως επεξηγείται ανωτέρω, η απουσία αξιόπιστων και επαληθεύσιμων λογαριασμών για τις μεταπωλήσεις δεν επέτρεψε στην Επιτροπή να επιβεβαιώσει ούτε τις ποσότητες ούτε τον προορισμό του ρωσικού κόντρα-πλακέ σημύδας. Η Favorit μεταπωλούσε το κόντρα-πλακέ μέσω εμπόρων στο Καζακστάν και ενός εμπόρου εκτός Καζακστάν, κάτι για το οποίο η Favorit ισχυρίστηκε ότι δεν απαιτούνταν επίσημα ελεγμένοι λογαριασμοί. Όπως διευκρινίστηκε κατά την επιτόπια επαλήθευση, οι εν λόγω δίαυλοι πωλήσεων μέσω εμπόρων επέτρεπαν στη Favorit να πραγματοποιεί εξαγωγές στην Ένωση. Ομοίως, οι αγορές ρωσικών εισροών για την παραγωγή κόντρα-πλακέ και οι πωλήσεις κόντρα-πλακέ σημύδας που πραγματοποιούνταν μέσω εμπόρων δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτούν βάσει επίσημου ή υποκείμενου σε ανεξάρτητο έλεγχο εγγράφου. |
(108) |
Ως εκ τούτου, οι λογιστικές καταγραφές της Favorit δεν ήταν πλήρεις και δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτούν. Η Επιτροπή επισήμανε ακόμη ότι το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο το σύστημα ERP δεν μπορούσε να αλλάξει αναδρομικά δεν βασιζόταν σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά συνιστούσε, αντιθέτως, δήλωση της εταιρείας η οποία δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτεί. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να επαληθεύσει αν τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο σύστημα ERP αφορούσαν το σύνολο των συναλλαγών της Favorit. |
(109) |
Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν υπήρχαν καταγραφές ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν, κατά την επίσκεψη στην αποθήκη στο Zubovsk, στις εγκαταστάσεις της εταιρείας και στην αποθήκη στο Uralsk, ότι το κόντρα-πλακέ σημύδας που προοριζόταν για την Ένωση και το κόντρα-πλακέ σημύδας που προοριζόταν για την εγχώρια αγορά φυλάσσονταν χωριστά. Κατά τον χρόνο της επίσκεψης, τα αποθέματα που διατηρούνταν ήταν εξαιρετικά περιορισμένα και μόνο ορισμένα από αυτά έφεραν επισήμανση. Η εταιρεία δεν μπόρεσε να παρουσιάσει στοιχεία για τις κινήσεις των αποθεμάτων ούτε στο Zubovsk ούτε στην αποθήκη στο Uralsk, ώστε να είναι εφικτός ο προσδιορισμός της προέλευσης και του προορισμού του κόντρα-πλακέ σημύδας. Αντιθέτως, στο Zubovsk προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο (μοναδικός) υπάλληλος που εργαζόταν στην αποθήκη είχε γνώση του κόντρα-πλακέ σημύδας που επρόκειτο να φορτωθεί και, ως εκ τούτου, δεν απαιτούνταν η τήρηση στοιχείων ή επισήμανση για το κόντρα-πλακέ σημύδας που επρόκειτο να πωληθεί. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, ούτε στο Uralsk τηρούνταν στοιχεία, παρά την από κοινού χρήση της αποθήκης με άλλες εταιρείες. Συνεπώς, η Επιτροπή διαφώνησε με το επιχείρημα της Favorit ότι το γεγονός ότι οι συσκευασίες που έφεραν επισήμανση ως προοριζόμενες για την Ένωση ήταν παρόμοιες μ’ εκείνες που μπορούσε να δει η Επιτροπή στην αποθήκη του Uralsk συνιστούσε αποδεικτικό στοιχείο ότι το κόντρα-πλακέ που πωλούνταν στην αγορά της Ένωσης παραγόταν από τη Favorit. Αντιθέτως, δεδομένου ότι φέρεται να μην τηρούνταν στοιχεία σε καμία από τις δύο αποθήκες, και δεν υπήρχε χωριστός χώρος για την παραγωγή της Favorit και το ρωσικό κόντρα-πλακέ, η εταιρεία δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι το εμπόρευμα που εξαγόταν στην Ένωση ήταν αποκλειστικά δικής της παραγωγής. |
(110) |
Η Favorit υποστήριξε επίσης ότι διέθετε μόνο μία σειρά λογαριασμών που εκδίδονται για όλους τους σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής λογιστικής. Υποστήριξε ότι όλες οι αγορές καταγράφονταν στο λογιστικό σύστημα της Favorit και αναφέρονταν στη φορολογική λογιστική. Επιπλέον, η Favorit υποστήριξε ότι οι ελλείψεις στο λογιστικό της σύστημα όσον αφορά την αξιοπιστία και την επαληθευσιμότητα των στοιχείων ήταν άνευ σημασίας για την αξιολόγηση της αίτησης απαλλαγής της. Η Favorit υποστήριξε ότι, σύμφωνα με το Δικαστήριο στην υπόθεση Maxcom (23), οι αιτήσεις απαλλαγής θα πρέπει να γίνονται δεκτές εφόσον συνοδεύονται από αποδεικτικά στοιχεία και εφόσον τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία τεκμηριώνουν ότι οι εξαγωγείς που υποβάλλουν αίτηση δεν έχουν εφαρμόσει πρακτικές καταστρατήγησης. Υποστήριξε ότι το Δικαστήριο δεν περιορίζει σε συγκεκριμένο είδος την έννοια των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να προσκομίζονται ώστε να πληρούται το σχετικό νομικό τεκμήριο. Ειδικότερα, δεν προβλεπόταν, κατά την άποψή της, η υποχρέωση των αιτούντων να διαθέτουν οικονομικές καταστάσεις, ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις και «επίσημους λογαριασμούς», και θα ήταν καταρχήν επαρκές οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. |
(111) |
Η Επιτροπή διαφώνησε με την άποψη ότι τηρούνταν μόνο μία σειρά λογαριασμών. Αντιθέτως, οι λογαριασμοί της Favorit που χρησιμοποιούνταν για τη φορολογική λογιστική δεν ήταν πλήρεις. Δεδομένου ότι οι λογαριασμοί θα έπρεπε κανονικά να περιλαμβάνουν αγορές και μεταπωλήσεις ρωσικού κόντρα-πλακέ σημύδας, η Επιτροπή διαφώνησε με την άποψη ότι η αξιοπιστία τους ήταν άνευ σημασίας για την αξιολόγηση της αίτησης απαλλαγής. Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι το συμπέρασμά της για την εφαρμογή του άρθρου 18 βασίστηκε σε διάφορους παράγοντες, οι οποίοι περιγράφονται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 90 έως 93, και όχι σ’ ένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο. Ως εκ τούτου, απέρριψε τον ισχυρισμό ότι οι ελλείψεις στο λογιστικό της σύστημα ήταν άνευ σημασίας. |
(112) |
Η Favorit υποστήριξε επίσης ότι το ερωτηματολόγιο και η επιστολή για την αναγγελία της επαλήθευσης απαιτούσαν τον έλεγχο συμφωνίας όλων των στοιχείων με το ισοζύγιο του καθολικού και με τις ηλεκτρονικές καταγραφές, κάτι που έπραξε η Favorit. Έκρινε ότι η Επιτροπή δεν «διευκρίνισε ρητά» ότι η Favorit έπρεπε επιπλέον να συνδέσει τα στοιχεία με ορισμένους «επίσημους λογαριασμούς». Υποστήριξε επιπλέον ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε επίσης τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να διαρθρώνονται οι πληροφορίες αυτές. Επομένως, κατά την άποψή της, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις πραγματικές δυσχέρειες που αντιμετώπισε η Favorit (όπως η απουσία οικονομικών καταστάσεων) και τις οποίες είχε γνωστοποιήσει στην Επιτροπή. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή δεν μπορούσε συνεπώς να κατηγορήσει τη Favorit για την εικαζόμενη έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους της. |
(113) |
Η Επιτροπή διαφώνησε. Διευκρίνισε ρητά τις ζητούμενες πληροφορίες και τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες αυτές θα έπρεπε να διαρθρώνονται στο ερωτηματολόγιο. Αυτό συνάδει επίσης με τη συνήθη πρακτική της να επαληθεύει την ακρίβεια των πληροφοριών προβαίνοντας στη διασταύρωσή τους, μεταξύ άλλων, με επίσημους λογαριασμούς, φορολογικές δηλώσεις ή στοιχεία που τηρούνται στο εργοστάσιο. Ωστόσο, η Favorit δεν μπόρεσε να προβεί σε έλεγχο συμφωνίας των στοιχείων με επίσημα ή με υποκείμενα σε ανεξάρτητο έλεγχο έγγραφα. Η Επιτροπή επανέλαβε επίσης ότι ο λόγος για την εφαρμογή του άρθρου 18 δεν ήταν η άρνηση της Favorit να παράσχει τις ζητούμενες πληροφορίες, αλλά τα πραγματικά στοιχεία που επεξηγούνται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 90 έως 93. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό. |
(114) |
Η Favorit υποστήριξε ότι, κατά την επιτόπια επαλήθευση, προέβη σε έλεγχο συμφωνίας των εσόδων που περιλαμβάνονται στη ενότητα της φορολογικής λογιστικής με τα έσοδα των δηλώσεων ΦΠΑ και ότι προέβη επίσης σε έλεγχο συμφωνίας των εσόδων με την ενότητα διαχείρισης και φορολογικής λογιστικής. Από τον εν λόγω έλεγχο συμφωνίας στοιχείων προέκυψε ότι και τα δύο σύνολα δεδομένων προέρχονταν από τους ίδιους λογαριασμούς και, ως εκ τούτου, ήταν αξιόπιστα, ακριβή και επαληθεύσιμα. Επομένως, η επιστολή βάσει του άρθρου 18 ήταν προδήλως εσφαλμένη και μη αιτιολογημένη, δεδομένου ότι προέβαλε τον ισχυρισμό ότι υπήρχε πρόβλημα σχετικά με τον έλεγχο συμφωνίας των στοιχείων, ενώ ερχόταν επίσης σε αντίθεση και με το παράρτημα II παράγραφος 1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. |
(115) |
Η Επιτροπή επισήμανε ότι μόνο ένα μέρος των λογαριασμών συμφωνούσε με επίσημα έγγραφα, πράγμα που δεν μπορούσε να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο ότι η εταιρεία υπέβαλε με ορθό τρόπο όλες τις υπόλοιπες πληροφορίες. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαφώνησε με τον ισχυρισμό ότι έπρεπε να κάνει δεκτά τα στοιχεία επειδή μέρος των εργασιών αντιστοιχούσε στους επίσημους λογαριασμούς. Όπως διευκρινίζεται ανωτέρω, το γεγονός ότι δεν ήταν δυνατός ο έλεγχος συμφωνίας όλων των στοιχείων έθεσε υπό αμφισβήτηση όλες τις πληροφορίες που υπέβαλε η Favorit. Συνεπώς, απέρριψε τον ισχυρισμό. |
(116) |
Η Favorit ισχυρίστηκε επίσης ότι στην επιστολή βάσει του άρθρου 18 δεν διευκρινίστηκε ποια διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία επρόκειτο να εφαρμοστούν ούτε αν τα εν λόγω διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία βασίζονταν σε στοιχεία της Favorit ή σε οτιδήποτε άλλο. Από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε η εμπλοκή της Favorit σε μεταφορτώσεις ή άλλες πρακτικές καταστρατήγησης. Ακόμη και αν εφαρμοζόταν το άρθρο 18 παράγραφος 1, τα μόνα πραγματικά στοιχεία που θα αντικαθιστούσαν εύλογα τις ελλείπουσες πληροφορίες θα ήταν τα στοιχεία που υπέβαλε η Favorit. Κατά την άποψή της, η παρέκταση των συμπερασμάτων σχετικά με την καταστρατήγηση σε επίπεδο χώρας στη Favorit ήταν αδικαιολόγητη, δεδομένου ότι η εν λόγω επιλογή πραγματικών στοιχείων αποσκοπούσε σαφώς στην τιμωρία ενός μη συνεργαζόμενου μέρους, κάτι που δεν συνέβη στην περίπτωση της Favorit. |
(117) |
Η Favorit έκρινε επίσης ότι οποιαδήποτε απόπειρα συναγωγής επιζήμιων συμπερασμάτων από την εικαζόμενη άρνηση συνεργασίας ήταν παράνομη βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, καθώς και βάσει του άρθρου 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Ισχυρίστηκε ότι, σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Μεξικό — Μέτρα αντιντάμπινγκ για το ρύζι και την έκθεση της ειδικής ομάδας, Κίνα — GOES, η Επιτροπή πρέπει να βρει «βέλτιστες διαθέσιμες πληροφορίες», οι οποίες δεν πρέπει να είναι απλώς ορθές ή χρήσιμες καθαυτές, αλλά «οι πλέον πρόσφορες» ή «οι πλέον κατάλληλες», και ότι η άρνηση συνεργασίας δεν δικαιολογεί την εξαγωγή επιζήμιων συμπερασμάτων (24). Η Favorit επανέλαβε το ίδιο επιχείρημα μετά την κοινοποίηση. |
(118) |
Η Επιτροπή επανέλαβε ότι τα στοιχεία της Favorit δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τη συναγωγή των συμπερασμάτων της. Όπως διευκρινίζεται ανωτέρω, τα στοιχεία που υπέβαλε η εταιρεία δεν ήταν επαληθεύσιμα και, κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ούτε βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Όπως επιβεβαιώνει το Δικαστήριο, εναπόκειται σε κάθε μεμονωμένο παραγωγό-εξαγωγέα να αποδείξει ότι η ειδική κατάσταση υπό την οποία τελεί δικαιολογεί να του χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού (25). Συνεπώς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Favorit δεν απέδειξε ότι ήταν πραγματικός παραγωγός που δεν επιδιδόταν σε δραστηριότητες καταστρατήγησης. Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με την προηγούμενη πρακτική της, η Επιτροπή δεν είχε άλλη επιλογή παρά να βασιστεί σε συμπεράσματα σχετικά με την καταστρατήγηση σε επίπεδο χώρας. Επίσης, το άρθρο 18 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, όταν ένα μέρος αρνείται να συνεργαστεί ή συνεργάζεται μεν, αλλά μόνον εν μέρει, το τελικό αποτέλεσμα «ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό ... από ό,τι θα ήταν αν είχε δεχθεί να συνεργασθεί». Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η εφαρμογή των συμπερασμάτων σε επίπεδο χώρας στη Favorit ήταν λιγότερο ευνοϊκή για τη Favorit δεν αποσκοπούσε στην τιμωρία της Favorit, αλλά ήταν η μόνη επιλογή και συνέπεια του γεγονότος ότι δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία της. |
(119) |
Η Favorit ισχυρίστηκε επίσης ότι υπέβαλε την κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης των εμπόρων στο Καζακστάν μέσω των οποίων πραγματοποιούσε εξαγωγές και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε να προβεί σε πλήρη επαλήθευση και έλεγχο συμφωνίας των στοιχείων. Επίσης, υποστήριξε ότι οι εν λόγω έμποροι δεν είχαν την υποχρέωση να υποβάλλουν ελεγμένους λογαριασμούς. Η Favorit υποστήριξε επίσης ότι η Επιτροπή εσφαλμένα θεώρησε ότι δεν υπέβαλε κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης του εμπόρου εκτός Καζακστάν. Επανέλαβε επίσης ότι ο έμπορος εκτός Καζακστάν δεν ήταν υποχρεωμένος να διαθέτει ελεγμένους λογαριασμούς. |
(120) |
Η Επιτροπή επισήμανε ότι οι καταστάσεις αποτελεσμάτων χρήσης των εμπόρων αντικατόπτριζαν μόνο ένα μέρος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Favorit και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούσαν αποδεικτικά στοιχεία της ορθότητας των στοιχείων που υπέβαλε η Favorit. Ομοίως, οι λογαριασμοί του εμπόρου εκτός Καζακστάν περιλάμβαναν μέρος μόνο των πωλήσεων της Favorit και δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να διαπιστωθεί η ακρίβεια των λογαριασμών της Favorit. Συνεπώς, απέρριψε τον ισχυρισμό. |
(121) |
Η Favorit υποστήριξε επιπλέον ότι, κατά την πάγια πρακτική της Επιτροπής, η άρνηση συνεργασίας στην έρευνα κατά της καταστρατήγησης δεν οδηγούσε αυτομάτως ούτε στο συμπέρασμα περί καταστρατήγησης εξ ορισμού ούτε στην πλήρη παράβλεψη των υποβληθέντων στοιχείων. Παρέπεμψε στην έρευνα σχετικά με τα υφάσματα από υαλοΐνες από το Μαρόκο, στην οποία διαπιστώθηκε ότι ένας παραγωγός δεν συνεργάστηκε με βάση επτά ζητήματα, αλλά η Επιτροπή έκανε δεκτά τα στοιχεία του (26), και σε έρευνα σχετικά με την κουμαρίνη από την Ινδία (27), στην οποία μια εταιρεία παραπλάνησε την Επιτροπή ως προς τη σύνδεσή της με τις εμπορικές εταιρείες της, αλλά δεν εφαρμόστηκε το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η πρόθεση της Επιτροπής να εφαρμόσει τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία και η πρόθεσή της να απορρίψει τα στοιχεία της συνιστούσε παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία επιβάλλει την αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων με τον ίδιο τρόπο. Η Favorit ισχυρίστηκε επίσης ότι η κατάστασή της ήταν παρόμοια με την επίμαχη κατάσταση στην απόφαση Maxcom και, συνεπώς, δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί καταστρατήγηση από τη Favorit με βάση την καταστρατήγηση σε επίπεδο χώρας. Η Favorit θεώρησε ότι προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία δεν εφάρμοζε πρακτικές καταστρατήγησης και ότι, συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εφαρμόσει στην περίπτωσή της τα συμπεράσματα σε επίπεδο χώρας. |
(122) |
Η Επιτροπή επισήμανε ότι τα συμπεράσματα συνάγονται κατά περίπτωση και, στην προκειμένη περίπτωση, όπως εξηγείται εκτενώς ανωτέρω, εξετάστηκε δεόντως αν δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία στο σύνολό τους ή μόνο συγκεκριμένη πληροφορία, αν οι ελλείπουσες πληροφορίες είχαν σημαντικό αντίκτυπο στο αποτέλεσμα της έρευνας και αν η Επιτροπή θα μπορούσε να καταλήξει σε εύλογο συμπέρασμα χωρίς τις πληροφορίες αυτές. Επιπλέον, τα πραγματικά στοιχεία των υποθέσεων που επικαλέστηκε η Favorit ήταν εντελώς διαφορετικά από πολλές απόψεις. Ειδικότερα, στις άλλες υποθέσεις, το επιχειρηματικό μοντέλο των οικείων εταιρειών ήταν διαφορετικό και η απουσία ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων δεν συνιστούσε πρόβλημα. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή δεν συμφώνησε με την άποψη ότι, επειδή τα στοιχεία δεν απορρίφθηκαν πλήρως στις ανωτέρω υποθέσεις, έπρεπε να ακολουθήσει την ίδια προσέγγιση και στην παρούσα υπόθεση. Επομένως, έκρινε τον ισχυρισμό αβάσιμο. Επίσης, η Επιτροπή διαφώνησε με τον ισχυρισμό ότι υπήρχαν επαληθευμένα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι η Favorit δεν εφάρμοζε πρακτικές καταστρατήγησης —η απουσία αξιόπιστων και επαληθεύσιμων στοιχείων δεν επέτρεψε στην εταιρεία να αποδείξει την απουσία πρακτικών καταστρατήγησης. |
(123) |
Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συμπεράσματα για τη Favorit έπρεπε να βασιστούν στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού και ότι η Favorit δεν απέδειξε ότι ήταν παραγωγός που δεν επιδιδόταν σε δραστηριότητες καταστρατήγησης κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση απαλλαγής. |
(124) |
Μετά την κοινοποίηση, η Favorit προέβαλε εκ νέου τους ίδιους ισχυρισμούς. Επανέλαβε ότι είχε αποδείξει ότι δεν μεταφόρτωνε ρωσικό κόντρα-πλακέ σημύδας και ότι η Επιτροπή ενέργησε κατά παράβαση της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του βασικού κανονισμού. Υποστήριξε κυρίως ότι διέθετε αξιόπιστο λογιστικό σύστημα, ότι οι πληροφορίες που υπέβαλε ήταν επαληθεύσιμες, ότι γινόταν σαφής διάκριση των αποθεμάτων της μεταξύ ίδιας παραγωγής και παραγωγής τρίτων και ότι διέθετε μόνο μία σειρά λογαριασμών. Υποστήριξε εκ νέου ότι η Επιτροπή επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες. |
(125) |
Η Favorit υποστήριξε επίσης ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ως μικρή επιχείρηση εγκατεστημένη σε αναπτυσσόμενη χώρα. Επανέλαβε επίσης ότι η χρήση των διαθέσιμων πραγματικών στοιχείων είχε αρνητικές επιπτώσεις για τη Favorit, κατά παράβαση του άρθρου 6 παράγραφος 8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. |
(126) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η Favorit είχαν ήδη εξεταστεί λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 122. Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν νέες παρατηρήσεις επί της ουσίας, επιβεβαιώθηκε το συμπέρασμα της αιτιολογικής σκέψης 123. |
4.1.2. Συμπεράσματα όσον αφορά τη Semipalatinsk
(127) |
Στην απάντησή της στο ερωτηματολόγιο, η Semipalatinsk ανέφερε ότι δεν ήταν ρωσικά όλα τα υλικά εισροής πεπιεσμένου ξύλου. Ωστόσο, κατά την επιτόπια επαλήθευση, η Επιτροπή ανακάλυψε ότι η πεπιεσμένη ξυλεία από έναν προμηθευτή προερχόταν από τη Ρωσία, ενώ όσον αφορά τις αγορές που πραγματοποιούνταν από τον μεγαλύτερο προμηθευτή της Semipalatinsk, δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί η καταγωγή. Οι πληροφορίες αυτές ήταν απαραίτητες για να διαπιστωθεί, βάσει του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού, ποιο είναι το ποσοστό του υλικού εισροής ρωσικής καταγωγής που χρησιμοποιείται στην παραγωγή κόντρα-πλακέ σημύδας και, ήταν, συνεπώς, απαραίτητο για την αξιολόγηση της αίτησης απαλλαγής. |
(128) |
Επιπλέον, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν μπόρεσαν να καθορίσουν το κόστος εργασίας για τον υπολογισμό της προστιθέμενης αξίας, όπως απαιτείται από το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού, διότι η Semipalatinsk δεν συμπεριλάμβανε όλους τους εργαζομένους στον πίνακα για το κόστος κατασκευής, καθώς αμείβονταν με μετρητά, δηλαδή δεν περιλαμβάνονταν στους επίσημους λογαριασμούς. |
(129) |
Επιπλέον, η Semipalatinsk δεν υπέβαλε εγκαίρως πλήρεις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο για τις συνδεδεμένες εταιρείες της RKD LLP και RKD Latvia. Η υποβολή απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο από τις εν λόγω συνδεδεμένες εταιρείες ζητήθηκε τόσο στο ερωτηματολόγιο όσο και στις μεταγενέστερες επιστολές σχετικά με την ανεπάρκεια των στοιχείων, καθώς και με ηλεκτρονικό μήνυμα στις 27 Νοεμβρίου 2023, πριν από την επιτόπια επαλήθευση. Κατά την επιτόπια επαλήθευση, η Semipalatinsk υπέβαλε μόνο επιμέρους στοιχεία για την RKD LLP, ενώ για την RKD Latvia υποβλήθηκαν ορισμένα επιμέρους στοιχεία μετά την επιτόπια επαλήθευση. Και στις δύο περιπτώσεις, η μη έγκαιρη υποβολή στοιχείων για τις συνδεδεμένες εταιρείες της δεν επέτρεψε στους υπαλλήλους της Επιτροπής να προβούν σε πλήρη και κατάλληλη επιτόπια επαλήθευση. |
(130) |
Επιπλέον των ανωτέρω, την τελευταία ημέρα της επιτόπιας επαλήθευσης, οι υπάλληλοι της Επιτροπής δεν μπόρεσαν να διενεργήσουν τους τελικούς ελέγχους, όπως την επαλήθευση των επαφών με τους προμηθευτές, τους πελάτες και τις συνδεδεμένες εταιρείες. |
(131) |
Η Semipalatinsk, παρότι της το ζητήθηκε, δεν διαβίβασε στις υπηρεσίες της Επιτροπής ολοκληρωμένη επισκόπηση των επαφών με τον κύριο προμηθευτή της. Κατά την επιτόπια επαλήθευση, δεν κοινοποιήθηκε ειδικός λογαριασμός ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που χρησιμοποιούνταν για την επικοινωνία με τους προμηθευτές και τους πελάτες της Semipalatinsk. Ωστόσο, οι υπάλληλοι της Επιτροπής εντόπισαν επικοινωνίες που εγείρουν αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των ισχυρισμών της Semipalatinsk σχετικά με τους εμπορικούς δεσμούς και τις εμπορικές σχέσεις της. |
(132) |
Από την έρευνα προέκυψε ότι οι αποθήκες της RKD LLP και της Semipalatinsk βρίσκονταν στις ίδιες εγκαταστάσεις. Η επισήμανση των προϊόντων γινόταν με μη αυτοματοποιημένο τρόπο και οι ετικέτες δεν περιείχαν πληροφορίες σχετικά με την ταυτοποίηση της παρτίδας ή κωδικό QR/γραμμωτό κωδικό που θα καθιστούσε εφικτή την ιχνηλάτηση της παραγωγής. Επιπλέον, εκτός από την αποθήκη της Semipalatinsk, υπήρχαν αποθήκες και εξωτερικός χώρος αποθήκευσης για το ρωσικό κόντρα-πλακέ σημύδας που αποτελούσε προϊόν αγοράς από την RKD LLP με σκοπό τη μεταπώληση. Ως εκ τούτου, οι υπάλληλοι της Επιτροπής δεν μπόρεσαν να λάβουν τις αναγκαίες διαβεβαιώσεις σχετικά με τις δραστηριότητες της RKD LLP όσον αφορά τη διακίνηση του ρωσικού κόντρα-πλακέ σημύδας που αποτελεί αντικείμενο εμπορίας. Επίσης, σε άλλη αποθήκη, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να επαληθεύσει τη διακίνηση των εμπορευμάτων, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν επιτόπου δικαιολογητικά έγγραφα ούτε συστήματα ΤΠ. |
(133) |
Κατά την επιτόπια επαλήθευση, η Semipalatinsk διευκρίνισε ότι το Καζακστάν δεν διαθέτει επαρκή ξυλεία σημύδας που θα καθιστούσε οικονομικά υγιή την παραγωγή κόντρα-πλακέ σημύδας για το Καζακστάν στο σύνολό του. Για τον λόγο αυτόν, η Semipalatinsk αγόραζε ρωσικό «πεπιεσμένο ξύλο με τη μορφή πλακών» ως υλικό εισροής, ενώ εισήγε ένα τελικό στρώμα καπλαμά σημύδας ίδιας παραγωγής από κορμούς του Καζακστάν. Αυτό το υλικό εισροής ήταν το κύριο υλικό εισροής κατά την ΠΕ. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να εντοπίσει αποθέματα του εν λόγω υλικού εισροής. Η Semipalatinsk ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια των επιτόπιων επαληθεύσεων δεν υπήρχαν νέες παραγγελίες και, κατά συνέπεια, δεν υπήρχαν αποθέματα των υλικών εισροής στις αποθήκες. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός ερχόταν σε αντίθεση με τις δηλώσεις της Semipalatinsk σχετικά με τη σημασία του συγκεκριμένου υλικού εισροής στο επιχειρηματικό μοντέλο της. |
(134) |
Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Semipalatinsk για την πρόθεσή της να εφαρμόσει το άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού και να βασιστεί για τη συναγωγή των συμπερασμάτων της στα βέλτιστα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία κατά την έννοια του ίδιου άρθρου. |
(135) |
Η Semipalatinsk, στην απάντησή της στην επιστολή βάσει του άρθρου 18, ισχυρίστηκε ότι η προμήθεια του υλικού εισροής πλακών πεπιεσμένου ξύλου πραγματοποιούνταν μέσω Καζάκων προμηθευτών, για τους οποίους δεν υπήρχαν νομικές υποχρεώσεις όσον αφορά την παροχή τεκμηρίωσης σχετικά με την καταγωγή. Επιπλέον, η Semipalatinsk τόνισε ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε νωρίτερα τις πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή του υλικού εισροής και ότι η περαιτέρω επεξεργασία του εν λόγω υλικού εισροής αντιστοιχούσε σε προστιθέμενη αξία 47 % επί του κόστους κατασκευής προκειμένου να ληφθεί το τελικό προϊόν. |
(136) |
Η Semipalatinsk ισχυρίστηκε ότι, κατά την επιτόπια επαλήθευση, κοινοποίησε τις επαφές που είχαν πραγματοποιηθεί μ’ έναν από τους προμηθευτές της. Επίσης, η εταιρεία υποστήριξε ότι οι πίνακες του ερωτηματολογίου παρείχαν αξιόπιστες πληροφορίες και περιλάμβαναν το σύνολο των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αμείβονται με μετρητά. Επιπλέον, η Semipalatinsk ισχυρίστηκε ότι υπέβαλε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις συνδεδεμένες εταιρείες RKD LLP και RKD Latvia. Τέλος, η Semipalatinsk ισχυρίστηκε ότι η RKD LLP και η Semipalatinsk διαθέτουν διαφορετικές αποθήκες, δεδομένου ότι έχουν διαφορετικούς υπαλλήλους, καθώς και χωριστές συμφωνίες μίσθωσης και εγκαταστάσεις φόρτωσης. |
(137) |
Η Επιτροπή απέρριψε τους ανωτέρω ισχυρισμούς. Η Επιτροπή ζήτησε την καταγωγή των υλικών εισροής τόσο στο ερωτηματολόγιο όσο και στις επιστολές σχετικά με την ανεπάρκεια των στοιχείων που απεστάλησαν στη συνέχεια. Παρότι η Semipalatinsk κατέβαλε κάποιες προσπάθειες να προσκομίσει απόδειξη της καταγωγής του υλικού εισροής, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να λάβει εγκαίρως αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή για το μεγαλύτερο ποσοστό του υλικού εισροής. Επιπλέον, οι υπάλληλοι της Επιτροπής επανυπολόγισαν την προστιθέμενη αξία των μερών που χρησιμοποιήθηκαν, κατά τη διάρκεια της εργασίας συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης, και ήταν μικρότερη από το 1 % του κόστους κατασκευής. |
(138) |
Η Επιτροπή απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό ότι, κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης, ενημερώθηκε για τον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον οποίο πραγματοποιούνταν η επικοινωνία με ορισμένους προμηθευτές. Η Semipalatinsk ενημέρωσε τους υπαλλήλους της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη του εν λόγω λογαριασμού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μόνο στο τέλος της επιτόπιας επαλήθευσης. Ως εκ τούτου, δεν ήταν εφικτή η διεξαγωγή των αναγκαίων ελέγχων, επιπλέον του μη διαθέσιμου προσωπικού ΤΠ για την επίλυση των τεχνικών προβλημάτων που ανέκυψαν στο τέλος της επιτόπιας επαλήθευσης. |
(139) |
Επιπλέον, η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς της Semipalatinsk ότι υπέβαλε εγκαίρως και πλήρη ερωτηματολόγια για τις RKD LLP και RKD Latvia. Όσον αφορά την πρώτη εταιρεία, η Semipalatinsk υπέβαλε ορισμένα αποσπασματικά στοιχεία κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης, ενώ όσον αφορά τη δεύτερη εταιρεία, υπέβαλε ορισμένα αποσπασματικά στοιχεία μετά την επιτόπια επαλήθευση. Η διαβίβαση των στοιχείων αυτών δεν ήταν ούτε έγκαιρη ούτε πλήρης, αλλά υπερβολικά εκπρόθεσμη ώστε να είναι εφικτή η επαλήθευση των πληροφοριών αυτών. Το γεγονός ότι η RKD Latvia διατηρούσε σχέσεις και με άλλα μη συνδεδεμένα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν άνευ σημασίας, διότι η RKD Latvia ήταν συνδεδεμένη εταιρεία και, ως εκ τούτου, έπρεπε να υποβάλει τις ζητούμενες πληροφορίες. Στις 27 Νοεμβρίου 2023, δηλαδή μία εβδομάδα πριν από την έναρξη της επιτόπιας επαλήθευσης, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Semipalatinsk, με την αποκαλούμενη επιστολή για την αναγγελία της επαλήθευσης, ότι δεν μπορούσε να υποβάλει νέες πληροφορίες κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης. Στην εν λόγω επιστολή επεξηγούσε επίσης ότι οποιαδήποτε αλλαγή στα υποβληθέντα στοιχεία, τα οποία θα παρέχονταν μετά την ημερομηνία αυτή, μπορούσε να ενεργοποιήσει την εφαρμογή του άρθρου 18. Η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η Semipalatinsk υπέβαλε αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με το κόστος εργασίας. Παρότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το κόστος εργασίας που αναφέρεται στον πίνακα «Παράρτημα 2 — Αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με την κατανάλωση κόστους» περιλάμβανε όλους τους εργαζομένους, μέρος του κόστους αυτού πληρώνεται με μετρητά και, κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτεί το κόστος εργασίας στους οικονομικούς λογαριασμούς της Semipalatinsk. |
(140) |
Τέλος, η Επιτροπή απέρριψε ως επουσιώδεις τους ισχυρισμούς της Semipalatinsk ότι οι δύο εταιρείες διαθέτουν διαφορετικές αποθήκες και διαφορετικούς υπαλλήλους. Η Επιτροπή επανέλαβε ότι, παρόλο που οι αποθήκες των δύο εταιρειών ενδέχεται να έχουν χωριστές συμφωνίες μίσθωσης, εγκαταστάσεις φόρτωσης και υπαλλήλους, δεν μπόρεσε να λάβει την απαραίτητη διαβεβαίωση σχετικά με τις δραστηριότητες της RKD LLP όσον αφορά τη διακίνηση ρωσικού κόντρα-πλακέ σημύδας που αποτελεί αντικείμενο εμπορίας. |
(141) |
Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Semipalatinsk δεν απέδειξε ότι ήταν παραγωγός που δεν επιδιδόταν σε δραστηριότητες καταστρατήγησης κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού και ότι, ως εκ τούτου, τα συμπεράσματα όσον αφορά την Semipalatinsk έπρεπε να βασιστούν στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού, δηλαδή να εφαρμοστούν τα συμπεράσματα σχετικά με την καταστρατήγηση σε επίπεδο χώρας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση απαλλαγής. |
(142) |
Μετά την κοινοποίηση, η Semipalatinsk ισχυρίστηκε ότι η μονάδα παραγωγής της λειτουργούσε από το 2012, δηλαδή πριν από την έναρξη της αρχικής έρευνας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας από τη Ρωσία. Η Semipalatinsk ισχυρίστηκε επίσης ότι επέδειξε υψηλό επίπεδο συνεργασίας με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας και ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι δεν είναι πραγματικός παραγωγός κόντρα-πλακέ σημύδας ήταν εσφαλμένο και ανακριβές. |
(143) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι η εικαζόμενη ημερομηνία έναρξης της παραγωγής δεν επηρέαζε τα συμπεράσματα της έρευνας όσον αφορά τη Semipalatinsk. Επιπλέον, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι υπήρξε κάποιος βαθμός συνεργασίας του προσωπικού της Semipalatinsk κατά την έρευνα και επίσης κατά τη διάρκεια της επαλήθευσης, ωστόσο η εταιρεία δεν παρείχε τις απαραίτητες πληροφορίες εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στον βασικό κανονισμό. Ως εκ τούτου, διαπιστώθηκε ότι η Semipalatinsk δεν απέδειξε ότι ήταν πραγματικός παραγωγός που δεν συμμετείχε στη διαπιστωθείσα πρακτική καταστρατήγησης. |
(144) |
Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση, η Semipalatinsk δεν προέβαλε κανένα νέο τεκμηριωμένο ισχυρισμό και ότι όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η Semipalatinsk εξετάστηκαν λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 135 έως 140 ανωτέρω. |
(145) |
Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν νέες παρατηρήσεις επί της ουσίας, επιβεβαιώθηκε το συμπέρασμα που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 141 ανωτέρω. |
4.1.3. Συμπεράσματα όσον αφορά τη Severnyi Fanernyi Kombinat LLP
(146) |
Κατά την επιτόπια επαλήθευση στη Severnyi Fanernyi Kombinat LLP και στις συνδεδεμένες εταιρείες της (στο εξής: SFK), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η SFK δεν ανέφερε τη συνδεδεμένη εταιρεία της στη Ρωσία. Η εταιρεία αναφερόταν ως μη συνδεδεμένος προμηθευτής κορμών. Ως εκ τούτου, η SFK δεν υπέβαλε απάντηση στο ερωτηματολόγιο για την εν λόγω εταιρεία. Κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι για ορισμένες συναλλαγές που επιλέχθηκαν ως δείγμα για διεξοδική επαλήθευση, η SFK δήλωσε με ανακριβή τρόπο την καταγωγή ρωσικών κορμών (ως καταγωγής Καζακστάν) (28). Στη βάση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι η SFK παρεμπόδιζε σημαντικά την έρευνα με την παροχή ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών. Επιπλέον, και δεδομένου ότι οι πληροφορίες έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό του ποσοστού του υλικού εισροής που αγοραζόταν στη Ρωσία και για τον υπολογισμό της προστιθέμενης αξίας, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία της SFK προκειμένου να διαπιστώσει ότι δεν εφάρμοζε πρακτικές καταστρατήγησης. Στη βάση αυτή, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ενημέρωσαν την SFK ότι σκόπευαν να μη λάβουν υπόψη τα στοιχεία της και να εφαρμόσουν το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. |
(147) |
Η SFK διαφώνησε. Προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τη σημαντική συνολική προσπάθεια που κατέβαλε η SFK όσον αφορά τη συνεργασία, το γεγονός ότι ήταν σημαντικός εργοδότης στην περιοχή της και το γεγονός ότι δραστηριοποιούνταν σε αναπτυσσόμενη χώρα. Η SFK επισήμανε περαιτέρω τις προσπάθειες που κατέβαλε για την προετοιμασία λεπτομερούς απάντησης στο ερωτηματολόγιο, παρά τον περιορισμένο αριθμό μελών του προσωπικού της και την απουσία ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων, και παρέπεμψε σε όλες τις πληροφορίες και τους ελέγχους συμφωνίας στοιχείων που είχε υποβάλει. Επίσης, η SFK ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή υπερέβαλε κατάφωρα με τον ισχυρισμό ότι η μη κοινοποίηση της σχέσης με τη συνδεδεμένη εταιρεία της στη Ρωσία και η ψευδής δήλωση καταγωγής για μία από τις συναλλαγές του δείγματος σήμαινε ότι η SFK παρείχε ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες και παρεμπόδιζε σημαντικά την έρευνα. Έκρινε ότι η Επιτροπή έσφαλε τόσο από νομική όσο και από πραγματική άποψη, παραβίασε τις υποχρεώσεις της ΕΕ στο πλαίσιο του ΠΟΕ, εισήγαγε διακρίσεις και δεν έλαβε υπόψη την κοπιώδη εργασία των μελών του προσωπικού του ομίλου SFK. Η SFK έκρινε επίσης ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια του ελέγχου συμφωνίας των διαφόρων πληροφοριών, και όπως επαληθεύτηκε από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης, απέδειξε ότι δεν εφάρμοζε πρακτικές καταστρατήγησης. |
(148) |
Η SFK θεώρησε ότι η πρόθεση της Επιτροπής να μη λάβει υπόψη τα στοιχεία της SFK στο σύνολό τους ήταν προδήλως αντίθετη προς το άρθρο 6 παράγραφος 8 και το παράρτημα II παράγραφος 3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Παρέπεμψε στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στην υπόθεση Ηνωμένες Πολιτείες — Χάλυβας θερμής έλασης (29), στην οποία διευκρινίζεται ότι, σύμφωνα με το παράρτημα II παράγραφος 3, οι ερευνούσες αρχές καλούνται να χρησιμοποιούν πληροφορίες εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα ότι οι εν λόγω πληροφορίες είναι επαληθεύσιμες, διαβιβάστηκαν με τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να είναι δυνατή η χρήση τους στην έρευνα χωρίς αδικαιολόγητες δυσκολίες, και υποβλήθηκαν εγκαίρως. Ισχυρίστηκε ότι εάν πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές, οι ερευνούσες αρχές δεν είχαν το δικαίωμα να απορρίψουν τις υποβληθείσες πληροφορίες κατά τη λήψη απόφασης. Κατά τη γνώμη της, οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνταν στην παρούσα έρευνα, δεδομένου ότι η Επιτροπή επαλήθευσε κάθε έγγραφο που υποβλήθηκε εγκαίρως και από το οποίο προκύπτει η απουσία καταστρατήγησης. Η SFK θεώρησε ότι η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση των στοιχείων που υπέβαλε η SFK με εσφαλμένη σειρά και παρέπεμψε στην υπόθεση ΗΠΑ — Δασμοί αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικοί δασμοί (Κορέα) (30). Η ορθή σειρά θα ήταν να εξεταστούν, καταρχάς, όλες οι πληροφορίες ως άμεση απάντηση στην Επιτροπή, και δεδομένου ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες πληρούσαν τα κριτήρια του παραρτήματος II παράγραφος 3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της όλες τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να κάνει δεκτή την αίτηση απαλλαγής της SFK. |
(149) |
Η Επιτροπή διαφώνησε. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της SFK, έκρινε ότι η μη αναφορά συνδεδεμένης εταιρείας στη Ρωσία και η ανακριβής δήλωση όσον αφορά την καταγωγή των αγορασθέντων κορμών παρεμπόδιζαν σοβαρά την έρευνα. Κατά την ΠΕ, η SFK αγόραζε κορμούς σημύδας, καπλαμά, ρητίνη καθώς και κόντρα-πλακέ σημύδας στη Ρωσία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έπρεπε να καθορίσει το ακριβές ποσοστό του υλικού εισροής από τη Ρωσία, προκειμένου να διαπιστώσει αν τα ρωσικά μέρη αντιπροσώπευαν το 60 % τουλάχιστον της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος και αν η προστιθέμενη αξία των μερών που χρησιμοποιούνταν υπερέβαινε το 25 % του κόστους κατασκευής. Επομένως, οι πληροφορίες σχετικά με την αξία και την καταγωγή του υλικού εισροής είχαν άμεσο αντίκτυπο στην αξιολόγηση της αίτησης απαλλαγής. Λαμβανομένου υπόψη ότι δεν ήταν δυνατή η επαλήθευση της απάντησης της συνδεδεμένης ρωσικής εταιρείας στο ερωτηματολόγιο, και δεδομένου ότι από τους λογαριασμούς της SFK με τη συνδεδεμένη εταιρεία προέκυψαν χρηματοοικονομικές συναλλαγές πέραν των αγορών κορμών (τις οποίες η εταιρεία ερμήνευσε ως «προκαταβολές»), η Επιτροπή δεν μπόρεσε να επαληθεύσει τις ποσότητες και τις τιμές των κορμών, ούτε αν αγοράστηκε άλλο υλικό εισροής ή το οικείο προϊόν. Δεδομένου ότι η απάντηση της συνδεδεμένης εταιρείας στο ερωτηματολόγιο δεν υποβλήθηκε όταν ζητήθηκε κατά την έναρξη της έρευνας, αλλά υποβλήθηκε στο τέλος μόνο της επιτόπιας επαλήθευσης, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτούν οι πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοοικονομική ροή και τη ροή εμπορευμάτων μεταξύ της SFK και της ρωσικής συνδεδεμένης εταιρείας της. Επομένως, δεν ήταν δυνατόν να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι διαβιβάστηκαν δεόντως και εγκαίρως και ότι οι πληροφορίες ήταν επαληθεύσιμες. Συνεπώς, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του παραρτήματος II παράγραφος 3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. |
(150) |
Επιπλέον, η SFK έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αγνοήσει όλες τις πληροφορίες που υπέβαλε η SFK. Παρέπεμψε στο άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο «όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία». Στη βάση αυτή, έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να προχωρήσει στην έρευνά της με την εφαρμογή των σχετικών διαθέσιμων πραγματικών στοιχείων και την αντιμετώπιση, συνεπώς, της ρωσικής εταιρείας ως συνδεδεμένης εταιρείας, και να θεωρήσει ότι οι κορμοί που δηλώθηκαν εσφαλμένα προέρχονταν από τη Ρωσία. Ισχυρίστηκε, ωστόσο, ότι τα εν λόγω διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία δεν είχαν καμία επίπτωση στα στοιχεία που υπέβαλε η SFK κατά τη διάρκεια της έρευνας, από τα οποία προέκυπτε η απουσία πρακτικών καταστρατήγησης. Επιπλέον, η SFK θεώρησε ότι η Επιτροπή δεν χρειαζόταν τη χώρα από την οποία προέρχονται τα μέρη για τον υπολογισμό της προστιθέμενης αξίας. Έκρινε ότι δεν είχε σημασία αν ο προμηθευτής ήταν συνδεδεμένος ή όχι, διότι, ακόμη και αν έπρεπε να προσαρμοστούν οι τιμές μεταβίβασης για μια εισροή, αυτό θα είχε εξίσου αντίκτυπο στο συνολικό κόστος κατασκευής, με αποτέλεσμα η προστιθέμενη αξία να παραμείνει η ίδια. Ως εκ τούτου, η επιστολή βάσει του άρθρου 18 βασίστηκε σε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης και ήταν αντίθεση προς το άρθρο 13 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. |
(151) |
Η Επιτροπή διαφώνησε με τον ισχυρισμό ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η μόνη συνέπεια για την παροχή ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της ρωσικής εταιρείας ως συνδεδεμένης εταιρείας και η αντιμετώπιση των κορμών από δειγματοληπτική συναλλαγή που είχαν δηλωθεί εσφαλμένα ως προερχόμενα από τη Ρωσία. Οι ψευδείς πληροφορίες σχετικά με τους κορμούς και το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να επαληθεύσει τον συνδεδεμένο Ρώσο προμηθευτή κατέστησαν αναξιόπιστο ολόκληρο το σύνολο δεδομένων της SFK. Η SFK δήλωσε ότι οι ποσότητες που αγόραζε από τον συνδεδεμένο Ρώσο προμηθευτή ήταν μεταξύ [6–10 %]. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να επαληθεύσει τις ποσότητες των κορμών ούτε την πληροφορία ότι η SFK αγόραζε μόνο κορμούς από την εταιρεία και όχι απευθείας το οικείο προϊόν. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, στο τέλος του 2023, η SFK διατηρούσε ανεξόφλητο χρέος προς τη ρωσική εταιρεία, το οποίο ήταν ίσο προς το ήμισυ του κύκλου εργασιών της με την εν λόγω εταιρεία. Επίσης, η SFK αγόρασε κατά την ΠΑ το οικείο προϊόν από τη Ρωσία, το οποίο αρχικά δηλώθηκε στην Επιτροπή ως «μη τελειωμένα προϊόντα». Επομένως, το γεγονός ότι η SFK δεν υπέβαλε στην Επιτροπή απάντηση στο ερωτηματολόγιο επηρέασε άμεσα το αποτέλεσμα της έρευνας. |
(152) |
Επιπλέον, το ακριβές ποσοστό του υλικού εισροής στο κόστος κατασκευής είχε σημασία όχι μόνο για τον καθορισμό του ποσοστού του υλικού εισροής από τη Ρωσία (το κριτήριο του 60 %), αλλά και για την προστιθέμενη αξία (το κριτήριο του 25 %). Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της SFK ότι η προστιθέμενη αξία θα ήταν η ίδια ακόμη και αν το 100 % του υλικού εισροής προερχόταν από τη Ρωσία δεν ήταν ορθοί. |
(153) |
Επιπλέον, η SFK υποστήριξε ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η συνεργασία της SFK στην έρευνα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί άρτια, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να τηρήσει τις διατάξεις του άρθρου 18 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι «[α]ν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτιες από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια». Η SFK θεώρησε ότι τα δύο ζητήματα που έθεσε η Επιτροπή όσον αφορά την ακρίβεια των πληροφοριών σχετικά με την εταιρική δομή και την καταγωγή των κορμών δεν ήταν τέτοια ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπερασμάτων με ικανοποιητική ακρίβεια σχετικά με την απουσία καταστρατήγησης μέσω είτε μεταφόρτωσης είτε εργασιών συναρμολόγησης/συμπλήρωσης. Συνεπώς, η SFK υποστήριξε ότι οι πληροφορίες υποβλήθηκαν εγκαίρως, επαληθεύτηκαν και αντανακλούσαν την ικανότητα συνεργασίας της SFK και, ως εκ τούτου, πρέπει να ληφθούν υπόψη. |
(154) |
Η Επιτροπή επανέλαβε ότι η ψευδής δήλωση των πληροφοριών και το γεγονός ότι το ερωτηματολόγιο της ρωσικής συνδεδεμένης εταιρείας δεν υποβλήθηκε πριν από την επιτόπια επαλήθευση συνιστούσαν ζητήματα που εμπόδιζαν σημαντικά την Επιτροπή να καταλήξει σε συμπέρασμα με ικανοποιητική ακρίβεια. Η ψευδής δήλωση είχε σοβαρό αντίκτυπο στην έρευνα και, κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία της SFK. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό. |
(155) |
Η SFK ισχυρίστηκε ότι ήταν η ίδια η SFK που κοινοποίησε πρώτη στην Επιτροπή την ύπαρξη σύνδεσης με τη ρωσική συνδεδεμένη εταιρεία, και ότι δεν ήταν η Επιτροπή που επισήμανε για πρώτη φορά το γεγονός αυτό. Υποστήριξε ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι η Επιτροπή γνώριζε ότι η ρωσική εταιρεία ήταν συνδεδεμένη εταιρεία και, όπως περιγράφεται στην έκθεση αποστολής, η Επιτροπή ζήτησε να πληροφορηθεί από την SFK αν διέθετε συνδεδεμένες εταιρείες στη Ρωσία. Και η SFK διευκρίνισε ότι διέθετε μια συνδεδεμένη εταιρεία στη Ρωσία η οποία αγόραζε κορμούς και τους προμήθευε στην SFK. Η SFK επανέλαβε το ίδιο επιχείρημα μετά την κοινοποίηση. Έκρινε ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών. Η SFK επανέλαβε ότι εκείνη ήταν η πρώτη που παρουσίασε τις πληροφορίες για τη ρωσική εταιρεία με τις οποίες παρείχε στοιχεία σχετικά με τη συνδεδεμένη εταιρεία και ότι δεν αμφισβητούσε την ύπαρξή της. |
(156) |
Σύμφωνα με την SFK, το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης ανέφερε ότι η ρωσική εταιρεία ήταν αδρανής εταιρεία και ότι η SFK δεν αγόραζε πλέον κορμούς από το 2020 ήταν σφάλμα, το οποίο υποτίθεται ότι ήταν κατανοητό, δεδομένου ότι δεν ήταν ο ίδιος ο συντάκτης των πινάκων, και το πρόσωπο που κατάρτιζε τους πίνακες δεν γνώριζε για τη σχέση αυτή, αλλά και επειδή οι αγορές κορμών από τη ρωσική εταιρεία αποτελούσαν κατά την ΠΑ μόνο το [6–10 %] των συνολικών αγορών κορμών. Η SFK προέβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν διέθετε επαρκές προσωπικό, ότι όλα τα μέλη του προσωπικού επέδειξαν κάθε δυνατή επιμέλεια και ότι αυτό που συνιστά ουσιαστικά σφάλμα εκ παραδρομής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ψευδής και παραπλανητική πληροφορία. Η παράλειψη της ρωσικής εταιρείας από τους εταιρικούς πίνακες και ο χαρακτηρισμός της ως μη συνδεδεμένης στους πίνακες αγορών κορμών ήταν ακούσιες ενέργειες και αποτελούσαν απλώς παρανόηση ή σφάλμα εκ παραδρομής. Η SFK επανέλαβε το ίδιο επιχείρημα μετά την κοινοποίηση. Η Επιτροπή διαφώνησε με την άποψη ότι ήταν η ίδια η SFK που αποκάλυψε τις πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη της μη αναφερθείσας ρωσικής εταιρείας. Αντιθέτως, η Επιτροπή ήταν εκείνη που ήρθε σε αντιπαράθεση με την εταιρεία για τις πληροφορίες που εντόπισε όσον αφορά τη συνδεδεμένη εταιρεία στη Ρωσία, έναν έμπορο προϊόντων ξυλείας ο οποίος πωλούσε, μεταξύ άλλων, κορμούς σημύδας, πράγμα που η SFK είχε αρνηθεί αρχικά. Η SFK, αφού αναγνώρισε τη σχέση αυτή, δήλωσε αρχικά ότι η εν λόγω εταιρεία ήταν «αδρανής» και ότι, ως εκ τούτου, είχε παύσει προ καιρού να αγοράζει κορμούς από τη συγκεκριμένη εταιρεία. Ωστόσο, από την έρευνα αποκαλύφθηκε ότι η εν λόγω συνδεδεμένη εταιρεία στη Ρωσία ήταν σημαντικός πάροχος κορμών για την SFK κατά την ΠΑ και, ως εκ τούτου, το γεγονός αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τις διευκρινίσεις της εταιρείας ότι δεν υπήρχαν αγορές κορμών μετά το 2020. Στη συνέχεια, η εταιρεία παραδέχθηκε ότι η τελευταία συναλλαγή με την εν λόγω συνδεδεμένη εταιρεία πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2023. Επομένως, δεν ήταν η SFK που αποκάλυψε τις πληροφορίες. Επίσης, θεώρησε ότι η ψευδής δήλωση της εταιρείας ως μη συνδεδεμένης εταιρείας δεν θα μπορούσε να συνιστά σφάλμα εκ παραδρομής του προσώπου που συμπλήρωνε τους πίνακες, δεδομένου ότι το ερώτημα τέθηκε στον ιδιοκτήτη της SFK, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα κατά 100 % ιδιοκτήτης της ρωσικής εταιρείας, και ο οποίος αναγνώρισε τελικά την ύπαρξή της. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή διαφώνησε με τον ισχυρισμό ότι επρόκειτο απλώς για σφάλμα εκ παραδρομής ή για παράλειψη του προσώπου που συμπλήρωνε τους πίνακες. |
(157) |
Η SFK θεώρησε επίσης ότι ήταν εσφαλμένος ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο η απάντηση της ρωσικής εταιρείας στο ερωτηματολόγιο δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτεί και ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα δηλώνοντας ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτές εξ ορισμού. Η SFK υποστήριξε επίσης ότι η απάντηση στο ερωτηματολόγιο υποβλήθηκε εγκαίρως, ήταν και παρέμενε επαληθεύσιμη και ότι θα μπορούσε να είχε διασταυρωθεί μέσω του πίνακα αγορών της SFK. Ως εκ τούτου, υποστήριξε ότι η απάντηση στο ερωτηματολόγιο ήταν επαληθεύσιμη και ήταν δυνατόν να είχε επαληθευτεί, δεδομένου ότι υποβλήθηκε το τελευταίο βράδυ πριν από την τελευταία ημέρα της επαλήθευσης. Το ερωτηματολόγιο εξακολουθούσε να είναι επίσης επαληθεύσιμο, χωρίς να απαιτείται πραγματική επαλήθευση. |
(158) |
Μετά την κοινοποίηση, η SFK προέβαλε εκ νέου το ίδιο επιχείρημα. Ισχυρίστηκε ότι η απάντηση στο ερωτηματολόγιο δεν υποβλήθηκε άκαιρα και ότι, δεδομένου ότι αποτελεί μέρος των τεκμηρίων, θα πρέπει να εξεταστεί πλήρως από την Επιτροπή. Υποστήριξε περαιτέρω ότι η υποβολή ερωτηματολογίου κατά τη διάρκεια της επαλήθευσης θεωρείται επίσης έγκαιρη από την ειδική ομάδα του ΠΟΕ στην έκθεση ΗΠΑ — Δασμοί αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικοί δασμοί (Κορέα) (31), στην οποία αναφέρεται ότι το ερωτηματολόγιο υποβλήθηκε επίσης «εντός των προθεσμιών που καθόρισε το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ (USDOC), ή κατόπιν αιτήματος του USDOC κατά την επαλήθευση». Μετά την κοινοποίηση, η SFK ισχυρίστηκε επίσης ότι η απάντηση στο ερωτηματολόγιο υποβλήθηκε έγκαιρα και ήταν επαληθεύσιμη. Παρέπεμψε στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου με τίτλο Ηνωμένες Πολιτείες — Μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά ορισμένα προϊόντα από χάλυβα θερμής έλασης, καταγωγής Ιαπωνίας, στην οποία αναφέρεται ότι: «Εξετάζοντας αν οι πληροφορίες υποβάλλονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, οι ερευνούσες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, παράγοντες όπως: i) τη φύση και την ποσότητα των υποβαλλόμενων πληροφοριών· ii) τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο εξαγωγέας που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας κατά τη συγκέντρωση των πληροφοριών· iii) την επαληθευσιμότητα των πληροφοριών και την ευκολία με την οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις ερευνούσες αρχές κατά τη λήψη της απόφασής τους· iv) αν ενδέχεται να θίγονται άλλα ενδιαφερόμενα μέρη σε περίπτωση χρήσης των πληροφοριών· v) αν η αποδοχή των πληροφοριών θα έθετε σε κίνδυνο την ικανότητα των ανακριτικών αρχών να διεξαγάγουν ταχέως την έρευνα· και vi) τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες ο εξαγωγέας που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας δεν τήρησε την ισχύουσα προθεσμία» (32). Η SFK έκρινε ότι, στην περίπτωση της συνδεδεμένης εταιρείας της, πληρούνταν τα εν λόγω κριτήρια. Ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπέβαλε την απάντηση στο ερωτηματολόγιο δύο ημέρες αφότου ειδοποιήθηκε για το θέμα. |
(159) |
Η Επιτροπή διαφώνησε. Ο προγραμματισμός της επαλήθευσης βασιζόταν στον αριθμό των εταιρειών που έπρεπε να επαληθευτούν, καθώς και στις πληροφορίες που υπέβαλαν οι εταιρείες εκ των προτέρων. Η ενημέρωση ότι οι εταιρείες δεν μπορούσαν να υποβάλουν νέες πληροφορίες κατά τη διάρκεια της επαλήθευσης και ότι η εταιρεία μπορούσε να διορθώσει σφάλματα εκ παραδρομής μόνο μία εβδομάδα πριν από την έναρξη της επαλήθευσης το αργότερο κοινοποιήθηκε στην SFK με την αποκαλούμενη επιστολή για την αναγγελία της επαλήθευσης. Ταυτόχρονα, με την επιστολή ενημερώθηκαν οι εταιρείες ότι οποιαδήποτε αλλαγή της απάντησης στο ερωτηματολόγιο, η οποία μπορεί να επέλθει μετά την ημερομηνία αυτή, ενδέχεται να ενεργοποιήσει την εφαρμογή του άρθρου 18. Η ύπαρξη ρωσικής συνδεδεμένης εταιρείας αποκαλύφθηκε μόνο κατά την έναρξη της επαλήθευσης και δεν μπορούσε να θεωρηθεί σφάλμα εκ παραδρομής, αλλά σημαντικό πραγματικό στοιχείο που είχε σημαντικό αντίκτυπο στην έρευνα. Το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε δεν επέτρεψε στην Επιτροπή να επαληθεύσει την πληρότητα της απάντησης. |
(160) |
Η Επιτροπή διαφώνησε επίσης με τον ισχυρισμό ότι η απάντηση στο ερωτηματολόγιο ήταν δυνατόν να επαληθευτεί επειδή υποβλήθηκε ηλεκτρονικά μετά την επαλήθευση της SFK. Την επόμενη (και τελευταία) ημέρα της επαλήθευσης του ομίλου SFK πραγματοποιήθηκε η επιτόπια επαλήθευση του συνδεδεμένου εγχώριου εμπόρου της SFK, και εάν η Επιτροπή επρόκειτο να επαληθεύσει εξ αποστάσεως τη ρωσική συνδεδεμένη εταιρεία, θα έπρεπε να παραλείψει εξολοκλήρου ή εν μέρει την επαλήθευση του συνδεδεμένου εμπόρου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαφώνησε με το γεγονός ότι μπορούσε να επαληθεύσει την απάντηση στο ερωτηματολόγιο και ότι, επειδή αποκαλούνταν τεκμήριο, αυτό σήμαινε ότι είχε επαληθευτεί. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι τα συμπεράσματα στην προαναφερθείσα έκθεση της ειδικής ομάδας, ΗΠΑ — Δασμοί αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικοί δασμοί (Κορέα), σύμφωνα με τα οποία μπορεί να γίνει δεκτή απάντηση στο ερωτηματολόγιο που υποβάλλεται κατόπιν αιτήματος της ερευνούσας αρχής κατά τη διάρκεια της επαλήθευσης, δεν αφορούν την προκειμένη περίπτωση. Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 159 ανωτέρω, η Επιτροπή ενημέρωσε την SFK για το γεγονός ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί κατά τη διάρκεια της επαλήθευσης ουσιαστικές αλλαγές των πληροφοριών που είχαν υποβληθεί προηγουμένως. Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση της συνδεδεμένης εταιρείας στο ερωτηματολόγιο δεν υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της επαλήθευσης, αλλά προσκομίστηκε ως τεκμήριο μαζί με άλλα τεκμήρια κατά το κλείσιμο της επαλήθευσης. Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι αυτό το είδος ερωτηματολογίων συνδεδεμένων εταιρειών είχε ήδη ζητηθεί κατά την έναρξη της έρευνας και θα έπρεπε να είχε υποβληθεί εντός 37 ημερών από την έναρξη της έρευνας, δηλαδή το αργότερο έως τις 5 Οκτωβρίου 2023. Ως εκ τούτου, δεν υποβλήθηκε με καθυστέρηση δύο ημερών, όπως ισχυρίστηκε η SFK, αλλά με καθυστέρηση δύο μηνών στο πλαίσιο έρευνας η οποία περιορίζεται χρονικά σε 9 μήνες. |
(161) |
Σε σχέση με την προαναφερθείσα έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, Ηνωμένες Πολιτείες — Μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά ορισμένα προϊόντα από χάλυβα θερμής έλασης, καταγωγής Ιαπωνίας, η Επιτροπή παρέπεμψε στις λεπτομερείς εξηγήσεις της στην αιτιολογική σκέψη 149 σχετικά με τους λόγους για τους οποίους οι πληροφορίες σχετικά με μια συνδεδεμένη εταιρεία στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα, δηλαδή τη Ρωσία που παρείχε υλικό εισροής στην SFK στο Καζακστάν, είναι, από τη φύση τους, ζωτικής σημασίας για την επαλήθευση του αν η SFK συμμετείχε στις πρακτικές καταστρατήγησης ή όχι. |
(162) |
Η SFK ισχυρίστηκε επίσης ότι οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές κατά την ΠΑ μεταξύ της SFK και της ρωσικής συνδεδεμένης εταιρείας ήταν μικρότερου μεγέθους από τους ισχυρισμούς της Επιτροπής και ότι ήταν απολύτως κατανοητές. Υποστήριξε ότι επρόκειτο για αδρανή εταιρεία, ισχυρισμός που επιβεβαιωνόταν με πληροφορίες που παρουσιάζονταν σε διάφορους πίνακες και λόγω του γεγονότος ότι η τελευταία συναλλαγή πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2023. |
(163) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι το επιχείρημα περί αδράνειας της εταιρείας δεν τεκμηριωνόταν από τα πραγματικά στοιχεία. Παρότι η SFK ισχυρίστηκε ότι δεν διατηρούσε πλέον εμπορικές σχέσεις με την εταιρεία, και ότι η τελευταία αγορά πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2023, από τους χρεωστικούς λογαριασμούς της SFK προέκυπτε σημαντικό ανεξόφλητο χρέος έναντι της εν λόγω εταιρείας, το οποίο, από άποψη αξίας, ήταν σημαντικό σε σύγκριση με την αξία αγοράς των κορμών κατά την ΠΕ. Οι διευκρινίσεις της SFK ότι επρόκειτο για προκαταβολές για υλικό εισροής προς παράδοση έρχονταν σε αντίθεση με τον ισχυρισμό ότι είχε διακόψει τις εμπορικές της σχέσεις με την εν λόγω εταιρεία. |
(164) |
Όσον αφορά τους κορμούς, η SFK υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής στηρίζονταν σε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης και ότι ήταν εντελώς εσφαλμένοι. Προέβαλε το επιχείρημα ότι η Επιτροπή εξέτασε έξι τιμολόγια, και όχι μόνο τρία, και ότι από τα έξι τιμολόγια, τα πέντε ήταν ορθά. Δεύτερον, ο όγκος των κορμών για τους οποίους δεν αναφερόταν ορθά η καταγωγή, ήταν πολύ μικρός (της τάξης των [50-100] m3), και αυτό δεν ήταν δυνατό να επηρεάζει την ορθότητα του υπολοίπου 99,9 % των αγορών. Η SFK προέβαλε επίσης τον ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο είχε διευκρινίσει ότι, για την παροχή των πληροφοριών στο ερωτηματολόγιο, βασίστηκε πρωτίστως στη χώρα καταχώρισης του προμηθευτή, οπότε, εάν ο προμηθευτής ήταν εγγεγραμμένος στο Καζακστάν, η SFK υπέθετε ότι οι κορμοί ήταν καταγωγής Καζακστάν, παραδοχή που αποτελούσε, κατά την άποψή της, ευλόγως ακριβή μέθοδο. Επομένως, η SFK δεν παραπλάνησε την Επιτροπή ούτε υπέβαλε ψευδείς πληροφορίες. Λόγω του σημαντικού όγκου αγορών, δεν θα ήταν δυνατόν να καθοριστεί η καταγωγή για κάθε συναλλαγή χωριστά. Η SFK επανέλαβε τα ίδια επιχειρήματα μετά την κοινοποίηση. |
(165) |
Η Επιτροπή διαφώνησε. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης, συνέλεξε συνολικά έξι τιμολόγια με αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την καταγωγή των κορμών. Υπήρχαν δύο επιπλέον συναλλαγές (τιμολόγια) από τον ίδιο προμηθευτή που δηλώθηκαν με ανακριβή τρόπο. Συνεπώς, από τα οκτώ τιμολόγια, μόνο τα πέντε ήταν ορθά. Η Επιτροπή διαφώνησε επίσης με την άποψη ότι η αξία των τιμολογίων που δηλώθηκαν με ανακριβή τρόπο ήταν ήσσονος σημασίας. Η ορθότητα των στοιχείων δεν μπορούσε να αποτυπωθεί με βάση τη συνολική αξία των συναλλαγών (οι οποίες θα μπορούσαν να είναι χιλιάδες σε ορισμένες περιπτώσεις), αλλά με βάση την αξία του δείγματος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εσφαλμένες συναλλαγές αντιπροσώπευαν πάνω από το 18 % των κορμών του δείγματος. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι το γεγονός ότι το υπόλοιπο δείγμα δεν δηλώθηκε με βάση την επαλήθευση του πιστοποιητικού των κορμών, αλλά με βάση τον τόπο καταχώρισης του προμηθευτή, δημιούργησε ακόμη περισσότερες αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των στοιχείων. |
(166) |
Μετά την κοινοποίηση, η SFK ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η Επιτροπή υπερτίμησε τη σημασία των κορμών που είχαν δηλωθεί με ανακριβή τρόπο και ότι το 93 % του επιλεγμένου δείγματος, κατ’ όγκο, επιβεβαίωνε την ορθή καταγωγή. Η SFK επισήμανε επίσης το γεγονός ότι στην επιστολή βάσει του άρθρου 18 αναφερόταν ότι οι συναλλαγές που είχαν δηλωθεί με ανακριβή τρόπο αφορούσαν ένα από τα τρία τιμολόγια, ενώ στα συμπεράσματά της στο έγγραφο κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων, η Επιτροπή ανέφερε οκτώ τιμολόγια. Ως εκ τούτου, κατά την άποψή της, η Επιτροπή παρουσίασε νέα στοιχεία και θα έπρεπε να είχε παράσχει στην SFK το δικαίωμα να υποβάλει παρατηρήσεις. Επανέλαβε δε ότι η Επιτροπή συμπεριέλαβε στο δείγμα έξι τιμολόγια και όχι οκτώ. |
(167) |
Πράγματι, η Επιτροπή επανεξέτασε τον αριθμό των επιλεγμένων τιμολογίων, μετά τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η SFK σχετικά με την επιστολή βάσει του άρθρου 18. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα οκτώ τιμολόγια, όπως αναφέρονταν στο έγγραφο κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων, διότι υπήρχαν δύο επιπλέον τιμολόγια από τον ίδιο προμηθευτή κορμών ρωσικής καταγωγής. Η διόρθωση αυτή ουδόλως επηρέασε τα συμπεράσματα στα οποία κατέληγε στην επιστολή βάσει του άρθρου 18. Επιπλέον, ο αριθμός των οκτώ τιμολογίων αναφερόταν στο έγγραφο κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων, το οποίο εστάλη σε όλα τα μέρη για υποβολή παρατηρήσεων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαφώνησε με τον ισχυρισμό ότι δεν δόθηκε στην SFK το δικαίωμα να υποβάλει παρατηρήσεις. |
(168) |
Όπως και με τα επιχειρήματα της Favorit (βλέπε αιτιολογική σκέψη 121), η SFK υποστήριξε ότι κατά την πάγια πρακτική της Επιτροπής, η άρνηση συνεργασίας στην έρευνα κατά της καταστρατήγησης δεν οδηγούσε αυτομάτως ούτε στο συμπέρασμα ύπαρξης καταστρατήγησης εξ ορισμού ούτε στην πλήρη παράβλεψη των υποβληθέντων στοιχείων και παρέπεμψε στις έρευνες σχετικά με τα υφάσματα από υαλοΐνες από το Μαρόκο και σχετικά με την κουμαρίνη από την Ινδία. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η πρόθεση της Επιτροπής να εφαρμόσει τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία και η πρόθεσή της να απορρίψει τα στοιχεία της συνιστούσε παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία επιβάλλει την αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων με τον ίδιο τρόπο. Η SFK ισχυρίστηκε επίσης ότι, σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι ο συνδεδεμένος Ρώσος προμηθευτής δεν εμπλεκόταν στην παραγωγή ή τις πωλήσεις του οικείου προϊόντος και ότι η σύνδεσή του δεν είχε αντίκτυπο στο αποτέλεσμα της έρευνας. |
(169) |
Η Επιτροπή επανέλαβε ότι τα συμπεράσματα συνάγονταν κατά περίπτωση και ότι εξετάστηκε δεόντως αν δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία στο σύνολό τους ή μόνο συγκεκριμένη πληροφορία, αν οι ελλείπουσες πληροφορίες είχαν σημαντικό αντίκτυπο στο αποτέλεσμα της έρευνας και αν η Επιτροπή θα μπορούσε να καταλήξει σε εύλογο συμπέρασμα χωρίς τις πληροφορίες. Επιπλέον, τα πραγματικά και τα αριθμητικά στοιχεία των υποθέσεων που επικαλέστηκε η SFK ήταν εντελώς διαφορετικά από πολλές απόψεις. Ειδικότερα, στις άλλες υποθέσεις, το επιχειρηματικό μοντέλο των εν λόγω εταιρειών ήταν διαφορετικό και δεν υπήρχε πρόβλημα ανακριβούς δήλωσης της καταγωγής του υλικού εισροής. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή δεν συμφώνησε με την άποψη ότι, επειδή τα στοιχεία δεν απορρίφθηκαν πλήρως στις ανωτέρω υποθέσεις, έπρεπε να ακολουθήσει την ίδια προσέγγιση και στην παρούσα υπόθεση. Επομένως, έκρινε τον ισχυρισμό αβάσιμο. Επίσης, η Επιτροπή διαφώνησε με τον ισχυρισμό ότι υπήρχαν επαληθευμένα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι η SFK δεν εφάρμοζε πρακτικές καταστρατήγησης —η έλλειψη αξιόπιστων και επαληθεύσιμων στοιχείων δεν επέτρεψε στην εταιρεία να αποδείξει την απουσία πρακτικών καταστρατήγησης. |
(170) |
Η SFK ισχυρίστηκε επίσης ότι, ανεξάρτητα από τυχόν εικαζόμενη άρνηση συνεργασίας από την πλευρά της SFK, υπό το πρίσμα των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου στην υπόθεση Maxcom, και σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/28 της Επιτροπής (33), δεν είναι δυνατόν να συναχθούν συμπεράσματα περί καταστρατήγησης εκ μέρους της SFK με βάση την καταστρατήγηση σε επίπεδο χώρας και ότι τα στοιχεία της SFK αποκλείουν τη συναγωγή συμπεράσματος περί πρακτικών καταστρατήγησης που αφορούν συγκεκριμένες εταιρείες. Στο πλαίσιο αυτό, η καταστρατήγηση ή μη σε επίπεδο χώρας μέσω εισαγωγών από το Καζακστάν ήταν άνευ σημασίας, δεδομένου ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν ήταν ικανά να υπερισχύσουν έναντι συγκεκριμένων, επαληθευμένων αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η SFK, η οποία δεν εμπλέκεται σε πρακτικές καταστρατήγησης. |
(171) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι τα πραγματικά στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης είναι διαφορετικά. Στην υπόθεση που αναφέρεται στην προηγούμενη αιτιολογική σκέψη δεν υπήρχε πρόβλημα απόκρυψης δεσμών ή ανακριβών πληροφοριών όσον αφορά τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν επαληθευμένα αποδεικτικά στοιχεία ότι η SFK δεν εφάρμοζε πρακτικές καταστρατήγησης. Επομένως, έκρινε τον ισχυρισμό αβάσιμο. |
(172) |
Όπως και η Favorit, η SFK έκρινε επίσης ότι οποιαδήποτε απόπειρα συναγωγής επιζήμιων συμπερασμάτων από την εικαζόμενη άρνηση συνεργασίας ήταν παράνομη βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Ισχυρίστηκε ότι, σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Μεξικό — Μέτρα αντιντάμπινγκ για το ρύζι και την έκθεση της ειδικής ομάδας, Κίνα — GOES, η Επιτροπή πρέπει να βρει «βέλτιστες διαθέσιμες πληροφορίες» οι οποίες δεν πρέπει να είναι απλώς ορθές ή χρήσιμες καθαυτές, αλλά «οι πλέον πρόσφορες» ή «οι πλέον κατάλληλες», και ότι η άρνηση συνεργασίας δεν δικαιολογεί την εξαγωγή επιζήμιων συμπερασμάτων. |
(173) |
Η Επιτροπή επανέλαβε το συμπέρασμά της ότι τα στοιχεία της SFK δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τη συναγωγή των συμπερασμάτων της. Συνεπώς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η SFK δεν είχε αποδείξει ότι ήταν παραγωγός που δεν επιδιδόταν σε δραστηριότητες καταστρατήγησης. Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με την προηγούμενη πρακτική της, η Επιτροπή δεν είχε άλλη επιλογή παρά να βασιστεί σε συμπεράσματα σχετικά με την καταστρατήγηση σε επίπεδο χώρας. Επίσης, το άρθρο 18 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, όταν ένα μέρος αρνείται να συνεργαστεί ή συνεργάζεται μεν, αλλά μόνον εν μέρει, το τελικό αποτέλεσμα «ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό ... από ό,τι θα ήταν αν είχε δεχθεί να συνεργασθεί». Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η εφαρμογή των συμπερασμάτων σε επίπεδο χώρας στην SFK ήταν λιγότερο ευνοϊκή για την SFK ήταν η μόνη επιλογή και συνέπεια του γεγονότος ότι δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία της. |
(174) |
Η SFK ισχυρίστηκε επίσης ότι, στο πλαίσιο της υπό εξέλιξη έρευνας κατά της καταστρατήγησης (ή με άλλον τρόπο), η Επιτροπή δεν έχει δικαιοδοσία να επιβάλει κυρώσεις και να διαπιστώσει ότι η SFK ή οποιοδήποτε άλλο μέρος, για τον σκοπό αυτόν, έχει καταστρατηγήσει τις κυρώσεις. Η έρευνα αφορούσε αποκλειστικά τη δυνατότητα επέκτασης δασμού 15,8 % στις εισαγωγές από το Καζακστάν, και όχι παραβιάσεις κυρώσεων. |
(175) |
Ως εκ τούτου, η SFK πρότεινε στην Επιτροπή να κάνει αποδεκτή την πρόταση ανάληψης υποχρεώσεων της SFK ως προς τις τιμές και να περατώσει την έρευνα κατά της καταστρατήγησης όσον αφορά τη SFK, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού και, επιπλέον, σε κάθε απόφαση της Επιτροπής για την αποδοχή της ανάληψης υποχρεώσεων της SFK ως προς τις τιμές να διευκρινίζεται ότι η αποδοχή της ανάληψης υποχρεώσεων ως προς τις τιμές δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι σημαίνει ότι η SFK διευκολύνει παραβιάσεις της απαγόρευσης καταστρατήγησης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή των κανονισμών του Συμβουλίου σχετικά με τις κυρώσεις κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας. |
(176) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι, κατά γενικό κανόνα, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη οι αναλήψεις υποχρεώσεων σε έρευνες καταστρατήγησης. Η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την αποδοχή αναλήψεων υποχρεώσεων· στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν μπορούσε να δεχθεί πρόταση ανάληψης υποχρεώσεων από εταιρεία που δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι δεν εφάρμοζε πρακτικές καταστρατήγησης και για την οποία τα συμπεράσματα έπρεπε να βασιστούν στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, στην αρχική έρευνα απορρίφθηκαν επίσης αναλήψεις υποχρεώσεων λόγω μη συμμόρφωσης με τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού (34). |
(177) |
Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η SFK δεν απέδειξε ότι ήταν παραγωγός που δεν επιδιδόταν σε δραστηριότητες καταστρατήγησης κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού και ότι, ως εκ τούτου, τα συμπεράσματα όσον αφορά την SFK έπρεπε να βασιστούν στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού, δηλαδή να εφαρμοστούν τα συμπεράσματα σχετικά με την καταστρατήγηση σε επίπεδο χώρας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση απαλλαγής. |
(178) |
Μετά την κοινοποίηση, η SFK υποστήριξε ότι διαφωνούσε με τα συμπεράσματα που κοινοποιήθηκαν στην SFK με το έγγραφο κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων. Επανέλαβε ότι τα συμπεράσματα της Επιτροπής παραβίαζαν τη συμφωνία αντιντάμπινγκ και ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε παράνομα τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία. Η SFK επανέλαβε ότι δεν αρνήθηκε την πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες και δεν παρέλειψε με άλλον τρόπο να τις προσκομίσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ούτε εμπόδισε σημαντικά την έρευνα. Κατά την SFK, σε αντίθεση με το παράρτημα II παράγραφος 3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, για τους σκοπούς των διαπιστώσεών της, όλες τις πληροφορίες που ήταν επαληθεύσιμες και είχαν υποβληθεί με τον δέοντα τρόπο, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην έρευνα χωρίς αδικαιολόγητες δυσχέρειες και οι οποίες είχαν παρασχεθεί εγκαίρως. |
(179) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η SFK είχαν ήδη εξεταστεί λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 146 έως 176 ανωτέρω. Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν νέες παρατηρήσεις επί της ουσίας, η Επιτροπή επιβεβαίωσε το συμπέρασμα που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 177 ανωτέρω. |
4.1.4. Πρόσθετοι ισχυρισμοί της Favorit και της SFK μετά την κοινοποίηση
(180) |
Μετά την κοινοποίηση, η Favorit και η SFK ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η Επιτροπή δεν καθόρισε τα ατομικά τους περιθώρια ντάμπινγκ, σε αντίθεση με το άρθρο 6 παράγραφος 9 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. |
(181) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού δεν περιέχει καμία αντίστοιχη διάταξη στη συμφωνία αντιντάμπινγκ και ότι απαιτεί από την Επιτροπή να αναζητήσει αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε με αυτήν την υποχρέωση. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή επισήμανε ότι, λόγω του μη αξιόπιστου και μη επαληθεύσιμου χαρακτήρα των στοιχείων που παρασχέθηκαν από την SFK και τη Favorit, τα συμπεράσματα όσον αφορά τις δύο αυτές εταιρείες έπρεπε να βασιστούν στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού, δηλαδή να εφαρμοστούν τα συμπεράσματα σχετικά με την καταστρατήγηση σε επίπεδο χώρας. Ως εκ τούτου, η SFK και η Favorit δεν πληρούσαν τα κριτήρια για τις αιτήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 και δεν μπορούν να τύχουν απαλλαγής από τους δασμούς. |
(182) |
Μετά την κοινοποίηση, η Favorit επανέλαβε ότι το Καζακστάν είναι αναπτυσσόμενη χώρα και ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να εφαρμόσει το άρθρο 15 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και να αποδεχθεί εποικοδομητικά διορθωτικά μέτρα, όπως αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, τα οποία υπέβαλε. |
(183) |
Η Επιτροπή θεώρησε ότι το άρθρο 15 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι εφαρμόζεται «κατά την εξέταση της εφαρμογής μέτρων αντιντάμπινγκ βάσει της [εν λόγω] συμφωνίας». Δεδομένου ότι, όπως εξηγείται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 13, η συμφωνία αντιντάμπινγκ δεν προβλέπει ειδική διάταξη κατά της καταστρατήγησης, το άρθρο 15 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεν είναι συναφές. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στο τμήμα 4.1.2 ανωτέρω, οι αναλήψεις υποχρεώσεων σε έρευνες καταστρατήγησης δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη και η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποδεχθεί προσφορά ανάληψης υποχρέωσης από εταιρείες που δεν απέδειξαν ότι δεν συμμετείχαν στις πρακτικές καταστρατήγησης που διαπιστώθηκαν για τη χώρα στο σύνολό της και για τις οποίες τα συμπεράσματα έπρεπε να βασιστούν στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία. |
(184) |
Η Favorit και η SFK ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η Επιτροπή δεν τις ενημέρωσε για τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέχθηκε τα αποδεικτικά στοιχεία ή τις πληροφορίες που προσκόμισαν. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να παρέχουν περαιτέρω εξηγήσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Κατά την άποψή τους, οι ισχυρισμοί ότι συμμετείχαν σε δραστηριότητες καταστρατήγησης βασίζονταν απλώς και μόνον σε εικασίες και η Επιτροπή δεν είχε στοιχεία, ούτε βάσει των «διαθέσιμων πραγματικών στοιχείων» ούτε με άλλο τρόπο, ώστε να υποστηρίξει ότι ασκούσαν τέτοιες δραστηριότητες. |
(185) |
Η Επιτροπή διαφώνησε με τον ισχυρισμό ότι δεν ενημέρωσε τη Favorit και την SFK σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέχθηκε αποδεικτικά στοιχεία ή πληροφορίες και ότι αμφότερες οι εταιρείες δεν είχαν την ευκαιρία να παρέχουν περαιτέρω εξηγήσεις εντός της εύλογης προθεσμίας. Αντιθέτως, η Επιτροπή ενημέρωσε και τις δύο εταιρείες για τους λόγους απόρριψης των αιτήσεων απαλλαγής τους στις επιστολές βάσει του άρθρου 18. Η Επιτροπή παρείχε επίσης πολύ λεπτομερείς εξηγήσεις στο έγγραφο κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων και στην ατομική κοινοποίηση προς τη Favorit, για τις οποίες τόσο η Favorit όσο και η SFK είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν παρατηρήσεις. Η Επιτροπή διαφώνησε επίσης με τον ισχυρισμό ότι η απόφασή της να μην απαλλάξει τη Favorit και την SFK από τους επεκταθέντες δασμούς βασιζόταν σε εικασίες. Πράγματι, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 118, εναπόκειται σε κάθε μεμονωμένο παραγωγό-εξαγωγέα να αποδείξει ότι η ειδική κατάσταση υπό την οποία τελεί δικαιολογεί να του χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, και η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Favorit και η SFK δεν είχαν αποδείξει ότι ήταν πραγματικοί παραγωγοί που δεν συμμετείχαν σε δραστηριότητες καταστρατήγησης. |
(186) |
Η Favorit και η SFK επισήμαναν τη συνοδευτική επιστολή του εγγράφου κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων, στην οποία αναφερόταν ότι η Επιτροπή σκόπευε να προβεί σε «επιβολή» δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές που αποστέλλονται από το Καζακστάν και, σε αυτήν τη βάση, θεώρησαν αμφότερες ότι το έγγραφο κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων ήταν παράνομο και αντίθετο προς τις υποχρεώσεις της ΕΕ στο πλαίσιο του ΠΟΕ. |
(187) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι το γεγονός ότι η συνοδευτική επιστολή περιείχε ένα σφάλμα εκ παραδρομής και ανέφερε «επιβολή» αντί για «επέκταση» δεν έθετε υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του εγγράφου κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων και της έρευνας. Η νομική βάση και τα προτεινόμενα συμπεράσματα εξηγούνταν λεπτομερώς και δεν υπήρχε περιθώριο ερμηνείας πέραν του πεδίου εφαρμογής, το οποίο είχε οριστεί στον κανονισμό για την έναρξη της έρευνας. Δεν μπορούσε να υπάρξει καμία αμφιβολία ή εσφαλμένη ερμηνεία σχετικά με το γεγονός ότι τα συμπεράσματα αφορούσαν επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1930 στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας, καταγωγής Ρωσίας, στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας που αποστέλλονται από την Τουρκία και το Καζακστάν, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Τουρκίας και Καζακστάν είτε όχι, και αυτό βασιζόταν στο άρθρο 13 του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό. |
4.1.5. Παρατηρήσεις των αρχών του Καζακστάν μετά την κοινοποίηση
(188) |
Το υπουργείο Εμπορίου και Ενσωμάτωσης της Δημοκρατίας του Καζακστάν (στο εξής: υπουργείο) ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή αγνόησε τις εγχώριες τιμές πώλησης και το κόστος παραγωγής στο Καζακστάν, γεγονός που αντιβαίνει στο άρθρο 2 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Σύμφωνα με το υπουργείο, το έγγραφο κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων δεν περιείχε προσδιορισμό της ομοιότητας μεταξύ του κόντρα-πλακέ σημύδας που εξάγεται από το Καζακστάν στην ΕΕ και εκείνου που πωλείται στην εγχώρια αγορά, γεγονός που αντιβαίνει στο άρθρο 2 παράγραφοι 1, 2 και 6 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. |
(189) |
Η Επιτροπή αντέκρουσε τους ισχυρισμούς αυτούς στην αιτιολογική σκέψη 82 ανωτέρω. |
(190) |
Μετά την κοινοποίηση, το υπουργείο ισχυρίστηκε ότι η έναρξη της έρευνας ήταν αντίθετη προς το άρθρο 5 παράγραφος 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, διότι δεν υπήρχε καταγγελία από τον εγχώριο κλάδο παραγωγής που να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφος 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Επιπλέον, σε αντίθεση με το άρθρο 5 παράγραφος 3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να εξετάσει την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην αίτηση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας. |
(191) |
Η Επιτροπή αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτό στην αιτιολογική σκέψη 13 ανωτέρω. |
(192) |
Σύμφωνα με το υπουργείο, το έγγραφο κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων δεν περιείχε προσδιορισμό της σημαντικής ζημίας ή του κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, το οποίο αντιβαίνει στο άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. |
(193) |
Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 13, το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού δεν καθιστά επιτακτική την ανάλυση της ζημίας ή της αιτιώδους συνάφειας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό. |
(194) |
Σύμφωνα με το υπουργείο, πολλοί παραγωγοί του Καζακστάν δεν αρνήθηκαν την πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες ούτε παρέλειψαν με άλλον τρόπο να τις παράσχουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Ούτε εμπόδισαν σημαντικά την έρευνα, με αποτέλεσμα η απόφαση της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία αντί των οικείων πραγματικών δεδομένων σχετικά με το κόστος παραγωγής και τις τιμές πώλησης να αντιβαίνει στο άρθρο 6 παράγραφος 8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. |
(195) |
Η Επιτροπή εξέτασε λεπτομερώς την παρατήρηση αυτή στο τμήμα 2.1. και στο τμήμα 4.1.2 ανωτέρω. |
(196) |
Το υπουργείο ισχυρίστηκε ότι, σε αντίθεση με το παράρτημα II παράγραφος 1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, στην περίπτωση ενός παραγωγού-εξαγωγέα του Καζακστάν, η Επιτροπή δεν προσδιόρισε λεπτομερώς, μετά την έναρξη της έρευνας, τις απαιτούμενες πληροφορίες και τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να διαρθρώνονται οι εν λόγω πληροφορίες στην απάντησή του. |
(197) |
Η Επιτροπή εξέτασε την παρατήρηση αυτή στο τμήμα 2.1. Όλοι οι παραγωγοί-εξαγωγείς είχαν ενημερωθεί για τις πληροφορίες που έπρεπε να παρασχεθούν, τη μορφή τους και τις ισχύουσες προθεσμίες. Οι προθεσμίες παρατάθηκαν όπου κρίθηκε δικαιολογημένο και οι υπηρεσίες της Επιτροπής απάντησαν σε τυχόν διαδικαστικά και πρακτικά ερωτήματα που τέθηκαν. |
(198) |
Το υπουργείο ισχυρίστηκε ότι, σε αντίθεση με το παράρτημα II παράγραφος 3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη όλες τις πληροφορίες που ήταν επαληθεύσιμες και είχαν υποβληθεί με τον δέοντα τρόπο, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην έρευνα χωρίς αδικαιολόγητες δυσχέρειες και οι οποίες είχαν παρασχεθεί εγκαίρως. Επιπλέον, σύμφωνα με το υπουργείο, η Επιτροπή δεν τήρησε το παράρτημα II παράγραφος 5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, καθόσον αγνόησε εσφαλμένα τα στοιχεία των συνεργαζόμενων εξαγωγέων του Καζακστάν, ενώ δεν αμφισβητείται ότι επέδειξαν κάθε δυνατή επιμέλεια. Το υπουργείο ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή δεν ενημέρωσε τους εξαγωγείς του Καζακστάν για τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέχτηκε τα αποδεικτικά στοιχεία ή τις πληροφορίες που προσκόμισαν, στερώντας τους έτσι τη δυνατότητα να παράσχουν περαιτέρω εξηγήσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, κάτι που δεν συνάδει με το παράρτημα II παράγραφος 6 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Τέλος, το υπουργείο ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι εξαγωγείς του Καζακστάν, οι οποίοι είναι μικρές εταιρείες, όσον αφορά την προσκόμιση των ζητούμενων πληροφοριών και την παροχή πρακτικής βοήθειας, το οποίο δεν συνάδει με το άρθρο 6 παράγραφος 13 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. |
(199) |
Η Επιτροπή εξέτασε τις παρατηρήσεις αυτές με μεγάλο βαθμό λεπτομέρειας στο τμήμα 2.1. και στο τμήμα 4.1.2 ανωτέρω. |
(200) |
Σύμφωνα με το υπουργείο, η Επιτροπή συνήγαγε επιζήμια συμπεράσματα και ισχυρίστηκε ότι οι παραγωγοί του Καζακστάν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης, παρότι η Επιτροπή υποχρεούται να βασίζει τα συμπεράσματά της σε πληροφορίες από δευτερογενή πηγή με ιδιαίτερη προσοχή. Το υπουργείο ισχυρίστηκε ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής βασίζονταν απλώς και μόνον σε εικασίες και συνιστούσαν παράβαση του παραρτήματος II παράγραφος 7 και του άρθρου 6 παράγραφος 8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. |
(201) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι, παρότι αληθεύει ότι η Επιτροπή φέρει το βάρος της απόδειξης των πρακτικών καταστρατήγησης των μέτρων αντιντάμπινγκ σε επίπεδο χώρας, εναπόκειται σε κάθε μεμονωμένο παραγωγό-εξαγωγέα να αποδείξει ότι η ειδική κατάσταση υπό την οποία τελεί δικαιολογεί να του χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Όπως αναφέρεται στα τμήματα 2.1 και 4.1.2 ανωτέρω, οι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν το έπραξαν, καθώς δεν απέδειξαν ότι ήταν πραγματικοί παραγωγοί που δεν συμμετείχαν σε πρακτικές καταστρατήγησης. Η Επιτροπή εξέτασε λεπτομερώς το συμπέρασμα ότι θεωρούσε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Επομένως, το εν λόγω συμπέρασμα ουδόλως στηριζόταν σε εικασίες. Επιπλέον, η Επιτροπή αντέκρουσε παρόμοιες παρατηρήσεις στην αιτιολογική σκέψη 118 ανωτέρω. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε. |
(202) |
Το υπουργείο δήλωσε ότι η Επιτροπή δεν παρείχε πληροφορίες σχετικά με το ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ για τους συνεργαζόμενους εξαγωγείς του Καζακστάν, γεγονός που αντιβαίνει στο άρθρο 6 παράγραφος 9 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. |
(203) |
Η Επιτροπή αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτό στην αιτιολογική σκέψη 181 ανωτέρω. |
(204) |
Το υπουργείο ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν διερεύνησε τις δυνατότητες εποικοδομητικών διορθωτικών μέτρων πριν από την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ σε περίπτωση που θίγονταν τα συμφέροντα του Καζακστάν ως αναπτυσσόμενης χώρας, κάτι που δεν συνάδει με το άρθρο 15 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Στο πλαίσιο αυτό, το υπουργείο εξέφρασε την προθυμία του να συζητήσει με την Επιτροπή ένα κατάλληλο σύστημα παρακολούθησης των αναλήψεων υποχρεώσεων που δεν θα επέτρεπε τη δυνατότητα των παραγωγών-εξαγωγέων του Καζακστάν να μεταφορτώνουν κόντρα-πλακέ σημύδας καταγωγής Ρωσίας. Για να είναι δυνατό αυτό το καθεστώς και σύμφωνα με το άρθρο 8 του βασικού κανονισμού, ο οριστικός κανονισμός της Επιτροπής θα πρέπει να προβλέπει τη δυνατότητα προσφοράς (και αποδοχής) αναλήψεων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές μετά τη λήξη της προθεσμίας για την επιβολή οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ. |
(205) |
Η παρατήρηση αυτή εξετάστηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 176 και 183. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, μετά από προσεκτική εξέταση του θέματος, ότι οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι αρχές του Καζακστάν δεν οδήγησαν σε μεταβολή των συμπερασμάτων, όπως παρατίθενται στο έγγραφο κοινοποίησης γενικών συμπερασμάτων. |
4.2. Τουρκία
4.2.1. Συμπεράσματα σχετικά με την Intur Construction Tourism and Forest (στο εξής: Intur)
(206) |
Η Intur ισχυρίστηκε ότι υπήρχε ικανός αποχρών λόγος και οικονομική δικαιολογία για την ίδρυσή της τον Μάρτιο του 2020. Μετά από πολλές δεκαετίες στη βιομηχανία ξυλείας με έμφαση στην αφρικανική ξυλεία, και μετά τον εντοπισμό ανεπαρκειών στην οικογενειακή επιχείρηση, ιδρύθηκε η εταιρεία παραγωγής κόντρα-πλακέ. Πρωταρχικός σκοπός της ήταν η προμήθεια υλικών εισροής για την παραγωγή κόντρα-πλακέ, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο, και στη συνέχεια η επεξεργασία και μετατροπή των εν λόγω υλικών σε τελικά προϊόντα κόντρα-πλακέ για διανομή τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά. Από την έρευνα προέκυψε ότι η Intur ξεκίνησε την παραγωγή στο τέλος του 2019, δηλαδή πριν από την έναρξη της αρχικής έρευνας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας από τη Ρωσία. |
(207) |
Από την έρευνα προέκυψε ότι η Intur αύξησε σημαντικά τις εξαγωγικές πωλήσεις της στην Ένωση και τις αγορές υλικών εισροής από τη Ρωσία το 2021, μετά την έναρξη της έρευνας αντιντάμπινγκ. Επομένως, η Επιτροπής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εργασίες αυξήθηκαν σημαντικά από την έναρξη της έρευνας αντιντάμπινγκ ή αμέσως πριν απ’ αυτήν, και ότι τα χρησιμοποιούμενα μέρη προέρχονται από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. |
(208) |
Όσον αφορά την Intur, το κύριο υλικό εισροής για την παραγωγή κόντρα-πλακέ σημύδας είναι ο καπλαμάς σημύδας, ο οποίος αγοραζόταν στο σύνολό του από τη Ρωσία. Σύμφωνα με τις υποβληθείσες και επαληθευμένες πληροφορίες της Intur, πάνω από το 75 % της συνολικής αξίας των αγορών υλικών εισροής προερχόταν από τη Ρωσία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ικανοποιούνταν το κριτήριο για ποσοστό 60 % που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού. |
(209) |
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προστιθέμενη αξία των μερών που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της εργασίας συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης είναι μικρότερη από το 25 % του κόστους κατασκευής, όπως απαιτείται από το άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού ώστε οι εν λόγω εργασίες να αποτελούν καταστρατήγηση. |
(210) |
Με επικοινωνία της 30ής Ιανουαρίου 2024, η Intur ζήτησε από την Επιτροπή να λάβει υπόψη δύο ακόμη αναθεωρήσεις, οι οποίες αφορούσαν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που επηρεάζουν την απόσβεση των μηχανημάτων, καθώς και την κατανομή μέρους του κόστους εργασίας. |
(211) |
Η Επιτροπή ενημέρωσε την εταιρεία ότι δεν ήταν δυνατή η αναθεώρηση των στοιχείων κόστους μετά την επιτόπια επαλήθευση, καθώς δεν ήταν πλέον δυνατόν να επαληθευτούν οι εν λόγω ισχυρισμοί. |
(212) |
Σύμφωνα με τους υποβληθέντες και επαληθευμένους πίνακες της Intur, δεν πραγματοποιήθηκαν εξαγωγές το 2019, ενώ κατά την ΠΑ οι εξαγωγές ανήλθαν σε [2 000-3 000] m3. Όσον αφορά τις τιμές, η Επιτροπή συνέκρινε τη μέση μη ζημιογόνο τιμή, όπως είχε καθοριστεί στην αρχική έρευνα, προσαρμοσμένη ώστε να αντικατοπτρίζει την αύξηση του κόστους, με τις μέσες σταθμισμένες τιμές εξαγωγών CIF που προσδιορίστηκαν με βάση τα στοιχεία που διαβίβασε η Intur, δεόντως προσαρμοσμένες ώστε να συμπεριλαμβάνουν τις δαπάνες μετά τον εκτελωνισμό. Από την εν λόγω σύγκριση τιμών προέκυψε ότι οι εισαγωγές από την Intur πωλούνταν σε χαμηλότερες τιμές από τις τιμές της Ένωσης κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 37 %. |
(213) |
Η Επιτροπή εξέτασε επίσης αν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη ντάμπινγκ σε σχέση με τις κανονικές αξίες που είχαν καθοριστεί στο παρελθόν για το ομοειδές προϊόν. Για τον σκοπό αυτόν, οι τιμές εξαγωγής της Intur σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου συγκρίθηκαν με τις κανονικές αξίες που καθορίστηκαν κατά την αρχική έρευνα, δεόντως προσαρμοσμένες ώστε να ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός. Από τη σύγκριση των κανονικών αξιών και των τιμών εξαγωγής δεν προέκυψε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ως προς την ύπαρξη ντάμπινγκ κατά την περίοδο αναφοράς. |
(214) |
Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Intur εφάρμοζε πρακτικές καταστρατήγησης κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση απαλλαγής. |
4.3. Συμπέρασμα
(215) |
Η Επιτροπή κατέληξε συνεπώς στο συμπέρασμα ότι καμία από τις αιτήσεις απαλλαγής δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. |
5. ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ
(216) |
Την 1η Μαρτίου 2024 η Επιτροπή κοινοποίησε σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων συνήχθησαν τα ανωτέρω συμπεράσματα και τους ζήτησε να υποβάλουν παρατηρήσεις. Οι παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών εξετάστηκαν ανωτέρω. Περαιτέρω παρατηρήσεις που ελήφθησαν από την Woodstock Consortium, την European Panel Federation και την Orlimex CZ εξετάζονται στο τμήμα 6 κατωτέρω. |
6. ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
(217) |
Η Woodstock Consortium υπέβαλε πρόσθετες παρατηρήσεις σχετικά με διάφορα σημεία που επιβεβαιώνουν πρακτικές καταστρατήγησης σε επίπεδο χώρας. Τόνισε επίσης τη σημασία των αυστηρών μέτρων παρακολούθησης των εισαγωγών στο μέλλον. |
(218) |
Η European Panel Federation ενέκρινε τα συμπεράσματα της Επιτροπής και ζήτησε από την Επιτροπή να προχωρήσει άμεσα τις ενέργειες ώστε να καταστούν δεσμευτικός κανονισμός και να συνεχίσει τη στενή παρακολούθηση για να σταματήσει κάθε απόπειρα καταστρατήγησης. |
(219) |
Μετά την κοινοποίηση, η Orlimex CZ, μη συνδεδεμένος εισαγωγέας, ισχυρίστηκε ότι οι υλικοτεχνικές και διοικητικές δαπάνες που συνδέονται με τη διέλευση από τη Ρωσία στο Καζακστάν και στη συνέχεια στην ΕΕ υπερβαίνουν κατά πολύ την εξοικονόμηση πόρων από την αποφυγή του δασμού του 16 %. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι δεν είναι ορθολογικός από οικονομικής απόψεως. |
(220) |
Η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ μπορούν να επεκταθούν σε τρίτες χώρες όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων. Όπως εξηγείται στον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι εφαρμόζονταν πρακτικές καταστρατήγησης. Το ερώτημα σε ποιον βαθμό οι πρακτικές αυτές είναι επωφελείς δεν έχει σημασία και υπερβαίνει το πεδίο κάλυψης της παρούσας έρευνας. |
(221) |
Σύμφωνα με την Orlimex CZ, η απόφαση της Επιτροπής δεν έλαβε υπόψη τον σημαντικό αντίκτυπο των κυρώσεων που επιβάλλονται στη Ρωσία, τις οποίες η Orlimex CZ θεωρεί ότι είναι η πραγματική αιτία των μειωμένων εισαγωγών από τη Ρωσία στην Ένωση και όχι η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ. Οι νομικές απαγορεύσεις που εφαρμόζονται από τον Απρίλιο του 2022 έχουν ήδη μεταβάλει ριζικά το εμπορικό τοπίο, καθιστώντας αδύνατη τη συνέχιση των εμπορικών συναλλαγών με τη Ρωσία, ανεξάρτητα από τυχόν δασμούς αντιντάμπινγκ. Οι κυρώσεις, και όχι τα μέτρα αντιντάμπινγκ, δημιούργησαν ένα κενό στην αγορά, το οποίο επιδίωξαν να καλύψουν οι παραγωγοί από το Καζακστάν, την Τουρκία και άλλες περιοχές. |
(222) |
Η Επιτροπή αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτό στην αιτιολογική σκέψη 61. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι η εξήγηση της Orlimex CZ, σύμφωνα με την οποία οι παραγωγοί από το Καζακστάν και την Τουρκία επιδίωκαν να καλύψουν ένα εικαζόμενο κενό αγοράς που προέκυψε στην Ένωση, ήταν άνευ σημασίας δεδομένου ότι κανένας από τους παραγωγούς δεν μπόρεσε να αποδείξει στην πραγματικότητα ότι δικαιούνταν απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. |
(223) |
Η Orlimex CZ ισχυρίστηκε επίσης ότι η SFK ήταν παραγωγός με μακροχρόνια παρουσία στην αγορά του Καζακστάν πολύ πριν από την επιβολή κυρώσεων ή δασμών αντιντάμπινγκ, και εξυπηρετούσε πρωτίστως την εγχώρια ζήτηση. Μετά την επιβολή κυρώσεων, οι Ρώσοι παραγωγοί εισήλθαν στην αγορά του Καζακστάν με προϊόντα που δεν μπορούσαν πλέον να πωλούν στην Ένωση λόγω των κυρώσεων, με αποτέλεσμα τη μείωση των τιμών σε τοπικό επίπεδο. Αντιθέτως, οι τιμές για το κόντρα-πλακέ σημύδας στην Ένωση αυξήθηκαν. Ως εκ τούτου, ήταν απολύτως λογικό ένας κατασκευαστής να ανακατευθύνει την παραγωγή του για να καλύψει το κενό στην αγορά της Ένωσης. Επιπλέον, η Orlimex CZ ισχυρίστηκε ότι η γενίκευση της Επιτροπής είχε ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη ομαδοποίηση όλων των εξαγωγέων, αγνοώντας τις σαφείς διαφορές μεταξύ των νόμιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και εκείνων που παραβιάζουν τις κυρώσεις. |
(224) |
Τα συμπεράσματα σχετικά με την SFK αναλύθηκαν στο τμήμα 4.1.3 ανωτέρω. Επιπλέον, η Επιτροπή αξιολόγησε την κατάσταση κάθε παραγωγού-εξαγωγέα που συμμετείχε στην έρευνα μεμονωμένα και με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και, ως εκ τούτου, δεν υπήρξε γενίκευση ή ομαδοποίηση, ούτε κατά τη διάρκεια της έρευνας ούτε στα συμπεράσματα. |
(225) |
Η Orlimex CZ παρατήρησε επίσης ότι στην περίπτωση της SFK, η Επιτροπή αντέστρεψε το βάρος της απόδειξης. Σύμφωνα με την Orlimex CZ, αυτή η αντιστροφή του βάρους της απόδειξης υπονόμευε την ασφάλεια δικαίου και την εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα της διαδικασίας έρευνας. |
(226) |
Ο ισχυρισμός αυτός εξετάστηκε στην αιτιολογική σκέψη 118. Εναπόκειται σε κάθε μεμονωμένο παραγωγό-εξαγωγέα να αποδείξει ότι η ειδική κατάσταση υπό την οποία τελεί δικαιολογεί να του χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Γενικά, σε περίπτωση που ένας παραγωγός-εξαγωγέας διαθέτει δική του εγκατάσταση παραγωγής με ικανότητα να παράγει, τουλάχιστον, ό,τι πράγματι εξαγάγει, δεν διατηρεί πολλαπλούς δεσμούς με τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα όσον αφορά τις συνδεδεμένες εταιρείες και/ή τις προμήθειες και μπορεί να κληθεί να λογοδοτήσει, δεν είναι ούτε υπερβολικά επαχθές ούτε δύσκολο να αποδειχθεί ότι ο εν λόγω παραγωγός δεν συμμετέχει στην πρακτική καταστρατήγησης. Με βάση τα ανωτέρω, οι ισχυρισμοί της Orlimex CZ απορρίφθηκαν. |
7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
(227) |
Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή υποστήριξε ότι ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ κατά των εισαγωγών κόντρα-πλακέ σημύδας από τη Ρωσία, ο οποίος επιβλήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1930, πρέπει να επεκταθεί στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας που αποστέλλονται από το Καζακστάν και την Τουρκία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καζακστάν και Τουρκίας είτε όχι. Η Επιτροπή υποστήριξε επίσης ότι οι αιτήσεις απαλλαγής που υποβλήθηκαν, θα πρέπει να απορριφθούν. |
(228) |
Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
1. Ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1930 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας, καταγωγής Ρωσίας, επεκτείνεται στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ, που αποτελείται αποκλειστικά από φύλλα ξύλου, καθένα από τα οποία έχει πάχος που δεν υπερβαίνει τα 6 mm, με εξωτερικά φύλλα ξύλου που προσδιορίζονται στη διάκριση 4412 33, με τουλάχιστον ένα εξωτερικό φύλλο ξύλου σημύδας, είτε είναι επικαλυμμένο είτε όχι, το οποίο υπάγεται επί του παρόντος στον κωδικό ΣΟ ex 4412 33 10, και αποστέλλονται από το Καζακστάν και την Τουρκία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καζακστάν και Τουρκίας είτε όχι (κωδικοί TARIC 4412331010 και 4412331020).
2. Ο δασμός που επεκτείνεται είναι ο δασμός αντιντάμπινγκ ύψους 15,80 % που εφαρμόζεται σε «όλες τις άλλες εταιρείες» στη Ρωσία.
3. Ο δασμός που επεκτείνεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου εισπράττεται για τις εισαγωγές που καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2023/1649.
4. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.
Άρθρο 2
Οι τελωνειακές αρχές καλούνται να παύσουν την καταγραφή των εισαγωγών που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2023/1649.
Άρθρο 3
Οι αιτήσεις απαλλαγής που υπέβαλαν οι Favorit LLP, QazFanCom LLP, Semipalatinsk Wood Processing LLP, Severnyi Fanernyi Kombinat LLP, VFP LLP, Intur Construction Tourism and Forest, Murat Şahin Orman Ürünleri, Petek Kontrplak San ve Tic A.Ş και Saglamlar Orman Tarim Urunleri San. Ve. Tic. AS απορρίπτονται.
Άρθρο 4
1. Οι αιτήσεις απαλλαγής από τον δασμό που επεκτείνεται βάσει του άρθρου 1 συντάσσονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει να υπογράφονται από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που αντιπροσωπεύει τον φορέα ο οποίος ζητεί την απαλλαγή. Η αίτηση πρέπει να αποστέλλεται στην ακόλουθη διεύθυνση:
Ευρωπαϊκή Επιτροπή |
Γενική Διεύθυνση Εμπορίου |
Directorate G Office: |
CHAR 04/39 |
1049 Bruxelles/Brussel |
BELGIQUE/BELGIË |
2. Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036, η Επιτροπή μπορεί να λάβει απόφαση που να επιτρέπει να απαλλαγούν από τον δασμό που επεκτείνεται δυνάμει του άρθρου 1 οι εισαγωγές από εταιρείες οι οποίες δεν καταστρατηγούν τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1930.
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Μαΐου 2024.
Για την Επιτροπή
Η Πρόεδρος
Ursula VON DER LEYEN
(1) ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 21.
(2) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/1930 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2021, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας, καταγωγής Ρωσίας (ΕΕ L 394 της 9.11.2021, σ. 7).
(3) Ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές κόντρα-πλακέ σημύδας καταγωγής Ρωσίας (ΕΕ C 342 της 14.10.2020, σ. 2).
(4) Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021 ο εφαρμοστέος κωδικός TARIC ήταν 4412330010. Από την 1η Ιανουαρίου 2022 αντικαταστάθηκε από τον κωδικό TARIC 4412331010. Από την 1η Σεπτεμβρίου 2022 αντικαταστάθηκε από τον κωδικό ΣΟ 4412 33 10.
(5) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2023/1649 της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 2023, για την έναρξη έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1930 στις εισαγωγές κόντρα πλακέ σημύδας καταγωγής Ρωσίας, από εισαγωγές κόντρα πλακέ σημύδας που αποστέλλονται από την Τουρκία και το Καζακστάν, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Τουρκίας και Καζακστάν είτε όχι, και για την υπαγωγή σε καταγραφή των εισαγωγών κόντρα πλακέ σημύδας που αποστέλλονται από την Τουρκία και το Καζακστάν (ΕΕ L 207 της 22.8.2023, σ. 77).
(6) Βλέπε απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Kolachi Raj Industrial, C-709/17 P, EU:C:2019:717, σκέψη 45.
(7) Κατά την ΠΑ, η Intur Construction Tourism and Forest (η μόνη συνεργαζόμενη εταιρεία) εξήγαγε στην Ένωση [2 000-3 000] m3, τα οποία αντιπροσώπευαν ποσοστό μεταξύ [5-10] % του συνόλου των εισαγωγών από την Τουρκία.
(8) Παράγραφοι 38 έως 45 και 71 έως 77 της αίτησης.
(9) Η παραγωγή στην Τουρκία εκτιμήθηκε με βάση την εκτιμώμενη παραγωγική ικανότητα (παράγραφος 32 της αίτησης). Συνεπώς, η παραγωγή ήταν πιθανώς χαμηλότερη. Η παραγωγή στο Καζακστάν βασίστηκε στις απαντήσεις των Καζάκων παραγωγών στο ερωτηματολόγιο και σε πληροφορίες της αίτησης (παράγραφος 67).
(10) Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχονται στην αίτηση, στην Τουρκία δεν υπάρχει παραγωγή ευρείας πυκνότητας ειδών σημύδας που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή κόντρα-πλακέ σημύδας και το οικοσύστημα σημύδας στην Τουρκία δεν είναι υψηλής παραγωγικότητας.
(11) Παραρτήματα 16 έως 24 της αίτησης.
(12) Ανοικτές απαντήσεις των εισαγωγέων στο ερωτηματολόγιο.
(13) Η απαγόρευση εισαγωγής προϊόντων του κεφαλαίου 44 (συμπεριλαμβανομένου του κόντρα-πλακέ σημύδας) από τη Ρωσία άρχισε να ισχύει στις 10 Ιουλίου 2022 (https://eur-lex.europa.eu/eli/reg/2022/576/oj).
(14) Η κατανάλωση καθορίστηκε με βάση τις εκτιμήσεις των συνολικών πωλήσεων στην ΕΕ και τις εισαγωγές κατά την ΠΕ.
(15) Παράρτημα 26 της αίτησης.
(16) Οι τιμές της Ένωσης βασίζονται σε πληροφορίες από την αίτηση (παράρτημα 26).
(17) Βλέπε απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, City Cycle Industries κατά Συμβουλίου, T 413/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:164, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.
(18) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 617/2000 της Επιτροπής, της 16ης Μαρτίου 2000, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές διαλυμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Αλγερίας, Λευκορωσίας, Λιθουανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας και για την αποδοχή, σε προσωρινή βάση, ανάληψης υποχρέωσης που πρότεινε παραγωγός-εξαγωγέας στην Αλγερία (ΕΕ L 75 της 24.3.2000, σ. 3), αιτιολογική σκέψη 10.
(19) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 617/2000 της Επιτροπής, αιτιολογική σκέψη 10.
(20) Έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, Ηνωμένες Πολιτείες — Μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά ορισμένα προϊόντα από χάλυβα θερμής έλασης, καταγωγής Ιαπωνίας, WT/DS184/AB/R, σημείο 80.
(21) Η Επιτροπή εξέτασε αν «οι ελλείψεις δεν ήταν τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια σχετικά με το αν οι εν λόγω πληροφορίες υποβλήθηκαν με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ήταν επαληθεύσιμες και ο ενδιαφερόμενος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια». Επομένως, όταν δεν πληρούται έστω και μία από τις προϋποθέσεις αυτές, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης και οι επίμαχες πληροφορίες δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη (βλέπε απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, City Cycle Industries κατά Συμβουλίου, T-413/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:164, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
(22) Το ακρωνύμιο ERP σημαίνει Enterprise Resource Planning (σχεδιασμός πόρων της επιχείρησης) και είναι ένα λογισμικό που καταγράφει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας εταιρείας.
(23) Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 26ης Ιανουαρίου 2017, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-247/15 P, C-253/15 P και C-259/15 P, σκέψη 58.
(24) Έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, Μεξικό — Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για το βοδινό κρέας και το ρύζι, WT/DS295/AB/R, σημείο 289, και έκθεση της ειδικής ομάδας, Κίνα — GOES, WT/DS414/R, σημείο 7.302.
(25) Βλέπε για παράδειγμα, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Maxcom κατά Chin Haur Indonesia, C-247/15 P, C-253/15 P και C-259/15 P, EU:C:2017:61, σκέψη 59.
(26) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2022/302 της Επιτροπής, της 24ης Φεβρουαρίου 2022, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/492, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/776, στις εισαγωγές ορισμένων υφασμένων και/ή ραμμένων υφασμάτων από υαλοΐνες (στο εξής: υφάσματα από υαλοΐνες) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής: ΛΔΚ) στις εισαγωγές υφασμάτων από υαλοΐνες που αποστέλλονται από το Μαρόκο, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαρόκου είτε όχι, και για την περάτωση της έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/492 στις εισαγωγές υφασμάτων από υαλοΐνες καταγωγής Αιγύπτου από εισαγωγές υφασμάτων από υαλοΐνες που αποστέλλονται από το Μαρόκο, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαρόκου είτε όχι (ΕΕ L 46 της 25.2.2022, σ. 49).
(27) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2272/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 769/2002 στις εισαγωγές κουμαρίνης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές κουμαρίνης που αποστέλλονται από την Ινδία ή την Ταϊλάνδη, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Ινδίας ή Ταϊλάνδης είτε όχι (ΕΕ L 396 της 31.12.2004, σ. 18), αιτιολογικές σκέψεις 11 και 12.
(28) Οι λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις αποκλίσεις επεξηγήθηκαν στην ευαίσθητη έκδοση της επιστολής βάσει του άρθρου 18.
(29) Έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, Ηνωμένες Πολιτείες — Μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά ορισμένα προϊόντα από χάλυβα θερμής έλασης, καταγωγής Ιαπωνίας, WT/DS184/AB/R, σημείο 80.
(30) Έκθεση της ειδικής ομάδας, ΗΠΑ — Δασμοί αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικοί δασμοί (Κορέα), σημείο 7.138.
(31) Έκθεση της ειδικής ομάδας, ΗΠΑ — Δασμοί αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικοί δασμοί (Κορέα), σημείο 7.138.
(32) Έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, Ηνωμένες Πολιτείες — Μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά ορισμένα προϊόντα από χάλυβα θερμής έλασης, καταγωγής Ιαπωνίας, WT/DS184/AB/R, η οποία εγκρίθηκε στις 23 Αυγούστου 2001, DSR 2001:X, παράγραφος 85.
(33) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/28 της Επιτροπής, της 9ης Ιανουαρίου 2018, για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ποδηλάτων από την εταιρεία City Cycle Industries, είτε έχουν δηλωθεί ως καταγωγής Σρι Λάνκα είτε όχι (ΕΕ L 5 της 10.1.2018, σ. 27), αιτιολογικές σκέψεις 20 και 21.
(34) Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 247 έως 254 του αρχικού κανονισμού.
ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_impl/2024/1287/oj
ISSN 1977-0669 (electronic edition)