EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32021R2012

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/2012 της Επιτροπής της 17ης Νοεμβρίου 2021 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα, καταγωγής Ινδίας και Ινδονησίας

C/2021/8178

OJ L 410, 18.11.2021, p. 153–177 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 17/03/2022

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_impl/2021/2012/oj

18.11.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 410/153


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 17ης Νοεμβρίου 2021

για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα, καταγωγής Ινδίας και Ινδονησίας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1) (στο εξής: βασικός κανονισμός), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Έναρξη

(1)

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής: Επιτροπή) κίνησε έρευνα αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα (στο εξής: «SSCR» ή «υπό έρευνα προϊόν») καταγωγής Ινδίας και Ινδονησίας (στο εξής, από κοινού: οικείες χώρες), με βάση το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2) (στο εξής: ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας).

(2)

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία έρευνας κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 17 Αυγούστου 2020 από την European Steel Association (στο εξής: «Eurofer» ή «καταγγέλλουσα») εξ ονόματος παραγωγών που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 25 % της συνολικής ενωσιακής παραγωγής πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα.

(3)

Στις 17 Φεβρουαρίου 2021 η Επιτροπή κίνησε διαδικασία έρευνας κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές του ίδιου προϊόντος, καταγωγής Ινδίας και Ινδονησίας (στο εξής: έρευνα κατά των επιδοτήσεων) (3).

1.2.   Καταγραφή

(4)

Κατόπιν αιτήματος της καταγγέλλουσας που τεκμηριώνεται βάσει των απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή υπέβαλε τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος σε καταγραφή βάσει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/370 της Επιτροπής (4) (στο εξής: κανονισμός για την καταγραφή) σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

1.3.   Προσωρινά μέτρα

(5)

Σύμφωνα με το άρθρο 19α του βασικού κανονισμού, στις 30 Απριλίου 2021 η Επιτροπή παρείχε στους ενδιαφερομένους συνοπτική παρουσίαση των προτεινόμενων προσωρινών δασμών και αναλυτικά στοιχεία για τον υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ και των περιθωρίων που είναι επαρκή για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 210 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις, οι οποίες θεωρήθηκαν ήσσονος σημασίας, και διόρθωσε τα περιθώρια αναλόγως, όπου ήταν απαραίτητο.

(6)

Στις 28 Μαΐου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/854 (5) (στο εξής: κανονισμός για την επιβολή προσωρινού δασμού), με τον οποίο επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ.

1.4.   Επακόλουθη διαδικασία

(7)

Μετά την κοινοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων επιβλήθηκε ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ (στο εξής: κοινοποίηση προσωρινών συμπερασμάτων), η καταγγέλλουσα, μια κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων (στο εξής: Euranimi) (6), ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας, ένας χρήστης, οι παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος, καθώς και οι κυβερνήσεις της Ινδίας και της Ινδονησίας, υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις γνωστοποιώντας τις απόψεις τους σχετικά με τα προσωρινά συμπεράσματα.

(8)

Τα μέρη που το ζήτησαν έγιναν δεκτά σε ακρόαση. Πραγματοποιήθηκαν ακροάσεις με την καταγγέλλουσα, την κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων, έναν μη συνδεδεμένο εισαγωγέα, έναν χρήστη και δύο παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος.

(9)

Η Επιτροπή εξακολούθησε να αναζητεί και να επαληθεύει όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τα τελικά συμπεράσματά της. Η Επιτροπή, όταν κατέληξε στα οριστικά συμπεράσματά της, εξέτασε τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη και αναθεώρησε τα προσωρινά της συμπεράσματα, όπου ήταν σκόπιμο.

(10)

Η Επιτροπή ενημέρωσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων σκόπευε να επιβάλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα, καταγωγής Ινδίας και Ινδονησίας (στο εξής: κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων). Σε όλα τα μέρη δόθηκε προθεσμία εντός της οποίας θα μπορούσαν να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων. Παρατηρήσεις σχετικά με την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων υπέβαλαν η Eurofer, ο ενωσιακός παραγωγός και χρήστης Arinox, η κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων Euranimi, ο μη συνδεδεμένος εισαγωγέας LSI και οι συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς. Επιπλέον, η IRNC (συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας) υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η Eurofer αναφορικά με την προσέγγιση της Επιτροπής ως προς τις αγορές της (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 71 έως 74).

(11)

Τα μέρη που το ζήτησαν επίσης έγιναν δεκτά σε ακρόαση. Πραγματοποιήθηκαν ακροάσεις με την καταγγέλλουσα, την Euranimi, έναν μη συνδεδεμένο εισαγωγέα, έναν χρήστη που αποδείχθηκε επίσης ότι είναι ενωσιακός παραγωγός και έναν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς. Λαμβανομένων υπόψη των οικείων παρατηρήσεων σχετικά με την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, πραγματοποιήθηκε πρόσθετη κοινοποίηση τελικών συμπερασμάτων προς τον παραγωγό-εξαγωγέα IRNC η οποία περιορίστηκε στις προσαρμογές που έγιναν σε ορισμένες από τις οικείες τιμές εξαγωγικών πωλήσεων. Η Επιτροπή έδωσε στην IRNC τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με την εν λόγω πρόσθετη κοινοποίηση τελικών συμπερασμάτων, αλλά η IRNC δεν απάντησε.

(12)

Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη εξετάστηκαν και, όπου κρίθηκε ενδεδειγμένο, ελήφθησαν υπόψη στον παρόντα κανονισμό.

1.5.   Δειγματοληψία

(13)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά τη δειγματοληψία, επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 14 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

1.6.   Περίοδος έρευνας και εξεταζόμενη περίοδος

(14)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας ισχυρίστηκαν ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 έπρεπε να διερευνηθούν διεξοδικά, διότι η περίοδος έρευνας (στο εξής: ΠΕ) περιλάμβανε περίοδο εξαιρετικών περιστάσεων λόγω της πανδημίας.

(15)

Πράγματι, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι στην ΠΕ περιλαμβάνονταν ορισμένοι μήνες κατά τους οποίους είχε ήδη εκδηλωθεί η πανδημία COVID-19. Η Επιτροπή προσδιόρισε και ανέλυσε διεξοδικά τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ζημιογόνος πρακτική ντάμπινγκ στην αγορά της Ένωσης, η οποία δεν οφείλεται στις επιπτώσεις της πανδημίας.

(16)

Ελλείψει τυχόν περαιτέρω παρατηρήσεων όσον αφορά την ΠΕ και την εξεταζόμενη περίοδο, επιβεβαιώθηκε η αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

2.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

2.1.   Ισχυρισμοί όσον αφορά το πεδίο κάλυψης του προϊόντος

(17)

Στο προσωρινό στάδιο, ένας ενωσιακός χρήστης, η Arinox, ζήτησε την εξαίρεση των προϊόντων ψυχρής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα με ποιότητα χάλυβα 200 και 201 από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος. Η Επιτροπή απέρριψε προσωρινά το αίτημα, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 27 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(18)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, το μέρος περιόρισε το αίτημά του για εξαίρεση στα προϊόντα με ποιότητα χάλυβα 200 ισοδύναμο με Jindal J4 ή JSLU DD (ποιότητα νικελίου 1 %) πάχους 0,90 + 0/-0,060 mm για χρήση στην παραγωγή ταινιών ακριβείας από ανοξείδωτο χάλυβα. Επισήμανε ότι το προϊόν αναγνωρίζεται εύκολα, επομένως δεν υπάρχει κίνδυνος καταστρατήγησης, δεν είναι εναλλάξιμο με άλλους τύπους προϊόντων και δεν παράγεται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Επιπλέον, σύμφωνα με την εταιρεία, η τελική χρήση επαληθεύεται εύκολα.

(19)

Η καταγγέλλουσα αμφισβήτησε το επικαιροποιημένο αίτημα εξαίρεσης από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος. Η Eurofer ισχυρίστηκε ότι οι ποιότητες που αναφέρει ο ενωσιακός χρήστης είναι εμπορικής ονομασίας και δεν ορίζονται από κανένα διεθνές πρότυπο. Ως εκ τούτου, οι τελωνειακές αρχές δεν έχουν τη δυνατότητα να ορίσουν σημεία αναφοράς και να επιβάλουν οποιονδήποτε έλεγχο της χημικής σύνθεσης του εξαιρούμενου προϊόντος. Επιπλέον, ο έλεγχος της τελικής χρήσης θα συνεπαγόταν υπέρμετρο φόρτο για τις τελωνειακές αρχές. Επιπροσθέτως, η εξαίρεση των εν λόγω προϊόντων που παράγονται μόνο από την Jindal θα δημιουργούσε κίνδυνο διασταυρούμενης αντιστάθμισης που θα επηρέαζε τη διορθωτική επίδραση των μέτρων.

(20)

Από την έρευνα προέκυψε ότι τα εν λόγω προϊόντα είναι εναλλάξιμα όσον αφορά τα χαρακτηριστικά. Επίσης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή αυτού του αιτήματος εξαίρεσης θα συνεπαγόταν πράγματι υπέρμετρο φόρτο για τις τελωνειακές αρχές, οι οποίες θα έπρεπε να διενεργούν εργαστηριακές δοκιμές και να ελέγχουν την τελική χρήση κάθε αποστολής. Επιπλέον, δεδομένου ότι το προϊόν συνδέεται με έναν συγκεκριμένο παραγωγό-εξαγωγέα, δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος διασταυρούμενης αντιστάθμισης.

(21)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Arinox επανέλαβε το αρχικό αίτημά της για εξαίρεση προϊόντος, δηλαδή για εξαίρεση από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος των προϊόντων χαμηλού νικελίου με ποιότητα χάλυβα 200 και των προϊόντων με ποιότητα χάλυβα 201. Η Arinox ισχυρίστηκε ότι ουσιαστικά τα προϊόντα χαμηλού νικελίου με ποιότητα χάλυβα 200 και τα προϊόντα με ποιότητα χάλυβα 201 δεν είναι διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης και ότι οι ενωσιακοί παραγωγοί δεν ενδιαφέρονται να κατασκευάσουν αυτά τα προϊόντα. Εξήγησε ότι, μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η αγορά προϊόντων με ποιότητα χάλυβα 201 από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής κατέστη οικονομικά μη βιώσιμη και ότι μόνο ένας παραγωγός στην Ένωση μπορούσε να παράγει ταινίες ακριβείας χαμηλού νικελίου με ποιότητα ανοξείδωτου χάλυβα 200. Ισχυρίστηκε επίσης ότι είχε ήδη υποστεί οικονομική ζημία ως αποτέλεσμα της προσθήκης των εν λόγω προϊόντων στην τρέχουσα έρευνα, δεδομένου ότι, λόγω της ευαισθησίας του προϊόντος στις τιμές, δεν μπορούσε να μετακυλίσει τον δασμό αντιντάμπινγκ στους πελάτες της, και ότι σε πρόσφατη υπόθεση που αφορούσε παρόμοια περίπτωση η Επιτροπή είχε ικανοποιήσει το αίτημα για εξαίρεση προϊόντος.

(22)

Επιπλέον, η εταιρεία επανέλαβε ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τα φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά μεταξύ των προϊόντων με ποιότητα χάλυβα 200 και 201 και άλλων τύπων χάλυβα που εμπίπτουν στο υπό έρευνα προϊόν, ιδίως των προϊόντων με ποιότητα χάλυβα 300, και ότι η χημική σύνθεση των προϊόντων με ποιότητα χάλυβα 200 και 201 μπορεί απλά να επαληθευτεί από τις τελωνειακές αρχές με τη χρήση άμεσα διαθέσιμων οργάνων και μέσω των πιστοποιητικών χυτηρίου. Η εταιρεία ισχυρίστηκε επίσης ότι το αίτημα εξαίρεσης συνδέεται με μία τελική χρήση και ότι η εταιρεία είναι πιθανό να είναι ο μόνος χρήστης του αιτήματος εξαίρεσης.

(23)

Η εταιρεία υποστήριξε ότι ο κίνδυνος διασταυρούμενης αντιστάθμισης είναι περιορισμένος, δεδομένου ότι αγοράζει κυρίως ποιότητες χάλυβα 200 και 201 από τις οικείες χώρες, τις οποίες προμηθεύεται από διάφορους παραγωγούς στις εν λόγω χώρες.

(24)

Η Arinox δεν προσκόμισε περαιτέρω στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα προϊόντα με ποιότητα χάλυβα 200 και 201 δεν είναι εναλλάξιμα με άλλους τύπους χάλυβα, παρά μόνο ισχυρίστηκε ότι θα ήταν παράλογο από οικονομική άποψη να το κάνει. Όπως επισημαίνεται ήδη στην αιτιολογική σκέψη 20 ανωτέρω, για την επαλήθευση της χημικής σύνθεσης από τις τελωνειακές αρχές απαιτείται εργαστηριακή δοκιμή, η οποία θα επιβάρυνε σημαντικά τις τελωνειακές αρχές, ιδίως δεδομένου ότι η δοκιμή αυτή θα ήταν απαραίτητη για κάθε αποστολή του προϊόντος για το οποίο ζητήθηκε εξαίρεση. Η αξιολόγηση του κινδύνου διασταυρούμενης αντιστάθμισης είναι αντικειμενική και τα στοιχεία που υπέβαλε η εταιρεία όσον αφορά τις οικείες αγορές προϊόντων με ποιότητα χάλυβα 200 και 201 και άλλων προϊόντων από τις οικείες χώρες έδειξαν ότι πράγματι αγόρασε άλλα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο κάλυψης του προϊόντος της τρέχουσας έρευνας από τις εν λόγω χώρες, πράγμα το οποίο ενέχει εγγενώς κίνδυνο διασταυρούμενης αντιστάθμισης. Επιπλέον, παρότι η εταιρεία ισχυρίζεται ότι αυτές οι ποιότητες χάλυβα έχουν μόνο μία τελική χρήση, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι εν λόγω ποιότητες χάλυβα να έχουν και άλλες χρήσεις.

(25)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή του εν λόγω αιτήματος εξαίρεσης προϊόντος δεν θα ήταν σκόπιμη και, επομένως, αυτό απορρίφθηκε.

2.2.   Συμπέρασμα

(26)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά το πεδίο κάλυψης του προϊόντος, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 27 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

3.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

3.1.   Ινδία

3.1.1.   Συνεργασία και μερική εφαρμογή του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού

(27)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 57 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, οι ινδικές οντότητες Jindal που συμμετέχουν στην παραγωγή και τις πωλήσεις του υπό έρευνα προϊόντος αναφέρονται ως «όμιλος Jindal». Στον παρόντα κανονισμό, οι εν λόγω οντότητες θα αναφέρονται ως «Jindal India», ενώ ο «όμιλος Jindal» αναφέρεται στην Jindal India, την Jindal Indonesia και τις σχετικές οντότητες Jindal σε τρίτες χώρες.

(28)

Όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 32 έως 35 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η Επιτροπή αποφάσισε να εφαρμόσει το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού στο προσωρινό στάδιο και να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία όσον αφορά τα στοιχεία που δεν είχαν κοινοποιηθεί σχετικά με τον ρόλο της συνδεδεμένης εταιρείας του ομίλου Jindal.

(29)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ο όμιλος Jindal αμφισβήτησε την εφαρμογή του άρθρου 18. Έκρινε ότι δεν αρνήθηκε ούτε παρέλειψε να παράσχει τα σχετικά στοιχεία και ότι είχε ενεργήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από την εταιρεία. Η Επιτροπή αξιολόγησε δεόντως τις εν λόγω παρατηρήσεις. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 33 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, είχε ήδη πραγματοποιηθεί ακρόαση του ομίλου Jindal με τον σύμβουλο ακροάσεων για το θέμα αυτό στις 16 Απριλίου 2021. Σύμφωνα με τις συστάσεις του συμβούλου ακροάσεων μετά την εν λόγω ακρόαση, η Επιτροπή αξιολόγησε επίσης πλήρως τα στοιχεία που έλαβε από τον όμιλο Jindal, στις 29 Μαρτίου 2021, σε απάντηση στην επιστολή βάσει του άρθρου 18.

(30)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από τον εν λόγω παραγωγό-εξαγωγέα και αποδέχθηκε εν μέρει τον ισχυρισμό. Επιπλέον, ενόψει της περαιτέρω ανάλυσης των στοιχείων που παρασχέθηκαν στις 29 Μαρτίου 2021, κρίθηκε σκόπιμη η περαιτέρω προσαρμογή. Δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις του ομίλου Jindal χαρακτηρίστηκαν ευαίσθητες, η λεπτομερής αξιολόγηση του ισχυρισμού κοινοποιήθηκε μόνο στο ενδιαφερόμενο μέρος.

3.1.2.   Κανονική αξία

(31)

Οι λεπτομέρειες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας καθορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 47 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(32)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Jindal India και η Jindal Indonesia επανέλαβαν τους ισχυρισμούς τους όσον αφορά το άρθρο 2 παράγραφος 5 τρίτο και τέταρτο εδάφιο και παράγραφος 10 στοιχείο ια) του βασικού κανονισμού, ότι η Επιτροπή θα πρέπει να προσαρμόσει την κανονική αξία για το κόστος που σχετίζεται με τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν στην Ινδία και την Ινδονησία λόγω της COVID-19 κατά τη διάρκεια τμήματος της περιόδου έρευνας.

(33)

Οι εν λόγω ισχυρισμοί έπρεπε να απορριφθούν.

(34)

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο, η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι το τρίτο εδάφιο εξετάζει την ορθή κατανομή του κόστους, καθώς και το αν η κατανομή αυτή ανταποκρίνεται σε πάγια πρακτική, προκρίνοντας την κατανομή του κόστους με βάση τον κύκλο εργασιών. Προσθέτει ότι «το κόστος αναπροσαρμόζεται καταλλήλως, προκειμένου να ληφθούν υπόψη μη επαναλαμβανόμενα στοιχεία του κόστους που ευνοούν τη μελλοντική και/ή την τρέχουσα παραγωγή, εκτός αν αυτά αντικατοπτρίζονται ήδη στην κατανομή του κόστους βάσει του παρόντος εδαφίου». Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, το προβαλλόμενο «κόστος λόγω της COVID-19» δεν αποτελεί χωριστό στοιχείο κόστους που μπορεί να προσαρμοστεί σε σχέση με την περίοδο έρευνας. Το προβαλλόμενο κόστος αντιστοιχεί στις συνήθεις πάγιες δαπάνες που είναι επαναλαμβανόμενες και επιβαρύνουν την Jindal σε τακτική βάση. Με τη διαφορά ότι εφαρμόζονται σε χαμηλότερη ποσότητα παραγωγής λόγω της COVID-19. Ωστόσο, το σενάριο αυτό δεν καλύπτεται από την προαναφερθείσα τελευταία πρόταση του τρίτου εδαφίου. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να χορηγηθεί προσαρμογή βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο.

(35)

Δεύτερον, όσον αφορά τους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 5 τέταρτο εδάφιο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 τέταρτο εδάφιο, παρέκκλιση από το κόστος ανά μονάδα με το οποίο επιβαρύνεται συνήθως μια εταιρεία μπορεί να χορηγηθεί μόνο στην περίπτωση που η χρήση νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων προϋποθέτει σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις και όταν τα επακόλουθα χαμηλά ποσοστά χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας είναι αποτέλεσμα της έναρξης λειτουργίας της επιχείρησης που λαμβάνει χώρα κατά την περίοδο έρευνας ή κατά τη διάρκεια τμήματος αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, τα ενδεχόμενα χαμηλά ποσοστά χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας είναι αποτέλεσμα προσωρινής διακοπής της παραγωγής λόγω της COVID-19. Ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 2 παράγραφος 5 τέταρτο εδάφιο.

(36)

Τρίτον, όσον αφορά τους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο ια), η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10, παρέχεται η δυνατότητα προσαρμογής «για διαφορές που προκύπτουν λόγω άλλων παραγόντων […], υπό τον όρο της κατάδειξης της επίδρασής τους επί της συγκρισιμότητας των τιμών, όπως απαιτεί η παρούσα παράγραφος, ιδίως εάν οι πελάτες συστηματικά πληρώνουν διαφορετικές τιμές στην εγχώρια αγορά επειδή υπάρχουν διαφορές στους παράγοντες αυτούς.» Η Jindal India και η Jindal Indonesia ισχυρίστηκαν ότι θα έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί προσαρμογή λόγω των επιπτώσεων που είχαν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν λόγω της COVID-19 στο κόστος παραγωγής, χωρίς ωστόσο να καταδείξουν οποιαδήποτε επίδραση στη συγκρισιμότητα των τιμών. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός όσον αφορά το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ια) δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

(37)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Jindal επανέλαβε τους ισχυρισμούς σχετικά με την προσαρμογή για το κόστος που σχετίζεται με την COVID-19. Όσον αφορά πιθανή προσαρμογή βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 5 τρίτο και τέταρτο εδάφιο, ο όμιλος Jindal επισήμανε ότι είχαν πραγματοποιηθεί «ασυνήθιστα υψηλές» (7) δαπάνες που δεν θα έπρεπε να αποδοθούν εξολοκλήρου στην παραγωγή και πώληση του υπό έρευνα προϊόντος κατά την περίοδο έρευνας, αλλά ότι, αντιθέτως, η Επιτροπή θα έπρεπε να υπολογίσει ένα αντιπροσωπευτικό κόστος παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας.

(38)

Ο ισχυρισμός έπρεπε να απορριφθεί. Οι εν λόγω δαπάνες πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας και αφορούν την παραγωγή και την πώληση του υπό έρευνα προϊόντος. Με βάση την έκθεση της ειδικής ομάδας Σολομός στην οποία αναφέρθηκε ο όμιλος Jindal, και σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο τρίτη περίοδος του βασικού κανονισμού, το κόστος αναπροσαρμόζεται καταλλήλως προκειμένου να ληφθούν υπόψη μη επαναλαμβανόμενα στοιχεία κόστους που ευνοούν τη μελλοντική και/ή την τρέχουσα παραγωγή. Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι το προβαλλόμενο κόστος που σχετίζεται με τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν λόγω της νόσου COVID-19 δεν έχει επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα. Ωστόσο, οι ειδικές δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας λόγω της νόσου COVID-19 είναι μόνο πάγιες δαπάνες και προκύπτουν απλώς από την υποχρησιμοποίηση της διαθέσιμης παραγωγικής ικανότητας η οποία υπό άλλες συνθήκες θα είχε χρησιμοποιηθεί. Εξ ορισμού, δεν είναι δυνατό να ευνοούν τη μελλοντική παραγωγή, όπως θα μπορούσε να την ευνοήσει για παράδειγμα το επενδυτικό κόστος. Ούτε είναι δυνατό να ευνοούν την τρέχουσα παραγωγή, δεδομένου ότι προκύπτουν μάλλον άμεσα από ένα έκτακτο περιστατικό ανωτέρας βίας, τον περιορισμό της κυκλοφορίας λόγω της νόσου COVID-19.

(39)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο ια) του βασικού κανονισμού, ο όμιλος Jindal αναφέρθηκε στη δήλωση της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 36 και πρόσθεσε ότι από την εισαγωγική φράση του άρθρου 2 παράγραφος 10 προκύπτει ότι η αναφορά στη συγκρισιμότητα των τιμών καλύπτει τη συγκρισιμότητα μεταξύ της κανονικής αξίας (ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού της) και της τιμής εξαγωγής.

(40)

Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η εισαγωγική φράση του άρθρου 2 παράγραφος 10 αναφέρεται στη συγκρισιμότητα των τιμών. Είναι επίσης αληθές ότι ορισμένες από τις προσαρμογές που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχεία α) έως ια) μπορούν να εφαρμοστούν τόσο στην κανονική αξία που βασίζεται στις εγχώριες τιμές όσο και στην κατασκευασμένη κανονική αξία. Ωστόσο, το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ια) περιέχει ρητή προϋπόθεση που αναφέρεται στις διαφορές των τιμών που καταβάλλονται στην εγχώρια αγορά, η οποία πρέπει να πληρούται πριν από την πραγματοποίηση της προσαρμογής. Ο όμιλος Jindal δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τις διαφορές αυτές, αλλά μπόρεσε απλώς να καταδείξει τις επιπτώσεις στο κόστος. Οποιαδήποτε αύξηση του κόστους θα επηρέαζε σε κάθε περίπτωση εξίσου τις εγχώριες τιμές και τις τιμές εξαγωγής. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο ια) έπρεπε να απορριφθεί.

(41)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Chromeni αμφισβήτησε τις προσαρμογές της Επιτροπής στο κόστος των πρώτων υλών. Κατά τον προσωρινό προσδιορισμό, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει στον πίνακα των επιμέρους συναλλαγών των αγορών ρόλων θερμής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα (στο εξής: SSHR) ότι οι τιμές αγοράς των SSHR από συνδεδεμένα μέρη ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του ίδιου υλικού από μη συνδεδεμένα μέρη. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν σύμφωνες με τις αρχές του πλήρους ανταγωνισμού και η Επιτροπή προέβη σε προσαρμογή των εν λόγω τιμών. Στις παρατηρήσεις της σχετικά με την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Chromeni ισχυρίστηκε ότι η ποιότητα των ρόλων που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση δεν ήταν πάντα η ίδια και ότι αυτό θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά τη σύγκριση. Ο ισχυρισμός τεκμηριώθηκε με συμβάσεις αγοράς, συμφωνία έκπτωσης λόγω ποιότητας, πιστωτικά σημειώματα, έκθεση ποιοτικού ελέγχου, καθώς και με λογιστικές εγγραφές για τον ισχυρισμό ποιότητας. Η Επιτροπή αξιολόγησε δεόντως τον ισχυρισμό και τον έκρινε δικαιολογημένο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αντικατέστησε στα στοιχεία της εταιρείας τη μέση τιμή αγοράς SSHR από συνδεδεμένα μέρη με τη σταθμισμένη μέση τιμή αγοράς από μη συνδεδεμένους προμηθευτές, πολλαπλασιαζόμενη με τις ποσότητες που χρησιμοποιήθηκαν.

(42)

Κατά το προσωρινό στάδιο η Επιτροπή είχε υπολογίσει εκ νέου το κόστος απόσβεσης της κανονικής αξίας της Chromeni, καθώς διαπιστώθηκε ότι η απόσβεση μέρους του εξοπλισμού παραγωγής δεν είχε δηλωθεί όταν χρησιμοποιούνταν ήδη για εμπορική παραγωγή. Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Chromeni αμφισβήτησε την εν λόγω προσαρμογή στο δηλωθέν κόστος απόσβεσης, υποστηρίζοντας ότι το κόστος αυτό είχε καταχωριστεί σε πλήρη συμμόρφωση με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές πρακτικές της Ινδίας και ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να γίνει δεκτό. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι ήταν σκόπιμο και εύλογο να επαναφερθεί η έναρξη της περιόδου απόσβεσης για τα μηχανήματα ώστε να συμπίπτει με την έναρξη της πραγματικής παραγωγής και πώλησης του υπό έρευνα προϊόντος. Στο πλαίσιο αυτό, τα στοιχεία της Chromeni δεν αντικατόπτριζαν σε ικανοποιητικό βαθμό το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή και την πώληση του υπό έρευνα προϊόντος και, ως εκ τούτου, έπρεπε να πραγματοποιηθεί προσαρμογή.

(43)

Τέλος, μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Chromeni αμφισβήτησε τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή αντιμετώπισε τις ζητούμενες προσαρμογές των εξόδων εκκίνησης, οι οποίες αφορούσαν το κόστος απόσβεσης, καθώς και τα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα (στο εξής: ΓΔΕΠ). Η Επιτροπή είχε περιορίσει την περίοδο κατά την οποία μπορούσε να πραγματοποιηθεί προσαρμογή του κόστους απόσβεσης σε τρεις μήνες και απέρριψε την προσαρμογή των εξόδων ΓΔΕΠ κατά το στάδιο έναρξης λειτουργίας. Η Chromeni υποστήριξε ότι το στάδιο έναρξης λειτουργίας μιας γραμμής παραγωγής χάλυβα υπερβαίνει κατά πολύ τους τρεις μήνες, υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτόν την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού τελικής παραλαβής. Ωστόσο, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι η εμπορική παραγωγή είχε ήδη αρχίσει πολύ πριν από την ημερομηνία αυτή. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, όπου προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι η διάρκεια του σταδίου έναρξης λειτουργίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ένα ενδεδειγμένο αρχικό τμήμα της περιόδου κάλυψης του κόστους, αποτελεί πάγια πρακτική της Επιτροπής να περιορίζει τη διάρκεια του σταδίου έναρξης λειτουργίας σε τρεις μήνες. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, η Επιτροπή έκρινε ότι η προθεσμία των τριών μηνών ήταν ενδεδειγμένη. Όσον αφορά τα έξοδα πώλησης, καθώς και τα γενικά και διοικητικά έξοδα, η Chromeni δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα έξοδα αυτά συνδέονται με την παραγωγή και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζονται από τη χρήση νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων που προϋποθέτουν σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις και από χαμηλά ποσοστά χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, ως αποτέλεσμα της έναρξης λειτουργίας της επιχείρησης, όπως απαιτείται από το άρθρο 2 παράγραφος 5 τέταρτο εδάφιο του βασικού κανονισμού.

(44)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Chromeni απλώς επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς και επιχειρήματα, χωρίς να προσκομίσει νέα αποδεικτικά στοιχεία ή να διατυπώσει νέα επιχειρήματα. Με βάση τα ανωτέρω, οι ισχυρισμοί της Chromeni σχετικά με την απόσβεση και την προσαρμογή των εξόδων εκκίνησης απορρίφθηκαν.

(45)

Στην αιτιολογική σκέψη 175 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την προβαλλόμενη στην καταγγελία ύπαρξη στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες στην Ινδία και την Ινδονησία. Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Eurofer ισχυρίστηκε ότι, λόγω της ύπαρξης στρεβλώσεων που οφείλονται σε κρατικό παρεμβατισμό στις αγορές πρώτων υλών στην Ινδία και την Ινδονησία, οι δαπάνες των εταιρειών θα πρέπει να προσαρμοστούν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Η Eurofer ισχυρίστηκε ότι, λόγω των στρεβλώσεων, το κόστος στα στοιχεία των παραγωγών-εξαγωγέων δεν αντικατοπτρίζει εύλογα το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή και την πώληση του υπό έρευνα προϊόντος και, επιπλέον, ότι οι στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες είχαν οδηγήσει σε μη φυσιολογική κατάσταση.

(46)

Η Επιτροπή απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό, καθώς έκρινε ότι η Eurofer δεν προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την πλήρη εφαρμογή της προσαρμογής βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού στην προκειμένη περίπτωση. Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Eurofer διαφώνησε, επιμένοντας ότι στην καταγγελία και σε διάφορες παρατηρήσεις που υπέβαλε πριν και μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων είχε παράσχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό της καταγγελίας. Η Επιτροπή δεν έκρινε σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την ενδεχόμενη προσαρμογή βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Ανεξάρτητα από το αν τα στοιχεία που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας συνιστούσαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την ανάλυση του ισχυρισμού επί της ουσίας, η Επιτροπή επισήμανε ότι στο πλαίσιο της έρευνας κατά των επιδοτήσεων εξετάστηκε παρόμοιος ισχυρισμός σχετικά με τον αντίκτυπο των στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες στην παροχή των εμπορευμάτων.

3.1.3.   Τιμή εξαγωγής

(47)

Οι λεπτομέρειες για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής καθορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 50 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(48)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, καθώς και μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Jindal India και η Jindal Indonesia αμφισβήτησαν την προσέγγιση που είχε εφαρμόσει η Επιτροπή για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής ορισμένων από τις πωλήσεις τους μέσω της Iberjindal S.L. (στο εξής: IBJ), ενός συνδεδεμένου εμπόρου εγκατεστημένου στην Ισπανία. Ο ισχυρισμός απορρίφθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος. Δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν ευαίσθητες, οι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκαν οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τον ισχυρισμό κοινοποιήθηκαν μόνο στο ενδιαφερόμενο μέρος.

(49)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Jindal ισχυρίστηκε ότι, κατά τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής, υπήρχε σφάλμα στον τύπο που χρησιμοποιήθηκε για το κόστος μεταφοράς, σφάλμα που επηρέασε τις τιμές ορισμένων ενωσιακών πωλήσεων. Η Επιτροπή επαλήθευσε το ζήτημα και διαπίστωσε πράγματι ότι υπήρχε σφάλμα εκ παραδρομής σ’ έναν τύπο, το οποίο διόρθωσε.

(50)

Δεν προβλήθηκαν περαιτέρω ισχυρισμοί σχετικά με τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής. Επομένως, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 50 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

3.1.4.   Σύγκριση

(51)

Οι λεπτομέρειες σχετικά με τη σύγκριση της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής καθορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 51 έως 54 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(52)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Jindal India και η Jindal Indonesia ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να αφαιρέσει τα έξοδα ΓΔΕΠ και το κέρδος (στο εξής: πλασματική προμήθεια) από την τιμή εξαγωγής των πωλήσεων της ΕΕ που δρομολογήθηκαν μέσω του συνδεδεμένου εμπόρου της σε τρίτη χώρα, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 52 και 81 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού. Ο ισχυρισμός απορρίφθηκε. Δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν ευαίσθητες, οι λόγοι απόρριψης του ισχυρισμού κοινοποιήθηκαν μόνο στο ενδιαφερόμενο μέρος.

(53)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Jindal υπέβαλε πρόσθετους ισχυρισμούς σχετικά με την εκτίμηση της τιμής εξαγωγής όσον αφορά τον εν λόγω συνδεδεμένο έμπορο. Οι παρατηρήσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν και πάλι ευαίσθητες και, ως εκ τούτου, η Jindal ενημερώθηκε σχετικά με τη θέση της Επιτροπής όσον αφορά τους εν λόγω ισχυρισμούς σε ατομική βάση.

(54)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Jindal ισχυρίστηκε ότι η προσαρμογή της τιμής εξαγωγής για τις ενωσιακές πωλήσεις που δρομολογήθηκαν μέσω της JSL Global Commodities Pte. Ltd. (στο εξής: JGC) δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα οικεία έξοδα ΓΔΕΠ, διότι, σύμφωνα με την προηγούμενη πρακτική των θεσμικών οργάνων και όπως επικυρώθηκε από το Πρωτοδικείο, θα ήταν εύλογο να αφαιρεθούν μόνο τα έξοδα ΓΔΕΠ (8). Εάν η Επιτροπή επιμένει να συμπεριλάβει το κέρδος (πράγμα το οποίο δεν θα έπρεπε να κάνει), το κέρδος αυτό θα πρέπει να βασίζεται στα στοιχεία της JGC. Σύμφωνα με τον όμιλο Jindal, αυτό θα ήταν σύμφωνο με την πρόσφατη πρακτική της Επιτροπής και με την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι είναι «εύλογο» να χρησιμοποιηθούν «πραγματικά στοιχεία» (9).

(55)

Οι ισχυρισμοί έπρεπε να απορριφθούν. Πρώτον, η αφαίρεση μόνο των εξόδων ΓΔΕΠ δεν θα λάμβανε υπόψη την πλήρη αξία του περιθωρίου κέρδους το οποίο αποτελείται συνήθως από τα έξοδα ΓΔΕΠ συν το κέρδος. Όσον αφορά την εκτίμηση του εν λόγω κέρδους, η Επιτροπή επιμένει ότι το κέρδος αυτό πρέπει να πραγματοποιείται υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να βασίζεται στο κέρδος που προκύπτει από αμοιβή που έχει συμφωνηθεί από τα συνδεδεμένα μέρη. Όσον αφορά την απόφαση του Πρωτοδικείου, η απόφαση αυτή ενέκρινε την αφαίρεση των ΓΔΕΠ, πλην όμως σαφώς δεν απέρριπτε την ταυτόχρονη αφαίρεση των κερδών, η οποία δεν αποτελούσε το επίμαχο ζήτημα στην υπόθεση εκείνη. Επιπλέον, σύμφωνα με την εν λόγω υπόθεση, στην παρούσα έρευνα, τα ΓΔΕΠ αφαιρέθηκαν με βάση τα πραγματικά στοιχεία του συνδεδεμένου εμπόρου, δεδομένου ότι τα δηλωθέντα έξοδα ΓΔΕΠ δεν επηρεάστηκαν από τη σχέση μεταξύ των δύο οντοτήτων. Όσον αφορά την πρακτική της Επιτροπής, όταν το περιθώριο κέρδους φαίνεται να επηρεάζεται από τη σχέση μεταξύ του εμπόρου και του παραγωγού-εξαγωγέα, η ακολουθούμενη πρακτική είναι να αφαιρείται ένα ονομαστικό περιθώριο κέρδους, με βάση τα στοιχεία που παρείχαν οι μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς που συνεργάστηκαν στην ίδια έρευνα, ως εύλογη υποκατάσταση μεταβλητή. Ωστόσο, στην πρόσφατη υπόθεση στην οποία αναφέρθηκε ο όμιλος Jindal, το πραγματικό περιθώριο κέρδους θεωρήθηκε εύλογο υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης αυτής και των εργασιών που εκτελούσε ο συνδεδεμένος έμπορος. Ως εκ τούτου, αφαιρέθηκε το πραγματικό περιθώριο κέρδους.

(56)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Jindal India επανέλαβε τον ισχυρισμό της ότι η κανονική αξία θα έπρεπε να προσαρμοστεί ώστε να ληφθούν υπόψη οι επιστροφές των δασμών. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ια) του βασικού κανονισμού ορίζει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών και ότι, ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός θα πρέπει να γίνει δεκτός.

(57)

Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε. Η Jindal India δεν απέδειξε ότι η εικαζόμενη επιστροφή δασμού επηρέασε τη συγκρισιμότητα των τιμών. Ειδικότερα, η Jindal India δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι η επιστροφή του δασμού είχε ως αποτέλεσμα σταθερά υψηλότερες εγχώριες τιμές.

(58)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Jindal India ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι επιστροφές δασμών δεν υπολογίζονται διπλά και ότι η αντιστάθμιση της ίδιας επιδότησης δύο φορές με την ταυτόχρονη επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ και δασμών κατά των επιδοτήσεων (ιδίως στην περίπτωση των εξαγωγικών επιδοτήσεων) παραβιάζει το δίκαιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (10). Δεδομένου ότι ορισμένες επιστροφές δασμών οντοτήτων του ομίλου Jindal διερευνώνται στο πλαίσιο της έρευνας κατά των επιδοτήσεων ως πιθανές αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι εν λόγω επιστροφές δασμών έχουν προσαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση ή δεν αντισταθμίζονται στην υπόθεση κατά των επιδοτήσεων.

(59)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό αυτόν, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 53 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού και στην αιτιολογική σκέψη 57 του παρόντος κανονισμού, το καθεστώς που χρησιμοποίησε η Jindal India όσον αφορά τις εξαγωγικές πωλήσεις της στην Ένωση δεν πληροί τις προϋποθέσεις οποιασδήποτε προσαρμογής βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχεία β) ή ια) του βασικού κανονισμού. Ειδικότερα, η Jindal India δεν απέδειξε ότι οι πελάτες στην εγχώρια αγορά κατέβαλλαν σταθερά διαφορετικές τιμές λαμβανομένου υπόψη του υποκείμενου καθεστώτος. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ισχυρισμοί σχετικά με την προσαρμογή δεν ήταν τεκμηριωμένοι και στη συνέχεια τους απέρριψε.

(60)

Δεν προβλήθηκαν περαιτέρω ισχυρισμοί σχετικά με τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Επομένως, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 51 έως 54 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

3.1.5.   Περιθώρια ντάμπινγκ

(61)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Jindal ισχυρίστηκε ότι, κατά τον υπολογισμό του ντάμπινγκ, η Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει εσφαλμένες τιμές CIF για ορισμένες από τις πωλήσεις του στην Ένωση. Ωστόσο, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το εικαζόμενο σφάλμα εκ παραδρομής είχε διαπραχθεί από τον ίδιο τον όμιλο Jindal στην απάντησή του στο ερωτηματολόγιο, και η Επιτροπή δεν ενημερώθηκε σχετικά πριν ή κατά τη διάρκεια των διασταυρούμενων ελέγχων εξ αποστάσεως. Επιπλέον, στις παρατηρήσεις σχετικά με την εκ των προτέρων γνωστοποίηση και στις παρατηρήσεις σχετικά με την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, το ζήτημα δεν τέθηκε από τον όμιλο Jindal. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεώρησε ότι, όταν διατυπώθηκε ο ισχυρισμός, δεν μπορούσε πλέον να διασταυρωθεί εξ αποστάσεως και, ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός σχετικά με το εικαζόμενο σφάλμα απορρίφθηκε.

(62)

Όπως αναφέρεται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 27 έως 60 ανωτέρω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών που υποβλήθηκαν μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων και την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων. Ο υπολογισμός της Jindal India επικαιροποιήθηκε επίσης προκειμένου να διορθωθεί ένα σφάλμα εκ παραδρομής σχετικά με την τιμή εξαγωγής (βλέπε αιτιολογική σκέψη 49).

(63)

Τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF (κόστος, ασφάλιση, ναύλος) στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, έχουν ως εξής:

Εταιρεία

Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ

Jindal India

13,9  %

Chromeni

45,1  %

Όλες οι άλλες εταιρείες

45,1  %

3.2.   Ινδονησία

3.2.1.   Προκαταρκτική παρατήρηση

(64)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 58 έως 86 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, οι ινδονησιακές οντότητες Jindal που συμμετέχουν στην παραγωγή και τις πωλήσεις του υπό έρευνα προϊόντος αναφέρονται ως «όμιλος Jindal Indonesia» ή «όμιλος Jindal». Στον παρόντα κανονισμό, οι εν λόγω οντότητες θα αναφέρονται ως «Jindal Indonesia», ενώ ο «όμιλος Jindal» αναφέρεται στην Jindal India, την Jindal Indonesia και τις σχετικές οντότητες Jindal σε τρίτες χώρες.

3.2.2.   Κανονική αξία

(65)

Οι λεπτομέρειες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας καθορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 65 έως 76 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(66)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 11 Ιουνίου 2021, η κυβέρνηση της Ινδονησίας υπενθύμισε ότι οι Ινδονήσιοι παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος είχαν συνεργαστεί πλήρως και ότι η Επιτροπή πρέπει να χρησιμοποιήσει τα πραγματικά στοιχεία τους για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας.

(67)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Jindal Indonesia επανέλαβε τον ισχυρισμό της, μαζί με την Jindal India, ότι η Επιτροπή θα πρέπει να προσαρμόσει την κανονική αξία για το κόστος που σχετίζεται με τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν λόγω της COVID-19. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε. Οι λόγοι εξετάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 32 έως 36 του παρόντος κανονισμού.

(68)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η IRNC αμφισβήτησε την προσέγγιση της Επιτροπής να αντικαταστήσει την τιμή αγοράς των λευκών ρόλων SSHR με κατασκευασμένη τιμή αγοράς, εάν αυτό το σημαντικό ενδιάμεσο προϊόν αγοραζόταν από συνδεδεμένους προμηθευτές. Στην απάντηση που έδωσε η εταιρεία στο ερωτηματολόγιο και κατά τη διάρκεια των διασταυρούμενων ελέγχων εξ αποστάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα εν λόγω προϊόντα προέρχονταν από συνδεδεμένους προμηθευτές σε τιμή μεταβίβασης χαμηλότερη από το κόστος παραγωγής. Ως εκ τούτου, κατά τον προσωρινό υπολογισμό, η Επιτροπή είχε αντικαταστήσει τις εν λόγω τιμές με κατασκευασμένη τιμή αγοράς που αποτελείται από το κόστος κατασκευής των προϊόντων, τα ΓΔΕΠ και το κέρδος. Η εταιρεία ισχυρίστηκε ότι οι τιμές μεταβίβασης ήταν σύμφωνες με τις αρχές του πλήρους ανταγωνισμού και επέκρινε την έλλειψη σχετικής ανάλυσης.

(69)

Η Επιτροπή ανέλυσε τις εξηγήσεις και τα δικαιολογητικά έγγραφα που παρασχέθηκαν και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αρχική προσέγγιση όσον αφορά τις αγορές λευκών ρόλων SSHR από συνδεδεμένους προμηθευτές έπρεπε να προσαρμοστεί. Πράγματι, οι τιμές πώλησης των συνδεδεμένων προμηθευτών λευκών ρόλων SSHR στην IRNC ήταν συγκρίσιμες με τις τιμές πώλησης SSHR σε μη συνδεδεμένους πελάτες. Ως εκ τούτου, έκρινε σκόπιμο να αποδεχθεί την τιμή αγοράς των εν λόγω προϊόντων από την IRNC όταν η τιμή αυτή ήταν ίση ή υψηλότερη από το κόστος παραγωγής των εν λόγω προμηθευτών και να την αντικαταστήσει με το κόστος παραγωγής τους όταν διαπιστωνόταν ότι η τιμή πώλησης ήταν χαμηλότερη.

(70)

Στις παρατηρήσεις της σχετικά με την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Eurofer αμφισβήτησε την αναθεωρημένη προσέγγιση της Επιτροπής όσον αφορά το κόστος των λευκών ρόλων SSHR της IRNC, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 69. Πρώτον, η Eurofer ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει τις τιμές αγοράς SSHR της IRNC από συνδεδεμένα μέρη, καθώς οι τιμές αυτές δεν θα ήταν σύμφωνες με τις αρχές του πλήρους ανταγωνισμού. Δεύτερον, η Eurofer διαπίστωσε ότι η προσέγγιση της Επιτροπής ήταν αντίθετη με τα συμπεράσματα έρευνας που ολοκληρώθηκε πρόσφατα και αφορούσε τον ίδιο όμιλο εταιρειών (11). Στην εν λόγω έρευνα, η Επιτροπή απέρριψε το κόστος παραγωγής βασικού συστατικού για την κατασκευή του υπό εξέταση προϊόντος. Τρίτον, ισχυρίστηκε ότι, εάν η Επιτροπή εμμείνει στην προσέγγισή της, θα πρέπει είτε να προσθέσει ένα εύλογο κέρδος στην τιμή αγοράς SSHR κατά την προσαρμογή της αξίας της συναλλαγής μεταξύ συνδεδεμένων μερών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, είτε να αυξήσει το κέρδος της IRNC επί των SSCR που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας για την αντιστάθμιση συναλλαγών σε τιμή κόστους ή με ασυνήθιστα χαμηλό κέρδος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

(71)

Η Επιτροπή εξέτασε τους ισχυρισμούς. Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι πληροφορίες που παρείχαν οι συνδεδεμένοι προμηθευτές SSHR της IRNC ήταν πλήρεις και επαρκείς για να εκτιμηθεί αν οι τιμές αγοράς SSHR επηρεάστηκαν από τη σχέση μεταξύ της IRNC και των εν λόγω προμηθευτών. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι συνδεδεμένοι προμηθευτές πώλησαν τα SSHR όχι μόνο στον συνδεδεμένο πελάτη τους IRNC κατά την περίοδο έρευνας, αλλά και σε ορισμένους μη συνδεδεμένους εγχώριους πελάτες, και ότι οι τιμές πώλησης στην IRNC και οι τιμές πώλησης σε μη συνδεδεμένους πελάτες ήταν σύμφωνες με τις αρχές του πλήρους ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, οι τιμές αυτές θεωρήθηκε ότι δεν επηρεάστηκαν από τη σχέση μεταξύ της IRNC και του συνδεδεμένου προμηθευτή της σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού και δεν υπάρχει λόγος για να μη ληφθούν υπόψη συνολικά. Δεύτερον, χωρίς να λάβει θέση σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και τα συμπεράσματα που προέκυψαν κατά την έρευνα SSHR στην οποία αναφέρθηκε η Eurofer, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι κάθε υπόθεση αξιολογείται και αναλύεται επί της ουσίας μεμονωμένα και, εάν τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο μίας έρευνας διαφέρουν από τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν σε προηγούμενη έρευνα, ακόμη και αν πρόκειται για πρόσφατη έρευνα που αφορά τον ίδιο όμιλο εταιρειών, μπορεί να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα.

(72)

Ο ισχυρισμός για την προσθήκη εύλογου κέρδους στην τιμή αγοράς των SSHR απορρίφθηκε, δεδομένου ότι το άρθρο 2 παράγραφος 5 επιτρέπει πράγματι την εν λόγω προσαρμογή αν οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή του υπό έρευνα προϊόντος δεν αντανακλώνται ευλόγως στα στοιχεία του οικείου μέρους. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι αυτό συμβαίνει στην τρέχουσα έρευνα. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τρίτου ισχυρισμού, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι το υπό έρευνα προϊόν παράγεται με τη χρήση μόνο SSHR που προέρχονται από τους συνδεδεμένους προμηθευτές στην ίδια βιομηχανική ζώνη και ότι το τελικό στάδιο της παραγωγής εκτελείται από την IRNC. Το άρθρο 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού ορίζει σαφώς ότι τα κέρδη «υπολογίζονται με βάση πραγματικά στοιχεία για την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, του ομοειδούς προϊόντος, που έχει πραγματοποιήσει ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός τον οποίο αφορά η έρευνα». Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή καλύπτει μόνο τον καθορισμό του περιθωρίου κέρδους για την πώληση του ομοειδούς προϊόντος και δεν εφαρμόζεται στον καθορισμό της τιμής σε συνθήκες ανταγωνισμού κατά την πώληση πρώτων υλών.

(73)

Με βάση τα ανωτέρω, οι ισχυρισμοί της Eurofer απορρίφθηκαν.

(74)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Eurofer ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί προσαρμογή της κανονικής αξίας σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού λόγω των στρεβλώσεων που διαπιστώθηκαν στην Ινδονησία όσον αφορά τις πρώτες ύλες. Το ζήτημα αυτό εξετάζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 45 και 46 ανωτέρω.

3.2.3.   Τιμή εξαγωγής

(75)

Οι λεπτομέρειες για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής καθορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 77 έως 79 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(76)

Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 79 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που εξήγαγαν το υπό εξέταση προϊόν στην Ένωση μέσω συνδεδεμένων εταιρειών που ενεργούσαν ως εισαγωγείς, η τιμή εξαγωγής είχε καθοριστεί με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλήθηκε για πρώτη φορά σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 64 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η Jindal Indonesia πραγματοποίησε ορισμένες πωλήσεις μέσω της IBJ στην Ισπανία.

(77)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Jindal Indonesia διατύπωσε, όσον αφορά τις πωλήσεις αυτές, τις ίδιες παρατηρήσεις με εκείνες που διατύπωσε η Jindal India, οι οποίες αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 48 ανωτέρω. Ο ισχυρισμός απορρίφθηκε. Οι λόγοι για την απόρριψη του ισχυρισμού κοινοποιήθηκαν μόνο στο ενδιαφερόμενο μέρος για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 48.

3.2.4.   Σύγκριση

(78)

Οι λεπτομέρειες σχετικά με τη σύγκριση της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής καθορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 80 έως 83 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(79)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Jindal Indonesia διατύπωσε, όσον αφορά την προσαρμογή για την πλασματική προμήθεια, τις ίδιες παρατηρήσεις με εκείνες που διατύπωσε η Jindal India, οι οποίες αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 52 ανωτέρω. Ο ισχυρισμός απορρίφθηκε. Οι λόγοι για την απόρριψη του ισχυρισμού κοινοποιήθηκαν μόνο στο ενδιαφερόμενο μέρος για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 52.

(80)

Η Jindal Indonesia ισχυρίστηκε ότι, για τον υπολογισμό του πιστωτικού κόστους, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει τα δημοσιευμένα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της Τράπεζας της Ινδονησίας για τα δάνεια σε USD και IDR αντί των διατραπεζικών βραχυπρόθεσμων επιτοκίων που δημοσίευσε η CEIC.

(81)

Η Επιτροπή ανέλυσε τις εξηγήσεις και τα δικαιολογητικά έγγραφα που παρασχέθηκαν και θεώρησε ότι ήταν δικαιολογημένο να μεταβληθεί η πηγή των στοιχείων σύμφωνα με το αίτημα της Jindal Indonesia. Ωστόσο, όσον αφορά την εφαρμογή διαφορετικών επιτοκίων για τις εγχώριες και τις εξαγωγικές πωλήσεις, το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ζ) του βασικού κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα προσαρμογής για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στο κόστος των πιστώσεων που έχουν ενδεχομένως χορηγηθεί για τις υπό εξέταση πωλήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος παράγοντας λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των εφαρμοζόμενων τιμών. Κατά τη διάρκεια των διασταυρούμενων ελέγχων εξ αποστάσεως η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εταιρεία χρηματοδοτεί τόσο τις εγχώριες όσο και τις εξαγωγικές δραστηριότητές της μέσω βραχυπρόθεσμων δανείων και γενικών εμπορικών διευκολύνσεων κυρίως σε USD. Η Επιτροπή δεν βρήκε στα στοιχεία της εταιρείας αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη χρήση διαφορετικού επιτοκίου δανεισμού σε IDR για τις εγχώριες πωλήσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα να χρησιμοποιηθεί το επιτόκιο των δανείων σε IDR για τη χρηματοδότηση των εγχώριων πωλήσεων.

(82)

Ο όμιλος IRNC επανέλαβε τον ισχυρισμό του ότι η προσέγγιση της Επιτροπής δεν ήταν συνεπής, δεδομένου ότι προσάρμοζε την τιμή εξαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ε) του βασικού κανονισμού για ορισμένα έξοδα μεταφοράς, ενώ είχε απορρίψει τους ισχυρισμούς σχετικά με την προσαρμογή των εγχώριων τιμών πώλησης για ορισμένα έξοδα μεταφοράς και άλλα συναφή έξοδα, ιδίως το κόστος μεταφοράς του υπό εξέταση προϊόντος από το εργοστάσιο στην εγχώρια αποθήκη.

(83)

Η Επιτροπή επισήμανε ότι το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ε) του βασικού κανονισμού εφαρμόζεται στα έξοδα μεταφοράς που προκύπτουν, μετά την πώληση, για τη μεταφορά των εμπορευμάτων από τις εγκαταστάσεις του εξαγωγέα στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή. Η εγχώρια αποθήκη της IRNC αποτελεί μέρος των εγκαταστάσεών της και οι δαπάνες για τη μεταφορά των εμπορευμάτων από το εργοστάσιο στην εγχώρια αποθήκη πραγματοποιήθηκαν πριν από την πώληση.

(84)

Ο όμιλος IRNC ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή δεν είχε εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν θα πρέπει να απορριφθούν ούτε οι συναφείς δαπάνες μεταφοράς και λιμενικών τελών που πραγματοποιήθηκαν για τα εμπορεύματα που μεταφορτώνονται μέσω της κινεζικής ελεγχόμενης ζώνης. Η Επιτροπή ανέλυσε τις παρατηρήσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου, κυρίως τη σύμβαση πώλησης μεταξύ του παραγωγού και των συνδεδεμένων εμπόρων του που συμμετέχουν στις εξαγωγικές πωλήσεις. Η Επιτροπή επισήμανε ότι στη σύμβαση πώλησης προσδιορίζεται σαφώς ότι ο λιμένας εκφόρτωσης βρίσκεται στην Ένωση και ότι επιτρέπεται η μεταφόρτωση των εμπορευμάτων. Επιπλέον, για τις εξαγωγικές πωλήσεις, τα έξοδα μεταφοράς βαρύνουν άμεσα τον έμπορο και, ως εκ τούτου, επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών, ενώ όσον αφορά τα έξοδα αποθήκευσης εγχώριων πωλήσεων, τα έξοδα μεταφοράς των εμπορευμάτων στην αποθήκη καταβάλλονται από τον παραγωγό πριν από την πώληση. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

(85)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η IRNC ισχυρίστηκε επίσης ότι η προσέγγιση που είχε ακολουθήσει η Επιτροπή ήταν ασυνεπής, καθώς δεν προέβη σε προσαρμογή, βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο θ), στην κανονική αξία, ώστε να αποτυπωθούν οι προσαρμογές που είχε πραγματοποιήσει σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο θ) στις εξαγωγικές πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν μέσω συνδεδεμένων εμπόρων.

(86)

Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η νομολογία του Δικαστηρίου (12) ορίζει σαφώς ότι «[…] αν ένας ενδιαφερόμενος ζητεί, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, προσαρμογές για να καταστούν συγκρίσιμες η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής με σκοπό τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, ο ως άνω ενδιαφερόμενος πρέπει να αποδείξει ότι το αίτημά του είναι δικαιολογημένο […]». Οι σχετικές παρατηρήσεις της IRNC αποτελούν απλή δήλωση με την οποία ζητείται προσαρμογή της κανονικής αξίας, χωρίς, ωστόσο, να παρέχεται καμία ουσιαστική αιτιολόγηση ή λεπτομερής εξήγηση. Η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης ότι η προσαρμογή της τιμής εξαγωγής δεν συνεπάγεται αυτομάτως προσαρμογή της κανονικής αξίας και ότι αυτή η προσαρμογή της κανονικής αξίας πρέπει να αιτιολογείται δεόντως, με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία, από το μέρος που τη ζητεί.

(87)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η απλή δήλωση με την οποία ζητείται προσαρμογή, χωρίς να συνοδεύεται από τεκμηριωμένο αίτημα που να τη στηρίζει, σαφώς δεν ανταποκρίνεται στο νομικό κριτήριο που έχει καθορίσει το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αβάσιμος.

(88)

Η IRNC ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή φέρει το βάρος να τεκμηριώσει με αποδεικτικά στοιχεία την απόφασή της να προσαρμόσει την τιμή εξαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο θ) και ότι δεν είχε παράσχει επαρκή αιτιολογία στα οικεία έγγραφα κοινοποίησης προσωρινών συμπερασμάτων και κοινοποίησης τελικών συμπερασμάτων.

(89)

Σε συνέχεια των παρατηρήσεων που έλαβε από την εταιρεία μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Επιτροπή υπέβαλε, στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, ειδική ανά εταιρεία πρόσθετη κοινοποίηση συμπερασμάτων, εξηγώντας με περισσότερες λεπτομέρειες τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η εν λόγω προσαρμογή της τιμής εξαγωγής. Η εταιρεία δεν υπέβαλε παρατηρήσεις ως απάντηση στη συγκεκριμένη κοινοποίηση.

3.2.5.   Περιθώρια ντάμπινγκ

(90)

Όπως αναφέρεται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 65 έως 89 παραπάνω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών που υποβλήθηκαν μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων και υπολόγισε εκ νέου τα περιθώρια ντάμπινγκ αναλόγως.

(91)

Τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF (κόστος, ασφάλιση, ναύλος) στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, έχουν ως εξής:

Εταιρεία

Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ

Jindal Indonesia

20,2  %

Όμιλος IRNC

10,2  %

Όλες οι άλλες εταιρείες

20,2  %

4.   ΖΗΜΙΑ

4.1.   Ορισμός του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της ενωσιακής παραγωγής

(92)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Arinox, ενδιαφερόμενο μέρος που χαρακτηρίστηκε προσωρινά ως χρήστης, υποστήριξε ότι θα πρέπει να θεωρηθεί ενωσιακός παραγωγός. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία της εταιρείας συμπεριλήφθηκαν στους μακροοικονομικούς δείκτες, όπως υποβλήθηκαν από την Eurofer και διασταυρώθηκαν από την Επιτροπή και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεώρησε την εν λόγω εταιρεία μέρος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 87 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού. Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε ότι στο οικείο αρχικό αίτημα εξαίρεσης προϊόντος η Arinox αυτοπροσδιοριζόταν ως τελικός χρήστης και εισαγωγέας και ότι οι ισχυρισμοί της εταιρείας που διατυπώθηκαν στο προσωρινό στάδιο αφορούσαν τις δραστηριότητες που ασκούσε ως χρήστης στην αγορά της Ένωσης.

(93)

Η Arinox, η Euranimi και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας ζήτησαν να γνωστοποιηθεί η ταυτότητα των 13 ενωσιακών παραγωγών που αποτελούσαν τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής κατά την ΠΕ. Εκτός από τους τρεις παραγωγούς του δείγματος και τις εταιρείες που υποστηρίζουν την καταγγελία (δηλαδή Acerinox, Outokumpu Nirosta GmbH, Outokumpu Stainless AB), οι ενωσιακοί παραγωγοί είναι οι Marcegaglia, Acroni, Arinox, Otelinox και τρεις επιχειρήσεις επανέλασης με έδρα τη Γερμανία (δηλαδή οι SAP Precision Metal, BWS και Waelzholz).

(94)

Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν περαιτέρω παρατηρήσεις σχετικά με τον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της ενωσιακής παραγωγής, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματά της που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 89 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.2.   Ενωσιακή κατανάλωση

(95)

Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά την ενωσιακή κατανάλωση, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματά της που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 90 έως 92 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.2.1.   Σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των εισαγωγών από τις οικείες χώρες

(96)

Η κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας αμφισβήτησαν τη σωρευτική εκτίμηση των επιπτώσεων των ινδικών και ινδονησιακών εισαγωγών στην κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι ο όγκος των εισαγωγών και από τις δύο χώρες είναι χαμηλός, η τάση των εισαγωγών από την Ινδία (η οποία είναι ελαφρώς πτωτική) και η αντίστοιχη τάση από την Ινδονησία (που αυξάνεται ταχέως) καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο διαφέρουν και ότι δεν διενεργήθηκε κατάλληλη αξιολόγηση των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και των ομοειδών προϊόντων της Ένωσης, όπως απαιτείται από το άρθρο 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(97)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η καταγγέλλουσα αντιτάχθηκε στον ισχυρισμό της κοινοπραξίας και του μη συνδεδεμένου εισαγωγέα, αναφέροντας ότι οι τάσεις των εισαγωγών δεν έχουν σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, ότι οι όροι ανταγωνισμού αξιολογήθηκαν δεόντως και ότι η σωρευτική αξιολόγηση διασφαλίζει την άνευ διακρίσεων επιβολή δασμών.

(98)

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι πληρούνταν οι απαιτήσεις για τη σωρευτική αξιολόγηση των εισαγωγών. Ο όγκος των εισαγωγών από καθεμία από τις δύο οικείες χώρες δεν ήταν αμελητέος, συγκεκριμένα άνω του 1 % του μεριδίου αγοράς καθεμίας από τις χώρες, και οι όροι ανταγωνισμού δικαιολογούσαν τη διενέργεια σωρευτικής αξιολόγησης, δεδομένου ότι τα εισαγόμενα προϊόντα έχουν τα ίδια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά με τα προϊόντα που πωλούν οι ενωσιακοί παραγωγοί και έχουν τις ίδιες βασικές χρήσεις. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο υψηλό επίπεδο αντιστοίχισης των τύπων προϊόντος που εισάγονται από την Ινδία και την Ινδονησία με τους τύπους προϊόντος που πωλούνται από τους ενωσιακούς παραγωγούς.

(99)

Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι οι τύποι προϊόντος που εισάγονται από την Ινδία και την Ινδονησία είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοιοι μεταξύ τους και το επίπεδο των αντίστοιχων τιμών τους είναι συγκρίσιμο.

(100)

Επιπροσθέτως, όπως ανέφερε και η καταγγέλλουσα, το άρθρο 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού δεν απαιτεί σύγκριση των τάσεων των εισαγωγών μεταξύ των οικείων χωρών.

(101)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η κοινοπραξία και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας ζήτησαν να κοινοποιηθούν τα θεωρητικά μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των όρων ανταγωνισμού στην αγορά της Ένωσης για το υπό έρευνα προϊόν και τις οικείες χώρες, καθώς και να επιβεβαιωθεί ότι ζητήθηκε η γνώμη των υπηρεσιών ανταγωνισμού και οικονομικής ανάλυσης της Επιτροπής σχετικά με αυτούς τους όρους ανταγωνισμού.

(102)

Ισχυρίστηκαν επίσης ότι δεν παρέχεται στατιστική ανάλυση που να τεκμηριώνει τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 99 και 100 ανωτέρω και υποστήριξαν ότι ο όγκος του μεριδίου αγοράς των εισαγωγών από την Ινδία και την Ινδονησία ήταν χαμηλός σε σύγκριση με το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Όσον αφορά την Ινδία, ο όγκος των εισαγωγών κατά την ΠΕ ήταν χαμηλότερος από τον αντίστοιχο όγκο του 2017 και του 2018 και παρόμοιος με τον όγκο εισαγωγών του 2019. Επιπλέον, ο όγκος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Ινδία περιορίζεται από την ποσόστωση της χώρας που καθορίζεται από τα μέτρα διασφάλισης για τον χάλυβα. Ως εκ τούτου, η κοινοπραξία και ο μη συνδεδεμένος εισαγωγέας θεώρησαν ότι δεν ήταν σκόπιμο να εφαρμοστεί το άρθρο 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(103)

Η Επιτροπή προέβη σε θεωρητική ανάλυση στην οποία συνέκρινε τους τύπους προϊόντος που πωλήθηκαν στην αγορά της Ένωσης από τους παραγωγούς-εξαγωγείς και το προϊόν που πωλήθηκε από τους ενωσιακούς παραγωγούς, με βάση τους αριθμούς ελέγχου προϊόντος (PCN) που δόθηκαν από τις εταιρείες του δείγματος. Από την ανάλυση αυτή προέκυψε υψηλό επίπεδο αντιστοίχισης. Το επίπεδο αντιστοίχισης μεταξύ καθενός από τους παραγωγούς-εξαγωγείς και των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρέχεται στους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος στην ειδική γνωστοποίηση προς αυτούς. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης σημαντικό επίπεδο ομοιότητας στους τύπους προϊόντος που πωλήθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς από την Ινδονησία σε σύγκριση με τους τύπους προϊόντος που πωλήθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς από την Ινδία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εισαγόμενα προϊόντα από τις οικείες χώρες και τα προϊόντα της Ένωσης βρίσκονταν σε σαφή ανταγωνισμό μεταξύ τους και ότι ήταν σκόπιμη η σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των εισαγωγών. Η κοινοπραξία και ο μη συνδεδεμένος εισαγωγέας δεν προσκόμισαν τεκμηριωμένα στοιχεία που να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή ήταν εσφαλμένη ή ανεπαρκής. Το γεγονός ότι η Ινδία επωφελείται από ειδική ανά χώρα ποσόστωση στο πλαίσιο των μέτρων διασφάλισης δεν επηρεάζει την ανάλυση αυτή υπό το πρίσμα των όρων που παρατίθενται στο άρθρο 3 παράγραφος 4. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

(104)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά τη σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, η Επιτροπή επιβεβαίωσε όλα τα άλλα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 93 έως 98 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.2.2.   Όγκος και μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τις οικείες χώρες

(105)

Η κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας ισχυρίστηκαν ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία αυξήθηκαν, επειδή η χώρα αυτή είναι νέος εξαγωγέας του υπό έρευνα προϊόντος στην Ένωση, και ότι οι εισαγωγές από την Ινδία δεν αυξήθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο, επομένως, η δυνητική αύξηση του μεριδίου αγοράς των οικείων χωρών δεν είχε αντίκτυπο στο μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, αλλά αντικατέστησε τις εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες.

(106)

Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 97 έως 105 ανωτέρω, η Επιτροπή ανέλυσε σωρευτικά τις εισαγωγές, και οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες παρουσίασαν αυξητική τάση κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Το γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε ελαφρά κατά την εξεταζόμενη περίοδο και ότι η Ινδονησία άρχισε να εξάγει στην Ένωση μόλις στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες πραγματοποιήθηκαν σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, προκαλώντας σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Επομένως, αυτός ο ισχυρισμός έπρεπε να απορριφθεί.

(107)

Ελλείψει τυχόν άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά τον όγκο των εισαγωγών από τις οικείες χώρες και τα μερίδια αγοράς τους, η Επιτροπή επιβεβαίωσε όλα τα άλλα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 99 έως 101 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.2.3.   Τιμές των εισαγωγών από τις οικείες χώρες και υποτιμολόγηση

(108)

Στην αιτιολογική σκέψη 105 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η Επιτροπή ανέφερε ότι διαπίστωσε περιθώρια υποτιμολόγησης 4,8 % και 13,4 % για τους Ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς.

(109)

Ωστόσο, τα περιθώρια αυτά περιείχαν λάθος εκ παραδρομής και θα πρέπει να διορθωθούν σε περιθώρια υποτιμολόγησης 5,8 % και 13,4 %.

(110)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Euranimi και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας ισχυρίστηκαν ότι δεν μπορούσαν να ανακατασκευάσουν τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκαν οι τιμές εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος και τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκε το περιθώριο υποτιμολόγησης, συμπεριλαμβανομένων των προσαρμογών του.

(111)

Οι τιμές των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, όπως αναφέρονται στον πίνακα 3 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, βασίζονται σε στοιχεία της Eurostat. Οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες στο κοινό. Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 104 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, το περιθώριο υποτιμολόγησης βασίστηκε σε σύγκριση μεταξύ των τιμών πώλησης που χρεώθηκαν από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην αγορά της Ένωσης και των αντίστοιχων τιμών από τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην αγορά της Ένωσης, διαφοροποιημένων ανά τύπο προϊόντος και αναπροσαρμοσμένων ώστε οι όροι πωλήσεων να είναι ισότιμοι. Δεδομένου ότι οι λεπτομερείς τιμές πώλησης ανά εταιρεία είναι εξ ορισμού εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες, παρασχέθηκαν μόνο στις ενδιαφερόμενες εταιρείες στις αντίστοιχες ειδικές γνωστοποιήσεις τους.

(112)

Ελλείψει τυχόν περαιτέρω παρατηρήσεων όσον αφορά τις τιμές των εισαγωγών από τις οικείες χώρες και την υποτιμολόγηση, η Επιτροπή επιβεβαίωσε όλα τα συμπεράσματα που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 105 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού και προέβη στη διόρθωση όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 71 ανωτέρω.

4.3.   Οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

4.3.1.   Γενικές παρατηρήσεις

(113)

Ελλείψει παρατηρήσεων, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματά της που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 106 έως 110 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.3.2.   Μακροοικονομικοί δείκτες

(114)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Eurofer ισχυρίστηκε ότι το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο και δεν αυξήθηκε όπως συνάγεται στην αιτιολογική σκέψη 116 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(115)

Ωστόσο, η δήλωση αυτή θα ήταν ορθή, μόνο εάν η παρατήρηση της Eurofer σχετικά με τους εικαζόμενους διογκωμένους όγκους εισαγωγών από τρίτες χώρες ήταν αντικειμενικά ορθή. Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 135 κατωτέρω, ο κανονισμός για την επιβολή προσωρινού δασμού παρείχε ορθά αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τους όγκους των εισαγωγών. Επομένως, το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν επίσης ορθό.

(116)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας επισήμαναν ότι ο κανονισμός για την επιβολή προσωρινού δασμού έδειξε απόκλιση περίπου 300 έως 400 χιλιάδων τόνων μεταξύ των στοιχείων παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο, τα οποία αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 111 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, και των αντίστοιχων στοιχείων για τις πωλήσεις, τα αποθέματα και τις εξαγωγές που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 114, 126 και 152 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού. Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, αμφισβήτησαν το επίπεδο της παραγωγικής ικανότητας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και ζήτησαν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ονομαστική, την πραγματική και την πραγματικά χρησιμοποιηθείσα παραγωγική ικανότητα και την ποσότητα που πράγματι παρήγαγε κάθε μεμονωμένος παραγωγός, τα στοιχεία σχετικά με τους όγκους πωλήσεων και τις τιμές των μεμονωμένων Ευρωπαίων παραγωγών, καθώς και τους όγκους εισαγωγών κάθε ενωσιακού παραγωγού από τις οικείες χώρες.

(117)

Ωστόσο, τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορούν να αντιστοιχιστούν πλήρως, καθώς οι όγκοι παραγωγής, πωλήσεων και εξαγωγών αναφέρονται στο σύνολο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ενώ τα στοιχεία για τα αποθέματα, που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 126 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, αποτελούν μικροοικονομικό δείκτη που αναφέρεται μόνο στους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος. Όλα τα αριθμητικά στοιχεία διασταυρώθηκαν από την Επιτροπή και κρίθηκαν αξιόπιστα. Δεδομένου ότι τα ατομικά στοιχεία ανά παραγωγό είναι εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες, η Επιτροπή παρείχε μόνο τις συγκεντρωτικές πληροφορίες στον κανονισμό για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(118)

Επιπλέον, σχεδόν το ήμισυ της εικαζόμενης απόκλισης σχετίζεται με τις δέσμιες πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στους συνδεδεμένους χρήστες. Οι όγκοι αυτοί συμπεριλήφθηκαν στα στοιχεία παραγωγής που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 111 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, αλλά δεν συμπεριλήφθηκαν στους όγκους πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 114 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού. Οι δέσμιες πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αντιπροσώπευαν περίπου το 5 % των συνολικών πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και ο λόγος αυτός παρέμεινε σταθερός καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

(119)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας ισχυρίστηκαν ότι η αύξηση του μεριδίου αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής υποδείκνυε απουσία ζημίας και ότι η αύξηση του μεριδίου αγοράς των οικείων χωρών δεν επηρέασε αρνητικά το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

(120)

Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 107, η ελαφρά αύξηση του μεριδίου αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες παρουσίασαν αύξηση κατά 86 % και πραγματοποιήθηκαν σε τιμές ντάμπινγκ, προκαλώντας σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Επομένως, αυτός ο ισχυρισμός έπρεπε να απορριφθεί.

(121)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων όσον αφορά το εν λόγω σημείο, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματά της που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 121 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.3.3.   Μικροοικονομικοί δείκτες

(122)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας ισχυρίστηκαν ότι η αρνητική τάση κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν μπορούσε να συνδεθεί με τις εισαγωγές από τις οικείες χώρες, δεδομένου ότι ο όγκος τους είναι χαμηλός και δεν μπορεί να έχει επηρεάσει την αγορά τόσο έντονα. Η κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων και ο μη συνδεδεμένος εισαγωγέας ισχυρίστηκαν ότι τα κέρδη του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αυξήθηκαν μετά την ΠΕ.

(123)

Ο όγκος των εισαγωγών από τις οικείες χώρες υπερέβαινε το ελάχιστο όριο και οι χαμηλές τιμές τους, οι οποίες διαπιστώθηκε ότι αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, προκάλεσαν πίεση τιμών στην αγορά της Ένωσης, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 141 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αύξηση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες μπορούσε να συνδεθεί με την αρνητική τάση κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Η ενδεχόμενη αύξηση του επιπέδου κερδοφορίας των ενωσιακών παραγωγών μετά την ΠΕ δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό, δεδομένου ότι η έρευνα περιορίζεται στην ΠΕ.

(124)

Ελλείψει τυχόν περαιτέρω παρατηρήσεων όσον αφορά το εν λόγω τμήμα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματά της που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 122 έως 133 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

4.4.   Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία

(125)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η κοινοπραξία εισαγωγέων, ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας, καθώς και η κυβέρνηση της Ινδονησίας ισχυρίστηκαν ότι ορισμένοι δείκτες ζημίας εξελίχθηκαν θετικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δίνοντας έμφαση στην αύξηση του μεριδίου αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση των αποθεμάτων.

(126)

Το επίπεδο των αποθεμάτων παρέμεινε σταθερό ως ποσοστό του όγκου των πωλήσεων και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούσε σαφή δείκτη ζημίας. Οι άλλοι δύο δείκτες εξελίχθηκαν πράγματι θετικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ωστόσο, το μερίδιο αγοράς αυξήθηκε εις βάρος της κερδοφορίας των ενωσιακών παραγωγών, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 134 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού. Η απασχόληση αυξήθηκε ελαφρά, παρότι το κόστος εργασίας μειώθηκε. Ωστόσο, τα συμπεράσματα αυτά δεν αναιρούν τα κύρια συμπεράσματα σχετικά με τη ζημία, δηλαδή την αρνητική εξέλιξη της κερδοφορίας και όλων των χρηματοοικονομικών δεικτών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

(127)

Η κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων και ο μη συνδεδεμένος εισαγωγέας υποστήριξαν περαιτέρω ότι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του 2021, η οικονομική κατάσταση των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος βελτιώνεται και, ως εκ τούτου, ο κλάδος παραγωγής δεν χρειάζεται περαιτέρω προστασία.

(128)

Η ανάλυση της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής βασίστηκε στην εξεταζόμενη περίοδο, η οποία έληξε τον Ιούνιο του 2020. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 128 έως 133 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, όλοι οι χρηματοοικονομικοί δείκτες των ενωσιακών παραγωγών επιδεινώθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Το συμπέρασμα ως προς το θέμα αυτό δεν μπορεί να αναιρεθεί από την εικαζόμενη βραχυπρόθεσμη βελτίωση της κατάστασης των ενωσιακών παραγωγών μετά την εξεταζόμενη περίοδο, βελτίωση η οποία υποστηρίζεται από μη ελεγμένες εκθέσεις που αφορούν το πρώτο τρίμηνο του 2021.

(129)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο οριστικό συμπέρασμα ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

5.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

5.1.   Επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ

(130)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η κυβέρνηση της Ινδονησίας ισχυρίστηκε ότι η ζημία δεν θα μπορούσε να είχε προκληθεί από τις εισαγωγές από την Ινδονησία λόγω του χαμηλού μεριδίου αγοράς της και επειδή οι τιμές της αυξήθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

(131)

Η Επιτροπή υπενθύμισε καταρχάς ότι οι ινδονησιακές εισαγωγές και το μερίδιο αγοράς τους αξιολογήθηκαν σωρευτικά με τις ινδικές εισαγωγές. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι σε κάθε περίπτωση το μερίδιο αγοράς της Ινδονησίας αυξήθηκε με ταχύ ρυθμό κατά την εξεταζόμενη περίοδο, από 0,4 % το 2017 σε 2,8 % κατά την περίοδο της έρευνας. Όσον αφορά τις τιμές, παρότι αυξάνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, οι τιμές της Ινδονησίας ήταν πάντα χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

(132)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδία και την Ινδονησία και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματά της που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 143 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

5.2.   Επιπτώσεις άλλων παραγόντων

(133)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Eurofer ανέφερε ότι υπήρχε απόκλιση μεταξύ των στοιχείων σχετικά με τους όγκους εισαγωγών από τρίτες χώρες που παρέχονται στον πίνακα 11 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού και των στοιχείων της Eurostat.

(134)

Ωστόσο, τα στοιχεία που αναφέρει η Eurofer δεν περιλαμβάνουν τις εισαγωγές που δηλώθηκαν στην Eurostat στο πλαίσιο των τελωνειακών καθεστώτων τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και επανεισαγωγή, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη στον πίνακα 11 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(135)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Eurofer αμφισβήτησε την ακρίβεια των όγκων εισαγωγών που χρησιμοποίησε η Επιτροπή και ισχυρίστηκε ότι η προσέγγιση, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 99 ανωτέρω, αποκλίνει από τη συνήθη πρακτική της Επιτροπής και δεν συνάδει με τον στόχο εκτίμησης της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας στην έρευνα. Η Eurofer ισχυρίστηκε ότι οι εισαγωγές στο πλαίσιο των τελωνειακών καθεστώτων τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και επανεισαγωγή δεν υπόκεινται σε δασμούς αντιντάμπινγκ και δεν ανταγωνίζονται τα εμπορεύματα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

(136)

Η Επιτροπή έκρινε ότι τα εμπορεύματα που εισάγονται στο πλαίσιο των καθεστώτων τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και επανεισαγωγή δεν διαμετακομίζονται απλώς μέσω της Ένωσης, αλλά υποβάλλονται επίσης σε εργασίες τελειοποίησης προστιθέμενης αξίας, όπως η συναρμολόγηση και η μεταποίηση, στην Ένωση. Κατά συνέπεια, οι εισαγωγές αυτές είναι σαφώς ανταγωνιστικές με τα προϊόντα που κατασκευάζονται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Για παράδειγμα, μια εταιρεία εγκατεστημένη στην Ένωση, η δραστηριότητα της οποίας θα ήταν ακριβώς η εκτέλεση αυτών των εργασιών τελειοποίησης, έχει τη δυνατότητα είτε να αγοράσει το προϊόν από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής είτε να το εισαγάγει στο πλαίσιο του καθεστώτος τελειοποίησης προς επανεξαγωγή. Ως εκ τούτου, οι εισαγωγές στο πλαίσιο αυτών των ειδικών τελωνειακών καθεστώτων θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της ζημίας. Πράγματι, υπόκεινται επίσης στην είσπραξη δασμών σύμφωνα με το άρθρο 76 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 (13).

(137)

Επιπλέον, η Eurofer ισχυρίστηκε ότι οι όγκοι των εισαγωγών από διαφορετικές χώρες δεν ήταν συνεπείς, καθώς οι όγκοι εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες δεν περιλάμβαναν τα τελωνειακά καθεστώτα τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και προς επανεισαγωγή.

(138)

Οι όγκοι των εισαγωγών βασίζονταν στα επίσημα στοιχεία της Eurostat και περιλάμβαναν, τόσο για τις οικείες χώρες όσο και για όλες τις άλλες τρίτες χώρες, το κανονικό τελωνειακό καθεστώς και τα τελωνειακά καθεστώτα τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και επανεισαγωγή.

(139)

Επιπλέον, κατά την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων η Eurofer αναφέρθηκε στους όγκους των εισαγωγών του ίδιου προϊόντος από την Κίνα και την Ταϊβάν κατά την ίδια περίοδο έρευνας και κατά την ίδια εξεταζόμενη περίοδο, όπου η Επιτροπή εκτίμησε την ενωσιακή κατανάλωση και τα μερίδια αγοράς της Ένωσης χωρίς να λάβει υπόψη τις εισαγωγές στο πλαίσιο των τελωνειακών καθεστώτων τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και επανεισαγωγή. Ως εκ τούτου, τα αριθμητικά στοιχεία μεταξύ της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων και της τρέχουσας έρευνας σχετικά με τις εισαγωγές, την κατανάλωση και το μερίδιο αγοράς διαφέρουν, με αποτέλεσμα να υπάρχει πρόδηλο σφάλμα σε μία από τις δύο έρευνες.

(140)

Στην επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων για τις εισαγωγές SSCR από την Κίνα και την Ταϊβάν χρησιμοποιείται πράγματι η ίδια περίοδος έρευνας και η ίδια εξεταζόμενη περίοδος που ελήφθησαν υπόψη για την ανάλυση της ζημίας. Ωστόσο, η ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας είναι διαφορετικής φύσης, δηλαδή εξετάστηκε η συνέχιση ή η πιθανότητα επανάληψης του ντάμπινγκ και της ζημίας, και οποιοδήποτε συμπέρασμα συναγόμενο από την έρευνα αυτή δεν έχει αυτομάτως εφαρμογή στην υπό εξέταση έρευνα. Επομένως, παρότι τα στοιχεία για τις εισαγωγές στην εν λόγω επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων δεν περιλάμβαναν τις εισαγωγές στο πλαίσιο των καθεστώτων τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και επανεισαγωγή, τα συμπεράσματα που συνάχθηκαν στην εν λόγω έρευνα εξακολουθούν να ισχύουν. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι αυτά τα αποκλίνοντα στοιχεία συνιστούν πρόδηλο σφάλμα.

(141)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η κοινοπραξία εισαγωγέων και διανομέων, καθώς και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας ισχυρίστηκαν ότι οι χρηματοοικονομικοί δείκτες του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν επιδεινώθηκαν λόγω των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, αλλά λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19. Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η καταγγέλλουσα αντιτάχθηκε στον ισχυρισμό αυτόν δηλώνοντας ότι η τάση της ζημίας κατά την εξεταζόμενη περίοδο έδειχνε το αντίθετο.

(142)

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι τιμές των εισαγωγών από τις οικείες χώρες επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και τους χρηματοοικονομικούς δείκτες του. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 103 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, σε όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, πριν από την πανδημία COVID-19, οι μέσες τιμές εισαγωγής και από τις δύο οικείες χώρες ήταν διαρκώς χαμηλότερες από τις τιμές των ενωσιακών παραγωγών. Η πανδημία θα μπορούσε δυνητικά να έχει επηρεάσει την κατανάλωση στην αγορά της Ένωσης, αλλά οι επιπτώσεις της θα μπορούσαν να είχαν γίνει αισθητές μόνο κατά το τελευταίο τρίμηνο της περιόδου έρευνας (Απρίλιος-Ιούνιος 2020), ενώ το 2019 είχε ήδη σημειωθεί σημαντική μείωση της κατανάλωσης.

(143)

Επιπλέον, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 150 έως 151 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, ανέλυσε τη μείωση της κατανάλωσης (είτε συνδέεται εν μέρει με τη νόσο COVID-19 είτε όχι) ως έναν άλλο δυνητικό παράγοντα που θα μπορούσε να έχει προκαλέσει ζημία και κατέληξε προσωρινά στο συμπέρασμα ότι δεν άμβλυνε την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται.

5.3.   Συμπέρασμα σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια

(144)

Με βάση τα ανωτέρω και ελλείψει άλλων παρατηρήσεων, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανένας από τους παράγοντες, είτε αναλύθηκε μεμονωμένα είτε συλλογικά, δεν άμβλυνε την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής σε σημείο που η εν λόγω συνάφεια να πάψει πλέον να είναι γνήσια και ουσιαστική, οπότε επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα που παρουσιάζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 160 έως 163 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

6.   ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

6.1.   Περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές

(145)

Μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, η καταγγέλλουσα έθεσε δύο τεχνικά ζητήματα σχετικά με τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, όσον αφορά την απόσβεση των εκτιμώμενων επενδύσεων που δεν πραγματοποιήθηκαν και τη μελλοντική συμμόρφωση με το περιβαλλοντικό κόστος για έναν από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος. Για τον υπολογισμό των επενδύσεων που δεν πραγματοποιήθηκαν, η Επιτροπή θεώρησε εύλογο να βασιστεί στην απόσβεση των μη πραγματοποιηθεισών επενδύσεων εντός της περιόδου έρευνας, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρείχαν οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος. Η καταγγέλλουσα δεν προσκόμισε στοιχεία που να τεκμηριώνουν για ποιον λόγο η προσέγγιση αυτή δεν θα ήταν λογική. Με βάση τα συμπληρωματικά στοιχεία και τις πληροφορίες που υπέβαλε η καταγγέλλουσα, η Επιτροπή αποδέχθηκε τον ισχυρισμό σχετικά με τη μελλοντική συμμόρφωση με το περιβαλλοντικό κόστος που οδήγησε σε ελαφρά αύξηση των οριστικών περιθωρίων ζημίας.

(146)

Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ένας όμιλος παραγωγών-εξαγωγέων ισχυρίστηκε ότι το κόστος που προκάλεσαν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν λόγω της COVID-19 και το οποίο βάρυνε τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της μη ζημιογόνου τιμής για τον καθορισμό του περιθωρίου ζημίας, επειδή το κόστος αυτό κατ’ εξαίρεση αύξησε το κόστος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ανά μονάδα και δεν αντικατοπτρίζει το κανονικό κόστος παραγωγής των ενωσιακών παραγωγών.

(147)

Η Επιτροπή ζήτησε από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής να διαχωρίσει όλα τα ζητούμενα στοιχεία στην απάντησή του στο ερωτηματολόγιο για τα δύο εξάμηνα της ΠΕ, προκειμένου να διαπιστώσει τυχόν πιθανές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στα στοιχεία για τις πωλήσεις και το κόστος του. Ωστόσο, από τα διασταυρωμένα στοιχεία δεν προέκυψε πρόσθετο κόστος λόγω των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν λόγω της COVID-19, το οποίο θα δικαιολογούσε τη ζητούμενη προσαρμογή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό.

(148)

Η Euranimi και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας αμφισβήτησαν το υψηλότερο περιθώριο ζημίας που εφαρμόστηκε στους Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς, παρότι οι οικείες τιμές πώλησης στην αγορά της Ένωσης ήταν υψηλότερες.

(149)

Το περιθώριο ζημίας υπολογίζεται με βάση τους τύπους προϊόντος που πωλήθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς. Δεδομένου ότι οι τιμές κάθε τύπου προϊόντος μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των παραγωγών, δεν χρειάζεται να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του γενικού επιπέδου των τιμών εισαγωγής και του επιπέδου του περιθωρίου ζημίας που υπολογίζεται ειδικά για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα.

(150)

Το αποτέλεσμα των αναθεωρημένων υπολογισμών παρουσιάζεται στον κατωτέρω πίνακα:

Χώρα

Εταιρεία

Περιθώριο ντάμπινγκ

Περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές

Ινδία

Jindal Stainless Limited και Jindal Stainless Hisar Limited

13,9  %

25,2  %

 

Chromeni Steels Private Limited

45,1  %

35,3  %

 

Όλες οι άλλες εταιρείες

45,1  %

35,3  %

Ινδονησία

 

IRNC

10,2  %

32,4  %

 

Jindal Stainless Indonesia

20,2  %

33,1  %

 

Όλες οι άλλες εταιρείες

20,2  %

33,1  %

(151)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά το επίπεδο των μέτρων, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα ευρήματα και τα συμπεράσματά της που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 165 έως 173 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, όπως τροποποιήθηκαν στον πίνακα ανωτέρω.

6.2.   Εξέταση του επαρκούς περιθωρίου για την εξάλειψη της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής

(152)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Eurofer υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε εσφαλμένα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Chromeni δεν χρησιμοποιούσε πρώτες ύλες που υπόκεινται σε στρεβλώσεις. Υποστήριξε ότι ήταν «απολύτως σαφές» ότι η Chromeni βασίζεται στις ενδιάμεσες εισροές που επηρεάζονται από τις στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες είτε στην Ινδία είτε στην Ινδονησία και ότι, ως εκ τούτου, αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Ισχυρίστηκε ότι, για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θα πρέπει να χρησιμοποιήσει, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, τη συνεργασία εικαζόμενου προμηθευτή ανοξείδωτου χάλυβα θερμής έλασης στην Ινδονησία ή τα πρόσφατα συμπεράσματα σχετικά με τις πρώτες ύλες όσον αφορά την εν λόγω πρώτη ύλη (14).

(153)

Η Eurofer υποστήριξε επίσης ότι η ερμηνεία του άρθρου 7 παράγραφος 2α από την Επιτροπή περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα αντιμετώπισης των επιπτώσεων των στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες στους κατάντη τομείς και ότι θα εμπόδιζε την Επιτροπή να αξιολογήσει τις επιπτώσεις των στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες εντός ενός ομίλου εταιρειών (όπως ο όμιλος Jindal). Στο ίδιο πνεύμα, επισήμανε επίσης τον κίνδυνο καταστρατήγησης μέσω της εταιρείας με τον χαμηλότερο δασμό (στην προκειμένη περίπτωση, είτε είναι εγκατεστημένη στην Ινδία είτε στην Ινδονησία) και, ως εκ τούτου, ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να επεκτείνει το υψηλότερο επίπεδο του εφαρμοστέου δασμού σε όλες τις εταιρείες του ομίλου, ανεξάρτητα από τη χώρα παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος.

(154)

Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 176 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, η Chromeni δεν χρησιμοποίησε τις πρώτες ύλες που αποτελούσαν το αντικείμενο της στρέβλωσης που διαπιστώθηκε στην Ινδία, δηλαδή μετάλλευμα χρωμίου και σκραπ ανοξείδωτου χάλυβα. Επιπλέον, στο πλαίσιο της επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενη μελλοντική καταστρατήγηση με επέκταση του δασμού αντιντάμπινγκ που διαπιστώθηκε για έναν συνδεδεμένο παραγωγό στους συνδεδεμένους παραγωγούς σε άλλη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παραπέμπει επίσης στις αιτιολογικές σκέψεις 175 έως 177 κατωτέρω.

(155)

Επομένως, οι ισχυρισμοί της Eurofer έπρεπε να απορριφθούν.

(156)

Ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων όσον αφορά το εν λόγω σημείο, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματά της που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 174 έως 178 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

6.3.   Συμπέρασμα

(157)

Ύστερα από την παραπάνω αξιολόγηση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι σκόπιμο να καθοριστεί το ποσό των οριστικών δασμών σύμφωνα με τον κανόνα του δασμού χαμηλότερου ύψους του άρθρου 7 παράγραφος 2 και του άρθρου 9 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ θα πρέπει να καθοριστούν ως εξής:

Χώρα

Εταιρεία

Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ

Ινδία

Jindal Stainless Limited και Jindal Stainless Hisar Limited

13,9  %

 

Chromeni Steels Private Limited

35,3  %

 

Όλες οι άλλες εταιρείες

35,3  %

Ινδονησία

 

IRNC

10,2  %

 

Jindal Stainless Indonesia

20,2  %

 

Όλες οι άλλες εταιρείες

20,2  %

7.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

7.1.   Συμφέρον του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

(158)

Κανένα μέρος δεν αμφισβήτησε ότι τα μέτρα θα ήταν προς το συμφέρον του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Επομένως, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 181 έως 183 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

7.2.   Συμφέρον των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων και των χρηστών

(159)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Euranimi και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας ισχυρίστηκαν ότι η επιβολή μέτρων από την Ένωση στην Ινδία και την Ινδονησία θα δημιουργούσε έλλειψη SSCR στην αγορά της Ένωσης, καθώς η παραγωγή της Ένωσης θα ήταν ανεπαρκής για τον πλήρη εφοδιασμό της αγοράς και άλλες πηγές εφοδιασμού είναι περιορισμένες, κυρίως λόγω των μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές από την Κίνα και την Ταϊβάν. Σύμφωνα με τα μέρη, αυτές οι ελλείψεις και καθυστερήσεις στον εφοδιασμό μπορούν ήδη να παρατηρηθούν στην αγορά της Ένωσης.

(160)

Τα μέρη ισχυρίστηκαν ότι ορισμένες άλλες πιθανές πηγές εισαγωγών, συγκεκριμένα η Βραζιλία, η Μαλαισία και η Νότια Αφρική, ελέγχονται από τους ενωσιακούς παραγωγούς που είναι ιδιοκτήτες των εταιρειών που κατασκευάζουν SSCR στις εν λόγω χώρες. Σύμφωνα με τα μέρη, το γεγονός αυτό οδήγησε σε κατάχρηση της προστασίας από τους ενωσιακούς παραγωγούς και θα έχει ως αποτέλεσμα υψηλές τιμές στην αγορά της Ένωσης.

(161)

Επιπλέον, τα μέρη ισχυρίστηκαν ότι δεν έχουν τη δυνατότητα μετακύλισης των τιμών στους πελάτες τους και, ως εκ τούτου, η κερδοφορία τους θα επηρεαστεί αρνητικά.

(162)

Η Euranimi και ο μη συνδεδεμένος εισαγωγέας επανέλαβαν τους ισχυρισμούς αυτούς μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων.

(163)

Η Eurofer αντιτάχθηκε στις δηλώσεις αυτές, υποστηρίζοντας ότι ο προβαλλόμενος αυξημένος χρόνος παράδοσης οφείλεται στις μεταβολές της ζήτησης και στη διατάραξη των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού λόγω της πανδημίας COVID-19, η οποία δεν αφορά ειδικά την αλυσίδα εφοδιασμού SSCR. Η Eurofer δήλωσε ότι, υπό κανονικές συνθήκες, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής διαθέτει επαρκή παραγωγική ικανότητα για να καλύψει σχεδόν το 150 % της ενωσιακής κατανάλωσης κατά την περίοδο της έρευνας. Επιπλέον, η Eurofer ισχυρίστηκε ότι η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών που σημειώθηκε μετά την περίοδο έρευνας αντικατοπτρίζει τη σημαντική παγκόσμια αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, η οποία δεν επηρεάζει μόνο τις τιμές στην Ένωση. Επιπροσθέτως, η Eurofer ισχυρίστηκε ότι ο εφοδιασμός με SSCR θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από τρίτες χώρες με σημαντική παραγωγική ικανότητα SSCR που δεν έχει περιοριστεί από τα μέτρα διασφάλισης για τον χάλυβα.

(164)

Όπως αναφέρεται στον κανονισμό για την επιβολή προσωρινού δασμού, υπάρχουν πράγματι πηγές εφοδιασμού με SSCR σε άλλες τρίτες χώρες, εκ των οποίων οι μεγαλύτερες είναι η Ταϊβάν και η Κορέα. Εισαγωγές από την Ταϊβάν στην Ένωση εξακολουθούν να πραγματοποιούνται, με σχετικά χαμηλούς δασμούς αντιντάμπινγκ. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η Κορέα κατόρθωσε να αυξήσει τις εξαγωγές της προς την Ένωση τόσο σε απόλυτες όσο και σε σχετικές τιμές. Η Νότια Αφρική επίσης εξακολουθεί να έχει παρουσία στην αγορά της Ένωσης παρά τον εικαζόμενο έλεγχο των ευρωπαϊκών εταιρειών επί της παραγωγής SSCR. Επιπλέον, τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στην Ινδία και την Ινδονησία δεν αποσκοπούν στο κλείσιμο της αγοράς της Ένωσης για τις οικείες χώρες, αλλά στην αύξηση των τιμών σε δίκαιο επίπεδο.

(165)

Οι αυξήσεις των τιμών οφείλονται συνήθως στην αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και παρατηρήθηκαν και σε αγορές τρίτων χωρών. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει στοιχείο κατάχρησης της προστασίας της αγοράς από τους ενωσιακούς παραγωγούς. Επιπλέον, δεδομένου ότι το υπό έρευνα προϊόν παράγεται από 13 ενωσιακούς παραγωγούς, ο εσωτερικός ανταγωνισμός στην αγορά της Ένωσης είναι έντονος.

(166)

Επιπροσθέτως, οι ισχυρισμοί των ενδιαφερόμενων μερών ότι δεν έχουν τη δυνατότητα μετακύλισης των τιμών στους πελάτες τους ούτε τη δυνατότητα αντικατάστασης των εισαγόμενων προϊόντων δεν μπορούν να αξιολογηθούν δεόντως από την Επιτροπή λόγω της έλλειψης κατάλληλης συνεργασίας των εν λόγω μερών στην παρούσα έρευνα. Σε αντίθεση με τους δύο μη συνδεδεμένους εισαγωγείς που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 184 έως 193 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού, τα εν λόγω μέρη προέβαλαν τους ισχυρισμούς τους μετά την κοινοποίηση, χωρίς να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να προβεί σε διεξοδικότερη αξιολόγηση, με την επαλήθευση των διαύλων αγορών και πωλήσεών τους, των τύπων των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο, του κόστους και της οικονομικής τους κατάστασης.

(167)

Στη βάση αυτή, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι οι επιπτώσεις που θα είχε σε εισαγωγείς και χρήστες η ενδεχόμενη επιβολή δασμών δεν υπερισχύουν των θετικών συνεπειών των μέτρων για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

(168)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά το συμφέρον των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων και χρηστών, επιβεβαιώθηκαν τα συμπεράσματα που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 184 έως 195 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

7.3.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης

(169)

Με βάση τα ανωτέρω και ελλείψει άλλων παρατηρήσεων, επιβεβαιώθηκαν τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 196 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

8.   ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

8.1.   Οριστικά μέτρα

(170)

Με βάση τα συμπεράσματα που συνάχθηκαν όσον αφορά το ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Ένωσης, και σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, θα πρέπει να επιβληθούν οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Για τους λόγους που εκτίθενται στο τμήμα 6 και, ειδικότερα, στο υποτμήμα 6.2 του παρόντος κανονισμού, οι δασμοί αντιντάμπινγκ θα πρέπει να καθοριστούν σύμφωνα με τον κανόνα του δασμού χαμηλότερου ύψους.

(171)

Με βάση τα ανωτέρω, οι συντελεστές με βάση τους οποίους θα επιβληθούν οι εν λόγω δασμοί καθορίζονται ως εξής:

Χώρα

Εταιρεία

Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ

Ινδία

Jindal Stainless Limited και Jindal Stainless Hisar Limited

13,9  %

Chromeni Steels Private Limited

35,3  %

Όλες οι άλλες εταιρείες

35,3  %

Ινδονησία

IRNC

10,2  %

Jindal Stainless Indonesia

20,2  %

Όλες οι άλλες εταιρείες

20,2  %

(172)

Οι ατομικοί δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ για κάθε εταιρεία οι οποίοι προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκαν βάσει των συμπερασμάτων της παρούσας έρευνας. Επομένως, αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας για τις εν λόγω εταιρείες. Οι εν λόγω δασμολογικοί συντελεστές εφαρμόζονται αποκλειστικά στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής της οικείας χώρας και παραγωγής από τις αναφερθείσες νομικές οντότητες. Οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που παράγεται από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία η οποία δεν αναφέρεται ρητά στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που συνδέονται με τις εταιρείες που αναφέρονται ρητά, θα πρέπει να υπόκεινται στον δασμολογικό συντελεστή που ισχύει για «όλες τις άλλες εταιρείες». Δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε κανέναν από τους ατομικούς δασμολογικούς συντελεστές αντιντάμπινγκ.

(173)

Μια εταιρεία μπορεί να ζητήσει την εφαρμογή αυτών των ατομικών δασμολογικών συντελεστών αντιντάμπινγκ σε περίπτωση μεταγενέστερης αλλαγής της επωνυμίας της. Το αίτημα πρέπει να απευθύνεται στην Επιτροπή (15). Το αίτημα πρέπει να περιέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες με τις οποίες μπορεί να καταδειχθεί ότι η αλλαγή δεν θίγει το δικαίωμα της εταιρείας να επωφελείται από τον δασμολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται σ’ αυτήν. Αν η αλλαγή επωνυμίας της εταιρείας δεν επηρεάζει το δικαίωμά της να επωφελείται από τον δασμολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται σ’ αυτήν, θα δημοσιευτεί ανακοίνωση σχετικά με την αλλαγή επωνυμίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(174)

Για να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι καταστρατήγησης λόγω της διαφοράς των δασμολογικών συντελεστών, απαιτούνται ειδικά μέτρα για να διασφαλιστεί η εφαρμογή των ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ. Οι εταιρείες με ατομικούς δασμούς αντιντάμπινγκ πρέπει να προσκομίζουν έγκυρο εμπορικό τιμολόγιο στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών. Το τιμολόγιο πρέπει να είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού. Οι εισαγωγές που δεν συνοδεύονται από τέτοιο τιμολόγιο θα πρέπει να υπόκεινται στον δασμό αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται για «όλες τις άλλες εταιρείες».

(175)

Μολονότι η προσκόμιση του εν λόγω τιμολογίου είναι απαραίτητη για την εφαρμογή από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών των ατομικών συντελεστών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές, το εν λόγω τιμολόγιο δεν αποτελεί το μόνο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι τελωνειακές αρχές. Πράγματι, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, ακόμα και αν λάβουν τιμολόγιο που πληροί όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, οφείλουν να διενεργούν τους δικούς τους συνήθεις ελέγχους και μπορούν, όπως και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, να απαιτούν πρόσθετα έγγραφα (έγγραφα αποστολής κ.λπ.) για την επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων που περιέχονται στη δήλωση, και να διασφαλίζουν ότι η συνακόλουθη εφαρμογή του χαμηλότερου δασμολογικού συντελεστή είναι δικαιολογημένη, σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία.

(176)

Σε περίπτωση σημαντικής αύξησης του όγκου των εξαγωγών μίας από τις εταιρείες που επωφελούνται από τους χαμηλότερους συντελεστές ατομικού δασμού μετά την επιβολή των εξεταζόμενων μέτρων, η εν λόγω αύξηση του όγκου των εξαγωγών θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά από μόνη της αλλαγή των ροών των συναλλαγών λόγω της επιβολής μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Σε τέτοια περίπτωση, και με την επιφύλαξη της τήρησης των σχετικών όρων, είναι δυνατό να κινηθεί έρευνα κατά της καταστρατήγησης. Η εν λόγω έρευνα θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να εξετάσει την ανάγκη κατάργησης του ατομικού δασμολογικού συντελεστή (ή συντελεστών) και τη συνακόλουθη επιβολή δασμού σε επίπεδο χώρας.

(177)

Για να εξασφαλιστεί η ορθή επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ, ο δασμός αντιντάμπινγκ για «όλες τις άλλες εταιρείες» θα πρέπει να εφαρμόζεται όχι μόνο για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συνεργάστηκαν στην παρούσα έρευνα, αλλά και για τους παραγωγούς που δεν πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Ένωση κατά την περίοδο της έρευνας.

8.2.   Οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών

(178)

Δεδομένων των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν και λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου της ζημίας που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, θα πρέπει να εισπραχθούν οριστικά τα ποσά που είχαν δεσμευτεί υπό μορφή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ ο οποίος επιβλήθηκε με τον κανονισμό για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(179)

Επειδή ορισμένοι οριστικοί δασμολογικοί συντελεστές είναι χαμηλότεροι από τους προσωρινούς δασμολογικούς συντελεστές, τα ποσά που είχαν δεσμευτεί πέραν των οριστικών δασμολογικών συντελεστών αντιντάμπινγκ θα πρέπει να αποδεσμευθούν.

8.3.   Αναδρομική ισχύς

(180)

Όπως αναφέρεται στο τμήμα 1.2, ύστερα από αίτημα της καταγγέλλουσας, η Επιτροπή επέβαλε την καταγραφή των εισαγωγών του υπό έρευνα προϊόντος σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(181)

Κατά τη διάρκεια του οριστικού σταδίου της έρευνας, αξιολογήθηκαν τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της καταγραφής. Η Επιτροπή εξέτασε αν πληρούνταν τα κριτήρια βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού για την αναδρομική είσπραξη οριστικών δασμών.

(182)

Η ανάλυση της Επιτροπής δεν έδειξε καμία περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών πέραν από τον όγκο των εισαγωγών που προκάλεσαν ζημία κατά την περίοδο έρευνας, όπως ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ) του βασικού κανονισμού. Για την ανάλυση αυτή, η Επιτροπή συνέκρινε τον μηνιαίο μέσο όγκο εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος κατά την περίοδο έρευνας με τον μηνιαίο μέσο όγκο εισαγωγών κατά την περίοδο από την έναρξη της παρούσας έρευνας έως και την επιβολή των προσωρινών μέτρων και δεν παρατηρήθηκε περαιτέρω σημαντική αύξηση:

 

Περίοδος έρευνας (τόνοι/μήνα)

Περίοδος μετά την ΠΕ, δηλαδή από την 1η Οκτωβρίου 2020 έως τις 28 Μαΐου 2021 (τόνοι/μήνα)

Αύξηση εισαγωγών (%)

Εισαγωγές SSCR από την Ινδία

8 956

6 036

–33  %

Εισαγωγές SSCR από την Ινδονησία

7 353

8 439

15  %

Συνολικές εισαγωγές SSCR από τις οικείες χώρες

16 308

14 475

–11  %

Πηγή: Surveillance 2 (ΕΕ 27).

(183)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναδρομική είσπραξη οριστικών δασμών για την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας καταγράφηκαν οι εισαγωγές δεν δικαιολογείται στην προκειμένη περίπτωση.

9.   ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

(184)

Δυνάμει του άρθρου 109 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), για τα ποσά που πρέπει να επιστραφούν σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το επιτόκιο που καταβάλλεται θα πρέπει να είναι εκείνο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά τις κύριες πράξεις επαναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης την πρώτη ημερολογιακή ημέρα κάθε μήνα.

(185)

Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/159 της Επιτροπής (17), η Επιτροπή επέβαλε μέτρο διασφάλισης όσον αφορά ορισμένα προϊόντα χάλυβα, για περίοδο τριών ετών. Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1029 της Επιτροπής (18), το μέτρο διασφάλισης παρατάθηκε έως τις 30 Ιουνίου 2024. Το υπό επανεξέταση προϊόν υπάγεται σε μία από τις κατηγορίες προϊόντων που καλύπτονται από το μέτρο διασφάλισης. Συνεπώς, με την υπέρβαση των δασμολογικών ποσοστώσεων οι οποίες καθορίζονται βάσει του μέτρου διασφάλισης, θα επιβάλλεται στις ίδιες εισαγωγές τόσο ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης όσο και ο δασμός αντιντάμπινγκ. Δεδομένου ότι η εν λόγω σώρευση μέτρων αντιντάμπινγκ και μέτρων διασφάλισης μπορεί να έχει μεγαλύτερη από την επιθυμητή επίπτωση στο εμπόριο, η Επιτροπή αποφάσισε να αποτρέψει την ταυτόχρονη εφαρμογή του δασμού αντιντάμπινγκ και του δασμού για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης για το υπό επανεξέταση προϊόν κατά τη διάρκεια επιβολής του δασμού διασφάλισης.

(186)

Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 εφαρμόζεται στο υπό επανεξέταση προϊόν και υπερβαίνει το ύψος των δασμών αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εισπράττεται μόνο ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159. Κατά την περίοδο ταυτόχρονης εφαρμογής των δασμών διασφάλισης και των δασμών αντιντάμπινγκ, αναστέλλεται η είσπραξη των δασμών που επιβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Σε περίπτωση που ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 εφαρμόζεται στο υπό επανεξέταση προϊόν και το ύψος του είναι χαμηλότερο από το ύψος των δασμών αντιντάμπινγκ του παρόντος κανονισμού, εισπράττεται ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 και επιπλέον η διαφορά μεταξύ του δασμού αυτού και του υψηλότερου επιπέδου των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Το μέρος του ποσού των δασμών αντιντάμπινγκ που δεν εισπράττεται αναστέλλεται.

(187)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πλατέων προϊόντων έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα, που έχουν απλώς ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση (ψυχρής έλασης), τα οποία επί του παρόντος υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 7219 31 00, 7219 32 10, 7219 32 90, 7219 33 10, 7219 33 90, 7219 34 10, 7219 34 90, 7219 35 10, 7219 35 90, 7219 90 20, 7219 90 80, 7220 20 21, 7220 20 29, 7220 20 41, 7220 20 49, 7220 20 81, 7220 20 89, 7220 90 20 και 7220 90 80, καταγωγής Ινδίας και Ινδονησίας.

2.   Οι συντελεστές του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται επί της καθαρής, «ελεύθερης στα σύνορα της Ένωσης» τιμής, πριν από την καταβολή δασμού, για το προϊόν που περιγράφεται στην παράγραφο 1 και παράγεται από τις εταιρείες που παρατίθενται κατωτέρω, καθορίζονται ως εξής:

Χώρα

Εταιρεία

Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ

Πρόσθετος κωδικός TARIC

Ινδία

Jindal Stainless Limited

13,9  %

C654

Jindal Stainless Hisar Limited

13,9  %

C655

Chromeni Steels Private Limited

35,3  %

C656

Όλες οι άλλες ινδικές εταιρείες

35,3  %

C999

Ινδονησία

IRNC

10,2  %

C657

Jindal Stainless Indonesia

20,2  %

C658

Όλες οι άλλες ινδονησιακές εταιρείες

20,2  %

C999

3.   Η εφαρμογή των ατομικών δασμολογικών συντελεστών που καθορίζονται για τις εταιρείες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 εξαρτάται από την προσκόμιση έγκυρου εμπορικού τιμολογίου στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών στο οποίο αναγράφεται δήλωση που φέρει ημερομηνία και υπογραφή υπαλλήλου της οντότητας που εκδίδει το τιμολόγιο, με αναφορά του ονόματος και της θέσης του/της, με την ακόλουθη διατύπωση: «Ο/Η υπογεγραμμένος/-η πιστοποιώ ότι (ο όγκος) του (υπό εξέταση προϊόντος) που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καλύπτεται από το παρόν τιμολόγιο κατασκευάστηκε από την εταιρεία (επωνυμία και διεύθυνση της εταιρείας) (πρόσθετος κωδικός TARIC) στην [οικεία χώρα]. Δηλώνω ότι τα στοιχεία που αναγράφονται στο παρόν τιμολόγιο είναι πλήρη και ακριβή». Εάν δεν προσκομιστεί τέτοιο τιμολόγιο, εφαρμόζεται ο δασμός που ισχύει για όλες τις άλλες εταιρείες.

4.   Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 2

1.   Σε περίπτωση που ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 εφαρμόζεται στα πλατέα προϊόντα έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα, που έχουν απλώς ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση (ψυχρής έλασης), τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, και υπερβαίνει το αντίστοιχο κατ’ αξίαν επίπεδο του δασμού αντιντάμπινγκ που καθορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, εισπράττεται μόνον ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159.

2.   Κατά την περίοδο εφαρμογής της παραγράφου 1, αναστέλλεται η είσπραξη των δασμών που επιβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Σε περίπτωση που ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 εφαρμόζεται στα πλατέα προϊόντα έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα, που έχουν απλώς ελαθεί σε ψυχρή κατάσταση (ψυχρής έλασης), τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, και το ύψος του είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο κατ’ αξίαν επίπεδο του δασμού αντιντάμπινγκ που καθορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, εισπράττεται ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 και επιπλέον η διαφορά μεταξύ του δασμού αυτού και του υψηλότερου αντίστοιχου κατ’ αξίαν δασμού αντιντάμπινγκ που καθορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

4.   Το μέρος του ποσού των δασμών αντιντάμπινγκ που δεν εισπράττεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 αναστέλλεται.

5.   Οι αναστολές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 περιορίζονται χρονικά στην περίοδο εφαρμογής του δασμού για υπέρβαση των δασμολογικών ποσοστώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159.

Άρθρο 3

Τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/854 εισπράττονται οριστικά. Τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση και υπερβαίνουν τους οριστικούς συντελεστές του δασμού αντιντάμπινγκ αποδεσμεύονται.

Άρθρο 4

Δεν εισπράττεται αναδρομικά οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ για τις καταγεγραμμένες εισαγωγές. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/370 παύουν να τηρούνται. Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/370 καταργείται.

Άρθρο 5

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Νοεμβρίου 2021.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 21.

(2)  Ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα, καταγωγής Ινδίας και Ινδονησίας (ΕΕ C 322 της 30.9.2020, σ. 17).

(3)  Ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα, καταγωγής Ινδίας και Ινδονησίας (ΕΕ C 57 της 17.2.2021, σ. 16).

(4)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/370 της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 2021, για την υποχρέωση καταγραφής των εισαγωγών πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα καταγωγής Ινδίας και Ινδονησίας (ΕΕ L 71 της 2.3.2021, σ. 18.).

(5)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/854 της Επιτροπής, της 27ης Μαΐου 2021, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα, καταγωγής Ινδίας και Ινδονησίας (ΕΕ L 188 της 28.5.2021, σ. 61).

(6)  Association of Non-Integrated Metal Importers and Distributors.

(7)  Έκθεση της ειδικής ομάδας, Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Σολομός (Νορβηγία), WT/DS337/R, παράγραφοι 7.256, 7.257 και 7.273.

(8)  Απόφαση της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise, T-299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 288.

(9)  Βλέπε π.χ. αιτιολογική σκέψη 283 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/582 της Επιτροπής, της 9ης Απριλίου 2021, για την επιβολή προσωρινού δασμού στις εισαγωγές πλατέων προϊόντων έλασης από αλουμίνιο καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 124 της 12.4.2021, σ. 40) (όπου χρησιμοποιείται το κέρδος του υπό εξέταση «εμπόρου»)· απόφαση της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise, T-299/05, ΕCLI:EU:T:2009:72, σκέψη 287.

(10)  Έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, ΗΠΑ — Δασμοί αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικοί δασμοί (Κίνα), WT/DS379/AB/R, παράγραφοι 567, 568 και 583.

(11)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/1408 της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 2020, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων φύλλων και ρόλων θερμής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα (SSHR) καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδονησίας (ΕΕ L 325 της 7.10.2020, σ. 26).

(12)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Interpipe Nikopolsky Seamless Tubes Plant Niko Tube ZAT (Interpipe Niko Tube ZAT), C-191/09 P και C-200/09 P, σκέψη 58.

(13)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός ( ΕΕ) 2015/2446 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού ( ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβου- λίου, όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με ορισμένες από τις διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα. (ΕΕ L 343 της 29.12.2015, σ. 1).

(14)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/1408 της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 2020, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων φύλλων και ρόλων θερμής έλασης από ανοξείδωτο χάλυβα καταγωγής Ινδονησίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ταϊβάν (ΕΕ L 325 της 7.10.2020, σ. 26).

(15)  European Commission, Directorate-General for Trade, Directorate G, Rue de la Loi 170, 1040 Brussels, Βέλγιο.

(16)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(17)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/159 της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 2019, για την επιβολή οριστικών μέτρων διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 31 της 1.2.2019, σ. 27).

(18)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/1029 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2021, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 της Επιτροπής για την παράταση του μέτρου διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων χάλυβα (ΕΕ L 225I της 25.6.2021, σ. 1).


Top