EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32021R0023

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2020 σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

OJ L 22, 22.1.2021, p. 1–102 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2021/23/oj

22.1.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 22/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/23 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 16ης Δεκεμβρίου 2020

σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, (1)

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, (2)

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, (3)

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν ζωτική σημασία για τη λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών. Όσο πιο ολοκληρωμένες είναι, τόσο περισσότερες δυνατότητες υπάρχουν για αποτελεσματική διάθεση των κεφαλαίων, εν δυνάμει προς όφελος των οικονομικών επιδόσεων. Ωστόσο, προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία της ενιαίας αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, είναι σημαντικό να εφαρμόζονται διαδικασίες που να αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις των αναταραχών της αγοράς και να διασφαλίζουν ότι εάν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή υποδομή της χρηματοπιστωτικής αγοράς που δραστηριοποιείται στην εν λόγω αγορά αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες ή βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης, αυτό δεν αποσταθεροποιεί ολόκληρη τη χρηματοπιστωτική αγορά και δεν θα επηρεάσει την ανάπτυξη στην ευρύτερη οικονομία.

(2)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι (CCP) αποτελούν βασικές συνιστώσες των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών και παρεμβάλλονται μεταξύ των συμμετεχόντων ενεργώντας ως αγοραστής για κάθε πωλητή και ως πωλητής για κάθε αγοραστή· έχουν κεντρικό ρόλο στην επεξεργασία των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και τη διαχείριση ανοιγμάτων στους διάφορους κινδύνους που είναι εγγενείς σε αυτές τις συναλλαγές. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι συγκεντρώνουν τις συναλλαγές και τις θέσεις των αντισυμβαλλομένων, εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συναλλαγές, και απαιτούν επαρκή εξασφάλιση από τα μέλη τους ως περιθώριο ασφαλείας και ως εισφορές σε κεφάλαια εκκαθάρισης.

(3)

Η ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ένωσης είχε ως αποτέλεσμα οι ενωσιακοί κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι στην Ένωση να εξελιχθούν από εξυπηρετούντες κατά κύριο λόγο τις εγχώριες ανάγκες και αγορές σε κόμβους ζωτικής σημασίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ένωσης γενικότερα. Οι εγκεκριμένοι στην Ένωση κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εκκαθαρίζουν διάφορες κατηγορίες προϊόντων, από εισηγμένα και εξωχρηματιστηριακά χρηματοπιστωτικά παράγωγα και παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων μέχρι εταιρικά μερίδια, ομόλογα και άλλα προϊόντα, όπως συμφωνίες επαναγοράς (repos). Παρέχουν υπηρεσίες πέρα από τα εθνικά σύνορα σε ένα ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων σε ολόκληρη την Ένωση. Ενώ ορισμένοι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι παραμένουν επικεντρωμένοι σε εγχώριες αγορές, είναι όλοι συστημικά σημαντικοί, τουλάχιστον στις εγχώριες αγορές τους.

(4)

Καθώς ένα σημαντικό μέρος του χρηματοοικονομικού κινδύνου του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης είναι συγκεντρωμένο στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, οι οποίοι και το διαχειρίζονται για λογαριασμό των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών τους, η αποτελεσματική ρύθμιση και η αυστηρή εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων είναι απολύτως αναγκαία. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) απαιτεί από τους εγκεκριμένους στην Ένωση κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αυστηρά πρότυπα προληπτικής εποπτείας, οργάνωσης και επαγγελματικής δεοντολογίας. Οι αρμόδιες αρχές έχουν την πλήρη εποπτεία των δραστηριοτήτων των αντισυμβαλλομένων αυτών, συνεργαζόμενες στους κόλπους εποπτικών σωμάτων που συνενώνουν τις αρμόδιες αρχές για τα συγκεκριμένα καθήκοντα τους. Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι ηγέτες της G20 από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 απαιτεί, επίσης, τα τυποποιημένα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα να εκκαθαρίζονται κεντρικά από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Με την έναρξη της υποχρεωτικής κεντρικής εκκαθάρισης των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, ο όγκος και το φάσμα των συναλλαγών που πραγματοποιούνται από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατά πάσα πιθανότητα θα αυξηθεί, κάτι που με τη σειρά του θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόσθετες προκλήσεις όσον αφορά τις στρατηγικές διαχείρισης κινδύνων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 βελτίωσε την ανθεκτικότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των ευρύτερων χρηματοπιστωτικών αγορών έναντι του ευρέος φάσματος κινδύνων που συγκεντρώνουν και διαχειρίζονται οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι. Ωστόσο, κανένα σύστημα κανόνων και πρακτικών δεν μπορεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο οι υφιστάμενοι πόροι να αποδειχθούν ανεπαρκείς για τη διαχείριση των οικονομικών κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, συμπεριλαμβανομένων μίας ή περισσότερων αθετήσεων υποχρεώσεων από την πλευρά των εκκαθαριστικών μελών. Σε περίπτωση έντονων χρηματοδοτικών δυσχερειών ή επικείμενης πτώχευσης, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει, καταρχήν, να υπόκεινται σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Ωστόσο, όπως έχει δείξει η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, σε μια περίοδο παρατεταμένης οικονομικής αστάθειας και αβεβαιότητας, οι εν λόγω διαδικασίες μπορούν να διαταράξουν λειτουργίες κρίσιμης σημασίας για την οικονομία, θέτοντας σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Δεν μπορεί πάντοτε να γίνει χρήση των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων για τη διασφάλιση αρκετά ταχείας παρέμβασης ή την επαρκή ιεράρχηση της συνέχισης των κρίσιμων λειτουργιών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για λόγους διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Με σκοπό να αποφευχθούν αυτές οι αρνητικές συνέπειες των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, πρέπει να δημιουργηθεί ειδικό πλαίσιο εξυγίανσης κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

(6)

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έφερε στο προσκήνιο την έλλειψη επαρκών εργαλείων για τη διατήρηση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης. Επιπλέον, κατέδειξε την απουσία πλαισίων για τη διευκόλυνση της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ των αρχών, ιδίως όσων βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη ή περιοχές δικαιοδοσίας, ώστε να διασφαλίζεται η ανάληψη ταχείας και αποφασιστικής δράσης. Μη διαθέτοντας τέτοια εργαλεία και με την απουσία συνεργασίας και συντονισμού, τα κράτη μέλη υποχρεώθηκαν να διασώσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με χρήματα των φορολογούμενων, προκειμένου να αποτραπεί η μετάδοση και να μειωθεί ο πανικός. Μολονότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν ήταν άμεσοι αποδέκτες της έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, προστατεύθηκαν από τις επιπτώσεις χρεοκοπίας των τραπεζών. Ένα πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους συμπληρώνει το πλαίσιο εξυγίανσης των τραπεζών που εγκρίθηκε δυνάμει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο για την πρόληψη της εξάρτησης από τα χρήματα των φορολογουμένων σε περίπτωση άτακτης κατάρρευσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Το εν λόγω πλαίσιο θα πρέπει επίσης να καλύπτει το ενδεχόμενο οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι να υπαχθούν σε διαδικασία εξυγίανσης για λόγους μη συναρτώμενους με την αθέτηση υποχρέωσης από ένα ή περισσότερα εκκαθαριστικά μέλη τους.

(7)

Ο στόχος ενός αξιόπιστου πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης είναι να διασφαλιστεί, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα έχουν τη δυνατότητα να ανακάμπτουν από οικονομικές δυσχέρειες, να διατηρούν τις κρίσιμες λειτουργίες τους ως κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που πτώχευσαν ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν ενώ παράλληλα οι εναπομένουσες δραστηριότητες θα εκκαθαρίζονται μέσω κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, και να διαφυλάσσεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να αποφεύγονται σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην ικανότητά του να εξυπηρετεί την πραγματική οικονομία, με ελαχιστοποίηση του κόστους της πτώχευσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τους φορολογουμένους. Το πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης ενισχύει περαιτέρω την ετοιμότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των αρχών για τον μετριασμό των οικονομικών πιέσεων και παρέχει στις αρχές περαιτέρω πληροφορίες όσον αφορά την προετοιμασία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων για σενάρια ακραίων καταστάσεων. Παρέχει, επίσης, στις αρχές τις εξουσίες που θα τους επιτρέψουν να προετοιμαστούν για την ενδεχόμενη εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να αντιμετωπίσουν συντονισμένα τα προβλήματα της φθίνουσας υγείας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμβάλλοντας στην ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

(8)

Σήμερα λείπουν εναρμονισμένες διατάξεις για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε ολόκληρη την Ένωση. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη θεσπίσει νομοθετικές αλλαγές που υποχρεώνουν τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να καταρτίζουν σχέδια ανάκαμψης και καθιερώνουν μηχανισμούς εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που διέπουν την αφερεγγυότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Η απουσία κοινών προϋποθέσεων, εξουσιών και διαδικασιών για την ανάκαμψη και εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων είναι πιθανόν να αποτελέσει εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να παρακωλύσει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών κατά την αντιμετώπιση της πτώχευσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου και την εφαρμογή κατάλληλων μηχανισμών κατανομής των ζημιών στα εκκαθαριστικά μέλη του, τόσο στην Ένωση όσο και παγκοσμίως. Αυτό ισχύει όταν εξαιτίας των διαφορετικών προσεγγίσεων οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν το ίδιο επίπεδο ελέγχου ή ικανότητα εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Οι εν λόγω διαφορές ενδέχεται να επηρεάζουν τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, τα εκκαθαριστικά τους μέλη και τους πελάτες των εκκαθαριστικών μελών με διαφορετικό τρόπο στα διάφορα κράτη μέλη, δημιουργώντας στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Η απουσία κοινών κανόνων και εργαλείων για τη διαχείριση της χρηματοοικονομικής δυσπραγίας ή της πτώχευσης σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο είναι δυνατόν να επηρεάσει την επιλογή των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών τους να προβούν σε εκκαθάριση και την επιλογή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ως προς τον τόπο εγκατάστασής του, και άρα δεν επιτρέπει στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να επωφελούνται πλήρως από τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους εντός της εσωτερικής αγοράς. Με τη σειρά του, αυτό θα μπορούσε να αποθαρρύνει τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους από την πρόσβαση σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά και να παρεμποδίσει την περαιτέρω ολοκλήρωση στις ενωσιακές κεφαλαιαγορές. Η ύπαρξη κοινών κανόνων ανάκαμψης και εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη είναι ως εκ τούτου απαραίτητη για να διασφαλισθεί ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, κατά την άσκηση των ελευθεριών τους στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, δεν περιορίζονται από τη δημοσιονομική ικανότητα των κρατών μελών και των αρχών να διαχειριστούν τυχόν πτώχευσή τους.

(9)

Η επανεξέταση του εφαρμοστέου κανονιστικού πλαισίου για τις τράπεζες και για άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που πραγματοποιήθηκε στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, και ιδίως η ενίσχυση του κεφαλαίου των τραπεζών και των αποθεμάτων ρευστότητας που διαθέτουν, τα βελτιωμένα εργαλεία για μακροπροληπτικές πολιτικές και οι ολοκληρωμένοι κανόνες για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών οδήγησαν σε μείωση της πιθανότητας μελλοντικών κρίσεων και ενίσχυσαν την ανθεκτικότητα όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και υποδομών της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, έναντι των οικονομικών πιέσεων, είτε αυτές οφείλονται σε συστημικές διαταραχές είτε σε γεγονότα που αφορούν ειδικά τα επιμέρους ιδρύματα. Από την 1η Ιανουαρίου 2015, εφαρμόζεται στα κράτη μέλη ένα καθεστώς για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών κατά την οδηγία 2014/59/ΕΕ.

(10)

Επιδιώκοντας την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών, οι αρμόδιες ενωσιακές αρχές και οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες και να διαθέτουν τα κατάλληλα εργαλεία για τη διαχείριση της πτώχευσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Ωστόσο, λόγω των διαφορετικών τους λειτουργιών και επιχειρηματικών μοντέλων, οι κίνδυνοι που είναι εγγενείς στις τράπεζες είναι διαφορετικοί από ό,τι στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Είναι, ως εκ τούτου, απαραίτητα ειδικά εργαλεία και εξουσίες για σενάρια πτώχευσης κεντρικών αντισυμβαλλομένων είτε λόγω πτώχευσης των εκκαθαριστικών μελών τους είτε λόγω γεγονότων μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρεώσεων.

(11)

Ο κανονισμός είναι η κατάλληλη επιλογή νομοθετικής πράξης ώστε να συμπληρωθεί και να επαυξηθεί η προσέγγιση που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, όπου προβλέπονται ενιαίες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας εφαρμοστέες στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Ο καθορισμός απαιτήσεων για την ανάκαμψη και την εξυγίανση μέσω οδηγίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασυνέπειες με την έκδοση ενδεχομένως διαφορετικών εθνικών κανόνων για έναν τομέα που κατά τα άλλα διέπεται από άμεσα εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία και χαρακτηρίζεται ολοένα και περισσότερο από τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεσπιστούν επίσης ενιαίοι και άμεσα εφαρμοστέοι κανόνες για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

(12)

Προκειμένου να διασφαλιστεί συνέπεια με την υφιστάμενη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και το μέγιστο δυνατό επίπεδο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε ολόκληρη την Ένωση, το καθεστώς ανάκαμψης και εξυγίανσης του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζεται στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που υπόκεινται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, είτε διαθέτουν άδεια άσκησης τραπεζικών δραστηριοτήτων είτε όχι.. Μολονότι ενδέχεται να υπάρχουν διαφορές στο προφίλ κινδύνου που συνδέεται με εναλλακτικές εταιρικές δομές δεδομένου ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι αυτοτελείς οντότητες που πρέπει να πληρούν όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ανεξάρτητα από τη μητρική τους επιχείρηση ή άλλες οντότητες του ίδιου ομίλου, ο όμιλος στον οποίο ανήκει ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν απαιτείται να υπόκειται στον παρόντα κανονισμό. Η διάσταση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρησιακών, προσωπικών και οικονομικών σχέσεων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τις άλλες οντότητες του ομίλου θα πρέπει, ωστόσο, να λαμβάνεται υπόψη στον σχεδιασμό ανάκαμψης και εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, επειδή θα μπορούσε να τις επηρεάσει, ενώ οι δράσεις ανάκαμψης και εξυγίανσης θα μπορούσαν να επηρεάσουν και άλλες οντότητες του ομίλου.

(13)

Προκειμένου οι δράσεις εξυγίανσης να είναι αποτελεσματικές και αποδοτικές και σύμφωνες με τους στόχους της εξυγίανσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν ως αρχές εξυγίανσης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού την κεντρική εθνική τράπεζα, τα αρμόδια υπουργεία, τις δημόσιες διοικητικές αρχές ή αρχές επιφορτισμένες με δημόσιες διοικητικές εξουσίες που τους επιτρέπουν να εκτελούν τις λειτουργίες και τα καθήκοντα τα σχετιζόμενα με την εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένων τυχόν υφισταμένων αρχών εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι διατίθενται οι δέοντες πόροι στις αρχές εξυγίανσης. Στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένος ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, θα πρέπει να διαχωρίζονται καταλλήλως οι αρμοδιότητες εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου από άλλες αρμοδιότητες, ιδίως όταν η αρμόδια αρχή προληπτικής εποπτείας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των επιχειρήσεων επενδύσεων που είναι εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ορίζεται ως η αρχή εξυγίανσης, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων και η ρυθμιστική ανοχή. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της αρχής εξυγίανσης, χωρίς να αποκλείεται η λήψη αποφάσεων στο υψηλότερο επίπεδο.

(14)

Δεδομένων των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν η πτώχευση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου και οι επακόλουθες δράσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην οικονομία ενός κράτους μέλους, καθώς και της πιθανότητας να χρειαστούν τελικά δημόσιοι πόροι για την επιτυχή αντιμετώπιση μιας κρίσης, τα υπουργεία οικονομικών ή άλλα σχετικά υπουργεία των κρατών μελών θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν αποφάσεις με τις εθνικές δημοκρατικές διαδικασίες όσον αφορά τη χρήση δημόσιου χρήματος ως έσχατη λύση και θα πρέπει κατά συνέπεια να συμμετέχουν εκ του σύνεγγυς και από την αρχή στη διαδικασία της ανάκαμψης και εξυγίανσης. Ως εκ τούτου, όσον αφορά τη χρήση δημόσιου χρήματος ως έσχατη λύση, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων ή της κυβέρνησης και της αρχής εξυγίανσης, όπως προβλέπονται στα νομικά συστήματα των κρατών μελών.

(15)

Επειδή οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι συχνά προσφέρουν υπηρεσίες σε ολόκληρη την Ένωση, η αποτελεσματική ανάκαμψη και εξυγίανση απαιτεί τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών και των αρχών εξυγίανσης, στους κόλπους εποπτικών σωμάτων και σωμάτων εξυγίανσης, ιδίως στα προπαρασκευαστικά στάδια της ανάκαμψης και εξυγίανσης. Αυτό περιλαμβάνει την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης που καταρτίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τη συμβολή σε κοινή απόφαση σχετικά με τα σχέδια εξυγίανσης που καταρτίζονται από την αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τη λήψη της απόφασης αυτής, καθώς και την άρση των εμποδίων στην εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(16)

H εξυγίανση των ενωσιακών κεντρικών αντισυμβαλλομένων θα πρέπει να επιτυγχάνει ισορροπία μεταξύ της ανάγκης για διαδικασίες που λαμβάνουν υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης και προβλέπουν αποτελεσματικές, δίκαιες και έγκαιρες λύσεις και της ανάγκης να προστατευθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα κράτη μέλη στα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει υπηρεσίες. Οι αρχές οι αρμόδιες σε τομείς που θα πλήττονταν από την πτώχευση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να ανταλλάσσουν απόψεις στους κόλπους του σώματος εξυγίανσης για την επίτευξη των εν λόγω στόχων. Πιο συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την προετοιμασία των εκκαθαριστικών μελών και, κατά περίπτωση, των πελατών όσον αφορά τα πιθανά μέτρα διαχείρισης της αθέτησης υποχρεώσεων, ανάκαμψης και εξυγίανσης και την εποπτική μεταχείριση των σχετικών ανοιγμάτων έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Οι αρχές των κρατών μελών των οποίων η χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα μπορούσε να πληγεί από την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν στο σώμα εξυγίανσης αν εκτιμούν ότι η εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα θίξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο οικείο κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εκπροσωπούνται στο σώμα εξυγίανσης από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των εκκαθαριστικών μελών. Τα κράτη μέλη που δεν εκπροσωπούνται από κάποια αρχή εκκαθαριστικού μέλους θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν επιλέγοντας μεταξύ της συμμετοχής στο σώμα της αρμόδιας αρχής των πελατών των εκκαθαριστικών μελών και της αρχής εξυγίανσης των πελατών των εκκαθαριστικών μελών. Οι αρχές θα πρέπει να παρέχουν κατάλληλη αιτιολόγηση για τη συμμετοχή τους, βάσει της ανάλυσής τους σχετικά με τον δυνητικό αρνητικό αντίκτυπο της εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στα κράτη μέλη τους, στην αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Ομοίως, προκειμένου να διασφαλίζεται η τακτική ανταλλαγή απόψεων και ο συντονισμός με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, οι εν λόγω αρχές θα πρέπει να καλούνται να συμμετέχουν στα σώματα εξυγίανσης ως παρατηρητές, όποτε απαιτείται.

(17)

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο πτώχευσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά τρόπο αποτελεσματικό και αναλογικό, οι αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη μια σειρά παραγόντων κατά την άσκηση των εξουσιών ανάκαμψης και εξυγίανσης, όπως η φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η ιδιοκτησιακή δομή, η νομική και οργανωτική δομή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος, το νομικό καθεστώς, η δυνατότητα υποκατάστασης και η διασυνδεσιμότητα με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι αρχές θα πρέπει, επίσης, να λαμβάνουν υπόψη εάν η κατάρρευσή και η επακόλουθη εκκαθάρισή του υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας θα ήταν πιθανόν να θίξει σημαντικά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ή την ευρύτερη οικονομία.

(18)

Προκειμένου να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι σε σημείο πτώχευσης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να τους επιβάλλουν προπαρασκευαστικά μέτρα. Θα πρέπει να καθοριστεί ένα ελάχιστο πρότυπο όσον αφορά το περιεχόμενο και τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια ανάκαμψης ώστε να διασφαλιστεί ότι όλοι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι στην Ένωση διαθέτουν επαρκώς λεπτομερή σχέδια ανάκαμψης αν αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσχέρειες. Ένα τέτοιο σχέδιο ανάκαμψης θα πρέπει να εξετάζει ένα κατάλληλο φάσμα σεναρίων, τα οποία να προβλέπουν τόσο συστημικές όσο και ειδικές πιέσεις προς τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά του, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον πιθανό αντίκτυπο της μετάδοσης σε περίπτωση κρίσης, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διασυνοριακό επίπεδο. Τα σενάρια θα πρέπει να είναι αυστηρότερα από εκείνα που χρησιμοποιούνται σε τακτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων κατά το άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και ταυτόχρονα να παραμένουν ευλογοφανή. Το σχέδιο ανάκαμψης θα πρέπει να καλύπτει ευρύ φάσμα σεναρίων, συμπεριλαμβανομένων σεναρίων που προκύπτουν από γεγονότα αθέτησης υποχρεώσεων, γεγονότα μη σχετιζόμενα με αθέτηση υποχρεώσεων και συνδυασμό των δύο και θα πρέπει να περιλαμβάνουν συνολικές ρυθμίσεις για την αποκατάσταση ενός αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου, για την πλήρη κατανομή των ζημιών από την αθέτηση υποχρεώσεων εκκαθαριστικού μέλους και την επαρκή απορροφητικότητα για όλα τα άλλα είδη ζημιών. Τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να κάνουν διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων μη σχετιζόμενων με αθέτηση γεγονότων. Τα σενάρια του σχεδίου ανάκαμψης θα πρέπει να αποτελούν μέρος των κανόνων λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που έχουν συμφωνηθεί συμβατικώς με τα εκκαθαριστικά μέλη. Οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει επιπλέον να περιέχουν διατάξεις περί εκτελέσεως των μέτρων ανάκαμψης που περιγράφονται στο σχέδιο ανάκαμψης σε όλα τα σενάρια. Τα σχέδια ανάκαμψης δεν θα πρέπει να θεωρούν δεδομένη την πρόσβαση σε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη ούτε να εκθέτουν τους φορολογούμενους στον κίνδυνο ζημίας.

(19)

Θα πρέπει να απαιτείται από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να καταρτίζουν και να επικαιροποιούν τακτικά τα σχέδια ανάκαμψής τους. Η φάση ανάκαμψης στο εν λόγω πλαίσιο θα πρέπει να ξεκινά όταν συντρέχει σημαντική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή κίνδυνος παράβασης των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 με δυνητική συνέπεια παράβαση των απαιτήσεων αδειοδότησης που να δικαιολογεί ανάκληση της άδειας λειτουργίας του κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Αυτό θα πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά σε ένα πλαίσιο ποιοτικών ή ποσοτικών δεικτών που περιλαμβάνονται στο σχέδιο ανάκαμψης.

(20)

Προκειμένου να δημιουργηθούν εκ των προτέρων σοβαρά κίνητρα και να διασφαλιστεί η δίκαιη κατανομή των ζημιών, τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η χρήση των εργαλείων ανάκαμψης κατανέμει δεόντως τις ζημίες μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων, εκκαθαριστικών μελών και, κατά περίπτωση, των πελατών τους. Ως γενική αρχή, οι απώλειες στο πλαίσιο της ανάκαμψης θα πρέπει να κατανέμονται μεταξύ των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, των εκκαθαριστικών μελών και, κατά περίπτωση, των πελατών τους αναλόγως της ευθύνης τους για τον κίνδυνο που μεταφέρεται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και της ικανότητάς τους να ελέγχουν και να διαχειρίζονται τους κινδύνους αυτούς. Τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το κεφάλαιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι εκτεθειμένο σε ζημίες που προκαλούνται τόσο από γεγονότα αθέτησης υποχρέωσης όσο και από γεγονότα μη σχετιζόμενα με αθέτηση υποχρεώσεων, πριν από την κατανομή των ζημιών στα εκκαθαριστικά μέλη. Ως κίνητρο για την ορθή διαχείριση κινδύνων και την περαιτέρω μείωση των κινδύνων απωλειών για τους φορολογούμενους, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να χρησιμοποιεί μέρος των προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων του, ·όπως αναφέρονται στο άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει κάθε κεφάλαιο που κατέχει πέραν των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, προκειμένου να συμμορφώνεται με το όριο κοινοποίησης που αναφέρεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ως μέτρο ανάκαμψης πριν από την προσφυγή σε άλλα μέτρα ανάκαμψης που απαιτούν χρηματοδοτικές συνεισφορές από εκκαθαριστικά μέλη.

Το εν λόγω πρόσθετο ποσό των προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων, το οποίο είναι διακριτό από τους προχρηματοδοτημένους ίδιους πόρους του άρθρου 45 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, δεν θα πρέπει να είναι χαμηλότερο από το 10 % ούτε υψηλότερο από το 25 % των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται με βάση τον κίνδυνο, όπως υπολογίζονται κατά το άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ανεξάρτητα από το αν οι εν λόγω απαιτήσεις είναι χαμηλότερες ή υψηλότερες από το αρχικό κεφάλαιο που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού.

(21)

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να υποβάλει το σχέδιο ανάκαμψής του στην αρμόδια αρχή η οποία θα πρέπει να το διαβιβάσει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο εποπτικό σώμα, συσταθέν δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, για πλήρη αξιολόγηση, την οποία το σώμα διεξάγει με κοινή του απόφαση. Η αξιολόγηση θα πρέπει να εξετάζει, μεταξύ άλλων, την πληρότητα του σχεδίου και το κατά πόσον αυτό θα μπορούσε όντως να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, έγκαιρα, ακόμη και σε περιόδους σοβαρής χρηματοοικονομικής δυσχέρειας.

(22)

Τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να προβλέπουν λεπτομερώς τις δράσεις που θα αναλάβει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για την αντιμετώπιση τυχόν μη αντιστοιχισμένων εκκρεμών υποχρεώσεων, μη καλυπτόμενης ζημίας, έλλειψης ρευστότητας ή κεφαλαιακής ανεπάρκειας, καθώς και τις δράσεις για τον ανεφοδιασμό τυχόν εξαντλημένων προχρηματοδοτημένων χρηματοπιστωτικών πόρων και τις ρυθμίσεις ρευστότητας προκειμένου να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και η συνεχιζόμενη ικανότητά του να πληροί τις απαιτήσεις αδειοδότησης. Ούτε η εξουσία της αρχής εξυγίανσης να εφαρμόζει πρόσκληση καταβολής μετρητών για την εξυγίανση, ούτε η απαίτηση να υπάρχει μια ελάχιστη συμβατική δέσμευση για την πρόσκληση αυτή, θα πρέπει να επηρεάζουν το δικαίωμα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να εισάγει στους κανόνες του προσκλήσεις καταβολής μετρητών για την εξυγίανση που υπερβαίνουν την ελάχιστη υποχρεωτική συμβατική δέσμευση που καθορίζεται στον παρόντα κανονισμό ή τη διαχείριση κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(23)

Τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τις κυβερνοεπιθέσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή σε κίνδυνο παραβίασης των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(24)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι το σχέδιο ανάκαμψής τους δεν εισάγει διακρίσεις και ότι είναι ισορροπημένο από την άποψη των επιπτώσεών του, καθώς και ως προς τα κίνητρα που δημιουργεί. Τα αποτελέσματα των μέτρων ανάκαμψης για τα εκκαθαριστικά μέλη και, όταν οι σχετικές πληροφορίες είναι διαθέσιμες, για τους πελάτες τους και, για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων των κρατών μελών της γενικότερα θα πρέπει να είναι αναλογικά. Ειδικότερα, κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα εκκαθαριστικά μέλη τους έχουν περιορισμένα ανοίγματα έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι όλοι οι σχετικοί ενδιαφερόμενοι συμμετέχουν στην κατάρτιση του σχεδίου ανάκαμψης μέσω της συμμετοχής τους στην επιτροπή κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, κατά περίπτωση, και ότι ζητείται δεόντως η γνώμη τους. Δεδομένου ότι οι γνώμες των ενδιαφερόμενων ενδέχεται να διαφέρουν, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πρέπει να καταρτίσει σαφείς διαδικασίες για τη διαχείριση της ποικιλίας των απόψεων των ενδιαφερόμενων, καθώς και τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των ενδιαφερόμενων και του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(25)

Δεδομένου του παγκόσμιου χαρακτήρα των αγορών που εξυπηρετούνται από κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους, οι κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να περιλαμβάνουν συμβατικές διατάξεις για τον εν λόγω σκοπό για να εξασφαλιστεί η ικανότητά του να εφαρμόζει τις επιλογές ανάκαμψης, όταν είναι αναγκαίο, σε συμβάσεις ή στοιχεία ενεργητικού που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας ή σε οντότητες εγκατεστημένες εκεί.

(26)

Αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν υποβάλει κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να του ζητήσουν να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση των ουσιωδών ελλείψεων του σχεδίου ώστε να καταστεί πιο ανθεκτική η επιχειρηματική δραστηριότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να εξασφαλιστεί ότι αυτός θα μπορούσε να επιμερίσει τις ζημίες, να αποκαταστήσει το κεφάλαιό του και, ενδεχομένως, να επαναντιστοιχίσει το χαρτοφυλάκιο σε περίπτωση πτώχευσης. Η εξουσία αυτή θα πρέπει να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να αναλαμβάνουν προληπτική δράση στον βαθμό που είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση ελλείψεων και, ως εκ τούτου, για την εκπλήρωση των στόχων της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

(27)

Στις εξαιρετικές περιπτώσεις περικοπών των κερδών από το περιθώριο διαφορών αποτίμησης μετά από γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης και εφόσον η ανάκαμψη είναι επιτυχής, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αποζημιώνει τα εκκαθαριστικά μέλη του ανάλογα με τη ζημία τους που υπερβαίνει τις συμβατικές δεσμεύσεις τους, μέσω πληρωμών σε μετρητά ή, κατά περίπτωση, να απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εκδίδει μέσα που θεμελιώνουν αξιώσεις επί των μελλοντικών κερδών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(28)

Ο σχεδιασμός αποτελεί ουσιώδες στοιχείο μιας αποτελεσματικής εξυγίανση. Τα σχέδια θα πρέπει να καταρτίζονται από την αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να συμφωνούνται από κοινού στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης. Τα σχέδια θα πρέπει να καλύπτουν ευρύ φάσμα σεναρίων, διακρίνοντας μεταξύ των σεναρίων που προκύπτουν από γεγονότα αθέτησης υποχρεώσεων, από γεγονότα μη σχετιζόμενα με αθέτηση και από συνδυασμό των δύο, καθώς και μεταξύ των διαφόρων τύπων γεγονότων μη αθέτησης. Οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την απρόσκοπτη συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών. Το περιεχόμενο ενός σχεδίου εξυγίανσης θα πρέπει, ωστόσο, να συνάδει με τις δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και με τα είδη προϊόντων που εκκαθαρίζει, και να βασίζεται, μεταξύ άλλων, στις πληροφορίες που ο ίδιος παρέχει. Προκειμένου να διευκολυνθεί η αναγκαστική εκτέλεση των προσκλήσεων καταβολής μετρητών για την εξυγίανση και της μείωσης του ποσού τυχόν κερδών που καταβάλλονται σε μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση, οι κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου πρέπει να δίνουν εξουσία στην αρχή εξυγίανσης να απαιτεί προσκλήσεις καταβολής μετρητών για την εξυγίανση καθώς και τέτοια μείωση. Όπου απαιτείται, οι κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που συμφωνούνται συμβατικά με τα εκκαθαριστικά μέλη θα πρέπει να περιέχουν διατάξεις για την εξασφάλιση της εκτελεστότητας άλλων μέτρων εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης.

(29)

Οι αρχές εξυγίανσης, αφού εκτιμήσουν τη δυνατότητα εξυγίανσης, θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν αλλαγές στη νομική ή οργανωτική δομή και την οργάνωση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, να λαμβάνουν μέτρα, αναγκαία και αναλογικά, για τη μείωση ή την άρση των ουσιωδών κωλυμάτων στη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα εξυγίανσης των σχετικών οντοτήτων. Λαμβανομένης υπόψη της διαφοροποιημένης δομής των ομίλων στους οποίους ανήκουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, της διαφορετικής δομής σε σύγκριση με τους τραπεζικούς ομίλους και των διαφορετικών ρυθμιστικών πλαισίων που διέπουν τις οντότητες εντός αυτών των ομίλων, η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, σε διαβούλευση με την αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογεί αν η επιβολή των αλλαγών στις νομικές ή λειτουργικές δομές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οποιασδήποτε οντότητας του ομίλου άμεσα ή έμμεσα υπό τον έλεγχό του συνεπάγεται αλλαγές στις δομές του ομίλου στον οποίο ανήκει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ζητήματα νομικής αμφισβήτησης ή ζητήματα σχετικά με την εκτελεστότητα, ανάλογα με τις νομικές περιστάσεις. Κατά την αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο μπορούν να αρθούν τέτοιου είδους κωλύματα στην εξυγίανση, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να προτείνει διαφορετικό σύνολο μέτρων εξυγίανσης αντί να απαιτεί αλλαγές στις νομικές ή λειτουργικές δομές του ομίλου, εάν η χρήση τέτοιων εναλλακτικών μέτρων θα εξάλειφε με ισοδύναμο τρόπο τα κωλύματα στην εξυγίανση.

(30)

Σε ό,τι αφορά τα σχέδια εξυγίανσης και τις εκτιμήσεις της δυνατότητας εξυγίανσης, τα ζητήματα καθημερινής εποπτείας έχουν μικρότερη βαρύτητα από την ανάγκη να επιταχυνθούν και να εξασφαλιστούν ταχείες δράσεις αναδιάρθρωσης, προκειμένου να διασφαλιστούν οι κρίσιμες λειτουργίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Σε περίπτωση διαφωνίας ανάμεσα στα διάφορα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης αυτού και την απόφαση άρσης τυχόν κωλυμάτων, η Ευρωπαϊκή εποπτική αρχή (η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ESMA) θα πρέπει να διαδραματίζει ρόλο διαμεσολαβητή κατά το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Τυχόν δεσμευτική διαμεσολάβηση της ESMA θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να τίθεται υπόψιν εσωτερικής επιτροπής της ESMA, δεδομένων των αρμοδιοτήτων των μελών της ESMA να διασφαλίζουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών σε διάφορα κράτη μέλη. Ορισμένες αρμόδιες αρχές, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) θα πρέπει να καλούνται να συμμετέχουν ως παρατηρητές στην εν λόγω εσωτερική επιτροπή διότι εκτελούν παρόμοια καθήκοντα βάσει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Αυτή η δεσμευτική διαμεσολάβηση δεν αποκλείει τη μη δεσμευτική διαμεσολάβηση κατά το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σε άλλες περιπτώσεις. Κατά το άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η δεσμευτική αυτή διαμεσολάβηση δεν πρέπει να προσκρούει στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.

(31)

Ενδέχεται να είναι αναγκαίο να καθοριστούν μέσα στο σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου οι όροι υπό τους οποίους ενεργοποιείται η παροχή τυχόν συμβατικά δεσμευτικών συμφωνιών χρηματοπιστωτικής στήριξης, εγγυήσεων ή άλλων μορφών επιχειρησιακής στήριξης από μια μητρική επιχείρηση ή άλλη οντότητα του ομίλου σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εντός του ίδιου ομίλου. Η διαφάνεια των σχετικών ρυθμίσεων θα μετρίαζε τους κίνδυνους για τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα της οντότητας του ομίλου, η οποία παρέχει τη στήριξη σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε αλλαγή στις εν λόγω ρυθμίσεις η οποία επηρεάζει την ποιότητα και τη φύση της εν λόγω στήριξης εκ μέρους του ομίλου θα πρέπει να θεωρείται ουσιώδης αλλαγή για τον σκοπό της εξέτασης του σχεδίου ανάκαμψης.

(32)

Δεδομένου του ευαίσθητου χαρακτήρα των πληροφοριών που περιέχονται στα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης, τα σχέδια θα πρέπει να υπόκεινται στη δέουσα εμπιστευτικότητα.

(33)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαβιβάζουν τα σχέδια ανάκαμψης και τυχόν αλλαγές τους στις αρχές εξυγίανσης και αυτές, με τη σειρά τους, θα πρέπει να διαβιβάζουν τα σχέδια εξυγίανσης και τυχόν αλλαγές τους στις αρμόδιες αρχές, ώστε κάθε σχετική αρχή να τηρείται πλήρως ενήμερη σε μόνιμη βάση.

(34)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να ανασχέσουν την επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κατάστασης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου προτού αυτός φτάσει σε σημείο που να μην αφήνει στις αρχές άλλη εναλλακτική λύση εκτός από το να τον εξυγιάνουν ή να τον κατευθύνουν σε αλλαγή των μέτρων ανάκαμψης εφόσον κρίνεται ότι αυτά ενδέχεται να θίξουν τη συνολική χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να χορηγούνται στις αρμόδιες αρχές οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης για την αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση των δυσμενών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή στα συμφέροντα των πελατών, οι οποίες ενδέχεται να προκύψουν από την εφαρμογή ορισμένων μέτρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης θα πρέπει να χορηγούνται στις αρμόδιες αρχές επιπρόσθετα προς τις αρμοδιότητες που προβλέπει η εθνική νομοθεσία των κρατών μελών ή ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για περιστάσεις που δεν θεωρούνται έγκαιρη παρέμβαση. Στις εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης θα πρέπει να περιλαμβάνεται η εξουσία να περιορίζεται ή να απαγορεύεται οποιαδήποτε αμοιβή για συμμετοχικό κεφάλαιο και για μέσα που αντιμετωπίζονται ως συμμετοχικό κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένων της καταβολής μερισμάτων και της επαναγοράς ιδίων μετοχών από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο χωρίς να προκαλείται αθέτηση υποχρέωσης, καθώς επίσης η εξουσία να περιορίζεται ή να απαγορεύεται ή να παγώνει κάθε καταβολή μεταβλητών αποδοχών, όπως αυτή ορίζεται από την πολιτική αποδοχών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά το άρθρο 26 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή αποζημιώσεων διακοπής της εργασιακής σχέσης προς τα ανώτατα διοικητικά στελέχη.

(35)

Στο πλαίσιο των εξουσιών έγκαιρης παρέμβασης και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου, η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διορίσει προσωρινό διαχειριστή είτε προς αντικατάσταση του συμβουλίου και των ανώτατων διοικητικών στελεχών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είτε για προσωρινή συνεργασία με αυτά. Καθήκον του προσωρινού διαχειριστή θα πρέπει να είναι η άσκηση των εξουσιών που του ανατίθενται, με την επιφύλαξη τυχόν όρου που του έχει επιβληθεί κατά τον διορισμό του, με σκοπό την προώθηση λύσεων για την αποκατάσταση της οικονομικής κατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Ο διορισμός του προσωρινού διαχειριστή δεν θα πρέπει να συνεπάγεται αδικαιολόγητες παρεμβάσεις στα δικαιώματα των μετόχων ή των ιδιοκτητών ή στις διαδικαστικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στο ενωσιακό ή το εθνικό εταιρικό δίκαιο, ούτε παραβιάσεις των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης και των κρατών μελών όσον αφορά την προστασία των επενδύσεων.

(36)

Όσο διαρκούν τα στάδια της ανάκαμψης και της έγκαιρης παρέμβασης, οι μέτοχοι θα πρέπει να διατηρούν τα δικαιώματά τους στο ακέραιο. Θα πρέπει να χάνουν τα δικαιώματα αυτά όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει τεθεί υπό εξυγίανση. Κατά το στάδιο ανάκαμψης, θα πρέπει να περιορίζεται ή να απαγορεύεται, στο μέγιστο δυνατό βαθμό και χωρίς να προκαλείται αθέτηση υποχρέωσης, οποιαδήποτε αμοιβή για συμμετοχικό κεφάλαιο και για μέσα που θεωρούνται συμμετοχικό κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένων της καταβολής μερισμάτων και της επαναγοράς ιδίων μετοχών από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Οι μέτοχοι/εταίροι ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να απορροφούν πρώτοι τις ζημίες σε περίπτωση εξυγίανσης κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος νομικής αμφισβήτησης από αυτούς στις περιπτώσεις που οι ζημίες αυτές είναι μεγαλύτερες από τις ζημίες που θα είχαν υποστεί σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, γνωστή επίσης ως η «αρχή περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών». Μια αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να παρεκκλίνει από την αρχή περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών όταν κάνει χρήση εργαλείου απομείωσης και μετατροπής. Ωστόσο, ένας μέτοχος ή πιστωτής που υφίσταται ζημία μεγαλύτερη από αυτήν που θα υφίστατο σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας θα δικαιούται να εισπράξει τη διαφορά.

(37)

Το πλαίσιο εξυγίανσης θα πρέπει να προβλέπει έγκαιρη έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, προτού ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καταστεί αφερέγγυος. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης εάν παραβιάζει ή αναμένεται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας του, όταν η ανάκαμψή του δεν αποκατέστησε, ή είναι απίθανο να αποκαταστήσει, τη βιωσιμότητά του, όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση, ή είναι πιθανό να μην είναι σε θέση, να εκτελέσει κάποια κρίσιμη λειτουργία, όταν τα περιουσιακά στοιχεία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπολείπονται ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να υπολείπονται των υποχρεώσεών του, όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να μην είναι σε θέση να πληρώσει τις παντοειδείς οφειλές του όταν καθίστανται απαιτητές, ή όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ζητεί έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη. Ωστόσο, το γεγονός και μόνο ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις της άδειας λειτουργίας δεν θα πρέπει να δικαιολογεί την υπαγωγή σε διαδικασία εξυγίανσης.

(38)

Η πρόβλεψη για επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από μια κεντρική τράπεζα, εάν μια τέτοια διευκόλυνση είναι διαθέσιμη, δεν θα πρέπει να είναι ένδειξη ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τελεί ή θα τελεί, στο εγγύς μέλλον, σε αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών. Προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως σε περίπτωση συστημικής έλλειψης ρευστότητας, οι κρατικές εγγυήσεις επί ταμειακών διευκολύνσεων που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες ή οι κρατικές εγγυήσεις για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις για την αντιμετώπιση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία ενός κράτους μέλους δεν θα πρέπει να ενεργοποιούν τη διαδικασία εξυγίανσης, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

(39)

Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), οι οργανισμοί άλλων κρατών μελών που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες, οι λοιποί δημόσιοι φορείς της Ένωσης που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του, και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, καθώς επίσης άλλες οντότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 μπορούν να ενεργούν ως εκκαθαριστικό μέλος σε σχέση με τις εργασίες τους. Τα εργαλεία κατανομής των ζημιών που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται στις εν λόγω οντότητες. Ομοίως, οι αρχές εξυγίανσης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν εργαλεία κατανομής ζημιών όσον αφορά τις εν λόγω οντότητες, προκειμένου να αποφεύγεται η έκθεση δημόσιου χρήματος σε κίνδυνο.

(40)

Στις περιπτώσεις που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να έχει στη διάθεσή της μια εναρμονισμένη δέσμη εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης. Τα εργαλεία αυτά θα πρέπει να επιτρέπουν στην αρχή εξυγίανσης να αντιμετωπίζει επιτυχώς σενάρια που οφείλονται τόσο σε γεγονότα αθέτησης υποχρεώσεων όσο και σε γεγονότα μη σχετιζόμενα με αθέτηση υποχρεώσεων ή σε συνδυασμό και των δύο. Η χρήση τους θα πρέπει να υπόκειται σε κοινές προϋποθέσεις, στόχους και γενικές αρχές. Ειδικότερα, η χρήση των εν λόγω εργαλείων ή εξουσιών δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει την αποτελεσματική εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων.

(41)

Οι πρωταρχικοί στόχοι της εξυγίανσης θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών, η αποτροπή των δυσμενών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η προστασία των δημόσιων πόρων.

(42)

Οι κρίσιμες λειτουργίες ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σημείο πτώχευσης θα πρέπει να διατηρηθούν, αλλά ωστόσο να αναδιαρθρωθούν με αλλαγές στη διοίκηση, όπου ενδείκνυται, μέσω της χρήσης των εργαλείων εξυγίανσης και, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, μέσω της χρήσης ιδιωτικών κεφαλαίων και χωρίς εξάρτηση από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη. Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί διά του επιμερισμού των εκκρεμών ζημιών και της επαναφοράς του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε αντιστοιχισμένο χαρτοφυλάκιο μέσω της χρήσης των εργαλείων κατανομής θέσεων και ζημιών στην περίπτωση ζημιών αθέτησης, ή, στην περίπτωση ζημιών μη σχετιζόμενων με αθέτηση, μέσω της απομείωσης και μετατροπής σε εταιρικό κεφάλαιο των μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων για την απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Για να προληφθεί η ανάγκη χρήσης κρατικών εργαλείων σταθεροποίησης, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να χρησιμοποιεί την πρόσκληση καταβολής μετρητών για την εξυγίανση και μετά από γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρεώσεων. Ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή συγκεκριμένη υπηρεσία εκκαθάρισης θα πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να πωληθεί ή να συγχωνευθεί με έναν φερέγγυο τρίτο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που είναι σε θέση να διεξαγάγει και να διαχειριστεί τις μεταβιβαζόμενες δραστηριότητες εκκαθάρισης. Σύμφωνα με τον στόχο της διατήρησης των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και πριν από την ανάληψη των ενεργειών που περιγράφονται ανωτέρω, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να καθιστά γενικά εκτελεστή κάθε υφιστάμενη ή εκκρεμή συμβατική υποχρέωση έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά την προβλεπόμενη σειρά προτεραιότητας βάσει των κανόνων λειτουργίας του, συμπεριλαμβανομένων συγκεκριμένα τυχόν συμβατικών υποχρεώσεων από εκκαθαριστικά μέλη για την κάλυψη προσκλήσεων καταβολής μετρητών για την ανάκαμψη ή την ανάληψη θέσεων υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών είτε μέσω δημοπρασίας είτε άλλου συμφωνηθέντος μέσου στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και κάθε υφιστάμενης ή εκκρεμούς συμβατικής υποχρέωσης η οποία δεσμεύει μέρη εκτός από εκκαθαριστικά μέλη σε οποιαδήποτε μορφή χρηματοπιστωτικής στήριξης.

(43)

Η ταχεία και αποφασιστική δράση είναι απαραίτητη για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι μετάδοσης. Από τη στιγμή που πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση, τότε η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να αναλαμβάνει χωρίς καθυστέρηση κατάλληλη και συντονισμένη δράση εξυγίανσης προς το δημόσιο συμφέρον. Η πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου μπορεί να συμβεί υπό περιστάσεις που απαιτούν άμεση αντίδραση από την αρμόδια αρχή εξυγίανσης. Θα πρέπει, επομένως, να επιτρέπεται στην εν λόγω αρχή να αναλαμβάνει δράσεις εξυγίανσης ανεξαρτήτως της άσκησης μέτρων ανάκαμψης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή χωρίς να επιβάλλεται υποχρέωση να χρησιμοποιούνται πρώτα οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης.

(44)

Κατά την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και να ακολουθεί τα μέτρα που προβλέπονται στα σχέδια εξυγίανσης που καταρτίζονται στο σώμα εξυγίανσης, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη τις συντρέχουσες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν πιο αποτελεσματικά με δράσεις που δεν προβλέπονται στα σχέδια εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις γενικές αρχές της λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να εξισορροπούνται τα συμφέροντα διαφορετικών ενδιαφερόμενων μερών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να διασφαλίζεται η διαφάνεια έναντι των αρχών των κρατών μελών καθώς και η παρέμβαση αυτών στις περιπτώσεις στις οποίες η προτεινόμενη απόφαση ή δράση θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή στους δημοσιονομικούς πόρους. Ειδικότερα, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να ενημερώνει το σώμα εξυγίανσης για τις σχεδιαζόμενες δράσεις εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου οι ενέργειες αυτές αποκλίνουν από το σχέδιο εξυγίανσης.

(45)

Η παρέμβαση σε δικαιώματα ιδιοκτησίας θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αναλογικότητα σε σχέση με τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ως εκ τούτου, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον σε σχέση με εκείνους τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης, ήτοι όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επιδίωξη του στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος. Τα εργαλεία και οι εξουσίες εξυγίανσης θα μπορούσαν να θίξουν τα δικαιώματα των μετόχων, των πιστωτών, των εκκαθαριστικών μελών και, κατά περίπτωση, των πελατών των εκκαθαριστικών μελών. Συνεπώς, η δράση εξυγίανσης θα πρέπει να αναλαμβάνεται μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον και οποιαδήποτε παρέμβαση στα εν λόγω δικαιώματα θα πρέπει να είναι συμβατή με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης»).

(46)

Οι θιγόμενοι μέτοχοι, τα θιγόμενα εκκαθαριστικά μέλη και λοιποί πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν θα πρέπει να υφίστανται ζημίες μεγαλύτερες από εκείνες που θα είχαν υποστεί εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου —οπότε οι ανωτέρω αναφερόμενοι θα δεσμεύονταν από όλες τις σχετικές εκκρεμείς υποχρεώσεις σύμφωνα με τους κανόνες περί αθέτησης υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή άλλες συμβατικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στους κανόνες λειτουργίας του— και ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας(αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών). Σε περίπτωση μερικής μεταβίβασης του ενεργητικού ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε ιδιώτη αγοραστή ή σε μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, το εναπομένον υπό εξυγίανση μέρος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να εκκαθαρίζεται με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(47)

Για τον σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων των μετόχων, των εκκαθαριστικών μελών και λοιπών πιστωτών, θα πρέπει να καθορίζονται σαφείς κανόνες όσον αφορά την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και την αποτίμηση της μεταχείρισης της οποίας θα ετύγχαναν μέτοχοι, εκκαθαριστικά μέλη και λοιποί πιστωτές εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης. Η σύγκριση θα πρέπει να γίνεται μεταξύ της μεταχείρισης που επιφυλάχθηκε στους μετόχους, τα εκκαθαριστικά μέλη και λοιπούς πιστωτές κατά την εξυγίανση και της μεταχείρισης τους στη θεωρητική περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αντιθέτως είχαν υποστεί τις συνέπειες από πιθανές εκκρεμείς υποχρεώσεις σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή άλλες ρυθμίσεις στους κανόνες λειτουργίας του, ή εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Δεδομένου ότι η πρόσκληση καταβολής μετρητών για την εξυγίανση, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνεται στο εγχειρίδιο κανόνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον από την αρχή εξυγίανσης κατά την εξυγίανση και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή από διαχειριστή ή εκκαθαριστή σε διαδικασίες αφερεγγυότητας, δεν θα πρέπει να αποτελεί μέρος της μεταχείρισης που θα είχαν λάβει οι μέτοχοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και άλλοι πιστωτές εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης. Οποιαδήποτε χρήση της εξουσίας μείωσης του ποσού τυχόν κερδών που καταβάλλονται σε μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος από την αρχή εξυγίανσης, η οποία υπερβαίνει τα συμβατικά συμφωνηθέντα όρια για την εν λόγω μείωση, δεν θα πρέπει επίσης να αποτελεί μέρος της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν λάβει οι μέτοχοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και άλλοι πιστωτές εάν η αρχή εξυγίανσης δεν θα είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης.

Αν οι μέτοχοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και λοιποί πιστωτές έχουν λάβει, ως πληρωμή ή αποζημίωση, για αξιώσεις τους, ποσό μικρότερο από αυτό που θα είχαν λάβει εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και είχαν υποστεί τις συνέπειες από πιθανές εκκρεμείς υποχρεώσεις σύμφωνα με τους κανόνες κήρυξης αφερεγγυότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή άλλες συμβατικές ρυθμίσεις στους κανόνες λειτουργίας του, ο δε κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, θα πρέπει να δικαιούνται την καταβολή της διαφοράς. Οι πελάτες θα πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύγκριση αυτή και να δικαιούνται την καταβολή οποιασδήποτε διαφοράς προκύπτει λόγω μεταχείρισης μόνον εάν υπάρχει συμβατική βάση για άμεση αξίωση από πελάτες κατά του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθιστώντας αυτούς πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί η αρχή εξυγίανσης να ελέγχει τον άμεσο αντίκτυπο των δράσεών της. Θα πρέπει να είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί η ανωτέρω σύγκριση χωριστά από την απόφαση εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να αποφασίζουν ως προς τη διαδικασία για τον τρόπο καταβολής οποιασδήποτε διαφοράς λόγω μεταχείρισης που δικαιούνται μέτοχοι, εκκαθαριστικά μέλη και λοιποί πιστωτές.

(48)

Οι δράσεις ανάκαμψης και εξυγίανσης μπορούν να επηρεάσουν έμμεσα πελάτες και έμμεσους πελάτες που δεν είναι πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, στον βαθμό που το κόστος ανάκαμψης και εξυγίανσης έχει μετακυλιστεί στους πελάτες αυτούς κατά τις ισχύουσες συμβατικές ρυθμίσεις. Ως εκ τούτου, ο αντίκτυπος ενός σεναρίου ανάκαμψης και εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στους πελάτες και τους έμμεσους πελάτες θα πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί μέσω των ίδιων συμβατικών ρυθμίσεων με τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες που τους παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί διασφαλίζοντας ότι, αν οι συμβατικές ρυθμίσεις επιτρέπουν στα εκκαθαριστικά μέλη να μετακυλίουν στους πελάτες τους τις αρνητικές συνέπειες των εργαλείων εξυγίανσης, οι συμβατικές αυτές ρυθμίσεις να περιλαμβάνουν επίσης, σε ισοδύναμη και αναλογική βάση, το δικαίωμα των πελατών σε κάθε αποζημίωση την οποία λαμβάνουν τα εκκαθαριστικά μέλη από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τυχόν ταμειακό ισοδύναμο της εν λόγω αποζημίωσης ή τυχόν έσοδα που λαμβάνουν κατόπιν αξίωσης περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών, στον βαθμό που τα ανωτέρω σχετίζονται με θέσεις πελατών. Τέτοιες διατάξεις θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης στις συμβατικές ρυθμίσεις από πελάτες και έμμεσους πελάτες που προσφέρουν υπηρεσίες έμμεσης εκκαθάρισης στους πελάτες τους.

(49)

Με σκοπό να εξασφαλιστεί αποτελεσματική εξυγίανση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η διαδικασία αποτίμησης θα πρέπει να προσδιορίζει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τυχόν ζημίες προς κατανομή ώστε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να αποκαταστήσει ένα αντιστοιχισμένο χαρτοφυλάκιο εκκρεμών θέσεων και να εκπληρωθούν οι τρέχουσες υποχρεώσεις πληρωμών. Η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σημείο πτώχευσης θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικές, συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές κατά τη στιγμή που εφαρμόζονται τα εργαλεία εξυγίανσης. Η αξία των υποχρεώσεων δεν θα πρέπει, ωστόσο, να επηρεάζεται από την οικονομική κατάσταση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Θα πρέπει να είναι δυνατόν, για λόγους επείγοντος, οι αρχές εξυγίανσης να προβαίνουν σε ταχεία αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σημείο πτώχευσης. Η αποτίμηση αυτή θα πρέπει να είναι προσωρινή και να ισχύει μέχρις ότου διενεργηθεί ανεξάρτητη αποτίμηση.

(50)

Με την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να καθιστά εκτελεστές τυχόν εκκρεμούσες συμβατικές υποχρεώσεις που ορίζονται στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων ανάκαμψης σε εκκρεμότητα, εκτός εάν η άσκηση κάποιας άλλης εξουσίας ή εργαλείου εξυγίανσης είναι καταλληλότερη για τον μετριασμό δυσμενών επιπτώσεων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή για τη διασφάλιση των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε εύθετο χρόνο. Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να έχει το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να επιβάλλει την εκπλήρωση των εν λόγω συμβατικών υποχρεώσεων ακόμη και μετά την εξυγίανση, εάν πάψουν να υφίστανται οι λόγοι της μη επιβολής τους. Για να είναι σε θέση τα εκκαθαριστικά μέλη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να προετοιμαστούν για την εν λόγω αναγκαστική εκτέλεση, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να προειδοποιεί τα σχετικά εκκαθαριστικά μέλη και άλλα μέρη για τυχόν επικείμενη απόφασή της να καταστήσει εκτελεστές τις εναπομείνασες συμβατικές υποχρεώσεις. Η εν λόγω περίοδος προειδοποίησης θα πρέπει να είναι από τρεις έως έξι μήνες.

Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να καθορίζει, σε διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των θιγόμενων εκκαθαριστικών μελών και τυχόν άλλων μερών που δεσμεύονται από υφιστάμενες και εκκρεμείς υποχρεώσεις, κατά πόσον οι λόγοι για μη επιβολή της εκτέλεσης των συμβατικών υποχρεώσεων έχουν παύσει να συντρέχουν και αν πρέπει να καταστούν εκτελεστές οι εναπομένουσες συμβατικές υποχρεώσεις. Αν οι λόγοι εξακολουθούν να συντρέχουν, η αρχή εξυγίανσης δεν θα πρέπει να καταστήσει εκτελεστές τις εν λόγω υποχρεώσεις. Τα έσοδα από την καθυστερημένη αναγκαστική εκτέλεση των εκκρεμών συμβατικών υποχρεώσεων θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την ανάκτηση τυχόν δημόσιων πόρων που χρησιμοποιήθηκαν για την εξόφληση απαιτήσεων σχετιζόμενων με την αρχή περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών, ως απόρροια της απόφασης της αρχής εξυγίανσης να μην καταστήσει εκτελεστές τις εν λόγω υποχρεώσεις ούτε να εφαρμόσει κρατικό εργαλείο σταθεροποίησης. Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να χρησιμοποιεί την προαναφερόμενη εξουσία καθυστερημένης αναγκαστικής εκτέλεσης μόνον εφόσον δεν παραβιάζεται κάποια διασφάλιση περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος που θα υπόκειται στην καθυστερημένη αναγκαστική εκτέλεση. Στην περίπτωση ζημιών λόγω αθέτησης υποχρεώσεων, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να επαναφέρει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε αντιστοιχισμένο χαρτοφυλάκιο και να επιμερίσει τις εκκρεμείς ζημίες με τη χρήση εργαλείων κατανομής θέσεων και ζημιών. Σε περίπτωση ζημιών μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρεώσεων, οι ζημίες θα πρέπει να απορροφώνται από μέσα ρυθμιστικών κεφαλαίων και να επιμερίζονται στους μετόχους έως το όριο των δυνατοτήτων τους είτε μέσω ακύρωσης ή μεταβίβασης μέσων ιδιοκτησίας, είτε με σημαντική αραίωση. Όταν τα εν λόγω μέσα δεν είναι επαρκή, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν την εξουσία να απομειώνουν τα μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα και στοιχεία παθητικού, σύμφωνα με την κατάταξή τους βάσει του ισχύοντος εθνικού δικαίου περί αφερεγγυότητας, και να χρησιμοποιούν τα εργαλεία κατανομής ζημιών, στον βαθμό που απαιτείται, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ευρύτερη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

(51)

Εάν, μετά την απορρόφηση των ζημιών και, κατά περίπτωση, την επαναφορά του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε αντιστοιχισμένο χαρτοφυλάκιο, οι προχρηματοδοτημένοι πόροι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου παραμένουν εξαντλημένοι, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι πόροι αυτοί αποκαθίστανται στα επίπεδα που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των ρυθμιστικών απαιτήσεων, είτε μέσω της συνέχισης της χρήσης των εργαλείων που προβλέπονται στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είτε μέσω άλλων δράσεων. Ειδικότερα, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποζημιώνουν μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη που θα δικαιούνταν αποζημίωση με βάση την αρχή περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών για τη χρήση εργαλείων κατανομής ζημιών με αποτέλεσμα ζημίες πέραν εκείνων τις οποίες θα υφίσταντο τα εκκαθαριστικά μέλη βάσει των υποχρεώσεών τους δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, με μέσα ιδιοκτησίας, χρεωστικούς τίτλους ή μέσα που θεμελιώνουν αξιώσεις επί των μελλοντικών κερδών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Κατά τον προσδιορισμό του ποσού και της μορφής της αποζημίωσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εξετάσει, για παράδειγμα, την οικονομική ευρωστία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την ποιότητα των μέσων που είναι διαθέσιμα για αποζημίωση και για τη διασφάλιση της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών. Για τη διατήρηση επαρκούς πλέγματος κινήτρων, στην εν λόγω αποζημίωση θα πρέπει να αποτυπώνεται ο βαθμός στον οποίο ένα εκκαθαριστικό μέλος έχει στηρίξει την ανάκαμψη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άρα να συνεκτιμώνται επίσης οι εναπομένουσες εκκρεμείς συμβατικές υποχρεώσεις των εκκαθαριστικών μελών έναντι του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η αποζημίωση αυτή θα πρέπει να αφαιρείται από κάθε αξίωση πληρωμής λόγω της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών.

(52)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει, επίσης, να εξασφαλίζουν ότι το κόστος της εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ελαχιστοποιείται και ότι οι πιστωτές της ίδιας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης. Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να μπορεί να αναλάβει δράση εξυγίανσης η οποία αποκλίνει από την αρχή της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών εάν αυτό δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης και είναι αναλογικό σε σχέση με τον προς αντιμετώπιση κίνδυνο. Εάν η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιήσει τέτοιο μέτρο, δεν θα πρέπει να εισάγει διακρίσεις με βάση την εθνικότητα.

(53)

Η εξυγίανση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν θα πρέπει να συνεπάγεται την προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη. Τα υφιστάμενα εργαλεία ανάκαμψης και εργαλεία εξυγίανσης, ιδίως το εργαλείο απομείωσης, θα πρέπει να αξιοποιούνται στον μέγιστο δυνατό βαθμό πριν από ή ταυτόχρονα με κάθε εισφορά κεφαλαίου από τον δημόσιο τομέα ή ισοδύναμη έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη προς έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Η χρήση δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης επικουρικά προς την εξυγίανση των ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης πρέπει να αποτελεί έσχατο μέσο, να είναι χρονικά περιορισμένη και να συνάδει με τις σχετικές διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις.

(54)

Ένα αποτελεσματικό καθεστώς εξυγίανσης θα πρέπει να ελαχιστοποιεί το κόστος της εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σημείο πτώχευσης που βαρύνει τους φορολογουμένους. Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να εξυγιανθούν χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Το εργαλείο απομείωσης και τα εργαλεία κατανομής ζημιών και θέσεων θα πρέπει να επιτυγχάνουν τον εν λόγω στόχο διασφαλίζοντας ότι οι μέτοχοι και οι αντισυμβαλλόμενοι που περιλαμβάνονται στους πιστωτές ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σημείο πτώχευσης υφίστανται τις δέουσες ζημίες και αναλαμβάνουν ανάλογο μέρος του κόστους που προκύπτει από την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Τα εργαλεία απομείωσης και κατανομής ζημιών και θέσεων παρέχουν, συνεπώς, στους μετόχους και τους αντισυμβαλλομένους των κεντρικών αντισυμβαλλομένων ισχυρότερο κίνητρο για την παρακολούθηση της κατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό κανονικές συνθήκες κατά τις συστάσεις του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ) που είναι διαθέσιμες στο έγγραφό του με τίτλο: «Βασικά χαρακτηριστικά για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων».

(55)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την αναγκαία ευελιξία να επιμερίσουν ζημίες και θέσεις στους αντισυμβαλλομένους σε ένα φάσμα περιπτώσεων, κρίνεται σκόπιμο οι εν λόγω αρχές να πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν τα εργαλεία κατανομής θέσεων και ζημιών τόσο όταν ο στόχος είναι να διατηρηθούν κρίσιμες λειτουργίες εκκαθάρισης εντός του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου όσο και όταν μεταβιβάζονται κρίσιμες υπηρεσίες σε μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή σε τρίτο και εν συνεχεία το εναπομένον μέρος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου παύει να λειτουργεί και εκκαθαρίζεται.

(56)

Στις περιπτώσεις που τα εργαλεία κατανομής θέσεων και ζημιών εφαρμόζονται με στόχο την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί σε συνεχή βάση, η εξυγίανση θα πρέπει να συνοδεύεται από αντικατάσταση της διοίκησης, εκτός αν η διατήρηση της διοίκησης είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης, και από επακόλουθη αναδιάρθρωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των δραστηριοτήτων του ώστε να αντιμετωπιστούν τα αίτια της πτώχευσής του. Η εν λόγω αναδιάρθρωση θα πρέπει να επιτυγχάνεται μέσω της εφαρμογής ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης, το οποίο θα πρέπει να είναι συμβατό με το σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο ενδεχομένως οφείλει να υποβάλλει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δυνάμει του πλαισίου περί κρατικών ενισχύσεων.

(57)

Τα εργαλεία κατανομής θέσεων και ζημιών θα πρέπει να εφαρμόζονται με σκοπό την επαναντιστοίχιση του χαρτοφυλακίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την ανάσχεση περαιτέρω ζημιών και την εξασφάλιση πρόσθετων πόρων για την ανακεφαλαιοποίηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και την αναπλήρωση των προχρηματοδοτημένων πόρων του. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των εν λόγω εργαλείων και η επίτευξη του απώτερου στόχου τους, θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζονται σε όσον το δυνατόν πιο ευρύ φάσμα συμβάσεων που οδηγούν σε μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις ή δημιουργούν μη αντιστοιχισμένο χαρτοφυλάκιο για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης. Θα πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα εκπλειστηριασμού των θέσεων ασυνεπών οφειλετών μεταξύ των υπόλοιπων εκκαθαριστικών μελών ή την αναγκαστική κατανομή τους στον βαθμό που οι προαιρετικές ρυθμίσεις δυνάμει του σχεδίου ανάκαμψης δεν έχουν εξαντληθεί κατά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, τη μερική ή πλήρη ακύρωση των συμβάσεων των ασυνεπών εκκαθαριστικών μελών, μιας θιγόμενης υπηρεσίας εκκαθάρισης ή κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων και λοιπών συμβάσεων του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου, την περαιτέρω περικοπή των εξερχόμενων πληρωμών περιθωρίων διαφορών αποτίμησης προς τα εν λόγω μέλη και, κατά περίπτωση, τους πελάτες τους, την άσκηση τυχόν εναπομενουσών προσκλήσεων καταβολής μετρητών για την ανάκαμψη που προβλέπονται στα σχέδια ανάκαμψης και την άσκηση επιπρόσθετων προσκλήσεων καταβολής μετρητών για την εξυγίανση και την απομείωση των κεφαλαιακών και χρεωστικών μέσων που εκδίδονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων και τη μετατροπή χρεωστικών μέσων σε μετοχές. Αυτό περιλαμβάνει τη δυνατότητα χρήσης των εργαλείων κατανομής των ζημιών για τη συμβολή στην επαναφορά αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου με την παροχή χρηματοδότησης στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για την αποδοχή προσφοράς σε πλειστηριασμό που επιτρέπει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να κατανείμει τις θέσεις ασυνεπών οφειλετών ή να πραγματοποιήσει πληρωμές για καταγγελθείσες συμβάσεις.

(58)

Κατά τη χρήση του εργαλείου κατανομής ζημιών που επιτρέπει τη μείωση της αξίας τυχόν κερδών που καταβάλλονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να βασίζεται στην επεξεργασία του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης κατά τη δομή του λογαριασμού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την πράξη της μείωσης της αξίας τυχόν κερδών που καταβάλλονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη στο πλαίσιο της ανάκαμψης, κατά περίπτωση, και την αρχή περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών.

(59)

Με δέουσα μέριμνα για τον αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ως ύστατο μέτρο, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να αποκλείουν ή να αποκλείουν εν μέρει ορισμένες συμβάσεις στην κατανομή θέσεων και ζημιών σε ορισμένες περιστάσεις. Όταν εφαρμόζονται οι εν λόγω αποκλεισμοί, το επίπεδο του ανοίγματος ή της ζημίας που εφαρμόζεται σε άλλες συμβάσεις θα πρέπει να μπορεί να αυξηθεί, ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξαιρέσεις αυτές υπό τον όρο ότι η αρχή περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών γίνεται σεβαστή.

(60)

Στις περιπτώσεις όπου τα εργαλεία εξυγίανσης χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταβίβαση των κρίσιμων λειτουργιών ή των βιώσιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε μια υγιή οντότητα, όπως είναι ένας αγοραστής του ιδιωτικού τομέα ή ένας μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το εναπομένον μέρος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να εκκαθαρίζεται εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν ανάγκη παροχής υπηρεσιών ή στήριξης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε σημείο πτώχευσης ώστε να μπορεί ο αγοραστής ή ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εκτελεί τις δραστηριότητες ή να παρέχει τις υπηρεσίες που αποκτώνται δυνάμει της εν λόγω μεταβίβασης.

(61)

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στις αρχές να πωλούν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή μέρη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του σε έναν ή περισσότερους αγοραστές, χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων. Όταν εφαρμόζουν το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, οι αρχές θα πρέπει να προβαίνουν σε ρυθμίσεις για τη διάθεση προς πώληση του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή μέρους των δραστηριοτήτων του με ανοικτή, διαφανή διαδικασία που δεν εισάγει διακρίσεις, ενώ παράλληλα στοχεύουν στη μεγιστοποίηση, όσο είναι δυνατόν, της τιμής πώλησης.

(62)

Τυχόν καθαρά έσοδα από τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, θα πρέπει να αποδίδονται στην οντότητα που απομένει στη διαδικασία εκκαθάρισης. Τυχόν καθαρά έσοδα από τη μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας που εκδόθηκαν από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, θα πρέπει να αποδίδονται στους μετόχους. Οποιοδήποτε αντάλλαγμα που καταβάλλεται από τον αγοραστή θα πρέπει να είναι προς όφελος και των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών που έχουν υποστεί ζημίες. Τυχόν τέτοια καθαρά έσοδα ή οφέλη θα πρέπει να υπόκεινται στην πλήρη ανάκτηση των δημόσιων πόρων που παρέχονται κατά την εξυγίανση. Τα έσοδα θα πρέπει να υπολογίζονται με αφαίρεση των εξόδων που προέκυψαν από την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και από τη διαδικασία εξυγίανσης.

(63)

Προκειμένου η πώληση της επιχειρηματικής δραστηριότητας να εκτελείται εγκαίρως και να προστατεύεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ο αγοραστής ειδικής συμμετοχής θα πρέπει να αξιολογείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ώστε να μην καθυστερεί η εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ο αγοραστής ή και οι δύο, ανάλογα με τις επιπτώσεις του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων και της μορφής που λαμβάνει η απόκτηση συμμετοχής, θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν ή να διατηρούν τα υφιστάμενα δικαιώματά τους ως οντότητας που είναι μέλος και έχει πρόσβαση σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού και σε άλλες συνδεδεμένες υποδομές χρηματοπιστωτικής αγοράς και τόπους διαπραγμάτευσης. Τα εν λόγω δικαιώματα δεν θα πρέπει να τους έχουν αφαιρεθεί ούτε λόγω μη συμμόρφωσης με τα σχετικά κριτήρια για την ιδιότητα του μέλους ή για τη συμμετοχή, ούτε λόγω ανεπαρκούς κατάταξης πιστοληπτικής ικανότητας. Ο αγοραστής που δεν πληροί τα εν λόγω κριτήρια μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα αυτά μόνο για την περίοδο που καθορίζει η αρχή εξυγίανσης.

(64)

Οι πληροφορίες σχετικά με τη διάθεση προς πώληση των δραστηριοτήτων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σημείο πτώχευσης και οι διαπραγματεύσεις με πιθανούς αγοραστές πριν από την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ενδέχεται να είναι συστημικής σημασίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι σημαντικό η δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών, που απαιτείται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), να μπορεί να καθυστερήσει για όσο διάστημα είναι αναγκαίο για τον προγραμματισμό και τη διοργάνωση της εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, σύμφωνα με τις καθυστερήσεις που επιτρέπονται βάσει του καθεστώτος κατάχρησης αγοράς.

(65)

Δεδομένου ότι είναι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που τελεί εν όλω ή εν μέρει υπό την κυριότητα μίας ή περισσότερων δημόσιων αρχών ή που ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης, ένας μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να έχει ως πρωταρχικό σκοπό του να διασφαλίζει ότι εξακολουθούν να παρέχονται ουσιώδεις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που είχε τεθεί υπό εξυγίανση και ότι εξακολουθούν να ασκούνται ουσιώδεις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως βιώσιμη συνεχώς λειτουργούσα επιχείρηση και να επανεντάσσεται στην αγορά μόλις οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή να εκκαθαρίζεται, εάν δεν είναι πλέον βιώσιμος.

(66)

Όταν όλες οι άλλες επιλογές είναι μη διαθέσιμες ή καταφανώς ανεπαρκείς για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, θα πρέπει να είναι δυνατή η κρατική συμμετοχή με τη μορφή στήριξης του εταιρικού κεφαλαίου ή προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας, κατά τους ισχύοντες κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, συμπεριλαμβανόμενης της αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Προκειμένου να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος, η εν λόγω έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη θα πρέπει να παρέχεται μόνο ως έσχατη λύση, να είναι προσωρινής φύσης και να ανακτάται πάντοτε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Ως εκ τούτου, παρόλο που αυτό δεν συνιστά εμπόδιο στη χρήση κρατικών εργαλείων σταθεροποίησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν συνολικές και αξιόπιστες ρυθμίσεις για την ανάκτηση πόρων. Η χρήση κρατικών εργαλείων σταθεροποίησης βρίσκεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια της κεντρικής τράπεζας, ακόμη και σε περιόδους ακραίων καταστάσεων.

(67)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η δυνατότητα των αρχών εξυγίανσης να εφαρμόζουν τα εργαλεία κατανομής ζημιών και θέσεων σε συμβάσεις με οντότητες που έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, η αναγνώριση της εν λόγω δυνατότητας θα πρέπει να συμπεριληφθεί στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(68)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες νομικές εξουσίες οι οποίες, σε διάφορους συνδυασμούς, είναι δυνατόν να ασκηθούν κατά τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης. Σε αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνεται η εξουσία μεταβίβασης μέσων ιδιοκτησίας, στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης προς άλλη οντότητα, για παράδειγμα, άλλον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, η εξουσία απομείωσης ή ακύρωσης μέσων ιδιοκτησίας, ή απομείωσης ή μετατροπής των στοιχείων παθητικού ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σημείο πτώχευσης, η εξουσία απομείωσης του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης, η εξουσία αναγκαστικής εκτέλεσης τυχόν εκκρεμών υποχρεώσεων τρίτων σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένης της πρόσκλησης καταβολής μετρητών για την ανάκαμψη, όπως προβλέπεται στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου, και των κατανομών θέσεων, η εξουσία άσκησης προσκλήσεων καταβολής μετρητών για την εξυγίανση, η εξουσία μερικής ή πλήρους ακύρωσης συμβάσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η εξουσία αντικατάστασης των διοικητικών στελεχών και η εξουσία επιβολής προσωρινής αναστολής στην εξόφληση απαιτήσεων. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθώς και τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ευθύνονται, με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, αστικού ή ποινικού δικαίου για την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(69)

Το πλαίσιο εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικαστικές απαιτήσεις, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι δράσεις εξυγίανσης κοινοποιούνται δεόντως και γνωστοποιούνται στο κοινό. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης και τους επαγγελματικούς συμβούλους τους κατά τη διαδικασία εξυγίανσης είναι πιθανόν να είναι ευαίσθητες, θα πρέπει, έως τη στιγμή της γνωστοποίησης της απόφασης εξυγίανσης στο κοινό, να υπόκεινται σε αποτελεσματικό καθεστώς εμπιστευτικότητας. Το γεγονός ότι οι πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων εξυγίανσης και το αποτέλεσμα οποιασδήποτε αξιολόγησης των σχεδίων αυτών θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο, ιδίως στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη. Κάθε πληροφορία που παρέχεται σχετικά με μια απόφαση πριν από τη λήψη της, είτε πρόκειται για το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης είτε για τη χρήση ενός συγκεκριμένου εργαλείου ή την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι έχει αντίκτυπο στα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα που αφορά η δράση. Ωστόσο, και μόνο η πληροφορία ότι η αρχή εξυγίανσης εξετάζει ένα συγκεκριμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Είναι επομένως αναγκαίο να εξασφαλιστεί η ύπαρξη κατάλληλων μηχανισμών για τη διατήρηση της εμπιστευτικότητας τέτοιων πληροφοριών, ήτοι, όσον αφορά το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης ή όσον αφορά το αποτέλεσμα κάθε αξιολόγησης που διενεργείται στο εν λόγω πλαίσιο.

(70)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν επικουρικές εξουσίες με τις οποίες να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της μεταβίβασης μέσων ιδιοκτησίας ή χρεωστικών μέσων, στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων θέσεων και σχετικών περιθωρίων. Υπό την επιφύλαξη των διασφαλίσεων που προβλέπονται σε αυτόν τον κανονισμό, οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν την εξουσία άρσης των δικαιωμάτων τρίτων από τα μεταβιβασθέντα μέσα ή στοιχεία ενεργητικού, την εξουσία αναγκαστικής εκτέλεσης συμβάσεων και πρόβλεψης για τη συνέχεια των ρυθμίσεων έναντι του αποδέκτη των μεταβιβασθέντων στοιχείων ενεργητικού και μέσων ιδιοκτησίας. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θίγονται τα δικαιώματα των εργαζομένων να καταγγείλουν συμβάσεις εργασίας. Το δικαίωμα ενός μέρους να καταγγείλει μια σύμβαση με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση ή με θυγατρική του, για λόγους πέραν της εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σημείο πτώχευσης, δεν θα πρέπει επίσης να θίγεται. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν την επικουρική εξουσία να απαιτούν από τον εναπομένοντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που βρίσκεται υπό εκκαθάριση με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας να παρέχει τις υπηρεσίες που είναι αναγκαίες ώστε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος στον οποίο έχουν μεταβιβαστεί στοιχεία ενεργητικού, συμβάσεις ή μέσα ιδιοκτησίας διά της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου να διεξάγει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

(71)

Δεδομένου ότι μπορεί να χρειαστεί να αναληφθούν επειγόντως μέτρα διαχείρισης κρίσεων, λόγω σοβαρών κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα κράτη μέλη και στην Ένωση, κάθε διαδικασία βάσει του εθνικού δικαίου σχετικά με την αίτηση για εκ των προτέρων δικαστική έγκριση ενός μέτρου διαχείρισης κρίσεων και η εξέταση της αίτησης από το δικαστήριο θα πρέπει να είναι ταχεία. Λόγω της απαίτησης για επείγουσα λήψη μέτρων διαχείρισης κρίσεων, το δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει την απόφασή του εντός 24 ωρών και τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η ενδιαφερόμενη αρχή μπορεί να λάβει απόφαση αμέσως μετά την απόφαση του δικαστηρίου. Αυτό δεν θα πρέπει να θίγει τυχόν δικαίωμα των ενδιαφερόμενων μερών να υποβάλουν στο δικαστήριο αίτημα ακύρωσης της απόφασης για περιορισμένο χρονικό διάστημα μετά τη λήψη του μέτρου διαχείρισης κρίσεων από την αρχή εξυγίανσης.

(72)

Κατά το άρθρο 47 του Χάρτη, τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν δικαίωμα δίκαιης δίκης και πραγματικής προσφυγής κατά των μέτρων που τα θίγουν. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επομένως να υπόκεινται στην άσκηση προσφυγής.

(73)

Η δράση εξυγίανσης που αναλαμβάνεται από τις εθνικές αρχές εξυγίανσης ενδέχεται να απαιτεί οικονομικές εκτιμήσεις και μεγάλο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την απαιτούμενη ειδική εμπειρογνωσία που χρειάζεται για τη διενέργεια τέτοιων εκτιμήσεων και τον προσδιορισμό της ενδεικνυόμενης χρήσης του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι οικονομικές εκτιμήσεις από τις εθνικές αρχές εξυγίανσης στο πλαίσιο αυτό θα χρησιμοποιούνται ως βάση από τα εθνικά δικαστήρια όταν εξετάζουν τα σχετικά μέτρα διαχείρισης κρίσεων. Εντούτοις, η συνθετότητα των εκτιμήσεων αυτών δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αν τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η αρχή εξυγίανσης είναι πραγματολογικώς ακριβή, αξιόπιστα και συνεκτικά, αν τα στοιχεία αυτά περιέχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί μια πολύπλοκη κατάσταση και αν η αρχή εξυγίανσης είναι σε θέση να τεκμηριώσει τα συμπεράσματά της.

(74)

Προκειμένου να καλυφθούν καταστάσεις εξαιρετικά επείγοντος χαρακτήρα και καθώς η αναστολή οποιασδήποτε απόφασης των αρχών εξυγίανσης είναι πιθανόν να διακόψει τη συνέχιση κρίσιμων λειτουργιών, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι τυχόν προσφυγή δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι η απόφαση της αρχής εξυγίανσης θα πρέπει να είναι άμεσα εκτελεστή.

(75)

Επιπλέον, όταν είναι αναγκαίο για την προστασία των τρίτων που απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία, συμβάσεις, δικαιώματα και υποχρεώσεις του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου καλή την πίστει λόγω της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης, και προκειμένου να διασφαλίζεται η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, το δικαίωμα προσφυγής δεν θα πρέπει να επηρεάζει τυχόν μεταγενέστερες διοικητικές πράξεις ή συναλλαγές πραγματοποιηθείσες με βάση ακυρούμενη απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά καταχρηστικής απόφασης θα πρέπει να περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστησαν τα θιγόμενα πρόσωπα.

(76)

Προς όφελος της αποτελεσματικής εξυγίανσης, και προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις δικαιοδοσίας, δεν πρέπει να ανοίγονται ούτε να συνεχίζονται κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε σημείο πτώχευσης ενόσω η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες εξυγίανσης ή χρησιμοποιεί τα εργαλεία εξυγίανσης, παρεκτός με πρωτοβουλία ή με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης. Είναι χρήσιμο και αναγκαίο να αναστέλλονται, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ορισμένες συμβατικές υποχρεώσεις, ώστε η αρχή εξυγίανσης να έχει στη διάθεσή της χρόνο για να εφαρμόσει τα εργαλεία εξυγίανσης. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται για υποχρεώσεις κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σημείο πτώχευσης έναντι των συστημάτων που αναφέρονται στην οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), μεταξύ άλλων έναντι άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων και έναντι των κεντρικών τραπεζών. Η οδηγία 98/26/ΕΚ μειώνει τον κίνδυνο που συνδέεται με τη συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών και συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, ιδίως μέσω της μείωσης της διαταραχής σε περίπτωση αφερεγγυότητας ενός συμμετέχοντος σε τέτοιο σύστημα. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατάλληλη εφαρμογή αυτών των προστατευτικών ρυθμίσεων σε καταστάσεις κρίσης, ενώ παράλληλα διατηρείται η προσήκουσα βεβαιότητα για τους διαχειριστές των συστημάτων πληρωμών και των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων και για τους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, τα μέτρα πρόληψης κρίσεων ή οι δράσεις εξυγίανσης δεν θα πρέπει να θεωρούνται διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι οι δυνάμει της σύμβασης ουσιαστικές υποχρεώσεις συνεχίζουν να εκπληρούνται. Ωστόσο, η λειτουργία ενός συστήματος που ορίζεται με βάση την οδηγία 98/26/ΕΚ ή το δικαίωμα επί ασφάλειας που κατοχυρώνεται από την εν λόγω οδηγία δεν θα πρέπει να υπονομεύονται.

(77)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης, κατά τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού σε αγοραστή του ιδιωτικού τομέα ή σε μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, έχουν στη διάθεσή τους επαρκές χρονικό περιθώριο προκειμένου να εντοπίσουν συμβάσεις που χρειάζεται να μεταβιβαστούν, θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμη η επιβολή αναλογικών περιορισμών στα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων να καταγγέλλουν, να επισπεύδουν ή να λύουν με άλλον τρόπο τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, πριν από την πραγματοποίηση της μεταβίβασης. Ο εν λόγω περιορισμός θα ήταν αναγκαίος προκειμένου οι αρχές να αποκτήσουν πραγματική εικόνα του ισολογισμού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σημείο πτώχευσης, χωρίς τις μεταβολές στην αξία και την εμβέλεια που θα επέφερε η εκτεταμένη άσκηση των δικαιωμάτων καταγγελίας. Προκειμένου ο αντίκτυπός του στα συμβατικά δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων να είναι ο ελάχιστος δυνατός, ο περιορισμός των δικαιωμάτων καταγγελίας θα πρέπει να περιορίζεται στην ελάχιστη δυνατή διάρκεια και να εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με το μέτρο πρόληψης κρίσεων ή τη δράση εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου, ενώ τα δικαιώματα καταγγελίας που προκύπτουν από κάθε άλλη αθέτηση, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας πληρωμής ή παράδοσης περιθωρίων ασφάλειας, θα πρέπει να διατηρούνται.

(78)

Προκειμένου να διαφυλαχθούν τυχόν θεμιτές διευθετήσεις σε επίπεδο κεφαλαιαγοράς σε περίπτωση μεταβίβασης ορισμένων, αλλά όχι όλων των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, των συμβάσεων και των δικαιωμάτων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σημείο πτώχευσης, κρίνεται σκόπιμη η συμπερίληψη διασφαλίσεων ώστε να αποτρέπεται, κατά περίπτωση, ο διαχωρισμός συνδεδεμένων οφειλών, δικαιωμάτων και συμβάσεων. Ο εν λόγω περιορισμός σε επιλεγμένες πρακτικές όσον αφορά συνδεδεμένες συμβάσεις και σχετικές ασφάλειες θα πρέπει να επεκτείνεται και σε συμβάσεις με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο που καλύπτονται από συμφωνίες εγγυοδοσίας, συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού (set-off), συμφωνίες εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close out netting), και συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης. Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται η διασφάλιση, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να επιδιώκουν να μεταβιβάζουν όλες τις συνδεδεμένες συμβάσεις στο πλαίσιο μιας προστατευμένης διευθέτησης ή να τις αφήνουν όλες στον εναπομένοντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε σημείο πτώχευσης. Οι διασφαλίσεις αυτές θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η ρυθμιστική κεφαλαιακή μεταχείριση των ανοιγμάτων που καλύπτονται από συμφωνία συμψηφισμού για τους σκοπούς της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) επηρεάζεται σε ελάχιστο βαθμό.

(79)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι της Ένωσης παρέχουν υπηρεσίες στα εκκαθαριστικά μέλη και στους πελάτες τους που βρίσκονται σε τρίτες χώρες και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών παρέχουν υπηρεσίες στα εκκαθαριστικά μέλη και στους πελάτες τους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση. Η αποτελεσματική εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων με διεθνείς δραστηριότητες απαιτεί συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών και των αρχών τρίτων χωρών. Για τον σκοπό αυτό, η ESMA θα πρέπει να παρέχει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το περιεχόμενο των συμφωνιών συνεργασίας που συνάπτονται με τις αρχές τρίτων χωρών. Οι εν λόγω συμφωνίες συνεργασίας θα πρέπει να διασφαλίζουν αποτελεσματικό προγραμματισμό, λήψη αποφάσεων και συντονισμό όσον αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με διεθνείς δραστηριότητες. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αναγνωρίζουν και να επιβάλλουν διαδικασίες εξυγίανσης τρίτων χωρών σε ορισμένες περιπτώσεις. Η συνεργασία θα πρέπει επίσης να επιδιώκεται όσον αφορά τις θυγατρικές κεντρικών αντισυμβαλλομένων στην Ένωση ή σε τρίτες χώρες καθώς επίσης τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους.

(80)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των διοικητικών κυρώσεων σε όλα τα κράτη μέλη σε περιπτώσεις παραβάσεων του παρόντος κανονισμού, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει κατάλογο βασικών διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που πρέπει να είναι στη διάθεση των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων αρχών, προβλέποντας την εξουσία επιβολής των εν λόγω διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων σε όλα τα πρόσωπα, νομικά ή φυσικά, που ευθύνονται για παραβάσεις, και κατάλογο βασικών κριτηρίων για τον καθορισμό του επιπέδου και του είδους των εν λόγω διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων και τα επίπεδα των διοικητικών χρηματικών προστίμων. Στις διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως τυχόν διαπιστωθέντα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την παράβαση, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης, τυχόν επιβαρυντικά ή ελαφρυντικά στοιχεία, η ανάγκη για αποτρεπτικό αποτέλεσμα διοικητικών προστίμων και, κατά περίπτωση, η χορήγηση έκπτωσης για συνεργασία με την αρχή εξυγίανσης ή την αρμόδια αρχή. Η θέσπιση και η δημοσίευση διοικητικών κυρώσεων θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως ορίζονται στον Χάρτη.

(81)

Προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και επαρκή προστασία για τους συμμετέχοντες στην αγορά σε όλη την Ένωση, θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εκδίδει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, που έχει αναπτύξει η ΕΑΚΑΑ μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) και κατά τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 για τον καθορισμό των παρακάτω στοιχείων: α) του περιεχομένου των γραπτών ρυθμίσεων και διαδικασιών για τη λειτουργία των σωμάτων εξυγίανσης· β) τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό και τη διατήρηση του ποσού των πρόσθετων προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για την ανάκαμψη και τις διαδικασίες, όπου δεν υπάρχουν διαθέσιμοι ίδιοι πόροι, που ακολουθεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για να απαιτεί εισφορές μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών και να αποζημιώνει στη συνέχεια τα εν λόγω εκκαθαριστικά μέλη· γ) τη μεθοδολογία αξιολόγησης των σχεδίων ανάκαμψης· δ) το περιεχόμενο των σχεδίων εξυγίανσης· ε) τη σειρά κατανομής, τη μέγιστη διάρκεια και το μέγιστο ποσοστό των ετήσιων κερδών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στο πλαίσιο του μηχανισμού αποζημίωσης κατά την ανάκαμψη· στ) στοιχεία που σχετίζονται με τη διεξαγωγή των αποτιμήσεων· ζ) τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό του αποθέματος ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες προς συμπερίληψη στις προσωρινές αποτιμήσεις· η) τα ελάχιστα στοιχεία που θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης επιχειρήσεων· θ) τα κριτήρια που πρέπει να πληροί ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης επιχειρήσεων· ι) τη μεθοδολογία για την τελική αποτίμηση βάσει της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών· ια) τους όρους για τη μεταβίβαση της αποζημίωσης από τα εκκαθαριστικά μέλη στους πελάτες τους σύμφωνα με την αρχή της συμβατικής ισορροπίας, και τους όρους υπό τους οποίους αυτό θεωρείται αναλογικό,

(82)

Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να αναστείλει κάθε υποχρέωση εκκαθάρισης δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ύστερα από αίτημα της αρχής εξυγίανσης ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ή της αρμόδιας αρχής αυτού, με πρωτοβουλία αυτών ή κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ενός εκκαθαριστικού μέλους του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και ύστερα από μη δεσμευτική γνωμοδότηση της ESMA, για συγκεκριμένο είδος αντισυμβαλλομένου ή για συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων οι οποίες εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που τελεί υπό εξυγίανση. Η απόφαση αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης θα πρέπει να εγκρίνεται μόνον εφόσον η αναστολή είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης της αγοράς, ιδίως για να αποφευχθούν φαινόμενα μετάδοσης και να αποτρέπονται οι αντισυμβαλλόμενοι και οι επενδυτές από το να διατηρούν μεγάλη και αβέβαιη έκθεση κινδύνου έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Πριν από την έκδοση της απόφασής της, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους στόχους της εξυγίανσης και τα κριτήρια που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για την υπαγωγή στην υποχρέωση εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων σε ό,τι αφορά τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα για τα οποία ζητείται η αναστολή και για τη σκοπιμότητα αναστολής της υποχρέωσης αυτής για να διασφαλιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα και η εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών στην ΕΕ, Η ESMA θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητήσει από την Επιτροπή να αναστείλει την υποχρέωση διαπραγμάτευσης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), εφόσον θεωρεί ότι η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης συνιστά ουσιώδη μεταβολή των κριτηρίων της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης. Η αναστολή θα πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα, με δυνατότητα παράτασης. Ομοίως, ο ρόλος της επιτροπής κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως ορίζεται στο άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, θα πρέπει να ενισχυθεί, προκειμένου να ενθαρρυνθεί περαιτέρω ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να διαχειρίζεται τους κινδύνους με σύνεση και να βελτιώσει την ανθεκτικότητά του.

Τα μέλη της επιτροπής κινδύνου θα πρέπει να είναι σε θέση να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν ακολουθεί τη συμβουλή της επιτροπής κινδύνου, και οι εκπρόσωποι των εκκαθαριστικών μελών και πελατών στην επιτροπή κινδύνου θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που παρέχονται για την παρακολούθηση των ανοιγμάτων τους έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, σε συμμόρφωση με τις διασφαλίσεις εμπιστευτικότητας και με την επιφύλαξη των περιορισμών στην ανταλλαγή τέτοιων πληροφοριών που ορίζονται στη νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Τέλος, οι αρχές εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων θα πρέπει επίσης να έχουν πρόσβαση σε όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) θα πρέπει επομένως να τροποποιηθούν ανάλογα.

(83)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή της μεταρρύθμισης του δείκτη αναφοράς επιτοκίων του ΣΧΣ, είναι αναγκαίο να καθίσταται σαφές στους συμμετέχοντες στην αγορά ότι οι συναλλαγές οι οποίες συνάπτονται ή ανανεώνονται πριν από την έναρξη εφαρμογής των απαιτήσεων περί εκκαθάρισης ή περιθωρίου για τις συναλλαγές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που παραπέμπουν σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου («συναλλαγές από προηγούμενες χρήσεις») δεν θα υπόκεινται στις απαιτήσεις του κανονισμού(ΕΕ) αριθ. 648/2012 όταν ανανεώνονται με αποκλειστικό σκοπό την εφαρμογή ή την προετοιμασία για την εφαρμογή της μεταρρύθμισης του δείκτη αναφοράς επιτοκίων. Με τον τρόπο αυτό θα αποφευχθεί επίσης κάθε κίνδυνος οι αντισυμβαλλόμενοι της Ένωσης σε τέτοιες συναλλαγές από προηγούμενες χρήσεις να καταληφθούν εξαπίνης αν ένας συγκεκριμένος δείκτης αναφοράς έχει μεταβληθεί ουσιωδώς ή έχει διακοπεί, μετριάζοντας έτσι τις σχετικές ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η προσέγγιση αυτή συνάδει με τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BCBS) και της Διεθνούς Οργάνωσης Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (IOSCO).

(84)

Για να επιτευχθεί αποτελεσματική εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, οι διασφαλίσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε οιονδήποτε περιορισμό της εκτέλεσης των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ή οιονδήποτε περιορισμό στα αποτελέσματα των συμφωνιών εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ρυθμίσεων εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close out netting) ή αμοιβαίου συμψηφισμού (set-off) που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(85)

Οι οδηγίες (EE) 2017/1132 (14) , 2004/25/ΕΚ (15) και 2007/36/ΕΚ (16) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περιέχουν κανόνες για την προστασία των μετόχων και των πιστωτών των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών. Σε μια κατάσταση όπου οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να ενεργήσουν γρήγορα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, οι εν λόγω κανόνες ενδέχεται να παρεμποδίζουν την αποτελεσματική δράση εξυγίανσης και τη χρήση των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης. Ως εκ τούτου, οι παρεκκλίσεις βάσει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ θα πρέπει να επεκταθούν στις δράσεις που αναλαμβάνονται κατά τον παρόντα κανονισμό. Χάριν μεγίστης ασφαλείας δικαίου υπέρ των ενδιαφερομένων, οι παρεκκλίσεις θα πρέπει να ορίζονται στενά και με σαφήνεια, και να χρησιμοποιούνται μόνον προς το δημόσιο συμφέρον και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης της εξυγίανσης.

(86)

Προκειμένου να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των απαιτήσεων, η οδηγία 2014/59/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) θα πρέπει να τροποποιηθούν, ώστε να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής τους οι οντότητες εκείνες που έχουν επίσης άδεια λειτουργίας κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(87)

Το άρθρο 54 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 προβλέπει μεταβατική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας το άρθρο 35 ή 36 του εν λόγω κανονισμού δεν θα ισχύει για εκείνους τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους ή τόπους διαπραγμάτευσης που ζήτησαν από την αρμόδια αρχή τους να επωφεληθούν από τις μεταβατικές ρυθμίσεις, όσον αφορά τα χρηματιστηριακά παράγωγα. Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία ένας τόπος διαπραγμάτευσης ή ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να εξαιρεθεί από την αρμόδια εθνική αρχή του, όσον αφορά τα χρηματιστηριακά παράγωγα, από την εφαρμογή των άρθρων 35 και 36 του εν λόγω κανονισμού έληξε στις 3 Ιουλίου 2020. Το τρέχον περιβάλλον της αγοράς, με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και μεταβλητότητας λόγω της πανδημίας COVID-19, επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των τόπων διαπραγμάτευσης μέσω της αύξησης των λειτουργικών τους κινδύνων. Οι εν λόγω αυξημένοι κίνδυνοι, σε συνδυασμό με την περιορισμένη ικανότητα αξιολόγησης των αιτημάτων πρόσβασης και διαχείρισης της μετατόπισης των ροών συναλλαγών, θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιπλέον, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει νέο καθεστώς χρηματιστηριακών παραγώγων σχετικά με την πρόσβαση σε υποδομές ζωτικής σημασίας, στόχος του οποίου είναι η εξισορρόπηση του αυξημένου ανταγωνισμού μεταξύ των υποδομών αυτών και της ανάγκης να διατηρηθεί η λειτουργική τους ακεραιότητα.

Συνεπώς, ενώ ο εν λόγω κανονισμός αποσκοπεί στη δημιουργία ανταγωνιστικής αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υποδομές, οι οικονομικοί φορείς δεν θα πρέπει να αναμένουν ότι οι υφιστάμενοι κανόνες και προτεραιότητες διατηρούνται όταν οι οικονομικές συνθήκες αλλάζουν εξαιτίας, ιδίως, μιας σημαντικής οικονομικής κρίσης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε έναν τομέα στον οποίο η αλληλεπίδραση μεταξύ των κρίσιμων υποδομών της αγοράς, όπως οι υποδομές διαπραγμάτευσης και εκκαθάρισης, απαιτεί εξαιρετικά υψηλό επίπεδο επιχειρησιακής ανθεκτικότητας, καθώς τυχόν αστοχίες σε αυτές τις κρίσιμες υποδομές θα συνιστούσαν υψηλό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ως συνέπεια της πανδημίας COVID-19, η ημερομηνία εφαρμογής του νέου καθεστώτος ανοικτής πρόσβασης για τόπους διαπραγμάτευσης και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που παρέχουν υπηρεσίες διαπραγμάτευσης και εκκαθάρισης σε σχέση με χρηματιστηριακά παράγωγα αναβάλλεται για ένα έτος, έως τις 3 Ιουλίου 2021.

(88)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων εκπροσωπούνται σε όλα τα σχετικά φόρα και να διασφαλιστεί ότι η ESMA επωφελείται από όλη την εμπειρογνωσία που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, θα πρέπει να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ώστε να συμπεριληφθούν οι εθνικές αρχές εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων στην έννοια των αρμόδιων αρχών που ορίζεται στον εν λόγω κανονισμό.

(89)

Προκειμένου να προετοιμαστούν οι αποφάσεις της ESMA σε σχέση με τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί όσον αφορά την κατάρτιση σχεδίων τεχνικών κανόνων για τις εκ των προτέρων και εκ των υστέρων αξιολογήσεις και για τα σώματα και σχέδια εξυγίανσης, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις προϋποθέσεις για εξυγίανση, και σχετικά με τη δεσμευτική διαμεσολάβηση, και προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης συμμετοχή της Ευρωπαϊκής εποπτικής Αρχής (της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) (ΕΑΤ) και των μελών της στην προετοιμασία των εν λόγω αποφάσεων, η ESMA θα πρέπει να δημιουργήσει μια εσωτερική επιτροπή εξυγίανσης («Επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της ESMA») με τις αρχές εξυγίανσης ως μέλη. Κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και οι αρχές εξυγίανσης, όπως ορίζονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014, θα πρέπει να καλούνται να συμμετέχουν ως παρατηρητές.

(90)

Η επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της ESMA θα πρέπει να καλείται να γνωμοδοτεί κατά την εκπόνηση του εννοιολογικού πλαισίου για τις αξιολογήσεις της ανθεκτικότητας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, όταν η εν λόγω αξιολόγηση περιλαμβάνει το συνολικό αποτέλεσμα των ρυθμίσεων ανάκαμψης και εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει επίσης να ζητείται η γνώμη της επιτροπής εξυγίανσης στο πλαίσιο της ESMA, όταν αξιολογούνται τα πορίσματα των εν λόγω ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.

(91)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη.

(92)

Όταν λαμβάνουν αποφάσεις ή αναλαμβάνουν δράσεις στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν πάντοτε δεόντως υπόψη τις επιπτώσεις των αποφάσεων και των δράσεών τους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και στην οικονομική κατάσταση σε άλλα κράτη μέλη, όπου οι δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι ουσιώδεις ή σημαντικές για τις τοπικές χρηματοπιστωτικές αγορές, ήτοι, μεταξύ άλλων, όπου είναι εγκατεστημένα τα εκκαθαριστικά μέλη και, εφόσον διατίθενται οι σχετικές πληροφορίες, όπου βρίσκονται οι πελάτες τους καθώς και όπου είναι εγκατεστημένοι οι συνδεδεμένοι τόποι διαπραγμάτευσης και υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των διαλειτουργικά συνδεδεμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων..

(93)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι η εναρμόνιση των κανόνων και διαδικασιών για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, αλλά αντίθετα, λόγω των επιπτώσεων που θα είχε η πτώχευση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε ολόκληρη την Ένωση, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(94)

Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αναβληθεί έως τις 12 Αυγούστου 2022 ώστε να θεσπιστούν όλα τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα και να μπορέσουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και λοιποί συμμετέχοντες στην αγορά να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες συμμόρφωσης. Ωστόσο, η απαίτηση να χρησιμοποιεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ειδικούς ίδιους πόρους κατά την ανάκαμψη και οι διατάξεις για την αποζημίωση εκκαθαριστικών μελών στην έκτακτη περίπτωση εφαρμογής περικοπών των κερδών από το περιθώριο διαφορών αποτίμησης κατά την ανάκαμψη, βασίζονται στα κατάλληλα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που πρέπει να εφαρμόζονται. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να παραταθεί η αναβολή της προθεσμίας εφαρμογής της εν λόγω διάταξης έως τις 12 Φεβρουαρίου 2023. Επιπλέον, ορισμένες διατάξεις για τα σχέδια ανάκαμψης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την έγκριση και επανεξέταση των σχεδίων ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης υποβολής σχεδίου ανάκαμψης, θα πρέπει να εφαρμόζονται νωρίτερα, καθώς όλοι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν ήδη σχέδια ανάκαμψης, όπως απαιτείται βάσει των Αρχών για τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών που δημοσιεύθηκαν από την Επιτροπή Πληρωμών και Υποδομών της Αγοράς και την IOSCO. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν ήδη λάβει άδεια βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι θα είναι σε θέση να υποβάλουν τα σχέδια ανάκαμψής τους στις αρμόδιες αρχές τους το αργότερο στις 12 Φεβρουαρίου 2022. Οι διατάξεις περί σχεδίων ανάκαμψης θα πρέπει να εφαρμόζονται από τις 12 Φεβρουαρίου 2022. Εάν δεν είχε ζητηθεί η γνώμη της αρχής εξυγίανσης σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μόλις καταστούν εφαρμοστέες οι άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να διαβουλευτεί αμελλητί με την αρχή εξυγίανσης σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Για να εξασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου για τους αντισυμβαλλομένους, οι τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της μεταρρύθμισης του δείκτη αναφοράς επιτοκίων του ΣΧΣ θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(95)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αυξημένοι λειτουργικοί κίνδυνοι που απορρέουν από την εφαρμογή του καθεστώτος ανοικτής πρόσβασης για τα χρηματιστηριακά παράγωγα δεν θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε ασυνέχεια, είναι αναγκαία η αναδρομική εφαρμογή της παράτασης των εν λόγω μεταβατικών περιόδων από τις 4 Ιουλίου 2020 έως τις 3 Ιουλίου 2021.

(96)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι διαθέτουν επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης, ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή και ταχεία απορρόφηση των ζημιών και η ανακεφαλαιοποίηση, με ελάχιστο αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στοχεύοντας παράλληλα στην αποφυγή επιπτώσεων στους φορολογούμενους. Κατά τις διεθνώς συμφωνημένες αρχές για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν αναπτυχθεί από το ΣΧΣ, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι κάτοχοι μετοχών ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου απορροφούν πρώτοι τις ζημίες, κατά τρόπο που να ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο νομικής αμφισβήτησης από τους μετόχους/εταίρους λόγω ύψους ζημιών κατά την εξυγίανση μεγαλύτερου από τις ζημίες που θα είχαν υποστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σύμφωνα με την αρχή περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών. Στις 15 Νοεμβρίου 2018, το ΣΧΣ δημοσίευσε έγγραφο διαβούλευσης με τίτλο: «Χρηματοδοτικοί πόροι για τη στήριξη της εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τη μεταχείριση του εταιρικού κεφαλαίου των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που τελούν υπό εξυγίανση».

Με βάση τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν σχετικά με το εν λόγω έγγραφο και περαιτέρω αξιολογήσεις, το ΣΧΣ σκοπεύει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές στο τέλος του 2020 σχετικά με το πώς πρέπει να χρησιμοποιείται το εταιρικό κεφάλαιο σε περίπτωση εξυγίανσης κεντρικών αντισυμβαλλομένων ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος νομικής αμφισβήτησης από μετόχους/εταίρους λόγω της εφαρμογής της αρχής περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών. Μετά τη δημοσίευση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά την απομείωση του εταιρικού κεφαλαίου κατά την εξυγίανση, λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα. Εκτός από αυτή την ειδική επανεξέταση, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πέντε έτη από την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του, μεταξύ άλλων, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν περαιτέρω διεθνείς εξελίξεις. Η εν λόγω γενική επανεξέταση θα πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον ορισμένα βασικά ζητήματα που σχετίζονται με την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, όπως οι χρηματοδοτικοί πόροι που έχουν στη διάθεσή τους οι αρχές εξυγίανσης για την κάλυψη των ζημιών που δεν σχετίζονται με αθέτηση υποχρεώσεων και οι ίδιοι πόροι των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που χρησιμοποιούνται για την ανάκαμψη και την εξυγίανση,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων αδειοδοτημένων κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κανόνες σχετικά με τη σύναψη συμφωνιών με τρίτες χώρες στον τομέα της ανάκαμψης και της εξυγίανσης κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP)»: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

2)

«σώμα εξυγίανσης»: το σώμα που έχει συσταθεί κατά το άρθρο 4·

3)

«αρχή εξυγίανσης»: αρχή που ορίζεται από κράτος μέλος κατά το άρθρο 3·

4)

«εργαλείο εξυγίανσης»: εργαλείο εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 27 παράγραφος 1·

5)

«εξουσία εξυγίανσης»: οποιαδήποτε από τις εξουσίες όπως ορίζονται στα άρθρα 48 έως 58·

6)

«στόχοι εξυγίανσης»: οι στόχοι εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 21·

7)

«αρμόδια αρχή»: αρχή που ορίζεται από κράτος μέλος κατά το άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

8)

«γεγονός αθέτησης υποχρέωσης»: το σενάριο κατά το οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει κηρύξει σε αθέτηση υποχρέωσης:

α)

ένα ή περισσότερα εκκαθαριστικά μέλη κατά τη διαδικασία του άρθρου 48 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012· ή

β)

έναν ή περισσότερους διαλειτουργικούς κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους κατά τη διαδικασία του άρθρου 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

9)

«γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης»: κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υφίσταται ζημίες για οποιονδήποτε λόγο εκτός από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, αποτυχιών ή περιστατικών απάτης που αφορούν την επιχείρηση, τη θεματοφυλακή, τις επενδύσεις ή είναι νομικής ή λειτουργικής φύσης, συμπεριλαμβανομένων αποτυχιών που είναι αποτέλεσμα κυβερνοεπιθέσεων·

10)

«σχέδιο εξυγίανσης»: το σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίζεται για έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, κατά το άρθρο 12·

11)

«δράση εξυγίανσης»: απόφαση να τεθεί ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπό εξυγίανση, κατά το άρθρο 22, η εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης ή η άσκηση μίας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης·

12)

«εκκαθαριστικό μέλος»: εκκαθαριστικό μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

13)

«μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

14)

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP) τρίτης χώρας»: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος του οποίου η εταιρική έδρα είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα·

15)

«συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού (set-off)»: συμφωνία βάσει της οποίας δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που οφείλονται μεταξύ του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και ενός αντισυμβαλλομένου μπορούν να συμψηφίζονται η μία με την άλλη·

16)

«υποδομή χρηματοπιστωτικής αγοράς» ή «ΥΧΑ»: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, κεντρικό αποθετήριο αξιών, αρχείο καταγραφής συναλλαγών, σύστημα πληρωμών ή άλλο σύστημα που ορίζεται και καθορίζεται από ένα κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 2 στοιχείο α) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

17)

«τόπος διαπραγμάτευσης»: τόπος διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 4) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

18)

«πελάτης»: ο πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

19)

«O-SII»: άλλο συστημικά σημαντικό ίδρυμα όπως αναφέρεται στο άρθρο 131 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

20)

«έμμεσος πελάτης»: επιχείρηση που έχει συνάψει συμφωνίες έμμεσης εκκαθάρισης με εκκαθαριστικό μέλος, κατά την έννοια του άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

21)

«διαλειτουργικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος με τον οποίο έχει συναφθεί συμφωνία διαλειτουργικότητας·

22)

«σχέδιο ανάκαμψης»: σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίζεται και διατηρείται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατά το άρθρο 9·

23)

«συμβούλιο»: το διοικητικό ή το εποπτικό συμβούλιο, ή και τα δύο, συσταθέντα κατά το εθνικό εταιρικό δίκαιο και κατά το άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

24)

«εποπτικό σώμα»: το σώμα που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

25)

«κεφάλαιο»: το κεφάλαιο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

26)

«γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης»: οι γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης κατά το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

27)

«κρίσιμες λειτουργίες»: οι δραστηριότητες, οι υπηρεσίες ή οι εργασίες που παρέχονται σε τρίτους εκτός του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η διακοπή των οποίων ενδέχεται να οδηγήσει σε διαταραχή της παροχής υπηρεσιών ζωτικής σημασίας για την πραγματική οικονομία ή να διαταράξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, λόγω του μεγέθους, του μεριδίου αγοράς, της εξωτερικής και εσωτερικής διασυνδεσιμότητας, της πολυπλοκότητας ή των διασυνοριακών δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ιδίως σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης των εν λόγω δραστηριοτήτων, υπηρεσιών ή εργασιών·

28)

«όμιλος»: όμιλος οριζόμενος στο άρθρο 2 σημείο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

29)

«συνδεδεμένη FMI»: FMI με την οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει συνάψει συμβατικές ρυθμίσεις και συμφωνίες διαλειτουργικότητας·

30)

«έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη»: κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη σε υπερεθνικό επίπεδο που, αν παρεχόταν σε εθνικό επίπεδο, θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

31)

«χρηματοπιστωτικές συμβάσεις»: συμβάσεις και συμφωνίες όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 100) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

32)

«κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας»: συλλογικές διαδικασίες οι οποίες προϋποθέτουν την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, συνεπάγονται τη μερική ή ολική πτωχευτική του απαλλοτρίωση και το διορισμό συνδίκου, και κανονικά εφαρμόζονται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους βάσει του εθνικού δικαίου και είτε αφορούν ειδικά αυτούς είτε εφαρμόζονται αδιακρίτως σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

33)

«μέσα ιδιοκτησίας»: μετοχές, άλλα μέσα που συνεπάγονται την κτήση κυριότητας, μέσα που είναι μετατρέψιμα σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή παρέχουν το δικαίωμα απόκτησής τους, και μέσα που ενσωματώνουν δικαιώματα επί μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

34)

«ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας»: η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί η μακροπροληπτική πολιτική που αναφέρεται στη Σύσταση Β1 της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τη μακροπροληπτική εντολή των εθνικών αρχών (ΕΣΣΚ/2011/3)·

35)

«κεφάλαιο εκκαθάρισης»: το κεφάλαιο εκκαθάρισης το οποίο διατηρεί ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατά το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

36)

«προχρηματοδοτημένοι πόροι»: πόροι που βρίσκονται στην κατοχή και στην ελεύθερη διάθεση του σχετικού νομικού προσώπου·

37)

«ανώτατα διοικητικά στελέχη»: το ή τα πρόσωπα τα οποία διευθύνουν ουσιαστικά τις δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και το ή τα εκτελεστικά μέλη του συμβουλίου·

38)

«αρχείο καταγραφής συναλλαγών»: αρχείο καταγραφής συναλλαγών, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή στο άρθρο 3 πρώτο εδάφιο σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 (19)·

39)

«πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις»: το πλαίσιο που έχει καθοριστεί με τα άρθρα 107, 108 και 109 της ΣΛΕΕ και με τους κανονισμούς και όλες τις πράξεις της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των κατευθυντήριων γραμμών, κοινοποιήσεων και ανακοινώσεων, που έχουν διατυπωθεί ή εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 4 ή του άρθρου 109 της ΣΛΕΕ·

40)

«χρεωστικά μέσα»: ομόλογα ή άλλες μορφές μη εξασφαλισμένων μεταβιβάσιμων οφειλών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων·

41)

«αρχικό περιθώριο»: τα περιθώρια ασφαλείας που συλλέγονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για την κάλυψη του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος σε εκκαθαριστικά μέλη που παρέχουν το περιθώριο και, κατά περίπτωση, τους διαλειτουργικά συνδεδεμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους στο διάστημα μεταξύ της τελευταίας συλλογής περιθωρίων ασφαλείας και της εκκαθάρισης των θέσεων μετά την αθέτηση των υποχρεώσεων εκκαθαριστικού μέλους ή ενός διαλειτουργικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

42)

«περιθώριο διαφορών αποτίμησης»: περιθώρια που εισπράττονται ή καταβάλλονται ανάλογα με τα τρέχοντα ανοίγματα που προκύπτουν από πραγματικές μεταβολές των τιμών της αγοράς·

43)

«πρόσκληση καταβολής μετρητών για την εξυγίανση»: αίτημα παροχής πόρων σε μετρητά από τα εκκαθαριστικά μέλη στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, επιπροσθέτως των προχρηματοδοτημένων πόρων, βάσει των εξουσιών που διαθέτει εκ του νόμου μια αρχή εξυγίανσης, κατά το άρθρο 31·

44)

«πρόσκληση καταβολής μετρητών για την ανάκαμψη»: αίτημα, διαφορετικό από την πρόσκληση καταβολής μετρητών για την εξυγίανση, για παροχή πόρων σε μετρητά από τα εκκαθαριστικά μέλη στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, επιπροσθέτως των προχρηματοδοτημένων πόρων, βάσει των συμβατικών ρυθμίσεων που προβλέπονται στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

45)

«εξουσίες μεταβίβασης»: οι εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και δ) για τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, χρεωστικών μέσων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή στοιχείων παθητικού ή οποιουδήποτε συνδυασμού των εν λόγω στοιχείων από έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση προς αποδέκτη·

46)

«παράγωγα»: τα παράγωγα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 5) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

47)

«συμφωνία συμψηφισμού»: συμφωνία βάσει της οποίας ένας αριθμός απαιτήσεων ή υποχρεώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close-out netting), βάσει των οποίων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση (όπως ή όπου και να ορίζεται), επισπεύδεται η λήξη των υποχρεώσεων των μερών, ούτως ώστε να καθίστανται άμεσα απαιτητές ή να λήγουν, και σε κάθε περίπτωση να μετατρέπονται σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση ή να αντικαθίστανται από αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των «ρητρών εκκαθαριστικού συμψηφισμού», όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) σημείο i) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ και του «συμψηφισμού» (netting), όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ια) της οδηγίας 98/26/ΕΚ (20)

48)

«μέτρο πρόληψης κρίσεων»: η άσκηση εξουσιών, ώστε ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να υποχρεωθεί να λάβει μέτρα για την αποκατάσταση των ελλείψεων στο σχέδιο ανάκαμψής του κατά το άρθρο 10 παράγραφοι 8 και 9, η άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης κατά το άρθρο 16, ή η εφαρμογή ενός μέτρου έγκαιρης παρέμβασης κατά το άρθρο 18·

49)

«δικαίωμα καταγγελίας»: το δικαίωμα καταγγελίας μιας σύμβασης, το δικαίωμα επίσπευσης, εκκαθάρισης (close out), αλληλοσυμψηφισμού (set-off) ή συμψηφισμού των υποχρεώσεων, ή κάθε παρόμοια διάταξη που αναστέλλει, τροποποιεί ή εξαλείφει υποχρέωση ενός συμβαλλόμενου μέρους της σύμβασης, ή διάταξη η οποία εμποδίζει τη γένεση, στο πλαίσιο της σύμβασης, υποχρέωσης η οποία διαφορετικά θα είχε προκύψει·

50)

«συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων»: συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ·

51)

«καλυμμένο ομόλογο»: το καλυμμένο ομόλογο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21)·

52)

«διαδικασία εξυγίανσης σε τρίτη χώρα»: δράση βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας για τη διαχείριση της πτώχευσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας, η οποία είναι συγκρίσιμη, ως προς τους στόχους και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με τις δράσεις εξυγίανσης βάσει του παρόντος κανονισμού·

53)

«σχετικές εθνικές αρχές»: οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές ή τα αρμόδια υπουργεία, που ορίζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ή άλλες αρχές των κρατών μελών που έχουν αρμοδιότητα όσον αφορά στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης στην περιοχή δικαιοδοσίας τους·

54)

«σχετική αρχή τρίτης χώρας»: αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων με εκείνα των αρχών εξυγίανσης ή των αρμοδίων αρχών, κατά τον παρόντα κανονισμό·

ΤΙΤΛΟΣ II

ΑΡΧΕΣ, ΣΩΜΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Τμήμα I

Αρχές εξυγίανσης, σώματα εξυγίανσης και συμμετοχή των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών

Άρθρο 3

Ορισμός των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων υπουργείων

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή περισσότερες αρχές εξυγίανσης οι οποίες εξουσιοδοτούνται να χρησιμοποιούν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκούν τις εξουσίες εξυγίανσης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Οι αρχές εξυγίανσης είναι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αρμόδια υπουργεία, δημόσιες διοικητικές αρχές ή άλλες αρχές στις οποίες έχουν ανατεθεί δημόσιες διοικητικές εξουσίες.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εμπειρογνωσία, τους πόρους και την επιχειρησιακή ικανότητα να εφαρμόζουν μέτρα εξυγίανσης και να ασκούν τις εξουσίες τους με την ταχύτητα και την ευελιξία που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.

3.   Όταν η αρχή εξυγίανσης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου είναι επιφορτισμένη με άλλα καθήκοντα, προβλέπονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και όλων των άλλων καθηκόντων της. Ειδικότερα, θεσπίζονται ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργικής ανεξαρτησίας, συμπεριλαμβανομένων του χωριστού προσωπικού, των γραμμών αναφοράς και της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της εν λόγω αρχής εξυγίανσης, από τα καθήκοντα τα οποία μπορεί να εκτελεί η αρχή εξυγίανσης κατά το άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ως αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και από τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί η αρχή εξυγίανσης ως αρμόδια αρχή των εκκαθαριστικών μελών, που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

4.   Οι απαιτήσεις της παραγράφου 3 δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο οι γραμμές αναφοράς να συγκλίνουν στο υψηλότερο επίπεδο ενός οργανισμού που περιλαμβάνει διαφορετικές λειτουργίες ή αρχές, ή το προσωπικό να μπορεί, υπό προκαθορισμένες συνθήκες, να είναι κοινό μεταξύ των άλλων λειτουργιών που ανατίθενται στην αρχή εξυγίανσης για να αντιμετωπίσει προσωρινά τον φόρτο εργασίας, ή η αρχή εξυγίανσης να μπορεί να επωφεληθεί από την εμπειρογνωμοσύνη του κοινού προσωπικού.

5.   Οι αρχές που ασκούν λειτουργίες εποπτείας και εξυγίανσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και του παρόντος κανονισμού καθώς και τα πρόσωπα που ασκούν αυτά τα καθήκοντα εξ ονόματός τους συνεργάζονται στενά κατά την προετοιμασία, τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αποφάσεων εξυγίανσης, τόσο όταν η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή είναι χωριστές οντότητες όσο και όταν τα καθήκοντα ασκούνται από την ίδια οντότητα.

6.   Οι αρχές εξυγίανσης εκδίδουν και δημοσιοποιούν τον εσωτερικό κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο και τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των διάφορων λειτουργικών τομέων.

7.   Τα κράτη μέλη στα οποία δεν έχει εγκατασταθεί κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορούν να παρεκκλίνουν από τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 εκτός όσον αφορά τις ρυθμίσεις για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων.

8.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα μόνον υπουργείο ως υπεύθυνο για την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθενται κατά τον παρόντα κανονισμό.

9.   Όταν η αρχή εξυγίανσης σε ένα κράτος μέλος δεν είναι το αρμόδιο υπουργείο, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, το αρμόδιο υπουργείο για τις αποφάσεις της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από το εθνικό δίκαιο, λαμβάνει την έγκρισή του πριν εφαρμόσει αποφάσεις που έχουν άμεσο δημοσιονομικό αντίκτυπο ή συστημικές συνέπειες με πιθανό άμεσο δημοσιονομικό αντίκτυπο.

10.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ESMA), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, τις αρχές εξυγίανσης που ορίζονται κατά την παράγραφο 1.

11.   Αν ένα κράτος μέλος ορίσει περισσότερες από μία αρχές εξυγίανσης κατά την παράγραφο 1, η κοινοποίηση κατά την παράγραφο 10 περιλαμβάνει τα εξής:

α)

την αιτιολογία του εν λόγω πολλαπλού ορισμού·

β)

την κατανομή καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ των εν λόγω αρχών·

γ)

τον τρόπο με τον οποίο συντονίζονται· και

δ)

την αρχή εξυγίανσης που ορίζεται ως αρχή επικοινωνίας για τους σκοπούς της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών.

12.   Η ESMA δημοσιεύει κατάλογο των αρχών εξυγίανσης και των αρχών επικοινωνίας που κοινοποιούνται κατά την παράγραφο 10.

Άρθρο 4

Σώματα εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου συστήνει σώμα εξυγίανσης, το οποίο διαχειρίζεται και στο οποίο προεδρεύει, για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 12, 15 και 16 και για τη διασφάλιση της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αρχές που είναι μέλη του σώματος εξυγίανσης και, κατά περίπτωση, της συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών.

Τα σώματα εξυγίανσης παρέχουν ένα πλαίσιο εντός του οποίου οι αρχές εξυγίανσης και λοιπές συναφείς αρχές εκτελούν τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, μεταξύ άλλων λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό αντίκτυπο της εφαρμογής του σχεδίου εξυγίανσης, για την εφαρμογή των προπαρασκευαστικών και προληπτικών μέτρων και για την εξυγίανση·

β)

κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, κατά το άρθρο 12·

γ)

εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, κατά το άρθρο 15·

δ)

εντοπισμός, αντιμετώπιση και εξάλειψη των κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, κατά το άρθρο 16·και

ε)

συντονισμός της γνωστοποίησης των στρατηγικών και των μηχανισμών εξυγίανσης στο κοινό.

2.   Μέλη του σώματος εξυγίανσης είναι:

α)

η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης των εκκαθαριστικών μελών του άρθρου 18 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στο πλαίσιο των καθηκόντων που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού που της ανατίθενται κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (22) και του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) στο πλαίσιο του ρόλου του ως αρμόδιας αρχής εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων εντός του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης που του ανατίθεται κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014·

δ)

οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης των εκκαθαριστικών μελών, πλην των αναφερομένων στο στοιχείο γ). Οι εν λόγω αρχές ενημερώνουν την αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αιτιολογούν τη συμμετοχή τους στο σώμα βάσει της αξιολόγησής τους όσον αφορά τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει η εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του αντίστοιχου κράτους μέλους τους·

ε)

οι αρμόδιες αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης των πελατών των εκκαθαριστικών μελών, υπό την προϋπόθεση ότι το σώμα δεν έχει ήδη μέλος από το οικείο κράτος μέλος τους κατά τα στοιχεία γ), δ), στ), ζ) ή η). Οι εν λόγω αρχές ενημερώνουν την αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αιτιολογούν τη συμμετοχή τους στο σώμα βάσει της αξιολόγησής τους όσον αφορά τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει η εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του αντίστοιχου κράτους μέλους τους·

στ)

οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 18 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ζ)

οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων του άρθρου 18 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

η)

οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 18 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

θ)

τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ι)

οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ια)

οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης των ενωσιακών νομισμάτων των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, πλην όσων αναφέρονται στο στοιχείο ι). Οι εν λόγω κεντρικές τράπεζες έκδοσης ενημερώνουν την αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αιτιολογούν τη συμμετοχή τους στο σώμα βάσει της αξιολόγησής τους όσον αφορά τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει η εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στο αντίστοιχο νόμισμα έκδοσης·

ιβ)

η αρμόδια αρχή της μητρικής επιχείρησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, κατά περίπτωση·

ιγ)

το αρμόδιο υπουργείο, αν η αρχή εξυγίανσης που αναφέρεται στο στοιχείο α) δεν είναι το αρμόδιο υπουργείο·

ιδ)

η ESMA· και

ιε)

η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Η ESMA, η ΕΑΤ και οι αρχές που αναφέρονται στα στοιχεία γδ), ε), ι) και ια) της παραγράφου 2 δεν έχουν δικαίωμα ψήφου σε σώματα εξυγίανσης.

Όταν η ΕΚΤ είναι μέλος του σώματος δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχεία γ) και ι) του παρόντος άρθρου, διαθέτει δύο ψήφους στο σώμα.

4.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης των εκκαθαριστικών μελών που είναι εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες και οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών με τους οποίους ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει καθιερώσει ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας μπορεί να κληθούν να συμμετάσχουν στο σώμα εξυγίανσης ως παρατηρητές. Η παρουσία τους επιτρέπεται υπό τον όρο ότι οι εν λόγω αρχές υπόκεινται σε ισοδύναμες απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, κατά την κρίση της αρχής εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου και του προέδρου του σώματος εξυγίανσης, με εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 73.

Η συμμετοχή των αρχών τρίτων χωρών στο σώμα εξυγίανσης μπορεί να περιορίζεται στην εξέταση επιλεγμένων διασυνοριακών προβλημάτων επιβολής, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

αποτελεσματική και συντονισμένη επιβολή των δράσεων εξυγίανσης, ιδίως κατά τα άρθρα 53 και 77·

β)

εντοπισμός και άρση ενδεχόμενων κωλυμάτων στην αποτελεσματική δράση εξυγίανσης που ενδέχεται να προκύψουν από τις διαφορετικές νομοθεσίες που διέπουν τις εξασφαλίσεις, τον συμψηφισμό και τις συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού (set-off) και τις διαφορετικές εξουσίες ή στρατηγικές ανάκαμψης και εξυγίανσης·

γ)

εντοπισμός και συντονισμός όλων των νέων απαιτήσεων περί χορηγήσεων αδειών, αναγνωρίσεων ή αδειοδοτήσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης έγκαιρης εκτέλεσης των δράσεων εξυγίανσης·

δ)

πιθανή αναστολή τυχόν υποχρέωσης εκκαθάρισης για τις σχετικές κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που επηρεάζονται από την εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά το άρθρο 6α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή με οποιαδήποτε άλλη ισοδύναμη διάταξη κατά την εθνική νομοθεσία της οικείας τρίτης χώρας·

ε)

πιθανή επίδραση των διαφορετικών ωριαίων ατράκτων στην προβλεπόμενη λήξη του ωραρίου εργασίας σχετικά με το κλείσιμο των συναλλαγών.

5.   Η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ως πρόεδρος του σώματος εξυγίανσης είναι επιφορτισμένη με τα εξής καθήκοντα:

α)

θεσπίζει γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης·

β)

συντονίζει όλες τις δραστηριότητες του σώματος εξυγίανσης·

γ)

συγκαλεί και προεδρεύει σε όλες τις συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης·

δ)

ενημερώνει πλήρως, εκ των προτέρων, όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τη διοργάνωση των συνεδριάσεων του σώματος εξυγίανσης, τα κύρια θέματα προς συζήτηση στις εν λόγω συνεδριάσεις και τα σημεία που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στις συζητήσεις·

ε)

αποφασίζει αν και ποιες αρχές τρίτων χωρών προσκαλούνται να παρευρεθούν σε συγκεκριμένες συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης κατά την παράγραφο 4·

στ)

διευκολύνει, προωθεί και συντονίζει την έγκαιρη ανταλλαγή όλων των σχετικών πληροφοριών μεταξύ των μελών του σώματος εξυγίανσης· και

ζ)

ενημερώνει εγκαίρως όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα αυτών των συνεδριάσεων.

6.   Για να διευκολυνθεί η εκπλήρωση των καθηκόντων που ανατίθενται στο σώμα, τα μέλη του σώματος που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δικαιούνται να συνεισφέρουν στη διαμόρφωση της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων του σώματος, ιδίως με την προσθήκη σημείων στην ημερήσια διάταξη μιας συνεδρίασης.

7.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εξυγίανσης στο σύνολο της Ένωσης, η ESMA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει το περιεχόμενο των γραπτών ρυθμίσεων και διαδικασιών για τη λειτουργία των σωμάτων εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Κατά την εκπόνηση των εν λόγω ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ESMA λαμβάνει υπόψη τις σχετικές διατάξεις των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται βάσει του άρθρου ης οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία συμπλήρωσης του παρόντος κανονισμού διά της εκδόσεως των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσης παραγράφου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 5

Επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της ESMA

1.   Η ESMA ιδρύει επιτροπή εξυγίανσης («Επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της ESMA») κατά το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με σκοπό την προετοιμασία των αποφάσεων που ανατίθενται στην ESMA στον παρόντα κανονισμό, εκτός από τις αποφάσεις που εκδίδονται κατά το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού.

Η Επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της ESMA προωθεί επίσης την κατάρτιση και τον συντονισμό των σχεδίων εξυγίανσης και την ανάπτυξη μεθόδων για την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης.

2.   Η Επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της ESMA αποτελείται από τις κεντρικές αρχές που ορίζονται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1.

Οι αρχές του άρθρου 4 παράγραφος 2 σημεία i) και v) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 προσκαλούνται να συμμετάσχουν στην Επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της ESMA ως παρατηρητές.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η ESMA συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (ΕΑΑΕΣ) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) και την ΕΑΤ στο πλαίσιο της Μεικτής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, η οποία έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η ESMA εξασφαλίζει διαρθρωτικό διαχωρισμό μεταξύ της Επιτροπής εξυγίανσης στο πλαίσιο της ESMA και των λοιπών καθηκόντων που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 6

Συνεργασία μεταξύ αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές, οι αρχές εξυγίανσης και η ESMA συνεργάζονται στενά για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της φάσης της ανάκαμψης, η αρμόδια αρχή και τα μέλη του εποπτικού σώματος θα πρέπει να συνεργάζονται και να επικοινωνούν αποτελεσματικά με την αρχή εξυγίανσης, ώστε η αρχή εξυγίανσης να μπορεί να ενεργεί εγκαίρως.

2.   Η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και οι αρχές εξυγίανσης των εκκαθαριστικών μελών συνεργάζονται στενά με στόχο να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχουν κωλύματα στην εξυγίανση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται με την ESMA για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ESMA όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της, κατά το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 2

Λήψη αποφάσεων και διαδικασίες

Άρθρο 7

Γενικές αρχές όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων

Οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και η ESMA λαμβάνουν υπόψη όλες τις ακόλουθες αρχές και πτυχές κατά τη λήψη αποφάσεων και την ανάληψη δράσης δυνάμει του παρόντος κανονισμού:

α)

η αποτελεσματικότητα και αναλογικότητα οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης σε σχέση με μεμονωμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο είναι εγγυημένες, λαμβανομένων υπόψη τουλάχιστον των ακόλουθων παραγόντων:

i)

τη νομική μορφή, την ιδιοκτησία και την οργανωτική δομή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, τυχόν αλληλεξαρτήσεων εντός του ομίλου στον οποίο ανήκει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος·

ii)

τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ιδίως το μέγεθος, τη δομή και τη ρευστότητα υπό ακραίες συνθήκες των αγορών που εξυπηρετεί·

iii)

τη διάρθρωση, τη φύση και την ποικιλομορφία των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου καθώς και, στον βαθμό που υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες, του δικτύου πελατών και έμμεσων πελατών των εκκαθαριστικών μελών του·

iv)

την υποκαταστασιμότητα των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στις αγορές που εξυπηρετεί·

v)

τη διασυνδεσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με άλλες υποδομές της χρηματοπιστωτικής αγοράς, τόπους διαπραγμάτευσης, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και με το χρηματοπιστωτικό σύστημα εν γένει·

vi)

κατά πόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε εκκαθάριση σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων η οποία έχει ορισθεί ότι υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (EE) αριθ. 648/2012· και

vii)

πραγματικές ή δυνητικές συνέπειες των παραβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 και στο άρθρο 22 παράγραφος 2.

β)

οι επιταγές της αποτελεσματικότητας, της επικαιρότητας, του κατεπείγοντος χαρακτήρα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, όταν απαιτείται, και της διατήρησης του κόστους στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο παρατηρούνται κατά τη λήψη των αποφάσεων και την ανάληψη δράσης, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα το μέγιστο δυνατό μετριασμό της διαταραχής της αγοράς·

γ)

αποφεύγεται η χρήση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ότι η στήριξη αυτή είναι διαθέσιμη και χρησιμοποιείται μόνο ως ύστατη λύση και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 45 και ότι δεν δημιουργείται καμία προσδοκία δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης·

δ)

οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και οι λοιπές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι λαμβάνονται αποφάσεις και αναλαμβάνεται δράση με συντονισμένο και αποτελεσματικό τρόπο·

ε)

οι ρόλοι και οι ευθύνες των αρμοδίων αρχών σε κάθε κράτος μέλος καθορίζονται σαφώς·

στ)

τα συμφέροντα των κρατών μελών όπου ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει υπηρεσίες, και όπου είναι εγκατεστημένα τα εκκαθαριστικά μέλη του και, εφόσον διατίθενται οι σχετικές πληροφορίες, οι πελάτες τους και έμμεσοι πελάτες τους, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι εν λόγω πελάτες ή έμμεσοι πελάτες ορίζονται από τα κράτη μέλη ως O-SIIs και τυχόν συνδεδεμένες FMI, συμπεριλαμβανομένων των διαλειτουργικών κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και, ειδικότερα, ο αντίκτυπος οποιασδήποτε απόφασης ή πράξης ή παράλειψης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή τους δημοσιονομικούς πόρους των εν λόγω κρατών μελών και της Ένωσης στο σύνολό της·

ζ)

οι αρχές εξυγίανσης και τα σώματα εξυγίανσης δεν μπορούν να επιβάλουν στα κράτη μέλη να παράσχουν έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη ούτε να σφετεριστούν τη δημοσιονομική κυριαρχία και τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών·

η)

τα συμφέροντα των θιγόμενων εκκαθαριστικών μελών και, εφόσον διατίθενται οι σχετικές πληροφορίες, των πελατών και των έμμεσων πελατών τους, των πιστωτών και άλλων εταίρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στα οικεία κράτη μέλη χρειάζεται να εξισορροπούνται διά της αποφυγής αθέμιτης βλάβης ή αθέμιτης προστασίας των συμφερόντων συγκεκριμένων οντοτήτων και της αποφυγής της άνισης κατανομής βαρών εντός και μεταξύ των κρατών μελών·

θ)

κάθε υποχρέωση, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, για διαβούλευση με αρχή προτού ληφθεί απόφαση ή αναληφθεί δράση συνεπάγεται τουλάχιστον την υποχρέωση διαβούλευσης όσον αφορά εκείνα τα στοιχεία της προτεινόμενης απόφασης ή δράσης που έχουν ή αναμένεται να έχουν: επιπτώσεις σε εκκαθαριστικά μέλη, πελάτες, συνδεδεμένες FMI ή τόπους διαπραγμάτευσης· ή αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του κράτους μέλους όπου βρίσκονται ή είναι εγκατεστημένα τα εκκαθαριστικά μέλη, οι πελάτες, οι συνδεδεμένες FMI ή οι τόποι διαπραγμάτευσης·

ι)

όταν μια αρχή εγείρει ζήτημα που αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει, η αρχή εξυγίανσης και το σώμα εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου το εξετάζουν ενδελεχώς και, εάν δεν λάβουν υπόψη τους τις ανησυχίες που εκφράζονται, εξηγούν γραπτώς τους σχετικούς λόγους·

ια)

υπάρχει συμμόρφωση με τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 12, εκτός εάν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, η απόκλιση από τα εν λόγω σχέδια είναι απαραίτητη για την αποτελεσματικότερη επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης·

ιβ)

διασφαλίζεται η διαφάνεια έναντι των αρμόδιων αρχών όπου είναι δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, όταν μια σκοπούμενη απόφαση ή δράση είναι πιθανόν να έχει επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή στους δημοσιονομικούς πόρους κάθε συναφούς κράτους μέλους·

ιγ)

συντονίζονται και συνεργάζονται όσο το δυνατόν στενότερα, μεταξύ άλλων με στόχο να μειωθεί το συνολικό κόστος της εξυγίανσης· και

ιδ)

τα ακόλουθα ελαχιστοποιούνται, στο μέτρο του δυνατού: αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οποιασδήποτε απόφασης σε όλα τα κράτη μέλη όπου ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει υπηρεσίες και όπου έχουν την έδρα τους τα εκκαθαριστικά μέλη τους και, στον βαθμό που οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, οι πελάτες και οι έμμεσοι πελάτες τους, μεταξύ άλλων και όταν οι εν λόγω πελάτες ή έμμεσοι πελάτες ορίζονται από τα κράτη μέλη ως O-SIIs, και έχουν ορισθεί συνδεδεμένες FMI, συμπεριλαμβανομένων των διαλειτουργικών κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

Άρθρο 8

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και η ESMA, με δική τους πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, ανταλλάσσουν εγκαίρως όλες τις σχετικές πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρχές εξυγίανσης κοινολογούν εμπιστευτικές πληροφορίες παρασχεθείσες από αρχή τρίτης χώρας μόνον εφόσον η εν λόγω αρχή έχει δώσει εκ των προτέρων γραπτή συγκατάθεση προς τούτο.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης παρέχουν στο αρμόδιο υπουργείο όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις αποφάσεις ή τα μέτρα που απαιτούν κοινοποίηση, διαβούλευση ή συγκατάθεση του εν λόγω υπουργείου.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Σχεδιασμός της ανάκαμψης και της εξυγίανσης

Τμήμα 1

Σχεδιασμός της ανάκαμψης

Άρθρο 9

Σχέδια ανάκαμψης

1.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι καταρτίζουν και διατηρούν σχέδιο ανάκαμψης, το οποίο προβλέπει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε περίπτωση γεγονότων αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονότων μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρέωσης, και συνδυασμούς και των δύο ενδεχομένων, για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής τους ευρωστίας, χωρίς έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη και για να τους δοθεί η δυνατότητα να συνεχίσουν να παρέχουν κρίσιμες λειτουργίες έπειτα από σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης ή ύπαρξη κινδύνου να παραβιάσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

2.   Τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο σχέδιο ανάκαμψης:

α)

αντιμετωπίζουν ολοκληρωμένα και αποτελεσματικά όλους τους κινδύνους που αναδεικνύουν τα διάφορα σενάρια, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών ακάλυπτων ελλείψεων ρευστότητας·

β)

σε περίπτωση ζημιών λόγω αθέτησης υποχρεώσεων, διασφαλίζουν την αποκατάσταση αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου και τον πλήρη επιμερισμό των ακάλυπτων ζημιών στα εκκαθαριστικά μέλη, και στους πελάτες αυτών εφόσον οι εν λόγω πελάτες είναι άμεσοι πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου, και στους μετόχους, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων μερών·

γ)

περιλαμβάνουν ρυθμίσεις απορρόφησης ζημιών που επαρκούν για την κάλυψη των ζημιών που ενδέχεται να προκύψουν από κάθε είδους γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρεώσεων· και

δ)

καθιστούν δυνατή την αναπλήρωση των χρηματοπιστωτικών πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του, σε επαρκές επίπεδο προκειμένου ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και να στηρίζει την αδιάλειπτη και έγκαιρη εκτέλεση των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

3.   Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει πλαίσιο δεικτών, βάσει του προφίλ κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπου προσδιορίζονται οι περιστάσεις υπό τις οποίες πρόκειται να λαμβάνονται τα μέτρα του σχεδίου ανάκαμψης. Οι δείκτες μπορούν να είναι είτε ποιοτικού είτε ποσοτικού χαρακτήρα και αφορούν την οικονομική ευρωστία και την επιχειρησιακή βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και θα πρέπει να επιτρέπουν την έγκαιρη λήψη μέτρων ανάκαμψης ώστε να παρέχεται επαρκής χρόνος για την υλοποίηση του σχεδίου.

4.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εφαρμόζουν κατάλληλες ρυθμίσεις για την τακτική παρακολούθηση των δεικτών που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν έκθεση στις οικίες αρμόδιες αρχές σχετικά με το αποτέλεσμα της εν λόγω παρακολούθησης. Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν πληροφορίες στο εποπτικό σώμα, όταν κρίνουν ότι οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές.

5.   Η ESMA, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, κατά το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, προκειμένου να διευκρινίσει τον ελάχιστο κατάλογο ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνουν στους κανόνες λειτουργίας τους διατάξεις που περιγράφουν τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθήσουν όταν, για να επιτύχουν τους σκοπούς της διαδικασίας ανάκαμψης, προτείνουν:

α)

να λάβουν μέτρα εξ αυτών που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψής τους, παρά το γεγονός ότι δεν πληρούνται οι σχετικοί δείκτες· ή

β)

να μη λάβουν μέτρα εξ αυτών που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψής τους, παρά το γεγονός ότι πληρούνται οι σχετικοί δείκτες.

Κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παρούσας παραγράφου και η αιτιολόγησή της κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή χωρίς καθυστέρηση.

7.   Αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προτίθεται να ενεργοποιήσει το σχέδιο ανάκαμψής του, ενημερώνει την αρμόδια αρχή σχετικά με τη φύση και το μέγεθος των προβλημάτων που έχει εντοπίσει, περιγράφοντας όλες τις σχετικές περιστάσεις και αναφέροντας τα μέτρα ανάκαμψης ή άλλα μέτρα που προτίθεται να λάβει για την αντιμετώπιση της κατάστασης, καθώς και το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για την αποκατάσταση της οικονομικής του ευρωστίας μέσω της χρήσης των εν λόγω μέτρων.

Όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι ένα μέτρο ανάκαμψης που προτίθεται να λάβει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να προκαλέσει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή δεν είναι πιθανό να αποδώσει, δύναται να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να μην προβεί στη λήψη του εν λόγω μέτρου.

Αφού λάβει την κοινοποίηση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή αξιολογεί αμέσως αν οι περιστάσεις απαιτούν τη χρήση εξουσιών έγκαιρης παρέμβασης κατά το άρθρο 18.

8.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμελλητί την αρχή εξυγίανσης και το εποπτικό σώμα, και η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει αμελλητί το σώμα εξυγίανσης, για κάθε κοινοποίηση που λαμβάνεται κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 και με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 καθώς και για κάθε επακόλουθη οδηγία από την αρμόδια αρχή κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7.

Όταν η αρμόδια αρχή ενημερώνεται κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, περιορίζει ή απαγορεύει οποιαδήποτε αμοιβή για συμμετοχικό κεφάλαιο και για μέσα που αντιμετωπίζονται ως συμμετοχικό κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής μερισμάτων και της επαναγοράς ιδίων μετοχών από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό χωρίς να προξενεί γεγονός αθέτησης υποχρέωσης, και δύναται να περιορίζει ή να απαγορεύει κάθε καταβολή μεταβλητών αποδοχών όπως αυτή ορίζεται από την πολιτική αποδοχών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά το άρθρο 26 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή αποζημιώσεων διακοπής της εργασιακής σχέσης προς τα ανώτατα διοικητικά στελέχη όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

9.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι επανεξετάζουν, δοκιμάζουν και, όπου αρμόζει, επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους τουλάχιστον άπαξ ετησίως και σε κάθε περίπτωση έπειτα από οποιαδήποτε μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή τους ή στις δραστηριότητες ή στην οικονομική τους κατάσταση η οποία ενδέχεται να επηρεάσει ουσιωδώς τα εν λόγω σχέδια ή να απαιτήσει άλλως τροποποίηση των σχεδίων. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους σε συχνότερη βάση.

10.   Τα σχέδια ανάκαμψης καταρτίζονται σύμφωνα με το τμήμα Α του παραρτήματος και λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές αλληλεξαρτήσεις εντός του ομίλου στον οποίο ανήκει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να περιλαμβάνουν πρόσθετες πληροφορίες στα σχέδια ανάκαμψής τους. Όπου αρμόζει, η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή της μητρικής επιχείρησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

11.   Τα σχέδια ανάκαμψης:

α)

δεν θεωρούν δεδομένη την πρόσβαση ή τη λήψη έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα ή στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου·

β)

λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερόμενων μερών που ενδέχεται να επηρεαστούν από το σχέδιο, συμπεριλαμβανομένων των εκκαθαριστικών μελών και, στον βαθμό που οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, των άμεσων και έμμεσων πελατών τους· και

γ)

διασφαλίζουν ότι τα εκκαθαριστικά μέλη δεν έχουν απεριόριστα ανοίγματα έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και ότι οι δυνητικές ζημίες και οι ελλείψεις ρευστότητας των ενδιαφερόμενων μερών είναι διαφανείς, μετρήσιμες, διαχειρίσιμες και ελέγξιμες.

12.   Η ESMA, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, κατά το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω το φάσμα καταστάσεων που θα πρέπει να εξετάζεται για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Κατά την έκδοση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, η ESMA λαμβάνει υπόψη, κατά περίπτωση, εποπτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.

13.   Αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αποτελεί μέρος ενός ομίλου και το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει συμβατικές συμφωνίες στήριξης από τη μητρική εταιρεία ή από τον όμιλο, το σχέδιο ανάκαμψης εξετάζει σενάρια στο πλαίσιο των οποίων δεν μπορούν να τηρηθούν οι εν λόγω συμφωνίες.

14.   Σε συνέχεια γεγονότων σχετιζόμενων ή μη με αθέτηση υποχρέωσης, ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί πρόσθετο ποσό των προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων του, πριν από τη χρήση των ρυθμίσεων και μέτρων που αναφέρονται στο τμήμα Α σημείο 15 του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού. Το εν λόγω ποσό δεν είναι χαμηλότερο από 10 %, ούτε υψηλότερο από 25 % των κεφαλαιακών απαιτήσεων βάσει κινδύνου που υπολογίζονται κατά το άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Για τη συμμόρφωση με την απαίτηση αυτή, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να χρησιμοποιεί το ποσό του κεφαλαίου που κατέχει, επιπρόσθετα των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεών του, προκειμένου να συμμορφωθεί με το όριο κοινοποίησης που αναφέρεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε βάσει του άρθρο 16 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

15.   Η ESMA, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ και μετά από διαβούλευση με το ΕΣΚΤ, εκπονεί σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό της μεθοδολογίας υπολογισμού και διατήρησης του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων προς χρήση κατά την παράγραφο 14. Κατά την εκπόνηση των εν λόγω τεχνικών προτύπων, η ESMA λαμβάνει υπόψη όλα τα ακόλουθα:

α)

τη δομή και την εσωτερική οργάνωση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους·

β)

τη δομή των κινήτρων των μετόχων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, της διοίκησης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, των εκκαθαριστικών μελών των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των πελατών αυτών των εκκαθαριστικών μελών·

γ)

την καταλληλότητα για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, ανάλογα με τα νομίσματα στα οποία είναι εκφρασμένα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκκαθαρίζουν, τα νομίσματα που γίνονται δεκτά ως εξασφάλιση και τον κίνδυνο που απορρέει από τις δραστηριότητές τους, ιδίως όταν δεν εκκαθαρίζουν εξωχρηματιστηριακά παράγωγα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 7) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, της επένδυσης του εν λόγω πρόσθετου ποσού ειδικών ιδίων πόρων σε στοιχεία ενεργητικού διαφορετικά από εκείνα του άρθρου 47 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού· και

δ)

τους κανόνες που ισχύουν για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών και τις πρακτικές αυτών, καθώς και τις διεθνείς εξελίξεις σχετικά με την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, προκειμένου να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης με διεθνείς δραστηριότητες, και η ανταγωνιστικότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης σε σύγκριση με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης στην Ένωση.

Όταν η ESMA καταλήγει στο συμπέρασμα, βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου, ότι ορισμένοι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να επενδύουν το εν λόγω πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων σε στοιχεία εκτός εκείνων του άρθρου 47 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, προσδιορίζει επίσης:

α)

τη διαδικασία μέσω της οποίας, αν οι πόροι αυτοί δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να προσφεύγουν σε μέτρα ανάκαμψης που απαιτούν τη χρηματοδοτική συνεισφορά των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών.

β)

τη διαδικασία που ακολουθούν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι για να αποζημιώσουν στη συνέχεια τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη που αναφέρονται στο στοιχείο α) μέχρι του ποσού που πρέπει να χρησιμοποιηθεί κατά την παράγραφο 14 του εν λόγω άρθρου.

Η ESMA υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό διά της εκδόσεως των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου κατά τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

16.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αναπτύσσει κατάλληλους μηχανισμούς ώστε οι συνδεδεμένες FMI και τα ενδιαφερόμενα μέρη που θα αναλαμβάνουν ζημίες, θα υποβάλλονται σε δαπάνες ή θα συνεισφέρουν στην κάλυψη ελλείψεων ρευστότητας αν εφαρμοστεί το σχέδιο ανάκαμψης, να συμμετέχουν στη διαδικασία κατάρτισης του σχεδίου.

17.   Το συμβούλιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αξιολογεί, λαμβάνοντας υπόψη του τις συμβουλές της επιτροπής κινδύνου κατά το άρθρο 28 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης προτού το υποβάλει στην αρμόδια αρχή.

18.   Αν το συμβούλιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αποφασίσει να μην ακολουθήσει τις συμβουλές της επιτροπής κινδύνου, ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή κατά το άρθρο 28 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και εξηγεί την απόφασή του λεπτομερώς στην αρμόδια αρχή.

19.   Τα σχέδια ανάκαμψης ενσωματώνονται στην εταιρική διακυβέρνηση και στο γενικό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

20.   Τα μέτρα που προβλέπονται στα σχέδια ανάκαμψης και τα οποία δημιουργούν οικονομικές ή συμβατικές υποχρεώσεις για τα εκκαθαριστικά μέλη και, κατά περίπτωση, τους πελάτες και τους έμμεσους πελάτες, τις συνδεδεμένες FMI ή τους τόπους διαπραγμάτευσης ενσωματώνονται στους κανόνες λειτουργίας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

21.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι διασφαλίζουν ότι τα μέτρα που καθορίζονται στα σχέδια ανάκαμψης είναι εκτελεστά ανά πάσα στιγμή και σε όλες τις περιοχές δικαιοδοσίας όπου βρίσκονται τα εκκαθαριστικά μέλη, οι συνδεδεμένες FMI ή οι τόποι διαπραγμάτευσης.

22.   Η υποχρέωση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων να περιλαμβάνουν στα σχέδια ανάκαμψής τους το δικαίωμα να απευθύνουν πρόσκληση καταβολής μετρητών για την ανάκαμψη και, κατά περίπτωση, να μειώνουν την αξία τυχόν κερδών που καταβάλλουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι στα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη δεν ισχύει για τις οντότητες του άρθρου 1 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

23.   Τα εκκαθαριστικά μέλη ενημερώνουν τους πελάτες τους με σαφή και διαφανή τρόπο, εάν και με ποιον τρόπο μπορεί να τους επηρεάσουν τα μέτρα του σχεδίου ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Άρθρο 10

Αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης

1.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν τα οικεία σχέδια ανάκαμψης στην αρμόδια αρχή.

2.   Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει κάθε σχέδιο στο εποπτικό σώμα και στην αρχή εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει το σχέδιο ανάκαμψης και αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 εντός έξι μηνών από την υποβολή του σχεδίου και σε συντονισμό με το εποπτικό σώμα, κατά τη διαδικασία του άρθρου 11.

3.   Κατά την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης, η αρμόδια αρχή και το εποπτικό σώμα λαμβάνουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

α)

την κεφαλαιακή διάρθρωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, τον βαθμό πολυπλοκότητας της οργανωτικής δομής, τη δυνατότητα υποκατάστασης των δραστηριοτήτων του και το προφίλ κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους χρηματοοικονομικούς και λειτουργικούς κινδύνους και τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας·

β)

τον συνολικό αντίκτυπο που θα έχει η υλοποίηση του σχεδίου ανάκαμψης:

i)

στα εκκαθαριστικά μέλη και, εφόσον διατίθενται οι σχετικές πληροφορίες, στους πελάτες και έμμεσους πελάτες τους, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες έχουν οριστεί ως άλλα O-SIIs

ii)

σε τυχόν συνδεδεμένες FΜΙ·

iii)

στις χρηματοπιστωτικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων των τόπων διαπραγμάτευσης, που εξυπηρετούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο··και

iv)

στο χρηματοπιστωτικό σύστημα οποιουδήποτε κράτους μέλους και της Ένωσης στο σύνολό της·

γ)

κατά πόσον τα εργαλεία ανάκαμψης και η αλληλουχία τους όπως προσδιορίζονται από το σχέδιο ανάκαμψης δημιουργούν κατάλληλα κίνητρα για τους ιδιοκτήτες και τα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και όπου είναι εφικτό τους πελάτες τους, ανάλογα με την περίπτωση, ώστε αυτοί να περιστέλλουν το επίπεδο κινδύνου που εισάγουν ή διατρέχουν στο σύστημα, να παρακολουθούν την ανάληψη κινδύνου από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και τις δραστηριότητες διαχείρισης κινδύνου του τελευταίου και να συνδράμουν στη διαδικασία διαχείρισης αθέτησης υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

4.   Κατά την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης, η αρμόδια αρχή θεωρεί τις συμφωνίες στήριξης από τη μητρική εταιρεία ως έγκυρα στοιχεία του σχεδίου ανάκαμψης, μόνο εφόσον οι συμφωνίες αυτές είναι συμβατικά δεσμευτικές.

5.   Η αρχή εξυγίανσης εξετάζει το σχέδιο ανάκαμψης, προκειμένου να προσδιορίσει τα μέτρα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνατότητα εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Αν εντοπισθούν τέτοια μέτρα η αρχή εξυγίανσης εφιστά την προσοχή της αρμόδιας αρχής σε αυτά και προβαίνει σε συστάσεις στην αρμόδια αρχή σχετικά με τρόπους για να αντιμετωπιστεί ο δυσμενής αντίκτυπος των εν λόγω μέτρων στη δυνατότητα εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εντός δύο μηνών από τη διαβίβαση κάθε σχεδίου ανάκαμψης από την αρμόδια αρχή.

6.   Αν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να μη δώσει συνέχεια στις συστάσεις της αρχής εξυγίανσης κατά την παράγραφο 5, αιτιολογεί πλήρως την απόφασή της στην αρχή εξυγίανσης.

7.   Στις περιπτώσεις που η αρμόδια αρχή συμφωνεί με τις συστάσεις της αρχής εξυγίανσης, ή κρίνει, σε συντονισμό με το εποπτικό σώμα κατά το άρθρο 11, ότι υπάρχουν ουσιώδεις ελλείψεις στο σχέδιο ανάκαμψης ή ουσιώδη κωλύματα στην εφαρμογή του, ειδοποιεί τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και του δίνει τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις του.

8.   Η αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να υποβάλει, εντός προθεσμίας δύο μηνών, η οποία μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα με την έγκριση της αρμόδιας αρχής, αναθεωρημένο σχέδιο που να παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι εν λόγω ελλείψεις ή κωλύματα. Το αναθεωρημένο σχέδιο αξιολογείται κατά τις παραγράφους 2 έως 7 του παρόντος άρθρου.

9.   Στις περιπτώσεις που η αρμόδια αρχή, κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης και σε συντονισμό με το εποπτικό σώμα κατά τη διαδικασία του άρθρου 11, κρίνει ότι το αναθεωρημένο σχέδιο δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τις ελλείψεις και τα κωλύματα, ή αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο, απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να προβεί σε συγκεκριμένες τροποποιήσεις του σχεδίου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όπως ορίζεται από την αρμόδια αρχή.

10.   Στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν επαρκώς οι ελλείψεις ή τα κωλύματα μέσω συγκεκριμένων τροποποιήσεων στο σχέδιο, η αρμόδια αρχή, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης και σε συντονισμό με το εποπτικό σώμα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11, απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να προσδιορίσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος τυχόν αλλαγές που πρέπει να επέλθουν στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις ή τα κωλύματα στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης.

Αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν προσδιορίσει τις αλλαγές αυτές εντός του χρονικού πλαισίου που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή ή αν η αρμόδια αρχή, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης και σε συντονισμό με το εποπτικό σώμα σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 11, κρίνει ότι οι προταθείσες ενέργειες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν επαρκώς τις ελλείψεις ή τα κωλύματα στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης, η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να προβεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όπως ορίζεται από την αρμόδια αρχή, σε συγκεκριμένες ενέργειες σε σχέση με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους στόχους, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των ελλείψεων και των κωλυμάτων και την επίδραση των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες και στην ικανότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να εξακολουθήσει να συμμορφώνεται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012:

α)

μείωση του προφίλ κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

ενίσχυση της δυνατότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να ανακεφαλαιοποιηθεί εγκαίρως ώστε να πληροί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του και τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας·

γ)

επανεξέταση της στρατηγικής και της δομής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

δ)

αλλαγές στις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, στα μέτρα ανάκαμψης και σε άλλες ρυθμίσεις κατανομής ζημιών με στόχο τη βελτίωση της δυνατότητας εξυγίανσης και της ανθεκτικότητας κρίσιμων λειτουργιών·

ε)

αλλαγές στη δομή διακυβέρνησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

11.   Το αίτημα που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 10 πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να κοινοποιείται εγγράφως στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

12.   Η ESMA, σε συνεργασία με το ΕΣΚΤ και το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εξειδικεύοντας περαιτέρω τους παράγοντες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 3.

Η ESMA υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό διά της εκδόσεως των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 11

Διαδικασία συντονισμού για σχέδια ανάκαμψης

1.   Το εποπτικό σώμα εξετάζει το σχέδιο ανάκαμψης και εάν οποιοδήποτε μέλος του σώματος κρίνει ότι υπάρχουν ουσιώδεις ελλείψεις στο σχέδιο ανάκαμψης ή οποιοδήποτε ουσιώδες κώλυμα στην εφαρμογή του, το εν λόγω μέλος υποβάλλει συστάσεις στην αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου όσον αφορά τα εν λόγω ζητήματα εντός δύο μηνών από τη διαβίβαση του σχεδίου ανάκαμψης από την αρμόδια αρχή.

2.   Το εποπτικό σώμα καταλήγει σε κοινή απόφαση σχετικά με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα θέματα:

α)

την επανεξέταση και την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης·

β)

την εφαρμογή των μέτρων του άρθρου 10 παράγραφοι 7, 8, 9 και 10.

3.   Το εποπτικό σώμα καταλήγει σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα θέματα της παραγράφου 2 εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης του σχεδίου ανάκαμψης από την αρμόδια αρχή.

Η ESMA μπορεί, κατόπιν αίτησης μιας αρμόδιας αρχής στο πλαίσιο του εποπτικού σώματος, να επικουρεί το εποπτικό σώμα κατά τη λήψη κοινής απόφασης κατά το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Αν, μετά την παρέλευση τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης του σχεδίου ανάκαμψης, το σώμα δεν έχει καταλήξει σε κοινή απόφαση σχετικά με τα θέματα της παραγράφου 2, η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου λαμβάνει τη δική της απόφαση.

Η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου λαμβάνει την απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις των άλλων μελών του σώματος όπως εκφράστηκαν κατά την τετράμηνη περίοδο. Η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κοινοποιεί εγγράφως την απόφαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και στα άλλα μέλη του σώματος.

5.   Αν, μέχρι τη λήξη της εν λόγω τετράμηνης περιόδου, δεν έχει ληφθεί κοινή απόφαση και η απλή πλειοψηφία των μελών με δικαίωμα ψήφου διαφωνεί με την πρόταση της αρμόδιας αρχής για κοινή απόφαση σχετικά με θέμα που αφορά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης ή την εφαρμογή των μέτρων κατά το άρθρο 10 παράγραφος 10 στοιχεία α), β) και δ) του παρόντος κανονισμού, οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη με δικαίωμα ψήφου, βάσει της εν λόγω πλειοψηφίας, δύναται να παραπέμψει το εν λόγω θέμα στην ESMA κατά το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αναμένει την απόφαση της ESMA κατά το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και αποφασίζει σύμφωνα με την απόφαση της ESMA.

6.   Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ότι συνιστά τη φάση συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η ESMA λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός από την παραπομπή του θέματος σε αυτήν. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ESMA μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης. Εάν η ΕΑΤ δεν αποφασίσει εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρμόδιας αρχής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Τμήμα 2

Σχεδιασμός της εξυγίανσης

Άρθρο 12

Σχέδια εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και σε συντονισμό με το σώμα εξυγίανσης, κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 14, καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

2.   Το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τις δράσεις εξυγίανσης τις οποίες μπορεί να αναλαμβάνει η αρχή εξυγίανσης αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης του άρθρου 22.

3.   Το σχέδιο εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπου περιλαμβάνονται η ευρύτερη χρηματοπιστωτική αστάθεια ή γεγονότα που αφορούν το σύνολο του συστήματος, λόγω ενός από τα ακόλουθα ή συνδυασμού τους:

i)

γεγονότων αθέτησης υποχρέωσης, και

ii)

γεγονότων μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρέωσης,

β)

τον αντίκτυπο που θα είχε η υλοποίηση του σχεδίου εξυγίανσης στους εξής:

i)

στα εκκαθαριστικά μέλη και, εφόσον διατίθενται οι σχετικές πληροφορίες, στους πελάτες τους και τους έμμεσους πελάτες τους, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες έχουν οριστεί ως O-SIIs και σε όσους ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο μέτρων ανάκαμψης ή δράσεων εξυγίανσης κατά την οδηγία 2014/59/ΕΕ·

ii)

σε τυχόν συνδεδεμένες FΜΙ·

iii)

στις χρηματοπιστωτικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων των τόπων διαπραγμάτευσης, που εξυπηρετούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο· και

iv)

το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή στην Ένωση ως σύνολο, και, στο μέτρο του δυνατού, σε τρίτες χώρες όπου παρέχει υπηρεσίες·

γ)

τον τρόπο και τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να υποβάλει αίτηση για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες υπό συνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου και τον προσδιορισμό των περιουσιακών στοιχείων που αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις.

4.   Το σχέδιο εξυγίανσης δεν προβλέπει κανένα από τα ακόλουθα:

α)

την παροχή έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης·

β)

την επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα·

γ)

τη στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

5.   Το σχέδιο εξυγίανσης στηρίζεται σε συνετές παραδοχές αναφορικά με τους χρηματοπιστωτικούς πόρους που διατίθενται ως εργαλεία εξυγίανσης, οι οποίοι ενδέχεται να απαιτηθούν για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, καθώς και τους πόρους που αναμένεται να είναι διαθέσιμοι σύμφωνα με τους κανόνες και τις ρυθμίσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά τη έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης. Οι εν λόγω συνετές παραδοχές λαμβάνουν υπόψη τα σχετικά πορίσματα των τελευταίων ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενεργήθηκαν κατά το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, τα οποία ορίζονται στο άρθρο 24α παράγραφος 7 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, καθώς και σενάρια ακραίων συνθηκών της αγοράς πέραν εκείνων που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

6.   Η αρχή εξυγίανσης κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και σε συντονισμό με το σώμα εξυγίανσης κατά τη διαδικασία του άρθρου 14, επανεξετάζει τα σχέδια εξυγίανσης και, κατά περίπτωση, τα επικαιροποιεί, τουλάχιστον κατ’ έτος και σε κάθε περίπτωση μετά από αλλαγές στη νομική ή οργανωτική δομή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, στις δραστηριότητές του ή στην οικονομική του κατάσταση ή μετά από άλλη αλλαγή που επηρεάζει ουσιωδώς την αποτελεσματικότητα του σχεδίου.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και η αρμόδια αρχή πληροφορούν αμέσως την αρχή εξυγίανσης σχετικά με οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή.

7.   Το σχέδιο εξυγίανσης προσδιορίζει τις περιστάσεις και τα διάφορα σενάρια για τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης. Κάνει δε σαφή διάκριση, ιδίως μέσω διαφορετικών σεναρίων, μεταξύ της πτώχευσης που προκαλείται από γεγονότα αθέτησης υποχρεώσεων, γεγονότα μη σχετιζόμενα με αθέτηση υποχρεώσεων και τον συνδυασμό αμφοτέρων, καθώς και μεταξύ των διαφόρων τύπων γεγονότων μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρεώσεων. Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει τα ακόλουθα, με ποσοτικό προσδιορισμό όταν ενδείκνυται και είναι εφικτό:

α)

σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου, με διάκριση μεταξύ γεγονότων αθέτησης υποχρέωσης, γεγονότων μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρέωσης, και συνδυασμού των δύο·

β)

σύνοψη των ουσιωδών αλλαγών στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που συνέβησαν μετά την τελευταία ενημέρωση του σχεδίου εξυγίανσης·

γ)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι κρίσιμες λειτουργίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα μπορούσαν να διαχωριστούν νομικά και οικονομικά, στον αναγκαίο βαθμό, από τις άλλες λειτουργίες του, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών του στην εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

δ)

εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εφαρμογή κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένου του ανεφοδιασμού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με χρηματοπιστωτικούς πόρους·

ε)

λεπτομερή περιγραφή της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης, που διενεργείται κατά το άρθρο 15·

στ)

περιγραφή των μέτρων που απαιτούνται κατά το άρθρο 16 για την αντιμετώπιση ή την άρση κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης, τα οποία εντοπίζονται κατόπιν της εκτίμησης που διενεργείται κατά το άρθρο 15·

ζ)

περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των κρίσιμων λειτουργιών και των στοιχείων ενεργητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

η)

λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται κατά το άρθρο 13 είναι επικαιροποιημένες και στη διάθεση των αρχών εξυγίανσης ανά πάσα στιγμή·

θ)

εξήγηση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι δράσεις εξυγίανσης χωρίς να θεωρούνται δεδομένα τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 4·

ι)

λεπτομερή περιγραφή των διαφόρων στρατηγικών εξυγίανσης οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σύμφωνα με τα διάφορα πιθανά σενάρια, καθώς και τα σχετικά τους χρονοδιαγράμματα·

ια)

περιγραφή των κρίσιμων αλληλεξαρτήσεων μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλων συμμετεχόντων στην αγορά και μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και παρόχων κρίσιμων υπηρεσιών, των απαιτήσεων διαλειτουργικότητας και των δεσμών με άλλες FMI, καθώς και τρόπων για την αντιμετώπιση όλων αυτών των αλληλεξαρτήσεων·

ιβ)

περιγραφή των κρίσιμων ενδοομιλικών αλληλεξαρτήσεων καθώς και τρόπων για την αντιμετώπισή τους·

ιγ)

περιγραφή των διαφόρων επιλογών για τη διασφάλιση:

i)

πρόσβασης σε υπηρεσίες πληρωμών και εκκαθάρισης, καθώς και σε λοιπές υποδομές·

ii)

έγκαιρου διακανονισμού υποχρεώσεων που οφείλονται στα εκκαθαριστικά μέλη και, κατά περίπτωση, στους πελάτες τους και σε τυχόν συνδεδεμένες FΜΙ·

iii)

πρόσβασης των εκκαθαριστικών μελών και, κατά περίπτωση, των πελατών τους, με διαφανή τρόπο και χωρίς διακρίσεις, σε κινητές αξίες και λογαριασμούς μετρητών που παρέχονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και σε κινητές αξίες ή εξασφαλίσεις με χρηματικά διαθέσιμα που έχουν παρασχεθεί και που κατέχει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και οι οποίες οφείλονται σε τέτοιου είδους συμμετέχοντες·

iv)

συνέχειας στις δραστηριότητες των δεσμών μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλων FMI και μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των τόπων διαπραγμάτευσης·

v)

διατήρησης της δυνατότητας μεταφοράς των θέσεων και των σχετικών στοιχείων ενεργητικού των άμεσων και έμμεσων πελατών· και

vi)

διατήρησης των αδειών, αδειοδοτήσεων, αναγνωρίσεων και νομικών χαρακτηρισμών ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου εφόσον είναι αναγκαίες για τη συνεχιζόμενη επιτέλεση των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισής του για τους σκοπούς της εφαρμογής των σχετικών κανόνων που αφορούν το αμετάκλητο του διακανονισμού και της συμμετοχής σε FMI ή των δεσμών με άλλες FMI ή με τόπους διαπραγμάτευσης·

ιδ)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η αρχή εξυγίανσης θα λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αποτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 24·

ιε)

ανάλυση του αντικτύπου που θα έχει το σχέδιο στους εργαζόμενους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης των συναφών δαπανών, και περιγραφή των προβλεπόμενων διαδικασιών διαβούλευσης με το προσωπικό κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν εθνικούς κανόνες και συστήματα διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους·

ιστ)

σχέδιο επικοινωνίας με τα μέσα ενημέρωσης και με το κοινό με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια·

ιζ)

περιγραφή των βασικών λειτουργιών και συστημάτων για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ιη)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την ενημέρωση του σώματος εξυγίανσης κατά το άρθρο 72 παράγραφος 1·

ιθ)

περιγραφή των μέτρων για τη διευκόλυνση της δυνατότητας μεταφοράς των θέσεων και των σχετικών περιουσιακών στοιχείων των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών του υπερήμερου κεντρικού αντισυμβαλλομένου από τον υπερήμερο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε έτερο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, χωρίς να θίγονται οι συμβατικές σχέσεις μεταξύ των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών τους.

8.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 7 στοιχείο α) κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να εκφράσει γραπτώς τη γνώμη του στην αρχή εξυγίανσης όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης. Η γνώμη περιλαμβάνεται στο σχέδιο.

9.   Η ESMA, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ και λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και με σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία καθορίζονται περαιτέρω τα περιεχόμενα του σχεδίου εξυγίανσης κατά την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

Κατά την εκπόνηση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ESMA παρέχει επαρκή ευελιξία στις αρχές εξυγίανσης ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες του εθνικού τους νομικού πλαισίου όσον αφορά το πτωχευτικό δίκαιο, καθώς και η φύση και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων εκκαθάρισης που διενεργούν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι.

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό διά της εκδόσεως των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου κατά τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 13

Το καθήκον συνεργασίας και παροχής πληροφοριών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι συνεργάζονται, όσο είναι απαραίτητο, κατά την κατάρτιση των σχεδίων εξυγίανσης και παρέχουν στην οικεία τους αρχή εξυγίανσης, είτε άμεσα είτε μέσω της αρμόδιας αρχής τους, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση και την εφαρμογή των εν λόγω σχεδίων, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και της ανάλυσης που καθορίζονται στο τμήμα Β του παραρτήματος.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και βρίσκονται ήδη στη διάθεσή τους.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να τους παράσχουν λεπτομερή αρχεία των συμβάσεων του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη. Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ορίσουν προθεσμία για την παροχή των εν λόγω αρχείων και μπορούν να ορίζουν διαφορετικές προθεσμίες για διαφορετικά είδη συμβάσεων.

3.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ανταλλάσσει εγκαίρως πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές του προκειμένου να διευκολύνει την αξιολόγηση των προφίλ κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τη διασύνδεση με άλλες υποδομές χρηματοπιστωτικής αγοράς, άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και με το χρηματοπιστωτικό σύστημα εν γένει, όπως ορίζεται στα άρθρα 9 και 10. Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν πληροφορίες στο εποπτικό σώμα, όταν κρίνουν ότι οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές.

Άρθρο 14

Διαδικασία συντονισμού για σχέδια εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης ένα προσχέδιο του σχεδίου εξυγίανσης, τις πληροφορίες που παρέχονται κατά το άρθρο 13 και κάθε πρόσθετη πληροφορία σχετική για το σώμα εξυγίανσης.

2.   Το σώμα εξυγίανσης λαμβάνει κοινή απόφαση όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης και τυχόν αλλαγές σε αυτό εντός περιόδου τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης του εν λόγω σχεδίου από την αρχή εξυγίανσης, που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε να παρέχονται στην ESMA όλες οι πληροφορίες που είναι σχετικές με τον ρόλο της κατά το παρόν άρθρο.

3.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4, να αποφασίσει να συμπράξει με αρχές τρίτων χωρών στο πλαίσιο της κατάρτισης ή της επανεξέτασης του σχεδίου εξυγίανσης, υπό τον όρο ότι πληρούν τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 73 και προέρχονται από δικαιοδοσίες στις οποίες οποιαδήποτε από τις ακόλουθες οντότητες έχει την έδρα της:

α)

η μητρική επιχείρηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ανάλογα με την περίπτωση·

β)

τα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αν η εισφορά τους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι, επί συνολικής βάσεως για περίοδο ενός έτους, μεγαλύτερη από τις εισφορές του τρίτου κράτους μέλους με τις υψηλότερες εισφορές, όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

γ)

οι θυγατρικές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ανάλογα με την περίπτωση·

δ)

άλλοι πάροχοι κρίσιμων υπηρεσιών προς τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

ε)

διαλειτουργικοί κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι.

4.   Η ESMA μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει το σώμα εξυγίανσης να καταλήξει σε κοινή απόφαση, βάσει του άρθρου 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.   Εάν, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης του σχεδίου εξυγίανσης, το σώμα εξυγίανσης δεν έχει λάβει κοινή απόφαση, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει δική της απόφαση σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει την απόφασή της συνεκτιμώντας τις απόψεις των άλλων μελών του σώματος εξυγίανσης οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά το διάστημα των τεσσάρων μηνών. Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί εγγράφως την απόφαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και στα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

6.   Αν, μέχρι τη λήξη της τετράμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, δεν έχει ληφθεί κοινή απόφαση και η απλή πλειοψηφία των μελών με δικαίωμα ψήφου διαφωνεί με την πρόταση της αρχής εξυγίανσης για κοινή απόφαση σχετικά με θέμα που αφορά το σχέδιο εξυγίανσης, οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη με δικαίωμα ψήφου, βάσει της εν λόγω πλειοψηφίας, δύναται να παραπέμψει το εν λόγω θέμα στην ESMA κατά το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αναμένει την απόφαση της ESMA κατά το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και αποφασίζει σύμφωνα με την απόφαση της ESMA.

Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ότι συνιστά τη φάση συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η ESMA λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός από την παραπομπή του θέματος σε αυτήν. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ESMA μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ESMA εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.

7.   Αν ληφθεί κοινή απόφαση κατά την παράγραφο 1 και οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης ή αρμόδιο υπουργείο θεωρεί, δυνάμει της παραγράφου 6, ότι το αντικείμενο της διαφωνίας προσκρούει στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του οικείου κράτους μέλους, η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κινεί την επαναξιολόγηση του σχεδίου εξυγίανσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Δυνατότητα εξυγίανσης

Άρθρο 15

Εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης, σε συντονισμό με το σώμα εξυγίανσης κατά τη διαδικασία του άρθρου 17 και κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, εκτιμά τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς οποιασδήποτε από τις ακόλουθες παραδοχές:

α)

την παροχή έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης·

β)

την επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα·

γ)

τη στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί εάν η αρχή εξυγίανσης κρίνει εφικτό και αξιόπιστο είτε να τον εκκαθαρίσει στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να τον εξυγιάνει με τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει τη συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αποφεύγει τη χρήση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης καθώς και, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, τυχόν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και το ενδεχόμενο αδικαιολόγητου μειονεκτήματος εις βάρος των θιγόμενων ενδιαφερομένων.

Οι δυσμενείς επιπτώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν την ευρύτερη χρηματοπιστωτική αστάθεια ή γεγονότα που αφορούν το σύνολο του συστήματος σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.

Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την ESMA εγκαίρως εάν κρίνει ότι κάποιος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

3.   Εφόσον ζητηθεί από την αρχή εξυγίανσης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καταδεικνύει ότι:

α)

δεν υπάρχουν κωλύματα για τη μείωση της αξίας των μέσων ιδιοκτησίας μετά την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης, ανεξάρτητα από το αν οι εκκρεμούσες συμβατικές ρυθμίσεις ή άλλα μέτρα του σχεδίου ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έχουν πλήρως εξαντληθεί· και

β)

οι συμβάσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με εκκαθαριστικά μέλη ή τρίτα μέρη δεν επιτρέπουν στα εν λόγω εκκαθαριστικά μέλη ή τρίτα μέρη να αμφισβητούν επιτυχώς την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης από αρχή εξυγίανσης ή να αποφεύγουν με άλλον τρόπο την υπαγωγή τους στις εν λόγω εξουσίες.

4.   Για να εκτιμήσει τη δυνατότητα εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει, κατά περίπτωση, τα θέματα που εξειδικεύονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος.

5.   Το αργότερο έως τις 12 Αυγούστου 20222, η ESMA, σε στενή συνεργασία με το ΕΣΣΚ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την προώθηση της σύγκλισης των πρακτικών εξυγίανσης όσον αφορά την εφαρμογή του τμήματος Γ του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού κατά το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η αρχή εξυγίανσης σε συντονισμό με το σώμα εξυγίανσης πραγματοποιεί την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ταυτόχρονα με την κατάρτιση και την επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης κατά το άρθρο 12.

Άρθρο 16

Αντιμετώπιση ή άρση των κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης

1.   Όταν, έπειτα από την εκτίμηση του άρθρου 15, η αρχή εξυγίανσης, σε συντονισμό με το σώμα εξυγίανσης κατά τη διαδικασία του άρθρου 17, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ουσιώδη κωλύματα στη δυνατότητα εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή, καταρτίζει και υποβάλλει έκθεση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και στο σώμα εξυγίανσης.

Η έκθεση του πρώτου εδαφίου αναλύει τα ουσιώδη κωλύματα στην αποτελεσματική χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εξετάζει τον αντίκτυπό τους στο επιχειρηματικό μοντέλο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και προτείνει στοχευμένα μέτρα για την άρση των εν λόγω κωλυμάτων.

2.   Η απαίτηση για τα σώματα εξυγίανσης να καταλήγουν σε κοινή απόφαση για τα σχέδια εξυγίανσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14, αναστέλλεται μετά την υποβολή της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ώσπου να γίνουν δεκτά τα μέτρα για την άρση των ουσιωδών κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ή να αποφασισθούν εναλλακτικά μέτρα κατά την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

3.   Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης που υποβάλλεται κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την άρση των ουσιωδών κωλυμάτων που προσδιορίζονται στην έκθεση. Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης κάθε μέτρο που προτείνεται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Η αρχή εξυγίανσης και το σώμα εξυγίανσης εκτιμούν, σύμφωνα το άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο β), αν είναι αποτελεσματικά τα εν λόγω μέτρα στην αντιμετώπιση ή άρση των κωλυμάτων.

4.   Όταν η αρχή εξυγίανσης σε συντονισμό με το σώμα εξυγίανσης κατά τη διαδικασία του άρθρου 17 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που προτείνει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου δεν περιορίζουν αποτελεσματικά ούτε αίρουν τα κωλύματα που προσδιορίζονται στην έκθεση, η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει εναλλακτικά μέτρα τα οποία κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης για τη λήψη κοινής απόφασης κατά το άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

Τα εναλλακτικά μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:

α)

την απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που συνιστούν τα εν λόγω ουσιώδη κωλύματα στη δυνατότητα εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

τις πιθανές επιπτώσεις των εναλλακτικών μέτρων:

i)

στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένου του επιχειρηματικού του μοντέλου και της λειτουργικής του αποτελεσματικότητας·

ii)

στα εκκαθαριστικά μέλη του και, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες, τους πελάτες και τους έμμεσους πελάτες τους, συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων όπου έχουν οριστεί ως O-SIIs κατά το άρθρο 131 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

iii)

σε τυχόν συνδεδεμένες FΜΙ·

iv)

στις χρηματοπιστωτικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων των τόπων διαπραγμάτευσης, που εξυπηρετούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

v)

στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή στην Ένωση ως σύνολο· και

vi)

στην εσωτερική αγορά· και

γ)

τις επιπτώσεις στην παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών εκκαθάρισης για διαφορετικά προϊόντα και τον καθορισμό περιθωρίων βάσει χαρτοφυλακίου σε όλες τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού.

Για τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου στοιχεία α) και β), η αρχή εξυγίανσης συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή και το σώμα εξυγίανσης και, εφόσον αρμόζει, τις σχετικές ορισθείσες εθνικές αρχές μακροπροληπτικής εποπτείας.

5.   Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο γραπτώς, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, για τα εναλλακτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της άρσης των κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης τεκμηριώνει για ποιον λόγο τα μέτρα που πρότεινε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν θα μπορούσαν να εξαλείψουν τα ουσιώδη κωλύματα στη δυνατότητα εξυγίανσης και με ποιον τρόπο θα ήταν αποτελεσματικά τα εναλλακτικά μέτρα από την άποψη αυτή.

6.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προτείνει εντός ενός μηνός σχέδιο συμμόρφωσης προς τα εναλλακτικά μέτρα, με εύλογο χρονικό πλαίσιο για την εφαρμογή του σχεδίου. Εφόσον κριθεί αναγκαίο από την αρχή εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης δύναται να συντομεύσει ή να παρατείνει το προτεινόμενο χρονικό πλαίσιο.

7.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή και προβλέποντας παράλληλα εύλογο χρονικό διάστημα εφαρμογής, δύναται να:

α)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να επανεξετάζει ή να καταρτίζει συμφωνίες παροχής υπηρεσιών, είτε ενδοομιλικές είτε με τρίτα μέρη, για να καλύπτει την παροχή κρίσιμων λειτουργιών·

β)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να περιορίσει τα μέγιστα μεμονωμένα και συνολικά ακάλυπτα ανοίγματά του·

γ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να επιφέρει αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο συλλέγει και διατηρεί περιθώριο ασφαλείας κατά το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

δ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να επιφέρει αλλαγές στη σύνθεση και τον αριθμό των οικείων κεφαλαίων εκκαθάρισης κατά το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ε)

επιβάλλει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο απαιτήσεις παροχής συγκεκριμένων ή τακτικών πρόσθετων πληροφοριών·

στ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εκποιήσει συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία·

ζ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να περιορίσει ή να παύσει συγκεκριμένες υφιστάμενες ή προτεινόμενες δραστηριότητες·

η)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να επιφέρει αλλαγές στο σχέδιο ανάκαμψης, στους κανόνες λειτουργίας και σε άλλες συμβατικές ρυθμίσεις·

θ)

περιορίζει ή να εμποδίζει την ανάπτυξη νέων ή υφιστάμενων επιχειρηματικών τομέων ή την παροχή νέων ή υφιστάμενων υπηρεσιών·

ι)

απαιτεί αλλαγές στις νομικές ή λειτουργικές δομές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οιασδήποτε οντότητας του ομίλου, που βρίσκεται άμεσα ή έμμεσα υπό τον έλεγχό του, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι κρίσιμες λειτουργίες είναι δυνατόν να διαχωριστούν νομικά και λειτουργικά από άλλες λειτουργίες, μέσω της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης·

ια)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να διαχωρίσει λειτουργικά και οικονομικά τις διάφορες υπηρεσίες εκκαθάρισης ώστε να απομονωθούν ορισμένες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού από άλλες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να περιοριστούν τα συμψηφιστικά σύνολα που καλύπτουν τις διάφορες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού·

ιβ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να συστήσει μητρική επιχείρηση στην Ένωση·

ιγ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εκδώσει υποχρεώσεις που μπορούν να απομειωθούν ή να μετατραπούν ή να προβλέψει άλλους οικονομικούς πόρους, προκειμένου να αυξηθεί η ικανότητα απορρόφησης των ζημιών, ανακεφαλαιοποίησης και αναπλήρωσης των προχρηματοδοτημένων πόρων·

ιδ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να λάβει άλλα μέτρα που να επιτρέπουν στο κεφάλαιο, στις λοιπές υποχρεώσεις και συμβάσεις να απορροφούν τις ζημίες, να ανακεφαλαιοποιούν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή να τον ανεφοδιάζουν με προχρηματοδοτημένους πόρους. Οι σχετικές ενέργειες μπορούν να περιλαμβάνουν, ιδίως, την προσπάθεια αναδιαπραγμάτευσης κάθε υποχρέωσης που εξέδωσε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή την επανεξέταση των συμβατικών όρων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης για απομείωση, μετατροπή ή αναδιάρθρωση της εν λόγω υποχρέωσης, του μέσου ή της σύμβασης θα διενεργείται δυνάμει της νομοθεσίας της περιοχής δικαιοδοσίας που διέπει την εν λόγω υποχρέωση ή το μέσο·

ιε)

αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι θυγατρική, συντονίζεται με τις σχετικές αρχές, προκειμένου να απαιτείται από τη μητρική επιχείρηση να συστήσει χωριστή εταιρεία συμμετοχών για τον έλεγχο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αν το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να αποτραπούν οι δυσμενείς επιπτώσεις που η χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και η άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης μπορούν να επιφέρουν σε άλλες οντότητες του ομίλου

ιζ)

περιορίζει ή να απαγορεύει τις συνδέσεις διαλειτουργικότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όταν ο εν λόγω περιορισμός ή η απαγόρευση χρειάζονται προκειμένου να αποφεύγονται δυσμενείς επιπτώσεις στην επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.

Άρθρο 17

Διαδικασία συντονισμού για την αντιμετώπιση ή την άρση των κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης

1.   Το σώμα εξυγίανσης λαμβάνει κοινή απόφαση όσον αφορά τα ακόλουθα:

α)

τον εντοπισμό των ουσιωδών κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης, κατά το άρθρο 15 παράγραφος 1·

β)

την εκτίμηση των μέτρων που προτείνονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, κατά το άρθρο 16 παράγραφος 3, κατά περίπτωση·

γ)

τα εναλλακτικά μέτρα που απαιτούνται κατά το άρθρο 16 παράγραφος 4.

2.   Η κοινή απόφαση για τον εντοπισμό των ουσιωδών κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου εκδίδεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1, στο σώμα εξυγίανσης.

3.   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου εκδίδεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή των προτεινόμενων μέτρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για την άρση των κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 3.

4.   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου εκδίδεται εντός τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση των εναλλακτικών μέτρων στο σώμα εξυγίανσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4.

5.   Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αιτιολογούνται και κοινοποιούνται γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και, όταν η αρχή εξυγίανσης το θεωρεί σκόπιμο, στη μητρική του επιχείρηση.

6.   Η ESMA δύναται, κατ’ αίτηση της αρχής εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, να βοηθήσει το σώμα εξυγίανσης να καταλήξει σε κοινή απόφαση, κατά το άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Εάν, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1,το σώμα εξυγίανσης δεν έχει λάβει κοινή απόφαση, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει δική της απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων κατά το άρθρο 16 παράγραφος 5. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει την απόφασή της συνεκτιμώντας τις απόψεις των άλλων μελών του σώματος εξυγίανσης οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά το διάστημα των τεσσάρων μηνών.

Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί εγγράφως την απόφαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, στη μητρική του επιχείρηση κατά περίπτωση, και στα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

8.   Αν, μέχρι τη λήξη της τετράμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, δεν έχει ληφθεί κοινή απόφαση και η απλή πλειοψηφία των μελών με δικαίωμα ψήφου διαφωνεί με την πρόταση της αρχής εξυγίανσης για κοινή απόφαση σχετικά με θέμα που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 7 στοιχεία ι), ιβ) ή ιε) του παρόντος κανονισμού, οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέλη με δικαίωμα ψήφου, βάσει της εν λόγω πλειοψηφίας, δύναται να παραπέμψει το εν λόγω θέμα στην ESMA σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αναμένει την απόφαση της ESMA σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και αποφασίζει σύμφωνα με την απόφαση της ESMA.

Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ότι συνιστά τη φάση συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η ESMA λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός από την παραπομπή του θέματος σε αυτήν. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ESMA μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ESMA εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΓΚΑΙΡΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Άρθρο 18

Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

1.   Αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παραβιάζει, ή ενδέχεται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ή θέτει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση ή σε κράτος μέλος της, ή εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι υπάρχουν άλλες ενδείξεις για αναδυόμενη κατάσταση κρίσης που θα μπορούσε να επηρεάσει τις εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ιδίως την ικανότητά του να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης, η αρμόδια αρχή μπορεί να:

α)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να επικαιροποιεί το σχέδιο ανάκαμψης κατά το άρθρο 9 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού, όταν οι περιστάσεις που απαιτούσαν την έγκαιρη παρέμβαση διαφέρουν από τις παραδοχές που ορίζονται στο αρχικό σχέδιο ανάκαμψης·

β)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Όταν το σχέδιο επικαιροποιείται κατά το στοιχείο α), οι εν λόγω ρυθμίσεις ή μέτρα περιλαμβάνουν κάθε επικαιροποιημένη ρύθμιση ή μέτρο·

γ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εντοπίσει τις αιτίες της παράβασης ή πιθανής παράβασης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, και να καταρτίσει πρόγραμμα δράσης που να συμπεριλαμβάνει κατάλληλα μέτρα και χρονοδιαγράμματα·

δ)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να συγκαλέσει συνέλευση των μετόχων του ή, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν συμμορφωθεί με αυτήν την απαίτηση, συγκαλεί η ίδια τη συνέλευση. Και στις δύο περιπτώσεις, η αρμόδια αρχή καθορίζει την ημερήσια διάταξη, καθώς και τις αποφάσεις που πρέπει να εξετασθούν προς έγκριση από τους μετόχους·

ε)

απαιτεί την απομάκρυνση ή αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων μελών του συμβουλίου ή ανώτατων διοικητικών στελεχών, αν οποιοδήποτε από τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύεται ακατάλληλο να εκτελέσει τα καθήκοντά του, κατά το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

στ)

απαιτεί αλλαγές στην επιχειρηματική στρατηγική του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ζ)

απαιτεί αλλαγές στις νομικές ή λειτουργικές δομές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

η)

παρέχει στην αρχή εξυγίανσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ούτως ώστε να προετοιμαστεί η δυνητική εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και η αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του κατά το άρθρο 24 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν απαιτούμενων πληροφοριών μέσω της διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων·

θ)

απαιτεί, όταν κρίνεται απαραίτητο και κατά την παράγραφο 4, την εφαρμογή των μέτρων ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ι)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να απόσχει από την εφαρμογή ορισμένων μέτρων ανάκαμψης αν η αρμόδια αρχή έχει διαπιστώσει ότι η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εντός της Ένωσης ή σε κράτος μέλος της·

ια)

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αναπληρώνει εγκαίρως τους οικονομικούς του πόρους προκειμένου να συμμορφώνεται ή να διατηρεί τη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας.

ιβ)

υποχρεώνει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να δίνει οδηγίες στα εκκαθαριστικά μέλη να καλούν τους πελάτες τους να συμμετέχουν απευθείας σε πλειστηριασμούς που οργανώνει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όταν η φύση του πλειστηριασμού δικαιολογεί την εν λόγω έκτακτη συμμετοχή. Τα εκκαθαριστικά μέλη παρέχουν ολοκληρωμένη ενημέρωση στους πελάτες τους για τον πλειστηριασμό σύμφωνα με τις οδηγίες που λαμβάνουν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Ειδικότερα, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσδιορίζει την προθεσμία μετά την οποία δεν θα είναι δυνατή η συμμετοχή στον πλειστηριασμό. Οι πελάτες ενημερώνουν απευθείας τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο πριν από την εν λόγω προθεσμία σχετικά με την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στον πλειστηριασμό. Εν συνεχεία, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διευκολύνει τη διαδικασία υποβολής προσφορών για τους εν λόγω πελάτες. Ένας πελάτης δικαιούται να συμμετάσχει στον πλειστηριασμό μόνο εάν είναι σε θέση να αποδείξει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ότι έχει δημιουργήσει κατάλληλη συμβατική σχέση με εκκαθαριστικό μέλος για την εκτέλεση και εκκαθάριση των συναλλαγών που ενδέχεται να προκύψουν από τον πλειστηριασμό·

ιγ)

περιορίζει ή απαγορεύει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε αμοιβή για συμμετοχικό κεφάλαιο και για μέσα που αντιμετωπίζονται ως συμμετοχικό κεφάλαιο, χωρίς να προκαλείται αθέτηση υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένων της καταβολής μερισμάτων και της επαναγοράς ιδίων μετοχών από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, και δύναται να περιορίζει ή να απαγορεύει ή να παγώνει κάθε καταβολή μεταβλητών αποδοχών, όπως αυτή ορίζεται από την πολιτική αποδοχών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά το άρθρο 26 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή αποζημιώσεων διακοπής της εργασιακής σχέσης προς τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

2.   Για καθένα από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή θέτει κατάλληλη προθεσμία και αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί.

3.   Η αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ιγ εκτός εάν λάβει υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών στα άλλα κράτη μέλη στα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δραστηριοποιείται ή παρέχει υπηρεσίες και αφού ενημερώσει τις καθ’ ύλην αρμόδιες αρχές, ιδίως όταν οι δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι ουσιώδεις ή σημαντικές για τις τοπικές χρηματοπιστωτικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων των τόπων στους οποίους έχουν την έδρα τους οι συνδεδεμένοι τόποι διαπραγμάτευσης των εκκαθαριστικών μελών και οι συνδεδεμένες FMI.

4.   Η αρμόδια αρχή εφαρμόζει το μέτρο της παραγράφου 1 στοιχείο θ), μόνον εφόσον αυτό εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και είναι απαραίτητο για:

α)

τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εντός της Ένωσης ή των κρατών μελών της·

β)

τη διατήρηση της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και της πρόσβασης σε κρίσιμες λειτουργίες με διαφάνεια και χωρίς διακρίσεις· και

γ)

τη διατήρηση ή αποκατάσταση της οικονομικής ανθεκτικότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει το μέτρο της παραγράφου 1 σημείο i) σε σχέση με τα μέτρα που αφορούν τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων άλλου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

5.   Αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί εισφορές προς το κεφάλαιο εκκαθάρισης των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών κατά το άρθρο 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και εξηγεί κατά πόσο το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες ή τα προβλήματα του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

6.   Εφόσον πληρούται ένας των όρων της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την ESMA και την αρχή εξυγίανσης και ζητεί τη γνώμη του εποπτικού σώματος όσον αφορά τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Κατόπιν των εν λόγω κοινοποιήσεων και της διαβούλευσης με το εποπτικό σώμα, η αρμόδια αρχή αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφαση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα στο εποπτικό σώμα, την αρχή εξυγίανσης και την ESMA.

7.   Η αρχή εξυγίανσης, μετά την κοινοποίηση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, μπορεί να ζητήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να έρθει σε επαφή με πιθανούς αγοραστές, προκειμένου να προετοιμαστεί η εξυγίανση, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 41 και τις διατάξεις περί εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 73.

8.   Έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022, η ESMA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές κατά το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, προκειμένου να προωθηθεί η συνεπής εφαρμογή των ενεργοποιήσεων για τη χρήση των μέτρων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 19

Απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών και του συμβουλίου

1.   Αν υπάρχει σημαντική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παραβιάζει τις νομικές απαιτήσεις του, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων λειτουργίας του, και εφόσον τα άλλα μέτρα που λαμβάνονται κατά το άρθρο 18 δεν επαρκούν για να αντιστραφεί η εν λόγω κατάσταση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλουν ολική ή μερική απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του συμβουλίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Όταν η αρμόδια αρχή απαιτεί την πλήρη ή μερική απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του συμβουλίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ενημερώνει την ESMA, την αρχή εξυγίανσης και το εποπτικό σώμα.

2.   Ο διορισμός των νέων ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του συμβουλίου πραγματοποιείται κατά το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και υπόκειται στην έγκριση ή τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής. Όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι δεν επαρκούν οι αντικαταστάτες των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του συμβουλίου όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο, δύναται να διορίζει έναν ή περισσότερους προσωρινούς διαχειριστές στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο προκειμένου να αντικαταστήσουν ή να συνεργαστούν προσωρινά με το συμβούλιο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη. Οι προσωρινοί διαχειριστές διαθέτουν τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται για την επιτέλεση των καθηκόντων τους, και δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους καμία σύγκρουση συμφερόντων.

Άρθρο 20

Παροχή Αποζημίωσης σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη

1.   Με την επιφύλαξη της ευθύνης των εκκαθαριστικών μελών για την ανάληψη ζημιών οι οποίες υπερβαίνουν τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, όταν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε ανάκαμψη προκληθείσα από γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρεώσεων εφαρμόζει τις ρυθμίσεις και τα μέτρα για τη μείωση της αξίας τυχόν κερδών που καταβάλλονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη που ορίζονται στο σχέδιο ανάκαμψής του, και ως εκ τούτου δεν βρίσκεται σε εξυγίανση, η αρμόδια αρχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου δύναται να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αποζημιώσει τα εκκαθαριστικά μέλη για τις ζημίες τους μέσω πληρωμών σε μετρητά ή, κατά περίπτωση, δύναται να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εκδώσει μέσα για την αναγνώριση αξίωσης επί των μελλοντικών κερδών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η δυνατότητα παροχής αποζημίωσης σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη δεν ισχύει για τις συμβατικές τους ζημίες στις φάσεις της διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης ή ανάκαμψης.

Οι πληρωμές σε μετρητά ή η αξία των μέσων για την αναγνώριση αξίωσης επί των μελλοντικών κερδών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που έχει εκδοθεί σε κάθε θιγόμενο μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος είναι ανάλογες προς τις απώλειές του πέραν των συμβατικών υποχρεώσεών του. Τα μέσα για την αναγνώριση αξίωσης επί των μελλοντικών κερδών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου δίνουν στον κάτοχο το δικαίωμα να λαμβάνει πληρωμές από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε ετήσια βάση, μέχρι την πλήρη, εφόσον είναι εφικτό, απόσβεση της ζημίας για ενδεδειγμένο μέγιστο αριθμό ετών από την ημερομηνία έκδοσης. Εάν τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη έχουν μετακυλήσει υπερβάλλουσες ζημίες στους πελάτες τους υποχρεούνται να μεταβιβάζουν στους πελάτες τους τις πληρωμές που εισπράττει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, στον βαθμό που η αντιστάθμιση ζημίας σχετίζεται με θέσεις πελατών. Για πληρωμές που αφορούν τα εν λόγω μέσα, χρησιμοποιείται ενδεδειγμένο μέγιστο ποσοστό των ετήσιων κερδών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

2.   Η ESMA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τη σειρά καταβολής αποζημίωσης, τον ενδεδειγμένο μέγιστο αριθμό ετών και το ενδεδειγμένο μέγιστο ποσοστό των ετήσιων κερδών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1.

Η ESMA υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, πρώτο εδάφιο, κατά τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Στόχοι, προϋποθέσεις και γενικές αρχές

Άρθρο 21

Στόχοι της εξυγίανσης

1.   Κατά τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη όλους τους ακόλουθους στόχους εξυγίανσης που είναι ίσης σημασίας και τους εξισορροπεί ανάλογα με τη φύση και την περίπτωση:

α)

να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ιδίως:

i)

ο έγκαιρος διακανονισμός των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι των εκκαθαριστικών μελών του και, κατά περίπτωση, των πελατών τους·

ii)

η συνεχής πρόσβαση των εκκαθαριστικών μελών και, κατά περίπτωση, των πελατών τους σε κινητές αξίες ή λογαριασμούς μετρητών που παρέχει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και εξασφαλίσεις υπό μορφή χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού που κατέχει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος·

β)

να διασφαλιστεί η συνέχεια των δεσμών με άλλες FMI, οι οποίες αν διαταράσσονταν, θα είχαν ουσιώδη αρνητικό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της, καθώς και η έγκαιρη ολοκλήρωση λειτουργιών πληρωμής, εκκαθάρισης, διακανονισμού και τήρησης αρχείων·

γ)

για να αποφευχθούν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ένωση ή σε ένα ή περισσότερα από τα κράτη μέλη της, ιδίως μέσω της πρόληψης ή του μετριασμού της μετάδοσης των χρηματοοικονομικών δυσχερειών στα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, στους πελάτες τους ή στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα, περιλαμβανομένων άλλων FMI και μέσω της διατήρησης της πειθαρχίας στην αγορά και της εμπιστοσύνης του κοινού· και

δ)

να προστατευθούν οι δημόσιοι πόροι, με την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη καθώς και του δυνητικού κινδύνου ζημιών για τους φορολογούμενους.

2.   Κατά την επιδίωξη των στόχων της παραγράφου 1, η αρχή εξυγίανσης επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει το κόστος της εξυγίανσης για όλα τα θιγόμενα ενδιαφερόμενα μέρη και να αποφευχθεί η καταστροφή της αξίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκτός και αν η καταστροφή είναι απαραίτητη για να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης.

Άρθρο 22

Προϋποθέσεις για την εξυγίανση

1.   Η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράση εξυγίανσης έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει όπως διαπιστώνεται από:

i)

την αρμόδια αρχή, κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης·

ii)

την αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, όταν η αρχή εξυγίανσης έχει τα απαραίτητα εργαλεία για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό·

β)

δεν υπάρχει εύλογη προοπτική ότι τυχόν εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή άλλων συμβατικών ρυθμίσεων, ή οποιαδήποτε εποπτική δράση, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης που έχουν ληφθεί, θα εμπόδιζαν την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις·

γ)

μια δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία προς το δημόσιο συμφέρον για να επιτευχθούν ένας ή περισσότεροι από τους στόχους εξυγίανσης, όντας παράλληλα αναλογική ως προς αυτούς, και η εκκαθάριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό κανονικές συνθήκες αφερεγγυότητας δεν θα πληρούσε τους εν λόγω στόχους εξυγίανσης στον ίδιο βαθμό.

2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου α) σημείο ii) της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή παρέχει στην αρχή εξυγίανσης με δική της πρωτοβουλία και χωρίς καθυστέρηση κάθε πληροφορία από την οποία μπορεί να προκύπτει ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει. Η αρμόδια αρχή παρέχει επίσης στην αρχή εξυγίανσης, κατόπιν αιτήματος, κάθε άλλη πληροφορία που απαιτείται για την αξιολόγησή.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παραβιάζει, ή ενδέχεται να παραβιάσει, τις προϋποθέσεις αδειοδότησης κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της αδειοδότησής του κατά το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

β)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση ή ενδέχεται να μην είναι σε θέση, να παράσχει κρίσιμη λειτουργία·

γ)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση ή ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητά του μέσω της υλοποίησης των μέτρων του για ανάκαμψη·

δ)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση ή ενδέχεται να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές του ή άλλες υποχρεώσεις, όταν καθίστανται ληξιπρόθεσμες

ε)

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρειάζεται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη.

4.   Για τους σκοπούς του στοιχείου ε) της παραγράφου 3, η δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη δεν θεωρείται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη όταν πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

λαμβάνει τη μορφή κρατικής εγγύησης για την κάλυψη ταμειακών διευκολύνσεων που παρέχονται από κεντρική τράπεζα σύμφωνα με τους όρους της κεντρικής τράπεζας ή τη μορφή κρατικής εγγύησης για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις·

β)

οι κρατικές εγγυήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου απαιτούνται για την αντιμετώπιση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία ενός κράτους μέλους και για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας··και

γ)

οι κρατικές εγγυήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου περιορίζονται σε φερέγγυους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, υπόκεινται σε τελική έγκριση δυνάμει του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, είναι προληπτικού και προσωρινού χαρακτήρα, είναι αναλογικές ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών της σοβαρής διαταραχής που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου και δεν χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση ζημιών τις οποίες έχει υποστεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή ενδέχεται να υποστεί στο μέλλον·

5.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, επίσης, να αναλάβει δράση εξυγίανσης, εφόσον κρίνει ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει εφαρμόσει ή προτίθεται να εφαρμόσει μέτρα ανάκαμψης τα οποία θα μπορούσαν να αποτρέψουν την πτώχευση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αλλά με σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη της.

6.   Η ESMA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, προκειμένου να προωθήσει τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας και εξυγίανσης όσον αφορά την εφαρμογή των περιστάσεων υπό τις οποίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022, λαμβάνοντας υπόψη, όταν και όπου ενδείκνυται, τη φύση και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών που παρέχουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

Κατά τη σύνταξη των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, η ESMA λαμβάνει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδονται κατά το άρθρο 32 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 23

Γενικές αρχές όσον αφορά την εξυγίανση

1.   Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία εξυγίανσης του άρθρου 27 και τις εξουσίες εξυγίανσης του άρθρου 48 σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)

εφαρμόζονται όλες οι συμβατικές υποχρεώσεις και λοιπές ρυθμίσεις του σχεδίου ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εφόσον δεν έχουν εξαντληθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, εκτός αν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι για την έγκαιρη επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, ενδείκνυται οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ή και αμφότερα:

i)

μη επιβολή ορισμένων συμβατικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή άλλου είδους παρέκκλιση από αυτό·

ii)

χρήση των εργαλείων εξυγίανσης ή άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης·

β)

οι μέτοχοι του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου επωμίζονται πρώτοι τις ζημίες μετά την εκτέλεση όλων των υποχρεώσεων και των ρυθμίσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α) και σύμφωνα με το εν λόγω στοιχείο·

γ)

οι πιστωτές του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου αναλαμβάνουν τις ζημίες μετά τους μετόχους, κατά τη σειρά προτεραιότητας των αξιώσεών τους στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκτός αν ρητώς ορίζει διαφορετικά ο παρών κανονισμός·

δ)

οι πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που ανήκουν στην ίδια κατηγορία τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης·

ε)

οι μέτοχοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι άλλοι πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν θα πρέπει να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο στις περιστάσεις του άρθρου 60·

στ)

το συμβούλιο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου αντικαθίστανται, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι η διατήρηση του συμβουλίου και των ανώτατων διοικητικών στελεχών, εν όλω ή εν μέρει, είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

ζ)

οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν τους εκπροσώπους των εργαζομένων και ζητούν τη γνώμη τους κατά την εθνική νομοθεσία, τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές·

η)

η χρήση εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα συμβούλια της εταιρείας, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές· και

θ)

αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αποτελεί μέρος ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο στις άλλες οντότητες του ομίλου, ιδίως όταν αυτός περιλαμβάνει άλλες FMI, καθώς και στον όμιλο ως σύνολο.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναλάβουν δράση εξυγίανσης η οποία παρεκκλίνει από τις αρχές της παραγράφου 1 στοιχεία δ) ή ε) του παρόντος άρθρου, εάν αυτό δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης και είναι ανάλογο προς τον κίνδυνο. Ωστόσο, εάν ως αποτέλεσμα της παρέκκλισης ένα ενδιαφερόμενο μέρος, ένα εκκαθαριστικό μέλος ή οποιοσδήποτε άλλος πιστωτής υφίσταται μεγαλύτερη ζημία από αυτήν που θα υφίστατο στις περιστάσεις του άρθρου 60, τότε εφαρμόζεται το δικαίωμα καταβολής της διαφοράς κατά το άρθρο 62.

3.   Το συμβούλιο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης κάθε απαραίτητη βοήθεια για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Αποτίμηση

Άρθρο 24

Στόχοι της αποτίμησης

1.   Οι αρχές εξυγίανσης εξασφαλίζουν ότι η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται βάσει αποτίμησης που διασφαλίζει δίκαιη, συνετή και ρεαλιστική εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

2.   Προτού η αρχή εξυγίανσης θέσει κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, εξασφαλίζει μια πρώτη αποτίμηση για να προσδιοριστεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση κατά το άρθρο 22 παράγραφος 1.

3.   Αφού η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να θέσει κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, εξασφαλίζει μια δεύτερη αποτίμηση:

α)

για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με την κατάλληλη δράση εξυγίανσης που πρέπει να αναληφθεί·

β)

για να διασφαλιστεί ότι τυχόν ζημίες επί των στοιχείων του ενεργητικού και δικαιωμάτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αναγνωρίζονται πλήρως κατά τη στιγμή που χρησιμοποιούνται τα εργαλεία εξυγίανσης·

γ)

για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με την έκταση της ακύρωσης ή της αραίωσης των μέσων ιδιοκτησίας καθώς και η απόφαση σχετικά με την αξία και τον αριθμό των μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί ή μεταβιβαστεί ως αποτέλεσμα της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης·

δ)

για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των χρεωστικών μέσων·

ε)

στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται εργαλεία κατανομής ζημίας και θέσης, για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με την έκταση των ζημιών που πρέπει να εφαρμόζονται έναντι αξιώσεων, εκκρεμών υποχρεώσεων ή θέσεων θιγόμενων πιστωτών σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, καθώς και σχετικά με την έκταση και την αναγκαιότητα μιας πρόσκλησης καταβολής μετρητών για την εξυγίανση·

στ)

όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ή τα μέσα ιδιοκτησίας που μπορούν να μεταβιβάζονται στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο καθώς και απόφαση σχετικά με την αξία κάθε ανταλλάγματος που ενδέχεται να καταβληθεί στον υπό εξυγίανση αντισυμβαλλόμενο ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους κατόχους των μέσων ιδιοκτησίας·

ζ)

όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, για να τεκμηριωθεί η απόφαση σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ή τα μέσα ιδιοκτησίας που μπορούν να μεταβιβάζονται στον τρίτο αγοραστή και να διαμορφωθεί εμπεριστατωμένη αντίληψη της αρχής εξυγίανσης ως προς το τι συνιστά εμπορικούς όρους για τους σκοπούς του άρθρου 40.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), η αποτίμηση λαμβάνει υπόψη τυχόν ζημίες που θα απορροφούνταν από την εκτέλεση εκκρεμών υποχρεώσεων των εκκαθαριστικών μελών ή τρίτων μερών οφειλόμενων στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο καθώς και το επίπεδο μετατροπής που πρέπει να εφαρμοσθεί στα χρεωστικά μέσα.

4.   Οι αποτιμήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής κατά το άρθρο 74 μόνον μαζί με την απόφαση να χρησιμοποιηθεί εργαλείο εξυγίανσης ή να ασκηθεί εξουσία εξυγίανσης.

Άρθρο 25

Απαιτήσεις για την αποτίμηση

1.   Η αρχή εξυγίανσης εξασφαλίζει ότι οι αποτιμήσεις του άρθρου 24 πραγματοποιούνται:

α)

από πρόσωπο ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή και από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο··ή

β)

από την αρχή εξυγίανσης, όπου οι εν λόγω αποτιμήσεις δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν από ένα πρόσωπο, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α).

2.   Οι αποτιμήσεις του άρθρου 24 θεωρούνται οριστικές εφόσον διενεργούνται από το πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, και πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

3.   Με την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και ανάλογα με την περίπτωση, η οριστική αποτίμηση βασίζεται σε συνετές παραδοχές και δεν τεκμαίρεται οποιαδήποτε δυνητική χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα ή στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου προς τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, από τη χρονική στιγμή κατά την οποία αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης. Η αποτίμηση λαμβάνει επίσης υπόψη τη δυνητική ανάκτηση τυχόν εύλογων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατά το άρθρο 27 παράγραφος 10.

4.   Η οριστική αποτίμηση συμπληρώνεται με τις ακόλουθες πληροφορίες τις οποίες κατέχει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος:

α)

επικαιροποιημένο ισολογισμό και έκθεση σχετικά με την οικονομική κατάσταση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των υπόλοιπων διαθέσιμων προχρηματοδοτημένων πόρων και των εκκρεμών χρηματοπιστωτικών δεσμεύσεων·

β)

τα αρχεία των συμβάσεων που εκκαθαρίστηκαν που αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012· και

γ)

κάθε πληροφορία σχετικά με τις αγοραίες και τις λογιστικές αξίες των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του και των θέσεων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών αξιώσεων και εκκρεμών υποχρεώσεων οφειλόμενων ή πληρωτέων στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

5.   Κάθε οριστική αποτίμηση αναφέρει την κατάταξη των πιστωτών σε κατηγορίες σύμφωνα με τα επίπεδα προτεραιότητας βάσει του ισχύοντος δικαίου περί αφερεγγυότητας. Περιλαμβάνει, επίσης, εκτίμηση της μεταχείρισης που θα αναμενόταν να λάβει κάθε κατηγορία μετόχων και πιστωτών κατ’ εφαρμογή της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο ε).

Η εκτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν προδικάζει την αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 61.

6.   Η ESMA, λαμβάνοντας υπόψη τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν καταρτιστεί κατά το άρθρο 36 παράγραφοι 14 και 15 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και έχουν εγκριθεί κατά το άρθρο 36 παράγραφος 16 αυτής, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τις συνθήκες υπό τις οποίες ένα πρόσωπο θεωρείται ότι είναι ανεξάρτητο τόσο από την αρχή εξυγίανσης όσο και από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

β)

τη μεθοδολογία για την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου· και

γ)

τον διαχωρισμό των αποτιμήσεων βάσει των άρθρων 24 και 61 του παρόντος κανονισμού.

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία συμπλήρωσης του παρόντος κανονισμού διά της εκδόσεως των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσης παραγράφου, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 26

Προσωρινή αποτίμηση

1.   Οι αποτιμήσεις του άρθρου 24 και οι οποίες δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 25 παράγραφος 2 θεωρούνται προσωρινές αποτιμήσεις.

Οι προσωρινές αποτιμήσεις περιλαμβάνουν απόθεμα ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες και κατάλληλη αιτιολόγηση για το εν λόγω απόθεμα.

2.   Αν οι αρχές εξυγίανσης αναλάβουν δράση εξυγίανσης με βάση μια προσωρινή αποτίμηση, εξασφαλίζουν ότι η οριστική αποτίμηση διενεργείται το συντομότερο δυνατόν.

Η αρχή εξυγίανσης εξασφαλίζει ότι η οριστική αποτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο:

α)

επιτρέπει την πλήρη αναγνώριση ενδεχόμενων ζημιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στα βιβλία του·

β)

τεκμηριώνει απόφαση να αντιλογιστούν οι λογιστικές εγγραφές αξιώσεων των πιστωτών ή να αυξηθεί η αξία του καταβληθέντος ανταλλάγματος, κατά την παράγραφο 3.

3.   Εάν η εκτίμηση της οριστικής αποτίμησης της καθαρής αξίας ενεργητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι υψηλότερη από την εκτίμηση της προσωρινής αποτίμησης της καθαρής αξίας των στοιχείων ενεργητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να αυξήσει την αξία των αξιώσεων των θιγόμενων πιστωτών που έχουν απομειωθεί ή αναδιαρθρωθεί·

β)

να απαιτήσει από ένα μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να καταβάλει προς τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο επιπλέον αντάλλαγμα για τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ή, κατά περίπτωση, για τα μέσα ιδιοκτησίας προς τους κατόχους των εν λόγω μέσων.

4.   Η ESMA, λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν καταρτιστεί κατά το άρθρο 36 παράγραφος 15 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και έχουν εγκριθεί κατά το άρθρο 36 παράγραφος 16 αυτής, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό του αποθέματος ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες προς συμπερίληψη στις προσωρινές αποτιμήσεις.

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία συμπλήρωσης του παρόντος κανονισμού διά της εκδόσεως των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσης παραγράφου, κατά τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Εργαλεία εξυγίανσης

Τμήμα 1

Γενικές αρχές

Άρθρο 27

Γενικές διατάξεις για τα εργαλεία εξυγίανσης

1.   Οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης του άρθρου 21 χρησιμοποιώντας ένα από τα ακόλουθα εργαλεία εξυγίανσης μεμονωμένα ή σε συνδυασμό:

α)

τα εργαλεία κατανομής ζημιών και θέσεων·

β)

το εργαλείο απομείωσης και το εργαλείο μετατροπής·

γ)

το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων·

δ)

το εργαλείο μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

2.   Σε περίπτωση συστημικής κρίσης, ένα κράτος μέλος μπορεί, ως έσχατο μέσο, να παράσχει έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη μέσω της χρήσης κρατικών εργαλείων σταθεροποίησης, κατά τα άρθρα 45, 46 και 47, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ληφθεί προηγούμενη και τελική έγκριση βάσει του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και εφόσον προβλέπονται αξιόπιστες ρυθμίσεις για τη συνολική και έγκαιρη ανάκτηση των πόρων, κατά την παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου.

3.   Πριν από τη χρήση των εργαλείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης επιβάλλει αναγκαστική εκτέλεση για τα εξής:

α)

όλα τα υφιστάμενα και εκκρεμή δικαιώματα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συμβατικών υποχρεώσεων από εκκαθαριστικά μέλη για την κάλυψη προσκλήσεων καταβολής μετρητών για την ανάκαμψη, την πρόβλεψη συμπληρωματικών πόρων για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή την ανάληψη θέσεων υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών, είτε μέσω δημοπρασίας είτε άλλου συμφωνηθέντος τρόπου στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

οποιαδήποτε υφιστάμενη και εκκρεμή συμβατική υποχρέωση που δεσμεύει τα μέρη πλην των εκκαθαριστικών μελών να παράσχουν κάθε είδους χρηματοπιστωτική στήριξη.

Η αρχή εξυγίανσης δύναται να επιβάλει εν μέρει την εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), εάν δεν είναι δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση των εν λόγω συμβατικών υποχρεώσεων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, η αρχή εξυγίανσης δύναται να μην επιβάλει την εκτέλεση των σχετικών υποχρεώσεων που υφίστανται ή εκκρεμούν, εν μέρει ή πλήρως, για να αποφευχθούν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή ευρεία μετάδοση, ή όταν η χρήση των εργαλείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι καταλληλότερη για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης εγκαίρως.

5.   Αν η αρχή εξυγίανσης αποφεύγει εν μέρει ή πλήρως να επιβάλει την εκτέλεση υφιστάμενων και εκκρεμών υποχρεώσεων όπως καθορίζονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 ή στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης δύναται να επιβάλει την εκτέλεση των υπόλοιπων υποχρεώσεων εντός 18 μηνών αφότου ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρηθεί ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει κατά το άρθρο 22, υπό τον όρο ότι δεν υφίστανται πλέον οι λόγοι για τη μη αναγκαστική εκτέλεση των εν λόγω υποχρεώσεων. Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει το εκκαθαριστικό μέλος και τυχόν άλλο μέρος τρεις έως έξι μήνες πριν από την επιβολή της εναπομείνουσας υποχρέωσης. Τα έσοδα από τις επιβλητές υπόλοιπες υποχρεώσεις χρησιμοποιούνται για την ανάκτηση της χρήσης δημόσιων πόρων.

Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των θιγόμενων εκκαθαριστικών μελών και τυχόν άλλων μερών που δεσμεύονται από υφιστάμενες και εκκρεμείς υποχρεώσεις, καθορίζει αν οι λόγοι για τη μη επιβολή των υφιστάμενων και των εκκρεμών υποχρεώσεων έχουν παύσει να υφίστανται και αν είναι επιβλητές οι υπόλοιπες υποχρεώσεις. Εάν η αρχή εξυγίανσης αποκλίνει από τις απόψεις που εκφράζουν οι διαβουλευθείσες αρχές, τότε παρέχει γραπτώς τη δέουσα σχετική αιτιολόγηση.

Η απαίτηση τήρησης των υπόλοιπων υποχρεώσεων στις περιστάσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο περιλαμβάνεται στους κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλες συμβατικές ρυθμίσεις.

6.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αποζημιώνει τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη για τις ζημίες τους που απορρέουν από την εφαρμογή εργαλείων κατανομής των ζημιών, εάν οι ζημίες υπερβαίνουν τις ζημίες που θα είχε επωμιστεί το μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος βάσει των υποχρεώσεών τους σύμφωνα με τους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υπό τον όρο ότι το μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος θα είχε δικαίωμα στην καταβολή της αναφερόμενης στο άρθρο 62 διαφοράς.

Η αποζημίωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να λάβει τη μορφή μέσων ιδιοκτησίας, χρεωστικών μέσων ή μέσων για την αναγνώριση αξίωσης επί των μελλοντικών κερδών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Το ποσό των μέσων που εκδίδονται για κάθε θιγόμενο μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος είναι ανάλογο προς την υπερβάλλουσα ζημία του κατά το πρώτο εδάφιο. Λαμβάνει δε υπόψη τυχόν εκκρεμείς συμβατικές υποχρεώσεις των εκκαθαριστικών μελών έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αφαιρείται από κάθε δικαίωμα σε καταβολή της διαφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 62.

Το ποσό των μέσων βασίζεται στην αποτίμηση που διενεργείται κατά το άρθρο 24 παράγραφος 3.

7.   Όταν χρησιμοποιείται ένα από τα κρατικά εργαλεία σταθεροποίησης, η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης και μετατροπής των τυχόν μέσων ιδιοκτησίας και των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων πριν ή παράλληλα με τη χρήση του κρατικού εργαλείου σταθεροποίησης.

Όταν η χρήση εργαλείου εξυγίανσης, πλην του εργαλείου απομείωσης και μετατροπής, οδηγεί σε οικονομικές ζημίες οι οποίες θα επιβαρύνουν τα εκκαθαριστικά μέλη, η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης και μετατροπής των τυχόν μέσων ιδιοκτησίας και των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων αμέσως πριν ή ταυτόχρονα με τη χρήση του εργαλείου εξυγίανσης, εκτός εάν η χρήση διαφορετικής αλληλουχίας θα ελαχιστοποιούσε τις παρεκκλίσεις από την αρχή περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών που καθορίζεται στο άρθρο 60 και θα επιτύγχανε κατά καλύτερο τρόπο τους στόχους της εξυγίανσης.

8.   Στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται μόνο τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και δ) του παρόντος άρθρου και μόνο μέρος των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου μεταβιβάζονται κατά τα άρθρα 40 και 42, το εναπομένον μέρος του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

9.   Οι κανόνες του εθνικού δικαίου περί αφερεγγυότητας οι οποίοι άπτονται της ακυρωσίας και της κήρυξης του ανενεργού των επιβλαβών για τους πιστωτές δικαιοπραξιών δεν εφαρμόζονται στις μεταβιβάσεις στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε σχέση με τον οποίο χρησιμοποιούνται εργαλεία εξυγίανσης ή κρατικά εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης.

10.   Τα κράτη μέλη ανακτούν ως προνομιούχος πιστωτής και εντός κατάλληλου χρονικού διαστήματος τυχόν δημόσια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται ως κρατικά εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης όπως αναφέρεται στο τμήμα 7 του παρόντος κεφαλαίου και οι αρχές εξυγίανσης ανακτούν ως προνομιούχος πιστωτής κάθε εύλογη δαπάνη που έχουν αναλάβει σε σχέση με τη χρήση των εργαλείων ή εξουσιών εξυγίανσης. Η ανάκτηση προέρχεται μεταξύ άλλων από:

α)

τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, υπό την ιδιότητα του προνομιακού πιστωτή, συμπεριλαμβανομένων των αξιώσεών του έναντι υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών·

β)

οποιοδήποτε αντάλλαγμα καταβάλλεται από τον αγοραστή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, υπό την ιδιότητα του προνομιακού πιστωτή πριν από την εφαρμογή του άρθρου 40 παράγραφος 4, όταν έχει χρησιμοποιηθεί το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων·

γ)

οποιαδήποτε έσοδα προκύπτουν από την περάτωση της λειτουργίας του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υπό την ιδιότητα του προνομιακού πιστωτή πριν από την εφαρμογή του άρθρου 42 παράγραφος 5· ή

δ)

οποιαδήποτε έσοδα προκύπτουν από τη χρήση του εργαλείου δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης που αναφέρεται στο άρθρο 46 και από το εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας που αναφέρεται στο άρθρο 47, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων που προκύπτουν από την πώλησή τους.

11.   Κατά τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης εξασφαλίζουν, βάσει αποτίμησης σύμφωνης με το άρθρο 25, την αποκατάσταση αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου, την πλήρη κατανομή των ζημιών, την αναπλήρωση των προχρηματοδοτημένων πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και την ανακεφαλαιοποίηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Οι αρχές εξυγίανσης εξασφαλίζουν την αναπλήρωση των προχρηματοδοτημένων πόρων και την ανακεφαλαιοποίηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, σε βαθμό επαρκή ώστε να αποκατασταθεί η ικανότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου να συμμορφώνεται με τους όρους έγκρισης και να εξακολουθεί να εκτελεί τις κρίσιμες λειτουργίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, λαμβάνοντας υπόψη τους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Παρά τη χρήση άλλων εργαλείων εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να χρησιμοποιούν τα εργαλεία των άρθρων 30 και 31 για την ανακεφαλαιοποίηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Τμήμα 2

Εργαλεία κατανομής θέσεων και ζημιών

Άρθρο 28

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής των εργαλείων κατανομής θέσεων και ζημιών

1.   Οι αρχές εξυγίανσης χρησιμοποιούν το εργαλείο κατανομής θέσεων κατά το άρθρο 29 και τα εργαλεία κατανομής ζημιών κατά τα άρθρα 30 και 31.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης χρησιμοποιούν τα εργαλεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τις συμβάσεις που σχετίζονται με υπηρεσίες εκκαθάρισης και τις εξασφαλίσεις που σχετίζονται με τις εν λόγω υπηρεσίες που παρέχονται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης χρησιμοποιούν το εργαλείο κατανομής θέσεων που αναφέρεται στο άρθρο 29 για να προβούν σε νέα αντιστοίχιση του χαρτοφυλακίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά περίπτωση.

Οι αρχές εξυγίανσης χρησιμοποιούν τα εργαλεία κατανομής ζημιών που αναφέρονται στα άρθρα 30 και 31 για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

για την κάλυψη των ζημιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που εκτιμώνται κατά το άρθρο 25·

β)

για την αποκατάσταση της ικανότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις πληρωμής, όταν καθίστανται απαιτητές·

δ)

για την επίτευξη των αποτελεσμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) σε σχέση με τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

ε)

για την υποστήριξη της μεταβίβασης των δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου μέσω του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων σε φερέγγυο τρίτο μέρος.

Το εργαλείο κατανομής ζημιών που αναφέρεται στο άρθρο 30 δύναται να χρησιμοποιείται από τις αρχές εξυγίανσης σε σχέση με ζημίες που προκύπτουν από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης και σε σχέση με ζημίες που προκύπτουν από γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης. Εάν το εργαλείο κατανομής ζημιών που αναφέρεται στο άρθρο 30 χρησιμοποιείται σε σχέση με ζημίες που προκύπτουν από γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρεώσεων, χρησιμοποιείται μόνο μέχρι συνολικού ποσού που αντιστοιχεί στη συνεισφορά των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών στα κεφάλαια εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και κατανέμεται μεταξύ των εκκαθαριστικών μελών αναλογικά προς τις συνεισφορές τους στα κεφάλαια εκκαθάρισης.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης δεν χρησιμοποιούν τα εργαλεία κατανομής ζημιών που αναφέρονται στα άρθρα 30 και 31 του παρόντος κανονισμού έναντι των οντοτήτων του άρθρου 1 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Άρθρο 29

Καταγγελία συμβάσεων – μερική ή πλήρης

1.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται να καταγγείλει μερικές ή όλες τις ακόλουθες συμβάσεις του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου:

α)

τις συμβάσεις με το εκκαθαριστικό μέλος που είναι σε αθέτηση.

β)

τις συμβάσεις της θιγόμενης υπηρεσίας εκκαθάρισης ή κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού·

γ)

τις άλλες συμβάσεις του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η αρχή εξυγίανσης καταγγέλλει τις συμβάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, μόνον εφόσον η μεταφορά των στοιχείων ενεργητικού και των θέσεων που προκύπτουν από τις εν λόγω συμβάσεις δεν έχει πραγματοποιηθεί κατά την έννοια του άρθρου 48 παράγραφοι 5 και 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Κατά την άσκηση της εξουσίας βάσει του πρώτου εδαφίου, η αρχή εξυγίανσης καταγγέλλει τις συμβάσεις που αναφέρονται σε κάθε ένα από τα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου με παρόμοιο τρόπο, χωρίς διακρίσεις μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών των εν λόγω συμβάσεων, με την εξαίρεση των συμβατικών υποχρεώσεων που δεν μπορούν να εκτελεστούν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

2.   Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει όλα τα ενδιαφερόμενα εκκαθαριστικά μέλη σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία λήγει κάθε σύμβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Πριν από τη λήξη κάθε σύμβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης προβαίνει στα ακόλουθα βήματα:

α)

απαιτεί από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αξιολογήσει κάθε σύμβαση, και να ενημερώσει τα υπόλοιπα λογαριασμών κάθε εκκαθαριστικού μέλους·

β)

καθορίζει το καθαρό πληρωτέο ποσό από ή προς κάθε εκκαθαριστικό μέλος, λαμβανομένου υπόψη του τυχόν οφειλόμενου αλλά μη καταβληθέντος περιθωρίου διαφορών αποτίμησης, συμπεριλαμβανομένου του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης που οφείλεται λόγω των αποτιμήσεων συμβάσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α)· και

γ)

κοινοποιεί σε κάθε εκκαθαριστικό μέλος τα προσδιοριζόμενα καθαρά ποσά και απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να τα καταβάλει ή να τα εισπράξει αναλόγως.

Τα εκκαθαριστικά μέλη ενημερώνουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τους πελάτες τους για τη χρήση του εν λόγω εργαλείου και για τον τρόπο κατά τον οποίο η εν λόγω χρήση τους επηρεάζει.

4.   Η αποτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο α) βασίζεται, κατά το δυνατόν, σε δίκαιη τιμή αγοράς καθοριζόμενη με βάση τους ιδίους κανόνες και ρυθμίσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης κρίνει απαραίτητη τη χρήση άλλης κατάλληλης μεθόδου ανακάλυψης της τιμής.

5.   Όταν ένα μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος δεν είναι σε θέση να καταβάλει το καθαρό ποσό που προσδιορίζεται κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης μπορεί, έχοντας υπόψη το άρθρο 21 του παρόντος κανονισμού, να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να θέσει το μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος σε αθέτηση και να χρησιμοποιήσει το αρχικό του περιθώριο ασφαλείας και τις εισφορές κεφαλαίου εκκαθάρισης κατά το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

6.   Αν η αρχή εξυγίανσης έχει καταγγείλει μία ή περισσότερες συμβάσεις των ειδών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μπορεί να αποτρέψει προσωρινά τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από την εκκαθάριση κάθε νέας σύμβασης του ίδιου τύπου με εκείνη που καταγγέλθηκε.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέψει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αρχίσει εκ νέου την εκκαθάριση των εν λόγω ειδών συμβάσεων μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012· και

β)

η αρχή εξυγίανσης εκδίδει και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση χρησιμοποιώντας τα μέσα του άρθρου 72 παράγραφος 3.

7.   Έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022, η ESMA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές κατά το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, προσδιορίζοντας περαιτέρω τη μεθοδολογία που πρέπει να χρησιμοποιηθεί από την αρχή εξυγίανσης για τον καθορισμό της αποτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 30

Μείωση της αξίας τυχόν κερδών που καταβάλλονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να μειώνει το ποσό των υποχρεώσεων πληρωμής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου προς μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη, αν οι εν λόγω υποχρεώσεις απορρέουν από τα οφειλόμενα κέρδη σύμφωνα με τις διαδικασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για την καταβολή περιθωρίου διαφορών αποτίμησης ή πληρωμή με το ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα.

2.   Η αρχή εξυγίανσης υπολογίζει κάθε μείωση των υποχρεώσεων πληρωμής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου με τη χρήση του μηχανισμού δίκαιης κατανομής που καθορίζεται στην αποτίμηση που διεξάγεται κατά το άρθρο 24 παράγραφος 3 και κοινοποιείται στα εκκαθαριστικά μέλη μόλις χρησιμοποιηθεί το εργαλείο εξυγίανσης. Τα εκκαθαριστικά μέλη ενημερώνουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τους πελάτες τους για τη χρήση του εν λόγω εργαλείου και για τον τρόπο κατά τον οποίο η εν λόγω χρήση τους επηρεάζει. Τα συνολικά καθαρά κέρδη που μειώνονται για κάθε εκκαθαριστικό μέλος είναι ανάλογα προς τα ποσά που οφείλονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

3.   Η μείωση της αξίας των κερδών που καταβάλλονται παράγει αποτελέσματα και είναι αμέσως δεσμευτική για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και τα θιγόμενα εκκαθαριστικά μέλη από τη στιγμή που η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει τη δράση εξυγίανσης.

4.   Ένα μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος δεν έχει καμία αξίωση σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες κατά του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ή της διάδοχης οντότητας αυτού, προκύπτουσα από τη μείωση των υποχρεώσεων πληρωμής που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει τις αρχές εξυγίανσης να απαιτούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αποζημιώσει τα εκκαθαριστικά μέλη, όταν το επίπεδο μείωσης που βασίζεται στην προσωρινή αποτίμηση κατά το άρθρο 26 παράγραφος 1 διαπιστώνεται ότι υπερβαίνει το απαιτούμενο επίπεδο μείωσης κατ’ αντιπαραβολή με την οριστική αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

5.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης μειώνει εν μέρει μόνο την αξία των καταβλητέων κερδών, το εναπομένον ανεξόφλητο καταβλητέο ποσό εξακολουθεί να οφείλεται στο μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος.

6.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος περιλαμβάνει στους κανόνες λειτουργίας του αναφορά στην εξουσία μείωσης των υποχρεώσεων πληρωμής που αναφέρονται στην παράγραφο 1, επιπλέον οποιωνδήποτε παρόμοιων ρυθμίσεων που προβλέπονται στους εν λόγω κανόνες λειτουργίας κατά το στάδιο της ανάκαμψης, και διασφαλίζει ότι συνάπτονται συμβατικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν στην αρχή εξυγίανσης να ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 31

Πρόσκληση καταβολής μετρητών για την εξυγίανση

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ζητήσει από μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη να καταβάλουν εισφορά σε μετρητά στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μέχρι ποσού αντίστοιχου προς το διπλάσιο της εισφοράς τους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η εν λόγω υποχρέωση εισφοράς σε μετρητά περιλαμβάνεται επίσης στους κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλες συμβατικές ρυθμίσεις ως πρόσκληση καταβολής μετρητών για την εξυγίανση που είναι στη διακριτική ευχέρεια της αρχής εξυγίανσης κατά την ενεργοποίηση της εξυγίανσης. Όταν η αρχή εξυγίανσης ζητεί ποσό που υπερβαίνει την εισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, το πράττει αφού εκτιμήσει τον αντίκτυπο αυτού του εργαλείου στα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των κρατών μελών, σε συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών.

Αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαχειρίζεται πολλαπλά κεφάλαια εκκαθάρισης και χρησιμοποιείται το εργαλείο για την αντιμετώπιση γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης, το ποσό της εισφοράς σε μετρητά που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο παραπέμπει στην εισφορά του εκκαθαριστικού μέλους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης της θιγόμενης υπηρεσίας εκκαθάρισης ή κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού.

Αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαχειρίζεται πολλαπλά κεφάλαια εκκαθάρισης και χρησιμοποιείται το εργαλείο για την αντιμετώπιση γεγονότος μη σχετιζόμενου με αθέτηση υποχρέωσης, το ποσό της εισφοράς σε μετρητά που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο παραπέμπει στη συνολική εισφορά του εκκαθαριστικού μέλους σε όλα τα κεφάλαια εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να προβαίνει στην πρόσκληση καταβολής μετρητών για την εξυγίανση ανεξάρτητα από το αν όλες οι συμβατικές υποχρεώσεις που απαιτούν εισφορές σε μετρητά από μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη έχουν εξαντληθεί.

Η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει το ποσό της ταμειακής εισφοράς κάθε μη υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους κατ’ αναλογία προς την εισφορά του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης έως το όριο του πρώτου εδαφίου.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να επιστρέψει στα εκκαθαριστικά μέλη το ενδεχόμενο υπερβάλλον ποσό από πρόσκληση καταβολής μετρητών για εξυγίανση, εφόσον διαπιστωθεί ότι το χρησιμοποιηθέν επίπεδο της πρόσκλησης καταβολής μετρητών για την εξυγίανση που βασίζεται σε προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 υπερβαίνει το απαιτούμενο επίπεδο με βάση την οριστική αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

2.   Εάν ένα υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος δεν καταβάλλει το απαιτούμενο ποσό, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να θέσει το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος σε αθέτηση και να χρησιμοποιήσει το αρχικό περιθώριο ασφαλείας του εκκαθαριστικού μέλους και την εισφορά του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, κατά το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, έως το απαιτούμενο ποσό.

Τμήμα 3

Απομείωση και μετατροπή των μέσων ιδιοκτησίας και των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων

Άρθρο 32

Απαίτηση απομείωσης και μετατροπής των μέσων ιδιοκτησίας και των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιεί το εργαλείο απομείωσης και μετατροπής κατά το άρθρο 33 στο πλαίσιο των μέσων ιδιοκτησίας και των χρεωστικών μέσων που εκδίδονται από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων προκειμένου να απορροφηθούν ζημίες, να ανακεφαλαιοποιηθεί ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ή προκειμένου να στηριχθεί η χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων.

2.   Με βάση την αποτίμηση κατά το άρθρο 24 παράγραφος 3, η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει τα ακόλουθα:

α)

το ποσό κατά το οποίο τα μέσα ιδιοκτησίας και τα χρεωστικά μέσα ή άλλες μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις πρέπει να απομειωθούν λαμβάνοντας υπόψη τυχόν ζημίες που πρόκειται να απορροφηθούν από την αναγκαστική εκτέλεση τυχόν εκκρεμών υποχρεώσεων των εκκαθαριστικών μελών ή άλλων τρίτων μερών που οφείλονται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο· και

β)

το ποσό κατά το οποίο τα χρεωστικά μέσα ή άλλες μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις πρέπει να μετατραπούν σε μέσα ιδιοκτησίας προκειμένου να αποκατασταθούν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Άρθρο 33

Διατάξεις που διέπουν την απομείωση ή τη μετατροπή των μέσων ιδιοκτησίας και των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιεί το εργαλείο απομείωσης και μετατροπής κατά τη σειρά προτεραιότητας των αξιώσεων που εφαρμόζονται υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

2.   Πριν από τη μείωση ή τη μετατροπή του αρχικού ποσού των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων, η αρχή εξυγίανσης μειώνει το ονομαστικό ποσό των μέσων ιδιοκτησίας κατ’ αναλογία προς τις ζημίες και μέχρι το σύνολο της αξίας τους, εφόσον απαιτείται.

Όταν, κατά την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 24 παράγραφος 3, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί θετική καθαρή αξία μετά τη μείωση του ονομαστικού ποσού των μέσων ιδιοκτησίας, η αρχή εξυγίανσης ακυρώνει ή αραιώνει, ανάλογα με την περίπτωση, τα εν λόγω μέσα ιδιοκτησίας.

3.   Η αρχή εξυγίανσης μειώνει ή/και μετατρέπει το αρχικό ποσό των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, και έως την πλήρη αξία των εν λόγω μέσων ή υποχρεώσεων, εφόσον απαιτείται.

4.   Η αρχή εξυγίανσης δεν χρησιμοποιεί τα εργαλεία απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α)

υποχρεώσεις προς τους εργαζομένους, όσον αφορά δεδουλευμένο μισθό, συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τυχόν μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική διαπραγματευτική σύμβαση·

β)

υποχρεώσεις προς εμπορικούς πιστωτές που προκύπτουν από την παροχή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αγαθών ή υπηρεσιών κρίσιμων για την καθημερινή λειτουργία του, όπως είναι οι υπηρεσίες ΤΠ, οι υπηρεσίες κοινής ωφελείας και η ενοικίαση, η συντήρηση και η φροντίδα των χώρων·

γ)

υποχρεώσεις προς φορολογικές αρχές και αρχές κοινωνικής ασφάλισης, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις είναι προνομιούχες υποχρεώσεις κατά το ισχύον δίκαιο περί αφερεγγυότητας·

δ)

υποχρεώσεις έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται κατά την οδηγία 98/26/ΕΚ, έναντι συμμετεχόντων στον βαθμό που οι υποχρεώσεις απορρέουν από τη συμμετοχή τους σε σχετικά συστήματα, έναντι άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και έναντι κεντρικών τραπεζών·

ε)

αρχικά περιθώρια ασφαλείας.

5.   Αν το ονομαστικό ποσό του μέσου ιδιοκτησίας ή το αρχικό ποσό ενός χρεωστικού μέσου ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων μειώνεται, ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η μείωση είναι μόνιμη·

β)

ο κάτοχος του μέσου δεν έχει αξίωση σε σχέση με την εν λόγω μείωση, εκτός τυχόν ήδη δεδουλευμένων υποχρεώσεων, τυχόν ευθύνης αποζημίωσης για ζημίες λόγω προσφυγής κατά της νομιμότητας της εν λόγω μείωσης, τυχόν αξίωσης που βασίζεται σε μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί ή μεταβιβαστεί κατά την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου ή τυχόν αξίωσης πληρωμής κατά το άρθρο 62· και

γ)

όταν η μείωση είναι μόνο μερική, η συμφωνία που δημιούργησε την αρχική υποχρέωση εξακολουθεί να ισχύει ως προς την εναπομένουσα αξία με την επιφύλαξη τυχόν αναγκαίων τροποποιήσεων των όρων της εν λόγω συμφωνίας λόγω της μείωσης.

Το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου δεν εμποδίζει τις αρχές εξυγίανσης να εφαρμόζουν μηχανισμό ανατίμησης για την αποζημίωση των κατόχων χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων και, στη συνέχεια, των κατόχων μέσων ιδιοκτησίας, όταν το επίπεδο της χρησιμοποιουμένης απομείωσης που βασίζεται στην προσωρινή αποτίμηση του άρθρου 26 παράγραφος 1 διαπιστώνεται ότι υπερβαίνει τα απαιτούμενα ποσά κατόπιν εκτίμησης κατ’ αντιπαραβολή με την οριστική αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

6.   Κατά τη μετατροπή των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων κατά την παράγραφο 3, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εκδίδει ή να μεταβιβάζει τα μέσα ιδιοκτησίας προς τους κατόχους των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων.

7.   Η αρχή εξυγίανσης μετατρέπει χρεωστικά μέσα ή άλλες μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις κατά την παράγραφο 3 μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα μέσα ιδιοκτησίας εκδίδονται πριν από κάθε έκδοση μέσων ιδιοκτησίας από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, με σκοπό την παροχή ιδίων κεφαλαίων από το κράτος ή από κρατικό φορέα· και

β)

ο συντελεστής μετατροπής αντιπροσωπεύει κατάλληλη αποζημίωση των θιγόμενων πιστωτών για οποιαδήποτε ζημία υφίστανται ως αποτέλεσμα της άσκησης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, κατά τη μεταχείρισή τους υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Κατόπιν μετατροπής χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων σε μέσα ιδιοκτησίας, τα τελευταία πρέπει να αναλαμβάνονται ή να μεταβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση μετά τη μετατροπή.

8.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 7, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε, στο πλαίσιο της κατάρτισης και της διατήρησης του σχεδίου εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και στο πλαίσιο των εξουσιών για την εξάλειψη των κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, να δύναται ανά πάσα στιγμή ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εκδίδει τον αναγκαίο αριθμό μέσων ιδιοκτησίας.

Άρθρο 34

Αποτέλεσμα της απομείωσης και μετατροπής

Η αρχή εξυγίανσης ολοκληρώνει ή ζητεί να ολοκληρωθούν όλα τα διοικητικά και διαδικαστικά καθήκοντα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική χρήση του εργαλείου απομείωσης και μετατροπής, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

α)

τροποποίηση όλων των σχετικών μητρώων·

β)

διαγραφή ή απόσυρση από τη διαπραγμάτευση μέσων ιδιοκτησίας ή χρεωστικών μέσων·

γ)

εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή εισαγωγή προς διαπραγμάτευση νέων μέσων ιδιοκτησίας·

δ)

εκ νέου εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή εκ νέου εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρεωστικών μέσων που έχουν απομειωθεί, χωρίς την υποχρέωση έκδοσης ενημερωτικού δελτίου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24).

Άρθρο 35

Άρση των διαδικαστικών εμποδίων για απομείωση και μετατροπή

1.   Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 32 παράγραφος 1, η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να διατηρεί ανά πάσα στιγμή επαρκές ποσό μέσων ιδιοκτησίας ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να εκδίδει επαρκή νέα μέσα ιδιοκτησίας και ότι η έκδοση μέσων ιδιοκτησίας ή η μετατροπή σε μέσα ιδιοκτησίας μπορεί να διεξαχθεί αποτελεσματικά.

2.   Η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιεί το εργαλείο απομείωσης και μετατροπής ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε διατάξεις στη συστατική πράξη ή στο καταστατικό του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων προτίμησης από τους μετόχους ή των απαιτήσεων συγκατάθεσης των μετόχων σε αύξηση του κεφαλαίου.

Άρθρο 36

Υποβολή σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης

1.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, εντός ενός μηνός μετά τη χρήση των εργαλείων του άρθρου 32, εξετάζουν τα αίτια της πτώχευσής τους και την υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης μαζί με σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης κατά το άρθρο 37. Αν εφαρμόζεται το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, το εν λόγω σχέδιο, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεων κατά το άρθρο 38 και όπως εφαρμόζεται κατά το άρθρο 39, συνάδει με το σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο απαιτείται να υποβάλει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος στην Επιτροπή σύμφωνα με το εν λόγω πλαίσιο.

Εφόσον απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να παρατείνει την περίοδο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο έως και δύο μήνες κατ’ ανώτατο όριο.

2.   Όταν ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης απαιτείται να κοινοποιείται εντός του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, η υποβολή του σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης δεν θίγει την προθεσμία που ορίζεται από το εν λόγω πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την υποβολή του εν λόγω σχεδίου αναδιάρθρωσης.

3.   Η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει την επισκόπηση και το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης και κάθε εκ νέου υποβληθέν σχέδιο κατά το άρθρο 38, στην αρμόδια αρχή και στο σώμα εξυγίανσης.

Άρθρο 37

Περιεχόμενο του σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης

1.   Το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης που αναφέρεται στο άρθρο 36 καθορίζει τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή τμημάτων των δραστηριοτήτων του, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Τα μέτρα αυτά βασίζονται σε ρεαλιστικές παραδοχές ως προς την οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες στη χρηματοπιστωτική αγορά, στο πλαίσιο των οποίων θα λειτουργεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης λαμβάνει υπόψη την τρέχουσα και την ενδεχόμενη κατάσταση των χρηματοπιστωτικών αγορών και αντανακλά τις πλέον αισιόδοξες και τις πλέον απαισιόδοξες παραδοχές, συμπεριλαμβανομένου συνδυασμού γεγονότων για τον προσδιορισμό των κυριότερων ευάλωτων σημείων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Οι παραδοχές συγκρίνονται με κατάλληλα κριτήρια αναφοράς για ολόκληρο τον τομέα.

2.   Το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

λεπτομερή ανάλυση των παραγόντων και συνθηκών που οδήγησαν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στην πτώχευση ή σε πιθανή πτώχευση·

β)

περιγραφή των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου· και

γ)

χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

3.   Τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας κεντρικού αντισυμβαλλομένου μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)

αναδιοργάνωση και αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

αλλαγές στα λειτουργικά συστήματα και την υποδομή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

την πώληση περιουσιακών στοιχείων ή επιχειρηματικών τομέων·

δ)

αλλαγές στη διαχείριση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

4.   Έως τις 12 Φεβρουαρίου 2023, η ESMA συντάσσει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα ελάχιστα στοιχεία που θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης κατά την παράγραφο 2.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία συμπλήρωσης του παρόντος κανονισμού διά της εκδόσεως των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσης παραγράφου, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 38

Αξιολόγηση και έγκριση του σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης

1.   Εντός ενός μηνός από την υποβολή του σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατά το άρθρο 36 παράγραφος 1, η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή εκτιμούν αν τα μέτρα που προβλέπονται στο εν λόγω σχέδιο θα αποκαταστήσουν αξιόπιστα τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Εάν η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή πεισθούν ότι το σχέδιο θα αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει το σχέδιο.

2.   Εάν η αρχή εξυγίανσης ή η αρμόδια αρχή δεν είναι πεπεισμένες ότι τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο θα αποκαθιστούσαν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στον αντισυμβαλλόμενο τις ανησυχίες της και απαιτεί από αυτόν να υποβάλει εκ νέου τροποποιημένο σχέδιο με γνώμονα τις εν λόγω ανησυχίες εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση.

3.   Η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή αξιολογούν το εκ νέου υποβληθέν σχέδιο και η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εντός μιας εβδομάδας από την παραλαβή του σχεδίου αν αντιμετωπίζονται καταλλήλως οι ανησυχίες ή αν απαιτούνται περαιτέρω τροποποιήσεις.

4.   Έως τις 12 Φεβρουαρίου 2023, η ESMA συντάσσει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα ελάχιστα κριτήρια που θα πρέπει να πληροί ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης προκειμένου να εγκριθεί από την αρχή εξυγίανσης δυνάμει της παραγράφου 1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία συμπλήρωσης του παρόντος κανονισμού διά της εκδόσεως των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσης παραγράφου, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 39

Εκτέλεση και παρακολούθηση του σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης και υποβάλλει έκθεση προς την αρχή εξυγίανσης και την αρμόδια αρχή, όπως ζητείται και τουλάχιστον κάθε έξι μήνες, σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου.

2.   Η αρχή εξυγίανσης, σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, μπορεί να ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να αναθεωρήσει το σχέδιο, εφόσον είναι αναγκαίο, για την επίτευξη του στόχου που καθορίζεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1.

Τμήμα 4

Εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων

Άρθρο 40

Εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να μεταβιβάζει σε αγοραστή που δεν είναι μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τα ακόλουθα:

α)

μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση·

β)

οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οποιουδήποτε τρίτου μέρους πέραν του αγοραστή και χωρίς να τηρούνται διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή τίτλων πέραν αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 41.

2.   Μια μεταβίβαση κατά την παράγραφο 1 πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, και κατά το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την εξασφάλιση εμπορικών όρων που συνάδουν με την αποτίμηση που πραγματοποιείται κατά το άρθρο 24 παράγραφος 3.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 27 παράγραφος 10, κάθε αντάλλαγμα που καταβάλλεται από τον αγοραστή αποβαίνει προς όφελος:

α)

των ιδιοκτητών των μέσων ιδιοκτησίας, όταν η πώληση δραστηριοτήτων έχει πραγματοποιηθεί μέσω της μεταβίβασης μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, από τους κατόχους των εν λόγω μέσων προς τον αγοραστή·

β)

του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όταν έχει πραγματοποιηθεί η πώληση δραστηριοτήτων μέσω της μεταβίβασης ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στον αγοραστή·

γ)

τυχόν μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών που έχουν υποστεί ζημίες εξαιτίας της χρήσης εργαλείων εξυγίανσης κατά την εξυγίανση, αναλογικές προς τις ζημίες τους κατά την εξυγίανση.

4.   Η κατανομή κάθε ανταλλάγματος που καταβάλλεται από τον αγοραστή κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται ως εξής:

α)

μετά την επέλευση γεγονότος που καλύπτεται από τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως ορίζεται στα άρθρα 43 και 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, κατ’ αντίστροφη σειρά από αυτήν με την οποία επιβλήθηκαν οι ζημίες από τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου· ή

β)

μετά την επέλευση γεγονότος που δεν καλύπτεται από τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως ορίζεται στα άρθρα 43 και 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, κατ’ αντίστροφη σειρά από αυτήν με την οποία κατανεμήθηκαν οι ζημίες κατά τους ισχύοντες κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η κατανομή κάθε υπόλοιπου ανταλλάγματος πραγματοποιείται ακολούθως κατά τη σειρά προτεραιότητας των αξιώσεων υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

5.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις των μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή, ανάλογα με την περίπτωση, των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

6.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, με τη συγκατάθεση του αγοραστή, να μεταβιβάζει τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που είχαν μεταβιβασθεί στον αγοραστή και πάλι στον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή τα μέσα ιδιοκτησίας και πάλι στους αρχικούς κατόχους τους.

Αν η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιεί την εξουσία μεταβίβασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ο υπο εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή οι αρχικοί κάτοχοι υποχρεούνται να πάρουν πίσω όλα αυτά τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή μέσα ιδιοκτησίας.

7.   Κάθε μεταβίβαση κατά την παράγραφο 1 πραγματοποιείται ανεξάρτητα από το εάν ο αγοραστής έχει λάβει άδεια για την παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων που προκύπτουν από την απόκτηση.

Αν ο αγοραστής δεν έχει άδεια να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες που προκύπτουν από την απόκτηση, η αρχή εξυγίανσης, σε διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, διενεργεί κατάλληλο έλεγχο δέουσας επιμέλειας του αγοραστή και εξασφαλίζει ότι ο αγοραστής έχει την επαγγελματική και τεχνική ικανότητα να εκτελεί τα καθήκοντα του αγορασθέντος κεντρικού αντισυμβαλλομένου και ότι υποβάλλει αίτηση για άδεια το συντομότερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός ενός μηνός από τη χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων. Η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι κάθε τέτοια αίτηση χορήγησης άδειας εξετάζεται έγκαιρα.

8.   Αν η μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου καταλήγει στην απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η αρμόδια αρχή πρέπει να διενεργεί την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, εντός χρονικού διαστήματος που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ούτε εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης να επιτύχει τους σχετικούς στόχους εξυγίανσης.

9.   Αν η αρμόδια αρχή δεν έχει ολοκληρώσει την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 8 έως την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιείται η μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

η μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας παράγει αμέσως έννομες συνέπειες από την ημερομηνία που τα μέσα μεταβιβάζονται·

β)

κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ) της παρούσας παραγράφου, τα δικαιώματα ψήφου του αγοραστή επί των εν λόγω μέσων ιδιοκτησίας αναστέλλονται και ανήκουν αποκλειστικά στην αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υποχρεούται να τα ασκεί και, εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη οφείλονται σε βαριά αμέλεια ή σοβαρό παράπτωμα, δεν φέρει ευθύνη για την άσκηση ή την παράλειψη άσκησής τους·

γ)

κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ) της παρούσας παραγράφου, οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή τα μέτρα λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών που προβλέπονται στο άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 δεν ισχύουν για την εν λόγω μεταβίβαση·

δ)

η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης και τον αγοραστή εγγράφως σχετικά με το αποτέλεσμα της αξιολόγησής της, κατά το άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησής της·

ε)

εάν η αρμόδια αρχή δεν αντιτάσσεται στη μεταβίβαση, τα δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με τα συγκεκριμένα μέσα ιδιοκτησίας θεωρούνται πλήρως εκχωρηθέντα στον αγοραστή από τη στιγμή της κοινοποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο δ) της παρούσας παραγράφου··και

στ)

εάν η αρμόδια αρχή αντιτάσσεται στη μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας, το στοιχείο β) εξακολουθεί να ισχύει και η αρχή εξυγίανσης μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αγοράς, να ορίζει προθεσμία εκποίησης εντός της οποίας ο αγοραστής θα εκποιήσει τα εν λόγω μέσα ιδιοκτησίας.

10.   Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ο αγοραστής θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε τέτοιο δικαίωμα το οποίο ασκούσε ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβασθεί.

11.   Ο αγοραστής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν κωλύεται στην άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιότητα μέλους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και στην πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού και άλλες συνδεδεμένες FMI και τόπους διαπραγμάτευσης, υπό την προϋπόθεση ότι ο αγοραστής πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους ή συμμετοχής στα εν λόγω συστήματα ή υποδομές ή τόπους διαπραγμάτευσης.

Παρά τα οριζόμενα στην πρώτη παράγραφο, ο αγοραστής δεν στερείται πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού και άλλες συνδεδεμένες FMI και τόπους διαπραγμάτευσης, με την αιτιολογία ότι ο αγοραστής δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση είναι κάτω από τα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για τη χορήγηση πρόσβασης στα εν λόγω συστήματα ή υποδομές ή τόπους διαπραγμάτευσης.

Αν ο αγοραστής δεν πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ο αγοραστής μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους και να έχει πρόσβαση στα εν λόγω συστήματα και άλλες υποδομές και τόπους διαπραγμάτευσης για το χρονικό διάστημα που ορίζει η αρχή εξυγίανσης. Η περίοδος αυτή δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

12.   Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό, οι μέτοχοι, οι πιστωτές, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται, δεν έχουν δικαιώματα επί των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων που έχουν μεταβιβασθεί, ούτε σε σχέση με αυτά.

Άρθρο 41

Εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων: διαδικαστικές απαιτήσεις

1.   Όταν χρησιμοποιεί το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων σε σχέση με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, η αρχή εξυγίανσης διαφημίζει τη διαθεσιμότητα, ή προβαίνει σε ρυθμίσεις για τη θέση σε πώληση, των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων ή των μέσων ιδιοκτησίας που πρόκειται να μεταβιβασθούν. Ομάδες δικαιωμάτων, στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού και υποχρεώσεων δύνανται να τεθούν σε πώληση χωριστά.

2.   Με την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, ανάλογα με την περίπτωση, η θέση σε πώληση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

είναι όσο το δυνατόν διαφανέστερη και δεν αλλοιώνει ουσιωδώς την εικόνα των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων ή μέσων ιδιοκτησίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις, και ιδίως την ανάγκη να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

β)

δεν ευνοεί αδικαιολόγητα κάποιους δυνητικούς αγοραστές ούτε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ τους·

γ)

δεν επηρεάζεται από συγκρούσεις συμφερόντων·

δ)

λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να πραγματοποιηθεί ταχέως η δράση εξυγίανσης· και

ε)

στοχεύει στη μεγιστοποίηση, κατά το δυνατόν, της τιμής πώλησης των σχετικών μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

Τα κριτήρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν εμποδίζουν την αρχή εξυγίανσης να προσκαλέσει συγκεκριμένους δυνητικούς αγοραστές.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 και 2, η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων χωρίς να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις για τη θέση σε πώληση ή δύναται να διαθέτει στην αγορά τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή τα μέσα ιδιοκτησίας όταν κρίνει ότι η συμμόρφωση προς τα εν λόγω κριτήρια ή απαίτηση ενδέχεται να υπονομεύσει έναν ή περισσοτέρους από τους στόχους της εξυγίανσης, μεταξύ άλλων με τη δημιουργία ουσιώδους απειλής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Τμήμα 5

Εργαλείο μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Άρθρο 42

Εργαλείο μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να μεταβιβάζουν σε μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τα ακόλουθα:

α)

τα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση

β)

οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η μεταβίβαση του πρώτου εδαφίου μπορεί να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οποιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου και χωρίς να τηρούνται διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή τίτλων πέραν αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 43.

2.   Ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο που:

α)

ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης και ανήκει εξολοκλήρου ή εν μέρει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές στις οποίες μπορεί να περιλαμβάνεται η αρχή εξυγίανσης· και

β)

έχει θεσπιστεί ή χρησιμοποιηθεί με σκοπό να λάβει και να παρακρατήσει ορισμένα ή όλα τα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή ορισμένα ή όλα τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με σκοπό τη διατήρηση των κρίσιμων λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και, στη συνέχεια, την πώληση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

3.   Κατά την εφαρμογή του εργαλείου μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά, ώστε η συνολική αξία των στοιχείων παθητικού και των υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να μην υπερβαίνει τη συνολική αξία των δικαιωμάτων και των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάζονται από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 27 παράγραφος 10, κάθε αντάλλαγμα που καταβάλλεται από τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αποβαίνει προς όφελος:

α)

των κατόχων των μέσων ιδιοκτησίας, όταν η μεταβίβαση προς τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο έχει πραγματοποιηθεί με τη μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας που εξέδωσε ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος από τους κατόχους των εν λόγω μέσων προς τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

β)

του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όταν η μεταβίβαση προς τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση ορισμένων ή όλων των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου προς τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο· και

γ)

των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών που έχουν υποστεί ζημίες εξαιτίας της χρήσης εργαλείων εξυγίανσης κατά την εξυγίανση, ανάλογα με τις ζημίες τους.

5.   Η κατανομή κάθε ανταλλάγματος που καταβάλλεται από τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατά την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται:

α)

μετά την επέλευση γεγονότος που καλύπτεται από τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως ορίζεται στα άρθρα 43 και 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, κατ’ αντίστροφη σειρά από αυτήν με την οποία επιβλήθηκαν οι ζημίες από τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου· ή

β)

μετά την επέλευση γεγονότος που δεν καλύπτεται από τις γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως ορίζεται στα άρθρα 43 και 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, κατ’ αντίστροφη σειρά από αυτήν με την οποία κατανεμήθηκαν οι ζημίες σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η κατανομή κάθε υπόλοιπου ανταλλάγματος πραγματοποιείται κατά τη σειρά προτεραιότητας των αξιώσεων υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

6.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις των μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεών του.

7.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να μεταβιβάζει πάλι στον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τα στοιχεία ενεργητικού ή τα στοιχεία παθητικού που είχαν μεταβιβαστεί στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή τα μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους τους, όταν η εν λόγω μεταβίβαση προβλέπεται ρητά από το μέσο με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Αν η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιεί την εξουσία μεταβίβασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή οι αρχικοί κάτοχοι υποχρεούνται να δεχθούν εκ νέου κάθε τέτοιο στοιχείο ενεργητικού ή παθητικού, δικαίωμα, υποχρέωση ή μέσο ιδιοκτησίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ή της παραγράφου 8.

8.   Όταν τα συγκεκριμένα μέσα ιδιοκτησίας, στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες, ούτε πληρούν τις προϋποθέσεις μεταβίβασης, μέσων ιδιοκτησίας, στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που καθορίζονται στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να τα μεταβιβάζει από τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή στους αρχικούς κατόχους.

9.   Η μεταβίβαση που αναφέρεται στις παραγράφους 7 και 8 δύναται να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, και πληροί οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις που ορίζονται στο μέσο με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση για τον σχετικό σκοπό.

10.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να μεταβιβάζει μέσα ιδιοκτησίας ή στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε τρίτους.

11.   Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε τέτοιο δικαίωμα το οποίο ασκούσε ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβασθεί.

Για άλλους σκοπούς, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν ώστε ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να μπορεί να συνεχίσει την άσκηση κάθε δικαιώματος, το οποίο ασκούσε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, για τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβασθεί.

12.   Ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν κωλύεται στην άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιότητα μέλους και στην πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού και άλλες συνδεδεμένες FMI και τόπους διαπραγμάτευσης, υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους και συμμετοχής στα εν λόγω συστήματα ή FMI ή τόπους διαπραγμάτευσης.

Παρά τα οριζόμενα στην πρώτη παράγραφο, ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν στερείται πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού και άλλες FMI και τόπους διαπραγμάτευσης με την αιτιολογία ότι ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση είναι κάτω από τα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για τη χορήγηση πρόσβασης στα εν λόγω συστήματα ή υποδομές ή τόπους διαπραγμάτευσης.

Αν ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους και να έχει πρόσβαση στα εν λόγω συστήματα και άλλες υποδομές και τόπους διαπραγμάτευσης για χρονικό διάστημα που ορίζει η αρχή εξυγίανσης. Η περίοδος αυτή δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

13.   Οι μέτοχοι, οι πιστωτές, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, δεν έχουν αξιώσεις επί των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή σε σχέση με αυτά, ή κατά του συμβουλίου ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών του.

14.   Ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει καθήκον ή ευθύνη προς τους μετόχους ή τους πιστωτές του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, το δε συμβούλιο ή τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν έχουν ευθύνη έναντι των εν λόγω μετόχων ή πιστωτών για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη οφείλονται σε βαριά αμέλεια ή σοβαρό παράπτωμα, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 43

Εργαλείο μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου: διαδικαστικές απαιτήσεις

1.   Ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αιτείται την έγκριση της αρχής εξυγίανσης για όλα τα ακόλουθα:

i)

τους κανόνες των καταστατικών εγγράφων του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ii)

τα μέλη του συμβουλίου του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εφόσον τα εν λόγω μέλη δεν διορίζονται απευθείας από την αρχή εξυγίανσης·

iii)

τις αρμοδιότητες και τις αποδοχές των μελών του συμβουλίου του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όταν οι αποδοχές και οι αρμοδιότητες δεν έχουν καθοριστεί από την αρχή εξυγίανσης· και

iv)

τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου··και

β)

ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει τις άδειες του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου για να παρέχει τις υπηρεσίες ή να ασκεί τις δραστηριότητες που προκύπτουν από τη μεταβίβαση που αναφέρεται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Παρά το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, και εφόσον απαιτείται προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης, ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να λάβει άδεια λειτουργίας χωρίς να συμμορφώνεται προς τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για βραχύ χρονικό διάστημα κατά την έναρξη της λειτουργίας του. Προς τούτο, η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει αίτημα για τη χορήγηση τέτοιας άδειας στην αρμόδια αρχή. Αν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να χορηγήσει την εν λόγω άδεια, δηλώνει το διάστημα για το οποίο ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Το διάστημα αυτό δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες. Κατά τη διάρκεια του εν λόγω διαστήματος, ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 88) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού.

Παρά την περίοδο που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, στην περίπτωση απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει του Τίτλου IV κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η απαλλαγή μπορεί να ισχύει μόνο για περίοδο έως και τριών μηνών. Μπορεί να παραταθεί για μία ή δύο επιπλέον περιόδους έως και τριών μηνών, εάν είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.

2.   Με την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που επιβάλλονται σύμφωνα με τους ενωσιακούς ή εθνικούς κανόνες ανταγωνισμού, η διοίκηση του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου διαχειρίζεται τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο με στόχο τη διατήρηση της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου και την πώληση του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οποιουδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σε έναν ή περισσότερους αγοραστές του ιδιωτικού τομέα. Η εν λόγω πώληση πραγματοποιείται, όταν οι συνθήκες της αγοράς είναι κατάλληλες, και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στις παραγράφους 5 και, κατά περίπτωση, 6.

3.   Η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει ότι ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν αποτελεί πλέον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατά την έννοια του άρθρου 42 παράγραφος 2 σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

πληρούνται οι στόχοι της εξυγίανσης·

β)

ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συγχωνεύεται με άλλη οντότητα·

γ)

ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παύει να πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42 παράγραφος 2·

δ)

ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή ουσιαστικά όλα τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του έχουν πωληθεί κατά τις παραγράφους 2 και 4 του παρόντος άρθρου·

ε)

λήγει η χρονική περίοδος της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου ή, αναλόγως με την περίπτωση, της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου·

στ)

οι συμβάσεις που εκκαθαρίστηκαν από τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο έχουν διακανονιστεί, έχουν λήξει ή έχουν κλείσει και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σχετικά με τις λόγω συμβάσεις έχουν, ως εκ τούτου, πλήρως εξοφληθεί.

4.   Πριν από την πώληση του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεών του, η αρχή εξυγίανσης πρέπει να διαφημίζει τη διαθεσιμότητα των στοιχείων που προορίζονται για πώληση, και εξασφαλίζει ότι τίθενται σε πώληση ανοικτά και με διαφάνεια και ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις ανακρίβειες στην περιγραφή τους.

Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει στην πώληση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο με εμπορικούς όρους και δεν ευνοεί αδικαιολόγητα δυνητικούς αγοραστές ούτε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ τους.

5.   Η αρχή εξυγίανσης παύει τη λειτουργία ενός μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου δύο έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταβίβαση από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Αν η αρχή εξυγίανσης παύει τη λειτουργία ενός μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ζητά από την αρμόδια αρχή να ανακαλέσει την άδεια του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

6.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παρατείνει τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 για μία ή περισσότερες μονοετείς περιόδους, όταν η παράταση είναι αναγκαία για την επίτευξη των αποτελεσμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) έως δ).

Η απόφαση παράτασης της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 αιτιολογείται και περιλαμβάνει λεπτομερή αξιολόγηση της κατάστασης του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε σχέση με τις σχετικές συνθήκες της αγοράς και των προοπτικών της αγοράς.

7.   Αν οι δραστηριότητες του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου παυθούν υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο δ) ή ε), ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εκκαθαρίζεται υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό, τυχόν έσοδα που προκύπτουν από την παύση της λειτουργίας του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου βαίνουν προς όφελος των μετόχων του.

Αν μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιείται για τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού περισσότερων από έναν κεντρικών αντισυμβαλλομένων υπό εξυγίανση, τα έσοδα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο αποδίδονται σε σχέση με τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού που έχουν μεταβιβαστεί από καθέναν από τους υπό εξυγίανση κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.

Τμήμα 6

Επιπρόσθετες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις

Άρθρο 44

Εναλλακτικά χρηματοδοτικά μέσα

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να συνάπτει συμβάσεις δανεισμού ή να λαμβάνει άλλες μορφές χρηματοδοτικής στήριξης, μεταξύ άλλων και από προχρηματοδοτημένους πόρους που είναι διαθέσιμοι σε κάθε μη εξαντλημένο κεφάλαιο εκκαθάρισης στον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, όπου είναι αναγκαίο για την κάλυψη προσωρινών αναγκών ρευστότητας προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική χρήση των εργαλείων εξυγίανσης.

Τμήμα 7

Κρατικά εργαλεία σταθεροποίησης

Άρθρο 45

Κρατικά εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης

1.   Στην εντελώς εξαιρετική περίπτωση συστημικής κρίσης, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν τα κρατικά εργαλεία σταθεροποίησης, κατά τα άρθρα 46 και 47, για τον σκοπό της εξυγίανσης κεντρικού αντισυμβαλλομένου μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η χρηματοδοτική στήριξη είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 21·

β)

η χρηματοδοτική στήριξη χρησιμοποιείται μόνον ως έσχατο μέσο, κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, αφού προηγουμένως αξιολογηθούν και αξιοποιηθούν όλα τα εργαλεία εξυγίανσης στον μέγιστο δυνατό βαθμό με ταυτόχρονη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας·

γ)

η χρηματοδοτική στήριξη είναι χρονικά περιορισμένη·

δ)

η χρηματοδοτική στήριξη είναι σύμφωνη με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις· και

ε)

το κράτος μέλος έχει εκ των προτέρων ορίσει ολοκληρωμένες και αξιόπιστες ρυθμίσεις, κατά τρόπο που είναι συνεπής με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, για την ανάκτηση, σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, κατά το άρθρο 27 παράγραφος 10, των δημόσιων κεφαλαίων που διατίθενται, στον βαθμό που δεν ανακτώνται πλήρως μέσω της πώλησης σε ιδιώτες αγοραστές κατά το άρθρο 46 παράγραφος 3 ή το άρθρο 47 παράγραφος 2.

Η χρήση των κρατικών εργαλείων σταθεροποίησης γίνεται κατά το εθνικό δίκαιο είτε υπό την καθοδήγηση του αρμόδιου υπουργείου ή της κυβέρνησης σε στενή συνεργασία με την αρχή εξυγίανσης είτε υπό την καθοδήγηση της αρχής εξυγίανσης.

2.   Προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή τα κρατικά εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, τα αρμόδια υπουργεία ή οι κυβερνήσεις διαθέτουν τις σχετικές εξουσίες εξυγίανσης που καθορίζονται στα άρθρα 48 έως 58 και εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τα άρθρα 52, 54 και 72.

3.   Τα κρατικά εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης θεωρείται ότι χρησιμοποιούνται ως έσχατο μέσο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), όταν πληρούται τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση και η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την κεντρική τράπεζα και την αρμόδια αρχή, ορίζουν ότι η χρήση των υπόλοιπων εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκεί για την αποφυγή σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα·

β)

το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση και η αρχή εξυγίανσης ορίζουν ότι η χρήση των υπόλοιπων εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκεί για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου έχει χορηγηθεί κατά το παρελθόν έκτακτη στήριξη ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο· και

γ)

σε σχέση με το εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας, το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης, ορίζει ότι η χρήση των υπόλοιπων εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκεί για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου έχει χορηγηθεί κατά το παρελθόν δημόσια κεφαλαιακή στήριξη μέσω του εργαλείου κεφαλαιακής στήριξης στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 46

Εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης

1.   Η δημόσια χρηματοδοτική στήριξη μπορεί να παρέχεται για την ανακεφαλαιοποίηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα μέσα ιδιοκτησίας.

2.   Η διαχείριση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που υπόκεινται στο εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης ασκείται σε εμπορική και επαγγελματική βάση.

3.   Τα μέσα ιδιοκτησίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πωλούνται σε ιδιώτες αγοραστές, μόλις το επιτρέψουν οι εμπορικές και οικονομικές συνθήκες.

Άρθρο 47

Εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να τεθεί υπό προσωρινή δημόσια ιδιοκτησία με μία ή περισσότερες εντολές μεταβίβασης των μέσων ιδιοκτησίας που εκτελούνται από ένα κράτος μέλος σε εκδοχέα, ο οποίος είναι ένας από τους ακόλουθους:

α)

εντολοδόχος του κράτους μέλους· ή

β)

εταιρεία υπό την πλήρη ιδιοκτησία του κράτους μέλους.

2.   Η διαχείριση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που υπόκεινται στο εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας ασκείται σε εμπορική και επαγγελματική βάση και, λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας ανάκτησης του κόστους εξυγίανσης, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι πωλούνται σε ιδιώτη αγοραστή μόλις το επιτρέψουν οι εμπορικές και οικονομικές συνθήκες. Όταν προσδιορίζεται χρονικά η πώληση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, λαμβάνονται υπόψη η οικονομική κατάσταση και οι σχετικές συνθήκες της αγοράς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Εξουσίες εξυγίανσης

Άρθρο 48

Γενικές εξουσίες

1.   Η αρχή εξυγίανσης διαθέτει όλες τις απαραίτητες εξουσίες για την αποτελεσματική χρήση των εργαλείων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων όλων των ακόλουθων εξουσιών:

α)

να απαιτεί από κάθε πρόσωπο να παρέχει στην αρχή εξυγίανσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να αποφασίζει και να προετοιμάζει δράση εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των ενημερώσεων και πληροφοριών συμπληρωματικών εκείνων που παρέχονται στο σχέδιο εξυγίανσης ή απαιτούνται μέσω επιτόπιων επιθεωρήσεων·

β)

να αποκτά τον έλεγχο ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να ασκεί όλα τα δικαιώματα και τις εξουσίες που παρέχονται στους κατόχους μέσων ιδιοκτησίας και το συμβούλιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων και των εξουσιών στο πλαίσιο των κανόνων λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

να μεταβιβάζει τα μέσα ιδιοκτησίας που εκδίδονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση·

δ)

να μεταβιβάζει σε άλλη οντότητα, με τη συγκατάθεσή της, τα δικαιώματα, τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού ή τις υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ε)

να μειώνει, ή και να μηδενίζει, το αρχικό ποσό ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο ποσό των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

στ)

να μετατρέπει χρεωστικά μέσα ή άλλες μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε μέσα ιδιοκτησίας του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου στον οποίο έχουν μεταβιβαστεί τα στοιχεία ενεργητικού ή παθητικού, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ζ)

να ακυρώνει χρεωστικά μέσα που εκδίδονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση·

η)

να μειώνει, ή και να μηδενίζει, το ονομαστικό ποσό μέσων ιδιοκτησίας ενός υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και να ακυρώνει τέτοια μέσα ιδιοκτησίας·

θ)

να απαιτεί από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εκδώσει νέα μέσα ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένων των προνομιούχων μετοχών και ενδεχόμενων μετατρέψιμων τίτλων·

ι)

όσον αφορά τα χρεωστικά μέσα και τις λοιπές υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, να τροποποιεί ή να μεταβάλλει τη ληκτότητά τους, να τροποποιεί το ύψος των πληρωτέων τόκων ή να τροποποιεί την ημερομηνία κατά την οποία οι τόκοι καθίστανται πληρωτέοι, μεταξύ άλλων αναστέλλοντας την πληρωμή για προσωρινό χρονικό διάστημα·

ια)

να καταγγέλλει και να λύει χρηματοπιστωτικές συμβάσεις·

ιβ)

να απομακρύνει ή να αντικαθιστά το συμβούλιο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση·

ιγ)

να απαιτεί από την αρμόδια αρχή να αξιολογήσει τον αγοραστή μιας ειδικής συμμετοχής εγκαίρως κατά παρέκκλιση από τα χρονικά όρια που τίθενται στο άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ιδ)

να μειώνει, ή και να μηδενίζει, το ύψος του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης που οφείλεται σε εκκαθαριστικό μέλος ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση·

ιε)

να μεταβιβάζει ανοιχτές θέσεις και κάθε σχετικό στοιχείο του ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μεταβιβάσεων τίτλων και συμφωνιών εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας, των συμφωνιών αλληλοσυμψηφισμού και των συμφωνιών συμψηφισμού, από τον λογαριασμό ενός υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους σε μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος κατά τους όρους του άρθρου 48 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ιστ)

να επιβάλει εκτέλεση των ισχυουσών και εκκρεμών συμβατικών υποχρεώσεων των εκκαθαριστικών μελών του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή, εφόσον είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, να μην επιβάλλει τις εν λόγω συμβατικές υποχρεώσεις ή να παρεκκλίνει με άλλον τρόπο από τους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ιζ)

να επιβάλλει εκτέλεση των ισχυουσών και εκκρεμών υποχρεώσεων της μητρικής επιχείρησης του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και, μεταξύ άλλων, να παρέχει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο χρηματοπιστωτική στήριξη υπό μορφή εγγυήσεων ή πιστωτικών ορίων· και

ιη)

να απαιτεί από τα εκκαθαριστικά μέλη να παρέχουν περαιτέρω εισφορές σε μετρητά εντός του ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 31.

Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ασκούν τις εξουσίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είτε μεμονωμένα είτε υπό οιονδήποτε συνδυασμό.

2.   Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό και το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, η αρχή εξυγίανσης δεν υπόκειται σε καμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις, όταν ασκεί τις εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

απαίτηση να λάβει την έγκριση ή τη συγκατάθεση οποιουδήποτε δημόσιου ή ιδιωτικού προσώπου·

β)

απαιτήσεις σχετικά με τη μεταβίβαση των χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

απαίτηση ενημέρωσης κάθε δημόσιου ή ιδιωτικού προσώπου·

δ)

απαίτηση δημοσίευσης οιασδήποτε κοινοποίησης ή ενημερωτικού δελτίου·

ε)

απαίτηση αρχειοθέτησης ή καταχώρισης οιουδήποτε εγγράφου σε οιανδήποτε άλλη αρχή.

Άρθρο 49

Επικουρικές εξουσίες

1.   Όταν ασκείται εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, η αρχή εξυγίανσης δύναται επίσης να ασκεί οιανδήποτε από τις ακόλουθες επικουρικές εξουσίες:

α)

με την επιφύλαξη του άρθρου 67, να μεριμνά ώστε η μεταβίβαση να πραγματοποιείται απαλλαγμένη από κάθε υποχρέωση ή επιβάρυνση επί των μεταβιβαζόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού·

β)

να αίρει τα δικαιώματα περαιτέρω απόκτησης μέσων ιδιοκτησίας·

γ)

να απαιτεί από τη σχετική αρχή να διακόπτει ή να αναστέλλει την αποδοχή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή την εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών, κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου που εκδίδεται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με την οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25)·

δ)

να μεριμνά ώστε ο αγοραστής ή ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, κατά τα άρθρα 40 και 42 αντίστοιχα, να αντιμετωπίζεται σαν να ήταν ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για τους σκοπούς οιωνδήποτε δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ή ενεργειών τού υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που αφορούν τη συμμετοχή σε υποδομές αγοράς·

ε)

να απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση ή από τον αγοραστή ή μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ανάλογα με την περίπτωση, να παρέχει αμοιβαία πληροφορίες και συνδρομή·

στ)

να μεριμνά ώστε το εκκαθαριστικό μέλος, το οποίο αποτελεί αποδέκτη τυχόν θέσεων που του έχουν κατανεμηθεί μέσω των εξουσιών του άρθρου 48 παράγραφος 1 στοιχεία ιε) και ιστ), να αναλαμβάνει τυχόν δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αφορούν τη συμμετοχή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε σχέση με τις εν λόγω θέσεις·

ζ)

να ακυρώνει ή να τροποποιεί τους όρους μιας σύμβασης στην οποία ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι συμβαλλόμενο μέρος ή να αντικαθιστά τον αγοραστή ή τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, στη θέση του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ως συμβαλλόμενο μέρος·

η)

να τροποποιεί ή να διορθώνει τους κανόνες λειτουργίας τού υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τους όρους πρόσβασής του στην εκκαθάριση για τα εκκαθαριστικά μέλη του και λοιπούς συμμετέχοντες·

θ)

να μεταβιβάζει την ιδιότητα εκκαθαριστικού μέλους από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε αγοραστή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Τυχόν δικαίωμα αποζημίωσης που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό δεν θεωρείται υποχρέωση ή επιβάρυνση κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου στοιχείο α).

2.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να προβλέπει ρυθμίσεις συνεχείας που είναι αναγκαίες προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η δράση εξυγίανσης είναι αποτελεσματική και ότι η μεταβιβασθείσα επιχείρηση μπορεί να τεθεί σε λειτουργία από τον αγοραστή ή τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεχείας μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)

τη συνέχεια των συμβάσεων που έχει συνάψει ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, προκειμένου ο αγοραστής ή ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να αναλάβει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αφορούν κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, υποχρέωση, στοιχείο ενεργητικού ή παθητικού που έχει μεταβιβαστεί, και να αντικαταστήσει τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ρητώς ή σιωπηρώς, σε όλα τα σχετικά συμβατικά έγγραφα·

β)

την αντικατάσταση του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου από τον αγοραστή ή τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε κάθε δικαστική διαδικασία που αφορά κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, υποχρέωση, στοιχείο ενεργητικού ή παθητικού που έχει μεταβιβαστεί.

3.   Οι εξουσίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) και στην παράγραφο 2 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν:

α)

το δικαίωμα υπαλλήλου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να καταγγείλει σύμβαση εργασίας· ή

β)

με την επιφύλαξη των άρθρων 55, 56 και 57, την άσκηση των συμβατικών δικαιωμάτων ενός μέρους μιας σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να καταγγείλει τη σύμβαση, εφόσον αυτό προβλέπεται από τους όρους της σύμβασης, λόγω πράξης ή παράλειψης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου πριν από τη μεταβίβαση, ή του αγοραστή ή του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου μετά τη μεταβίβαση.

Άρθρο 50

Ειδική διαχείριση

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους ειδικούς διαχειριστές προς αντικατάσταση του συμβουλίου ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου που τελεί υπό εξυγίανση. Ο ειδικός διαχειριστής πρέπει να διαθέτει επαρκώς καλή φήμη και κατάλληλη πείρα στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τη διαχείριση κινδύνου και τις υπηρεσίες εκκαθάρισης κατά το άρθρο 27 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

2.   Ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει όλες τις εξουσίες των μετόχων και του συμβουλίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Ο ειδικός διαχειριστής ασκεί τις εξουσίες αυτές μόνον υπό τον έλεγχο της αρχής εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να περιορίζει τις ενέργειες του ειδικού διαχειριστή ή να απαιτεί προηγούμενη συγκατάθεση για ορισμένες πράξεις.

Οι αρχές εξυγίανσης γνωστοποιούν στο κοινό τον διορισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τους όρους και τις προϋποθέσεις που συνοδεύουν τον εν λόγω διορισμό.

3.   Ο ειδικός διαχειριστής διορίζεται για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ανανεώσει τη θητεία του, εφόσον απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.

4.   Ο ειδικός διαχειριστής λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την προώθηση των στόχων εξυγίανσης και την εφαρμογή δράσεων εξυγίανσης τις οποίες αναλαμβάνει η αρχή εξυγίανσης. Σε περίπτωση αναντιστοιχίας ή σύγκρουσης, το εν λόγω καταστατικό καθήκον υπερισχύει κάθε άλλου διαχειριστικού καθήκοντος σύμφωνα με το καταστατικό του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή το εθνικό δίκαιο.

5.   Ο ειδικός διαχειριστής καταρτίζει εκθέσεις για τη διορίζουσα αρχή εξυγίανσης ανά τακτά διαστήματα τα οποία ορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, καθώς και κατά την έναρξη και τη λήξη της θητείας του. Οι εν λόγω εκθέσεις περιγράφουν λεπτομερώς την οικονομική κατάσταση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και αναφέρουν τους λόγους για τα ληφθέντα μέτρα.

6.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απομακρύνει τον ειδικό διαχειριστή ανά πάσα στιγμή. Πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να απομακρύνει τον ειδικό διαχειριστή στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν ο ειδικός διαχειριστής δεν εκτελεί τα καθήκοντά του κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από την αρχή εξυγίανσης·

β)

εάν οι στόχοι της εξυγίανσης θα επιτευχθούν καλύτερα με την απομάκρυνση ή την αντικατάσταση του εν λόγω ειδικού διαχειριστή· ή

γ)

όταν δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις του διορισμού.

Άρθρο 51

Εξουσία απαίτησης παροχής υπηρεσιών και εγκαταστάσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, από οιανδήποτε οντότητα ανήκουσα στον ίδιο όμιλο με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή από ένα από τα εκκαθαριστικά του μέλη, να παράσχουν τις υπηρεσίες ή τις εγκαταστάσεις που είναι αναγκαίες ώστε ο αγοραστής ή ο μεταβατικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να ασκεί αποτελεσματικά τις δραστηριότητες που του μεταβιβάστηκαν.

Το πρώτο εδάφιο ισχύει ανεξάρτητα από το αν η οντότητα του ίδιου ομίλου με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή ένα εκ των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπόκειται ήδη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή είναι επίσης υπό εξυγίανση.

2.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιβάλει την τήρηση υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί, κατά την παράγραφο 1, από αρχές εξυγίανσης άλλων κρατών μελών όταν αυτές οι εξουσίες ασκούνται σε σχέση με τις οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή με τα εκκαθαριστικά μέλη του συγκεκριμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

3.   Οι υπηρεσίες και οι εγκαταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν περιλαμβάνουν καμία μορφή χρηματοπιστωτικής στήριξης.

4.   Οι υπηρεσίες και οι εγκαταστάσεις που παρέχονται κατά την παράγραφο 1 παρέχονται:

α)

με βάση τους ίδιους εμπορικούς όρους υπό τους οποίους παρασχέθηκαν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αμέσως πριν από την ανάληψη της δράσης εξυγίανσης, όταν υπάρχει συμφωνία για τους σκοπούς της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών και εγκαταστάσεων··ή

β)

υπό εύλογους εμπορικούς όρους, όταν δεν υπάρχει συμφωνία για τους σκοπούς της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών και εγκαταστάσεων ή όταν η συμφωνία έχει λήξει.

Άρθρο 52

Εξουσία επιβολής μέτρων πρόληψης κρίσεων ή δράσεων εξυγίανσης από άλλα κράτη μέλη

1.   Αν τα μέσα ιδιοκτησίας, τα στοιχεία ενεργητικού, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις ή τα στοιχεία παθητικού του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου βρίσκονται σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης, ή διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους άλλου από το κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης, κάθε μεταβίβαση ή δράση εξυγίανσης σε σχέση με τα εν λόγω μέσα, στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού πραγματοποιείται σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

2.   Στην αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους παρέχεται κάθε αναγκαία συνδρομή από τις αρχές άλλων κρατών μελών για να εξασφαλιστεί ότι τυχόν μέσα ιδιοκτησίας, στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού μεταβιβάζονται στον αγοραστή ή στον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή οποιαδήποτε άλλη δράση εξυγίανσης τίθεται σε ισχύ κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

3.   Οι μέτοχοι, οι πιστωτές και τα τρίτα μέρη που θίγονται από τη μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας, στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή στοιχείων παθητικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν δικαιούνται να εμποδίζουν, να αμφισβητούν ή να ακυρώνουν με ένδικα μέσα τη μεταβίβαση δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους όπου βρίσκονται τα στοιχεία ενεργητικού ή του δικαίου που διέπει τη μεταβίβαση των μέσων ιδιοκτησίας, στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή στοιχείων παθητικού.

4.   Όταν η αρχή εξυγίανσης ενός κράτους μέλους χρησιμοποιεί τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 28 έως 32, και οι συμβάσεις, τα στοιχεία παθητικού, τα μέσα ιδιοκτησίας ή τα χρεωστικά μέσα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση περιλαμβάνουν μέσα, συμβάσεις ή στοιχεία παθητικού που διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους, ή στοιχεία παθητικού οφειλόμενα προς πιστωτές και συμβάσεις σε σχέση με εκκαθαριστικά μέλη και, κατά περίπτωση, τους πελάτες τους που βρίσκονται στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές του εν λόγω άλλου κράτους μέλους εξασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε ενέργεια που προκύπτει από τα εν λόγω εργαλεία εξυγίανσης παράγει αποτελέσματα.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι μέτοχοι, οι πιστωτές και τα εκκαθαριστικά μέλη και, κατά περίπτωση, οι πελάτες τους που έχουν θιγεί από τα εργαλεία εξυγίανσης δικαιούνται να αμφισβητούν τη μείωση του κύριου ή του καταβλητέου ποσού του μέσου ή του στοιχείου παθητικού ή τη μετατροπή ή αναδιάρθρωσή του, ανάλογα με την περίπτωση, μόνο δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους της αρχής εξυγίανσης.

5.   Τα ακόλουθα δικαιώματα και διασφαλίσεις καθορίζονται κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους της αρχής εξυγίανσης:

α)

το δικαίωμα των μετόχων, πιστωτών και τρίτων να ασκήσουν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 74 κατά της μεταβίβασης μέσων ιδιοκτησίας, στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή στοιχείων παθητικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

β)

για τους θιγόμενους πιστωτές το δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 74 κατά της μείωσης του κύριου ή του καταβλητέου ποσού ή της μετατροπής ή της αναδιάρθρωσης μέσου, στοιχείου παθητικού ή σύμβασης που καλύπτεται από την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου· και

γ)

οι διασφαλίσεις για τις μεταβιβάσεις εν μέρει, όπως αναφέρονται στο κεφάλαιο V, όσον αφορά στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 53

Εξουσία όσον αφορά στοιχεία ενεργητικού, συμβάσεις, δικαιώματα, στοιχεία παθητικού, υποχρεώσεις και μέσα ιδιοκτησίας προσώπων που βρίσκονται σε τρίτες χώρες ή διέπονται από το δίκαιο τρίτων χωρών

1.   Όταν μια δράση εξυγίανσης αφορά στοιχεία ενεργητικού ή συμβάσεις προσώπων που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτεί:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπό εξυγίανση και ο αποδέκτης των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού, συμβάσεων, μέσων ιδιοκτησίας, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή στοιχείων παθητικού να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η δράση παράγει αποτελέσματα·

β)

ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να κατέχει τα μέσα ιδιοκτησίας, στοιχεία ενεργητικού ή δικαιώματα ή να εξοφλεί τα στοιχεία παθητικού ή τις υποχρεώσεις για λογαριασμό του αποδέκτη μέχρις ότου η δράση παραγάγει αποτελέσματα·

γ)

τα εύλογα έξοδα του αποδέκτη, τα οποία προκύπτουν κανονικά κατά την εκτέλεση οιασδήποτε απαιτούμενης ενέργειας βάσει των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου, να καλύπτονται με κάποιον από τους τρόπους του άρθρου 27 παράγραφος 10.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εξασφαλίζει την προσθήκη διάταξης στις συμβάσεις και άλλες συμφωνίες του με τα εκκαθαριστικά μέλη και τους κατόχους μέσων ιδιοκτησίας και χρεωστικών μέσων που βρίσκονται σε τρίτες χώρες ή διέπονται από τη νομοθεσία τρίτων χωρών, βάσει της οποίας συμφωνούν να δεσμεύονται από οποιαδήποτε ενέργεια αναλαμβάνει η αρχή εξυγίανσης όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού, τις συμβάσεις, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τα στοιχεία παθητικού τους, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των άρθρων 28, 32, 55, 56 και 57.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ζητεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εξασφαλίζει την προσθήκη τέτοιας διάταξης στις συμβάσεις και άλλες συμφωνίες του με κατόχους άλλων στοιχείων παθητικού που βρίσκονται σε τρίτες χώρες ή διέπονται από τη νομοθεσία τρίτων χωρών. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να υποβάλει αιτιολογημένη νομική γνώμη ανεξάρτητου νομικού εμπειρογνώμονα η οποία να επιβεβαιώνει ότι οι διατάξεις αυτές είναι νομικά ισχυρές και αποτελεσματικές.

3.   Στις περιπτώσεις όπου η δράση εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν παράγει αποτελέσματα, η δράση είναι άκυρη όσον αφορά τα σχετικά μέσα ιδιοκτησίας, στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού.

Άρθρο 54

Αποκλεισμός ορισμένων συμβατικών ρητρών στην έγκαιρη παρέμβαση και στην εξυγίανση

1.   Κάθε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή δράση εξυγίανσης που αναλαμβάνεται κατά τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, ή οιοδήποτε γεγονός άμεσα συνδεόμενο με την εφαρμογή της εν λόγω δράσης, δεν θεωρείται ως διαδικασία αφερεγγυότητας, μέτρο εξυγίανσης, αναγκαστική εκτέλεση ή γεγονός αθέτησης υποχρεώσεων κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, της οδηγίας 2002/47/ΕΚ ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου, οι διαδικασίες εξυγίανσης σε τρίτη χώρα που αναγνωρίζονται κατά το άρθρο 77, ή άλλως εφόσον το αποφασίσει η αρχή εξυγίανσης, θεωρούνται δράση εξυγίανσης που αναλαμβάνεται κατά τον παρόντα κανονισμό.

2.   Ένα μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μια δράση εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν χρησιμοποιείται:

α)

για να ασκηθεί οιονδήποτε δικαίωμα καταγγελίας, αναστολής, τροποποίησης, συμψηφισμού ή αλληλοσυμψηφισμού, μεταξύ άλλων και σχετικά με σύμβαση που έχει συναφθεί από οιανδήποτε οντότητα του ομίλου στον οποίον ανήκει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης ή υποχρεώσεις που τελούν υπό την εγγύηση ή κατ’ άλλο τρόπο στήριξη από οιανδήποτε οντότητα του ομίλου·

β)

για να αποκτηθεί κατοχή, να ασκηθεί έλεγχος ή να επιβληθεί οιαδήποτε εγγύηση επί περιουσιακού στοιχείου του σχετικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οιασδήποτε οντότητας του ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης· ή

γ)

για να επηρεαστεί οιονδήποτε συμβατικό δικαίωμα του σχετικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή οιασδήποτε οντότητας του ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

Άρθρο 55

Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναστέλλει οιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης και των δύο αντισυμβαλλομένων σε συμβάσεις που έχουν συναφθεί από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης αναστολής, κατά το άρθρο 72, έως τη λήξη της εργάσιμης ημέρας που έπεται της εν λόγω δημοσίευσης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ως λήξη της εργάσιμης ημέρας νοούνται τα μεσάνυχτα στο κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης.

2.   Αν μια υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης θα καθίστατο απαιτητή εντός της περιόδου αναστολής, η υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης καθίσταται απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής.

3.   Η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 για υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ, άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και κεντρικών τραπεζών.

Άρθρο 56

Εξουσία να περιορίζεται η αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εμποδίζει τους ενέγγυους πιστωτές ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας όσον αφορά οιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση, από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, κατά το άρθρο 72, έως τη λήξη της εργάσιμης ημέρας που έπεται της εν λόγω δημοσίευσης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ως λήξη της εργάσιμης ημέρας νοούνται τα μεσάνυχτα στο κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης.

2.   Η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όσον αφορά κάθε συμφωνία παροχής ασφάλειας έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ, άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και κεντρικών τραπεζών, όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενεχυριαστεί ή παρασχεθεί ως περιθώριο ή εξασφάλιση από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση.

Άρθρο 57

Εξουσία να αναστέλλονται προσωρινά τα δικαιώματα καταγγελίας

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οιουδήποτε συμβαλλομένου μέρους μιας σύμβασης με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης της καταγγελίας, κατά το άρθρο 72, έως τη λήξη της εργάσιμης ημέρας που έπεται της εν λόγω δημοσίευσης, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ως λήξη της εργάσιμης ημέρας νοούνται τα μεσάνυχτα στο κράτος μέλος της εξυγίανσης.

2.   Η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε σχέση με συστήματα ή διαχειριστές συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ, άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και κεντρικές τράπεζες.

3.   Ο συμβαλλόμενος σε σύμβαση μπορεί να ασκήσει δικαίωμα καταγγελίας στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής πριν από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αν ο εν λόγω συμβαλλόμενος λάβει κοινοποίηση από την αρχή εξυγίανσης ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση:

α)

δεν μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα· ή

β)

δεν υπόκεινται σε απομείωση, μετατροπή ή στη χρήση εργαλείου εξυγίανσης για την κατανομή των ζημιών ή των θέσεων.

4.   Εάν δεν έχει επιδοθεί η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, τα δικαιώματα καταγγελίας μπορούν να ασκηθούν από τη λήξη της περιόδου αναστολής, με την επιφύλαξη του άρθρου 54, ως εξής:

α)

εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση έχουν μεταβιβασθεί σε άλλη οντότητα, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει δικαιώματα καταγγελίας σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης, μόνον εφόσον η αποδέκτρια οντότητα προκαλεί την επέλευση ή τη συνέχιση του γεγονότος που συνεπάγεται την αναγκαστική εκτέλεση

β)

εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση παραμένουν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει δικαιώματα καταγγελίας σύμφωνα με τους όρους καταγγελίας που καθορίζονται στη σύμβαση μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και του σχετικού αντισυμβαλλομένου μόνο σε περίπτωση επέλευσης ή συνέχισης του γεγονότος που συνεπάγεται την αναγκαστική εκτέλεση μετά τη λήξη της αναστολής δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 58

Εξουσία για άσκηση ελέγχου επί του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί έλεγχο επί του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση για:

α)

να διαχειρίζεται τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ασκώντας τις εξουσίες των μετόχων και του συμβουλίου του·

β)

να διαβουλεύεται με την επιτροπή κινδύνου·

γ)

να διαχειρίζεται και να διαθέτει τα στοιχεία ενεργητικού και την περιουσία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση.

Ο έλεγχος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μπορεί να ασκείται άμεσα από την αρχή εξυγίανσης ή έμμεσα μέσω ειδικού διαχειριστή που διορίζεται από την αρχή εξυγίανσης κατά το άρθρο 50 παράγραφος 1.

2.   Αν η αρχή εξυγίανσης ασκεί έλεγχο επί του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης δεν θεωρείται σκιώδης διευθυντής ή de facto διευθυντής βάσει του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 59

Άσκηση των εξουσιών από τις αρχές εξυγίανσης

Με την επιφύλαξη του άρθρου 74, οι αρχές εξυγίανσης προβαίνουν σε δράσεις εξυγίανσης μέσω εκτελεστικής διάταξης, σύμφωνα με τις εθνικές διοικητικές αρμοδιότητες και διαδικασίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Διασφαλίσεις

Άρθρο 60

Αρχή περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών

Αν η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιεί ένα ή περισσότερα εργαλεία εξυγίανσης, εξασφαλίζει ότι οι μέτοχοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και άλλοι πιστωτές δεν υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχαν υποστεί εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο όταν η αρχή εξυγίανσης έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για εξυγίανση κατά το άρθρο 22 παράγραφος 1 και εάν αντιθέτως ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατόπιν πλήρους εφαρμογής των ισχυουσών συμβατικών υποχρεώσεων και άλλων ρυθμίσεων στους κανόνες λειτουργίας του.

Άρθρο 61

Αποτίμηση για την εφαρμογή της αρχής περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών

1.   Για τους σκοπούς της εκτίμησης της συμμόρφωσης προς την αρχή περί μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 60, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε να διενεργείται αποτίμηση από ανεξάρτητο πρόσωπο, το συντομότερο δυνατόν, αφού έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης.

2.   Η αποτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει:

α)

τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και άλλοι πιστωτές, εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο όταν η αρχή εξυγίανσης έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για εξυγίανση κατά το άρθρο 22 παράγραφος 1 και εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε αντ’ αυτού εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατόπιν πλήρους εφαρμογής των ισχυουσών συμβατικών υποχρεώσεων και άλλων ρυθμίσεων στους κανόνες λειτουργίας του·

β)

την πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και άλλοι πιστωτές κατά την εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

αν υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου και της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου.

3.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού των μεταχειρίσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), η αποτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

α)

δεν λαμβάνει υπόψη οιανδήποτε χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης προς τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, ή επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα ή στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου·

β)

βασίζεται στις ζημίες που θα είχαν ευλόγως υποστεί τα εκκαθαριστικά μέλη και άλλοι πιστωτές, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατόπιν πλήρους εφαρμογής των ισχυουσών συμβατικών υποχρεώσεων και άλλων ρυθμίσεων στους κανόνες λειτουργίας του·

γ)

λαμβάνει υπόψη μια εμπορικά εύλογη εκτίμηση του άμεσου κόστους αντικατάστασης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πρόσθετων απαιτήσεων περιθωρίου ασφαλείας, το οποίο αναλαμβάνουν τα εκκαθαριστικά μέλη για να ανοίξουν εκ νέου εντός κατάλληλης περιόδου τις συγκρίσιμες καθαρές θέσεις τους στην αγορά εξετάζοντας τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του βάθους και της ικανότητας της αγοράς να πραγματοποιεί συναλλαγές με τον σχετικό όγκο αυτών των καθαρών θέσεων εντός της συγκεκριμένης περιόδου· και

δ)

βασίζεται στη μεθοδολογία τιμολόγησης του ίδιου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκτός εάν η εν λόγω μέθοδος καθορισμού της τιμής δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς.

Η διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου αντικατοπτρίζει τις επιπτώσεις της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας και τα χαρακτηριστικά των σχετικών καθαρών θέσεων.

4.   Η αποτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι χωριστή από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 24 παράγραφος 3.

5.   Η ESMA, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκριθέντα κατά τα άρθρα 49 παράγραφος 5 και 74 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τη μεθοδολογία για τη διενέργεια της αποτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού των ζημιών κατόπιν εκκαθάρισης συνεπεία του κόστους που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατόπιν πλήρους εφαρμογής των ισχυουσών συμβατικών υποχρεώσεων και άλλων ρυθμίσεων στους κανόνες λειτουργίας του.

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό διά της εκδόσεως των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου κατά τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 62

Διασφαλίσεις για μετόχους, εκκαθαριστικά μέλη και άλλους πιστωτές

Αν, κατά την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 61, οιοσδήποτε μέτοχος, εκκαθαριστικό μέλος ή άλλος πιστωτής έχει υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί, εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είχε αναλάβει δράση εξυγίανσης σε σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε αντ’ αυτού εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας κατόπιν πλήρους εφαρμογής των ισχυουσών συμβατικών υποχρεώσεων ή άλλων ρυθμίσεων στους κανόνες λειτουργίας του, ο εν λόγω μέτοχος, εκκαθαριστικό μέλος ή άλλος πιστωτής δικαιούται την καταβολή της διαφοράς.

Άρθρο 63

Διασφαλίσεις για πελάτες και έμμεσους πελάτες

1.   Οι συμβατικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν στα εκκαθαριστικά μέλη να μετακυλίουν στους πελάτες τους τις αρνητικές συνέπειες των εργαλείων εξυγίανσης ή της εκ μέρους των πελατών αποδοχής να τους καταβληθούν μειωμένα κέρδη κατά το άρθρο 20 παρ,1 περιλαμβάνουν επίσης, σε ισοδύναμη και αναλογική βάση, το δικαίωμα των πελατών σε κάθε αποζημίωση την οποία λαμβάνουν τα εκκαθαριστικά μέλη κατά το άρθρο 20α και το άρθρο 27 παράγραφος 6 ή τυχόν ταμειακό ισοδύναμο της εν λόγω αποζημίωσης ή τυχόν έσοδα που λαμβάνουν κατόπιν αξίωσης που υποβάλλεται κατά το άρθρο 62 στον βαθμό που τα έσοδα αυτά σχετίζονται με θέσεις πελατών. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επίσης στις συμβατικές ρυθμίσεις από πελάτες και έμμεσους πελάτες που προσφέρουν υπηρεσίες έμμεσης εκκαθάρισης στους πελάτες τους.

2.   Η ESMA καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει, με διαφανή τρόπο, στον βαθμό που επιτρέπει η εμπιστευτικότητα των συμβατικών ρυθμίσεων, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες απαιτείται η μετακύλιση της αποζημίωσης, του ταμειακού ισοδύναμου της εν λόγω αποζημίωσης ή τυχόν εσόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα πρέπει να θεωρείται αναλογική.

Η ESMA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό διά της εκδόσεως των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου κατά τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 64

Ανάκτηση των πληρωμών

Η αρχή εξυγίανσης ανακτά, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ως προνομιούχος πιστωτής κάθε εύλογο έξοδο που συνεπάγεται μια πληρωμή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 62, με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

από τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

β)

από κάθε αντάλλαγμα που καταβάλλει ο αγοραστής, όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων

γ)

από τυχόν έσοδα που προκύπτουν από την περάτωση της λειτουργίας του μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου ως προνομιακού πιστωτή.

Άρθρο 65

Διασφαλίσεις για τους αντισυμβαλλομένους στις μεταβιβάσεις εν μέρει

Οι προστασίες που προβλέπονται στα άρθρα 66, 67 και 68 εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

αν η αρχή εξυγίανσης μεταβιβάζει ορισμένα, αλλά όχι όλα τα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα ή, κατά τη χρήση ενός εργαλείου εξυγίανσης, από έναν μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε αγοραστή· και

β)

αν η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες του άρθρου 49 παράγραφος 1 στοιχείο ζ).

Άρθρο 66

Προστασία των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού

Η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η χρήση εργαλείου εξυγίανσης, εκτός από το εργαλείο κατανομής θέσης που αναφέρεται στο άρθρο 29, να μην έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση ορισμένων, αλλά όχι όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνίας αλληλοσυμψηφισμού ή συμφωνίας συμψηφισμού μεταξύ του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλων συμβαλλόμενων μερών στις συμφωνίες, ή την τροποποίηση ή την καταγγελία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις εν λόγω συμφωνίες, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών.

Οι συμφωνίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν κάθε συμφωνία δυνάμει της οποίας τα μέρη δικαιούνται να προβούν σε αλληλοσυμψηφισμό ή συμψηφισμό των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Άρθρο 67

Προστασία των συμφωνιών εγγυοδοσίας

Η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η χρήση εργαλείου εξυγίανσης να μην έχει ως αποτέλεσμα οποιοδήποτε από τα κατωτέρω, όσον αφορά συμφωνίες εγγυοδοσίας μεταξύ κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση και άλλων συμβαλλόμενων μερών στις εν λόγω συμφωνίες:

α)

τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού με τα οποία είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση, εκτός εάν μεταβιβάζονται επίσης η εν λόγω υποχρέωση και το όφελος της εγγύησης·

β)

τη μεταβίβαση μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης και το όφελος της εγγύησης·

γ)

τη μεταβίβαση του οφέλους της εγγύησης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης και η εξασφαλισμένη υποχρέωση

δ)

την τροποποίηση ή την καταγγελία μιας συμφωνίας εγγυοδοσίας, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών, εάν το αποτέλεσμα της εν λόγω τροποποίησης ή καταγγελίας είναι να παύσει να είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση.

Άρθρο 68

Προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης και των καλυμμένων ομολόγων

Η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η χρήση εργαλείου εξυγίανσης να μην έχει ως αποτέλεσμα οποιοδήποτε από τα κατωτέρω, όσον αφορά συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων:

α)

τη μεταβίβαση ορισμένων, αλλά όχι όλων των στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης, ή αποτελούν μέρος της, στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος

β)

την καταγγελία ή την τροποποίηση, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών, των στοιχείων ενεργητικού, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης, ή αποτελούν μέρος της, στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης περιλαμβάνουν τιτλοποιήσεις και μέσα που χρησιμοποιούνται για λόγους αντιστάθμισης κινδύνων και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και, κατά το εθνικό δίκαιο, εξασφαλίζονται κατά τρόπο παρόμοιο με τα καλυμμένα ομόλογα, οι οποίες συνεπάγονται την παροχή και την κατοχή εγγύησης από συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ή θεματοφύλακα, αντιπρόσωπο ή αντίκλητο.

Άρθρο 69

Μεταβιβάσεις εν μέρει: προστασία των συστημάτων διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού

1.   Η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η χρήση εργαλείου εξυγίανσης να μην επηρεάζει τη λειτουργία και τους κανόνες των συστημάτων που καλύπτονται από την οδηγία 98/26/ΕΚ, αν η αρχή εξυγίανσης:

α)

μεταβιβάζει ορισμένα, αλλά όχι όλα τα στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα

β)

ακυρώνει ή τροποποιεί τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπό εξυγίανση, ή υποκαθιστά έναν αγοραστή ή μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ως συμβαλλόμενο μέρος.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η χρήση εργαλείων εξυγίανσης να μην έχει ως αποτέλεσμα οποιοδήποτε από τα κατωτέρω:

α)

την ανάκληση μιας εντολής μεταβίβασης, κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

β)

τον επηρεασμό του εκτελεστού των εντολών μεταβίβασης και του συμψηφισμού, όπως απαιτείται βάσει των άρθρων 3 και 5 της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

γ)

τον επηρεασμό της χρησιμοποίησης κεφαλαίων, τίτλων ή πιστωτικών διευκολύνσεων, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 98/26/ΕΚ

δ)

τον επηρεασμό της προστασίας της ασφάλειας, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 9 της οδηγίας 98/26/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Διαδικαστικές διατάξεις

Άρθρο 70

Απαιτήσεις κοινοποίησης

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αποστέλλει κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή, όταν κρίνει ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει, κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 2.

2.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης σχετικά με οποιαδήποτε κοινοποίηση έχει λάβει δυνάμει της παραγράφου 1, και σχετικά με κάθε μέτρο ανάκαμψης ή άλλο μέτρο κατά τον τίτλο IV, το οποίο απαιτεί η αρμόδια αρχή να λάβει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης σχετικά με κάθε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αναφέρεται στο άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και αφορά κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, και σχετικά με κάθε παραληφθείσα κοινοποίηση, κατά το άρθρο 48 του εν λόγω κανονισμού.

3.   Εάν μια αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) ή στο άρθρο 22 παράγραφος 3 όσον αφορά έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ειδοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τους ακόλουθους φορείς:

α)

την αρμόδια αρχή ή την αρχή εξυγίανσης για τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

β)

την αρμόδια αρχή για τη μητρική επιχείρηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

την κεντρική τράπεζα·

δ)

το αρμόδιο υπουργείο·

ε)

το ΕΣΣΚ και την ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας· και

στ)

το εποπτικό σώμα και το σώμα εξυγίανσης για τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 71

Απόφαση της αρχής εξυγίανσης

1.   Κατόπιν κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή, κατά το άρθρο 70 παράγραφος 3, η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει αν απαιτείται οποιαδήποτε δράση εξυγίανσης.

2.   Η απόφαση για να αναληφθεί ή όχι δράση εξυγίανσης όσον αφορά έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

την εκτίμηση από την αρχή εξυγίανσης σχετικά με το αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση· και

β)

κάθε δράση που προτίθεται να αναλάβει η αρχή εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης για υποβολή αίτησης εκκαθάρισης, του διορισμού διαχειριστή ή κάθε άλλου μέτρου βάσει των ισχυουσών κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Άρθρο 72

Διαδικαστικές υποχρεώσεις των αρχών εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης τις δράσεις εξυγίανσης που προτίθεται να αναλάβει. Στην κοινοποίηση αυτή αναφέρεται επίσης εάν οι δράσεις εξυγίανσης αποκλίνουν από το σχέδιο εξυγίανσης.

Το συντομότερο δυνατό μετά την ανάληψη μιας δράσης εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης ειδοποιεί όλους τους εξής:

α)

τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση·

β)

το σώμα εξυγίανσης·

γ)

την ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας και το ΕΣΣΚ·

δ)

την Επιτροπή, την ΕΚΤ και την EIOΡΑ· και

ε)

τους διαχειριστές των συστημάτων που καλύπτονται από την οδηγία 98/26/ΕΚ, στα οποία συμμετέχει ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

2.   Η κοινοποίηση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 περιλαμβάνει αντίγραφο κάθε διάταξης ή πράξης δυνάμει της οποίας αναλαμβάνεται η σχετική δράση, και αναφέρει την ημερομηνία από την οποία αρχίζει να ισχύει η δράση εξυγίανσης.

Στην κοινοποίηση προς το σώμα εξυγίανσης κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 αναφέρονται οι λόγοι τυχόν απόκλισης από το σχέδιο εξυγίανσης.

3.   Αντίγραφο της διάταξης ή της πράξης δυνάμει της οποίας αναλαμβάνεται η δράση εξυγίανσης ή ειδοποίηση όπου συνοψίζονται τα αποτελέσματα της δράσης εξυγίανσης και, κατά περίπτωση, οι όροι και η περίοδος αναστολής ή περιορισμού που αναφέρονται στα άρθρα 55, 56 και 57 του παρόντος κανονισμού, δημοσιεύεται σε όλα τα εξής:

α)

στον ιστότοπο της αρχής εξυγίανσης·

β)

στον ιστότοπο της αρμόδιας αρχής, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης, και στον ιστότοπο της ESΜΑ·

γ)

στον ιστότοπο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση· και

δ)

αν τα μέσα ιδιοκτησίας ή τα χρεωστικά μέσα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, στα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημοσιοποίηση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που αφορούν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, κατά το άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26).

4.   Αν τα μέσα ιδιοκτησίας ή τα χρεωστικά μέσα δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε τα έγγραφα που τεκμηριώνουν τη διάταξη που αναφέρεται στην παράγραφο 3 να αποστέλλονται στους κατόχους των μέσων ιδιοκτησίας και στους πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση, οι οποίοι είναι γνωστοί μέσω των μητρώων ή των βάσεων δεδομένων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση που τίθενται στη διάθεση της αρχής εξυγίανσης.

Άρθρο 73

Απόρρητο

1.   Οι απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου είναι δεσμευτικές όσον αφορά τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

τις αρχές εξυγίανσης·

β)

τις αρμόδιες αρχές, την ESMA και την ΕΑΤ·

γ)

τα αρμόδια υπουργεία·

δ)

τους ειδικούς διαχειριστές ή τους προσωρινούς διαχειριστές που διορίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

ε)

τους πιθανούς αγοραστές με τους οποίους έρχονται σε επαφή οι αρμόδιες αρχές ή τους οποίους προσκαλούν οι αρχές εξυγίανσης, ανεξαρτήτως αν η εν λόγω επαφή ή πρόσκληση πραγματοποιήθηκε ως προετοιμασία για τη χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, και ανεξαρτήτως αν η πρόσκληση κατέληξε σε απόκτηση·

στ)

τους ελεγκτές, λογιστές, νομικούς και επαγγελματικούς συμβούλους, εκτιμητές και άλλους εμπειρογνώμονες τους οποίους προσλαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές, τα αρμόδια υπουργεία ή οι πιθανοί αγοραστές που αναφέρονται στο στοιχείο ε)·

ζ)

τις κεντρικές τράπεζες και άλλες αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία εξυγίανσης·

η)

τον μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

ι)

τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, τα μέλη του συμβουλίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τους υπαλλήλους των φορέων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια)πριν από τον διορισμό τους, κατά τη διάρκειά του και μετέπειτα·

ια)

όλα τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης που δεν αναφέρονται στα στοιχεία α), β), γ) και ζ)· και

ιβ)

κάθε άλλο πρόσωπο που παρέχει ή έχει παράσχει υπηρεσίες άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, στα πρόσωπα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως η) και ια).

2.   Προκειμένου να τηρούνται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 3, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β), γ), ζ), η) και ια) μεριμνούν ώστε να υπάρχουν εσωτερικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την εξασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών, μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία εξυγίανσης.

3.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, απαγορεύεται να γνωστοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβαν κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων ή από αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης όσον αφορά τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος κανονισμού, ή σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, ή με τη ρητή και προηγούμενη συγκατάθεση της αρχής ή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που παρέσχε τις πληροφορίες.

Πριν από τη γνωστοποίηση των κάθε είδους πληροφοριών, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αξιολογούν τις συνέπειες που μπορεί να έχει η γνωστοποίηση στο δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τη χρηματοοικονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική, στα εμπορικά συμφέροντα φυσικών και νομικών προσώπων, στον σκοπό των επιθεωρήσεων, στις έρευνες και στους ελέγχους.

Η διαδικασία εξακρίβωσης των συνεπειών της γνωστοποίησης πληροφοριών περιλαμβάνει μια ειδική αξιολόγηση των συνεπειών κάθε γνωστοποίησης του περιεχομένου και των λεπτομερειών των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 12, και των πορισμάτων κάθε αξιολόγησης που διενεργείται κατά τα άρθρα 10 και 15.

Κάθε πρόσωπο ή οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπέχει αστική ευθύνη σε περίπτωση παράβασης του παρόντος άρθρου, κατά την εθνική νομοθεσία.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα, με την προϋπόθεση ότι, για τους σκοπούς της εν λόγω ανταλλαγής, ο παραλήπτης των πληροφοριών υπόκειται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας:

α)

οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κατά περίπτωση, με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης·

β)

κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές στο κράτος μέλος τους, ελεγκτικά συνέδρια στο κράτος μέλος τους και άλλες οντότητες αρμόδιες για ελέγχους στο κράτος μέλος

γ)

εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών, αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών αγορών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιθεωρητές που ενεργούν για λογαριασμό τους, αρχές που είναι αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη, μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων, αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και πρόσωπα επιφορτισμένα με τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων.

5.   Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει:

α)

τους υπαλλήλους και εμπειρογνώμονες των φορέων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ζ) και στοιχείο ια) να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες στο πλαίσιο εκάστου φορέα ή οντότητας·

β)

τις αρχές εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων και των εμπειρογνωμόνων τους, να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους και με άλλες αρχές εξυγίανσης στην Ένωση, άλλες αρμόδιες αρχές στην Ένωση, αρμόδια υπουργεία, κεντρικές τράπεζες, αρχές αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, αρχές αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη, μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων, πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων των λογαριασμών, την ΕΑΤ, την ESMA ή, με την επιφύλαξη του άρθρου 80, αρχές τρίτων χωρών που επιτελούν ισοδύναμα καθήκοντα με τις αρχές εξυγίανσης, ή, υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, με δυνητικό αγοραστή, με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης.

6.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου όσον αφορά τη γνωστοποίηση πληροφοριών για τους σκοπούς δικαστικών διαδικασιών σε ποινικές ή αστικές υποθέσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Δικαίωμα προσφυγής και αποκλεισμός άλλων μέτρων

Άρθρο 74

Εκ των προτέρων δικαστική έγκριση και δικαιώματα προσφυγής

1.   Η απόφαση για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή ανάληψης δράσης εξυγίανσης μπορεί να υπόκειται σε εκ των προτέρων δικαστική έγκριση, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, όταν η διαδικασία σχετικά με την έγκριση αυτή και την εξέτασή της από το δικαστήριο είναι ταχεία.

2.   Όλα τα θιγόμενα πρόσωπα από απόφαση για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή απόφαση για την άσκηση οιασδήποτε εξουσίας, εκτός από δράση εξυγίανσης, διαθέτουν το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.

3.   Όλα τα θιγόμενα πρόσωπα από απόφαση για ανάληψη δράσης εξυγίανσης διαθέτουν το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.

4.   Το δικαίωμα προσφυγής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 υπόκειται στους ακόλουθους όρους:

α)

η άσκηση προσφυγής δεν συνεπάγεται αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης·

β)

η απόφαση της αρχής εξυγίανσης είναι άμεσα εκτελεστή και θεωρείται μαχητό τεκμήριο ότι η αναστολή της εκτέλεσής της αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον· και

γ)

η διαδικασία σχετικά με την αίτηση προσφυγής είναι ταχεία.

5.   Το δικαστήριο οφείλει να χρησιμοποιεί τις οικονομικές εκτιμήσεις των γεγονότων στις οποίες προβαίνει η αρχή εξυγίανσης ως βάση για τη δική της αξιολόγηση.

6.   Εφόσον απαιτείται για την προστασία των συμφερόντων τρίτων μερών, τα οποία, ενεργώντας καλή την πίστει, έχουν αποκτήσει μέσα ιδιοκτησίας, στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υπό εξυγίανση, δυνάμει μιας δράσης εξυγίανσης, η ακύρωση απόφασης μιας αρχής εξυγίανσης δεν επηρεάζει οιεσδήποτε επακόλουθες διοικητικές πράξεις ή τις συναλλαγές που διενεργούνται από την αρχή εξυγίανσης, οι οποίες βασίζονταν στην ακυρωθείσα απόφαση.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα ένδικα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο προσφεύγων, όταν ακυρώνεται μια απόφαση της αρχής εξυγίανσης, περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες τις οποίες υπέστη εξαιτίας της απόφασης αυτής.

Άρθρο 75

Περιορισμός άλλων δικαστικών διαδικασιών

1.   Οι κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν κινούνται έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου παρά μόνον με πρωτοβουλία της αρχής εξυγίανσης ή με την κοινοποίησή της, κατά την παράγραφο 3.

2.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν χωρίς καθυστέρηση κοινοποίηση κάθε αιτήματος για έναρξη κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ανεξαρτήτως του αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος βρίσκεται υπό εξυγίανση ή έχει δημοσιοποιηθεί απόφαση κατά το άρθρο 72 παράγραφος 3.

3.   Οι αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας κινούν την εν λόγω διαδικασία μόνον αφότου η αρχή εξυγίανσης έχει κοινοποιήσει την απόφασή της να μην αναλάβει οιανδήποτε δράση εξυγίανσης όσον αφορά τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή όταν δεν έχει παραληφθεί κοινοποίηση εντός επτά ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Εάν είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική χρήση των εργαλείων και των εξουσιών εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από το δικαστήριο να αναστείλει την έκδοση αποφάσεων επί δικαστικών ενεργειών ή διαδικασιών στις οποίες είναι ή μπορεί να καταστεί διάδικος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπό εξυγίανση, για κατάλληλο χρονικό διάστημα κατά τους στόχους της εξυγίανσης.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 76

Συμφωνίες με τρίτες χώρες

1.   Κατά το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στο Συμβούλιο συστάσεις για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, σχετικά με τους τρόπους συνεργασίας μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων αρχών των τρίτων χωρών, όσον αφορά τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και της εξυγίανσης σε σχέση με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, όσον αφορά τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

όταν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες ή έχει θυγατρικές σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη

β)

όταν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εγκατεστημένος σε κράτος μέλος παρέχει υπηρεσίες ή έχει μία ή περισσότερες θυγατρικές σε τρίτη χώρα.

2.   Με τις συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου επιδιώκεται, ιδίως, να εξασφαλιστεί η καθιέρωση διαδικασιών και ρυθμίσεων συνεργασίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών του άρθρου 79, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών που απαιτείται για τους σκοπούς αυτούς.

Άρθρο 77

Αναγνώριση και επιβολή της εφαρμογής των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται όσον αφορά διαδικασίες εξυγίανσης τρίτων χωρών, εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 76 παράγραφος 1. Εφαρμόζεται, επίσης, μετά την έναρξη ισχύος διεθνούς συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 76 παράγραφος 1, εφόσον η αναγνώριση και η επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.

2.   Οι σχετικές εθνικές αρχές αναγνωρίζουν τις διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας όσον αφορά κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας, σε καθεμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες ή έχει θυγατρικές εγκατεστημένες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη

β)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας έχει στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα, υποχρεώσεις ή στοιχεία παθητικού που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή διέπονται από τη νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών.

Οι σχετικές εθνικές αρχές εξασφαλίζουν την επιβολή των αναγνωρισμένων διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας κατά το εθνικό τους δίκαιο.

3.   Οι σχετικές εθνικές αρχές έχουν την εξουσία να προβαίνουν τουλάχιστον στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να ασκούν τις εξουσίες εξυγίανσης όσον αφορά τα εξής:

i)

στοιχεία ενεργητικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας τα οποία βρίσκονται στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους· και

ii)

δικαιώματα ή υποχρεώσεις κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας που έχουν εγγραφεί στα βιβλία στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, ή αν οι αξιώσεις επί των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι εκτελεστές στο οικείο κράτος μέλος·

β)

να ολοκληρώνουν, μεταξύ άλλων ζητώντας από άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες για την ολοκλήρωση, τη μεταβίβαση μέσων ιδιοκτησίας σε θυγατρική εγκατεστημένη στο εντελλόμενο κράτος μέλος·

γ)

να ασκούν τις εξουσίες των άρθρων 55, 56 και 57 όσον αφορά τα δικαιώματα οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον οι εξουσίες αυτές είναι απαραίτητες προκειμένου να επιβληθεί η εφαρμογή των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας· και

δ)

να καθιστούν μη εκτελεστό κάθε δικαίωμα για καταγγελία, εκκαθάριση ή επίσπευση συμβάσεων, ή τροποποίηση των συμβατικών δικαιωμάτων, των οντοτήτων της παραγράφου 2 και άλλων οντοτήτων ομίλου, όταν τέτοιο δικαίωμα προκύπτει από δράση εξυγίανσης που έχει αναληφθεί σε σχέση με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας, είτε από την ίδια την αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας είτε άλλως, δυνάμει νομοθετικών ή κανονιστικών απαιτήσεων για τις διευθετήσεις εξυγίανσης στην εν λόγω χώρα, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

4.   Η αναγνώριση και η επιβολή της εφαρμογής διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας πραγματοποιείται με την επιφύλαξη τυχόν κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας που πρέπει να εφαρμοστούν δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.

Άρθρο 78

Δικαίωμα άρνησης της αναγνώρισης ή της επιβολής της εφαρμογής των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 77 παράγραφος 2, οι σχετικές εθνικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να αρνηθούν να αναγνωρίσουν ή να επιβάλουν την εφαρμογή διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας, σε οιανδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

οι διαδικασίες εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο οικείο κράτος μέλος·

β)

βάσει των εγχώριων διαδικασιών εξυγίανσης στην τρίτη χώρα, οι πιστωτές, τα εκκαθαριστικά μέλη και, κατά περίπτωση, οι πελάτες τους που βρίσκονται στο οικείο κράτος μέλος δεν θα ετύγχαναν της ίδιας μεταχείρισης με τους πιστωτές, τα εκκαθαριστικά μέλη και, κατά περίπτωση, τους πελάτες τους της τρίτης χώρας οι οποίοι έχουν παρόμοια νομικά δικαιώματα·

γ)

η αναγνώριση ή η επιβολή της εφαρμογής των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχε ουσιώδεις δημοσιονομικές επιπτώσεις στο οικείο κράτος μέλος

δ)

η αναγνώριση ή η επιβολή της εφαρμογής θα ήταν αντίθετη προς το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 79

Συνεργασία με τις αρχές τρίτων χωρών

1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται όσον αφορά τη συνεργασία με τρίτες χώρες, εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα όπως αναφέρεται στο άρθρο 76 παράγραφος 1. Εφαρμόζεται, επίσης, μετά την έναρξη ισχύος μιας διεθνούς συμφωνίας, με την οικεία τρίτη χώρα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 76 παράγραφος 1, στον βαθμό που το αντικείμενο του παρόντος άρθρου δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης, κατά περίπτωση, συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας με τις ακόλουθες σχετικές αρχές τρίτων χωρών, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες ρυθμίσεις συνεργασίας κατά το άρθρο 25 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012:

α)

όταν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες ή έχει θυγατρικές εγκατεστημένες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, με τις σχετικές αρχές της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος

β)

όταν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει υπηρεσίες ή έχει μία ή περισσότερες θυγατρικές σε τρίτες χώρες, με τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών όπου οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται ή όπου οι θυγατρικές είναι εγκατεστημένες.

3.   Οι ρυθμίσεις συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, θεσπίζουν διαδικασίες και ρυθμίσεις μεταξύ των αρχών που συμμετέχουν για την ανταλλαγή των απαραίτητων πληροφοριών και τη συνεργασία για την εκτέλεση των ακόλουθων καθηκόντων και την άσκηση των ακόλουθων εξουσιών όσον αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο στοιχεία α) και β) ή τους ομίλους που περιλαμβάνουν τους εν λόγω κεντρικούς αντισυμβαλλομένους:

α)

την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, κατά το άρθρο 12 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

β)

την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των εν λόγω ιδρυμάτων και ομίλων, κατά το άρθρο 15 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

γ)

την άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την άρση κωλυμάτων στη δυνατότητα εξυγίανσης, κατά το άρθρο 16 και τυχόν παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

δ)

την εφαρμογή μέτρων έγκαιρης παρέμβασης, κατά το άρθρο 18 και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών· και

ε)

τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών που ανατίθενται στις σχετικές αρχές τρίτων χωρών.

4.   Οι ρυθμίσεις συνεργασίας που συνάπτονται μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και των τρίτων χωρών κατά την παράγραφο 2 μπορούν να περιλαμβάνουν διατάξεις όσον αφορά τα ακόλουθα θέματα:

α)

την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για την προετοιμασία και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης·

β)

τη διαβούλευση και τη συνεργασία για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των αρχών για την άσκηση των εξουσιών βάσει του άρθρου 77 και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

γ)

την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

δ)

την έγκαιρη προειδοποίηση των μερών της ρύθμισης συνεργασίας ή τη διαβούλευση με τα μέρη, πριν από την ανάληψη κάθε σημαντικής δράσης βάσει του παρόντος κανονισμού ή του δικαίου της σχετικής τρίτης χώρας που επηρεάζει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τον όμιλο που αφορά η ρύθμιση·

ε)

τον συντονισμό της επικοινωνίας με το κοινό, σε περίπτωση κοινών δράσεων εξυγίανσης·

στ)

τις διαδικασίες και ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία βάσει των στοιχείων α) έως ε) της παρούσας παραγράφου, οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, ανάλογα με την περίπτωση, τη σύσταση και τη λειτουργία ομάδων διαχείρισης κρίσεων.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινή, ομοιόμορφη και συνεπής εφαρμογή της παραγράφου 3, η ESMA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους τύπους και το περιεχόμενο των διατάξεων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο έως τις 12 Αυγούστου 2022.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ESMA σχετικά με τις συμφωνίες συνεργασίας που συνάπτουν κατά το παρόν άρθρο.

Άρθρο 80

Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές, τα αρμόδια υπουργεία και, ανάλογα με την περίπτωση, άλλες σχετικές εθνικές αρχές ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων ανάκαμψης, με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι εν λόγω αρχές τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις και πρότυπα επαγγελματικού απορρήτου που θεωρούνται τουλάχιστον ισοδύναμα, κατά την άποψη όλων των εμπλεκόμενων αρχών, με αυτά που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 73· και

β)

οι πληροφορίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση, από τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, των καθηκόντων τους βάσει της εθνικής νομοθεσίας τα οποία είναι παρόμοια με εκείνα που προβλέπονται βάσει του παρόντος κανονισμού και δεν χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς.

2.   Στον βαθμό που η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, η μεταχείριση και η διαβίβαση αυτών των προσωπικών δεδομένων σε αρχές τρίτων χωρών διέπονται από την εφαρμοστέα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων·

3.   Όταν οι εμπιστευτικές πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια υπουργεία δεν γνωστοποιούν αυτές τις πληροφορίες στις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η σχετική αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προήλθαν οι πληροφορίες συμφωνεί για την εν λόγω γνωστοποίηση· και

β)

οι πληροφορίες γνωστοποιούνται μόνον για τις σκοπούς που επιτρέπονται από την αρχή που αναφέρεται στο στοιχείο α).

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές εφόσον υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 81

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που εφαρμόζονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό, και λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους.

Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να μην ορίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο, κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ESMA τις σχετικές διατάξεις του ποινικού δικαίου. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

Έως τις 12 Αυγούστου 2022, τα κράτη μέλη κοινοποιούν αναλυτικά τους κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της παρούσης παραγράφου στην Επιτροπή και την ESMA. Κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή και την ESMA οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και εκκαθαριστικά μέλη, σε περίπτωση παράβασης, μπορούν να εφαρμόζονται οι διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, στο συμβούλιο και στα ανώτατα διοικητικά στελέχη των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, στα εκκαθαριστικά μέλη, και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση βάσει του εθνικού δικαίου.

3.   Οι εξουσίες για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό ανατίθενται στις αρχές εξυγίανσης ή, σε διαφορετική περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές, ανάλογα με το είδος της παράβασης. Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους. Κατά την άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις ή τα άλλα διοικητικά μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και συντονίζουν τις ενέργειές τους όταν πρόκειται για διασυνοριακές υποθέσεις.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εξουσίες τους για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων κατά τον παρόντα κανονισμό και την εθνική νομοθεσία με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές·

γ)

υπό την ευθύνη τους, με ανάθεση καθηκόντων στις εν λόγω αρχές· και

δ)

υποβάλλοντας αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Άρθρο 82

Ειδικές διατάξεις

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τους προβλέπονται κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα, τουλάχιστον όσον αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

δεν έχουν καταρτιστεί, διατηρηθεί ή επικαιροποιηθεί σχέδια ανάκαμψης, κατά παράβαση του άρθρου 9·

β)

δεν έχουν παρασχεθεί όλες οι αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, κατά παράβαση του άρθρου 13, και

γ)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή το γεγονός ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει, κατά παράβαση του άρθρου 70 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή άλλο νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης·

β)

διαταγή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της επίμαχης συμπεριφοράς και αποφυγή της επανάληψής της·

γ)

προσωρινή απαγόρευση κατά των ανώτατων διοικητικών στελεχών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου να ασκούν καθήκοντα σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

δ)

σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα ύψους μέχρι και 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του εν λόγω νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση. Σε περίπτωση νομικού προσώπου που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός κύκλος εργασιών είναι ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από τους ενοποιημένους λογαριασμούς της τελικής μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση·

ε)

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα ύψους μέχρι και 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, αντίστοιχης αξίας στο εθνικό νόμισμα στις 11 Φεβρουαρίου 2021· και

στ)

διοικητικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, όταν το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί.

Άρθρο 83

Δημοσίευση διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων

1.   Οι αρχές εξυγίανσης ή οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στον επίσημο ιστότοπό τους τις διοικητικές κυρώσεις ή τα διοικητικά μέτρα που επιβάλλουν για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, όταν οι εν λόγω κυρώσεις ή μέτρα δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ή όταν έχουν εξαντληθεί τα σχετικά δικαιώματα προσφυγής. Η δημοσίευση πραγματοποιείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ενημέρωση του φυσικού ή νομικού προσώπου για την κύρωση ή το μέτρο, και περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο.

Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσίευση διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων για τα οποία εκκρεμεί προσφυγή, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στον επίσημο ιστότοπό τους πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της προσφυγής αυτής και τα αποτελέσματά της.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν σε ανώνυμη βάση τις διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλουν, κατά τρόπο συμβατό με την εθνική νομοθεσία, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν η διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη σύμφωνα με υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση της αναλογικότητας της εν λόγω δημοσιοποίησης·

β)

όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια εν εξελίξει ποινική έρευνα ή διαδικασία·

γ)

όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στον βαθμό που μπορεί να προσδιορισθεί αυτό, δυσανάλογη ζημία στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή στα φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται.

Εναλλακτικά, στις περιπτώσεις αυτές, η δημοσιοποίηση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι για ανώνυμη δημοσιοποίηση.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσίευση κατά το παρόν άρθρο παραμένει στον επίσημο ιστότοπό τους για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσίευση διατηρούνται στον επίσημο ιστότοπο της αρχής εξυγίανσης ή της αρμόδιας αρχής μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα κατά τους εφαρμοστέους κανόνες περί προστασίας δεδομένων.

4.   Έως τις 12 Αυγούστου 2022, η ESMA υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τη δημοσίευση των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων από τα κράτη μέλη σε ανώνυμη βάση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, και ειδικότερα σχετικά με το κατά πόσον έχουν διαπιστωθεί σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών εν προκειμένω. Η έκθεση καλύπτει επίσης τυχόν σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη διάρκεια της δημοσίευσης των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας των κρατών μελών περί δημοσίευσης διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων.

Άρθρο 84

Τήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την ESMA

1.   Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων περί επαγγελματικού απορρήτου όπως αναφέρονται στο άρθρο 73, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ESMA σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν δυνάμει του άρθρου 81 και σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους.

2.   Η ESMA τηρεί κεντρική βάση δεδομένων για τις διοικητικές κυρώσεις που της κοινοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών εξυγίανσης· μόνο οι αρχές εξυγίανσης έχουν πρόσβαση σε αυτή την κεντρική βάση δεδομένων, η οποία επικαιροποιείται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρχές εξυγίανσης.

3.   Η ESMA τηρεί κεντρική βάση δεδομένων για τις διοικητικές κυρώσεις που της κοινοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών· μόνο οι αρμόδιες αρχές έχουν πρόσβαση σε αυτή την κεντρική βάση δεδομένων, η οποία επικαιροποιείται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

4.   Η ESMA τηρεί ιστοσελίδα, στο πλαίσιο του υφισταμένου διαδικτυακού της χώρου, με συνδέσμους προς τις δημοσιεύσεις διοικητικών κυρώσεων κάθε αρχής εξυγίανσης και κάθε αρμόδιας αρχής δυνάμει του άρθρου 83 και αναφέρει τη χρονική περίοδο για την οποία κάθε κράτος μέλος δημοσιεύει τις κυρώσεις.

Άρθρο 85

Άσκηση εξουσιών για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων και αποτελεσματική εφαρμογή τους από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:

α)

η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)

ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·

γ)

η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, παραδείγματος χάριν όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου·

δ)

το ύψος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να εκτιμηθούν·

ε)

οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να εκτιμηθούν·

στ)

ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης·

ζ)

προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·

η)

όλες οι ενδεχόμενες συστημικές συνέπειες της παράβασης.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 1095/2010, (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 648/2012, (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 600/2014, (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 806/2014 ΚΑΙ (ΕΕ) 2015/2365 ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ ΚΑΙ (ΕΕ) 2017/1132

Άρθρο 86

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4 σημείο 3, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«iv)

όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*), η αρχή εξυγίανσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) του εν λόγω κανονισμού.

(*)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 022 της 22.1.2021, σ. 1).»·"

2)

Στο άρθρο 40 παράγραφος 5, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 , το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της αρχής εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.».

Άρθρο 87

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 τροποποιείται ως εξής:

1)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6β

Αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης σε περίπτωση εξυγίανσης

1.   Αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*), η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού ή η αρμόδια αρχή που ορίζεται κατά το άρθρο 22 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού μπορεί με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ενός εκκαθαριστικού μέλους του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου να ζητήσει να αναστείλει η Επιτροπή την υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού για συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή για συγκεκριμένο είδος αντισυμβαλλομένου, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι αδειοδοτημένος να εκκαθαρίζει τις συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης για τις οποίες ζητείται η αναστολή· και

β)

η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή για συγκεκριμένο είδος αντισυμβαλλομένου είναι αναγκαία ώστε να αποφευχθεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή κατά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση σε σχέση με την εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και η αναστολή αυτή είναι αναλογική προς τους στόχους αυτούς.

Η αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συνοδεύεται από στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β).

Η αρχή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 κοινοποιεί την αιτιολογημένη αίτησή της στην ΕΑΚΑΑ και στο ΕΣΣΚ ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης στην Επιτροπή.

2.   Η ΕΑΚΑΑ, εντός 24 ωρών από την κοινοποίηση της αίτησης από την αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, και, στο μέτρο του δυνατού, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, εκδίδει γνωμοδότηση για τη σχεδιαζόμενη αναστολή, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να αποφευχθεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή κατά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση, τους στόχους της εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 καθώς και τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 4 και 5 του παρόντος κανονισμού.

3.   Αν η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης θεωρείται από την ΕΑΚΑΑ ουσιώδης μεταβολή στα κριτήρια έναρξης ισχύος της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης του άρθρου 32 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να αναστείλει την υποχρέωση διαπραγμάτευσης που ορίζεται στο άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2 του εν λόγω κανονισμού για τις ίδιες συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται στην αίτηση αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει την αιτιολογημένη αίτησή της στην αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και στο ΕΣΣΚ ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης στην Επιτροπή.

4.   Οι αιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 και η γνωμοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν δημοσιοποιούνται.

5.   Η Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, βάσει των λόγων και των αποδεικτικών στοιχείων που παρέχει η αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, είτε αναστέλλει την υποχρέωση εκκαθάρισης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω εκτελεστικής πράξης είτε απορρίπτει τη ζητούμενη αναστολή.

Για την έκδοση της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την αναφερόμενη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, τους στόχους της εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 4 και 5 του παρόντος κανονισμού σχετικά με τις εν λόγω κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και την αναγκαιότητα της αναστολής για να αποφευχθεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή κατά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση.

Όταν η Επιτροπή απορρίπτει τη ζητούμενη αναστολή, αναφέρει τους λόγους γραπτώς στην αιτούσα αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και στην ΕΑΚΑΑ. Η Επιτροπή αμέσως ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και τους διαβιβάζει τους λόγους που ανέφερε στην αιτούσα αρχή η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και στην ΕΑΚΑΑ. Οι εν λόγω πληροφορίες δεν δημοσιοποιούνται.

Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 86 παράγραφος 3.

6.   Όποτε ζητείται από την ΕΑΚΑΑ κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, η εκτελεστική πράξη για την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης μπορεί επίσης να αναστέλλει την υποχρέωση διαπραγμάτευσης που προβλέπεται στο άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις ίδιες συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται στην αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

7.   Η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης και, κατά περίπτωση, της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης κοινοποιείται στην αιτούσα αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου και στην ΕΑΚΑΑ και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής και στο δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 6.

8.   Η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης κατά την παράγραφο 5 ισχύει για αρχική περίοδο τριών μηνών κατά μέγιστο από την ημερομηνία εφαρμογής της εν λόγω αναστολής.

Η αναστολή της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 6 ισχύει για την ίδια αρχική περίοδο.

9.   Όταν οι λόγοι για την αναστολή εξακολουθούν να ισχύουν, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει μέσω εκτελεστικής πράξης την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 5 για πρόσθετες περιόδους τριών μηνών κατά μέγιστο, με συνολική περίοδο αναστολής που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες. Η παράταση της αναστολής δημοσιεύεται κατά την παράγραφο 7.

Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εκδίδεται κατά τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 86 παράγραφος 3.

10.   Οποιαδήποτε από τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο μπορεί, εγκαίρως πριν από τη λήξη της αρχικής περιόδου αναστολής που αναφέρεται στην παράγραφο 5 ή της περιόδου παράτασης που αναφέρεται στην παράγραφο 9, να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή για παράταση της αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

Η αίτηση συνοδεύεται από στοιχεία που αποδεικνύουν ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β).

Η αρχή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο κοινοποιεί την αιτιολογημένη αίτησή της στην ΕΑΚΑΑ και στο ΕΣΣΚ ταυτόχρονα με την κοινοποίηση της αίτησης στην Επιτροπή.

Η αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν δημοσιοποιείται.

Η ΕΑΚΑΑ, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την παραλαβή της κοινοποίησης της αίτησης και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για το κατά πόσον εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι της αναστολής, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να αποφευχθεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή κατά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση, τους στόχους της εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 καθώς και τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 4 και 5 του παρόντος κανονισμού. Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει αντίγραφο της γνωμοδότησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η γνωμοδότηση δεν δημοσιοποιείται.

Η εκτελεστική πράξη για την παράταση της αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης είναι επίσης δυνατόν να παρατείνει την περίοδο της αναστολής της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 6.

Η παράταση της αναστολής της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης ισχύει για την ίδια περίοδο με την παράταση της αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

(*)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 022 της 22.1.2021, σ. 1).»·"

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 13α

Αντικατάσταση των δεικτών αναφοράς επιτοκίων στις συναλλαγές από προηγούμενες χρήσεις

1.   Οι αντισυμβαλλόμενοι του άρθρου 11 παράγραφος 3 μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που έχουν θεσπίσει κατά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού για τις μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχουν συναφθεί ή ανανεωθεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η υποχρέωση ύπαρξης διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου κατά το άρθρο 11 παράγραφος 3, εφόσον, μετά τις 11 Φεβρουαρίου 2021, οι συμβάσεις αυτές ανανεώνονται με αποκλειστικό σκοπό την αντικατάσταση του δείκτη αναφοράς επιτοκίων στον οποίον αναφέρονται ή τη θέσπιση εφεδρικών διατάξεων σε σχέση με τον εν λόγω δείκτη αναφοράς.

2.   Οι συναλλαγές που έχουν συναφθεί ή ανανεωθεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης κατά το άρθρο 4 και οι οποίες, μετά τις 11 Φεβρουαρίου 2021, ανανεώνονται στη συνέχεια με αποκλειστικό σκοπό την αντικατάσταση του δείκτη αναφοράς επιτοκίων στον οποίον αναφέρονται ή τη θέσπιση εφεδρικών διατάξεων σε σχέση με τον εν λόγω δείκτη αναφοράς, δεν υπόκεινται, για τον λόγο αυτό, στην υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4.»·

3)

στο άρθρο 24α παράγραφος 7, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

δρομολογεί, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, κατά το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, λαμβάνοντας υπόψη, όπου είναι δυνατόν, τη συγκεντρωτική επίδραση των ρυθμίσεων ανάκαμψης και εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης·»·

4)

στο άρθρο 28, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η επιτροπή κινδύνου συμβουλεύει το συμβούλιο όσον αφορά κάθε ρύθμιση η οποία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη διαχείριση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως είναι μια σημαντική αλλαγή στο μοντέλο κινδύνου που εφαρμόζει, οι διαδικασίες σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, τα κριτήρια αποδοχής εκκαθαριστικών μελών, η εκκαθάριση νέων κατηγοριών μέσων ή η εξωτερική ανάθεση καθηκόντων. Η επιτροπή κινδύνου ενημερώνει το συμβούλιο εγκαίρως για κάθε νέο κίνδυνο που επηρεάζει την ανθεκτικότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Δεν απαιτείται παροχή συμβουλών από την επιτροπή κινδύνου για τις καθημερινές εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Καταβάλλονται εύλογες προσπάθειες για διαβούλευση με την επιτροπή κινδύνου όσον αφορά εξελίξεις που επιδρούν στη διαχείριση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις εξελίξεις σχετικά με ανοίγματα των εκκαθαριστικών μελών έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τις αλληλεξαρτήσεις με άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.»·

5)

στο άρθρο 28, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή και την επιτροπή κινδύνου σχετικά με κάθε απόφαση στην οποία το συμβούλιο αποφασίζει να μην ακολουθήσει τις συμβουλές της επιτροπής κινδύνου, και αιτιολογεί την απόφαση αυτή. Η επιτροπή κινδύνου ή οποιοδήποτε μέλος της επιτροπής κινδύνου μπορεί να ενημερώνει την αρμόδια αρχή για περιπτώσεις στις οποίες θεωρεί ότι οι συμβουλές της επιτροπής κινδύνου δεν έχουν ακολουθηθεί.»·

6)

Στο άρθρο 37 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει την αρμόδια αρχή για κάθε σημαντική αρνητική εξέλιξη που αφορά το προφίλ κινδύνου οιουδήποτε εκ των εκκαθαριστικών μελών του η οποία διαπιστώνεται στο πλαίσιο της αξιολόγησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή οιασδήποτε άλλης αξιολόγησης με παρεμφερές συμπέρασμα, συμπεριλαμβανομένης τυχόν αύξησης του κινδύνου που επιφέρει οιοδήποτε από τα εκκαθαριστικά μέλη του στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, για την οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρεί ότι μπορεί να ενεργοποιήσει διαδικασία αθέτησης υποχρέωσης.»·

7)

στο άρθρο 38, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«8.   Τα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ενημερώνουν σαφώς τους υφιστάμενους και τους δυνητικούς πελάτες τους ως προς τις δυνητικές ζημίες ή άλλες δαπάνες που μπορεί να επωμιστούν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των διαδικασιών διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης και των ρυθμίσεων για την κατανομή ζημιών και θέσεων δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και για το είδος της αποζημίωσης που μπορεί να λάβουν, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 48 παράγραφος 7. Στους πελάτες παρέχονται επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, ώστε να διασφαλίζεται ότι κατανοούν τη χειρότερη περίπτωση ζημιών ή άλλων δαπανών που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αναλάβει μέτρα ανάκαμψης.»·

8)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 45α

Προσωρινοί περιορισμοί στην περίπτωση σημαντικού γεγονότος μη σχετιζόμενου με αθέτηση υποχρέωσης

1.   Στην περίπτωση σημαντικού γεγονότος μη σχετιζόμενου με αθέτηση υποχρέωσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 9) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να μην προβεί σε καμία από τις ακόλουθες ενέργειες για περίοδο που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη:

α)

διανομή μερίσματος ή αμετάκλητη δέσμευση για διανομή μερίσματος, εξαιρουμένων των δικαιωμάτων σε μερίσματα που αναφέρονται ειδικά στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/23 ως μορφή αποζημίωσης·

β)

επαναγορά κοινών μετοχών·

γ)

δημιουργία υποχρέωσης για την καταβολή μεταβλητών αποδοχών όπως ορίζει η πολιτική αποδοχών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου δυνάμει του άρθρου 26 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού, προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή αποζημιώσεων διακοπής της εργασιακής σχέσης προς τα ανώτατα διοικητικά στελέχη όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 29) του παρόντος κανονισμού.

Η αρμόδια αρχή δεν απαγορεύει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αναλάβει οιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι νομικά υποχρεωμένος να αναλάβει την εν λόγω ενέργεια και η υποχρέωση προηγείται χρονικά των γεγονότων δυνάμει του πρώτου εδαφίου.

2.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει την απαλλαγή από τους περιορισμούς της παραγράφου 1 όταν κρίνει ότι η απαλλαγή από τους εν λόγω περιορισμούς δεν θα μειώσει την ποσότητα ή τη διαθεσιμότητα των ιδίων πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ειδικά των ιδίων πόρων που διατίθενται για χρήση ως μέτρο ανάκαμψης.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022 σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών κατά το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 στις οποίες θα προσδιορίζονται περαιτέρω οι περιστάσεις υπό τις οποίες η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να μην αναλάβει καμία από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»

9)

στο άρθρο 81 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιζ)

αρχές εξυγίανσης που ορίζονται βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.».

Άρθρο 88

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365

Στο άρθρο 12 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιδ)

οι αρχές εξυγίανσης που ορίζονται βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*).

Άρθρο 89

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/47/ΕΚ

Η οδηγία 2002/47/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 1, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Τα άρθρα 4 έως 7 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται σε οιονδήποτε περιορισμό της εκτέλεσης των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ή οιονδήποτε περιορισμό στα αποτελέσματα των συμφωνιών εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ρυθμίσεων εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close out netting) ή αμοιβαίου συμψηφισμού (set-off) που επιβάλλονται δυνάμει του Τίτλου IV κεφάλαιο V ή VI της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*) ή του Τίτλου V, κεφάλαιο III, τμήμα III, ή κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (**) ή σε οιονδήποτε παρόμοιο περιορισμό που επιβάλλεται δυνάμει παρεμφερών εξουσιών στο δίκαιο κράτους μέλους με σκοπό τη διευκόλυνση της ομαλής εξυγίανσης οιασδήποτε οντότητας που αναφέρεται στο παρόν άρθρο παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημείο iv) ή στοιχείο δ) και που υπόκειται σε διασφαλίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του Τίτλου IV κεφάλαιο VII της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή του Τίτλου V κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

(*)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190)."

(**)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 022 της 22.1.2021, σ. 1).»."

2)

Το άρθρο 9α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9α

Οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ και κανονισμός (ΕΕ) 2021/23.

Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.».

Άρθρο 90

Τροποποίηση της οδηγίας 2004/25/ΕΚ

Στο άρθρο 4, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 5 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*) ή στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (**).

Άρθρο 91

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2007/36/ΕΚ

Η οδηγία 2007/36/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 1, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*) ή στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (**).

(*)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190)."

(**)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23.του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 022 της 22.1.2021, σ. 1).»·"

2)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, η γενική συνέλευση μπορεί, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των έγκυρων ψήφων, να προβεί σε σύγκληση της γενικής συνέλευσης, ή να τροποποιεί το καταστατικό ώστε να προβλέπει ότι, προκειμένου να αποφασίσει σχετικά με αύξηση κεφαλαίου, η γενική συνέλευση συγκαλείται σε μικρότερη προθεσμία από αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συνέλευση δεν λαμβάνει χώρα εντός δέκα ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της σύγκλησης, ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 27 ή 29 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 και ότι η αύξηση κεφαλαίου είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθούν οι προϋποθέσεις για εξυγίανση που θεσπίζονται στα άρθρα 32 και 33 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στο άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23».

Άρθρο 92

Τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132

Η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 84, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 49, το άρθρο 58 παράγραφος 1, το άρθρο 68 παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 70 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, τα άρθρα 72 έως 75, 79, 80 και 81 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*) ή στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (**).

(*)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190)."

(**)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 022 της 22.1.2021, σ. 1).»·"

2)

το άρθρο 86α τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο β) της παραγράφου 3 αντικαθίσταται ως εξής:

«β)

η εταιρεία υπόκεινται στη χρήση των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.»·

β)

το σημείο γ) της παραγράφου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

«γ)

υπόκεινται στα μέτρα πρόληψης κρίσεων που ορίζονται στο σημείο (101) του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στο σημείο (48) του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.»

3)

στο άρθρο 87, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στις εταιρείες οι οποίες υπόκεινται στη χρήση των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.»·

4)

Το άρθρο 120 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο β) της παραγράφου 4) αντικαθίσταται ως εξής:

«β)

η εταιρεία υπόκεινται στη χρήση των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23».

β)

το σημείο γ) της παραγράφου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

«γ)

υπόκεινται στα μέτρα πρόληψης κρίσεων που ορίζονται στο σημείο (101) του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στο σημείο (48) του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.».

5)

Το άρθρο 160α αντικαθίσταται ως εξής:

α)

το σημείο β) της παραγράφου 4) αντικαθίσταται ως εξής:

«β)

η εταιρεία υπόκεινται στη χρήση των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.».

β)

το σημείο γ) της παραγράφου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

«γ)

υπόκεινται στα μέτρα πρόληψης κρίσεων που ορίζονται στο σημείο (101) του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στο σημείο (48) του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.».

Άρθρο 93

Τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ

Στο άρθρο 1, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε οντότητες που έχουν επίσης άδεια λειτουργίας κατά το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.».

Άρθρο 94

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

το πρώτο εδάφιο αριθμείται ως παράγραφος 1·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε οντότητες που έχουν επίσης άδεια λειτουργίας κατά το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.».

Άρθρο 95

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

Στο άρθρο 54 παράγραφος 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εάν η Επιτροπή εκτιμήσει ότι δεν υπάρχει ανάγκη να αποκλειστούν τα χρηματιστηριακά παράγωγα από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 35 και 36 κατά το άρθρο 52 παράγραφος 12, ένας CCP ή ένας τόπος διαπραγμάτευσης μπορεί, πριν από τις 11 Φεβρουαρίου 2021, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του άδεια να κάνει χρήση των μεταβατικών ρυθμίσεων. Η αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που απορρέουν από την εφαρμογή των δικαιωμάτων πρόσβασης βάσει του άρθρου 35 ή 36 στα χρηματιστηριακά παράγωγα σχετικά με την ομαλή λειτουργία του σχετικού CCP ή τόπου διαπραγμάτευσης, μπορεί να αποφασίσει ότι το άρθρο 35 ή 36 δεν έχει εφαρμογή στον σχετικό CCP ή τόπο διαπραγμάτευσης, αντίστοιχα, όσον αφορά τα χρηματιστηριακά παράγωγα, για μεταβατική περίοδο έως τις 3 Ιουλίου 2021. Όταν εγκρίνεται τέτοια μεταβατική περίοδος, ο CCP ή ο τόπος διαπραγμάτευσης δεν επωφελείται από τα δικαιώματα πρόσβασης βάσει του άρθρου 35 ή 36, όσον αφορά τα χρηματιστηριακά παράγωγα για τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η αρμόδια αρχή, όποτε εγκρίνεται μεταβατική περίοδος, κοινοποιεί τη σχετική απόφαση στην ΕΑΚΑΑ, και στην περίπτωση ενός CCP στο σώμα των αρμοδίων αρχών για τον εν λόγω CCP.».

ΤΙΤΛΟΣ IX

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 96

Επανεξέταση

Έως τις 12 Φεβρουαρίου 2024, η ESMA προβαίνει σε αποτίμηση των αναγκών σε προσωπικό και πόρους τις οποίες συνεπάγεται η ανάληψη των εξουσιών και καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Έως τις 12 Φεβρουαρίου 2026, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Αξιολογεί τουλάχιστον τα εξής:

α)

την καταλληλότητα και την επάρκεια των χρηματοδοτικών πόρων που διαθέτει η αρχή εξυγίανσης για την κάλυψη ζημιών που προκύπτουν από γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης·

β)

το ποσό των ιδίων πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που θα χρησιμοποιηθεί κατά την ανάκαμψη και την εξυγίανση και τα μέσα για τη χρήση του· και

γ)

κατά πόσον τα εργαλεία εξυγίανσης που διαθέτει η αρχή εξυγίανσης είναι κατάλληλα.

Εάν χρειάζεται, η έκθεση συνοδεύεται από προτάσεις για την αναθεώρηση του παρόντος κανονισμού.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του άρθρου 27 παράγραφος 7. Η Επιτροπή αξιολογεί ειδικότερα την ανάγκη για περαιτέρω τροποποιήσεις όσον αφορά τη χρήση του εργαλείου απομείωσης και μετατροπής σε περίπτωση εξυγίανσης κεντρικών αντισυμβαλλομένων, σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία εξυγίανσης που συνεπάγονται οικονομικές ζημίες οι οποίες θα επιβαρύνουν τα εκκαθαριστικά μέλη. Η Επιτροπή υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, όπου αρμόζει, από προτάσεις για την αναθεώρηση του παρόντος κανονισμού.

Έως τις 12 Αυγούστου 2027, η Επιτροπή επανεξετάζει τον παρόντα κανονισμό και την εφαρμογή του και αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων στην Ένωση και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη κατά περίπτωση από προτάσεις αναθεώρησης του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 97

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 12 Αυγούστου 2022 εξαιρουμένων:

του άρθρου 95 το οποίο εφαρμόζεται από τις 4 Ιουλίου 2020·

του άρθρου 87 παράγραφος2 το οποίο εφαρμόζεται από τις 11 Φεβρουαρίου 2021.

των άρθρων 9(1), 9(2), 9(3), 9(4), 9(6), 9(7), 9(9), 9(10), 9(12), 9(13), 9(16), 9(17), 9(18), 9(19), 10(1), 10(2), 10(3), 10(8), 10(9), 10(10), 10(11), 10(12) και 11 τα οποία εφαρμόζονται από τις 12 Φεβρουαρίου 2022·

του άρθρου 9 παράγραφος 14, του άρθρου 9 παράγραφος 15 και του άρθρου 20 τα οποία εφαρμόζονται από τις 12 Φεβρουαρίου 2023.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Δεκεμβρίου 2020.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. ROTH


(1)  ΕΕ C 209 της 30.6.2017, σ. 28.

(2)  ΕΕ C 372 της 1.11.2017, σ. 6.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 27ης Μαρτίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 17ης Νοεμβρίου 2020 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2020 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).

(9)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).

(10)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

(13)  Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

(14)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).

(15)  Οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12).

(16)  Οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων από μετόχους εισηγμένων εταιρειών (ΕΕ L 184 της 14.7.2007, σ. 17).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

(20)  Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

(21)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων και την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ (ΕΕ L 328 της 18.12.2019, σ. 29).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(24)  Κανονισμός (EE) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 30.6.2017, σ. 12).

(25)  Οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1).

(26)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΜΗΜΑ Α

Απαιτήσεις σχετικά με τα σχέδια ανάκαμψης

Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου και σύνοψη της συνολικής δυνατότητας ανάκαμψης·

2)

σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από τότε που υπεβλήθη το πλέον πρόσφατο σχέδιο ανάκαμψης·

3)

σχέδιο επικοινωνίας και γνωστοποίησης, όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σκοπεύει να τηρεί ενήμερη την αρμόδια αρχή σχετικά με την κατάσταση της ανάκαμψης και να διαχειρίζεται ενδεχόμενες αρνητικές αντιδράσεις της αγοράς, ενεργώντας παράλληλα με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια·

4)

μια ολοκληρωμένη σειρά δράσεων σε επίπεδο κεφαλαίων, κατανομής ζημιών, κατανομής θέσεων και ρευστότητας οι οποίες απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της βιωσιμότητας και της οικονομικής ευρωστίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης του αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου και του κεφαλαίου του και της αναπλήρωσης των προχρηματοδοτημένων πόρων και της διατήρησης της πρόσβασης σε επαρκείς πηγές ρευστότητας, που είναι απαραίτητα στοιχεία για να διατηρήσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τη βιωσιμότητά του ως λειτουργούσα επιχείρηση και να συνεχίσει να παρέχει τις κρίσιμες υπηρεσίες του σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 3 και 44 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Οι δράσεις κατανομής ζημιών μπορεί να περιλαμβάνουν προσκλήσεις καταβολής μετρητών για την ανάκαμψη και μείωση της αξίας των κερδών που καταβάλλονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη, όταν ορίζεται στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και δεν χρησιμοποιούν τα αρχικά περιθώρια που έχουν παρασχεθεί από μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη για την κατανομή ζημιών κατά το άρθρο 45 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

5)

εκτίμηση των επιλογών ανάκαμψης όσον αφορά:

i)

τον αντίκτυπο της εφαρμογής τους στη φερεγγυότητα, τη ρευστότητα, τις θέσεις χρηματοδότησης, την κερδοφορία και τις δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ii)

τον εξωτερικό αντίκτυπο και τις συστημικές συνέπειες της εφαρμογής τους στις κρίσιμες λειτουργίες, τους μετόχους, τα εκκαθαριστικά μέλη, τους πιστωτές και άλλους μετόχους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και, κατά περίπτωση, στον υπόλοιπο όμιλο, και, στον βαθμό που διατίθενται οι πληροφορίες, στους πελάτες και τους έμμεσους πελάτες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

iii)

την εφικτότητα της εφαρμογής τους, κατόπιν λεπτομερούς ανάλυσης των κινδύνων, των κωλυμάτων και των λύσεων για την άρση των κωλυμάτων· και

iv)

τον αντίκτυπο της εφαρμογής τους στη συνέχεια των δραστηριοτήτων, ιδίως στους ανθρώπινους πόρους και στην ΤΠ, και στην πρόσβαση σε άλλες χρηματοπιστωτικές υποδομές·

6)

κατάλληλες προϋποθέσεις και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν την έγκαιρη εφαρμογή των δράσεων ανάκαμψης, καθώς και εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εφαρμογή κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου·

7)

λεπτομερή περιγραφή κάθε ουσιώδους κωλύματος στην αποτελεσματική και έγκαιρη εφαρμογή του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης του αντικτύπου στα εκκαθαριστικά μέλη και στους πελάτες, μεταξύ άλλων και σε περιπτώσεις όπου τα εκκαθαριστικά μέλη ενδέχεται να λάβουν μέτρα σύμφωνα με τα σχέδια ανάκαμψής τους, όπως αναφέρεται στα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και, κατά περίπτωση, στον υπόλοιπο όμιλο·

8)

εκτίμηση της καταλληλότητας των επιλογών ανάκαμψης για την αντιμετώπιση κάθε σχετικού σεναρίου του σχεδίου ανάκαμψης, με βάση το πώς αυτές οι επιλογές:

i)

διασφαλίζουν τη διαφάνεια και επιτρέπουν σε όσους είναι πιθανόν να εκτεθούν σε ζημίες και ελλείψεις ρευστότητας να μετρήσουν, να διαχειριστούν και να ελέγξουν τις εν λόγω δυνητικές ζημίες και ελλείψεις,

ii)

παρέχουν κίνητρα στους μετόχους, τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, και

iii)

ελαχιστοποιούν τον αρνητικό αντίκτυπο στα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα·

9)

προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών·

10)

λεπτομερή περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των βασικών επιχειρηματικών τομέων, των δραστηριοτήτων και των στοιχείων ενεργητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

11)

λεπτομερή περιγραφή του τρόπου ενσωμάτωσης του σχεδίου ανάκαμψης στη δομή εταιρικής διακυβέρνησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, του τρόπου με τον οποίο αποτελεί μέρος των κανόνων λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που συμφωνήθηκαν από τα εκκαθαριστικά μέλη, καθώς και των πολιτικών και διαδικασιών που διέπουν την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και τον προσδιορισμό των προσώπων στην επιχείρηση που είναι αρμόδια για την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου·

12)

ρυθμίσεις και μέτρα παροχής κινήτρων σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη για την υποβολή ανταγωνιστικών προσφορών σε δημοπρασίες θέσεων υπερήμερου μέλους·

13)

ρυθμίσεις και μέτρα για να διασφαλιστεί ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει κατάλληλη πρόσβαση σε έκτακτες πηγές χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών πηγών ρευστότητας, ώστε να μπορεί να συνεχίζει τις δραστηριότητές του και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, όταν καθίστανται απαιτητές·

14)

εκτίμηση των διαθέσιμων εξασφαλίσεων και εκτίμηση της δυνατότητας μεταβίβασης πόρων ή ρευστότητας μεταξύ των επιχειρηματικών τομέων·

15)

ρυθμίσεις και μέτρα:

i)

για τον περιορισμό του κινδύνου·

ii)

για την αναδιάρθρωση των συμβάσεων, των δικαιωμάτων, των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων·

iii)

για την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών τομέων·

iv)

αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς πρόσβασης σε FMI και τόπους διαπραγμάτευσης·

v)

αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής και των υπηρεσιών πληροφορικής·

vi)

για τη μερική ή ολική καταγγελία συμβάσεων·

vii)

για τη μείωση της αξίας τυχόν κερδών που καταβάλλει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε μη υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος, κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος των μέσων που εκκαθαρίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος· και

viii)

για την υποχρέωση για τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη να καταβάλουν εισφορά σε μετρητά στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που ανέρχεται τουλάχιστον στην εισφορά κάθε εκκαθαριστικού μέλους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης. Αυτή η υποχρέωση που αφορά την πρόσκληση καταβολής μετρητών για την ανάκαμψη περιλαμβάνεται επίσης και αναφέρεται στους κανόνες και άλλες συμβατικές ρυθμίσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

16)

προπαρασκευαστικές ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση της πώλησης στοιχείων ενεργητικού ή επιχειρηματικών τομέων, εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου για την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας, συμπεριλαμβανομένης εκτίμησης της δυνητικής επίπτωσής της πώλησης αυτής στις δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

17)

αν προβλέπονται άλλες δράσεις ή στρατηγικές διαχείρισης για την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας, περιγραφή των εν λόγω δράσεων ή στρατηγικών και της αναμενόμενης χρηματοπιστωτικής επίπτωσής τους·

18)

προπαρασκευαστικά μέτρα που έχει λάβει ή σκοπεύει να λάβει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι αναγκαία για τη δυνατότητα έγκαιρης ανακεφαλαιοποίησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την αποκατάσταση του αντιστοιχισμένου χαρτοφυλακίου και την αναπλήρωση των προχρηματοδοτημένων πόρων του, καθώς και η εκτελεστότητά του σε διασυνοριακό επίπεδο·

19)

πλαίσιο ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών που προσδιορίζει τα σημεία στα οποία είναι δυνατόν να αναληφθούν κατάλληλες δράσεις που αναφέρονται στο σχέδιο·

20)

κατά περίπτωση, μια ανάλυση του πώς και πότε ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες, και προσδιορισμό των στοιχείων ενεργητικού που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις κατά τους όρους της διευκόλυνσης της κεντρικής τράπεζας·

21)

λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 49 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ένα φάσμα σεναρίων που θα έπλητταν σοβαρά την οικονομική ευρωστία ή τη λειτουργική βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και θα σχετίζονταν με τις συγκεκριμένες συνθήκες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως το μείγμα προϊόντων του, το επιχειρηματικό μοντέλο του και το πλαίσιο ρευστότητας και διακυβέρνησης κινδύνων που διαθέτει, συμπεριλαμβανομένων σεναρίων που περιλαμβάνουν γεγονότα που επηρεάζουν ολόκληρο το σύστημα ή γεγονότα που επικεντρώνονται στη συγκεκριμένη νομική οντότητα και κάθε όμιλο στον οποίον ανήκει, και πιέσεις που επικεντρώνονται στα επιμέρους εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή, κατά περίπτωση, σε συνδεδεμένη FΜΙ· και

22)

λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 34, και του άρθρου 49 παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ένα φάσμα σεναρίων που θα έπλητταν σοβαρά την οικονομική ευρωστία ή τη λειτουργική βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και θα οφείλονταν τόσο στις πιέσεις ή την αθέτηση υποχρέωσης ενός ή περισσοτέρων εκ των μελών του, συμπεριλαμβανομένων σεναρίων πέραν των πιέσεων ή της αθέτησης υποχρέωσης τουλάχιστον δύο εκκαθαριστικών μελών έναντι των οποίων ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς, όσο και σε άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των ζημιών από τις επενδυτικές δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή από λειτουργικά προβλήματα (μεταξύ των οποίων σοβαρές εξωτερικές απειλές για τις δραστηριότητες κεντρικού αντισυμβαλλομένου λόγω εξωτερικής διακοπής, αιφνίδιας διαταραχής ή συμβάντος στον κυβερνοχώρο).

ΤΜΗΜΑ Β

Πληροφορίες που μπορούν να ζητήσουν οι αρχές εξυγίανσης από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους για τους σκοπούς της κατάρτισης και της διατήρησης σχεδίων ανάκαμψης

Για τους σκοπούς της κατάρτισης και της διατήρησης σχεδίων ανάκαμψης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να παρέχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

1)

λεπτομερή περιγραφή της οργανωτικής δομής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένου ενός καταλόγου όλων των νομικών προσώπων·

2)

στοιχεία των άμεσων κατόχων και του ποσοστού δικαιωμάτων ψήφου και δικαιωμάτων άνευ ψήφου κάθε νομικού προσώπου·

3)

τον τόπο εγκατάστασης, τη δικαιοδοσία σύστασης της εταιρείας, τη χορήγηση αδειών και τη βασική διοίκηση κάθε νομικού προσώπου·

4)

καταγραφή των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών για τις εν λόγω λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς στον ισολογισμό, αναφορικά με τα νομικά πρόσωπα·

5)

λεπτομερή περιγραφή των συστατικών μερών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και όλων των νομικών του οντοτήτων, διαχωρίζοντας, τουλάχιστον, ανά τύπο υπηρεσιών και αντίστοιχα ποσά, εκκαθαρισθέντες όγκους, ανοικτές θέσεις, αρχικό περιθώριο, ροές περιθωρίου διαφορών αποτίμησης, κεφάλαια εκκαθάρισης, καθώς και οποιαδήποτε σχετικά δικαιώματα εκτίμησης ή άλλες δράσεις ανάκαμψης που αφορούν αυτούς τους επιχειρηματικούς τομείς·

6)

πληροφορίες σχετικά με κεφαλαιακά και χρεωστικά μέσα που εκδίδονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και τις νομικές του οντότητες·

7)

στοιχεία σχετικά με τα εξής: από ποιον έχει λάβει εξασφαλίσεις ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και σε ποια μορφή (μεταβίβαση τίτλων ή συμφωνία παροχής ασφάλειας), και σε ποιον έχει ενεχυριάσει εξασφαλίσεις και σε ποια μορφή, και το πρόσωπο που κατέχει τις εξασφαλίσεις, και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκονται οι εξασφαλίσεις·

8)

περιγραφή των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των νομικών του οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις κρίσιμες λειτουργίες και βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του·

9)

τις ουσιώδεις αντισταθμίσεις κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους σε νομικά πρόσωπα·

10)

στοιχεία των σχετικών ανοιγμάτων και της σημαντικότητας των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και ανάλυση της επίπτωσης της πτώχευσης σημαντικών εκκαθαριστικών μελών στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

11)

κάθε σύστημα στο οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διενεργεί ουσιώδη αριθμό συναλλαγών, σε όγκο ή αξία, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

12)

κάθε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή διακανονισμού στο οποίο είναι άμεσα ή έμμεσα μέλος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

13)

λεπτομερή κατάλογο και περιγραφή των βασικών πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για τη διαχείριση κινδύνων, για τη λογιστική και για την υποβολή χρηματοοικονομικών και υποχρεωτικών εκθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

14)

στοιχεία των κατόχων των συστημάτων που προσδιορίζονται στο σημείο 13, συμφωνίες επιπέδου υπηρεσιών που σχετίζονται με αυτά, και κάθε λογισμικό και συστήματα ή άδειες, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις νομικές οντότητες, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς τους·

15)

στοιχεία και καταγραφή των νομικών προσώπων, καθώς και των διασυνδέσεων και αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των διαφόρων νομικών προσώπων, όπως:

i)

προσωπικό, εγκαταστάσεις και συστήματα κοινά ή κοινής χρήσης,

ii)

ρυθμίσεις κεφαλαίου, χρηματοδότησης ή ρευστότητας,

iii)

υφιστάμενα ή ενδεχόμενα πιστωτικά ανοίγματα,

iv)

συμφωνίες διασταυρούμενων εγγυήσεων, συμφωνίες διασταυρούμενων εξασφαλίσεων, διατάξεις σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης και συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών,

v)

μεταφορές κινδύνων και ρυθμίσεις συναλλαγών αντιστήριξης·

vi)

συμφωνίες επιπέδου υπηρεσιών·

16)

την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης για κάθε νομικό πρόσωπο, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή από εκείνες που ορίζονται βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού·

17)

το μέλος του συμβουλίου που είναι αρμόδιο για την παροχή πληροφοριών οι οποίες είναι αναγκαίες για την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και τα αρμόδια πρόσωπα, εφόσον είναι διαφορετικά, για τα διάφορα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς·

18)

περιγραφή των ρυθμίσεων που προβλέπει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης θα διαθέτει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, όπως προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, για τη χρήση των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης·

19)

όλες τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των νομικών του οντοτήτων και τρίτων μερών, των οποίων ενδέχεται να ενεργοποιηθεί η καταγγελία, με την απόφαση των αρχών να εφαρμόσουν ένα εργαλείο εξυγίανσης, και κατά πόσον οι συνέπειες της καταγγελίας ενδέχεται να επηρεάσουν την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης·

20)

περιγραφή των πιθανών πηγών ρευστότητας για τη στήριξη της εξυγίανσης·

21)

πληροφορίες σχετικά με τη σύσταση βαρών επί στοιχείων ενεργητικού, ρευστά διαθέσιμα, δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου και πρακτικές εγγραφών στα βιβλία.

ΤΜΗΜΑ Γ

Ζητήματα που πρέπει να εξετάζει η αρχή εξυγίανσης κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι σε θέση να καταγράψει βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και κρίσιμες λειτουργίες σε νομικά πρόσωπα·

2)

τον βαθμό στον οποίο ευθυγραμμίζονται οι νομικές και εταιρικές δομές με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες·

3)

τον βαθμό στον οποίο η νομική δομή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου καθιστά απαγορευτική τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης, λόγω του αριθμού των νομικών προσώπων, της πολυπλοκότητας της δομής του ομίλου ή της δυσκολίας ευθυγράμμισης των επιχειρηματικών τομέων με τις οντότητες του ομίλου·

4)

τον βαθμό στον οποίο προβλέπονται ρυθμίσεις για την παροχή απαραίτητου προσωπικού, υποδομών, χρηματοδότησης, ρευστότητας και κεφαλαίων για τη στήριξη και τη διατήρηση των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·

5)

την ύπαρξη και την αρτιότητα συμφωνιών επιπέδου υπηρεσιών·

6)

τον βαθμό στον οποίο οι συμφωνίες παροχής υπηρεσιών που διατηρεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι πλήρως εκτελεστές σε περίπτωση εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

7)

τον βαθμό στον οποίο η δομή διακυβέρνησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι κατάλληλη για τη διαχείριση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εσωτερικές πολιτικές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου όσον αφορά τις συμφωνίες του επιπέδου υπηρεσιών·

8)

τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει διαδικασία για τη μεταβίβαση των υπηρεσιών που παρέχονται σε τρίτα μέρη βάσει συμφωνιών επιπέδου υπηρεσιών, σε περίπτωση διαχωρισμού των κρίσιμων λειτουργιών ή των βασικών επιχειρηματικών τομέων·

9)

τον βαθμό στον οποίο προβλέπονται σχέδια και μέτρα έκτακτης ανάγκης για να διασφαλιστεί η συνέχεια της πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού·

10)

την καταλληλότητα των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης για να εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να συγκεντρώνουν ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες, προκειμένου να διευκολύνεται η ταχεία λήψη αποφάσεων·

11)

τη δυνατότητα των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την αποτελεσματική εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ανά πάσα στιγμή, ακόμη και υπό ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες·

12)

τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει υποβάλει σε δοκιμή τα πληροφοριακά του συστήματα διοίκησης σε σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης·

13)

τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια των πληροφοριακών του συστημάτων διοίκησης, όσον αφορά τόσο τον θιγόμενο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο όσο και τον νέο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, αν οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς διαχωριστούν από τις υπόλοιπες λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς·

14)

τον βαθμό στον οποίο τυχόν ενδοομιλικές εγγυήσεις παρέχονται σε συνθήκες αγοράς και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω εγγυήσεις, αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επωφελείται από ή είναι εκτεθειμένος σε τέτοιες εγγυήσεις·

15)

τον βαθμό στον οποίο τυχόν ενδοομιλικές συναλλαγές εκτελούνται σε συνθήκες αγοράς και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω συναλλακτικές πρακτικές, αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε τέτοιες συναλλαγές·

16)

τον βαθμό στον οποίο η χρήση τυχόν ενδοομιλικών εγγυήσεων ή συναλλαγών αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο·

17)

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο σε άλλο μέρος του ομίλου του, ιδίως όταν ο εν λόγω όμιλος περιλαμβάνει άλλες FMI, κατά περίπτωση·

(18)

κατά πόσον οι αρχές τρίτων χωρών διαθέτουν τα αναγκαία εργαλεία εξυγίανσης για να στηρίξουν τις δράσεις εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης της Ένωσης, καθώς και τη δυνατότητα συντονισμένης δράσης μεταξύ των αρχών της Ένωσης και των τρίτων χωρών·

(19)

κατά πόσον είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των διαθέσιμων εργαλείων και της δομής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

(20)

τυχόν ειδικές απαιτήσεις που χρειάζονται για την έκδοση νέων μέσων ιδιοκτησίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1·

(21)

τις ρυθμίσεις και τα μέσα που θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν την εξυγίανση, στις περιπτώσεις κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν εκκαθαριστικά μέλη ή συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας που υπάγονται σε διαφορετικές δικαιοδοσίες·

(22)

την αξιοπιστία της χρησιμοποίησης των εργαλείων εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στα εκκαθαριστικά μέλη και, κατά περίπτωση, τους πελάτες τους, σε άλλους αντισυμβαλλομένους και στους εργαζομένους, καθώς και των ενδεχόμενων δράσεων τις οποίες μπορεί να αναλάβουν οι αρχές τρίτων χωρών·

(23)

τον βαθμό στον οποίο μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως ο αντίκτυπος της εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών·

(24)

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα μπορούσε να έχει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία·

(25)

τον βαθμό στον οποίο, με τη χρήση των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης, μπορεί να περιοριστεί η μετάδοση σε άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ή στις χρηματοπιστωτικές αγορές· και

(26)

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού.


Top