EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32021L0338
Directive (EU) 2021/338 of the European Parliament and of the Council of 16 February 2021 amending Directive 2014/65/EU as regards information requirements, product governance and position limits, and Directives 2013/36/EU and (EU) 2019/878 as regards their application to investment firms, to help the recovery from the COVID-19 crisis (Text with EEA relevance)
Οδηγία (ΕΕ) 2021/338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2021 για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, την παρακολούθηση των προϊόντων και τα όρια θέσης, και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/878 όσον αφορά την εφαρμογή τους στις εταιρείες επενδύσεων, με σκοπό τη διευκόλυνση της ανάκαμψης από την κρίση της COVID-19 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Οδηγία (ΕΕ) 2021/338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2021 για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, την παρακολούθηση των προϊόντων και τα όρια θέσης, και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/878 όσον αφορά την εφαρμογή τους στις εταιρείες επενδύσεων, με σκοπό τη διευκόλυνση της ανάκαμψης από την κρίση της COVID-19 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
OJ L 68, 26.2.2021, p. 14–28
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
In force
26.2.2021 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 68/14 |
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2021/338 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 16ης Φεβρουαρίου 2021
για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, την παρακολούθηση των προϊόντων και τα όρια θέσης, και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/878 όσον αφορά την εφαρμογή τους στις εταιρείες επενδύσεων, με σκοπό τη διευκόλυνση της ανάκαμψης από την κρίση της COVID-19
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η πανδημία της COVID-19 έχει σοβαρό αντίκτυπο στους πολίτες, τις επιχειρήσεις, τα συστήματα υγείας, τις οικονομίες και τα χρηματοοικονομικά συστήματα των κρατών μελών. Στην ανακοίνωσή της της 27ης Μαΐου 2020 με τίτλο «Η ώρα της Ευρώπης: ανασύνταξη και προετοιμασία για την επόμενη γενιά» η Επιτροπή τόνισε ότι η ρευστότητα και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση θα αποτελούν διαρκή πρόκληση. Ως εκ τούτου, είναι καίριας σημασίας να υποστηριχθεί η ανάκαμψη από τον σοβαρό οικονομικό κλυδωνισμό που προκάλεσε η πανδημία της COVID-19 μέσω της θέσπισης στοχευμένων περιορισμένων τροποποιήσεων σε υφιστάμενες πράξεις της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Γενικός στόχος των εν λόγω τροπολογιών θα πρέπει, επομένως, να είναι η κατάργηση της περιττής γραφειοκρατίας και η θέσπιση προσεκτικά σταθμισμένων μέτρων τα οποία κρίνονται αποτελεσματικά για να μετριαστεί η οικονομική αναταραχή. Οι εν λόγω τροπολογίες θα πρέπει να αποφύγουν την εισαγωγή αλλαγών που θα αυξήσουν τη διοικητική επιβάρυνση στον τομέα και θα πρέπει επίσης να αφήσουν τα σύνθετα νομοθετικά ζητήματα προκειμένου να διευθετηθούν κατά την προγραμματισμένη επανεξέταση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3). Οι εν λόγω τροπολογίες συναποτελούν μία δέσμη μέτρων που θεσπίζεται υπό τον τίτλο «Δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη των κεφαλαιαγορών». |
(2) |
Η οδηγία 2014/65/ΕΕ εκδόθηκε το 2014 για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης που εκδηλώθηκε κατά τα έτη 2007 και 2008. Η εν λόγω οδηγία ενίσχυσε σημαντικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ένωση και διασφάλισε υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών σε ολόκληρη την Ένωση. Θα μπορούσε να διερευνηθεί η δυνατότητα να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες ώστε να αμβλυνθεί η πολυπλοκότητα του κανονιστικού πλαισίου και του κόστους συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, καθώς και να εξαλειφθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, υπό την προϋπόθεση ότι, ταυτόχρονα, θα ληφθεί επαρκώς υπόψη η προστασία των επενδυτών. |
(3) |
Όσον αφορά τις απαιτήσεις που αποσκοπούσαν στην προστασία των επενδυτών, η οδηγία 2014/65/ΕΕ δεν έχει επιτύχει πλήρως τον στόχο της θέσπισης μέτρων που λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε κατηγορίας επενδυτών, και συγκεκριμένα των ιδιωτών πελατών, των επαγγελματιών πελατών και των επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων. Κάποιες από τις απαιτήσεις αυτές δεν ενίσχυσαν σε όλες τις περιπτώσεις την προστασία των επενδυτών· αντιθέτως, ορισμένες φορές παρεμπόδισαν την ομαλή εκτέλεση των επενδυτικών αποφάσεων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να τροποποιηθούν ορισμένες απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ώστε να διευκολυνθεί η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, ενώ οι εν λόγω τροποποιήσεις θα πρέπει να πραγματοποιηθούν με ισορροπημένο τρόπο και με πλήρη προστασία των επενδυτών. |
(4) |
Η έκδοση ομολόγων είναι ζωτικής σημασίας για την άντληση κεφαλαίων και την αντιμετώπιση της κρίσης της COVID-19. Οι απαιτήσεις παρακολούθησης των προϊόντων μπορούν να περιορίσουν την πώληση ομολόγων. Κατά γενικό κανόνα, τα ομόλογα χωρίς κανένα άλλο ενσωματωμένο παράγωγο εκτός από τη ρήτρα πλήρους αποκατάστασης θεωρούνται ασφαλή και απλά προϊόντα τα οποία είναι επιλέξιμα για ιδιώτες πελάτες. Σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης, ένα ομόλογο χωρίς κανένα άλλο ενσωματωμένο παράγωγο εκτός από τη ρήτρα πλήρους αποκατάστασης προστατεύει τους επενδυτές από ζημίες διασφαλίζοντας ότι παρέχεται στους εν λόγω επενδυτές πληρωμή ίση με την καθαρή παρούσα αξία των υπόλοιπων πληρωμών τοκομεριδίων και του κεφαλαίου του ομολόγου που θα είχαν λάβει εάν δεν είχε εξαγοραστεί το ομόλογο. Επομένως, οι απαιτήσεις παρακολούθησης των προϊόντων δεν θα πρέπει να ισχύουν πλέον για τα ομόλογα χωρίς κανένα άλλο ενσωματωμένο παράγωγο εκτός από τη ρήτρα πλήρους αποκατάστασης. Επιπλέον, οι επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι θεωρείται ότι έχουν επαρκή γνώση των χρηματοπιστωτικών μέσων. Είναι, επομένως, δικαιολογημένο να εξαιρεθούν οι επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι από τις απαιτήσεις παρακολούθησης προϊόντων που ισχύουν για χρηματοπιστωτικά μέσα που διατίθενται στην αγορά ή διανέμονται αποκλειστικά σε αυτούς. |
(5) |
Από τη διαδικασία συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, η οποία κινήθηκε από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), σχετικά με τις επιπτώσεις των απαιτήσεων δημοσιοποίησης τόσο των αντιπαροχών όσο και του κόστους και των επιβαρύνσεων που προβλέπονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ, καθώς και από τη δημόσια διαβούλευση που διενήργησε η Επιτροπή, επιβεβαιώθηκε ότι οι επαγγελματίες πελάτες και οι επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι δεν χρειάζονται τυποποιημένες και υποχρεωτικές πληροφορίες κόστους, διότι λαμβάνουν ήδη τις απαραίτητες πληροφορίες στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που διενεργούν με τους παρόχους υπηρεσιών. Οι πληροφορίες που παρέχονται σε επαγγελματίες πελάτες και επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους είναι ειδικά προσαρμοσμένες στις ανάγκες τους και συχνά είναι λεπτομερέστερες. Επομένως, οι υπηρεσίες που παρέχονται σε επαγγελματίες πελάτες και επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους θα πρέπει να εξαιρούνται από τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης κόστους και επιβαρύνσεων, εκτός από τις περιπτώσεις που αφορούν τις υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών και τη διαχείριση χαρτοφυλακίου, διότι οι επαγγελματίες πελάτες που συνάπτουν σχέσεις επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου δεν διαθέτουν κατ’ ανάγκη επαρκή εμπειρογνωσία ή γνώση ώστε να επιτρέπεται η εξαίρεση αυτών των υπηρεσιών από τις εν λόγω απαιτήσεις. |
(6) |
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποχρεούνται επί του παρόντος να προβαίνουν σε ανάλυση κόστους-οφέλους για ορισμένες δραστηριότητες χαρτοφυλακίου σε περίπτωση σταθερών σχέσεων με τους πελάτες τους στο πλαίσιο των οποίων πραγματοποιείται αλλαγή χρηματοπιστωτικών μέσων. Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποχρεούνται να λαμβάνουν από τους πελάτες τους τις αναγκαίες πληροφορίες και να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι τα οφέλη της εν λόγω αλλαγής υπερισχύουν του κόστους. Δεδομένου ότι η εν λόγω διαδικασία είναι υπερβολικά επαχθής όσον αφορά τους επαγγελματίες πελάτες, οι οποίοι τείνουν να προβαίνουν σε αλλαγές με μεγάλη συχνότητα, οι υπηρεσίες που τους παρέχονται θα πρέπει να εξαιρούνται από την απαίτηση αυτή. Ωστόσο, οι επαγγελματίες πελάτες θα διατηρούν τη δυνατότητα επιλογής. Δεδομένου ότι οι ιδιώτες πελάτες χρειάζονται υψηλό επίπεδο προστασίας, η εξαίρεση αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στις υπηρεσίες που παρέχονται σε επαγγελματίες πελάτες. |
(7) |
Πελάτες που διατηρούν σταθερή σχέση με επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνουν υποχρεωτικές εκθέσεις υπηρεσιών, είτε σε περιοδική βάση είτε βάσει δεικτών ενεργοποίησης. Ούτε οι επιχειρήσεις επενδύσεων ούτε οι επαγγελματίες πελάτες τους ή οι επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι θεωρούν χρήσιμες τις εκθέσεις υπηρεσιών αυτού του είδους. Οι εν λόγω εκθέσεις έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα ακατάλληλες για να βοηθήσουν τους επαγγελματίες πελάτες και τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους σε ιδιαιτέρως ασταθείς αγορές, δεδομένου ότι οι εκθέσεις παρέχονται με υψηλή συχνότητα και σε μεγάλο αριθμό. Συχνά, η αντίδραση των επαγγελματιών πελατών και των επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων στις συγκεκριμένες εκθέσεις υπηρεσιών είναι είτε να μην τις διαβάζουν είτε να λαμβάνουν ταχείες επενδυτικές αποφάσεις, αντί να συνεχίζουν μια μακροπρόθεσμη επενδυτική στρατηγική. Επομένως, οι επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι δεν θα πρέπει να λαμβάνουν πλέον υποχρεωτικές εκθέσεις υπηρεσιών. Οι επαγγελματίες πελάτες, επίσης δεν θα πρέπει να λαμβάνουν πλέον τέτοιου είδους εκθέσεις υπηρεσιών, όμως θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν να τις λαμβάνουν. |
(8) |
Αμέσως μετά την πανδημία της νόσου COVID-19, οι εκδότες, και ιδίως οι εταιρείες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης, πρέπει να στηριχθούν από ισχυρές κεφαλαιαγορές. Η έρευνα για τους εκδότες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης είναι απαραίτητη για να βοηθήσει τους εκδότες να συνδεθούν με επενδυτές. Η εν λόγω έρευνα αυξάνει την ορατότητα των εκδοτών και, επομένως, εξασφαλίζει επαρκές επίπεδο επενδύσεων και ρευστότητας. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν από κοινού για την παροχή έρευνας και για την παροχή υπηρεσιών εκτέλεσης, εφόσον πληρούνται ορισμένοι όροι. Ένας από τους όρους θα πρέπει να είναι ότι η έρευνα παρέχεται σε εκδότες των οποίων η χρηματιστηριακή αξία δεν υπερέβη το 1 δισεκατομμύριο EUR, όπως προκύπτει από τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους, κατά τη διάρκεια των 36 μηνών που προηγήθηκαν της παροχής έρευνας. Η απαίτηση αυτή ως προς τη χρηματιστηριακή αξία θα πρέπει να θεωρείται ότι καλύπτει τόσο τις εισηγμένες όσο και τις μη εισηγμένες εταιρείες, υπό την προϋπόθεση ότι, για τις τελευταίες, το στοιχείο του ισολογισμού για τα ίδια κεφάλαια δεν υπερέβη το όριο του 1 δισεκατομμυρίου EUR. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι πρόσφατα εισαχθείσες και οι μη εισηγμένες εταιρείες που έχουν συσταθεί για διάρκεια μικρότερη των 36 μηνών συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής, εάν μπορούν να αποδείξουν ότι η χρηματιστηριακή τους αξία δεν υπερέβη το όριο του 1 δισεκατομμυρίου EUR, όπως προκύπτει από τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους μετά από την εισαγωγή τους, ή από τα ίδια κεφάλαια κατά τη διάρκεια των οικονομικών ετών κατά τα οποία δεν είναι ή δεν ήταν εισηγμένες. Για να εξασφαλιστεί ότι οι νεοσύστατες εταιρείες που υπάρχουν για λιγότερο από 12 μήνες θα μπορούν επίσης να επωφεληθούν από την εξαίρεση, αρκεί να μην έχουν υπερβεί το όριο του 1 δισεκατομμυρίου EUR από την ημερομηνία σύστασής τους. |
(9) |
Με την οδηγία 2014/65/ΕΕ θεσπίστηκαν απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για τους τόπους διαπραγμάτευσης, τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές και άλλους τόπους εκτέλεσης, σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης των εντολών ώστε να εξασφαλίζονται οι πλέον ευνοϊκοί όροι για τον πελάτη. Οι τεχνικές εκθέσεις που προκύπτουν περιέχουν σημαντικό όγκο λεπτομερών ποσοτικών πληροφοριών όσον αφορά τον τόπο εκτέλεσης, το χρηματοπιστωτικό μέσο, την τιμή, το κόστος και την πιθανότητα εκτέλεσης. Οι εκθέσεις αυτές σπάνια διαβάζονται, όπως αποδεικνύεται από τον πολύ χαμηλό αριθμό επισκεπτών στους ιστότοπους των τόπων διαπραγμάτευσης, των συστηματικών εσωτερικοποιητών και άλλων τόπων εκτέλεσης. Δεδομένου ότι οι εν λόγω εκθέσεις δεν παρέχουν στους επενδυτές και σε άλλους χρήστες τη δυνατότητα να προβαίνουν σε ουσιώδεις συγκρίσεις βάσει των πληροφοριών που περιέχουν, η δημοσίευσή τους θα πρέπει να ανασταλεί προσωρινά. |
(10) |
Για λόγους διευκόλυνσης της επικοινωνίας μεταξύ των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πελατών τους και, κατ’ επέκταση, διευκόλυνσης της ίδιας της επενδυτικής διαδικασίας, οι επενδυτικές πληροφορίες δεν θα πρέπει πλέον να παρέχονται σε έντυπη μορφή, αλλά με ηλεκτρονικά μέσα, ως προκαθορισμένη επιλογή. Ωστόσο, οι ιδιώτες πελάτες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν την παροχή των εν λόγω πληροφοριών σε έντυπη μορφή. |
(11) |
Η οδηγία 2014/65/ΕΕ επιτρέπει στα πρόσωπα που πραγματοποιούν συναλλαγές παραγώγων επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων τους σε επαγγελματική βάση να κάνουν χρήση εξαίρεσης από την απαίτηση λήψης άδειας λειτουργίας ως επιχείρησης επενδύσεων, σε περίπτωση που η εμπορική τους δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητάς τους. Επί του παρόντος, τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για την εξαίρεση παρεπόμενης δραστηριότητας υποχρεούνται να ενημερώνουν σε ετήσια βάση τη σχετική αρμόδια αρχή ότι κάνουν χρήση της εν λόγω εξαίρεσης και να παρέχουν τα απαιτούμενα στοιχεία για την εκπλήρωση των δύο ποσοτικών κριτηρίων που καθορίζουν αν η εμπορική τους δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητάς τους. Στο πλαίσιο του πρώτου κριτηρίου γίνεται σύγκριση του μεγέθους της κερδοσκοπικής συναλλακτικής δραστηριότητας μιας οντότητας με τη συνολική συναλλακτική δραστηριότητα στην Ένωση βάσει κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού. Στο πλαίσιο του δεύτερου κριτηρίου γίνεται σύγκριση του μεγέθους της κερδοσκοπικής συναλλακτικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων όλων των κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού, με τη συνολική συναλλακτική δραστηριότητα σε χρηματοπιστωτικά μέσα από την οντότητα σε επίπεδο ομίλου. Υπάρχει μια εναλλακτική μορφή του δεύτερου κριτηρίου, η οποία συνίσταται στη σύγκριση του εκτιμώμενου κεφαλαίου που χρησιμοποιείται για την κερδοσκοπική συναλλακτική δραστηριότητα με το πραγματικό ύψος του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται σε επίπεδο ομίλου για την κύρια δραστηριότητα. Για να προσδιορίσουν πότε μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη δραστηριότητα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να βασίζονται σε συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων, υπό σαφώς καθορισμένες προϋποθέσεις. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να παράσχει καθοδήγηση σχετικά με τις περιστάσεις στις οποίες οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν να εφαρμόσουν μια προσέγγιση που να συνδυάζει ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια για το όριο, καθώς και να αναπτύξει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για τα κριτήρια. Τα πρόσωπα που είναι επιλέξιμα για την εξαίρεση σε περίπτωση παρεπόμενης δραστηριότητας, περιλαμβανομένων των ειδικών διαπραγματευτών, είναι τα πρόσωπα που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, ή τα πρόσωπα που παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός των συναλλαγών που πραγματοποιούν για ίδιο λογαριασμό με παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους, σε πελάτες ή προμηθευτές της κύριας δραστηριότητάς τους. Η εξαίρεση θα πρέπει να είναι διαθέσιμη τόσο για κάθε μια από τις εν λόγω περιπτώσεις ξεχωριστά όσο και σε συγκεντρωτική βάση, όταν η δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητάς τους, που εξετάζεται σε επίπεδο ομίλου. Η εξαίρεση παρεπόμενης δραστηριότητας δεν θα πρέπει να είναι διαθέσιμη για πρόσωπα τα οποία εφαρμόζουν τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας ή ανήκουν σε όμιλο του οποίου η κύρια δραστηριότητα είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή η άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων, ή ασκούν δραστηριότητες υπό την ιδιότητα του ειδικού διαπραγματευτή σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων. |
(12) |
Οι αρμόδιες αρχές πρέπει επί του παρόντος να ορίζουν και να εφαρμόζουν όρια στο μέγεθος της καθαρής θέσης που μπορεί να κατέχει ανά πάσα στιγμή ένα πρόσωπο σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Δεδομένου ότι έχει αποδειχθεί ότι το καθεστώς ορίων θέσης δεν ευνοεί την ανάπτυξη νέων αγορών εμπορευμάτων, οι εκκολαπτόμενες αγορές εμπορευμάτων θα πρέπει να εξαιρούνται από το καθεστώς ορίων θέσης. Αντιθέτως, τα όρια θέσης θα πρέπει να ισχύουν μόνο για κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης και για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων τους. Κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά παράγωγα είναι τα παράγωγα επί εμπορευμάτων με ανοικτή θέση τουλάχιστον 300 000 παρτίδων κατά μέσο όρο για περίοδο ενός έτους. Λόγω της κρίσιμης σημασίας των γεωργικών εμπορευμάτων για τους πολίτες, τα παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων και οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων τους θα εξακολουθήσουν να υπάγονται στο ισχύον καθεστώς ορίων θέσης. |
(13) |
Η οδηγία 2014/65/ΕΕ δεν επιτρέπει εξαιρέσεις αντιστάθμισης για καμία χρηματοοικονομική οντότητα. Πολλοί κατεξοχήν εμπορικοί όμιλοι οι οποίοι δημιούργησαν χρηματοοικονομική οντότητα για τους συναλλακτικούς τους σκοπούς έχουν βρεθεί σε μια κατάσταση στην οποία η χρηματοοικονομική τους οντότητα δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει όλες τις συναλλαγές για τον όμιλο, δεδομένου ότι η χρηματοοικονομική οντότητα δεν ήταν επιλέξιμη για την εξαίρεση αντιστάθμισης. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να θεσπιστεί αυστηρά καθορισμένη εξαίρεση αντιστάθμισης για τις χρηματοπιστωτικές οντότητες. Η εν λόγω εξαίρεση αντιστάθμισης θα πρέπει να είναι διαθέσιμη όταν, εντός ενός κατεξοχήν εμπορικού ομίλου, ένα πρόσωπο έχει καταχωριστεί ως επιχείρηση επενδύσεων και πραγματοποιεί συναλλαγές εξ ονόματος του συγκεκριμένου εμπορικού ομίλου. Προκειμένου η εξαίρεση αντιστάθμισης να περιορίζεται στις χρηματοοικονομικές οντότητες που πραγματοποιούν συναλλαγές εξ ονόματος των μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων εντός του κατεξοχήν εμπορικού ομίλου, η συγκεκριμένη εξαίρεση θα πρέπει να ισχύει μόνο για τις θέσεις που κατέχονται από αυτή τη χρηματοοικονομική οντότητα και οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με τις εμπορικές δραστηριότητες των μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων του ομίλου. |
(14) |
Ακόμη και σε συμβάσεις ρευστότητας, ο αριθμός των συμμετεχόντων στην αγορά που ενεργούν συνήθως ως ειδικοί διαπραγματευτές σε αγορές εμπορευμάτων είναι περιορισμένος. Σε περίπτωση που οι εν λόγω συμμετέχοντες στην αγορά πρέπει να εφαρμόσουν όρια θέσης, δεν μπορούν να είναι το ίδιο αποτελεσματικοί με τους ειδικούς διαπραγματευτές. Επομένως, θα πρέπει να θεσπιστεί εξαίρεση από το καθεστώς ορίων θέσης για τους χρηματοπιστωτικούς και μη χρηματοπιστωτικούς αντισυμβαλλομένους όσον αφορά τις θέσεις που προκύπτουν από συναλλαγές οι οποίες διενεργούνται για την τήρηση υποχρεώσεων παροχής ρευστότητας. |
(15) |
Οι τροποποιήσεις όσον αφορά το καθεστώς ορίων θέσης σχεδιάστηκαν για να στηρίξουν την ανάπτυξη νέων ενεργειακών συμβάσεων και δεν επιδιώκουν τη χαλάρωση του καθεστώτος για τα παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων. |
(16) |
Επίσης, το ισχύον καθεστώς ορίων θέσης δεν αναγνωρίζει τα μοναδικά χαρακτηριστικά των τιτλοποιημένων παραγώγων. Τα τιτλοποιημένα παράγωγα είναι κινητές αξίες κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 44 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η αγορά τιτλοποιημένων παραγώγων χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό διαφορετικών εκδόσεων, ενώ κάθε έκδοση είναι καταχωρισμένη σε κεντρικό αποθετήριο τίτλων για συγκεκριμένο μέγεθος και τυχόν αύξηση αυτού ακολουθείται από συγκεκριμένη διαδικασία η οποία εγκρίνεται δεόντως από τη σχετική αρμόδια αρχή. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων, στις οποίες το ποσό των ανοικτών θέσεων, και συνεπώς το μέγεθος θέσης, είναι δυνητικά απεριόριστο. Κατά τη στιγμή της έκδοσης, ο εκδότης ή ο διαμεσολαβητής που είναι αρμόδιος για τη διανομή της έκδοσης κατέχει το 100 % της έκδοσης, γεγονός που δυσχεραίνει καθαυτή την εφαρμογή καθεστώτος ορίων θέσης. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος των τιτλοποιημένων παραγώγων κατέχεται τελικά από μεγάλο αριθμό ιδιωτών επενδυτών, γεγονός που δεν ενέχει τον ίδιο κίνδυνο κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης ή για την ομαλή διαμόρφωση των τιμών και των όρων διακανονισμού συγκριτικά με την περίπτωση συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων. Παράλληλα, η έννοια της λήξης κατά τον τρέχοντα μήνα και σε άλλους μήνες, όπως ορίζεται για τα όρια θέσης επί παραγώγων δυνάμει του άρθρου 57 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, δεν ισχύει για τα τιτλοποιημένα παράγωγα. Ως εκ τούτου, τα τιτλοποιημένα παράγωγα θα πρέπει να εξαιρούνται από την εφαρμογή του καθεστώτος ορίων θέσης και τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων. |
(17) |
Από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2014/65/ΕΕ δεν έχουν εντοπιστεί ίδιες συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων. Λόγω της έννοιας του «ίδιου παραγώγου επί εμπορεύματος» που περιλαμβάνεται στην εν λόγω οδηγία, η μεθοδολογία υπολογισμού για τον προσδιορισμό του ορίου θέσης που λήγει σε άλλο μήνα είναι επιζήμια για τον τόπο διαπραγμάτευσης με τη λιγότερο ρευστή αγορά όταν οι τόποι διαπραγμάτευσης ανταγωνίζονται σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Ως εκ τούτου, η αναφορά στην «ίδια σύμβαση» που περιλαμβάνεται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να διαγραφεί. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να συμφωνούν ότι τα παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους αντίστοιχους τόπους διαπραγμάτευσης βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά, περίπτωση στην οποία η κεντρική αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 57 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να καθορίζει το όριο θέσης. |
(18) |
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς τον τρόπο διαχείρισης θέσεων από τους τόπους διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης. Επομένως, οι έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων θα πρέπει να ενισχυθούν, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο. |
(19) |
Προκειμένου να διασφαλιστεί η περαιτέρω ανάπτυξη των αγορών εμπορευμάτων που αφορούν συναλλαγές σε ευρώ στην Ένωση, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά όλα τα ακόλουθα: τη διαδικασία για την οποία τα πρόσωπα μπορούν να υποβάλλουν αίτηση εξαίρεσης για θέσεις που προκύπτουν από συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται με σκοπό την τήρηση υποχρεώσεων παροχής ρευστότητας· τη διαδικασία με την οποία μια χρηματοοικονομική οντότητα που ανήκει σε κατεξοχήν εμπορικό όμιλο μπορεί να υποβάλει αίτηση εξαίρεσης αντιστάθμισης για θέσεις που κατέχονται από την ενδιαφερόμενη χρηματοοικονομική οντότητα και οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται με εμπορικές δραστηριότητες των μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων του εν λόγω κατεξοχήν εμπορικού ομίλου· την αποσαφήνιση του περιεχομένου των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων· και την ανάπτυξη κριτηρίων βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας σε επίπεδο ομίλου. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι διαβουλεύσεις αυτές να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (5). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. |
(20) |
Το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ (ΣΕΔΕ) αποτελεί την εμβληματική πολιτική της Ένωσης για την επίτευξη της απαλλαγής της οικονομίας από τις ανθρακούχες εκπομπές, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων επί των δικαιωμάτων αυτών διέπεται από τις διατάξεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και αποτελεί σημαντικό στοιχείο της αγοράς ανθρακούχων εκπομπών της Ένωσης. Η εξαίρεση παρεπόμενης δραστηριότητας που προβλέπεται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ παρέχει σε ορισμένους συμμετέχοντες στην αγορά τη δυνατότητα να δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπής χωρίς να έχουν λάβει σχετική άδεια ως επιχειρήσεις επενδύσεων, υπό τον όρο ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Λόγω της σημασίας της εύτακτης, άρτια ρυθμιζόμενης και εποπτευόμενης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, του σημαντικού ρόλου του ΣΕΔΕ όσον αφορά την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας της Ένωσης, καθώς και του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει μια άρτια λειτουργούσα δευτερογενής αγορά στον τομέα των δικαιωμάτων εκπομπής για τη στήριξη της λειτουργίας του ΣΕΔΕ, είναι σημαντικό η εξαίρεση παρεπόμενης δραστηριότητας να είναι κατάλληλα σχεδιασμένη ώστε να μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη των εν λόγω στόχων. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία όταν η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής πραγματοποιείται σε τόπους διαπραγμάτευσης τρίτων χωρών. Για να διασφαλιστεί η προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Ένωσης, η ακεραιότητα της αγοράς, η προστασία των επενδυτών και η διαμόρφωση ισότιμων όρων ανταγωνισμού, και προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το ΣΕΔΕ εξακολουθεί να λειτουργεί με διαφανή και άρτιο τρόπο ώστε να διασφαλίζονται οικονομικά αποδοτικές μειώσεις των εκπομπών, η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί την περαιτέρω εξέλιξη της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων των δικαιωμάτων αυτών στην Ένωση και σε τρίτες χώρες, να διενεργεί εκτίμηση επιπτώσεων όσον αφορά την εξαίρεση παρεπόμενης δραστηριότητας στο πλαίσιο του ΣΕΔΕ και, όπου κρίνεται αναγκαίο, να προτείνει κάθε κατάλληλη τροποποίηση ως προς το πεδίο εφαρμογής και την εφαρμογή της εξαίρεσης παρεπόμενης δραστηριότητας. |
(21) |
Για να εξασφαλιστεί πρόσθετη νομική σαφήνεια, να αποφευχθεί ο περιττός διοικητικός φόρτος για τα κράτη μέλη και να διασφαλιστεί ενιαίο νομικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, οι οποίες θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) από τις 26 Ιουνίου 2021 και έπειτα, είναι σκόπιμο να αναβληθεί η ημερομηνία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) όσον αφορά τα μέτρα που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του νομικού πλαισίου που ισχύει για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 67 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878 στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τις επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει, συνεπώς, να παραταθεί έως τις 26 Ιουνίου 2021. |
(22) |
Για να εξασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων που επιδιώκονται με τις τροποποιήσεις των οδηγιών 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και (ΕΕ) 2019/878, και ιδίως για να αποφευχθούν τυχόν διαταράξεις για τα κράτη μέλη, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις τίθενται σε εφαρμογή από την 28η Δεκεμβρίου 2020. Αν και προβλέπεται η αναδρομική εφαρμογή των τροποποιήσεων, ικανοποιούνται οι θεμιτές προσδοκίες των ενδιαφερομένων, δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις οικονομικών φορέων ή μεμονωμένων ατόμων. |
(23) |
Συνεπώς, οι οδηγίες 2013/36/ΕΕ, 2014/65/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/878 θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως. |
(24) |
Η παρούσα τροποποιητική οδηγία αποσκοπεί στη συμπλήρωση του υφιστάμενου ενωσιακού δικαίου και, ως εκ τούτου, ο στόχος της μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης απ’ ό,τι στο πλαίσιο διαφόρων εθνικών πρωτοβουλιών. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν εγγενώς διασυνοριακό χαρακτήρα, ο οποίος μάλιστα ενισχύεται ολοένα και περισσότερο. Λόγω αυτής της ολοκλήρωσης, η μεμονωμένη παρέμβαση σε εθνικό επίπεδο θα ήταν σαφώς λιγότερο αποδοτική και θα οδηγούσε στον κατακερματισμό των αγορών, με αποτέλεσμα το ρυθμιστικό αρμπιτράζ και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού. |
(25) |
Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η τελειοποίηση υφιστάμενων νομικών πράξεων της Ένωσης οι οποίες διασφαλίζουν ομοιόμορφες και κατάλληλες απαιτήσεις που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε ολόκληρη την Ένωση, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω στόχου. |
(26) |
Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (10), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να επισυνάπτουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, και ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν τον δεσμό ανάμεσα στα στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα τμήματα των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι δικαιολογημένη. |
(27) |
Δεδομένης της ανάγκης για τη λήψη στοχευμένων μέτρων με στόχο τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης από την κρίση της COVID-19 το ταχύτερο δυνατόν, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ επειγόντως την επόμενη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ
Η οδηγία 2014/65/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:
1) |
Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:
|
2) |
Το άρθρο 4 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:
|
3) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 16α Εξαιρέσεις από τις απαιτήσεις παρακολούθησης προϊόντων Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξαιρούνται από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 δεύτερο έως πέμπτο εδάφιο και στο άρθρο 24 παράγραφος 2, όταν οι επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν αφορούν ομόλογα χωρίς κανένα άλλο ενσωματωμένο παράγωγο εκτός από τη ρήτρα πλήρους αποκατάστασης ή όταν τα χρηματοπιστωτικά μέσα διατίθενται στην αγορά ή διανέμονται αποκλειστικά σε επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους.». |
4) |
Το άρθρο 24 τροποποιείται ως εξής:
|
5) |
Στο άρθρο 25 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών ή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνουν την αλλαγή χρηματοπιστωτικών μέσων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις επενδύσεις του πελάτη και να αναλύουν το κόστος και τα οφέλη της αλλαγής χρηματοπιστωτικών μέσων. Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τον πελάτη αν τα οφέλη της αλλαγής χρηματοπιστωτικών μέσων είναι μεγαλύτερα από το κόστος που συνεπάγεται η εν λόγω αλλαγή.». |
6) |
Στο άρθρο 27 παράγραφος 3, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Η απαίτηση περιοδικής υποβολής εκθέσεων στο κοινό που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο δεν ισχύει έως τις 28 Φεβρουαρίου 2023. Η Επιτροπή επανεξετάζει ενδελεχώς την καταλληλότητα των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο και υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις 28 Φεβρουαρίου 2022.». |
7) |
Στο άρθρο 27 παράγραφος 6, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Η Επιτροπή επανεξετάζει ενδελεχώς την καταλληλότητα των απαιτήσεων υποβολής περιοδικών εκθέσεων που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο και υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις 28 Φεβρουαρίου 2022.». |
8) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 29α Παροχή υπηρεσιών σε επαγγελματίες πελάτες 1. Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 στοιχείο γ) δεν ισχύουν για άλλες υπηρεσίες που παρέχονται σε επαγγελματίες πελάτες εκτός των επενδυτικών συμβουλών και της διαχείρισης χαρτοφυλακίου. 2. Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο και στο άρθρο 25 παράγραφος 6 δεν ισχύουν για υπηρεσίες που παρέχονται σε επαγγελματίες πελάτες, εκτός εάν οι εν λόγω πελάτες ενημερώσουν εγγράφως την επιχείρηση επενδύσεων είτε σε ηλεκτρονική είτε σε έντυπη μορφή ότι επιθυμούν να επωφεληθούν από τα δικαιώματα που προβλέπονται στις συγκεκριμένες διατάξεις. 3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχείο των ανακοινώσεων πελατών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.». |
9) |
Στο άρθρο 30 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών και/ή να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό και/ή να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές έχουν τη δυνατότητα να διακανονίζουν ή να διενεργούν συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους χωρίς να υποχρεούνται να συμμορφωθούν με το άρθρο 24, εξαιρουμένης της παραγράφου 5α, το άρθρο 25, το άρθρο 27 και το άρθρο 28 παράγραφος 1 όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.». |
10) |
Το άρθρο 57 τροποποιείται ως εξής:
|
11) |
Το άρθρο 58 τροποποιείται ως εξής:
|
12) |
Στο άρθρο 73 η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, διαχειριστές αγοράς, ΕΜΗΔΗΣΥ και ΕΜΗΓΝΩΣΥ που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και που διαθέτουν παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες, και υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για την εσωτερική αναφορά πραγματικών ή ενδεχόμενων παραβάσεων από τους υπαλλήλους τους μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.». |
13) |
Στο άρθρο 89 οι παράγραφοι 2 έως 5 αντικαθίστανται από τα εξής: «2. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 2 παράγραφος 4, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 1, στο άρθρο 16 παράγραφος 12, στο άρθρο 23 παράγραφος 4, στο άρθρο 24 παράγραφος 13, στο άρθρο 25 παράγραφος 8, στο άρθρο 27 παράγραφος 9, στο άρθρο 28 παράγραφος 3, στο άρθρο 30 παράγραφος 5, στο άρθρο 31 παράγραφος 4, στο άρθρο 32 παράγραφος 4, στο άρθρο 33 παράγραφος 8, στο άρθρο 52 παράγραφος 4, στο άρθρο 54 παράγραφος 4, στο άρθρο 58 παράγραφος 6, στο άρθρο 64 παράγραφος 7, στο άρθρο 65 παράγραφος 7 και στο άρθρο 79 παράγραφος 8 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 2 Ιουλίου 2014. 3. Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 2 παράγραφος 4, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 1, στο άρθρο 16 παράγραφος 12, στο άρθρο 23 παράγραφος 4, στο άρθρο 24 παράγραφος 13, στο άρθρο 25 παράγραφος 8, στο άρθρο 27 παράγραφος 9, στο άρθρο 28 παράγραφος 3, στο άρθρο 30 παράγραφος 5, στο άρθρο 31 παράγραφος 4, στο άρθρο 32 παράγραφος 4, στο άρθρο 33 παράγραφος 8, στο άρθρο 52 παράγραφος 4, στο άρθρο 54 παράγραφος 4, στο άρθρο 58 παράγραφος 6, στο άρθρο 64 παράγραφος 7, στο άρθρο 65 παράγραφος 7 και στο άρθρο 79 παράγραφος 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Η ανάκληση παράγει αποτελέσματα από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. 4. Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. 5. Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 3, του άρθρου 2 παράγραφος 4, του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 13 παράγραφος 1, του άρθρου 16 παράγραφος 12, του άρθρου 23 παράγραφος 4, του άρθρου 24 παράγραφος 13, του άρθρου 25 παράγραφος 8, του άρθρου 27 παράγραφος 9, του άρθρου 28 παράγραφος 3, του άρθρου 30 παράγραφος 5, του άρθρου 31 παράγραφος 4, του άρθρου 32 παράγραφος 4, του άρθρου 33 παράγραφος 8, του άρθρου 52 παράγραφος 4, του άρθρου 54 παράγραφος 4, του άρθρου 58 παράγραφος 6, του άρθρου 64 παράγραφος 7, του άρθρου 65 παράγραφος 7 ή του άρθρου 79 παράγραφος 8 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.». |
14) |
Στο άρθρο 90 παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α: «1α. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, η Επιτροπή επανεξετάζει τις επιπτώσεις της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής ή τα παράγωγα των δικαιωμάτων αυτών και συνοδεύει την επανεξέταση αυτή, όπου κρίνεται σκόπιμο, με νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση της εν λόγω εξαίρεσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή αξιολογεί τις συναλλαγές επί δικαιωμάτων εκπομπής και των παραγώγων τους στην Ένωση και σε τρίτες χώρες, τις επιπτώσεις της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) στην προστασία των επενδυτών, την ακεραιότητα και τη διαφάνεια των αγορών δικαιωμάτων εκπομπής και των παραγώγων τους, καθώς και αν πρέπει να θεσπιστούν μέτρα σε σχέση με τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης τρίτων χωρών.». |
Άρθρο 2
Τροποποιήσεις στην οδηγία (ΕΕ) 2019/878
Στο άρθρο 2, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν έως τις 28 Δεκεμβρίου 2020 τα απαραίτητα μέτρα για να επιτευχθεί συμμόρφωση με:
α) |
τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, εφόσον αφορούν πιστωτικά ιδρύματα· |
β) |
το άρθρο 1 σημεία 1) και 9) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το άρθρο 2 παράγραφοι 5 και 6 και το άρθρο 21β της οδηγίας 2013/36/EE, εφόσον αφορούν πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων. |
Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.
Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 29 Δεκεμβρίου 2020. Ωστόσο, οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 σημείο 21) και στο άρθρο 1 σημείο 29) στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το άρθρο 84 και το άρθρο 98 παράγραφοι 5 και 5α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εφαρμόζονται από τις 28 Ιουνίου 2021, οι δε διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 σημεία 52) και 53) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τα άρθρα 141β και 141γ και το άρθρο 142 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2022.
Τα κράτη μέλη θεσπίζουν, δημοσιεύουν και εφαρμόζουν έως τις 26 Ιουνίου 2021 τα μέτρα που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, στο μέτρο που αφορούν επιχειρήσεις επενδύσεων, εκτός από τα μέτρα που αναφέρονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την εν λόγω αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η εν λόγω αναφορά.».
Άρθρο 3
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ
Το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο εδάφιο του άρθρου 94 παράγραφος 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:
«Για τους σκοπούς του εντοπισμού εργαζομένων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων όπως αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3, με εξαίρεση τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις επενδύσεων, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου καθορίζονται τα κριτήρια για να καθοριστούν τα εξής:
α) |
διευθυντικές ευθύνες και λειτουργίες ελέγχου, |
β) |
σημαντική επιχειρηματική μονάδα και σημαντικός αντίκτυπος στα χαρακτηριστικά κινδύνου της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας· και |
γ) |
άλλες κατηγορίες προσωπικού που δεν αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 92 παράγραφος 3 και του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, συγκριτικά τόσο ουσιώδη όσο και ο αντίκτυπος των κατηγοριών προσωπικού που αναφέρονται στη συγκεκριμένη παράγραφο. |
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, η εξουσιοδότηση που ορίζεται στο άρθρο 94 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3) εξακολουθεί να ισχύει έως την 26η Ιουνίου 2021.
Άρθρο 4
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 28 Νοεμβρίου 2021, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.
Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 28 Φεβρουαρίου 2022
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι τροποποιήσεις των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/878 εφαρμόζονται από την 28η Δεκεμβρίου 2020.
Άρθρο 5
Αναθεώρηση
Έως τις 31 Ιουλίου 2021, και με βάση τα αποτελέσματα δημόσιας διαβούλευσης που διεξάγει η Επιτροπή, η Επιτροπή επανεξετάζει, μεταξύ άλλων, α) τη λειτουργία της δομής των αγορών κινητών αξιών, η οποία αντικατοπτρίζει τη νέα οικονομική πραγματικότητα μετά το 2020, τα ζητήματα ποιότητας των δεδομένων και των δεδομένων που σχετίζονται με τη διάρθρωση της αγοράς, και τους κανόνες διαφάνειας, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων που αφορούν τρίτες χώρες, β) τους κανόνες για την έρευνα, γ) τους κανόνες για όλες τις μορφές πληρωμών στους συμβούλους και το επίπεδο των επαγγελματικών προσόντων τους, δ) την παρακολούθηση προϊόντων ε) την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις απώλειες και στ) την κατηγοριοποίηση των πελατών. Εφόσον ενδείκνυται, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
Άρθρο 6
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 7
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Βρυξέλλες, 16 Φεβρουαρίου 2021.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
D. M. SASSOLI
Για το Συμβούλιο
Η Πρόεδρος
A. P. ZACARIAS
(1) ΕΕ C 10 της 11.1.2021, σ. 30.
(2) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2021 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2021.
(3) Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).
(4) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).
(5) ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.
(6) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).
(7) Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).
(8) Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 253).
(9) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).