EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32020Q0124(01)
Code of Conduct for Members of the European Committee of the Regions
Κωδικας Δεοντολογιας Των Μελων Της Ευρωπαϊκης Επιτροπης Των Περιφερειων
Κωδικας Δεοντολογιας Των Μελων Της Ευρωπαϊκης Επιτροπης Των Περιφερειων
OJ L 20, 24.1.2020, p. 17–23
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
In force
24.1.2020 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 20/17 |
ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ
Εγκρίθηκε από την Ολομέλεια στις 5 Δεκεμβρίου 2019
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως τα άρθρα 2 και 3,
Έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ»), και ιδίως τα άρθρα 300 και 305 έως 307,
Έχοντας υπόψη τον Εσωτερικό Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών (εφεξής «η ΕτΠ»),
Εκτιμώντας ότι τα μέλη της ΕτΠ είναι εκπρόσωποι οργανισμών τοπικής ή περιφερειακής αυτοδιοίκησης, είτε ως αιρετοί είτε ως πολιτικώς υπόλογοι ενώπιον εκλεγμένης συνέλευσης,
Εκτιμώντας ότι η συμμετοχή στην ΕτΠ βασίζεται σε ισχύουσα θητεία σε τοπική ή περιφερειακή αρχή και δεν συνιστά κανονική εργασία, ότι τα μέλη λαμβάνουν μόνο κατ’ αποκοπή αποζημιώσεις συνεδριάσεων και ταξιδίου, καθώς και την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου τους,
Εκτιμώντας ότι τα μέλη της ΕτΠ ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία, προς το γενικό συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των πολιτών της,
Εκτιμώντας ότι, με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων διατάξεων του Εσωτερικού Κανονισμού, ορισμένες υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις πρέπει να προσδιοριστούν σε κώδικα δεοντολογίας,
Η ΕτΠ αποφάσισε να υιοθετήσει τον ακόλουθο κώδικα δεοντολογίας των μελών της, τα οποία θα τον υπογράφουν κατά την έναρξη της θητείας τους:
Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
Ο Κώδικας δεοντολογίας εφαρμόζεται τόσο στα τακτικά όσο και στα αναπληρωματικά μέλη της ΕτΠ κατά την άσκηση των καθηκόντων που τους ανέθεσε η ΕτΠ. Κάθε αναφορά στα μέλη περιλαμβάνει και τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη.
Σε περίπτωση καταγγελιών περί ανάρμοστης συμπεριφοράς υπαλλήλων προς τα μέλη της ΕτΠ, εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις των πράξεων που ισχύουν για το προσωπικό (1). Εν προκειμένω, το θιγόμενο μέλος ενημερώνει σχετικά τον Γενικό Γραμματέα.
Άρθρο 2
Αρχές
Τα μέλη της ΕτΠ ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με ανεξαρτησία, αμεροληψία, ακεραιότητα, διαφάνεια, αξιοπρέπεια και σεβασμό της ετερότητας.
Άρθρο 3
Ανεξαρτησία
Τα μέλη ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με πλήρη ανεξαρτησία, προς το γενικό συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και δεν δεσμεύονται από καμία επιτακτική εντολή, δυνάμει του άρθρου 300 παράγραφος 4 της ΣΛΕΕ.
Άρθρο 4
Αμεροληψία και συγκρούσεις συμφερόντων
1. Τα μέλη ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και με αμεροληψία, αποφεύγοντας την απόκτηση ή την επιδίωξη οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης παροχής ή ανταμοιβής.
2. Τα μέλη αποφεύγουν κάθε κατάσταση που ενδέχεται να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων. Σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται όταν ένα μέλος έχει προσωπικό συμφέρον που θα μπορούσε να επηρεάσει αθέμιτα την εκτέλεση των καθηκόντων του ως μέλους. Σύγκρουση συμφερόντων δεν υφίσταται εφόσον το μέλος αντλεί κάποιο όφελος μόνο ως μέρος του γενικότερου κοινού ή μίας ευρύτερης κατηγορίας ατόμων. Επίσης, δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων ούτε στην περίπτωση που ένα μέλος ασκεί δραστηριότητα —όπως η συμμετοχή σε όργανο λήψης αποφάσεων εταιρείας— στο πλαίσιο της άσκησης των δημόσιων καθηκόντων του.
3. Στην περίπτωση που ένα μέλος θεωρήσει ότι αντιμετωπίζει σύγκρουση συμφερόντων, λαμβάνει άμεσα τα απαραίτητα μέτρα, σύμφωνα με τις αρχές και τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα δεοντολογίας. Σε περίπτωση που αδυνατεί να επιλύσει τη σύγκρουση συμφερόντων, το αναφέρει στον Πρόεδρο και τον Γενικό Γραμματέα εγγράφως.
Άρθρο 5
Ακεραιότητα
1. Τα μέλη ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με ακεραιότητα και με σκοπό το δημόσιο συμφέρον, χωρίς να ζητούν, να αποδέχονται ή να λαμβάνουν οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση παροχή ή ανταμοιβή αντί οποιασδήποτε συγκεκριμένης συμπεριφοράς στο πλαίσιο της εργασίας τους. Επιδιώκουν δε συνειδητά να αποφεύγουν οποιαδήποτε κατάσταση, η οποία ενδέχεται να συνεπάγεται δωροδοκία, διαφθορά ή άσκηση αθέμιτης επιρροής.
2. Τα μέλη δεν δραστηριοποιούνται επαγγελματικά και επ’ αμοιβή σε ομάδες συμφερόντων που συνδέονται άμεσα με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εκπροσώπηση περιφερειακών ή τοπικών συμφερόντων δεν θεωρείται δραστηριότητα ομάδας συμφερόντων.
3. Τα μέλη θεωρείται πάντοτε ότι εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη της ΕτΠ όταν συμμετέχουν σε συνεδριάσεις των οργάνων της ΕτΠ, σε εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται στις εγκαταστάσεις της, σε εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται μεν εκτός αυτών, αλλά υποστηρίζονται από την ΕτΠ σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες ή σε εκδηλώσεις στις οποίες εκπροσωπούν την ΕτΠ.
4. Τα μέλη οφείλουν να μην αποδέχονται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως μέλη της ΕτΠ, δώρα ή άλλες παρόμοιες παροχές εκτός από εκείνα των οποίων η κατά προσέγγιση αξία είναι μικρότερη των 100 ευρώ και δωρίζονται ως χειρονομία αβροφροσύνης. Τα μέλη μπορούν να αποδέχονται δώρα αξίας άνω των 100 ευρώ, τα οποία δωρίζονται ως χειρονομία αβροφροσύνης, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω δώρα θα παραδίδονται στη Γενική Γραμματεία κατά την πρώτη συνεδρίαση της ΕτΠ στην οποία παρίστανται μετά την παραλαβή τους. Ο πρόεδρος αποφασίζει εάν τα δώρα αυτά, καθώς και τα δώρα ίδιας αξίας που δωρίζονται άμεσα σε αυτόν, θα περιέρχονται στην ιδιοκτησία της ΕτΠ ή θα δωρίζονται στην κατάλληλη φιλανθρωπική οργάνωση. Η Γενική Γραμματεία τηρεί κατάλογο των δώρων αυτών. Σε κάθε περίπτωση, τα μέλη πρέπει να συμμορφώνονται με όσους εθνικούς, περιφερειακούς και τοπικούς κανόνες διέπουν την αποδοχή δώρων και τα αφορούν, συμπεριλαμβανομένων όσων ορίζουν τη μέγιστη αξία των δώρων.
5. Τα μέλη συμμορφώνονται με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕτΠ, οι οποίοι τα αφορούν, ιδίως προκειμένου για την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και την καταβολή των κατ’ αποκοπή αποζημιώσεων ταξιδίου και συνεδριάσεων.
Άρθρο 6
Διαφάνεια και δήλωση οικονομικών συμφερόντων
1. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα μέλη συμπεριφέρονται με διαφάνεια και διευκολύνουν τον θεμιτό δημόσιο έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τις αρχές που καθορίζονται στον παρόντα Κώδικα δεοντολογίας.
2. Εφόσον στην εθνική ή υποεθνική νομοθεσία διαλαμβάνεται η υποχρέωση υποβολής δημόσιας δήλωσης οικονομικών συμφερόντων, τα μέλη της ΕτΠ αναλαμβάνουν προσωπικά τη διαβίβαση στον Πρόεδρο, εντός 60 ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων τους, βεβαίωσης ότι έχουν υποβάλει δημόσια δήλωση οικονομικών συμφερόντων στην αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους —συνοδευόμενης από τον σχετικό διαδικτυακό σύνδεσμο που παραπέμπει στην εν λόγω δήλωση— σύμφωνα με την οικεία εφαρμοστέα νομοθεσία σε εθνικό ή υποεθνικό επίπεδο, σε σχέση με τη θητεία ή την πολιτικά υπεύθυνη θέση βάσει της οποίας έχουν οριστεί μέλη. Τα μέλη είναι προσωπικά υπεύθυνα για την ορθότητα αυτού του διαδικτυακού συνδέσμου και ενημερώνουν τον Πρόεδρο για τυχόν μεταβολές στον σύνδεσμο πριν από το τέλος του μήνα που έπεται των μεταβολών.
3. Εφόσον στην εθνική ή υποεθνική νομοθεσία δεν διαλαμβάνεται η υποχρέωση υποβολής δημόσιας δήλωσης οικονομικών συμφερόντων, τα μέλη είναι προσωπικά υπεύθυνα για την υποβολή στον Πρόεδρο δήλωσης με τη χρήση του εντύπου που παρατίθεται στο παράρτημα του παρόντος Κώδικα δεοντολογίας. Στη δήλωση αυτή προσδιορίζεται κάθε οντότητα στην οποία το μέλος έχει άμεσο οικονομικό συμφέρον το οποίο μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ικανό να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων, εάν το μέλος ασχοληθεί με απόφαση ή θέση της ΕτΠ που αφορά την εν λόγω οντότητα. Τα μέλη θεωρείται ότι έχουν άμεσο οικονομικό συμφέρον σε μια οντότητα στο κεφάλαιο της οποίας έχουν συγκεκριμένη οικονομική συμμετοχή εφόσον η εν λόγω συμμετοχή παρέχει στο μέλος σημαντική επιρροή στη διοίκησή της.
4. Τα μέλη ενημερώνουν τον Πρόεδρο σχετικά με τυχόν αλλαγές στη δήλωση που έχουν υποβάλει δυνάμει της παραγράφου 3, έως το τέλος του μήνα που έπεται κάθε μεταβολής.
5. Η ΕτΠ θέτει στη διάθεση του κοινού με ευπρόσιτο τρόπο τις πληροφορίες που παρέχονται στον Πρόεδρο σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
6. Εάν ο πρόεδρος λάβει πληροφορίες βάσει των οποίων θεωρεί ότι η δήλωση που έχει υποβάλει ένα μέλος δυνάμει της παραγράφου 2 ή 3 είναι εν πολλοίς εσφαλμένη ή ανεπίκαιρη, μπορεί αφενός να ζητήσει από το μέλος να τη διορθώσει και αφετέρου να ενημερώσει το προεδρείο σχετικά με το αποτέλεσμα.
7. Οι εισηγητές παρέχουν στη Γενική Γραμματεία κατάλογο όλων των ενδιαφερομένων μερών των οποίων ζητήθηκε η γνώμη για θέματα σχετικά με το αντικείμενο της γνωμοδότησής τους. Η Γενική Γραμματεία τηρεί αρχείο με τον εν λόγω κατάλογο, ο οποίος μπορεί να δημοσιευτεί κατόπιν αίτησης.
Άρθρο 7
Αξιοπρέπεια και σεβασμός της ετερότητας
1. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα μέλη:
α) |
συμπεριφέρονται με επαγγελματικό τρόπο και αποφεύγουν κάθε μορφή προσβλητικής γλώσσας ή συμπεριφοράς, καθώς και γλώσσας ή συμπεριφοράς που εμπεριέχει διακρίσεις, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, |
β) |
συμπεριφέρονται προς όλους στην ΕτΠ ή στις εκδηλώσεις της με αξιοπρέπεια, ευγένεια και σεβασμό, χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς διακρίσεις, |
γ) |
δεν υποκινούν ούτε ενθαρρύνουν, με τον λόγο ή τις ενέργειές τους, τα μέλη του προσωπικού ή άλλα μέλη της ΕτΠ να παραβιάζουν, να παρακάμπτουν ή να αγνοούν τις αρχές που ορίζονται στον παρόντα Κώδικα δεοντολογίας ή σε άλλη ισχύουσα νομοθεσία ή να ανέχονται τέτοια συμπεριφορά, |
δ) |
μεριμνούν, στον βαθμό που το επιτρέπει η ευθύνη τους εντός της ΕτΠ και με την αρμόζουσα διακριτικότητα, ώστε κάθε διαφορά ή σύγκρουση που ανακύπτει στο πλαίσιο της ΕτΠ ή σε μία από τις εκδηλώσεις της να αντιμετωπίζεται άμεσα, δίκαια και αποτελεσματικά, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης αντίδρασης σε τυχόν καταγγελίες περί — ψυχολογικής ή σεξουαλικής— παρενόχλησης. |
2. Όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος Κώδικα δεοντολογίας, ο ορισμός της παρενόχλησης είναι αυτός που προβλέπει το άρθρο 12α του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, όπως ερμηνεύεται στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι:
Ως «ηθική παρενόχληση», νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.
Ως «σεξουαλική παρενόχληση», νοείται μια συμπεριφορά γενετήσιου περιεχομένου, μη επιθυμητή από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και η οποία έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας του ή τη δημιουργία ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, υβριστικού ή ενοχλητικού περιβάλλοντος. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζεται ως διάκριση βάσει του φύλου.
Άρθρο 8
Εφαρμογή του Κώδικα δεοντολογίας
1. Ο πρόεδρος και τα μέλη της ΕτΠ μεριμνούν για την τήρηση του παρόντος Κώδικα δεοντολογίας και την εφαρμογή του καλή την πίστει και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.
2. Εάν ο πρόεδρος κρίνει ότι ένα μέλος έχει παραβεί τον παρόντα Κώδικα δεοντολογίας, ο ίδιος, επικουρούμενος από τον Γενικό Γραμματέα, δύναται να εξετάζει τις περιστάσεις της εικαζόμενης παράβασης. Εάν καταλήξει στο συμπέρασμα, κατόπιν της ακρόασης του εν λόγω μέλους και αφού το έχει καλέσει να υποβάλει γραπτώς τις παρατηρήσεις του, ότι το μέλος έχει παραβεί τον Κώδικα δεοντολογίας, ο πρόεδρος, κατόπιν διαβούλευσης με τον Α’ αντιπρόεδρο και τον πρόεδρο της Επιτροπής Δημοσιονομικών και Διοικητικών Θεμάτων, τον πρόεδρο της εθνικής αντιπροσωπείας του εμπλεκόμενου μέλους και τον πρόεδρο της πολιτικής ομάδας του, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση, η οποία περιλαμβάνει κύρωση, και ενημερώνει σχετικά το εν λόγω μέλος.
3. Σε περίπτωση που ο πρόεδρος είναι το πρόσωπο που ενδέχεται να έχει παραβεί τον παρόντα Κώδικα δεοντολογίας, ο Α’ αντιπρόεδρος αναλαμβάνει τον ρόλο που ανατίθεται ειδάλλως στον Πρόεδρο δυνάμει της παραγράφου 2, ενώ αντιπρόεδρος από πολιτική ομάδα και εθνική αντιπροσωπεία διαφορετικές από αυτές του Α’ αντιπροέδρου αναλαμβάνει τον ρόλο που ανατίθεται ειδάλλως στον Α’ αντιπρόεδρο δυνάμει της ίδιας παραγράφου.
4. Η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να συνίσταται σε ένα ή περισσότερα από τα εξής μέτρα:
α) |
επίπληξη, με ή χωρίς δημοσίευση· |
β) |
προσωρινή αναστολή της συμμετοχής του μέλους σε δραστηριότητες της ΕτΠ για περίοδο που κυμαίνεται μεταξύ μίας εβδομάδας και έξι μηνών· |
γ) |
σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων τήρησης του απορρήτου, περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε εμπιστευτικές πληροφορίες για χρονικό διάστημα έως και ενός έτους· |
δ) |
απαγόρευση της εκλογής του μέλους σε κάποιο αξίωμα της ΕτΠ, του ορισμού του ως εισηγητή ή της συμμετοχής του σε επίσημη αντιπροσωπεία, και, εάν το μέλος έχει ήδη κάποια από αυτές τις ιδιότητες, παύση από τα καθήκοντα αυτά. |
5. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 4 στοιχεία β) και γ) είναι δυνατόν να διπλασιαστούν σε περίπτωση επαναλαμβανόμενων παραβάσεων.
6. Το εμπλεκόμενο μέλος δικαιούται να ασκήσει εσωτερικά προσφυγή ενώπιον του Προεδρείου και εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση της αιτιολογημένης απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Η προσφυγή αναστέλλει την εφαρμογή της κύρωσης που προβλέπεται στην εν λόγω αιτιολογημένη απόφαση. Το αργότερο τέσσερις μήνες μετά την κατάθεση της προσφυγής, το προεδρείο, με την πλειοψηφία των μελών του, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία ακυρώνει, επικυρώνει ή τροποποιεί την αιτιολογημένη απόφαση του Προέδρου. Εάν η απόφαση του Προεδρείου επικυρώνει την απόφαση του Προέδρου, δύναται να επικαλείται το σκεπτικό της απόφασης του Προέδρου. Η απόφαση του Προεδρείου περιλαμβάνει, ωστόσο, το δικό της σκεπτικό, εάν ακυρώνει ή τροποποιεί την απόφαση του Προέδρου. Το προεδρείο κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφαση στο εμπλεκόμενο μέλος.
7. Το εν λόγω μέλος μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακύρωσης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της αιτιολογημένης απόφασης του Προεδρείου, δυνάμει του άρθρου 263 της ΣΛΕΕ.
Άρθρο 9
Εφαρμογή του Κώδικα δεοντολογίας σε περίπτωση εικαζόμενης παρενόχλησης υπαλλήλου από μέλος της ΕτΠ
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε περιπτώσεις εικαζόμενης παρενόχλησης υπαλλήλου από μέλος της ΕτΠ. Ως «υπάλληλος» νοείται κάθε μόνιμος υπάλληλος, έκτακτος υπάλληλος, συμβασιούχος υπάλληλος, προσωρινός υπάλληλος, αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας ή ασκούμενος.
2. Σε κάθε νέα πενταετή θητεία συγκροτείται Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Αρμόδιο σε Θέματα Παρενόχλησης (εφεξής το «Γνωμοδοτικό Συμβούλιο»), το οποίο απαρτίζεται από έξι μέλη. Το προεδρείο προτείνει τον προεδρεύοντα και δύο άλλα μέλη από τα μέλη της Επιτροπής Δημοσιονομικών και Διοικητικών Θεμάτων, ο γενικός γραμματέας προτείνει δύο μέλη από το προσωπικό και η επιτροπή προσωπικού προτείνει ένα ακόμη μέλος. Ο πρόεδρος της ΕτΠ διορίζει τον προεδρεύοντα και τα μέλη, τηρώντας την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων. Σε περίπτωση που ένα μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου χάσει την ιδιότητα του μέλους ή του υπαλλήλου της ΕτΠ, νέο μέλος προτείνεται και ορίζεται το συντομότερο δυνατό. Σε περίπτωση που ένα μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου εμπλέκεται στην υπόθεση, παύεται από τα σχετικά καθήκοντά του για τη διάρκεια της διαδικασίας και νέο προσωρινό μέλος προτείνεται και ορίζεται το συντομότερο δυνατό. Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο αποφαίνεται με απλή πλειοψηφία, παρουσία τουλάχιστον πέντε μελών του και, σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προεδρεύοντος. Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο εργάζεται με πλήρη αυτονομία, ανεξαρτησία και εμπιστευτικότητα και οι εργασίες του είναι απόρρητες. Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο επικουρείται στο έργο του από τη Γενική Γραμματεία της ΕτΠ σε καθεστώς πλήρους εχεμύθειας. Κάθε παραβίαση της εχεμύθειας υπόκειται σε έρευνα εκ μέρους του Προέδρου, με τις ανάλογες δυνητικές συνέπειες για τον εκάστοτε εμπλεκόμενο.
3. Ο υπάλληλος που θεωρεί ότι υπήρξε θύμα παρενόχλησης από μέλος της ΕτΠ κατά την έννοια του άρθρου 12α του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης έχει το δικαίωμα να υποβάλλει αίτημα συνδρομής δυνάμει του άρθρου 24 του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή, κατ’ αναλογία, του άρθρου 11 πρώτο εδάφιο ή του άρθρου 81 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης. Οι προσωρινοί υπάλληλοι, οι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και οι ασκούμενοι δύνανται να υποβάλλουν αίτημα συνδρομής δυνάμει του άρθρου 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πριν από την υποβολή του αιτήματος, ο εν λόγω υπάλληλος μπορεί να επικοινωνήσει ανεπίσημα με την οικεία αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, οποιοδήποτε μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ή τη Γενική Γραμματεία της ΕτΠ.
4. Μετά την παραλαβή του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 3, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενημερώνει σχετικά το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο και αναθέτει στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας να διενεργήσει προκαταρκτική μελέτη σχετικά με τα καταγγελλόμενα γεγονότα, έτσι ώστε να διαπιστώσει εάν υπάρχουν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία παρενόχλησης. Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του αιτήματος, η αρμόδια υπηρεσία υποβάλλει στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο και στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προκαταρκτική μελέτη η οποία βασίζεται στο αίτημα και, ενδεχομένως, σε τυχόν γραπτές δηλώσεις των προτεινόμενων μαρτύρων καθώς και στις πληροφορίες που έχει λάβει από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας. Εάν, σύμφωνα με την προκαταρκτική μελέτη, δεν υφίστανται επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία παρενόχλησης, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, σε συμφωνία με το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, διαβουλεύεται με τη Μονάδα Νομικών Υποθέσεων και παρέχει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο την ευκαιρία ακρόασης πριν από τη λήψη απόφασης βάσει του άρθρου 24 του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν, σύμφωνα με την προκαταρκτική μελέτη, υφίστανται επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία παρενόχλησης, η υπόθεση παραπέμπεται στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο.
5. Για κάθε υπόθεση που του ανατίθεται, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο διενεργεί λεπτομερή έρευνα. Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο διαβιβάζει στο εμπλεκόμενο μέλος της ΕτΠ περίληψη των ισχυρισμών που διατυπώθηκαν εις βάρος του. Το εμπλεκόμενο μέλος της ΕτΠ διαθέτει εύλογο χρονικό διάστημα —το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 15 εργάσιμων ημερών— για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, ο άμεσα ενδιαφερόμενος υπάλληλος λαμβάνει περίληψη των παρατηρήσεων του εμπλεκόμενου μέλους της ΕτΠ. Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο σταθμίζει κατά πόσον πρέπει να εξεταστούν μάρτυρες ή τρίτα πρόσωπα και κατά πόσον απαιτείται πρόσθετη έρευνα. Ο υπάλληλος και το μέλος της ΕτΠ λαμβάνουν περίληψη των μαρτυρικών καταθέσεων και καταθέτουν χωριστά στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο πριν από την έγκριση της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 6.
6. Με βάση την προκαταρκτική ανάλυση που διενεργεί η αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας και τη δική του εμπεριστατωμένη έρευνα, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο εγκρίνει την έκθεσή του και τη διαβιβάζει στον Πρόεδρο της ΕτΠ και στον υπάλληλο και το μέλος της ΕτΠ που εμπλέκονται στην υπόθεση. H έκθεση περιλαμβάνει τα εξής: α) περίληψη των ισχυρισμών του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, β) περίληψη της έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των παρατηρήσεων του εμπλεκόμενου μέλους της ΕτΠ και των μαρτυρικών καταθέσεων, γ) αξιολόγηση των γεγονότων και των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των μαρτυρικών καταθέσεων, δ) το συμπέρασμα κατά πόσο διαπράχθηκε παρενόχληση και ε) εφόσον κρίνεται σκόπιμο, εισήγηση ως προς την κύρωση που θα πρέπει να επιβληθεί, τυχόν συνέχεια που θα πρέπει να δοθεί στην υπόθεση ή και τα δύο. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, στην έκθεση καταγράφεται κάθε μειοψηφούσα γνώμη.
7. Με βάση την έκθεση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και κατόπιν ακρόασης του εμπλεκόμενου μέλους της ΕτΠ, ο πρόεδρος της ΕτΠ, αφού συμβουλευτεί τον Α’ αντιπρόεδρο, τον πρόεδρο της Επιτροπής Δημοσιονομικών και Διοικητικών Θεμάτων, τον πρόεδρο της εθνικής αντιπροσωπείας του εμπλεκόμενου μέλους και τον πρόεδρο της πολιτικής ομάδας του, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση περί ύπαρξης ή μη παρενόχλησης, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει κυρώσεις δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4. Η απόφαση είναι δυνατόν να βασίζεται στο σκεπτικό της έκθεσης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, εάν υιοθετεί τα συμπεράσματα της έκθεσης. Η απόφαση, ωστόσο, περιλαμβάνει το δικό της σκεπτικό, εάν αποκλίνει από τα συμπεράσματα της έκθεσης. Ο πρόεδρος κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφαση στους άμεσα ενδιαφερόμενους υπάλληλο και μέλος της ΕτΠ και ενημερώνει σχετικά το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο και την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.
8. Το εμπλεκόμενο μέλος έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ακύρωσης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της αιτιολογημένης απόφασης του Προέδρου, δυνάμει του άρθρου 263 της ΣΛΕΕ.
9. Με βάση την αιτιολογημένη απόφαση του Προέδρου και κατόπιν διαβούλευσης με τη Μονάδα Νομικών Υποθέσεων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει οριστική απόφαση ως προς το αίτημα συνδρομής. Εάν στην αιτιολογημένη απόφασή του ο πρόεδρος αποφαίνεται ότι υπήρξε παρενόχληση, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίζει ως προς τις δέουσες ενέργειες για την υποστήριξη του θύματος της παρενόχλησης. Εάν στην αιτιολογημένη απόφασή του ο πρόεδρος αποφαίνεται ότι δεν υπήρξε παρενόχληση και η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προτίθεται να απορρίψει το αίτημα συνδρομής, η εν λόγω αρχή παρέχει στον άμεσα ενδιαφερόμενο υπάλληλο την ευκαιρία να τύχει ακρόασης εκ των προτέρων. Τυχόν εκ προθέσεως ψευδή ή παραπλανητικά αιτήματα συνδρομής είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο πειθαρχικής διαδικασίας κατά του εμπλεκόμενου υπαλλήλου.
10. Σε περίπτωση που ο πρόεδρος είναι το πρόσωπο που ενδέχεται να έχει παραβεί τον παρόντα Κώδικα δεοντολογίας, ο Α’ αντιπρόεδρος αναλαμβάνει τον ρόλο που ανατίθεται ειδάλλως στον Πρόεδρο δυνάμει των παραγράφων 2, 7 και 9, ενώ αντιπρόεδρος από πολιτική ομάδα και εθνική αντιπροσωπεία διαφορετικές από αυτές του Α’ αντιπροέδρου αναλαμβάνει τον ρόλο που ανατίθεται ειδάλλως στον Α’ αντιπρόεδρο δυνάμει της παραγράφου 7.
11. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή τη λήψη προσωρινών μέτρων, στα οποία μπορεί να συμπεριλαμβάνεται ειδικότερα η χορήγηση άδειας στον εν λόγω υπάλληλο ή η παροχή σε αυτόν της δυνατότητας να εργάζεται μεν κατ’ οίκον ή στις εγκαταστάσεις της ΕτΠ, αλλά όχι πλησίον του συγκεκριμένου μέλους. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενημερώνει το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο για τα εγκριθέντα μέτρα, διευκρινίζοντας κατά πόσον είναι αναγκαίο να ενημερωθεί το εμπλεκόμενο μέλος της ΕτΠ.
Άρθρο 10
Συνεργασία με τις εθνικές δικαστικές αρχές
1. Εάν η εικαζόμενη παράβαση ενδέχεται να συνιστά ποινικό αδίκημα, ο πρόεδρος ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές στα οικεία κράτη μέλη.
2. Η ΕτΠ συνεργάζεται πλήρως με τις αρμόδιες εθνικές αρχές.
Άρθρο 11
Έναρξη ισχύος
Ο παρών Κώδικας δεοντολογίας αρχίζει να ισχύει από τις 26 Ιανουαρίου 2020.
(1) Οι υπάλληλοι υπόκεινται πρωτίστως στον Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και τις εφαρμοστικές διατάξεις που έχει υιοθετήσει η ΕτΠ.
Παράρτημα
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΗΛΩΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ
(υποβάλλεται μόνο εφόσον δεν προβλέπεται δημόσια δήλωση στην εθνική ή την υποεθνική νομοθεσία)
ΕΠΩΝΥΜΟ: |
ΟΝΟΜΑ: |
☐ |
Δεν έχω άμεσο οικονομικό συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 3 του Κώδικα δεοντολογίας. |
☐ |
Έχω άμεσο οικονομικό συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 3 του Κώδικα δεοντολογίας στις ακόλουθες οντότητες: |
Δηλώνω ότι οι ανωτέρω πληροφορίες είναι αληθείς και ορθές.
Ημερομηνία: |
Υπογραφή: |