This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32019R0981
Commission Delegated Regulation (EU) 2019/981 of 8 March 2019 amending Delegated Regulation (EU) 2015/35 supplementing Directive 2009/138/EC of the European Parliament and of the Council on the taking-up and pursuit of the business of Insurance and Reinsurance (Solvency II) (Text with EEA relevance.)
Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/981 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2019, σχετικά με την τροποποίηση του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/981 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2019, σχετικά με την τροποποίηση του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
C/2019/1900
ΕΕ L 161 της 18.6.2019, p. 1–130
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
In force
18.6.2019 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 161/1 |
ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/981 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
της 8ης Μαρτίου 2019
σχετικά με την τροποποίηση του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (1), και ιδίως το άρθρο 35 παράγραφος 9, το άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχείο α), το άρθρο 56, το άρθρο 86 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), το άρθρο 97 παράγραφος 1, το άρθρο 111 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ), ε), στ), στα), θ), ι), ια) και ιβ), το άρθρο 211 παράγραφος 2 και το άρθρο 234,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η εμπειρία, την οποία αποκόμισαν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις από τα πρώτα έτη εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την επανεξέταση των μεθόδων, των παραδοχών και των τυποποιημένων παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. |
(2) |
Η πρόταση νέου κανονισμού της Επιτροπής για τη θέσπιση του προγράμματος InvestEU (2) εστιάζεται στην αντιμετώπιση των αστοχιών της αγοράς και των μη βέλτιστων επενδυτικών καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ. Η εν λόγω πρόταση περιλαμβάνει τη δημιουργία του Συμβουλευτικού Κόμβου InvestEU, ο οποίος αναμένεται ότι θα στηρίξει την ανάπτυξη μιας σειράς ώριμων επενδυτικών έργων, και της Πύλης InvestEU, που αναμένεται ότι θα προσφέρει στους επενδυτές μια εύκολα προσβάσιμη και φιλική για τον χρήστη βάση δεδομένων επενδυτικών έργων. Το πρόγραμμα InvestEU θα στηρίξει, με τον τρόπο αυτό, τις επενδύσεις στη χρηματοδότηση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, υπό μορφή ομολόγων, δανείων ή ιδιωτικών κεφαλαίων συμμετοχών, καθώς και άλλων μακροπρόθεσμων επενδύσεων σε μετοχές. Ο τυποποιημένος μαθηματικός τύπος για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες για τις επενδύσεις σε ιδιωτικές τοποθετήσεις χρέους, ιδιωτικά κεφάλαια συμμετοχών και τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές. Υπό το πρίσμα της προσδοκώμενης βελτίωσης της προσβασιμότητας στις εν λόγω επενδύσεις μέσω της Πύλης InvestEU, θα πρέπει να θεσπιστούν οι εν λόγω ειδικοί κανόνες. Επιπλέον, στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης για την Οικοδόμηση Ένωσης Κεφαλαιαγορών, της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, θα πρέπει να επιτευχθεί μεγαλύτερη προσέλκυση επενδύσεων στην Ευρώπη και να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε χρηματοδότηση μέσω κεφαλαίων συμμετοχών και μέσω δανεισμού για τις ευρωπαϊκές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η αντιμετώπιση προληπτικής εποπτείας των ιδιωτικών κεφαλαίων συμμετοχών και των ιδιωτικών τοποθετήσεων χρέους θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί, προκειμένου να αρθούν τα αδικαιολόγητα εμπόδια για τις επενδύσεις στις εν λόγω κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού. |
(3) |
Προκειμένου να επιτευχθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στον ασφαλιστικό τομέα και των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στους λοιπούς χρηματοπιστωτικούς τομείς, ορισμένες από τις διατάξεις που ισχύουν για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις διατάξεις που ισχύουν για τα πιστωτικά και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, στον βαθμό που η εν λόγω ευθυγράμμιση είναι ανάλογη με τα διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα τους. |
(4) |
Τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης έναντι αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων (CCP) επωφελούνται από τον πολυμερή μηχανισμό συμψηφισμού και επιμερισμού ζημιών που παρέχεται από τους αναγνωρισμένους CCP. Τα εν λόγω ανοίγματα ενέχουν μειωμένο πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και θα πρέπει, επομένως, να υπόκεινται σε χαμηλότερη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με τα ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων που δεν επωφελούνται από τους μηχανισμούς των CCP. Σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφος 1 στοιχείο στα) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, στον υπολογισμό του κινδύνου αθέτησης αντισυμβαλλομένου με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης έναντι αναγνωρισμένων CCP θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο ο οποίος να εναρμονίζεται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ισχύουν σε σχέση με τα εν λόγω ανοίγματα για τα πιστωτικά ιδρύματα και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα. |
(5) |
Οι επενδύσεις από ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ιδιωτικές τοποθετήσεις χρέους θα πρέπει να διευκολυνθούν, προκειμένου να συμβάλουν στον ενωσιακό στόχο της μακροπρόθεσμης διατηρήσιμης ανάπτυξης. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να καθιερωθούν κριτήρια τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα κατάταξης των ομολόγων και των δανείων για τα οποία δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ΕΟΠΑ στις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας 2 ή 3, με βάση την εσωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση της ίδιας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. |
(6) |
Οι ουσιαστικές μεταβολές στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου μπορεί να διαμορφώσουν μια κατάσταση όπου οι πηγές δεδομένων που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν δεν είναι πλέον διαθέσιμες. Επιπλέον, η μεγαλύτερη διαθεσιμότητα δεδομένων μπορεί να καταστήσει παρωχημένες τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου. Μια ουσιαστική μεταβολή στις συνθήκες της αγοράς μπορεί επίσης να επιβάλλει επαναξιολόγηση των παραμέτρων, συμπεριλαμβανομένου του τελικού προθεσμιακού επιτοκίου, του σημείου εκκίνησης για την παρέκταση των επιτοκίων άνευ κινδύνου ή της περιόδου σύγκλισης με το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο. Επομένως, θα πρέπει να καθιερωθούν προϋποθέσεις για την αξιολόγηση του κατά πόσον οι ενδεχόμενες μεταβολές στα δεδομένα και τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου είναι ανάλογες με τους στόχους της διαφάνειας, της σύνεσης, της αξιοπιστίας και της συνέπειας των μεθόδων για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου σε βάθος χρόνου. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή εκτίμηση των επιπτώσεων των τροποποιημένων τεχνικών, προδιαγραφών δεδομένων ή παραμέτρων και της αναλογικότητας της τροποποίησης σε σχέση με την ουσιαστική μεταβολή στα δεδομένα. |
(7) |
Ο στόχος της διαφάνειας, της σύνεσης, της αξιοπιστίας και της συνέπειας των μεθόδων για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου σε βάθος χρόνου θα πρέπει να ισχύει επίσης και στο επίπεδο των συνιστωσών, και ιδίως της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας. Προκειμένου να διασφαλιστεί διαφάνεια, σύνεση, αξιοπιστία και συνέπεια σε βάθος χρόνου, η μέθοδος για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ), και ιδίως η ενεργοποίηση της συνιστώσας κράτους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 77δ παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, θα πρέπει να επανεξετάζεται, όταν από τα στοιχεία προκύπτει ότι η μέθοδος αδυνατεί να ανταποκριθεί στους στόχους, και ως μέρος της επανεξέτασης από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 77στ παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. |
(8) |
Τα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, υπό μορφή καταβληθέντος κεφαλαίου μειωμένης εξασφάλισης λογαριασμών μελών αλληλασφαλιστικών επιχειρήσεων, καταβληθέντος κεφαλαίου προνομιούχων μετοχών και της σχετικής διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, και καταβληθεισών υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης, μπορούν να προβλέπουν μηχανισμό μερικής απορρόφησης ζημίας κεφαλαίου για τις περιπτώσεις παραβίασης των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας επί τρεις διαδοχικούς μήνες. Θα πρέπει να καθιερωθούν κριτήρια που να καθορίζουν σε ποιον βαθμό τα εν λόγω στοιχεία χαρακτηρίζονται ως ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1. |
(9) |
Οι απώλειες βασικών ιδίων κεφαλαίων λόγω φορολογικών επιπτώσεων, όταν ενεργοποιείται ο μηχανισμός απορρόφησης ζημίας κεφαλαίου, θα πρέπει να αποφεύγονται. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει, συνεπώς, να μπορούν να αιτούνται απαλλαγή από την εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού. Ωστόσο, πριν από τη χορήγηση της απαλλαγής, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να αξιολογούν αν υπάρχει μεγάλη και βάσιμη πιθανότητα οι φορολογικές επιπτώσεις του μηχανισμού να αποδυναμώσουν σημαντικά την κατάσταση φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. |
(10) |
Θα πρέπει να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων στον ασφαλιστικό τομέα και στους λοιπούς χρηματοπιστωτικούς τομείς. Επομένως, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης έγκρισης από εποπτική αρχή, να αποπληρώνουν ή να εξοφλούν ένα στοιχείο ιδίων κεφαλαίων εντός της πρώτης πενταετίας από την ημερομηνία έκδοσης, σε περίπτωση απρόβλεπτης αλλαγής στην εποπτική κατάταξη του στοιχείου ιδίων κεφαλαίων, η οποία είναι πιθανό να προκαλέσει αποκλεισμό του εν λόγω στοιχείου από τα ίδια κεφάλαια, ή σε περίπτωση απρόβλεπτης αλλαγής στην εφαρμοστέα φορολογική αντιμετώπιση του εν λόγω στοιχείου. |
(11) |
Η μέθοδος εξέτασης θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνονται δεόντως υπόψη, ανεξαρτήτως της επενδυτικής δομής της επιχείρησης. Η εν λόγω μέθοδος θα πρέπει, συνεπώς, να εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις συνδεδεμένες με την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, οι οποίες έχουν ως βασικό σκοπό τη διακράτηση ή τη διαχείριση στοιχείων ενεργητικού για λογαριασμό της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. |
(12) |
Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να εφαρμοστεί η μέθοδος εξέτασης σε επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων ή συσκευασμένες επενδύσεις σε ταμεία, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν απλοποιημένη μέθοδο, με βάση την πιο πρόσφατα αναφερθείσα κατανομή των στοιχείων ενεργητικού των επιχειρήσεων ή των ταμείων συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η απλοποιημένη μέθοδος είναι ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των ενεχόμενων κινδύνων. |
(13) |
Οι υποενότητες κινδύνου ακύρωσης απαιτούν πολύπλοκους υπολογισμούς, στο επίπεδο των μεμονωμένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Όταν αυτή η πολυπλοκότητα δεν είναι ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που εμπίπτουν στις εν λόγω υποενότητες, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να βασίζονται οι υπολογισμοί για τις εν λόγω υποενότητες σε ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων, αντί σε μεμονωμένα ασφαλιστήρια συμβόλαια, εκτός εάν μια τέτοια ομαδοποίηση των συμβολαίων θα οδηγούσε σε ουσιώδες σφάλμα. |
(14) |
Ο υπολογισμός του κινδύνου φυσικών καταστροφών με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο θα πρέπει να αποτυπώνει τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της έκθεσης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στον εν λόγω κίνδυνο. Ο υπολογισμός του κινδύνου φυσικών καταστροφών με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο προϋποθέτει την αντιστοίχιση από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ασφαλιζόμενου ποσού τους σε ζώνες κινδύνου. Ωστόσο, δεν διαθέτουν όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στα εσωτερικά συστήματά τους τις πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο των ζωνών κινδύνου που απαιτούνται για αυτόν τον υπολογισμό, και η εξασφάλιση αυτών των πληροφοριών μπορεί να είναι δαπανηρή για τις εν λόγω επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να βασίζουν τον υπολογισμό τους σε ομάδες ζωνών κινδύνου, όταν η ομαδοποίηση αυτή είναι καλά τεκμηριωμένη και ανάλογη προς την έκθεση. |
(15) |
Ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την υποενότητα κινδύνου πυρκαγιάς του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου προϋποθέτει τον προσδιορισμό από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της μεγαλύτερης συγκέντρωσης κινδύνου πυρκαγιάς. Με στόχο τη μείωση της επιβάρυνσης που συνεπάγεται ο υπολογισμός, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να περιορίζουν τη διαδικασία προσδιορισμού για τη μεγαλύτερη συγκέντρωση κινδύνου πυρκαγιάς στις ζώνες γύρω από τις περιοχές της υψηλότερης έκθεσης σε κίνδυνο πυρκαγιάς, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η προσέγγιση είναι ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της έκθεσης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε κίνδυνο πυρκαγιάς. |
(16) |
Οι απλοποιημένοι υπολογισμοί των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις υποενότητες κινδύνου θνησιμότητας στους κλάδους ζωής και υγείας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο θα πρέπει να τροποποιηθούν, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι τα κεφάλαια σε κίνδυνο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων μπορεί να μεταβάλλονται σε βάθος χρόνου. |
(17) |
Το κόστος απόκτησης πιστοληπτικών αξιολογήσεων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, με χρήση του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου, θα πρέπει να είναι ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του συναφούς κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν ορίσει εξωτερικό οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης θα πρέπει, συνεπώς, να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν απλοποιημένο υπολογισμό για τα μέρη του χαρτοφυλακίου χρεωστικών τίτλων για τα οποία δεν παρέχονται εξωτερικές αξιολογήσεις από τον εν λόγω εξωτερικό οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης. |
(18) |
Ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο επιβάλλει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να λαμβάνουν υπόψη το μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων του αντισυμβαλλομένου που υπόκειται σε συμβάσεις χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων. Θα πρέπει να αποφεύγεται η δυσανάλογη επιβάρυνση στον υπολογισμό με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου θα πρέπει, συνεπώς, να μπορούν να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου με βάση την παραδοχή ότι ποσοστό άνω του 60 % των περιουσιακών στοιχείων του αντισυμβαλλομένου υπόκειται σε συμβάσεις εξασφάλισης. |
(19) |
Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου υποχρεούνται να χρησιμοποιούν ειδικό μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου από τις εκθέσεις σε κίνδυνο του τύπου 1, όταν η τυπική απόκλιση της κατανομής ζημιών από εκθέσεις σε κίνδυνο του τύπου 1 είναι χαμηλότερη του 7 %. Θα πρέπει να αποφεύγεται η δυσανάλογη επιβάρυνση κατά τον υπολογισμό της συγκεκριμένης απαίτησης. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει, συνεπώς, να μπορούν να υπολογίζουν την κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου από τις εκθέσεις σε κίνδυνο του τύπου 1, χρησιμοποιώντας τον ίδιο μαθηματικό τύπο που εφαρμόζεται όταν η τυπική απόκλιση της κατανομής ζημιών από εκθέσεις σε κίνδυνο του τύπου 1 κυμαίνεται μεταξύ 7 % και 20 %. |
(20) |
Ο υπολογισμός του αποτελέσματος μείωσης του ασφαλιστικού κινδύνου είναι πολύπλοκος και μπορεί να αποτελεί δυσανάλογη επιβάρυνση για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ζημιών. Κρίνεται, επομένως, ενδεδειγμένο να μπορούν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν έναν απλοποιημένο μαθηματικό τύπο, υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση αυτού του απλοποιημένου τύπου είναι ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του προφίλ κινδύνου αντισυμβαλλομένου των επιχειρήσεων. |
(21) |
Η επιβάρυνση κινδύνου για ασφάλιστρα που αφορούν μελλοντικές συμβάσεις δεν θα πρέπει να θέτει αδικαιολόγητα σε μειονεκτική θέση τις συμβάσεις με αρχική διάρκεια άνω του έτους, ώστε να συνυπολογίζεται ο μικρότερος κίνδυνος που ενέχουν τα μελλοντικά ασφάλιστρα από συμβάσεις μεγαλύτερης διάρκειας. Επομένως, για μελλοντικές συμβάσεις με διάρκεια άνω του έτους, το μέτρο όγκου για τον κίνδυνο ασφαλίστρου και αποθέματος του κλάδου ζημιών και του κλάδου ασφάλισης ασθενείας NSLT θα πρέπει να αντιπροσωπεύει μόνο το 30 % των μελλοντικών ασφαλίστρων. |
(22) |
Η πραγματική έκθεση της επιχείρησης σε κίνδυνο, κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας για τον κίνδυνο φυσικών καταστροφών, θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. Στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας για τον κίνδυνο φυσικών καταστροφών, με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, θα πρέπει, επομένως, να λαμβάνονται υπόψη τα συμβατικά όρια αποζημίωσης για φυσικές καταστροφές. |
(23) |
Ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας για τον κίνδυνο ανθρωπογενούς καταστροφής θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι υπολογισμοί βάσει σεναρίων της εν λόγω απαίτησης για τον θαλάσσιο και τον αεροπορικό κίνδυνο και για τον κίνδυνο πυρκαγιάς θα πρέπει, συνεπώς, να βασίζονται στις μεγαλύτερες εκθέσεις σε κίνδυνο, αφού αφαιρεθούν τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις ή φορείς ειδικού σκοπού. |
(24) |
Δεν κρίνεται ενδεδειγμένη η εφαρμογή του σεναρίου σύγκρουσης δεξαμενόπλοιου, της υποενότητας θαλάσσιου κινδύνου, στα σκάφη αναψυχής ή τα άκαμπτα φουσκωτά σκάφη. Το εν λόγω σενάριο θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εφαρμόζεται μόνο σε σκάφη με ελάχιστο ασφαλιζόμενο ποσό τουλάχιστον 250 000 EUR. |
(25) |
Οι άμεσες επενδύσεις από ασφαλιστικές εταιρείες σε μη εισηγμένες μετοχές μπορούν να συμβάλουν στον στόχο της μακροπρόθεσμης διατηρήσιμης ανάπτυξης που έχει θέσει η Ένωση. Επομένως, αυτές οι επενδύσεις θα πρέπει να διευκολύνονται. Κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο μετοχών με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, θα πρέπει άρα να παρέχεται η δυνατότητα στα χαρτοφυλάκια μη εισηγμένων μετοχών υψηλής ποιότητας να επωφελούνται από την ίδια μεταχείριση όπως οι μετοχές που είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενες αγορές. Θα πρέπει να καθοριστούν κριτήρια προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ένα χαρτοφυλάκιο μη εισηγμένων μετοχών υψηλής ποιότητας ενέχει επαρκώς μικρό συστηματικό κίνδυνο. |
(26) |
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως μακροπρόθεσμοι επενδυτές, και οι επενδύσεις σε μετοχές είναι σημαντικές για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να ενθαρρύνονται, με την ευθυγράμμιση της αντιμετώπισης των μακροπρόθεσμων επενδύσεων σε μετοχές και των στρατηγικών επενδύσεων σε μετοχές κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, συμπεριλαμβανομένων των πινάκων συσχέτισης. Για να διασφαλιστεί ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας των επενδύσεων, θα πρέπει να προστεθεί, στην υποενότητα κινδύνου μετοχών, ένα χαρτοφυλάκιο μακροπρόθεσμων επενδύσεων σε μετοχές και άλλων στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν σε χαρτοφυλάκιο σαφώς προσδιοριζόμενων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Για να αποφευχθεί το ρυθμιστικό αρμπιτράζ, το χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων θα πρέπει να έχουν παρόμοιες αξίες, και κάθε ένα από αυτά δεν θα πρέπει να αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού μεγέθους του ισολογισμού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. |
(27) |
Οι μεμονωμένες μετοχές που είναι εισηγμένες στον ΕΟΧ και οι επενδύσεις μέσω ορισμένων ειδών αμοιβαίων κεφαλαίων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Ως εκ τούτου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τους κανόνες που ισχύουν για τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις στο επίπεδο των ταμείων κοινωνικής επιχειρηματικότητας που πληρούν τις προϋποθέσεις, των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου που πληρούν τις προϋποθέσεις, των οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων κλειστού τύπου και χωρίς μόχλευση ή των ευρωπαϊκών μακροπρόθεσμων επενδυτικών κεφαλαίων, υπό την προϋπόθεση ότι ο διαχειριστής του κεφαλαίου έχει λάβει άδεια λειτουργίας στον ΕΟΧ. |
(28) |
Ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για την υποενότητα κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε ιδιωτικές τοποθετήσεις υψηλής ποιότητας, οι οποίες πολλές φορές δεν είναι εισηγμένες. Μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να έχει συνάψει συμφωνία με πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων για συνεπένδυση σε ομόλογα και δάνεια για τα οποία δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ΕΟΠΑ. Σε αυτή την περίπτωση, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα της εγκεκριμένης προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων έχει την έδρα του/της εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει συνάψει συμφωνία με άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που χρησιμοποιεί εγκεκριμένο εσωτερικό υπόδειγμα, σύμφωνα με το άρθρο 100 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. |
(29) |
Η νομοθεσία που καλύπτει τον χρηματοπιστωτικό τομέα θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέπεια, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τις διαφορές στα επιχειρηματικά μοντέλα των διαφόρων τομέων, τα αποκλίνοντα στοιχεία στον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, ή άλλους παράγοντες. Ως εκ τούτου, οι κανόνες για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όσον αφορά την αναγνώριση των εγγυήσεων που εκδίδονται από τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τους κανόνες για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων. |
(30) |
Τα παράγωγα εκθέτουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου, ανεξαρτήτως του αν τα εν λόγω παράγωγα προορίζονται για αντιστάθμιση κινδύνου ή για κερδοσκοπική χρήση. Όλα τα παράγωγα θα πρέπει, συνεπώς, να αντιμετωπίζονται ως εκθέσεις σε κίνδυνο του τύπου 1 στην ενότητα κινδύνου αθέτησης αντισυμβαλλομένου του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου. |
(31) |
Θα πρέπει να αποφεύγονται οι ανακολουθίες στην αλληλουχία των υπολογισμών της κεφαλαιακής απαίτησης για τις συγκεντρώσεις κινδύνου αγοράς, με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. Επομένως, τα μεμονωμένα πιστωτικά ανοίγματα θα πρέπει, πρώτα, να αντιστοιχίζονται με τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας και τα σχετικά όρια υπερβολικού πιστωτικού ανοίγματος, και οι συντελεστές κινδύνου θα πρέπει, ακολούθως, να εφαρμόζονται στο επίπεδο των πιστωτικών ανοιγμάτων σε μεμονωμένο αντισυμβαλλόμενο. |
(32) |
Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν υπερβολικά αισιόδοξες παραδοχές κατά την προβολή των μελλοντικών φορολογητέων κερδών σε σενάριο μετά από μια έκτακτη ζημία. Συνεπώς, κατά τον υπολογισμό, με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, της ικανότητας απορρόφησης ζημιών των αναβαλλόμενων φόρων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την κατάσταση φερεγγυότητάς τους μετά τη στιγμιαία απώλεια, καθώς και την αυξημένη αβεβαιότητα όσον αφορά την προβολή των μελλοντικών φορολογητέων κερδών. Επιπλέον, οι παραδοχές για την προβολή των μελλοντικών φορολογητέων κερδών μετά τη στιγμιαία απώλεια, συμπεριλαμβανομένων των εικαζόμενων αποδόσεων των επενδύσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν θα πρέπει να είναι ευνοϊκότερες από τις παραδοχές που εφαρμόζονται στην αποτίμηση των αναβαλλόμενων φόρων στον ισολογισμό, και το προβλεπόμενο συνολικό ποσό από νέες δραστηριότητες δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το αντίστοιχο ποσό του επιχειρηματικού σχεδιασμού. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να εικάζουν υψηλότερες αποδόσεις από εκείνες που τεκμαίρονται στη σχετική καμπύλη επιτοκίων, μόνον εάν μπορούν να αποδείξουν ότι οι εν λόγω αποδόσεις θα επιτευχθούν μετά τη στιγμιαία απώλεια. |
(33) |
Στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται οι εξελίξεις στις πρακτικές διαχείρισης κινδύνου, ιδίως σε σχέση με τη χρήση τεχνικών μείωσης του κινδύνου, Επομένως, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το αποτέλεσμα των τεχνικών μείωσης του κινδύνου, επίσης και όταν οι εν λόγω τεχνικές αντικαθίστανται με παρόμοια ρύθμιση, όταν λήγουν, ή όταν οι εν λόγω τεχνικές προσαρμόζονται, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές στα πιστωτικά ανοίγματα που καλύπτονται, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αντικατάσταση ή προσαρμογή περιορίζεται στη μία φορά εβδομαδιαίως. Ο τυποποιημένος μαθηματικός τύπος θα πρέπει επίσης να περιέχει πρόβλεψη για συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ παραγώγων και για στρατηγικές αντιστάθμισης, όταν ένας συνδυασμός διαφόρων συμβατικών ρυθμίσεων λειτουργεί ως τεχνική μετριασμού του κινδύνου. Ενδεχόμενες αποκλίσεις μεταξύ του αποτελέσματος μείωσης του κινδύνου που αντικατοπτρίζεται στον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, αφενός, και στο πραγματικό αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου, αφετέρου, καθώς και αξιολόγηση του κινδύνου βάσης, θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας που διενεργείται από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. |
(34) |
Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να πλήττονται δυσανάλογα, όταν ένας αντισυμβαλλόμενος αντασφάλισης παύει να συμμορφώνεται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητάς του, ενώ συνεχίζει να συμμορφώνεται με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει, συνεπώς, να έχουν τη δυνατότητα, για περίοδο έως έξι μηνών, να λαμβάνουν εν μέρει υπόψη το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου από συμφωνίες αντασφάλισης που έχουν συναφθεί με τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο αντασφάλισης. Όταν ένας αντισυμβαλλόμενος αντασφάλισης παύει να συμμορφώνεται προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις του, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει να μην λαμβάνει πλέον υπόψη το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου από συμφωνίες αντασφάλισης που έχουν συναφθεί με τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο αντασφάλισης. |
(35) |
Οι αντασφαλιστικές συμβάσεις περιορισμού ζημίας θα πρέπει να έχουν παρόμοια αντιμετώπιση με τις αντασφαλιστικές συμβάσεις υπερβολικών ζημιών στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει, ως εκ τούτου, να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη τη μείωση κινδύνου που παρέχουν οι αντασφαλιστικές συμβάσεις περιορισμού ζημίας στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, με ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση, με την καθιέρωση τυποποιημένης μεθόδου για τον υπολογισμό των ειδικών παραμέτρων για κάθε επιχείρηση προς αντικατάσταση της τυποποιημένης παραμέτρου για τη μη αναλογική αντασφάλιση. |
(36) |
Η ικανότητα απορρόφησης ζημιών των αναβαλλόμενων φόρων έχει σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση φερεγγυότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Το διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει, ως εκ τούτου, να υιοθετεί μια πολιτική διαχείρισης κινδύνου σε σχέση με τους αναβαλλόμενους φόρους, η οποία να λαμβάνει υπόψη την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των εν λόγω αναβαλλόμενων φόρων. Πιο συγκεκριμένα, η πολιτική θα πρέπει να καθορίζει τις αρμοδιότητες για την αξιολόγηση των υποκείμενων παραδοχών που εφαρμόζονται στην προβολή των μελλοντικών φορολογητέων κερδών. |
(37) |
Ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων τόσο σε επίπεδο μεμονωμένων επιχειρήσεων όσο και σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέπεια. Όταν η μέθοδος εξέτασης εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων ή σε συσκευασμένες επενδύσεις σε ταμεία, οι οποίες είναι συνδεδεμένες επιχειρήσεις συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η μέθοδος εξέτασης θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης και σε επίπεδο ομίλου. Όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων ή ταμεία είναι θυγατρικές ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών ομίλων, ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας θα πρέπει να βασίζεται στην παραδοχή της πλήρους διαφοροποίησης σε σχέση με τα άλλα ενοποιημένα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού. |
(38) |
Ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για τον συναλλαγματικό κίνδυνο ενός ομίλου θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τη συγκεκριμένη οικονομική κατάσταση του εν λόγω ομίλου, ιδίως όταν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες είναι εκφρασμένες σε διαφορετικά νομίσματα. Για τον λόγο αυτό, οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν ένα νόμισμα αναφοράς άλλο από το νόμισμα που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών, όταν ο συναλλαγματικός κίνδυνος στις ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζεται με βάση τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο. Η εν λόγω επιλογή θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, όπως το νόμισμα στο οποίο είναι εκφρασμένο σημαντικό ποσό των τεχνικών προβλέψεων ή των ιδίων κεφαλαίων του ομίλου. |
(39) |
Ο υπολογισμός με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο για τις υποενότητες κινδύνου ασφαλίστρου και αποθέματος του κλάδου ζημιών, τις υποενότητες κινδύνου ασφαλίστρου και αποθέματος του κλάδου υγείας και την υποενότητα κινδύνου φυσικών καταστροφών θα πρέπει να τροποποιηθεί, προκειμένου να αντικατοπτρίζει τα πρόσφατα εμπειρικά στοιχεία σχετικά με τις προβλέψεις ασφαλίστρων και τις προβλέψεις για εκκρεμείς απαιτήσεις. |
(40) |
Η πολυπλοκότητα του υπολογισμού της κεφαλαιακής απαίτησης για τους κινδύνους μαζικού ατυχήματος και συγκέντρωσης ατυχημάτων θα πρέπει να είναι ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του κινδύνου στον οποίο εκτίθενται οι επιχειρήσεις που προσφέρουν ασφάλιση υγείας. Κατά συνέπεια, ο τύπος γεγονότος που παραπέμπει σε ανικανότητα διάρκειας 10 ετών λόγω ατυχήματος δεν θα πρέπει να εξαιρείται από αυτόν τον υπολογισμό. |
(41) |
Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής (3) περιέχει ορισμένα τυπογραφικά λάθη, όπως εσφαλμένες εσωτερικές παραπομπές, τα οποία θα πρέπει να διορθωθούν. |
(42) |
Προκειμένου να αποφευχθούν αναταράξεις στην αγορά των ασφαλιστικών κλάδων ζημιών και υγείας, ιδίως για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν μόνο μία κατηγορία δραστηριοτήτων, θα πρέπει να προβλεφθεί επαρκής χρόνος, προκειμένου να μπορέσουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να προετοιμαστούν για τις αλλαγές στον υπολογισμό του κινδύνου ασφαλίστρου και αποθέματος στον κλάδο ζημιών και στον κλάδο υγείας. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω αλλαγές δεν θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020. |
(43) |
Επομένως, ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Τροποποιήσεις του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/35
Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 τροποποιείται ως εξής:
1) |
στο άρθρο 1, προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 59 έως 63: «59. “CCP”: CCP (κεντρικός αντισυμβαλλόμενος) όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1)· 60. «απομακρυσμένο από τον κίνδυνο πτώχευσης»: σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία πελάτη, σημαίνει ότι υφίστανται αποτελεσματικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν θα είναι διαθέσιμα στους πιστωτές ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή ενός εκκαθαριστικού μέλους, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του εκκαθαριστικού μέλους, αντιστοίχως, ή ότι τα στοιχεία δεν θα είναι διαθέσιμα στο εκκαθαριστικό μέλος για την κάλυψη ζημιών που έχει υποστεί μετά την αθέτηση πελάτη ή πελατών, πέραν εκείνων που έχουν παράσχει τα εν λόγω στοιχεία· 61. «πελάτης»: πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή επιχείρηση που έχει προβεί σε ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης με εκκαθαριστικό μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού· 62. «εκκαθαριστικό μέλος»: εκκαθαριστικό μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012· 63. «συναλλαγή που σχετίζεται με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο»: σύμβαση ή συναλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μεταξύ ενός πελάτη και ενός εκκαθαριστικού μέλους, που σχετίζεται άμεσα με σύμβαση ή συναλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 μεταξύ του εκκαθαριστικού μέλους και ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου. (*1) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).»·" |
2) |
το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:
|
3) |
το άρθρο 43 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 43 Γενικές διατάξεις 1. Οι τιμές της βασικής καμπύλης επιτοκίων άνευ κινδύνου πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
Οι τιμές της κατάλληλης καμπύλης επιτοκίων άνευ κινδύνου υπολογίζονται χωριστά για κάθε νόμισμα και διάρκεια, με βάση όλες τις συναφείς πληροφορίες και τα δεδομένα σχετικά με το εκάστοτε νόμισμα και την εκάστοτε διάρκεια. 2. Οι τεχνικές, οι προδιαγραφές δεδομένων και οι παράμετροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου, που αναφέρεται στο άρθρο 77ε παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, μεταξύ των οποίων το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο, η τελευταία ληκτότητα για την οποία η κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου δεν προκύπτει από παρέκταση και η διάρκεια της σύγκλισής της προς το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο, χαρακτηρίζονται από διαφάνεια, σύνεση, αξιοπιστία, αντικειμενικότητα και συνέπεια σε βάθος χρόνου. 3. Η ΕΑΑΕΣ ενημερώνει την Επιτροπή για κάθε ουσιαστική μεταβολή στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τεχνικών πληροφοριών σχετικά με την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου. Ως ουσιαστική μεταβολή ορίζεται κάθε μεταβολή η οποία καθιστά άκυρες τις τεχνικές, τις προδιαγραφές δεδομένων ή τις παραμέτρους, μεταξύ των οποίων το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο, η τελευταία ληκτότητα για την οποία η κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου δεν προκύπτει από παρέκταση και η διάρκεια της σύγκλισής της προς το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο. 4. Σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής στα δεδομένα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, η ΕΑΑΕΣ δύναται να υποβάλει στην Επιτροπή πρόταση που περιέχει τροποποιήσεις των τεχνικών, των προδιαγραφών δεδομένων ή των παραμέτρων οι οποίες είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση της ακυρότητας και ανάλογες προς την εν λόγω ουσιαστική μεταβολή. Η εν λόγω πρόταση συνοδεύεται από αξιολόγηση της καταλληλότητας και των επιπτώσεων των προτεινόμενων αυτών τροποποιήσεων. 5. Τεχνικές, προδιαγραφές δεδομένων ή παράμετροι, μεταξύ των οποίων το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο, η τελευταία ληκτότητα για την οποία η κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου δεν προκύπτει από παρέκταση και η διάρκεια της σύγκλισής της προς το τελικό προθεσμιακό επιτόκιο, τροποποιούνται από την ΕΑΑΕΣ κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα επιτόκια της κατάλληλης καμπύλης επιτοκίων άνευ κινδύνου καθορίζονται με διαφάνεια, σύνεση, αξιοπιστία, αντικειμενικότητα και συνέπεια σε βάθος χρόνου.»· |
4) |
το άρθρο 71 τροποποιείται ως εξής:
|
5) |
στο άρθρο 73, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5: «5. Κατά παρέκκλιση από την απαίτηση της παραγράφου 1 στοιχείο γ), το στοιχείο βασικών ιδίων κεφαλαίων μπορεί να επιτρέπει αποπληρωμή ή εξόφληση πριν από την παρέλευση 5 ετών, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
|
6) |
στο άρθρο 77, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5: «5. Κατά παρέκκλιση από την απαίτηση της παραγράφου 1 στοιχείο γ), το στοιχείο βασικών ιδίων κεφαλαίων μπορεί να επιτρέπει αποπληρωμή ή εξόφληση νωρίτερα από την παρέλευση 5 ετών από την ημερομηνία έκδοσης, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
|
7) |
το άρθρο 84 τροποποιείται ως εξής:
|
8) |
το άρθρο 88 τροποποιείται ως εξής:
|
9) |
παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 90α, 90β και 90γ: «Άρθρο 90α Απλοποιημένος υπολογισμός για τη διακοπή ασφαλιστηρίων συμβολαίων στην υποενότητα κινδύνου ακύρωσης στον κλάδο ζημιών Για τους σκοπούς του άρθρου 118 παράγραφος 1 στοιχείο α), όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να καθορίζουν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια των οποίων η διακοπή ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των τεχνικών προβλέψεων χωρίς το περιθώριο κινδύνου με βάση ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων, υπό την προϋπόθεση ότι η ομαδοποίηση είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 35 στοιχεία α), β) και γ). Άρθρο 90β Απλοποιημένος υπολογισμός του ασφαλιζόμενου ποσού για τους κινδύνους φυσικών καταστροφών 1. Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν το ασφαλιζόμενο ποσό για κίνδυνο θύελλας, που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 6 στοιχείο β) και παράγραφος 7, με βάση ομάδες ζωνών κινδύνου. Κάθε ζώνη κινδύνου σε μια ομάδα βρίσκεται σε μία και μόνη συγκεκριμένη περιοχή που καθορίζεται στο παράρτημα V. Όταν το ασφαλιζόμενο ποσό για κίνδυνο θύελλας, που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 6 στοιχείο β), υπολογίζεται με βάση μια ομάδα ζωνών κινδύνου, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο θύελλας, που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 6 στοιχείο α), είναι ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο θύελλας στη ζώνη κινδύνου στην εν λόγω ομάδα που έχει τον υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο θύελλας, όπως αυτός καθορίζεται στο παράρτημα X. 2. Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν το ασφαλιζόμενο ποσό για κίνδυνο σεισμού, που αναφέρεται στο άρθρο 122 παράγραφος 3 στοιχείο β) και παράγραφος 4, με βάση ομάδες ζωνών κινδύνου. Κάθε ζώνη κινδύνου σε μια ομάδα βρίσκεται σε μία και μόνη συγκεκριμένη περιοχή που καθορίζεται στο παράρτημα VI. Όταν το ασφαλιζόμενο ποσό για κίνδυνο σεισμού, που αναφέρεται στο άρθρο 122 παράγραφος 3 στοιχείο β), υπολογίζεται με βάση μια ομάδα ζωνών κινδύνου, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο σεισμού, που αναφέρεται στο άρθρο 122 παράγραφος 3 στοιχείο α), είναι ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο σεισμού στη ζώνη κινδύνου στην εν λόγω ομάδα που έχει τον υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο σεισμού, όπως αυτός καθορίζεται στο παράρτημα X. 3. Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν το ασφαλιζόμενο ποσό για κίνδυνο πλημμύρας, που αναφέρεται στο άρθρο 123 παράγραφος 6 στοιχείο β) και παράγραφος 7, με βάση ομάδες ζωνών κινδύνου. Κάθε ζώνη κινδύνου σε μια ομάδα βρίσκεται σε μία και μόνη συγκεκριμένη περιοχή που καθορίζεται στο παράρτημα VII. Όταν το ασφαλιζόμενο ποσό για κίνδυνο πλημμύρας, που αναφέρεται στο άρθρο 123 παράγραφος 6 στοιχείο β), υπολογίζεται με βάση μια ομάδα ζωνών κινδύνου, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο πλημμύρας, που αναφέρεται στο άρθρο 123 παράγραφος 6 στοιχείο α), είναι ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο πλημμύρας στη ζώνη κινδύνου στην εν λόγω ομάδα που έχει τον υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο πλημμύρας, όπως αυτός καθορίζεται στο παράρτημα X. 4. Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν το ασφαλιζόμενο ποσό για κίνδυνο χαλαζόπτωσης, που αναφέρεται στο άρθρο 124 παράγραφος 6 στοιχείο β) και παράγραφος 7, με βάση ομάδες ζωνών κινδύνου. Κάθε ζώνη κινδύνου σε μια ομάδα βρίσκεται σε μία και μόνη συγκεκριμένη περιοχή που καθορίζεται στο παράρτημα VIII. Όταν το ασφαλιζόμενο ποσό για κίνδυνο χαλαζόπτωσης, που αναφέρεται στο άρθρο 124 παράγραφος 6 στοιχείο β), υπολογίζεται με βάση μια ομάδα ζωνών κινδύνου, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο χαλαζόπτωσης, που αναφέρεται στο άρθρο 124 παράγραφος 6 στοιχείο α), είναι ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο χαλαζόπτωσης στη ζώνη κινδύνου στην εν λόγω ομάδα που έχει τον υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο χαλαζόπτωσης, όπως αυτός καθορίζεται στο παράρτημα X. 5. Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν το σταθμισμένο ασφαλιζόμενο ποσό για κίνδυνο καθίζησης, που αναφέρεται στο άρθρο 125 παράγραφος 2, με βάση ομάδες ζωνών κινδύνου. Όταν το σταθμισμένο ασφαλιζόμενο ποσό, που αναφέρεται στο άρθρο 125 παράγραφος 2, υπολογίζεται με βάση μια ομάδα ζωνών κινδύνου, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο καθίζησης, που αναφέρεται στο άρθρο 125 παράγραφος 2 στοιχείο α), είναι ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο καθίζησης στη ζώνη κινδύνου στην εν λόγω ομάδα που έχει τον υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο καθίζησης, όπως αυτός καθορίζεται στο παράρτημα X. Άρθρο 90γ Απλοποιημένος υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για κίνδυνο πυρκαγιάς 1. Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν την κεφαλαιακή απαίτηση για κίνδυνο πυρκαγιάς, που αναφέρεται στο άρθρο 132 παράγραφος 1, ως εξής:
όπου:
2. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση βιομηχανικού κινδύνου πυρκαγιάς για μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ορίζεται ως εξής:
όπου Ek,i είναι η συνολική έκθεση εντός της περιμέτρου της μεγαλύτερης έκθεσης σε βιομηχανικό κίνδυνο πυρκαγιάς k-th. 3. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση εμπορικού κινδύνου πυρκαγιάς για μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ορίζεται ως εξής:
όπου Ek,c είναι η συνολική έκθεση εντός της περιμέτρου της μεγαλύτερης έκθεσης σε εμπορικό κίνδυνο πυρκαγιάς k-th. 4. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση κινδύνου πυρκαγιάς σε κατοικημένη περιοχή για μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ορίζεται ως εξής:
όπου:
5. Για τους σκοπούς των παραγράφων 2, 3 και 4, η συνολική έκθεση εντός της περιμέτρου της μεγαλύτερης έκθεσης σε βιομηχανικό ή εμπορικό κίνδυνο πυρκαγιάς ή σε κίνδυνο πυρκαγιάς σε κατοικημένη περιοχή k-th μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι το ασφαλιζόμενο ποσό από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με ένα σύνολο κτιρίων, που πληροί όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
Για τον σκοπό του καθορισμού του ασφαλιζόμενου ποσού σε σχέση με ένα κτίριο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη όλες τις αντασφαλιστικές συμβάσεις και τους φορείς ειδικού σκοπού που θα κατέβαλλαν αποζημίωση, σε περίπτωση απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως σε σχέση με το εν λόγω κτίριο. Αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού που υπόκεινται σε προϋποθέσεις μη σχετιζόμενες με το εν λόγω κτίριο δεν λαμβάνονται υπόψη. 6. Η έκθεση σε κίνδυνο πυρκαγιάς σε κατοικημένη περιοχή με βάση το μερίδιο αγοράς ορίζεται ως εξής:
όπου:
|
10) |
το άρθρο 91 τροποποιείται ως εξής:
|
11) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 95α: «Άρθρο 95α Απλοποιημένος υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κινδύνους στην υποενότητα κινδύνου ακύρωσης στον κλάδο ζωής Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν κάθε μία από τις ακόλουθες κεφαλαιακές απαιτήσεις με βάση ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων, υπό την προϋπόθεση ότι η ομαδοποίηση είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 35 στοιχεία α), β) και γ):
|
12) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 96α: «Άρθρο 96α Απλοποιημένος υπολογισμός για τη διακοπή ασφαλιστηρίων συμβολαίων στην υποενότητα κινδύνου ακύρωσης στον κλάδο ασφάλισης ασθενείας NSLT Για τους σκοπούς του άρθρου 150 παράγραφος 1 στοιχείο α), όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να καθορίζουν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια των οποίων η διακοπή ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των τεχνικών προβλέψεων χωρίς το περιθώριο κινδύνου με βάση ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων, υπό την προϋπόθεση ότι η ομαδοποίηση είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 35 στοιχεία α), β) και γ).»· |
13) |
το άρθρο 97 τροποποιείται ως εξής:
|
14) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 102α: «Άρθρο 102α Απλοποιημένος υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κινδύνους στην υποενότητα κινδύνου ακύρωσης στον κλάδο ασφάλισης ασθενείας SLT Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν κάθε μία από τις ακόλουθες κεφαλαιακές απαιτήσεις με βάση ομάδες ασφαλιστηρίων συμβολαίων, υπό την προϋπόθεση ότι η ομαδοποίηση είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 35 στοιχεία α), β) και γ):
|
15) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 105α: «Άρθρο 105α Απλοποιημένος υπολογισμός για τον συντελεστή κινδύνου στην υποενότητα κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων και στην υποενότητα συγκέντρωσης κινδύνου αγοράς Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να εφαρμόζουν σε ομόλογο, εκτός εκείνων που περιλαμβάνονται στους υπολογισμούς βάσει του άρθρου 180α παράγραφοι 2 έως 16, συντελεστή κινδύνου stressi ισοδύναμο με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3, για τους σκοπούς του άρθρου 176 παράγραφος 3, και να κατατάσσουν το ομόλογο σε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3, για τον σκοπό του υπολογισμού της σταθμισμένης μέσης βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με το άρθρο 182 παράγραφος 4, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
(*2) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/2450 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 2015, για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τα υποδείγματα για την υποβολή πληροφοριών στις εποπτικές αρχές σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 347/1 της 2.12.2015, σ. 1214).»·" |
16) |
στο άρθρο 107 παράγραφος 1, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, αφενός, και η βέλτιστη εκτίμηση των ανακτήσιμων ποσών από συμφωνία αντασφάλισης ή τιτλοποίηση και τους αντίστοιχους οφειλέτες δεν είναι αρνητική, αφετέρου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν το αποτέλεσμα μείωσης του ασφαλιστικού κινδύνου από την εν λόγω συμφωνία αντασφάλισης ή τιτλοποίηση, που αναφέρεται στο άρθρο 196, ως εξής:»· |
17) |
στο άρθρο 108 παράγραφος 1, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, αφενός, και η βέλτιστη εκτίμηση των ανακτήσιμων ποσών από αναλογική συμφωνία αντασφάλισης και τους αντίστοιχους οφειλέτες για αντισυμβαλλόμενο i δεν είναι αρνητική, αφετέρου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν το αποτέλεσμα μείωσης του ασφαλιστικού κινδύνου j από την αναλογική συμφωνία αντασφάλισης για αντισυμβαλλόμενο i, που αναφέρεται στο άρθρο 196, ως εξής:»· |
18) |
το άρθρο 110 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 110 Απλοποιημένος υπολογισμός — ομαδοποίηση πιστωτικών ανοιγμάτων σε μεμονωμένο πιστούχο ή αντισυμβαλλόμενο Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν τη ζημία σε περίπτωση αθέτησης, που καθορίζεται στο άρθρο 192, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος μείωσης του ασφαλιστικού κινδύνου και του κινδύνου αγοράς και της σταθμισμένης κατά τον κίνδυνο αξίας των εξασφαλίσεων, για μια ομάδα πιστωτικών ανοιγμάτων σε μεμονωμένο πιστούχο ή αντισυμβαλλόμενο. Στην περίπτωση αυτή, στην ομάδα πιστωτικών ανοιγμάτων σε μεμονωμένο πιστούχο ή αντισυμβαλλόμενο εφαρμόζεται η μεγαλύτερη δυνατή πιθανότητα αθέτησης που εφαρμόζεται σε πιστωτικά ανοίγματα σε μεμονωμένο πιστούχο ή αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται στην ομάδα, σύμφωνα με το άρθρο 199.»· |
19) |
στο άρθρο 111, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
20) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 111α: «Άρθρο 111α Απλοποιημένος υπολογισμός του αποτελέσματος μείωσης του ασφαλιστικού κινδύνου Για τους σκοπούς του άρθρου 196, όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88 και η συμφωνία αντασφάλισης, η τιτλοποίηση ή το παράγωγο καλύπτει υποχρεώσεις από ένα μόνον από τα τμήματα (τμήμα s) που καθορίζονται στο παράρτημα II ή, κατά περίπτωση, στο παράρτημα XIV, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν το αποτέλεσμα μείωσης του ασφαλιστικού κινδύνου από την εν λόγω συμφωνία αντασφάλισης, τιτλοποίηση ή παράγωγο ως εξής:
όπου:
|
21) |
παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 112α και 112β: «Άρθρο 112α Απλοποιημένος υπολογισμός της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης για την αντασφάλιση Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν τη ζημία σε περίπτωση αθέτησης σε σχέση με συμφωνία αντασφάλισης ή ασφαλιστική τιτλοποίηση, που αναφέρεται στο άρθρο 192 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού, ως εξής:
όπου:
Άρθρο 112β Απλοποιημένος υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου σε σχέση με εκθέσεις του τύπου 1 Όταν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 88 και η τυπική απόκλιση της κατανομής ζημιών από εκθέσεις του τύπου 1, όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 200 παράγραφος 4, είναι ίση ή χαμηλότερη του 20 % της συνολικής ζημίας σε περίπτωση αθέτησης για όλες τις εκθέσεις του τύπου 1, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν την κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου, που αναφέρεται στο άρθρο 200 παράγραφος 1, ως εξής:
όπου σ είναι η τυπική απόκλιση της κατανομής ζημιών από εκθέσεις του τύπου 1, όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 200 παράγραφος 4.»· |
22) |
στο άρθρο 116 παράγραφος 3, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
23) |
το άρθρο 121 τροποποιείται ως εξής:
|
24) |
το άρθρο 122 τροποποιείται ως εξής:
|
25) |
το άρθρο 123 τροποποιείται ως εξής:
|
26) |
το άρθρο 124 τροποποιείται ως εξής:
|
27) |
το άρθρο 125 τροποποιείται ως εξής:
|
28) |
το άρθρο 130 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 130 Υποενότητα θαλάσσιου κινδύνου 1. Η κεφαλαιακή απαίτηση για τον θαλάσσιο κίνδυνο ορίζεται ως εξής:
όπου:
2. Η κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο σύγκρουσης σκάφους ισούται με την απώλεια βασικών ιδίων κεφαλαίων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που θα προέκυπτε από στιγμιαία απώλεια ενός ποσού το οποίο ορίζεται ως εξής:
όπου:
Για τους σκοπούς του καθορισμού των συντελεστών SI(hull,v) , SI(liab,v) και SI(pollution,v), οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη μόνο τις αντασφαλιστικές συμβάσεις και τους φορείς ειδικού σκοπού που θα κατέβαλλαν αποζημίωση, σε περίπτωση απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως σε σχέση με σκάφος v. Αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού όπου η καταβολή αποζημίωσης εξαρτάται από απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως που δεν σχετίζονται με το σκάφος v δεν λαμβάνονται υπόψη. Στις περιπτώσεις όπου η αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών θα είχε ως αποτέλεσμα κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο σύγκρουσης σκάφους η οποία δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον κίνδυνο σύγκρουσης σκάφους στον οποίο εκτίθεται η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπολογίζει το SI(hull,v) , SI(liab,v) ή SI(pollution,v) χωρίς να αφαιρεί τα ανακτήσιμα ποσά. 3. Η κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο έκρηξης σε εξέδρα ισούται με την απώλεια βασικών ιδίων κεφαλαίων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που θα προέκυπτε από στιγμιαία απώλεια ενός ποσού το οποίο ορίζεται ως εξής:
όπου:
Για τους σκοπούς του καθορισμού του SIp, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη μόνο τις αντασφαλιστικές συμβάσεις και τους φορείς ειδικού σκοπού που θα κατέβαλλαν αποζημίωση, σε περίπτωση απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως σε σχέση με εξέδρα p. Αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού όπου η καταβολή αποζημίωσης εξαρτάται από απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως που δεν σχετίζονται με την εξέδρα p δεν λαμβάνονται υπόψη. Στις περιπτώσεις όπου η αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών θα είχε ως αποτέλεσμα κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο έκρηξης σε εξέδρα η οποία δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον κίνδυνο έκρηξης σε εξέδρα στον οποίο εκτίθεται η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπολογίζει το SIp χωρίς να αφαιρεί τα ανακτήσιμα ποσά.»· |
29) |
το άρθρο 131 τροποποιείται ως εξής:
|
30) |
στο άρθρο 132, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Η κεφαλαιακή απαίτηση για κίνδυνο πυρκαγιάς ισούται με την απώλεια βασικών ιδίων κεφαλαίων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που θα προέκυπτε από στιγμιαία απώλεια ενός ποσού το οποίο ισούται με το ασφαλιζόμενο ποσό από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση κινδύνου πυρκαγιάς. 2. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση κινδύνου πυρκαγιάς για μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι το σύνολο των κτιρίων με το μεγαλύτερο ασφαλιζόμενο ποσό, αφού αφαιρεθούν τα ποσά που μπορεί να ανακτήσει η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Για τον σκοπό του καθορισμού του ασφαλιζόμενου ποσού σε σχέση με ένα σύνολο κτιρίων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη μόνο τις αντασφαλιστικές συμβάσεις και τους φορείς ειδικού σκοπού που θα κατέβαλλαν αποζημίωση, σε περίπτωση απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως σε σχέση με το εν λόγω σύνολο κτιρίων. Αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού όπου η καταβολή αποζημίωσης εξαρτάται από απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως που δεν σχετίζονται με το συγκεκριμένο σύνολο κτιρίων δεν λαμβάνονται υπόψη. Στις περιπτώσεις όπου η αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών θα είχε ως αποτέλεσμα κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο πυρκαγιάς η οποία δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον κίνδυνο πυρκαγιάς στον οποίο εκτίθεται η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπολογίζει το ασφαλιζόμενο ποσό για ένα σύνολο κτιρίων χωρίς να αφαιρεί τα ανακτήσιμα ποσά.»· |
31) |
στο άρθρο 147 παράγραφος 3, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
32) |
στο άρθρο 168, η παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:
|
33) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 168α: «Άρθρο 168α Χαρτοφυλάκια επιλέξιμων μη εισηγμένων μετοχών 1. Για τους σκοπούς του άρθρου 168 παράγραφος 6 στοιχείο ε), ως χαρτοφυλάκιο επιλέξιμων μη εισηγμένων μετοχών ορίζεται μια δέσμη επενδύσεων σε μετοχές η οποία πληροί όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο θ), ο συντελεστής βήτα μιας δέσμης επενδύσεων είναι ο μέσος όρος των συντελεστών βήτα για κάθε μία από τις επενδύσεις στην εν λόγω δέσμη επενδύσεων, σταθμισμένος με τη λογιστική αξία των εν λόγω επενδύσεων. Ο συντελεστής βήτα της επένδυσης σε μια εταιρεία προσδιορίζεται ως εξής:
όπου:
(*4) Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).»·" |
34) |
το άρθρο 169 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 169 Υποενότητα τυπικού κινδύνου μετοχών 1. Η κεφαλαιακή απαίτηση για μετοχές του τύπου 1, που αναφέρεται στο άρθρο 168 του παρόντος κανονισμού, ισούται με την απώλεια των βασικών ιδίων κεφαλαίων που θα προέκυπτε από τις κατωτέρω στιγμιαίες μειώσεις:
2. Η κεφαλαιακή απαίτηση για μετοχές του τύπου 2, που αναφέρεται στο άρθρο 168 του παρόντος κανονισμού, ισούται με την απώλεια των βασικών ιδίων κεφαλαίων που θα προέκυπτε από τις κατωτέρω στιγμιαίες μειώσεις:
3. Η κεφαλαιακή απαίτηση για επιλέξιμες μετοχές υποδομών, που αναφέρεται στο άρθρο 168 του παρόντος κανονισμού, ισούται με την απώλεια των βασικών ιδίων κεφαλαίων που θα προέκυπτε από τις κατωτέρω στιγμιαίες μειώσεις:
4. Η κεφαλαιακή απαίτηση για επιλέξιμες μετοχές εταιρειών υποδομών, που αναφέρεται στο άρθρο 168 του παρόντος κανονισμού, ισούται με την απώλεια των βασικών ιδίων κεφαλαίων που θα προέκυπτε από τις κατωτέρω στιγμιαίες μειώσεις:
|
35) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 171α: «Άρθρο 171α Μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές 1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ένα υποσύνολο επενδύσεων σε μετοχές είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται ως μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές, εφόσον η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αποδεικνύει στην εποπτική αρχή ότι πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
2. Όταν οι μετοχές διατηρούνται σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή σε οργανισμούς εναλλακτικών επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 168 παράγραφος 6 στοιχεία α) έως δ), οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να αξιολογούνται στο επίπεδο των αμοιβαίων κεφαλαίων και όχι των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού που διατηρούνται στα εν λόγω αμοιβαία κεφάλαια. 3. Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν ένα υποσύνολο επενδύσεων σε μετοχές ως μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές, σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεν επιστρέφουν σε μια προσέγγιση που δεν περιλαμβάνει μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές. Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που αντιμετωπίζει ένα υποσύνολο επενδύσεων σε μετοχές ως μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές δεν είναι πλέον σε θέση να πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, ενημερώνει αμέσως την εποπτική αρχή και παύει να εφαρμόζει το άρθρο 169 παράγραφος 1 στοιχείο β), παράγραφος 2 στοιχείο β), παράγραφος 3 στοιχείο β) και παράγραφος 4 στοιχείο β) σε οποιαδήποτε από τις επενδύσεις της σε μετοχές για περίοδο 36 μηνών.»· |
36) |
στο άρθρο 176, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 4α: «4α. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, στα ομόλογα και δάνεια τα οποία κατατάσσονται σε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με το άρθρο 176α παράγραφος 1 ή 2 ή το άρθρο 176γ παράγραφος 1 εφαρμόζεται συντελεστής κινδύνου stressi , ανάλογα με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας και την τροποποιημένη διάρκεια duri του ομολόγου ή του δανείου i, που αποδίδονται σύμφωνα με τον πίνακα που παρατίθεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.»· |
37) |
παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 176α έως 176γ: «Άρθρο 176α Εσωτερική αξιολόγηση βαθμίδων πιστωτικής ποιότητας ομολόγων και δανείων 1. Σε ομόλογο ή δάνειο για το οποίο δεν υπάρχει διαθέσιμη πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ΕΟΠΑ και για το οποίο οι οφειλέτες δεν έχουν καταθέσει εξασφαλίσεις που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 214, μπορεί να αποδίδεται βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2, εφόσον πληρούνται όλα τα κριτήρια που καθορίζονται στις παραγράφους 3 και 4 σε σχέση με το εν λόγω ομόλογο ή δάνειο. 2. Σε ομόλογο ή δάνειο για το οποίο δεν υπάρχει διαθέσιμη πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ΕΟΠΑ και για το οποίο οι οφειλέτες δεν έχουν καταθέσει εξασφαλίσεις που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 214, εκτός των ομολόγων ή δανείων που κατατάσσονται στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2 βάσει της παραγράφου 1, μπορεί να αποδίδεται βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3, εφόσον πληρούνται όλα τα κριτήρια που καθορίζονται στις παραγράφους 3 και 5 σε σχέση με το εν λόγω ομόλογο ή δάνειο. 3. Τα κριτήρια που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο είναι τα εξής:
4. Η απόδοση του ομολόγου ή του δανείου, και η απόδοση κάθε ομολόγου και δανείου με παρεμφερείς συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις που έχει εκδοθεί από την ίδια εταιρεία κατά τα προηγούμενα τρία οικονομικά έτη, δεν υπερβαίνει την υψηλότερη από τις κατωτέρω τιμές:
5. Η απόδοση του ομολόγου ή του δανείου, και η απόδοση ομολόγων και δανείων με παρεμφερείς συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις που έχουν εκδοθεί από την ίδια εταιρεία κατά τα προηγούμενα τρία οικονομικά έτη, δεν υπερβαίνει την υψηλότερη από τις κατωτέρω τιμές:
6. Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση καθορίζει, για το ομόλογο ή το δάνειο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, την απόδοση, κατά την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω ομολόγου ή δανείου, σε δύο δείκτες που πληρούν όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:
7. Για τους σκοπούς της παραγράφου 5, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση καθορίζει, για το ομόλογο ή το δάνειο που αναφέρεται στην παράγραφο 2, την απόδοση, κατά την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω ομολόγου ή δανείου, σε δύο δείκτες που πληρούν όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:
8. Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, όταν το ομόλογο ή το δάνειο που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχει χαρακτηριστικά, εξαιρουμένων των χαρακτηριστικών που σχετίζονται με τον πιστωτικό κίνδυνο ή την έλλειψη ρευστότητας, τα οποία διαφέρουν σημαντικά από τα χαρακτηριστικά των ομολόγων που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση και συμμετέχουν στους δύο δείκτες προσδιοριζόμενους σύμφωνα με την παράγραφο 6, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση προσαρμόζει την απόδοση του ομολόγου ή του δανείου, ώστε να αντικατοπτρίζει αυτές τις διαφορές. 9. Για τους σκοπούς της παραγράφου 5, όταν το ομόλογο ή το δάνειο που αναφέρονται στην παράγραφο 2 έχει χαρακτηριστικά, εξαιρουμένων των χαρακτηριστικών που σχετίζονται με τον πιστωτικό κίνδυνο ή την έλλειψη ρευστότητας, τα οποία διαφέρουν σημαντικά από τα χαρακτηριστικά των ομολόγων που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση και συμμετέχουν στους δύο δείκτες προσδιοριζόμενους σύμφωνα με την παράγραφο 7, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση προσαρμόζει την απόδοση του ομολόγου ή του δανείου, ώστε να αντικατοπτρίζει αυτές τις διαφορές. Άρθρο 176β Απαιτήσεις για την εσωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση ομολόγων και δανείων που διενεργείται από επιχείρηση Οι απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληροί, για τους σκοπούς του άρθρου 176α παράγραφος 3 στοιχείο α), η εσωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση ομολόγου ή δανείου που διενεργείται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι οι εξής:
Άρθρο 176γ Αξιολόγηση βαθμίδων πιστωτικής ποιότητας ομολόγων και δανείων βάσει εγκεκριμένου εσωτερικού υποδείγματος 1. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
2. Εφόσον πληρούνται όλα τα κριτήρια που καθορίζονται στις παραγράφους 3 έως 6, τα ομόλογα και τα δάνεια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) κατατάσσονται σε βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας ως εξής:
3. Τα κριτήρια που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο είναι τα εξής:
4. Τα κριτήρια που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο είναι τα εξής:
5. Εάν ο συνεπενδυτής εμπίπτει στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο i):
6. Εάν ο συνεπενδυτής εμπίπτει στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο ii), το εσωτερικό υπόδειγμα διασφαλίζει ότι, για το εν λόγω ομόλογο ή δάνειο, το επίπεδο κεφαλαιακής απαίτησης που προκύπτει για την υποενότητα κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων, που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, είναι το ενδεδειγμένο. (*5) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/1799 της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 2016, για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με την κατάταξη των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των εξωτερικών οργανισμών πιστοληπτικών αξιολογήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφοι 1 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 12.10.2016, σ. 3).»·" |
38) |
το άρθρο 180 τροποποιείται ως εξής:
|
39) |
το άρθρο 182 τροποποιείται ως εξής:
|
40) |
στο άρθρο 184, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Το πιστωτικό άνοιγμα σε αθέτηση μεμονωμένου αντισυμβαλλομένου i μειώνεται κατά το ποσό του ανοίγματος σε αθέτηση αντισυμβαλλομένων που ανήκουν στο ίδιο άνοιγμα σε μεμονωμένο αντισυμβαλλόμενο και για το οποίο ο συντελεστής κινδύνου για συγκέντρωση κινδύνου αγοράς, που αναφέρεται στα άρθρα 186 και 187, είναι 0 %.»· |
41) |
στο άρθρο 186, οι παράγραφοι 2 έως 6 απαλείφονται· |
42) |
το άρθρο 187 τροποποιείται ως εξής:
|
43) |
το άρθρο 189 τροποποιείται ως εξής:
|
44) |
το άρθρο 192 τροποποιείται ως εξής:
|
45) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 192α: «Άρθρο 192α Άνοιγμα έναντι εκκαθαριστικών μελών 1. Για τους σκοπούς του άρθρου 192 παράγραφος 3, ένα παράγωγο εμπίπτει στην παρούσα παράγραφο εάν πληρούνται οι κατωτέρω απαιτήσεις:
2. Για τους σκοπούς του άρθρου 192 παράγραφος 3α, ένα παράγωγο εμπίπτει στην παρούσα παράγραφο εάν πληρούνται οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1, εξαιρουμένου του ότι η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν υποχρεούται να προστατεύεται από ζημίες, σε περίπτωση από κοινού αθέτησης από το εκκαθαριστικό μέλος και από άλλον πελάτη του εκκαθαριστικού μέλους.»· |
46) |
το άρθρο 196 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 196 Αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου Το αποτέλεσμα μείωσης του ασφαλιστικού κινδύνου ή του κινδύνου αγοράς μιας συμφωνίας αντασφάλισης, μιας τιτλοποίησης ή ενός παραγώγου είναι μεγαλύτερο του μηδενός και ισούται με τη διαφορά μεταξύ των ακόλουθων κεφαλαιακών απαιτήσεων:
|
47) |
το άρθρο 197 τροποποιείται ως εξής:
|
48) |
στο άρθρο 199, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 12 και 13: «12. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2 έως 11, στα πιστωτικά ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 192 παράγραφος 3 εφαρμόζεται συντελεστής πιθανότητας αθέτησης ίσος με 0,002 %. 13. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2 έως 12, στα πιστωτικά ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 192 παράγραφος 3α εφαρμόζεται συντελεστής πιθανότητας αθέτησης ίσος με 0,001 %.»· |
49) |
στο άρθρο 201 παράγραφος 2, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
50) |
το άρθρο 207 τροποποιείται ως εξής:
|
51) |
στο άρθρο 208, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Όταν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεταβιβάζουν ασφαλιστικούς κινδύνους κάνοντας χρήση συμβάσεων αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου, όπως ορίζεται στο άρθρο 210 παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, που πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 209, 211 και 213 του παρόντος κανονισμού, οι συμβάσεις αυτές αναγνωρίζονται στους υπολογισμούς βάσει σεναρίου, που ορίζονται στον τίτλο I κεφάλαιο V τμήματα 2, 3 και 4 του παρόντος κανονισμού, μόνον κατά τον βαθμό μεταβίβασης του ασφαλιστικού κινδύνου στον αντισυμβαλλόμενο της σύμβασης. Παρά τις διατάξεις της προηγούμενης περιόδου, η αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου, ή παρόμοιες ρυθμίσεις βάσει των οποίων η αποτελεσματική μεταβίβαση κινδύνου είναι συγκρίσιμη με εκείνη της αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου, δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του καθορισμού των μέτρων του όγκου για τον κίνδυνο ασφαλίστρου και αποθέματος, σύμφωνα με τα άρθρα 116 και 147 του παρόντος κανονισμού, ή για τους σκοπούς του υπολογισμού των ειδικών παραμέτρων για κάθε επιχείρηση, σύμφωνα με το τμήμα 13 του παρόντος κεφαλαίου.»· |
52) |
στο άρθρο 209, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Όταν οι συμβατικές ρυθμίσεις που διέπουν τις τεχνικές μείωσης του κινδύνου θα ισχύουν για περίοδο μικρότερη από τους προσεχείς 12 μήνες, και η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να αντικαταστήσει την εν λόγω τεχνική μείωσης του κινδύνου κατά τον χρόνο λήξης της με παρόμοια ρύθμιση, ή όταν η τεχνική μείωσης του κινδύνου προσαρμόζεται προκειμένου να αντικατοπτρίζει τις αλλαγές στο πιστωτικό άνοιγμα το οποίο καλύπτει, η τεχνική μείωσης του κινδύνου λαμβάνεται πλήρως υπόψη στις βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλα τα ακόλουθα ποιοτικά κριτήρια:
|
53) |
στο άρθρο 210, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5: «5. Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συνδυάζει διάφορες συμβατικές ρυθμίσεις για τη μεταβίβαση κινδύνου, έκαστη συμβατική ρύθμιση πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 4, και οι συμβατικές ρυθμίσεις συνδυαστικά πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3.»· |
54) |
το άρθρο 211 τροποποιείται ως εξής:
|
55) |
στο άρθρο 212, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Κατά τη μεταβίβαση κινδύνου από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, για να ληφθεί υπόψη η τεχνική μείωσης του κινδύνου στις βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, σε άλλες περιπτώσεις εκτός από τις αναφερόμενες στο άρθρο 211 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των μεταβιβάσεων μέσω της αγοράς ή της έκδοσης χρηματοπιστωτικών μέσων, πρέπει να πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5, επιπλέον των ποιοτικών κριτηρίων που καθορίζονται στα άρθρα 209 και 210.»· |
56) |
στο άρθρο 213, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια του άρθρου 211 παράγραφος 1 ή του άρθρου 212 παράγραφος 4 ή 5, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη μόνο τις τεχνικές μείωσης του κινδύνου κατά τον υπολογισμό των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, όταν πληρούται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:
|
57) |
το άρθρο 218 τροποποιείται ως εξής:
|
58) |
στο άρθρο 220 παράγραφος 1, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
59) |
στο άρθρο 260 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο η):
|
60) |
το άρθρο 297 τροποποιείται ως εξής:
|
61) |
το άρθρο 311 τροποποιείται ως εξής:
|
62) |
στο άρθρο 326 παράγραφος 4, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
63) |
το άρθρο 335 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:
|
64) |
το άρθρο 336 τροποποιείται ως εξής:
|
65) |
το άρθρο 337 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 337 Μέθοδος 1: καθορισμός του τοπικού νομίσματος για τους σκοπούς του υπολογισμού του συναλλαγματικού κινδύνου 1. Όταν οι ενοποιημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζονται, εν όλω ή εν μέρει, με βάση τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, το τοπικό νόμισμα που αναφέρεται στο άρθρο 188 παράγραφος 1 είναι το νόμισμα που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν σημαντικό ποσό των ενοποιημένων τεχνικών προβλέψεων ή των ιδίων κεφαλαίων του ενοποιημένου ομίλου είναι εκφρασμένο σε άλλο νόμισμα από το νόμισμα που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών, το εν λόγω νόμισμα μπορεί να θεωρείται ως το τοπικό νόμισμα που αναφέρεται στο άρθρο 188 παράγραφος 1.»· |
66) |
το παράρτημα II αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού· |
67) |
το παράρτημα III τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα II του παρόντος κανονισμού· |
68) |
το παράρτημα V αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος III του παρόντος κανονισμού· |
69) |
το παράρτημα VI τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού· |
70) |
το παράρτημα VII τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα V του παρόντος κανονισμού· |
71) |
το παράρτημα VIII αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος VI του παρόντος κανονισμού· |
72) |
το παράρτημα IX τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα VII του παρόντος κανονισμού· |
73) |
το παράρτημα X τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα VIII του παρόντος κανονισμού· |
74) |
το παράρτημα XIV αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος IX του παρόντος κανονισμού· |
75) |
το παράρτημα XVI τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα X του παρόντος κανονισμού· |
76) |
το παράρτημα XVII τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα XI του παρόντος κανονισμού· |
77) |
το παράρτημα XXI τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα XII του παρόντος κανονισμού· |
78) |
το παράρτημα XXII τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα XIII του παρόντος κανονισμού· |
79) |
το παράρτημα XXIII τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα XIV του παρόντος κανονισμού· |
80) |
το παράρτημα XXIV τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα XV του παρόντος κανονισμού· |
81) |
το παράρτημα XXV τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα XVI του παρόντος κανονισμού. |
Άρθρο 2
Έναρξη ισχύος και εφαρμογή
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα σημεία 50), 59) έως 61), 66) και 74) του άρθρου 1 εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2020.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2019.
Για την Επιτροπή
Ο Πρόεδρος
Jean-Claude JUNCKER
(1) ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1.
(2) COM(2018) 439 final.
(3) Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 12 της 17.1.2015, σ. 1).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΤΜΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΤΥΠΙΚΕΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ ΚΛΑΔΟΥ ΖΗΜΙΩΝ
|
Τμήμα |
Κατηγορίες δραστηριοτήτων, όπως ορίζονται στο παράρτημα I, από τις οποίες αποτελείται το τμήμα |
Τυπική απόκλιση για τον κίνδυνο ακαθάριστων ασφαλίστρων του τμήματος |
Τυπική απόκλιση για τον κίνδυνο αποθέματος του τμήματος |
1 |
Ασφάλιση αστικής ευθύνης αυτοκινήτου περιλαμβανομένης της αναλογικής αντασφάλισης |
4 και 16 |
10 % |
9 % |
2 |
Ασφάλιση άλλων οχημάτων περιλαμβανομένης της αναλογικής αντασφάλισης |
5 και 17 |
8 % |
8 % |
3 |
Ασφάλιση θαλάσσιων, εναέριων και άλλων μεταφορών περιλαμβανομένης της αναλογικής αντασφάλισης |
6 και 18 |
15 % |
11 % |
4 |
Ασφάλιση πυρός και λοιπών υλικών ζημιών περιλαμβανομένης της αναλογικής αντασφάλισης |
7 και 19 |
8 % |
10 % |
5 |
Ασφάλιση γενικής αστικής ευθύνης περιλαμβανομένης της αναλογικής αντασφάλισης |
8 και 20 |
14 % |
11 % |
6 |
Ασφάλιση πιστώσεων και εγγυήσεων περιλαμβανομένης της αναλογικής αντασφάλισης |
9 και 21 |
19 % |
17,2 % |
7 |
Ασφάλιση νομικής προστασίας περιλαμβανομένης της αναλογικής αντασφάλισης |
10 και 22 |
8,3 % |
5,5 % |
8 |
Ασφάλιση και αναλογική αντασφάλιση παροχής βοήθειας |
11 και 23 |
6,4 % |
22 % |
9 |
Ασφάλιση και αναλογική αντασφάλιση διαφόρων χρηματικών απωλειών |
12 και 24 |
13 % |
20 % |
10 |
Μη αναλογική αντασφάλιση ατυχημάτων |
26 |
17 % |
20 % |
11 |
Μη αναλογική αντασφάλιση θαλάσσιων, εναέριων και άλλων μεταφορών |
27 |
17 % |
20 % |
12 |
Μη αναλογική αντασφάλιση περιουσιακών στοιχείων |
28 |
17 % |
20 % |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Το σημείο 8 του παραρτήματος III τροποποιείται ως εξής:
1) |
Η φράση «Puerto Rico» διαγράφεται από τον κατάλογο των εδαφών από τα οποία αποτελείται η περιοχή 16 (Νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής)· |
2) |
στον κατάλογο των εδαφών από τα οποία αποτελείται η περιοχή 16 (Νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής), η λέξη «Georgia» αντικαθίσταται από τη φράση «Georgia (ΗΠΑ)». |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V
ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΘΥΕΛΛΗΣ
Περιοχές και συντελεστές κινδύνου θυέλλης
Συντομογραφία της περιοχής r |
Περιοχή r |
Συντελεστής κινδύνου θυέλλης Q(windstorm,r) |
AT |
Δημοκρατία της Αυστρίας |
0,06 % |
BE |
Βασίλειο του Βελγίου |
0,16 % |
CZ |
Τσεχική Δημοκρατία |
0,04 % |
CH |
Ελβετική Συνομοσπονδία· Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν |
0,09 % |
DK |
Βασίλειο της Δανίας |
0,25 % |
FI |
Δημοκρατία της Φινλανδίας |
0,04 % |
FR |
Γαλλική Δημοκρατία (1)· Πριγκιπάτο του Μονακό· Πριγκιπάτο της Ανδόρας |
0,12 % |
DE |
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας |
0,07 % |
HU |
Δημοκρατία της Ουγγαρίας |
0,02 % |
IS |
Δημοκρατία της Ισλανδίας |
0,03 % |
IE |
Ιρλανδία |
0,22 % |
LU |
Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου |
0,12 % |
NL |
Βασίλειο των Κάτω Χωρών |
0,18 % |
NO |
Βασίλειο της Νορβηγίας |
0,08 % |
PL |
Δημοκρατία της Πολωνίας |
0,04 % |
SI |
Δημοκρατία της Σλοβενίας |
0,04 % |
ES |
Βασίλειο της Ισπανίας |
0,01 % |
SE |
Βασίλειο της Σουηδίας |
0,085 % |
UK |
Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας |
0,17 % |
GU |
Γουαδελούπη |
2,74 % |
MA |
Μαρτινίκα |
3,19 % |
SM |
Κοινότητα του Αγίου Μαρτίνου |
5,16 % |
RE |
Ρεϋνιόν |
2,50 % |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΘΥΕΛΛΗΣ ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΧΕΣ