Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32018R0625

    Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430

    C/2018/1231

    ΕΕ L 104 της 24.4.2018, p. 1–36 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2018/625/oj

    24.4.2018   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 104/1


    ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/625 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 5ης Μαρτίου 2018

    για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1), και ιδίως το άρθρο 48, το άρθρο 49 παράγραφος 3, τα άρθρα 65 και 73, το άρθρο 96 παράγραφος 4, το άρθρο 97 παράγραφος 6, το άρθρο 98 παράγραφος 5, το άρθρο 100 παράγραφος 2, το άρθρο 101 παράγραφος 5, το άρθρο 103 παράγραφος 3, το άρθρο 106 παράγραφος 3, τα άρθρα 121 και 168, το άρθρο 194 παράγραφος 3 και το άρθρο 196 παράγραφος 4,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου (2), ο οποίος κωδικοποιήθηκε ως κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου (3), δημιούργησε ένα ειδικό για την Ένωση σύστημα για την προστασία των σημάτων που αποκτώνται σε επίπεδο Ένωσης κατόπιν αίτησης στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «Γραφείο»).

    (2)

    Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου εναρμόνισε τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή βάσει του εν λόγω κανονισμού με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου να επέλθει συμμόρφωση με το νέο νομικό πλαίσιο που προέκυψε από την εν λόγω εναρμόνιση, θεσπίστηκαν ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 της Επιτροπής (5) και ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής (6).

    (3)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009 κωδικοποιήθηκε ως κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001. Για λόγους σαφήνειας και απλότητας, οι παραπομπές που περιλαμβάνονται σε κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό θα πρέπει να αντιστοιχούν στη νέα αρίθμηση των άρθρων που έχει προκύψει από τέτοια κωδικοποίηση της οικείας βασικής πράξης. Συνεπώς, ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 θα πρέπει να καταργηθεί και οι διατάξεις του εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού θα πρέπει να ενταχθούν, με επικαιροποιημένες παραπομπές στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, στον παρόντα κανονισμό.

    (4)

    Οι σχετικοί με τις ανακοπές διαδικαστικοί κανόνες θα πρέπει να διασφαλίζουν την αποτελεσματική, αποδοτική και ταχεία εξέταση και καταχώριση των αιτήσεων σημάτων της ΕΕ από το Γραφείο, μέσω διαδικασίας που είναι διαφανής, εμπεριστατωμένη, δίκαιη και ισότιμη. Για λόγους μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου και σαφήνειας, οι εν λόγω σχετικοί με τις ανακοπές κανόνες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους διευρυμένους σχετικούς λόγους απαραδέκτου που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις παραδεκτού και τεκμηρίωσης της ανακοπής, και να προσαρμοστούν καταλλήλως ώστε να αντικατοπτρίζουν καλύτερα τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να κωδικοποιούν την πρακτική του Γραφείου.

    (5)

    Για να καταστεί δυνατό ένα πιο ευέλικτο, συνεπές και σύγχρονο σύστημα σημάτων στην Ένωση, ενώ παράλληλα θα διασφαλίζεται ασφάλεια δικαίου, είναι σκόπιμο να περιοριστεί ο διοικητικός φόρτος των διαδίκων στις κατ' αντιμωλία διαδικασίες μέσω της χαλάρωσης των απαιτήσεων για την τεκμηρίωση προγενέστερων δικαιωμάτων στις περιπτώσεις όπου το περιεχόμενο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων είναι προσβάσιμο μέσω απευθείας ηλεκτρονικής σύνδεσης με πηγή αναγνωρισμένη από το Γραφείο, όπως και της απαίτησης για την υποβολή αποδεικτικών στοιχείων στη γλώσσα της διαδικασίας.

    (6)

    Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, είναι σημαντικό να καθοριστούν οι απαιτήσεις για την τροποποίηση αίτησης σήματος της ΕΕ κατά τρόπο σαφή και εξαντλητικό.

    (7)

    Οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν την έκπτωση και την ακυρότητα σήματος της ΕΕ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο δικαιούχος σήματος της ΕΕ θα μπορεί να κηρύσσεται έκπτωτος ή σήμα της ΕΕ θα μπορεί να κηρύσσεται άκυρο με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο, μέσω διαφανών, εμπεριστατωμένων, δίκαιων και ισότιμων διαδικασιών. Για λόγους μεγαλύτερης σαφήνειας, συνέπειας, αλλά και αποδοτικότητας και ασφάλειας δικαίου, οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν την έκπτωση και την ακυρότητα σήματος της ΕΕ θα πρέπει να είναι εναρμονισμένοι με εκείνους που εφαρμόζονται στις διαδικασίες ανακοπής, διατηρώντας μόνο τις διαφορές που επιβάλλουν οι ιδιαιτερότητες των διαδικασιών έκπτωσης και ακυρότητας. Επίσης, οι αιτήσεις μεταβίβασης σήματος της ΕΕ το οποίο έχει καταχωρισθεί στο όνομα πληρεξουσίου που δεν έχει λάβει σχετική άδεια θα πρέπει να ακολουθούν την ίδια διαδικαστική οδό με τις διαδικασίες ακυρότητας, αποτελώντας στην πράξη μια εναλλακτική επιλογή στην ακύρωση του σήματος.

    (8)

    Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (7), πλην όπου προβλέπεται άλλως, το Γραφείο διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς την εξέταση αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται εκπρόθεσμα για τον σκοπό είτε της τεκμηρίωσης μιας ασκηθείσας ανακοπής είτε της απόδειξης της ουσιαστικής χρήσης του προγενέστερου σήματος στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής ή ακυρότητας. Για την εξασφάλιση ασφάλειας δικαίου, τα σχετικά όρια της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας θα πρέπει να αποτυπώνονται με ακρίβεια στους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία ανακοπής ή τη διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας σημάτων της ΕΕ.

    (9)

    Προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική, αποδοτική και, εντός του πεδίου της προσφυγής που ορίζεται από τους διαδίκους, ενδελεχής επανεξέταση των πρωτοβάθμιων αποφάσεων που λαμβάνει το Γραφείο, μέσω μιας διαφανούς, εμπεριστατωμένης, δίκαιης και αμερόληπτης διαδικασίας προσφυγής που να ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες της νομοθεσίας περί διανοητικής ιδιοκτησίας και λαμβανομένων υπόψη των αρχών που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, είναι σκόπιμο να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου και η προβλεψιμότητα μέσω της αποσαφήνισης και της εξειδίκευσης των διαδικαστικών κανόνων και των διαδικαστικών εγγυήσεων για τους διαδίκους, ιδίως δε στις περιπτώσεις που ο καθ' ου η προσφυγή ασκεί το δικαίωμα άσκησης αντίθετης προσφυγής.

    (10)

    Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και αποδοτική οργάνωση των τμημάτων προσφυγών, ο πρόεδρος, οι πρόεδροι των επιμέρους τμημάτων και τα μέλη των τμημάτων προσφυγών θα πρέπει, κατά την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων που τους ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 και τον παρόντα κανονισμό, να μεριμνούν για την υψηλή ποιότητα και συνέπεια των αποφάσεων που λαμβάνονται ανεξάρτητα από τα τμήματα προσφυγών, καθώς και για την αποδοτικότητα της διαδικασίας προσφυγής.

    (11)

    Για να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του προέδρου, των προέδρων των επιμέρους τμημάτων και των μελών των τμημάτων προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 166 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου κατά τη θέσπιση κατάλληλων εκτελεστικών κανόνων για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

    (12)

    Για να αυξηθεί η διαφάνεια και η προβλεψιμότητα της διαδικασίας προσφυγής, ο κανονισμός διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών, που αρχικά οριζόταν στους κανονισμούς της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 2868/95 (8) και (ΕΚ) αριθ. 216/96 (9), θα πρέπει να παρατίθεται ως ενιαίο κείμενο και να είναι καλά συνυφασμένος με τους διαδικαστικούς κανόνες που εφαρμόζονται για τα τμήματα του Γραφείου των οποίων οι αποφάσεις υπόκεινται σε προσφυγή.

    (13)

    Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, είναι ανάγκη να κωδικοποιηθούν και να αποσαφηνιστούν ορισμένοι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν την προφορική διαδικασία, ιδίως σε σχέση με τη γλώσσα της εν λόγω διαδικασίας. Είναι επίσης σκόπιμο να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη αποδοτικότητα και ευελιξία μέσω της καθιέρωσης της δυνατότητας συμμετοχής στην προφορική διαδικασία με τεχνικά μέσα και της υποκατάστασης των πρακτικών της προφορικής διαδικασίας από τη μαγνητοσκόπησή της.

    (14)

    Για να εξορθολογιστεί περαιτέρω η διαδικασία και να καταστεί πιο συνεκτική, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η βασική δομή και μορφή των αποδεικτικών στοιχείων προς υποβολή στο Γραφείο σε όλες τις διαδικασίες, καθώς και οι συνέπειες της μη υποβολής αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με αυτή τη δομή και μορφή.

    (15)

    Προκειμένου να εκσυγχρονιστεί το σύστημα σημάτων στην Ένωση μέσω της προσαρμογής του στην εποχή του διαδικτύου, είναι επίσης σκόπιμο να προβλεφθεί ορισμός των «ηλεκτρονικών μέσων» σε σχέση με τις κοινοποιήσεις, καθώς και για μορφές κοινοποίησης που δεν είναι παρωχημένες.

    (16)

    Για λόγους αποδοτικότητας, διαφάνειας και φιλικότητας προς τον χρήστη, το Γραφείο θα πρέπει να διαθέτει τυποποιημένα έντυπα σε όλες τις επίσημες γλώσσες του Γραφείου για τους σκοπούς της επικοινωνίας κατά τις διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου, η συμπλήρωση των οποίων θα μπορεί να γίνεται σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση.

    (17)

    Για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη σαφήνεια, συνέπεια και αποδοτικότητα, θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις σχετικά με την αναστολή των διαδικασιών ανακοπής, έκπτωσης, ακυρότητας και προσφυγής, οι οποίες να ορίζουν επίσης τη μέγιστη διάρκεια της αναστολής όταν την αιτούνται αμφότεροι οι διάδικοι.

    (18)

    Οι κανόνες που διέπουν τον υπολογισμό και τη διάρκεια των προθεσμιών, τις διαδικασίες για την ανάκληση απόφασης ή για την ακύρωση εγγραφής στο μητρώο, τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την επανάληψη της διαδικασίας και τις λεπτομέρειες σχετικά με την εκπροσώπηση ενώπιον του Γραφείου είναι ανάγκη να διασφαλίζουν την εύρυθμη, αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία του συστήματος σημάτων της ΕΕ.

    (19)

    Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και αποδοτική καταχώριση των διεθνών σημάτων κατά τρόπο που συνάδει πλήρως με τους κανόνες του πρωτοκόλλου που αφορά τη συμφωνία της Μαδρίτης σχετικά με τη διεθνή καταχώριση σημάτων.

    (20)

    Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1431 και ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 αντικατέστησαν τους κανόνες που ορίζονταν προηγουμένως με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2868/95 και (ΕΚ) αριθ. 216/96, οι οποίοι, ως εκ τούτου, καταργήθηκαν. Παρά την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2868/95 και (ΕΚ) αριθ. 216/96, είναι αναγκαίο να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται ορισμένες διατάξεις των εν λόγω κανονισμών σε ορισμένες διαδικασίες που είχαν κινηθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 και μέχρι την ολοκλήρωση των εν λόγω διαδικασιών,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΤΙΤΛΟΣ I

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 1

    Αντικείμενο

    Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες που ορίζουν:

    α)

    τη λεπτομερή διαδικασία άσκησης και εξέτασης ανακοπής κατά της καταχώρισης σήματος της ΕΕ στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «Γραφείο»)·

    β)

    τη λεπτομερή διαδικασία τροποποίησης αίτησης σήματος της ΕΕ·

    γ)

    τις λεπτομερείς διαδικασίες έκπτωσης και ακυρότητας σήματος της ΕΕ, καθώς και της μεταβίβασης σήματος της ΕΕ το οποίο έχει καταχωρισθεί στο όνομα πληρεξουσίου που δεν έχει λάβει σχετική άδεια·

    δ)

    το τυπικό περιεχόμενο του δικογράφου προσφυγής και της διαδικασίας για την άσκηση και την εξέταση της προσφυγής, το τυπικό περιεχόμενο και τη μορφή των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών και την επιστροφή του τέλους προσφυγής, τις λεπτομέρειες σχετικά με την οργάνωση των τμημάτων προσφυγών, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες λαμβάνονται οι αποφάσεις από μονομελή τμήματα·

    ε)

    τις λεπτομερείς ρυθμίσεις της προφορικής διαδικασίας και της αποδεικτικής διαδικασίας·

    στ)

    τις λεπτομερείς ρυθμίσεις των διαδικασιών κοινοποίησης από το Γραφείο και των κανόνων που αφορούν τα μέσα επικοινωνίας με το Γραφείο·

    ζ)

    τις λεπτομέρειες σχετικά με τον υπολογισμό και τη διάρκεια των προθεσμιών·

    η)

    τη διαδικασία για την ανάκληση απόφασης ή την ακύρωση εγγραφής στο μητρώο σημάτων της ΕΕ·

    θ)

    τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου·

    ι)

    τους όρους και τη διαδικασία διορισμού κοινού αντιπροσώπου, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υπάλληλοι και εγκεκριμένοι αντιπρόσωποι καταθέτουν στο Γραφείο πληρεξούσιο και το περιεχόμενο του εν λόγω πληρεξουσίου, καθώς και τις προϋποθέσεις διαγραφής προσώπου από τον κατάλογο των εγκεκριμένων αντιπροσώπων·

    ια)

    τη λεπτομερή διαδικασία για τις διεθνείς καταχωρίσεις που βασίζονται σε βασική αίτηση ή βασική καταχώριση που αφορά συλλογικό σήμα, σήμα πιστοποίησης ή σήμα εγγύησης και τη διαδικασία για την άσκηση και εξέταση ανακοπής κατά διεθνούς καταχώρισης.

    ΤΙΤΛΟΣ II

    ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΧΡΗΣΗΣ

    Άρθρο 2

    Ανακοπή

    1.   Ανακοπή ασκείται βάσει ενός ή περισσοτέρων προγενέστερων σημάτων ή άλλων δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, υπό την προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι ή τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα που ασκούν την ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 έχουν δικαίωμα να το πράξουν για όλα τα προγενέστερα σήματα ή δικαιώματα. Εάν ένα προγενέστερο σήμα έχει περισσότερους από έναν δικαιούχους («συνιδιοκτησία») ή εάν ένα προγενέστερο δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί από περισσότερα από ένα πρόσωπα, η ανακοπή του άρθρου 46 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 μπορεί να ασκηθεί από οποιονδήποτε/οποιουσδήποτε εξ αυτών ή όλους μαζί.

    2.   Το δικόγραφο της ανακοπής περιλαμβάνει:

    α)

    τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης κατά της οποίας ασκήθηκε ανακοπή και το όνομα του καταθέτη της αίτησης σήματος της ΕΕ·

    β)

    σαφή μνεία του προγενέστερου σήματος ή δικαιώματος επί του οποίου βασίζεται η ανακοπή, δηλαδή:

    i)

    στις περιπτώσεις που η ανακοπή αφορά προγενέστερο σήμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία του αριθμού πρωτοκόλλου της αίτησης ή του αριθμού καταχώρισης του προγενέστερου σήματος, μνεία του εάν το προγενέστερο σήμα έχει καταχωριστεί ή αίτηση καταχώρισης του εν λόγω σήματος, καθώς επίσης και μνεία των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, των κρατών της Μπενελούξ, στα οποία ή για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα ή, αναλόγως την περίπτωση, μνεία ότι πρόκειται για σήμα της ΕΕ·

    ii)

    όταν η ανακοπή αφορά παγκοίνως γνωστό σήμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία του κράτους μέλους ή των κρατών μελών στα οποία το σήμα είναι παγκοίνως γνωστό και αναπαράσταση του σήματος·

    iii)

    όταν η ανακοπή βασίζεται στην απουσία συγκατάθεσης του δικαιούχου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα, αναπαράσταση του σήματος και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, διευκρίνιση εάν το προγενέστερο σήμα είναι αίτηση ή καταχώριση, στην οποία περίπτωση μνημονεύεται ο αριθμός πρωτοκόλλου της αίτησης ή της καταχώρισης·

    iv)

    όταν η ανακοπή αφορά προγενέστερο σήμα ή άλλο σημείο κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία του είδους ή της φύσης του δικαιώματος αυτού, αναπαράσταση του προγενέστερου σήματος ή σημείου και μνεία του εάν το εν λόγω προγενέστερο σήμα ή σημείο ισχύει στο σύνολο της Ένωσης ή σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και, στην περίπτωση αυτή, μνεία των εν λόγω κρατών μελών·

    v)

    όταν η ανακοπή αφορά προγενέστερη ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία του είδους ή της φύσης του δικαιώματος αυτού, αναπαράσταση της προγενέστερης ονομασίας προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης και μνεία του εάν απολαύει προστασίας στο σύνολο της Ένωσης ή σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και, στην περίπτωση αυτή, μνεία των εν λόγω κρατών μελών·

    γ)

    τους λόγους για τους οποίους ασκείται η ανακοπή μέσω δήλωσης ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 8 παράγραφοι 1, 3, 4, 5 ή 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 σε σχέση με το καθένα από τα προγενέστερα σήματα ή δικαιώματα που επικαλείται ο ανακόπτων·

    δ)

    σε περίπτωση αίτησης ή καταχώρισης προγενέστερου σήματος, την ημερομηνία κατάθεσης και, όπου συντρέχει τέτοια περίπτωση, την ημερομηνία καταχώρισης και την ημερομηνία προτεραιότητας του προγενέστερου σήματος·

    ε)

    σε περίπτωση προγενέστερων δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, την ημερομηνία της αίτησης καταχώρισης ή, εάν δεν είναι διαθέσιμη η ημερομηνία αυτή, την ημερομηνία από την οποία παρέχεται προστασία·

    στ)

    σε περίπτωση αίτησης ή καταχώρισης προγενέστερου σήματος, αναπαράσταση του προγενέστερου σήματος, όπως αυτό έχει καταχωριστεί ή υποβληθεί προς καταχώριση με τη σχετική αίτηση· εάν το προγενέστερο σήμα είναι έγχρωμο, η αναπαράσταση είναι έγχρωμη·

    ζ)

    μνεία των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορά ο κάθε λόγος για τον οποίο ασκείται η ανακοπή·

    η)

    όσον αφορά τον ανακόπτοντα:

    i)

    τα στοιχεία ταυτότητας του ανακόπτοντα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626 (10)·

    ii)

    εάν ο ανακόπτων έχει ορίσει αντιπρόσωπο ή εάν ο ορισμός αντιπροσώπου είναι υποχρεωτικός σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

    iii)

    όταν η ανακοπή ασκείται από πρόσωπο προς το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια χρήσης του σήματος ή από πρόσωπο που κατά το εφαρμοστέο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο δικαιούται να ασκεί προγενέστερο δικαίωμα, σχετική δήλωση και μνεία όσον αφορά τη χορήγηση άδειας ή το δικαίωμα άσκησης ανακοπής·

    θ)

    μνεία των προϊόντων ή των υπηρεσιών κατά των οποίων στρέφεται η ανακοπή· απουσία τέτοιας μνείας, η ανακοπή θεωρείται ότι στρέφεται κατά όλων των προϊόντων ή υπηρεσιών της αίτησης σήματος της ΕΕ κατά της οποίας ασκείται η ανακοπή.

    3.   Όταν η ανακοπή αφορά περισσότερα του ενός προγενέστερα σήματα ή προγενέστερα δικαιώματα, η παράγραφος 2 εφαρμόζεται για καθένα από αυτά τα σήματα, σημεία, ονομασίες προέλευσης ή γεωγραφικές ενδείξεις.

    4.   Το δικόγραφο της ανακοπής μπορεί να περιλαμβάνει επίσης αιτιολογημένη δήλωση στην οποία παρουσιάζονται οι λόγοι, τα πραγματικά περιστατικά και τα επιχειρήματα βάσει των οποίων ασκείται η ανακοπή, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν την ανακοπή.

    Άρθρο 3

    Χρήση γλωσσών στη διαδικασία ανακοπής

    Ο ανακόπτων ή ο καταθέτης μπορούν, πριν από την ημερομηνία κατά την οποία λογίζεται ότι αρχίζει το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1, να ενημερώσουν το Γραφείο ότι ο καταθέτης και ο ανακόπτων συμφώνησαν να χρησιμοποιηθεί διαφορετική γλώσσα για τη διαδικασία ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 146 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Αν το δικόγραφο της ανακοπής δεν υποβλήθηκε στη γλώσσα αυτή, ο καταθέτης μπορεί να ζητήσει την υποβολή εκ μέρους του ανακόπτοντος μετάφρασης του δικογράφου της ανακοπής στην εν λόγω γλώσσα. Η αίτηση αυτή πρέπει να παραληφθεί από το Γραφείο το αργότερο την ημερομηνία κατά την οποία λογίζεται ότι αρχίζει το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας ανακοπής. Το Γραφείο τάσσει στον ανακόπτοντα προθεσμία για την υποβολή της μετάφρασης. Εάν η μετάφραση αυτή δεν υποβληθεί ή υποβληθεί εκπρόθεσμα, η γλώσσα της διαδικασίας, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 146 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 («γλώσσα της διαδικασίας»), δεν μεταβάλλεται.

    Άρθρο 4

    Ενημέρωση των διαδίκων της διαδικασίας ανακοπής

    Το δικόγραφο της ανακοπής και κάθε έγγραφο που υποβλήθηκε από τον ανακόπτοντα, καθώς επίσης και κάθε επικοινωνία που αποστέλλεται από το Γραφείο σε κάποιον από τους διαδίκους πριν από την κρίση επί του παραδεκτού, αποστέλλεται από το Γραφείο στον έτερο διάδικο για σκοπούς ενημέρωσης σχετικά με την άσκηση ανακοπής.

    Άρθρο 5

    Παραδεκτό της ανακοπής

    1.   Εάν το τέλος ανακοπής δεν καταβληθεί εντός της προθεσμίας ανακοπής που τάσσεται με το άρθρο 46 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η ανακοπή λογίζεται ως μη ασκηθείσα. Εάν το τέλος ανακοπής καταβληθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, επιστρέφεται στον ανακόπτοντα.

    2.   Εάν η ανακοπή ασκηθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή ως απαράδεκτη.

    3.   Εάν το δικόγραφο της ανακοπής δεν κατατεθεί σε μία από τις γλώσσες του Γραφείου, όπως επιβάλλει το άρθρο 146 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ή εάν δεν πληροί τους όρους του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή γ) του παρόντος κανονισμού, και εφόσον οι ελλείψεις αυτές δεν θεραπευτούν πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή ως απαράδεκτη.

    4.   Εάν ο ανακόπτων δεν υποβάλει μετάφραση σύμφωνα με το άρθρο 146 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η ανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εάν ο ανακόπτων υποβάλει μετάφραση που δεν είναι πλήρης, το μέρος του δικογράφου της ανακοπής που δεν έχει μεταφρασθεί δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση του παραδεκτού.

    5.   Εάν το δικόγραφο της ανακοπής δεν συνάδει προς τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχεία δ) έως η), το Γραφείο ενημερώνει τον ανακόπτοντα σχετικά και τον καλεί να διορθώσει τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν εντός προθεσμίας δύο μηνών. Εάν οι ελλείψεις δεν θεραπευθούν εμπρόθεσμα, το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή ως απαράδεκτη.

    6.   Το Γραφείο κοινοποιεί στον καταθέτη κάθε διαπίστωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 ότι το δικόγραφο της ανακοπής θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί και κάθε απόφαση απόρριψης της ανακοπής ως απαράδεκτης βάσει των λόγων απαραδέκτου των παραγράφων 2, 3, 4 ή 5. Όταν ανακοπή απορρίπτεται στο σύνολό της ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3, 4 ή 5, πριν από την κοινοποίηση του άρθρου 6 παράγραφος 1, δεν λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τα έξοδα.

    Άρθρο 6

    Έναρξη του κατ' αντιπαράθεση σταδίου της διαδικασίας ανακοπής και προγενέστερος τερματισμός της διαδικασίας

    1.   Εάν η ανακοπή κριθεί παραδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 5, το Γραφείο αποστέλλει κοινοποίηση στους διαδίκους ενημερώνοντάς τους ότι το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας ανακοπής θεωρείται ότι αρχίζει δύο μήνες μετά την παραλαβή της κοινοποίησης. Η προθεσμία αυτή είναι δυνατό να παραταθεί σε 24 συνολικά μήνες εάν και οι δύο διάδικοι αιτηθούν παράταση πριν από τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας.

    2.   Εάν, εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αποσυρθεί η αίτηση ή περιορισθεί σε προϊόντα ή υπηρεσίες τα οποία δεν αφορά η ανακοπή, ή εάν το Γραφείο λάβει πληροφόρηση σχετικά με διακανονισμό μεταξύ των διαδίκων ή η αίτηση απορριφθεί σε παράλληλη διαδικασία, η διαδικασία ανακοπής τερματίζεται.

    3.   Εάν, εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο καταθέτης περιορίσει την αίτηση διαγράφοντας ορισμένα από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αφορά η ανακοπή, το Γραφείο καλεί τον ανακόπτοντα να δηλώσει, εντός προθεσμίας που του τάσσει, εάν εμμένει στην ανακοπή του και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, σε σχέση με ποια υπολειπόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες. Εάν ο ανακόπτων αποσύρει την ανακοπή λόγω του περιορισμού, η διαδικασία ανακοπής τερματίζεται.

    4.   Εάν η διαδικασία ανακοπής τερματισθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3 πριν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δεν λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τα έξοδα.

    5.   Εάν η διαδικασία ανακοπής τερματισθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατόπιν απόσυρσης ή περιορισμού της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή κατόπιν απόσυρσης της ανακοπής σύμφωνα με την παράγραφο 3, επιστρέφονται τα τέλη ανακοπής.

    Άρθρο 7

    Τεκμηρίωση της ανακοπής

    1.   Το Γραφείο δίνει τη δυνατότητα στον ανακόπτοντα να επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά, να προσκομίσει αποδείξεις και να διατυπώσει επιχειρήματα προς υποστήριξη της ανακοπής ή να συμπληρώσει οποιαδήποτε πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις ή επιχειρήματα που έχουν ήδη κατατεθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4. Προς τον σκοπό αυτόν, το Γραφείο τάσσει προθεσμία διάρκειας τουλάχιστον δύο μηνών, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1.

    2.   Εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο ανακόπτων υποβάλλει επίσης αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, την εγκυρότητα και την έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή δικαιώματός του, καθώς επίσης και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το δικαίωμά του να ασκήσει την ανακοπή. Ειδικότερα, ο ανακόπτων υποβάλλει τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

    α)

    εάν η ανακοπή αφορά προγενέστερο σήμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 το οποίο δεν είναι σήμα της ΕΕ, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης ή την καταχώρισή του:

    i)

    αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού κατάθεσης ή ισοδύναμο έγγραφο της διοικητικής αρχής στην οποία κατατέθηκε η αίτηση σήματος, στην περίπτωση που το σήμα δεν έχει ακόμα καταχωριστεί, ή

    ii)

    στην περίπτωση που το προγενέστερο σήμα έχει καταχωριστεί, αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού καταχώρισης και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, του πιο πρόσφατου πιστοποιητικού ανανέωσης που αποδεικνύει ότι η περίοδος προστασίας του σήματος υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή οποιαδήποτε παράτασή του, ή ισοδύναμα έγγραφα της διοικητικής αρχής στην οποία έγινε η καταχώριση του σήματος·

    β)

    εάν η ανακοπή αφορά σήμα που είναι παγκοίνως γνωστό κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το γεγονός ότι το εν λόγω σήμα είναι παγκοίνως γνωστό στη σχετική εδαφική περιοχή για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που μνημονεύονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του παρόντος κανονισμού·

    γ)

    εάν η ανακοπή βασίζεται στην απουσία συγκατάθεσης του δικαιούχου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κυριότητα του ανακόπτοντος επί του προγενέστερου σήματος και τη σχέση του με τον πληρεξούσιο ή αντιπρόσωπο·

    δ)

    εάν η ανακοπή αφορά προγενέστερο δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποδεικτικά στοιχεία ότι πρόκειται για χρησιμοποιούμενο στις συναλλαγές δικαίωμα το οποίο δεν έχει τοπική μόνον ισχύ, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την απόκτησή του, τη συνεχιζόμενη ύπαρξή του και την έκταση της προστασίας του, συμπεριλαμβανομένης, όταν η επίκληση του προγενέστερου δικαιώματος γίνεται βάσει του δικαίου κράτους μέλους, σαφούς μνείας του περιεχομένου της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, μέσω της προσκόμισης δημοσιεύσεων των σχετικών διατάξεων ή νομολογίας·

    ε)

    εάν η ανακοπή αφορά προγενέστερη ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την απόκτησή της, τη συνεχιζόμενη ύπαρξή της και την έκταση της προστασίας της, συμπεριλαμβανομένης, όταν η επίκληση της προγενέστερης ονομασίας προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης γίνεται βάσει του δικαίου κράτους μέλους, σαφούς μνείας του περιεχομένου της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, μέσω της προσκόμισης δημοσιεύσεων των σχετικών διατάξεων ή νομολογίας·

    στ)

    εάν η ανακοπή αφορά σήμα που χαίρει φήμης κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εκτός από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι το σήμα χαίρει φήμης στην Ένωση ή στο σχετικό κράτος μέλος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που μνημονεύονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του παρόντος κανονισμού, καθώς επίσης και αποδεικτικά στοιχεία ή επιχειρήματα που δείχνουν ότι η χρήση χωρίς εύλογη αιτία του αιτούμενου σήματος θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

    3.   Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης ή την καταχώριση των προγενέστερων δικαιωμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) ή, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, την παράγραφο 2 στοιχείο δ) ή ε), ή τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο της σχετικής εθνικής νομοθεσίας είναι προσβάσιμα σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση με πηγή αναγνωρισμένη από το Γραφείο, ο ανακόπτων δύναται να υποβάλει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία μέσω αναφοράς στην εν λόγω πηγή.

    4.   Τα πιστοποιητικά κατάθεσης αίτησης, καταχώρισης ή ανανέωσης ή τα ισοδύναμα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), δ) ή ε), καθώς και οι διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας που διέπουν την απόκτηση και την έκταση της προστασίας δικαιωμάτων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 στοιχεία δ) και ε), συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που είναι προσβάσιμα σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3, υποβάλλονται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή. Η μετάφραση υποβάλλεται από τον ανακόπτοντα με δική του πρωτοβουλία εντός της προθεσμίας που τάσσεται για την υποβολή του πρωτότυπου εγγράφου. Κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που υποβάλλεται από τον ανακόπτοντα για την τεκμηρίωση της ανακοπής υπόκειται στους όρους του άρθρου 24 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626. Μεταφράσεις που υποβάλλονται μετά τη λήξη των σχετικών προθεσμιών δεν λαμβάνονται υπόψη.

    5.   Το Γραφείο δεν λαμβάνει υπόψη υποβληθέντα έγγραφα ή μέρη αυτών που δεν έχουν υποβληθεί ή δεν έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα της διαδικασίας εντός της προθεσμίας που έχει τάξει το Γραφείο σύμφωνα με την παράγραφο 1.

    Άρθρο 8

    Εξέταση της ανακοπής

    1.   Εάν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ο ανακόπτων δεν υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία ή εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε είναι προδήλως αλυσιτελή ή προδήλως ανεπαρκή για την εκπλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 7 παράγραφος 2 ως προς οποιοδήποτε από τα προγενέστερα δικαιώματα, η ανακοπή απορρίπτεται ως αβάσιμη.

    2.   Εάν η ανακοπή δεν απορριφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, το Γραφείο κοινοποιεί την υποβολή του ανακόπτοντα στον καταθέτη και τον καλεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας που του τάσσει.

    3.   Εάν ο καταθέτης δεν υποβάλει παρατηρήσεις, το Γραφείο βασίζει την απόφασή του σχετικά με την ανακοπή στα αποδεικτικά στοιχεία που του έχουν παρατεθεί.

    4.   Το Γραφείο κοινοποιεί τις παρατηρήσεις του καταθέτη στον ανακόπτοντα και τον καλεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να υποβάλει παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που του τάσσει.

    5.   Εάν μετά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ο ανακόπτων επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά ή υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία που συμπληρώνουν συναφή πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε ή αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε εντός της εν λόγω προθεσμίας και τα οποία αφορούν την ίδια απαίτηση του άρθρου 7 παράγραφος 2, το Γραφείο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 προκειμένου να αποφασίσει εάν θα δεχθεί ή όχι τα εν λόγω συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία. Προς τον σκοπό αυτόν, το Γραφείο λαμβάνει υπόψη, ιδίως, το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία, καθώς και το κατά πόσον τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία έχουν, εκ πρώτης όψεως, πιθανόν σημασία για την έκβαση της υπόθεσης και το κατά πόσον συντρέχουν εύλογοι λόγοι για την εκπρόθεσμη παράθεσή τους.

    6.   Το Γραφείο καλεί τον καταθέτη να υποβάλει περαιτέρω παρατηρήσεις ως απάντηση, εάν το κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις.

    7.   Εάν η ανακοπή δεν απορριφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 και τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο ανακόπτων είναι ανεπαρκή για την τεκμηρίωση της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 7 ως προς οποιοδήποτε από τα προγενέστερα δικαιώματα, η ανακοπή απορρίπτεται ως αβάσιμη.

    8.   Το άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζεται κατ' αναλογία μετά την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας ανακοπής. Εάν ο καταθέτης επιθυμεί να αποσύρει ή να περιορίσει την επίδικη αίτηση, το πράττει με χωριστό δικόγραφο.

    9.   Όπου ενδείκνυται, το Γραφείο δύναται να καλέσει τους διαδίκους να περιορίσουν τις παρατηρήσεις τους σε συγκεκριμένα ζητήματα. Στην περίπτωση αυτή, επιτρέπει στους διαδίκους να εγείρουν τα λοιπά ζητήματα σε επόμενο στάδιο της διαδικασίας. Το Γραφείο δεν υποχρεούται να ενημερώνει τους διαδίκους σχετικά με τη δυνατότητά τους να προβάλουν ορισμένα συναφή πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία που τυχόν έχουν παραλείψει να προβάλουν.

    Άρθρο 9

    Πολλαπλές ανακοπές

    1.   Εάν έχουν ασκηθεί περισσότερες της μίας ανακοπές κατά της ίδιας αίτησης καταχώρισης σήματος της ΕΕ, το Γραφείο μπορεί να τις συνεκδικάσει. Το Γραφείο μπορεί αργότερα να αποφασίσει να εξετάσει τις ανακοπές αυτές χωριστά.

    2.   Εάν από την προκαταρκτική εξέταση μιας ή περισσοτέρων ανακοπών προκύψει ότι το σήμα της ΕΕ για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση καταχώρισης ενδέχεται να μην μπορεί να καταχωριστεί ως προς το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχει ζητηθεί η καταχώριση, το Γραφείο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία επί των λοιπών ανακοπών κατά της ίδιας αίτησης. Το Γραφείο ενημερώνει τους ανακόπτοντες που αφορά η αναστολή για οποιαδήποτε σχετική απόφαση που έχει ληφθεί στο πλαίσιο των διαδικασιών που συνεχίζονται.

    3.   Όταν καταστεί οριστική η απόφαση για απόρριψη της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λογίζονται ως εκδικασθείσες οι ανακοπές η εκδίκαση των οποίων έχει ανασταλεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 και ενημερώνονται σχετικά οι ανακόπτοντες. Αυτή η μορφή εκδίκασης αποτελεί περίπτωση κατάργησης της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 109 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    4.   Το Γραφείο επιστρέφει το 50 % του τέλους ανακοπής που κατέβαλε κάθε ανακόπτων του οποίου η ανακοπή λογίζεται ως εκδικασθείσα σύμφωνα με την παράγραφο 3, υπό την προϋπόθεση ότι η αναστολή της διαδικασίας ως προς την εν λόγω ανακοπή πραγματοποιήθηκε πριν από την έναρξη του κατ' αντιπαράθεση σταδίου της διαδικασίας.

    Άρθρο 10

    Απόδειξη της χρήσης

    1.   Αίτηση για απόδειξη της χρήσης προγενέστερου σήματος σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2 ή 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 είναι παραδεκτή μόνον εάν κατατεθεί ως άνευ όρων αίτηση με χωριστό έγγραφο εντός της προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

    2.   Εάν ο καταθέτης έχει υποβάλει αίτηση για απόδειξη της χρήσης προγενέστερου σήματος η οποία πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 47 παράγραφος 2 ή 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο καλεί τον ανακόπτοντα να προσκομίσει τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία εντός προθεσμίας που του τάσσει. Εάν ο ανακόπτων δεν παράσχει αποδεικτικά στοιχεία ή αιτίες για τη μη χρήση εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή εάν τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι αιτίες που παρείχε είναι προδήλως αλυσιτελή ή προδήλως ανεπαρκή, το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή στο μέτρο που αυτή στηρίζεται στο εν λόγω προγενέστερο σήμα.

    3.   Οι μνείες και τα αποδεικτικά στοιχεία της χρήσης τεκμηριώνουν τον τόπο, τον χρόνο, την έκταση και τη φύσης της χρήσης του αντιτάξιμου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίστηκε και ως προς τα οποία ασκήθηκε η ανακοπή.

    4.   Τα αποδεικτικά στοιχεία της παραγράφου 3 υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 2 και τα άρθρα 63 και 64 και περιορίζονται στην υποβολή δικαιολογητικών και απτών πειστηρίων, όπως π.χ. συσκευασιών, ετικετών, τιμοκαταλόγων, καταλόγων, τιμολογίων, φωτογραφιών, διαφημιστικών καταχωρίσεων σε εφημερίδες, καθώς και γραπτών βεβαιώσεων και δηλώσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 97 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    5.   Αίτηση για απόδειξη της χρήσης μπορεί να κατατεθεί ταυτόχρονα με παρατηρήσεις σχετικά με τους λόγους στους οποίους βασίζεται η ανακοπή. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι επίσης δυνατόν να υποβληθούν μαζί με τις παρατηρήσεις σε απάντηση της απόδειξης της χρήσης.

    6.   Στις περιπτώσεις που τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται από τον ανακόπτοντα δεν παρατίθενται στη γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής, το Γραφείο μπορεί να ζητήσει από τον ανακόπτοντα να υποβάλει μετάφραση των στοιχείων αυτών στην εν λόγω γλώσσα σύμφωνα με το άρθρο 24 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626.

    7.   Εάν μετά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ο ανακόπτων προβάλει μνείες ή υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία που συμπληρώνουν συναφείς μνείες που προέβαλε ή αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε εντός της εν λόγω προθεσμίας και τα οποία αφορούν την ίδια απαίτηση της παραγράφου 3, το Γραφείο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 προκειμένου να αποφασίσει εάν θα δεχθεί ή όχι τις εν λόγω συμπληρωματικές μνείες ή αποδεικτικά στοιχεία. Προς τον σκοπό αυτόν, το Γραφείο λαμβάνει υπόψη, ιδίως, το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία, καθώς και το κατά πόσον οι εν λόγω μνείες ή αποδεικτικά στοιχεία έχουν, εκ πρώτης όψεως, πιθανόν σημασία για την έκβαση της υπόθεσης και το κατά πόσον συντρέχουν εύλογοι λόγοι για την εκπρόθεσμη παράθεσή τους.

    ΤΙΤΛΟΣ III

    ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

    Άρθρο 11

    Τροποποίηση της αίτησης

    1.   Η αίτηση τροποποίησης της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

    α)

    τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης·

    β)

    το όνομα και τη διεύθυνση του καταθέτη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

    γ)

    μνεία του στοιχείου της αίτησης που χρήζει τροποποίησης και το εν λόγω στοιχείο στην τροποποιημένη του μορφή·

    δ)

    εάν η τροποποίηση αφορά την αναπαράσταση του σήματος, αναπαράσταση του σήματος όπως έχει τροποποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626.

    2.   Εάν οι απαιτήσεις για την τροποποίηση της αίτησης δεν πληρούνται, το Γραφείο κοινοποιεί την έλλειψη στον καταθέτη και τάσσει προθεσμία για τη θεραπεία της. Εάν ο καταθέτης δεν θεραπεύσει την έλλειψη εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση τροποποίησης.

    3.   Όταν η τροποποιηθείσα αίτηση σήματος δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα άρθρα 2 έως 10 του παρόντος κανονισμού.

    4.   Μπορεί να υποβληθεί μία μόνον αίτηση για την τροποποίηση του ίδιου στοιχείου σε δύο ή περισσότερες αιτήσεις του ίδιου καταθέτη.

    5.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 4 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις αιτήσεις για διόρθωση του ονόματος ή της επαγγελματικής διεύθυνσης αντιπροσώπου που έχει ορίσει ο καταθέτης.

    ΤΙΤΛΟΣ IV

    ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ Ή ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ

    Άρθρο 12

    Αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας

    1.   Η αίτηση προς το Γραφείο για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας σύμφωνα με το άρθρο 63 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

    α)

    τον αριθμό καταχώρισης του σήματος της ΕΕ ως προς το οποίο ζητείται η κήρυξη της έκπτωσης ή της ακυρότητας και το όνομα του δικαιούχου του·

    β)

    τους λόγους στους οποίους βασίζεται η αίτηση μέσω δήλωσης ότι πληρούνται οι αντίστοιχοι όροι των άρθρων 58, 59, 60, 81, 82, 91 ή 92 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

    γ)

    όσον αφορά τον αιτούντα:

    i)

    τα στοιχεία ταυτότητας του αιτούντος σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

    ii)

    εάν ο αιτών έχει ορίσει αντιπρόσωπο ή εάν ο ορισμός αντιπροσώπου είναι υποχρεωτικός σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

    δ)

    μνεία των προϊόντων ή των υπηρεσιών ως προς τα οποία ζητείται η κήρυξη της έκπτωσης ή της ακυρότητας· απουσία τέτοιας μνείας, η αίτηση θεωρείται ότι απευθύνεται κατά όλων των προϊόντων ή υπηρεσιών που καλύπτει το προσβαλλόμενο σήμα της ΕΕ.

    2.   Επιπλέον των απαιτήσεων της παραγράφου 1, η αίτηση κήρυξης ακυρότητας που βασίζεται σε σχετικούς λόγους ακυρότητας περιλαμβάνει τα εξής:

    α)

    σε περίπτωση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία του προγενέστερου δικαιώματος επί του οποίου βασίζεται η αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται κατ' αναλογία στην εν λόγω αίτηση·

    β)

    σε περίπτωση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία της φύσης του προγενέστερου δικαιώματος επί του οποίου βασίζεται η αίτηση, αναπαράστασή του και μνεία του εάν το εν λόγω προγενέστερο δικαίωμα ισχύει στο σύνολο της Ένωσης ή σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και, στην περίπτωση αυτή, μνεία των εν λόγω κρατών μελών·

    γ)

    στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία δ) έως ζ) του παρόντος κανονισμού, τα οποία εφαρμόζονται κατ' αναλογία στην εν λόγω αίτηση·

    δ)

    όταν η αίτηση κατατίθεται από πρόσωπο προς το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια χρήσης του σήματος ή από πρόσωπο που κατά το εφαρμοστέο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο δικαιούται να ασκεί προγενέστερο δικαίωμα, μνεία σχετικά με τη χορήγηση άδειας ή το δικαίωμα κατάθεσης της αίτησης.

    3.   Όταν η αίτηση κήρυξης ακυρότητας σύμφωνα με το άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 αφορά περισσότερα του ενός προγενέστερα σήματα ή προγενέστερα δικαιώματα, η παράγραφος 1 στοιχείο β) και η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για καθένα από αυτά τα σήματα ή δικαιώματα.

    4.   Η αίτηση μπορεί να περιλαμβάνει επίσης αιτιολογημένη δήλωση στην οποία παρουσιάζονται οι λόγοι, τα πραγματικά περιστατικά και επιχειρήματα στα οποία βασίζεται η αίτηση, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν την αίτηση.

    Άρθρο 13

    Γλώσσες της διαδικασίας έκπτωσης ή ακυρότητας

    Ο αιτών την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας ή ο δικαιούχος του σήματος της ΕΕ μπορεί να ενημερώσει το Γραφείο, πριν από την πάροδο δύο μηνών από την παραλαβή εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος της EE της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1, ότι συμφωνήθηκε η διεξαγωγή της διαδικασίας σε διαφορετική γλώσσα σύμφωνα με το άρθρο 146 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Αν το δικόγραφο της αίτησης δεν υποβλήθηκε στη γλώσσα αυτή, ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να ζητήσει την υποβολή εκ μέρους του αιτούντος μετάφρασης του δικογράφου της αίτησης στην εν λόγω γλώσσα. Η αίτηση αυτή πρέπει να παραληφθεί από το Γραφείο πριν από την πάροδο της προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή από τον δικαιούχο του σήματος ΕΕ της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1. Το Γραφείο τάσσει στον αιτούντα προθεσμία για την υποβολή της μετάφρασης. Εάν δεν υποβληθεί η εν λόγω μετάφραση ή αυτή υποβληθεί εκπρόθεσμα, η γλώσσα της διαδικασίας δεν μεταβάλλεται.

    Άρθρο 14

    Ενημέρωση των διαδίκων σχετικά με την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας

    Η αίτηση για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας και κάθε έγγραφο που υποβλήθηκε από τον αιτούντα, καθώς επίσης και κάθε επικοινωνία που αποστέλλεται από το Γραφείο σε κάποιον από τους διαδίκους πριν από την κρίση επί του παραδεκτού, αποστέλλεται από το Γραφείο στον έτερο διάδικο για σκοπούς ενημέρωσης σχετικά με την κατάθεση αίτησης για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας.

    Άρθρο 15

    Παραδεκτό αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας

    1.   Σε περίπτωση μη καταβολής του τέλους που προβλέπεται βάσει του άρθρου 63 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο καλεί τον αιτούντα να καταβάλει το σχετικό τέλος εντός προθεσμίας που του τάσσει. Εάν το καταβλητέο τέλος δεν καταβληθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γραφείο ενημερώνει τον αιτούντα ότι η αίτηση για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί. Εάν το τέλος καταβληθεί εκπρόθεσμα, επιστρέφεται στον αιτούντα.

    2.   Εάν η αίτηση δεν κατατεθεί σε μία από τις γλώσσες του Γραφείου, όπως επιβάλλει το άρθρο 146 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ή εάν δεν πληροί τους όρους του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β), ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του άρθρου 12 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) του παρόντος κανονισμού, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη.

    3.   Εάν η μετάφραση που απαιτείται βάσει του άρθρου 146 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 δεν υποβληθεί εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας ως απαράδεκτη.

    4.   Εάν η αίτηση δεν πληροί τους όρους του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ), του άρθρου 12 παράγραφος 2 στοιχείο γ) ή δ), το Γραφείο ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά και τον καλεί να διορθώσει τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν εντός προθεσμίας δύο μηνών. Εάν οι ελλείψεις δεν θεραπευθούν εμπρόθεσμα, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη.

    5.   Το Γραφείο κοινοποιεί στον αιτούντα και στον δικαιούχο του σήματος της ΕΕ κάθε διαπίστωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 ότι η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί και κάθε απόφαση απόρριψης της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας ως απαράδεκτης βάσει των λόγων απαραδέκτου των παραγράφων 2, 3, ή 4. Όταν αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας απορρίπτεται στο σύνολό της ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4, πριν από την κοινοποίηση του άρθρου 17 παράγραφος 1, δεν λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τα έξοδα.

    Άρθρο 16

    Τεκμηρίωση αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας

    1.   Ο αιτών επικαλείται πραγματικά περιστατικά, προσκομίζει αποδείξεις και διατυπώνει επιχειρήματα προς υποστήριξη της αίτησης μέχρι την περάτωση του κατ' αντιπαράθεση σταδίου της διαδικασίας για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας. Ειδικότερα, ο αιτών παρέχει τα ακόλουθα:

    α)

    σε περίπτωση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή γ) ή το άρθρο 59 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, πραγματικά περιστατικά, επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη των λόγων έκπτωσης ή ακυρότητας στους οποίους στηρίζεται η αίτηση·

    β)

    σε περίπτωση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, τα αποδεικτικά στοιχεία του άρθρου 7 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, και οι διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 3 εφαρμόζονται κατ' αναλογία·

    γ)

    σε περίπτωση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την απόκτηση, τη συνεχιζόμενη ύπαρξη και την έκταση της προστασίας του σχετικού προγενέστερου δικαιώματος, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία ότι ο αιτών έχει δικαίωμα να καταθέσει την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης, όταν η επίκληση του προγενέστερου δικαιώματος γίνεται βάσει του δικαίου κράτους μέλους, σαφούς μνείας του περιεχομένου της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, μέσω της προσκόμισης δημοσιεύσεων των σχετικών διατάξεων ή νομολογίας. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης ή την καταχώριση προγενέστερου δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο της σχετικής εθνικής νομοθεσίας είναι προσβάσιμα σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση με πηγή αναγνωρισμένη από το Γραφείο, ο αιτών δύναται να υποβάλει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία μέσω αναφοράς στην εν λόγω πηγή.

    2.   Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης, την καταχώριση ή την ανανέωση προγενέστερων δικαιωμάτων, ή, όπου συντρέχει τέτοια περίπτωση, το περιεχόμενο της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που είναι προσβάσιμα σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ), υποβάλλονται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή. Η μετάφραση υποβάλλεται από τον αιτούντα με δική του πρωτοβουλία εντός ενός μηνός από την υποβολή των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που υποβάλλεται από τον αιτούντα για την τεκμηρίωση της αίτησης ή, στην περίπτωση αίτησης για κήρυξη έκπτωσης σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, από τον δικαιούχο του προσβαλλόμενου σήματος της ΕΕ, υπόκειται στους όρους του άρθρου 24 του εκτελεστικού κανονισμού (EE) 2018/626. Μεταφράσεις που υποβάλλονται μετά τη λήξη των σχετικών προθεσμιών δεν λαμβάνονται υπόψη.

    Άρθρο 17

    Επί της ουσίας εξέταση αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας

    1.   Εάν η αίτηση κριθεί παραδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 15, το Γραφείο αποστέλλει κοινοποίηση στους διαδίκους ενημερώνοντάς τους για την έναρξη του κατ' αντιπαράθεση σταδίου της διαδικασίας για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας και καλώντας τον δικαιούχο του σήματος της ΕΕ να υποβάλει παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο.

    2.   Όταν το Γραφείο καλεί διάδικο σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 να υποβάλει παρατηρήσεις εντός τασσόμενης προθεσμίας και ο εν λόγω διάδικος δεν υποβάλει εμπρόθεσμα παρατηρήσεις, το Γραφείο περατώνει το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας και βασίζει την απόφαση του σχετικά με την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας στα αποδεικτικά στοιχεία που του έχουν παρατεθεί.

    3.   Εάν ο αιτών δεν έχει υποβάλει τα πραγματικά περιστατικά, επιχειρήματα ή αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής του, η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη.

    4.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 62, όλες οι παρατηρήσεις που υποβάλλουν οι διάδικοι αποστέλλονται στους αντιδίκους τους.

    5.   Εάν ο δικαιούχος παραιτηθεί από το σήμα της ΕΕ ως προς το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 ώστε αυτό να καλύπτει μόνο προϊόντα ή υπηρεσίες τα οποία δεν αφορά η αίτηση, ή εάν ο δικαιούχος του σήματος της ΕΕ κηρυχθεί έκπτωτος ή το σήμα της ΕΕ ακυρωθεί σε παράλληλη διαδικασία ή λήξει η ισχύς του, η διαδικασία τερματίζεται, με την εξαίρεση των περιπτώσεων που εφαρμόζεται το άρθρο 57 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή που ο αιτών αποδείξει έννομο συμφέρον στην έκδοση απόφασης επί της ουσίας.

    6.   Εάν ο δικαιούχος παραιτηθεί μερικώς από το σήμα της ΕΕ διαγράφοντας ορισμένα από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αφορά η ανακοπή, το Γραφείο καλεί τον αιτούντα να δηλώσει, εντός προθεσμίας που του τάσσει, εάν εμμένει στην αίτησή του και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, σε σχέση με ποια υπολειπόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες. Εάν ο αιτών αποσύρει την αίτησή του κατόπιν της παραίτησης ή εάν το Γραφείο λάβει πληροφόρηση σχετικά με διακανονισμό μεταξύ των διαδίκων, η διαδικασία τερματίζεται.

    7.   Εάν ο δικαιούχος επιθυμεί να παραιτηθεί από το επίδικο σήμα της ΕΕ, το πράττει με χωριστό δικόγραφο.

    8.   Το άρθρο 8 παράγραφος 9 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

    Άρθρο 18

    Πολλαπλές αιτήσεις έκπτωσης ή ακυρότητας

    1.   Εάν έχουν κατατεθεί περισσότερες της μίας αιτήσεις για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας σχετικά με το ίδιο σήμα της ΕΕ, το Γραφείο μπορεί να τις συνεκδικάσει. Το Γραφείο μπορεί αργότερα να αποφασίσει να εξετάσει τις αιτήσεις αυτές χωριστά.

    2.   Το άρθρο 9 παράγραφοι 2, 3 και 4 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

    Άρθρο 19

    Απόδειξη της χρήσης σε σχέση με αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας

    1.   Σε περίπτωση αίτησης για κήρυξη έκπτωσης βάσει του άρθρου 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο καλεί τον δικαιούχο του σήματος της ΕΕ να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ουσιαστική χρήση του σήματος ή την εύλογη αιτία για τη μη χρήση του εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο. Εάν ο δικαιούχος του σήματος της ΕΕ δεν παράσχει αποδεικτικά στοιχεία της ουσιαστικής χρήσης ή των αιτιών για τη μη χρήση εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή εάν τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι αιτίες που παρείχε είναι προδήλως αλυσιτελή ή προδήλως ανεπαρκή, κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του επί του σήματος της ΕΕ. Το άρθρο 10 παράγραφοι 3, 4, 6 και 7 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

    2.   Αίτηση για απόδειξη της χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 2 ή 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 είναι παραδεκτή μόνον εάν ο δικαιούχος του σήματος της ΕΕ την καταθέσει ως άνευ όρων αίτηση με χωριστό έγγραφο εντός της προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού. Εάν ο δικαιούχος του σήματος της ΕΕ έχει υποβάλει αίτηση για απόδειξη της χρήσης ή της ύπαρξης εύλογης αιτίας για τη μη χρήση προγενέστερου σήματος η οποία πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 64 παράγραφος 2 ή 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο καλεί τον καταθέτη της αίτησης για κήρυξη ακυρότητας να υποβάλει τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο. Εάν ο καταθέτης της αίτησης για κήρυξη ακυρότητας δεν παράσχει αποδεικτικά στοιχεία της ουσιαστικής χρήσης ή των αιτιών για τη μη χρήση εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή εάν τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι αιτίες που παρείχε είναι προδήλως αλυσιτελή ή προδήλως ανεπαρκή, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση στο μέτρο που αυτή στηρίζεται στο εν λόγω προγενέστερο σήμα. Το άρθρο 10 παράγραφοι 3 έως 7 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

    Άρθρο 20

    Αίτηση μεταβίβασης

    1.   Εάν ο δικαιούχος σήματος υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 και το άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αίτηση μεταβίβασης αντί αίτησης ακυρότητας, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 12 έως 19 του παρόντος κανονισμού.

    2.   Εάν αίτηση μεταβίβασης σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 γίνει δεκτή μερικώς ή ολικώς από το Γραφείο ή από δικαστήριο σημάτων της ΕΕ και η απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη, το Γραφείο μεριμνά για την καταχώριση στο μητρώο και τη δημοσίευση της προκύψασας μερικής ή συνολικής μεταβίβασης του σήματος της ΕΕ.

    ΤΙΤΛΟΣ V

    ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

    Άρθρο 21

    Δικόγραφο προσφυγής

    1.   Το δικόγραφο προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει τα εξής:

    α)

    το όνομα και τη διεύθυνση του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

    β)

    εάν ο προσφεύγων έχει ορίσει αντιπρόσωπο, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

    γ)

    εάν ο ορισμός αντιπροσώπου του προσφεύγοντος είναι υποχρεωτικός σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

    δ)

    σαφή και συγκεκριμένο προσδιορισμό της προσβαλλόμενης απόφασης, με μνεία της ημερομηνίας έκδοσής της και του αριθμού πρωτοκόλλου της διαδικασίας την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση·

    ε)

    εάν η απόφαση προσβάλλεται μόνο εν μέρει, σαφή και συγκεκριμένο προσδιορισμό των προϊόντων ή υπηρεσιών σε σχέση με τα οποία προσβάλλεται η απόφαση.

    2.   Όταν το δικόγραφο της προσφυγής κατατίθεται σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι στη γλώσσα της διαδικασίας, ο προσφεύγων υποβάλλει μετάφραση του δικογράφου εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης.

    3.   Όταν στο πλαίσιο διαδικασίας ex parte η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί σε άλλη επίσημη γλώσσα κι όχι στη γλώσσα της διαδικασίας, ο προσφεύγων μπορεί να καταθέσει το δικόγραφο της προσφυγής είτε στη γλώσσα της διαδικασίας είτε στη γλώσσα στην οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση· σε κάθε περίπτωση, η γλώσσα που χρησιμοποιείται για το δικόγραφο της προσφυγής καθίσταται η γλώσσα της διαδικασίας προσφυγής και η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται.

    4.   Το δικόγραφο προσφυγής που έχει κατατεθεί στο πλαίσιο κατ' αντιμωλία διαδικασίας κοινοποιείται αμέσως στον καθ' ου η προσφυγή.

    Άρθρο 22

    Υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής

    1.   Το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής, το οποίο κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1 τέταρτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, περιλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένο προσδιορισμό των ακόλουθων στοιχείων:

    α)

    της διαδικασίας προσφυγής την οποία αφορά, με μνεία είτε του σχετικού αριθμού πρωτοκόλλου της προσφυγής είτε της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 21 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού·

    β)

    των λόγων προσφυγής βάσει των οποίων ζητείται η ακύρωση της επίμαχης απόφασης εντός των ορίων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του παρόντος κανονισμού·

    γ)

    των πραγματικών περιστατικών, των αποδεικτικών στοιχείων και των επιχειρημάτων που προβάλλονται προς υποστήριξη των επικαλούμενων λόγων προσφυγής σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 55 παράγραφος 2.

    2.   Το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής κατατίθεται στη γλώσσα της διαδικασίας προσφυγής, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφοι 2 και 3. Εάν το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής κατατεθεί σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ένωσης, ο προσφεύγων υποβάλλει μετάφρασή του εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής του πρωτότυπου υπομνήματος.

    Άρθρο 23

    Παραδεκτό προσφυγής

    1.   Το τμήμα προσφυγών απορρίπτει προσφυγή ως απαράδεκτη σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    εάν το δικόγραφο της προσφυγής δεν κατατεθεί εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης·

    β)

    εάν η προσφυγή δεν πληροί τους όρους των άρθρων 66 και 67 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή τους όρους του άρθρου 21 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και του άρθρου 21 παράγραφοι 2 και 3 του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν οι εν λόγω ελλείψεις αποκατασταθούν εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης·

    γ)

    εάν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) γ) και ε) και ο προσφεύγων, παρότι έχει ενημερωθεί σχετικά από το τμήμα προσφυγών, δεν αποκαταστήσει τις εν λόγω ελλείψεις εντός της προθεσμίας που του έταξε συναφώς το τμήμα προσφυγών·

    δ)

    εάν το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής δεν κατατεθεί εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης·

    ε)

    εάν το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) και ο προσφεύγων, παρότι έχει ενημερωθεί σχετικά από το τμήμα προσφυγών, δεν αποκαταστήσει τις εν λόγω ελλείψεις εντός της προθεσμίας που του έταξε συναφώς το τμήμα προσφυγών ή δεν υποβάλει τη μετάφραση του υπομνήματος που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής εντός ενός μηνός από την ημερομηνία κατάθεσης του αρχικού υπομνήματος σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2.

    2.   Όταν φαίνεται ότι η προσφυγή μπορεί να είναι απαράδεκτη, ο πρόεδρος του τμήματος προσφυγών στο οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 1 μπορεί να ζητά από το τμήμα προσφυγών να αποφασίσει χωρίς καθυστέρηση επί του παραδεκτού της προσφυγής, πριν από την κοινοποίηση στον καθ' ου η προσφυγή του δικογράφου της προσφυγής ή του υπομνήματος που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής, αναλόγως την περίπτωση.

    3.   Το τμήμα προσφυγών κηρύσσει την προσφυγή θεωρούμενη ως μη υποβληθείσα εάν το τέλος προσφυγής καταβληθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσεται στο άρθρο 68 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου.

    Άρθρο 24

    Αντίκρουση

    1.   Σε κατ' αντιμωλία διαδικασίες ο καθ' ου η προσφυγή μπορεί να καταθέσει δικόγραφο αντίκρουσης εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης του υπομνήματος του προσφεύγοντος που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του καθ' ου η προσφυγή.

    2.   Το δικόγραφο αντίκρουσης περιλαμβάνει το όνομα και τη διεύθυνση του καθ' ου η προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626 και πληροί, κατ' αναλογία, τους όρους του άρθρου 21 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), του άρθρου 22 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και του άρθρου 22 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 25

    Αντίθετη προσφυγή

    1.   Όταν ο καθ' ου η προσφυγή ζητά την έκδοση απόφασης για την ακύρωση ή την τροποποίηση της επίμαχης απόφασης επί σημείου που δεν εθίγη στην προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η σχετική αντίθετη προσφυγή κατατίθεται εντός της προθεσμίας για την κατάθεση αντίκρουσης σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

    2.   Η αντίθετη προσφυγή ασκείται με χωριστό δικόγραφο, διαφορετικό από αυτό του υπομνήματος αντίκρουσης.

    3.   Το δικόγραφο της αντίθετης προσφυγής περιλαμβάνει το όνομα και τη διεύθυνση του καθ' ου η προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626 και πληροί, κατ' αναλογία, τους όρους του άρθρου 21 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) και του άρθρου 22 του παρόντος κανονισμού.

    4.   Αντίθετη προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    εάν δεν κατατεθεί εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1·

    β)

    εάν δεν κατατεθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται είτε στην παράγραφο 2 είτε στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

    γ)

    εάν δεν πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και ο καθ' ου η προσφυγή, παρότι έχει ενημερωθεί σχετικά από το τμήμα προσφυγών, δεν αποκαταστήσει τις εν λόγω ελλείψεις εντός της προθεσμίας που του έταξε συναφώς το τμήμα προσφυγών ή δεν υποβάλει τη μετάφραση της αντίθετης προσφυγής και του αντίστοιχου υπομνήματος εντός ενός μηνός από την ημερομηνία κατάθεσης του αρχικού δικογράφου.

    5.   Ο προσφεύγων καλείται να υποβάλει παρατηρήσεις επί της αντίθετης προσφυγής του καθ' ου η προσφυγή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της στον προσφεύγοντα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί από το τμήμα προσφυγών κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του προσφεύγοντος. Το άρθρο 26 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

    Άρθρο 26

    Υπομνήματα απάντησης και ανταπάντησης σε κατ' αντιμωλία διαδικασίες

    1.   Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του προσφεύγοντος που κατατίθεται εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση του δικογράφου αντίκρουσης, το τμήμα προσφυγών μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, να επιτρέψει στον προσφεύγοντα να συμπληρώσει το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής με υπόμνημα απάντησης, εντός προθεσμίας που του τάσσει το τμήμα προσφυγών.

    2.   Στην περίπτωση αυτή, το τμήμα προσφυγών επιτρέπει και στον καθ' ου η προσφυγή να συμπληρώσει το υπόμνημα αντίκρουσης με υπόμνημα ανταπάντησης, εντός προθεσμίας που του τάσσει το τμήμα προσφυγών.

    Άρθρο 27

    Εξέταση της προσφυγής

    1.   Σε διαδικασίες ex parte και σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο αντικείμενο της προσφυγής, το τμήμα προσφυγών, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ακολουθεί τη διαδικασία του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 όταν εγείρει λόγο απόρριψης της αίτησης σήματος του οποίου δεν έχει ήδη γίνει επίκληση στην προσβαλλόμενη απόφαση κατ' εφαρμογή της εν λόγω διάταξης.

    2.   Σε κατ' αντιμωλία διαδικασίες η εξέταση της προσφυγής και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, της αντίθετης προσφυγής, περιορίζεται στους λόγους των οποίων γίνεται επίκληση στο υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, στο δικόγραφο της αντίθετης προσφυγής. Νομικά ζητήματα που δεν εγείρονται από τους διαδίκους εξετάζονται από το τμήμα προσφυγών μόνον εφόσον αφορούν την παράβαση ουσιώδους τύπου ή είναι αναγκαία η λήψη απόφασης επί αυτών προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ενόψει των πραγματικών περιστατικών, των αποδεικτικών στοιχείων και των επιχειρημάτων που παραθέτουν οι διάδικοι.

    3.   Η εξέταση της προσφυγής καλύπτει επίσης τους ακόλουθους ισχυρισμούς ή αιτήματα εφόσον εκτίθενται στο υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής ή την αντίθετη προσφυγή, αναλόγως την περίπτωση, και έχουν εγερθεί εγκαίρως στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του οργάνου του Γραφείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση:

    α)

    απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα λόγω χρήσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 και το άρθρο 59 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

    β)

    αναγνωρισιμότητα του προγενέστερου σήματος στην αγορά που αποκτήθηκε λόγω χρήσης για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

    γ)

    απόδειξη της χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή το άρθρο 64 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    4.   Σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το τμήμα προσφυγών μπορεί να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση ή αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του μόνον εφόσον τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)

    έχουν, εκ πρώτης όψεως, πιθανόν σημασία για την έκβαση της υπόθεσης· και

    β)

    δεν παρατέθηκαν εμπρόθεσμα για βάσιμους λόγους, ιδίως σε περίπτωση που απλώς συμπληρώνουν σχετικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν ήδη υποβληθεί εμπρόθεσμα, ή κατατίθενται προς αντίκρουση διαπιστώσεων που διατυπώθηκαν ή πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων που εξετάστηκαν αυτεπαγγέλτως από το πρωτοβάθμιο όργανο λήψης αποφάσεων στην προσβαλλόμενη απόφαση.

    5.   Το τμήμα προσφυγών, το αργότερο με την απόφασή του επί της προσφυγής και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, της αντίθετης προσφυγής, αποφαίνεται επί των αιτημάτων περιορισμού, διαίρεσης ή μερικής παραίτησης από το επίδικο σήμα που έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής από τον καταθέτη ή τον δικαιούχο σύμφωνα με τα άρθρα 49, 50 ή 57 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Εάν το τμήμα προσφυγών κάνει δεκτό τον περιορισμό, τη διαίρεση ή τη μερική παραίτηση, ενημερώνει αμελλητί το τμήμα στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει το μητρώο και τα τμήματα που επιλαμβάνονται παράλληλων διαδικασιών που αφορούν το ίδιο σήμα.

    Άρθρο 28

    Ανακοινώσεις από το τμήμα προσφυγών

    1.   Οι ανακοινώσεις στις οποίες προβαίνει το τμήμα προσφυγών στο πλαίσιο της εξέτασης της προσφυγής ή με στόχο να διευκολύνει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς συντάσσονται από τον εισηγητή και υπογράφονται από τον εισηγητή εξ ονόματος του τμήματος προσφυγών, σε συνεννόηση με τον πρόεδρο του τμήματος προσφυγών.

    2.   Όταν το τμήμα προσφυγών ανακοινώνει στους διαδίκους την προσωρινή θέση του επί πραγματικών ή νομικών ζητημάτων, δηλώνει ότι δεν δεσμεύεται από την εν λόγω ανακοίνωση.

    Άρθρο 29

    Παρατηρήσεις επί ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος

    Το τμήμα προσφυγών μπορεί, με δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από έγγραφη και αιτιολογημένη αίτηση του εκτελεστικού διευθυντή του Γραφείου, να καλεί τον εκτελεστικό διευθυντή να διατυπώσει παρατηρήσεις επί ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος τα οποία προκύπτουν στο πλαίσιο διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιόν του. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να υποβάλουν δικές τους παρατηρήσεις επί των παρατηρήσεων του εκτελεστικού διευθυντή.

    Άρθρο 30

    Εκ νέου εξέταση απόλυτων λόγων

    1.   Εάν, στο πλαίσιο διαδικασίας ex parte, το τμήμα προσφυγών κρίνει ότι μπορεί να συντρέχει απόλυτος λόγος απαραδέκτου για προϊόντα ή υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση σήματος αλλά που δεν εντάσσονται στο αντικείμενο της προσφυγής, ενημερώνει τον εξεταστή που είναι αρμόδιος για την εξέταση της εν λόγω αίτησης, ο οποίος μπορεί να αποφασίσει την εκ νέου εξέτασή της σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 σε σχέση με τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

    2.   Σε περίπτωση που έχει ασκηθεί προσφυγή κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών, το τμήμα προσφυγών μπορεί, μέσω αιτιολογημένης μη οριστικής απόφασης και με την επιφύλαξη του άρθρου 66 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, να αναστείλει τη διαδικασία προσφυγής και να αναπέμψει την επίμαχη αίτηση στον εξεταστή που είναι αρμόδιος για την εξέταση της εν λόγω αίτησης, εισηγούμενο την εκ νέου εξέταση της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εάν κρίνει ότι συντρέχει απόλυτος λόγος απαραδέκτου ως προς το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στην αίτηση σήματος.

    3.   Σε περίπτωση αναπομπής της επίδικης αίτησης κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2, ο εξεταστής γνωστοποιεί αμελλητί στο τμήμα προσφυγών εάν προβαίνει σε εκ νέου εξέταση της επίδικης αίτησης. Σε περίπτωση εκ νέου εξέτασης, η διαδικασία προσφυγής παραμένει σε αναστολή έως ότου ληφθεί απόφαση από τον εξεταστή και, σε περίπτωση απόρριψης της επίδικης αίτησης εν όλω ή εν μέρει, έως ότου η σχετική απόφαση του εξεταστή καταστεί τελεσίδικη.

    Άρθρο 31

    Εξέταση προσφυγής κατά προτεραιότητα

    1.   Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του προσφεύγοντος ή του καθ' ου η προσφυγή και κατόπιν ακρόασης του έτερου διαδίκου, το τμήμα προσφυγών μπορεί να αποφασίσει, λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, να εξετάσει την προσφυγή κατά προτεραιότητα, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 23 και 26, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων σχετικά με τις προθεσμίες.

    2.   Το αίτημα για εξέταση της προσφυγής κατά προτεραιότητα υποβάλλεται ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής. Υποβάλλεται με χωριστό έγγραφο και τεκμηριώνεται με αποδεικτικά στοιχεία ως προς τον επείγοντα χαρακτήρα και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.

    Άρθρο 32

    Τυπικό περιεχόμενο της απόφασης του τμήματος προσφυγών

    Η απόφαση του τμήματος προσφυγών περιλαμβάνει:

    α)

    μνεία ότι εκδόθηκε από το τμήμα προσφυγών·

    β)

    την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης·

    γ)

    τα στοιχεία των διαδίκων και των αντιπροσώπων τους·

    δ)

    τον αριθμό της προσφυγής την οποία αφορά και προσδιορισμό της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 21 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

    ε)

    μνεία ως προς τη σύνθεση του τμήματος προσφυγών·

    στ)

    το όνομα και, με την επιφύλαξη του άρθρου 39 παράγραφος 5, την υπογραφή του προέδρου και των μελών που μετείχαν στη λήψη της απόφασης, συμπεριλαμβανομένης μνείας του προσώπου που ενήργησε ως εισηγητής στην υπόθεση ή, εάν η απόφαση εκδόθηκε από μονομελές τμήμα, το όνομα και την υπογραφή του μέλους που την έλαβε·

    ζ)

    το όνομα και την υπογραφή του γραμματέα ή, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, του μέλους της γραμματείας που υπογράφει για λογαριασμό του γραμματέα·

    η)

    συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών που επικαλέστηκαν οι διάδικοι και των επιχειρημάτων που διατύπωσαν·

    θ)

    παράθεση του σκεπτικού της απόφασης·

    ι)

    το διατακτικό του τμήματος προσφυγών, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, της απόφασης σχετικά με τα δικαστικά έξοδα.

    Άρθρο 33

    Επιστροφή του τέλους προσφυγής

    Το τέλος προσφυγής επιστρέφεται κατόπιν εντολής του τμήματος προσφυγών σε οποιαδήποτε από τις παρακάτω περιπτώσεις:

    α)

    όταν η προσφυγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

    β)

    όταν το όργανο λήψης αποφάσεων του Γραφείου που έλαβε την επίμαχη απόφαση αποφασίζει να προβεί σε αναθεώρηση σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή ανακαλεί την επίμαχη απόφαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 103 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

    γ)

    όταν, κατόπιν διαδικασίας εκ νέου εξέτασης κατά την έννοια του άρθρου 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ύστερα από εισήγηση του τμήματος προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η επίδικη αίτηση απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση του εξεταστή και η προσφυγή καταστεί, για τον λόγο αυτόν, άνευ αντικειμένου·

    δ)

    όταν το τμήμα προσφυγών θεωρεί την επιστροφή του τέλους προσφυγής δίκαιη λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.

    Άρθρο 34

    Αναθεώρηση και ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης

    1.   Εάν, στο πλαίσιο διαδικασίας ex parte, η προσφυγή δεν απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1, το τμήμα προσφυγών παραπέμπει το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής στο όργανο λήψης αποφάσεων του Γραφείου που εξέδωσε την επίμαχη απόφαση για τους σκοπούς του άρθρου 69 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    2.   Εάν το όργανο λήψης αποφάσεων του Γραφείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αποφασίσει να προβεί σε αναθεώρηση σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ενημερώνει αμελλητί το τμήμα προσφυγών.

    3.   Εάν το όργανο λήψης αποφάσεων του Γραφείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κινήσει τη διαδικασία για ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ενημερώνει αμελλητί σχετικά το τμήμα προσφυγών για τους σκοπούς του άρθρου 71 του παρόντος κανονισμού. Ενημερώνει επίσης αμελλητί το τμήμα προσφυγών σχετικά με την τελική έκβαση της διαδικασίας.

    Άρθρο 35

    Κατανομή της προσφυγής σε τμήμα και ορισμός εισηγητή

    1.   Αφ' ης στιγμής κατατεθεί το δικόγραφο της προσφυγής, ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών κατανέμει την υπόθεση σε τμήμα προσφυγής βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζονται από το προεδρείο των τμημάτων προσφυγών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 166 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    2.   Για κάθε υπόθεση που κατανέμεται σε τμήμα προσφυγών σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο πρόεδρος του εν λόγω τμήματος προσφυγών ορίζει ένα μέλος του τμήματος, ή τον πρόεδρό του, ως εισηγητή.

    3.   Όταν μια υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα μονομελούς τμήματος σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1, το επιληφθέν τμήμα προσφυγών ορίζει ως μονομελές τμήμα τον εισηγητή σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    4.   Όταν απόφαση τμήματος προσφυγών ακυρωθεί ή τροποποιηθεί με τελεσίδικη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή, κατά περίπτωση, του Δικαστηρίου, ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών, προς τον σκοπό της συμμόρφωσης με την απόφαση αυτή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 72 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, κατανέμει εκ νέου την υπόθεση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε τμήμα προσφυγών, στη σύνθεση του οποίου δεν περιλαμβάνονται τα μέλη που έλαβαν την ακυρωθείσα απόφαση, εκτός εάν η υπόθεση παραπέμπεται στο διευρυμένο τμήμα προσφυγών (το «τμήμα μείζονος συνθέσεως») ή εάν η ακυρωθείσα απόφαση ελήφθη από το τμήμα μείζονος συνθέσεως.

    5.   Εάν κατά της ίδιας απόφασης έχουν ασκηθεί περισσότερες της μίας προσφυγές, αυτές εξετάζονται στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας. Εάν έχουν ασκηθεί προσφυγές με τους ίδιους διαδίκους κατά διαφορετικών αποφάσεων που αφορούν το ίδιο σήμα ή που έχουν κοινά άλλα σχετικά πραγματικά ή νομικά στοιχεία, οι προσφυγές αυτές μπορεί, εφόσον συμφωνούν οι διάδικοι, να εξεταστούν στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας.

    Άρθρο 36

    Υποθέσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα μονομελούς τμήματος

    1.   Το επιληφθέν τμήμα προσφυγών μπορεί να ορίζει μονομελές τμήμα κατά την έννοια του άρθρου 165 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 για τους σκοπούς των ακόλουθων αποφάσεων:

    α)

    αποφάσεων βάσει του άρθρου 23·

    β)

    αποφάσεων που περατώνουν τη διαδικασία προσφυγής κατόπιν απόσυρσης, απόρριψης, παραίτησης ή ακύρωσης του επίδικου ή του προγενέστερου σήματος·

    γ)

    αποφάσεων που περατώνουν τη διαδικασία προσφυγής κατόπιν απόσυρσης της ανακοπής, της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, ή της προσφυγής·

    δ)

    αποφάσεων επί μέτρων βάσει του άρθρου 102 παράγραφος 1 και του άρθρου 103 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εφόσον η διόρθωση ή, κατά περίπτωση, η ανάκληση της απόφασης επί της προσφυγής αφορά απόφαση που ελήφθη από μονομελές τμήμα·

    ε)

    αποφάσεων βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

    στ)

    αποφάσεων βάσει του άρθρου 109 παράγραφοι 4, 5 και 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

    ζ)

    αποφάσεων επί προσφυγών κατά αποφάσεων στο πλαίσιο διαδικασιών ex parte που έχουν ληφθεί βάσει των λόγων του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 οι οποίες είναι είτε προδήλως αβάσιμες είτε προδήλως βάσιμες.

    2.   Όταν το μονομελές τμήμα κρίνει ότι οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 ή στο άρθρο 165 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 δεν συντρέχουν ή έπαυσαν να συντρέχουν, το μονομελές τμήμα αναπέμπει την υπόθεση στο τμήμα προσφυγών υπό την τριμελή σύνθεσή του υποβάλλοντας σχέδιο απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 41 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 37

    Παραπομπή στο τμήμα μείζονος συνθέσεως

    1.   Με την επιφύλαξη της δυνατότητας παραπομπής υπόθεσης στο τμήμα μείζονος συνθέσεως βάσει του άρθρου 165 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, τμήμα προσφυγών παραπέμπει υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως εάν εκτιμά ότι οφείλει να αποκλίνει από ερμηνεία της ισχύουσας νομοθεσίας την οποία έχει ακολουθήσει σε προηγούμενη απόφασή του το τμήμα μείζονος συνθέσεως ή εάν διαπιστώσει ότι τα τμήματα προσφυγών έχουν εκδώσει αποκλίνουσες αποφάσεις επί νομικού ζητήματος που είναι πιθανόν να επηρεάζει την έκβαση της υπόθεσης.

    2.   Όλες οι αποφάσεις παραπομπής υπόθεσης προσφυγής στο τμήμα μείζονος συνθέσεως αναφέρουν τους λόγους βάσει των οποίων η παραπομπή κρίνεται ενδεδειγμένη από το τμήμα προσφυγών που προβαίνει στην παραπομπή ή, κατά περίπτωση, το προεδρείο των τμημάτων προσφυγών, κοινοποιούνται στους διαδίκους της υπόθεσης και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου.

    3.   Το τμήμα μείζονος συνθέσεως αναπέμπει αμελλητί την υπόθεση στο τμήμα προσφυγών που είχε αρχικά επιληφθεί της υπόθεσης εάν εκτιμά ότι οι προϋποθέσεις που οδήγησαν στην παραπομπή δεν συντρέχουν ή έπαυσαν να συντρέχουν.

    4.   Τα αιτήματα για την έκδοση αιτιολογημένης γνώμης επί νομικού ζητήματος σύμφωνα με το άρθρο 157 παράγραφος 4 στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 παραπέμπονται εγγράφως στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, μνημονεύουν τα νομικά ζητήματα επί των οποίων ζητείται ερμηνεία, ενώ μπορεί επίσης να μνημονεύουν την άποψη του εκτελεστικού διευθυντή επί των διαφόρων πιθανών ερμηνειών, καθώς και τις νομικές και πρακτικές συνέπειες της κάθε ερμηνείας. Τα αιτήματα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου.

    5.   Εάν τμήμα προσφυγών καλείται να λάβει απόφαση στο πλαίσιο υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί επί νομικού ζητήματος που έχει ήδη παραπεμφθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 3 ή το άρθρο 157 παράγραφος 4 στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αναστέλλει τη διαδικασία έως ότου το τμήμα μείζονος συνθέσεως λάβει την απόφασή του ή διατυπώσει την αιτιολογημένη γνώμη του.

    6.   Ομάδες ή φορείς που εκπροσωπούν συμφέροντα κατασκευαστών, παραγωγών, παρόχων υπηρεσιών, εμπόρων ή καταναλωτών και που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον σε σχέση με το αποτέλεσμα προσφυγής ή αιτήματος για την έκδοση αιτιολογημένης γνώμης που έχει παραπεμφθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως μπορούν να υποβάλουν έγγραφες παρατηρήσεις εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου της απόφασης παραπομπής ή, κατά περίπτωση, του αιτήματος για την έκδοση αιτιολογημένης γνώμης. Δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως και βαρύνονται με τα δικαστικά τους έξοδα.

    Άρθρο 38

    Μεταβολή της σύνθεσης τμήματος προσφυγών

    1.   Εάν, μετά την προφορική διαδικασία, η σύνθεση τμήματος προσφυγών μεταβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφοι 2 και 3, όλοι οι διάδικοι ενημερώνονται ότι, κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διαδίκου, θα διεξαχθεί νέα προφορική διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών υπό τη νέα του σύνθεση. Νέα προφορική διαδικασία διεξάγεται, επίσης, κατόπιν αίτησης του νέου μέλους του τμήματος και εφόσον συμφωνούν τα λοιπά μέλη του τμήματος προσφυγών.

    2.   Οι μη οριστικές αποφάσεις που τυχόν έχουν ήδη ληφθεί δεσμεύουν το νέο μέλος του τμήματος προσφυγών στον ίδιο βαθμό που δεσμεύουν και τα λοιπά μέλη.

    Άρθρο 39

    Διάσκεψη, ψηφοφορία και υπογραφή αποφάσεων

    1.   Ο εισηγητής υποβάλει σχέδιο της απόφασης προς έκδοση στα υπόλοιπα μέλη του τμήματος προσφυγών και ορίζει εύλογη προθεσμία για την προβολή αντιρρήσεων ή την αίτηση αλλαγών.

    2.   Το τμήμα προσφυγών διασκέπτεται επί της απόφασης προς έκδοση εάν διαφαίνεται ότι δεν επικρατεί ομοφωνία μεταξύ των μελών του. Στις διασκέψεις μετέχουν μόνο μέλη του τμήματος προσφυγών· ο πρόεδρος του τμήματος προσφυγών μπορεί, ωστόσο, να επιτρέπει την παρουσία άλλων υπαλλήλων, όπως του γραμματέα ή διερμηνέων. Οι διασκέψεις είναι και παραμένουν μυστικές.

    3.   Κατά τις διασκέψεις των μελών τμήματος προσφυγών ακούγεται πρώτα η γνώμη του εισηγητή και, εάν εισηγητής δεν είναι ο πρόεδρος του τμήματος, ακούγεται τελευταία η γνώμη του προέδρου.

    4.   Εάν είναι αναγκαία ψηφοφορία, ακολουθείται η ίδια σειρά, εκτός εάν ο πρόεδρος είναι και εισηγητής· στην περίπτωση αυτή, ψηφίζει τελευταίος. Δεν επιτρέπεται αποχή από την ψηφοφορία.

    5.   Η απόφαση υπογράφεται από όλα τα μέλη του τμήματος προσφυγών που τη λαμβάνει. Ωστόσο, όταν το τμήμα προσφυγών έχει ήδη λάβει οριστική απόφαση και συντρέχει κώλυμα μέλους, το μέλος αυτό δεν αντικαθίσταται και ο πρόεδρος του τμήματος υπογράφει την απόφαση για λογαριασμό του. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου του τμήματος, την απόφαση για λογαριασμό του προέδρου υπογράφει το αρχαιότερο μέλος του τμήματος προσφυγών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 παράγραφος 1.

    6.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αποφάσεων προς έκδοση από μονομελές τμήμα σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και το άρθρο 36 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αποφάσεις υπογράφονται από το μοναδικό μέλος του τμήματος.

    Άρθρο 40

    Πρόεδρος τμήματος προσφυγών

    Σε κάθε τμήμα προσφυγών προεδρεύει πρόεδρος, ο οποίος επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα:

    α)

    ορίζει ένα μέλος του τμήματος προσφυγών ή τον εαυτό του ως εισηγητή σε κάθε υπόθεση της οποίας επιλαμβάνεται το εν λόγω τμήμα προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 2·

    β)

    ορίζει, για λογαριασμό του τμήματος προσφυγών, τον εισηγητή ως μονομελές τμήμα σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

    γ)

    ζητά από το τμήμα προσφυγών να αποφανθεί επί του παραδεκτού της προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

    δ)

    διευθύνει την προπαρασκευαστική εξέταση της υπόθεσης που διενεργείται από τον εισηγητή σύμφωνα με το άρθρο 41 του παρόντος κανονισμού·

    ε)

    προεδρεύει και υπογράφει τα πρακτικά της προφορικής διαδικασίας και της αποδεικτικής διαδικασίας.

    Άρθρο 41

    Εισηγητής τμήματος προσφυγών

    1.   Ο εισηγητής εξετάζει προκαταρκτικά την προσφυγή που του έχει ανατεθεί, προετοιμάζει την υπόθεση για εξέταση και διαβούλευση από το τμήμα προσφυγών και συντάσσει το σχέδιο απόφασης προς λήψη από το τμήμα προσφυγών.

    2.   Προς τούτο, ο εισηγητής, όπου είναι αναγκαίο και υπό την καθοδήγηση του προέδρου του τμήματος προσφυγών, επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα:

    α)

    καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

    β)

    αποφαίνεται επί αιτημάτων παράτασης προθεσμιών και, όπου συντρέχει περίπτωση, τάσσει προθεσμίες κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφος 1, του άρθρου 25 παράγραφος 5 και του άρθρου 26 του παρόντος κανονισμού, και αποφαίνεται επί αναστολών σύμφωνα με το άρθρο 71·

    γ)

    συντάσσει ανακοινώσεις σύμφωνα με το άρθρο 28 και προετοιμάζει την προφορική διαδικασία·

    δ)

    υπογράφει τα πρακτικά της προφορικής και της αποδεικτικής διαδικασίας.

    Άρθρο 42

    Γραμματεία

    1.   Στα τμήματα προσφυγών συγκροτούνται γραμματείες. Η γραμματεία επιφορτίζεται με την παραλαβή, τη διαβίβαση, τη φύλαξη και την κοινοποίηση όλων των εγγράφων της διαδικασίας ενώπιον των τμημάτων προσφυγών, καθώς και με την κατάρτιση των σχετικών φακέλων.

    2.   Προϊστάμενος της γραμματείας είναι ο γραμματέας. Ο γραμματέας ασκεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπό την εποπτεία του προέδρου των τμημάτων προσφυγών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3.

    3.   Ο γραμματέας μεριμνά για την τήρηση όλων των τυπικών προϋποθέσεων και των προθεσμιών που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, στον παρόντα κανονισμό ή σε αποφάσεις του προεδρείου των τμημάτων προσφυγών που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 166 παράγραφος 4 στοιχεία γ) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Προς τούτο, ο γραμματέας επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα:

    α)

    υπογράφει τις αποφάσεις επί προσφυγών που λαμβάνονται από τα τμήματα προσφυγών·

    β)

    τηρεί και υπογράφει τα πρακτικά των προφορικών και των αποδεικτικών διαδικασιών·

    γ)

    υποβάλλει, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος του τμήματος προσφυγών, αιτιολογημένες γνώμες στο τμήμα προσφυγών σχετικά με ζητήματα ουσιώδους τύπου και τυπικών απαιτήσεων, όπως, μεταξύ άλλων, σχετικά με παρατυπίες βάσει του άρθρου 23 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

    δ)

    παραπέμπει την προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού στο όργανο του Γραφείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση·

    ε)

    διατάσσει, για λογαριασμό του τμήματος προσφυγών, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33 στοιχεία α) και β) του παρόντος κανονισμού, την επιστροφή του τέλους προσφυγής.

    4.   Ο γραμματέας, κατόπιν ανάθεσης από τον πρόεδρο των τμημάτων προσφυγών, επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα:

    α)

    κατανέμει υποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφοι 1 και 4·

    β)

    εφαρμόζει, σύμφωνα με το άρθρο 166 παράγραφος 4 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποφάσεις του προεδρείου των τμημάτων προσφυγών που αφορούν τη διεξαγωγή των διαδικασιών ενώπιον των τμημάτων προσφυγών.

    5.   Ο γραμματέας μπορεί, κατόπιν ανάθεσης από το προεδρείο των τμημάτων προσφυγών που πραγματοποιείται έπειτα από πρόταση του προέδρου των τμημάτων προσφυγών, να ασκεί και άλλα καθήκοντα σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών προσφυγής ενώπιον των τμημάτων προσφυγών και την οργάνωση των εργασιών τους.

    6.   Ο γραμματέας μπορεί να αναθέτει τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε μέλος της γραμματείας.

    7.   Σε περίπτωση κωλύματος του γραμματέα κατά την έννοια του άρθρου 43 παράγραφος 4 ή χηρείας της θέσης του γραμματέα, ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών ορίζει μέλος της γραμματείας για να ασκεί τα καθήκοντα του γραμματέα κατά την απουσία του γραμματέα.

    8.   Τα μέλη της γραμματείας εργάζονται υπό τη διεύθυνση του γραμματέα.

    Άρθρο 43

    Σειρά αρχαιότητας και αντικατάσταση μελών και προέδρων

    1.   Η αρχαιότητα των προέδρων και των μελών τμημάτων προσφυγών καθορίζεται από τον χρόνο ανάληψης των καθηκόντων τους όπως αυτός ορίζεται στην πράξη διορισμού τους ή, άλλως, όπως έχει καθοριστεί από το διοικητικό συμβούλιο του Γραφείου. Σε περίπτωση ίδιας αρχαιότητας βάσει του παραπάνω κριτηρίου, η σειρά αρχαιότητας καθορίζεται από την ηλικία. Οι πρόεδροι και τα μέλη τμημάτων προσφυγών των οποίων η θητεία ανανεώνεται διατηρούν την προηγούμενη αρχαιότητά τους.

    2.   Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου τμήματος προσφυγών, ο εν λόγω πρόεδρος αντικαθίσταται, βάσει της σειράς αρχαιότητας που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, από το αρχαιότερο μέλος αυτού του τμήματος προσφυγών ή, όταν δεν είναι διαθέσιμο κανένα μέλος αυτού του τμήματος προσφυγών, από το αρχαιότερο των υπολοίπων μελών των τμημάτων προσφυγών.

    3.   Σε περίπτωση κωλύματος μέλους τμήματος προσφυγών, το εν λόγω μέλος αντικαθίσταται, βάσει της σειράς αρχαιότητας που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, από το αρχαιότερο μέλος αυτού του τμήματος προσφυγών ή, όταν δεν είναι διαθέσιμο κανένα μέλος αυτού του τμήματος προσφυγών, από το αρχαιότερο των υπολοίπων μελών των τμημάτων προσφυγών.

    4.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, για τους προέδρους και τα μέλη των τμημάτων προσφυγών θεωρείται ότι συντρέχει κώλυμα σε περίπτωση άδειας, ασθένειας, ανειλημμένων υποχρεώσεων και αποκλεισμού σύμφωνα με το άρθρο 169 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και το άρθρο 35 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού. Επίσης, θεωρείται ότι συντρέχει κώλυμα για πρόεδρο τμήματος προσφυγών σε περίπτωση που ο εν λόγω πρόεδρος εκτελεί προσωρινώς χρέη προέδρου των τμημάτων προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση χηρείας της θέσης προέδρου ή μέλους τμήματος προσφυγών, τα αντίστοιχα καθήκοντά τους ασκούνται προσωρινώς σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου που αφορούν την αντικατάσταση.

    5.   Κάθε μέλος τμήματος προσφυγών που θεωρεί ότι αντιμετωπίζει κώλυμα ενημερώνει αμελλητί τον πρόεδρο του οικείου τμήματος προσφυγών. Κάθε πρόεδρος τμήματος προσφυγών που θεωρεί ότι αντιμετωπίζει κώλυμα ενημερώνει αμελλητί ταυτόχρονα τόσο τον αναπληρωτή του που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 όσο και τον πρόεδρο των τμημάτων προσφυγών.

    Άρθρο 44

    Αποκλεισμός και εξαίρεση

    1.   Πριν από τη λήψη απόφασης από τμήμα προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 169 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ο ενδιαφερόμενος πρόεδρος ή το μέλος καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σχετικά με το εάν υπάρχει λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης.

    2.   Εάν το τμήμα προσφυγών λάβει γνώση, από πηγή άλλη πλην του ενδιαφερόμενου μέλους ή διαδίκου, της ενδεχόμενης ύπαρξης λόγου αποκλεισμού ή εξαίρεσης βάσει του άρθρου 169 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 169 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    3.   Η σχετική διαδικασία αναστέλλεται έως ότου ληφθεί απόφαση ως προς τη συνέχεια που θα δοθεί σύμφωνα με το άρθρο 169 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    Άρθρο 45

    Τμήμα μείζονος συνθέσεως

    1.   Ο κατάλογος που περιλαμβάνει τα ονόματα όλων των μελών των τμημάτων προσφυγών εκτός του προέδρου των τμημάτων προσφυγών και των προέδρων των επιμέρους τμήματος προσφυγών για τους σκοπούς της εκ περιτροπής επιλογής των μελών του τμήματος μείζονος συνθέσεως όπως αναφέρεται στο άρθρο 167 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 καταρτίζεται βάσει της σειράς αρχαιότητας που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση παραπομπής προσφυγής στο τμήμα μείζονος συνθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το τμήμα μείζονος συνθέσεως περιλαμβάνει τον εισηγητή που έχει οριστεί πριν από την παραπομπή.

    2.   Για τον πρόεδρο των τμημάτων προσφυγών που ασκεί καθήκοντα προέδρου του τμήματος μείζονος συνθέσεως εφαρμόζεται το άρθρο 40. Για τον εισηγητή του τμήματος μείζονος συνθέσεως εφαρμόζεται το άρθρο 41.

    3.   Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου των τμημάτων προσφυγών ως προς την άσκηση των καθηκόντων του προέδρου του τμήματος μείζονος συνθέσεως, ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών αντικαθίσταται στον ρόλο του αυτόν και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, στον ρόλο του εισηγητή του τμήματος μείζονος συνθέσεως, βάσει της σειράς αρχαιότητας που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1, από τον αρχαιότερο πρόεδρο τμήματος προσφυγών. Σε περίπτωση κωλύματος μέλους του τμήματος μείζονος συνθέσεως, το μέλος αυτό αντικαθίσταται από άλλο μέλος των τμημάτων προσφυγών που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 167 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Εφαρμόζεται κατ' αναλογία το άρθρο 43 παράγραφοι 4 και 5 του παρόντος κανονισμού.

    4.   Το τμήμα μείζονος συνθέσεως δεν διασκέπτεται ούτε διεξάγει ψηφοφορίες επί υποθέσεων, ούτε διεξάγονται προφορικές διαδικασίες ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως, εάν δεν είναι παρόντα τουλάχιστον επτά από τα μέλη του, συμπεριλαμβανομένων του προέδρου του και του εισηγητή.

    5.   Για τις διασκέψεις και τις ψηφοφορίες του τμήματος μείζονος συνθέσεως εφαρμόζεται το άρθρο 39 παράγραφοι 1 έως 5. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

    6.   Για τις αποφάσεις του τμήματος μείζονος συνθέσεως και κατ' αναλογία για τις αιτιολογημένες γνώμες του κατά την έννοια του άρθρου 157 παράγραφος 4 στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 εφαρμόζεται το άρθρο 32.

    Άρθρο 46

    Προεδρείο των τμημάτων προσφυγών

    1.   Το προεδρείο των τμημάτων προσφυγών επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα:

    α)

    αποφαίνεται επί της συγκρότησης των τμημάτων προσφυγών·

    β)

    καθορίζει τα αντικειμενικά κριτήρια για την κατανομή των προσφυγών στα τμήματα προσφυγών και αποφαίνεται επί τυχόν συγκρούσεων ως προς την εφαρμογή τους·

    γ)

    έπειτα από πρόταση του προέδρου των τμημάτων προσφυγών, καθορίζει τις απαιτήσεις δαπανών των τμημάτων προσφυγών προκειμένου να συνταχθεί η κατάσταση προβλέψεων δαπανών·

    δ)

    θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό·

    ε)

    θεσπίζει κανόνες για τον χειρισμό των περιπτώσεων αποκλεισμού και εξαίρεσης μελών σύμφωνα με το άρθρο 169 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

    στ)

    καταρτίζει οδηγίες εργασίας για τη γραμματεία·

    ζ)

    λαμβάνει κάθε άλλο μέτρο προς τον σκοπό της άσκησης των καθηκόντων του σχετικά με τη θέσπιση των κανόνων και την οργάνωση των εργασιών των τμημάτων προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 3 στοιχείο α) και το άρθρο 166 παράγραφος 4 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    2.   Το προεδρείο διασκέπτεται έγκυρα μόνον εφόσον είναι παρόντα τα δύο τρίτα τουλάχιστον των μελών του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ο πρόεδρος του προεδρείου και ο μισός αριθμός των προέδρων τμήματος προσφυγών, στρογγυλοποιημένος, εάν χρειάζεται, στην αμέσως μεγαλύτερη μονάδα. Οι αποφάσεις του προεδρείου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

    3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το προεδρείο σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1, το άρθρο 45 παράγραφος 1 και την παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου.

    Άρθρο 47

    Πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών

    1.   Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου των τμημάτων προσφυγών κατά την έννοια του άρθρου 43 παράγραφος 4, οι διοικητικές και οργανωτικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στον πρόεδρο των τμημάτων προσφυγών με το άρθρο 166 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ασκούνται, κατά τη σειρά αρχαιότητας που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, από τον αρχαιότερο πρόεδρο τμήματος προσφυγών.

    2.   Σε περίπτωση χηρείας της θέσης του προέδρου των τμημάτων προσφυγών, τα καθήκοντα του προέδρου αυτού ασκούνται προσωρινώς, κατά τη σειρά αρχαιότητας που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, από τον αρχαιότερο πρόεδρο τμήματος προσφυγών.

    Άρθρο 48

    Εφαρμογή στη διαδικασία προσφυγής διατάξεων που αφορούν άλλες διαδικασίες

    Πλην εάν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα τίτλο, οι διατάξεις που αφορούν τη διαδικασία ενώπιον του οργάνου του Γραφείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στη διαδικασία προσφυγής.

    ΤΙΤΛΟΣ VI

    ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    Άρθρο 49

    Κλήτευση σε προφορική διαδικασία

    1.   Οι διάδικοι κλητεύονται στην προφορική διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 96 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και εφιστάται η προσοχή τους επί της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

    2.   Όπου χρειάζεται, το Γραφείο καλεί με την κλήτευση τους διαδίκους να προσκομίσουν όλα τα σχετικά στοιχεία και έγγραφα πριν από την ακροαματική διαδικασία. Το Γραφείο μπορεί να καλεί τους διαδίκους να επικεντρωθούν σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα ζητήματα κατά την προφορική διαδικασία. Μπορεί επίσης να παρέχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην προφορική διαδικασία μέσω βιντεοδιάσκεψης ή άλλων τεχνικών μέσων.

    3.   Εάν διάδικος δεν παραστεί στην προφορική διαδικασία ενώπιον του Γραφείου παρά τη δέουσα κλήτευσή του, η διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί χωρίς τον εν λόγω διάδικο.

    4.   Το Γραφείο μεριμνά ώστε με την ολοκλήρωση της προφορικής διαδικασίας η υπόθεση να είναι ώριμη για την έκδοση απόφασης, εκτός εάν συντρέχουν ειδικοί λόγοι περί του αντιθέτου.

    Άρθρο 50

    Γλώσσες της προφορικής διαδικασίας

    1.   Η προφορική διαδικασία διεξάγεται στη γλώσσα της διαδικασίας, εκτός εάν οι διάδικοι συμφωνήσουν στη χρήση άλλης επίσημης γλώσσας της Ένωσης.

    2.   Το Γραφείο μπορεί να επικοινωνεί στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ένωσης και μπορεί να επιτρέπει σε διάδικο, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να πράξει το ίδιο, εφόσον μπορεί να εξασφαλισθεί η ταυτόχρονη διερμηνεία στη γλώσσα της διαδικασίας. Τα έξοδα της ταυτόχρονης διερμηνείας βαρύνουν τον διάδικο που υπέβαλε το αίτημα ή το Γραφείο, αναλόγως την περίπτωση.

    Άρθρο 51

    Εξέταση διαδίκων, μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων και διενέργεια αυτοψίας

    1.   Εάν το Γραφείο κρίνει αναγκαίο να εξετάσει διαδίκους, μάρτυρες ή πραγματογνώμονες ή να προβεί σε αυτοψία, εκδίδει σχετική μη οριστική απόφαση στην οποία προσδιορίζει τον τρόπο διεξαγωγής των αποδείξεων, τα προς απόδειξη πραγματικά περιστατικά, καθώς και την ημέρα, την ώρα και τον τόπο διεξαγωγής. Εάν η εξέταση μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων ζητήθηκε από έναν από τους διαδίκους, το Γραφείο τάσσει στην απόφασή του προθεσμία εντός της οποίας ο εν λόγω διάδικος οφείλει να του κοινοποιήσει τα ονόματα και τις διευθύνσεις των μαρτύρων ή των πραγματογνωμόνων.

    2.   Η κλήτευση διαδίκων, μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων περιλαμβάνει:

    α)

    απόσπασμα της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στο οποίο αναφέρονται η ημέρα, η ώρα και ο τόπος διεξαγωγής της διαταχθείσας εξέτασης, καθώς και τα σημεία στα οποία θα εξεταστούν οι διάδικοι, μάρτυρες ή πραγματογνώμονες·

    β)

    τα ονόματα των διαδίκων και λεπτομέρειες ως προς τα δικαιώματα που δικαιούνται να επικαλεστούν οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφοι 2 έως 5.

    Η κλήτευση παρέχει επίσης στους κλητευθέντες διαδίκους, μάρτυρες ή πραγματογνώμονες τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην προφορική διαδικασία μέσω βιντεοδιάσκεψης ή άλλων τεχνικών μέσων.

    3.   Το άρθρο 50 παράγραφος 2 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

    Άρθρο 52

    Διορισμός πραγματογνωμόνων και υποβολή πραγματογνωμοσύνης

    1.   Το Γραφείο αποφασίζει για τη μορφή της πραγματογνωμοσύνης που θα υποβάλουν οι πραγματογνώμονες.

    2.   Η απόφαση περί διορισμού πραγματογνωμόνων περιλαμβάνει:

    α)

    ακριβή περιγραφή των καθηκόντων του πραγματογνώμονα·

    β)

    την προθεσμία υποβολής της πραγματογνωμοσύνης·

    γ)

    τα ονόματα των διαδίκων·

    δ)

    υπόμνηση των δικαιωμάτων που ο πραγματογνώμονας δύναται να επικαλεστεί σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφοι 2, 3 και 4.

    3.   Σε περίπτωση διορισμού πραγματογνώμονα, η πραγματογνωμοσύνη υποβάλλεται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύεται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή. Οι διάδικοι λαμβάνουν αντίγραφο της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και της μετάφρασής της, εάν χρειάζεται.

    4.   Οι διάδικοι μπορούν να προτείνουν την εξαίρεση πραγματογνώμονα είτε για λόγους ανικανότητας είτε για λόγο που δικαιολογεί την εξαίρεση εξεταστή ή μέλους τμήματος του Γραφείου ή τμήματος προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 169 παράγραφοι 1 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Η πρόταση εξαίρεσης πραγματογνώμονα υποβάλλεται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύεται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή. Το οικείο τμήμα του Γραφείου αποφαίνεται σχετικά με την εξαίρεση.

    Άρθρο 53

    Πρακτικά της προφορικής διαδικασίας

    1.   Για τις προφορικές ή τις αποδεικτικές διαδικασίες συντάσσονται πρακτικά που περιέχουν:

    α)

    τον αριθμό της υπόθεσης την οποία αφορά η προφορική διαδικασία και την ημερομηνία της προφορικής διαδικασίας·

    β)

    τα ονόματα των υπαλλήλων του Γραφείου, των διαδίκων, των αντιπροσώπων τους, καθώς και των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων που είναι παρόντες·

    γ)

    τις παρατηρήσεις και τα αιτήματα που υπέβαλαν οι διάδικοι·

    δ)

    τα μέσα διεξαγωγής αποδείξεων·

    ε)

    εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, τις εντολές ή την απόφαση που εξέδωσε το Γραφείο.

    2.   Τα πρακτικά καθίστανται έγγραφα του φακέλου της σχετικής αίτησης ή καταχώρισης σήματος της ΕΕ και κοινοποιούνται στους διαδίκους.

    3.   Σε περίπτωση μαγνητοσκόπησης της προφορικής ή της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου, η μαγνητοσκόπηση υποκαθιστά τα πρακτικά και εφαρμόζεται κατ' αναλογία η παράγραφος 2.

    Άρθρο 54

    Δαπάνες της αποδεικτικής διαδικασίας στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας

    1.   Το Γραφείο μπορεί να εξαρτά τη διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας από την καταβολή εκ μέρους του αιτούντος διαδίκου προκαταβολής προσδιοριζόμενης με βάση έναν κατά προσέγγιση υπολογισμό των σχετικών εξόδων.

    2.   Οι κλητευθέντες από το Γραφείο μάρτυρες και πραγματογνώμονες που εμφανίζονται ενώπιόν του δικαιούνται απόδοση εύλογων εξόδων ταξιδίου και διαμονής, εφόσον υποβάλλονται σε τέτοια έξοδα. Το Γραφείο δύναται να καταβάλλει προκαταβολή επί των εξόδων αυτών.

    3.   Οι μάρτυρες οι οποίοι δικαιούνται απόδοση των εξόδων σύμφωνα με την παράγραφο 2 δικαιούνται επίσης εύλογη αποζημίωση για ημεραργίες, οι δε πραγματογνώμονες δικαιούνται αμοιβή για την εργασία τους. Η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται στους μάρτυρες ή πραγματογνώμονες μετά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, όταν αυτοί οι μάρτυρες ή πραγματογνώμονες έχουν κλητευθεί με πρωτοβουλία του Γραφείου.

    4.   Τα ποσά και οι προκαταβολές εξόδων που οφείλονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 καθορίζονται από τον εκτελεστικό διευθυντή και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου. Τα ποσά υπολογίζονται με βάση όσα προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ένωσης και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (11) και το σχετικό παράρτημα VII.

    5.   Την ευθύνη για τα οφειλόμενα ή καταβληθέντα σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 ποσά φέρει:

    α)

    το Γραφείο, όταν έχει κλητεύσει με δική του πρωτοβουλία τους μάρτυρες ή πραγματογνώμονες·

    β)

    ο ενδιαφερόμενος διάδικος που έχει ζητήσει την προφορική εξέταση μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων, με την επιφύλαξη της απόφασης ως προς την κατανομή και τον καθορισμό των εξόδων σύμφωνα με τα άρθρα 109 και 110 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και το άρθρο 18 του εκτελεστικού κανονισμού (EE) 2018/626. Κάθε διάδικος επιστρέφει στο Γραφείο κάθε αχρεωστήτως καταβληθείσα προκαταβολή.

    Άρθρο 55

    Εξέταση έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων

    1.   Το Γραφείο εξετάζει τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο κάθε ενώπιόν του διαδικασίας στον βαθμό που είναι αναγκαίο για τη λήψη απόφασης στην οικεία διαδικασία.

    2.   Τα έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία επισυνάπτονται σε υπόμνημα και είναι αριθμημένα κατά αύξοντα αριθμό. Το υπόμνημα περιλαμβάνει ευρετήριο στο οποίο επισημαίνονται για κάθε συνημμένο έγγραφο ή αποδεικτικό στοιχείο:

    α)

    ο αριθμός του συνημμένου·

    β)

    σύντομη περιγραφή του εγγράφου ή στοιχείου και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο αριθμός των σελίδων του·

    γ)

    ο αριθμός σελίδας του υπομνήματος στην οποία μνημονεύεται το έγγραφο ή στοιχείο.

    Ο υποβάλλων μπορεί επίσης να επισημάνει στο ευρετήριο των συνημμένων τα συγκεκριμένα εδάφια εγγράφου επί των οποίων στηρίζεται για τη θεμελίωση των επιχειρημάτων του.

    3.   Εάν το υπόμνημα ή τα παραρτήματα δεν πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 2, το Γραφείο μπορεί να καλέσει τον υποβάλλοντα να αποκαταστήσει τις ελλείψεις εντός προθεσμίας που του τάσσει.

    4.   Εάν οι ελλείψεις δεν αποκατασταθούν εντός της προθεσμίας που έταξε το Γραφείο και εάν το Γραφείο εξακολουθεί να μην μπορεί να προσδιορίσει με σαφήνεια ποιον λόγο ή επιχείρημα αφορά ορισμένο έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο, το εν λόγω έγγραφο ή στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη.

    ΤΙΤΛΟΣ VII

    ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ

    Άρθρο 56

    Γενικές διατάξεις που ισχύουν για τις κοινοποιήσεις

    1.   Στις διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου, οι κοινοποιήσεις προς πραγματοποίηση από το Γραφείο πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και συνίστανται στη διαβίβαση του εγγράφου προς κοινοποίηση στους ενδιαφερόμενους διαδίκους. Η διαβίβαση μπορεί να πραγματοποιείται μέσω της παροχής ηλεκτρονικής πρόσβασης στο σχετικό έγγραφο.

    2.   Οι κοινοποιήσεις πραγματοποιούνται με ένα από τα ακόλουθα μέσα:

    α)

    ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 57·

    β)

    ταχυδρομείο ή υπηρεσία ταχυμεταφοράς σύμφωνα με το άρθρο 58·

    γ)

    κοινοποίηση με δημοσίευση σύμφωνα με το άρθρο 59.

    3.   Στην περίπτωση που ο παραλήπτης έχει δηλώσει στοιχεία επαφής για επικοινωνία μαζί του με ηλεκτρονικά μέσα, το Γραφείο μπορεί να επιλέξει μεταξύ των εν λόγω μέσων και της κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου ή υπηρεσίας ταχυμεταφοράς.

    Άρθρο 57

    Κοινοποίηση με ηλεκτρονικά μέσα

    1.   Η κοινοποίηση με ηλεκτρονικά μέσα καλύπτει τη διαβίβαση με ενσύρματη μετάδοση, με ραδιοκύματα, με οπτικά μέσα ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου.

    2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καθορίζει τις λεπτομέρειες σχετικά με τα ειδικότερα ηλεκτρονικά μέσα προς χρήση, τον τρόπο χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων και την προθεσμία για την κοινοποίηση με ηλεκτρονικά μέσα.

    Άρθρο 58

    Κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου ή υπηρεσίας ταχυμεταφοράς

    1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 56 παράγραφος 3, οι αποφάσεις των οποίων η προσβολή με προσφυγή υπόκειται σε προθεσμία, οι κλητεύσεις και όσα άλλα έγγραφα καθορίζει συναφώς ο εκτελεστικός διευθυντής κοινοποιούνται μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ή με συστημένη επιστολή, σε αμφότερες τις περιπτώσεις με απόδειξη παραλαβής. Όλες οι άλλες κοινοποιήσεις πραγματοποιούνται είτε μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ή με συστημένη επιστολή, με ή χωρίς απόδειξη παραλαβής, είτε με απλή ταχυδρομική επιστολή.

    2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 56 παράγραφος 3, οι κοινοποιήσεις σε παραλήπτες που δεν έχουν κατοικία ή έδρα ή πραγματική και ενεργό βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο («ΕΟΧ») και οι οποίοι δεν έχουν ορίσει αντιπρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, πραγματοποιούνται με την ταχυδρόμηση του προς κοινοποίηση εγγράφου ως απλής επιστολής.

    3.   Σε περίπτωση κοινοποίησης μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ή με συστημένη επιστολή, με ή χωρίς απόδειξη παραλαβής, το έγγραφο θεωρείται ότι κοινοποιήθηκε στον παραλήπτη τη δέκατη ημέρα μετά την ημερομηνία αποστολής του, εκτός εάν η σχετική επιστολή δεν φθάσει ποτέ στον προορισμό της ή φθάσει στον προορισμό της σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, εναπόκειται στο Γραφείο να αποδείξει ότι το έγγραφο έφθασε στον προορισμό του και, κατά περίπτωση, την ημερομηνία παράδοσής του στον παραλήπτη.

    4.   Η κοινοποίηση μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ή με συστημένη επιστολή θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί ακόμη και αν ο παραλήπτης αρνηθεί να παραλάβει την επιστολή.

    5.   Η κοινοποίηση με απλή επιστολή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε τη δέκατη ημέρα μετά την ημερομηνία αποστολής της.

    Άρθρο 59

    Κοινοποίηση με δημοσίευση

    Εάν δεν μπορεί να προσδιοριστεί η διεύθυνση του παραλήπτη ή εάν τουλάχιστον μία προσπάθεια κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) αποδείχθηκε αδύνατη, η κοινοποίηση πραγματοποιείται μέσω δημοσίευσης.

    Άρθρο 60

    Κοινοποίηση στους αντιπροσώπους

    1.   Εάν έχει οριστεί αντιπρόσωπος ή εάν ο πρώτος αιτών σε κοινή αίτηση λογίζεται ως κοινός αντιπρόσωπος σύμφωνα με το άρθρο 73 παράγραφος 1, οι κοινοποιήσεις πραγματοποιούνται προς τον εν λόγω ορισθέντα ή τον κοινό αντιπρόσωπο.

    2.   Εάν έχουν ορισθεί περισσότεροι του ενός αντιπρόσωποι για έναν ενδιαφερόμενο, η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (EE) 2018/626. Εάν περισσότεροι του ενός ενδιαφερόμενοι έχουν ορίσει κοινό αντιπρόσωπο, αρκεί η κοινοποίηση ενός μόνο εγγράφου στον κοινό αντιπρόσωπο.

    3.   Κάθε κοινοποίηση ή άλλη ανακοίνωση που απευθύνεται από το Γραφείο προς τον νομίμως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο παράγει τα ίδια αποτελέσματα όπως εάν απευθυνόταν προς τον αντιπροσωπευόμενο.

    Άρθρο 61

    Πλημμελής κοινοποίηση

    Εφόσον ένα έγγραφο έχει παραληφθεί από τον παραλήπτη, ακόμη και εάν το Γραφείο αδυνατεί να αποδείξει τη νομότυπη κοινοποίηση του εγγράφου και ακόμη και εάν δεν τηρήθηκαν διατάξεις σχετικά με την περί κοινοποίησή του, λογίζεται ότι το εν λόγω έγγραφο κοινοποιήθηκε κατά την ημερομηνία η οποία θεωρείται ως ημερομηνία παραλαβής του.

    Άρθρο 62

    Κοινοποίηση εγγράφων σε περίπτωση πλειόνων διαδίκων

    Τα έγγραφα που υποβάλλουν οι διάδικοι κοινοποιούνται αυτεπαγγέλτως στους λοιπούς διαδίκους. Η κοινοποίηση μπορεί να παραλείπεται εάν το έγγραφο δεν περιέχει νέους ισχυρισμούς και η υπόθεση είναι ώριμη για την έκδοση απόφασης.

    ΤΙΤΛΟΣ VIII

    ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΤΥΠΑ

    Άρθρο 63

    Κοινοποιήσεις προς το Γραφείο εγγράφως ή με άλλα μέσα

    1.   Οι αιτήσεις καταχώρισης σήματος της ΕΕ και κάθε άλλη αίτηση που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, καθώς και όλες οι άλλες κοινοποιήσεις που απευθύνονται στο Γραφείο υποβάλλονται με τον ακόλουθο τρόπο:

    α)

    με διαβίβαση της κοινοποίησης με ηλεκτρονικά μέσα, περίπτωση κατά την οποία η μνεία του ονόματος του αποστολέα ισοδυναμεί με υπογραφή·

    β)

    με υποβολή υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του σχετικού εγγράφου στο Γραφείο μέσω ταχυδρομείου ή υπηρεσίας ταχυμεταφοράς.

    2.   Στις διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου, η ημερομηνία παραλαβής μιας κοινοποίησης από το Γραφείο θεωρείται ως η ημερομηνία κατάθεσης ή υποβολής της.

    3.   Όταν κοινοποίηση που παραλαμβάνεται με ηλεκτρονικά μέσα είναι ελλιπής ή δυσανάγνωστη ή όταν το Γραφείο έχει εύλογες αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια της διαβίβασης, το Γραφείο ενημερώνει σχετικώς τον αποστολέα και τον καλεί, εντός προθεσμίας που του τάσσει, να επαναδιαβιβάσει το πρωτότυπο ή να το υποβάλει σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β). Εφόσον υπάρξει συμμόρφωση του αποστολέα προς την κλήση αυτήν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ως ημερομηνία παραλαβής της αρχικής κοινοποίησης λογίζεται η ημερομηνία παραλαβής της εκ νέου διαβίβασης ή του πρωτοτύπου. Ωστόσο, εάν οι ελλείψεις αφορούν τη χορήγηση ημερομηνίας καταχώρισης αίτησης σήματος, εφαρμόζονται οι διατάξεις σχετικά με την ημερομηνία καταχώρισης. Εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση του αποστολέα προς την κλήση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η κοινοποίηση θεωρείται ως μη παραληφθείσα.

    Άρθρο 64

    Υποβολή συνημμένων σε κοινοποιήσεις μέσω ταχυδρομείου ή υπηρεσίας ταχυμεταφοράς

    1.   Συνημμένα σε κοινοποιήσεις μπορούν να υποβάλλονται με τη χρήση μέσων δεδομένων σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται από τον εκτελεστικό διευθυντή.

    2.   Όταν κοινοποίηση με συνημμένα υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο β) από διάδικο που συμμετέχει σε διαδικασία στην οποία εμπλέκονται περισσότεροι του ενός διάδικοι, ο εν λόγω διάδικος υποβάλλει τόσα αντίγραφα των συνημμένων όσα αντιστοιχούν στον αριθμό των διαδίκων που συμμετέχουν στη διαδικασία. Τα συνημμένα ευρετηριάζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 55 παράγραφος 2.

    Άρθρο 65

    Έντυπα

    1.   Το Γραφείο διαθέτει στο κοινό δωρεάν έντυπα, η συμπλήρωση των οποίων μπορεί να γίνεται σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση, για τους ακόλουθους σκοπούς:

    α)

    υποβολή αίτησης σήματος της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αίτησης για έκθεση έρευνας·

    β)

    άσκηση ανακοπής·

    γ)

    υποβολή αίτησης έκπτωσης·

    δ)

    υποβολή αίτησης για κήρυξη ακυρότητας ή μεταβίβαση σήματος της ΕΕ·

    ε)

    υποβολή αίτησης για καταχώριση μεταβίβασης και το έντυπο μεταβίβασης ή το έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

    στ)

    υποβολή αίτησης για καταχώριση άδειας·

    ζ)

    υποβολή αίτησης ανανέωσης σήματος της ΕΕ·

    η)

    άσκηση προσφυγής·

    θ)

    διορισμό αντιπροσώπου, με τη μορφή ειδικού ή γενικού πληρεξουσίου·

    ι)

    υποβολή στο Γραφείο διεθνούς αίτησης ή μεταγενέστερης επέκτασης της προστασίας σύμφωνα με το πρωτόκολλο που αφορά τη συμφωνία της Μαδρίτης σχετικά με τη διεθνή καταχώριση σημάτων, που εγκρίθηκε στη Μαδρίτη στις 27 Ιουνίου 1989 (12).

    2.   Τα μέρη που συμμετέχουν σε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν:

    α)

    έντυπα που έχουν συνταχθεί στο πλαίσιο της συνθήκης για το δίκαιο των σημάτων ή δυνάμει συστάσεων της συνέλευσης της ένωσης του Παρισιού για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας·

    β)

    έντυπα με παρόμοιο περιεχόμενο και μορφότυπο με αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με εξαίρεση το έντυπο που αναφέρεται στο στοιχείο θ) της παραγράφου 1.

    3.   Το Γραφείο διαθέτει τα έντυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

    Άρθρο 66

    Κοινοποιήσεις από αντιπροσώπους

    Κάθε κοινοποίηση που απευθύνεται στο Γραφείο από τον νομίμως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο παράγει τα ίδια αποτελέσματα όπως εάν προερχόταν από τον αντιπροσωπευόμενο.

    ΤΙΤΛΟΣ IX

    ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

    Άρθρο 67

    Υπολογισμός και διάρκεια των προθεσμιών

    1.   Οι προθεσμίες θεωρείται ότι αρχίζουν την επομένη της ημέρας κατά την οποία συνέβη το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία τους. Το γεγονός αυτό μπορεί να είναι μια διαδικαστική ενέργεια ή η λήξη άλλης προθεσμίας. Εάν η διαδικαστική ενέργεια συνίσταται σε κοινοποίηση, το κρίσιμο γεγονός είναι η παραλαβή του κοινοποιηθέντος εγγράφου, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά.

    2.   Όταν η προθεσμία είναι ενός ή περισσότερων ετών, λήγει το αντίστοιχο μεταγενέστερο έτος, κατά τον μήνα που αντιστοιχεί κατ' όνομα και την ημέρα που αντιστοιχεί κατ' αριθμό στον μήνα και την ημέρα που συνέβη το κρίσιμο γεγονός. Εάν ο αντίστοιχος μήνας δεν έχει αντίστοιχη ημέρα, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

    3.   Όταν η προθεσμία είναι ενός ή περισσότερων μηνών, λήγει τον αντίστοιχο μεταγενέστερο μήνα, κατά την ημέρα που αντιστοιχεί κατ' αριθμό στην ημέρα που συνέβη το κρίσιμο γεγονός. Εάν ο αντίστοιχος μεταγενέστερος μήνας που δεν έχει αντίστοιχη ημέρα, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

    4.   Όταν η προθεσμία είναι μίας ή περισσότερων εβδομάδων, λήγει την αντίστοιχη μεταγενέστερη εβδομάδα, κατά την ημέρα που αντιστοιχεί κατ' όνομα στην ημέρα που συνέβη το κρίσιμο γεγονός.

    Άρθρο 68

    Παράταση των προθεσμιών

    Υπό την επιφύλαξη τυχόν ειδικών ή μέγιστων προθεσμιών που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/626 ή τον παρόντα κανονισμό, το Γραφείο μπορεί να χορηγεί παράταση προθεσμίας κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από το ενδιαφερόμενο μέρος πριν από τη λήξη της οικείας προθεσμίας. Εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι δύο ή περισσότερα, το Γραφείο δύναται να εξαρτά την παράταση της προθεσμίας από τη σύμφωνη γνώμη των λοιπών μερών.

    Άρθρο 69

    Λήξη της προθεσμίας σε ειδικές περιπτώσεις

    1.   Εάν μια προθεσμία εκπνέει ημέρα κατά την οποία το Γραφείο δεν είναι ανοικτό για να παραλάβει τα προς κατάθεση έγγραφα ή κατά την οποία, για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2, το κανονικό ταχυδρομείο δεν διανέμεται στον τόπο όπου βρίσκεται το Γραφείο, η προθεσμία παρατείνεται έως την πρώτη μεταγενέστερη ημέρα κατά την οποία το Γραφείο είναι ανοιχτό για την παραλαβή εγγράφων και κατά την οποία παραλαμβάνεται η τακτική αλληλογραφία.

    2.   Εάν μια προθεσμία εκπνέει ημέρα κατά την οποία είτε υπάρχει γενική διακοπή της διανομής του ταχυδρομείου στο κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει το Γραφείο είτε, στην περίπτωση και στον βαθμό που ο εκτελεστικός διευθυντής του Γραφείου έχει επιτρέψει την αποστολή κοινοποιήσεων με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, υπάρχει ουσιαστική διακοπή της σύνδεσης του Γραφείου με τα εν λόγω ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι την πρώτη μετά τη διακοπή ημέρα κατά την οποία το Γραφείο είναι ανοιχτό για την παραλαβή εγγράφων και κατά την οποία παραλαμβάνεται η τακτική αλληλογραφία ή κατά την οποία αποκαθίσταται η σύνδεση του Γραφείου με τα εν λόγω ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας.

    ΤΙΤΛΟΣ X

    ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

    Άρθρο 70

    Ανάκληση απόφασης ή εγγραφής στο μητρώο

    1.   Στην περίπτωση που το Γραφείο διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αντίστοιχης πληροφόρησης από τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία ότι ορισμένη απόφαση ή εγγραφή στο μητρώο υπόκειται σε ανάκληση σύμφωνα με το άρθρο 103 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο μέρος σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ανάκληση.

    2.   Το ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλει παρατηρήσεις επί της σχεδιαζόμενης ανάκλησης εντός προθεσμίας που του τάσσει το Γραφείο.

    3.   Εάν το ενδιαφερόμενο μέρος συμφωνήσει με την επικείμενη ανάκληση ή εάν δεν υποβάλει παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γραφείο ανακαλεί την απόφαση ή την εγγραφή. Εάν το ενδιαφερόμενο μέρος δεν συμφωνήσει με την επικείμενη ανάκληση, το Γραφείο αποφασίζει σχετικά με την ανάκληση.

    4.   Εάν η ανάκληση είναι πιθανόν να αφορά περισσότερα του ενός μέρη, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι παράγραφοι 1, 2 και 3. Στις περιπτώσεις αυτές, οι παρατηρήσεις που έχει υποβάλει μέρος σύμφωνα με την παράγραφο 3 κοινοποιούνται πάντοτε στα λοιπά μέρη, συνοδευόμενες από πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων.

    5.   Στην περίπτωση που η ανάκληση απόφασης ή εγγραφής στο μητρώο αφορά απόφαση ή εγγραφή που έχει δημοσιευθεί, δημοσιεύεται και η ανάκληση.

    6.   Η αρμοδιότητα για την ανάκληση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 ανήκει στο τμήμα ή την υπηρεσία που έλαβε την απόφαση.

    ΤΙΤΛΟΣ XI

    ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    Άρθρο 71

    Αναστολή της διαδικασίας

    1.   Σε διαδικασίες ανακοπής, έκπτωσης και ακυρότητας και προσφυγής το αρμόδιο τμήμα ή τμήμα προσφυγών μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία:

    α)

    με δική του πρωτοβουλία όταν η αναστολή είναι σκόπιμη λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης·

    β)

    κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης ενός εκ των διαδίκων σε κατ' αντιμωλία διαδικασία όταν η αναστολή είναι σκόπιμη λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων των διαδίκων και του σταδίου στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία.

    2.   Κατόπιν αίτησης αμφότερων των διαδίκων σε κατ' αντιμωλία διαδικασία, το αρμόδιο τμήμα ή τμήμα προσφυγών αναστέλλει τη διαδικασία για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Κατόπιν αίτησης αμφότερων των διαδίκων, η εν λόγω αναστολή μπορεί να παραταθεί έως τα δύο κατ' ανώτατο όριο συνολικά έτη.

    3.   Όλες οι προθεσμίες που σχετίζονται με ανασταλείσα διαδικασία, εκτός της προθεσμίας για την καταβολή των σχετικών τελών, διακόπτονται από την ημερομηνία αναστολής. Με την επιφύλαξη του άρθρου 170 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, οι προθεσμίες αρχίζουν εκ νέου από την ημέρα επανάληψης της διαδικασίας.

    4.   Όταν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, κρίνεται σκόπιμο, οι διάδικοι μπορεί να καλούνται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την αναστολή ή την επανάληψη της διαδικασίας.

    ΤΙΤΛΟΣ XII

    ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    Άρθρο 72

    Επανάληψη της διαδικασίας

    1.   Σε περίπτωση διακοπής διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο ενημερώνεται για την ταυτότητα του προσώπου που νομιμοποιείται να συνεχίσει τη διαδικασία ενώπιόν του σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Το Γραφείο ενημερώνει το πρόσωπο αυτό και κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο ότι η διαδικασία θα επαναληφθεί την ημερομηνία που θα οριστεί από το Γραφείο.

    2.   Εάν, εντός τριών μηνών από την έναρξη της διακοπής της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο δεν ενημερωθεί για τον διορισμό νέου αντιπροσώπου, κοινοποιεί στον καταθέτη ή στον δικαιούχο του σήματος της ΕΕ:

    α)

    σε περίπτωση που τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ότι η αίτηση σήματος της ΕΕ θα θεωρηθεί αποσυρθείσα εάν η πληροφορία δεν παρασχεθεί εντός δύο μηνών από την εν λόγω κοινοποίηση·

    β)

    σε περίπτωση που δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ότι η διαδικασία επαναλαμβάνεται με τον καταθέτη ή τον δικαιούχο του σήματος της ΕΕ από την ημερομηνία επίδοσης της εν λόγω κοινοποίησης.

    3.   Οι προθεσμίες που ισχύουν έναντι του καταθέτη ή του δικαιούχου του σήματος της ΕΕ κατά την ημερομηνία διακοπής της διαδικασίας, εκτός από την προθεσμία καταβολής των τελών ανανέωσης, αρχίζουν εκ νέου από την ημερομηνία επανάληψης της διαδικασίας.

    ΤΙΤΛΟΣ XIII

    ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ

    Άρθρο 73

    Διορισμός κοινού αντιπροσώπου

    1.   Εάν αίτηση σήματος της ΕΕ κατατέθηκε από περισσότερα πρόσωπα και εάν στην αίτηση δεν ορίζεται κοινός αντιπρόσωπος, ο αιτών που αναφέρεται πρώτος στην αίτηση και έχει την κατοικία ή την έδρα του ή πραγματική και ενεργό βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση στον ΕΟΧ ή ο αντιπρόσωπός του, εάν έχει οριστεί τέτοιος, θεωρείται ότι είναι κοινός αντιπρόσωπος. Εάν όλοι οι αιτούντες υπέχουν υποχρέωση διορισμού εγκεκριμένου αντιπροσώπου, ο εγκεκριμένος αντιπρόσωπος που αναφέρεται πρώτος στην αίτηση θεωρείται ότι είναι κοινός αντιπρόσωπος. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται κατ' αναλογία και σε τρίτους που ενεργούν από κοινού όσον αφορά την κατάθεση δικογράφου ανακοπής ή αίτησης για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας, καθώς και στους συνδικαιούχους σήματος της ΕΕ.

    2.   Εάν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, μεσολαβήσει μεταβίβαση σε περισσότερα του ενός πρόσωπα και τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν διορίσει κοινό αντιπρόσωπο, εφαρμόζεται η παράγραφος 1. Εάν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της παραγράφου 1, το Γραφείο καλεί τα πρόσωπα αυτά να διορίσουν κοινό αντιπρόσωπο εντός δύο μηνών. Εάν δεν ανταποκριθούν σε αυτή την κλήση, το Γραφείο ορίζει τον κοινό αντιπρόσωπο.

    Άρθρο 74

    Πληρεξουσιότητα

    1.   Υπάλληλοι που εκπροσωπούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 119 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, καθώς και δικηγόροι και εγκεκριμένοι αντιπρόσωποι που είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο που τηρεί το Γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, καταθέτουν στο Γραφείο ενυπόγραφο πληρεξούσιο που προστίθεται στον φάκελο σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 3 και το άρθρο 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 μόνον κατόπιν ρητού σχετικού αιτήματος του Γραφείου ή, σε περίπτωση που συμμετέχουν περισσότερα μέρη στη διαδικασία κατά την οποία ο αντιπρόσωπος ενεργεί ενώπιον του Γραφείου, κατόπιν ρητού σχετικού αιτήματος άλλου μέρους.

    2.   Εφόσον απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 3 ή το άρθρο 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η κατάθεση ενυπόγραφου πληρεξουσίου, το εν λόγω πληρεξούσιο μπορεί να κατατεθεί σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης. Μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες αιτήσεις ή ένα ή περισσότερα καταχωρισμένα σήματα ή μπορεί να έχει τη μορφή γενικού πληρεξουσίου που εξουσιοδοτεί τον αντιπρόσωπο να διεκπεραιώνει πράξεις στο πλαίσιο όλων των διαδικασιών ενώπιον του Γραφείου στις οποίες το πρόσωπο που χορηγεί το πληρεξούσιο συμμετέχει ως μέρος.

    3.   Το Γραφείο τάσσει προθεσμία εντός της οποίας κατατίθεται το εν λόγω πληρεξούσιο. Εάν το πληρεξούσιο δεν κατατεθεί εμπρόθεσμα, η διαδικασία συνεχίζεται με τον αντιπροσωπευόμενο. Οι διαδικαστικές ενέργειες του αντιπροσώπου, εξαιρουμένης της υποβολής της αίτησης, θεωρούνται μη τελεσθείσες εάν ο αντιπροσωπευόμενος δεν τις εγκρίνει εντός προθεσμίας που του τάσσει το Γραφείο.

    4.   Οι παράγραφοι 1 έως 2 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο έγγραφο ανάκλησης του πληρεξουσίου.

    5.   Αντιπρόσωπος του οποίου έχει παύσει η πληρεξουσιότητα εξακολουθεί να θεωρείται ως αντιπρόσωπος έως ότου η παύση της πληρεξουσιότητας κοινοποιηθεί στο Γραφείο.

    6.   Με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων του πληρεξουσίου περί του αντιθέτου, το πληρεξούσιο δεν παύει αυτομάτως να ισχύει έναντι του Γραφείου σε περίπτωση θανάτου του εξουσιοδοτούντος.

    7.   Όταν γνωστοποιείται στο Γραφείο ο διορισμός αντιπροσώπου, δηλώνονται το όνομα και η επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626. Όταν αντιπρόσωπος που έχει ήδη διορισθεί εμφανίζεται ενώπιον του Γραφείου, δηλώνει το όνομά του και τον αριθμό αναγνώρισης που του έχει δώσει το Γραφείο. Όταν ο ίδιος ενδιαφερόμενος έχει ορίσει περισσότερους του ενός αντιπροσώπους, αυτοί μπορούν να ενεργούν είτε από κοινού είτε μεμονωμένα, ανεξαρτήτως τυχόν διατάξεων περί του αντιθέτου στο πληρεξούσιο.

    8.   Ο διορισμός ή η πληρεξουσιότητα ομάδας αντιπροσώπων θεωρείται διορισμός ή πληρεξουσιότητα κάθε αντιπροσώπου που διεκπεραιώνει πράξεις στο πλαίσιο της εν λόγω ομάδας.

    Άρθρο 75

    Μεταβολή στον κατάλογο των εγκεκριμένων αντιπροσώπων

    1.   Σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η εγγραφή εγκεκριμένου αντιπροσώπου στον οικείο κατάλογο διαγράφεται αυτεπάγγελτα σε περίπτωση που ο εγκεκριμένος αντιπρόσωπος:

    α)

    αποβιώσει ή κηρυχθεί ανίκανος για δικαιοπραξία·

    β)

    απολέσει την ιθαγένεια κράτους μέλους του ΕΟΧ, εκτός εάν ο εκτελεστικός διευθυντής του Γραφείου έχει χορηγήσει απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 4 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

    γ)

    παύσει να έχει επαγγελματική κατοικία ή τόπο εργασίας του στον ΕΟΧ·

    δ)

    δεν διαθέτει πλέον το δικαίωμα εκπροσώπησης που αναφέρεται στο άρθρο 120 παράγραφος 2 στοιχείο γ) πρώτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    2.   Η εγγραφή εγκεκριμένου αντιπροσώπου στον κατάλογο αναστέλλεται αυτεπαγγέλτως από το Γραφείο σε περίπτωση που έχει ανασταλεί το δικαίωμα του αντιπροσώπου να εκπροσωπεί φυσικά ή νομικά πρόσωπα ενώπιον του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ ή της κεντρικής υπηρεσίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας κράτους μέλους όπως αναφέρεται στο άρθρο 120 παράγραφος 2 στοιχείο γ) πρώτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    3.   Όταν εκλείψουν οι λόγοι διαγραφής, οι διαγραφέντες αντιπρόσωποι επανεγγράφονται στον κατάλογο των εγκεκριμένων αντιπροσώπων κατόπιν αίτησης συνοδευόμενης από βεβαίωση σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    4.   Το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ και η κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας των οικείων κρατών μελών ειδοποιούν το Γραφείο αμέσως μόλις λάβουν γνώση περιστατικού από τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2.

    ΤΙΤΛΟΣ XIV

    ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΣΗΜΑΤΩΝ

    Άρθρο 76

    Συλλογικά σήματα και σήματα πιστοποίησης

    1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 193 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, όταν διεθνής καταχώριση με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση αντιμετωπίζεται ως συλλογικό σήμα της ΕΕ ή ως σήμα πιστοποίησης της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 194 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εκδίδεται επίσης αυτεπάγγελτη κοινοποίηση προσωρινής απόρριψης σύμφωνα με το άρθρο 33 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    όταν συντρέχει κάποιος από τους λόγους απόρριψης που ορίζονται στο άρθρο 76 παράγραφος 1 ή 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, ή στο άρθρο 85 παράγραφος 1 ή 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου·

    β)

    όταν ο κανονισμός χρήσης του σήματος δεν έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 194 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    2.   Ανακοίνωση των τροποποιήσεων κανονισμού χρήσης σήματος σύμφωνα με τα άρθρα 79 και 88 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 δημοσιεύεται στο Δελτίο Σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Άρθρο 77

    Διαδικασία ανακοπής

    1.   Όταν ασκείται ανακοπή κατά διεθνούς καταχώρισης με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 196 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το δικόγραφο της ανακοπής περιλαμβάνει:

    α)

    τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης κατά της οποίας ασκείται η ανακοπή·

    β)

    μνεία των προϊόντων ή υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στη διεθνή καταχώριση κατά της οποίας ασκείται ανακοπή·

    γ)

    το όνομα του δικαιούχου της διεθνούς καταχώρισης·

    δ)

    τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχεία β) έως η) του παρόντος κανονισμού.

    2.   Για τους σκοπούς των διαδικασιών ανακοπής που αφορούν διεθνείς καταχωρίσεις με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση, εφαρμόζονται το άρθρο 2 παράγραφοι 1, 3 και 4 και τα άρθρα 3 έως 10 του παρόντος κανονισμού, με την επιφύλαξη των ακόλουθων όρων:

    α)

    κάθε αναφορά σε αίτηση καταχώρισης σήματος της ΕΕ νοείται ως αναφορά σε διεθνή καταχώριση·

    β)

    κάθε αναφορά σε απόσυρση της αίτησης καταχώρισης σήματος της ΕΕ νοείται ως αναφορά σε αποποίηση της διεθνούς καταχώρισης σε σχέση με την Ένωση·

    γ)

    κάθε αναφορά στον καταθέτη νοείται ως αναφορά στον δικαιούχο της διεθνούς καταχώρισης.

    3.   Όταν η ανακοπή ασκείται πριν από την πάροδο του διαστήματος του ενός μηνός που αναφέρεται στο άρθρο 196 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η ανακοπή θεωρείται ότι ασκήθηκε την πρώτη ημέρα που έπεται της παρόδου του διαστήματος του ενός μηνός.

    4.   Εάν ο δικαιούχος της διεθνούς καταχώρισης υποχρεούται να εκπροσωπείται σε διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και εάν δεν έχει ήδη ορίσει αντιπρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η κοινοποίηση της ανακοπής προς τον δικαιούχο της διεθνούς καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού περιλαμβάνει πρόσκληση ορισμού αντιπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία επίδοσης της κοινοποίησης.|

    Εάν ο δικαιούχος της διεθνούς καταχώρισης δεν ορίσει αντιπρόσωπο εντός της προθεσμίας αυτής, το Γραφείο αποφασίζει την απόρριψη της προστασίας της διεθνούς καταχώρισης.

    5.   Η διαδικασία ανακοπής διακόπτεται εάν εκδοθεί αυτεπάγγελτη προσωρινή απόρριψη της προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 193 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Εάν η αυτεπάγγελτη προσωρινή απόρριψη έχει οδηγήσει σε απόφαση απόρριψης της προστασίας του σήματος η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη, το Γραφείο καταργεί τη δίκη, επιστρέφει το τέλος ανακοπής και δεν εκδίδει απόφαση σχετικά με την κατανομή των εξόδων.

    Άρθρο 78

    Κοινοποίηση προσωρινών απορρίψεων λόγω ανακοπής

    1.   Όταν ασκείται ενώπιον του Γραφείου ανακοπή κατά διεθνούς καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 196 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή όταν θεωρείται ότι έχει ασκηθεί ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 77 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, το Γραφείο εκδίδει κοινοποίηση προς το Διεθνές Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (το «Διεθνές Γραφείο») σχετικά με την προσωρινή απόρριψη της προστασίας λόγω ανακοπής.

    2.   Η κοινοποίηση της προσωρινής απόρριψης προστασίας λόγω ανακοπής περιλαμβάνει:

    α)

    τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης·

    β)

    μνεία ότι η απόρριψη βασίζεται στο γεγονός ότι έχει υποβληθεί ανακοπή, με παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 στις οποίες βασίζεται η ανακοπή·

    γ)

    το όνομα και τη διεύθυνση του ανακόπτοντος.

    3.   Όταν η ανακοπή βασίζεται σε αίτηση ή καταχώριση σήματος, η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει τις ακόλουθες μνείες:

    α)

    την ημερομηνία κατάθεσης, την ημερομηνία καταχώρισης και, εάν υπάρχει, την ημερομηνία προτεραιότητας·

    β)

    τον αριθμό πρωτοκόλλου και, εάν είναι διαφορετικός, τον αριθμό καταχώρισης·

    γ)

    το όνομα και τη διεύθυνση του δικαιούχου·

    δ)

    αναπαραγωγή του σήματος·

    ε)

    τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αφορά η ανακοπή.

    4.   Εάν η προσωρινή απόρριψη αφορά μέρος μόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών, η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει μνεία των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών.

    5.   Το Γραφείο γνωστοποιεί στο Διεθνές Γραφείο τα εξής:

    α)

    εάν ως αποτέλεσμα της διαδικασίας ανακοπής ανακληθεί η προσωρινή απόρριψη, το γεγονός ότι το σήμα προστατεύεται στην Ένωση·

    β)

    εάν η απόφαση απόρριψης της προστασίας του σήματος έχει καταστεί τελεσίδικη κατόπιν προσφυγής βάσει του άρθρου 66 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή προσφυγής βάσει του άρθρου 72 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το γεγονός ότι η προστασία του σήματος στην Ένωση απορρίπτεται·

    γ)

    εάν η απόρριψη που αναφέρεται στο στοιχείο β) αφορά μέρος μόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών, τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία το σήμα προστατεύεται στην Ένωση.

    6.   Εάν για μία διεθνή καταχώριση έχουν εκδοθεί περισσότερες από μία προσωρινές απορρίψεις σύμφωνα με το άρθρο 193 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου αφορά τη συνολική ή μερική απόρριψη της προστασίας του σήματος σύμφωνα με τα άρθρα 193 και 196 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

    Άρθρο 79

    Δήλωση χορήγησης προστασίας

    1.   Εάν το Γραφείο δεν έχει εκδώσει αυτεπάγγελτη κοινοποίηση προσωρινής απόρριψης σύμφωνα με το άρθρο 193 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και δεν έχει παραλάβει ανακοπή εντός της προθεσμίας άσκησης ανακοπής που αναφέρεται στο άρθρο 196 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, και το Γραφείο δεν έχει εκδώσει αυτεπάγγελτη κοινοποίηση προσωρινής απόρριψης ως αποτέλεσμα υποβληθεισών παρατηρήσεων τρίτου, το Γραφείο αποστέλλει στο Διεθνές Γραφείο δήλωση χορήγησης προστασίας, με την ένδειξη ότι το σήμα προστατεύεται στην Ένωση

    2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 189 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η δήλωση χορήγησης προστασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έχει την ίδια ισχύ με δήλωση του Γραφείου για την ανάκληση κοινοποίησης απόρριψης.

    ΤΙΤΛΟΣ XV

    ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 80

    Μεταβατικά μέτρα

    Οι διατάξεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2868/95 και (ΕΚ) αριθ. 216/96 εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις εν εξελίξει διαδικασίες στις οποίες δεν εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός σύμφωνα με το άρθρο 82, μέχρι την ολοκλήρωση των εν λόγω διαδικασιών.

    Άρθρο 81

    Κατάργηση

    Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 της Επιτροπής καταργείται.

    Άρθρο 82

    Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

    1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    2.   Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του που αναφέρεται στην παράγραφο 1, με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις:

    α)

    τα άρθρα 2 έως 6 δεν εφαρμόζονται σε ανακοπές που έχουν ασκηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    β)

    τα άρθρα 7 και 8 δεν εφαρμόζονται σε διαδικασίες ανακοπής των οποίων το κατ' αντιπαράθεση στάδιο άρχισε πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    γ)

    το άρθρο 9 δεν εφαρμόζεται σε αναστολές που έχουν επέλθει πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    δ)

    το άρθρο 10 δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις για απόδειξη της χρήσης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    ε)

    ο τίτλος III δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις τροποποίησης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    στ)

    τα άρθρα 12 έως 15 δεν εφαρμόζονται σε αιτήσεις έκπτωσης ή ακυρότητας ή σε αιτήσεις μεταβίβασης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    ζ)

    τα άρθρα 16 και 17 δεν εφαρμόζονται σε διαδικασίες των οποίων το κατ' αντιπαράθεση στάδιο άρχισε πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    η)

    το άρθρο 18 δεν εφαρμόζεται σε αναστολές που έχουν επέλθει πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    θ)

    το άρθρο 19 δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις για απόδειξη της χρήσης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    ι)

    ο τίτλος V δεν εφαρμόζεται σε προσφυγές που έχουν ασκηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    ια)

    ο τίτλος VI δεν εφαρμόζεται σε προφορικές διαδικασίες που έχουν κινηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017 ή σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων η προθεσμία υποβολής έχει αρχίσει πριν από την εν λόγω ημερομηνία·

    ιβ)

    ο τίτλος VII δεν εφαρμόζεται σε κοινοποιήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    ιγ)

    ο τίτλος VIII δεν εφαρμόζεται σε κοινοποιήσεις που έχουν παραληφθεί και σε έντυπα που έχουν διατεθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    ιδ)

    ο τίτλος IX δεν εφαρμόζεται σε προθεσμίες που έχουν ταχθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    ιε)

    ο τίτλος X δεν εφαρμόζεται σε ανακλήσεις αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ή εγγραφών στο μητρώο που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    ιστ)

    ο τίτλος XI δεν εφαρμόζεται σε αναστολές που έχουν ζητηθεί από τους διαδίκους ή επιβληθεί από το Γραφείο πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    ιζ)

    ο τίτλος XII δεν εφαρμόζεται σε διαδικασίες που έχουν διακοπεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    ιη)

    το άρθρο 73 δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις σήματος της ΕΕ που έχουν παραληφθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    ιθ)

    το άρθρο 74 δεν εφαρμόζεται σε αντιπροσώπους που έχουν διοριστεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    κ)

    το άρθρο 75 δεν εφαρμόζεται σε εγγραφές στον κατάλογο εγκεκριμένων αντιπροσώπων που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

    κα)

    ο τίτλος XIV δεν εφαρμόζεται σε διεθνείς καταχωρίσεις με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 5 Μαρτίου 2018.

    Για την Επιτροπή

    Ο Πρόεδρος

    Jean-Claude JUNCKER


    (1)  ΕΕ L 154 της 16.6.2017, σ. 1.

    (2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1).

    (3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78 της 24.3.2009, σ. 1).

    (4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2869/95 της Επιτροπής σχετικά με τα πληρωτέα προς το Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς τέλη (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ L 341 της 24.12.2015, σ. 21).

    (5)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το σήμα της ΕΕ και για την κατάργηση των κανονισμών της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 2868/95 και (ΕΚ) αριθ. 216/96 (ΕΕ L 205 της 8.8.2017, σ. 1).

    (6)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2017, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το σήμα της ΕΕ (ΕΕ L 205 της 8.8.2017, σ. 39).

    (7)  Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007 στην υπόθεση C-29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul GmbH (ARCOL κατά CAPOL), ECLI:EU:C:2007:162, σκέψεις 42-44· απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013 στην υπόθεση C-621/11 P, New Yorker SHK Jeans GmbH & Co. KG κατά ΓΕΕΑ (FISHBONE κατά FISHBONE BEACHWEAR), ECLI:EU:C:2013:484, σκέψεις 28-30· απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013 στην υπόθεση C-610/11 P, Centrotherm Systemtechnik GmbH κατά ΓΕΕΑ (CENTROTHERM), ECLI:EU:C:2013:593, σκέψεις 85-90 και 110-113· απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013 στην υπόθεση C-120/12 P, Bernhard Rintisch κατά ΓΕΕΑ (PROTI SNACK κατά PROTI), ECLI:EU:C:2013:638, σκέψεις 32 και 38-39· απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013 στην υπόθεση C-121/12 P, Bernhard Rintisch κατά ΓΕΕΑ (PROTIVITAL κατά PROTI), ECLI:EU:C:2013:639, σκέψεις 33 και 39-40· απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013 στην υπόθεση C-122/12 P, Bernhard Rintisch κατά ΓΕΕΑ (PROTIACTIVE κατά PROTI), ECLI:EU:C:2013:628, σκέψεις 33 και 39-40· απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016 στην υπόθεση C-597/14 P, EUIPO κατά Xavier Grau Ferrer, ECLI:EU:C:2016:579, σκέψεις 26-27.

    (8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303 της 15.12.1995, σ. 1).

    (9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/96 της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 1996, σχετικά με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ L 28 της 6.2.1996, σ. 11).

    (10)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/626 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής (ΕΕ L 104, της 24.4.2018 σ. 37).

    (11)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1).

    (12)  ΕΕ L 296 της 14.11.2003, σ. 22.


    Top