EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32015R0068

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/68 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2014 , για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις απαιτήσεις του συστήματος πέδησης των οχημάτων για την έγκριση γεωργικών και δασικών οχημάτων Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

OJ L 17, 23.1.2015, p. 1–139 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

In force: This act has been changed. Current consolidated version: 09/06/2018

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2015/68/oj

23.1.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 17/1


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/68 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 15ης Οκτωβρίου 2014

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις απαιτήσεις του συστήματος πέδησης των οχημάτων για την έγκριση γεωργικών και δασικών οχημάτων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 167/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 2013, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς γεωργικών και δασικών οχημάτων (1), και ιδίως το άρθρο 17 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου πρέπει να εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Για τον σκοπό αυτό, εφαρμόζεται ένα ολοκληρωμένο σύστημα έγκρισης τύπου της ΕΕ και ένα σύστημα ενισχυμένης εποπτείας της αγοράς για τα γεωργικά και δασικά οχήματα και για τα συστήματα, τα μηχανικά μέρη και τις χωριστές τεχνικές μονάδες τους, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 167/2013.

(2)

Ο όρος «γεωργικά και δασικά οχήματα» καλύπτει ευρύ φάσμα διαφόρων τύπων οχημάτων με έναν ή περισσότερους άξονες και δύο, τέσσερις ή περισσότερους τροχούς ή ερπυστριοφόρα οχήματα, π.χ. μηχανοκίνητα οχήματα όπως οι τροχοφόροι ελκυστήρες, οι ερπυστριοφόροι ελκυστήρες, τα ρυμουλκούμενα και ο ρυμουλκούμενος εξοπλισμός, τα οποία χρησιμοποιούνται για διάφορους γεωργικούς και δασικούς σκοπούς, καθώς επίσης και σε εργασίες ειδικού σκοπού.

(3)

Καθώς οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού βασίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία, η οποία τροποποιήθηκε για τελευταία φορά το 1997, η τεχνική πρόοδος καθιστά επιτακτική κυρίως τη λεπτομερή αναπροσαρμογή των κανόνων σχετικά με τις δοκιμές καθώς και τη θέσπιση ειδικών διατάξεων για τις αποθήκες ενέργειας (αεροφυλάκια), για τα οχήματα με υδροστατική μετάδοση κίνησης, τα οχήματα με συστήματα πέδησης αδράνειας, τα οχήματα με σύνθετα συστήματα ηλεκτρονικού χειρισμού, συστήματα αντιεμπλοκής τροχών κατά την πέδηση και ηλεκτρονικά ελεγχόμενα συστήματα πέδησης.

(4)

Ο παρών κανονισμός περιλαμβάνει επίσης αυστηρότερες απαιτήσεις σχετικά με τον έλεγχο της πέδησης ρυμουλκούμενων οχημάτων και τη ζεύξη της πέδησης μεταξύ του ελκυστήρα και των ρυμουλκούμενων οχημάτων από ό,τι η οδηγία 76/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου (2), η οποία καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 167/2013.

(5)

Με την απόφαση 97/836/EΚ του Συμβουλίου (3), η Ένωση προσχώρησε στον κανονισμό αριθ. 13 της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ). Οι ουσιαστικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο παράρτημα 18 του εν λόγω κανονισμού για τις πτυχές της ασφάλειας των σύνθετων συστημάτων ηλεκτρονικού χειρισμού των οχημάτων θα πρέπει να ενσωματωθούν στον παρόντα κανονισμό καθώς αποτυπώνουν τις τελευταίες εξελίξεις της τεχνολογίας.

(6)

Ενώ τα συστήματα αντιεμπλοκής τροχών κατά την πέδηση είναι διαδεδομένα στα οχήματα με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα άνω των 60 km/h και θα μπορούσαν ως εκ τούτου να θεωρούνται κατάλληλα και να καταστούν υποχρεωτικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα συστήματα αυτά δεν είναι ακόμα ευρέως διαθέσιμα για οχήματα με σχεδιαστική ταχύτητα μεταξύ 40 km/h και 60 km/h. Ως εκ τούτου, για τα οχήματα αυτά η εισαγωγή συστημάτων αντιεμπλοκής κατά την πέδηση θα πρέπει να επιβεβαιωθεί αφού διενεργηθεί από την Επιτροπή τελική αξιολόγηση σχετικά με τη διαθεσιμότητα των εν λόγω συστημάτων. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016, τη διαθεσιμότητα συστημάτων αντιεμπλοκής κατά την πέδηση για γεωργικά και δασικά οχήματα μέγιστης σχεδιαστικής ταχύτητας από 40 km/h έως 60 km/h. Εάν κατόπιν της αξιολόγησης δεν επιβεβαιωθεί ότι η τεχνολογία είναι διαθέσιμη ή εφαρμόσιμη, η Επιτροπή θα πρέπει να τροποποιήσει τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να ορίσει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις δεν θα ισχύουν για οχήματα σχεδιαστικής ταχύτητας από 40 km/h έως 60 km/h.

(7)

Σε περίπτωση που οι κατασκευαστές επιλέξουν να υποβάλουν αίτηση για εθνική έγκριση τύπου σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013, τα κράτη μέλη θα πρέπει, για όλα τα θέματα που καλύπτονται στον παρόντα κανονισμό, να είναι ελεύθερα να ορίσουν απαιτήσεις για τους σκοπούς της εθνικής έγκρισης τύπου οι οποίες θα είναι διαφορετικές από τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Για τους σκοπούς της εθνικής έγκρισης τύπου, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να αρνούνται, για λόγους που άπτονται της λειτουργικής ασφάλειας σε σχέση με τις επιδόσεις του συστήματος πέδησης, την έγκριση οχημάτων, συστημάτων, μηχανικών μερών και χωριστών τεχνικών μονάδων που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, με εξαίρεση τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις υδραυλικές συνδέσεις μονής γραμμής. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει εναρμονισμένες απαιτήσεις για τις υδραυλικές συνδέσεις μονής γραμμής, βάσει των οποίων οι εν λόγω συνδέσεις θα μπορούν να γίνονται δεκτές στο πλαίσιο της έγκρισης τύπου ΕΕ για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, επειδή ορισμένα κράτη μέλη είχαν θέσει κατά το παρελθόν αυστηρότερες απαιτήσεις σε εθνικό επίπεδο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αρνούνται τη χορήγηση εθνικής έγκρισης τύπου για τύπους οχημάτων που διαθέτουν υδραυλικές συνδέσεις μονής γραμμής ήδη από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, εφόσον θεωρούν ότι κάτι τέτοιο συμφωνεί με τις απαιτήσεις ασφάλειας σε εθνικό επίπεδο.

(8)

Προκειμένου να οριστεί εναρμονισμένη ημερομηνία εφαρμογής όλων των νέων κανόνων έγκρισης τύπου, η ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι κοινή με την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τις λεπτομερείς τεχνικές απαιτήσεις και τις διαδικασίες δοκιμής σχετικά με τη λειτουργική ασφάλεια που συνδέεται με τις επιδόσεις του συστήματος πέδησης στο πλαίσιο της έγκρισης και της εποπτείας της αγοράς γεωργικών και δασικών οχημάτων, των συστημάτων, των μηχανικών μερών και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα εν λόγω οχήματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 167/2013.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Ισχύουν οι ορισμοί του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013. Επιπλέον, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «σύστημα πέδησης» νοείται ο συνδυασμός κατασκευαστικών στοιχείων των οποίων η λειτουργία είναι να μειώνουν προοδευτικά την ταχύτητα κινούμενου οχήματος ή να το ακινητοποιούν ή να το συγκρατούν ακίνητο αν βρίσκεται ήδη σε στάση· το σύστημα αποτελείται από το όργανο χειρισμού, τον μηχανισμό μετάδοσης και την πέδη·

2)

ως «σύστημα πέδησης πορείας» νοείται το σύστημα πέδησης που επιτρέπει στον οδηγό να ελέγχει την κίνηση του οχήματος και να το ακινητοποιεί με ασφάλεια, άμεσα και αποτελεσματικά σε όλο το εύρος ταχυτήτων και φορτίων για το οποίο το όχημα έχει λάβει έγκριση λειτουργίας, σε οποιαδήποτε ανωφέρεια ή κατωφέρεια·

3)

ως «ρυθμιζόμενη πέδηση» νοείται η πέδηση κατά τη διάρκεια της οποίας στο πλαίσιο της κανονικής λειτουργίας του εξοπλισμού, και κατά την ενεργοποίηση ή την ελευθέρωση των πεδών, πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

α)

ο οδηγός δύναται ανά πάσα στιγμή να αυξήσει ή να μειώσει τη δύναμη πέδησης επενεργώντας στο όργανο χειρισμού,

β)

η δύναμη πέδησης δρα κατά την ίδια φορά με τη δράση στο όργανο χειρισμού (μονότονη συνάρτηση),

γ)

η ρύθμιση της δύναμης πέδησης μπορεί να πραγματοποιείται εύκολα και με ακρίβεια·

4)

ως «όργανο χειρισμού» νοείται η διάταξη που ενεργοποιείται απευθείας από τον οδηγό για να δώσει στον μηχανισμό μετάδοσης την απαραίτητη για την πέδηση ή τον χειρισμό της πέδησης ενέργεια. Η ενέργεια αυτή δύναται να είναι είτε η μυϊκή ενέργεια του οδηγού, είτε άλλη πηγή ενέργειας ελεγχόμενη από τον οδηγό, είτε, κατά περίπτωση, η κινητική ενέργεια ενός ρυμουλκούμενου οχήματος, είτε συνδυασμός των διαφόρων αυτών ειδών ενέργειας·

5)

ως «μηχανισμός μετάδοσης» νοείται το σύνολο των μηχανικών μερών που παρεμβάλλονται μεταξύ του οργάνου χειρισμού και της πέδης, εκτός των σωληνώσεων του συστήματος χειρισμού που συνδέουν τους ελκυστήρες με τα ρυμουλκούμενα οχήματα και των σωληνώσεων τροφοδότησης που συνδέουν τους ελκυστήρες με τα ρυμουλκούμενα οχήματα, και που συνδέονται λειτουργικά με μηχανικά, υδραυλικά, πνευματικά ή ηλεκτρικά μέσα ή με συνδυασμό ανάλογων μέσων· αν η δύναμη πέδησης προέρχεται ή υποβοηθείται από πηγή ενέργειας ανεξάρτητη από τον οδηγό, η αποθήκη ενέργειας στο σύστημα αποτελεί ομοίως μέρος του μηχανισμού μετάδοσης·

6)

ως «μηχανισμός μετάδοσης ελέγχου» νοείται το σύνολο των μηχανικών μερών του μηχανισμού μετάδοσης που ελέγχουν τη λειτουργία των πεδών και του (των) απαιτούμενου(-ων) αποθέματος(-των) ενέργειας·

7)

ως «μηχανισμός μετάδοσης ενέργειας» νοείται το σύνολο των μηχανικών μερών που τροφοδοτούν το σύστημα πέδησης με την απαιτούμενη ενέργεια για τη λειτουργία του·

8)

ως «πέδη τριβής» νοούνται οι δυνάμεις που παράγονται από την τριβή δύο τμημάτων του οχήματος που κινούνται το ένα σε σχέση με το άλλο·

9)

ως «ρευστή πέδη» νοείται η πέδη κατά την οποία οι δυνάμεις παράγονται λόγω της δράσης ενός ρευστού στοιχείου το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων του οχήματος που κινούνται το ένα σε σχέση με το άλλο· το ρευστό είναι υγρό αν πρόκειται για «υδραυλική πέδη» και αέριο αν πρόκειται για «πνευματική πέδη»·

10)

ως «πέδη κινητήρα» νοείται η πέδη κατά την οποία οι δυνάμεις προέρχονται από την τεχνητή αύξηση της πέδησης του κινητήρα που μεταδίδεται στους τροχούς·

11)

ως «σύστημα πέδησης στάθμευσης» νοείται το σύστημα που επιτρέπει στο όχημα να παραμένει ακίνητο σε ανωφέρεια ή κατωφέρεια ακόμα και χωρίς την παρουσία του οδηγού·

12)

ως «συνεχής πέδηση» νοείται η πέδηση οχημάτων που απαρτίζουν έναν συρμό οχημάτων μέσω μιας εγκατάστασης η οποία διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α)

ενιαίο όργανο χειρισμού το οποίο ο οδηγός, ο οποίος βρίσκεται στη θέση οδήγησης, ενεργοποιεί σταδιακά με μία μόνο κίνηση,

β)

η ενέργεια που χρησιμοποιείται για την πέδηση των οχημάτων που απαρτίζουν τον συρμό οχημάτων παρέχεται από την ίδια πηγή ενεργείας,

γ)

η εγκατάσταση πέδησης εξασφαλίζει ταυτόχρονα ή με κατάλληλη χρονική ακολουθία την πέδηση κάθε οχήματος που ανήκει στον συρμό, ανεξάρτητα από τη σχετική του θέση·

13)

ως «ημισυνεχής πέδηση» νοείται η πέδηση οχημάτων που απαρτίζουν έναν συρμό οχημάτων μέσω μιας εγκατάστασης η οποία διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α)

ενιαίο όργανο χειρισμού το οποίο ο οδηγός, ο οποίος βρίσκεται στη θέση οδήγησης, ενεργοποιεί σταδιακά με μία μόνο κίνηση,

β)

η ενέργεια που χρησιμοποιείται για την πέδηση των οχημάτων που απαρτίζουν τον συρμό οχημάτων παρέχεται από δύο διαφορετικές πηγές,

γ)

η εγκατάσταση πέδησης εξασφαλίζει ταυτόχρονα ή με κατάλληλη χρονική ακολουθία την πέδηση κάθε οχήματος που ανήκει στον συρμό, ανεξάρτητα από τη σχετική του θέση·

14)

ως «αυτόματη πέδηση» νοείται η πέδηση του ρυμουλκούμενου ή των ρυμουλκούμενων οχημάτων που πραγματοποιείται αυτόματα σε περίπτωση απομάκρυνσης κάποιου οχήματος από τον συρμό των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της απομάκρυνσης που οφείλεται σε θραύση της ζεύξης, χωρίς να θίγεται η αποτελεσματικότητα της πέδησης του υπόλοιπου συρμού·

15)

ως «πέδηση αδράνειας» νοείται η πέδηση που πραγματοποιείται μέσω της χρήσης των δυνάμεων που παράγονται όταν το ρυμουλκούμενο όχημα κινείται προς τον ελκυστήρα·

16)

ως «αδιάκοπη μετάδοση» νοείται η μετάδοση κατά την οποία η πίεση, η δύναμη ή η ροπή μεταδίδονται συνεχώς οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά την κίνηση του οχήματος στο σύστημα κίνησης μεταξύ του κινητήρα του οχήματος και των τροχών και στο σύστημα πέδησης μεταξύ του οργάνου χειρισμού της πέδησης και των τροχών·

17)

ως «έμφορτο όχημα» νοείται το όχημα που διαθέτει φορτίο σύμφωνα με τη μέγιστη τεχνικά αποδεκτή μάζα φορτίου·

18)

ως «φορτίο τροχού» νοείται η κατακόρυφη στατική δύναμη που ασκεί το οδόστρωμα στην περιοχή επαφής επί του τροχού·

19)

ως «φορτίο άξονα» νοούνται οι κατακόρυφες στατικές δυνάμεις που ασκεί το οδόστρωμα στην περιοχή επαφής επί των τροχών του άξονα·

20)

ως «μέγιστο στατικό φορτίο τροχού» νοείται το στατικό φορτίο τροχού ανάλογα με τη μέγιστη τεχνικά αποδεκτή μάζα φορτίου του οχήματος·

21)

ως «μέγιστο στατικό φορτίο άξονα» νοείται το στατικό φορτίο άξονα ανάλογα με τη μέγιστη τεχνικά αποδεκτή μάζα φορτίου του οχήματος·

22)

ως «ρυμουλκούμενο όχημα» νοείται το ρυμουλκούμενο που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013 ή ο εναλλάξιμος ρυμουλκούμενος εξοπλισμός που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 10 του εν λόγω κανονισμού·

23)

ως «ρυμουλκούμενο όχημα με ράβδο έλξης» νοείται το ρυμουλκούμενο όχημα κατηγορίας R και S με τουλάχιστον δύο άξονες εκ των οποίων τουλάχιστον ο ένας είναι κατευθυντήριος άξονας ο οποίος διαθέτει διάταξη έλξης που μπορεί να μετακινηθεί κατακόρυφα σε σχέση με το ρυμουλκούμενο όχημα και δεν μεταδίδει σημαντικό στατικό κατακόρυφο φορτίο στον ελκυστήρα·

24)

ως «κεντροαξονικό ρυμουλκούμενο όχημα» νοείται το ρυμουλκούμενο όχημα κατηγορίας R ή S του οποίου ένας ή περισσότεροι άξονες βρίσκονται κοντά στο κέντρο βάρους του οχήματος, όταν αυτό είναι ομοιόμορφα φορτωμένο, ούτως ώστε ένα μικρό μόνο κατακόρυφο στατικό φορτίο, το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % του φορτίου που αντιστοιχεί στη μέγιστη μάζα του ρυμουλκούμενου ή φορτίο 1 000 daN, όποιο από τα δύο είναι μικρότερο, να μεταφέρεται στον ελκυστήρα·

25)

ως «ρυμουλκούμενο όχημα με άκαμπτη ράβδο έλξης» νοείται το ρυμουλκούμενο όχημα κατηγορίας R ή S με έναν άξονα ή ομάδα αξόνων που διαθέτουν μια ράβδο έλξης η οποία μεταδίδει σημαντικό στατικό φορτίο στον ελκυστήρα λόγω της κατασκευής της και δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό του κεντροαξονικού ρυμουλκούμενου οχήματος· η ζεύξη που χρησιμοποιείται στον συρμό οχημάτων δεν αποτελείται από έδρανο ζεύξης και από πέμπτο τροχό· όταν η ράβδος έλξης είναι άκαμπτη μπορεί να σημειώνεται μικρή κατακόρυφη μετατόπιση· οι υδραυλικά ρυθμιζόμενες αρθρωτές ράβδοι έλξης θεωρούνται άκαμπτες ράβδοι έλξης·

26)

ως «σύστημα συνεχούς πέδησης» νοείται το πρόσθετο σύστημα πέδησης που έχει την ικανότητα να δημιουργεί και να διατηρεί το αποτέλεσμα της πέδησης για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να μειώνονται σημαντικά οι επιδόσεις του συστήματος, περιλαμβανομένου του οργάνου χειρισμού που μπορεί να περιλαμβάνει ένα μόνο όργανο ή ένα σύνολο από διάφορα όργανα που μπορούν να ελέγχονται μεμονωμένα·

27)

ως «ηλεκτρονικά ελεγχόμενο σύστημα πέδησης (EBS)» νοείται το σύστημα πέδησης του οποίου ο έλεγχος πραγματοποιείται και διεκπεραιώνεται ως ηλεκτρικό σήμα στον μηχανισμό μετάδοσης ελέγχου και ως ηλεκτρικά εξερχόμενα σήματα σε διατάξεις που δημιουργούν δυνάμεις ενεργοποίησης οι οποίες παράγονται από αποθηκευμένη ή παραγόμενη ενέργεια·

28)

ως «αυτόματα ρυθμιζόμενη πέδηση» νοείται η λειτουργία ενός σύνθετου συστήματος ηλεκτρονικού χειρισμού κατά την οποία ενεργοποιείται το σύστημα ή τα συστήματα πέδησης ορισμένων αξόνων προκειμένου να προκληθεί επιβράδυνση στο όχημα, με ή χωρίς άμεση δράση του οδηγού, ύστερα από την αυτόματη αξιολόγηση πληροφοριών προερχόμενων από το όχημα·

29)

ως «επιλεκτική πέδηση» νοείται η λειτουργία ενός σύνθετου συστήματος ηλεκτρονικού χειρισμού κατά την οποία ενεργοποιούνται επιμέρους πέδες με αυτόματα μέσα και η επιβράδυνση του οχήματος επέρχεται ως αποτέλεσμα της τροποποίησης της συμπεριφοράς του οχήματος·

30)

ως «σωλήνωση ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού» νοείται η ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ δύο οχημάτων που παρέχει τη λειτουργία του χειρισμού της πέδησης σε ρυμουλκούμενο όχημα ενός συρμού· αποτελείται από την ηλεκτρική καλωδίωση και τον σύνδεσμο και περιλαμβάνει τα κατασκευαστικά στοιχεία που υποστηρίζουν την κοινοποίηση των δεδομένων και την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στη μονάδα ελέγχου μετάδοσης του ρυμουλκούμενου οχήματος·

31)

ως «θάλαμος συμπίεσης ελατηρίου» νοείται ο θάλαμος στον οποίο συντελείται η μεταβολή της πίεσης που προξενεί τη συμπίεση του ελατηρίου·

32)

ως «υδροστατική μετάδοση κίνησης» νοείται ένας τύπος πρόωσης οχήματος που χρησιμοποιεί υδροστατική μετάδοση με ανοιχτό ή κλειστό κύκλωμα, στο οποίο το ρευστό στοιχείο ρέει ως το μέσο ενέργειας μεταξύ ενός ή περισσότερων υδραυλικών αντλιών και ενός ή περισσότερων υδραυλικών μηχανών·

33)

ως «σύνθετο σύστημα ηλεκτρονικού χειρισμού οχήματος» νοείται το σύστημα ηλεκτρονικού χειρισμού που υπόκειται σε ιεραρχία χειρισμού, στην οποία μια ελεγχόμενη λειτουργία μπορεί να παρακαμφθεί από λειτουργία ηλεκτρονικού χειρισμού ανώτερου επιπέδου ή από λειτουργία που επιτελείται από σύστημα ηλεκτρονικού χειρισμού ανωτέρου επιπέδου·

34)

ως «σύστημα αντιεμπλοκής κατά την πέδηση» νοείται το κατασκευαστικό στοιχείο του συστήματος πέδησης πορείας που ρυθμίζει αυτόματα τον βαθμό ολίσθησης, κατά τη φορά περιστροφής του τροχού, ενός ή περισσοτέρων τροχών του οχήματος κατά τη διάρκεια της πέδησης·

35)

ως «άμεσα ελεγχόμενος τροχός» νοείται ο τροχός του οποίου η δύναμη πέδησης διαμορφώνεται ανάλογα με τα δεδομένα που παρέχει τουλάχιστον ο δικός του αισθητήρας·

36)

ως «υδραυλική σύνδεση μονής γραμμής» νοείται η σύνδεση των πεδών μεταξύ του ελκυστήρα και του ρυμουλκούμενου οχήματος μέσω μιας μονής γραμμής με υδραυλικό υγρό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΔΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΖΕΥΞΕΙΣ ΠΕΔΗΣΗΣ ΤΩΝ ΡΥΜΟΥΛΚΟΥΜΕΝΩΝ

Άρθρο 3

Απαιτήσεις εγκατάστασης και επίδειξης που συνδέονται με τις επιδόσεις του συστήματος πέδησης

1.   Οι κατασκευαστές εξοπλίζουν τα γεωργικά και δασικά οχήματα με συστήματα, μηχανικά μέρη και χωριστές τεχνικές μονάδες που επηρεάζουν τις επιδόσεις πέδησης των οχημάτων και που σχεδιάζονται, κατασκευάζονται και συναρμολογούνται κατά τρόπο ώστε το όχημα, υπό κανονικές συνθήκες χρήσης και συντηρούμενο σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή, να συμμορφώνεται με τις λεπτομερείς τεχνικές απαιτήσεις και τις διαδικασίες δοκιμής που προβλέπονται στα άρθρα 4 έως 17.

2.   Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν στην αρχή έγκρισης μέσω πραγματικών δοκιμών επίδειξης ότι τα γεωργικά και δασικά οχήματα που διατίθενται στην αγορά, ταξινομούνται ή τίθενται σε κυκλοφορία στην Ένωση συμμορφώνονται με τις λεπτομερείς τεχνικές απαιτήσεις και διαδικασίες δοκιμής που προβλέπονται στα άρθρα 4 έως 17.

3.   Οι κατασκευαστές μεριμνούν ώστε τα ανταλλακτικά που διατίθενται στην αγορά ή τίθενται σε κυκλοφορία στην Ένωση να συμμορφώνονται με τις λεπτομερείς τεχνικές απαιτήσεις και τις διαδικασίες δοκιμής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Ο κατασκευαστής, αντί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, μπορεί να παρουσιάσει στον ενημερωτικό φάκελο την έκθεση δοκιμής ενός κατασκευαστικού στοιχείου ή συναφή τεκμηρίωση που αποδεικνύει τη συμμόρφωση ενός συστήματος ή ενός οχήματος με τις απαιτήσεις του κανονισμού αριθ. 13 της ΟΕΕ/HE, όπως αναφέρεται στο παράρτημα X.

5.   Ο κατασκευαστής, αντί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, μπορεί να παρουσιάσει στον ενημερωτικό φάκελο συναφή τεκμηρίωση που αποδεικνύει τη συμμόρφωση των συστημάτων αντιεμπλοκής κατά την πέδηση για οχήματα ρυμούλκησης, εάν τοποθετηθούν, με τις απαιτήσεις στο παράρτημα 19 παράγραφος 5 του κανονισμού αριθ. 13 της ΟΕΕ/HE, όπως αναφέρεται στο παράρτημα X.

6.   Τα μηχανικά μέρη και συστήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5 θα αναφέρονται στην εφαρμοστική πράξη που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 68 του (ΕΕ) αριθ. 167/2013.

Άρθρο 4

Απαιτήσεις που ισχύουν για την κατασκευή και εγκατάσταση των διατάξεων πέδησης και των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων

Οι διαδικασίες δοκιμής και οι απαιτήσεις που ισχύουν για την κατασκευή και εγκατάσταση των διατάξεων πέδησης και των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων πραγματοποιούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα I.

Άρθρο 5

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις δοκιμές και τις επιδόσεις των συστημάτων πέδησης, των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων, καθώς επίσης και των οχημάτων που διαθέτουν τέτοια συστήματα

Οι διαδικασίες δοκιμής και οι απαιτήσεις επιδόσεων που ισχύουν για τα συστήματα πέδησης, τις ζεύξεις του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων και τα οχήματα που διαθέτουν τέτοια συστήματα πραγματοποιούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα IΙ.

Άρθρο 6

Απαιτήσεις που ισχύουν για τη μέτρηση του χρόνου απόκρισης

Οι διαδικασίες δοκιμής και οι απαιτήσεις επιδόσεων που ισχύουν για τον χρόνο απόκρισης των διατάξεων πέδησης και των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων πραγματοποιούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα IΙΙ.

Άρθρο 7

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις πηγές ενέργειας και τις διατάξεις αποθήκευσης ενέργειας των συστημάτων πέδησης και των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων καθώς και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοια συστήματα

Οι διαδικασίες δοκιμής και οι απαιτήσεις επιδόσεων που ισχύουν για τις πηγές ενέργειας και τις διατάξεις αποθήκευσης της ενέργειας των συστημάτων πέδησης και των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων, καθώς και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοια συστήματα πραγματοποιούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα IV.

Άρθρο 8

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις πέδες με ελατήρια και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοιες πέδες

Οι διαδικασίες δοκιμής και οι απαιτήσεις επιδόσεων που ισχύουν για τις πέδες με ελατήρια και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοιες πέδες πραγματοποιούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα V.

Άρθρο 9

Απαιτήσεις που ισχύουν για τα συστήματα πέδησης στάθμευσης τα οποία είναι εφοδιασμένα με μηχανική διάταξη ασφάλισης του κυλίνδρου πέδης

Οι απαιτήσεις επιδόσεων που ισχύουν για τα συστήματα πέδησης στάθμευσης τα οποία είναι εφοδιασμένα με μηχανική διάταξη ασφάλισης του κυλίνδρου πέδης επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα VI.

Άρθρο 10

Εναλλακτικές απαιτήσεις δοκιμών για οχήματα για τα οποία οι δοκιμές τύπου Ι, τύπου ΙΙ ή τύπου ΙΙΙ δεν είναι υποχρεωτικές

1.   Οι όροι βάσει των οποίων οι δοκιμές τύπου I, τύπου ΙΙ ή τύπου ΙΙΙ δεν είναι υποχρεωτικές για ορισμένους τύπους οχημάτων ορίζονται στο παράρτημα VII.

2.   Οι διαδικασίες δοκιμών και οι απαιτήσεις επιδόσεων που ισχύουν για τα οχήματα και για τις διατάξεις πέδησης για τα οποία οι δοκιμές τύπου I, τύπου ΙΙ ή τύπου ΙΙΙ δεν είναι υποχρεωτικές σύμφωνα με την παράγραφο 1, πραγματοποιούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα VII.

Άρθρο 11

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις δοκιμές των συστημάτων πέδησης αδράνειας, των διατάξεων πέδησης, των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων και των οχημάτων που διαθέτουν τέτοια συστήματα όσον αφορά την πέδηση

Οι διαδικασίες δοκιμής και οι απαιτήσεις που ισχύουν για τις δοκιμές των συστημάτων πέδησης αδράνειας, των διατάξεων πέδησης, των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων και των οχημάτων που διαθέτουν τέτοια συστήματα όσον αφορά την πέδηση πραγματοποιούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα VIII.

Άρθρο 12

Απαιτήσεις που ισχύουν για οχήματα με υδροστατική μετάδοση κίνησης, τις διατάξεις πέδησης και τα συστήματα πέδησής τους

Οι διαδικασίες δοκιμής και οι απαιτήσεις επιδόσεων που ισχύουν για οχήματα με υδροστατική μετάδοση κίνησης, τις διατάξεις πέδησης και τα συστήματα πέδησής τους πραγματοποιούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα IX.

Άρθρο 13

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις πτυχές ασφάλειας σύνθετων συστημάτων ηλεκτρονικού χειρισμού των οχημάτων

Οι διαδικασίες δοκιμής και οι απαιτήσεις επιδόσεων που ισχύουν για τις πτυχές ασφάλειας σύνθετων συστημάτων ηλεκτρονικού χειρισμού των οχημάτων πραγματοποιούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα X.

Άρθρο 14

Απαιτήσεις και διαδικασίες δοκιμής που ισχύουν για τα συστήματα αντιεμπλοκής κατά την πέδηση και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοια συστήματα

Οι διαδικασίες δοκιμής και οι απαιτήσεις που ισχύουν για τα συστήματα αντιεμπλοκής κατά την πέδηση και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοια συστήματα πραγματοποιούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα ΧΙ.

Άρθρο 15

Απαιτήσεις που ισχύουν για το ηλεκτρονικά ελεγχόμενο σύστημα πέδησης (EBS) οχημάτων με συστήματα πέδησης συμπιεσμένου αέρα ή οχημάτων με συστήματα κοινοποίησης δεδομένων μέσω ακροδεκτών 6 και 7 συνδέσμων που πληρούν το πρότυπο ISO 7638, καθώς επίσης και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοιο σύστημα EBS

Οι διαδικασίες δοκιμής και οι απαιτήσεις επιδόσεων που ισχύουν για το ηλεκτρονικά ελεγχόμενο σύστημα πέδησης (EBS) οχημάτων με συστήματα πέδησης συμπιεσμένου αέρα ή οχημάτων με συστήματα κοινοποίησης δεδομένων μέσω ακροδεκτών 6 και 7 συνδέσμων που πληρούν το πρότυπο ISO 7638 και για οχήματα που διαθέτουν τέτοιο σύστημα EBS πραγματοποιούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με το παράρτημα XII.

Άρθρο 16

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις υδραυλικές συνδέσεις μονής γραμμής και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοιες συνδέσεις

1.   Οι απαιτήσεις επιδόσεων που ισχύουν για τις υδραυλικές συνδέσεις μονής γραμμής των διατάξεων πέδησης και των συνδέσμων για το σύστημα πέδησης των ρυμουλκούμενων και για τα οχήματα που διαθέτουν υδραυλικές συνδέσεις μονής γραμμής προβλέπονται στο παράρτημα XIII.

2.   Οι κατασκευαστές οχημάτων δεν εγκαθιστούν υδραυλικές συνδέσεις μονής γραμμής σε νέους τύπους οχημάτων κατηγορίας T και C μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2019 και σε νέα οχήματα αυτών των κατηγοριών μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 17

Έγκριση τύπου οχημάτων, συστημάτων, μηχανικών μερών και χωριστών τεχνικών μονάδων

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013, ο οποίος τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2016, οι αρχές έγκρισης δεν αρνούνται, για λόγους που άπτονται της λειτουργικής ασφάλειας που συνδέεται με τις επιδόσεις πέδησης, να χορηγούν έγκριση τύπου ΕΕ σε γεωργικά και δασικά οχήματα που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Από την 1η Ιανουαρίου 2020 και σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013 και το άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού, οι αρχές έγκρισης τύπου αρνούνται τη χορήγηση έγκρισης τύπου σε τύπους οχημάτων κατηγορίας T και C που διαθέτουν υδραυλικές συνδέσεις μονής γραμμής.

Από την 1η Ιανουαρίου 2018, οι εθνικές αρχές απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά, την ταξινόμηση ή την κυκλοφορία νέων οχημάτων που δεν συμμορφώνονται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 167/2013 και τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με τη λειτουργική ασφάλεια που συνδέεται με τις επιδόσεις του συστήματος πέδησης.

Από την 1η Ιανουαρίου 2021, οι εθνικές αρχές απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά, την ταξινόμηση ή την κυκλοφορία νέων οχημάτων κατηγοριών T και C που διαθέτουν υδραυλικές συνδέσεις μονής γραμμής όπως ορίζονται στο άρθρο 16.

Άρθρο 18

Εθνική έγκριση τύπου οχημάτων, συστημάτων, μηχανικών μερών και χωριστών τεχνικών μονάδων

Οι εθνικές αρχές δεν αρνούνται τη χορήγηση εθνικής έγκρισης τύπου σε τύπο οχήματος, συστήματος, μηχανικού μέρους ή χωριστής τεχνικής μονάδας για λόγους που αφορούν τη λειτουργική ασφάλεια σε σχέση με τις επιδόσεις πέδησης εάν το όχημα, το σύστημα, το μηχανικό μέρος ή η χωριστή τεχνική μονάδα συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, με εξαίρεση τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις υδραυλικές συνδέσεις μονής γραμμής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Οκτωβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 60 της 2.3.2013, σ. 1.

(2)  Οδηγία 76/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην πέδηση των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς (ΕΕ L 122 της 8.5.1976, σ. 1).

(3)  Απόφαση 97/836/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1997, ενόψει της προσχωρήσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη συμφωνία της οικονομικής επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη σχετικά με την υιοθέτηση ομοιόμορφων τεχνικών προδιαγραφών για τροχοφόρα οχήματα, εξοπλισμό και εξαρτήματα τα οποία δύνανται να τοποθετηθούν ή/και να χρησιμοποιηθούν σε τροχοφόρα οχήματα και τις συνθήκες για την αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων που χορηγούνται με βάση τις προδιαγραφές αυτές (αναθεωρημένη συμφωνία του 1958) (ΕΕ L 346 της 17.12.1997, σ. 78).


ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΩΝ

Αριθμός παραρτήματος

Τίτλος παραρτήματος

Αριθ. σελίδας

Ι

Απαιτήσεις που ισχύουν για την κατασκευή και εγκατάσταση των διατάξεων πέδησης και των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων

10

ΙΙ

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις δοκιμές και τις επιδόσεις των συστημάτων πέδησης, των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων, καθώς επίσης και των οχημάτων που διαθέτουν τέτοια συστήματα

27

ΙΙΙ

Απαιτήσεις που ισχύουν για τη μέτρηση του χρόνου απόκρισης

49

IV

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις πηγές ενέργειας και τις διατάξεις αποθήκευσης της ενέργειας των συστημάτων πέδησης και των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων, καθώς επίσης και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοια συστήματα

60

V

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις πέδες με ελατήρια και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοιες πέδες

67

VI

Απαιτήσεις που ισχύουν για τα συστήματα πέδησης στάθμευσης τα οποία είναι εφοδιασμένα με μηχανική διάταξη ασφάλισης του κυλίνδρου πέδης

70

VII

Εναλλακτικές απαιτήσεις δοκιμών για οχήματα για τα οποία οι δοκιμές τύπου Ι τύπου ΙΙ ή τύπου ΙΙΙ δεν είναι υποχρεωτικές

71

VIII

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις δοκιμές των συστημάτων πέδησης αδράνειας, των διατάξεων πέδησης, των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων και των οχημάτων που διαθέτουν τέτοια συστήματα όσον αφορά την πέδηση

83

IX

Απαιτήσεις που ισχύουν για οχήματα με υδροστατική μετάδοση κίνησης, τις διατάξεις πέδησης και τα συστήματα πέδησής τους

98

X

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις πτυχές ασφαλείας των σύνθετων συστημάτων ηλεκτρονικού χειρισμού των οχημάτων

104

XI

Απαιτήσεις και διαδικασίες δοκιμής που ισχύουν για τα συστήματα αντιεμπλοκής κατά την πέδηση και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοια συστήματα

105

XII

Απαιτήσεις που ισχύουν για το ηλεκτρονικά ελεγχόμενο σύστημα πέδησης (EBS) οχημάτων με συστήματα πέδησης συμπιεσμένου αέρα ή οχημάτων με συστήματα κοινοποίησης δεδομένων μέσω των ακροδεκτών 6 και 7 συνδέσμων που πληρούν το πρότυπο ISO 7638:2003, καθώς επίσης και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοιο σύστημα EBS

121

XIII

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις υδραυλικές συνδέσεις μονής γραμμής και για τα οχήματα που διαθέτουν τέτοιες συνδέσεις

136


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Απαιτήσεις που ισχύουν για την κατασκευή και εγκατάσταση των διατάξεων πέδησης και των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων

1.   Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος:

1.1.

ως «όργανο χειρισμού της δύναμης ζεύξης» νοείται ένα σύστημα ή μια λειτουργία που διασφαλίζει την αυτόματη εξισορρόπηση του συντελεστή πέδησης του ελκυστήρα και του ρυμουλκούμενου οχήματος·

1.2.

ως «ονομαστική τιμή εντολής» νοείται το χαρακτηριστικό του οργάνου χειρισμού της δύναμης ζεύξης το οποίο συσχετίζει το σήμα της κεφαλής ζεύξης με τον συντελεστή πέδησης και το οποίο μπορεί να παρουσιαστεί στην έγκριση τύπου εντός των ορίων των ζωνών συμβατότητας του παραρτήματος ΙΙ προσάρτημα 1·

1.3.

ως «σύστημα κύλισης ερπύστριας» νοείται το σύστημα που μεταβιβάζει το βάρος του οχήματος και του ερπυστριοφόρου αμαξώματος στο έδαφος μέσω του ιμάντα της ερπύστριας, μεταφέρει ροπή από το σύστημα κίνησης του οχήματος στον ιμάντα της ερπύστριας και μπορεί να αλλάξει την κατεύθυνση του κυλιόμενου ιμάντα·

1.4.

ως «ερπυστριοφόρο αμάξωμα» νοείται το σύστημα που περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο συστήματα κύλισης ερπυστριών, τα οποία απέχουν μεταξύ τους συγκεκριμένη απόσταση σε ένα επίπεδο (ευθυγραμμισμένα), καθώς επίσης και έναν συνεχή ιμάντα κύλισης μεταλλικό ή από καουτσούκ ο οποίος το περιβάλλει·

1.5.

ως «ιμάντας κύλισης» νοείται ένας συνεχής ελαστικός ιμάντας που μπορεί να απορροφήσει διαμήκεις δυνάμεις έλξης.

2.   Απαιτήσεις κατασκευής και εγκατάστασης

2.1.   Γενικά

Στο παρόν παράρτημα, όταν επισημαίνεται η μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα του οχήματος, το όχημα θεωρείται ότι κατευθύνεται προς τα εμπρός εκτός εάν αναφέρεται ρητά κάτι διαφορετικό.

2.1.1.   Μηχανικά μέρη, χωριστές τεχνικές μονάδες και κατασκευαστικά στοιχεία πέδησης

2.1.1.1.   Τα μηχανικά μέρη, οι χωριστές τεχνικές μονάδες και τα κατασκευαστικά στοιχεία πέδησης σχεδιάζονται, κατασκευάζονται και τοποθετούνται κατά τρόπο ώστε το όχημα, υπό κανονικές συνθήκες χρήσης και παρά τους κραδασμούς στους οποίους μπορεί να υποβάλλεται, να πληροί τις κατωτέρω απαιτήσεις.

2.1.1.2.   Ειδικότερα, τα μηχανικά μέρη, οι χωριστές τεχνικές μονάδες και τα κατασκευαστικά στοιχεία πέδησης σχεδιάζονται, κατασκευάζονται και τοποθετούνται κατά τρόπο ώστε να μπορούν να αντέχουν στα φαινόμενα διάβρωσης και παλαίωσης στα οποία εκτίθεται το όχημα.

2.1.1.3.   Οι επενδύσεις πεδών δεν περιέχουν αμίαντο.

2.1.1.4.   Δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση μηχανικών μερών, χωριστών τεχνικών μονάδων και κατασκευαστικών στοιχείων (όπως π.χ. βαλβίδες) που θα επέτρεπαν την αλλαγή των επιδόσεων του συστήματος πέδησης από τον χρήστη του οχήματος ώστε να μην πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού όταν βρίσκεται σε λειτουργία. Ένα μηχανικό μέρος, μια χωριστή τεχνική μονάδα και ένα κατασκευαστικό στοιχείο που μπορεί να τίθεται σε λειτουργία μόνο από τον κατασκευαστή μέσω της χρήσης ειδικών εργαλείων ή της παροχής ενός στεγανοποιητικού παρεμβλήματος ή και τα δύο επιτρέπεται υπό τον όρο ότι ο χρήστης του οχήματος δεν έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει το συγκεκριμένο μηχανικό μέρος, τη συγκεκριμένη χωριστή τεχνική μονάδα και το συγκεκριμένο κατασκευαστικό στοιχείο ή υπό τον όρο ότι οποιαδήποτε τροποποίηση από τον χρήστη μπορεί να εντοπιστεί εύκολα από τις αρχές επιβολής του νόμου.

2.1.1.5.   Ένα ρυμουλκούμενο όχημα διαθέτει αυτόματο αισθητήρα φορτίου, εκτός των περιπτώσεων που ακολουθούν:

2.1.1.5.1.

Αν ένα ρυμουλκούμενο όχημα με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα όχι μεγαλύτερη από 30 km/h είναι αδύνατο να εξοπλιστεί με αυτόματο αισθητήρα φορτίου για τεχνικούς λόγους, μπορεί να εξοπλιστεί με διάταξη που διαθέτει τουλάχιστον τρεις διακριτές ρυθμίσεις για τον έλεγχο των δυνάμεων πέδησης.

2.1.1.5.2.

Αν, ειδικότερα, ένα ρυμουλκούμενο όχημα μπορεί βάσει σχεδιασμού να βρεθεί μόνο σε δύο διακριτές καταστάσεις φόρτωσης, «με φορτίο» και «χωρίς φορτίο», τότε το όχημα μπορεί να έχει δύο μόνο διακριτές ρυθμίσεις για τον χειρισμό των δυνάμεων πέδησης.

2.1.1.5.3.

Οχήματα κατηγορίας S των οποίων ο μηχανολογικός εξοπλισμός δεν περιλαμβάνει άλλο φορτίο, περιλαμβανομένων των αναλώσιμων υλικών.

2.1.2.   Λειτουργίες του συστήματος πέδησης

Το σύστημα πέδησης εκτελεί τις εξής λειτουργίες:

2.1.2.1.   Σύστημα πέδησης πορείας

Η ρύθμιση της διαδικασίας του συστήματος πέδησης πορείας είναι εφικτή. Ο οδηγός έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει αυτήν τη διαδικασία πέδησης από το κάθισμά του χωρίς να αφήσει από τα χέρια του το όργανο χειρισμού του συστήματος διεύθυνσης.

2.1.2.2.   Εφεδρικό σύστημα πέδησης

Το εφεδρικό σύστημα πέδησης επιτρέπει την ακινητοποίηση του οχήματος σε εύλογη απόσταση εάν παρουσιαστεί βλάβη στο σύστημα πέδησης πορείας. Στους ελκυστήρες, η διαδικασία αυτή είναι ρυθμιζόμενη. Ο οδηγός έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει αυτήν την πέδηση από το κάθισμα οδήγησης, κρατώντας με τουλάχιστον ένα χέρι το όργανο χειρισμού του συστήματος διεύθυνσης. Για τους σκοπούς των απαιτήσεων αυτών, θεωρείται ότι είναι αδύνατο να εμφανιστούν ταυτόχρονα περισσότερες από μία βλάβες του συστήματος πέδησης πορείας.

2.1.2.3.   Σύστημα πέδησης στάθμευσης

Το σύστημα πέδησης στάθμευσης επιτρέπει τη συγκράτηση του οχήματος σε ανωφέρεια ή κατωφέρεια ακόμα και όταν απουσιάζει ο οδηγός ώστε τα ενεργοποιημένα κατασκευαστικά στοιχεία του συστήματος πέδησης να παραμένουν στη θέση ασφάλισης μέσω μιας αμιγώς μηχανικής διάταξης. Ο οδηγός έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει την πέδηση αυτή από το κάθισμα οδήγησης, υπό τον όρο ότι, εφόσον πρόκειται για ρυμουλκούμενο, τηρούνται οι απαιτήσεις του σημείου 2.2.2.11.

Το σύστημα πέδησης πορείας (πνευματικό ή υδραυλικό σύστημα) του ρυμουλκούμενου οχήματος και το σύστημα πέδησης στάθμευσης του ελκυστήρα επιτρέπεται να λειτουργούν ταυτοχρόνως, υπό την προϋπόθεση ότι ο οδηγός μπορεί να ελέγχει, ανά πάσα στιγμή, ότι η επίδοση του συστήματος πέδησης στάθμευσης του συρμού των οχημάτων που επιτυγχάνεται με την αμιγώς μηχανική δράση του συστήματος πέδησης στάθμευσης είναι ικανοποιητική.

2.1.3.   Οι οικείες απαιτήσεις του παραρτήματος II προσάρτημα 1 εφαρμόζονται σε οχήματα και στα συστήματα πέδησής τους.

2.1.4.   Συνδέσεις, για συστήματα πέδησης πεπιεσμένου αέρα, μεταξύ ελκυστήρων και ρυμουλκούμενων οχημάτων

2.1.4.1.   Οι συνδέσεις των συστημάτων πέδησης πεπιεσμένου αέρα μεταξύ ελκυστήρων και ρυμουλκούμενων οχημάτων παρέχονται σύμφωνα με τα κάτωθι σημεία 2.1.4.1.1, 2.1.4.1.2 ή 2.1.4.1.3.

2.1.4.1.1.

μία σωλήνωση πνευματικής τροφοδότησης και μία σωλήνωση πνευματικού συστήματος χειρισμού·

2.1.4.1.2.

μία σωλήνωση πνευματικής τροφοδότησης, μία σωλήνωση πνευματικού συστήματος χειρισμού και μία σωλήνωση ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού·

2.1.4.1.3.

μία σωλήνωση πνευματικής τροφοδότησης και μία σωλήνωση ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού. Μέχρι να αποφασισθεί η θέσπιση ενιαίων τεχνικών προτύπων που θα διασφαλίζουν συμμόρφωση και ασφάλεια, δεν επιτρέπονται οι συνδέσεις μεταξύ ελκυστήρων και ρυμουλκουμένων σύμφωνα με το παρόν σημείο.

2.1.5.   Συνδέσεις μεταξύ ελκυστήρων και ρυμουλκούμενων οχημάτων με υδραυλικά συστήματα πέδησης

2.1.5.1.   Τύπος συνδέσεων

2.1.5.1.1.   Σωλήνωση υδραυλικού συστήματος χειρισμού: πρόκειται για τη σωλήνωση σύνδεσης με τον αρσενικό σύνδεσμο στον ελκυστήρα και τον θηλυκό σύνδεσμο στο ρυμουλκούμενο όχημα. Οι σύνδεσμοι συμμορφώνονται με το πρότυπο ISO 5676:1983.

2.1.5.1.2.   Συμπληρωματική σωλήνωση υδραυλικού συστήματος χειρισμού: πρόκειται για τη σωλήνωση σύνδεσης με τον αρσενικό σύνδεσμο στον ελκυστήρα και τον θηλυκό σύνδεσμο στο ρυμουλκούμενο όχημα. Οι σύνδεσμοι συμμορφώνονται με το πρότυπο ISO 16028:2006, μέγεθος 10.

2.1.5.1.3.   Σύνδεσμος ISO 7638:2003 (προαιρετικό). Ο κατά ISO 7638:2003 σύνδεσμος μπορεί να χρησιμοποιηθεί, κατά περίπτωση, για εφαρμογές 5 ή 7 ακροδεκτών.

Οι σύνδεσμοι που προσδιορίζονται στα σημεία 2.1.5.1.1 και 2.1.5.1.2 τοποθετούνται στον ελκυστήρα σύμφωνα με το σχήμα 1.

Σχήμα 1

Σωληνώσεις υδραυλικής σύνδεσης

Image 1

Κείμενο της εικόνας

2.1.5.2.   Με τον κινητήρα σε λειτουργία και το σύστημα πέδησης στάθμευσης του ελκυστήρα σε πλήρη λειτουργία:

2.1.5.2.1.

υπάρχει πίεση 0+ 100 kPa στη συμπληρωματική σωλήνωση και/ή

2.1.5.2.2.

δημιουργείται πίεση από 11 500 kPa έως 15 000 kPa στη σωλήνωση χειρισμού.

2.1.5.3.   Με τον κινητήρα σε λειτουργία και το σύστημα πέδησης στάθμευσης του ελκυστήρα πλήρως ελευθερωμένο υπάρχει πίεση στη συμπληρωματική σωλήνωση μεταξύ των τιμών που προβλέπονται στο σημείο 2.2.1.18.3.

2.1.5.4.   Με τον κινητήρα σε λειτουργία και μηδενική πέδηση στον ελκυστήρα (κατάσταση πορείας ή κατάσταση αναμονής), η πίεση με την οποία τροφοδοτείται η κεφαλή ζεύξης της σωλήνωσης του συστήματος χειρισμού είναι αυτήν που προβλέπεται στο σημείο 2.2.1.18.2.

2.1.5.5.   Με τον κινητήρα σε λειτουργία και το όργανο χειρισμού του συστήματος πέδησης πορείας του ελκυστήρα πλήρως ενεργοποιημένο δημιουργείται πίεση στη σωλήνωση σύνδεσης από 11 500 kPa έως 15 000 kPa. Για να δημιουργείται πίεση στη σωλήνωση σύνδεσης κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της πέδησης πορείας, ο ελκυστήρας συμμορφώνεται με την απαίτηση του παραρτήματος ΙΙΙ σημείο 3.6.

2.1.6.   Οι ελαστικές σωληνώσεις και τα καλώδια που συνδέουν τους ελκυστήρες και τα ρυμουλκούμενα οχήματα είναι μέρος του ρυμουλκούμενου οχήματος.

2.1.7.   Δεν επιτρέπονται διατάξεις για τη διακοπή παροχής που δεν ενεργοποιούνται αυτόματα.

2.1.8.   Συνδέσεις δοκιμής πίεσης

2.1.8.1.   Για τον καθορισμό των ασκούμενων δυνάμεων πέδησης κάθε άξονα του οχήματος με σύστημα πέδησης πεπιεσμένου αέρα πρέπει να παρέχονται συνδέσεις για να δοκιμάζεται η πίεση του αέρα στη σωλήνωση:

2.1.8.1.1.

Σε κάθε ανεξάρτητο κύκλωμα του συστήματος πέδησης, στο πλησιέστερο εύκολα προσπελάσιμο σημείο σε σχέση με τον δυσμενέστερα κείμενο κύλινδρο πέδης όσον αφορά τον χρόνο απόκρισης που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙΙ.

2.1.8.1.2.

Σε σύστημα πέδησης το οποίο ενσωματώνει διάταξη για τη ρύθμιση του αέρα ή της υδραυλικής πίεσης στη μετάδοση πέδησης που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ προσάρτημα Ι σημείο 6.2, η οποία βρίσκεται στη σωλήνωση πίεσης ανάντη και κατάντη της εν λόγω διάταξης στα πλησιέστερα προσπελάσιμα σημεία. Εάν η διάταξη αυτή ελέγχεται με πνευματικό σύστημα, τότε απαιτείται μια συμπληρωματική σύνδεση δοκιμής, προκειμένου να προσομοιωθεί η κατάσταση με φορτίο. Εάν ένα όχημα δεν είναι εφοδιασμένο με τη διάταξη αυτή, διαθέτει ενιαία σύνδεση δοκιμής της πίεσης, ισοδύναμη με τον κατάντη σύνδεσμο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Οι εν λόγω συνδέσεις για τη δοκιμή της πίεσης βρίσκονται σε τέτοια θέση, ώστε να είναι εύκολα προσπελάσιμες από το έδαφος ή το εσωτερικό του οχήματος.

2.1.8.1.3.

Στο πλησιέστερο εύκολα προσπελάσιμο σημείο σε σχέση με τη δυσμενέστερα κείμενη διάταξη αποθήκευσης ενέργειας κατά την έννοια του παραρτήματος IV τμήμα A σημείο 2.4.

2.1.8.1.4.

Σε κάθε ανεξάρτητο κύκλωμα του συστήματος πέδησης, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η πίεση εισόδου και εξόδου ολόκληρης της σωλήνωσης μετάδοσης.

2.1.8.1.5.

Οι συνδέσεις για τη δοκιμή της πίεσης πληρούν το σημείο 4 του διεθνούς προτύπου ISO 3583:1984.

2.2.   Απαιτήσεις των συστημάτων πέδησης

2.2.1.   Οχήματα κατηγοριών T και C

2.2.1.1.   Το σύνολο των συστημάτων πέδησης με τα οποία είναι εφοδιασμένο το όχημα πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται για το σύστημα πέδησης πορείας, το εφεδρικό σύστημα πέδησης και το σύστημα πέδησης στάθμευσης.

Για να διευκολύνεται ο οδηγός στην οδήγηση (και να είναι δυνατή η διαφορική πέδηση στην πράξη) το σύστημα πέδησης πορείας του ελκυστήρα μπορεί να αποτελείται από δύο ανεξάρτητα κυκλώματα πέδης, το καθένα από τα οποία συνδέεται με ένα χωριστό δεξί ή αριστερό πεντάλ φρένου.

Αν ενεργοποιηθεί η λειτουργία της διαφορικής πέδησης, η ταχύτητα πορείας είναι αδύνατο να υπερβεί τα 40 km/h ή όταν η ταχύτητα υπερβεί τα 40 km/h, η λειτουργία της διαφορικής πέδησης απενεργοποιείται. Οι δύο αυτές διαδικασίες διασφαλίζονται με αυτόματα μέσα.

Αν ενεργοποιηθεί ο διαφορικός τρόπος λειτουργίας, η ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης πορείας του ρυμουλκούμενου οχήματος δεν είναι απαραίτητη μέχρι την ταχύτητα των 12 km/h.

Στους ελκυστήρες στους οποίους τα χωριστά πεντάλ μπορούν να συνδεθούν χειροκίνητα, ο οδηγός είναι σε θέση να εξακριβώσει εύκολα από το κάθισμά του εάν αυτά τα πεντάλ είναι συνδεδεμένα ή όχι.

2.2.1.2.   Το σύστημα της πέδησης πορείας, το εφεδρικό σύστημα πέδησης και το σύστημα πέδησης στάθμευσης επιτρέπεται να έχουν κοινά μηχανικά μέρη, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

2.2.1.2.1.

Υπάρχουν τουλάχιστον δύο όργανα χειρισμού, κάθε ένα από τα οποία αντιστοιχεί σε διαφορετικό σύστημα πέδησης, τα οποία είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους και είναι εύκολα προσπελάσιμα για τον οδηγό από την προβλεπόμενη θέση οδήγησης. Για όλες τις κατηγορίες οχημάτων, κάθε όργανο χειρισμού των πεδών (εξαιρουμένου του οργάνου χειρισμού του συστήματος συνεχούς πέδησης) σχεδιάζεται κατά τρόπο ώστε να επανέρχεται στην νεκρή θέση όταν αφήνεται ελεύθερο. Η απαίτηση αυτή δεν ισχύει για το όργανο χειρισμού του συστήματος πέδησης στάθμευσης (ή το αντίστοιχο τμήμα μεικτού οργάνου χειρισμού) όταν ασφαλίζεται μηχανικώς σε θέση ενεργοποίησής ή όταν χρησιμοποιείται για την εφεδρική πέδηση ή και στις δύο περιπτώσεις.

2.2.1.2.2.

Το όργανο χειρισμού του συστήματος πέδησης πορείας είναι ανεξάρτητο από το όργανο χειρισμού του συστήματος πέδησης στάθμευσης.

2.2.1.2.3.

Όταν το σύστημα πέδησης πορείας και το εφεδρικό σύστημα πέδησης έχουν το ίδιο όργανο χειρισμού, δεν επιτρέπεται έπειτα από ορισμένο χρονικό διάστημα χρήσης να επιδεινώνεται η αποτελεσματικότητα της σύνδεσης μεταξύ αυτού του οργάνου χειρισμού και των διαφόρων μηχανικών μερών των συστημάτων μετάδοσης.

2.2.1.2.4.

Όταν το σύστημα πέδησης πορείας και το εφεδρικό σύστημα πέδησης έχουν το ίδιο όργανο χειρισμού, το σύστημα πέδησης στάθμευσης σχεδιάζεται κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατόν να ενεργοποιείται ενόσω το όχημα κινείται. Η απαίτηση αυτή δεν ισχύει, εάν το σύστημα πέδησης πορείας του οχήματος μπορεί να ενεργοποιηθεί, ακόμη και εν μέρει, μέσω ενός βοηθητικού οργάνου χειρισμού.

2.2.1.2.5.

Σε περίπτωση θραύσης οποιουδήποτε μηχανικού μέρους εκτός των πεδών ή των μηχανικών μερών που ορίζονται στο σημείο 2.2.1.2.7, ή οποιασδήποτε άλλης βλάβης του συστήματος πέδησης πορείας (δυσλειτουργία, μερική ή πλήρης εκκένωση του αποθέματος ενέργειας), το εφεδρικό σύστημα πέδησης ή το μέρος του συστήματος πέδησης πορείας το οποίο δεν επηρεάζεται από τη βλάβη μπορεί να ακινητοποιήσει το όχημα υπό τις συνθήκες που προβλέπονται για το εφεδρικό σύστημα πέδησης.

2.2.1.2.6.

Ειδικότερα, όταν το εφεδρικό σύστημα πέδησης και το σύστημα πέδησης πορείας έχουν κοινό όργανο χειρισμού και κοινό μηχανισμό μετάδοσης:

2.2.1.2.6.1.

όταν το σύστημα πέδησης πορείας ενεργοποιείται με τη μυϊκή δύναμη του οδηγού η οποία υποβοηθείται από ένα ή περισσότερα αποθέματα ενέργειας, σε περίπτωση βλάβης αυτής της υποβοήθησης η επίδοση της εφεδρικής πέδησης μπορεί να εξασφαλίζεται με τη μυϊκή ενέργεια του οδηγού υποβοηθούμενη από τυχόν αποθέματα ενέργειας τα οποία δεν επηρεάζονται από τη βλάβη, ενώ η δύναμη που ασκείται επί του οργάνου χειρισμού δεν υπερβαίνει τα προβλεπόμενα μέγιστα όρια.

2.2.1.2.6.2.

Εάν η δύναμη για το σύστημα πέδησης πορείας και τον μηχανισμό μετάδοσης εξαρτάται αποκλειστικά από τη χρήση αποθέματος ενέργειας που χειρίζεται ο οδηγός, υπάρχουν τουλάχιστον δύο πλήρως ανεξάρτητες δεξαμενές ενέργειας, καθεμία από τις οποίες είναι εφοδιασμένη με δικό της ανεξάρτητο μηχανισμό μετάδοσης· κάθε δεξαμενή επιτρέπεται να επενεργεί στις πέδες μόνο δύο ή περισσότερων τροχών που επιλέγονται έτσι ώστε να μπορούν να εξασφαλίζουν από μόνοι τους τον προβλεπόμενο βαθμό εφεδρικής πέδησης χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την ευστάθεια του οχήματος κατά την πέδηση· επιπλέον, καθεμία από αυτές τις δεξαμενές ενέργειας είναι εφοδιασμένη με προειδοποιητική διάταξη. Σε ένα τουλάχιστον από τα αεροφυλάκια κάθε κυκλώματος πέδησης πορείας, πρέπει να τοποθετείται ειδική διάταξη αποστράγγισης και εξαγωγής σε κατάλληλη και σε εύκολα προσπελάσιμη θέση.

2.2.1.2.6.3.

Εάν η δύναμη για το σύστημα πέδησης πορείας και τον μηχανισμό μετάδοσης εξαρτάται αποκλειστικά από τη χρήση αποθέματος ενέργειας, αρκεί η ύπαρξη μίας δεξαμενής ενέργειας για το σύστημα μετάδοσης, υπό την προϋπόθεση ότι η εφεδρική πέδηση εξασφαλίζεται με τη μυϊκή ενέργεια του οδηγού επί του οργάνου χειρισμού της πέδης πορείας και ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του σημείου 2.2.1.5.

2.2.1.2.7.

Η θραύση ορισμένων κατασκευαστικών στοιχείων —όπως το πεντάλ και η βάση του, ο κεντρικός κύλινδρος και το (τα) έμβολό(-ά) του (σε υδραυλικά συστήματα), η βαλβίδα ελέγχου (σε υδραυλικά και/ή πνευματικά συστήματα), η σύνδεση μεταξύ του πεντάλ και του κεντρικού κυλίνδρου ή της βαλβίδας ελέγχου, οι κύλινδροι των πεδών και τα έμβολά τους (σε υδραυλικά και/ή πνευματικά συστήματα) και οι μηχανισμοί μοχλών-εκκέντρων των πεδών— θεωρείται δύσκολη εφόσον έχουν διαστασιολογηθεί επαρκώς, είναι προσπελάσιμα για συντήρηση και παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ασφαλείας τουλάχιστον ισοδύναμα προς εκείνα που απαιτούνται για άλλα καίρια μηχανικά μέρη (όπως για παράδειγμα για τις ράβδους διεύθυνσης) του οχήματος. Όταν η βλάβη οποιουδήποτε από αυτά τα κατασκευαστικά μέρη καθιστά αδύνατη την πέδηση του οχήματος με επιδόσεις τουλάχιστον ίσες προς τις προβλεπόμενες για το εφεδρικό σύστημα πέδησης, το κατασκευαστικό στοιχείο είναι από μέταλλο ή από υλικό με ισοδύναμα χαρακτηριστικά και δεν παρουσιάζει σημαντική παραμόρφωση υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας των συστημάτων πέδησης.

2.2.1.3.   Αν υπάρχουν χωριστά όργανα χειρισμού για το σύστημα πέδησης πορείας και το εφεδρικό σύστημα πέδησης, η ταυτόχρονη επενέργεια στα όργανα χειρισμού δεν θέτει εκτός λειτουργίας και τα δύο συστήματα πέδησης, είτε όταν και τα δύο συστήματα πέδησης βρίσκονται σε καλή κατάσταση λειτουργίας είτε όταν ένα από τα δύο παρουσιάσει βλάβη.

2.2.1.4.   Όταν χρησιμοποιείται ενέργεια διαφορετική από τη μυϊκή ενέργεια του οδηγού δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν περισσότερες από μια πηγές αυτής της ενέργειας (υδραυλική αντλία, αεροσυμπιεστής κ.λπ.), ωστόσο ο τρόπος τροφοδότησης της διάταξης που αποτελεί την πηγή ενέργειας είναι όσο το δυνατόν ασφαλέστερος.

2.2.1.4.1.   Σε περίπτωση βλάβης οποιουδήποτε κατασκευαστικού στοιχείου της μετάδοσης του συστήματος πέδησης οχήματος που αποτελείται από δύο κυκλώματα πέδησης πορείας που πληρούν τις προϋποθέσεις του σημείου 2.2.1.25, συνεχίζεται η τροφοδότηση του μη επηρεαζομένου από τη βλάβη κατασκευαστικού στοιχείου, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την ακινητοποίηση του οχήματος με την αποτελεσματικότητα που προβλέπεται για την απομένουσα και/ή εφεδρική πέδηση. Η προϋπόθεση αυτή τηρείται με αυτόματες διατάξεις.

2.2.1.4.2.   Επιπλέον, διατάξεις αποθήκευσης τοποθετημένες στο κύκλωμα κατάντη της πηγής ενέργειας πρέπει να έχουν κατασκευαστεί έτσι ώστε, ακόμη και σε περίπτωση βλάβης της τροφοδότησης με ενέργεια, ύστερα από τέσσερις ενεργοποιήσεις πλήρους διαδρομής του οργάνου χειρισμού του συστήματος πέδησης πορείας υπό τις συνθήκες που προβλέπονται, ανάλογα με το είδος του συστήματος πέδησης, στο παράρτημα IV τμήμα Α σημείο 1.2 ή τμήμα Β σημείο 1.2. ή τμήμα Γ σημείο 1.2, να είναι δυνατόν να ακινητοποιηθεί πλήρως το όχημα με την πέμπτη ενεργοποίηση και την αποτελεσματικότητα που προβλέπεται για την εφεδρική πέδηση.

2.2.1.4.3.   Για υδραυλικά συστήματα πέδησης με αποθηκευμένη ενέργεια, οι απαιτήσεις των σημείων 2.2.1.4.1 και 2.2.1.4.2 θεωρείται ότι έχουν εκπληρωθεί, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του παραρτήματος IV τμήμα Γ σημείο 1.2.2 του παρόντος κανονισμού.

2.2.1.4.4.   Για σύστημα πέδησης πορείας αποτελούμενο από ένα μόνο κύκλωμα πέδησης πορείας, σε περίπτωση βλάβης ή μη διαθεσιμότητας της πηγής ενέργειας θα είναι δυνατή η ακινητοποίηση του οχήματος με το όργανο χειρισμού του συστήματος πέδησης πορείας με την αποτελεσματικότητα που προβλέπεται για την εφεδρική πέδηση.

2.2.1.5.   Οι απαιτήσεις των σημείων 2.2.1.2, 2.2.1.4 και 2.2.1.25 πληρούνται χωρίς τη χρήση αυτόματης διάταξης, η αναποτελεσματικότητα της οποίας θα μπορούσε να περνά απαρατήρητη επειδή τα κατασκευαστικά στοιχεία που υπό κανονικές συνθήκες βρίσκονται στη θέση αδράνειας ενεργοποιούνται μόνον σε περίπτωση βλάβης του συστήματος πέδησης.

2.2.1.6.   Στα οχήματα των οποίων η μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα δεν υπερβαίνει τα 30 km/h, το σύστημα πέδησης πορείας επενεργεί σε όλους τους τροχούς ενός τουλάχιστον άξονα. Σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις, το σύστημα πέδησης πορείας επενεργεί σε όλους τους τροχούς του οχήματος. Ωστόσο, εάν πρόκειται για οχήματα με έναν πεδούμενο άξονα και αυτόματη εμπλοκή του συστήματος μετάδοσης κίνησης σε όλους τους άλλους άξονες κατά τη διάρκεια της πέδησης, όλοι οι τροχοί θεωρούνται πεδούμενοι.

Στα οχήματα κατηγορίας C, ο όρος αυτός θεωρείται ότι εκπληρώνεται εάν όλα τα συστήματα κύλισης ερπυστριών του οχήματος είναι πεδούμενα. Στα οχήματα κατηγορίας C με σχεδιαστική ταχύτητα μικρότερη των 30 km/h, ο όρος αυτός θεωρείται ότι εκπληρώνεται εάν είναι πεδούμενο τουλάχιστον ένα σύστημα κύλισης ερπυστριών σε κάθε πλευρά του οχήματος.

Στα οχήματα που διαθέτουν σέλα σε κάθισμα και χειρολαβές, το σύστημα πέδησης πορείας μπορεί να επενεργεί είτε στον εμπρόσθιο άξονα είτε στον οπίσθιο άξονα υπό τον όρο ότι εκπληρώνονται όλες οι απαιτήσεις επιδόσεων που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙ σημείο 2 του παρόντος κανονισμού.

Στους αρθρωτούς ελκυστήρες κατηγορίας Ta, εάν ένας άξονας υπόκειται σε πέδηση και το διαφορικό τοποθετείται μεταξύ της πέδησης πορείας και των τροχών, όλοι οι τροχοί αυτού του άξονα θεωρούνται πεδούμενοι όταν η ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης πορείας κλειδώνει αυτόματα το διαφορικό σε αυτόν τον άξονα.

2.2.1.6.1.   Επίδοση υδραυλικών σωληνώσεων και συστημάτων σωληνώσεων στα οχήματα με έναν πεδούμενο άξονα και αυτόματη εμπλοκή του συστήματος μετάδοσης κίνησης σε όλους τους άλλους άξονες κατά τη διάρκεια της πέδησης

Οι υδραυλικές σωληνώσεις υδραυλικής μετάδοσης μπορούν να υφίστανται πίεση διάρρηξης τουλάχιστον τετραπλάσια της κανονικής μέγιστης πίεσης λειτουργίας (Τ) που καθορίζει ο κατασκευαστής. Τα συστήματα σωληνώσεων πληρούν τις απαιτήσεις των προτύπων ISO 1402:1994, 6605:1986 και 7751: 1991.

2.2.1.7.   Αν το σύστημα πέδησης πορείας επενεργεί σε όλους τους τροχούς ή στα συστήματα κύλισης των ερπυστριών του οχήματος, η επενέργεια κατανέμεται δεόντως μεταξύ των αξόνων. Αν αυτό επιτυγχάνεται με μια διάταξη που ρυθμίζει την πίεση στη μετάδοση πέδησης, η διάταξη αυτή πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ προσάρτημα 1 σημείο 6 και του σημείου 2.1.8.

2.2.1.7.1.   Αν πρόκειται για οχήματα που διαθέτουν περισσότερους από δύο άξονες, προκειμένου να αποφεύγεται εμπλοκή των τροχών ή λείανση των επενδύσεων των πεδών, η δύναμη πέδησης σε ορισμένους άξονες επιτρέπεται να μηδενίζεται αυτομάτως όταν το φορτίο είναι σημαντικά μειωμένο, υπό τον όρο ότι το όχημα πληροί όλες τις απαιτήσεις επιδόσεων που προβλέπονται στο παράρτημα II.

2.2.1.8.   Η δράση του συστήματος πέδησης πορείας κατανέμεται στους τροχούς ή στα συστήματα κύλισης των ερπυστριών του ιδίου άξονα συμμετρικά ως προς το διάμηκες διάμεσο επίπεδο του οχήματος.

2.2.1.9.   Το σύστημα πέδησης πορείας, το εφεδρικό σύστημα πέδησης και το σύστημα πέδησης στάθμευσης επενεργούν σε επιφάνειες πέδησης που συνδέονται σταθερά με τους τροχούς μέσω μηχανικών μερών επαρκούς αντοχής. Η αποσύνδεση μιας επιφάνειας πέδησης από τους τροχούς είναι αδύνατη· ωστόσο, η αποσύνδεση αυτή επιτρέπεται στο σύστημα της πέδησης στάθμευσης, υπό τον όρο ότι ο χειρισμός αποσύνδεσης εκτελείται αποκλειστικά από τον οδηγό και από το κάθισμα οδήγησης με σύστημα που δεν είναι δυνατόν να ενεργοποιηθεί μέσω διαρροής. Όταν η πέδηση εφαρμόζεται κανονικά σε περισσότερους από έναν άξονες, εάν πρόκειται για οχήματα κατηγορίας T και C με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα που δεν υπερβαίνει τα 60 km/h, ένας άξονας μπορεί να αποσυνδεθεί υπό τον όρο ότι η ενεργοποίηση αυτή του συστήματος πέδησης πορείας επανασυνδέει αυτόματα τον συγκεκριμένο άξονα και ότι, εάν παρουσιαστεί βλάβη στον ενεργειακό εφοδιασμό ή βλάβη στον μηχανισμό μετάδοσης ελέγχου του οργάνου χειρισμού της επανασύνδεσης, τότε διασφαλίζεται η αυτόματη επανασύνδεση.

2.2.1.10.   Η φθορά των πεδών πορείας μπορεί να αντισταθμίζεται από ένα σύστημα χειροκίνητης ρύθμισης. Στα οχήματα κατηγορίας Tb και Cb, η φθορά των πεδών πορείας αντισταθμίζεται από ένα σύστημα χειροκίνητης ρύθμισης. Επιπλέον, το όργανο χειρισμού και τα μηχανικά μέρη του μηχανισμού μετάδοσης και των πεδών διαθέτουν περιθώριο διαδρομής και, εάν είναι αναγκαίο, κατάλληλα μέσα αντιστάθμισης ώστε, μετά από θέρμανση των πεδών ή ορισμένη φθορά των επενδύσεων των πεδών, να είναι εξασφαλισμένη η αποτελεσματικότητα της πέδησης χωρίς να είναι αμέσως αναγκαία η ρύθμιση.

Τα οχήματα κατηγοριών Ta και κατηγορίας Ca δεν είναι αναγκαίο να διαθέτουν σύστημα που επιτρέπει την αντιστάθμιση της φθοράς των πεδών μέσω ενός συστήματος αυτόματης ρύθμισης. Ωστόσο, εάν τα οχήματα των εν λόγω κατηγοριών διαθέτουν σύστημα που επιτρέπει την αντιστάθμιση της φθοράς των πεδών μέσω ενός συστήματος αυτόματης ρύθμισης, το σύστημα αυτό συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ισχύουν και για τα οχήματα των κατηγοριών Tb και Cb.

2.2.1.10.1.   Οι διατάξεις αυτόματης ρύθμισης για την αντιστάθμιση της φθοράς, εάν υπάρχουν, είναι τέτοιες ώστε μετά από θέρμανση η οποία ακολουθείται από ψύξη των πεδών να είναι εξασφαλισμένη η ελεύθερη λειτουργία όπως ορίζεται στο παράρτημα ΙΙ σημείο 2.3.4 ύστερα από τη δοκιμή τύπου I που προβλέπεται άλλωστε και στο σημείο 1.3 του εν λόγω παραρτήματος.

Η φθορά των επενδύσεων του συστήματος πέδησης πορείας ελέγχεται εύκολα είτε από το εξωτερικό του οχήματος είτε από το κάτω μέρος του οχήματος μόνο με τα εργαλεία ή τον εξοπλισμό που διατίθενται κατά κανόνα με το όχημα· μπορούν π.χ. να προβλεφθούν κατάλληλες οπές επιθεώρησης ή και άλλα μέσα. Εναλλακτικά, η χρήση ακουστικών ή οπτικών διατάξεων που προειδοποιούν τον οδηγό στη θέση οδήγησης για την ανάγκη αντικατάστασης της επένδυσης είναι αποδεκτή.

2.2.1.10.2.   Οι απαιτήσεις των σημείων 2.2.1.10 και 2.2.1.10.1 δεν ισχύουν για τις εντός ελαίων βυθισμένες πέδες που προορίζονται για ολόκληρο τον κύκλο ζωής του οχήματος χωρίς συντήρηση.

2.2.1.11.   Σε υδραυλικά συστήματα πέδησης:

2.2.1.11.1.

Τα στόμια πλήρωσης των δεξαμενών με υγρό είναι εύκολα προσπελάσιμα· επιπλέον, τα δοχεία του αποθέματος υγρού σχεδιάζονται και κατασκευάζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της στάθμης του υγρού χωρίς να χρειάζεται να ανοιχθούν τα δοχεία. Εάν δεν εκπληρώνεται η τελευταία προϋπόθεση, ειδοποιείται ο οδηγός με την κόκκινη προειδοποιητική ένδειξη που ορίζεται στο σημείο 2.2.1.29.1.1 για κάθε πτώση της στάθμης του αποθέματος υγρού που ενδέχεται να προξενήσει βλάβη στο σύστημα πέδησης.

2.2.1.11.2.

Για οποιαδήποτε βλάβη στο υδραυλικό σύστημα μετάδοσης, εφόσον η προβλεπόμενη επίδοση της πέδησης πορείας είναι αδύνατο να επιτευχθεί, ειδοποιείται ο οδηγός μέσω μιας διάταξης που περιλαμβάνει προειδοποιητική ένδειξη, όπως προβλέπεται στο σημείο 2.2.1.29.1.1. Εναλλακτικά, η ενεργοποίηση της διάταξης αυτής επιτρέπεται όταν η στάθμη του υγρού στη δεξαμενή κατέρχεται κάτω από τιμή που καθορίζει ο κατασκευαστής.

2.2.1.11.3.

Ο τύπος του υγρού που χρησιμοποιείται στα συστήματα πέδησης με υδραυλικό μηχανισμό μετάδοσης προσδιορίζεται με το σύμβολο που προβλέπεται στο σχήμα 1 ή 2 του πρότυπου ISO 9128:2006. Το σύμβολο τοποθετείται εντός 100 mm από τα στόμια πλήρωσης των δεξαμενών με υγρό σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται με βάση το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο ια) και παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013. Ο κατασκευαστής μπορεί να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες. Η απαίτηση αυτή ισχύει μόνο για οχήματα που διαθέτουν χωριστό στόμιο πλήρωσης για το υγρό του συστήματος πέδησης.

2.2.1.12.   Προειδοποιητική διάταξη

2.2.1.12.1.   Κάθε όχημα με σύστημα πέδησης πορείας που τροφοδοτείται από δεξαμενή ενέργειας διαθέτει προειδοποιητική διάταξη, πέραν ενδεχομένως του μανόμετρου, όταν με το σύστημα αυτό δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν οι προβλεπόμενες για την εφεδρική πέδηση επιδόσεις χωρίς τη χρήση της αποθηκευμένης ενέργειας. Η διάταξη αυτή εκπέμπει οπτική ή ακουστική ένδειξη όταν η αποθηκευμένη ενέργεια σε οποιοδήποτε τμήμα του συστήματος κατέρχεται σε τιμή όπου, χωρίς την επαναπλήρωση της δεξαμενής ενέργειας και ανεξαρτήτως από τις συνθήκες φόρτωσης του οχήματος, είναι δυνατόν να ενεργοποιηθεί για πέμπτη φορά το όργανο χειρισμού του συστήματος πέδησης πορείας, ύστερα από τέσσερις ενεργοποιήσεις πλήρους διαδρομής, και να επιτευχθούν οι προβλεπόμενες για την εφεδρική πέδηση επιδόσεις (χωρίς βλάβες στο σύστημα μετάδοσης πέδησης πορείας και με τις πέδες ρυθμισμένες με το μικρότερο δυνατό διάκενο). Η προειδοποιητική διάταξη συνδέεται άμεσα και αδιαλείπτως με το κύκλωμα. Όταν ο κινητήρας λειτουργεί υπό κανονικές συνθήκες και δεν παρουσιάζονται προβλήματα στο σύστημα πέδησης, η προειδοποιητική διάταξη εκπέμπει ένδειξη μόνον κατά τη διάρκεια του διαστήματος που απαιτείται για την πλήρωση της (των) δεξαμενής(-ών) ενέργειας μετά την εκκίνηση του κινητήρα.

2.2.1.12.1.1.   Ωστόσο, εάν πρόκειται για οχήματα που θεωρείται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του σημείου 2.2.1.4.1 επειδή ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του παραρτήματος IV τμήμα Γ σημείο 1.2.2, η προειδοποιητική διάταξη περιλαμβάνει και ακουστική ένδειξη πέραν της οπτικής ένδειξης. Οι διατάξεις αυτές δεν χρειάζεται να λειτουργούν ταυτοχρόνως, εφόσον η καθεμία από αυτές πληροί τις ανωτέρω απαιτήσεις και η ακουστική ένδειξη δεν εκπέμπεται πριν από την οπτική.

2.2.1.12.2.   Η ακουστική διάταξη μπορεί να τίθεται εκτός λειτουργίας όσο είναι ενεργοποιημένο το σύστημα της πέδησης στάθμευσης ή, κατ' επιλογή του κατασκευαστή, σε περίπτωση αυτόματης μετάδοσης ενόσω ο επιλογέας σχέσης μετάδοσης κίνησης (ταχύτητας) βρίσκεται στη θέση «στάθμευση», ή και στις δύο περιπτώσεις.

2.2.1.13.   Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του σημείου 2.1.2.3, όταν η χρήση βοηθητικής πηγής ενέργειας είναι αναγκαία για τη λειτουργία συστήματος πέδησης, το απόθεμα ενέργειας επαρκεί ώστε, σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας του κινητήρα ή βλάβης των μέσων τροφοδότησης της πηγής ενέργειας, να εξασφαλίζεται ότι απομένει επαρκής επίδοση πέδησης για να ακινητοποιηθεί το όχημα υπό τις προβλεπόμενες συνθήκες. Εξάλλου, εάν η μυϊκή δράση του οδηγού επί της διάταξης πέδησης στάθμευσης ενισχύεται με διάταξη υποβοήθησης, η ενεργοποίηση της πέδησης στάθμευσης εξασφαλίζεται, σε περίπτωση βλάβης της υποβοήθησης και εάν κρίνεται απαραίτητο, με τη βοήθεια ενός ανεξαρτήτου αποθέματος ενέργειας από το απόθεμα που χρησιμοποιείται συνήθως για την υποβοήθηση αυτή. Αυτό το απόθεμα ενέργειας μπορεί να είναι το απόθεμα που προορίζεται για το σύστημα πέδησης πορείας.

2.2.1.14.   Αν πρόκειται για ελκυστήρα ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με ρυμουλκούμενο όχημα που διαθέτει πέδη ελεγχόμενη από τον οδηγό, το σύστημα πέδησης πορείας του ελκυστήρα είναι εξοπλισμένο με ειδική διάταξη η οποία, εάν το σύστημα πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος εμφανίσει βλάβη ή οι σωληνώσεις τροφοδότησης (ή οποιαδήποτε άλλη σύνδεση ενδέχεται να εφαρμοστεί) που συνδέουν τον ελκυστήρα με το ρυμουλκούμενο όχημα σπάσουν, θα μπορεί σε κάθε περίπτωση να επιβραδύνει τον ελκυστήρα με την επίδοση που προβλέπεται για το εφεδρικό σύστημα πέδησης· για τον λόγο αυτό προβλέπεται ειδικότερα ότι η διάταξη αυτή τοποθετείται στο σύστημα πέδησης πορείας του ελκυστήρα για να διασφαλίζεται ότι η εφαρμογή της πέδησης θα είναι σε κάθε περίπτωση δυνατή από το σύστημα πέδησης πορείας με την επίδοση που προβλέπεται για το εφεδρικό σύστημα πέδησης.

2.2.1.15.   Το πνευματικό ή υδραυλικό βοηθητικό σύστημα τροφοδοτείται αυτόματα με ενέργεια κατά τρόπο ώστε κατά τη λειτουργία του να είναι δυνατόν να επιτευχθούν οι προβλεπόμενες επιδόσεις και, ακόμη και σε περίπτωση βλάβης της πηγής ενέργειας, η λειτουργία του βοηθητικού συστήματος να μην είναι δυνατόν να επιφέρει μείωση των αποθεμάτων ενέργειας που τροφοδοτούν τα συστήματα πέδησης σε στάθμη κάτω από την αναφερόμενη στο σημείο 2.2.1.12.

2.2.1.16.   Ο ελκυστήρας που επιτρέπεται να ρυμουλκεί όχημα κατηγορίας R2, R3, R4 ή S2 πληροί τις εξής προϋποθέσεις:

2.2.1.16.1.

Όταν το σύστημα πέδησης πορείας του ελκυστήρα ενεργοποιείται, υπάρχει επίσης και δυνατότητα ρύθμισης της πέδησης στο ρυμουλκούμενο όχημα (βλέπε επίσης σημείο 2.2.1.18.4).

2.2.1.16.2.

Όταν το εφεδρικό σύστημα πέδησης του ελκυστήρα ενεργοποιείται, ενεργοποιείται και η πέδηση που εφαρμόζεται στο ρυμουλκούμενο όχημα. Αν πρόκειται για ελκυστήρες κατηγοριών Tb και Cb, η πέδηση αυτή μπορεί να ρυθμιστεί.

2.2.1.16.3.

Αν εμφανιστεί βλάβη στο σύστημα πέδησης πορείας του ελκυστήρα και εάν το σύστημα αυτό αποτελείται από δύο τουλάχιστον ανεξάρτητα μέρη, το μέρος ή τα μέρη που δεν επηρεάζονται από τη βλάβη μπορούν να ενεργοποιήσουν πλήρως ή εν μέρει τις πέδες του ρυμουλκούμενου οχήματος. Η απαίτηση αυτή δεν ισχύει σε περίπτωση που τα δύο ανεξάρτητα μέρη αποτελούνται, αφενός, από την πέδη των αριστερών τροχών, και αφετέρου, από την πέδη των δεξιών τροχών και με τον σχεδιασμό αυτόν επιτρέπεται η διαφορική πέδηση όταν ο ελκυστήρας στρίβει στους αγρούς. Αν στην τελευταία περίπτωση το σύστημα πέδησης πορείας του ελκυστήρα εμφανίσει βλάβη, το εφεδρικό σύστημα πέδησης μπορεί να ενεργοποιήσει πλήρως ή μερικώς τις πέδες του ρυμουλκούμενου οχήματος. Εάν αυτή η λειτουργία επιτυγχάνεται με βαλβίδα που υπό κανονικές συνθήκες βρίσκεται σε αδράνεια, η βαλβίδα αυτή επιτρέπεται να ενσωματώνεται μόνον εάν η ορθή της λειτουργία μπορεί εύκολα να ελεγχθεί από τον οδηγό, είτε από τον θάλαμο οδήγησης είτε εκτός του οχήματος, χωρίς τη χρήση εργαλείων.

2.2.1.17.   Συμπληρωματικές απαιτήσεις για τους ελκυστήρες που επιτρέπεται να ρυμουλκούν οχήματα με συστήματα πέδησης πεπιεσμένου αέρα

2.2.1.17.1.   Σε περίπτωση βλάβης (π.χ. θραύση) σε μία από τις πνευματικές συνδετήριες σωληνώσεις, διακοπής ή δυσλειτουργίας στη σωλήνωση του ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού, ο οδηγός μπορεί, πλήρως ή εν μέρει, να ενεργοποιήσει σε κάθε περίπτωση τις πέδες του ρυμουλκούμενου οχήματος μέσω του οργάνου χειρισμού πέδησης πορείας ή του οργάνου χειρισμού εφεδρικής πέδησης ή του οργάνου χειρισμού πέδησης στάθμευσης, εκτός εάν η βλάβη προκαλεί αυτομάτως πέδηση του ρυμουλκούμενου οχήματος με τις επιδόσεις πέδησης που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙ σημείο 3.2.3.

2.2.1.17.2.   Η αυτόματη πέδηση του σημείου 2.2.1.17.1 θεωρείται ότι επιτυγχάνεται όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

2.2.1.17.2.1.

Όταν το όργανο χειρισμού πέδης από τα όργανα χειρισμού που αναφέρονται στο σημείο 2.2.1.17.1 ενεργοποιείται πλήρως, η πίεση στη σωλήνωση τροφοδότησης μειώνεται σε 150 kPa εντός των δύο επόμενων δευτερολέπτων· επίσης, όταν το όργανο χειρισμού πέδης ελευθερώνεται, η σωλήνωση τροφοδότησης υποβάλλεται εκ νέου σε πίεση.

2.2.1.17.2.2.

Όταν η σωλήνωση τροφοδότησης εκκενώνεται με ρυθμό τουλάχιστον 100 kPa ανά δευτερόλεπτο, η αυτόματη πέδηση του ρυμουλκούμενου οχήματος αρχίζει να λειτουργεί προτού η πίεση στη σωλήνωση τροφοδότησης κατέλθει στα 200 kPa.

2.2.1.17.3.   Αν παρουσιαστεί βλάβη σε μια από τις σωληνώσεις του συστήματος χειρισμού που συνδέουν δύο οχήματα τα οποία είναι εξοπλισμένα σύμφωνα με το σημείο 2.1.4.1.2, η σωλήνωση του συστήματος χειρισμού που δεν έχει υποστεί βλάβη εξασφαλίζει αυτομάτως την επίδοση πέδησης που προβλέπεται για το ρυμουλκούμενο στο παράρτημα ΙΙ σημείο 3.2.3.

2.2.1.17.4.   Αν πρόκειται για πνευματικό σύστημα πέδησης πορείας που αποτελείται από δύο ή περισσότερα ανεξάρτητα κυκλώματα, οποιαδήποτε διαρροή μεταξύ αυτών των κυκλωμάτων στο ύψος ή κατάντη του οργάνου χειρισμού διοχετεύεται συνεχώς στην ατμόσφαιρα.

2.2.1.18.   Συμπληρωματικές απαιτήσεις για τους ελκυστήρες που επιτρέπεται να ρυμουλκούν οχήματα με υδραυλικά συστήματα πέδησης

2.2.1.18.1.   Η πίεση που διοχετεύεται και στις δύο κεφαλές ζεύξης όταν ο κινητήρας δεν λειτουργεί είναι πάντα 0 kPa.

2.2.1.18.2.   Η πίεση που διοχετεύεται στην κεφαλή ζεύξης της σωλήνωσης του συστήματος χειρισμού, όταν ο κινητήρας είναι σε λειτουργία και δεν ασκείται δύναμη χειρισμού της πέδησης είναι 0+ 200 kPa.

2.2.1.18.3.   Όταν ο κινητήρας είναι σε λειτουργία είναι δυνατό να δημιουργείται στην κεφαλή ζεύξης της συμπληρωματικής σωλήνωσης πίεση τουλάχιστον 1 500 kPa η οποία ωστόσο δεν υπερβαίνει τα 3 500 kPa.

2.2.1.18.4.   Κατά παρέκκλιση της απαίτησης του σημείου 2.2.1.16.1, η ρυθμιζόμενη πέδηση στο ρυμουλκούμενο όχημα είναι απαραίτητη μόνο όταν το σύστημα πέδησης πορείας του ελκυστήρα ενεργοποιείται με τον κινητήρα σε λειτουργία.

2.2.1.18.5.   Αν παρουσιαστεί βλάβη (π.χ. θραύση ή διαρροή) στη συμπληρωματική σωλήνωση, ο οδηγός μπορεί, πλήρως ή εν μέρει, να ενεργοποιήσει σε κάθε περίπτωση τις πέδες του ρυμουλκούμενου οχήματος μέσω του οργάνου χειρισμού πέδησης πορείας ή του οργάνου χειρισμού εφεδρικής πέδησης ή του οργάνου χειρισμού πέδησης στάθμευσης, εκτός εάν η βλάβη προκαλεί αυτομάτως πέδηση του ρυμουλκούμενου οχήματος με τις επιδόσεις πέδησης που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙ σημείο 3.2.3.

2.2.1.18.6.   Αν παρουσιαστεί βλάβη (π.χ. θραύση ή διαρροή) στη σωλήνωση του συστήματος χειρισμού, η πίεση στη συμπληρωματική σωλήνωση κατέρχεται σε 1 000 kPa εντός των επόμενων δύο δευτερολέπτων μετά την πλήρη ενεργοποίηση του οργάνου χειρισμού της πέδης πορείας· επιπλέον, όταν ελευθερώνεται το όργανο χειρισμού της πέδης πορείας, διοχετεύεται εκ νέου πίεση στη συμπληρωματική σωλήνωση (βλέπε επίσης σημείο 2.2.2.15.3).

2.2.1.18.7.   Η πίεση στη συμπληρωματική σωλήνωση μειώνεται από τη μέγιστη τιμή της σε 0+ 300 kPa ένα δευτερόλεπτο μετά την πλήρη ενεργοποίηση του οργάνου χειρισμού του συστήματος πέδησης πορείας.

Για να ελέγχεται ο χρόνος εκκένωσης, η συμπληρωματική σωλήνωση του ρυμουλκούμενου οχήματος προσομοίωσης σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ σημείο 3.6.2.1 συνδέεται με τη συμπληρωματική σωλήνωση του ελκυστήρα.

Στη συνέχεια, οι συσσωρευτές του προσομοιωτή φορτώνονται στη μέγιστη δυνατή τιμή που δημιουργείται από τον ελκυστήρα με τον κινητήρα σε λειτουργία και τη διάταξη εξαέρωσης (παράρτημα ΙΙΙ προσάρτημα 2 σημείο 1.1) πλήρως κλειστή.

2.2.1.18.8.   Για να είναι δυνατή η σύνδεση και η αποσύνδεση των υδραυλικών συνδετήριων σωληνώσεων ακόμα και όταν ο κινητήρας είναι σε λειτουργία και το σύστημα πέδησης στάθμευσης ενεργοποιημένο, στον ελκυστήρα μπορεί να τοποθετηθεί ειδική διάταξη.

Η διάταξη σχεδιάζεται και κατασκευάζεται με τέτοιον τρόπο ώστε η πίεση στις συνδετήριες σωληνώσεις να επανέρχεται σε θετικά επίπεδα στη θέση αδράνειας τουλάχιστον μέχρι την αυτόματη ελευθέρωση του οργάνου χειρισμού (π.χ. κομβίο) της συγκεκριμένης διάταξης (π.χ. η βαλβίδα επανέρχεται αυτόματα στη θέση της κανονικής λειτουργίας).

2.2.1.18.9.   Οι ελκυστήρες που ρυμουλκούν όχημα κατηγορίας R ή S και που μπορούν να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις επιδόσεων του συστήματος πέδησης πορείας και/ή του συστήματος πέδησης στάθμευσης και/ή του αυτόματου συστήματος πέδησης με τη βοήθεια ενέργειας η οποία είναι αποθηκευμένη σε υδραυλική διάταξη αποθήκευσης ενέργειας που διαθέτει σύνδεσμο σύμφωνα με το πρότυπο ISO 7638:2003 προκειμένου να υποδεικνύεται η χαμηλή στάθμη αποθηκευμένης ενέργειας στο ρυμουλκούμενο όχημα, η οποία λαμβάνεται από το όχημα αυτό όπως προβλέπεται στο σημείο 2.2.2.15.1.1 από την ειδική προειδοποιητική ένδειξη μέσω του ακροδέκτη 5 του ηλεκτρικού συνδέσμου που συμμορφώνεται με το πρότυπο ISO 7638:2003 όπως ορίζεται στο σημείο 2.2.1.29.2.2 (βλέπε επίσης σημείο 2.2.2.15.1). Ο κατά ISO 7638:2003 σύνδεσμος μπορεί να χρησιμοποιηθεί, κατά περίπτωση, για εφαρμογές 5 ή 7 ακροδεκτών.

2.2.1.19.   Αν πρόκειται για ελκυστήρα που επιτρέπεται να έλκει όχημα των κατηγοριών R3, R4 ή S2, το σύστημα πέδησης πορείας του ρυμουλκούμενου οχήματος επιτρέπεται να λειτουργεί μόνο σε συνδυασμό με το σύστημα πέδησης πορείας, το εφεδρικό σύστημα πέδησης ή το σύστημα πέδησης στάθμευσης του ελκυστήρα. Ωστόσο, η αυτόματη ενεργοποίηση μόνο των πεδών του ρυμουλκούμενου οχήματος επιτρέπεται όταν οι πέδες του ρυμουλκούμενου οχήματος ενεργοποιούνται αυτόματα από τον ελκυστήρα αποκλειστικά και μόνο για λόγους σταθεροποίησης του οχήματος.

2.2.1.19.1.   Κατά παρέκκλιση από το σημείο 2.2.1.19, προκειμένου να βελτιωθεί η οδηγική συμπεριφορά του συρμού των οχημάτων μέσω της τροποποίησης της δύναμης ζεύξης μεταξύ του ελκυστήρα και του ρυμουλκούμενου οχήματος, οι πέδες του ρυμουλκούμενου οχήματος επιτρέπεται να εφαρμόζονται αυτόματα έως και έπειτα από 5 δευτερόλεπτα χωρίς να λειτουργεί το σύστημα πέδησης πορείας, το εφεδρικό σύστημα ή το σύστημα πέδησης στάθμευσης του ελκυστήρα.

2.2.1.20.   Εάν το σημείο 3.1.3 του παραρτήματος II μπορεί να εκπληρωθεί μόνο εάν τηρηθούν οι συνθήκες που προσδιορίζονται στο παράρτημα ΙΙ σημείο 3.1.3.4.1.1, τότε

2.2.1.20.1.

αν πρόκειται για σύστημα πέδησης πεπιεσμένου αέρα, στη σωλήνωση χειρισμού (ή αντίστοιχη ψηφιακή απαίτηση) μεταδίδεται πίεση τουλάχιστον 650 kPa όταν είναι πλήρως ενεργοποιημένο ένα ενιαίο όργανο χειρισμού το οποίο εφαρμόζεται και στο σύστημα πέδησης στάθμευσης του ελκυστήρα. Η διαδικασία αυτή εκτελείται επίσης και όταν ο διακόπτης ανάφλεξης/εκκίνησης βρίσκεται στο νεκρό σημείο και/ή όταν το κλειδί έχει αφαιρεθεί·

2.2.1.20.2.

αν πρόκειται για υδραυλικό σύστημα πέδησης, όταν ενεργοποιείται πλήρως ένα ενιαίο όργανο χειρισμού δημιουργείται πίεση 0+ 100 kPa στη συμπληρωματική σωλήνωση.

2.2.1.21.   Συστήματα αντιεμπλοκής κατά την πέδηση για ελκυστήρες κατηγορίας Tb

2.2.1.21.1.   Ελκυστήρες κατηγορίας Tb με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα άνω των 60 km/h εξοπλίζονται με συστήματα αντιεμπλοκής κατά την πέδηση κατηγορίας 1 σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος XI.

2.2.1.21.2.   Ελκυστήρες κατηγορίας Tb με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα άνω των 40 km/h και κάτω των 60 km/h εξοπλίζονται με συστήματα αντιεμπλοκής κατά την πέδηση κατηγορίας 1 σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος XI

α)

για νέους τύπους οχημάτων από την 1η Ιανουαρίου 2020 και

β)

για νέα οχήματα από την 1η Ιανουαρίου 2021.

2.2.1.22.   Οι ελκυστήρες που επιτρέπεται να έλκουν όχημα εφοδιασμένο με σύστημα αντιεμπλοκής των τροχών κατά την πέδηση (ABS) διαθέτουν επίσης ειδικό ηλεκτρικό σύνδεσμο σύμφωνα με το πρότυπο ISO 7638:2003, για τον μηχανισμό μετάδοσης ηλεκτρικού ελέγχου. Ο κατά ISO 7638:2003 σύνδεσμος μπορεί να χρησιμοποιηθεί, κατά περίπτωση, για εφαρμογές 5 ή 7 ακροδεκτών.

2.2.1.23.   Αν οι ελκυστήρες που δεν αναφέρονται στα σημεία 2.2.1.21.1 και 2.2.1.21.2 διαθέτουν σύστημα αντιεμπλοκής κατά την πέδηση (ABS) πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος XI.

2.2.1.24.   Οι απαιτήσεις του παραρτήματος X εφαρμόζονται στις πτυχές ασφάλειας όλων των σύνθετων συστημάτων ηλεκτρονικού χειρισμού οχημάτων που παρέχουν μηχανισμό μετάδοσης ελέγχου της λειτουργίας πέδησης ή αποτελούν μέρος του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούν σύστημα/συστήματα πέδησης για αυτόματα ρυθμιζόμενη ή επιλεκτική πέδηση.

2.2.1.25.   Αν πρόκειται για ελκυστήρες κατηγορίας Tb με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα άνω των 60 km/h, το σύστημα πέδησης πορείας, είτε είναι συνδεδεμένο με το εφεδρικό σύστημα πέδησης είτε όχι, είναι τέτοιο, ώστε εάν παρουσιαστεί βλάβη σε τμήμα του συστήματος μετάδοσης, να ακινητοποιείται επαρκής αριθμός τροχών με ενεργοποίηση του οργάνου ελέγχου της πέδης πορείας· οι τροχοί αυτοί επιλέγονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η εναπομένουσα επίδοση του συστήματος πέδησης πορείας να πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙ σημείο 3.1.4.

Το κατασκευαστικό τμήμα ή τα κατασκευαστικά τμήματα που δεν επηρεάζονται από τη βλάβη μπορούν εν μέρει ή πλήρως να ενεργοποιούν τις πέδες του ρυμουλκούμενου οχήματος.

2.2.1.25.1.   Η βλάβη σε τμήμα του υδραυλικού συστήματος μετάδοσης επισημαίνεται στον οδηγό με διάταξη που περιλαμβάνει μια κόκκινη προειδοποιητική ένδειξη, όπως ορίζεται στο σημείο 2.2.1.29.1.1. Εναλλακτικά, η ενεργοποίηση της διάταξης αυτής επιτρέπεται όταν η στάθμη του υγρού στη δεξαμενή κατέρχεται κάτω από τιμή που καθορίζει ο κατασκευαστής.

2.2.1.26.   Ειδικές συμπληρωματικές απαιτήσεις για το ηλεκτρικό σύστημα μετάδοσης ενέργειας του συστήματος πέδησης στάθμευσης

2.2.1.26.1.   Ελκυστήρες με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα που υπερβαίνει τα 60 km/h

2.2.1.26.1.1.   Αν παρουσιαστεί βλάβη στην ηλεκτρική μετάδοση, αποφεύγεται οποιαδήποτε ακούσια ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης στάθμευσης.

2.2.1.26.1.2.   Σε περίπτωση ηλεκτρικής βλάβης στο όργανο χειρισμού ή διακοπής της καλωδίωσης του μηχανισμού μετάδοσης ηλεκτρικού ελέγχου εξωτερικά της μονάδας ή των μονάδων ηλεκτρονικού ελέγχου, εξαιρουμένης της τροφοδότησης με ηλεκτρική ενέργεια, παραμένει δυνατή η ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης στάθμευσης από το κάθισμα του οδηγού και κατ' αυτόν τον τρόπο επιτρέπεται η συγκράτηση του οχήματος σε ανιούσα ή κατιούσα κλίση 8 %.

2.2.1.26.2.   Ελκυστήρες με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα που δεν υπερβαίνει τα 60 km/h

2.2.1.26.2.1.   Σε περίπτωση ηλεκτρικής βλάβης στο όργανο χειρισμού ή διακοπής της καλωδίωσης του μηχανισμού μετάδοσης ηλεκτρικού ελέγχου εξωτερικά της μονάδας ή των μονάδων ηλεκτρονικού ελέγχου, εξαιρουμένης της τροφοδότησης με ηλεκτρική ενέργεια,

2.2.1.26.2.1.1.

αποφεύγεται οποιαδήποτε ακούσια ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης στάθμευσης σε ταχύτητα οχήματος που υπερβαίνει τα 10 km/h·

2.2.1.26.2.1.2.

παραμένει δυνατή η ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης στάθμευσης από το κάθισμα του οδηγού και κατ' αυτόν τον τρόπο καθίσταται δυνατή η συγκράτηση του έμφορτου οχήματος σε ανιούσα ή κατιούσα κλίση 8 %.

2.2.1.26.3.   Εκτός των απαιτήσεων επιδόσεων της πέδης στάθμευσης σύμφωνα με τα σημεία 2.2.1.26.1.2 και 2.2.1.26.2.1, επιτρέπεται η αυτόματη ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης στάθμευσης όταν το όχημα είναι ακινητοποιημένο, υπό τον όρο ότι επιτυγχάνονται οι ανωτέρω επιδόσεις και η πέδη στάθμευσης, μόλις ενεργοποιηθεί, παραμένει ενεργοποιημένη ανεξάρτητα από την κατάσταση του διακόπτη ανάφλεξης (μίζα). Στην εναλλακτική αυτή περίπτωση, το σύστημα πέδησης στάθμευσης ελευθερώνεται αυτομάτως μόλις ο οδηγός αρχίσει να θέτει το όχημα εκ νέου σε κίνηση.

2.2.1.26.4.   Επίσης, εάν είναι αναγκαίο, επιτρέπεται η ελευθέρωση του συστήματος πέδησης στάθμευσης με τη χρήση εργαλείων και/ή βοηθητικής διάταξης η οποία μεταφέρεται/τοποθετείται στο όχημα.

2.2.1.26.5.   Μια διακοπή της καλωδίωσης στον μηχανισμό μετάδοσης ηλεκτρικού ελέγχου ή μια ηλεκτρική βλάβη στο όργανο χειρισμού του συστήματος πέδησης στάθμευσης επισημαίνεται στον οδηγό με την κίτρινη προειδοποιητική ένδειξη που ορίζεται στο σημείο 2.2.1.29.1.2. Αν οφείλεται σε διακοπή της καλωδίωσης του μηχανισμού μετάδοσης ηλεκτρικού ελέγχου του συστήματος πέδησης στάθμευσης, η κίτρινη αυτή προειδοποιητική ένδειξη εμφανίζεται μόλις σημειωθεί η διακοπή ή εάν πρόκειται για ελκυστήρες με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα που δεν υπερβαίνει τα 60 km/h τουλάχιστον μέχρι να ενεργοποιηθεί το σχετικό όργανο χειρισμού πέδησης. Επιπλέον, αυτή η ηλεκτρική βλάβη στο όργανο χειρισμού ή η διακοπή της καλωδίωσης εξωτερικά της μονάδας ή των μονάδων ηλεκτρονικού ελέγχου, και εξαιρουμένης της τροφοδότησης με ηλεκτρική ενέργεια, επισημαίνεται στον οδηγό με την προειδοποιητική ένδειξη που προβλέπεται στο σημείο 2.2.1.29.1.1, εφόσον ο διακόπτης ανάφλεξης (μίζα) είναι σε θέση «on» (λειτουργία) σε χρονικό διάστημα τουλάχιστον 10 δευτερολέπτων μετά το οποίο το όργανο χειρισμού τίθεται σε θέση «on» (ενεργοποίηση).

Ωστόσο, εάν το σύστημα πέδησης στάθμευσης εντοπίσει σωστή σύσφιγξη του συστήματος πέδησης στάθμευσης, η προειδοποιητική ένδειξη σταματάει να αναβοσβήνει και η κόκκινη ένδειξη που δεν αναβοσβήνει χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι το σύστημα πέδησης στάθμευσης είναι ενεργοποιημένο.

Όταν η ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης στάθμευσης επισημαίνεται όπως προβλέπεται με χωριστή προειδοποιητική ένδειξη, η οποία πληροί όλες τις απαιτήσεις του σημείου 2.2.1.29.3, η ένδειξη αυτή χρησιμοποιείται για να εκπληρωθεί η ανωτέρω απαίτηση για την κόκκινη ένδειξη.

2.2.1.26.6.   Το βοηθητικό σύστημα μπορεί να τροφοδοτείται με ενέργεια από τον μηχανισμό μετάδοσης ηλεκτρικού ελέγχου του συστήματος πέδησης στάθμευσης, υπό τον όρο ότι η τροφοδοτούμενη ενέργεια επαρκεί, ώστε να είναι δυνατή η ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης στάθμευσης, πέραν του ηλεκτρικού φορτίου του οχήματος σε ομαλές συνθήκες λειτουργίας. Επιπλέον, όταν η αποθηκευμένη ενέργεια χρησιμοποιείται και για το σύστημα πέδησης πορείας, ισχύουν οι απαιτήσεις του παραρτήματος XII σημείο 4.1.7.

2.2.1.26.7.   Μετά την απενεργοποίηση του διακόπτη ανάφλεξης/μίζα, ο οποίος ελέγχει την ηλεκτρική ενέργεια για το σύστημα πέδησης και/ή αφότου έχει αφαιρεθεί το κλειδί, εξακολουθεί να είναι δυνατή η ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης στάθμευσης ενώ αποτρέπεται η ελευθέρωσή του.

Η ελευθέρωση του συστήματος πέδησης στάθμευσης επιτρέπεται αν το όργανο ελέγχου πρέπει να απασφαλίζεται μηχανικά για να είναι δυνατή η ελευθέρωση του συστήματος πέδησης στάθμευσης.

2.2.1.27.   Οι απαιτήσεις του παραρτήματος XII εφαρμόζονται στα οχήματα EBS ή στα οχήματα με «κοινοποίηση δεδομένων» μέσω του ακροδέκτη 6 και 7 του συνδέσμου ISO 7638:2003.

2.2.1.28.   Ειδικές απαιτήσεις για το όργανο χειρισμού της δύναμης ζεύξης

2.2.1.28.1.   Όργανο χειρισμού της δύναμης ζεύξης επιτρέπεται μόνο στον ελκυστήρα.

2.2.1.28.2.   Ο ρόλος του οργάνου χειρισμού της δύναμης ζεύξης είναι η μείωση της διαφοράς μεταξύ των δυναμικών συντελεστών πέδησης των ελκυστήρων και των ρυμουλκούμενων οχημάτων. Η λειτουργία του οργάνου χειρισμού της δύναμης ζεύξης ελέγχεται κατά την έγκριση τύπου. Η μέθοδος με την οποία διεξάγεται ο έλεγχος αυτός καθορίζεται από τον κατασκευαστή του οχήματος και της τεχνικής υπηρεσίας με τη μέθοδο αξιολόγησης και τα αποτελέσματα επισυνάπτονται στο δελτίο έγκρισης τύπου.

2.2.1.28.2.1.   Το όργανο χειρισμού της δύναμης ζεύξης μπορεί να ελέγχει τον συντελεστή πέδησης TM/FM (παράρτημα ΙΙ προσάρτημα 1 σημείο 2) και/ή την τιμή/τις τιμές της εντολής πέδησης για το ρυμουλκούμενο όχημα. Αν ο ελκυστήρας είναι εφοδιασμένος με δύο σωληνώσεις συστήματος χειρισμού σύμφωνα με το σημείο 2.1.4.1.2 του παρόντος παραρτήματος, και οι δύο ενδείξεις υπόκεινται σε παρόμοιες ρυθμίσεις του οργάνου χειρισμού.

2.2.1.28.2.2.   Το όργανο χειρισμού της δύναμης ζεύξης δεν εμποδίζει την εφαρμογή της μέγιστης δυνατής πίεσης ή των μέγιστων δυνατών πιέσεων πέδησης.

2.2.1.28.3.   Το όχημα πληροί τις απαιτήσεις συμβατότητας του παραρτήματος ΙΙ προσάρτημα 1 σε σχέση με τη μεταφορά φορτίου, αλλά για την επίτευξη των στόχων του σημείου 2.2.1.28.2 το όχημα μπορεί να παρεκκλίνει από αυτές τις απαιτήσεις όταν λειτουργεί το όργανο χειρισμού της δύναμης ζεύξης.

2.2.1.28.4.   Η βλάβη του οργάνου χειρισμού της δύναμης ζεύξης εντοπίζεται και επισημαίνεται στον οδηγό με κίτρινη προειδοποιητική ένδειξη όπως αυτή που ορίζεται στο σημείο 2.2.1.29.1.2. Σε περίπτωση βλάβης, εκπληρώνονται οι αντίστοιχες απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ προσάρτημα 1.

2.2.1.28.5.   Η αντιστάθμιση από το σύστημα χειρισμού της δύναμης ζεύξης επισημαίνεται με την κίτρινη προειδοποιητική ένδειξη που ορίζεται στο σημείο 2.2.1.29.1.2 εάν η αντιστάθμιση αυτή υπερβαίνει κατά 150 kPa (πνευματικό σύστημα) και 2 600 kPa (υδραυλικό σύστημα) αντίστοιχα την τιμή της ονομαστικής εντολής με ανώτατο όριο σε pm τα 650 kPa (ή την ισοδύναμη ψηφιακή εντολή) και τα 11 500 kPa (υδραυλικό σύστημα) αντίστοιχα. Πάνω από το επίπεδο των 650 kPa και των 11 500 kPa (υδραυλικό σύστημα) απαιτείται προειδοποίηση εάν η αντιστάθμιση έχει ως αποτέλεσμα το σημείο λειτουργίας να βρίσκεται εκτός του εύρους συμβατότητας όσον αφορά τη μεταφορά φορτίου όπως ορίζεται στο παράρτημα ΙΙ προσάρτημα 1, για τους ελκυστήρες.

2.2.1.28.6.   Ένα σύστημα χειρισμού της δύναμης ζεύξης ελέγχει μόνο τις δυνάμεις ζεύξης που παράγονται από το σύστημα πέδησης πορείας του ελκυστήρα και του ρυμουλκούμενου οχήματος. Οι δυνάμεις ζεύξης που παράγονται από τις επιδόσεις συστημάτων συνεχούς πέδησης δεν αντισταθμίζονται από το σύστημα πέδησης πορείας είτε του ελκυστήρα είτε του ρυμουλκούμενου οχήματος. Θεωρείται ότι τα συστήματα συνεχούς πέδησης δεν αποτελούν τμήμα των συστημάτων πέδησης πορείας.

2.2.1.29.   Βλάβη πέδης και προειδοποιητική ένδειξη δυσλειτουργίας

Οι απαιτήσεις για οπτικές προειδοποιητικές ενδείξεις, η λειτουργία των οποίων είναι να υποδεικνύουν στον οδηγό συγκεκριμένες βλάβες ή δυσλειτουργίες στο σύστημα πέδησης του ελκυστήρα ή του ρυμουλκούμενου οχήματος, καθορίζονται στα σημεία 2.2.1.29.1 — 2.2.1.29.6.3. Η λειτουργία των ενδείξεων αυτών είναι να υποδεικνύουν αποκλειστικά βλάβες ή δυσλειτουργίες στο σύστημα πέδησης. Ωστόσο, η οπτική προειδοποιητική ένδειξη που περιγράφεται στο σημείο 2.2.1.29.6 μπορεί να χρησιμοποιηθεί επιπρόσθετα για την υπόδειξη βλαβών ή δυσλειτουργιών στα όργανα κύλισης.

2.2.1.29.1.   Οι ελκυστήρες μπορούν να παρέχουν οπτικές προειδοποιητικές ενδείξεις σε περίπτωση βλάβης και δυσλειτουργίας του συστήματος πέδησης, ως εξής:

2.2.1.29.1.1.

Μια κόκκινη προειδοποιητική ένδειξη, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται με βάση το άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχεία ιβ), ιζ), ιθ) και παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013, η οποία υποδεικνύει βλάβη στον μηχανισμό πέδησης του οχήματος, όπως ορίζεται σε άλλα σημεία του παρόντος παραρτήματος καθώς και στα παραρτήματα V, VII, IX και XIII, η οποία καθιστά αδύνατον να επιτευχθεί η προδιαγραφόμενη επίδοση της πέδησης πορείας ή που θέτει εκτός λειτουργίας τουλάχιστον ένα εκ των δύο ανεξαρτήτων κυκλωμάτων πέδησης πορείας.

2.2.1.29.1.2.

Κατά περίπτωση, μια κίτρινη προειδοποιητική ένδειξη, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται με βάση το άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχεία ιβ), ιζ), ιθ) και παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013, η οποία υποδεικνύει δυσλειτουργία στον μηχανισμό πέδησης του οχήματος που δεν υποδεικνύεται από την προαναφερθείσα στο σημείο 2.2.1.29.1.1 προειδοποιητική ένδειξη.

2.2.1.29.2.   Οι ελκυστήρες που διαθέτουν σωλήνωση ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού και/ή επιτρέπεται να ρυμουλκούν όχημα εξοπλισμένο με μηχανισμό μετάδοσης ηλεκτρικού ελέγχου μπορούν να εκπέμπουν χωριστή προειδοποιητική ένδειξη, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται με βάση το άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχεία ιβ), ιζ), ιθ) και παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013, η οποία υποδηλώνει δυσλειτουργία στον μηχανισμό μετάδοσης ηλεκτρικού ελέγχου του μηχανισμού πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος. Η ένδειξη ενεργοποιείται από το ρυμουλκούμενο όχημα μέσω του 5ου ακροδέκτη του ηλεκτρικού συνδέσμου, σύμφωνα με το πρότυπο ISO 7638:2003 και σε όλες τις περιπτώσεις, η ένδειξη που μεταβιβάζεται από το ρυμουλκούμενο όχημα εμφανίζεται χωρίς σημαντική καθυστέρηση ή τροποποίηση από τον ελκυστήρα. Αυτή η προειδοποιητική ένδειξη δεν ενεργοποιείται όταν συνδέεται με ρυμουλκούμενο όχημα χωρίς σωλήνωση ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού και/ή μηχανισμό μετάδοσης ηλεκτρικού ελέγχου ή όταν κανένα ρυμουλκούμενο δεν είναι συζευγμένο. Η λειτουργία αυτή είναι αυτόματη.

2.2.1.29.2.1.   Αν πρόκειται για ελκυστήρα εφοδιασμένο με σωλήνωση ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού, όταν συνδέεται ηλεκτρικά σε ρυμουλκούμενο όχημα με σωλήνωση ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού, χρησιμοποιείται επίσης η προειδοποιητική ένδειξη που προβλέπεται στο σημείο 2.2.1.29.1.1 για να υποδηλώνονται συγκεκριμένες βλάβες στο σύστημα πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος, όταν το ρυμουλκούμενο παρέχει αντίστοιχες πληροφορίες για βλάβη μέσω του στοιχείου κοινοποίησης δεδομένων της σωλήνωσης ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού. Η ένδειξη αυτή παρέχεται πέραν της προειδοποιητικής ένδειξης που καθορίζεται στο σημείο 2.2.1.29.2. Διαφορετικά, αντί να χρησιμοποιούνται η προειδοποιητική ένδειξη που ορίζεται στο σημείο 2.2.1.29.1.1 και η ως άνω συνοδευτική προειδοποιητική ένδειξη, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται με βάση το άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχεία ιβ), ιζ), ιθ) και παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013, μπορεί να εκπέμπεται χωριστή προειδοποιητική ένδειξη στον ελκυστήρα η οποία υποδηλώνει αντίστοιχη βλάβη στον μηχανισμό πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος.

2.2.1.29.2.2.   Οι ελκυστήρες που διαθέτουν ηλεκτρικό σύνδεσμο σύμφωνα με το πρότυπο ISO 7638:2003 για να υποδεικνύεται η χαμηλή στάθμη της αποθηκευμένης ενέργειας στο ρυμουλκούμενο όχημα όπως απαιτείται από τα σημεία 2.2.2.15.1.1 και 2.2.2.15.2 εμφανίζουν στον οδηγό τη χωριστή κίτρινη προειδοποιητική ένδειξη που αναφέρεται στο σημείο 2.2.1.29.2 όταν η προειδοποιητική ένδειξη μεταβιβάζεται στον ελκυστήρα από το ρυμουλκούμενο όχημα μέσω του ακροδέκτη 5 του ηλεκτρικού συνδέσμου που συμφωνεί με το πρότυπο ISO 7638:2003.

2.2.1.29.3.   Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά:

2.2.1.29.3.1.

κάθε βλάβη ή δυσλειτουργία επισημαίνεται στον οδηγό μέσω της προαναφερόμενης προειδοποιητικής ένδειξης (ή ενδείξεων) μέχρι να ενεργοποιηθεί το σχετικό όργανο χειρισμού της πέδησης·

2.2.1.29.3.2.

η προειδοποιητική ένδειξη (ή ενδείξεις) παραμένει αναμμένη για όσο χρόνο υφίσταται η βλάβη ή η δυσλειτουργία και ο διακόπτης ανάφλεξης (εκκίνησης) έχει τεθεί στη θέση «on» (κινητήρας σε λειτουργία)·

2.2.1.29.3.3.

η προειδοποιητική ένδειξη είναι συνεχώς αναμμένη (δεν αναβοσβήνει).

2.2.1.29.4.   Οι προειδοποιητικές ενδείξεις είναι ορατές, ακόμη και στο φως της ημέρας· η ικανοποιητική κατάσταση των ενδείξεων επαληθεύεται εύκολα από τον οδηγό, από το κάθισμά του· η βλάβη ενός μηχανικού μέρους των προειδοποιητικών διατάξεων δεν επιφέρει επιδείνωση των επιδόσεων του συστήματος πέδησης.

2.2.1.29.5.   Η προαναφερόμενη προειδοποιητική ένδειξη (ή ενδείξεις) ανάβει όταν ο ηλεκτρικός εξοπλισμός του οχήματος (και το σύστημα πέδησης) είναι ενεργοποιημένο. Όταν το όχημα είναι σταθμευμένο, το σύστημα πέδησης ελέγχει ότι δεν υπάρχει καμία από τις καθορισμένες βλάβες ή δυσλειτουργίες πριν σβήσουν οι ενδείξεις. Οι καθορισμένες βλάβες ή δυσλειτουργίες που θα πρέπει να ενεργοποιούν τις προαναφερθείσες προειδοποιητικές ενδείξεις αλλά δεν ανιχνεύονται υπό στατικές συνθήκες, καταχωρίζονται σε μνήμη τη στιγμή που ανιχνεύονται και η ένδειξή τους ενεργοποιείται τη στιγμή εκκίνησης και διαρκεί όσο ο διακόπτης ανάφλεξης (εκκίνησης) είναι στη θέση «on» (κινητήρας σε λειτουργία) και η βλάβη ή η δυσλειτουργία συνεχίζεται.

2.2.1.29.6.   Οι μη καθορισμένες βλάβες ή δυσλειτουργίες ή κάθε άλλη πληροφορία που αφορά τις πέδες ή τα όργανα κύλισης του ελκυστήρα μπορούν να υποδηλώνονται με την ένδειξη που ορίζεται στο σημείο 2.2.1.29.1.2 εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

2.2.1.29.6.1.

το όχημα είναι σταθμευμένο·

2.2.1.29.6.2.

μετά την πρώτη ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης και αφού η φωτεινή ένδειξη έχει υποδείξει ότι, ύστερα από τις διαδικασίες που προσδιορίζονται στο σημείο 2.2.1.29.5, δεν έχουν εντοπιστεί οι καθορισμένες βλάβες (ή δυσλειτουργίες)· και

2.2.1.29.6.3.

οι μη καθορισμένες βλάβες ή άλλες πληροφορίες υποδηλώνονται μόνο από την προειδοποιητική ένδειξη που αναβοσβήνει. Ωστόσο, η προειδοποιητική ένδειξη σβήνει τη στιγμή που το όχημα υπερβαίνει τα 10 km/h.

2.2.1.30.   Οι δυσλειτουργίες του μηχανισμού μετάδοσης ηλεκτρικού ελέγχου δεν έχει ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση των πεδών παρά τη θέληση του οδηγού.

2.2.1.31.   Οι ελκυστήρες που διαθέτουν υδροστατική μετάδοση κίνησης συμμορφώνονται με όλες τις σχετικές απαιτήσεις είτε του παρόντος παραρτήματος είτε του παραρτήματος IX.

2.2.2.   Ελκυστήρες κατηγοριών R και S

2.2.2.1.   Τα οχήματα κατηγοριών R1a, R1b (εφόσον το σύνολο των τεχνικά αποδεκτών μαζών ανά άξονα δεν υπερβαίνει τα 750 kg), S1a, S1b (εφόσον το σύνολο των τεχνικά αποδεκτών μαζών ανά άξονα δεν υπερβαίνει τα 750 kg) δεν χρειάζεται να διαθέτουν σύστημα πέδησης πορείας. Ωστόσο, εάν τα οχήματα αυτών των κατηγοριών διαθέτουν σύστημα πέδησης πορείας, το σύστημα αυτό συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις με τις οποίες συμμορφώνονται και οι κατηγορίες R2 ή S2, ανάλογα με την περίπτωση.

2.2.2.2.   Τα οχήματα κατηγοριών R1b και S1b (εφόσον το σύνολο των τεχνικά αποδεκτών μαζών ανά άξονα υπερβαίνει τα 750 kg) και R2 διαθέτουν σύστημα πέδησης πορείας είτε συνεχούς τύπου, είτε ημισυνεχούς τύπου, είτε τύπου αδράνειας. Ωστόσο, εάν τα οχήματα αυτών των κατηγοριών έχουν σύστημα πέδησης πορείας συνεχούς ή ημισυνεχούς τύπου πληρούν τις ίδιες απαιτήσεις με τις απαιτήσεις που ισχύουν για την κατηγορία R3.

2.2.2.3.   Αν ένα ρυμουλκούμενο όχημα υπάγεται στην κατηγορία R3, R4 ή S2, το σύστημα πέδησης πορείας είναι συνεχούς ή ημισυνεχούς τύπου.

2.2.2.3.1.   Κατά παρέκκλιση από την απαίτηση του σημείου 2.2.2.3, σύστημα πέδησης αδράνειας μπορεί να τοποθετείται σε οχήματα κατηγορίας R3a και S2a με μέγιστη μάζα όχι μεγαλύτερη από 8 000 kg με βάση τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

2.2.2.3.1.1.

σχεδιαστική ταχύτητα όχι μεγαλύτερη από 30 km/h όταν οι πέδες επενεργούν σε όλους τους τροχούς·

2.2.2.3.1.2.

σχεδιαστική ταχύτητα όχι μεγαλύτερη από 40 km/h όταν οι πέδες επενεργούν σε όλους τους τροχούς·

2.2.2.3.1.3.

μια ανθεκτική πινακίδα (διαμέτρου 150 mm) τοποθετείται στο πίσω μέρος των ρυμουλκούμενων κατηγορίας R3a που διαθέτουν πέδες αδράνειας, στην οποία επισημαίνεται η μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα. Η ταχύτητα αυτή είναι 30 ή 40 km/h ανάλογα με την περίπτωση· ή 20 ή 25 mph στα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν ακόμα βρετανικές μονάδες μέτρησης.

2.2.2.4.   Το σύστημα πέδησης πορείας:

2.2.2.4.1.

επενεργεί τουλάχιστον σε δύο τροχούς κάθε άξονα εάν πρόκειται για ρυμουλκούμενο όχημα κατηγορίας Rb και Sb·

2.2.2.4.2.

κατανέμει τη δράση του στους άξονες όπως προβλέπεται·

2.2.2.4.3.

περιλαμβάνει τουλάχιστον σε ένα από τα αεροφυλάκια, εάν υπάρχει, μια διάταξη για αποστράγγιση και εξαγωγή σε κατάλληλη και προσπελάσιμη θέση.

2.2.2.5.   Η δράση κάθε συστήματος πέδησης κατανέμεται στους τροχούς του ιδίου άξονα συμμετρικώς ως προς το διάμηκες διάμεσο επίπεδο του ρυμουλκούμενου οχήματος.

2.2.2.5.1.   Ωστόσο, εάν πρόκειται για όχημα με πολύ διαφορετικά φορτία τροχού στην αριστερή και δεξιά πλευρά του οχήματος, η δράση του συστήματος πέδησης μπορεί να παρεκκλίνει από τη συμμετρική κατανομή της δύναμης πέδησης αντίστοιχα.

2.2.2.6.   Οι δυσλειτουργίες του μηχανισμού μετάδοσης ηλεκτρικού ελέγχου δεν έχει ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση των πεδών παρά τη θέληση του οδηγού.

2.2.2.7.   Οι επιφάνειες πέδησης που απαιτούνται για να επιτευχθεί η προβλεπόμενη αποτελεσματικότητα βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τους τροχούς είτε με σταθερό τρόπο είτε με κατασκευαστικά στοιχεία που δεν είναι πιθανό να υποστούν βλάβη.

2.2.2.8.   Η φθορά των πεδών αντισταθμίζεται εύκολα από ένα σύστημα ρύθμισης χειροκίνητο ή αυτόματο. Επιπλέον, το όργανο χειρισμού και τα κατασκευαστικά στοιχεία του συστήματος μετάδοσης και των πεδών διαθέτουν περιθώριο διαδρομής και, εάν είναι αναγκαίο, κατάλληλα μέσα αντιστάθμισης ώστε, έπειτα από θέρμανση των πεδών ή έπειτα από ορισμένο βαθμό φθοράς των επενδύσεων των πεδών, να είναι εξασφαλισμένη η αποτελεσματικότητα της πέδησης χωρίς να είναι αναγκαία αμέσως η ρύθμιση.

2.2.2.8.1.   H ρύθμιση για την αντιστάθμιση της φθοράς είναι αυτόματη για το σύστημα πέδησης πορείας. Ωστόσο, η τοποθέτηση διατάξεων αυτόματης ρύθμισης είναι προαιρετική για οχήματα των κατηγοριών R1, R2, R3a, S1 και S2a. Οι πέδες που διαθέτουν διατάξεις αυτόματης ρύθμισης μετά από θέρμανση η οποία ακολουθείται από ψύξη μπορούν να λειτουργούν ελεύθερα, όπως ορίζεται στο παράρτημα ΙΙ σημείο 2.5.6, ύστερα από τη δοκιμή τύπου Ι ή ΙΙΙ που ορίζεται επίσης στο εν λόγω παράρτημα, ανάλογα με την περίπτωση.

2.2.2.8.1.1.   Αν πρόκειται για ρυμουλκούμενο όχημα των κατηγοριών:

R3a, R4a, S2a, και

R3b, R4b, S2b, των οποίων το άθροισμα των τεχνικώς αποδεκτών μαζών ανά άξονα δεν υπερβαίνει τα 10 000 kg,

οι απαιτήσεις επιδόσεων του σημείου 2.2.2.8.1. θεωρείται ότι πληρούνται εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ σημείο 2.5.6. Μέχρι να αποφασισθούν ενιαίες τεχνικές διατάξεις με τις οποίες θα αξιολογείται ορθά η λειτουργία της διάταξης αυτόματης ρύθμισης των πεδών, η απαίτηση για ελεύθερη λειτουργία θεωρείται ότι εκπληρώνεται, όταν κατά τη διάρκεια όλων των δοκιμών των πεδών που προβλέπονται για το σχετικό ρυμουλκούμενο παρατηρείται ελεύθερη λειτουργία.

2.2.2.8.1.2.   Αν πρόκειται για ρυμουλκούμενα οχήματα κατηγορίας R3b, R4b, S2b των οποίων το σύνολο των τεχνικά αποδεκτών μαζών ανά άξονα υπερβαίνει τα 10 000 kg, οι απαιτήσεις επίδοσης του σημείου 2.2.2.8.1 θεωρείται ότι ικανοποιούνται εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ σημείο 2.5.6.

2.2.2.9.   Το σύστημα πέδησης είναι τέτοιο ώστε το ρυμουλκούμενο όχημα σταματά αυτομάτως σε περίπτωση αποσύνδεσης της ζεύξης ενώ το ρυμουλκούμενο όχημα βρίσκεται σε κίνηση.

2.2.2.9.1.   Οχήματα κατηγορίας R1 και S1 που δεν διαθέτουν σύστημα πέδησης, πέραν της κύριας διάταξης ζεύξης, διαθέτουν και εφεδρική ζεύξη (αλυσίδα, συρματόσχοινο κ.λπ.), η οποία, σε περίπτωση αποσύνδεσης της κύριας ζεύξης, μπορεί να εμποδίσει τη ράβδο έλξης να αγγίξει το έδαφος παρέχοντας παράλληλα κάποια εναπομένουσα δυνατότητα οδήγησης του ρυμουλκούμενου.

2.2.2.9.2.   Οχήματα κατηγορίας R1, R2, R3a, S1 και S2a που διαθέτουν σύστημα πέδησης αδράνειας είναι εξοπλισμένα με διάταξη (αλυσίδα, συρματόσχοινο κ.λπ.) η οποία μπορεί, σε περίπτωση αποσύνδεσης της ζεύξης, να ενεργοποιήσει τις πέδες του ρυμουλκούμενου οχήματος.

2.2.2.9.3.   Στα ρυμουλκούμενα οχήματα με υδραυλικό σύστημα πέδησης, οι σωληνώσεις σύνδεσης που προσδιορίζονται στα σημεία 2.1.5.1.1 και 2.1.5.1.2 αποσυνδέονται από τον ελκυστήρα ή από το ρυμουλκούμενο όχημα με ασήμαντη διαρροή κατά τη διάρκεια της αποσύνδεσης της ζεύξης. Η δύναμη της αποσύνδεσης μίας μόνο σωλήνωσης σύνδεσης δεν υπερβαίνει τις τιμές που ορίζονται στο πρότυπο ISO 5675:2008. Εφόσον υπάρξει απόκλιση από τις τιμές που ορίζονται στην παράγραφο 4.2.4 του συγκεκριμένου προτύπου, η δύναμη αποσύνδεσης και για τις δύο σωληνώσεις δεν υπερβαίνει την τιμή των 2 500 N.

2.2.2.10.   Σε κάθε ρυμουλκούμενο όχημα το οποίο πρέπει να διαθέτει σύστημα πέδησης πορείας, εξασφαλίζεται πέδηση στάθμευσης ακόμη και όταν το ρυμουλκούμενο όχημα έχει αποσυνδεθεί από τον ελκυστήρα. Η ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης μπορεί να πραγματοποιηθεί από πρόσωπο που βρίσκεται στο έδαφος.

2.2.2.11.   Εάν το ρυμουλκούμενο όχημα διαθέτει διάταξη που παρέχει τη δυνατότητα διακοπής της ενεργοποίησης του συστήματος πέδησης, η διάταξη σχεδιάζεται και κατασκευάζεται με τέτοιον τρόπο ώστε να επανέρχεται στη θέση αδράνειας το αργότερο μέχρι την επανατροφοδότηση του ρυμουλκούμενου οχήματος με πεπιεσμένο αέρα ή υδραυλικό λάδι ή ηλεκτρική ενέργεια.

2.2.2.12.   Σε κάθε ρυμουλκούμενο όχημα που διαθέτει υδραυλικό σύστημα πέδησης πορείας, το σύστημα πέδησης σχεδιάζεται με τέτοιον τρόπο ώστε όταν η συμπληρωματική σωλήνωση αποσυνδέεται, ενεργοποιείται αυτόματα το σύστημα πέδησης στάθμευσης ή πορείας.

2.2.2.13.   Τα οχήματα κατηγορίας R3, R4 και S2 πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 2.2.1.17.2.2 για τα συστήματα πέδησης με πεπιεσμένο αέρα ή στο σημείο 2.2.2.15.3 για τα υδραυλικά συστήματα πέδησης αντίστοιχα.

2.2.2.14.   Όταν το βοηθητικό σύστημα τροφοδοτείται με ενέργεια από το σύστημα πέδησης πορείας, το σύστημα πέδησης πορείας προστατεύεται προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η πίεση στη διάταξη ή στις διατάξεις αποθήκευσης της πέδησης πορείας διατηρείται σε επίπεδα τουλάχιστον 80 % της πίεσης της σωλήνωσης του συστήματος χειρισμού ή ισοδύναμης ψηφιακής εντολής όπως ορίζεται αντίστοιχα στο παράρτημα ΙΙ σημεία 2.2.3.2 και 2.2.3.3.

2.2.2.15.   Πέραν των ανωτέρω, τα ρυμουλκούμενα οχήματα με υδραυλικά συστήματα πέδησης συμμορφώνονται με τα ακόλουθα:

2.2.2.15.1.

Αν ένα ρυμουλκούμενο όχημα συμμορφώνεται μόνο με τις απαιτήσεις του συστήματος πέδησης πορείας και/ή του συστήματος πέδησης στάθμευσης και/ή της αυτόματης πέδησης με τη βοήθεια ενέργειας που είναι αποθηκευμένη σε υδραυλική διάταξη αποθήκευσης της ενέργειας, το ρυμουλκούμενο όχημα θέτει αυτόματα σε λειτουργία τις πέδες ή παραμένει πεδούμενο όταν δεν συνδέεται ηλεκτρονικά (ο κινητήρας ανάφλεξης του ελκυστήρα είναι ενεργοποιημένος) με την ενέργεια που διατίθεται από τον σύνδεσμο ISO 7638:2003 (βλέπε επίσης σημείο 2.2.1.18.9). Ο κατά ISO 7638:2003 σύνδεσμος μπορεί να χρησιμοποιηθεί, κατά περίπτωση, για εφαρμογές 5 ή 7 ακροδεκτών.

2.2.2.15.1.1.

Όταν η πίεση στις υδραυλικές διατάξεις αποθήκευσης της ενέργειας κατέρχεται κάτω από την πίεση που έχει δηλώσει ο κατασκευαστής του οχήματος στο πιστοποιητικό έγκρισης τύπου και η προβλεπόμενη επίδοση/οι προβλεπόμενες επιδόσεις δεν διασφαλίζεται/διασφαλίζονται, αυτή η χαμηλή πίεση υποδεικνύεται στον οδηγό με την ειδική προειδοποιητική ένδειξη που ορίζεται στο σημείο 2.2.1.29.2.2 μέσω του ακροδέκτη 5 του ηλεκτρικού συνδέσμου που συμμορφώνεται με το πρότυπο ISO 7638:2003.

Η πίεση αυτή δεν υπερβαίνει τα 11 500 kPa

2.2.2.15.2.

Αν η πίεση της συμπληρωματικής σωλήνωσης έχει μειωθεί σε 1 200 kPa, ξεκινά η αυτόματη πέδηση του ρυμουλκούμενου οχήματος· (βλέπε επίσης σημείο 2.2.1.18.6).

2.2.2.15.3.

Στο ρυμουλκούμενο όχημα μπορεί να εγκατασταθεί ειδική διάταξη που χαλαρώνει προσωρινά τις πέδες σε περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμος κανένας κατάλληλος ελκυστήρας. Η συμπληρωματική σωλήνωση συνδέεται με αυτήν τη διάταξη για αυτόν τον προσωρινό σκοπό. Όταν η συμπληρωματική σωλήνωση αποσυνδεθεί από αυτήν τη διάταξη, οι πέδες επανέρχονται αυτόματα στην κανονική τους κατάσταση.

2.2.2.16.   Τα ρυμουλκούμενα οχήματα με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα άνω των 60 km/h κατηγορίας R3b, R4b και S2b διαθέτουν σύστημα αντιεμπλοκής τροχών κατά την πέδηση σύμφωνα με το παράρτημα XI. Επίσης, εάν η μέγιστη αποδεκτή μάζα των ρυμουλκούμενων οχημάτων υπερβαίνει τους 10 t, επιτρέπεται μόνο σύστημα αντιεμπλοκής τροχών κατά την πέδηση κατηγορίας A.

2.2.2.17.   Αν τα ρυμουλκούμενα οχήματα που δεν αναφέρονται στο σημείο 2.2.2.16 διαθέτουν σύστημα αντιεμπλοκής τροχών κατά την πέδηση (ABS) συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παραρτήματος XI.

2.2.2.18.   Τα ρυμουλκούμενα οχήματα που διαθέτουν σωλήνωση ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού και τα ρυμουλκούμενα οχήματα κατηγορίας R3b ή R4b που διαθέτουν σύστημα αντιεμπλοκής τροχών κατά την πέδηση εφοδιάζονται με ειδικό ηλεκτρικό σύνδεσμο για το σύστημα πέδησης και το σύστημα αντιεμπλοκής τροχών κατά την πέδηση ή για ένα μόνο από τα δύο αυτά συστήματα, σύμφωνα με το πρότυπο ISO 7638:2003. Οι διάμετροι των αγωγών που αναφέρονται στο πρότυπο ISO 7638:2003 για το ρυμουλκούμενο μπορεί να είναι μειωμένες, εάν το ρυμουλκούμενο είναι εξοπλισμένο με τη δική του ανεξάρτητη ασφάλεια. Η ονομαστική ένταση της ασφάλειας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει την ονομαστική ένταση του κυκλώματος. Η παρέκκλιση αυτή δεν ισχύει για ρυμουλκούμενα που διαθέτουν εξοπλισμό για την έλξη άλλου ρυμουλκούμενου. Μέσω του ανωτέρω συνδέσμου, ενεργοποιούνται προειδοποιητικές ενδείξεις βλάβης που πρέπει να παρέχονται από το ρυμουλκούμενο βάσει του παρόντος κανονισμού. Η απαίτηση που πρέπει να ισχύει για ρυμουλκούμενα όσον αφορά τη μετάδοση προειδοποιητικών ενδείξεων βλάβης ταυτίζεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται για τους ελκυστήρες στα σημεία 2.2.1.29.3, 2.2.1.29.4, 2.2.1.29.5 και 2.2.1.29.6.

Η επισήμανση αυτών των οχημάτων είναι ανεξίτηλη σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται με βάση το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο ια) και παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013 ώστε να υποδεικνύεται η λειτουργικότητα του συστήματος πέδησης όταν ο σύνδεσμος ISO 7638:2003 συνδέεται και αποσυνδέεται. Η επισήμανση τοποθετείται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι ορατή κατά τη ζεύξη των πνευματικών και ηλεκτρικών συνδέσεων διεπαφής.

2.2.2.18.1.   Η σύνδεση του συστήματος πέδησης με πηγή τροφοδότησης με ηλεκτρισμό, πέραν του ηλεκτρισμού που παρέχεται από τον ανωτέρω σύνδεσμο ISO 7638:2003, επιτρέπεται. Ωστόσο, εάν διατίθεται επιπρόσθετη πηγή ηλεκτρικής τροφοδοσίας, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

2.2.2.18.1.1.

σε κάθε περίπτωση, η ηλεκτρική τροφοδοσία σύμφωνα με το πρότυπο ISO 7638:2003 αποτελεί την κύρια πηγή τροφοδοσίας για το σύστημα πέδησης, ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε πρόσθετη ηλεκτρική τροφοδοσία που έχει συνδεθεί. Η πρόσθετη ηλεκτρική τροφοδοσία παρέχεται για εφεδρικούς σκοπούς, σε περίπτωση διακοπής της ηλεκτρικής τροφοδοσίας σύμφωνα με το πρότυπο ISO 7638:2003·

2.2.2.18.1.2.

δεν επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία του συστήματος πέδησης σε κανονική κατάσταση λειτουργίας και σε κατάσταση βλάβης·

2.2.2.18.1.3.

σε περίπτωση βλάβης της ηλεκτρικής τροφοδοσίας κατά ISO 7638:2003, η ενέργεια η οποία καταναλώνεται από το σύστημα πέδησης δεν έχει ως αποτέλεσμα η συμπληρωματική διάταξης ηλεκτρικής τροφοδοσίας να ξεπερνά τη μέγιστη διαθέσιμη ισχύ·

2.2.2.18.1.4.

το ρυμουλκούμενο όχημα δεν διαθέτει σήμανση ή σήμα που να υποδηλώνει ότι το ρυμουλκούμενο όχημα είναι εφοδιασμένο με συμπληρωματική διάταξη ηλεκτρικής τροφοδοσίας·

2.2.2.18.1.5.

δεν επιτρέπεται η τοποθέτηση διάταξης που προειδοποιεί για βλάβη στο ρυμουλκούμενο όχημα προκειμένου να ειδοποιείται ο οδηγός ότι το σύστημα πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος υπέστη βλάβη, όταν το σύστημα πέδησης τροφοδοτείται από τη συμπληρωματική διάταξη ηλεκτρικής τροφοδοσίας·

2.2.2.18.1.6.

όταν διατίθεται συμπληρωματική διάταξη ηλεκτρικής τροφοδοσίας, είναι δυνατός ο έλεγχος της λειτουργίας του συστήματος πέδησης από αυτήν την πηγή τροφοδοσίας·

2.2.2.18.1.7.

σε περίπτωση βλάβης στην ηλεκτρική τροφοδοσία από τον σύνδεσμο ISO 7638:2003, εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του παραρτήματος XII σημείο 4.2.3 και του παραρτήματος XI σημείο 4.1 όσον αφορά την προειδοποίηση για βλάβη, ανεξάρτητα από τη λειτουργία του συστήματος πέδησης από τη συμπληρωματική διάταξη ηλεκτρικής τροφοδοσίας.

2.2.2.19.   Πέραν των απαιτήσεων των σημείων 2.2.1.17.2.2 και 2.2.1.19, οι πέδες του ρυμουλκούμενου οχήματος μπορούν επίσης να ενεργοποιούνται αυτόματα, όταν η διαδικασία εκκινείται από το ίδιο το σύστημα πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος κατόπιν αξιολόγησης των πληροφοριών που παράγονται επί του οχήματος.

3.   Δοκιμές

Οι δοκιμές πέδησης, στις οποίες πρέπει να υποβάλλονται τα προς έγκριση οχήματα, καθώς και η απαιτούμενες επιδόσεις πέδησης περιγράφονται στο παράρτημα ΙΙ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Απαιτήσεις που ισχύουν για τις δοκιμές και τις επιδόσεις των συστημάτων πέδησης, των ζεύξεων του συστήματος πέδησης των ρυμουλκούμενων, καθώς επίσης και των οχημάτων που διαθέτουν τέτοια συστήματα

1.   Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος:

1.1.

ως «ομάδα αξόνων» νοούνται πολλοί άξονες οι οποίοι δεν απέχουν μεταξύ τους περισσότερο από 2,0 m. Όταν η απόσταση ενός άξονα με τον παρακείμενο άξονά του είναι μεγαλύτερη από 2,0 m, κάθε μεμονωμένος άξονας θεωρείται ανεξάρτητη ομάδα αξόνων.

1.2.

ως «καμπύλες αξιοποιούμενης πρόσφυσης» ενός οχήματος νοούνται οι καμπύλες όπου εμφαίνεται η πρόσφυση του άξονα i σε συνάρτηση προς τον συντελεστή πέδησης του οχήματος υπό τις καθορισμένες συνθήκες φόρτωσης.

2.   Δοκιμές πέδησης

2.1.   Γενικά

Στο παρόν παράρτημα, όταν επισημαίνεται η μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα του οχήματος, το όχημα θεωρείται ότι κατευθύνεται προς τα εμπρός εκτός εάν αναφέρεται ρητά κάτι διαφορετικό.

2.1.1.   Οι επιδόσεις που προβλέπονται για τα συστήματα πέδησης βασίζονται στην απόσταση πέδησης και στη μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση ή σε ένα μόνο από τα δύο αυτά μεγέθη. Οι επιδόσεις του συστήματος πέδησης καθορίζονται με μέτρηση της απόστασης πέδησης σε συνάρτηση προς την αρχική ταχύτητα του οχήματος και με μέτρηση της μέσης πλήρως ανεπτυγμένης επιβράδυνσης κατά τη διάρκεια της δοκιμής ή με ένα μόνο από τα δύο αυτά μεγέθη. Τόσο η απόσταση πέδησης όσο και η πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση ή ένα από τα δύο αυτά μεγέθη προβλέπονται και μετρούνται ύστερα από τη δοκιμή που αναμένεται να εκτελεστεί.

2.1.2.   Η απόσταση πέδησης είναι η απόσταση που καλύπτει το όχημα από τη στιγμή που ο οδηγός αρχίζει να ενεργοποιεί το όργανο χειρισμού του συστήματος πέδησης μέχρι τη στιγμή που ακινητοποιείται το όχημα· η αρχική ταχύτητα του οχήματος (v1) είναι η ταχύτητα κατά τη στιγμή που ο οδηγός αρχίζει να ενεργοποιεί το όργανο χειρισμού του συστήματος πέδησης· η αρχική ταχύτητα δεν είναι μικρότερη από το 98 % της ταχύτητας που προβλέπεται για την εν λόγω δοκιμή. Η μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση dm υπολογίζεται ως ο μέσος όρος της επιβράδυνσης σε συνάρτηση με την απόσταση που διανύεται κατά το διάστημα από vb έως ve, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

v1

=

η αρχική ταχύτητα οχήματος υπολογιζόμενη όπως περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο

vb

=

ταχύτητα του οχήματος ίση προς 0,8 v1 σε km/h

ve

=

ταχύτητα του οχήματος ίση προς 0,1 v1 σε km/h

sb

=

διανυθείσα απόσταση μεταξύ v1 και vb σε μέτρα

se

=

διανυθείσα απόσταση μεταξύ v1 και ve σε μέτρα

Η ταχύτητα και η απόσταση καθορίζονται με όργανα μέτρησης ακριβείας ± 1 % της ταχύτητας που προβλέπεται για τη δοκιμή. Η μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση dm μπορεί να υπολογιστεί με άλλες μεθόδους εκτός από τη μέτρηση της ταχύτητας και της απόστασης· στην περίπτωση αυτή, η ακρίβεια της dm είναι ± 3 %.

2.1.3.   Για την έγκριση τύπου κάθε οχήματος, οι επιδόσεις της πέδησης μετρούνται με δοκιμές που διενεργούνται σε οδό υπό τις εξής συνθήκες:

2.1.3.1.

Η κατάσταση του οχήματος όσον αφορά τη μάζα είναι αυτή που προβλέπεται για κάθε τύπο δοκιμής και αναφέρεται στην έκθεση δοκιμής.

2.1.3.2.

Η δοκιμή διενεργείται με τις ταχύτητες που προβλέπονται για κάθε τύπο δοκιμής· εάν η μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα του οχήματος είναι μικρότερη από την ταχύτητα που προβλέπεται για τη δοκιμή, η δοκιμή διενεργείται με τη μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα του οχήματος.

2.1.3.3.

Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, η δύναμη που ασκείται στο όργανο χειρισμού του συστήματος πέδησης προκειμένου να επιτευχθεί η προβλεπόμενη επίδοση δεν υπερβαίνει τα 600 N στα ποδοκίνητα όργανα χειρισμού ή τα 400 N στα χειροκίνητα όργανα χειρισμού.

2.1.3.4.

Η οδός έχει επιφάνεια η οποία προσφέρει καλή πρόσφυση, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά.

2.1.3.5.

Οι δοκιμές διενεργούνται όσο δεν υπάρχει άνεμος που ενδέχεται να επηρεάσει τα αποτελέσματα.

2.1.3.6.

Κατά την έναρξη των δοκιμών, τα ελαστικά επίσωτρα είναι ψυχρά και η πίεσή τους είναι η προβλεπόμενη για το πραγματικό φορτίο που φέρουν οι τροχοί όταν το όχημα είναι ακινητοποιημένο.

2.1.3.7.

Οι προβλεπόμενες επιδόσεις επιτυγχάνονται χωρίς το όχημα να αποκλίνει από την τροχιά του, χωρίς ασυνήθιστους κραδασμούς και χωρίς εμπλοκή των τροχών. Η εμπλοκή των τροχών επιτρέπεται εφόσον αναφέρεται ρητά.

2.1.4.   Συμπεριφορά του οχήματος κατά την πέδηση

2.1.4.1.   Κατά τις δοκιμές πέδησης και ιδίως κατά τις δοκιμές με μεγάλη ταχύτητα, ελέγχεται η γενική συμπεριφορά του οχήματος κατά την πέδηση.

2.1.4.2.   Συμπεριφορά του οχήματος κατά την πέδηση σε οδό μειωμένης πρόσφυσης.

Η συμπεριφορά των οχημάτων κατηγορίας Tb, R2b, R3b, R4b και S2b σε οδό στην οποία η πρόσφυση είναι μειωμένη, πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις του προσαρτήματος 1 και, εάν το όχημα διαθέτει σύστημα ABS, και του παραρτήματος XI.

2.2.   Δοκιμή πέδησης τύπου 0 (τυπική δοκιμή επιδόσεων με ψυχρές πέδες)

2.2.1.   Γενικά

2.2.1.1.   Η πέδη είναι ψυχρή. Μία πέδη θεωρείται ότι είναι ψυχρή εφόσον εκπληρώνεται ένας από τους ακόλουθους όρους:

2.2.1.1.1.

Η θερμοκρασία που μετράται στο δίσκο ή στο εξωτερικό του τυμπάνου είναι χαμηλότερη από 100 °C.

2.2.1.1.2.

Αν πρόκειται για πλήρως ενσωματωμένες πέδες, συμπεριλαμβανομένων των βυθισμένων εντός ελαίου πεδών, η θερμοκρασία που μετράται στο εξωτερικό του ελαιοδοχείου είναι χαμηλότερη από 50 °C.

2.2.1.1.3.

Οι πέδες δεν έχουν χρησιμοποιηθεί μία ώρα πριν από τη δοκιμή.

2.2.1.2.   Κατά τη διάρκεια της δοκιμής πέδησης, οι άξονες χωρίς πέδες, εάν μπορούν να αποσυμπλεχθούν, δεν συνδέονται με τους πεδούμενους άξονες. Ωστόσο, εάν πρόκειται για οχήματα με έναν πεδούμενο άξονα και αυτόματη εμπλοκή του συστήματος μετάδοσης κίνησης σε όλους τους άλλους άξονες κατά τη διάρκεια της πέδησης, όλοι οι τροχοί θεωρούνται πεδούμενοι.

2.2.1.3.   Η δοκιμή πραγματοποιείται υπό τις ακόλουθες συνθήκες:

2.2.1.3.1.

Το όχημα είναι φορτωμένο σύμφωνα με τη μέγιστη αποδεκτή μάζα που προβλέπεται από τον κατασκευαστή και ο ένας μη πεδούμενος άξονας είναι φορτωμένος σύμφωνα με τη μέγιστη αποδεκτή του μάζα. Οι τροχοί του πεδούμενου άξονα διαθέτουν ελαστικά με τις μεγαλύτερες διαστάσεις που έχει προβλέψει ο κατασκευαστής για το συγκεκριμένο όχημα όταν φέρουν τη μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα. Όσον αφορά τα οχήματα των οποίων όλοι οι τροχοί είναι πεδούμενοι, ο εμπρόσθιος άξονας είναι φορτωμένος κατά τη μέγιστη αποδεκτή του μάζα.

2.2.1.3.2.

Η δοκιμή επαναλαμβάνεται με ένα όχημα χωρίς φορτίο· εάν πρόκειται για ελκυστήρα, υπάρχει μόνο ο οδηγός και, εάν είναι απαραίτητο, το άτομο που είναι επιφορτισμένο με την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της δοκιμής.

2.2.1.3.3.

Τα προβλεπόμενα όρια για τις ελάχιστες επιδόσεις, τόσο κατά τις δοκιμές στο άφορτο όχημα όσο και κατά τις δοκιμές στο έμφορτο όχημα, είναι τα όρια που καθορίζονται κατωτέρω για κάθε κατηγορία οχήματος· το όχημα πληροί τόσο την προβλεπόμενη απόσταση πέδησης όσο και την προβλεπόμενη μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση της αντίστοιχης κατηγορίας οχήματος, παρόλο που ενδέχεται να μην είναι αναγκαία η μέτρηση και των δύο αυτών παραμέτρων.

2.2.1.3.4.

Η οδός είναι επίπεδη.

2.2.2.   Δοκιμή τύπου 0 για οχήματα κατηγορίας T και C

2.2.2.1.   Η δοκιμή πραγματοποιείται στη μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα του οχήματος με τον κινητήρα αποσυμπλεγμένο. Η ταχύτητα αυτή μπορεί να υπόκειται σε συγκεκριμένο περιθώριο ανοχής. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ελάχιστη προβλεπόμενη επίδοση επιτυγχάνεται. Η προβλεπόμενη μέγιστη απόσταση πέδησης (με τον τύπο της απόστασης της πέδησης) υπολογίζεται με την πραγματική ταχύτητα δοκιμής.

2.2.2.2.   Για να ελεγχθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παραρτήματος I σημείο 2.2.1.2.4 πραγματοποιείται δοκιμή τύπου 0 με τον κινητήρα αποσυμπλεγμένο στην αρχική ταχύτητα που δεν είναι μικρότερη από το 98 % της μέγιστης σχεδιαστικής ταχύτητας του οχήματος. Η μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση όταν ενεργοποιείται το όργανο χειρισμού του συστήματος πέδησης στάθμευσης ή όταν ενεργοποιείται το βοηθητικό σύστημα ελέγχου που επιτρέπει μερική τουλάχιστον ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης πορείας και της επιβράδυνσης πριν ακριβώς σταματήσει το όχημα δεν είναι μικρότερη από 1,5 m/s2 σε ταχύτητα μέχρι 30 km/h και 2,2 m/s2 σε ταχύτητα πάνω από 30 km/h. Η δοκιμή πραγματοποιείται σε έμφορτο όχημα. Η δύναμη που ασκείται στο όργανο χειρισμού της πέδησης δεν υπερβαίνει τις καθορισμένες τιμές.

2.2.2.3.   Αν πρόκειται για οχήματα που διαθέτουν ράβδο οδήγησης και κάθισμα σε σέλα ή ρόδα πηδαλίου και πάγκο καθισμάτων ή καθίσματα με πλευρική στήριξη σε μία η περισσότερες σειρές, τα οποία διαθέτουν επίσης και αδιάκοπη μετάδοση η οποία μπορεί να αποδειχθεί από τον κατασκευαστή στη δοκιμή πέδησης, το όχημα ολοκληρώνει τη δοκιμή τύπου 0 με τον κινητήρα συμπλεγμένο.

2.2.3.   Δοκιμή τύπου 0 για οχήματα κατηγορίας R και S:

2.2.3.1.   Οι επιδόσεις πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος μπορούν να υπολογισθούν είτε με βάση τον συντελεστή πέδησης του ελκυστήρα με το ρυμουλκούμενο όχημα και τη δύναμη που μετράται επί της ζεύξης, είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, με βάση τον συντελεστή πέδησης του ελκυστήρα με το ρυμουλκούμενο όχημα όταν υπό πέδηση είναι μόνο το ρυμουλκούμενο όχημα. Ο κινητήρας του ελκυστήρα είναι αποσυμπλεγμένος κατά τη διάρκεια της δοκιμής πέδησης.

2.2.3.2.   Εάν το ρυμουλκούμενο όχημα είναι εφοδιασμένο με σύστημα πέδησης πεπιεσμένου αέρα, η πίεση στη σωλήνωση τροφοδότησης δεν υπερβαίνει τα 700 kPa κατά τη δοκιμή των πεδών και η τιμή ένδειξης στη σωλήνωση χειρισμού δεν υπερβαίνει τις ακόλουθες τιμές, ανάλογα με την εγκατάσταση:

2.2.3.2.1.

650 kPa στη σωλήνωση πνευματικού συστήματος χειρισμού·

2.2.3.2.2.

Τιμή ψηφιακής εντολής που αντιστοιχεί σε 650 kPa (όπως ορίζεται στο ISO 11992:2003 περιλαμβανομένου του ISO 11992-2:2003 και της τροποποίησής του 1:2007) στη σωλήνωση ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού.

2.2.3.3.   Αν το ρυμουλκούμενο όχημα διαθέτει υδραυλικό σύστημα πέδησης:

2.2.3.3.1.

Οι προβλεπόμενες ελάχιστες επιδόσεις πέδησης επιτυγχάνονται με πίεση στην κεφαλή ζεύξης της σωλήνωσης του συστήματος χειρισμού που δεν υπερβαίνει τα 11 500 kPa.

2.2.3.3.2.

Η μέγιστη πίεση που παρέχεται στην κεφαλή ζεύξης της σωλήνωσης του συστήματος χειρισμού δεν υπερβαίνει τα 15 000 kPa.

2.2.3.4.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία 2.2.3.5 και 2.2.3.6, για να καθορισθεί ο συντελεστής πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος, είναι αναγκαία η μέτρηση του συντελεστή πέδησης του ελκυστήρα μαζί με το ρυμουλκούμενο όχημα και της δύναμης που ασκείται στη ζεύξη. Ο ελκυστήρας πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο προσάρτημα 1 όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του λόγου TM/FM και της πίεσης pm,

όπου:

TM

=

άθροισμα των δυνάμεων πέδησης στην περιφέρεια όλων των τροχών των ελκυστήρων

FM

=

συνολική κάθετη στατική αντίδραση του οδοστρώματος επί των τροχών των ελκυστήρων

pm

=

πίεση στην κεφαλή ζεύξης της σωλήνωσης του οργάνου χειρισμού

Ο συντελεστής πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

zR = zR + M + D/FR

όπου:

zR

=

συντελεστής πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος

zR + M

=

συντελεστής πέδησης του ελκυστήρα μαζί με το ρυμουλκούμενο όχημα

D

=

δύναμη επί της ζεύξης (δύναμη έλξης D > 0· δύναμη συμπίεσης D < 0)

FR

=

συνολική κάθετη στατική αντίδραση οδοστρώματος επί όλων των τροχών του ρυμουλκούμενου οχήματος

2.2.3.5.   Εάν το ρυμουλκούμενο όχημα διαθέτει σύστημα συνεχούς ή ημισυνεχούς πέδησης όπου η πίεση στους κυλίνδρους ενεργοποίησης των πεδών δεν μεταβάλλεται κατά την πέδηση παρά τη δυναμική μετατόπιση του φορτίου του άξονα, επιτρέπεται πέδηση μόνο του ρυμουλκούμενου οχήματος. Ο συντελεστής πέδησης zR του ρυμουλκούμενου οχήματος υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

R

=

τιμή αντίστασης κύλισης:

0,02 σε οχήματα με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα που δεν υπερβαίνει τα 40 km/h

0,01 σε οχήματα με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα που δεν υπερβαίνει τα 40 km/h

FM

=

συνολική κάθετη στατική αντίδραση του οδοστρώματος επί των τροχών των ελκυστήρων

FR

=

συνολική κάθετη στατική αντίδραση οδοστρώματος επί όλων των τροχών του ρυμουλκούμενου οχήματος

2.2.3.6.   Διαφορετικά, ο συντελεστής πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος μπορεί να υπολογισθεί από την πέδηση μόνο του ρυμουλκούμενου οχήματος. Στην περίπτωση αυτή η πίεση είναι η ίδια με την πίεση που μετράται στους κυλίνδρους ενεργοποίησης των πεδών κατά τη διάρκεια της πέδησης του συρμού.

2.3.   Δοκιμή τύπου Ι (δοκιμή εξασθένησης της πέδησης)

Αυτή η δοκιμή τύπου πραγματοποιείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις των σημείων 2.3.1. ή 2.3.2., ανάλογα με την περίπτωση.

2.3.1.   Με επαναλαμβανόμενη πέδηση

Οι ελκυστήρες κατηγορίας T και C υπόκεινται στη δοκιμή τύπου Ι με επαναλαμβανόμενη πέδηση.

2.3.1.1.   Το σύστημα πέδησης πορείας των ελκυστήρων που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό υποβάλλεται σε δοκιμή με τη διαδοχική ενεργοποίηση και ελευθέρωση των πεδών πολλές φορές. Το όχημα είναι πλήρως έμφορτο και υποβάλλεται σε δοκιμή υπό τις συνθήκες που παρουσιάζονται στον ακόλουθο πίνακα:

Κατηγορία οχήματος

Συνθήκες

v1 [km/h]

v2 [km/h]

Δt [sec]

n

T, C

80 % vmax

Formula

v1

60

20

όπου

v1

=

ταχύτητα στην έναρξη της πέδησης

v2

=

ταχύτητα στο τέλος της πέδησης

vmax

=

μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα οχήματος

n

=

αριθμός ενεργοποιήσεων πεδών

Δt

=

διάρκεια του κύκλου πέδησης (ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στην έναρξη μιας διαδικασίας ενεργοποίησης πεδών και την έναρξη της επόμενης διαδικασίας ενεργοποίησης).

2.3.1.1.1.   Αν πρόκειται για ελκυστήρες με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα που δεν υπερβαίνει τα 40 km/h, ως εναλλακτική επιλογή έναντι των συνθηκών δοκιμής που παρουσιάζονται στον πίνακα του σημείου 2.3.1.1, μπορούν να εφαρμοστούν οι συνθήκες που παρουσιάζονται στον ακόλουθο πίνακα:

Κατηγορία οχήματος

Συνθήκες

v1 [km/h]

v2 [km/h]

Δt [sec]

n

T, C

80 % vmax

0,05 v1

60

18

2.3.1.2.   Εάν τα χαρακτηριστικά του οχήματος δεν επιτρέπουν την τήρηση της προβλεπόμενης διάρκειας επί Δt, η διάρκεια μπορεί να αυξηθεί· σε κάθε περίπτωση, πέραν του χρόνου που είναι αναγκαίος για την πέδηση και την επιτάχυνση του οχήματος προβλέπεται χρονική διάρκεια 10 δευτερολέπτων για κάθε κύκλο, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η ταχύτητα v1.

2.3.1.3.   Στις δοκιμές αυτές η δύναμη που ασκείται στο όργανο χειρισμού ρυθμίζεται έτσι ώστε, κατά την πρώτη ενεργοποίηση των πεδών, η τιμή της μέσης πλήρως ανεπτυγμένης επιβράδυνσης να είναι 3 m/s2. Η δύναμη αυτή παραμένει σταθερή κατά τη διάρκεια των επομένων διαδικασιών ενεργοποίησης των πεδών.

2.3.1.4.   Κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ενεργοποίησης των πεδών ο κινητήρας παραμένει συνεχώς συμπλεγμένος με την ανώτατη σχέση μετάδοσης κίνησης (εκτός του υπερπολλαπλασιασμού «overdrive» κ.λπ.).

2.3.1.5.   Κατά την επιτάχυνση μετά από πέδηση, το κιβώτιο ταχυτήτων χρησιμοποιείται έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ταχύτητα v1 στον συντομότερο δυνατό χρόνο (μέγιστη επιτάχυνση που επιτρέπει ο κινητήρας και το κιβώτιο ταχυτήτων).

2.3.1.6.   Αν πρόκειται για οχήματα που είναι εφοδιασμένα με διατάξεις αυτόματης ρύθμισης των πεδών, η ρύθμιση των πεδών, πριν από τη διενέργεια της ανωτέρω δοκιμής τύπου Ι, γίνεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις ακόλουθες διαδικασίες:

2.3.1.6.1.

Αν πρόκειται για οχήματα που είναι εφοδιασμένα με πέδες πεπιεσμένου αέρα, η ρύθμιση των πεδών είναι τέτοια, ώστε να καθιστά δυνατή τη λειτουργία της διάταξης αυτόματης ρύθμισης των πεδών. Για τον σκοπό αυτό, η διαδρομή εμβόλου του κυλίνδρου (ενεργοποιητή) πέδης ρυθμίζεται ως εξής:

so ≥ 1,1 × sαναρρύθμισης

(το ανώτερο όριο δεν υπερβαίνει την τιμή που συνιστά ο κατασκευαστής)

όπου:

S αναρρύθμισης

είναι η διαδρομή εμβόλου για την αναρρύθμιση σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή της διάταξης αυτόματης ρύθμισης των πεδών, συγκεκριμένα η διαδρομή κατά την οποία αρχίζει να αναρρυθμίζεται η απόσταση κύλισης της πέδης με πίεση του ενεργοποιητή ίση με 15 % της πίεσης λειτουργίας του συστήματος πέδησης, αλλά όχι μικρότερη από 100 kPa.

Αν, κατόπιν συμφωνίας με την τεχνική υπηρεσία, είναι δύσκολο να μετρηθεί η διαδρομή εμβόλου κυλίνδρου (ενεργοποιητή) των πεδών, η αρχική ρύθμιση αποφασίζεται από κοινού με την τεχνική υπηρεσία.

Στις συνθήκες που περιγράφονται ανωτέρω, η πέδη τίθεται σε λειτουργία με πίεση ενεργοποιητή ίση με 30 % της πίεσης λειτουργίας του συστήματος πέδησης, αλλά όχι μικρότερη από 200 kPa, 50 φορές σε διαδοχικά στάδια. Στη συνέχεια ακολουθεί ενεργοποίηση των πεδών με πίεση του ενεργοποιητή > 650 kPa.

2.3.1.6.2.

Αν πρόκειται για οχήματα που είναι εφοδιασμένα με πέδες δίσκου υδραυλικής λειτουργίας, δεν κρίνεται αναγκαίος ο καθορισμός απαιτήσεων ρύθμισης.

2.3.1.6.3.

Αν πρόκειται για οχήματα που είναι εφοδιασμένα με πέδες εκτάσεως υδραυλικής λειτουργίας, η ρύθμιση των πεδών καθορίζεται από τον κατασκευαστή.

2.3.2.   Με συνεχή πέδηση

2.3.2.1.   Το σύστημα πέδησης πορείας οχημάτων κατηγορίας R1, R2, S1, R3a, R4a, S2a και R3b, R4b, S2b, όπου το άθροισμα των τεχνικά αποδεκτών μαζών ανά άξονα δεν υπερβαίνει τα 10 000 kg στις τρεις τελευταίες κατηγορίες οχημάτων.

Όταν τα προαναφερθέντα οχήματα R3a, R4a, S2a και R3b, R4b, S2, όπου το άθροισμα των τεχνικά αποδεκτών μαζών ανά άξονα δεν υπερβαίνει τα 10 000 kg στις τρεις τελευταίες κατηγορίες οχημάτων, δεν έχουν υποβληθεί, ως εναλλακτική επιλογή, στη δοκιμή τύπου III σύμφωνα με το σημείο 2.5, υποβάλλονται σε δοκιμή με τέτοιον τρόπο ώστε, όταν το όχημα είναι έμφορτο, η παροχή ενέργειας στις πέδες να ισοδυναμεί με την ενέργεια που καταγράφεται την ίδια χρονική περίοδο σε ένα έμφορτο όχημα που κινείται με σταθερή ταχύτητα 40 km/h σε κατωφέρεια με κλίση 7 % διανύοντας απόσταση 1,7 km.

2.3.2.2.   Η δοκιμή επιτρέπεται να εκτελείται σε επίπεδη οδό ενώ το ρυμουλκούμενο όχημα έλκεται από γεωργικό όχημα· κατά τη διάρκεια της δοκιμής, η δύναμη που ασκείται στο όργανο χειρισμού ρυθμίζεται έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η αντίσταση του ρυμουλκούμενου οχήματος (7 % του μέγιστου στατικού φορτίου των αξόνων του ρυμουλκούμενου οχήματος). Αν η διαθέσιμη για την έλξη ισχύ δεν επαρκεί, η δοκιμή μπορεί να εκτελεσθεί σε μικρότερη ταχύτητα και για μεγαλύτερη απόσταση σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Ταχύτητα (km/h)

απόσταση (σε m)

40

1 700

30

1 950

20

2 500

15

3 100

2.3.2.3.   Αν πρόκειται για ρυμουλκούμενα οχήματα που είναι εφοδιασμένα με διατάξεις αυτόματης ρύθμισης των πεδών, η ρύθμιση των πεδών, πριν από τη διενέργεια της ανωτέρω δοκιμής τύπου Ι, γίνεται κατά περίπτωση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο σημείο 2.5.4.

2.3.3.   Επίδοση θερμών πεδών

2.3.3.1.   Στο τέλος της δοκιμής τύπου I (δοκιμή που περιγράφεται στο σημείο 2.3.1 ή δοκιμή που περιγράφεται στο σημείο 2.3.2) μετρώνται οι επιδόσεις του θερμού συστήματος πέδησης πορείας υπό τις ίδιες συνθήκες (και ιδίως με σταθερή δύναμη επί του οργάνου χειρισμού, μικρότερη ή ίση προς την πραγματικά χρησιμοποιούμενη μέση δύναμη) που προβλέπονται για την δοκιμή τύπου 0 με αποσυμπλεγμένο κινητήρα (οι συνθήκες θερμοκρασίας ενδέχεται να διαφέρουν).

2.3.3.2.   Στους ελκυστήρες, η επίδοση των θερμών πεδών δεν είναι κατώτερη από 80 % της επίδοσης που προβλέπεται για την κατηγορία του υπό δοκιμή οχήματος, ούτε κατώτερη από 60 % της τιμής που καταγράφεται κατά τη δοκιμή τύπου 0 με αποσυμπλεγμένο κινητήρα.

2.3.3.3.   Αν πρόκειται για ρυμουλκούμενα οχήματα, η δύναμη πέδησης των θερμών πεδών στην περιφέρεια των τροχών, όταν η ταχύτητα δοκιμής είναι 40 km/h, δεν είναι κατώτερη από το 36 % των ρυμουλκούμενων οχημάτων με vmax > 30 km/h ή το 26 % των ρυμουλκούμενων οχημάτων με vmax ≤ 30 km/h του μέγιστου στατικού φορτίου των τροχών, ούτε κατώτερη από το 60 % της τιμής που καταγράφεται κατά τη δοκιμή τύπου 0 με την ίδια ταχύτητα.

2.3.4.   Δοκιμή ελεύθερης λειτουργίας

Αν πρόκειται για ελκυστήρες που είναι εφοδιασμένοι με διατάξεις αυτόματης ρύθμισης των πεδών, μετά την ολοκλήρωση των δοκιμών που προβλέπονται στο σημείο 2.3.3 οι πέδες αφήνονται να κρυώσουν σε θερμοκρασία αντιπροσωπευτική για ψυχρές πέδες (ήτοι ≤ 100 °C), και ελέγχεται εάν το όχημα μπορεί να λειτουργήσει ελεύθερα εφόσον καλύπτει μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

2.3.4.1.

Οι τροχοί λειτουργούν ελεύθερα (π.χ. περιστροφή διά χειρός)·

2.3.4.2.

Διαπιστώνεται πως, όταν το όχημα κινείται με σταθερή ταχύτητα v = 60 km/h με τις πέδες αποσυμπλεγμένες, οι ασυμπτωτικές θερμοκρασίες δεν πρέπει να υπερβαίνουν αύξηση θερμοκρασίας στο τύμπανο/δίσκο ίση με 80 °C, οπότε οι εναπομένουσες ροπές πέδησης είναι αποδεκτές.

2.4.   Δοκιμή τύπου II (δοκιμή συμπεριφοράς του οχήματος σε μακρά κατωφέρεια)

Πέραν της δοκιμής τύπου I, οι ελκυστήρες κατηγορίας Tb και Cb που διαθέτουν μέγιστη αποδεκτή μάζα η οποία υπερβαίνει τους 12 t υποβάλλονται επίσης στη δοκιμή τύπου ΙΙ.

2.4.1.   Ο έμφορτος ελκυστήρας δοκιμάζεται κατά τρόπο ώστε η παρεχόμενη ενέργεια να είναι ισοδύναμη με την ενέργεια που καταγράφεται κατά το ίδιο χρονικό διάστημα σε έμφορτο ελκυστήρα που κινείται με μέση ταχύτητα 30 km/h σε διαδρομή μήκους 6 km με κατωφέρεια 6 %, με την κατάλληλη σχέση μετάδοσης στο κιβώτιο ταχυτήτων και τη χρήση συστήματος συνεχούς πέδησης εφόσον το όχημα διαθέτει τέτοιο σύστημα. Η χρησιμοποιούμενη σχέση μετάδοσης είναι τέτοια ώστε οι στροφές του κινητήρα (min– 1) να μην υπερβαίνουν την προβλεπόμενη από τον κατασκευαστή μέγιστη τιμή.

2.4.2.   Στα οχήματα στα οποία η ενέργεια απορροφάται μόνο με τη δράση πέδησης του κινητήρα είναι αποδεκτή ανοχή ± 5 km/h της μέσης ταχύτητας και χρησιμοποιείται η σχέση μετάδοσης κίνησης που καθιστά δυνατή τη σταθεροποίηση της ταχύτητας του οχήματος στην τιμή που είναι πλησιέστερη προς την ταχύτητα 30 km/h σε κατωφέρεια 6 %. Εάν η επίδοση της δράσης πέδησης μόνο του κινητήρα καθορίζεται με μέτρηση της επιβράδυνσης, αρκεί η μετρούμενη μέση επιβράδυνση να είναι τουλάχιστον 0,5 m/s2.

2.4.3.   Στο τέλος της δοκιμής, η επίδοση του θερμού συστήματος πέδησης πορείας μετράται υπό τις ίδιες συνθήκες με εκείνες που προβλέπονται για τη δοκιμή τύπου 0 με αποσυμπλεγμένο κινητήρα (οι συνθήκες θερμοκρασίας ενδέχεται να είναι διαφορετικές). Από την επίδοση του θερμού συστήματος προκύπτει απόσταση πέδησης που δεν υπερβαίνει τις ακόλουθες τιμές και μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση όχι μικρότερη από τις ακόλουθες τιμές όταν η ασκούμενη δύναμη στο όργανο χειρισμού δεν υπερβαίνει τα 60 daN:

0,15 v + (1,33 v2/115)

(ο δεύτερος προσθετέος αντιστοιχεί σε μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση dm = 3,3 m/s2),

2.5.   Δοκιμή τύπου III (δοκιμή εξασθένησης της πέδησης) σε έμφορτα οχήματα κατηγορίας:

2.5.1.   R3b, R4b, S2b των οποίων το άθροισμα των τεχνικώς αποδεκτών μαζών ανά άξονα υπερβαίνει τα 10 000 kg

ή διαφορετικά κατηγορίας:

2.5.2.   R3a, R4a, S2a, εφόσον τα συγκεκριμένα οχήματα δεν έχουν υποβληθεί σε δοκιμή σύμφωνα με το σημείο 2.3.2.

2.5.3.   R3b, R4b, S2b, των οποίων το άθροισμα των τεχνικώς αποδεκτών μαζών ανά άξονα δεν υπερβαίνει τα 10 000 kg,

2.5.4.   Δοκιμές σε στίβο δοκιμών

2.5.4.1.   Πριν από την εκτέλεση της δοκιμής τύπου ΙΙΙ κατωτέρω, η ρύθμιση των πεδών πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ακόλουθες διαδικασίες, κατά περίπτωση:

2.5.4.1.1.

Αν πρόκειται για ρυμουλκούμενα οχήματα που είναι εφοδιασμένα με πέδες πεπιεσμένου αέρα, η ρύθμιση των πεδών είναι τέτοια, ώστε να καθιστά δυνατή τη λειτουργία της διάταξης αυτόματης ρύθμισης των πεδών. Για τον σκοπό αυτό, η διαδρομή εμβόλου του κυλίνδρου (ενεργοποιητή) πέδης ρυθμίζεται ως εξής:

so ≥ 1,1 × sαναρρύθμισης

(το ανώτερο όριο δεν υπερβαίνει την τιμή που συνιστά ο κατασκευαστής)

όπου:

sαναρρύθμισης

είναι η διαδρομή εμβόλου για την αναρρύθμιση σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή της διάταξης αυτόματης ρύθμισης των πεδών, συγκεκριμένα η διαδρομή κατά την οποία αρχίζει να αναρρυθμίζεται η απόσταση κύλισης της πέδης με πίεση του ενεργοποιητή ίση με 100 kPa.

Αν, κατόπιν συμφωνίας με την τεχνική υπηρεσία, είναι δύσκολο να μετρηθεί η διαδρομή εμβόλου κυλίνδρου (ενεργοποιητή) των πεδών, η αρχική ρύθμιση αποφασίζεται από κοινού με την τεχνική υπηρεσία.

Από την ανωτέρω κατάσταση, η πέδη μπορεί να λειτουργήσει με πίεση του ενεργοποιητή ίση με 200 kPa, 50 φορές σε διαδοχικά στάδια. Στη συνέχεια ακολουθεί ενεργοποίηση των πεδών με πίεση του ενεργοποιητή > 650 kPa.

2.5.4.1.2.

Αν πρόκειται για ρυμουλκούμενα οχήματα που είναι εφοδιασμένα με πέδες δίσκου υδραυλικής λειτουργίας, δεν κρίνεται αναγκαίος ο καθορισμός απαιτήσεων ρύθμισης.

2.5.4.1.3.

Αν πρόκειται για ρυμουλκούμενα οχήματα που είναι εφοδιασμένα με πέδες έκτασης υδραυλικής λειτουργίας, η ρύθμιση των πεδών καθορίζεται από τον κατασκευαστή.

2.5.4.2.   Οι συνθήκες στη δοκιμή σε οδό είναι οι ακόλουθες:

Αριθμός διαδικασιών ενεργοποίησης πεδών

20

Διάρκεια κύκλου πέδησης

60 s

Αρχική ταχύτητα στην έναρξη της πέδησης

60 km/h

Διαδικασίες ενεργοποίησης πεδών

Στις δοκιμές αυτές η δύναμη που ασκείται στο όργανο χειρισμού ρυθμίζεται έτσι ώστε, κατά την πρώτη ενεργοποίηση των πεδών, η τιμή της μέσης πλήρως ανεπτυγμένης επιβράδυνσης να είναι 3 m/s2 αναφορικά με τη μάζα του ρυμουλκούμενου οχήματος PR· η δύναμη αυτή παραμένει σταθερή κατά τη διάρκεια των επομένων διαδικασιών ενεργοποίησης των πεδών.

Ο συντελεστής πέδησης ενός ρυμουλκούμενου οχήματος υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο που αναφέρεται στο σημείο 2.2.3.5.:

Formula

Η ταχύτητα στο τέλος της πέδησης:

Formula

όπου:

zR

=

συντελεστής πέδησης του ρυμουλκούμενου οχήματος,

zR + M

=

συντελεστής πέδησης του συρμού οχημάτων (ελκυστήρας και ρυμουλκούμενο όχημα),

R

=

τιμή αντίστασης κύλισης = 0,01

FM

=

συνολική κάθετη στατική αντίδραση μεταξύ του οδοστρώματος και των τροχών του ελκυστήρα (N),

FR

=

συνολική κάθετη στατική αντίδραση μεταξύ του οδοστρώματος και των τροχών του ρυμουλκούμενου οχήματος (N),

F1

=

κάθετη στατική αντίδραση του μέρους της μάζας του ρυμουλκούμενου οχήματος που φέρει/φέρουν ο άξονας/οι άξονες χωρίς πέδηση (N),

F2

=

κάθετη στατική αντίδραση του μέρους της μάζας του ρυμουλκούμενου οχήματος που φέρει/φέρουν ο άξονας/οι άξονες με πέδηση (N),

PR

=

PR = FR/g

v1

=

αρχική ταχύτητα (km/h)

v2

=

τελική ταχύτητα (km/h).

2.5.5.   Επίδοση θερμών πεδών

Στο τέλος της δοκιμής σύμφωνα με το σημείο 2.5.4, η επίδοση του θερμού συστήματος πέδησης πορείας μετράται υπό τις ίδιες συνθήκες που προβλέπονται για τη δοκιμή τύπου 0, αλλά υπό διαφορετικές συνθήκες θερμοκρασίας και εκκινώντας με αρχική ταχύτητα 60 km/h. Η δύναμη των θερμών πεδών στην περιφέρεια των τροχών δεν είναι μικρότερη από 40 % του μέγιστου στατικού φορτίου των τροχών, ούτε μικρότερη από 60 % της τιμής που καταγράφεται κατά τη δοκιμή τύπου 0 με την ίδια ταχύτητα.

2.5.6.   Δοκιμή ελεύθερης λειτουργίας

Μετά την ολοκλήρωση των δοκιμών που περιγράφονται στο σημείο 2.5.5 οι πέδες αφήνονται να κρυώσουν σε θερμοκρασία αντιπροσωπευτική για ψυχρές πέδες (ήτοι ≤ 100 °C) και ελέγχεται εάν το ρυμουλκούμενο όχημα μπορεί να λειτουργήσει ελεύθερα, εφόσον καλύπτει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

2.5.6.1.

Οι τροχοί λειτουργούν ελεύθερα (π.χ. περιστροφή διά χειρός)·

2.5.6.2.

Διαπιστώνεται πως, όταν το ρυμουλκούμενο όχημα κινείται με σταθερή ταχύτητα v = 60 km/h με τις πέδες αποσυμπλεγμένες, οι ασυμπτωτικές θερμοκρασίες δεν πρέπει να υπερβαίνουν αύξηση θερμοκρασίας στο τύμπανο/δίσκο ίση με 80 °C, οπότε οι εναπομένουσες ροπές πέδησης είναι αποδεκτές.

3.   Επιδόσεις των συστημάτων πέδησης

3.1.   Οχήματα κατηγοριών T και C

3.1.1.   Συστήματα πέδησης πορείας

3.1.1.1.   Βάσει των συνθηκών τύπου 0, οι δοκιμές στα συστήματα πέδησης πορείας διενεργούνται υπό τις συνθήκες που εμφαίνονται στον κατωτέρω πίνακα

 

vmax ≤ 30 km/h

vmax > 30 km/h

v

= vmax

= vmax

s (μέτρα)

≤ 0,15 v + v2/92

≤ 0,15 v + v2/130

dm

≥ 3,55 m/s2

≥ 5 m/s2

F (ποδοκίνητο όργανο χειρισμού)

≤ 600 N

≤ 600 N

F (χειροκίνητο όργανο χειρισμού)

≤ 400 N

≤ 400 N

όπου:

vmax

=

μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα του οχήματος

v

=

προβλεπόμενη ταχύτητας δοκιμής

s

=

Απόσταση πέδησης

dm

=

μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση

F

=

δύναμη που ασκείται στο όργανο χειρισμού

3.1.1.2.   Αν πρόκειται για ελκυστήρα που επιτρέπεται να έλκει μη πεδούμενα ρυμουλκούμενα οχήματα κατηγορίας R ή S, οι ελάχιστες επιδόσεις που προβλέπονται για τον αντίστοιχο ελκυστήρα (δοκιμή τύπου 0 με αποσυμπλεγμένο κινητήρα) επιτυγχάνονται όταν το μη πεδούμενο ρυμουλκούμενο όχημα έχει συνδεθεί στον ελκυστήρα και το μη πεδούμενο ρυμουλκούμενο όχημα είναι έμφορτο με τη μέγιστη μάζα που δηλώνει ο κατασκευαστής του ελκυστήρα.

Οι επιδόσεις του συρμού επαληθεύονται με βάση τους υπολογισμούς για τις μέγιστες επιδόσεις της πέδησης που επιτυγχάνονται στην πραγματικότητα μόνο από τον ελκυστήρα κατά τη διάρκεια της δοκιμής τύπου 0 με τον κινητήρα αποσυμπλεγμένο για τον έμφορτο και άφορτο ελκυστήρα (προαιρετικά και για έναν μερικώς έμφορτο ελκυστήρα όπως ορίζεται από τον κατασκευαστή του ελκυστήρα) και με βάση τον εξής τύπο (δεν είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθούν πρακτικές δοκιμές με συνδεδεμένο μη πεδούμενο ρυμουλκούμενο όχημα):

Formula

όπου:

dM+R

=

υπολογισμός μέσης πλήρως ανεπτυγμένης επιβράδυνσης του ελκυστήρα όταν έχει συνδεθεί με ρυμουλκούμενο όχημα χωρίς πέδηση, σε m/s2,

dM

=

μέγιστη μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση μόνο του ελκυστήρα, η οποία επιτυγχάνεται κατά τη δοκιμή τύπου 0 με συμπλεγμένο κινητήρα, σε m/s2,

PM

=

μάζα του ελκυστήρα (περιλαμβάνεται, ανάλογα με την περίπτωση, τυχόν έρμα και/ή φορτίο υποστήριξης)

PM_έμφορτο

=

μάζα του ελκυστήρα, με φορτίο

PM_μερ_έμφορτο

=

μάζα του ελκυστήρα, με μερικό φορτίο

PM_άφορτο

=

μάζα του ελκυστήρα, χωρίς φορτίο

PR

=

μέρος της μέγιστης μάζας που φέρει(-ουν) ο (οι) άξονας(-ες) ενός ρυμουλκούμενου οχήματος χωρίς πέδη πορείας το οποίο μπορεί να συνδεθεί (όπως έχει δηλωθεί από τον κατασκευαστή του ελκυστήρα)

«PM+R»

=

μάζα συρμού (μάζα «PM» + δηλωθείσα μάζα ρυμουλκούμενου οχήματος χωρίς πέδηση PR)

3.1.1.2.1.   Απαιτούμενη ελάχιστη επίδοση συρμού

Η ελάχιστη επίδοση συρμού δεν είναι μικρότερη από 4,5 m/s2 εάν πρόκειται για ελκυστήρες με vmax > 30 km/h και όχι μικρότερη από 3,2 m/s2 εάν πρόκειται για ελκυστήρες με vmax ≤ 30 km/h με φορτίο και χωρίς φορτίο. Κατά τη διακριτική ευχέρεια του κατασκευαστή του ελκυστήρα, μπορεί να πραγματοποιηθεί συμπληρωματική δοκιμή τύπου 0 από την τεχνική υπηρεσία σε μάζα μερικώς έμφορτου ελκυστήρα που έχει δηλωθεί από τον κατασκευαστή προκειμένου να καθοριστεί η μέγιστη αποδεκτή μάζα του ρυμουλκούμενου οχήματος χωρίς πέδηση που πληροί τις απαιτούμενες ελάχιστες επιδόσεις συρμού όπως ισχύουν για τη συγκεκριμένη «μάζα συρμού».

Οι υπολογιζόμενες τιμές «dm» όταν το όχημα είναι έμφορτο και οι αντίστοιχες υπολογιζόμενες τιμές «dM+R» καταγράφονται στην έκθεση δοκιμής.

Η μέγιστη δηλωθείσα τιμή της μάζας ρυμουλκούμενου οχήματος χωρίς πέδησης δεν υπερβαίνει τα 3 500 kg.

3.1.2.   Εφεδρικό σύστημα πέδησης

Με το εφεδρικό σύστημα πέδησης, ακόμη και όταν το όργανο ενεργοποίησής του χρησιμοποιείται και για άλλες λειτουργίες πέδησης, επιτυγχάνεται απόσταση πέδησης που δεν υπερβαίνει τις ακόλουθες τιμές και μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση που δεν είναι κατώτερη από τις ακόλουθες τιμές:

Ελκυστήρες με vmax ≤ 30 km/h:

0,15 v + (v2/39)

(ο δεύτερος προσθεταίος αντιστοιχεί σε μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση dm = 1,5 m/s2)


Ελκυστήρες με vmax > 30 km/h:

0,15 v + (v2/57)

(ο δεύτερος προσθεταίος αντιστοιχεί σε μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση dm = 2,2 m/s2)

Η προβλεπόμενη επίδοση λαμβάνεται όταν στο όργανο χειρισμού ασκείται δύναμη που δεν υπερβαίνει τα 600 N σε ποδοκίνητο όργανο ή 400 N σε χειροκίνητο όργανο χειρισμού. Το όργανο χειρισμού τοποθετείται με τέτοιο τρόπο ώστε να ενεργοποιείται άμεσα και εύκολα από τον οδηγό.

3.1.3.   Σύστημα πέδησης στάθμευσης

3.1.3.1.   Το σύστημα πέδησης στάθμευσης, ακόμα και εάν συνδυάζεται με ένα από τα άλλα όργανα πέδησης, είναι σε θέση να συγκρατήσει έμφορτο ελκυστήρα σε ανωφέρεια ή κατωφέρεια με κλίση 18 %. Η απαίτηση αυτή πληρούται ακόμα και κατά τη διάρκεια της περιόδου ψύξης. Η περίοδος ψύξης θεωρείται ότι ολοκληρώνεται όταν οι πέδες έχουν φθάσει σε θερμοκρασία περιβάλλοντος 10 °C.

3.1.3.2.   Στα οχήματα κατηγορίας T4.3, το σύστημα πέδησης στάθμευσης, ακόμα και εάν συνδυάζεται με ένα από τα άλλα όργανα πέδησης, είναι σε θέση να συγκρατήσει έμφορτο ελκυστήρα σε ανωφέρεια ή κατωφέρεια με κλίση 40 %. Η απαίτηση αυτή πληρούται ακόμα και κατά τη διάρκεια της περιόδου ψύξης. Η περίοδος ψύξης θεωρείται ότι ολοκληρώνεται όταν οι πέδες έχουν φθάσει σε θερμοκρασία περιβάλλοντος 10 °C.

3.1.3.3.   Δοκιμή επίδοσης ψυχρών και θερμών πεδών στάθμευσης

Για να εξακριβωθεί ότι η πέδη στάθμευσης μπορεί να συγκρατήσει έναν έμφορτο ελκυστήρα σε ανωφέρεια και κατωφέρεια όπως προβλέπεται στα σημεία 3.1.3.1 και 3.1.3.2, οι μετρήσεις πραγματοποιούνται υπό τις εξής συνθήκες:

Θέρμανση των πεδών σε θερμοκρασία ≥ 100 °C (μέτρηση στην επιφάνεια τριβής του δίσκου ή στο εξωτερικό του τυμπάνου)·

Δοκιμή θερμού στατικού συστήματος πέδησης στάθμευσης σε θερμοκρασία ≥ 100 °C·

Δοκιμή ψυχρού στατικού συστήματος πέδησης στάθμευσης σε θερμοκρασία + 10 °C.

Σε περίπτωση εντός ελαίων βυθισμένων πεδών, η μέθοδος με την οποία διεξάγεται ο έλεγχος συμφωνείται μεταξύ του κατασκευαστή του οχήματος και της τεχνικής υπηρεσίας. Η μέθοδος αξιολόγησης και τα αποτελέσματα επισυνάπτονται στο πρακτικό της έγκρισης τύπου.

3.1.3.4.   Στους ελκυστήρες στους οποίους επιτρέπεται να συνδεθούν ρυμουλκούμενα οχήματα, το σύστημα πέδησης στάθμευσης του ελκυστήρα μπορεί να συγκρατήσει σε ανωφέρεια ή κατωφέρεια κλίσης 12 % έναν συρμό οχημάτων, με τη μέγιστη αποδεκτή μάζα όπως προσδιορίζεται από τον κατασκευαστή του ελκυστήρα.

Αν η απαίτηση αυτή είναι αδύνατο να εκπληρωθεί λόγω φυσικών περιορισμών (π.χ. περιορισμένη διαθέσιμη πρόσφυση επισώτρου/οδού για να δημιουργηθούν επαρκείς δυνάμεις πέδησης στον ελκυστήρα), η απαίτηση αυτή θεωρείται ότι εκπληρώνεται όταν εκπληρώνεται η εναλλακτική απαίτηση του σημείου 3.1.3.4 σε σχέση με το σημείο 2.2.1.20 του παραρτήματος Ι.

3.1.3.4.1.   Η απαίτηση του σημείου 3.1.3.4 θεωρείται ότι εκπληρώνεται όταν πληρούνται οι κατωτέρω συνθήκες 3.1.3.4.1.1 ή 3.1.3.4.1.2:

3.1.3.4.1.1.

Ακόμα και όταν ο κινητήρας του ελκυστήρα δεν περιστρέφεται, ο συρμός με τη μέγιστη αποδεκτή μάζα παραμένει στάσιμος στην προβλεπόμενη κλίση όταν η ενεργοποίηση του ενιαίου οργάνου χειρισμού από τον οδηγό, από τη θέση οδήγησης, έχει ενεργοποιήσει το σύστημα πέδησης στάθμευσης του ελκυστήρα και το σύστημα πέδησης πορείας του ρυμουλκούμενου οχήματος ή μόνο ένα από αυτά τα δύο συστήματα πέδησης.

3.1.3.4.1.2.

Το σύστημα πέδησης στάθμευσης του ελκυστήρα μπορεί να συγκρατήσει στάσιμο τον ελκυστήρα συνδεδεμένο με ένα ρυμουλκούμενο όχημα χωρίς πέδηση που διαθέτει μάζα ίση με τη μέγιστη «μάζα συρμού PM+R» όπως αναφέρεται στην έκθεση δοκιμής.

«PM+R»

=

μάζα συρμού (μάζα «PM» + δηλωθείσα μάζα ρυμουλκούμενου οχήματος χωρίς πέδηση PR) σύμφωνα με το σημείο 3.1.1.2 και την έκθεση δοκιμής.

«PM»

=

μάζα του ελκυστήρα (περιλαμβάνεται ανάλογα με την περίπτωση τυχόν έρμα και/ή φορτίο υποστήριξης).

3.1.3.5.   Ένα σύστημα πέδησης στάθμευσης που πρέπει να ενεργοποιηθεί πολλές φορές πριν επιτευχθεί η προβλεπόμενη επίδοση είναι αποδεκτό.

3.1.4.   Εναπομένουσα πέδηση ύστερα από βλάβη στον μηχανισμό μετάδοσης

3.1.4.1.   Αν πρόκειται για ελκυστήρες κατηγορίας Tb με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα άνω των 60 km/h, με τις εναπομένουσες επιδόσεις του συστήματος πέδησης πορείας σε περίπτωση βλάβης μέρους της μετάδοσής του επιτυγχάνεται απόσταση πέδησης που δεν υπερβαίνει τις ακόλουθες τιμές και μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση που δεν είναι κατώτερη από τις ακόλουθες τιμές, όταν στο όργανο χειρισμού ασκείται δύναμη που δεν υπερβαίνει τα 70 daN κατά τη διενέργεια δοκιμής τύπου 0 με τον κινητήρα αποσυμπλεγμένο και τις ακόλουθες αρχικές ταχύτητες, ανάλογα με την κατηγορία οχήματος:

v [km/h]

Απόσταση πέδησης ΜΕ ΦΟΡΤΙΟ- [m]

dm [m/s2]

Απόσταση πέδησης ΧΩΡΙΣ ΦΟΡΤΙΟ- [m]

dm [m/s2]

40

Formula

1,3

Formula

1,3

Η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως παρέκκλιση από τις απαιτήσεις που διέπουν το εφεδρικό σύστημα πέδησης.

3.1.4.2.   Η δοκιμή για την αποτελεσματικότητα της εναπομένουσας πέδησης διενεργείται με προσομοίωση των πραγματικών συνθηκών βλάβης αστοχίας του συστήματος πέδησης πορείας.

3.2.   Ελκυστήρες κατηγοριών R και S

3.2.1.   Σύστημα πέδησης πορείας

3.2.1.1.   Απαιτήσεις σχετικά με τις δοκιμές στα οχήματα κατηγορίας R1 ή S1:

Αν τα ρυμουλκούμενα οχήματα κατηγορίας R1 ή S1 διαθέτουν σύστημα πέδησης πορείας, οι επιδόσεις του συστήματος πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται για τα οχήματα κατηγορίας R2 ή S2.

3.2.1.2.   Απαίτηση σχετικά με τις δοκιμές στα οχήματα κατηγορίας R2:

Εάν το σύστημα πέδησης πορείας είναι συνεχούς ή ημισυνεχούς τύπου, το άθροισμα των δυνάμεων που ασκούνται στην περιφέρεια των πεδούμενων τροχών ισούται τουλάχιστον προς Χ % του μέγιστου στατικού φορτίου των τροχών.

X

=

50 σε ρυμουλκούμενο όχημα με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα άνω των 30 km/h

X

=

35 σε ρυμουλκούμενο όχημα με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα που δεν υπερβαίνει τα 30 km/h

Εάν το ρυμουλκούμενο όχημα είναι εφοδιασμένο με σύστημα πέδησης πεπιεσμένου αέρα, η πίεση στη σωλήνωση συστήματος χειρισμού δεν υπερβαίνει τα 650 kPa (και/ή την αντίστοιχη τιμή ψηφιακής εντολής όπως ορίζεται στο πρότυπο ISO 11992:2003, περιλαμβανομένου του προτύπου ISO 11992-2:2003 και της τροποποίησής του 1:2007 στη σωλήνωση ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού) και η πίεση στη σωλήνωση τροφοδότησης δεν υπερβαίνει τα 700 kPa κατά τη διάρκεια της δοκιμής πέδησης.

Εάν το ρυμουλκούμενο όχημα είναι εφοδιασμένο με υδραυλικό σύστημα πέδησης, η πίεση στη σωλήνωση του οργάνου χειρισμού δεν υπερβαίνει τα 11 500 kPa και η πίεση στην σωλήνωση τροφοδότησης κυμαίνεται από 1 500 kPa έως 1 800 kPa κατά τη διάρκεια της δοκιμής πέδησης.

Η ταχύτητα δοκιμής είναι 60 km/h ή η μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα του ρυμουλκούμενου οχήματος, όποια από τις δύο είναι χαμηλότερες.

Όταν το σύστημα πέδησης είναι τύπου αδράνειας πληροί τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα VIII.

3.2.1.3.   Απαίτηση σχετικά με τις δοκιμές στα οχήματα κατηγορίας R3, R4 ή S2

Το άθροισμα των δυνάμεων που ασκούνται στην περιφέρεια των πεδούμενων τροχών ισούται τουλάχιστον προς Χ % του μέγιστου στατικού φορτίου των τροχών.

X

=

50 σε ρυμουλκούμενο όχημα κατηγορίας R3, R4 και S2 με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα άνω των 30 km/h

X

=

35 σε ρυμουλκούμενο όχημα κατηγορίας R3a, R4a και S2a με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα που δεν υπερβαίνει τα 30 km/h

Εάν το ρυμουλκούμενο όχημα είναι εφοδιασμένο με σύστημα πέδησης πεπιεσμένου αέρα (αερόφρενα), η πίεση στη σωλήνωση του οργάνου χειρισμού δεν υπερβαίνει τα 650 kPa και η πίεση στην σωλήνωση τροφοδότησης δεν υπερβαίνει τα 700 kPa κατά τη διάρκεια της δοκιμής πέδησης.

Η ταχύτητα δοκιμής είναι 60 km ή η μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα του ρυμουλκούμενου οχήματος, όποια από τις δύο είναι χαμηλότερες.

Εάν το ρυμουλκούμενο όχημα είναι εφοδιασμένο με υδραυλικό σύστημα πέδησης, η πίεση στη σωλήνωση του οργάνου χειρισμού δεν υπερβαίνει τα 11 500 kPa και η πίεση στην σωλήνωση τροφοδότησης κυμαίνεται από 1 500 kPa έως 1 800 kPa κατά τη διάρκεια της δοκιμής πέδησης.

3.2.1.4.   Σε μια ομάδα αξόνων, η εμπλοκή των τροχών σε έναν άξονα κατά τη διάρκεια της δοκιμής τύπου 0 επιτρέπεται. Η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί παρέκκλιση από την απαίτηση του παραρτήματος XI σημείο 6.3.1 σχετικά με την εμπλοκή τροχών των άμεσα ελεγχόμενων τροχών.

3.2.2.   Σύστημα πέδησης στάθμευσης

3.2.2.1.   Το σύστημα πέδησης στάθμευσης με το οποίο εφοδιάζεται το ρυμουλκούμενο όχημα είναι σε θέση να συγκρατήσει ακίνητο το έμφορτο ρυμουλκούμενο όχημα όταν απομακρύνεται από τον ελκυστήρα σε ανωφέρεια ή κατωφέρεια με κλίση 18 %.

3.2.2.2.   Οι απαιτήσεις που ορίζονται στο σημείο 3.2.2.1 εκπληρώνονται ακόμα και κατά τη διάρκεια της περιόδου ψύξης. Η περίοδος ψύξης θεωρείται ότι ολοκληρώνεται όταν οι πέδες έχουν φθάσει σε θερμοκρασία περιβάλλοντος 10 °C.

3.2.2.3.   Δοκιμή επίδοσης ψυχρών και θερμών πεδών στάθμευσης

Η απαίτηση δοκιμής όπως ορίζεται στο σημείο 3.1.3.3 ισχύει αναλόγως.

3.2.3.   Αυτόματο σύστημα πέδησης

Η επίδοση της αυτόματης πέδησης σε περίπτωση βλάβης, όπως περιγράφεται στο παράρτημα Ι σημεία 2.2.1.17 και 2.2.1.18 κατά τη δοκιμή στο έμφορτο όχημα με ταχύτητα 40 km/h ή 0,8 vmax (όποια από τις δύο είναι χαμηλότερη) δεν είναι μικρότερη από το 13,5 % του μέγιστου στατικού φορτίου των τροχών. Όταν η επίδοση υπερβαίνει το 13,5 % επιτρέπεται εμπλοκή των τροχών.

3.3.   Χρόνος απόκρισης για οχήματα κατηγορίας T, C, R και S

3.3.1.   Όταν το όχημα είναι εφοδιασμένο με σύστημα πέδησης πορείας το οποίο εξαρτάται πλήρως ή εν μέρει από πηγή ενέργειας εκτός της μυϊκής προσπάθειας που καταβάλλει ο οδηγός, πληρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις:

3.3.1.1.

Σε περίπτωση επείγοντος ελιγμού, ο χρόνος που μεσολαβεί από τη στιγμή που αρχίζει η ενεργοποίηση του οργάνου χειρισμού μέχρι τη στιγμή που η δύναμη πέδησης στον δυσμενέστερα κείμενο άξονα φθάνει την τιμή που αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη επίδοση δεν υπερβαίνει τα 0,6 δευτερόλεπτα.

3.3.1.2.

Αν πρόκειται για οχήματα με συστήματα πέδησης πεπιεσμένου αέρα (αερόφρενα) ή για ρυμουλκούμενα οχήματα με υδραυλικά συστήματα πέδησης ή για ελκυστήρες με σωλήνωση υδραυλικού συστήματος χειρισμού, οι απαιτήσεις του σημείου 3.3.1 θεωρείται ότι πληρούνται εάν το όχημα τηρεί τις διατάξεις του παραρτήματος ΙII.

3.3.1.3.

Αν πρόκειται για ελκυστήρες με υδραυλικά συστήματα πέδησης, οι απαιτήσεις του σημείου 3.3.1 θεωρείται ότι πληρούνται εάν, σε περίπτωση επείγοντος ελιγμού, η επιβράδυνση του οχήματος ή η πίεση στο δυσμενέστερα κείμενο κύλινδρο πέδησης φθάνει εντός 0,6 δευτερολέπτων την τιμή που αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη επίδοση.

3.3.1.4.

Αν πρόκειται για ελκυστήρες με έναν πεδούμενο άξονα και αυτόματη εμπλοκή του συστήματος μετάδοσης κίνησης όλων των άλλων αξόνων κατά τη διάρκεια της πέδησης, οι απαιτήσεις του σημείου 3.3.1 θεωρείται ότι πληρούνται εάν ο ελκυστήρας πληροί τόσο την προβλεπόμενη απόσταση πέδησης όσο και την προβλεπόμενη μέση πλήρως ανεπτυγμένη επιβράδυνση της αντίστοιχης κατηγορίας οχήματος σύμφωνα με το σημείο 3.1.1.1, αλλά στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητο να μετρηθούν σε κάθε περίπτωση και οι δύο παράμετροι.

Προσάρτημα 1

Κατανομή πέδησης μεταξύ των αξόνων οχημάτων και απαιτήσεις συμβατότητας μεταξύ ελκυστήρα και ρυμουλκούμενου οχήματος

1.   Γενικές απαιτήσεις

1.1.   Οχήματα κατηγορίας T, C, R και S

1.1.1.   Τα οχήματα κατηγορίας Ta, Ca, R2a, R3a, R4a και S2a με μέγιστη σχεδιαστική ταχύτητα που υπερβαίνει τα 30 km/h πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις του παρόντος προσαρτήματος:

1.1.1.1.

τις απαιτήσεις συμβατότητας που συνδέονται με τα διαγράμματα 2 και 3, ανάλογα με την περίπτωση· εάν χρησιμοποιείται ειδική διάταξη, λειτουργεί αυτόματα. Αν πρόκειται για ελκυστήρες με ηλεκτρονικά ελεγχόμενη κατανομή της δύναμης πέδησης, οι απαιτήσεις του παρόντος προσαρτήματος ισχύουν μόνον όταν το ρυμουλκούμενο συνδέεται ηλεκτρικά με τον ελκυστήρα μέσω του συνδέσμου ISO 7638:2003.

1.1.1.2.

εάν παρουσιαστεί βλάβη στον χειρισμό της ειδικής διάταξης, οι επιδόσεις πέδησης που ορίζονται στο σημείο 5 εκπληρώνονται για το αντίστοιχο όχημα.

1.1.1.3.

τις απαιτήσεις σήμανσης που προβλέπονται στο σημείο 6.

1.1.2.   Τα οχήματα κατηγορίας Tb, R2b, R3b, R4b και S2b πληρούν τις αντίστοιχες απαιτήσεις του παρόντος προσαρτήματος. Αν χρησιμοποιείται ειδική διάταξη, λειτουργεί αυτόματα.

1.1.3.   Ωστόσο, τα οχήματα των κατηγοριών που αναφέρονται στο σημείο 1.1.1 και στο σημείο 1.1.2, τα οποία διαθέτουν σύστημα αντιεμπλοκής των τροχών κατά την πέδηση κατηγορίας 1 ή 2 (ελκυστήρες) και κατηγορίας A ή B (ρυμουλκούμενα οχήματα) και πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις του παραρτήματος XI πληρούν επίσης τις σχετικές απαιτήσεις του παρόντος προσαρτήματος με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

1.1.3.1.

η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της αξιοποιούμενης πρόσφυσης που συνδέονται με το διάγραμμα 1 δεν είναι απαραίτητη·

1.1.3.2.

εάν πρόκειται για ελκυστήρες και ρυμουλκούμενα οχήματα, η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις συμβατότητας των οχημάτων χωρίς φορτίο που συνδέονται με τα διαγράμματα 2 και 3, ανάλογα με την περίπτωση, δεν είναι απαραίτητη. Για όλες ωστόσο τις συνθήκες φόρτωσης αναπτύσσεται συντελεστής πέδησης μεταξύ πίεσης 20 kPa και 100 kPa (πνευματικά συστήματα πέδησης) και 350 έως 1 800 kPa (υδραυλικά συστήματα πέδησης) ή η ισοδύναμη τιμή της ψηφιακής εντολής στην κεφαλή ζεύξης της σωλήνωσης ή των σωληνώσεων χειρισμού·

1.1.3.3.

στα οχήματα που διαθέτουν ειδική διάταξη η οποία ελέγχει αυτόματα την κατανομή των πεδών μεταξύ των αξόνων ή ρυθμίζει αυτόματα τη δύναμη πέδησης ανάλογα με το φορτίο του άξονα ή των αξόνων ισχύουν οι απαιτήσεις των σημείων 5 και 6.

1.1.4.   Σε περιπτώσεις στις οποίες το όχημα διαθέτει σύστημα συνεχούς πέδησης, η επιβραδυντική δύναμη δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό των επιδόσεων του οχήματος όσον αφορά τις διατάξεις του παρόντος προσαρτήματος.

1.2.   Οι απαιτήσεις που σχετίζονται με τα διαγράμματα που ορίζονται στα σημεία 3.1.6.1, 4.1 και 4.2 ισχύουν για οχήματα με σωλήνωση πνευματικού και ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού σύμφωνα με το παράρτημα Ι σημείο 2.1.4 ή με σωλήνωση υδραυλικού συστήματος χειρισμού σύμφωνα με το παράρτημα Ι σημείο 2.1.5. Σε όλες τις περιπτώσεις, η τιμή αναφοράς (τετμημένη των διαγραμμάτων) θα είναι η τιμή της πίεσης ή της ηλεκτρικής ένδειξης που μεταδίδεται αντίστοιχα στη σωλήνωση χειρισμού:

1.2.1.

Για τα οχήματα που είναι εξοπλισμένα σύμφωνα με το παράρτημα Ι σημείο 2.1.4.1.1, η τιμή αυτή θα είναι η τιμή της πραγματικής πνευματικής πίεσης στο εσωτερικό της σωλήνωσης χειρισμού (pm

1.2.2.

Για τα οχήματα που είναι εξοπλισμένα σύμφωνα με το παράρτημα Ι σημείο 2.1.4.1.2 ή 2.1.4.1.3, η τιμή αυτή θα είναι η τιμή της πίεσης που αντιστοιχεί στην τιμή της ψηφιακής εντολής που μεταβιβάζεται στη σωλήνωση του ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού, σύμφωνα με το πρότυπο ISO 11992:2003 περιλαμβανομένου του προτύπου ISO 11992-2:2003 και της τροποποίησής του 1:2007.

Τα οχήματα που είναι εξοπλισμένα σύμφωνα με το παράρτημα Ι σημείο 2.1.4.1.2 (με σωληνώσεις πνευματικού και ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού) πληρούν τις απαιτήσεις των διαγραμμάτων που αφορούν και τις δύο σωληνώσεις χειρισμού. Ωστόσο, οι χαρακτηριστικές καμπύλες πέδησης που αφορούν και τις δύο σωληνώσεις χειρισμού δεν είναι απαραίτητο να είναι πανομοιότυπες.

1.2.3.

Για τα οχήματα που είναι εξοπλισμένα σύμφωνα με το παράρτημα Ι σημείο 2.1.5.1, η τιμή αυτή είναι η τιμή της πραγματικής υδραυλικής πίεσης στο εσωτερικό της σωλήνωσης χειρισμού (pm).

1.3.   Επαλήθευση της ανάπτυξης δύναμης πέδησης.

1.3.1.   Κατά την έγκριση τύπου ελέγχεται εάν η ανάπτυξη πέδησης σε έναν άξονα κάθε ανεξάρτητης ομάδας αξόνων βρίσκεται εντός των ακόλουθων περιοχών πίεσης:

1.3.1.1.

Έμφορτα οχήματα:

 

Τουλάχιστον ένας άξονας αρχίζει να αναπτύσσει δύναμη πέδησης όταν η πίεση στην κεφαλή ζεύξης βρίσκεται εντός της περιοχής πίεσης που κυμαίνεται από 20 έως 100 kPa (πνευματικά συστήματα πέδησης) και από 350 έως 1 800 kPa (υδραυλικά συστήματα πέδησης) αντίστοιχα ή ισοδύναμη τιμή ψηφιακής εντολής.

 

Τουλάχιστον ένας άξονας κάθε άλλης ομάδας αξόνων αρχίζει να αναπτύσσει δύναμη πέδησης όταν η κεφαλή ζεύξης βρίσκεται υπό πίεση ≤ 120 kPa (πνευματικά συστήματα πέδησης) και 2 100 kPa (υδραυλικά συστήματα πέδησης) αντίστοιχα ή ισοδύναμη τιμή ψηφιακής εντολής.

1.3.1.2.

Άφορτα οχήματα:

Τουλάχιστον ένας άξονας αρχίζει να αναπτύσσει δύναμη πέδησης όταν η πίεση στην κεφαλή ζεύξης βρίσκεται εντός της περιοχής πίεσης που κυμαίνεται από 20 έως 100 kPa (πνευματικά συστήματα πέδησης) και από 350 έως 1 800 kPa (υδραυλικά συστήματα πέδησης) αντίστοιχα ή ισοδύναμη τιμή ψηφιακής εντολής.

1.3.1.3.

Με τον (τους) τροχό(-ούς) του (των) άξονα(-ων) ανυψωμένο(-ους) και ελεύθερο(-ους) να περιστραφεί(-ούν), εφαρμόζεται αυξανόμενη εντολή πέδησης και υπολογίζεται η πίεση στην κεφαλή ζεύξης όταν ο (οι) τροχός(-οί) δεν είναι πλέον δυνατόν να περιστραφεί(-ούν) χειροκίνητα. Αν πρόκειται για ελκυστήρες κατηγορίας C, για να αποδειχθεί η ανάπτυξη της δύναμης πέδησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτική διαδικασία (π.χ. αφαίρεση των ερπυστριών). Η κατάσταση αυτή καθορίζει την ανάπτυξη της δύναμης της πέδησης.

2.   Σύμβολα

i

=

δείκτης άξονα (i = 1, εμπρόσθιος άξονας· i = 2, δεύτερος άξονας· κ.λπ.)

Ε

=

μεταξόνιο

ER

=

απόσταση μεταξύ σημείου ζεύξης και κέντρου του άξονα του ρυμουλκούμενου οχήματος με άκαμπτη ράβδο έλξης και του κεντροαξονικού ρυμουλκούμενου οχήματος

fi

=

Ti/Ni, αξιοποιούμενη πρόσφυση ανά άξονα i

Fi

=

κάθετη αντίδραση του οδοστρώματος επί του άξονα i υπό στατικές συνθήκες

FM

=

συνολική κάθετη στατική αντίδραση του οδοστρώματος επί των τροχών του ελκυστήρα

g

=

επιτάχυνση λόγω βαρύτητας: g = 9,81 m/s2

h

=

ύψος του κέντρου βάρους υπεράνω του εδάφους, όπως καθορίζεται από τον κατασκευαστή και σε συμφωνία με τις τεχνικές υπηρεσίες που διενεργούν τη δοκιμή έγκρισης·

J

=

επιβράδυνση οχήματος

k

=

θεωρητικός συντελεστής πρόσφυσης μεταξύ ελαστικού και οδού

P

=

μάζα οχήματος

Ni

=

κάθετη αντίδραση της οδού επί του άξονα i κατά την πέδηση

pm

=

πίεση στην κεφαλή ζεύξης της σωλήνωσης του οργάνου χειρισμού

FR

=

συνολική κάθετη στατική αντίδραση οδοστρώματος επί όλων των τροχών του ρυμουλκούμενου οχήματος

FRmax

=

τιμή FR στη μέγιστη μάζα ρυμουλκούμενου οχήματος

Ti

=

δύναμη που ασκούν οι πέδες επί του άξονα i υπό κανονικές συνθήκες πέδησης επί της οδού

TM

=

άθροισμα των δυνάμεων πέδησης στην περιφέρεια όλων των τροχών των ελκυστήρων

TR

=

άθροισμα των δυνάμεων πέδησης Ti στην περιφέρεια όλων των τροχών του ρυμουλκούμενου οχήματος

z

=

συντελεστής πέδησης οχήματος = J/g

3.   Απαιτήσεις για ελκυστήρες κατηγορίας T

3.1.   Ελκυστήρες με δύο άξονες

3.1.1.   Για όλες τις κατηγορίες ελκυστήρων με τιμές k μεταξύ 0,2 και 0,8 ισχύει:

z ≥ 0,10 + 0,85 (k – 0,20)

Οι διατάξεις που προβλέπονται στα σημεία 3.1.1 και 4.1.1 δεν θίγουν τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ σχετικά με τις επιδόσεις πέδησης. Ωστόσο, εάν σε δοκιμές που διενεργούνται βάσει των διατάξεων των σημείων 3.1.1 και 4.1.1, διαπιστωθούν επιδόσεις πέδησης υψηλότερες από τις προβλεπόμενες στο παράρτημα ΙΙ, οι διατάξεις που αφορούν τις καμπύλες αξιοποιούμενης πρόσφυσης εφαρμόζονται για τα πεδία τιμών του διαγράμματος 1 που οριοθετούνται από τις ευθείες k = 0,8 και z = 0,8.

3.1.2.   Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες φόρτωσης του οχήματος, η καμπύλη αξιοποίησης πρόσφυσης του οπίσθιου άξονα δεν βρίσκεται πάνω από την καμπύλη αξιοποιούμενης πρόσφυσης του εμπρόσθιου άξονα:

3.1.2.1.

για όλους τους συντελεστές πέδησης μεταξύ 0,15 και 0,30

Η προϋπόθεση αυτή θεωρείται επίσης ότι εκπληρώνεται εάν, για συντελεστές πέδησης μεταξύ 0,15 και 0,30, οι καμπύλες αξιοποιούμενης πρόσφυσης κάθε άξονα βρίσκονται μεταξύ δύο παραλλήλων προς την ευθεία της ιδανικώς αξιοποιούμενης πρόσφυσης όπως προκύπτει από την εξίσωση k = z + 0,08 που εμφαίνεται στο διάγραμμα 1 του παρόντος προσαρτήματος και η καμπύλη αξιοποιούμενης πρόσφυσης για τον οπίσθιο άξονα συμμορφώνεται για συντελεστές πέδησης z ≥ 0,3 με τη σχέση:

z ≥ 0,3 + 0,74 (k – 0,38).

3.1.3.   Όσον αφορά τους ελκυστήρες που επιτρέπεται να ρυμουλκούν οχήματα κατηγορίας R3b, R4b και S2b με συστήματα πέδησης πεπιεσμένου αέρα:

3.1.3.1.

Ενόσω η δοκιμή διενεργείται με διακοπή της πηγής ενέργειας, με αποσυνδεδεμένη τη σωλήνωση τροφοδότησης και δοχείο χωρητικότητας 0,5 λίτρων συνδεδεμένο στη σωλήνωση πνευματικού συστήματος χειρισμού και το σύστημα λειτουργεί στην πίεση ενεργοποίησης του διακόπτη ελάχιστης πίεσης και διακοπής, η πίεση κατά την πλήρη διαδρομή του οργάνου χειρισμού πέδησης είναι μεταξύ 650 και 850 kPa στις κεφαλές ζεύξης της σωλήνωσης τροφοδότησης και της σωλήνωσης πνευματικού συστήματος χειρισμού, ανεξαρτήτως των συνθηκών φόρτωσης του οχήματος.

3.1.3.2.

Για οχήματα που είναι εφοδιασμένα με σωλήνωση ηλεκτρικού συστήματος χειρισμού, η πλήρης ενεργοποίηση της διάταξης χειρισμού του συστήματος πέδησης πορείας παρέχει τιμή ψηφιακής εντολής η οποία αντιστοιχεί σε πίεση μεταξύ 650 και 850 kPa (βλέπε ISO 11992:2003, περιλαμβανομένου του ISO 11992-2:2003 και της τροποποίησής του 1:2007).

3.1.3.3.

Οι τιμές αυτές εμφανίζονται στον ελκυστήρα όταν είναι αποσυνδεδεμένος από το ρυμουλκούμενο όχημα. Οι ζώνες συμβατότητας στα διαγράμματα που ορίζονται στα σημεία 3.1.6, 4.1. και 4.2 δεν θα πρέπει να εκτείνονται πέραν των 750 kPa και/ή της αντίστοιχης τιμής ψηφιακής εντολής (βλέπε ISO 11992:2003, περιλαμβανομένου του προτύπου ISO 11992-2:2003 και της τροποποίησής του 1:2007).

3.1.3.4.

Εξασφαλίζεται ότι στην κεφαλή ζεύξης της σωλήνωσης τροφοδότησης υπάρχει πίεση τουλάχιστον 700 kPa όταν το σύστημα βρίσκεται στην πίεση ενεργοποίησης του διακόπτη ελάχιστης πίεσης. Η πίεση αυτή διαπιστώνεται χωρίς την ενεργοποίηση του συστήματος πέδησης πορείας.

3.1.4.   Όσον αφορά τους ελκυστήρες που επιτρέπεται να ρυμουλκούν οχήματα κατηγορίας R3b, R4b και S2b με υδραυλικά συστήματα πέδησης:

3.1.4.1.

Όταν υποβάλλονται σε δοκιμή με την πηγή ενέργειας σε βραδυπορεία και ίση με τα 2/3 της μέγιστης ταχύτητας του κινητήρα, η σωλήνωση συστήματος χειρισμού του ρυμουλκούμενου οχήματος προσομοίωσης (παράρτημα ΙΙΙ σημείο 3.6) είναι συνδεδεμένη με τη σωλήνωση υδραυλικού συστήματος χειρισμού. Όταν ενεργοποιείται πλήρως το όργανο χειρισμού πέδησης, η πίεση κυμαίνεται από 11 500 έως 15 000 kPa στο υδραυλικό σύστημα χειρισμού και από 1 500 έως 3 500 kPa στη συμπληρωματική σωλήνωση, ανεξάρτητα από την κατάσταση φόρτωσης του οχήματος.

3.1.4.2.

Οι τιμές αυτές εμφανίζονται στον ελκυστήρα όταν είναι αποσυνδεδεμένος από το ρυμουλκούμενο όχημα. Οι ζώνες συμβατότητας στα διαγράμματα που προσδιορίζονται στα σημεία 3.1.6, 4.1 και 4.2, δεν θα πρέπει να εκτείνονται πέραν των 13 300 kPa.

3.1.5.   Διαπίστωση συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις των σημείων 3.1.1 και 3.1.2.

3.1.5.1.   Προκειμένου να διαπιστωθεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις των σημείων 3.1.1 και 3.1.2, ο κατασκευαστής πρέπει να παρέχει τις καμπύλες αξιοποιούμενης πρόσφυσης του εμπρόσθιου και του οπίσθιου άξονα, που υπολογίζονται σύμφωνα με τους ακόλουθους τύπους:

Formula

Formula

Οι καμπύλες χαράσσονται για τις ακόλουθες συνθήκες φόρτωσης:

3.1.5.1.1.

Χωρίς φορτίο, δεν υπερβαίνει τη μέγιστη μάζα που δηλώνεται από τον κατασκευαστή στο δελτίο πληροφοριών·

3.1.5.1.2.

Με φορτίο· όταν έχουν προβλεφθεί διαφορετικές δυνατότητες κατανομής του φορτίου, λαμβάνεται υπόψη εκείνη που συνεπάγεται τη μεγαλύτερη φόρτωση του εμπρόσθιου άξονα.

3.1.5.2.   Εάν στα οχήματα με συνεχή μετάδοση κίνησης σε όλους τους τροχούς ή στα οχήματα στα οποία το σύστημα μετάδοσης κίνησης σε όλους τους τροχούς συνδέεται κατά τη διάρκεια της πέδησης, δεν είναι δυνατή η μαθηματική επαλήθευση δυνάμει του σημείου 3.1.5.1, ο κατασκευαστής μπορεί εναλλακτικά να διαπιστώσει με δοκιμή της σειράς της εμπλοκής κατά την πέδηση, για όλους τους συντελεστές πέδησης μεταξύ 0,15 και 0,8, ότι η εμπλοκή των εμπρόσθιων τροχών πραγματοποιείται είτε ταυτόχρονα είτε πριν από την εμπλοκή των οπίσθιων τροχών. Η εναλλακτική αυτή επιλογή δεν απαλλάσσει τον κατασκευαστή από την απόδειξη συμμόρφωσης με το σημείο 3.1.5.1 όταν το σύστημα μετάδοσης κίνησης σε όλους τους τροχούς δεν είναι συνδεδεμένο κατά τη διάρκεια της πέδησης.

3.1.5.2.1.   Ωστόσο, στους ελκυστήρες που ενεργοποιούν αυτόματα τη μετάδοση κίνησης σε όλους τους τροχούς όταν η πέδηση τίθεται σε λειτουργία μετά την υπέρβαση της ταχύτητας των 20 km/h χωρίς ωστόσο να συνδέουν αυτόματα το σύστημα μετάδοσης κίνησης σε όλους τους τροχούς όταν το σύστημα πέδησης πορείας ενεργοποιείται σε ταχύτητες ≤ 20 km/h, δεν είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται η συμμόρφωση με το σημείο 3.1.5.1 στην κατάσταση κατά την οποία το σύστημα μετάδοσης κίνησης σε όλους τους τροχούς δεν είναι συνδεδεμένο κατά τη διάρκεια της πέδησης.

3.1.5.3.   Διαδικασία ελέγχου των απαιτήσεων του σημείου 3.1.5.2.

3.1.5.3.1.   Η δοκιμή για τη σειρά εμπλοκής των τροχών διενεργείται σε οδοστρώματα με συντελεστή πρόσφυσης όχι μεγαλύτερο από 0,3 και περίπου ίσο με 0,8 (στεγνό οδόστρωμα) από τις αρχικές ταχύτητες δοκιμών που ορίζονται στο σημείο 3.1.5.3.2.

3.1.5.3.2.   Ταχύτητες δοκιμών:

 

0,8 vmax km/h, αλλά όχι πάνω από 60 km/h για επιβραδύνσεις σε οδοστρώματα χαμηλού συντελεστή τριβής·

 

0,9 vmax km/h για επιβραδύνσεις σε οδοστρώματα υψηλού συντελεστή τριβής·

3.1.5.3.3.   Η δύναμη που εφαρμόζεται στο ποδόπληκτρο ενδέχεται να υπερβαίνει τις επιτρεπόμενες δυνάμεις ενεργοποίησης σύμφωνα με το σημείο 3.2.1.

3.1.5.3.4.   Εφαρμόζεται δύναμη στο ποδόπληκτρο η οποία αυξάνεται ώστε ο δεύτερος τροχός του οχήματος να φθάσει σε εμπλοκή μεταξύ 0,5 και 1 δευτερολέπτου από την έναρξη της πέδησης, μέχρι την εμπλοκή και των δύο τροχών σε έναν άξονα (είναι επίσης δυνατή η εμπλοκή περισσότερων τροχών κατά τη δοκιμή, π.χ. στην περίπτωση ταυτόχρονης εμπλοκής).

3.1.5.4.   Οι δοκιμές που προβλέπονται στο σημείο 3.1.5.2 διεξάγονται σε κάθε οδόστρωμα δύο φορές. Εάν το αποτέλεσμα μιας δοκιμής δεν επαληθεύσει την αρχική υπόθεση, τότε διεξάγεται μια τρίτη καθοριστική δοκιμή.

3.1.6.   Ελκυστήρες που επιτρέπεται να έλκουν ρυμουλκούμενα οχήματα εκτός των ρυμουλκούμενων οχημάτων με άκαμπτη ράβδο έλξης και των κεντροαξονικών ρυμουλκούμενων οχημάτων

3.1.6.1.   Η αποδεκτή σχέση μεταξύ του συντελεστή πέδησης TM/FM και της πίεσης pm βρίσκεται εντός των περιοχών που εικονίζονται στο διάγραμμα 2 για όλες τις πιέσεις από 20 έως 750 kPa (αν πρόκειται για σύστημα πέδησης πεπιεσμένου αέρα) και 350 έως 13 300 kPa (αν πρόκειται για υδραυλικό σύστημα πέδησης)

3.2.   Ελκυστήρες με περισσότερους από δύο άξονες

Οι απαιτήσεις του σημείου 3.1 ισχύουν για τα οχήματα με περισσότερους από δύο άξονες. Οι απαιτήσεις του σημείου 3.1.2 όσον αφορά τη σειρά εμπλοκής των τροχών θεωρείται ότι πληρούνται εφόσον, εάν πρόκειται για συντελεστές πέδησης μεταξύ 0,15 και 0,30, η αξιοποιούμενη πρόσφυση σε τουλάχιστον ένα από τους εμπρόσθιους άξονες είναι ανώτερη της αξιοποιούμενης πρόσφυσης σε τουλάχιστον ένα από τους οπίσθιους άξονες.

4.   Απαιτήσεις για ρυμουλκούμενα οχήματα

4.1.   Όσον αφορά ρυμουλκούμενα οχήματα με ράβδο έλξης που διαθέτουν συστήματα πέδησης πεπιεσμένου αέρα και υδραυλικά συστήματα πέδησης:

4.1.1.

Τα ρυμουλκούμενα οχήματα με ράβδο έλξης και δύο άξονες υπόκεινται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

4.1.1.1.

Για τιμές k μεταξύ 0,2 και 0,8:

z ≥ 0,1 + 0,85 (k – 0,2)

Οι διατάξεις του σημείου 3.1.1 δεν θίγουν τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ σχετικά με τις επιδόσεις της πέδησης. Ωστόσο, εάν κατά τις δοκιμές που διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 3.1.1, διαπιστωθεί επίδοση πέδησης υψηλότερη από την προβλεπόμενη στο παράρτημα ΙΙ, εφαρμόζονται οι διατάξεις σχετικά με τις καμπύλες αξιοποιούμενης πρόσφυσης για τα πεδία τιμών του διαγράμματος 1 του παρόντος παραρτήματος που οριοθετούνται από τις ευθείες k = 0,8 και z = 0,8.

4.1.1.2.

Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες φόρτωσης του οχήματος, η καμπύλη αξιοποίησης πρόσφυσης του οπίσθιου άξονα δεν βρίσκεται πάνω από την καμπύλη αξιοποίησης πρόσφυσης του εμπρόσθιου άξονα για όλους τους συντελεστές πέδησης μεταξύ 0,15 και 0,30. Η προϋπόθεση αυτή θεωρείται επίσης ότι πληρούται εάν, για τους συντελεστές πέδησης μεταξύ 0,15 και 0,30, πληρούνται οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις:

4.1.1.2.1.

οι καμπύλες αξιοποιούμενης πρόσφυσης κάθε άξονα βρίσκονται μεταξύ δύο παραλλήλων προς την ευθεία ιδανικώς αξιοποιούμενης πρόσφυσης που ορίζονται από τις εξισώσεις k = z + 0,08 και k = z – 0,08 όπως φαίνεται στο διάγραμμα 1

και

4.1.1.2.2.

η καμπύλη αξιοποιούμενης πρόσφυσης για τον οπίσθιο άξονα για συντελεστές πέδησης z ≥ 0,3 συμμορφώνεται με τη σχέση z ≥ 0,3 + 0,74 (k – 0,38).

4.1.1.3.

Για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις των σημείων 4.1.1.1 και 4.1.1.2 η διαδικασία θα πρέπει να είναι ταυτόσημη με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του σημείου 3.1.5.

4.1.2.

Στα ρυμουλκούμενα οχήματα με ράβδο έλξης και με περισσότερους από δύο άξονες, ισχύουν οι απαιτήσεις του σημείου 4.1.1. Οι απαιτήσεις του σημείου 4.1.1 όσον αφορά τη σειρά εμπλοκής των τροχών θεωρείται ότι πληρούνται εφόσον, εάν πρόκειται για συντελεστές πέδησης μεταξύ 0,15 και 0,30, η αξιοποιούμενη πρόσφυση σε τουλάχιστον ένα από τους εμπρόσθιους άξονες είναι ανώτερη της αξιοποιούμενης πρόσφυσης σε τουλάχιστον ένα από τους οπίσθιους άξονες.

4.1.3.

Η αποδεκτή σχέση μεταξύ του συντελεστή πέδησης TR/FRκαι της πίεσης pm βρίσκεται εντός των καθορισμένων ζωνών του διαγράμματος 3 για όλες τις πιέσεις από 20 έως 750 kPa (πνευματικό σύστημα) και από 350 έως 13 300 kPa (υδραυλικό σύστημα) αντίστοιχα, για τις καταστάσεις με και χωρίς φορτίο.

4.2.   Όσον αφορά τα ρυμουλκούμενα οχήματα με άκαμπτη ράβδο έλξης και τα κεντροαξονικά ρυμουλκούμενα οχήματα που διαθέτουν συστήματα πέδησης πεπιεσμένου αέρα και υδραυλικά συστήματα πέδησης:

4.2.1.

Η αποδεκτή σχέση μεταξύ του συντελεστή πέδησης TR/FR και της πίεσης pm βρίσκεται εντός των δύο ζωνών που προκύπτουν από το διάγραμμα 3, κατόπιν πολλαπλασιασμού του κατακόρυφου άξονα με 0,95. Η απαίτηση αυτή εκπληρώνεται για όλες τις πιέσεις από 20 έως 750 kPa (πνευματικό σύστημα) και από 350 έως 13 300 kPa (υδραυλικό σύστημα) αντίστοιχα, για τις καταστάσεις με και χωρίς φορτίο.

4.3.   Όσον αφορά τα ρυμουλκούμενα οχήματα με σύστημα πέδησης αδράνειας

4.3.1.   Οι απαιτήσεις του σημείου 4.1.1 ισχύουν επίσης και για τα ρυμουλκούμενα οχήματα με ράβδο έλξης και σύστημα πέδησης αδράνειας.

4.3.2.   Όσον αφορά τα οχήματα με σύστημα πέδησης αδράνειας και περισσότερους από δύο άξονες ισχύουν οι απαιτήσεις του σημείου 4.1.2 του παρόντος προσαρτήματος.

4.3.3.   Στους υπολογισμούς που πραγματοποιούνται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του σημείου 4.1.1.3 η επίδραση της αποδεκτής δύναμης της ράβδου έλξης D* (παράρτημα VIII σημείο 10.3.1) μπορεί να παραβλεφθεί.

5.   Απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται σε περίπτωση βλάβης του συστήματος κατανομής της πέδησης

Όταν οι απαιτήσεις του παρόντος προσαρτήματος πληρούνται με τη βοήθεια ειδικής διάταξης (π.χ. μηχανικά ελεγχόμενη διάταξη από την ανάρτηση του οχήματος), σε περίπτωση βλάβης του οργάνου χειρισμού της, το όχημα μπορεί να ακινητοποιηθεί υπό τους όρους που προβλέπονται για την εφεδρική πέδηση των ελκυστήρων· στους ελκυστήρες που επιτρέπεται να έλκουν όχημα εφοδιασμένο με συστήματα πέδησης πεπιεσμένου αέρα ή με υδραυλικά συστήματα πέδησης, στην κεφαλή ζεύξης της σωλήνωσης του οργάνου χειρισμού των πεδών μπορεί να επιτευχθεί πίεση της οποίας η τιμή βρίσκεται εντός του πεδίου τιμών που προβλέπεται στα σημεία 3.1.3 και 3.1.4. Σε περίπτωση βλάβης του οργάνου χειρισμού αυτής της ειδικής διάταξης σε ρυμουλκούμενα οχήματα, επιτυγχάνεται επίδοση πέδησης ίση με τουλάχιστον 30 % της επίδοσης που προβλέπεται για το εν λόγω όχημα.

6.   Σημάνσεις

6.1   Οχήματα που πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος προσαρτήματος με τη βοήθεια διάταξης που ελέγχεται μηχανικά από το σύστημα ανάρτησης του οχήματος, φέρουν σήμανση σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται με βάση το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο ια) και παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013 και με τα κατάλληλα στοιχεία ώστε να εμφαίνεται η ωφέλιμη διαδρομή της διάταξης μεταξύ των θέσεων που αντιστοιχούν στις καταστάσεις του οχήματος με και χωρίς φορτίο, όπως επίσης και κάθε περαιτέρω πληροφορία που παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου της ρύθμισης της διάταξης.

6.1.1.   Όταν ο αισθητήρας φορτίου για ρύθμιση της πέδησης ελέγχεται από την ανάρτηση του οχήματος με διαφορετικό τρόπο, το όχημα φέρει σήμανση με πληροφορίες που παρέχουν τη δυνατότητα ελέγχου της ρύθμισης της διάταξης.

6.2.   Όταν οι απαιτήσεις του παρόντος προσαρτήματος εκπληρώνονται με τη βοήθεια διάταξης η οποία ρυθμίζει την πίεση του αέρα ή την υδραυλική πίεση στο σύστημα μετάδοσης της πέδησης, το όχημα φέρει σήμανση στην οποία εμφαίνονται τα φορτία που ασκούν οι άξονες στο έδαφος, η ονομαστική πίεση εξόδου της διάταξης και η πίεση εισόδου που πρέπει να ισοδυναμεί με το 80 % τουλάχιστον της μέγιστης πίεσης εισόδου την οποία δηλώνει ο κατασκευαστής του οχήματος για τις ακόλουθες καταστάσεις φόρτωσης:

6.2.1.

Τεχνικώς αποδεκτό μέγιστο φορτίο του (των) άξονα(-ων) στον (στους) οποίο(-ους) επενεργεί η διάταξη·

6.2.2.

Φορτίο(-α) του άξονα που αντιστοιχεί(-ουν) στη μάζα του άφορτου οχήματος σε ετοιμότητα λειτουργίας όπως ορίζεται στην έκθεση δοκιμής που συντάσσεται για την έγκριση των απαιτήσεων πέδησης·

6.2.3.

Φορτίο(-α) του άξονα που καθορίζει ο κατασκευαστής ώστε να είναι δυνατόν να ελέγχεται η ρύθμιση της διάταξης εν λειτουργία σε περίπτωση που το (τα) φορτίο(-α) διαφέρει(-ουν) του (των) φορτίου(-ων) που καθορίζεται(-ονται) στα σημεία 6.2.1 έως 6.2.2.

6.3.   Οι σημάνσεις που αναφέρονται στα σημεία 6.1 και 6.2 πρέπει να τοποθετούνται εμφανώς και να είναι ανεξίτηλες. Παράδειγμα των σημάνσεων μιας μηχανικά ελεγχόμενης διάταξης σε όχημα που διαθέτει σύστημα πεπιεσμένου αέρα ή υδραυλικό σύστημα πέδησης παρέχεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 34 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 167/2013.

6.4.   Τα συστήματα ηλεκτρονικά ελεγχόμενης κατανομής της δύναμης πέδησης που δεν πληρούν τις απαιτήσεις των σημείων 6.1, 6.2 και 6.3 διαθέτουν διαδικασία αυτόματου ελέγχου των λειτουργιών που επηρεάζουν την κατανομή της δύναμης πέδησης. Επιπλέον, όταν το όχημα βρίσκεται σε στάση, η διεξαγωγή των ελέγχων που προσδιορίζονται στο σημείο 1.3.1 είναι εφικτή με τη δημιουργία της απαιτούμενης ονομαστικής πίεσης που συνδέεται με την έναρξη της πέδησης στις καταστάσεις με και χωρίς φορτίο.

7.   Δοκιμή του οχήματος

Κατά την έγκριση τύπου, η τεχνική υπηρεσία ελέγχει τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος προσαρτήματος και πραγματοποιεί όποιες συμπληρωματικές δοκιμές κρίνονται αναγκαίες για τον σκοπό αυτό. Η έκθεση των όποιων συμπληρωματικών δοκιμών επισυνάπτεται στο πρακτικό έγκρισης τύπου.

Διάγραμμα 1

Ελκυστήρες κατηγορίας Tb και ρυμουλκούμενα οχήματα με ράβδο έλξης κατηγορίας R3b, R4b και S2b

(βλέπε σημεία 3.1.2.1 και 4.1.1.2)

Image 2

Σημείωση: Το κατώτατο όριο k = z – 0,08 δεν ισχύει για την αξιοποιούμενη πρόσφυση του οπίσθιου άξονα.

Διάγραμμα 2

Αποδεκτή σχέση μεταξύ του συντελεστή πέδησης TM/PM και της πίεσης της κεφαλής ζεύξης pm για ελκυστήρες κατηγορίας T και C με πεπιεσμένο αέρα ή υδραυλικά συστήματα πέδησης