EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014R0609

Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014 , για τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων και των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ και για τα μέτρα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών (Αναδιατύπωση)

OJ L 168, 7.6.2014, p. 39–52 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 03/05/2022

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2014/609/oj

7.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 168/39


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 609/2014 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Μαΐου 2014

για τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων και των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ και για τα μέτρα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών

(Αναδιατύπωση)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 322 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 106α,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου (2) έχει τροποποιηθεί με ουσιαστικό τρόπο και κατ' επανάληψη. Δεδομένου ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν περαιτέρω τροποποιήσεις, είναι σκόπιμο να αναδιατυπωθεί για λόγους σαφήνειας.

(2)

Ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 έχουν συμπεριληφθεί στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 608/2014 του Συμβουλίου (3) και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω διατάξεις αφορούν τον υπολογισμό και την εγγραφή του υπολοίπου στον προϋπολογισμό, τον έλεγχο και την εποπτεία των ιδίων πόρων και τις οικείες απαιτήσεις υποβολής πληροφοριακών στοιχείων, καθώς και τη συμβουλευτική επιτροπή ιδίων πόρων (ΣΕIΠ).

(3)

Η Ένωση πρέπει να διαθέτει τους ιδίους πόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2 της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ του Συμβουλίου (4), υπό τους καλύτερους δυνατούς όρους και, για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να καθοριστούν οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής τους εν λόγω ιδίους πόρους. Οι κανόνες για την απόδοση των παραδοσιακών ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ, οι ίδιοι πόροι που βασίζονται στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β) της εν λόγω απόφασης («Πόροι που βασίζονται στον ΦΠΑ») και εκείνοι που βασίζονται στο εθνικό ακαθάριστο εισόδημα (ΑΕΕ) που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της εν λόγω απόφασης («Πόροι που βασίζονται στο ΑΕΕ») και οι οποίοι περιλαμβάνονταν προηγουμένως στον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000, μεταφέρονται στον παρόντα κανονισμό.

(4)

Θα πρέπει να προσδιοριστεί η έννοια της βεβαίωσης όσον αφορά τους ιδίους πόρους και να καθορισθούν οι λεπτομερείς κανόνες με τους οποίους υλοποιείται η υποχρέωση βεβαίωσης όσον αφορά τους παραδοσιακούς ιδίους πόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ.

(5)

Όσον αφορά τους ιδίους πόρους που προέρχονται από εισφορές στον τομέα της ζάχαρης, οι οποίες πρέπει να εισπραχθούν το οικονομικό έτος που αντιστοιχεί με την καλλιεργητική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη αποδίδουν στην Επιτροπή τους πόρους από εισφορές στον τομέα της ζάχαρης κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους βεβαίωσής τους.

(6)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής και, ενδεχομένως, να της αποστέλλουν τα έγγραφα και τις πληροφορίες που κρίνονται αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, όσον αφορά τους ιδίους πόρους της Ένωσης.

(7)

Οι εθνικές διοικήσεις οι επιφορτισμένες με την είσπραξη των ιδίων πόρων θα πρέπει να δύνανται να θέτουν οποτεδήποτε τα αντίστοιχα δικαιολογητικά είσπραξης στη διάθεση της Επιτροπής.

(8)

Θα πρέπει να προβλεφθεί η χωριστή λογιστική καταχώριση των μη εισπραττόμενων δασμών. Η εν λόγω λογιστική καταχώριση καθώς και μια τριμηνιαία κατάστασή της θα πρέπει να επιτρέπουν στην Επιτροπή να παρακολουθεί καλύτερα τις ενέργειες των κρατών μελών σχετικά με την είσπραξη αυτών των ιδίων πόρων, και ιδίως αυτών για τους οποίους έχει ανακύψει πρόβλημα λόγω απάτης ή παρατυπίας.

(9)

Είναι σκόπιμο να καθοριστεί χρόνος διαγραφής στις σχέσεις κρατών μελών και Επιτροπής, δεδομένου ότι οι νέες βεβαιώσεις που πραγματοποιούνται από τα κράτη μέλη σχετικά με τους οφειλέτες τους για τα προηγούμενα οικονομικά έτη θα πρέπει να θεωρούνται ως βεβαιώσεις του τρέχοντος οικονομικού έτους.

(10)

Για να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση η χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της Ένωσης, θα πρέπει, όσον αφορά τον ίδιο πόρο που βασίζεται στο ΦΠΑ και τον ίδιο πόρο που βασίζεται στο ΑΕΕ- που δημιουργήθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 του Συμβουλίου (5), να καθοριστεί διαδικασία βάσει της οποίας τα κράτη μέλη θα αποδίδουν στην Ένωση, με τη μορφή σταθερών μηνιαίων δωδεκατημορίων, τους ιδίους πόρους οι οποίοι προβλέπονται στον προϋπολογισμό, και θα πραγματοποιούν αργότερα την εκκαθάριση των ποσών που αποδίδονται κατ' αυτόν τον τρόπο, ανάλογα με την πραγματική βάση του ίδιου πόρου που βασίζεται στο ΦΠΑ και τις σχετικές μεταβολές του ΑΕΕ, μόλις αυτές γίνονται πλήρως γνωστές.

(11)

Ο αντίκτυπος των τροποποιήσεων που πραγματοποιούνται στα στοιχεία για το ΑΕΕ μετά το τέλος κάθε οικονομικού έτους όσον αφορά τη χρηματοδότηση των ακαθάριστων μειώσεων θα πρέπει να αποσαφηνιστεί.

(12)

Η διαθεσιμότητα των ιδίων πόρων μπορεί να πραγματοποιείται υπό μορφήν εγγραφής των οφειλόμενων ποσών εις πίστωση λογαριασμού που ανοίγεται για το σκοπό αυτό στο όνομα της Επιτροπής, στο Δημόσιο Ταμείο κάθε κράτους μέλους ή στον οργανισμό που ορίζεται από κάθε κράτος μέλος. Για να περιοριστούν οι κινήσεις των κεφαλαίων στο αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, η Ένωση πρέπει να περιορίζεται στην πραγματοποίηση αναλήψεων από τους εν λόγω λογαριασμούς για να καλύπτει τις ταμειακές μόνον ανάγκες της Επιτροπής.

(13)

Η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει επαρκή ταμειακά αποθέματα για να συμμορφώνεται προς τις κανονιστικές απαιτήσεις για πληρωμές που συγκεντρώνονται στους πρώτους μήνες του έτους, ειδικότερα για τις ειδικές ανάγκες που αφορούν την πληρωμή των δαπανών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (6).

(14)

Σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε το κόστος ανάκτησης των οφειλόμενων τόκων επί των ιδίων πόρων που αποδίδονται καθυστερημένα να μην υπερβαίνει το ποσό των προς ανάκτηση τόκων.

(15)

Η γνωστοποίηση περιπτώσεων διαγραφής βεβαιωθεισών απαιτήσεων που έχουν δηλωθεί ή θεωρούνται μια ανακτήσιμες, θα πρέπει να εναρμονισθεί.

(16)

Η στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής μπορεί να διευκολύνει την ορθή εφαρμογή του δημοσιονομικού κανονιστικού πλαισίου των ιδίων πόρων.

(17)

Για να εξασφαλισθούν ομοιόμορφοι όροι για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(18)

Θα πρέπει να χρησιμοποιείται η συμβουλευτική διαδικασία για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων προκειμένου να θεσπιστούν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις μηνιαίες καταστάσεις των λογαριασμών για τις απαιτήσεις επί παραδοσιακών ιδίων πόρων και τις τριμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις της χωριστής λογιστικής, καθώς και για τις περιπτώσεις που αφορούν ποσά άνω των 50 000 EUR, δεδομένου του τεχνικού χαρακτήρα αυτών των πράξεων που απαιτούνται για τους σκοπούς γνωστοποίησης.

(19)

Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 θα πρέπει να καταργηθεί.

(20)

Για λόγους συνέπειας και λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 11 της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ίδια ημέρα με την εν λόγω απόφαση και θα πρέπει να εφαρμοσθεί από την 1η Ιανουαρίου 2014,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες σχετικά με την απόδοση στην Επιτροπή των ιδίων πόρων της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ.

Άρθρο 2

Ημερομηνία βεβαίωσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων

1.   Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η απαίτηση της Ένωσης επί των παραδοσιακών ιδίων πόρων που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ θεωρείται βεβαιωθείσα άπαξ και πληρούνται οι όροι που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση του ποσού και την κοινοποίησή του στον οφειλέτη.

2.   Η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τη βεβαίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι η ημερομηνία λογιστικής καταχώρισης που προβλέπεται από την τελωνειακή νομοθεσία.

Όσον αφορά τις εισφορές και τα λοιπά τέλη που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα της ζάχαρης, η ημερομηνία βεβαίωσης η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι η ημερομηνία της κοινοποίησης που προβλέπεται από τη νομοθεσία στον τομέα της ζάχαρης.

Σε περίπτωση που η εν λόγω κοινοποίηση δεν προβλέπεται ρητώς, η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη είναι η ημερομηνία του καθορισμού, από τα κράτη μέλη, των ποσών που οφείλουν οι οφειλέτες, κατά περίπτωση, υπό μορφή προκαταβολής ή πληρωμής υπολοίπου.

3.   Σε περίπτωση διαφορών, οι αρμόδιες διοικητικές αρχές τεκμαίρεται ότι μπορούν να υπολογίζουν, με σκοπό τη βεβαίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το οφειλόμενο ποσό το αργότερο κατά την έκδοση της πρώτης διοικητικής απόφασης με την οποία κοινοποιείται η οφειλή στον οφειλέτη ή κατά την παραπομπή της υπόθεσης στη δικαστική αρχή, εάν προηγείται.

Η ημερομηνία της βεβαίωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι η ημερομηνία της απόφασης ή του υπολογισμού που πρέπει να γίνει κατόπιν της έναρξης της εν λόγω παραπομπής.

4.   Όταν η κοινοποίηση πρέπει να διορθωθεί, εφαρμόζεται η παράγραφος 1.

Άρθρο 3

Φύλαξη των δικαιολογητικών

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε τα δικαιολογητικά που αφορούν τη βεβαίωση και την απόδοση των ιδίων πόρων να φυλάσσονται επί τρία τουλάχιστον ημερολογιακά έτη από το τέλος του έτους το οποίο αφορούν.

Τα δικαιολογητικά που αφορούν τις διαδικασίες και τις στατιστικές βάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 φυλάσσονται από τα κράτη μέλη έως τις 30 Σεπτεμβρίου του τετάρτου έτους που ακολουθεί το συγκεκριμένο οικονομικό έτος. Τα δικαιολογητικά της βάσης των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ φυλάσσονται για το ίδιο διάστημα.

Εάν ο έλεγχος ο οποίος διενεργείται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 608/2014 ή του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 του Συμβουλίου (8) όσον αφορά τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο, αποκαλύψει την ανάγκη διόρθωσης, τα εν λόγω δικαιολογητικά φυλάσσονται και πέραν της προθεσμίας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο επί όσο χρονικό διάστημα απαιτείται η διόρθωση και ο έλεγχός της.

Σε περίπτωση κατά την οποία διαφορά μεταξύ κράτους μέλους και της Επιτροπής σχετικά με την υποχρέωση απόδοσης συγκεκριμένου ποσού ιδίων πόρων διευθετηθεί με αμοιβαία συμφωνία ή με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή τα αναγκαία δικαιολογητικά για τη δημοσιονομική παρακολούθηση εντός δύο μηνών από την εν λόγω διευθέτηση.

Άρθρο 4

Διοικητική συνεργασία

1.   Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Επιτροπή τα ακόλουθα:

α)

την επωνυμία των υπηρεσιών ή οργανισμών που είναι υπεύθυνοι για τη βεβαίωση, την είσπραξη, την απόδοση και τον έλεγχο των ιδίων πόρων, καθώς και τις βασικές διατάξεις που αφορούν τον ρόλο και τη λειτουργία αυτών·

β)

τις νομοθετικές, κανονιστικές, διοικητικές και λογιστικές διατάξεις γενικού χαρακτήρα που αφορούν τη βεβαίωση, την είσπραξη, την απόδοση και τον έλεγχο από την Επιτροπή των ιδίων πόρων·

γ)

τον ακριβή τίτλο όλων των διοικητικών και λογιστικών καταστάσεων όπου εγγράφονται οι βεβαιωθείσες απαιτήσεις ως ορίζονται στο άρθρο 2, ιδίως των καταστάσεων που χρησιμοποιούνται για την τήρηση των λογαριασμών που προβλέπονται στο άρθρο 6.

Κάθε τροποποίηση των εν λόγω επωνυμιών ή διατάξεων γνωστοποιείται αμέσως στην Επιτροπή.

2.   Η Επιτροπή ανακοινώνει σε όλα τα κράτη μέλη, κατόπιν αίτησης κράτους μέλους, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 5

Εφαρμοστέοι συντελεστές

Ο ενιαίος συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ καθορίζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας κατάρτισης του προϋπολογισμού και υπολογίζεται ως ποσοστό του αθροίσματος των προβλεπόμενων ακαθάριστων εθνικών εισοδημάτων (ΑΕΕ) των κρατών μελών κατά τρόπο που να καλύπτει εξ ολοκλήρου το τμήμα του προϋπολογισμού που δεν χρηματοδοτείται από τα έσοδα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ, από χρηματικές συνεισφορές για τα συμπληρωματικά προγράμματα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και από άλλα έσοδα.

Ο συντελεστής αυτός εκφράζεται στον προϋπολογισμό με έναν αριθμό ο οποίος περιλαμβάνει τόσα δεκαδικά ψηφία όσα είναι απαραίτητα για την πλήρη κατανομή του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ μεταξύ των κρατών μελών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΠΟΡΩΝ

Άρθρο 6

Καταχώριση στα λογιστικά βιβλία και γνωστοποίηση

1.   Λογαριασμοί των ιδίων πόρων, υποδιαιρούμενοι κατά είδος αυτών, τηρούνται στο Δημόσιο Ταμείο κάθε κράτους μέλους ή στον οργανισμό που ορίζεται από αυτό.

2.   Για τις ανάγκες της παρακολούθησης των ιδίων πόρων, ο λογαριασμός κλείνει το ενωρίτερο στις 13.00 της τελευταίας εργάσιμης ημέρας του μήνα της βεβαίωσης.

3.   Οι απαιτήσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία, υπό την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη δεκάτη ενάτη ημέρα του δευτέρου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση.

Οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί αλλά δεν έχουν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο διότι δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί και δεν έχει συσταθεί για αυτές καμία ασφάλεια, καταχωρίζονται, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, σε χωριστά λογιστικά βιβλία. Τα κράτη μέλη μπορούν να ενεργήσουν κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση που οι βεβαιωμένες απαιτήσεις που καλύπτονται από εγγυήσεις αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης και ενδέχεται να υποστούν μεταβολές, συνεπεία αντιδικίας.

Ο ίδιος πόρος που βασίζεται στο ΦΠΑ και ο ίδιος πόρος που βασίζεται στο ΑΕΕ, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο λόγω δημοσιονομικών ανισορροπιών και της ακαθάριστης μείωσης που παρέχεται στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία και στη Σουηδία, εγγράφονται ωστόσο, στη λογιστική που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, ως εξής:

την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, βάσει των δωδεκατημορίων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 3,

κατ' έτος, όσον αφορά τα υπόλοιπα που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφοι 4 και 6 και τις προσαρμογές που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφοι 5 και 7, με εξαίρεση τις ειδικές προσαρμογές που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 5 πρώτη περίπτωση, οι οποίες εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη συμφωνία μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και της Επιτροπής.

Οι βεβαιωμένες απαιτήσεις που αναφέρονται στις εισφορές και τους λοιπούς δασμούς στα πλαίσια της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα της ζάχαρης, καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο. Εάν, εκ των υστέρων, οι εν λόγω απαιτήσεις δεν εισπραχθούν μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, τα κράτη μέλη μπορούν να διορθώσουν την πραγματοποιηθείσα εγγραφή και να προβούν κατ' εξαίρεση στην εγγραφή των απαιτήσεων αυτών στα χωριστά λογιστικά βιβλία.

4.   Κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 3:

α)

μηνιαία λογιστική κατάσταση όσον αφορά τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3·

β)

τριμηνιαία κατάσταση των χωριστών λογαριασμών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3.

Μαζί με τις εν λόγω μηνιαίες καταστάσεις, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τα στοιχεία ή τις καταστάσεις σχετικά με τις εκπτώσεις επί των ιδίων πόρων βάσει των διατάξεων που αφορούν τα εδάφη υπό ειδικό καθεστώς.

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν, μαζί με την τελευταία τριμηνιαία κατάσταση κάθε οικονομικού έτους, την εκτίμηση του συνολικού ποσού των οφειλόμενων ποσών της χωριστής λογιστικής στις 31 Δεκεμβρίου του εν λόγω οικονομικού έτους, των οποίων η είσπραξη φαίνεται αβέβαιη.

Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να καθορίσει λεπτομερείς κανόνες για τους τρόπους διαβίβασης των μηνιαίων και τριμηνιαίων καταστάσεων. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 16.

Άρθρο 7

Λογιστικές διορθώσεις

Μετά τις 31 Δεκεμβρίου του τρίτου έτους που ακολουθεί ένα δεδομένο οικονομικό έτος, το συνολικό ποσό που αναφέρεται στις μηνιαίες καταστάσεις τις οποίες υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 6 παράγραφος 4 και που αφορά το εν λόγω οικονομικό έτος δεν δύναται πλέον να διορθωθεί, εκτός από τα σημεία που κοινοποιούνται πριν από την ημερομηνία αυτή, είτε από την Επιτροπή είτε από το σχετικό κράτος μέλος.

Άρθρο 8

Διόρθωση των βεβαιώσεων

Οι διορθώσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 αυξάνουν ή μειώνουν το συνολικό ποσό των βεβαιωθέντων εσόδων. Αυτές περιλαμβάνονται στις λογιστικές καταχωρίσεις που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6 παράγραφος 3, καθώς και στις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 και αντιστοιχούν στην ημερομηνία των εν λόγω διορθώσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΠΟΡΩΝ

Άρθρο 9

Δημόσιο Ταμείο και λογιστικές ρυθμίσεις

1.   Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10, το ποσό των ιδίων πόρων πιστώνεται από κάθε κράτος μέλος στον λογαριασμό που έχει ανοιχθεί για τον σκοπό αυτό στο όνομα της Επιτροπής στο Δημόσιο Ταμείο του ή στον οργανισμό που έχει ορίσει.

Δεν καταβάλλονται έξοδα για τον λογαριασμό αυτό ο οποίος τηρείται σε εθνικό νόμισμα.

2.   Τα κράτη μέλη ή οι οργανισμοί που έχουν οριστεί από αυτά διαβιβάζουν στην Επιτροπή διά της ηλεκτρονικής οδού:

α)

την εργάσιμη ημέρα κατά την οποία οι ίδιοι πόροι πιστώθηκαν στον λογαριασμό της Επιτροπής, αντίγραφο λογαριασμού ή αναγγελία πίστωσης λογαριασμού από τα οποία να προκύπτει η εγγραφή των ιδίων πόρων·

β)

με την επιφύλαξη του στοιχείου α), το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την πίστωση του λογαριασμού, αντίγραφο λογαριασμού με τις εγγραφές των ιδίων πόρων.

3.   Τα εγγεγραμμένα ποσά καταχωρίζονται λογιστικώς σε ευρώ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) («ο δημοσιονομικός κανονισμός») και τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής (10).

Άρθρο 10

Προσδιορισμός ποσών, χρονοδιάγραμμα απόδοσης, προσαρμογές

1.   Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 και το άρθρο 10 παράγραφος 3 της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ, η εγγραφή των παραδοσιακών ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της εν λόγω απόφασης αυτής διενεργείται το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη δεκάτη ενάτη ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου βεβαιώθηκε η απαίτηση βάσει του άρθρου 2 του παρόντος κανονισμού.

Πάντως, για τις απαιτήσεις που βάσει του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 6 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού καταχωρίζονται σε χωριστά λογιστικά βιβλία, η εγγραφή πρέπει να γίνει το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη δεκάτη ενάτη ημέρα του δευτέρου μήνα που ακολουθεί τον μήνα της είσπραξης των απαιτήσεων.

2.   Αν παραστεί ανάγκη, τα κράτη μέλη δύνανται να κληθούν από την Επιτροπή να επισπεύσουν κατά ένα μήνα την εγγραφή των πόρων, εκτός του ίδιου πόρου που βασίζεται στο ΦΠΑ και του ίδιου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ, βάσει των πληροφοριών που διαθέτουν στις δεκαπέντε του ίδιου μήνα.

Η τακτοποίηση κάθε προκαταβολικής εγγραφής ενεργείται τον επόμενο μήνα, κατά την εγγραφή που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Συνίσταται στην αρνητική εγγραφή ποσού ίσου με εκείνο που κατέστη αντικείμενο της προκαταβολικής εγγραφής.

3.   Η εγγραφή του ίδιου πόρου που βασίζεται στο ΦΠΑ και του ίδιου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία και Σουηδία, διενεργείται κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μηνός, και τούτο ανά- δωδεκατημόριο των ποσών που προκύπτουν από τον προϋπολογισμό για τον σκοπό αυτό, μετά τη μετατροπή τους σε εθνικά νομίσματα με την ισοτιμία της τελευταίας ημέρας συναλλαγών του ημερολογιακού έτους που προηγείται του οικονομικού έτους, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

Για τις ειδικές ανάγκες που αφορούν την πληρωμή των δαπανών του ΕΓΤΕ, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009, και σε συνάρτηση με την ταμειακή κατάσταση της Κοινότητας, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να κληθούν από την Επιτροπή να επισπεύσουν κατά έναν ή δύο μήνες, εντός του πρώτου τριμήνου του οικονομικού έτους, την εγγραφή ενός δωδεκατημορίου ή ενός κλάσματος δωδεκατημορίου των ποσών που προβλέπονται στον προϋπολογισμό στα πλαίσια του ίδιου πόρου που βασίζεται στο ΦΠΑ και του ίδιου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία και στη Σουηδία.

Μετά την παρέλευση του πρώτου τριμήνου, η απαιτούμενη μηνιαία εγγραφή δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα δωδεκατημόριο των ίδιων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και στο ΑΕΕ, πάντοτε εντός των ορίων των ποσών που έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό για τον σκοπό αυτό.

Η Επιτροπή απευθύνει προηγουμένως κοινοποίηση στα κράτη μέλη, το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από την αιτούμενη εγγραφή.

Οι διατάξεις που αφορούν την εγγραφή για τον μήνα Ιανουάριο κάθε οικονομικού έτους, που προβλέπονται στο όγδοο εδάφιο, και οι διατάξεις που εφαρμόζονται όταν ο προϋπολογισμός δεν έχει εγκριθεί οριστικά πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους, που προβλέπονται στο ένατο εδάφιο, εφαρμόζονται για τις επισπευσθείσες εγγραφές.

Κάθε τροποποίηση του ομοιόμορφου συντελεστή του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΦΠΑ, του συντελεστή του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ-, της διόρθωσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και της χρηματοδότησής της που προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ, καθώς και της χρηματοδότησης της ακαθάριστης μείωσης που παρέχεται στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία και στη Σουηδία, προϋποθέτει την οριστική έγκριση διορθωτικού προϋπολογισμού και οδηγεί στην αναπροσαρμογή των δωδεκατημορίων που έχουν εγγραφεί από την αρχή του οικονομικού έτους.

Οι αναπροσαρμογές αυτές διενεργούνται κατά την πρώτη εγγραφή που ακολουθεί την οριστική έγκριση του διορθωτικού προϋπολογισμού, αν αυτή πραγματοποιηθεί πριν από τις δεκαέξι του μηνός. Στην αντίθετη περίπτωση, οι αναπροσαρμογές διενεργούνται κατά τη δεύτερη εγγραφή μετά την οριστική έγκριση αυτού. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι αναπροσαρμογές αυτές λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του οικονομικού έτους του εν λόγω διορθωτικού προϋπολογισμού.

Τα δωδεκατημόρια που αφορούν στην εγγραφή του μηνός Ιανουαρίου κάθε οικονομικού έτους υπολογίζονται βάσει των ποσών που προβλέπονται στο σχέδιο προϋπολογισμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 314 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης (ΣΛΕΕ), μετατρεπομένων σε εθνικό νόμισμα με την ισοτιμία της πρώτης ημέρας συναλλαγών που ακολουθεί τη 15η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους που προηγείται του οικονομικού έτους· ο διακανονισμός διενεργείται κατά την εγγραφή που αντιστοιχεί στον επόμενο μήνα.

Αν ο προϋπολογισμός δεν έχει οριστικά εγκριθεί το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από την εγγραφή του Ιανουαρίου του επομένου οικονομικού έτους, τα κράτη μέλη εγγράφουν την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, συμπεριλαμβανομένου του Ιανουαρίου, στον τελευταίο προϋπολογισμό που εγκρίθηκε οριστικά ένα δωδέκατο του ποσού του ιδίου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ και του ιδίου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις αυτές στον εν λόγω πόρο από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που χορηγείται στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία και στη Σουηδία· ο διακανονισμός γίνεται κατά την πρώτη λήξη της προθεσμίας που ακολουθεί την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού αν αυτή πραγματοποιηθεί πριν από τις δεκαέξι του μηνός. Στην αντίθετη περίπτωση, διενεργείται κατά τη δεύτερη λήξη της προθεσμίας που ακολουθεί την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού.

4.   Βάσει της ετήσιας κατάστασης της βάσης του ιδίου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, κάθε κράτος μέλος χρεώνεται με το ποσό που προκύπτει από τα στοιχεία που αναφέρονται στην εν λόγω κατάσταση με την εφαρμογή του ομοιόμορφου συντελεστή που χρησιμοποιήθηκε για το προηγούμενο οικονομικό έτος και πιστώνεται με τις 12 εγγραφές που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του οικονομικού έτους. Η βάση όμως του πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ ενός κράτους μέλους, στο οποίο εφαρμόζεται ο συντελεστής που προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό του ΑΕΕ του κράτους αυτού, που καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 2, παράγραφος 7 της εν λόγω απόφασης. Η Επιτροπή προσδιορίζει το υπόλοιπο και το ανακοινώνει στα κράτη μέλη εγκαίρως, ούτως ώστε να μπορέσουν να το εγγράψουν στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.

5.   Οι ενδεχόμενες διορθώσεις της βάσης του ιδίου πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, του οποίου η βάση δεν υπερβαίνει τα ποσοστά που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ, να προβαίνει σε προσαρμογή του υπολοίπου που προσδιορίζεται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου:

οι διορθώσεις δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, οι οποίες πραγματοποιούνται έως τις 31 Ιουλίου, συνεπάγονται γενική αναπροσαρμογή που πρέπει να εγγράφεται στο λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Εντούτοις, μια ιδιαίτερη προσαρμογή μπορεί να εγγραφεί πριν από την προαναφερθείσα ημερομηνία εάν συμφωνήσουν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και η Επιτροπή,

όταν τα μέτρα που λαμβάνει η Επιτροπή για τη διόρθωση της βάσης, δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, οδηγούν σε αναπροσαρμογή των εγγραφών στο λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, η αναπροσαρμογή αυτή πραγματοποιείται κατά την ημερομηνία που έχει ορίσει η Επιτροπή κατ' εφαρμογή αυτών των μέτρων.

Οι τροποποιήσεις του ΑΕΕ που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου επιτρέπουν επίσης την αναπροσαρμογή του υπολοίπου κάθε κράτους μέλους, του οποίου η βάση, λαμβανομένων υπόψη των διορθώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, προσδιορίζεται στα ποσοστά που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ.

Η Επιτροπή ανακοινώνει εγκαίρως τις αναπροσαρμογές στα κράτη μέλη ούτως ώστε να μπορέσουν να τις εγγράψουν στο λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Εντούτοις, μια συγκεκριμένη αναπροσαρμογή μπορεί να εγγραφεί ανά πάσα στιγμή, εάν συμφωνήσουν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και η Επιτροπή.

6.   Με βάση τα στοιχεία για το μακροοικονομικό μέγεθος ΑΕΕ σε τιμές αγοράς και τις συνιστώσες του για το παρελθόν έτος που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003, κάθε κράτος μέλος χρεώνεται με το ποσό που προκύπτει με την εφαρμογή στο ΑΕΕ του συντελεστή που χρησιμοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος και πιστώνεται με τις εγγραφές που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους. Η Επιτροπή προσδιορίζει το υπόλοιπο και το ανακοινώνει στα κράτη μέλη εγκαίρως, ώστε αυτά να μπορέσουν να το εγγράψουν στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.

7.   Οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο ΑΕΕ των προηγούμενων οικονομικών ετών κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 2, με την επιφύλαξη του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 επιτρέπουν, για κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, αναπροσαρμογή του υπολοίπου που καθορίστηκε κατ' εφαρμογή της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου. Η αναπροσαρμογή αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή ανακοινώνει στα κράτη μέλη τις αναπροσαρμογές των υπολοίπων, ούτως ώστε να μπορέσουν να τις εγγράψουν στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Μετά τις 30 Σεπτεμβρίου του τέταρτου έτους που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο οικονομικό έτος, οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις του ΑΕΠ δεν λαμβάνονται πλέον υπόψη, εκτός αν αφορούν σημεία που επισημάνθηκαν πριν από τη λήξη αυτής της προθεσμίας είτε από την Επιτροπή είτε από το κράτος μέλος.

8.   Οι πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 7 συνιστούν τροποποιήσεις των εσόδων του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται.

Το ποσό εσόδων που εμφαίνεται στον προϋπολογισμό του τρέχοντος οικονομικού έτους μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί, κατά τα ποσά που προκύπτουν από τις εν λόγω πράξεις μέσω διορθωτικού προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 608/2014.

9.   Δεν πραγματοποιείται καμία αναθεώρηση της χρηματοδότησης των ακαθάριστων μειώσεων που παρέχεται στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Αυστρία και στη Σουηδία, σε περίπτωση τροποποίησης των στοιχείων για το ΑΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003.

Άρθρο 11

Προσαρμογή σε περίπτωση μη συμμετοχής

1.   Όταν ένα κράτος μέλος, βάσει της ΣΛΕΕ και των πρωτοκόλλων (αριθ. 21) και (αριθ. 22) αυτής, δεν συμμετέχει στη χρηματοδότηση μιας ειδικής δράσης ή μιας πολιτικής της Ένωσης, δικαιούται προσαρμογή, υπολογιζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, του ποσού που κατέβαλε ως ιδίους πόρους για κάθε οικονομικό έτος μη συμμετοχής.

2.   Η Επιτροπή προβαίνει στον υπολογισμό της προσαρμογής κατά τη διάρκεια του έτους που ακολουθεί το εξεταζόμενο οικονομικό έτος, ενώ ταυτόχρονα καθορίζει τα υπόλοιπα ΑΕΕ που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού.

Ο υπολογισμός γίνεται με βάση τα στοιχεία που αφορούν το σχετικό οικονομικό έτος:

α)

το μακροοικονομικό μέγεθος ΑΕΕ σε τιμές αγοράς και τις συνιστώσες του·

β)

την εκτέλεση των επιχειρησιακών δαπανών του προϋπολογισμού που ανταποκρίνονται στην εν λόγω δράση ή πολιτική.

Για τον υπολογισμό της προσαρμογής, το συνολικό ποσό των εν λόγω δαπανών, με εξαίρεση τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από τρίτες συμμετέχουσες χώρες, πολλαπλασιάζεται με το ποσοστό που αντιπροσωπεύει το ΑΕΕ του κράτους μέλους που δικαιούται προσαρμογής σε σχέση με το ΑΕΕ του συνόλου των κρατών μελών. Η προσαρμογή χρηματοδοτείται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με την κλίμακα που προσδιορίζεται, διαιρώντας το αντίστοιχο ΑΕΕ τους με το ΑΕΕ του συνόλου των συμμετεχόντων κρατών μελών. Για τους σκοπούς του υπολογισμού της προσαρμογής, η μετατροπή των ποσών από εθνικό νόμισμα σε ευρώ διενεργείται με το συντελεστή ισοτιμίας της τελευταίας ημέρας συναλλαγών του ημερολογιακού έτους που προηγείται του υπό εξέταση οικονομικού έτους.

Η προσαρμογή για κάθε σχετικό έτος έχει ενιαίο και οριστικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη τροποποίηση του ΑΕΕ που χρησιμοποιήθηκε.

3.   Η Επιτροπή ανακοινώνει εγκαίρως στα κράτη μέλη το ποσό της αναπροσαρμογής, ώστε αυτά να μπορέσουν να το εγγράψουν στον λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Δεκεμβρίου.

Άρθρο 12

Τόκοι υπερημερίας επί καθυστερημένης απόδοσης

1.   Κάθε καθυστέρηση στις εγγραφές του λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 δημιουργεί για το συγκεκριμένο κράτος μέλος την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας.

Ωστόσο, η ανάκτηση ποσών τόκων κάτω των 500 EUR δεν απαιτείται.

2.   Όσον αφορά τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην οικονομική και νομισματική ένωση, το επιτόκιο είναι ίσο προς το επιτόκιο της πρώτης ημέρας του μήνα λήξης της προθεσμίας που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις βασικές πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες.

Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 μονάδες κατά μήνα καθυστέρησης. Το αυξημένο κατ' αυτόν τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.

3.   Όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην οικονομική και νομισματική ένωση, το επιτόκιο ισούται με το επιτόκιο που εφαρμόζουν την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα οι αντίστοιχες κεντρικές τράπεζες στις βασικές συναλλαγές αναχρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες, ή, για τα κράτη μέλη για τα οποία το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι διαθέσιμο, στο πλησιέστερο επιτόκιο που ισχύει την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα στη χρηματαγορά του κράτους μέλους, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες.

Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 μονάδες κατά μήνα καθυστέρησης. Το αυξημένο κατ' αυτόν τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.

4.   Για την καταβολή των τόκων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών.

Άρθρο 13

Μη ανακτήσιμα ποσά

1.   Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 2, έσοδα να αποδίδονται στην Επιτροπή κατά τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα οφειλόμενα έσοδα που βεβαιώθηκαν βάσει του άρθρου 2 ως μη ανακτήσιμα για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

α)

για λόγους ανωτέρας βίας·

β)

για άλλους λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογισθούν.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων δασμών δηλώνονται ως μη ανακτήσιμα με απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής που βεβαιώνει την αδυναμία ανάκτησης.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα το αργότερο μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία κατά την οποία βεβαιώθηκε το ποσό σύμφωνα με το άρθρο 2 ή, σε περίπτωση διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής, από την κοινοποίηση, γνωστοποίηση ή δημοσίευση της οριστικής απόφασης.

Σε περίπτωση τμηματικής πληρωμής ή πληρωμών, η πενταετία προσμετράται το αργότερο από την ημερομηνία της τελευταίας πραγματικής πληρωμής, στον βαθμό που με την πληρωμή αυτή δεν εξοφλείται η οφειλή.

Τα ποσά που δηλώνονται ή χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα εκπίπτουν οριστικά από τα χωριστά λογιστικά βιβλία που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6 παράγραφος 3. Τα ποσά αυτά αναφέρονται σε παράρτημα της τριμηνιαίας κατάστασης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 6 παράγραφος 4 καθώς και, ενδεχομένως, στην τριμηνιαία στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 608/2014.

3.   Εντός τριών μηνών από τη διοικητική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ή σύμφωνα με την προθεσμία που ορίζεται στην ίδια παράγραφο, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση με τις πληροφορίες που αφορούν τις περιπτώσεις εφαρμογής της εν λόγω παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον το ποσό των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών υπερβαίνει τα 50 000 EUR.

Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να εκτιμηθούν εμπεριστατωμένα οι λόγοι που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου, οι οποίοι εμπόδισαν το εν λόγω κράτος μέλος να αποδώσει τα ποσά αυτά καθώς και τα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος στη συγκεκριμένη περίπτωση ή περιπτώσεις για την ανάκτηση.

Η έκθεση αυτή υποβάλλεται μέσω εντύπου που έχει καθορίσει η Επιτροπή. Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 16.

4.   Η Επιτροπή, εντός έξι μηνών από την παραλαβή της έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 3, γνωστοποιεί τις παρατηρήσεις της στο οικείο κράτος μέλος.

Στην περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει αναγκαίο να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες, η εξάμηνη προθεσμία προσμετράται από την ημερομηνία παραλαβής των αιτηθεισών συμπληρωματικών πληροφοριών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΑΜΕΙΑΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Άρθρο 14

Απαιτήσεις όσον αφορά την ταμειακή διαχείριση

1.   Η Επιτροπή διαθέτει τα ποσά που εγγράφονται εις πίστωση των λογαριασμών που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την κάλυψη των ταμειακών αναγκών της που απορρέουν από την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

2.   Όταν οι ταμειακές ανάγκες υπερβαίνουν τα διαθέσιμα των λογαριασμών, η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει σε αναλήψεις πέραν του συνόλου των διαθεσίμων, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες πιστώσεις στον προϋπολογισμό και μέσα στα όρια των ιδίων πόρων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό. Στην περίπτωση αυτή, πληροφορεί προηγουμένως τα κράτη μέλη για τις προβλεπόμενες υπερβάσεις.

3.   Αποκλειστικώς για την περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του λήπτη δανείου που έχει συναφθεί ή έχει τύχει εγγυήσεως βάσει των κανονισμών και αποφάσεων του Συμβουλίου, και εφόσον οι περιστάσεις δεν επιτρέπουν στην Επιτροπή να προσφύγει εγκαίρως σε άλλα μέτρα προβλεπόμενα από τις δημοσιονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται στα δάνεια αυτά προκειμένου να τηρηθούν οι νομικές υποχρεώσεις της Ένωσης έναντι των χρηματοδοτών, οι παράγραφοι 2 και 4 δύνανται να εφαρμόζονται προσωρινά, ανεξάρτητα από τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2, ώστε να εξασφαλισθεί η εξυπηρέτηση των χρεών της Ένωσης.

4.   Η διαφορά μεταξύ του συνολικού ενεργητικού και των ταμειακών αναγκών κατανέμεται μεταξύ των κρατών μελών, αυτό δε γίνεται κατά το δυνατόν ανάλογα με τα έσοδα του προϋπολογισμού που προβλέπεται να προέλθουν από καθένα από αυτά.

Άρθρο 15

Εκτέλεση εντολών πληρωμών

1.   Τα κράτη μέλη ή οι οργανισμοί που έχουν ορίσει εκτελούν τις εντολές πληρωμών της Επιτροπής σύμφωνα με τις οδηγίες της τελευταίας και το αργότερο εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη λήψη των εντολών. Ωστόσο, τα κράτη μέλη εκτελούν τις πράξεις τις σχετικές με τις ταμειακές κινήσεις μέσα στην προθεσμία που ζητάει η Επιτροπή.

2.   Τα κράτη μέλη ή οι οργανισμοί που έχουν ορίσει διαβιβάζουν στην Επιτροπή διά της ηλεκτρονικής οδού και το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την ολοκλήρωση της κάθε πράξης, αντίγραφο του λογαριασμού στο οποίο παρουσιάζονται οι σχετικές κινήσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 16

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη συμβουλευτική επιτροπή ιδίων πόρων που θεσπίζεται με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 608/2014. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 17

Μεταβατική διάταξη περί του επιτοκίου

Το επιτόκιο που προβλέπεται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 όπως αυτός έχει πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2028/2004 του Συμβουλίου (11) εξακολουθεί να ισχύει για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας, σε περίπτωση που η προθεσμία λήγει πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2004.

Άρθρο 18

Κατάργηση

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 καταργείται.

2.   Οι αναφορές στις διατάξεις του καταργούμενου κανονισμού θεωρούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και γίνονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του Παραρτήματος II.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα έναρξης ισχύος της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Μαΐου 2014.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

X. ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ


(1)  Γνώμη αριθ. 2/2012 της 20ής Μαρτίου 2012 (ΕΕ C 112 της 18.4.2012, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 130 της 31.5.2000, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 608/2014 του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, σχετικά με τη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλέπε σελίδα 29 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Απόφαση 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλέπε σελίδα 105 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, για την εναρμόνιση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος σε τιμές αγοράς («κανονισμός ΑΕΕ») (ΕΕ L 181 της 19.7.2003, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1290/2005, (ΕΚ) αριθ. 247/2006, (ΕΚ) αριθ. 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 (ΕΕ L 30 της 31.1.2009, σ. 16).

(7)  Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(8)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για το ομοιόμορφο οριστικό καθεστώς είσπραξης των ιδίων πόρων που προέρχονται από το φόρο επί της προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 155 της 7.6.1989, σ. 9).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(10)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ L 362 της 31.12.2012, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2028/2004 του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ L 352 της 27.11.2004, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΡΓΟΎΜΕΝΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ ΜΕ ΚΑΤΆΛΟΓΟ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΏΝ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΉΣΕΩΝ

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου

ΕΕ L 130 της 31.5.2000, σ. 1.

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2028/2004 του Συμβουλίου

ΕΕ L 352 της 27.11.2004, σ. 1.

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 105/2009 του Συμβουλίου

ΕΕ L 36 της 5.2.2009, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000

Ο παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 3, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 3, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 3, τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο β)

Άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

Άρθρο 6 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο δ)

Άρθρο 6 παράγραφος 3 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 7

Άρθρο 7

Άρθρο 8 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8

Άρθρο 8 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 1α

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 7

Άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 7

Άρθρο 10 παράγραφος 8

Άρθρο 10 παράγραφος 8 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 9

Άρθρο 10 παράγραφος 9

Άρθρο 10 παράγραφος 10

Άρθρο 10α

Άρθρο 11

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφοι 2, 3 και 4

Άρθρο 12 παράγραφοι 2, 3 και 4

Άρθρο 12 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4

Άρθρο 14

Άρθρο 12 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 15

Άρθρο 16 πρώτη και δεύτερη παράγραφος

Άρθρο 16 τρίτη παράγραφος

Άρθρο 10 παράγραφος 8 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 17 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 4

Άρθρο 13 παράγραφος 4

Άρθρο 17 παράγραφος 5

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Άρθρο 20

Άρθρο 21

Άρθρο 16

Άρθρο 21α

Άρθρο 17

Άρθρο 22

Άρθρο 23

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Παράρτημα

 

 

Παράρτημα I

Παράρτημα II


Top