EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014R0468

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014 , που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17)

OJ L 141, 14.5.2014, p. 1–50 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2014/468/oj

14.5.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 468/2014 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 16ης Απριλίου 2014

που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ)

(ΕΚΤ/2014/17)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 6 και το άρθρο 132,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 34,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 3, το άρθρο 6 και το άρθρο 33 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχετικά με τις πρακτικές λεπτομέρειες που αφορούν την άσκηση της δημοκρατικής λογοδοσίας και την επίβλεψη της άσκησης των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (2),

Έχοντας υπόψη τη δημόσια διαβούλευση που διεξήχθη και την ανάλυση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013,

Έχοντας υπόψη την πρόταση του εποπτικού συμβουλίου και κατόπιν διαβούλευσης με τις εθνικές αρμόδιες αρχές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 (εφεξής «ο κανονισμός ΕΕΜ») θεσπίζει τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (ΕΕΜ), ο οποίος αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) των συμμετεχόντων κρατών μελών.

(2)

Στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 6 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ είναι αποκλειστικά αρμόδια να εκτελεί τα μακροπροληπτικά καθήκοντα που της ανατίθενται βάσει του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού σε σχέση με πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ΕΕΜ και για την επίβλεψη της λειτουργίας του συστήματος με βάση τις αρμοδιότητες και διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 6 του κανονισμού ΕΕΜ.

(3)

Υπό την επιφύλαξη της ευθύνης και της λογοδοσίας της ΕΚΤ για τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ, οι ΕΑΑ τη συνδράμουν, όποτε κρίνεται σκόπιμο και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον ως άνω και στον παρόντα κανονισμό, κατά την προπαρασκευή και διεκπεραίωση ενεργειών που αφορούν τα καθήκοντα του άρθρου 4 του κανονισμού ΕΕΜ σε σχέση με οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα, περιλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εξακρίβωσης. Για τον σκοπό αυτό, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του άρθρου 4 του κανονισμού ΕΕΜ, οι ΕΑΑ θα πρέπει να ακολουθούν τις οδηγίες που παρέχει η ΕΚΤ.

(4)

Η ΕΚΤ, οι ΕΑΑ και οι εθνικές εντεταλμένες αρχές (ΕΕΑ) οφείλουν να εκτελούν τα μακροπροληπτικά καθήκοντα του άρθρου 5 του κανονισμού ΕΕΜ και να τηρούν τις διαδικασίες συντονισμού που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, στον παρόντα κανονισμό και στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.

(5)

Οι εποπτικές αρμοδιότητες της ΕΚΤ και των ΕΑΑ εντός του ΕΕΜ κατανέμονται με βάση τη σημασία των οντοτήτων που υπάγονται σε αυτόν. Ο παρών κανονισμός καθορίζει, ειδικότερα, τη μέθοδο αξιολόγησης της ως άνω σημασίας σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ. Η ΕΚΤ διαθέτει άμεση εποπτική αρμοδιότητα σε σχέση, αφενός, με εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και, αφετέρου, με υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια συμμετεχόντων κρατών μελών, εφόσον οι ως άνω οντότητες είναι σημαντικές. Οι ΕΑΑ είναι υπεύθυνες για την άμεση εποπτεία των λιγότερο σημαντικών οντοτήτων, υπό την επιφύλαξη της εξουσίας που διαθέτει η ΕΚΤ σε ορισμένες περιπτώσεις να αποφασίζει ότι θα ασκεί η ίδια την άμεση εποπτεία τους, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο για τη συνεπή εφαρμογή των εποπτικών κανόνων.

(6)

Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι πρόσφατες εξελίξεις στη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των κυρώσεων και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσον αφορά την αρχή της διάκρισης του σταδίου της έρευνας από το στάδιο της λήψης απόφασης, η ΕΚΤ θα συστήσει ανεξάρτητη μονάδα έρευνας που θα ενεργεί αυτόνομα, ερευνώντας παραβάσεις των εποπτικών κανόνων και αποφάσεων.

(7)

Κατά το άρθρο 6 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ οφείλει, σε διαβούλευση με τις ΕΑΑ και βάσει πρότασης του εποπτικού συμβουλίου, να θεσπίσει και να κοινοποιήσει το πλαίσιο οργάνωσης των πρακτικών λεπτομερειών για τη συνεργασία μεταξύ της ίδιας και των ΕΑΑ εντός του ΕΕΜ.

(8)

Κατά το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ οφείλει να δημοσιεύει, με κανονισμούς και αποφάσεις, τις αναλυτικές επιχειρησιακές ρυθμίσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον ως άνω κανονισμό. Ο παρών κανονισμός περιέχει τις διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 33 παράγραφος 2 όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ εντός του ΕΕΜ.

(9)

Έτσι, ο παρών κανονισμός αναπτύσσει περαιτέρω και εξειδικεύει τις διαδικασίες που θεσπίζει ο κανονισμός ΕΕΜ για τη συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ εντός του ΕΕΜ και, κατά περίπτωση, για τη συνεργασία με τις εθνικές εντεταλμένες αρχές, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ΕΕΜ.

(10)

Η ΕΚΤ προσδίδει μεγάλη σημασία στη συνολική αξιολόγηση των πιστωτικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης των ισολογισμών τους, την οποία οφείλει να διενεργεί πριν από την ανάληψη των καθηκόντων της. Αυτό αφορά και κράτη μέλη που εντάσσονται στη ζώνη του ευρώ και, κατά συνέπεια, στον ΕΕΜ μετά την ημερομηνία έναρξης της εποπτείας κατά το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ.

(11)

Για την ομαλή λειτουργία του ΕΕΜ είναι σημαντικό να υπάρχει πλήρης συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ, καθώς και μεταξύ τους ανταλλαγή όλων των πληροφοριών που μπορεί να έχουν αντίκτυπο στα καθήκοντα καθεμιάς από αυτές, ιδίως εκείνων των πληροφοριών τις οποίες μπορεί να διαθέτουν οι ΕΑΑ σχετικά με διαδικασίες που ενδεχομένως επηρεάζουν την ασφάλεια και την ευρωστία των εποπτευόμενων οντοτήτων ή αλληλεπιδρούν με τις εποπτικές διαδικασίες που αφορούν τις εν λόγω οντότητες,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΜΕΡΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και σκοπός

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες για τα ακόλουθα:

α)

το πλαίσιο που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ, και συγκεκριμένα το πλαίσιο οργάνωσης των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής του άρθρου 6 αυτού όσον αφορά τη συνεργασία εντός του ΕΕΜ, το οποίο περιλαμβάνει:

i)

την ειδικά προβλεπόμενη μεθοδολογία για την αξιολόγηση και την επανεξέταση του χαρακτηρισμού μιας εποπτευόμενης οντότητας ως σημαντικής ή λιγότερο σημαντικής βάσει των κριτηρίων του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ, καθώς και τις ρυθμίσεις που συνεπάγεται η εν λόγω αξιολόγηση,

ii)

προκειμένου για την εποπτεία σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων, τον καθορισμό των διαδικασιών που εφαρμόζονται στη σχέση μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ, και ως προς τη δυνατότητα των τελευταίων να εκπονούν σχέδια αποφάσεων προς εξέταση από την ΕΚΤ, καθώς και των σχετικών προθεσμιών,

iii)

προκειμένου για την εποπτεία λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων, τον καθορισμό των διαδικασιών που εφαρμόζονται στη σχέση μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ, καθώς και των σχετικών προθεσμιών. Ειδικότερα, στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών και ανάλογα με τις περιπτώσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, οι ΕΑΑ υποχρεούνται:

να κοινοποιούν στην ΕΚΤ κάθε ουσιώδη εποπτική διαδικασία,

κατόπιν αιτήματος της ΕΚΤ, να αξιολογούν περαιτέρω συγκεκριμένες πτυχές της διαδικασίας,

να διαβιβάζουν στην ΕΚΤ σχέδια ουσιωδών εποπτικών αποφάσεων επί των οποίων αυτή μπορεί να εκφράζει τις απόψεις της·

β)

τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ εντός του ΕΕΜ σχετικά με τις διαδικασίες που αφορούν σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες· στις εν λόγω διαδικασίες περιλαμβάνονται και κοινές διαδικασίες που έχουν εφαρμογή στη χορήγηση και ανάκληση αδειών λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος και στην αξιολόγηση περιπτώσεων απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών·

γ)

τις διαδικασίες που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ, των ΕΑΑ και των ΕΕΑ σχετικά με τα μακροπροληπτικά καθήκοντα και εργαλεία κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού ΕΕΜ·

δ)

τις διαδικασίες που αφορούν τους όρους της στενής συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ, των ΕΑΑ και των ΕΕΑ, κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού ΕΕΜ·

ε)

τις διαδικασίες που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ όσον αφορά τα άρθρα 10 έως 13 του κανονισμού ΕΕΜ, περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούν ορισμένες πτυχές της παροχής εποπτικών πληροφοριών·

στ)

τις διαδικασίες που αφορούν την έκδοση εποπτικών αποφάσεων με αποδέκτες εποπτευόμενες οντότητες και λοιπά πρόσωπα·

ζ)

το γλωσσικό καθεστώς που ισχύει, αφενός, μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ και, αφετέρου, μεταξύ της ΕΚΤ και εποπτευόμενων οντοτήτων και λοιπών προσώπων·

η)

τις διαδικασίες που έχουν εφαρμογή όσον αφορά τις εξουσίες επιβολής κυρώσεων της ΕΚΤ και των ΕΑΑ εντός του ΕΕΜ σχετικά με τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον κανονισμό ΕΕΜ·

θ)

μεταβατικές διατάξεις.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει εποπτικά καθήκοντα που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον κανονισμό ΕΕΜ, τα οποία εξακολουθούν να ασκούνται από τις εθνικές αρχές.

3.   Ο παρών κανονισμός διαβάζεται ειδικότερα σε συνδυασμό με την απόφαση ΕΚΤ/2004/2 (3) και τον εσωτερικό κανονισμό του εποπτικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (4), ιδίως προκειμένου για τη λήψη αποφάσεων εντός του ΕΕΜ, περιλαμβανομένης της διαδικασίας του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού ΕΕΜ που εφαρμόζεται στη σχέση μεταξύ εποπτικού συμβουλίου και διοικητικού συμβουλίου και αφορά τη μη διατύπωση αντιρρήσεων από το διοικητικό συμβούλιο, καθώς και με άλλες σχετικές νομικές πράξεις της ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης ΕΚΤ/2014/16 (5).

Άρθρο 2

Ορισμοί

Εκτός εάν άλλως προβλέπεται, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ορισμοί του κανονισμού ΕΕΜ και οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «άδεια λειτουργίας»: άδεια λειτουργίας όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6)·

2)   «υποκατάστημα»: υποκατάστημα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

3)   «κοινές διαδικασίες»: διαδικασίες που προβλέπονται στο μέρος V σχετικά με τη χορήγηση και ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος και τις αποφάσεις που αφορούν τις ειδικές συμμετοχές·

4)   «κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ»: κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ·

5)   «όμιλος»: όμιλος επιχειρήσεων ο οποίος περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα πιστωτικό ίδρυμα και ο οποίος αποτελείται από τη μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, ή επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας αριθ. 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), περιλαμβανομένου τυχόν υποομίλου·

6)   «μεικτή εποπτική ομάδα»: ομάδα εποπτών η οποία είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου·

7)   «λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα»: α) λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ και β) λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κράτους μέλους εκτός ζώνης ευρώ το οποίο είναι συμμετέχον κράτος μέλος·

8)   «λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ»: εποπτευόμενη οντότητα η οποία είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ και δεν έχει την ιδιότητα σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ·

9)   «εθνική αρμόδια αρχή» (ΕΑΑ): εθνική αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2 του κανονισμού ΕΕΜ. Ο ορισμός ισχύει υπό την επιφύλαξη τυχόν εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων που αναθέτουν συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα στην οικεία εθνική κεντρική τράπεζα (ΕθνΚΤ) η οποία δεν έχει οριστεί ως ΕΑΑ. Στην περίπτωση αυτή, η ΕθνΚΤ εκτελεί τα ως άνω καθήκοντα εντός των ορίων της εθνικής νομοθεσίας και του παρόντος κανονισμού. Τυχόν αναφορά του παρόντος κανονισμού σε ΕΑΑ καταλαμβάνει, κατά περίπτωση, την ΕθνΚΤ για τα καθήκοντα που της ανατίθενται βάσει της σχετικής εθνικής νομοθεσίας·

10)   «ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας»: ΕΑΑ την οποία έχει ορίσει συμμετέχον κράτος μέλος σε στενή συνεργασία σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8)·

11)   «εθνική εντεταλμένη αρχή» (ΕΕΑ): εντεταλμένη εθνική αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 7 του κανονισμού ΕΕΜ·

12)   «ΕΕΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας»: ΕΕΑ εκτός ζώνης ευρώ την οποία έχει ορίσει συμμετέχον κράτος μέλος σε στενή συνεργασία για τους σκοπούς εκπλήρωσης των καθηκόντων που αφορούν το άρθρο 5 του κανονισμού ΕΕΜ·

13)   «κράτος μέλος εκτός ζώνης ευρώ»: κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ·

14)   «μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

15)   «συμμετέχον κράτος μέλος σε στενή συνεργασία»: κράτος μέλος εκτός ζώνης ευρώ το οποίο βρίσκεται σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού ΕΕΜ·

16)   «σημαντική εποπτευόμενη οντότητα»: α) σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ και β) σημαντική εποπτευόμενη οντότητα συμμετέχοντος κράτους μέλους εκτός ζώνης ευρώ·

17)   «σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ»: εποπτευόμενη οντότητα εγκατεστημένη σε κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ η οποία έχει την ιδιότητα σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας βάσει απόφασης της ΕΚΤ λαμβανόμενης δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 4 ή του άρθρου 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού ΕΕΜ·

18)   «σημαντική εποπτευόμενη οντότητα συμμετέχοντος κράτους μέλους εκτός ζώνης ευρώ»: εποπτευόμενη οντότητα εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος εκτός ζώνης ευρώ η οποία έχει την ιδιότητα σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας βάσει απόφασης της ΕΚΤ ληφθείσας δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 4 ή του άρθρου 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού ΕΕΜ·

19)   «θυγατρική»: θυγατρική όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

20)   «εποπτευόμενη οντότητα»: α) πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε συμμετέχον κράτος μέλος· β) χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος· γ) μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται παρακάτω στο σημείο 21 στοιχείο β)· δ) υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, το οποίο λειτουργεί στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλος.

Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ο οποίος χαρακτηρίζεται ως πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, θεωρείται εποπτευόμενη οντότητα σύμφωνα με τον κανονισμό ΕΕΜ, τον παρόντα κανονισμό και τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης υπό την επιφύλαξη της υπαγωγής του στην εποπτεία της οικείας ΕΑΑ κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

21)   «εποπτευόμενος όμιλος»:

α)

όμιλος του οποίου η μητρική επιχείρηση είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που έχουν την κεντρική διοίκησή τους σε συμμετέχον κράτος μέλος·

β)

όμιλος του οποίου η μητρική επιχείρηση είναι μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που έχει την κεντρική διοίκησή της σε συμμετέχον κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι ο συντονιστής του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) είναι αρχή αρμόδια για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και είναι, επίσης, ο συντονιστής υπό την ιδιότητά του ως εποπτικής αρχής πιστωτικών ιδρυμάτων·

γ)

εποπτευόμενες οντότητες, κάθε μία από τις οποίες έχει την κεντρική διοίκησή της στο ίδιο συμμετέχον κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι είναι μόνιμα συνδεδεμένες με κεντρικό οργανισμό που τις εποπτεύει υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι δε και αυτός εγκατεστημένος στο ίδιο συμμετέχον κράτος μέλος·

22)   «σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος»: εποπτευόμενος όμιλος ο οποίος έχει την ιδιότητα του σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου βάσει απόφασης της ΕΚΤ ληφθείσας δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 4 ή του άρθρου 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού ΕΕΜ·

23)   «λιγότερο σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος»: εποπτευόμενος όμιλος ο οποίος δεν έχει την ιδιότητα σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ·

24)   «εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ»: κάθε δραστηριότητα της ΕΚΤ που αποσκοπεί στην προπαρασκευή της έκδοσης από αυτήν εποπτικής απόφασης, περιλαμβανομένων των κοινών διαδικασιών και της επιβολής διοικητικών χρηματικών προστίμων. Όλες οι εποπτικές διαδικασίες της ΕΚΤ διέπονται από τις διατάξεις του μέρους III. Οι διατάξεις του μέρους III έχουν εφαρμογή και στην επιβολή διοικητικών χρηματικών προστίμων, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στο μέρος X·

25)   «εποπτική διαδικασία ΕΑΑ»: κάθε δραστηριότητα ΕΑΑ που αποσκοπεί στην προπαρασκευή της έκδοσης εποπτικής απόφασης από την ΕΑΑ, με αποδέκτη μία ή περισσότερες εποπτευόμενες οντότητες ή εποπτευόμενους ομίλους ή λοιπά πρόσωπα, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων επιβολής διοικητικών προστίμων·

26)   «εποπτική απόφαση της ΕΚΤ» ή «εποπτική απόφαση»: νομική πράξη που εκδίδει η ΕΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων και εξουσιών που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ η οποία λαμβάνει τη μορφή απόφασης της ΕΚΤ, απευθύνεται σε μία ή περισσότερες εποπτευόμενες οντότητες ή εποπτευόμενους ομίλους ή λοιπά πρόσωπα και δεν αποτελεί νομική πράξη γενικής εφαρμογής·

27)   «τρίτη χώρα»: χώρα η οποία δεν είναι κράτος μέλος ή κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου·

28)   «εργάσιμη ημέρα»: κάθε ημέρα πλην του Σαββάτου, της Κυριακής ή δημόσιας αργίας της ΕΚΤ σύμφωνα με το ημερολόγιο που ισχύει για την ΕΚΤ (11).

ΜΕΡΟΣ II

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΕΜ

ΤΙΤΛΟΣ 1

ΟΡΓΑΝΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Εποπτεία σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων

Άρθρο 3

Μεικτές εποπτικές ομάδες

1.   Για την εποπτεία κάθε σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου των συμμετεχόντων κρατών μελών συστήνεται μια μεικτή εποπτική ομάδα. Κάθε μεικτή εποπτική ομάδα αποτελείται από μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ και των ΕΑΑ που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4, το δε έργο τους συντονίζεται από μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ ειδικά οριζόμενο προς τούτο (εφεξής «ο συντονιστής ΜΕΟ») και από έναν ή περισσότερους υποσυντονιστές ΕΑΑ, όπως περαιτέρω προβλέπεται στο άρθρο 6.

2.   Υπό την επιφύλαξη λοιπών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα καθήκοντα της μεικτής εποπτικής ομάδας περιλαμβάνουν ειδικότερα τα εξής:

α)

τη διεξαγωγή της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης του άρθρου 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε σχέση με τη σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή τον σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο που η εν λόγω ομάδα εποπτεύει·

β)

υπό το φως της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, η συμμετοχή στην ετοιμασία της πρότασης προγράμματος εποπτικής εξέτασης, το οποίο υποβάλλεται στο Εποπτικό Συμβούλιο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 99 της οδηγίας 2013/36/ΕΚ, περιλαμβανομένου σχεδίου επιτόπιας επιθεώρησης, σε σχέση με τη σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή τον σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο·

γ)

την εφαρμογή του προγράμματος εποπτικής εξέτασης που εγκρίνει η ΕΚΤ και των εποπτικών αποφάσεων της τελευταίας σε σχέση με τη σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή τον σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο που η εν λόγω ομάδα εποπτεύει·

δ)

τη διασφάλιση του συντονισμού με την ομάδα επιτόπιας επιθεώρησης του μέρους XI για τους σκοπούς εφαρμογής του σχεδίου επιτόπιας επιθεώρησης·

ε)

τη διατήρηση επαφών με τις ΕΑΑ, εφόσον συντρέχει περίπτωση.

Άρθρο 4

Σύσταση και σύνθεση των μεικτών εποπτικών ομάδων

1.   Η ΕΚΤ είναι επιφορτισμένη με τη σύσταση και τον καθορισμό της σύνθεσης των μεικτών εποπτικών ομάδων. Τα μέλη του προσωπικού των ΕΑΑ στις μεικτές εποπτικές ομάδες ορίζονται από τις οικείες ΕΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.   Σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 6 παράγραφος 8 του κανονισμού ΕΕΜ και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 31 του εν λόγω κανονισμού, οι ΕΑΑ ορίζουν ένα ή περισσότερα μέλη του προσωπικού τους ως μέλη μιας μεικτής εποπτικής ομάδας. Μέλος του προσωπικού ορισμένης ΕΑΑ μπορεί να οριστεί μέλος σε περισσότερες μεικτές εποπτικές ομάδες.

3.   Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, η ΕΚΤ μπορεί να ζητήσει από τις ΕΑΑ αλλαγές στα πρόσωπα που αυτές όρισαν, εφόσον κρίνεται κατάλληλο για τους σκοπούς της σύνθεσης μιας μεικτής εποπτικής ομάδας.

4.   Όταν σε ορισμένο συμμετέχον κράτος μέλος ασκούν εποπτικά καθήκοντα περισσότερες ΕΑΑ ή η εθνική νομοθεσία του αναθέτει στην ΕθνΚΤ συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα χωρίς αυτή να είναι ΕΑΑ, οι οικείες αρχές συντονίζουν τη συμμετοχή τους στις μεικτές εποπτικές ομάδες.

5.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ διαβουλεύονται μεταξύ τους και αποφασίζουν για τη χρήση των πόρων των ΕΑΑ σε ό,τι αφορά τις κοινές εποπτικές ομάδες.

Άρθρο 5

Συμμετοχή μελών του προσωπικού των ΕθνΚΤ συμμετεχόντων κρατών μελών

1.   Οι ΕθνΚΤ συμμετεχόντων κρατών μελών οι οποίες δεν είναι ΕΑΑ, αλλά συμμετέχουν στην προληπτική εποπτεία σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου βάσει του οικείου εθνικού δικαίου, μπορούν και αυτές να ορίζουν ένα ή περισσότερα μέλη του προσωπικού τους σε μεικτή εποπτική ομάδα.

2.   Η ΕΚΤ ενημερώνεται για τα μέλη που ορίζονται, το δε άρθρο 4 εφαρμόζεται αναλόγως.

3.   Σε περίπτωση που μέλη του προσωπικού των ΕθνΚΤ συμμετεχόντων κρατών μελών ορίζονται σε μεικτή εποπτική ομάδα, τυχόν αναφορά σε ΕΑΑ σε σχέση με την εν λόγω ομάδα θεωρείται ότι περιλαμβάνει και τη συγκεκριμένη ΕθνΚΤ.

Άρθρο 6

Συντονιστής ΜΕΟ και υποσυντονιστές

1.   Ο συντονιστής ΜΕΟ, επικουρούμενος από υποσυντονιστές ΕΑΑ, όπως αυτοί ορίζονται στην παράγραφο 2, διασφαλίζει τον συντονισμό του έργου της μεικτής εποπτικής ομάδας. Για τον σκοπό αυτό τα μέλη της μεικτής εποπτικής ομάδας ακολουθούν τις οδηγίες του συντονιστή ΜΕΟ όσον αφορά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της ομάδας, υπό την επιφύλαξη της άσκησης των καθηκόντων τους στην ΕΑΑ από την οποία προέρχονται.

2.   Κάθε ΕΑΑ που ορίζει περισσότερα μέλη του προσωπικού της σε μεικτή εποπτική ομάδα ορίζει ένα από αυτά ως υποσυντονιστή (εφεξής «υποσυντονιστής ΕΑΑ»). Οι υποσυντονιστές ΕΑΑ συνδράμουν τον συντονιστή ΜΕΟ στην οργάνωση και τον συντονισμό των καθηκόντων σε επίπεδο μεικτής εποπτικής ομάδας, ιδίως όσον αφορά τα μέλη του προσωπικού που ορίστηκαν από την ΕΑΑ από την οποία προέρχεται και ο ίδιος. Ο υποσυντονιστής ΕΑΑ μπορεί να παρέχει οδηγίες στα μέλη της μεικτής εποπτικής ομάδας που ορίστηκαν από την ίδια ΕΑΑ, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές δεν προσκρούουν στις οδηγίες που παρέχει ο συντονιστής ΜΕΟ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εποπτεία λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων

Άρθρο 7

Συμμετοχή μελών του προσωπικού άλλων ΕΑΑ στην εποπτική ομάδα ορισμένης ΕΑΑ

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 31 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ, εφόσον η ΕΚΤ αποφασίσει, στο πλαίσιο της εποπτείας λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων, ότι είναι σκόπιμη η συμμετοχή μελών του προσωπικού μιας ή περισσότερων άλλων ΕΑΑ στην εποπτική ομάδα ορισμένης ΕΑΑ, μπορεί να απαιτήσει από την τελευταία να συμπεριλάβει στην εποπτική της ομάδα μέλη του προσωπικού των άλλων αυτών ΕΑΑ.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΕ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΚΤ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΑΑ ΣΕ ΣΩΜΑΤΑ ΕΠΟΠΤΩΝ

Άρθρο 8

Εποπτεία σε ενοποιημένη βάση

1.   Η ΕΚΤ ασκεί εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, εφόσον είναι οντότητες σημαντικές σε ενοποιημένη βάση, όπου η μητρική επιχείρηση είναι είτε μητρικό ίδρυμα σε συμμετέχον κράτος μέλος είτε μητρικό ίδρυμα στην ΕΕ εγκατεστημένο σε συμμετέχον κράτος μέλος.

2.   Η οικεία ΕΑΑ ασκεί καθήκοντα εποπτικής αρχής σε ενοποιημένη βάση όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εφόσον οι εν λόγω οντότητες είναι λιγότερο σημαντικές σε ενοποιημένη βάση.

Άρθρο 9

Η ΕΚΤ ως προεδρεύουσα σώματος εποπτών

1.   Όταν η ΕΚΤ είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προεδρεύει του σώματος που συστήνεται βάσει του άρθρου 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Οι ΕΑΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση, οι θυγατρικές και σημαντικά υποκαταστήματα κατά την έννοια του άρθρου 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, εφόσον υπάρχουν, έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στο σώμα ως παρατηρητές.

2.   Εφόσον δεν έχει συσταθεί σώμα βάσει του άρθρου 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και μια σημαντική εποπτευόμενη οντότητα διαθέτει σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη υποκαταστήματα που θεωρούνται σημαντικά σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η ΕΚΤ συστήνει σώμα εποπτών με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής.

Άρθρο 10

Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ ως μέλη σώματος εποπτών

Εάν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δεν είναι εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος, η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ συμμετέχουν στο σώμα εποπτών σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες και τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης:

α)

εάν όλες οι εποπτευόμενες οντότητες στα συμμετέχοντα κράτη μέλη είναι σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, η ΕΚΤ συμμετέχει στο σώμα εποπτών ως μέλος, οι δε ΕΑΑ έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν ως παρατηρητές·

β)

εάν όλες οι εποπτευόμενες οντότητες στα συμμετέχοντα κράτη μέλη είναι λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, οι ΕΑΑ συμμετέχουν στο σώμα εποπτών ως μέλη·

γ)

εάν οι εποπτευόμενες οντότητες στα συμμετέχοντα κράτη μέλη περιλαμβάνουν σημαντικές και λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ συμμετέχουν στο σώμα εποπτών ως μέλη. Οι ΕΑΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένες οι σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν ως παρατηρητές.

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διαδικασίες σχετικές με το δικαίωμα εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εντός του ΕΕΜ

Άρθρο 11

Δικαίωμα εγκατάστασης των πιστωτικών ιδρυμάτων εντός του ΕΕΜ

1.   Κάθε σημαντική εποπτευόμενη οντότητα που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα στην επικράτεια άλλου συμμετέχοντος κράτους μέλους κοινοποιεί την πρόθεσή της στην ΕΑΑ του συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο έχει την κεντρική διοίκησή της. Οι σχετικές πληροφορίες παρέχονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 35 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Η ΕΑΑ ενημερώνει αμέσως την ΕΚΤ για την ως άνω κοινοποίηση.

2.   Κάθε λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα στην επικράτεια άλλου συμμετέχοντος κράτους μέλους κοινοποιεί στην οικεία ΕΑΑ την πρόθεσή της σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 35 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

3.   Εφόσον η ΕΚΤ δεν λάβει απόφαση περί του αντιθέτου εντός δύο μηνών από την περιέλευση σε αυτήν της κοινοποίησης, το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του. Η ΕΚΤ ενημερώνει σχετικά την ΕΑΑ του συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο θα εγκατασταθεί το υποκατάστημα.

4.   Εφόσον η ΕΑΑ του κράτους μέλους προέλευσης δεν λάβει απόφαση περί του αντιθέτου εντός δύο μηνών από την περιέλευση σε αυτήν της κοινοποίησης, το αναφερόμενο στην παράγραφο 2 υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του. Η ΕΑΑ ενημερώνει σχετικά την ΕΚΤ και την ΕΑΑ του συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο θα εγκατασταθεί το υποκατάστημα.

5.   Σε περίπτωση μεταβολής όσον αφορά οποιαδήποτε πληροφορία γνωστοποιούμενη βάσει των παραγράφων 1 και 2, η εποπτευόμενη οντότητα κοινοποιεί εγγράφως τη μεταβολή στην ΕΑΑ που λαμβάνει τις αρχικές πληροφορίες, τουλάχιστον ένα μήνα πριν εφαρμόσει τη μεταβολή. Η ΕΑΑ με τη σειρά της ενημερώνει σχετικά την ΕΑΑ του κράτους μέλους στο οποίο εγκαθίσταται το υποκατάστημα.

Άρθρο 12

Άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από πιστωτικά ιδρύματα εντός του ΕΕΜ

1.   Κάθε σημαντική εποπτευόμενη οντότητα που επιθυμεί να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητές της στην επικράτεια άλλου συμμετέχοντος κράτους μέλους στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κοινοποιεί την πρόθεσή της στην ΕΑΑ του συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο η σημαντική εποπτευόμενη οντότητα έχει την έδρα της. Οι πληροφορίες παρέχονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 39 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Η ΕΑΑ ενημερώνει αμέσως την ΕΚΤ για τη λήψη αυτής της κοινοποίησης. Η ΕΑΑ γνωστοποιεί επίσης την κοινοποίηση στην ΕΑΑ του συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο θα παρέχονται οι υπηρεσίες.

2.   Κάθε λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα που επιθυμεί να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητές της στην επικράτεια άλλου συμμετέχοντος κράτους μέλους στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κοινοποιεί την πρόθεσή της στην ΕΑΑ σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 39 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Η κοινοποίηση γνωστοποιείται στην ΕΚΤ και στην ΕΕΑ του συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο θα παρέχονται οι υπηρεσίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Διαδικασιεσ σχετικεσ με το δικαιωμα εγκαταστασησ και την ελευθερη παροχη υπηρεσιων εντοσ του εεμ απο πιστωτικα ιδρυματα εγκατεστημενα σε μη συμμετεχοντα κρατη μελη

Άρθρο 13

Κοινοποίηση της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης εντός του ΕΕΜ από πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη

1.   Όταν η αρμόδια αρχή μη συμμετέχοντος κράτους μέλους κοινοποιεί τις πληροφορίες του άρθρου 35 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ κατά τη διαδικασία του άρθρου 35 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας στην ΕΑΑ του συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να εγκατασταθεί το υποκατάστημα, η τελευταία ενημερώνει αμέσως την ΕΚΤ για τη λήψη της κοινοποίησης.

2.   Εντός δύο μηνών από τη λήψη της κοινοποίησης της αρμόδιας αρχής μη συμμετέχοντος κράτους μέλους, η ΕΚΤ ή η οικεία ΕΑΑ —ανάλογα με το αν πρόκειται για υποκατάστημα σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό, αντίστοιχα, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 6 του κανονισμού ΕΕΜ και του μέρους IV του παρόντος κανονισμού— προετοιμάζεται να αναλάβει την άσκηση της εποπτείας του υποκαταστήματος κατά τα άρθρα 40 έως 46 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, υποδεικνύει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το υποκατάστημα μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητές του στο κράτος μέλος υποδοχής για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

3.   Οι ΕΑΑ ενημερώνουν την ΕΚΤ για τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα υποκατάστημα μπορεί να ασκεί δραστηριότητες στο οικείο κράτος μέλος βάσει του εθνικού δικαίου και για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

4.   Τυχόν μεταβολή όσον αφορά πληροφορίες τις οποίες παρέχει πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα σύμφωνα με τα στοιχεία β), γ) ή δ) του άρθρου 35 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ κοινοποιείται στην ΕΑΑ που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 14

Αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά υποκαταστήματα

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ ασκεί τις εξουσίες της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής σε περίπτωση υποκαταστήματος σημαντικού κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού.

2.   Σε περίπτωση υποκαταστήματος λιγότερο σημαντικού κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΑΑ του συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο αυτό είναι εγκατεστημένο ασκεί τις εξουσίες της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής.

Άρθρο 15

Κοινοποίηση της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εντός του ΕΕΜ από πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη

Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή μη συμμετέχοντος κράτους μέλους προβαίνει σε κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 39 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αποδέκτης της κοινοποίησης είναι η ΕΑΑ του συμμετέχοντος κράτους μέλους όπου θα ασκηθεί το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η ΕΑΑ ενημερώνει αμέσως την ΕΚΤ για τη λήψη της κοινοποίησης.

Άρθρο 16

Αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη τα οποία ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε συμμετέχοντα κράτη μέλη.

2.   Εφόσον η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που θέτει η εθνική νομοθεσία των συμμετεχόντων κρατών μελών, οι ΕΑΑ ενημερώνουν την ΕΚΤ για τις εν λόγω προϋποθέσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Διαδικασιεσ σχετικεσ με το δικαιωμα εγκαταστασησ και την ελευθερη παροχη υπηρεσιων οσον αφορα μη συμμετεχοντα κρατη μελη

Άρθρο 17

Δικαίωμα εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών όσον αφορά μη συμμετέχοντα κράτη μέλη

1.   Σημαντική εποπτευόμενη οντότητα που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην επικράτεια μη συμμετέχοντος κράτους μέλους κοινοποιεί την πρόθεσή της στην ΕΚΤ σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης. Η ΕΕΑ ενημερώνει αμέσως την ΕΚΤ για τη λήψη αυτής της κοινοποίησης. Η ΕΚΤ ασκεί τις εξουσίες της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης.

2.   Λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην επικράτεια μη συμμετέχοντος κράτους μέλους κοινοποιεί την πρόθεσή της στην ΕΑΑ σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης. Η οικεία ΕΑΑ ασκεί τις εξουσίες της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης.

ΤΙΤΛΟΣ 4

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΟΜΙΛΩΝ ΕΤΕΡΟΓΕΝΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 18

Συντονιστής

1.   Η ΕΚΤ αναλαμβάνει το καθήκον συντονιστή χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης αναφορικά με τις σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες.

2.   Η ΕΑΑ αναλαμβάνει το καθήκον συντονιστή χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης αναφορικά με τις λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες.

ΜΕΡΟΣ III

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΕΜ

ΤΙΤΛΟΣ 1

ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Άρθρο 19

Επισκόπηση

Στο παρόν μέρος θεσπίζονται α) γενικοί κανόνες για τη διαχείριση του ΕΕΜ από την ΕΚΤ και τις ΕΑΑ και β) οι διατάξεις τις οποίες εφαρμόζει η ΕΚΤ κατά τη διεξαγωγή εποπτικής διαδικασίας της ΕΚΤ.

Οι γενικές αρχές και οι διατάξεις που εφαρμόζονται στη σχέση μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας καθορίζονται στο μέρος IX.

Άρθρο 20

Καθήκον καλόπιστης συνεργασίας

Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ έχουν το καθήκον να συνεργάζονται καλόπιστα και την υποχρέωση να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους.

Άρθρο 21

Γενική υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών

1.   Υπό την επιφύλαξη της εξουσίας της ΕΚΤ να λαμβάνει απευθείας πληροφορίες από τις εποπτευόμενες οντότητες ή να διαθέτει άμεση πρόσβαση σε αυτές σε συνεχή βάση, οι ΕΑΑ παρέχουν ειδικότερα στην ΕΚΤ, εγκαίρως και με ακρίβεια, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου η τελευταία να ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ. Στις εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνονται και όσες προέρχονται από τις δραστηριότητες εξακρίβωσης και επιτόπιων επιθεωρήσεων των ΕΑΑ.

2.   Στις περιπτώσεις που η ΕΚΤ λαμβάνει πληροφορίες απευθείας από τα νομικά ή φυσικά πρόσωπα του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ, τις υποβάλλει εγκαίρως και με ακρίβεια στις ενδιαφερόμενες ΕΑΑ. Στις εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνονται, ιδίως, εκείνες που είναι απαραίτητες για την άσκηση του καθήκοντος των ΕΑΑ να συνδράμουν την ΕΚΤ.

3.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η ΕΚΤ θα παρέχει στις ΕΕΑ πρόσβαση σε επικαιροποιημένες πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες στις ΕΕΑ για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σχετικά με την προληπτική εποπτεία.

Άρθρο 22

Δικαίωμα της ΕΚΤ να απευθύνει οδηγίες σε ΕΑΑ ή ΕΕΑ να κάνουν χρήση των εξουσιών τους και να ενεργούν όταν η ίδια έχει εποπτικό καθήκον αλλά δεν διαθέτει τη σχετική εξουσία

1.   Η ΕΚΤ μπορεί, στο μέτρο που το απαιτεί η άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ, να απευθύνει οδηγίες στις ΕΑΑ ή τις ΕΕΑ ή σε αμφότερες, ζητώντας τους να κάνουν χρήση των εξουσιών τους σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου και τις διατάξεις του άρθρου 9 του κανονισμού ΕΕΜ σε περίπτωση που ο τελευταίος δεν παρέχει τις συγκεκριμένες εξουσίες στην ίδια.

2.   Οι ΕΑΑ —και/ή οι ΕΕΑ προκειμένου για το άρθρο 5 του κανονισμού ΕΕΜ— ενημερώνουν χωρίς περιττή καθυστέρηση την ΕΚΤ για την άσκηση των εν λόγω εξουσιών.

Άρθρο 23

Γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται στη σχέση μεταξύ ΕΚΤ και ΕΑΑ

Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ εκδίδουν ρυθμίσεις σε σχέση με την επικοινωνία τους με τον ΕΕΜ, συμπεριλαμβανομένης της (των) γλώσσας(-ών) που θα χρησιμοποιείται(-ούνται).

Άρθρο 24

Γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται στη σχέση μεταξύ ΕΚΤ και νομικών ή φυσικών προσώπων, περιλαμβανομένων και των εποπτευόμενων οντοτήτων

1.   Έγγραφο που αποστέλλει στην ΕΚΤ εποπτευόμενη οντότητα ή άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο που υπόκειται ατομικά σε εποπτικές διαδικασίες της ΕΚΤ μπορεί να συντάσσεται σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, κατ’ επιλογήν της εποπτευόμενης οντότητας ή προσώπου.

2.   Η ΕΚΤ, οι εποπτευόμενες οντότητες και κάθε άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο που υπόκειται ατομικά σε εποπτικές διαδικασίες της ΕΚΤ μπορούν συμφωνήσουν να χρησιμοποιούν αποκλειστικά μια επίσημη γλώσσα της Ένωσης στην έγγραφη επικοινωνία τους, ακόμη και όσον αφορά τις εποπτικές αποφάσεις της ΕΚΤ.

Η ανάκληση της συμφωνίας για τη χρήση μιας γλώσσας επηρεάζει μόνον τα στάδια της εποπτικής διαδικασίας της ΕΚΤ που δεν έχουν ολοκληρωθεί κατά τον χρόνο της ανάκλησης.

Όπου συμμετέχοντες σε ακρόαση ζητούν να ακουστούν σε επίσημη γλώσσα της Ένωσης διαφορετική από αυτή στην οποία διεξάγεται η εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ, ειδοποιείται εγκαίρως η ΕΚΤ για τη συγκεκριμένη απαίτηση, ούτως ώστε να προβεί στις απαραίτητες διευθετήσεις.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΔΕΟΥΣΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΚΤ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Εποπτικεσ αποφασεισ τησ εκτ

Άρθρο 25

Γενικές αρχές

1.   Κάθε εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ που κινείται σύμφωνα με το άρθρο 4 και το τμήμα 2 του κεφαλαίου III του κανονισμού ΕΕΜ διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 22 του κανονισμού ΕΕΜ και τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

2.   Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου δεν εφαρμόζονται στις διαδικασίες που διεξάγονται από το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης.

Άρθρο 26

Μετέχοντες

1.   Στην εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ μετέχουν:

α)

τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση·

β)

τα πρόσωπα στα οποία η ΕΚΤ προτίθεται να απευθύνει ή έχει απευθύνει εποπτική απόφασή της.

2.   Οι ΕΑΑ δεν θεωρείται ότι μετέχουν στην εποπτική διαδικασία.

Άρθρο 27

Εκπροσώπηση μετεχόντων

1.   Οι μετέχοντες μπορούν να εκπροσωπούνται από τους νομικούς ή καταστατικούς εκπροσώπους τους ή από κάθε άλλο πρόσωπο που με γραπτή εντολή εξουσιοδοτείται να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που έχει σχέση με την εποπτική απόφαση της ΕΚΤ.

2.   Τυχόν ανάκληση της εντολής παράγει αποτελέσματα για την ΕΚΤ μόνον μετά την περιέλευση σε αυτήν του σχετικού εγγράφου. Η ΕΚΤ επιβεβαιώνει τη λήψη του εγγράφου ανάκλησης από την ίδια.

3.   Σε περίπτωση που ο μετέχων έχει ορίσει εκπρόσωπο σε εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ, η τελευταία επικοινωνεί μόνον με τον εκπρόσωπο που έχει οριστεί στη συγκεκριμένη εποπτική διαδικασία, εκτός εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που απαιτούν απευθείας επικοινωνία της με τον μετέχοντα. Στην τελευταία περίπτωση ενημερώνεται ο εκπρόσωπος.

Άρθρο 28

Γενικές υποχρεώσεις της ΕΚΤ και των μετεχόντων σε εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ

1.   Μια εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ μπορεί να κινηθεί αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος μετέχοντος. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, σε κάθε αυτεπάγγελτη εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ η τελευταία εκτιμά ποια πραγματικά περιστατικά θα είναι κρίσιμα για την έκδοση της τελικής απόφασής της.

2.   Κατά την ως άνω αξιολόγησή της, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις.

3.   Υπό την επιφύλαξη του δικαίου της Ένωσης, ο μετέχων υποχρεούται να συμμετάσχει σε εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ και να συνδράμει στη διευκρίνιση των πραγματικών περιστατικών. Σε εποπτικές διαδικασίες της ΕΚΤ που κινούνται κατόπιν αιτήματος του μετέχοντος, σε ό,τι αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η ΕΚΤ μπορεί να περιορίσει την απαίτησή της έναντι του μετέχοντος στη γνωστοποίηση των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων.

Άρθρο 29

Αποδεικτικά στοιχεία στις εποπτικές διαδικασίες της ΕΚΤ

1.   Προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης, η ΕΚΤ χρησιμοποιεί αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, αφού εξετάσει δεόντως, θεωρεί ενδεδειγμένα.

2.   Υπό την επιφύλαξη του δικαίου της Ένωσης, οι μετέχοντες συνδράμουν την ΕΚΤ στην εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών τους οποίους θεσπίζει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά τις διαδικασίες επιβολής κυρώσεων, μαρτυρούν την αλήθεια για τα πραγματικά περιστατικά που γνωρίζουν.

3.   Η ΕΚΤ μπορεί να τάσσει στους μετέχοντες προθεσμία για την παροχή αποδεικτικών στοιχείων.

Άρθρο 30

Μάρτυρες και πραγματογνώμονες στις εποπτικές διαδικασίες της ΕΚΤ

1.   Η ΕΚΤ μπορεί να προβαίνει σε ακρόαση μαρτύρων και πραγματογνωμόνων, εφόσον το κρίνει αναγκαίο.

2.   Κατά τον ορισμό πραγματογνωμόνων, η ΕΚΤ καθορίζει τα καθήκοντά τους σε σχετική συμφωνία και τάσσει προθεσμίες για την υποβολή των εκθέσεών τους.

3.   Όταν η ΕΚΤ προβαίνει σε ακρόαση μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων, καταβάλλει σε αυτούς έξοδα μετακινήσεως και διαμονής, κατόπιν σχετικής αιτήσεώς τους. Με το πέρας της ακρόασης χορηγείται στους μάρτυρες αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη και στους πραγματογνώμονες η συμφωνημένη αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Τα σχετικά ποσά καταβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις που εφαρμόζει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις αποζημιώσεις και τις αμοιβές των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων, αντίστοιχα.

4.   Η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού ΕΕΜ να εμφανίζονται ως μάρτυρες στα γραφεία της ή σε οποιονδήποτε άλλον τόπο αυτή υποδεικνύει στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους. Σε περίπτωση που το ως άνω πρόσωπο είναι νομικό πρόσωπο, την υποχρέωση εμφάνισης κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη πρόταση υπέχουν τα φυσικά πρόσωπα που το εκπροσωπούν.

Άρθρο 31

Δικαίωμα ακρόασης

1.   Πριν από την έκδοση εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ η οποία απευθύνεται σε συγκεκριμένο μετέχοντα και είναι πιθανό να θίξει τα δικαιώματά του, πρέπει να δίνεται σε αυτόν η δυνατότητα να υποβάλει εγγράφως σχόλια στην ΕΚΤ σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική απόφαση της ΕΚΤ. Εφόσον το κρίνει σκόπιμο, η ΕΚΤ μπορεί να παρέχει στους μετέχοντες, στο πλαίσιο συνάντησης, τη δυνατότητα να υποβάλουν σχόλια για τα πραγματικά περιστατικά και τις ενστάσεις που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική απόφασή της. Η ειδοποίηση με την οποία η ΕΚΤ παρέχει στον μετέχοντα τη δυνατότητα υποβολής σχολίων αναφέρει την ουσία της εποπτικής απόφασης που πρόκειται να εκδώσει, καθώς και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση επί των οποίων η ΕΚΤ σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της. Δεν έχουν εφαρμογή στις ρυθμίσεις του τμήματος 1 του κεφαλαίου III του κανονισμού ΕΕΜ οι διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2.   Εφόσον η ΕΚΤ παρέχει στον μετέχοντα τη δυνατότητα υποβολής σχολίων για τα πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική της απόφαση στο πλαίσιο συνάντησης, η απουσία του δεν αποτελεί λόγο αναβολής της συνάντησης, εκτός εάν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Στην περίπτωση αυτή η ΕΚΤ μπορεί να αναβάλει τη συνάντηση ή να παράσχει στον μετέχοντα τη δυνατότητα να υποβάλει εγγράφως σχόλια για τα πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική απόφαση της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ τηρεί εγγράφως πρακτικά της συνάντησης, τα οποία υπογράφουν οι μετέχοντες και λαμβάνουν από την ΕΚΤ αντίγραφο των πρακτικών.

3.   Κατά κανόνα ο μετέχων έχει τη δυνατότητα να υποβάλει εγγράφως τα σχόλιά του εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την περιέλευση σε αυτόν έκθεσης σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση επί των οποίων η ΕΚΤ σκοπεύει να στηρίξει την εποπτική της απόφασης.

Κατόπιν αίτησης του μετέχοντα, η ΕΚΤ μπορεί να παρατείνει την προθεσμία κατά περίπτωση.

Σε ειδικές περιστάσεις η ΕΚΤ μπορεί να συντμήσει την προθεσμία σε τρεις εργάσιμες ημέρες. Η προθεσμία συντέμνεται επίσης σε τρεις εργάσιμες ημέρες στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 14 και 15 του κανονισμού ΕΕΜ.

4.   Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 5, η ΕΚΤ, εφόσον κρίνει αναγκαία την έκδοση επείγουσας απόφασης προκειμένου να προληφθεί σημαντική βλάβη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μπορεί να εκδώσει εποπτική απόφαση απευθυνόμενη σε συγκεκριμένο μετέχοντα, η οποία πιθανόν θίγει τα δικαιώματά του, χωρίς να παράσχει σε αυτόν τη δυνατότητα υποβολής σχολίων για τα πραγματικά περιστατικά, διατύπωσης ενστάσεων και της νομικής βάσης που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική της απόφαση πριν από την έκδοσή της.

5.   Εφόσον εκδοθεί επείγουσα εποπτική απόφαση της ΕΚΤ σύμφωνα με την παράγραφο 4, παρέχεται η δυνατότητα στον μετέχοντα να υποβάλει εγγράφως τα σχόλιά του για τα πραγματικά περιστατικά, να διατυπώσει τις ενστάσεις και τη νομική βάση που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική αυτή απόφαση χωρίς περιττή καθυστέρηση μετά την έκδοσή της. Κατά κανόνα ο μετέχων έχει τη δυνατότητα να υποβάλει εγγράφως τα σχόλιά του εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την περιέλευση σε αυτόν της εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ. Κατόπιν αίτησής του, η ΕΚΤ μπορεί να παρατείνει την προθεσμία, αλλά όχι πέραν του εξαμήνου. Η ΕΚΤ επανεξετάζει την εποπτική της απόφαση λαμβάνοντας υπόψη τα σχόλια του μετέχοντα και μπορεί να επιβεβαιώσει την απόφαση, να την ανακαλέσει, να την τροποποιήσει ή να την ανακαλέσει και να την αντικαταστήσει με νέα.

6.   Οι παράγραφοι 4 και 5 δεν εφαρμόζονται στις εποπτικές διαδικασίες της ΕΚΤ που αφορούν την επιβολή κυρώσεων κατά το άρθρο 18 του κανονισμού ΕΕΜ και του Μέρους X του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 32

Πρόσβαση σε φακέλους κατά τη διεξαγωγή εποπτικής διαδικασίας της ΕΚΤ

1.   Κατά τη διεξαγωγή των εποπτικών διαδικασιών της ΕΚΤ διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των εκάστοτε μετεχόντων. Για τον σκοπό αυτό οι μετέχοντες δικαιούνται να έχουν πρόσβαση στον φάκελο της ΕΚΤ μετά την έναρξη εποπτικής διαδικασίας της, υπό την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου φυσικών και νομικών προσώπων, πλην του μετέχοντα. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καταλαμβάνει εμπιστευτικές πληροφορίες. Οι ΕΑΑ προωθούν στην ΕΚΤ χωρίς περιττή καθυστέρηση κάθε αίτημα που λαμβάνουν όσον αφορά την πρόσβαση σε φακέλους που σχετίζονται με εποπτικές διαδικασίες της.

2.   Οι φάκελοι περιέχουν όλα τα έγγραφα που λαμβάνει, προσκομίζει ή συλλέγει η ΕΚΤ κατά την εποπτική διαδικασία, ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσης.

3.   Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζει την ΕΚΤ ή τις ΕΑΑ να γνωστοποιούν ή να χρησιμοποιούν πληροφορίες απαραίτητες για την απόδειξη παράβασης.

4.   Η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει ότι η πρόσβαση σε φάκελο χορηγείται με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους, λαμβανομένης υπόψη και της τεχνικής υποδομής που διαθέτουν οι μετέχοντες:

α)

με χρήση CD-ROM ή οποιασδήποτε άλλης συσκευής αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων όσων ενδέχεται να καταστούν διαθέσιμες στο μέλλον,

β)

με ταχυδρομική αποστολή αντιγράφων σε έντυπη μορφή του φακέλου στον οποίο ζητείται πρόσβαση,

γ)

με πρόσκληση των μετεχόντων για επιτόπια εξέταση του φακέλου στον οποίο ζητείται πρόσβαση, στα γραφεία της ΕΚΤ.

5.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εμπιστευτικές πληροφορίες περιλαμβάνουν εσωτερικά έγγραφα της ΕΚΤ και των ΕΕΑ και αλληλογραφία μεταξύ της ΕΚΤ και μιας ΕΕΑ ή μεταξύ των ΕΕΑ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εποπτικεσ αποφασεισ τησ εκτ

Άρθρο 33

Αιτιολογικό των εποπτικών αποφάσεων της ΕΚΤ

1.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι εποπτικές αποφάσεις της ΕΚΤ συνοδεύονται από έκθεση των λόγων που οδήγησαν στην έκδοσή τους.

2.   Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς λόγους επί των οποίων στηρίζει την εποπτική απόφασή της η ΕΚΤ.

3.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 31 παράγραφος 4, η ΕΚΤ στηρίζει την εποπτική απόφασή της μόνον σε πραγματικά περιστατικά και ενστάσεις επί των οποίων οι μετέχοντες είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν σχόλια.

Άρθρο 34

Ανασταλτικό αποτέλεσμα

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 278 ΣΛΕΕ και του άρθρου 24 παράγραφος 8 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίζει ότι η εφαρμογή εποπτικής απόφασής της αναστέλλεται: α) με σχετική μνεία στην εποπτική απόφασή της ή β) κατόπιν αιτήματος του αποδέκτη της, εκτός από τις περιπτώσεις υποβολής αιτήματος επανεξέτασης από το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης.

Άρθρο 35

Κοινοποίηση των εποπτικών αποφάσεων της ΕΚΤ

1.   Η ΕΚΤ μπορεί να κοινοποιήσει μια εποπτική απόφασή της στον μετέχοντα α) προφορικά, β) επιδίδοντας ή εγχειρίζοντας αντίγραφο της εποπτικής απόφασης, γ) με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, γ) με υπηρεσία ταχυμεταφοράς, ε) με τηλεομοιότυπο ή στ) ηλεκτρονικά, σύμφωνα με την παράγραφο 10.

2.   Εφόσον εκπρόσωπος εξουσιοδοτείται με γραπτή εντολή, η ΕΚΤ μπορεί να κοινοποιήσει σε αυτόν την εποπτική της απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές δεν υποχρεούται να κοινοποιήσει την εποπτική της απόφαση και στην εκπροσωπούμενη εποπτευόμενη οντότητα.

3.   Σε περίπτωση προφορικής κοινοποίησης μιας εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ, η κοινοποίηση προς τον αποδέκτη θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα εάν μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ ενημέρωσε α) το αρμόδιο φυσικό πρόσωπο, εφόσον ο αποδέκτης είναι φυσικό πρόσωπο, ή, β) εφόσον ο αποδέκτης είναι νομικό πρόσωπο, τον εκπρόσωπο νομικού προσώπου εξουσιοδοτημένο να παραλάβει την εποπτική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, μετά την προφορική κοινοποίηση διαβιβάζεται χωρίς περιττή καθυστέρηση στον αποδέκτη αντίγραφο της εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ.

4.   Σε περίπτωση κοινοποίησης της εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, η κοινοποίηση προς τον αποδέκτη θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα τη δέκατη ημέρα από την παράδοση της επιστολής στον πάροχο ταχυδρομικών υπηρεσιών, εκτός εάν αποδεικνύεται από την απόδειξη παραλαβής ότι η επιστολή παραλήφθηκε σε διαφορετική ημερομηνία.

5.   Σε περίπτωση κοινοποίησης της εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ με υπηρεσία ταχυμεταφοράς, η απόφαση θεωρείται ότι επιδόθηκε στον αποδέκτη τη δέκατη ημέρα από την παράδοσή της στην υπηρεσία ταχυμεταφοράς, εκτός εάν αποδεικνύεται από το έγγραφο παράδοσης της υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ότι η επιστολή παραλήφθηκε σε διαφορετική ημερομηνία.

6.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 4 και 5, η εποπτική απόφαση της ΕΚΤ πρέπει να απευθύνεται σε διεύθυνση κατάλληλη για επίδοση (έγκυρη διεύθυνση). Έγκυρη διεύθυνση αποτελεί:

α)

εφόσον πρόκειται για εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ που κινείται κατόπιν αιτήματος ή αίτησης του αποδέκτη εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ, η διεύθυνση που αυτός δηλώνει στο αίτημα ή την αίτησή του·

β)

εφόσον πρόκειται για εποπτευόμενη οντότητα, η τελευταία επαγγελματική διεύθυνση όπου βρίσκεται η κεντρική της διοίκηση, την οποία η ίδια έχει γνωστοποιήσει στην ΕΚΤ·

γ)

εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, η τελευταία διεύθυνση που έχει γνωστοποιηθεί στην ΕΚΤ και, εφόσον δεν έχει γνωστοποιηθεί τέτοια και το φυσικό πρόσωπο είναι εργαζόμενος, διοικητικό στέλεχος ή μέτοχος της εποπτευόμενης οντότητας, η επαγγελματική διεύθυνση της εποπτευόμενης οντότητας σύμφωνα με το στοιχείο β).

7.   Κάθε πρόσωπο που μετέχει σε εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ δηλώνει μια έγκυρη διεύθυνση στην τελευταία, κατόπιν σχετικού αιτήματος.

8.   Η ΕΚΤ μπορεί να απαιτήσει από μετέχοντα ο οποίος δεν είναι εγκατεστημένος ούτε κατοικεί σε κράτος μέλος να ορίσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος εξουσιοδοτημένο παραλήπτη ο οποίος κατοικεί ή διαθέτει επαγγελματική εγκατάσταση σε κράτος μέλος. Εφόσον, κατόπιν σχετικού αιτήματος, δεν ορίζεται εξουσιοδοτημένος παραλήπτης και, έως ότου οριστεί τέτοιος, τυχόν επιδόσεις γίνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 5 και 9 στη διεύθυνση του μετέχοντα που διαθέτει η ΕΚΤ.

9.   Σε περίπτωση που ο παραλήπτης εποπτικής απόφασης δήλωσε στην ΕΚΤ αριθμό τηλεομοιοτύπου, αυτή μπορεί να κοινοποιήσει την απόφασή της αποστέλλοντας αντίγραφο με τηλεομοιότυπο. Η απόφαση θεωρείται ότι κοινοποιήθηκε στον αποδέκτη εφόσον η ΕΚΤ έλαβε αποδεικτικό επιτυχούς αποστολής του τηλεομοιοτυπήματος.

10.   Η ΕΚΤ καθορίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων οι εποπτικές αποφάσεις της μπορούν να επιδίδονται με ηλεκτρονικά ή άλλα ανάλογα μέσα επικοινωνίας.

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ

Άρθρο 36

Αναφορά παραβάσεων

Οποιοδήποτε καλόπιστο πρόσωπο μπορεί να υποβάλει αναφορά απευθείας στην ΕΚΤ, εφόσον έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι με αυτή αποδεικνύονται παραβάσεις διατάξεων των νομικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού ΕΕΜ από πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή αρμόδιες αρχές (περιλαμβανομένης και της ίδιας της ΕΚΤ).

Άρθρο 37

Δέουσα προστασία σχετικά με τις αναφερόμενες παραβάσεις

1.   Η αναφορά που υποβάλλει καλόπιστα πρόσωπο για εικαζόμενες παραβάσεις διατάξεων των νομικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού ΕΕΜ από εποπτευόμενες οντότητες ή αρμόδιες αρχές αντιμετωπίζεται ως προστατευόμενη.

2.   Όλα τα προσωπικά στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο που υποβάλλει την αναφορά και το πρόσωπο που φέρεται ως υπεύθυνος για την παράβαση προστατεύονται με βάση το εκάστοτε ισχύον πλαίσιο της Ένωσης για την προστασία δεδομένων.

3.   Η ΕΚΤ δεν αποκαλύπτει την ταυτότητα του προσώπου που υποβάλλει αναφορά χωρίς την προηγούμενη ρητή συναίνεσή του, εκτός εάν αυτό απαιτείται βάσει διάταξης δικαστηρίου στο πλαίσιο διεξαγωγής περαιτέρω ερευνών ή επακόλουθης ένδικης διαδικασίας.

Άρθρο 38

Διαδικασίες παρακολούθησης των αναφορών

1.   Η ΕΚΤ αξιολογεί όλες τις αναφορές που αφορούν σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες. Η ΕΚΤ αξιολογεί αναφορές που αφορούν λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες όσον αφορά παραβάσεις κανονισμών ή αποφάσεών της. Στην τελευταία περίπτωση, οι ΕΑΑ που λαμβάνουν τέτοιες αναφορές τις προωθούν στην ΕΚΤ χωρίς να αποκαλύπτουν την ταυτότητα του προσώπου που τις υπέβαλε, εκτός εάν το τελευταίο παρέχει τη ρητή συναίνεσή του.

2.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η ΕΚΤ προωθεί στην οικεία ΕΑΑ αναφορά που σχετίζεται με λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα, χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητα του προσώπου που την υπέβαλε, εκτός εάν το τελευταίο παρέχει τη ρητή συναίνεσή του.

3.   Η ΕΚΤ ανταλλάσσει πληροφορίες με τις ΕΑΑ: α) προκειμένου να εξακριβώσει εάν οι αναφορές απεστάλησαν τόσο στην ΕΚΤ όσο και στην ΕΑΑ, αλλά και για να συντονίσει τις απαιτούμενες ενέργειες, και β) προκειμένου να ενημερωθεί για την τύχη των αναφορών που προωθήθηκαν στις ΕΑΑ.

4.   Η ΕΚΤ κάνει χρήση εύλογης διακριτικής ευχέρειας όταν αποφασίζει για τον τρόπο αξιολόγησης των αναφορών που λαμβάνει και τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί.

5.   Στην περίπτωση εικαζόμενων παραβάσεων από εποπτευόμενες οντότητες, αυτές παρέχουν στην ΕΚΤ κάθε πληροφορία και έγγραφο προκειμένου να αξιολογήσει τις σχετικές αναφορές που λαμβάνει.

6.   Στην περίπτωση εικαζόμενων παραβάσεων από αρμόδιες αρχές, πλην της ΕΚΤ, η τελευταία ζητά από αυτές να υποβάλουν σχόλια σχετικά με τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά.

7.   Στην ετήσια έκθεσή της κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ παρέχει πληροφορίες για τις αναφορές που έλαβε σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, κατά τρόπο ώστε να μην μπορούν να ταυτοποιηθούν επιμέρους εποπτευόμενες οντότητες ή πρόσωπα.

ΜΕΡΟΣ IV

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΟΝΤΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ Ή ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ

ΤΙΤΛΟΣ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΜΙΑΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΟΝΤΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ Ή ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ

Άρθρο 39

Χαρακτηρισμός μιας εποπτευόμενης οντότητας ως σημαντικής σε μεμονωμένη βάση

1.   Μια εποπτευόμενη οντότητα θεωρείται σημαντική εφόσον έτσι κρίνει η ΕΚΤ σε απόφαση απευθυνόμενη προς αυτήν σύμφωνα με τα άρθρα 43 έως 49, αιτιολογώντας την απόφασή της.

2.   Μια εποπτευόμενη οντότητα παύει να χαρακτηρίζεται σημαντική εφόσον η ΕΚΤ κρίνει σε απόφασή της απευθυνόμενη προς αυτήν ότι η εν λόγω οντότητα είναι λιγότερο σημαντική ή ότι παύει να είναι εποπτευόμενη οντότητα, αιτιολογώντας την απόφασή της.

3.   Μια εποπτευόμενη οντότητα μπορεί να χαρακτηριστεί σημαντική με βάση οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το μέγεθός της, όπως αυτό καθορίζεται με βάση τα άρθρα 50 έως 55 (εφεξής «κριτήριο του μεγέθους»)·

β)

τη σημασία της για την οικονομία της Ένωσης ή ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους, όπως αυτή καθορίζεται με βάση τα άρθρα 56 έως 58 (εφεξής «κριτήριο της οικονομικής σημασίας»)·

γ)

τη σημασία της σε σχέση με τις διασυνοριακές δραστηριότητες, όπως αυτή καθορίζεται με βάση τα άρθρα 59 και 60 (εφεξής «κριτήριο των διασυνοριακών δραστηριοτήτων»)·

δ)

το αίτημα χορήγησης άμεσης δημόσιας χρηματοπιστωτικής συνδρομής ή τη λήψη τέτοιας συνδρομής από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), όπως καθορίζεται με βάση τα άρθρα 61 έως 64 (εφεξής «κριτήριο της άμεσης δημόσιας χρηματοπιστωτικής συνδρομής»)·

ε)

το γεγονός ότι η εποπτευόμενη οντότητα συγκαταλέγεται μεταξύ των τριών πιο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους, όπως αυτά προσδιορίζονται με βάση τα άρθρα 65 και 66.

4.   Οι σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες εποπτεύονται άμεσα από την ΕΚΤ, εκτός εάν ειδικές περιστάσεις δικαιολογούν την εποπτεία τους από την οικεία ΕΑΑ σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου 9 του παρόντος μέρους.

5.   Η ΕΚΤ εποπτεύει άμεσα μια λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή έναν λιγότερο σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο βάσει απόφασής της που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού ΕΕΜ κατά τρόπον ώστε η ίδια να ασκεί άμεσα όλες τις σχετικές εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ. Για τους σκοπούς του ΕΕΜ η ως άνω λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή ο ως άνω λιγότερο σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος χαρακτηρίζεται σημαντική ή σημαντικός.

6.   Πριν από τη λήψη των αποφάσεων της ΕΚΤ του παρόντος άρθρου, η ΕΚΤ διαβουλεύεται με τις οικείες ΕΑΑ. Κάθε απόφαση της ΕΚΤ κατά το παρόν άρθρο κοινοποιείται και σε αυτές.

Άρθρο 40

Χαρακτηρισμός εποπτευόμενων οντοτήτων που ανήκουν σε όμιλο ως σημαντικών

1.   Εάν μία ή περισσότερες εποπτευόμενες οντότητες ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο, τα κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας τους καθορίζονται στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις των τίτλων 3 έως 7 του Μέρους IV.

2.   Καθεμία από τις εποπτευόμενες οντότητες που ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο θεωρείται σημαντική εποπτευόμενη οντότητα εφόσον συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

ο εποπτευόμενος όμιλος στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησής του στα συμμετέχοντα κράτη μέλη πληροί το κριτήριο του μεγέθους, το κριτήριο της οικονομικής σημασίας ή το κριτήριο των διασυνοριακών δραστηριοτήτων·

β)

μία από τις εποπτευόμενες οντότητες που ανήκουν στον εποπτευόμενο όμιλο πληροί το κριτήριο της άμεσης δημόσιας χρηματοπιστωτικής συνδρομής·

γ)

μία από τις εποπτευόμενες οντότητες που ανήκουν στον εποπτευόμενο όμιλο συγκαταλέγεται μεταξύ των τριών πιο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους.

3.   Σε περίπτωση που κρίνεται ότι ένας εποπτευόμενος όμιλος καθίσταται σημαντικός ή ότι παύει να είναι σημαντικός, η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση για τον χαρακτηρισμό ή τον αποχαρακτηρισμό του ως σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, αντίστοιχα, ορίζει δε τις ημερομηνίες έναρξης και παύσης της άσκησης από την ίδια άμεσης εποπτείας επί κάθε εποπτευόμενης οντότητας του συγκεκριμένου εποπτευόμενου ομίλου βάσει των κριτηρίων και διαδικασιών του άρθρου 39.

Άρθρο 41

Ειδικές διατάξεις σχετικές με υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, όλα τα υποκαταστήματα τα οποία ανοίγει στο ίδιο συμμετέχον κράτος μέλος πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε μη συμμετέχον κράτος μέλος θεωρούνται ενιαία εποπτευόμενη οντότητα.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα υποκαταστήματα που ανοίγει σε διαφορετικά συμμετέχοντα κράτη μέλη πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε μη συμμετέχον κράτος μέλος αντιμετωπίζονται μεμονωμένα ως διακριτές εποπτευόμενες οντότητες.

3.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, όταν κρίνεται εάν πληρούται οποιοδήποτε από τα κριτήρια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ, τα υποκαταστήματα πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος αξιολογούνται μεμονωμένα ως διακριτές εποπτευόμενες οντότητες, και μάλιστα ξεχωριστά από τις θυγατρικές του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 42

Ειδικές διατάξεις σχετικές με θυγατρικές πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη και τρίτες χώρες

1.   Όταν κρίνεται εάν πληρούται οποιοδήποτε από τα κριτήρια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ, θυγατρικές εγκατεστημένες σε ένα ή περισσότερα συμμετέχοντα κράτη μέλη πιστωτικού ιδρύματος που έχει την κεντρική διοίκησή του σε μη συμμετέχον κράτος μέλος ή τρίτη χώρα αξιολογούνται ξεχωριστά από τα υποκαταστήματα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος.

2.   Όταν κρίνεται εάν πληρούται οποιοδήποτε από τα κριτήρια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ, οι ακόλουθες θυγατρικές αξιολογούνται ξεχωριστά:

α)

αυτές οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε συμμετέχον κράτος μέλος,

β)

αυτές οι οποίες ανήκουν σε όμιλο του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την κεντρική διοίκησή της σε μη συμμετέχον κράτος μέλος ή τρίτη χώρα, και

γ)

αυτές οι οποίες δεν ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο συμμετεχόντων κρατών μελών.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΩΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Χαρακτηρισμοσ εποπτευομενησ οντοτητασ ωσ σημαντικησ

Άρθρο 43

Επανεξέταση της ιδιότητας εποπτευόμενης οντότητας

1.   Εκτός εάν άλλως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ επανεξετάζει τουλάχιστον σε ετήσια βάση εάν μία σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή ένας σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος εξακολουθεί να πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ.

2.   Εκτός εάν άλλως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, κάθε ΕΑΑ επανεξετάζει τουλάχιστον σε ετήσια βάση εάν μια λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή ένας λιγότερο σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ. Στην περίπτωση λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου, την εν λόγω επανεξέταση διενεργεί η οικεία ΕΑΑ του συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση, προσδιοριζόμενη στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

3.   Η ΕΚΤ μπορεί οποτεδήποτε και αφού λάβει σχετικές πληροφορίες, ειδικότερα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 52, να επανεξετάζει α) εάν μια εποπτευόμενη οντότητα πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ και β) εάν μια σημαντική εποπτευόμενη οντότητα παύει να πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ.

4.   Εάν μια ΕΑΑ εκτιμά ότι μια λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή ένας λιγότερο σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ, ενημερώνει την ΕΚΤ χωρίς περιττή καθυστέρηση.

5.   Η ΕΚΤ και η οικεία ΕΑΑ, κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε από αυτές, συνεργάζονται προκειμένου να κρίνουν εάν πληρούται οποιοδήποτε από τα κριτήρια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ όσον αφορά μια εποπτευόμενη οντότητα ή έναν εποπτευόμενο όμιλο.

6.   Εάν η ΕΚΤ α) αποφασίσει να αναλάβει την άμεση εποπτεία μιας εποπτευόμενης οντότητας ή ενός εποπτευόμενου ομίλου ή β) αποφασίσει ότι πρέπει να παύσει να ασκεί η ίδια την άμεση εποπτεία επί μιας εποπτευόμενης οντότητας ή ενός εποπτευόμενου ομίλου, αυτή και η οικεία ΕΑΑ συνεργάζονται προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή μεταβίβαση των εποπτικών αρμοδιοτήτων. Συγκεκριμένα, η ΕΑΑ συντάσσει έκθεση σχετικά με το εποπτικό ιστορικό και το προφίλ κινδύνου της εποπτευόμενης οντότητας όταν την άμεση εποπτεία αυτής αναλαμβάνει η ΕΚΤ, ενώ την εν λόγω έκθεση συντάσσει η ΕΚΤ όταν αρμόδια για την εποπτεία της εν λόγω οντότητας καθίσταται η οικεία ΕΑΑ.

7.   Η ΕΚΤ κρίνει εάν μια εποπτευόμενη οντότητα ή ένας εποπτευόμενος όμιλος είναι σημαντική/σημαντικός με βάση τα κριτήρια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ, και μάλιστα κατά τη σειρά παράθεσής τους στο εν λόγω άρθρο, ήτοι: α) το μέγεθος, β) τη σημασία για την οικονομία της Ένωσης ή ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους, γ) το φάσμα διασυνοριακών δραστηριοτήτων, δ) το αίτημα για άμεση δημόσια χρηματοπιστωτική συνδρομή ή τη λήψη τέτοιας συνδρομής από τον ΕΜΣ, ε) το γεγονός ότι η εν λόγω οντότητα ή ο όμιλος συγκαταλέγεται μεταξύ των τριών πιο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων συμμετέχοντος κράτους μέλους.

Άρθρο 44

Διαδικασία που εφαρμόζεται κατά τον προσδιορισμό της σημασίας εποπτευόμενης οντότητας

1.   Η ΕΚΤ εφαρμόζει τους διαδικαστικούς κανόνες του Τίτλου 2 του Μέρους III του παρόντος κανονισμού, όταν λαμβάνει αποφάσεις σε σχέση με τον προσδιορισμό εποπτευόμενης οντότητας ή εποπτευόμενου ομίλου ως σημαντικού κατά το παρόν Μέρος.

2.   Εντός του χρονικού πλαισίου που καθορίζεται στο άρθρο 45, η ΕΚΤ κοινοποιεί εγγράφως στις οικείες εποπτευόμενες οντότητες απόφασή της σχετικά με τον χαρακτηρισμό μιας εποπτευόμενης οντότητας ή ενός εποπτευόμενου ομίλου ως σημαντικής/σημαντικού. Την ίδια απόφαση κοινοποιεί και στην οικεία ΕΑΑ. Όσον αφορά εποπτευόμενες οντότητες οι οποίες αποτελούν μέρος εποπτευόμενου ομίλου, η ΕΚΤ κοινοποιεί την απόφασή της στην εποπτευόμενη οντότητα στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και διασφαλίζει ότι όλες οι εποπτευόμενες οντότητες που ανήκουν στον σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο έχουν δεόντως ενημερωθεί.

3.   Όσον αφορά εποπτευόμενες οντότητες στις οποίες η ΕΚΤ δεν έχει κοινοποιήσει απόφαση της παραγράφου 1, ο κατάλογος που αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 2 εξυπηρετεί τους σκοπούς της κοινοποίησης του χαρακτηρισμού τους ως λιγότερο σημαντικών.

4.   Η ΕΚΤ παρέχει στις οικείες εποπτευόμενες οντότητες τη δυνατότητα να υποβάλλουν εγγράφως παρατηρήσεις πριν από την έκδοση απόφασης κατά την παράγραφο 1.

5.   Επίσης, η ΕΚΤ παρέχει στις οικείες ΕΑΑ τη δυνατότητα, σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 6, να υποβάλλουν εγγράφως παρατηρήσεις και σχόλια που εξετάζει δεόντως η ίδια.

6.   Μια εποπτευόμενη οντότητα ή ένας εποπτευόμενος όμιλος χαρακτηρίζεται ως σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος, αντίστοιχα, από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης της ΕΚΤ η οποία ορίζει ότι πρόκειται για σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή για σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εναρξη και παυση αμεσησ εποπτειασ απο την εκτ

Άρθρο 45

Έναρξη άμεσης εποπτείας από την ΕΚΤ

1.   Η ΕΚΤ καθορίζει σε απόφασή της την ημερομηνία κατά την οποία αναλαμβάνει την άμεση εποπτεία μιας εποπτευόμενης οντότητας που χαρακτηρίστηκε ως σημαντική ή ενός εποπτευόμενου ομίλου που χαρακτηρίστηκε ως σημαντικός. Η εν λόγω απόφαση μπορεί να ταυτίζεται με εκείνη του άρθρου 44 παράγραφος 2. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η ΕΚΤ κοινοποιεί τη συγκεκριμένη απόφασή της στις οικείες εποπτευόμενες οντότητες τουλάχιστον έναν μήνα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία αναλαμβάνει την άμεση εποπτεία τους.

2.   Σε περίπτωση που η ΕΚΤ αναλαμβάνει την άμεση εποπτεία μιας εποπτευόμενης οντότητας ή ενός εποπτευόμενου ομίλου με βάση αίτημα για άμεση δημόσια χρηματοπιστωτική συνδρομή ή λήψη τέτοιας συνδρομής από τον ΕΜΣ, κοινοποιεί την απόφαση της παραγράφου 1 στις οικείες εποπτευόμενες οντότητες σε εύθετο χρόνο, και πάντως τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία αναλαμβάνει την άμεση εποπτεία τους.

3.   Η ΕΚΤ διαβιβάζει στις οικείες ΕΑΑ αντίγραφα των αποφάσεων της παραγράφου 1.

4.   Η ΕΚΤ αναλαμβάνει την άμεση εποπτεία μιας εποπτευόμενης οντότητας ή ενός εποπτευόμενου ομίλου το αργότερο δώδεκα μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης προς αυτή ή προς τον εποπτευόμενο όμιλο της εποπτικής της απόφασης κατά το άρθρο 44 παράγραφος 2.

5.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, στην περίπτωση εποπτευόμενου ομίλου, η ΕΚΤ κοινοποιεί την απόφασή της στην εποπτευόμενη οντότητα στο υψηλότερο επίπεδο της ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και διασφαλίζει ότι όλες οι εποπτευόμενες οντότητες εντός του ομίλου έχουν δεόντως ενημερωθεί μέχρι τη σχετική προθεσμία.

Άρθρο 46

Παύση άμεσης εποπτείας από την ΕΚΤ

1.   Εφόσον η ΕΚΤ αποφασίσει ότι θα παύσει να εποπτεύει άμεσα μια εποπτευόμενη οντότητα ή έναν εποπτευόμενο όμιλο, εκδίδει απόφαση απευθυνόμενη στην οικεία εποπτική οντότητα. Στην απόφαση καθορίζονται οι λόγοι και η ημερομηνία παύσης της άμεσης εποπτείας. Η ΕΚΤ εκδίδει την απόφασή της τουλάχιστον έναν μήνα πριν από την ημερομηνία παύσης της άμεσης εποπτείας και διαβιβάζει αντίγραφό της και στις οικείες ΕΑΑ. Η παράγραφος 5 του άρθρου 45 εφαρμόζεται αναλόγως.

2.   Πριν από την έκδοση απόφασης κατά την παράγραφο 1, η ΕΚΤ παρέχει στις οικείες εποπτευόμενες οντότητες τη δυνατότητα να υποβάλλουν εγγράφως παρατηρήσεις.

3.   Η απόφαση της ΕΚΤ που καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία θα παύσει η άμεση εποπτεία μιας εποπτευόμενης οντότητας από την ίδια μπορεί να εκδοθεί μαζί με την απόφαση που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη οντότητα ως λιγότερο σημαντική.

Άρθρο 47

Λόγοι παύσης της άμεσης εποπτείας από την ΕΚΤ

1.   Σε περίπτωση σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, η οποία χαρακτηρίζεται ως τέτοια με βάση α) το μέγεθός της, β) τη σημασία της για την οικονομία της Ένωσης ή ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους ή γ) το φάσμα των διασυνοριακών δραστηριοτήτων της ή επειδή ανήκει σε εποπτευόμενο όμιλο που πληροί ένα τουλάχιστον από τα ανωτέρω κριτήρια, η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση με την οποία αποχαρακτηρίζεται η εν λόγω οντότητα ως σημαντική και παύει η άσκηση άμεσης εποπτείας επ’ αυτής, εφόσον για τρία συναπτά ημερολογιακά έτη δεν ικανοποιήθηκε κανένα από τα κριτήρια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ είτε σε μεμονωμένη βάση είτε σε επίπεδο εποπτευόμενου ομίλου στον οποίο ανήκει η εποπτευόμενη οντότητα.

2.   Στην περίπτωση σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, η οποία χαρακτηρίζεται ως τέτοια λόγω του ότι ζητήθηκε άμεση δημόσια χρηματοπιστωτική συνδρομή από τον ΕΜΣ α) για την ίδια, β) για τον εποπτευόμενο όμιλο στον οποίο ανήκει ή γ) για οποιαδήποτε εποπτευόμενη οντότητα του συγκεκριμένου ομίλου η οποία δεν είναι σημαντική για άλλους λόγους, η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση με την οποία αποχαρακτηρίζεται η εν λόγω οντότητα ως σημαντική και παύει η άσκηση άμεσης εποπτείας επ’ αυτής, εφόσον το αίτημα για άμεση δημόσια χρηματοπιστωτική συνδρομή δεν ικανοποιήθηκε, η συνδρομή επεστράφη στο ακέραιο ή έληξε. Σε περίπτωση επιστροφής ή λήξης της άμεσης δημόσιας χρηματοπιστωτικής συνδρομής, η ως άνω απόφαση μπορεί να ληφθεί μόνον μετά την πάροδο τριών ημερολογιακών ετών από την επιστροφή στο ακέραιο ή τη λήξη της συνδρομής.

3.   Στην περίπτωση σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, η οποία χαρακτηρίζεται ως τέτοια λόγω του ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των τριών πιο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους, όπως αυτά προσδιορίζονται με βάση τα άρθρα 65 έως 66, ή ανήκει σε εποπτευόμενο όμιλο τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος, και η οποία δεν είναι σημαντική για άλλους λόγους, η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση με την οποία αποχαρακτηρίζεται η εν λόγω οντότητα ως σημαντική και παύει η άσκηση άμεσης εποπτείας επ’ αυτής, εφόσον για τρία συναπτά ημερολογιακά έτη η εποπτευόμενη οντότητα δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των τριών πιο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους.

4.   Στην περίπτωση εποπτευόμενης οντότητας, η οποία εποπτεύεται άμεσα από την ΕΚΤ βάσει απόφασης που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού ΕΕΜ και η οποία δεν είναι σημαντική για άλλους λόγους, η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση με την οποία παύει η άσκηση άμεσης εποπτείας επ’ αυτής, εφόσον κατά τα περιθώρια εύλογης εκτίμησης της ίδιας η άμεση εποπτεία παύει να είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων.

Άρθρο 48

Εκκρεμείς διαδικασίες

1.   Σε περίπτωση που επίκειται μεταβολή στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΚΤ και μιας ΕΑΑ, η αρχή της οποίας η αρμοδιότητα πρόκειται να παύσει (εφεξής η «αρχή που καθίσταται αναρμόδια») ενημερώνει την αρχή η οποία καθίσταται αρμόδια (εφεξής η «διάδοχη εποπτική αρχή») για κάθε εποπτική διαδικασία που κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις και απαιτεί την έκδοση απόφασης. Η αρχή που καθίσταται αναρμόδια παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες αμέσως μόλις λάβει γνώση της επικείμενης μεταβολής αρμοδιοτήτων. Η ίδια παρέχει σε συνεχή βάση, και κατά κανόνα μηνιαίως, κάθε νέα πληροφορία που είναι άξια αναφοράς σχετικά με ορισμένη εποπτική διαδικασία. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις η διάδοχη εποπτική αρχή μπορεί να επιτρέπει την παροχή των πληροφοριών σε λιγότερο συχνή βάση. Για τους σκοπούς των άρθρων 48 και 49, με τον όρο «εποπτική διαδικασία» νοείται εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ ή εποπτική διαδικασία ΕΑΑ.

Πριν από τη μεταβολή στην άσκηση των αρμοδιοτήτων, η αρχή που καθίσταται αναρμόδια επικοινωνεί χωρίς περιττή καθυστέρηση με τη διάδοχη εποπτική αρχή μετά την κίνηση, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις, τυχόν νέας εποπτικής διαδικασίας που απαιτεί την έκδοση απόφασης.

2.   Σε περίπτωση μεταβολής στην άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων, η αρχή που καθίσταται αναρμόδια καταβάλλει προσπάθειες να ολοκληρώσει κάθε εκκρεμή εποπτική διαδικασία που απαιτεί την έκδοση απόφασης πριν από την ημερομηνία κατά την οποία πρόκειται να επέλθει η μεταβολή των εποπτικών αρμοδιοτήτων.

3.   Σε περίπτωση που μια εποπτική διαδικασία η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις και απαιτεί την έκδοση απόφασης δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πριν από την ημερομηνία μεταβολής στην άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων, η αρχή που καθίσταται αναρμόδια παραμένει αρμόδια για την ολοκλήρωση της εκκρεμούς εποπτικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτό διατηρεί και όλες τις σχετικές εξουσίες έως ότου ολοκληρωθεί η εποπτική διαδικασία, ολοκληρώνει δε την εκκρεμή εποπτική διαδικασία σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο και με βάση τις εξουσίες που έχει διατηρήσει. H ίδια αρχή, προτού λάβει οποιαδήποτε απόφαση στο πλαίσιο εποπτικής διαδικασίας η οποία ήταν εκκρεμής πριν από τη μεταβολή στην άσκηση των αρμοδιοτήτων, ενημερώνει τη διάδοχη εποπτική αρχή στην οποία παρέχει αντίγραφο της ληφθείσας απόφασης και κάθε σχετικό έγγραφο.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, η ΕΚΤ μπορεί, εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της αξιολόγησής της όσον αφορά τη σχετική εποπτική διαδικασία που κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις, και σε διαβούλευση με την οικεία ΕΑΑ, να αποφασίσει να αναλάβει την οικεία εποπτική διαδικασία. Εφόσον για λόγους που άπτονται του εθνικού δικαίου απαιτείται η λήψη απόφασης της ΕΚΤ πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αξιολόγησης του προηγούμενου εδαφίου, η ΕΑΑ παρέχει στην ΕΚΤ τις αναγκαίες πληροφορίες και καθορίζει ιδίως το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου η τελευταία πρέπει να αποφασίσει εάν προτίθεται να αναλάβει τη διαδικασία. Σε περίπτωση που η ΕΚΤ αναλάβει την εποπτική διαδικασία, κοινοποιεί στην ΕΑΑ και στους μετέχοντες τη σχετική απόφασή της. Η ΕΚΤ καθορίζει στην απόφασή της τις επιπτώσεις ανάληψης τέτοιας εποπτικής διαδικασίας.

5.   Η ΕΚΤ και η οικεία ΕΑΑ συνεργάζονται όσον αφορά την ολοκλήρωση τυχόν εκκρεμούς διαδικασίας και μπορούν να ανταλλάσσουν κάθε σχετική πληροφορία για τον σκοπό αυτό.

6.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις κοινές διαδικασίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Καταλογοσ εποπτευομενων οντοτητων

Άρθρο 49

Δημοσίευση

1.   Η ΕΚΤ δημοσιεύει κατάλογο με την επωνυμία κάθε εποπτευόμενης οντότητας και εποπτευόμενου ομίλου που εποπτεύεται άμεσα από αυτήν, αναφέροντας, κατά περίπτωση, τον εποπτευόμενο όμιλο στον οποίο ανήκει μια εποπτευόμενη οντότητα, και τη νομική βάση στην οποία στηρίζεται η άμεση εποπτεία. Ο κατάλογος αναφέρει τη συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού της εποπτευόμενης οντότητας ή του εποπτευόμενου ομίλου σε περίπτωση χαρακτηρισμού τους ως σημαντικών βάσει του κριτηρίου του μεγέθους. Η ΕΚΤ δημοσιεύει επίσης τις επωνυμίες των εποπτευόμενων οντοτήτων οι οποίες, αν και πληρούν κριτήριο του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ και, επομένως, θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται σημαντικές, θεωρούνται λιγότερο σημαντικές από την ίδια λόγω της συνδρομής των ειδικών περιστάσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του τίτλου 9 του μέρους IV και, συνεπώς, δεν εποπτεύονται άμεσα από την ΕΚΤ.

2.   Η ΕΚΤ δημοσιεύει κατάλογο με την επωνυμία κάθε εποπτευόμενης οντότητας που εποπτεύεται από ΕΑΑ και την επωνυμία της οικείας ΕΑΑ.

3.   Οι κατάλογοι των παραγράφων 1 και 2 δημοσιεύονται ηλεκτρονικά και είναι προσβάσιμοι μέσω του δικτυακού τόπου της ΕΚΤ.

4.   Οι κατάλογοι των παραγράφων 1 και 2 ενημερώνονται τακτικά.

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ

Άρθρο 50

Προσδιορισμός της σημασίας βάσει του μεγέθους

1.   Ο προσδιορισμός της σημασίας μιας εποπτευόμενης οντότητας ή ενός εποπτευόμενου ομίλου με βάση το κριτήριο του μεγέθους γίνεται με αναφορά στη συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού τους.

2.   Μια εποπτευόμενη οντότητα ή ένας εποπτευόμενος όμιλος χαρακτηρίζεται ως σημαντική/σημαντικός, εάν η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της/του υπερβαίνει τα 30 δισεκατ. ευρώ (εφεξής το «όριο του μεγέθους»).

Άρθρο 51

Αφετηρία για τον προσδιορισμό της σημασίας εποπτευόμενης οντότητας με βάση το μέγεθος

1.   Εάν η εποπτευόμενη οντότητα ανήκει σε εποπτευόμενο όμιλο, η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού της προσδιορίζεται με βάση τα ενοποιημένα στοιχεία τέλους του έτους του εποπτευόμενου ομίλου, τα οποία παρέχονται για τους σκοπούς προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

2.   Εάν το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τα στοιχεία της παραγράφου 1, η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού προσδιορίζεται με βάση τους πιο πρόσφατους ελεγμένους ενοποιημένους ετήσιους λογαριασμούς που καταρτίζονται σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, όπως ισχύουν στην Ένωση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) και, εφόσον οι εν λόγω ετήσιοι λογαριασμοί δεν είναι διαθέσιμοι, με βάση τους ενοποιημένους ετήσιους λογαριασμούς που καταρτίζονται σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική λογιστική νομοθεσία.

3.   Εάν η εποπτευόμενη οντότητα δεν ανήκει σε ενοποιημένο όμιλο, η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού της προσδιορίζεται με βάση τα στοιχεία τέλους του έτους που η ίδια παρέχει για τους σκοπούς προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

4.   Εάν το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού δεν μπορεί να προσδιοριστεί με χρήση των στοιχείων της παραγράφου 3, η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού προσδιορίζεται με βάση τους πιο πρόσφατους ελεγμένους ετήσιους λογαριασμούς που καταρτίζονται σύμφωνα με τα ΔΛΠ, όπως ισχύουν στην Ένωση βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, και, εφόσον οι εν λόγω ετήσιοι λογαριασμοί δεν είναι διαθέσιμοι, με βάση τους ετήσιους λογαριασμούς που καταρτίζονται σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική λογιστική νομοθεσία.

5.   Εάν η εποπτευόμενη οντότητα αποτελεί υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού της προσδιορίζεται με βάση τα στατιστικά στοιχεία που παρέχονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 25/2009 (ΕΚΤ/2008/32) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (13).

Άρθρο 52

Αφετηρία για τον προσδιορισμό της σημασίας με βάση το μέγεθος σε ειδικές ή εξαιρετικές περιστάσεις

1.   Εάν σημειωθεί εξαιρετική ουσιώδης μεταβολή στις περιστάσεις, η οποία είναι κρίσιμη για τον προσδιορισμό της σημασίας μιας λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας με βάση το κριτήριο του μεγέθους, η οικεία ΕΑΑ επανεξετάζει εάν εξακολουθεί να τηρείται το όριο του μεγέθους.

Εάν σημειωθεί τέτοια μεταβολή όσον αφορά μια σημαντική εποπτευόμενη οντότητα, η ΕΚΤ επανεξετάζει το κατά πόσο εξακολουθεί να τηρείται το όριο του μεγέθους.

Μια εξαιρετική ουσιώδης μεταβολή στις περιστάσεις που είναι σημαντική για τον προσδιορισμό της σημασίας με βάση το κριτήριο του μεγέθους έγκειται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα: α) στη συγχώνευση δύο ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων, β) στην πώληση ή μεταβίβαση ουσιώδους κλάδου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, γ) στη μεταβίβαση μετοχών πιστωτικού ιδρύματος με αποτέλεσμα αυτό να μην ανήκει πλέον στον εποπτευόμενο όμιλο στον οποίο ανήκε πριν από την πώληση, δ) στην τελική απόφαση για τη διεξαγωγή συντεταγμένης εκκαθάρισης της εποπτευόμενης οντότητας (ή ομίλου), ε) σε ανάλογες πραγματικές περιστάσεις.

2.   Μια λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα και, στην περίπτωση λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου, η λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη ενημερώνουν την οικεία ΕΑΑ για οποιαδήποτε από τις μεταβολές της παραγράφου 1.

Μια σημαντική εποπτευόμενη οντότητα και, στην περίπτωση σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου, η εποπτευόμενη οντότητα στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη ενημερώνουν την ΕΚΤ για οποιαδήποτε από τις μεταβολές της παραγράφου 1.

3.   Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα των τριών ετών του άρθρου 47 παράγραφος 1 έως 3, και στην περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, η ΕΚΤ, σε διαβούλευση με τις ΕΑΑ, αποφασίζει εάν οι επηρεαζόμενες εποπτευόμενες οντότητες είναι σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές, καθώς και για την ημερομηνία κατά την οποία την εποπτεία θα αρχίσουν να ασκούν η ΕΚΤ ή οι ΕΑΑ.

Άρθρο 53

Όμιλοι ενοποιημένων επιχειρήσεων

1.   Για τον προσδιορισμό της σημασίας με βάση το κριτήριο του μεγέθους, ο εποπτευόμενος όμιλος ενοποιημένων επιχειρήσεων περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις που πρέπει να ενοποιηθούν για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης.

2.   Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της σημασίας με βάση το κριτήριο του μεγέθους ο εποπτευόμενος όμιλος ενοποιημένων επιχειρήσεων περιλαμβάνει θυγατρικές και υποκαταστήματα που λειτουργούν σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη και τρίτες χώρες.

Άρθρο 54

Μέθοδος ενοποίησης

Η μέθοδος ενοποίησης είναι αυτή που ισχύει με βάση τη νομοθεσία της Ένωσης για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας.

Άρθρο 55

Μέθοδος υπολογισμού του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό της σημασίας ενός πιστωτικού ιδρύματος με βάση το κριτήριο του μεγέθους, η «συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού» εξάγεται από το στοιχείο «σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού» του ισολογισμού που καταρτίζεται με βάση τη νομοθεσία της Ένωσης για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας.

ΤΙΤΛΟΣ 4

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Ή ΕΝΟΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ

Άρθρο 56

Όριο εθνικής οικονομικής σημασίας

Μια εποπτευόμενη οντότητα η οποία είναι εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος ή ένας εποπτευόμενος όμιλος του οποίου η μητρική επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος χαρακτηρίζεται ως σημαντική/σημαντικός με βάση τη σημασία της/του για την οικονομία του οικείου συμμετέχοντος κράτους μέλους εφόσον:

Formula
(όριο εθνικής οικονομικής σημασίας)

και

A ≥ 5 δισεκατ. ευρώ

όπου

A

η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού που προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 51 έως 55 για δεδομένο ημερολογιακό έτος, και

B

το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε αγοραίες τιμές, όπως αυτό ορίζεται στο σημείο 8.89 του παραρτήματος A του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) (ΕΣΛ 2010) και δημοσιεύεται από τη Eurostat για το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος.

Άρθρο 57

Κριτήρια για τον προσδιορισμό της σημασίας με βάση τη σημασία για την οικονομία της Ένωσης ή ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους

1.   Προκειμένου να αξιολογήσει εάν μια εποπτευόμενη οντότητα ή ένας εποπτευόμενος όμιλος είναι σημαντική/σημαντικός για την οικονομία της Ένωσης ή ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους για λόγους εκτός από τους αναφερόμενους στο άρθρο 56, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη, ειδικότερα, τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη σημασία της εποπτευόμενης οντότητας ή του εποπτευόμενου ομίλου για συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς της Ένωσης ή συμμετέχοντος κράτους μέλους·

β)

την αλληλεπίδραση της εποπτευόμενης οντότητας ή του εποπτευόμενου ομίλου και της οικονομίας της Ένωσης ή συμμετέχοντος κράτους μέλους·

γ)

τη δυνατότητα υποκατάστασης της εποπτευόμενης οντότητας ή του εποπτευόμενου ομίλου ως συμμετέχοντα στην αγορά και ως παρόχου υπηρεσιών σε πελάτες·

δ)

το βαθμό επιχειρηματικής, διαρθρωτικής και λειτουργικής πολυπλοκότητας της εποπτευόμενης οντότητας ή του εποπτευόμενου ομίλου.

2.   Το άρθρο 52 παράγραφος 3 εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 58

Προσδιορισμός της σημασίας με βάση τη σημασία για την οικονομία ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους κατόπιν αιτήματος ΕΑΑ

1.   Μια ΕΑΑ μπορεί να γνωστοποιήσει στην ΕΚΤ ότι θεωρεί σημαντική μια εποπτευόμενη οντότητα σε σχέση με την εγχώρια οικονομία της.

2.   Η ΕΚΤ αξιολογεί τη γνωστοποίηση της ΕΑΑ με βάση τα κριτήρια του άρθρου 57 παράγραφος 1.

3.   Το άρθρο 57 εφαρμόζεται αναλόγως.

ΤΙΤΛΟΣ 5

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 59

Κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας με βάση το φάσμα διασυνοριακών δραστηριοτήτων ενός εποπτευόμενου ομίλου

1.   Ένας εποπτευόμενος όμιλος μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός από την ΕΚΤ με βάση τις διασυνοριακές του δραστηριότητες μόνον εφόσον η μητρική του επιχείρηση έχει εγκαταστήσει θυγατρικές σε περισσότερα άλλα συμμετέχοντα κράτη μέλη, οι οποίες είναι καθ’ εαυτές πιστωτικά ιδρύματα.

2.   Ένας εποπτευόμενος όμιλος μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός από την ΕΚΤ με βάση τις διασυνοριακές του δραστηριότητες μόνον εφόσον η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού υπερβαίνει τα 5 δισεκατ. ευρώ και:

α)

ο λόγος των διασυνοριακών στοιχείων του ενεργητικού του προς το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού του υπερβαίνει το 20 %, ή

β)

ο λόγος των διασυνοριακών στοιχείων του παθητικού του προς το σύνολο των στοιχείων του παθητικού του υπερβαίνει το 20 %.

3.   Το άρθρο 52 παράγραφος 3 εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 60

Διασυνοριακά στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού

1.   Σε επίπεδο εποπτευόμενου ομίλου, με τον όρο «διασυνοριακά στοιχεία του ενεργητικού» νοείται το μέρος του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού ως προς το οποίο ο αντισυμβαλλόμενος είναι πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο εγκατεστημένο σε συμμετέχον κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο έχει την κεντρική διοίκησή της η μητρική επιχείρηση του ομίλου.

2.   Σε επίπεδο εποπτευόμενου ομίλου, με τον όρο «διασυνοριακά στοιχεία του παθητικού» νοείται το μέρος του συνόλου των στοιχείων του παθητικού ως προς το οποίο ο αντισυμβαλλόμενος είναι πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο εγκατεστημένο σε συμμετέχον κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο έχει την κεντρική διοίκησή της η μητρική επιχείρηση του ομίλου.

ΤΙΤΛΟΣ 6

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ Η ΤΗ ΛΗΨΗ ΤΕΤΟΙΑΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΜΣ

Άρθρο 61

Αίτημα χορήγησης άμεσης δημόσιας χρηματοπιστωτικής συνδρομής ή λήψη τέτοιας συνδρομής από τον ΕΜΣ

1.   Ο ΕΜΣ χορηγεί άμεση δημόσια χρηματοπιστωτική συνδρομή σε εποπτευόμενη οντότητα κατόπιν σχετικού αιτήματος μέλους του ΕΜΣ, με απόφαση που λαμβάνει το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ κατά το άρθρο 19 της Συνθήκης για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας όσον αφορά την άμεση ανακεφαλαιοποίηση πιστωτικού ιδρύματος και τις πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της συγκεκριμένης απόφασης.

2.   Άμεση δημόσια χρηματοπιστωτική συνδρομή λαμβάνεται από ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με την απόφαση και τις πράξεις της παραγράφου 1.

Άρθρο 62

Υποχρέωση των ΕΑΑ να ενημερώνουν την ΕΚΤ για πιθανό αίτημα χορήγησης δημόσιας χρηματοπιστωτικής συνδρομής ή λήψη τέτοιας συνδρομής από λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα

1.   Υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης ενημέρωσης της ΕΚΤ για την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης μιας λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας κατά το άρθρο 96, η ΕΑΑ ενημερώνει την ΕΚΤ μόλις αντιληφθεί πιθανή ανάγκη χορήγησης δημόσιας χρηματοπιστωτικής συνδρομής σε λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα σε εθνικό επίπεδο έμμεσα και/ή απευθείας από τον ΕΜΣ.

2.   Προτού υποβάλει στον ΕΜΣ την αξιολόγησή της για την οικονομική κατάσταση της λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, η ΕΑΑ την υποβάλλει προς εξέταση στην ΕΚΤ, εκτός αν συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις επείγοντος.

Άρθρο 63

Έναρξη και παύση άμεσης εποπτείας

1.   Εποπτευόμενη οντότητα για την οποία ζητείται η χορήγηση άμεσης δημόσιας χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον ΕΜΣ ή η οποία έχει λάβει τέτοια συνδρομή από τον ΕΜΣ χαρακτηρίζεται ως σημαντική εποπτευόμενη οντότητα από την ημερομηνία κατά την οποία ζητήθηκε για λογαριασμό της η χορήγηση της συνδρομής.

2.   Η ημερομηνία κατά την οποία η ΕΚΤ αναλαμβάνει την άμεση εποπτεία καθορίζεται σε απόφασή της σύμφωνα με τον τίτλο 2.

3.   Το άρθρο 52 παράγραφος 3 εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 64

Πεδίο εφαρμογής

Εφόσον ζητείται η χορήγηση άμεσης δημόσιας χρηματοπιστωτικής συνδρομής για εποπτευόμενη οντότητα που ανήκει σε εποπτευόμενο όμιλο, όλες οι εποπτευόμενες οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο χαρακτηρίζονται ως σημαντικές.

ΤΙΤΛΟΣ 7

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΟΝΤΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΙΑ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ

Άρθρο 65

Κριτήρια για τον προσδιορισμό των τριών πιο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων συμμετέχοντος κράτους μέλους

1.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα / ένας εποπτικός όμιλος χαρακτηρίζεται ως σημαντικό/σημαντικός εάν αποτελεί ένα από τα τρία πιο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα / τους τρεις πιο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους.

2.   Για να εντοπιστούν τα τρία πιο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα / οι τρεις πιο σημαντικοί εποπτευόμενοι όμιλοι σε συγκεκριμένο κράτος μέλος, η ΕΚΤ και η οικεία ΕΑΑ λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος της εποπτευόμενης οντότητας / του εποπτευόμενου ομίλου, όπως αυτό προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 50 έως 55.

Άρθρο 66

Διαδικασία επανεξέτασης

1.   Για κάθε συμμετέχον κράτος μέλος η ΕΚΤ καθορίζει έως την 1η Οκτωβρίου κάθε ημερολογιακού έτους εάν θα πρέπει να χαρακτηριστούν ως σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες τρία πιστωτικά ιδρύματα / τρεις εποπτευόμενοι όμιλοι με μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην επικράτειά του.

2.   Κατόπιν αιτήματος της ΕΚΤ, κάθε ΕΑΑ ενημερώνει την ΕΚΤ για τα τρία πιο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα / τους τρεις πιο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που είναι εγκατεστημένα/εγκατεστημένοι στο οικείο συμμετέχον κράτος μέλος έως την 1η Οκτωβρίου του συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους. Τα τρία πιο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα /οι τρεις πιο σημαντικοί εποπτευόμενοι όμιλοι προσδιορίζονται από τις ΕΑΑ με βάση τα κριτήρια των άρθρων 50 έως 55.

3.   Για καθένα από τα τρία πιο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα / καθέναν από τους τρεις πιο σημαντικούς εποπτικούς ομίλους των συμμετεχόντων κρατών μελών, η οικεία ΕΑΑ υποβάλλει στην ΕΚΤ έκθεση με το εποπτικό ιστορικό και το προφίλ κινδύνου κάθε περίπτωσης, εκτός εάν το πιστωτικό ίδρυμα / ο εποπτευόμενος όμιλος έχει ήδη χαρακτηριστεί ως σημαντικό/σημαντικός.

Αφού λάβει τις πληροφορίες της παραγράφου 2, η ΕΚΤ διεξάγει δική της αξιολόγηση, μπορεί δε προς τούτο να ζητήσει από την οικεία ΕΑΑ κάθε σχετική πληροφορία.

4.   Εάν την 1η Οκτωβρίου ορισμένου έτους ένα ή περισσότερα από τα τρία πιο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα / ένας ή περισσότεροι από τους τρεις εποπτικούς ομίλους ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους δεν χαρακτηρίζονται ως σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου 2 για όποιο από τα τρία πιο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα / τους τρεις σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους δεν χαρακτηρίζονται ως σημαντικά/σημαντικοί.

5.   Το άρθρο 52 παράγραφος 3 εφαρμόζεται αναλόγως.

ΤΙΤΛΟΣ 8

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5 ΣΤΟΙΧΕΙΟ β) ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΕΕΜ

Άρθρο 67

Κριτήρια βάσει των οποίων λαμβάνεται απόφαση της ΕΚΤ βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού ΕΕΜ

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ μπορεί με απόφασή της ανά πάσα στιγμή να αναλάβει την άμεση εποπτεία μιας λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή ενός λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου, εφόσον κρίνεται απαραίτητο για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων.

2.   Πριν από τη λήψη της απόφασης της ΕΚΤ που αναφέρεται στην παράγραφο 1 η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη, ειδικότερα, οποιονδήποτε από τους ακόλουθους παράγοντες:

α)

το αν η λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή ο λιγότερο σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος βρίσκεται κοντά στην ικανοποίηση των κριτηρίων του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ·

β)

την αλληλεπίδραση της λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή του λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου και άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων·

γ)

το αν η λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα είναι θυγατρική εποπτευόμενης οντότητας που έχει την κεντρική διοίκησή της σε μη συμμετέχον κράτος μέλος ή τρίτη χώρα και έχει εγκαταστήσει μία ή περισσότερες θυγατρικές, οι οποίες είναι επίσης πιστωτικά ιδρύματα, ή ένα ή περισσότερα υποκαταστήματα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη, εκ των οποίων τουλάχιστον μία/ένα είναι σημαντική/σημαντικό·

δ)

το γεγονός ότι η ΕΑΑ δεν τήρησε τις οδηγίες της ΕΚΤ·

ε)

το γεγονός ότι η ΕΑΑ δεν συμμορφώθηκε με τις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3 του κανονισμού ΕΕΜ·

στ)

το γεγονός ότι η λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ζήτησε ή έλαβε έμμεσα χρηματοπιστωτική συνδρομή από το ΕΤΧΣ ή τον ΕΜΣ.

Άρθρο 68

Διαδικασία εκπόνησης των αποφάσεων της ΕΚΤ βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού ΕΕΜ κατόπιν αιτήματος ΕΑΑ

1.   Κατόπιν αιτήματος ΕΑΑ, η ΕΚΤ αξιολογεί την ανάγκη άσκησης άμεσης εποπτείας επί μιας λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή ενός λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου σύμφωνα με τον κανονισμό ΕΕΜ, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων.

2.   Στο αίτημά της η ΕΑΑ: α) προσδιορίζει τη λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή τον λιγότερο σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο, την άμεση εποπτεία των οποίων θεωρεί πως θα πρέπει να αναλάβει η ΕΚΤ, και β) εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η εποπτεία της λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή του λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου από την ΕΚΤ είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων.

3.   Το αίτημα της ΕΑΑ συνοδεύεται από έκθεση με το εποπτικό ιστορικό και το προφίλ κινδύνου της λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή του λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου.

4.   Εφόσον δεν αποδέχεται το αίτημα της ΕΑΑ, η ΕΚΤ διαβουλεύεται με την τελευταία πριν από την τελική αξιολόγησή της ως προς το εάν η εποπτεία της λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή του λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου από την ίδια είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων.

5.   Εφόσον η ΕΚΤ αποφασίσει ότι η άμεση εποπτεία της λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή του λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου από την ίδια είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων, εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου 2.

Άρθρο 69

Διαδικασία εκπόνησης των αποφάσεων της ΕΚΤ βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού ΕΕΜ με πρωτοβουλία της ΕΚΤ

1.   Η ΕΚΤ μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΑ την υποβολή έκθεσης με το εποπτικό ιστορικό και το προφίλ κινδύνου μιας λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή ενός λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου. Η ΕΚΤ καθορίζει την ημερομηνία έως την οποία η εν λόγω έκθεση πρέπει να υποβληθεί σε αυτήν.

2.   Η ΕΚΤ διαβουλεύεται με την ΕΑΑ πριν από την τελική αξιολόγησή της ως προς το εάν η εποπτεία της λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή του λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου από την ίδια είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων.

3.   Εφόσον η ΕΚΤ αποφασίσει ότι η άμεση εποπτεία της λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή του λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου από την ίδια είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων, εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου 2.

ΤΙΤΛΟΣ 9

ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΝ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΜΙΑΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΟΝΤΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΩΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ

Άρθρο 70

Ειδικές περιστάσεις που συνεπάγονται τον χαρακτηρισμό μιας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ως λιγότερο σημαντικής

1.   Ειδικές περιστάσεις κατά τα αναφερόμενα στο δεύτερο και το πέμπτο εδάφιο του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ (εφεξής «ειδικές περιστάσεις») συντρέχουν όταν ιδιαίτερες και πραγματικές συνθήκες καθιστούν ακατάλληλο τον χαρακτηρισμό μιας εποπτευόμενης οντότητας ως σημαντικής, λαμβανομένων υπόψη των στόχων και των αρχών του κανονισμού ΕΕΜ και, ιδίως, της ανάγκης να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή υψηλών εποπτικών κανόνων.

2.   Ο όρος «ειδικές περιστάσεις» ερμηνεύεται στενά.

Άρθρο 71

Αξιολόγηση αναφορικά με τη συνδρομή ειδικών περιστάσεων

1.   Το αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό ως λιγότερο σημαντικής μιας εποπτευόμενης οντότητας που κατά τα λοιπά θα χαρακτηριζόταν σημαντική καθορίζεται κατά περίπτωση και ειδικά για τη συγκεκριμένη εποπτευόμενη οντότητα ή τον συγκεκριμένο εποπτευόμενο όμιλο, δηλαδή όχι για κατηγορίες εποπτευόμενων οντοτήτων.

2.   Το άρθρο 40 εφαρμόζεται αναλόγως.

3.   Τα άρθρα 44 έως 46, 48 και 49 εφαρμόζονται αναλόγως. Η ΕΚΤ εκθέτει σε απόφασή της τους λόγους που την οδηγούν στο συμπέρασμα περί συνδρομής ειδικών περιστάσεων.

Άρθρο 72

Επανεξέταση

1.   Η ΕΚΤ, με την υποστήριξη της οικείας ΕΑΑ, επανεξετάζει τουλάχιστον κατ’ έτος το εάν εξακολουθούν να συντρέχουν οι ειδικές περιστάσεις για την εποπτευόμενη οντότητα ή τον εποπτευόμενο όμιλο που χαρακτηρίζεται ως λιγότερο σημαντική/σημαντικός, λόγω ειδικών περιστάσεων.

2.   Η οικεία εποπτευόμενη οντότητα παρέχει κάθε πληροφορία και έγγραφο που της ζητεί η ΕΚΤ προκειμένου να διενεργήσει την επανεξέταση της παραγράφου 1.

3.   Εφόσον η ΕΚΤ θεωρεί ότι έχουν παύσει να συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, εκδίδει απόφαση απευθυνόμενη στην οικεία εποπτευόμενη οντότητα, στην οποία ορίζεται ότι η τελευταία χαρακτηρίζεται ως σημαντική και ότι δεν συντρέχουν πλέον ειδικές περιστάσεις.

4.   Οι διατάξεις του τίτλου 2 του Μέρους IV εφαρμόζονται αναλόγως.

ΜΕΡΟΣ V

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΤΙΤΛΟΣ 1

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ

Άρθρο 73

Γνωστοποίηση στην ΕΚΤ της αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος

1.   Η ΕΑΑ που λαμβάνει αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος το οποίο πρόκειται να εγκατασταθεί σε συμμετέχον κράτος μέλος ενημερώνει σχετικά την ΕΚΤ εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών.

2.   Η ΕΑΑ ενημερώνει επίσης την ΕΚΤ για την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ληφθεί η απόφαση σχετικά με την αίτηση και να κοινοποιηθεί στον αιτούντα σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία.

3.   Σε περίπτωση που η αίτηση είναι ελλιπής, η ΕΑΑ, με πρωτοβουλία της ή κατόπιν αιτήματος της ΕΚΤ, ζητεί από τον αιτούντα την παροχή των απαιτούμενων πρόσθετων πληροφοριών. Η ΕΑΑ αποστέλλει στην ΕΚΤ τις πρόσθετες πληροφορίες εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από τη λήψη τους.

Άρθρο 74

Αξιολόγηση αιτήσεων από τις ΕΑΑ

Η ΕΑΑ στην οποία υποβάλλεται η αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας αξιολογεί εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησής της που προβλέπει η σχετική εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους της ΕΑΑ.

Άρθρο 75

Απορριπτικές αποφάσεις των ΕΑΑ

Οι ΕΑΑ απορρίπτουν αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησής της που προβλέπει η σχετική εθνική νομοθεσία και αποστέλλουν αντίγραφο της απόφασής τους στην ΕΚΤ.

Άρθρο 76

Σχέδια αποφάσεων των ΕΑΑ για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος

1.   Εφόσον η ΕΑΑ κρίνει ότι η αίτηση πληροί σε ικανοποιητικό βαθμό όλες τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας που καθορίζονται στη σχετική εθνική νομοθεσία, συντάσσει σχέδιο απόφασης με το οποίο προτείνεται η χορήγηση από την ΕΚΤ στον αιτούντα της άδειας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (εφεξής «σχέδιο απόφασης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας»).

2.   Η ΕΑΑ διασφαλίζει ότι το σχέδιο απόφασης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας κοινοποιείται στην ΕΚΤ και στον αιτούντα είκοσι τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη της μέγιστης προθεσμίας αξιολόγησης που προβλέπει η οικεία εθνική νομοθεσία.

3.   Η ΕΑΑ μπορεί να προτείνει την επισύναψη συστάσεων, προϋποθέσεων ή/και περιορισμών στο σχέδιο απόφασης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την εθνική και την ενωσιακή νομοθεσία. Στις περιπτώσεις αυτές η ΕΑΑ είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις και/ή τους περιορισμούς.

Άρθρο 77

Αξιολόγηση αιτήσεων από την ΕΚΤ και ακρόαση αιτούντων

1.   Η ΕΚΤ αξιολογεί την αίτηση με βάση της προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας που καθορίζονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Εφόσον κρίνει ότι δεν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, παρέχει στον αιτούντα τη δυνατότητα να υποβάλει εγγράφως σχόλια σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και τις ενστάσεις που μπορούν να επηρεάσουν την αξιολόγηση, σύμφωνα με το άρθρο 31.

2.   Εφόσον θεωρείται αναγκαίο να λάβει χώρα συνάντηση, καθώς και σε κάθε άλλη δεόντως αιτιολογημένη περίπτωση, η ΕΚΤ μπορεί να παρατείνει τη μέγιστη προθεσμία για τη λήψη απόφασης σχετικά με την αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού ΕΕΜ. Η παράταση κοινοποιείται στον αιτούντα σύμφωνα με το άρθρο 35 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 78

Αποφάσεις της ΕΚΤ επί των αιτήσεων

1.   Η ΕΚΤ αποφασίζει επί του σχεδίου απόφασης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας που της υποβάλλει η ΕΑΑ εντός δέκα εργάσιμων ημερών, εκτός εάν έχει αποφασιστεί η παράταση της μέγιστης προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 77 παράγραφος 2. Η ΕΚΤ μπορεί να υποστηρίξει το σχέδιο απόφασης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και να συμφωνήσει με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ή να διατυπώσει ενστάσεις επ’ αυτού.

2.   Η ΕΚΤ στηρίζει την απόφασή της στην αξιολόγησή της για τον αιτούντα, στο σχέδιο απόφασης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και σε τυχόν σχόλια του αιτούντα κατά το άρθρο 77.

3.   Εάν η ΕΚΤ δεν αποφασίσει εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1, το σχέδιο απόφασης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας το οποίο συνέταξε η ΕΑΑ θεωρείται ότι εκδόθηκε.

4.   Η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στον αιτούντα εφόσον αυτός πληροί όλες τις προϋποθέσεις για τη χορήγησή της βάσει της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης και της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος.

5.   Η απόφαση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας καλύπτει τις δραστηριότητες του αιτούντα ως πιστωτικού ιδρύματος, όπως αυτές προβλέπονται στην οικεία εθνική νομοθεσία, υπό την επιφύλαξη πρόσθετων απαιτήσεων που ενδεχομένως προβλέπει η σχετική εθνική νομοθεσία αναφορικά με τη χορήγηση άδειας για άλλες δραστηριότητες εκτός από την αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και τη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό.

Άρθρο 79

Διαδικασία παύσης ισχύος της άδειας λειτουργίας

Η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 18 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εφόσον τούτο προβλέπεται από την οικεία εθνική νομοθεσία. Οι ΕΑΑ ενημερώνουν την ΕΚΤ για τις μεμονωμένες περιπτώσεις που η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει. Κατόπιν η ΕΚΤ κοινοποιεί την παύση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία και αφού ενημερώσει την οικεία ΕΑΑ και την οικεία εποπτευόμενη οντότητα.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ

Άρθρο 80

Πρόταση ΕΑΑ για την ανάκληση άδειας λειτουργίας

1.   Εφόσον η ΕΑΑ θεωρεί ότι η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος θα πρέπει να ανακληθεί ολικά ή μερικά σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία, καθώς επίσης και στην περίπτωση σχετικού αιτήματος του πιστωτικού ιδρύματος, υποβάλλει στην ΕΚΤ σχέδιο απόφασης με το οποίο προτείνει την ανάκληση της άδειας (εφεξής «σχέδιο απόφασης για την ανάκληση άδειας λειτουργίας») και σχετικά έγγραφα τεκμηρίωσης.

2.   Η ΕΑΑ συντονίζει τις ενέργειές της με την εθνική αρχή η οποία είναι αρμόδια για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων (εφεξής η «εθνική αρχή εξυγίανσης») όσον αφορά τα σχέδια αποφάσεων για την ανάκληση άδειας λειτουργίας που αφορούν την εθνική αρχή εξυγίανσης.

Άρθρο 81

Αξιολόγηση από την ΕΚΤ σχεδίων αποφάσεων για την ανάκληση άδειας λειτουργίας

1.   Η ΕΚΤ αξιολογεί χωρίς περιττή καθυστέρηση το σχέδιο απόφασης για την ανάκληση άδειας λειτουργίας. Λαμβάνει ιδίως υπόψη λόγους επείγοντος που τυχόν επικαλείται η ΕΑΑ.

2.   Ισχύει το δικαίωμα ακρόασης που προβλέπεται στο άρθρο 31.

Άρθρο 82

Αξιολόγηση με πρωτοβουλία της ΕΚΤ και διαβούλευση με τις ΕΑΑ

1.   Σε περίπτωση που η ΕΚΤ αντιληφθεί περιστάσεις που δικαιολογούν την ανάκληση άδειας λειτουργίας, αξιολογεί με δική της πρωτοβουλία εάν αυτή θα πρέπει να ανακληθεί με βάση τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

2.   Η ΕΚΤ μπορεί να διαβουλεύεται ανά πάσα στιγμή με τις οικείες ΕΑΑ. Εφόσον η ίδια προτίθεται να ανακαλέσει άδεια λειτουργίας, διαβουλεύεται με την ΕΑΑ του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα είκοσι πέντε τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία προγραμματίζει να λάβει την απόφασή της. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις επείγοντος η προθεσμία διαβούλευσης μπορεί να συντμηθεί στις πέντε εργάσιμες ημέρες.

3.   Εφόσον η ΕΚΤ προτίθεται να ανακαλέσει άδεια λειτουργίας, ενημερώνει τις οικείες ΕΑΑ για τυχόν σχόλια που έχει υποβάλει το πιστωτικό ίδρυμα. Ισχύει το δικαίωμα ακρόασης που προβλέπεται στο άρθρο 31.

4.   Η ΕΚΤ συντονίζει τις ενέργειές της με την εθνική αρχή εξυγίανσης όσον αφορά τις προτάσεις για την ανάκληση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού ΕΕΜ. Η ΕΚΤ ενημερώνει την ΕΑΑ μόλις έλθει σε επαφή με την εθνική αρχή εξυγίανσης.

Άρθρο 83

Απόφαση της ΕΚΤ για την ανάκληση άδειας λειτουργίας

1.   Η ΕΚΤ αποφασίζει για την ανάκληση άδειας λειτουργίας χωρίς περιττή καθυστέρηση. Με την απόφασή της μπορεί να αποδέχεται ή να απορρίπτει το υποβληθέν σχέδιο απόφασης για την ανάκληση άδειας λειτουργίας.

2.   Κατά τη λήψη της απόφασής της, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη σωρευτικά τα εξής: α) την αξιολόγηση από την ίδια των περιστάσεων που δικαιολογούν την ανάκληση, β) κατά περίπτωση, το σχέδιο απόφασης που έχει εκπονήσει ΕΑΑ για την ανάκληση άδειας λειτουργίας, γ) τη διαβούλευση με την οικεία ΕΑΑ και, εφόσον αυτή δεν είναι η εθνική αρχή εξυγίανσης, τη διαβούλευση με την εθνική αρχή εξυγίανσης (εφεξής αναφερόμενες από κοινού ως «εθνικές αρχές»), δ) τυχόν σχόλια του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 2 και το άρθρο 82 παράγραφος 3.

3.   Η ΕΚΤ αποφασίζει επίσης στις περιπτώσεις του άρθρου 84, εφόσον η οικεία εθνική αρχή εξυγίανσης δεν προβάλει αντιρρήσεις ως προς την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή η ΕΚΤ κρίνει ότι δεν έχουν υλοποιηθεί από τις εθνικές αρχές οι κατάλληλες δράσεις που είναι αναγκαίες για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Άρθρο 84

Διαδικασία σε περίπτωση πιθανής λήψης μέτρων εξυγίανσης από τις εθνικές αρχές

1.   Εάν η εθνική αρχή εξυγίανσης γνωστοποιήσει την αντίρρησή της ως προς την ανάκληση της άδειας λειτουργίας στην οποία προτίθεται να προβεί η ΕΚΤ, η ίδια και η ΕΚΤ συμφωνούν ότι για συγκεκριμένη χρονική περίοδο που συνομολογούν μεταξύ τους η ΕΚΤ δεν θα προβεί σε ανάκληση της άδειας. Η ΕΚΤ ενημερώνει την ΕΑΑ μόλις έλθει σε επαφή με την εθνική αρχή εξυγίανσης σχετικά με την εν λόγω συμφωνία.

2.   Μετά τη λήξη της συμφωνημένης χρονικής περιόδου η ΕΚΤ σταθμίζει την πρόθεσή της να προβεί στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή να παρατείνει τη συμφωνημένη χρονική περίοδο σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 6 του κανονισμού ΕΕΜ, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν πρόοδο που επετεύχθη. Η ΕΚΤ διαβουλεύεται με την οικεία ΕΑΑ και, εφόσον αυτή δεν είναι η εθνική αρχή εξυγίανσης, με την εθνική αρχή εξυγίανσης. Η ΕΑΑ ενημερώνει την ΕΚΤ για τα μέτρα που έλαβαν οι εν λόγω αρχές και την αξιολόγηση από την ίδια των συνεπειών της ανάκλησης.

3.   Εφόσον η εθνική αρχή εξυγίανσης δεν προβάλει αντιρρήσεις ως προς την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή η ΕΚΤ κρίνει ότι δεν έχουν υλοποιηθεί από τις εθνικές αρχές οι κατάλληλες δράσεις που είναι αναγκαίες για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εφαρμόζεται το άρθρο 83.

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ

Άρθρο 85

Κοινοποίηση στις ΕΑΑ της απόκτησης ειδικής συμμετοχής

1.   Η ΕΑΑ που λαμβάνει κοινοποίηση της πρόθεσης απόκτησης ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα στο συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος γνωστοποιεί στην ΕΚΤ την ως άνω κοινοποίηση το αργότερο πέντε εργάσιμες ημέρες από την απόδειξη παραλαβής σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

2.   Η ΕΑΑ ενημερώνει την ΕΚΤ αν απαιτείται να αναστείλει την προθεσμία αξιολόγησης λόγω αιτήματος για πρόσθετες πληροφορίες. Η ΕΑΑ αποστέλλει στην ΕΚΤ τις εν λόγω πρόσθετες πληροφορίες εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του αιτήματος.

3.   Η ΕΑΑ ενημερώνει επίσης την ΕΚΤ για την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να κοινοποιηθεί στον αιτούντα η απόφαση περί εναντίωσης ή μη στην απόκτηση ειδικής συμμετοχής σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 86

Αξιολόγηση πιθανών περιπτώσεων απόκτησης ειδικής συμμετοχής

1.   Η ΕΑΑ στην οποία κοινοποιείται η πρόθεση απόκτησης ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα αξιολογεί εάν η σκοπούμενη απόκτηση ειδικής συμμετοχής πληροί όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη σχετική ενωσιακή και εθνική νομοθεσία. Μετά την εν λόγω αξιολόγηση η ΕΑΑ συντάσσει για λογαριασμό της ΕΚΤ σχέδιο απόφασης περί εναντίωσης ή μη στην απόκτηση.

2.   Η ΕΑΑ υποβάλλει στην ΕΚΤ το σχέδιο απόφασης περί εναντίωσης ή μη στην απόκτηση τουλάχιστον δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας αξιολόγησης που ορίζεται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

Άρθρο 87

Απόφαση της ΕΚΤ για την απόκτηση ειδικής συμμετοχής

Η ΕΚΤ αποφασίζει εάν θα εναντιωθεί ή όχι στην απόκτηση ειδικής συμμετοχής με βάση την αξιολόγηση από την ίδια της σκοπούμενης απόκτησης και το σχέδιο απόφασης της ΕΑΑ. Εν προκειμένω ισχύει το δικαίωμα ακρόασης που προβλέπεται στο άρθρο 31.

ΤΙΤΛΟΣ 4

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Άρθρο 88

Διαδικασίες κοινοποίησης αποφάσεων

1.   Η ΕΚΤ κοινοποιεί στους μετέχοντες χωρίς περιττή καθυστέρηση τις ακόλουθες αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 35:

α)

απόφαση της ΕΚΤ για την ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος,

β)

απόφαση της ΕΚΤ για την απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα.

2.   Η ΕΚΤ κοινοποιεί στην οικεία ΕΑΑ χωρίς περιττή καθυστέρηση τις ακόλουθες αποφάσεις:

α)

απόφαση της ΕΚΤ κατόπιν αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος,

β)

απόφαση της ΕΚΤ για την ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος,

γ)

απόφαση της ΕΚΤ για την απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα.

3.   Η ΕΑΑ κοινοποιεί στον αιτούντα τη χορήγηση άδειας λειτουργίας τις ακόλουθες αποφάσεις:

α)

σχέδιο απόφασης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας,

β)

απόφαση της ΕΑΑ για την απόρριψη της αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας σε περίπτωση που ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγησή της που προβλέπει η σχετική εθνική νομοθεσία,

γ)

απόφαση της ΕΚΤ να εναντιωθεί στο σχέδιο απόφασης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας του στοιχείου α),

δ)

απόφαση της ΕΚΤ για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας.

4.   Η ΕΑΑ κοινοποιεί στην οικεία εθνική αρχή εξυγίανσης την απόφαση της ΕΚΤ για την ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος.

5.   Η ΕΚΤ ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) για κάθε απόφασή της σχετικά με χορήγηση ή ανάκληση άδειας πιστωτικού ιδρύματος καθώς και κάθε παύση ισχύος άδειας. Κατά την εν λόγω ενημέρωση, η ΕΚΤ διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν οι αποφάσεις ανάκλησης άδειας ή έπαυσε η ισχύς της άδειας.

ΜΕΡΟΣ VI

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

ΤΙΤΛΟΣ 1

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΑΑ

Άρθρο 89

Εποπτεία σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων

Η ΕΚΤ ασκεί την άμεση εποπτεία σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στο μέρος II, ιδίως όσον αφορά τα καθήκοντα και τη σύσταση των μεικτών εποπτικών ομάδων.

Άρθρο 90

Καθήκοντα των ΕΑΑ κατά την παροχή συνδρομής στην ΕΚΤ

1.   Οι ΕΑΑ συνδράμουν την ΕΚΤ στην εκτέλεση των καθηκόντων της υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον κανονισμό ΕΕΜ και στον παρόντα κανονισμό και ασκούν, ιδίως, όλες τις παρακάτω δραστηριότητες:

α)

υποβάλλουν στην ΕΚΤ σχέδια αποφάσεων για τις σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στο ίδιο συμμετέχον κράτος μέλος με αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 91·

β)

συνδράμουν την ΕΚΤ στην προπαρασκευή και υλοποίηση των πράξεων που αφορούν την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ, καθώς και στις δραστηριότητες εξακρίβωσης και την καθημερινή αξιολόγηση της κατάστασης των σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων·

γ)

συνδράμουν την ΕΚΤ στην εκτέλεση των αποφάσεών της, χρησιμοποιώντας, όταν κρίνεται απαραίτητο, τις εξουσίες που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 9 παράγραφος 1 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ.

2.   Κατά την παροχή συνδρομής στην ΕΚΤ, οι ΕΑΑ ακολουθούν τις οδηγίες της όσον αφορά τις σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες.

Άρθρο 91

Σχέδια αποφάσεων που συντάσσουν οι ΕΑΑ προς εξέταση από την ΕΚΤ

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 7 στοιχείο β) του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ μπορεί να ζητεί από τις ΕΑΑ την εκπόνηση σχεδίου απόφασης προς εξέταση από την ίδια, σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.

Στο αίτημα καθορίζεται η προθεσμία για την αποστολή του σχεδίου απόφασης στην ΕΚΤ.

2.   Με δική τους πρωτοβουλία, οι ΕΑΑ μπορούν επίσης να υποβάλλουν προς εξέταση στην ΕΚΤ σχέδιο απόφασης για σημαντική εποπτευόμενη οντότητα μέσω της μεικτής εποπτικής ομάδας.

Άρθρο 92

Ανταλλαγή πληροφοριών

Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ ανταλλάσσουν χωρίς περιττή καθυστέρηση πληροφορίες για σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, όταν υπάρχει σοβαρή ένδειξη ότι αυτές καθίσταται αφερέγγυες ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους έναντι των πιστωτών τους και, κυρίως, ως προς την ασφάλεια των κεφαλαίων που τους έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες, ή ότι συντρέχουν περιστάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διαπίστωση ότι αυτές αδυνατούν να επιστρέψουν τις καταθέσεις, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 3 σημείο i) της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15). Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ ανταλλάσσουν πληροφορίες πριν από τη λήψη απόφασης που αφορά την κατά τα ως άνω διαπίστωση.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

Άρθρο 93

Αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών των διοικητικών οργάνων σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων

1.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της σχετικής ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας και του μέρους V και προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα ιδρύματα διαθέτουν άρτιες ρυθμίσεις διακυβέρνησης, οι σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες γνωστοποιούν στην οικεία ΕΑΑ κάθε μεταβολή που επέρχεται στα μέλη των διοικητικών οργάνων τους κατά την άσκηση των διοικητικών και εποπτικών αρμοδιοτήτων τους (εφεξής τα «διευθυντικά στελέχη») κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 σημείο 7 και του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, περιλαμβανομένης και της ανανέωσης της θητείας των διευθυντικών στελεχών. Η οικεία ΕΑΑ γνωστοποιεί χωρίς περιττή καθυστέρηση στην ΕΚΤ κάθε τέτοιου είδους μεταβολή και την ενημερώνει για την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ληφθεί και να κοινοποιηθεί απόφαση σύμφωνα με το οικείο εθνικό δίκαιο.

2.   Για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των διευθυντικών στελεχών των σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων, η ΕΚΤ διαθέτει τις εποπτικές εξουσίες που έχουν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή και εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 94

Συνεχής επανεξέταση της καταλληλότητας των διευθυντικών στελεχών

1.   Οι σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες ενημερώνουν χωρίς περιττή καθυστέρηση την οικεία ΕΑΑ για κάθε νέο πραγματικό περιστατικό που μπορεί να επηρεάσει την αρχική αξιολόγηση της καταλληλότητας διευθυντικού στελέχους, καθώς και για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην καταλληλότητα αυτού, αμέσως μόλις τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ή ζητήματα υποπέσουν στην αντίληψη της εποπτευόμενης οντότητας ή του οικείου διευθυντικού στελέχους. Η ΕΑΑ γνωστοποιεί χωρίς περιττή καθυστέρηση στην ΕΚΤ τα νέα πραγματικά περιστατικά ή ζητήματα.

2.   Η ΕΚΤ μπορεί να προβαίνει σε νέα αξιολόγηση με βάση τα νέα πραγματικά περιστατικά ή ζητήματα της παραγράφου 1 ή και στην περίπτωση που υποπίπτουν στην αντίληψή της νέα πραγματικά περιστατικά που μπορεί να επηρεάσουν την αρχική αξιολόγηση της καταλληλότητας του οικείου διευθυντικού στελέχους ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην καταλληλότητα αυτού. Στη συνέχεια η ΕΚΤ αποφασίζει για τη λήψη κατάλληλων μέτρων σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή και εθνική νομοθεσία και ενημερώνει σχετικά και χωρίς περιττή καθυστέρηση την οικεία ΕΑΑ.

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

Άρθρο 95

Αιτήματα, κοινοποιήσεις ή αιτήσεις σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων

1.   Υπό την επιφύλαξη των ειδικών διαδικασιών που προβλέπονται ειδικότερα στο Μέρος V και της συνήθους διάδρασής τους με την οικεία ΕΑΑ, οι σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες απευθύνουν στην ΕΚΤ όλα τα αιτήματα, τις κοινοποιήσεις ή αιτήσεις τους που αφορούν την άσκηση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σε αυτή.

2.   Η ΕΚΤ θέτει στη διάθεση της οικείας ΕΑΑ τα ως άνω αιτήματα, κοινοποιήσεις ή αιτήσεις, μπορεί δε να ζητεί από αυτήν την εκπόνηση σχεδίου απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 91.

3.   Σε περίπτωση που επέλθουν ουσιώδεις μεταβολές σε σχέση με την έγκριση που χορηγήθηκε κατόπιν του αρχικού αιτήματος, κοινοποίησης ή αίτησης, η εποπτευόμενη οντότητα απευθύνει στην ΕΚΤ νέο αίτημα, κοινοποίηση ή αίτηση σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 1.

ΜΕΡΟΣ VII

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

ΤΙΤΛΟΣ 1

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΤ ΟΥΣΙΩΔΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΕΑΑ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΩΝ ΟΥΣΙΩΔΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΑΑ

Άρθρο 96

Επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας

Σε περίπτωση που η κατάσταση μιας λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας σημειώνει ταχεία και σημαντική επιδείνωση οι ΕΑΑ ενημερώνουν σχετικά την ΕΚΤ, ειδικά εάν η επιδείνωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αίτημα χορήγησης άμεσης ή έμμεσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον ΕΜΣ, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 62.

Άρθρο 97

Κοινοποίηση στην ΕΚΤ ουσιωδών εποπτικών διαδικασιών ΕΑΑ από τις ΕΑΑ

1.   Προκειμένου η ΕΚΤ να είναι σε θέση να ασκεί την επίβλεψη της λειτουργίας του συστήματος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 5 στοιχείο γ) του κανονισμού ΕΕΜ, οι ΕΑΑ παρέχουν σε αυτήν πληροφορίες για ουσιώδεις εποπτικές διαδικασίες ΕΑΑ που αφορούν λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες. Αφού λάβει ιδίως υπόψη την κατάσταση κινδύνου και τον πιθανό αντίκτυπο της οικείας λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η ΕΚΤ καθορίζει γενικά κριτήρια βάσει των οποίων θα κρίνεται ποιες πληροφορίες και για ποιες εκ των λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων θα κοινοποιούνται. Οι πληροφορίες παρέχονται από τις ΕΑΑ πριν από την κίνηση της διαδικασίας ή, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις επείγοντος, ταυτόχρονα με αυτήν.

2.   Οι ουσιώδεις εποπτικές διαδικασίες ΕΑΑ της παραγράφου 1 συνίστανται:

α)

στην απομάκρυνση μελών των διοικητικών συμβουλίων λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων και στην ανάθεση της διαχείρισής τους σε ειδικούς διαχειριστές, και

β)

στις διαδικασίες που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα.

3.   Πέραν των απαιτήσεων παροχής πληροφοριών που θεσπίζει σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η ΕΚΤ μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητεί από τις ΕΑΑ πληροφορίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους όσον αφορά λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες.

4.   Πέραν των απαιτήσεων παροχής πληροφοριών που θεσπίζει η ΕΚΤ σύμφωνα με το παρόν άρθρο, οι ΕΑΑ κοινοποιούν σε αυτή, με δική τους πρωτοβουλία, κάθε άλλη εποπτική διαδικασία ΕΑΑ:

α)

την οποία θεωρούν ουσιώδη ή

β)

η οποία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη φήμη του ΕΕΜ.

5.   Σε περίπτωση που η ΕΚΤ ζητεί από ορισμένη ΕΑΑ την περαιτέρω αξιολόγηση συγκεκριμένων πτυχών ουσιώδους εποπτικής διαδικασίας ΕΑΑ, στο σχετικό αίτημα καθορίζονται οι πτυχές τις οποίες αφορά η αξιολόγηση. Η ΕΚΤ και η ΕΑΑ διασφαλίζουν μεταξύ τους ότι η κάθε μία εξ αυτών διαθέτει επαρκή χρόνο ώστε η διαδικασία και ο ΕΕΜ συνολικά να μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά.

Άρθρο 98

Κοινοποίηση στην ΕΚΤ σχεδίων ουσιωδών εποπτικών αποφάσεων από τις ΕΑΑ

1.   Προκειμένου η ΕΚΤ να είναι σε θέση να ασκεί την επίβλεψη της λειτουργίας του συστήματος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 5 στοιχείο γ) του κανονισμού ΕΕΜ, οι ΕΑΑ αποστέλλουν σε αυτή σχέδια εποπτικών αποφάσεων που πληρούν τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 όταν οι αποφάσεις αφορούν λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες για τις οποίες η ΕΚΤ θεωρεί, με βάση τα γενικά κριτήρια που καθορίζει η ίδια όσον αφορά την κατάσταση κινδύνου τους και τον πιθανό αντίκτυπο στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ότι πρέπει να της κοινοποιούνται οι συναφείς πληροφορίες.

2.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, τα σχέδια εποπτικών αποφάσεων αποστέλλονται στην ΕΚΤ προτού απευθυνθούν στις λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, εφόσον:

α)

αφορούν την απομάκρυνση μελών των διοικητικών συμβουλίων λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων και τον διορισμό ειδικών διαχειριστών, ή

β)

έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα.

3.   Πέραν των απαιτήσεων παροχής πληροφοριών των παραγράφων 1 και 2, οι ΕΑΑ διαβιβάζουν στην ΕΚΤ και κάθε άλλο σχέδιο εποπτικής απόφασης:

α)

για το οποίο ζητείται η άποψη της ΕΚΤ ή

β)

το οποίο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη φήμη του ΕΕΜ.

4.   Οι ΕΑΑ αποστέλλουν στην ΕΚΤ τα σχέδια αποφάσεων που πληρούν τα κριτήρια των παραγράφων 1, 2 και 3, και επομένως θεωρούνται σχέδια ουσιωδών εποπτικών αποφάσεων, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από την ημερομηνία της προγραμματισμένης έκδοσης της απόφασης. Η ΕΚΤ εκφράζει τις απόψεις της επί του σχεδίου απόφασης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από την προγραμματισμένη έκδοση της απόφασης. Σε επείγουσες περιπτώσεις η οικεία ΕΑΑ ορίζει εύλογο χρονικό διάστημα για την αποστολή στην ΕΚΤ σχεδίου αποφάσεως που πληροί τα κριτήρια των παραγράφων 1, 2 και 3.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΠΑΡΟΧΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΑΑ ΣΤΗΝ ΕΚΤ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

Άρθρο 99

Γενική υποχρέωση των ΕΑΑ για παροχή πληροφοριών στην ΕΚΤ

1.   Προκειμένου η ΕΚΤ να είναι σε θέση να ασκεί την εποπτεία της λειτουργίας του συστήματος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 5 στοιχείο γ) του κανονισμού ΕΕΜ, και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου 1, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από τις ΕΑΑ να της παρέχουν σε τακτική βάση πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνουν και την εκπλήρωση των καθηκόντων τους κατά το άρθρο 6 παράγραφος 6 του κανονισμού ΕΕΜ. Η ΕΚΤ ενημερώνει ετησίως τις ΕΑΑ για τις κατηγορίες των λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων και τη φύση των απαιτούμενων πληροφοριών.

2.   Οι απαιτήσεις που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν θίγουν το δικαίωμα της ΕΚΤ να κάνει χρήση των εξουσιών των άρθρων 10 έως 13 του κανονισμού ΕΕΜ όσον αφορά λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες.

Άρθρο 100

Συχνότητα και αντικείμενο των εκθέσεων που υποβάλλουν οι ΕΑΑ στην ΕΚΤ

Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ ετήσια έκθεση για τις λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, τους λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους ή τις κατηγορίες λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΕΚΤ.

ΜΕΡΟΣ VIII

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΕΚΤ, ΕΑΑ ΚΑΙ ΕΕΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΜΑΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ

ΤΙΤΛΟΣ 1

ΟΡΙΣΜΟΣ ΜΑΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ

Άρθρο 101

Γενικές διατάξεις

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, με τον όρο «μακροπροληπτικά εργαλεία» νοούνται τα ακόλουθα μέσα:

α)

τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας κατά την έννοια των άρθρων 130 έως 142 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

β)

τα μέτρα που λαμβάνονται για τα πιστωτικά ιδρύματα με εγχώρια άδεια ή για υποσύνολό τους κατά το άρθρο 458 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

γ)

κάθε άλλο μέτρο που λαμβάνουν οι ΕΕΑ ή ΕΑΑ με στόχο την αντιμετώπιση συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων στις περιπτώσεις που ειδικά ορίζονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, το οποίο προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και υπόκειται στις διαδικασίες των εν λόγω νομοθετημάτων.

2.   Οι μακροπροληπτικές διαδικασίες του άρθρου 5 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού ΕΕΜ δεν αποτελούν εποπτικές διαδικασίες της ΕΚΤ ή των ΕΑΑ κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 22 του κανονισμού ΕΕΜ όσον αφορά τις αποφάσεις που απευθύνονται σε μεμονωμένες εποπτευόμενες οντότητες.

Άρθρο 102

Εφαρμογή μακροπροληπτικών εργαλείων από την ΕΚΤ

Η ΕΚΤ εφαρμόζει τα μακροπροληπτικά εργαλεία του άρθρου 101 σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τα άρθρα 5 παράγραφος 2 και 9 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ και, εφόσον αυτά προβλέπονται σε οδηγία, υπό την επιφύλαξη της μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο. Το γεγονός ότι ορισμένη ΕΕΑ δεν καθορίζει ποσοστό αποθέματος ασφαλείας δεν εμποδίζει την ΕΚΤ να επιβάλλει απαίτηση αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΜΑΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ

Άρθρο 103

Κατάλογος των ΕΑΑ και ΕΕΑ που είναι υπεύθυνες για τα μακροπροληπτικά εργαλεία

Η ΕΚΤ συλλέγει από τις ΕΑΑ και τις ΕΕΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών πληροφορίες για την ταυτότητα των αρχών που ορίζονται υπεύθυνες για τα μακροπροληπτικά εργαλεία του άρθρου 101 και για εκείνα που οι εν λόγω αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν.

Άρθρο 104

Ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία όσον αφορά τη χρήση μακροπροληπτικών εργαλείων από ΕΑΑ ή ΕΕΑ

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ, η οικεία ΕΑΑ ή ΕΕΑ που προτίθεται να εφαρμόσει μακροπροληπτικά εργαλεία κοινοποιεί την πρόθεσή της στην ΕΚΤ δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης. Με την επιφύλαξη των ανωτέρω, εάν ΕΑΑ ή ΕΕΑ προτίθεται να κάνει χρήση μακροπροληπτικού εργαλείου, ενημερώνει το συντομότερο δυνατό την ΕΚΤ σχετικά με τον μακροπροληπτικό ή συστημικό κίνδυνο τον οποίο εντόπισε για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και, εάν είναι δυνατό, σχετικά με τις λεπτομέρειες του εργαλείου που πρόκειται να εφαρμόσει. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σκοπούμενου μέτρου, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία αυτό πρόκειται να εφαρμοστεί.

2.   Η κοινοποίηση της πρόθεσης στην ΕΚΤ γίνεται από την ΕΑΑ ή την ΕΕΑ.

3.   Σε περίπτωση που η ΕΚΤ διατυπώνει ένσταση ως προς το μέτρο που σκοπεύει να λάβει η ΕΑΑ ή η ΕΕΑ, εκθέτει τους σχετικούς λόγους εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης από την ίδια της κοινοποίησης της πρόθεσης. Η ένσταση υποβάλλεται εγγράφως και αιτιολογείται. Η ΕΑΑ ή η ΕΕΑ εξετάζει δεόντως την αιτιολογία της ένστασης της ΕΚΤ πριν προχωρήσει στη λήψη απόφασης ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 105

Ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία όσον αφορά τη χρήση μακροπροληπτικών εργαλείων από την ΕΚΤ

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ, όταν η ΕΚΤ προτίθεται με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν πρότασης ΕΑΑ ή ΕΕΑ να εφαρμόσει υψηλότερες απαιτήσεις για τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας ή αυστηρότερα μέτρα αντιμετώπισης συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων, συνεργάζεται στενά με τις ΕΕΑ των οικείων κρατών μελών και, ειδικότερα, κοινοποιεί την πρόθεσή της στην ΕΕΑ ή την ΕΑΑ δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης. Με την επιφύλαξη των ανωτέρω, σε περίπτωση που η ΕΚΤ προτίθεται να εφαρμόσει υψηλότερες απαιτήσεις για τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας ή αυστηρότερα μέτρα αντιμετώπισης συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων σε επίπεδο πιστωτικών ιδρυμάτων με τις διαδικασίες του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία της Ένωσης, ενημερώνει το συντομότερο δυνατό την οικεία ΕΑΑ ή ΕΕΑ σχετικά με τον συστημικό ή μακροπροληπτικό κίνδυνο τον οποίο εντόπισε για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και, εάν είναι δυνατό, σχετικά με τις λεπτομέρειες του εργαλείου που πρόκειται να εφαρμόσει. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σκοπούμενου μέτρου, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία αυτό πρόκειται να εφαρμοστεί.

2.   Σε περίπτωση που η οικεία ΕΑΑ ή ΕΕΑ διατυπώνει ένσταση ως προς το μέτρο που σκοπεύει να λάβει η ΕΚΤ, εκθέτει τους σχετικούς λόγους εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης από την ίδια της κοινοποίησης της πρόθεσης της ΕΚΤ. Η ένσταση υποβάλλεται εγγράφως και αιτιολογείται. Η ΕΚΤ εξετάζει δεόντως την αιτιολογία της ένστασης πριν προχωρήσει στη λήψη απόφασης ανάλογα με την περίπτωση.

ΜΕΡΟΣ IX

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΕΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΤΙΤΛΟΣ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 106

Διαδικασία καθιέρωσης στενής συνεργασίας

Η ΕΚΤ αξιολογεί τα αιτήματα κρατών μελών εκτός ζώνης ευρώ για την καθιέρωση στενής συνεργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην απόφαση EKT/2014/5 (16).

Άρθρο 107

Αρχές που εφαρμόζονται σε περίπτωση καθιέρωσης στενής συνεργασίας

1.   Από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της απόφασης που εκδίδει η ΕΚΤ βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ για την καθιέρωση στενής συνεργασίας μεταξύ της ίδιας και ΕΑΑ κράτους μέλους εκτός ζώνης ευρώ, και ως τη λύση ή αναστολή της συνεργασίας, η ΕΚΤ εκτελεί τα καθήκοντα του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρο 5 του κανονισμού ΕΕΜ όσον αφορά εποπτευόμενες οντότητες εγκατεστημένες και εποπτευόμενους ομίλους εγκατεστημένους στο οικείο συμμετέχον κράτος μέλος σε στενή συνεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού ΕΕΜ.

2.   Εφόσον καθιερώνεται στενή συνεργασία σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ, ο ρόλος της ΕΚΤ και της ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας όσον αφορά σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και ομίλους και λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και ομίλους εγκατεστημένες ή εγκατεστημένους, αντίστοιχα, σε συμμετέχοντα κράτη μέλη σε στενή συνεργασία είναι ανάλογος του ρόλου τους όσον αφορά σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και ομίλους και λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και ομίλους εγκατεστημένες ή εγκατεστημένους, αντίστοιχα, σε κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι η ΕΚΤ δεν διαθέτει εξουσίες άμεσης εφαρμογής επί σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων και ομίλων και λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων και ομίλων εγκατεστημένων στο συμμετέχον κράτος μέλος σε στενή συνεργασία.

3.   Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ μπορεί να απευθύνει σε ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας οδηγίες όσον αφορά σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και ομίλους, ενώ όσον αφορά λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και ομίλους μπορεί να απευθύνει μόνον γενικές οδηγίες.

4.   Η στενή συνεργασία λήγει την ημερομηνία που καταργείται η παρέκκλιση του άρθρου 139 ΣΛΕΕ όσον αφορά συμμετέχον κράτος μέλος σε στενή συνεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, και τότε παύουν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος μέρους.

Άρθρο 108

Νομικές πράξεις που αφορούν την εποπτεία σε σχέση με τη στενή συνεργασία

1.   Σε σχέση με τα καθήκοντα του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 5 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ μπορεί να παρέχει οδηγίες, να διατυπώνει αιτήματα ή να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές.

2.   Εφόσον η ΕΚΤ κρίνει ότι μια ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας θα πρέπει να υιοθετήσει μέτρο που αφορά τα καθήκοντα του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού ΕΕΜ σε σχέση με εποπτευόμενη οντότητα ή όμιλο, απευθύνει στη συγκεκριμένη ΕΑΑ:

α)

γενική ή ειδική οδηγία, αίτημα ή κατευθυντήρια γραμμή προκειμένου για σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο του συμμετέχοντος κράτους μέλους σε στενή συνεργασία, ζητώντας την έκδοση εποπτικής απόφασης σε σχέση με τη συγκεκριμένη οντότητα ή τον όμιλο, ή

β)

γενική οδηγία ή κατευθυντήρια γραμμή προκειμένου για λιγότερο σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή λιγότερο σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο.

3.   Εφόσον η ΕΚΤ κρίνει ότι μια ΕΑΑ ή ΕΕΑ σε στενή συνεργασία θα πρέπει να υιοθετήσει μέτρο που αφορά τα καθήκοντα του άρθρου 5 του κανονισμού ΕΕΜ, δύναται να απευθύνει στη συγκεκριμένη ΕΑΑ ή ΕΕΑ γενική ή ειδική οδηγία, αίτημα ή κατευθυντήρια γραμμή, ζητώντας την εφαρμογή υψηλότερων απαιτήσεων για τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας ή αυστηρότερων μέτρων για την αντιμετώπιση συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων.

4.   Στην οδηγία, στο αίτημα ή στην κατευθυντήρια γραμμή της η ΕΚΤ καθορίζει τη σχετική προθεσμία για την υιοθέτηση του μέτρου από την ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των σαράντα οκτώ ωρών, εκτός εάν είναι αναγκαία η ταχύτερη υιοθέτηση του μέτρου για την πρόληψη ανεπανόρθωτης ζημίας. Για τον καθορισμό της προθεσμίας η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη το διοικητικό ουσιαστικό και διαδικαστικό δίκαιο με το οποίο πρέπει να συμμορφωθεί η ως άνω ΕΑΑ.

5.   Η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με τις οδηγίες, τα αιτήματα ή τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΚΤ και ενημερώνει την τελευταία χωρίς περιττή καθυστέρηση για τα μέτρα που λαμβάνει.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΣΤΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΑ ΜΕΡΗ III, IV, V, VIII, X ΚΑΙ XI

Άρθρο 109

Γλωσσικό καθεστώς στο πλαίσιο της στενής συνεργασίας

1. Οι ρυθμίσεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 23 εφαρμόζονται αναλογικά και στις ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας.

Άρθρο 110

Αξιολόγηση της σημασίας πιστωτικών ιδρυμάτων υπό το καθεστώς στενής συνεργασίας

1.   Οι διατάξεις του μέρους IV για τον καθορισμό της ιδιότητας εποπτευόμενων οντοτήτων ή ομίλων ως σημαντικών ή λιγότερο σημαντικών εφαρμόζονται αναλογικά και σε εποπτευόμενες οντότητες και εποπτευόμενους ομίλους των συμμετεχόντων κρατών μελών σε στενή συνεργασία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2.   Η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας διασφαλίζει ότι οι διαδικασίες του μέρους IV μπορούν να εφαρμοστούν και σε εποπτευόμενες οντότητες και εποπτευόμενους ομίλους εγκατεστημένες ή εγκατεστημένους, αντίστοιχα, στο οικείο κράτος μέλος.

3.   Όπου οι διατάξεις του μέρους IV προβλέπουν ότι η ΕΚΤ απευθύνει απόφαση σε εποπτευόμενη οντότητα ή εποπτευόμενο όμιλο, η ΕΚΤ, αντ’ αυτού, θα εκδίδει οδηγίες προς την ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας η οποία, με τη σειρά της, θα απευθύνει απόφαση στην εποπτευόμενη οντότητα ή στον εποπτευόμενο όμιλο σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες.

Άρθρο 111

Κοινές διαδικασίες υπό το καθεστώς στενής συνεργασίας

1.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου οι διατάξεις του μέρους V σχετικά με τις κοινές διαδικασίες εφαρμόζονται αναλογικά και σε εποπτευόμενες οντότητες και εποπτευόμενους ομίλους των συμμετεχόντων κρατών μελών σε στενή συνεργασία.

2.   Μια ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας διασφαλίζει ότι οι διαδικασίες του μέρους V μπορούν να εφαρμοστούν και σε εποπτευόμενες οντότητες εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος με την ίδια. Η ΕΑΑ διασφαλίζει, ειδικότερα, ότι η ΕΚΤ λαμβάνει κάθε πληροφορία και έγγραφο που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ.

3.   Όπου οι διατάξεις του μέρους V προβλέπουν ότι η ΕΚΤ απευθύνει απόφαση σε εποπτευόμενη οντότητα ή εποπτευόμενο όμιλο, η ΕΚΤ, αντ’ αυτού, θα εκδίδει οδηγίες προς την ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας η οποία, με τη σειρά της, θα απευθύνει απόφαση στην εποπτευόμενη οντότητα ή στον εποπτευόμενο όμιλο σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες.

4.   Όπου οι διατάξεις του μέρους V προβλέπουν ότι μια ΕΑΑ εκπονεί σχέδιο απόφασης, η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας υποβάλλει σχέδιο απόφασης στην ΕΚΤ και ζητεί οδηγίες.

Άρθρο 112

Μακροπροληπτικά εργαλεία υπό το καθεστώς στενής συνεργασίας

Οι διατάξεις του μέρους VIII για τη συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ, των ΕΑΑ και των ΕΕΑ όσον αφορά τα μακροπροληπτικά καθήκοντα και εργαλεία εφαρμόζονται αναλογικά και σε εποπτευόμενες οντότητες και εποπτευόμενους ομίλους των συμμετεχόντων κρατών μελών σε στενή συνεργασία.

Άρθρο 113

Διοικητικές κυρώσεις υπό το καθεστώς στενής συνεργασίας

1.   Οι διατάξεις του μέρους X για τις διοικητικές κυρώσεις εφαρμόζονται αναλογικά και σε εποπτευόμενες οντότητες και εποπτευόμενους ομίλους των συμμετεχόντων κρατών μελών σε στενή συνεργασία.

2.   Όπου το άρθρο 18 του κανονισμού ΕΕΜ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του μέρους X του παρόντος κανονισμού, προβλέπει ότι η ΕΚΤ απευθύνει απόφαση σε εποπτευόμενη οντότητα ή εποπτευόμενο όμιλο, η ΕΚΤ, αντ’ αυτού, θα εκδίδει οδηγίες προς την ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας η οποία, με τη σειρά της, θα απευθύνει απόφαση στην εποπτευόμενη οντότητα ή στον εποπτευόμενο όμιλο σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες.

3.   Όπου το άρθρο 18 του κανονισμού ΕΕΜ ή οι διατάξεις του μέρους X του παρόντος κανονισμού προβλέπουν ότι ορισμένη ΕΑΑ απευθύνει απόφαση σε σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο, η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας κινεί διαδικασίες με σκοπό τη λήψη μέτρων που θα διασφαλίζουν την επιβολή των κατάλληλων διοικητικών προστίμων μόνον βάσει οδηγιών της ΕΚΤ. Η ΕΑΑ ενημερώνει την ΕΚΤ μόλις εκδοθεί απόφαση.

Άρθρο 114

Εξουσίες έρευνας κατά τα άρθρα 10 έως 13 του κανονισμού ΕΕΜ υπό το καθεστώς στενής συνεργασίας

1.   Οι διατάξεις του μέρους XI σχετικά με τη συνεργασία σε ό,τι αφορά τα άρθρα 10 έως 13 του κανονισμού ΕΕΜ εφαρμόζονται αναλογικά και σε εποπτευόμενες οντότητες και εποπτευόμενους ομίλους συμμετεχόντων κρατών μελών σε στενή συνεργασία.

2.   Οι ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας κάνουν χρήση των εξουσιών έρευνας των άρθρων 10 έως 13 του κανονισμού ΕΕΜ σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕΚΤ.

3.   Οι ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας υποβάλλουν στην ΕΚΤ τα πορίσματα που προκύπτουν από τη χρήση των εξουσιών έρευνας των άρθρων 10 έως 13 του κανονισμού ΕΕΜ.

4.   Οι ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας διασφαλίζουν ότι μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ που ορίζονται για τον σκοπό αυτόν μπορούν να συμμετέχουν ως παρατηρητές στις έρευνες που διεξάγονται κατά τα άρθρα 10 έως 13 του κανονισμού ΕΕΜ.

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΣΤΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

Άρθρο 115

Εποπτεία σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων συμμετεχόντων κρατών μελών σε στενή συνεργασία

1.   Οι διατάξεις των μερών II και VI εφαρμόζονται αναλογικά και σε σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους εγκατεστημένες ή εγκατεστημένους, αντίστοιχα, σε συμμετέχοντα κράτη μέλη σε στενή συνεργασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2.   Η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας διασφαλίζει ότι η ΕΚΤ λαμβάνει όλες τις πληροφορίες και εκθέσεις που προέρχοναι από και σχετίζονται με σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και τους σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους, τις οποίες λαμβάνει η ίδια η ΕΑΑ και οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον κανονισμό ΕΕΜ.

3.   Συστήνεται μεικτή εποπτική ομάδα για την εποπτεία κάθε σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου εγκατεστημένων σε συμμετέχον κράτος μέλος σε στενή συνεργασία. Τα μέλη της μεικτής εποπτικής ομάδας διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4. Η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας ορίζει τον υποσυντονιστή ΕΑΑ ο οποίος ενεργεί άμεσα σε ό,τι αφορά τη σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή τον σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο, σύμφωνα με τις οδηγίες του συντονιστή ΜΕΟ.

4.   Η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας διασφαλίζει ότι μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ που ορίζονται για τον σκοπό αυτόν καλούνται να συμμετέχουν σε επιτόπιες επιθεωρήσεις που διεξάγονται αναφορικά με μια σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή έναν σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο. Η ΕΚΤ μπορεί να καθορίζει τον αριθμό μελών του προσωπικού της που θα συμμετέχουν ως παρατηρητές.

5.   Στο πλαίσιο της ενοποιημένης εποπτείας και των σωμάτων εποπτών, εφόσον η μητρική επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ ή σε συμμετέχον κράτος μέλος εκτός ζώνης ευρώ, η ΕΚΤ, ως αρμόδια αρχή, αποτελεί την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και προεδρεύει του σώματος εποπτών. Η ΕΚΤ καλεί την οικεία ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας να ορίσει μέλος του προσωπικού της ως παρατηρητή. Η ΕΚΤ μπορεί να ενεργεί παρέχοντας οδηγίες στην ως άνω ΕΑΑ.

Άρθρο 116

Αποφάσεις όσον αφορά σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους

1.   Υπό την επιφύλαξη των εξουσιών των ΕΑΑ όσον αφορά καθήκοντα που δεν έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ με τον κανονισμό ΕΕΜ, η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας εκδίδει αποφάσεις όσον αφορά σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους του κράτους μέλους της μόνον κατόπιν οδηγιών της ΕΚΤ. Η ως άνω ΕΑΑ μπορεί επίσης να ζητεί οδηγίες από την ΕΚΤ.

2.   Η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας θέτει αμέσως στη διάθεση της ΕΚΤ κάθε απόφαση που αφορά σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο.

3.   Η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας ενημερώνει την ΕΚΤ σχετικά με: α) αποφάσεις που εκδίδει βάσει των εξουσιών της όσον αφορά καθήκοντα που δεν έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ με τον κανονισμό ΕΕΜ και β) αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν οδηγιών της ΕΚΤ ή σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του παρόντος μέρους.

ΤΙΤΛΟΣ 4

ΣΤΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΟΜΙΛΟΥΣ

Άρθρο 117

Εποπτεία λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων και λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων ομίλων

1.   Οι διατάξεις του μέρους VII εφαρμόζονται αναλογικά σε λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες και λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους συμμετεχόντων κρατών μελών σε στενή συνεργασία, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις.

2.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια των αποτελεσμάτων της εποπτείας εντός του ΕΕΜ, η ΕΚΤ μπορεί να εκδίδει γενικές οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές και να διατυπώνει αιτήματα που απευθύνονται σε ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας, ζητώντας από αυτές την έκδοση εποπτικής απόφασης όσον αφορά λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες ή λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους εγκατεστημένες ή εγκατεστημένους, αντίστοιχα, στο συμμετέχον κράτος μέλος σε στενή συνεργασία. Οι εν λόγω γενικές οδηγίες, κατευθυντήριες γραμμές ή αιτήματα μπορούν να αφορούν ομίλους ή κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων.

3.   Η ΕΚΤ μπορεί επίσης να απευθύνει σε ορισμένη ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας αίτημα περαιτέρω αξιολόγησης των πτυχών μιας ουσιώδους διαδικασίας ΕΑΑ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 7 στοιχείο γ) σημείο ii) του κανονισμού ΕΕΜ.

ΤΙΤΛΟΣ 5

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΦΩΝΙΑΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΣΕ ΣΤΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 118

Διαδικασία σε περίπτωση διαφωνίας με σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου κατά το άρθρο 7 παράγραφος 8 του κανονισμού ΕΕΜ

1.   Υπό την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας της ενωσιακής νομοθεσίας η ΕΚΤ ενημερώνει την ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας για το ολοκληρωμένο σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου που αφορά εποπτευόμενη οντότητα ή εποπτευόμενο όμιλο εγκατεστημένη ή εγκατεστημένο, αντίστοιχα, σε συμμετέχον κράτος μέλος σε στενή συνεργασία.

2.   Εάν η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας διαφωνεί με το ολοκληρωμένο σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, κοινοποιεί εγγράφως τους λόγους διαφωνίας της στο διοικητικό συμβούλιο εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη λήψη του ολοκληρωμένου σχεδίου απόφασης.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει σχετικά εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη λήψη της κοινοποίησης, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τους λόγους διαφωνίας, και διαβιβάζει εγγράφως στην ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας την αιτιολογική βάση της απόφασής του.

4.   Το συμμετέχον κράτος μέλος σε στενή συνεργασία μπορεί να ζητήσει από την ΕΚΤ να λύσει με άμεση ισχύ τη στενή συνεργασία του. Στην περίπτωση αυτή το κράτος μέλος δεν δεσμεύεται από τυχόν απόφαση του διοικητικού συμβουλίου που θα ακολουθήσει.

Άρθρο 119

Διαδικασία σε περίπτωση διαφωνίας με αντίρρηση του διοικητικού συμβουλίου σε σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου κατά το άρθρο 7 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ

1.   Η ΕΚΤ ενημερώνει την ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας για τυχόν αντίρρηση του διοικητικού συμβουλίου σε ολοκληρωμένο σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου.

2.   Εάν η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας διαφωνεί με αντίρρηση του διοικητικού συμβουλίου σε ολοκληρωμένο σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, κοινοποιεί στην ΕΚΤ τους λόγους διαφωνίας της εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αντίρρησης του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της αιτιολογημένης διαφωνίας της ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας το διοικητικό συμβούλιο διατυπώνει εγγράφως τη γνώμη του επ’ αυτής και επιβεβαιώνει ή αποσύρει την αντίρρησή του εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους. Η ΕΚΤ ενημερώνει σχετικά την ΕΑΑ.

4.   Σε περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο επιβεβαιώσει την αντίρρησή του, η ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας μπορεί, εντός πέντε ημερών αφότου ενημερωθεί για την επιβεβαίωση της αντίρρησης του διοικητικού συμβουλίου, να ενημερώσει την ΕΚΤ ότι δεν δεσμεύεται από οποιαδήποτε απόφαση ληφθεί κατόπιν τροποποίησης του αρχικού ολοκληρωμένου σχεδίου απόφασης επί του οποίου το διοικητικό συμβούλιο προέβαλε αντιρρήσεις.

Στην περίπτωση αυτή η ΕΚΤ εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής ή λύσης της στενής συνεργασίας με την ΕΑΑ υπό καθεστώς στενής συνεργασίας, λαμβάνοντας υπόψη την αποτελεσματικότητα της εποπτείας, και αποφασίζει σχετικά. Η ΕΚΤ λαμβάνει ιδίως υπόψη τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ.

ΜΕΡΟΣ X

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

ΤΙΤΛΟΣ 1

ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΚ) ΑΡΙΘ. 2532/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ (17)

Άρθρο 120

Ορισμός των διοικητικών κυρώσεων

Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους με τον όρο «διοικητικές κυρώσεις» νοείται ένα από τα ακόλουθα:

α)

τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ και επιβάλλονται βάσει αυτού·

β)

τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 και επιβάλλονται βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ.

Άρθρο 121

Σχέση με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98

1.   Για τους σκοπούς διεξαγωγής των διαδικασιών του άρθρου 18 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ εφαρμόζονται οι διαδικαστικοί κανόνες του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 4 του κανονισμού ΕΕΜ.

2.   Για τους σκοπούς διεξαγωγής των διαδικασιών του άρθρου 18 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ οι διαδικαστικοί κανόνες του παρόντος κανονισμού συμπληρώνουν εκείνους του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 και εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού ΕΕΜ.

Άρθρο 122

Εξουσίες της ΕΚΤ για επιβολή διοικητικών κυρώσεων βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της, η ΕΚΤ επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 120 στοιχείο β):

α)

σε σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, ή

β)

σε λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, όπου οι κανονισμοί και αποφάσεις της επιβάλλουν σε αυτές υποχρεώσεις έναντι της ΕΚΤ.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ, ΠΛΗΝ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ, ΣΕ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΖΩΝΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Άρθρο 123

Σύσταση ανεξάρτητης μονάδας ερευνών

1.   Η ΕΚΤ συστήνει εσωτερική ανεξάρτητη μονάδα ερευνών (εφεξής η «μονάδα ερευνών»), η οποία αποτελείται από ερευνητικούς υπαλλήλους που ορίζει η ίδια.

2.   Από την ανάληψη των καθηκόντων τους, αλλά και κατά τη διετία που προηγείται αυτής, οι ερευνητικοί υπάλληλοι δεν θα πρέπει να συμμετέχουν στην άμεση ή έμμεση εποπτεία ή στην αδειοδότηση της οικείας εποπτευόμενης οντότητας.

3.   Οι ερευνητικοί υπάλληλοι εκτελούν τα ερευνητικά τους καθήκοντα ανεξάρτητα από το εποπτικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο και δεν λαμβάνουν μέρος στις διασκέψεις των ως άνω συμβουλίων.

Άρθρο 124

Παραπομπή της διαδικασίας επιβολής εικαζόμενων παραβάσεων στη μονάδα ερευνών

Σε περίπτωση που κατά την άσκηση των καθηκόντων της βάσει του κανονισμού ΕΕΜ η ΕΚΤ θεωρεί ότι υπάρχει βάσιμη υπόνοια περί συντελεσθείσας ή επικείμενης διάπραξης μιας ή περισσότερων εκ των ακόλουθων παραβάσεων, παραπέμπει το ζήτημα στη μονάδα ερευνών:

α)

παράβαση των διατάξεων της σχετικής άμεσα εφαρμοστέας νομοθεσίας της Ένωσης, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 18 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ, από σημαντική εποπτευόμενη οντότητα που έχει την κεντρική διοίκησή της σε κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ ή

β)

παράβαση των διατάξεων κανονισμού ή απόφασης της ΕΚΤ, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 18 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ, από εποπτευόμενη οντότητα που έχει την κεντρική διοίκησή της σε κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ.

Άρθρο 125

Εξουσίες της μονάδας ερευνών

1.   Για τους σκοπούς της έρευνας εικαζόμενων παραβάσεων του άρθρου 124 η μονάδα ερευνών μπορεί να ασκεί τις εξουσίες που παρέχει στην ΕΚΤ ο κανονισμός ΕΕΜ.

2.   Σε περίπτωση διατύπωσης αιτήματος προς την οικεία εποπτευόμενη αρχή βάσει των εξουσιών που παρέχει στην ΕΚΤ ο κανονισμός ΕΕΜ στο πλαίσιο διεξαγωγής έρευνας, η μονάδα ερευνών καθορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας.

3.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων της η μονάδα ερευνών διαθέτει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που συλλέγει η ΕΚΤ και, κατά περίπτωση, οι οικείες ΕΑΑ στο πλαίσιο των εποπτικών δραστηριοτήτων τους.

Άρθρο 126

Διαδικαστικά δικαιώματα

1.   Μόλις ολοκληρωθεί η έρευνα και πριν από την εκπόνηση και υποβολή στο εποπτικό συμβούλιο πρότασης ολοκληρωμένου σχεδίου απόφασης, η μονάδα ερευνών κοινοποιεί εγγράφως στην οικεία εποπτευόμενη οντότητα τα πορίσματα της διενεργηθείσας έρευνας και τυχόν ενστάσεις που προβλήθηκαν σχετικά.

2.   Με την κοινοποίηση της παραγράφου 1 η μονάδα ερευνών ενημερώνει την εποπτευόμενη οντότητα για το δικαίωμά της να υποβάλει σε αυτή, εντός εύλογης προθεσμίας που η ίδια τάσσει, γραπτές παρατηρήσεις σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και τις ενστάσεις που προβλήθηκαν εναντίον της ως άνω οντότητας, όπως διατυπώνονται στα εν λόγω αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων των επιμέρους διατάξεων οι οποίες εικάζεται ότι έχουν παραβιασθεί. Η ΕΚΤ δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη της γραπτές παρατηρήσεις που υποβάλλονται μετά την εκπνοή της προθεσμίας που τάσσει η μονάδα ερευνών.

3.   Η μονάδα ερευνών μπορεί επίσης να καλεί την οικεία εποπτική οντότητα σε ακρόαση κατόπιν κοινοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 1. Κατά την ακρόαση, οι μετέχοντες που υπόκεινται σε έρευνα μπορούν να εκπροσωπούνται ή/και να επικουρούνται από δικηγόρους ή άλλα πρόσωπα με κατάλληλα προσόντα. Οι ακροάσεις δεν είναι δημόσιες.

4.   Το δικαίωμα πρόσβασης της ερευνώμενης εποπτευόμενης οντότητας στον φάκελο της μονάδας ερευνών καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 32.

Άρθρο 127

Εξέταση του φακέλου από το εποπτικό συμβούλιο

1.   Εάν η μονάδα ερευνών αποφασίσει να επιβάλει διοικητική κύρωση σε εποπτευόμενη οντότητα, υποβάλλει στο εποπτικό συμβούλιο πρόταση ολοκληρωμένου σχεδίου απόφασης, αποφαινόμενη ότι η οικεία εποπτευόμενη οντότητα διέπραξε παράβαση και προσδιορίζοντας την επιβλητέα διοικητική κύρωση. Η μονάδα ερευνών υποβάλλει επίσης στο εποπτικό συμβούλιο τον φάκελο της έρευνας.

2.   Η μονάδα ερευνών στηρίζει την πρόταση ολοκληρωμένου σχεδίου απόφασης που υποβάλλει μόνον σε πραγματικά περιστατικά και ενστάσεις επί των οποίων η εποπτευόμενη οντότητα είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει σχόλια.

3.   Εάν το εποπτικό συμβούλιο κρίνει ότι ο φάκελος που υποβάλλει η μονάδα ερευνών είναι ελλιπής, μπορεί να τον αναπέμψει σε αυτήν με αιτιολογημένο αίτημα για παροχή πρόσθετων πληροφοριών. Το άρθρο 125 εφαρμόζεται αναλόγως.

4.   Εάν το εποπτικό συμβούλιο, βασιζόμενο σε πλήρη φάκελο, συμφωνεί με την πρόταση ολοκληρωμένου σχεδίου απόφασης της μονάδας ερευνών αναφορικά με μία ή περισσότερες παραβάσεις και με τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η απόφαση, εκδίδει το προτεινόμενο από τη μονάδα ερευνών ολοκληρωμένο σχέδιο απόφασης για τις παραβάσεις (μία ή περισσότερες) που συμφωνεί ότι έλαβαν χώρα. Εάν το εποπτικό συμβούλιο δεν συμφωνεί με την πρόταση, η απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τις σχετικές παραγράφους του παρόντος άρθρου.

5.   Εάν το εποπτικό συμβούλιο, βασιζόμενο σε πλήρη φάκελο, κρίνει ότι από τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στην πρόταση ολοκληρωμένου σχεδίου απόφασης της παραγράφου 1 δεν φαίνεται να προκύπτουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση παράβασης του άρθρου 124, μπορεί να εκδώσει ολοκληρωμένο σχέδιο απόφασης θέτοντας την απόφαση στο αρχείο.

6.   Εάν το εποπτικό συμβούλιο, βασιζόμενο σε πλήρη φάκελο, συμφωνεί με την κρίση που διατυπώνεται στην πρόταση ολοκληρωμένου σχεδίου απόφασης της μονάδας ερευνών ότι η οικεία εποπτευόμενη οντότητα διέπραξε παράβαση, διαφωνεί όμως με την προτεινόμενη διοικητική κύρωση, εκδίδει το ολοκληρωμένο σχέδιο απόφασης καθορίζοντας τη διοικητική κύρωση που θεωρεί κατάλληλη.

7.   Εάν το εποπτικό συμβούλιο, βασιζόμενο σε πλήρη φάκελο, δεν συμφωνεί με την πρόταση της μονάδας ερευνών, καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι η εποπτευόμενη οντότητα διέπραξε άλλη παράβαση ή ότι η πρόταση της μονάδας ερευνών θα πρέπει να στηριχθεί σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, ενημερώνει εγγράφως την εποπτευόμενη οντότητα για τα πορίσματά του και τις ενστάσεις που προβλήθηκαν εναντίον της. Το άρθρο 126 παράγραφοι 2 έως 4 εφαρμόζεται αναλόγως όσον αφορά το εποπτικό συμβούλιο.

8.   Το εποπτικό συμβούλιο συντάσσει ολοκληρωμένο σχέδιο απόφασης με το οποίο αποφαίνεται εάν η οικεία εποπτευόμενη οντότητα διέπραξε παράβαση και καθορίζει τυχόν διοικητικές χρηματικές κυρώσεις που πρέπει να επιβληθούν.

9.   Τα ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων που εκδίδει το εποπτικό συμβούλιο και τα οποία προτείνονται στο διοικητικό συμβούλιο στηρίζονται μόνον σε πραγματικά περιστατικά και ενστάσεις επί των οποίων είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει σχόλια η εποπτευόμενη οντότητα.

Άρθρο 128

Προσδιορισμός του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών για τους σκοπούς του καθορισμού του ανώτατου ορίου διοικητικών χρηματικών προστίμων

Με τον όρο «συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών» του άρθρου 18 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ νοείται ο ετήσιος κύκλος εργασιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της εποπτευόμενης οντότητας σύμφωνα με τους εκάστοτε πιο πρόσφατους διαθέσιμους ετήσιους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της. Εφόσον η εποπτευόμενη οντότητα που έχει διαπράξει την παράβαση ανήκει σε εποπτευόμενο όμιλο, ο ενδεδειγμένος συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών είναι εκείνος που προκύπτει από τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους ενοποιημένους ετήσιους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς του εποπτευόμενου ομίλου.

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΠΕΡΙΟΔΙΚΕΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

Άρθρο 129

Διαδικαστικοί κανόνες που εφαρμόζονται στην επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών

1.   Σε περίπτωση διαρκούς παράβασης κανονισμού ή εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ, η τελευταία μπορεί να επιβάλει περιοδική χρηματική ποινή προκειμένου να υποχρεώσει τους παραβάτες σε συμμόρφωση με τον κανονισμό ή την εποπτική απόφαση. Η ΕΚΤ εφαρμόζει τους διαδικαστικούς κανόνες του άρθρου 22 του κανονισμού ΕΕΜ και τις διατάξεις του τίτλου 2 του μέρους III του παρόντος κανονισμού.

2.   Η περιοδική χρηματική ποινή πρέπει να είναι αποτελεσματική και αναλογική. Υπολογίζεται για κάθε ημέρα παράβασης έως ότου το οικείο πρόσωπο συμμορφωθεί με τον σχετικό κανονισμό ή εποπτική απόφαση της ΕΚΤ.

3.   Τα ανώτατα όρια περιοδικών χρηματικών ποινών καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98. Η σχετική περίοδος αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία που ορίζεται στην απόφαση που επιβάλλει την περιοδική χρηματική ποινή. Η ημερομηνία αυτή είναι η ημερομηνία έγγραφης κοινοποίησης στον παραβάτη των λόγων επιβολής της περιοδικής χρηματικής ποινής από την ΕΚΤ.

4.   Περιοδικές χρηματικές ποινές δεν μπορούν να επιβάλλονται για περιόδους που υπερβαίνουν τους έξι μήνες από την ημερομηνία που ορίζεται στην απόφαση της παραγράφου 3.

ΤΙΤΛΟΣ 4

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

Άρθρο 130

Χρόνος παραγραφής όσον αφορά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων

1.   Η εξουσία της ΕΚΤ για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε εποπτευόμενες οντότητες υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από την ημέρα διάπραξης της παράβασης. Σε περίπτωση συνεχών ή επαναλαμβανόμενων παραβάσεων, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία παύει η εκάστοτε παράβαση.

2.   Κάθε μέτρο που λαμβάνει η ΕΚΤ για τους σκοπούς της έρευνας ή διαδικασίας σχετικά με παράβαση κατά το άρθρο 124 επιφέρει διακοπή της παραγραφής όσον αφορά την επιβολή διοικητικών χρηματικών ποινών. Η παραγραφή διακόπτεται από την κοινοποίηση του μέτρου προς την οικεία εποπτευόμενη οντότητα.

3.   Μετά από κάθε διακοπή η παραγραφή αρχίζει εκ νέου. Πάντως, ο χρόνος συμπλήρωσης της παραγραφής δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν της ημέρας κατά την οποία συμπληρώνεται χρονικό διάστημα διπλάσιο του χρόνου παραγραφής χωρίς η ΕΚΤ να έχει επιβάλει διοικητική κύρωση. Το χρονικό αυτό διάστημα παρατείνεται για όσο χρόνο η παραγραφή αναστέλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 5.

4.   Η παραγραφή όσον αφορά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ επανεξετάζεται από το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης ή εκκρεμεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

5.   Η παραγραφή αναστέλλεται επίσης για όσο χρονικό διάστημα εκκρεμούν κατά της εποπτευόμενης οντότητας ποινικές διαδικασίες που αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

Άρθρο 131

Χρόνος παραγραφής όσον αφορά την εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων

1.   Η εξουσία της ΕΚΤ για την εκτέλεση απόφασης του άρθρου 18 παράγραφοι 1 και 7 του κανονισμού ΕΕΜ υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής απόφασης.

2.   Κάθε μέτρο που λαμβάνει η ΕΚΤ για την αναγκαστική είσπραξη πληρωμής ή εκτέλεση όρων και προϋποθέσεων πληρωμής στο πλαίσιο της επιβολής διοικητικής κύρωσης επιφέρει διακοπή της παραγραφής όσον αφορά την επιβολή των εν λόγω διοικητικών κυρώσεων.

3.   Μετά από κάθε διακοπή η παραγραφή αρχίζει εκ νέου.

4.   Η παραγραφή όσον αφορά την εκτέλεση διοικητικών κυρώσεων αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα:

α)

δεν έχει εκπνεύσει προθεσμία για τη διενέργεια πληρωμής,

β)

αναστέλλεται η αναγκαστική είσπραξη πληρωμής βάσει απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ ή του Δικαστηρίου.

ΤΙΤΛΟΣ 5

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 132

Δημοσίευση αποφάσεων που αφορούν διοικητικές κυρώσεις

1.   Η ΕΚΤ δημοσιεύει χωρίς περιττή καθυστέρηση στον δικτυακό τόπο της κάθε απόφαση επιβολής διοικητικού χρηματικού προστίμου του άρθρου 120 σε εποπτευόμενη οντότητα συμμετέχοντος κράτους μέλους, καθώς και πληροφορίες για το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα της εποπτευόμενης οντότητας, αφού η εν λόγω απόφαση έχει κοινοποιηθεί στη θιγόμενη εποπτευόμενη οντότητα, εκτός εάν η κατά τα ανωτέρω δημοσίευση:

α)

θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή εκκρεμή ποινική έρευνα ή

β)

θα προκαλούσε, στο μέτρο που τούτο μπορεί να προσδιοριστεί, δυσανάλογη ζημία στην οικεία εποπτευόμενη οντότητα.

Στις ως άνω περιπτώσεις, αποφάσεις σχετικά με διοικητικές κυρώσεις δημοσιεύονται ανώνυμα. Εναλλακτικά, αν πιθανολογείται ότι οι εν λόγω περιστάσεις θα παύσουν να συντρέχουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η δημοσίευση κατά την παρούσα παράγραφο μπορεί να αναβάλλεται για ανάλογο χρονικό διάστημα.

2.   Εάν εκκρεμεί στο Δικαστήριο προσφυγή κατά απόφασης της παραγράφου 1, η ΕΚΤ δημοσιεύει επίσης χωρίς περιττή καθυστέρηση στον επίσημο δικτυακό τόπο της πληροφορίες για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προσφυγή και το αποτέλεσμα της δίκης.

3.   Η ΕΚΤ διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 παραμένουν στον δικτυακό τόπο της για τουλάχιστον πέντε έτη.

Άρθρο 133

Ενημέρωση της ΕΑΤ

Υπό την επιφύλαξη των απαιτήσεων τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 27 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ ενημερώνει την ΕΑΤ για όλες τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 120 τα οποία επιβάλλει σε εποπτευόμενη οντότητα κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ, καθώς και για την τυχόν άσκηση προσφυγής σε σχέση με αυτά και για το αποτέλεσμα της δίκης.

ΤΙΤΛΟΣ 6

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΚΤ ΚΑΙ ΕΑΑ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΖΩΝΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 18 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΕΕΜ

Άρθρο 134

Σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες

1.   Προκειμένου για σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, οι ΕΑΑ, κινούν διαδικασίες μόνο κατόπιν αιτήματος της ΕΚΤ, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον κανονισμό ΕΕΜ, προκειμένου να λάβουν μέτρα που διασφαλίζουν την επιβολή κατάλληλων κυρώσεων σε περιπτώσεις μη καλυπτόμενες από το άρθρο 18 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ. Στις εν λόγω περιπτώσεις περιλαμβάνεται η επιβολή:

α)

μη χρηματικών κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης διατάξεων ενωσιακής νομοθεσίας άμεσης εφαρμογής από νομικά ή φυσικά πρόσωπα, καθώς και τυχόν χρηματικών κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης τέτοιων διατάξεων από φυσικά πρόσωπα,

β)

χρηματικών ή μη χρηματικών κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης από νομικά ή φυσικά πρόσωπα διατάξεων που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο σχετικές οδηγίες της Ένωσης,

γ)

χρηματικών ή μη χρηματικών κυρώσεων βάσει της οικείας εθνικής νομοθεσίας η οποία αναθέτει στις ΕΑΑ κρατών μελών της ζώνης του ευρώ ειδικές εξουσίες που επί του παρόντος δεν απαιτούνται από τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία.

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου τελούν υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας ΕΑΑ να κινήσει διαδικασίες με δική της πρωτοβουλία αναφορικά με την εφαρμογή εθνικού δικαίου για καθήκοντα μη ανατεθειμένα στην ΕΚΤ.

2.   Οι ΕΑΑ μπορούν να ζητούν από την ΕΚΤ να αιτηθεί από τις ίδιες την κίνηση διαδικασιών στις περιπτώσεις της παραγράφου 1.

3.   Η ΕΑΑ συμμετέχοντος κράτους μέλους κοινοποιεί στην ΕΚΤ την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιβολής κύρωσης που κινήθηκε κατόπιν αιτήματος της τελευταίας κατά την παράγραφο 1. Η ΕΚΤ ενημερώνεται, ιδίως, για τις κυρώσεις που τυχόν επιβλήθηκαν.

Άρθρο 135

Παροχή πληροφοριών όσον αφορά λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες

Η οικεία ΕΑΑ κοινοποιεί στην ΕΚΤ σε τακτική βάση όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες στο πλαίσιο της άσκησης των εποπτικών της καθηκόντων.

ΤΙΤΛΟΣ 7

ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ

Άρθρο 136

Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά που μπορούν ενδεχομένως να στοιχειοθετήσουν ποινικό αδίκημα

Όταν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της βάσει του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ έχει βάσιμες υπόνοιες περί πιθανής διάπραξης ποινικού αδικήματος, ζητεί από την οικεία ΕΑΑ να παραπέμψει το ζήτημα στις αρχές που είναι αρμόδιες για τη διενέργεια έρευνας και την άσκηση πιθανής ποινικής δίωξης, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

ΤΙΤΛΟΣ 8

ΕΣΟΔΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΥΡΩΣΕΩΝ

Άρθρο 137

Έσοδα από την επιβολή κυρώσεων

Τα έσοδα από την επιβολή διοικητικών κυρώσεων που η ΕΚΤ επιβάλλει βάσει του άρθρου 18 παράγραφοι 1 και 7 του κανονισμού ΕΕΜ αποτελούν περιουσία της.

ΜΕΡΟΣ XI

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ, ΕΚΘΕΣΕΙΣ, ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΙΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ

ΤΙΤΛΟΣ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 138

Συνεργασία μεταξύ ΕΚΤ και ΕΑΑ όσον αφορά τις εξουσίες των άρθρων 10 έως 13 του κανονισμού ΕΕΜ

Οι διατάξεις του παρόντος μέρους εφαρμόζονται σε σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες. Εφαρμόζονται και σε λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες εφόσον η ΕΚΤ αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 στοιχείο δ) του κανονισμού ΕΕΜ, να κάνει χρήση των εξουσιών των άρθρων 10 έως 13 του κανονισμού ΕΕΜ σε σχέση με λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες. Τούτο δεν θίγει ωστόσο την αρμοδιότητα των ΕΑΑ να εποπτεύουν άμεσα τις λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6 του κανονισμού ΕΕΜ.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 139

Κατά περίπτωση αιτήματα παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού ΕΕΜ

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού ΕΕΜ και υπό την επιφύλαξη της οικείας νομοθεσίας της Ένωσης και σύμφωνα με αυτή, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 αυτού να παρέχουν κάθε πληροφορία απαραίτητη για την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ. Η ΕΚΤ καθορίζει τις συγκεκριμένες πληροφορίες και την εύλογη προθεσμία για την περιέλευσή τους σε αυτή.

2.   Προτού ζητήσει την παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη πληροφορίες που ήδη διαθέτουν οι ΕΑΑ.

3.   Η ΕΚΤ θέτει στη διάθεση της οικείας ΕΑΑ αντίγραφο κάθε πληροφορίας που λαμβάνει από νομικό ή φυσικό πρόσωπο προς το οποίο απευθύνθηκε το αίτημα παροχής πληροφοριών.

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Άρθρο 140

Καθήκοντα που αφορούν την παροχή εποπτικής πληροφόρησης στις αρμόδιες αρχές

1.   Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία που επιβάλλει απαιτήσεις σε πιστωτικά ιδρύματα στον τομέα της παροχής πληροφόρησης στις αρμόδιες αρχές.

2.   Για τον σκοπό αυτόν η ΕΚΤ έχει τα καθήκοντα και τις εξουσίες που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης για την εποπτική πληροφόρηση όσον αφορά τις σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες. Οι ΕΑΑ έχουν τα καθήκοντα και τις εξουσίες που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης για την παροχή πληροφόρησης στις αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες.

3.   Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 και εκτός εάν άλλως προβλέπεται, κάθε εποπτευόμενη οντότητα διαβιβάζει στην οικεία ΕΑΑ τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε τακτική βάση σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Εκτός εάν άλλως ορίζει ειδική διάταξη, όλες οι πληροφορίες που παρέχονται από εποπτευόμενες οντότητες διαβιβάζονται στις ΕΑΑ, οι οποίες προβαίνουν στον αρχικό έλεγχο των στοιχείων και θέτουν τις πληροφορίες στη διάθεση της ΕΚΤ.

4.   Η ΕΚΤ οργανώνει τις διαδικασίες συλλογής και ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων που παρέχουν οι εποπτευόμενες οντότητες, υπό την επιφύλαξη της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΤ και σύμφωνα με αυτά.

Άρθρο 141

Αιτήματα για παροχή πληροφοριών ανά τακτά διαστήματα κατά το άρθρο 10 του κανονισμού ΕΕΜ

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού ΕΕΜ, και ειδικότερα λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας της ΕΚΤ να ζητεί την παροχή πληροφοριών ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφότυπους για εποπτικούς και συναφείς στατιστικούς σκοπούς, υπό την επιφύλαξη της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης και σύμφωνα με αυτή, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από τις εποπτευόμενες οντότητες να παρέχουν πρόσθετη εποπτική πληροφόρηση όταν αυτή είναι αναγκαία για την άσκηση από την ίδια των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ. Υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, η ΕΚΤ μπορεί να καθορίζει, ειδικότερα, τις κατηγορίες των πληροφοριών που θα πρέπει να παρέχονται, καθώς και τις διαδικασίες, τους μορφότυπους, τη συχνότητα και τις προθεσμίες παροχής των πληροφοριών.

2.   Σε περίπτωση που η ΕΚΤ απαιτεί από τα νομικά ή φυσικά πρόσωπα του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ την παροχή πληροφοριών ανά τακτά διαστήματα, το άρθρο 140 παράγραφοι 3 και 4 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται αναλόγως.

ΤΙΤΛΟΣ 4

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

Άρθρο 142

Κίνηση γενικής έρευνας κατά το άρθρο 11 του κανονισμού ΕΕΜ

Η ΕΚΤ διενεργεί έρευνα για κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ βάσει απόφασής της. Η εν λόγω απόφαση προβλέπει σωρευτικά τα ακόλουθα:

α)

τη νομική βάση και τον σκοπό της,

β)

την πρόθεση άσκησης των εξουσιών του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ,

γ)

ότι τυχόν παρακώλυση της έρευνας από το πρόσωπο το οποίο αφορά συνιστά παράβαση απόφασης της ΕΚΤ κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ, υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, όπως ορίζει το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ.

ΤΙΤΛΟΣ 5

ΕΠΙΤΟΠΙΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ

Άρθρο 143

Απόφαση της ΕΚΤ για τη διενέργεια επιτόπιας επιθεώρησης κατά το άρθρο 12 του κανονισμού ΕΕΜ

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ, για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ, ορίζει ομάδες επιτόπιας επιθεώρησης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 144, για τη διεξαγωγή όλων των απαραίτητων επιτόπιων επιθεωρήσεων στις εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού ΕΕΜ.

2.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 142 και σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 του κανονισμού ΕΕΜ, οι επιτόπιες επιθεωρήσεις διεξάγονται με απόφαση της ΕΚΤ η οποία προβλέπει κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα:

α)

το αντικείμενο και τον σκοπό της επιτόπιας επιθεώρησης και

β)

ότι τυχόν παρακώλυση της επιτόπιας επιθεώρησης από το νομικό πρόσωπο το οποίο αφορά συνιστά παράβαση απόφασης της ΕΚΤ κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ, υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, όπως ορίζει το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ.

3.   Εάν η επιτόπια επιθεώρηση έπεται έρευνας που διεξάγεται βάσει απόφασης της ΕΚΤ κατά το άρθρο 142, και υπό την προϋπόθεση ότι έχει τον ίδιο σκοπό και το ίδιο αντικείμενο με την εν λόγω έρευνα, με την απόφαση αποκτούν δικαίωμα πρόσβασης στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις και τα οικόπεδα του νομικού προσώπου το οποίο αφορά η έρευνα οι υπάλληλοι και τα λοιπά πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την ΕΚΤ και ορισμένη ΕΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφοι 2 και 4 του κανονισμού ΕΕΜ και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 13 αυτού.

Άρθρο 144

Σύσταση και σύνθεση των ομάδων επιτόπιας επιθεώρησης

1.   Η ΕΚΤ είναι επιφορτισμένη με τη σύσταση και τον καθορισμό της σύνθεσης των ομάδων επιτόπιας επιθεώρησης, με τη συμμετοχή των ΕΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού ΕΕΜ.

2.   Η ΕΚΤ ορίζει τον επικεφαλής της ομάδας επιτόπιας επιθεώρησης, ο οποίος επιλέγεται μεταξύ των μελών του προσωπικού της ίδιας και των ΕΑΑ.

3.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ διαβουλεύονται μεταξύ τους και συμφωνούν σε ό,τι αφορά τη χρήση των πόρων των ΕΑΑ για τις ομάδες επιτόπιας επιθεώρησης.

Άρθρο 145

Διαδικασία και κοινοποίηση επιτόπιας επιθεώρησης

1.   Τουλάχιστον πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της επιτόπιας επιθεώρησης η ΕΚΤ κοινοποιεί στο νομικό πρόσωπο που υπόκειται σε αυτή την απόφασή της κατά το άρθρο 143 παράγραφος 2 και την ταυτότητα των μελών της ομάδας επιτόπιας επιθεώρησης. Τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν ενημερώσει το νομικό πρόσωπο που υπόκειται σε επιτόπια επιθεώρηση η ΕΚΤ ενημερώνει σχετικά την ΕΑΑ του κράτους μέλους στο οποίο αυτή πρόκειται να διεξαχθεί.

2.   Εφόσον απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα της επιθεώρησης, η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει επιτόπια επιθεώρηση χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει την οικεία εποπτευόμενη οντότητα. Η ΕΑΑ ενημερώνεται το συντομότερο δυνατό πριν από την έναρξη της επιτόπιας επιθεώρησης.

Άρθρο 146

Διεξαγωγή επιτόπιων επιθεωρήσεων

1.   Τα πρόσωπα που διεξάγουν επιτόπια επιθεώρηση ακολουθούν τις οδηγίες του επικεφαλής της ομάδας επιτόπιας επιθεώρησης.

2.   Σε περίπτωση που η οντότητα που υπόκειται σε επιτόπια επιθεώρηση είναι σημαντική εποπτευόμενη οντότητα, ο επικεφαλής της ομάδας επιτόπιας επιθεώρησης είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό μεταξύ της ομάδας επιτόπιας επιθεώρησης και της μεικτής εποπτικής ομάδας η οποία είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία της συγκεκριμένης οντότητας.

ΜΕΡΟΣ XII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 147

Έναρξη άμεσης εποπτείας από την ΕΚΤ όταν η ΕΚΤ αναλαμβάνει καθήκοντα για πρώτη φορά

1.   Δύο τουλάχιστον μήνες πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014 η ΕΚΤ απευθύνει απόφαση σε κάθε εποπτευόμενη οντότητα ως προς την οποία αναλαμβάνει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ, με την οποία επιβεβαιώνει ότι η εν λόγω οντότητα αποτελεί σημαντική εποπτευόμενη οντότητα. Όσον αφορά οντότητες που είναι μέλη σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου, η ΕΚΤ κοινοποιεί την απόφασή της στην εποπτευόμενη οντότητα στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης εντός του συμμετέχοντος κράτους μέλους και διασφαλίζει τη δέουσα ενημέρωση όλων των εποπτευόμενων οντοτήτων εντός του σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου. Οι ως άνω αποφάσεις αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα από τις 4 Νοεμβρίου 2014.

2.   Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, εάν η ΕΚΤ αρχίσει να ασκεί τα ανατεθέντα σε αυτή καθήκοντα πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014, απευθύνει απόφαση στην οικεία οντότητα και στις οικείες ΕΑΑ. Εκτός εάν άλλως προβλέπεται σε αυτή, η απόφαση αρχίζει να παράγει αποτελέσματα από την κοινοποίησή της. Οι οικείες ΕΑΑ ενημερώνονται εκ των προτέρων, και όσο το δυνατόν συντομότερα, για την πρόθεση έκδοσης της απόφασης.

3.   Πριν από την έκδοση απόφασης κατά την παράγραφο 1 η ΕΚΤ παρέχει στην οικεία εποπτευόμενη οντότητα τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις εγγράφως.

Άρθρο 148

Καθορισμός της μορφής της έκθεσης που οι ΕΑΑ διαβιβάζουν στην ΕΚΤ όσον αφορά το εποπτικό ιστορικό και το προφίλ κινδύνου

1.   Το αργότερο έως την 4η Αυγούστου 2014 οι ΕΑΑ γνωστοποιούν στην ΕΚΤ την ταυτότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων στα οποία έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας και διαβιβάζουν έκθεση για τα εν λόγω ιδρύματα υπό μορφή που καθορίζεται από την ΕΚΤ.

2.   Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, εάν η ΕΚΤ αρχίσει να ασκεί τα ανατεθέντα σε αυτή καθήκοντα πριν από τις 4 Νοεμβρίου 2014, μπορεί να ζητήσει από τις ΕΑΑ να της γνωστοποιήσουν την ταυτότητα των οικείων πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και έκθεση υπό τη μορφή που αυτή καθορίζει, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία καθορίζεται στο σχετικό αίτημα.

Άρθρο 149

Συνέχεια υφιστάμενων διαδικασιών

1.   Εκτός εάν άλλως αποφασίσει η ΕΚΤ, εάν ορισμένη ΕΑΑ κινήσει εποπτικές διαδικασίες πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014 για τις οποίες αρμόδια καθίσταται η ΕΚΤ βάσει του κανονισμού ΕΕΜ, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 48.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 48, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις κοινές διαδικασίες.

Άρθρο 150

Εποπτικές αποφάσεις που λαμβάνουν οι ΕΑΑ

Υπό την επιφύλαξη της άσκησης από την ΕΚΤ των εξουσιών που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ, εποπτικές αποφάσεις που λαμβάνουν οι ΕΑΑ πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014 δεν θίγονται.

Άρθρο 151

Κράτη μέλη τα οποία υιοθετούν το ευρώ

1.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες παρέκκλιση του άρθρου 139 ΣΛΕΕ καταργείται για ορισμένο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, τα άρθρα 148 έως 150 εφαρμόζονται αναλόγως και όσον αφορά εποπτικές διαδικασίες που κινήθηκαν ή αποφάσεις που ελήφθησαν από ΕΑΑ του εν λόγω κράτους μέλους.

2.   Η αναφορά της ημερομηνίας της 4ης Νοεμβρίου 2014 στα άρθρα 149 και 150 νοείται ως αναφορά στην ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ από το οικείο κράτος μέλος.

Άρθρο 152

Συνέχεια υφιστάμενων ρυθμίσεων

Όλες οι υφιστάμενες ρυθμίσεις συνεργασίας τις οποίες συνάπτει ΕΑΑ με άλλες αρχές πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014 και οι οποίες καλύπτουν τουλάχιστον μέρος των καθηκόντων που μεταβιβάζονται στην ΕΚΤ με τον κανονισμό ΕΕΜ συνεχίζουν να ισχύουν. Η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει να συμμετάσχει στις υφιστάμενες αυτές ρυθμίσεις συνεργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία που εφαρμόζεται σε αυτές ή να συνάψει νέες ρυθμίσεις συνεργασίας με τρίτους για τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό ΕΕΜ. Η ΕΑΑ συνεχίζει να εφαρμόζει υφιστάμενες ρυθμίσεις συνεργασίας μόνον στο βαθμό που αυτές δεν αντικαθίστανται από ρυθμίσεις συνεργασίας της ΕΚΤ, στις δε περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητο για την εκτέλεση των υφιστάμενων ρυθμίσεων συνεργασίας έχει την ευθύνη να συνδράμει την ΕΚΤ, ασκώντας ιδίως τα δικαιώματά της και εκτελώντας τις υποχρεώσεις της βάσει των ρυθμίσεων σε συντονισμό με την τελευταία.

Άρθρο 153

Τελικές διατάξεις

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Φρανκφούρτη, 16 Απριλίου 2014.

Για τo διοικητικό συμβoύλιo της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  ΕΕ L 320 της 30.11.2013, σ. 1.

(3)  Απόφαση ΕΚΤ/2004/2 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 80 της 18.3.2004, σ. 33).

(4)  Εκδόθηκε στις 31 Μαρτίου 2014 και είναι διαθέσιμος στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ, www.ecb.europa.eu. Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.

(5)  Απόφαση ΕΚΤ/2014/16, της 14ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη σύσταση του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και των κανόνων λειτουργίας του. Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.)

(7)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(8)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ, και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(11)  Όπως δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 25/2009 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τη λογιστική κατάσταση του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2008/32) (ΕΕ L 15 της 20.1.2009, σ. 14).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 174 της 26.6.2013, σ. 1).

(15)  Οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων (ΕΕ L 135 της 31.5.1994, σ. 5).

(16)  Απόφαση ΕΚΤ/2014/5, της 31ης Ιανουαρίου 2014, σχετικά με τη στενή συνεργασία με τις εθνικές αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών που δεν έχουν ως νόμισμά τους το ευρώ (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(17)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4).


Top