EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32006H0088

Σύσταση της Επιτροπής, της 6ης Φεβρουαρίου 2006 , για τη μείωση της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 235] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

OJ L 42, 14.2.2006, p. 26–28 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
OJ L 118M, 8.5.2007, p. 154–156 (MT)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2011; καταργήθηκε από 32011H0516

ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2006/88/oj

14.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 42/26


ΣΫΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 6ης Φεβρουαρίου 2006

για τη μείωση της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 235]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/88/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 211 δεύτερη περίπτωση,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η σύσταση 2002/201/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Μαρτίου 2002, για τη μείωση της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα (1), εντάσσεται σε γενικότερη στρατηγική για τη μείωση της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων στο περιβάλλον, στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα. Σκοπός της είναι να συστήσει επίπεδα δράσης και, με την πάροδο του χρόνου, επίπεδα στόχους για ζωοτροφές και τρόφιμα.

(2)

Παρότι, από τοξικολογική άποψη, οποιαδήποτε μέγιστη τιμή πρέπει να ισχύει τόσο για τις διοξίνες όσο και για τα παρόμοια με τις διοξίνες πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB), το 2001 ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 466/2001 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2001, για τον καθορισμό μέγιστων τιμών ανοχής για ορισμένες προσμείξεις στα τρόφιμα (2), καθόρισε μέγιστες τιμές ανοχής μόνο για τις διοξίνες στα τρόφιμα και όχι για τα παρόμοια με τις διοξίνες πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB), λόγω των πολύ περιορισμένων διαθέσιμων στοιχείων την εποχή εκείνη όσον αφορά τον επιπολασμό των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB. Παρομοίως, το 2001 καθορίστηκαν με την οδηγία 2002/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2002, σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές (3), μέγιστες τιμές ανοχής στις ζωοτροφές μόνο για τις διοξίνες και όχι για τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB.

(3)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 466/2001, η Επιτροπή έπρεπε να αναθεωρήσει τις διατάξεις όσον αφορά τις διοξίνες στα τρόφιμα για φορά πρώτη φορά έως το τέλος του 2004 με βάση τα νέα δεδομένα σχετικά με την παρουσία διοξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB, ιδίως με σκοπό να περιληφθούν στα επίπεδα που θα καθοριστούν τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB. Η οδηγία 2002/32/ΕΚ περιλαμβάνει παρόμοια ρήτρα επανεξέτασης όσον αφορά τις διοξίνες στις ζωοτροφές.

(4)

Εν τω μεταξύ, έγιναν γνωστά περισσότερα στοιχεία σχετικά με την παρουσία παρόμοιων με τις διοξίνες PCB στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Κατά συνέπεια, καθορίστηκαν μέγιστες τιμές ανοχής για το σύνολο των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB, εκφρασμένες σε τοξικά ισοδύναμα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ), με την εφαρμογή των συντελεστών τοξικής ισοδυναμίας (WHO-TEF), λόγω του ότι αυτή είναι η πλέον ενδεδειγμένη προσέγγιση από τοξικολογική άποψη. Για να εξασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση, οι υπάρχουσες μέγιστες τιμές για τις διοξίνες πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν για μια μεταβατική περίοδο, παράλληλα με τις νέες καθορισμένες τιμές για το σύνολο των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB.

(5)

Για να ενθαρρυνθεί μια προδραστική προσέγγιση για τη μείωση των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές, η σύσταση 2002/201/ΕΚ καθόρισε επίπεδα δράσης για τις διοξίνες. Τα εν λόγω επίπεδα δράσης αποτελούν εργαλείο για τις αρμόδιες αρχές και τις επιχειρήσεις τροφίμων και ζωοτροφών, για την επισήμανση των περιπτώσεων εκείνων στις οποίες είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί η πηγή μόλυνσης και να ληφθούν μέτρα για τη μείωση ή την εξάλειψή της. Λόγω του ότι οι πηγές των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB διαφέρουν, πρέπει να καθοριστούν ξεχωριστά επίπεδα δράσης, αφενός για τις διοξίνες και αφετέρου για τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB. Συνεπώς, η σύσταση 2002/201/ΕΚ πρέπει να αντικατασταθεί.

(6)

Επίσης, τα επίπεδα δράσης θα πρέπει να αναπροσαρμόζονται περιοδικά και να συμβαδίζουν με την καθοδική τάση των επιπέδων των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB και με την ενεργό προσέγγιση που ακολουθείται για τη σταδιακή μείωση της παρουσίας τους στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα.

(7)

Η οδηγία 2002/32/ΕΚ προβλέπει τη δυνατότητα καθορισμού επιπέδων δράσης. Επομένως, τα επίπεδα δράσης για τις διοξίνες και τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές πρέπει να μεταφερθούν στην οδηγία 2002/32/ΕΚ.

(8)

Τα επίπεδα στόχοι δηλώνουν τα επίπεδα μόλυνσης που πρέπει να επιτευχθούν για τις ζωοτροφές και τα τρόφιμα ώστε να περιοριστεί τελικά η έκθεση της πλειονότητας του πληθυσμού της Κοινότητας στο ανεκτό όριο εβδομαδιαίας πρόσληψης (ΑΟΕΠ) που έχει οριστεί από την επιστημονική επιτροπή τροφίμων (ΕΕΤ) για τις διοξίνες και τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB. Τα επίπεδα στόχοι θα πρέπει να καθοριστούν με βάση ακριβέστερες πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο των περιβαλλοντικών μέτρων, καθώς και των μέτρων που λαμβάνονται στη πηγή και αφορούν τις ζωοτροφές και τα τρόφιμα, στη μείωση της παρουσίας διοξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB στις διάφορες πρώτες ύλες ζωοτροφών, στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα. Δεδομένου ότι ο καθορισμός των εν λόγω επιπέδων στόχων συνεπάγεται την εξέταση πολλών διαφορετικών παραγόντων, ο καθορισμός αυτών των επιπέδων στόχων πρέπει να αναβληθεί για το τέλος του 2008,

ΣΥΝΙΣΤΑ:

(1)

Στα κράτη μέλη να διενεργούν, ανάλογα με την παραγωγή τους, τη χρήση και την κατανάλωση πρώτων υλών για ζωοτροφές, ζωοτροφών και τροφίμων, έλεγχο με τυχαία δειγματοληψία για την παρουσία διοξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB καθώς και –αν είναι αναγκαίο– μη παρόμοιων με τις διοξίνες PCB στις πρώτες ύλες για ζωοτροφές, στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τη σύσταση 2004/704/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Οκτωβρίου 2004, για τον έλεγχο των βασικών επιπέδων των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες πολυχλωριωμένων διφαινυλίων στις ζωοτροφές (4), και τη σύσταση 2004/705/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Οκτωβρίου 2004, για την παρακολούθηση των βασικών επιπέδων των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες πολυχλωριωμένων διφαινυλίων στα τρόφιμα (5).

(2)

Σε περιπτώσεις μη τήρησης των διατάξεων της οδηγίας 2002/32/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 466/2001, και (υπό την επιφύλαξη του σημείου 3) σε περιπτώσεις που τα επίπεδα των διοξινών ή/και των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB διαπιστώνεται ότι υπερβαίνουν τα επίπεδα δράσης που ορίζονται στο παράρτημα Ι της παρούσας σύστασης όσον αφορά τα τρόφιμα και στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2002/32/ΕΚ όσον αφορά τις ζωοτροφές, τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με τις επιχειρήσεις,

α)

να διεξάγουν έρευνες για τον εντοπισμό της πηγής μόλυνσης·

β)

να λαμβάνουν μέτρα για τη μείωση ή την εξάλειψη της πηγής μόλυνσης·

γ)

να ελέγχουν την παρουσία μη παρόμοιων με τις διοξίνες PCB.

(3)

Στα κράτη μέλη στα οποία τα βασικά επίπεδα διοξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB είναι ιδιαίτερα υψηλά να καθορίζουν εθνικά επίπεδα δράσης για την εγχώρια παραγωγή πρώτων υλών για ζωοτροφές, ζωοτροφών και τροφίμων, κατά τρόπο ώστε για το 5 % περίπου των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τον έλεγχο που αναφέρεται στο σημείο 1 να διενεργείται έρευνα για τον εντοπισμό της πηγής της μόλυνσης.

(4)

Στα κράτη μέλη να ενημερώνουν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη σχετικά με τα ευρήματά τους, τα αποτελέσματα των ερευνών τους και τα μέτρα που λαμβάνουν για να μειώσουν ή να εξαλείψουν την πηγή μόλυνσης.

(5)

Στα κράτη μέλη να διαβιβάζουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 4 το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους σχετικά με τα τρόφιμα και στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης που υποβάλλουν στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2 της οδηγίας 95/53/ΕΚ του Συμβουλίου (6), σχετικά με τις ζωοτροφές, εκτός εάν οι πληροφορίες έχουν άμεση σημασία για τα άλλα κράτη μέλη, οπότε πρέπει να διαβιβάζονται αμέσως. Μετά την εφαρμογή των πολυετών εθνικών προγραμμάτων ελέγχου που αναφέρονται στα άρθρα 41 και 42 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (7), οι πληροφορίες μπορούν να διαβιβαστούν στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης που υποβάλλεται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004.

Η σύσταση 2002/201/ΕΚ αντικαθίσταται από την παρούσα σύσταση από τις 14 Νοεμβρίου 2006.

Βρυξέλλες, 6 Φεβρουαρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΌΥ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 67 της 9.3.2002, σ. 69.

(2)  ΕΕ L 77 της 16.3.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1822/2005 (ΕΕ L 293 της 9.11.2005, σ. 11).

(3)  ΕΕ L 140 της 30.5.2002, σ. 10· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/87/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 318 της 6.12.2005, σ. 19).

(4)  ΕΕ L 321 της 22.10.2004, σ. 38.

(5)  ΕΕ L 321 της 22.10.2004, σ. 45.

(6)  ΕΕ L 265 της 8.11.1995, σ. 17· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2001/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 234 της 2.9.2001, σ. 55).

(7)  ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1· διορθώθηκε στην ΕΕ L 191 της 28.5.2004, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Διοξίνες [σύνολο των πολυχλωριωμένων διβενζο-παρα-διοξινών (PCDD) και των πολυχλωριωμένων διβενζοφουρανίων (PCDF), εκφραζόμενο σε τοξικά ισοδύναμα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) με την εφαρμογή των TEF-WHO (συντελεστές τοξικής ισοδυναμίας, 1997)], και παρόμοια με τις διοξίνες PCB [σύνολο των πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB), εκφραζόμενο σε τοξικά ισοδύναμα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) με την εφαρμογή των TEF-WHO (συντελεστές τοξικής ισοδυναμίας, 1997)].

Τρόφιμα

Επίπεδο δράσης για διοξίνες + φουράνια (WHO-TEQ) (1)

Επίπεδο δράσης για παρόμοια με τις διοξίνες PCB (WHO-TEQ) (1)

Επίπεδο στόχος [σύνολο διοξινών, φουρανίων και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB (WHO-TEQ)] (1)

Κρέας και προϊόντα με βάση το κρέας (2)

μηρυκαστικών (βοοειδών, προβάτων)

1,5 pg/g λίπους (3)

1,0 pg/g λίπους (3)

 (4)

πουλερικών και εκτρεφόμενων θηραμάτων

1,5 pg/g λίπους (3)

1,5 pg/g λίπους (3)

 (4)

χοίρων

0,6 pg/g λίπους (3)

0,5 pg/g λίπους (3)

 (4)

Συκώτι και παράγωγα προϊόντα χερσαίων ζώων

4,0 pg/g λίπους (3)

4,0 pg/g λίπους (3)

 (4)

Σάρκα ψαριού και αλιευτικά προϊόντα και παράγωγα αυτών με εξαίρεση τα χέλια (5)  (6)  (7)

3,0 pg/g βάρος νωπού προϊόντος

3,0 pg/g βάρος νωπού προϊόντος

 (4)

Σάρκα χελιών (Anguilla anguilla) και προϊόντα αυτής (5)  (6)  (7)

3,0 pg/g βάρος νωπού προϊόντος

6,0 pg/g βάρος νωπού προϊόντος

 (4)

Γάλα (8) και γαλακτοκομικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του βουτύρου

2,0 pg/g λίπους (3)

2,0 pg/g λίπους (3)

 (4)

Αυγά κότας και προϊόντα αυγών (9)

2,0 pg/g λίπους (3)

2,0 pg/g λίπους (3)

 (4)

Έλαια και λίπη

–   

Ζωικό λίπος

– –

μηρυκαστικών

1,5 pg/g λίπους

1,0 pg/g λίπους

 (4)

– –

πουλερικών και εκτρεφόμενων θηραμάτων

1,5 pg/g λίπους

1,5 pg/g λίπους

 (4)

– –

χοίρων

0,6 pg/g λίπους

0,5 pg/g λίπους

 (4)

– –

ανάμεικτα ζωικά λίπη

1,5 pg/g λίπους

0,75 pg/g λίπους

 (4)

Φυτικά έλαια και λίπη

0,5 pg/g λίπους

0,5 pg/g λίπους

 (4)

έλαια θαλάσσιας προέλευσης (λάδι από το σώμα ψαριών, λάδι από το συκώτι ψαριών και έλαια άλλων θαλάσσιων οργανισμών που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο)

1,5 pg/g λίπους

6,0 pg/g λίπους

 (4)

Φρούτα, λαχανικά και σιτηρά

0,4 ng/kg προϊόντος

0,2 ng/kg προϊόντος

 (4)


(1)  Ανώτατα όρια συγκεντρώσεων: τα ανώτατα όρια συγκεντρώσεων υπολογίζονται βάσει της υπόθεσης ότι όλες οι τιμές των διαφόρων ομοειδών ουσιών που είναι μικρότερες από το όριο προσδιορισμού είναι ίσες με το όριο προσδιορισμού.

(2)  Κρέας βοοειδών, προβάτων, χοίρων, πουλερικών και εκτρεφόμενων θηραμάτων όπως ορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 139 της 30.4.2004. Διορθωτικό που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 226 της 25.6.2004, σ. 22), αλλά δεν περιλαμβάνει τα βρώσιμα εντόσθια όπως ορίζονται στο εν λόγω παράρτημα.

(3)  Τα επίπεδα δράσης δεν ισχύουν για τρόφιμα που περιέχουν λίπος σε ποσοστό μικρότερο από 1 %.

(4)  Τα επίπεδα στόχοι θα καθοριστούν στο τέλος του 2008.

(5)  Σάρκα ψαριού και αλιευτικά προϊόντα όπως ορίζονται στις κατηγορίες α), β), γ), ε) και στ) του καταλόγου του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ L 17 της 21.1.2000, σ. 22· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003). Τα επίπεδα δράσης εφαρμόζονται στα μαλακόστρακα, εξαιρουμένου του καφέ κρέατος των καβουριών, του κρέατος από το κεφάλι και τον θώρακα του αστακού και άλλων παρεμφερών μεγάλων μαλακοστράκων (γένη Nephropidae και Palinuridae) καθώς και των κεφαλόποδων χωρίς εντόσθια.

(6)  Όταν το ψάρι πρόκειται να καταναλωθεί ολόκληρο, το επίπεδο δράσης ισχύει για ολόκληρο το ψάρι.

(7)  Σε περίπτωση υπέρβασης των επιπέδων δράσης, μπορεί να μην είναι απαραίτητο να διενεργείται έρευνα όσον αφορά την πηγή μόλυνσης, δεδομένου ότι για ορισμένα είδη ψαριών το επίπεδο αναφοράς σε ορισμένες περιοχές πλησιάζει ή υπερβαίνει το επίπεδο δράσης. Εντούτοις, σε περίπτωση που το επίπεδο δράσης υπερβαίνεται, όλες οι πληροφορίες, όπως η περίοδος δειγματοληψίας, η γεωγραφική προέλευση, τα είδη ψαριών κ.τ.λ., πρέπει να καταγραφούν ενόψει μελλοντικών μέτρων για τη ρύθμιση της παρουσίας διοξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες ενώσεων στα ψάρια και στα αλιευτικά προϊόντα.

(8)  Γάλα (νωπό γάλα, γάλα που προορίζεται για την παρασκευή προϊόντων με βάση το γάλα και θερμικά επεξεργασμένο γάλα, όπως ορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004.

(9)  Αυγά κότας και προϊόντα αυγών όπως ορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004.


Top