EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32004R2073

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2004, για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης

OJ L 359, 4.12.2004, p. 1–10 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
OJ L 333M, 11.12.2008, p. 230–265 (MT)
Special edition in Bulgarian: Chapter 09 Volume 002 P. 144 - 153
Special edition in Romanian: Chapter 09 Volume 002 P. 144 - 153

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 30/06/2012; καταργήθηκε από 32012R0389

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2004/2073/oj

4.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 359/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2004

για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 93,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απάτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση οδηγεί σε σημαντικές εθνικές δημοσιονομικές απώλειες και δύναται να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού κατά την κυκλοφορία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Ως εκ τούτου, επηρεάζει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2)

Η καταπολέμηση της απάτης όσον αφορά τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης απαιτεί στενή συνεργασία μεταξύ των διοικητικών αρχών που είναι επιφορτισμένες σε κάθε ένα από τα κράτη μέλη με την εφαρμογή των μέτρων που έχουν θεσπισθεί στο συγκεκριμένο τομέα.

(3)

Είναι, συνεπώς, σκόπιμο να καθορισθούν οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών πρέπει να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή και να συνεργάζονται με την Επιτροπή, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των ρυθμίσεων που διέπουν την κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης καθώς και την είσπραξη των εν λόγω φόρων.

(4)

Η αμοιβαία συνδρομή και η διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης διέπονται από την οδηγία 77/799/EOK του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των άμεσων φόρων, ορισμένων ειδικών φόρων κατανάλωσης και των φόρων επί των ασφαλίστρων (3). Η αμοιβαία συνδρομή και η διοικητική συνεργασία στον τομέα του ΦΠΑ διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 (4).

(5)

Η εν λόγω νομική πράξη αποδείχθηκε αποτελεσματική μέχρι τώρα, αλλά δεν επαρκεί πλέον για την αντιμετώπιση των νέων αναγκών όσον αφορά τη διοικητική συνεργασία που προκύπτουν από την όλο και μεγαλύτερη ολοκλήρωση των οικονομιών εντός της εσωτερικής αγοράς.

(6)

Εξάλλου, η οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (5), καθιέρωσε ορισμένα μέσα ανταλλαγής πληροφοριών. Οι σχετικές διαδικασίες θα πρέπει να καθορισθούν στο πλαίσιο γενικού νομικού μέσου για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

(7)

Θεωρήθηκε εξάλλου αναγκαίο να προβλεφθούν σαφέστεροι και περισσότερο δεσμευτικοί κανόνες για τη ρύθμιση της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, δεδομένου ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις όλων των ενδιαφερομένων μερών δεν ρυθμίζονται επαρκώς.

(8)

Δεν πραγματοποιούνται επαρκείς απευθείας επαφές μεταξύ τοπικών ή εθνικών υπηρεσιών καταπολέμησης της απάτης, επειδή τον κανόνα αποτελεί η επικοινωνία μεταξύ κεντρικών υπηρεσιών διασύνδεσης. Η κατάσταση αυτή συνεπάγεται ταυτόχρονα περιορισμένη αποτελεσματικότητα, μικρή χρησιμοποίηση του συστήματος διοικητικής συνεργασίας και υπερβολική καθυστέρηση όσον αφορά την ανακοίνωση των πληροφοριών. Είναι σκόπιμο, συνεπώς, να προβλεφθούν αμεσότερες επαφές μεταξύ διοικητικών υπηρεσιών, ώστε η συνεργασία να βελτιωθεί και να καταστεί ταχύτερη.

(9)

Χρειάζεται επίσης στενότερη συνεργασία, εφόσον, εκτός από τον έλεγχο της κυκλοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 15β της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, πραγματοποιούνται ελάχιστες αυτόματες ή αυθόρμητες ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών. Θα πρέπει, επίσης, να εντατικοποιηθούν και να επιταχυνθούν οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ εθνικών διοικήσεων καθώς και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής, ώστε να καταπολεμηθεί αποτελεσματικότερα η απάτη.

(10)

Είναι, συνεπώς, αναγκαίο να συνταχθεί για τον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης μια ειδική πράξη που θα περιλαμβάνει τις διατάξεις της οδηγίας 77/799/EOK όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα. Το εν λόγω κείμενο θα πρέπει επίσης να εστιάζεται στους τομείς όπου η συνεργασία μεταξύ κρατών μελών είναι δυνατόν να βελτιωθεί μέσω της καθιέρωσης και βελτίωσης των συστημάτων διάδοσης των πληροφοριών όσον αφορά την κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Η πράξη αυτή θα ισχύει υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της σύμβασης της 18ης Δεκεμβρίου 1997 περί αμοιβαίας συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ διοικήσεων (6).

(11)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τα λοιπά κοινοτικά μέτρα που συμβάλλουν στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

(12)

Ο παρών κανονισμός περιλαμβάνει και διευκρινίζει τις ρυθμίσεις που περιέχονται στην οδηγία 92/12/ΕΟΚ, οι οποίες αποσκοπούν στη διευκόλυνση της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Οι ρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνουν το μητρώο των σχετικών επιχειρήσεων και των χώρων και το σύστημα ελέγχου της κυκλοφορίας. Επίσης, ο παρών κανονισμός προβλέπει τη θέση σε εφαρμογή ενός συστήματος προηγούμενης παροχής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών.

(13)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει ορισμένα δικαιώματα και ορισμένες υποχρεώσεις που προβλέπονται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (7), να περιορισθούν ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της εν λόγω οδηγίας.

(14)

Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8).

(15)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα η απλούστευση και η ενίσχυση της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, η οποία απαιτεί εναρμονισμένη προσέγγιση, δεν δύνανται να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, και δύνανται λόγω της ομοιομορφίας και αποτελεσματικότητας που απαιτούνται, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(16)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

1.   Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους όρους σύμφωνα με τους οποίους οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης συνεργάζονται μεταξύ τους καθώς και με την Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλίζουν την τήρηση της νομοθεσίας αυτής.

Για το σκοπό αυτό, καθορίζει τους κανόνες και τις διαδικασίες που επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες που τους επιτρέπουν την ορθή εφαρμογή των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

Ο παρών κανονισμός καθορίζει, εξάλλου, τους κανόνες και τις διαδικασίες για την ανταλλαγή ορισμένων πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα, ιδίως όσον αφορά τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές στον τομέα των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει την εφαρμογή στα κράτη μέλη των κανόνων αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών θεμάτων. Ισχύει επίσης υπό την επιφύλαξη της εκτέλεσης οιασδήποτε υποχρέωσης σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή που απορρέει από άλλες νομικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

1)

«αρμόδια αρχή»: η αρχή η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1·

2)

«αιτούσα αρχή»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης κράτους μέλους ή κάθε υπηρεσία διασύνδεσης ή αρμόδιος υπάλληλος του εν λόγω κράτους μέλους που διατυπώνει αίτηση συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής·

3)

«αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης κράτους μέλους ή κάθε υπηρεσία διασύνδεσης ή αρμόδιος υπάλληλος του εν λόγω κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής·

4)

«κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης»: η υπηρεσία που έχει ορισθεί βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 3, με κύρια αρμοδιότητα τις επαφές με άλλα κράτη μέλη στον τομέα της διοικητικής συνεργασίας·

5)

«υπηρεσία διασύνδεσης»: κάθε υπηρεσία εκτός της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης, με ειδική εδαφική αρμοδιότητα ή εξειδικευμένη επιχειρησιακή ευθύνη, η οποία έχει ορισθεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 για να ανταλλάσσει απευθείας πληροφορίες βάσει του παρόντος κανονισμού·

6)

«αρμόδιος υπάλληλος»: κάθε υπάλληλος που μπορεί να ανταλλάσσει απευθείας πληροφορίες βάσει του παρόντος κανονισμού για τις οποίες έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5·

7)

«υπηρεσία ειδικών φόρων κατανάλωσης»: κάθε υπηρεσία στην οποία μπορούν να ολοκληρώνονται ορισμένες από τις διατυπώσεις που προβλέπονται από τους κανόνες για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης·

8)

«περιστασιακή αυτόματη ανταλλαγή»: η συστηματική και χωρίς προηγούμενη αίτηση ανακοίνωση προκαθορισμένων πληροφοριών σε άλλο κράτος μέλος, μόλις οι πληροφορίες αυτές καθίστανται διαθέσιμες·

9)

«τακτική αυτόματη ανταλλαγή»: η συστηματική και χωρίς προηγούμενη αίτηση ανακοίνωση προκαθορισμένων πληροφοριών σε άλλο κράτος μέλος, ανά τακτά και εκ των προτέρων καθορισμένα διαστήματα·

10)

«αυθόρμητη ανταλλαγή»: η περιστασιακή και χωρίς προηγούμενη αίτηση ανακοίνωση πληροφοριών σε άλλο κράτος μέλος·

11)

«αυτοματοποιημένο σύστημα»: το αυτοματοποιημένο σύστημα παρακολούθησης της κυκλοφορίας των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης που προβλέπεται από την απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9)·

12)

«πρόσωπο»:

α)

φυσικό πρόσωπο·

β)

νομικό πρόσωπο, ή

γ)

εφόσον προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, ένωση προσώπων, στην οποία αναγνωρίζεται η ικανότητα, να διενεργεί νομικές πράξεις χωρίς όμως να έχει το νομικό καθεστώς νομικού προσώπου·

13)

«με ηλεκτρονικά μέσα»: η χρήση ηλεκτρονικού εξοπλισμού επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και αποθήκευσης δεδομένων και η χρησιμοποίηση καλωδιακής ή ασύρματης σύνδεσης, οπτικών μέσων ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών μέσων·

14)

«αριθμός αναγνώρισης»: ο αριθμός που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού·

15)

«αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ»: ο αριθμός που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 στοιχεία γ), δ) και ε) της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (10)·

16)

«ενδοκοινοτική κυκλοφορία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης»: η κυκλοφορία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο πλαίσιο του καθεστώτος αναστολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης κατά την έννοια του τίτλου ΙΙΙ της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ ή προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία έχουν παραδοθεί στην κατανάλωση κατά την έννοια των άρθρων 7 έως 10 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ·

17)

«διοικητική έρευνα»: όλοι οι έλεγχοι, οι επαληθεύσεις και οι άλλες ενέργειες που διεξάγονται από τους αρμόδιους υπαλλήλους ή τις αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης·

18)

«δίκτυο CCN/CSI»: το κοινό σύστημα που βασίζεται στο κοινό δίκτυο επικοινωνίας (CCN) και η κοινή διασύνδεση των συστημάτων (CSI), που αναπτύχθηκαν από την Κοινότητα για να εξασφαλισθούν όλες οι διαβιβάσεις με ηλεκτρονικά μέσα που πραγματοποιούνται μεταξύ των αρμοδίων αρχών στον τελωνειακό και το φορολογικό τομέα·

19)

«ειδικοί φόροι κατανάλωσης»: οι φόροι που υπόκεινται στην κοινοτική νομοθεσία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των φόρων για τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια δυνάμει της οδηγίας 2003/96/ΕΚ (11).

20)

«ΣΔΕ»: το έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ·

21)

«ΑΣΔΕ»: το έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

Άρθρο 3

1.   Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στα λοιπά κράτη μέλη και στην Επιτροπή την αρμόδια αρχή που ορίζεται ως η αρχή εξ ονόματος της οποίας εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, άμεσα ή με μεταβίβαση αρμοδιοτήτων.

2.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει μια κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης στην οποία ανατίθεται η κύρια ευθύνη για τις επαφές με τα λοιπά κράτη μέλη στον τομέα της διοικητικής συνεργασίας. Ενημερώνει επ’ αυτού την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

3.   Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης έχει την κύρια ευθύνη για τις ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με την κυκλοφορία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και, ιδίως, έχει την κύρια ευθύνη:

α)

για τις ανταλλαγές δεδομένων που αποθηκεύονται στο ηλεκτρονικό μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 22·

β)

για το σύστημα προηγούμενης παροχής πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 23·

γ)

για τις αιτήσεις ελέγχου με προορισμό ή με προέλευση τα λοιπά κράτη μέλη, που προβλέπονται στο άρθρο 24.

4.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους μπορεί επιπλέον να ορίζει υπηρεσίες διασύνδεσης διαφορετικές από την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης, οι οποίες θα είναι αρμόδιες για την άμεση ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του παρόντος κανονισμού. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε ο κατάλογος των εν λόγω υπηρεσιών να ενημερώνεται και να τίθεται στη διάθεση των κεντρικών υπηρεσιών διασύνδεσης των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών.

5.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους μπορεί επιπλέον να ορίζει, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, τους αρμόδιους υπαλλήλους, που μπορούν να ανταλλάσσουν απευθείας πληροφορίες βάσει του παρόντος κανονισμού. Όταν ενεργεί με τον τρόπο αυτό, δύναται να περιορίζει την εμβέλεια της εν λόγω ανάθεσης εξουσιών. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης είναι υπεύθυνη για την ενημέρωση του εν λόγω καταλόγου υπαλλήλων και τον θέτει στη διάθεση των κεντρικών υπηρεσιών διασύνδεσης των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών.

6.   Οι υπάλληλοι που ανταλλάσσουν πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 11 και 13 θεωρούνται ως οι αρμόδιοι για το σκοπό αυτό υπάλληλοι, σύμφωνα με τους όρους που ορίζουν οι αρμόδιες αρχές.

7.   Όταν υπηρεσίες διασύνδεσης ή αρμόδιοι υπάλληλοι διατυπώνουν ή λαμβάνουν αιτήσεις συνδρομής ή απαντήσεις σε τέτοιες αιτήσεις, ενημερώνουν την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται υπό τους όρους που αυτό έχει καθορίσει.

8.   Όταν μια υπηρεσία διασύνδεσης ή ένας αρμόδιος υπάλληλος παραλαμβάνει αιτήσεις συνδρομής που συνεπάγονται δράση εκτός του εδαφικού ή του επιχειρησιακού χώρου του, τις διαβιβάζει αμέσως στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται και ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρχή. Στην περίπτωση αυτή, το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 8 άρχεται από την επόμενη ημέρα της διαβίβασης της αίτησης συνδρομής στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης.

Άρθρο 4

1.   Η προβλεπόμενη από τον παρόντα κανονισμό υποχρέωση συνδρομής δεν αφορά την παροχή πληροφοριών ή εγγράφων που έχουν περιέλθει στις διοικητικές αρχές τις οποίες αναφέρει το άρθρο 1 κατόπιν αδείας ή αιτήσεως της δικαστικής αρχής.

2.   Ωστόσο, όταν αρμόδια αρχή έχει σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο την εξουσία να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες τις οποίες αναφέρει η παράγραφος 1, τότε οι πληροφορίες αυτές μπορούν να γνωστοποιούνται ως μέρος της διοικητικής συνεργασίας που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό. Κάθε γνωστοποίηση του είδους αυτού πρέπει να έχει προηγουμένως την άδεια της δικαστικής αρχής, εάν μια τέτοια άδεια απαιτείται από το εθνικό δίκαιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΕΩΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Αίτηση για παροχή πληροφοριών και για διοικητικές έρευνες

Άρθρο 5

1.   Κατόπιν αιτήσεως της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ανακοινώνει τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν μια ή περισσότερες συγκεκριμένες περιπτώσεις.

2.   Για το σκοπό της διαβίβασης των πληροφοριών οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, προβαίνει, εάν συντρέχει λόγος, στις αναγκαίες διοικητικές έρευνες για να αποκτήσει τις πληροφορίες αυτές.

3.   Η αίτηση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνει αιτιολογημένο αίτημα διεξαγωγής συγκεκριμένης διοικητικής έρευνας. Εάν το κράτος μέλος αποφασίσει ότι δεν απαιτείται διοικητική έρευνα, ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή για τους λόγους που οδήγησαν στην εν λόγω απόφαση.

4.   Για την απόκτηση των επιζητουμένων πληροφοριών ή για τη διεξαγωγή της αιτηθείσας διοικητικής έρευνας, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ή η διοικητική αρχή προς την οποία η τελευταία παρέπεμψε το θέμα, ενεργεί όπως θα ενεργούσε και για ίδιο λογαριασμό ή κατ’ αίτηση άλλης αρχής του δικού της κράτους μέλους.

Άρθρο 6

Οι αιτήσεις για παροχή πληροφοριών και διεξαγωγή διοικητικών ερευνών βάσει του άρθρου 5 διαβιβάζονται, εφόσον είναι δυνατόν, μέσω υποδείγματος εντύπου, το οποίο θεσπίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2. Υπό τις συνθήκες, ωστόσο, που αναφέρονται στο άρθρο 24, το ομοιόμορφο έγγραφο ελέγχου της κυκλοφορίας προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2, αποτελεί απλουστευμένη μορφή αίτησης για παροχή πληροφοριών.

Άρθρο 7

1.   Κατόπιν αιτήσεως της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διαβιβάζει σ’ αυτή υπό μορφή εκθέσεων, βεβαιώσεων ή άλλων εγγράφων ή επικυρωμένων αντιγράφων ή αποσπασμάτων αυτών, όλες τις σχετικές πληροφορίες που διαθέτει καθώς και τα αποτελέσματα των διοικητικών ερευνών.

2.   Η παροχή πρωτότυπων εγγράφων πραγματοποιείται μόνον εφόσον οι διατάξεις οι ισχύουσες στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν αντίκεινται σ’ αυτή.

ΤΜΗΜΑ 2

Προθεσμία παροχής πληροφοριών

Άρθρο 8

Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει τις πληροφορίες τις οποίες αναφέρουν τα άρθρα 5 και 7 το συντομότερο δυνατόν, και το αργότερο τρεις μήνες μετά την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης.

Άρθρο 9

Για ορισμένες ειδικές κατηγορίες περιπτώσεων, η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορούν να συμφωνούν μεταξύ τους διαφορετικές προθεσμίες από εκείνες που προβλέπονται από το άρθρο 8.

Άρθρο 10

Σε περίπτωση που η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή για τους λόγους που την εμποδίζουν να τηρήσει την εν λόγω προθεσμία και δηλώνει πότε θα μπορέσει να ανταποκριθεί στο αίτημα.

ΤΜΗΜΑ 3

Παρουσία στα γραφεία των διοικητικών υπηρεσιών και συμμετοχή στις διοικητικές έρευνες

Άρθρο 11

1.   Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της αιτούσας αρχής και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει η τελευταία, υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι από την αιτούσα αρχή δύνανται, για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρεται από το άρθρο 1, να είναι παρόντες στα γραφεία στα οποία εκτελούν τα καθήκοντά τους οι διοικητικές αρχές του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Στην περίπτωση που οι αιτούμενες πληροφορίες περιέχονται σε έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι υπάλληλοι της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, στους υπαλλήλους της αιτούσας αρχής παρέχονται αντίγραφα των εγγράφων που περιέχουν τις αιτούμενες πληροφορίες.

2.   Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της αιτούσας αρχής και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και σύμφωνα με διαδικασία που καθορίζει η τελευταία, υπάλληλοι οριζόμενοι από την αιτούσα αρχή δύνανται να είναι παρόντες κατά τις διοικητικές έρευνες για τους σκοπούς της ανταλλαγής των πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 1. Οι διοικητικές έρευνες διεξάγονται αποκλειστικά από τους υπαλλήλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Οι υπάλληλοι της αιτούσας αρχής δεν ασκούν τις εξουσίες ελέγχου που έχουν ανατεθεί στους υπαλλήλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Δύνανται, ωστόσο, να έχουν πρόσβαση στους ίδιους χώρους και στα ίδια έγγραφα με αυτούς, με τη διαμεσολάβησή τους και για τις ανάγκες της διεξαγόμενης διοικητικής έρευνας και μόνον.

3.   Οι υπάλληλοι της αιτούσας αρχής που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, δύνανται να επιδεικνύουν ανά πάσα στιγμή γραπτή εξουσιοδότηση στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η επίσημη ιδιότητά τους.

ΤΜΗΜΑ 4

Ταυτόχρονοι έλεγχοι

Άρθρο 12

Για το σκοπό της ανταλλαγής των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 1, δύο ή περισσότερα κράτη μέλη δύνανται να συμφωνήσουν να διενεργήσουν στα αντίστοιχα εδάφη τους ταυτόχρονους ελέγχους της κατάστασης όσον αφορά τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ενός ή περισσοτέρων προσώπων που παρουσιάζουν κοινό ή συμπληρωματικό ενδιαφέρον, κάθε φορά που οι έλεγχοι αυτοί κρίνονται αποτελεσματικότεροι από τους ελέγχους που διεξάγονται σε ένα μόνο κράτος μέλος.

Άρθρο 13

1.   Ένα κράτος μέλος καθορίζει κατά τρόπο ανεξάρτητο τα πρόσωπα τα οποία προτίθεται να προτείνει τη διενέργεια ταυτόχρονου ελέγχου. Η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή των άλλων οικείων κρατών μελών τις περιπτώσεις που προτείνεται να αποτελέσουν το αντικείμενο ταυτόχρονων ελέγχων. Αιτιολογεί την επιλογή αυτή, κατά το βαθμό που είναι δυνατόν, παρέχοντας τις πληροφορίες που την οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Προσδιορίζει τη χρονική περίοδο κατά την οποία θα πρέπει να διεξαχθούν οι έλεγχοι αυτοί.

2.   Τα οικεία κράτη μέλη αποφασίζουν τότε αν επιθυμούν να συμμετάσχουν στους ταυτόχρονους ελέγχους. Η αρμόδια αρχή μόλις λάβει την πρόταση για διενέργεια ταυτόχρονου ελέγχου, επιβεβαιώνει στην αντίστοιχη αρχή την αποδοχή ή την αιτιολογημένη απόρριψη του αιτήματος διενέργειας του συγκεκριμένου ελέγχου.

3.   Κάθε αρμόδια αρχή ορίζει αντιπρόσωπο υπεύθυνο για την εποπτεία και το συντονισμό της επιχείρησης ελέγχου.

4.   Έπειτα από ταυτόχρονο έλεγχο, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν, αμελλητί, τις υπηρεσίες διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης των άλλων κρατών μελών για τους μηχανισμούς απάτης που διαπιστώνονται κατά τη διάρκεια αυτού του ταυτόχρονου ελέγχου, όταν κρίνεται ότι οι πληροφορίες αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για άλλα κράτη μέλη. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ενημερώνουν την Επιτροπή.

ΤΜΗΜΑ 5

Αίτηση για κοινοποίηση διοικητικών αποφάσεων και μέτρων

Άρθρο 14

Ύστερα από αίτηση της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, σύμφωνα με τη νομοθεσία που διέπει παρόμοιες κοινοποιήσεις που ισχύουν στο κράτος μέλος προελεύσεώς της, κοινοποιεί στον παραλήπτη όλες τις διοικητικές αποφάσεις και μέτρα που έχουν ληφθεί από τις διοικητικές αρχές του αιτούντος κράτους μέλους όσον αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, εξαιρουμένων εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976, για την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα (12).

Άρθρο 15

Η αίτηση κοινοποίησης, με την οποία επισημαίνεται το αντικείμενο της προς κοινοποίηση απόφασης ή μέτρου, περιλαμβάνει το όνομα, τη διεύθυνση και κάθε άλλη πληροφορία χρήσιμη για την εξακρίβωση της ταυτότητας του παραλήπτη.

Άρθρο 16

Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει, αμελλητί, την αιτούσα αρχή για τη συνέχεια που δίνεται στην αίτηση κοινοποίησης και κοινοποιεί ειδικότερα, την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση ή το μέτρο διαβιβάσθηκε στον παραλήπτη, ή τους λόγους τυχόν αδυναμίας διαβίβασης. Αίτηση δεν μπορεί να απορρίπτεται λόγω του περιεχομένου της απόφασης ή του μέτρου που πρόκειται να κοινοποιηθεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΙΤΗΣΗ

Άρθρο 17

Με την επιφύλαξη του κεφαλαίου IV, η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους προβαίνει σε περιστασιακή αυτόματη ή τακτική αυτόματη ανταλλαγή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 1 με την αρμόδια αρχή κάθε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

1)

όταν διαπράχθηκε ή ενδέχεται να διαπράχθηκε παρατυπία ή παράβαση της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο άλλο κράτος μέλος·

2)

όταν διαπράχθηκε ή ενδέχεται να διαπράχθηκε παρατυπία ή παράβαση της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο έδαφος κράτους μέλους με ενδεχόμενες προεκτάσεις σε άλλο κράτος μέλος·

3)

όταν υφίσταται κίνδυνος απάτης ή απώλεια εσόδων του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 18

Σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2, καθορίζονται:

1)

οι ακριβείς κατηγορίες πληροφοριών που θα αποτελέσουν αντικείμενο ανταλλαγής·

2)

η συχνότητα της ανταλλαγής·

3)

οι πρακτικές ρυθμίσεις της ανταλλαγής των εν λόγω πληροφοριών.

Κάθε κράτος μέλος καθορίζει κατά πόσο θα λάβει μέρος στην ανταλλαγή συγκεκριμένης κατηγορίας πληροφοριών καθώς και κατά πόσον αυτό θα πρέπει να γίνεται με τακτική αυτόματη ή με περιστασιακή αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών.

Άρθρο 19

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται, σε κάθε περίπτωση, να γνωστοποιούν η μία στην άλλη, χωρίς προηγούμενη αίτηση και αυτεπαγγέλτως, τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 και τις οποίες γνωρίζουν.

Άρθρο 20

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα διοικητικά και οργανωτικά μέτρα που θεωρούν αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανταλλαγών που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 21

Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου, κράτος μέλος δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να επιβάλλει νέες υποχρεώσεις σε πρόσωπα σχετικά με τη συγκέντρωση των πληροφοριών ούτε να επιφορτισθεί με δυσανάλογο διοικητικό φόρτο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΕΙΔΙΚΑ ΤΙΣ ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ

Άρθρο 22

1.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους τηρεί ηλεκτρονική βάση δεδομένων που περιέχει τα ακόλουθα μητρώα:

α)

μητρώο των προσώπων που έχουν την ιδιότητα εγκεκριμένου αποθηκευτή ή εγγεγραμμένου επαγγελματία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης κατά την έννοια του άρθρου 4 στοιχεία α) και δ) της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ·

β)

μητρώο των χώρων που είναι εγκεκριμένοι ως φορολογικές αποθήκες.

2.   Τα μητρώα περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες, που τίθενται στη διάθεση των λοιπών κρατών μελών:

α)

τον αριθμό αναγνώρισης που εκδίδει η αρμόδια αρχή όσον αφορά το πρόσωπο και τους χώρους·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου και των χώρων·

γ)

την κατηγορία και τη συνδυασμένη ονοματολογία, σχετικά με τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, των προϊόντων που δύνανται να αποθηκευτούν ή να παραληφθούν από το πρόσωπο ή που δύνανται να αποθηκευτούν ή να παραληφθούν στους χώρους·

δ)

τα στοιχεία της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης ή της υπηρεσίας ειδικών φόρων κατανάλωσης από την οποία είναι δυνατό να ληφθούν άλλες πληροφορίες·

ε)

την ημερομηνία έκδοσης, τροποποίησης και, κατά περίπτωση, την ημερομηνία λήξης της ισχύος της άδειας ως εγκεκριμένου αποθηκευτή ή ως εγγεγραμμένου επαγγελματία·

στ)

τις αναγκαίες πληροφορίες για την αναγνώριση της ταυτότητας των προσώπων που έχουν αναλάβει τις υποχρεώσεις κατά την έννοια του άρθρου 15 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ·

ζ)

τις αναγκαίες πληροφορίες για την αναγνώριση των προσώπων που παρεμβαίνουν περιστασιακά κατά την κυκλοφορία των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, στις περιπτώσεις που οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες.

3.   Κάθε εθνικό μητρώο τίθεται, αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς εφαρμογής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, στη διάθεση των αρμοδίων αρχών των άλλων κρατών μελών.

4.   Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης ή οποιαδήποτε υπηρεσία διασύνδεσης εκάστου κράτους μέλους εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που ενέχονται στην ενδοκοινοτική κυκλοφορία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, μπορούν να λαμβάνουν επιβεβαίωση των πληροφοριών που κατέχονται βάσει του παρόντος άρθρου.

5.   Τα λεπτομερή στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οι λεπτομερείς ρυθμίσεις τήρησης και ενημέρωσης των μητρώων, οι εναρμονισμένες προδιαγραφές για την καταχώριση των αριθμών αναγνώρισης και συγκέντρωσης των αναγκαίων πληροφοριών για την αναγνώριση των προσώπων και των χώρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και ο τρόπος της θέσης στη διάθεση όλων των κρατών μελών των μητρώων που αναφέρεται στην παράγραφο 3, καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

6.   Όταν η αναγνώριση της ταυτότητας εγγεγραμμένου επαγγελματία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω του αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, εφαρμόζεται προς τούτο το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003.

Άρθρο 23

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή ηλεκτρονικό σύστημα προηγούμενης παροχής πληροφοριών που επιτρέπει στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης ή σε οποιαδήποτε υπηρεσία διασύνδεσης του κράτους μέλους αναχώρησης των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, να διαβιβάζει μήνυμα ενημέρωσης ή προειδοποίησης στην υπηρεσία διασύνδεσης του κράτους μέλους προορισμού, μόλις η εν λόγω υπηρεσία διασύνδεσης έχει στην κατοχή της τις πληροφορίες του ΣΔΕ, και το αργότερο τη στιγμή αναχώρησης των προϊόντων. Στο πλαίσιο της εν λόγω ανταλλαγής πληροφοριών, πραγματοποιείται ανάλυση κινδύνων βασισμένη στις πληροφορίες του ΣΔΕ, πριν από την αποστολή μηνύματος, και εφόσον κρίνεται αναγκαίο, μετά την παραλαβή του.

2.   Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται καθώς και ο τρόπος ανταλλαγής πληροφοριών καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

Άρθρο 24

1.   Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5, κατά τη διάρκεια κυκλοφορίας προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή μετά την εν λόγω κυκλοφορία, η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει πληροφορίες από την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης ή την υπηρεσία διασύνδεσης άλλου κράτους μέλους. Για τους σκοπούς της εν λόγω ανταλλαγής πληροφοριών, πραγματοποιείται ανάλυση κινδύνων, βασισμένη στις πληροφορίες του ΣΔΕ ή του ΑΣΔΕ, πριν από την αποστολή αίτησης, και εφόσον κρίνεται αναγκαίο, μετά την παραλαβή της αίτησης.

2.   Η ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται μέσω ομοιόμορφου εγγράφου ελέγχου της πραγματοποιούμενης κυκλοφορίας. Ο τύπος και το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου καθώς και ο τρόπος ανταλλαγής πληροφοριών καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αποστολέας των προϊόντων υποκείμενων σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης μπορούν να παρέχουν συνδρομή, χρησιμοποιώντας το έγγραφο που προβλέπεται στην παράγραφο 2, σε περίπτωση που ο εν λόγω αποστολέας δεν κατορθώσει να παραλάβει το αντίτυπο αριθ. 3 του ΣΔΕ ή του ΑΣΔΕ και εφόσον ο εν λόγω αποστολέας έχει εξαντλήσει όλα τα άλλα διαθέσιμα μέσα ώστε να λάβει απόδειξη ότι έχει λήξει η κυκλοφορία των προϊόντων. Σε περίπτωση που η συνδρομή αυτή παρασχεθεί, ο αποστολέας δεν απαλλάσσεται από τις φορολογικές υποχρεώσεις του.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προορισμού καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να ανταποκριθούν σε οποιαδήποτε αίτηση που τους υποβάλλουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του αποστολέα κατά τη διάρκεια αυτής της συνδρομής.

Άρθρο 25

1.   Όταν η παρακολούθηση της κυκλοφορίας και των ελέγχων των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης πραγματοποιείται μέσω ηλεκτρονικού συστήματος, η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους αποθηκεύει και επεξεργάζεται τις πληροφορίες στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος.

Προκειμένου να είναι δυνατή η χρησιμοποίηση των πληροφοριών αυτών στα πλαίσια των προβλεπόμενων από τον παρόντα κανονισμό διαδικασιών, οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να διατηρούνται επί τριετία τουλάχιστον από τη λήξη του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο άρχισε η εν λόγω κυκλοφορία προϊόντος.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν, ώστε οι πληροφορίες που αρχειοθετούνται στο σύστημα να είναι ενημερωμένες, πλήρεις και ακριβείς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Άρθρο 26

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή εξετάζουν και αξιολογούν τη λειτουργία του συστήματος διοικητικής συνεργασίας που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή συγκεντρώνει στοιχεία από την εμπειρία των κρατών μελών με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας αυτού του συστήματος. Προς το σκοπό αυτό, οι πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη δεν περιλαμβάνουν ατομικά ή προσωπικά δεδομένα.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετική με την εκ μέρους τους εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων όλων των αναγκαίων στατιστικών στοιχείων για την αξιολόγηση αυτής της εφαρμογής. Τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2, και γνωστοποιούνται μόνο στο μέτρο που είναι διαθέσιμα και που η γνωστοποίησή τους δεν είναι πιθανόν να προκαλέσει αδικαιολόγητο διοικητικό φόρτο.

3.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με τις μεθόδους και τις διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν ή υποτίθεται ότι χρησιμοποιήθηκαν για την παραβίαση της νομοθεσίας περί των ειδικών φόρων κατανάλωσης, οι οποίες επέτρεψαν να αποκαλυφθούν ανεπάρκειες ή κενά στη λειτουργία του συστήματος διοικητικής συνεργασίας που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, όταν κρίνεται ότι η πληροφορία αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για άλλα κράτη μέλη.

4.   Ενόψει της αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας του ισχύοντος συστήματος διοικητικής συνεργασίας για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, τα κράτη μέλη δύνανται να γνωστοποιούν στην Επιτροπή κάθε άλλη διαθέσιμη πληροφορία που αναφέρεται στο άρθρο 1.

5.   Η Επιτροπή διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 στα λοιπά ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 27

1.   Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους λαμβάνει πληροφορίες από τρίτη χώρα, αυτή η αρχή δύναται να τις διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που ενδέχεται να ενδιαφέρονται σχετικά και, οπωσδήποτε, σε όσους διατυπώνουν σχετικό αίτημα, εφόσον αυτό επιτρέπεται δυνάμει των ρυθμίσεων που διέπουν την παροχή συνδρομής με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα. Οι πληροφορίες αυτές δύνανται επίσης να διαβιβάζονται στην Επιτροπή κάθε φορά που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε κοινοτικό επίπεδο.

2.   Με την επιφύλαξη ότι η ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα έχει δεσμευθεί νομικά να παρέχει την αναγκαία συνδρομή για να συγκεντρωθούν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον παράτυπο χαρακτήρα των πράξεων που φαίνεται να αντιβαίνουν προς τη νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, είναι δυνατό να γνωστοποιούνται στη χώρα αυτή όλες οι πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, με τη συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών που τις έχουν παράσχει, σύμφωνα με τις εσωτερικές τους διατάξεις όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 28

Οι γνωστοποιούμενες βάσει του παρόντος κανονισμού πληροφορίες παρέχονται, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θεσπίζονται βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

Άρθρο 29

Οι αιτήσεις παροχής συνδρομής, συμπεριλαμβανομένων των αιτήσεων κοινοποίησης πληροφοριών και τα επισυναπτόμενα σ’ αυτές δικαιολογητικά, μπορούν να διατυπώνονται σε οποιαδήποτε γλώσσα συμφωνήσουν η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Οι εν λόγω αιτήσεις συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, μόνο σε ειδικές περιπτώσεις όταν η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση αναφέρει μία αιτία για την οποία ζητεί αυτή τη μετάφραση.

Άρθρο 30

1.   Η αρχή κράτους μέλους στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει στην αιτούσα αρχή άλλου κράτους μέλους τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 1, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

ο αριθμός και η φύση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών, οι οποίες υποβάλλονται από την αιτούσα αρχή, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, δεν επιβάλλουν δυσανάλογο διοικητικό φόρτο στη αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση·

β)

η αιτούσα αρχή έχει εξαντλήσει τις συνήθεις πηγές πληροφοριών, τις οποίες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ανάλογα με τις περιστάσεις για να λάβει τις αιτούμενες πληροφορίες χωρίς να κινδυνεύει η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.

2.   Όταν η αμοιβαία συνδρομή παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες που χαρακτηρίζονται από υπερβολικά υψηλά έξοδα, η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορούν να συμφωνούν για ειδικό τρόπο επιστροφής στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν επιβάλλει την υποχρέωση διεξαγωγής ερευνών ή της διαβίβασης πληροφοριών, όταν η νομοθεσία ή η διοικητική πρακτική του κράτους μέλους το οποίο θα έπρεπε να παράσχει τις πληροφορίες δεν παρέχουν στην αρμόδια αυτή αρχή τη δυνατότητα ούτε να διεξάγει τις έρευνες αυτές ούτε να συλλέγει ή να χρησιμοποιεί τις συγκεκριμένες πληροφορίες για τους κατ’ ιδίαν σκοπούς του εν λόγω κράτους μέλους.

4.   Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δύναται να αρνείται τη διαβίβαση πληροφοριών, όταν το κράτος μέλος που τις ζητεί δεν είναι σε θέση, για νομικούς λόγους, να παράσχει παρόμοιες πληροφορίες.

5.   Η άρνηση διαβίβασης πληροφοριών είναι δυνατή στην περίπτωση που η διαβίβαση αυτή θα οδηγούσε στην κοινολόγηση εμπορικού, βιομηχανικού ή επαγγελματικού απορρήτου ή εμπορικής μεθόδου ή πληροφορίας, των οποίων η κοινολόγηση θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη.

6.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή για τους λόγους απόρριψης του αιτήματος συνδρομής. Οι κατηγορίες λόγων αυτών των αρνήσεων ανακοινώνονται επίσης στην Επιτροπή σε ετήσια βάση για στατιστικούς λόγους.

7.   Είναι δυνατό να θεσπισθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2, ένα ελάχιστο ποσό το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αίτηση συνδρομής.

Άρθρο 31

1.   Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και τυγχάνουν της προστασίας που προβλέπεται για τέτοιου είδους πληροφορίες τόσο από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο περιήλθαν, όσον και από τις αντίστοιχες διατάξεις που εφαρμόζονται στις κοινοτικές αρχές.

Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του προσδιορισμού της φορολογητέας βάσης, για την είσπραξη και το διοικητικό έλεγχο των ειδικών φόρων κατανάλωσης, για τους ελέγχους της κυκλοφορίας των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, για την ανάλυση κινδύνων και για τις έρευνες.

Δύνανται να χρησιμοποιούνται επ’ ευκαιρία δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών που καταλήγουν στην ενδεχόμενη εφαρμογή κυρώσεων, που επιβάλλονται ύστερα από παραβιάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη των γενικών κανόνων και των νομικών διατάξεων που διέπουν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων και των μαρτύρων στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών.

Δύνανται, εξάλλου, να χρησιμοποιούνται για την επιβολή άλλων επιβαρύνσεων, δασμών και φόρων που καλύπτονται από το άρθρο 2 της οδηγίας 76/308/ΕΟΚ.

Τα πρόσωπα που είναι δεόντως διαπιστευμένα στην αρχή πιστοποίησης της ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δύνανται να έχουν πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες μόνον εφόσον αυτή είναι αναγκαία για τη φροντίδα, τη συντήρηση και την ανάπτυξη του δικτύου CCN/CSI.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που παρέχει τις πληροφορίες επιτρέπει τη χρησιμοποίησή τους για άλλους σκοπούς στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής, όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση επιτρέπει τη χρησιμοποίησή τους για παρόμοιους σκοπούς.

3.   Όταν η αιτούσα αρχή κρίνει ότι οι πληροφορίες τις οποίες έλαβε από την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να φανούν χρήσιμες στην αρμόδια αρχή τρίτου κράτους μέλους, μπορεί να τις διαβιβάζει σ’ αυτή. Ενημερώνει σχετικά την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δύναται να θέτει ως προϋπόθεση για τη διαβίβαση των πληροφοριών σε τρίτο κράτος μέλος την προηγούμενη συγκατάθεσή της.

4.   Τα κράτη μέλη περιορίζουν την έκταση των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 10, στο άρθρο 11 παράγραφος 1 και στα άρθρα 12 και 21 της οδηγίας 95/46/ΕΚ στο βαθμό που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τη διασφάλιση των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 13 στοιχείο ε) της εν λόγω οδηγίας.

Άρθρο 32

Οι εκθέσεις, οι βεβαιώσεις και όλα τα λοιπά έγγραφα καθώς και τα επικυρωμένα αντίγραφα ή αποσπάσματα των εν λόγω εγγράφων, που συλλέγουν οι υπάλληλοι της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και που διαβιβάζονται στην αιτούσα αρχή στις περιπτώσεις παροχής συνδρομής οι οποίες προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό, είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία από τα αρμόδια όργανα του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής, όπως ακριβώς και τα αντίστοιχα έγγραφα που διαβιβάζονται από άλλη αρχή της δικής τους χώρας.

Άρθρο 33

1.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για:

α)

τη διασφάλιση καλού εσωτερικού συντονισμού μεταξύ των αρμοδίων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 3·

β)

την καθιέρωση άμεσης συνεργασίας μεταξύ των ειδικά εξουσιοδοτημένων, για το συντονισμό αυτό, αρχών·

γ)

τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.   Η Επιτροπή γνωστοποιεί, το συντομότερο δυνατό, στην αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους τις πληροφορίες που λαμβάνει και τις οποίες είναι σε θέση να παράσχει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 34

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ειδικών φόρων κατανάλωσης που έχει συσταθεί με το άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/12/ΕΚ.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ορίζεται σε τρεις μήνες.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 35

1.   Κάθε πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού και με βάση ιδίως τις πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπει ο παρών κανονισμός.

Άρθρο 36

1.   Όταν οι αρμόδιες αρχές συμφωνούν επί διμερών θεμάτων στους τομείς που αποτελούν αντικείμενο του παρόντος κανονισμού, πλην της ρυθμίσεως μεμονωμένων περιπτώσεων, ενημερώνουν αμελλητί την Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει με την σειρά της τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

Άρθρο 37

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Νοεμβρίου 2004.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. ZALM


(1)  Γνώμη η οποία διατυπώθηκε την 1η Απριλίου 2004 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 112 της 30.4.2004, σ. 64.

(3)  ΕΕ L 336 της 27.12.1977, σ. 15· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/56/ΕΚ (ΕΕ L 127 της 29.4.2004, σ. 70).

(4)  ΕΕ L 264 της 15.10.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 885/2004 (ΕΕ L 168 της 1.5.2004, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 76 της 23.3.1992, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

(6)  Πράξη του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1997 (ΕΕ C 24 της 23.1.1998, σ. 1).

(7)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(8)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(9)  ΕΕ L 162 της 1.7.2003, σ. 5.

(10)  ΕΕ L 145 της 13.6.1977, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/66/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 1.5.2004, σ. 35).

(11)  ΕΕ L 283 της 31.10.2003, σ. 51· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/75/ΕΚ (ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 100).

(12)  ΕΕ L 73 της 19.3.1976, σ. 18· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.


Top