EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32002H0515(01)

Σύσταση του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 2002 για τη βελτίωση των μεθόδων έρευνας κατά την καταπολέμηση του εγκλήματος που συνδέεται με το οργανωμένο λαθρεμπόριο ναρκωτικών: έρευνα με αντικείμενο τις εγκληματικές οργανώσεις λαθρεμπορίου ναρκωτικών και ταυτόχρονα έρευνα της οικονομικής κατάστασης και των περιουσιακών στοιχείων αυτών των οργανώσεων

OJ C 114, 15.5.2002, p. 1–2 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

32002H0515(01)

Σύσταση του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 2002 για τη βελτίωση των μεθόδων έρευνας κατά την καταπολέμηση του εγκλήματος που συνδέεται με το οργανωμένο λαθρεμπόριο ναρκωτικών: έρευνα με αντικείμενο τις εγκληματικές οργανώσεις λαθρεμπορίου ναρκωτικών και ταυτόχρονα έρευνα της οικονομικής κατάστασης και των περιουσιακών στοιχείων αυτών των οργανώσεων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 114 της 15/05/2002 σ. 0001 - 0002


Σύσταση του Συμβουλίου

της 25ης Απριλίου 2002

για τη βελτίωση των μεθόδων έρευνας κατά την καταπολέμηση του εγκλήματος που συνδέεται με το οργανωμένο λαθρεμπόριο ναρκωτικών: έρευνα με αντικείμενο τις εγκληματικές οργανώσεις λαθρεμπορίου ναρκωτικών και ταυτόχρονα έρευνα της οικονομικής κατάστασης και των περιουσιακών στοιχείων αυτών των οργανώσεων

(2002/C 114/01)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Λαμβάνοντας υπόψη:

τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών, που εγκρίθηκε στη Βιέννη την 20ή Δεκεμβρίου 1988,

τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος που εγκρίθηκε στο Παλέρμο το 2000,

τα συμπεράσματα της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνήλθε σε ειδική σύνοδο, στο Τάμπερε, στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999,

το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης κατά των ναρκωτικών που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Φέιρα τον Ιούνιο του 2000,

τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων εγκληματικών δραστηριοτήτων, του 1990,

την απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου, για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος, της 26ης Ιουνίου 2001(1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Μεταξύ των δράσεων που προβλέπονται από το σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα ναρκωτικά περιλαμβάνεται η ενίσχυση της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, του λαθρεμπορίου ναρκωτικών και του οργανωμένου εγκλήματος που έχει σχέση με αυτό, καθώς και άλλων μορφών εγκληματικότητας που έχουν σχέση με τα ναρκωτικά, μέσω διαφόρων ενεργειών, περιλαμβανομένης της ανάπτυξης νέων τεχνικών έρευνας.

(2) Η Ευρωπαϊκή Ένωση επέδειξε πάντοτε σταθερή αποφασιστικότητα για την καταπολέμηση κάθε είδους εγκληματικότητας, περιλαμβανομένης εκείνης που έχει σχέση με το οργανωμένο λαθρεμπόριο ναρκωτικών, εκδίδοντας διάφορα πρόσφορα νομοθετήματα και προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις ανησυχίες που προξενεί η αυξανομένη διείσδυση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών στις επιμέρους κοινωνικές ομάδες.

(3) Το λαθρεμπόριο συγκεντρώνει μεγάλες περιουσίες που παρέχουν στις εγκληματικές οργανώσεις που έχουν σχέση με τα ναρκωτικά τη δυνατότητα να επηρεάσουν αρνητικά την κοινωνία εν γένει· για το λόγο αυτό, αν οι εγκληματικές οργανώσεις αυτού του είδους αποστερηθούν τα τεράστια έσοδα που αποκτούν με τις παράνομες δραστηριότητές τους, ανεξάρτητα από την κατάσχεση των ναρκωτικών, θα τους προξενηθεί σοβαρή ζημία, που θα δυσχεράνει και θα παρεμποδίσει την ανασύστασή τους.

(4) Οι τεχνικές έρευνας θα πρέπει να αναπτυχθούν, να ενισχυθούν και να βελτιωθούν, προκειμένου να είναι αποτελεσματικότερες κατά την καταπολέμηση του εγκλήματος που έχει σχέση με το οργανωμένο λαθρεμπόριο ναρκωτικών.

(5) Περεισμένο από τα αποτελέσματα που επέταχαν ορισμένα κράτη μέλη, θα επιθυμούσε να εφαρμόζεται, όταν χρειάζεται, η τεχνική έρευνας που συνίσταται στην ταυτόχρονη και εξαρχής ανάπτυξη ερευνητικής δράσης για τη συνδεόμενη με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών εγκληματικότητα, ώστε κατ' αυτό τον τρόπο να ελέγχονται τόσο οι δραστηριότητες της παράνομης διάθεσης ναρκωτικών όσο και τα (οποιαδήποτε) περιουσιακά στοιχεία που ευρίσκονται στην κατοχή της οργάνωσης, καθώς και εκείνα που αυτή απέκτησε κατά την περίοδο της έρευνας, παράλληλα δε να εντοπίζονται οι κύριοι των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

(6) Αναγνωρίζεται ότι μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα επιτυγχάνεται όταν χρησιμοποιείται η τεχνική της ταυτόχρονης έρευνας διότι οι αρμόδιες αρχές θα μπορούν να αποφασίζουν την κατάσχεση των οιασδήποτε φύσεως περιουσιακών που προέρχονται από την εγκληματική δραστηριότητα και να αποτρέπουν τη διάθεσή τους, πάντοτε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία κάθε κράτους.

(7) Με την εφαρμογή αυτής της μεθόδου αποκτώνται επίσης περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν το δεσμό των ενεχομένων με την εγκληματική πράξη ή ανακαλύπτεται η συμμετοχή άλλων προσώπων στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών.

(8) Οι πληροφοριακές πηγές είναι η απαραίτητη βάση της διερεύνησης της περιουσιακής κατάστασης, μπορεί δε να είναι εσωτερικές, όπως οι βάσεις δεδομένων των δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας, και εξωτερικές, είτε δημόσιες (προσιτές στο κοινό όταν αυτό ενδείκνυται) είτε ιδιωτικές (προσιτές με άδεια δικαστηρίου).

(9) Επιβάλλεται μεγαλύτερη συνεργασία για την επίσπευση των ενεργειών τις οποίες ζητούν οι αρμόδιες αστυνομικές, δικαστικές και φορολογικές αρχές από τους υπεύθυνους των επιμέρους αρχείων όπου καταχωρούνται δεδομένα για την κυριότητα οιασδήποτε φύσεως περιουσιακών στοιχείων προσώπων που φέρονται ως ενεχόμενα στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών (πρόκειται για τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τα δημόσια αρχεία, όπως το κτηματολόγιο, ή τα ιδιωτικά αρχεία, όπως για παράδειγμα τα πιστωτικά ιδρύματα), τηρουμένης πάντοτε της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας.

(10) Οι τελικοί στόχοι που επιδιώκονται με αυτή τη τεχνική έρευνας είναι: η επιβεβαίωση της τεκμαιρομένης ευθύνης των δραστών, η επανόρθωση της προξενηθείσας ζημίας και η αποζημίωση, κατά περίπτωση, των θυμάτων.

(11) Η τεχνική της έρευνας με σκοπό την "ανακάλυψη" των οιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στους εγκληματίες, οι οποίοι σχετίζονται με το οργανωμένο λαθρεμπόριο ναρκωτικών, θα ονομασθεί "διερεύνηση περιουσιακών στοιχείων", θα διαρκεί όσο χρόνο απαιτείται για να προσδιορισθεί η περιουσία που εντοπίστηκε από τη διερεύνηση, θα είναι δε δυνατόν αλλά όχι αναγκαίο να συμπίπτει με την περάτωση της έρευνας της διενεργούμενης με στόχο το λαθρεμπόριο ναρκωτικών.

(12) Ως "περιουσία" νοείται το σύνολο των αγαθών και δικαιωμάτων οικονομικού περιεχομένου, κύριος των οποίων μπορεί να είναι φυστικό ή νομικό πρόσωπο, και ως "διερεύνηση των περιουσιακών στοιχείων" νοείται η τεχνική έρευνας που θα επιτρέπει τη συστηματική ανάλυση των πληροφοριών που υπάρχουν σε μια σειρά αρχείων ή βάσεων δεδομένων (δημοσίων ή ιδιωτικών) ή άλλων πηγών για τον εντοπισμό και την αναγνώριση των αγαθών και δικαιωμάτων που συναποτελούν την περιουσία, καθώς και για την απόδοση της κυριότητάς τους σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

(13) Οι όροι "μέσο", "αγαθό", "προϊόν" και "δήμευση" ορίζονται στη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων εγκλήματος του 1990.

(14) Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες, ήδη σε προχωρημένο στάδιο, που σκοπό έχουν την εφαρμογή νέων μέτρων κατά της εγκληματικότητας, περιλαμβανομένης εκείνης που έχει σχέση με τα ναρκωτικά, για τις κοινές ομάδες έρευνας και τις αποφάσεις συντηρητικής κατάσχεσης περιουσιακών και αποδεικτικών στοιχείων,

ΣΥΝΙΣΤΑ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ:

Α. Να εφαρμόζουν, όταν το κρίνουν αναγκαίο, τη μέθοδο έρευνας κατά του εγκλήματος, περιλαμβανομένου του εγκλήματος που έχει σχέση με το οργανωμένο λαθρεμπόριο ναρκωτικών, η οποία συνίσταται στην ταυτόχρονη και εξαρχής διερεύνηση τόσο των δραστηριοτήτων λαθρεμπορίου ναρκωτικών όσο και της οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης των ενεχομένων σε αυτό.

Β. Να προωθηθεί η σύσταση στα κράτη μέλη μονίμων ή προσωρινών ομάδων, ειδικευμένων στην έρευνα της περιουσιακής κατάστασης, χάριν της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας της μεθόδου έρευνας που περιγράφεται ανωτέρω.

Γ. Να ενισχυθεί ή να διευκολυνθείι η συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αστυνομικών, δικαστικών και φορολογικών αρχών και των υπευθύνων των επιμέρους αρχείων, δημόσιων ή ιδιωτικών, που αποδεικνύουν κυριότητα, ώστε να αποκτώνται πληροφορίες περί των οιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων με ταχύτερη διεκπεραίωση των σχετικών αιτήσεων που υποβάλλονται από τις προαναφερόμενες αρχές (πρόκειται για τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τα δημόσια αρχεία, όπως το κτηματολόγιο, ή τα ιδιωτικά αρχεία, όπως για παράδειγμα τα πιστωτικά ιδρύματα), τηρουμένης πάντοτε της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας.

Δ. Να αναπτυχθεί η σύσταση κοινών ομάδων έρευνας από τα κράτη μέλη, δυνάμει των σχετικών νομοθετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα εφαρμόζουν αυτήν τη μέθοδο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έρευνα οργανωμένων εγκλημάτων σχετικών με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών αφορά περισσότερα του ενός κράτη μέλη.

Ε. Να ζητήσουν από την Ευρωπόλ, σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2000, προς τα κράτη μέλη που αφορά την υποστήριξη της Ευρωπόλ στις κοινές ομάδες έρευνας που συγκροτούν τα κράτη μέλη(2), να υποστηρίζει τις ομάδες αυτές όταν της ζητείται.

ΣΤ. Να χρησιμοποιούν τις δυνατότητες που προσφέρει η ευρωπαϊκή αστυνομική ακαδημία για την εκπόνηση αυτοτελών ενοτήτων ειδικής κατάρτισης με αντικείμενο τη χρήση αυτής της ειδικής τεχνικής έρευνας.

Λουξεμβούργο, 25 Απριλίου 2002.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. Rajoy Brey

(1) ΕΕ L 182 της 5.7.2001, σ. 1.

(2) ΕΕ C 357 της 13.12.2000, σ. 7.

Top