EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32001H0331

Σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη

OJ L 118, 27.4.2001, p. 41–46 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2001/331/oj

32001H0331

Σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 118 της 27/04/2001 σ. 0041 - 0046


Σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

της 4ης Απριλίου 2001

για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη

(2001/331/ΕΚ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(2),

Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(3), και υπό το φως του κοινού σχεδίου που ενέκρινε η επιτροπή συνδιαλλαγής στις 8 Ιανουαρίου 2001,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Το ψήφισμα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνελθόντων στα πλαίσια του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με ένα κοινοτικό πρόγραμμα πολιτικής και δράσεως για το περιβάλλον και τη σταθερή ανάπτυξη(4), και η απόφαση αριθ. 2179/98/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αναθεώρησή του(5), υπογραμμίζουν τη σημασία της εφαρμογής της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας με βάση την έννοια της συνυπευθυνότητας.

(2) Η ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 5ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με την εφαρμογή της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, και ιδίως η παράγραφος 29 αυτής, προτείνει την κατάρτιση κατευθυντήριων γραμμών σε κοινοτικό επίπεδο, κατά τρόπο ώστε να παρέχεται συνδρομή προς τα κράτη μέλη για την εκτέλεση εργασιών επιθεώρησης, περιορίζοντας έτσι τις μεγάλες διαφορές που παρατηρούνται σήμερα μεταξύ των επιθεωρήσεων των κρατών μελών.

(3) Το Συμβούλιο, με το ψήφισμά του, της 7ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με τη διατύπωση, την εφαρμογή και την επιβολή της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον(6), καλεί την Επιτροπή να προτείνει, για περαιτέρω εξέταση εκ μέρους του Συμβουλίου, ιδίως με βάση τις εργασίες του δικτύου της ΕΚ για την εφαρμογή και την επιβολή του δικαίου του περιβάλλοντος (δίκτυο "IMPEL"), τα ελάχιστα κριτήρια ή/και τις κατευθυντήριες γραμμές σε ό,τι αφορά τις εργασίες επιθεώρησης που εκτελούνται σε επίπεδο κρατών μελών και τον τρόπο κατά τον οποίο η εφαρμογή τους στην πράξη θα μπορεί να ελέγχεται από τα κράτη μέλη, ώστε να εξασφαλίζεται η κατάλληλη πρακτική εφαρμογή και η επιβολή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, και η πρόταση της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη το έγγραφο το οποίο εκπονήθηκε από το IMPEL τον Νοέμβριο 1997 και έχει τίτλο "Ελάχιστα κριτήρια για επιθεωρήσεις".

(4) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 14ης Μαΐου 1997, σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής, ζητεί να εκπονηθεί κοινοτική νομοθεσία για τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις, η δε Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, καθώς και η Επιτροπή των Περιφερειών εξέδωσαν ευνοϊκές γνώμες για την ανακοίνωση της Επιτροπής και υπογράμμισαν τη σημασία των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων.

(5) Υπάρχουν ήδη διάφορα συστήματα και πρακτικές επιθεώρησης στα κράτη μέλη, τα οποία δεν θα πρέπει να αντικατασταθούν από σύστημα επιθεώρησης σε κοινοτικό επίπεδο, όπως προβλέπει το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 1997, και τα κράτη μέλη θα εξακολουθήσουν να είναι αρμόδια για τις εργασίες περιβαλλοντικής επιθεώρησης.

(6) Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος μπορεί να συμβουλεύει τα κράτη μέλη για το σχεδιασμό, τη συγκρότηση και την επέκταση των συστημάτων που διαθέτουν για την παρακολούθηση των περιβαλλοντικών διατάξεων και μπορεί να επικουρεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη κατά την παρακολούθηση των περιβαλλοντικών διατάξεων παρέχοντας υποστήριξη όσον αφορά το συντονισμό της εκπόνησης εκθέσεων.

(7) Η ύπαρξη συστημάτων επιθεώρησης και η αποτελεσματική εκτέλεση των επιθεωρήσεων αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα περιβαλλοντικών παραβιάσεων, αφού δίνουν την εξουσία στις αρχές να εντοπίζουν τις παραβάσεις και να επιβάλλουν την περιβαλλοντική νομοθεσία με την επιβολή ποινών ή κατ' άλλον τρόπο. Έτσι οι επιθεωρήσεις αποτελούν απαραίτητο κρίκο της κανονιστικής αλυσίδας και αποτελεσματικό όργανο για τη συνεπέστερη εφαρμογή και επιβολή της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας σε όλη την Κοινότητα και για την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(8) Παρατηρούνται σήμερα μεγάλες διαφορές στα συστήματα και τους μηχανισμούς επιθεώρησης των κρατών μελών, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες που έχουν για την εκτέλεση εργασιών επιθεώρησης αλλά επίσης σε ό,τι αφορά την εμβέλεια και το περιεχόμενο των αναλαμβανομένων εργασιών επιθεώρησης, ακόμη δε και στην ίδια την ύπαρξη των εργασιών επιθεώρησης σε ορισμένα κράτη μέλη, κατάσταση η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική, σε σχέση με το στόχο της αποτελεσματικής και συνεπέστερης υλοποίησης, πρακτικής εφαρμογής και επιβολής της κοινοτικής νομοθεσίας για την περιβαλλοντική προστασία.

(9) Επιβάλλεται επομένως να προβλεφθούν, σε αυτό το στάδιο, κατευθυντήριες γραμμές υπό μορφή ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να εφαρμόζονται σε κοινή βάση για την πραγματοποίηση εργασιών περιβαλλοντικής επιθεώρησης στα κράτη μέλη.

(10) Η κοινοτική περιβαλλοντική νομοθεσία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν όρους σε ορισμένες εκπομπές, απορρίψεις και δραστηριότητες. Σε πρώτο στάδιο, θα πρέπει να πληρούνται ελάχιστα κριτήρια για την οργάνωση και την εκτέλεση επιθεωρήσεων στα κράτη μέλη, για όλες τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις και άλλες επιχειρήσεις και διευκολύνσεις, των οποίων οι εκπομπές στον αέρα ή/και οι απορρίψεις στα ύδατα ή/και η διάθεση αποβλήτων ή οι δραστηριότητες ανάκτησης, υπόκεινται σε άδεια, έγκριση ή εξουσιοδότηση βάσει του κοινοτικού δικαίου.

(11) Οι επιθεωρήσεις θα πρέπει να διεξάγονται, λαμβάνοντας υπόψη τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων στα κράτη μέλη μεταξύ υπηρεσιών έκδοσης αδειών και επιθεώρησης.

(12) Για να καταστεί αποτελεσματικό το σύστημα των επιθεωρήσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι εργασίες περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων σχεδιάζονται εκ των προτέρων.

(13) Οι επιτόπιες επισκέψεις αποτελούν σημαντικό στοιχείο των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων.

(14) Τα στοιχεία και η τεκμηρίωση που παρέχονται από τις διοικήσεις των βιομηχανιών που είναι καταγεγραμμένες στο κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου, μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμη πηγή πληροφοριών στα πλαίσια των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων.

(15) Προκειμένου να συναχθούν συμπεράσματα από τις επιτόπιες επισκέψεις, θα πρέπει να εκπονούνται εκθέσεις σε τακτική βάση.

(16) Η υποβολή εκθέσεων για τις εργασίες επιθεώρησης και η δημόσια πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες αποτελούν σημαντικό εργαλείο για να εξασφαλίζεται με διαφάνεια η συμμετοχή των πολιτών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων και άλλων ενδιαφερόμενων παραγόντων σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η πρόσβαση σε τέτοιου είδους πληροφορίες θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τις διατάξεις της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 1990, σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος(7).

(17) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν μεταξύ τους αμοιβαία συνδρομή σε διοικητικό επίπεδο κατά την υλοποίηση της παρούσας σύστασης. Η θέσπιση από τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με το IMPEL, συστημάτων ενημέρωσης και παροχής συμβουλών όσον αφορά τις επιθεωρήσεις και τις διαδικασίες επιθεώρησης, θα βοηθούσε στην προώθηση των ορθών πρακτικών σε όλη την Κοινότητα.

(18) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν έκθεση στο Συμβούλιο και την Επιτροπή για την πείρα που αποκτούν κατά την υλοποίηση της παρούσας σύστασης και η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνει τακτικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

(19) Η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί την υλοποίηση και την αποτελεσματικότητα της παρούσας σύστασης και να υποβάλλει σχετικά έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το συντομότερο δυνατό μετά την παραλαβή των εκθέσεων των κρατών μελών.

(20) Η συνέχιση των εργασιών του IMPEL και των κρατών μελών, σε συνεργασία με την Επιτροπή, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί όσον αφορά την ορθή πρακτική σχετικά με τα προσόντα και την κατάρτιση των επιθεωρητών στον τομέα του περιβάλλοντος.

(21) Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπως προβλέπονται στο άρθρο 5 της συνθήκης και δεδομένης της διαφοράς που υπάρχει στα συστήματα και τους μηχανισμούς επιθεώρησης στα κράτη μέλη, οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα με την καθοδήγηση σε κοινοτικό επίπεδο.

(22) Βάσει της πείρας που αποκτήθηκε κατά την υλοποίηση της παρούσας σύστασης και λαμβάνοντας υπόψη τις περαιτέρω εργασίες του IMPEL, καθώς και τα αποτελέσματα τυχόν συστημάτων που προβλέπονται στην παρούσα σύσταση, η Επιτροπή, μόλις λάβει τις εκθέσεις των κρατών μελών, θα πρέπει να εξετάσει τη δυνατότητα ανάπτυξης των ελαχίστων κριτηρίων ως προς το πεδίο εφαρμογής τους και την ουσία τους και τη δυνατότητα υποβολής περαιτέρω προτάσεων στις οποίες θα μπορούσε να περιλαμβάνεται πρόταση οδηγίας, εάν χρειασθεί.

ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ:

Ι

Σκοπός

Το έργο των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων θα πρέπει να διεκπεραιώνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με ελάχιστα κριτήρια που εφαρμόζονται κατά την οργάνωση, διενέργεια, παρακολούθηση και δημοσίευση των αποτελεσμάτων των σχετικών εργασιών, για την πληρέστερη συμμόρφωση και τη συμβολή στη συνεπέστερη εφαρμογή και επιβολή της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας σε όλα τα κράτη μέλη.

ΙΙ

Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

1. α) Η παρούσα σύσταση ισχύει για τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις όλων των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και άλλων επιχειρήσεων και διευκολύνσεων των οποίων οι εκπομπές στην ατμόσφαιρα ή/και οι απορρίψεις στα ύδατα ή/και η διάθεση αποβλήτων ή οι δραστηριότητες ανάκτησης, υπόκεινται σε άδεια, έγκριση ή εξουσιοδότηση δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, με την επιφύλαξη των ειδικών περί επιθεώρησης διατάξεων του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου.

β) Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης, όλες οι εγκαταστάσεις και άλλες επιχειρήσεις και διευκολύνσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α), αποκαλούνται "ελεγχόμενες εγκαταστάσεις".

2. Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης, "περιβαλλοντική επιθεώρηση" είναι μια εργασία η οποία συνεπάγεται, κατά περίπτωση:

α) τον έλεγχο και τη βελτίωση της συμμόρφωσης των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων προς τις σχετικές περιβαλλοντικές απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου, όπως έχουν μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία ή εφαρμόζονται στην εθνική έννομη τάξη (στο εξής αναφέρονται ως "νομικές απαιτήσεις ΕΚ")·

β) την παρακολούθηση των επιπτώσεων που έχουν οι ελεγχόμενες εγκαταστάσεις επί του περιβάλλοντος ώστε να προσδιορίζεται κατά πόσον απαιτούνται περαιτέρω επιθεωρήσεις ή μέτρα επιβολής του νόμου (περιλαμβανομένης και της έκδοσης, τροποποίησης ή ανάκλησης οιασδήποτε άδειας, έγκρισης ή εξουσιοδότησης), έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις νομικές απαιτήσεις ΕΚ·

γ) την εκτέλεση εργασιών για τους προαναφερόμενους σκοπούς, η οποία περιλαμβάνει:

- επιτόπιες επισκέψεις,

- έλεγχο της επίτευξης των προτύπων περιβαλλοντικής ποιότητας,

- εξέταση εκθέσεων και δηλώσεων περιβαλλοντικού ελέγχου,

- εξέταση και έλεγχο των κατ' ιδίαν εκτελούμενων επιθεωρήσεων από ή εξ ονόματος των διοικήσεων των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων,

- αξιολόγηση των δραστηριοτήτων και των εργασιών που εκτελούνται στην ελεγχόμενη εγκατάσταση,

- έλεγχο των χώρων και του σχετικού εξοπλισμού (συμπεριλαμβανομένης της καταλληλότητας της συντήρησής του) και της καταλληλότητας της επιτόπιας περιβαλλοντικής διαχείρισης,

- έλεγχο των σχετικών αρχείων που τηρούν οι διοικήσεις των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων.

3. Οι περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις, περιλαμβανομένων και επιτόπιων επισκέψεων, μπορεί να είναι:

α) τακτικές, δηλαδή επιθεωρήσεις που εκτελούνται ως μέρος προσχεδιασμένου προγράμματος επιθεωρήσεων, ή

β) έκτακτες, δηλαδή επιθεωρήσεις που εκτελούνται σε περιπτώσεις καταγγελιών σε συνάρτηση με την έκδοση, ανανέωση ή τροποποίηση άδειας, έγκρισης ή εξουσιοδότησης, ή κατά τη διερεύνηση ατυχημάτων, περιστατικών και περιπτώσεων μη συμμόρφωσης.

4. α) Περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις μπορούν να διενεργούνται από κάθε δημόσια αρχή, εθνική ή περιφερειακή ή τοπική, που συγκροτείται ή διορίζεται από το κράτος μέλος και είναι υπεύθυνη για θέματα που καλύπτει η παρούσα σύσταση.

β) Οι φορείς που αναφέρονται στο στοιχείο α) μπορούν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, να εκχωρούν τα καθήκοντα τα οποία, δυνάμει της παρούσας σύστασης, πρέπει να εκτελούνται υπό την ευθύνη και εποπτεία τους, σε κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει ίδιο συμφέρον στην έκβαση των επιθεωρήσεων που αναλαμβάνει.

γ) Οι φορείς που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) ορίζονται ως "αρχές επιθεώρησης".

5. Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης, ως "διοίκηση ελεγχόμενης εγκατάστασης" νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διοικεί ή ελέγχει την ελεγχόμενη εγκατάσταση ή, όταν αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, κάθε πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί αποφασιστικές οικονομικές εξουσίες επί της τεχνικής λειτουργίας της ελεγχόμενης εγκατάστασης.

III

Οργάνωση και διενέργεια περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων

1. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις αποσκοπούν στην επίτευξη υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και, για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις ελεγχόμενων εγκαταστάσεων να οργανώνονται και να διενεργούνται σύμφωνα με τα σημεία IV έως VIII της παρούσας σύστασης.

2. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν μεταξύ τους αμοιβαία συνδρομή σε διοικητικό επίπεδο κατά την εκτέλεση των κατευθυντήριων γραμμών της παρούσας σύστασης, με την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών και, όπου χρειάζεται, επιθεωρητών.

3. Για την αποτροπή παράνομων διασυνοριακών περιβαλλοντικών πρακτικών, τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με το IMPEL, θα πρέπει να ενθαρρύνουν το συντονισμό των επιθεωρήσεων εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων δυναμένων να έχουν μείζονα διασυνοριακή επίπτωση.

4. Προκειμένου να προωθηθεί η βέλτιστη πρακτική ανά την Κοινότητα, τα κράτη μέλη μπορούν, σε συνεργασία με το IMPEL, να εξετάσουν τη δυνατότητα καθιέρωσης συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου τα κράτη μέλη εκπονούν εκθέσεις και παρέχουν συμβουλές σχετικά με τις επιθεωρήσεις και τις διαδικασίες επιθεώρησης στα κράτη μέλη, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα διάφορα συστήματα και πλαίσια στα οποία λειτουργούν, και να υποβάλουν έκθεση στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σχετικά με τα πορίσματά τους.

ΙV

Σχέδια περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων

1. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν τον εκ των προτέρων σχεδιασμό των εργασιών περιβαλλοντικής επιθεώρησης, έχοντας πάντα στη διάθεσή τους σχέδιο ή σχέδια περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων με τα οποία καλύπτεται όλο το έδαφος του κράτους μέλους και όλες οι εντός αυτού ελεγχόμενες εγκαταστάσεις. Το εν λόγω σχέδιο ή σχέδια θα πρέπει να είναι διαθέσιμα στο κοινό, σύμφωνα με την οδηγία 90/313/ΕΟΚ.

2. Το εν λόγω σχέδιο ή σχέδια μπορούν να καταρτίζονται σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, αλλά τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι το σχέδιο ή τα σχέδια ισχύουν για όλες τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων στο έδαφός τους και ότι οι αρχές που αναφέρονται στο σημείο ΙΙ παράγραφος 4 έχουν διορισθεί για να διενεργούν τέτοιες επιθεωρήσεις.

3. Τα σχέδια περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων θα πρέπει να εκπονούνται με βάση τα εξής:

α) τις νομικές απαιτήσεις ΕΚ που πρέπει να πληρούνται·

β) ένα μητρώο ελεγχομένων εγκαταστάσεων στην περιοχή του σχεδίου·

γ) μια γενική αξιολόγηση των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων εντός της περιοχής του σχεδίου και μια γενική αποτίμηση του βαθμού συμμόρφωσης των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων προς τις νομικές απαιτήσεις ΕΚ·

δ) στοιχεία που αφορούν τυχόν προγενέστερες εργασίες επιθεώρησης ή προέρχονται από αυτές.

4. Τα σχέδια περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων θα πρέπει:

α) να είναι κατάλληλα για τις εργασίες επιθεώρησης εκ μέρους των αρμόδιων αρχών και να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές ελεγχόμενες εγκαταστάσεις και τους κινδύνους και τις επιπτώσεις επί του περιβάλλοντος από τις εκπομπές και τις απορρίψεις τους·

β) να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές διαθέσιμες πληροφορίες όσον αφορά συγκεκριμένους χώρους ή τύπους ελεγχομένων εγκαταστάσεων, όπως εκθέσεις των διοικήσεων των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων προς τις αρχές, στοιχεία κατ' ιδίαν επιθεωρήσεων, στοιχεία περιβαλλοντικών ελέγχων και δηλώσεων, ειδικότερα δε εκείνων που έχουν εκπονηθεί από ελεγχόμενες εγκαταστάσεις καταγεγραμμένες σύμφωνα με το κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS), αποτελέσματα προγενεστέρων επιθεωρήσεων και εκθέσεις από ελέγχους ποιότητας του περιβάλλοντος.

5. Κάθε σχέδιο περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων θα πρέπει τουλάχιστον:

α) να προσδιορίζει τη γεωγραφική περιοχή που καλύπτει, η οποία μπορεί να είναι το σύνολο ή μέρος του εδάφους ενός κράτους μέλους·

β) να καλύπτει ορισμένη χρονική περίοδο, π.χ. ένα έτος·

γ) να περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για την αναθεώρησή του·

δ) να κατονομάζει τους ειδικούς χώρους ή τύπους ελεγχόμενων εγκαταστάσεων που καλύπτει·

ε) να καθορίζει τα προγράμματα τακτικών περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τους περιβαλλοντικούς κινδύνους· τα προγράμματα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, τη συχνότητα των επιτόπιων επισκέψεων για διαφόρους τύπους ή για συγκεκριμένες ελεγχόμενες εγκαταστάσεις·

στ) να προβλέπει και να περιγράφει τις διαδικασίες έκτακτων περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, σε περιπτώσεις καταγγελιών, ατυχημάτων, περιστατικών, σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης, καθώς και για σκοπούς που επιτρέπουν τη χορήγηση άδειας·

ζ) να προβλέπει, κατά περίπτωση, το συντονισμό μεταξύ των διαφόρων αρχών επιθεώρησης.

V

Επιτόπιες επισκέψεις

1. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν την εφαρμογή των ακόλουθων κριτηρίων σε ό,τι αφορά όλες τις επιτόπιες επισκέψεις:

α) ότι πραγματοποιείται κατάλληλος έλεγχος της συμμόρφωσης προς τις νομικές απαιτήσεις ΕΚ σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη κάθε φορά επιθεώρηση·

β) ότι, εάν οι επιτόπιες επισκέψεις εκτελούνται από περισσότερες της μιας αρχές περιβαλλοντικής επιθεώρησης, οι αρχές αυτές ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες καθεμιάς από αυτές και, στο μέτρο του δυνατού, συντονίζουν τις επιτόπιες επισκέψεις και τις άλλες εργασίες περιβαλλοντικής επιθεώρησης·

γ) ότι τα πορίσματα των επιτόπιων επισκέψεων καταχωρούνται σε εκθέσεις που εκπονούνται σύμφωνα με το σημείο VI και ανταλλάσσονται, όπου χρειάζεται, μεταξύ αρμοδίων αρχών επιθεώρησης, επιβολής του νόμου καθώς και άλλων αρχών, σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο·

δ) ότι οι επιθεωρητές ή άλλοι υπάλληλοι, εξουσιοδοτημένοι για την εκτέλεση των επιτόπιων επισκέψεων, έχουν νόμιμο δικαίωμα πρόσβασης στους χώρους και στις πληροφορίες, για τους σκοπούς της περιβαλλοντικής επιθεώρησης.

2. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι επιτόπιες επισκέψεις εκτελούνται τακτικά από τις αρχές επιθεώρησης ως μέρος των συνήθων περιβαλλοντικών τους επιθεωρήσεων και ότι τα ακόλουθα επιπλέον κριτήρια ισχύουν για τις εν λόγω επιτόπιες επισκέψεις:

α) εξετάζεται το πλήρες φάσμα των σχετικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές απαιτήσεις ΕΚ, με τα προγράμματα περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και με τις οργανωτικές ρυθμίσεις των φορέων επιθεώρησης·

β) οι εν λόγω επιτόπιες επισκέψεις θα πρέπει να αποσκοπούν στην προώθηση και τη βελτίωση των γνώσεων και της κατανόησης των διοικήσεων όσον αφορά τις νομικές απαιτήσεις ΕΚ και την περιβαλλοντική ευαισθησία, καθώς και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους·

γ) οι κίνδυνοι και οι επιπτώσεις επί του περιβάλλοντος της ελεγχόμενης εγκατάστασης εξετάζονται με σκοπό την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των ισχυουσών απαιτήσεων για έκδοση άδειας ή έγκρισης ή εξουσιοδότησης και την εκτίμηση του κατά πόσον χρειάζονται βελτιώσεις ή άλλες μεταβολές των εν λόγω απαιτήσεων.

3. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν επίσης τη διενέργεια εκτάκτων επιτόπιων επισκέψεων στις ακόλουθες περιστάσεις:

α) για τη διερεύνηση, εκ μέρους των αρμόδιων αρχών επιθεώρησης, σοβαρών καταγγελιών σχετικών με το περιβάλλον, μάλιστα δε το συντομότερο δυνατό μετά την παραλαβή τέτοιων καταγγελιών από τις αρχές·

β) για τη διερεύνηση σοβαρών περιβαλλοντικών ατυχημάτων, περιστατικών και περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, μάλιστα δε το συντομότερο δυνατό μετά τη σχετική ενημέρωση των αρμόδιων αρχών επιθεώρησης·

γ) αναλόγως με την περίπτωση, προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον και με ποιους όρους χορηγούνται η πρώτη άδεια, έγκριση ή εξουσιοδότηση για διαδικασία ή δραστηριότητα σε ελεγχόμενη εγκατάσταση ή στον προτεινόμενο χώρο της ή προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της εν λόγω άδειας, έγκρισης, ή εξουσιοδότησης, μετά την έκδοσή της (τους) και πριν από την έναρξη της δραστηριότητας·

δ) κατά περίπτωση, πριν από την επανέκδοση, ανανέωση ή τροποποίηση αδειών ή εγκρίσεων ή εξουσιοδοτήσεων.

VI

Εκθέσεις και πορίσματα επιτόπιων επισκέψεων

1. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι αρχές επιθεώρησης, μετά από κάθε επιτόπια επίσκεψη, επεξεργάζονται ή αποθηκεύουν, υπό αναγνωρίσιμη μορφή και σε αρχεία δεδομένων, τα δεδομένα της επιθεώρησης και τα πορίσματά τους, σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση προς τις νομικές απαιτήσεις ΕΚ, σχετική αξιολόγηση καθώς και συμπέρασμα περί του κατά πόσον απαιτείται περαιτέρω δράση, όπως κίνηση διαδικασίας επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένων κυρώσεων, έκδοση νέας ή αναθεωρημένης άδειας, έγκρισης ή εξουσιοδότησης ή συνέχιση των εργασιών επιθεώρησης, συμπεριλαμβανομένων περαιτέρω επιτόπιων επισκέψεων. Οι εκθέσεις θα πρέπει να οριστικοποιούνται το ταχύτερο δυνατόν.

2. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι εκθέσεις αυτές καταχωρούνται δεόντως και γραπτώς και ότι διατηρούνται σε τράπεζα δεδομένων ευχερούς πρόσβασης. Οι πλήρεις εκθέσεις ή, εφόσον αυτό δεν είναι εφικτό, τα συμπεράσματα των εκθέσεων αυτών, γνωστοποιούνται στη διοίκηση της οικείας ελεγχόμενης εγκατάστασης και είναι διαθέσιμες στο κοινό σύμφωνα με την οδηγία 90/313/ΕΟΚ. Οι εκθέσεις θα πρέπει να είναι προσιτές στο κοινό εντός διμήνου από την επιθεώρηση.

VII

Διερεύνηση σοβαρών ατυχημάτων, περιστατικών και περιπτώσεων μη συμμόρφωσης

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν την εκ μέρους των αρμόδιων αρχών διερεύνηση σοβαρών ατυχημάτων, περιστατικών και περιπτώσεων μη συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία ΕΚ, όταν αυτά επισημαίνονται στις αρχές με καταγγελία ή κατ' άλλο τρόπο, ώστε:

α) να διευκρινίζονται τα αίτια του συμβάντος και οι επιπτώσεις του επί του περιβάλλοντος και, κατά περίπτωση, οι παντός είδους ενδεχόμενες ευθύνες για το συμβάν, καθώς και για τις συνέπειές του, και να διαβιβάζονται τα σχετικά πορίσματα στην αρμόδια για την επιβολή του νόμου αρχή, αν η αρχή αυτή δεν είναι ο φορέας επιθεώρησης·

β) να περιορίζονται και, ει δυνατόν, να επανορθώνονται οι συνέπειες του συμβάντος επί του περιβάλλοντος με τον προσδιορισμό των ενδεδειγμένων δράσεων που πρέπει να αναληφθούν από την (τις) διοίκηση(-εις) και τις αρχές·

γ) να προσδιορίζεται η δράση που πρέπει να αναληφθεί για την πρόληψη περαιτέρω ατυχημάτων, περιστατικών και περιπτώσεων μη συμμόρφωσης·

δ) να καθίσταται δυνατή η ανάληψη δράσης για την επιβολή του νόμου ή για την επιβολή κυρώσεων, όπου χρειάζεται·

ε) να εξασφαλίζεται η εκ μέρους της διοίκησης λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων παρακολούθησης.

VΙΙΙ

Έκθεση επί των εργασιών περιβαλλοντικής επιθεώρησης, γενικά

1. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλουν εκθέσεις στην Επιτροπή σχετικά με την εμπειρία τους από την υλοποίηση της παρούσας σύστασης δύο έτη μετά την ημερομηνία της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, χρησιμοποιώντας, στο μέτρο του δυνατού, τυχόν τις περιφερειακές και τοπικές αρχές επιθεώρησης.

2. Οι εκθέσεις αυτές θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στο κοινό και να περιλαμβάνουν ειδικότερα τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) στοιχεία σχετικά με το προσωπικό και τους άλλους πόρους των αρχών επιθεώρησης·

β) λεπτομέρειες για τον ρόλο της αρχής επιθεώρησης και τις εργασίες της κατά την εκπόνηση και την εφαρμογή του (των) σχετικού(-ών) σχεδίου(-ων) επιθεώρησης·

γ) περιληπτικά στοιχεία για τις διενεργηθείσες περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις, περιλαμβανομένου και του αριθμού των επιτόπιων επισκέψεων, του ποσοστού των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων που επιθεωρήθηκαν (κατά τύπο) και του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος μέχρις ότου επιθεωρηθούν όλες οι ελεγχόμενες εγκαταστάσεις αυτού του τύπου·

δ) συνοπτικά στοιχεία για το βαθμό συμμόρφωσης των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων προς τις νομικές απαιτήσεις ΕΚ, όπως προκύπτει από τις διενεργηθείσες επιθεωρήσεις·

ε) περίληψη, που θα περιλαμβάνει και αριθμητικά στοιχεία, των δράσεων που έχουν αναληφθεί ως αποτέλεσμα σοβαρών καταγγελιών, ατυχημάτων, περιστατικών και περιπτώσεων μη συμμόρφωσης·

στ) αξιολόγηση της επιτυχούς ή ανεπιτυχούς εφαρμογής των σχεδίων επιθεώρησης που εφαρμόζει ο φορέας επιθεώρησης, ενδεχομένως με συστάσεις για μελλοντικά σχέδια.

ΙΧ

Ανασκόπηση και ανάπτυξη της σύστασης

1. Η Επιτροπή θα πρέπει να προβαίνει σε ανασκόπηση της υλοποίησης και της αποτελεσματικότητας της παρούσας σύστασης, το συντομότερο δυνατόν μετά την παραλαβή των εκθέσεων των κρατών μελών που αναφέρονται στο σημείο VIII, με σκοπό την περαιτέρω επεξεργασία των ελάχιστων κριτηρίων σε ό,τι αφορά το πεδίο εφαρμογής τους, βάσει της αποκτηθείσας πείρας κατά την εφαρμογή τους και λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν περαιτέρω παρεμβάσεις των ενδιαφερόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένου του IMPEL και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος. Η Επιτροπή υποβάλλει εν συνεχεία έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη από τυχόν πρόταση οδηγίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξετάζουν την πρόταση χωρίς καθυστέρηση.

2. Η Επιτροπή καλείται να συντάξει, το ταχύτερο δυνατόν, σε συνεργασία με το δίκτυο IMPEL και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, ελάχιστα κριτήρια όσον αφορά τα προσόντα των περιβαλλοντικών επιθεωρητών οι οποίοι είναι εξουσιοδοτημένοι να διενεργούν επιθεωρήσεις για λογαριασμό ή υπό την αιγίδα ή υπό την εποπτεία των αρχών επιθεώρησης.

3. Τα κράτη μέλη αναπτύσσουν, το συντομότερο δυνατόν, σε συνεργασία με το IMPEL, την Επιτροπή και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, προγράμματα κατάρτισης προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση ειδικευμένων περιβαλλοντικών επιθεωρητών.

Χ

Υλοποίηση

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την υλοποίηση της παρούσας σύστασης και σχετικά με τις λεπτομέρειες περί των ήδη υφιστάμενων ή προβλεπομένων μηχανισμών περιβαλλοντικής επιθεώρησης, το αργότερο εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Λουξεμβούργο, 4 Απριλίου 2001.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η Πρόεδρος

N. Fontaine

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

B. Rosengren

(1) ΕΕ C 169 της 16.6.1999, σ. 12.

(2) ΕΕ C 374 της 23.12.1999, σ. 48.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 1999 (ΕΕ C 54 της 25.2.2000, σ. 92), κοινή θέση του Συμβουλίου της 30ής Μαρτίου 2000 (ΕΕ C 137 της 16.5.2000, σ. 1) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2000 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης Φεβρουαρίου 2001 και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2001.

(4) ΕΕ C 138 της 17.5.1993, σ. 1.

(5) ΕΕ L 275 της 10.10.1998, σ. 1.

(6) ΕΕ C 321 της 22.10.1997, σ. 1.

(7) ΕΕ L 158 της 23.6.1990, σ. 56.

Top