EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31998Y0822(01)

Ανακοίνωση για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού σε συμφωνίες πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών - Πλαίσιο, σχετικές αγορές και αρχές

OJ C 265, 22.8.1998, p. 2–28 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Special edition in Czech: Chapter 08 Volume 001 P. 255 - 276
Special edition in Estonian: Chapter 08 Volume 001 P. 255 - 276
Special edition in Latvian: Chapter 08 Volume 001 P. 255 - 276
Special edition in Lithuanian: Chapter 08 Volume 001 P. 255 - 276
Special edition in Hungarian Chapter 08 Volume 001 P. 255 - 276
Special edition in Maltese: Chapter 08 Volume 001 P. 255 - 276
Special edition in Polish: Chapter 08 Volume 001 P. 255 - 276
Special edition in Slovak: Chapter 08 Volume 001 P. 255 - 276
Special edition in Slovene: Chapter 08 Volume 001 P. 255 - 276
Special edition in Bulgarian: Chapter 08 Volume 003 P. 124 - 150
Special edition in Romanian: Chapter 08 Volume 003 P. 124 - 150
Special edition in Croatian: Chapter 08 Volume 001 P. 55 - 81

31998Y0822(01)

Ανακοίνωση για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού σε συμφωνίες πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών - Πλαίσιο, σχετικές αγορές και αρχές

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 265 της 22/08/1998 σ. 0002 - 0028


Ανακοίνωση για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού σε συμφωνίες πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών ΠΛΑΙΣΙΟ, ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ (98/C 265/02) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Στη βιομηχανία τηλεπικοινωνιών, οι συμφωνίες πρόσβασης αποτελούν ένα από τα βασικά στοιχεία που επιτρέπουν στους συμμετέχοντες να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα της απελευθέρωσης.

Η παρούσα ανακοίνωση έχει τρεις στόχους:

- Να θέσει αρχές πρόσβασης που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού, όπως έχουν διαμορφωθεί σε πολλές αποφάσεις της Επιτροπής, ούτως ώστε να δημιουργηθεί μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου στην αγορά και σταθερότερες συνθήκες για επενδύσεις και εμπορική πρωτοβουλία στους τομείς των τηλεπικοινωνιών και των πολυμέσων 7

- Να ορίσει και να διευκρινίσει τη σχέση μεταξύ του δικαίου ανταγωνισμού και της ειδικής νομοθεσίας του τομέα στο πλαίσιο του άρθρου 100 Α (αυτό αφορά κυρίως τη σχέση μεταξύ κανόνων ανταγωνισμού και νομοθεσίας περί παροχής ανοικτού δικτύου) 7- Να εξηγήσει πώς θα εφαρμοστούν οι κανόνες του ανταγωνισμού με συνεκτικό τρόπο σε όλους τους τομείς που αφορούν την παροχή νέων υπηρεσιών και ιδίως σε ζητήματα πρόσβασης και διόδους στο πλαίσιο αυτό.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Το χρονοδιάγραμμα για την πλήρη απελευθέρωση του τομέα των τηλεπικοινωνιών έχει πλέον καθορισθεί και τα περισσότερα κράτη μέλη έπρεπε να άρουν τους τελευταίους φραγμούς όσον αφορά την παροχή τηλεπικοινωνιακών δικτύων και υπηρεσιών στους καταναλωτές σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, μέχρι 1ης Ιανουαρίου 1998 (1). Ως αποτέλεσμα αυτής της ελευθέρωσης θα ανακύψει μια δεύτερη ομάδα συναφών προϊόντων ή υπηρεσιών στο βαθμό που η ανάγκη για πρόσβαση σε διευκολύνσεις απαιτεί την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Στον τομέα αυτό, τυπικό, αλλά όχι μοναδικό, παράδειγμα παρόμοιας πρόσβασης αποτελεί η διασύνδεση προς το επιλεγόμενο δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο. Η Επιτροπή έχει δηλώσει ότι θα καθορίσει τη μεταχείριση των συμφωνιών πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών στο πλαίσιο των κανόνων ανταγωνισμού (2). Κατά συνέπεια, η παρούσα ανακοίνωση εξετάζει τον τρόπο εφαρμογής των κανόνων και των διαδικασιών του ανταγωνισμού στις συμφωνίες πρόσβασης στο πλαίσιο της εναρμονισμένης κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

2. Το κανονιστικό πλαίσιο για την ελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών αποτελείται από τις οδηγίες περί ελευθέρωσης που θεσπίστηκαν δυνάμει του άρθρου 90 της συνθήκης και τις οδηγίες εναρμόνισης βάσει των διατάξεων του άρθρου 100 Α περιλαμβανομένου ειδικότερα του πλαισίου παροχής ανοικτού δικτύου (ONP). Το πλαίσιο ONP παρέχει εναρμονισμένους κανόνες πρόσβασης και διασύνδεσης στα τηλεπικοινωνικά δίκτυα και στις υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας. Κάθε δράση που αναλαμβάνει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού εγγράφεται στο νομικό πλαίσιο που παρέχει η νομοθεσία περί ελευθέρωσης και εναρμόνισης. Τόσο η νομοθεσία περί ελευθέρωσης οδηγίας του άρθρου 90 (3), όσο και η νομοθεσία περί εναρμόνισης (οδηγίες ONP) (4), έχουν ως στόχο να εξασφαλίσουν την επίτευξη των στόχων της Κοινότητας, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 ΕΚ και ιδίως την παγίωση «ενός καθεστώτος που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην κοινή αγορά» και «μία εσωτερική αγορά την οποία θα χαρακτηρίζει η εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, μεταξύ των κρατών μελών».

3. Η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (5). Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι να αναπτύξει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες δεν αναφέρονται ειδικά σε προβλήματα πρόσβασης.

4. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, η νομοθεσία περί ελευθέρωσης και εναρμόνισης επιτρέπει και απλοποιεί το έργο των κοινοτικών επιχειρήσεων κατά την ανάληψη νέων δραστηριοτήτων σε νέες αγορές και κατά συνέπεια επιτρέπει στους χρήστες να επωφεληθούν από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό. Τα πλεονεκτήματα αυτά δεν πρέπει να τεθούν σε κίνδυνο από περιοριστικές ή καταχρηστικές πρακτικές επιχειρήσεων: οι κοινοτικοί κανόνες ανταγωνισμού είναι συνεπώς βασικής σημασίας για να εξασφαλισθεί η ολοκλήρωση της ανάπτυξης αυτής. Οι νεοεισερχόμενοι πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στα αρχικά στάδια το δικαίωμα πρόσβασης στο δίκτυο των επίσημων φορέων εκμετάλλευσης των τηλεπικοινωνιών (OT). Στην κανονιστική ρύθμιση του τομέα αυτού παίζουν ρόλο διάφορες αρχές, σε περιφερειακό, εθνικό και κοινοτικό επίπεδο. Για να λειτουργήσει σωστά η διαδικασία ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, πρέπει να εξασφαλισθεί αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των οργάνων αυτών.

5. Το μέρος Ι της παρούσας ανακοίνωσης θέτει το νομικό πλαίσιο και εξηγεί λεπτομερώς πώς σκοπεύει η Επιτροπή να αποφύγει την περιττή αλληλοεπικάλυψη διαδικασιών, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα τα δικαιώματα των επιχειρήσεων και των χρηστών βάσει των κανόνων του ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσπάθειες που καταβάλλει η Επιτροπή για να ενθαρρύνει αποκεντρωμένη εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού μέσω των εθνικών δικαστηρίων και των εθνικών αρχών στοχεύουν στο να προσφέρουν θεραπεία σε εθνικό επίπεδο, εκτός αν σε συγκεκριμένη περίπτωση διακυβεύεται σημαντικό κοινοτικό συμφέρον. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, ειδικές διαδικασίες στο πλαίσιο ONP στοχεύουν επίσης να επιλύσουν προβλήματα πρόσβασης σε μία πρώτη φάση σε αποκεντρωμένο, εθνικό επίπεδο, με περαιτέρω δυνατότητα επέκτασης σε κοινοτικό επίπεδο κάτω από ορισμένες συνθήκες. Το μέρος ΙΙ προσδιορίζει την προσέγγιση της Επιτροπής στον ορισμό της αγοράς του τομέα αυτού. Το μέρος ΙΙΙ περιγράφει λεπτομερώς τις αρχές που θα ακολουθήσει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού: στόχος του είναι να βοηθήσει τους συμμετέχοντες στην αγορά τηλεπικοινωνιών να διαμορφώσουν τις συμφωνίες πρόσβασής τους εξηγώντας τις προϋποθέσεις που τάσσει το δίκαιο περί ανταγωνισμού. Οι αρχές που θεσπίζονται στην παρούσα ανακοίνωση δεν εφαρμόζονται μόνο στις τηλεπικοινωνίες που πραγματοποιούνται μέσω παραδοσιακών δικτύων μόνιμης υπηρεσίας, αλλά επίσης σε όλες τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, περιλαμβανομένων των επικοινωνιών μέσω δορυφόρου και των κινητών επικοινωνιών.

6. Η ανακοίνωση βασίζεται στην εμπειρία της Επιτροπής από διάφορες υποθέσεις (6), καθώς και ορισμένες μελέτες στον τομέα αυτό που διεξήχθηκαν για λογαριασμό της Επιτροπής (7). Δεδομένου ότι η παρούσα ανακοίνωση βασίζεται σε γενικής εφαρμογής κανόνες του ανταγωνισμού, οι αρχές τις οποίες θεσπίζει θα εφαρμόζονται επίσης, στο βαθμό που τα προβλήματα είναι συγκρίσιμα, σε άλλους τομείς, όπως η πρόσβαση στους τομείς των ψηφιακών τηλεπικοινωνιών. Επίσης, πολλές από τις αρχές που περιέχονται στη συνθήκη θα τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις επιχειρήσεις σε δεσπόζουσα θέση, περιλαμβανομένων των αγορών που υπάγονται σε τομείς άλλους από τον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

7. Η παρούσα ανακοίνωση βασίζεται σε θέματα που προέκυψαν κατά τα αρχικά στάδια της μετάβασης από μονοπωλιακά καθεστώτα σε αγορές ανοικτές στον ανταγωνισμό. Δεδομένης της σύγκλισης των τομέων των τηλεπικοινωνιών, της ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης και της τεχνολογίας των πληροφοριών (8) και του αυξανόμενου ανταγωνισμού στις εν λόγω αγορές, θα προκύψουν και άλλα ζητήματα. Κατά συνέπεια, ενδεχομένως απαιτείται η προσαρμογή του πεδίου εφαρμογής και των αρχών που θεσπίστηκαν στην παρούσα ανακοίνωση όσον αφορά τους νέους αυτούς τομείς.

8. Οι αρχές που περιλαμβάνονται στο παρόν έγγραφο θα εφαρμοστούν σε πρακτικές εκτός Κοινότητας στο βαθμό που αυτού του είδους οι πρακτικές θα έχουν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό εντός της Κοινότητας και θα επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Στην εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τις δεσμεύσεις της Κοινότητας βάσει της συμφωνίας τηλεπικοινωνιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (9). Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι συνεχίζονται οι συζητήσεις όσον αφορά το σύστημα διεθνούς τέλους χρέωσης ανά μονάδα κίνησης της Παγκόσμιας Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU). Η παρούσα ανακοίνωση δεν επηρεάζει τη θέση της Επιτροπής στις συζητήσεις αυτές.

9. Η παρούσα ανακοίνωση κατ' ουδένα τρόπο δεν περιορίζει τα δικαιώματα που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο σε ιδιώτες ή επιχειρήσεις και ούτε θίγει οποιαδήποτε ερμηνεία των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού που μπορεί να δοθεί από το Πρωτοδικείο ή το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η παρούσα ανακοίνωση δεν προβάλλει ότι παρέχει εξαντλητική ανάλυση όλων των πιθανών προβλημάτων του ανταγωνισμού που μπορούν να τεθούν στον τομέα αυτό: άλλα προβλήματα τίθενται ήδη ή δύνανται να τεθούν στο μέλλον.

10. Η Επιτροπή θα εξετάσει, κατά πόσον η παρούσα ανακοίνωση θα τροποποιηθεί ή θα συμπληρωθεί βάσει της εμπειρίας που θα αποκτηθεί κατά τη διάρκεια μιας πρώτης περιόδου ελευθέρωσης του περιβάλλοντος των τηλεπικοινωνιών.

ΜΕΡΟΣ Ι - ΠΛΑΙΣΙΟ

1. Κανόνες ανταγωνισμού και ειδική νομοθετική ρύθμιση του τομέα

11. Προβλήματα πρόσβασης με την ευρύτερη έννοια του όρου μπορούν να συνδέονται σε διάφορα επίπεδα και βάσει σειράς νομοθετικών διατάξεων τόσο εθνικής όσο και κοινοτικής προέλευσης. Ο παρέχων υπηρεσίες που αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα πρόσβασης, όπως η εκ μέρους ενός OT αδικαιολόγητη άρνηση παροχής (ή με εύλογους όρους) μισθωμένης γραμμής που είναι απαραίτητη για τον αιτούντα, ώστε να παρέχει υπηρεσίες στους πελάτες του, θα μπορούσε να προβλέψει ορισμένους τρόπους θεραπείας του προβλήματος. Σε γενικές γραμμές, τα θιγόμενα μέρη έχουν κάποια πλεονεκτήματα, τουλάχιστον σε ένα αρχικό στάδιο, όταν επιδιώκουν αποκατάσταση σε εθνικό επίπεδο. Σε εθνικό επίπεδο, ο αιτών έχει δύο βασικές επιλογές, ήτοι 1) ειδικές εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο και εναρμονίστηκαν στο πλαίσιο παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) (βλέπε υποσημείωση 4) και 2) την άσκηση ενδίκων μέσων δυνάμει του εθνικού ή και του κοινοτικού δικαίου ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ή εθνικής αρχής ανταγωνισμού (10).

12. Καταγγελίες που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή βάσει των κανόνων ανταγωνισμού αντί ή παράλληλα με προσφυγές σε εθνικά δικαστήρια, εθνικές αρχές ανταγωνισμού ή/και εθνικές κανονιστικές αρχές βάσει των διαδικασιών ONP θα αντιμετωπίζονται ανάλογα με την προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στην υπόθεση για λόγους κατεπείγοντος, καινοτόμου χαρακτήρα και της διεθνούς φύσης του προβλήματος, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να αποφευχθεί επικάλυψη της διαδικασίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 23 και επόμενα).

13. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι εθνικές κανονιστικές αρχές (11) έχουν ποικίλες αρμοδιότητες και λειτουργούν σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο από την Επιτροπή, όταν αυτή η τελευταία εφαρμόζει τους κανόνες του ανταγωνισμού. Κατ' αρχάς, οι εθνικές κανονιστικές αρχές ασκούν δραστηριότητες βάσει του εθνικού δικαίου, παρότι συχνά εφαρμόζουν το ευρωπαϊκό δίκαιο. Δεύτερον, το δίκαιο αυτό, όπως βασίζεται σε απόψεις της πολιτικής τηλεπικοινωνιών ενδέχεται να έχει διαφορετικούς στόχους, αλλά συγχρόνως συνεκτικούς προς τους στόχους της κοινοτικής πολιτικής του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή συνεργάζεται όσο το δυνατόν περισσότερο με τις εθνικές κανονιστικές αρχές και οι εθνικές κανονιστικές αρχές πρέπει επίσης να συνεργαστούν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό μεταξύ τους, ειδικότερα όσον αφορά ζητήματα διασυνοριακού χαρακτήρα (12). Βάσει του κοινοτικού δικαίου, οι εθνικές αρχές, περιλαμβανομένων των κανονιστικών αρχών και των αρχών του ανταγωνισμού οφείλουν να μην εγκρίνουν μια πρακτική ή μια συμφωνία που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού.

14. Οι κοινοτικοί κανόνες ανταγωνισμού δεν επαρκούν για να θεραπεύσουν όλα τα ποικίλα προβλήματα στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Κατά συνέπεια, οι εθνικές κανονιστικές αρχές εντάσσονται σε αισθητά ευρύτερο πλαίσιο και διαδραματίζουν σημαντικό και μακρόπνοο ρόλο στη ρύθμιση του τομέα. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι όσον αφορά το κοινοτικό δίκαιο, οι εθνικές κανονιστικές αρχές πρέπει να παραμείνουν ανεξάρτητες (13).

15. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι οδηγίες ONP επιβάλλουν ορισμένες υποχρεώσεις διαφάνειας και αποφυγής των διακρίσεων στους εθνικούς φορείς τηλεπικοινωνιών που έχουν σημαντική δύναμη στην αγορά οι οποίες βαίνουν πέραν των προβλεπομένων υπό ομαλές συνθήκες βάσει του άρθρου 86 της συνθήκης ΕΚ. Οι οδηγίες ONP επιβάλλουν υποχρέωση διαφάνειας, υποχρεώσεις παροχής και πρακτικές επιβολής τιμών. Οι υποχρεώσεις αυτές ενισχύονται από τις εθνικές κανονιστικές αρχές οι οποίες έχουν επίσης δικαιοδοσία να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για τη διασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού (14).

16. Όσον αφορά το άρθρο 86 και για πρακτικούς λόγους, η παρούσα ανακοίνωση γράφτηκε, στα περισσότερα σημεία της, με βάση την υπόθεση ότι υπάρχει ένας μόνον οργανισμός τηλεπικοινωνιών με δεσπόζουσα θέση. Αυτό δεν συμβαίνει υποχρεωτικά σε όλα τα κράτη μέλη: π.χ. νέα δίκτυα τηλεπικοινωνιών που προσφέρουν όλο και μεγαλύτερη κάλυψη θα αναπτυχθούν προοδευτικά. Αυτά τα εναλλακτικά δίκτυα τηλεπικοινωνιών ενδέχεται, ή ενδέχεται τελικά να είναι αρκετά μεγάλα και εκτεταμένα ώστε να μπορούν εν μέρει ή και εν όλω να υποκαθιστούν τα υπάρχοντα εθνικά δίκτυα και αυτό είναι ένα στοιχείο το οποίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Η παρουσία ανταγωνιστικών φορέων και η θέση τους στην αγορά θα αποτελέσουν σημαντικά στοιχεία για τον καθορισμό του κατά πόσον υπάρχει ατομική ή κοινή δεσπόζουσα θέση: οι αναφορές στην ύπαρξη μιας δεσπόζουσας θέσης στην παρούσα ανακοίνωση θα πρέπει να γίνονται με βάση το σκεπτικό αυτό.

17. Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή για την πολιτική ανταγωνισμού της Κοινότητας, οφείλει να εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον της Κοινότητας. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της διοικητικά μέσα που είναι κατ' ανάγκην περιορισμένα και με τα οποία δεν μπορεί να επιλαμβάνεται όλων των υποθέσεων που της γνωστοποιούνται. Συνεπώς, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει σε γενικές γραμμές όλα τα απαραίτητα οργανωτικά μέτρα προς εκπλήρωση της αποστολής της, και ιδίως να καθορίζει προτεραιότητες (15).

18. Συνακόλουθα, η Επιτροπή επεσήμανε ότι κατά την άσκηση των εξουσιών της προς έκδοση αποφάσεων, προτίθεται να εστιάζει την προσοχή της στις κοινοποιήσεις, καταγγελίες και αυτεπάγγελτες διαδικασίες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο πολιτικό, οικονομικό ή νομικό ενδιαφέρον για την Κοινότητα (16). Αν συγκεκριμένη υπόθεση δεν παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά αυτά, οι κοινοποιήσεις κανονικά δεν θα διευθετούνται με επίσημη απόφαση, αλλά κυρίως με επιστολή θέσεως στο αρχείο, (υπόκειται στη συναίνεση των μερών) ενώ οι καταγγελίες θα πρέπει, κατά κανόνα, να κρίνονται από τα εθνικά δικαστήρια ή τις άλλες αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κανόνες του ανταγωνισμού είναι αμέσως εφαρμοστέοι (17) κατά τρόπο ώστε τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να επιβάλουν το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού. Στις περιπτώσεις που τυγχάνει εφαρμογής άλλη κοινοτική νομοθεσία, αυτό δεν αίρει την ανάγκη συμμόρφωσης προς το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού (18).

19. Ορισμένες συμφωνίες πρόσβασης εμπίπτουν στη δικαιοδοσία άλλων εθνικών αρχών, ιδίως των εθνικών κανονιστικών αρχών που ενεργούν στο πλαίσιο των διατάξεων περί παροχής ανοικτού δικτύου, στις οποίες και πρέπει να κοινοποιούνται. Πάντως, η κοινοποίηση μιας συμφωνίας προς μία εθνική κανονιστική αρχή δεν καθιστά περιττή την κοινοποίηση μιας συμφωνίας προς την Επιτροπή. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι ενέργειες τους συμβάλονται με το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού (19), καθήκον που τις υποχρεώνει να απέχουν από ενέργειες που υπονομεύουν την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων βάσει του κοινοτικού δικαίου την οποία παρέχουν οι κανόνες ανταγωνισμού (20). Κατά συνέπεια, ενδέχεται να μην εγκρίνουν συμφωνίες που αντίκειται στους κανόνες του ανταγωνισμού (21). Αν οι εθνικές αρχές ενεργούν κατά τρόπο που υπονομεύει τα δικαιώματα αυτά, ενδέχεται να υποχρεούται το ίδιο το κράτος μέλος να αποζημιώσει όσους θίγονται από την ενέργεια αυτή (22). Επιπλέον, οι οδηγίες σχετικά με την παροχή ανοικτού δικτύου απονέμουν στις εθνικές κανονιστικές αρχές τη δικαιοδοσία να λαμβάνουν μέτρα για την εξασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού (23).

20. Οι συμφωνίες πρόσβασης καταρχήν διέπουν την παροχή ορισμένων υπηρεσιών μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων και δεν έχουν ως αποτέλεσμα την ίδρυση ανεξάρτητης οντότητας διαφορετικής από τους συμβαλλομένους. Έτσι, οι συμφωνίες πρόσβασης δεν εμπίπτουν γενικώς στο πεδίο του κανονισμού για τις συγκεντρώσεις (24).

21. Δυνάμει του κανονισμού αριθ. 17 (25), η Επιτροπή μπορεί να επιληφθεί ζητήματος σχετικά με συμφωνία πρόσβασης μετά από κοινοποίηση συμφωνίας πρόσβασης από έναν ή περισσότερους συμβαλλομένους (26), μετά από καταγγελία τρίτου κατά συμφωνίας πρόσβασης ή συμπεριφοράς δεσπόζουσας εταιρείας κατά τη χορήγηση ή αρνηση πρόσβασης (27), μετά από αυτεπάγγελτη κίνηση διαδικασίας από την Επιτροπή για μια τέτοια χορήγηση ή άρνηση ή μετά από έρευνα κατά κλάδους (28). Επιπλέον, ο καταγγέλλων μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή τη λήψη προσωρινών μέτρων αν υπάρχει επείγων κίνδυνος σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης του καταγγέλλοντος ή του δημοσίου συμφέροντος (29). Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι σε περιπτώσεις κατεπείγοντος, οι διαδικασίες ενώπιον εθνικών δικαστηρίων συνήθως έχουν πιο γρήγορη έκβαση από ό,τι οι διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής (30) όσον αφορά τον τερματισμό μιας παράβασης.

22. Υπάρχουν ορισμένοι τομείς στους οποίους οι συμφωνίες θα υπόκεινται συγχρόνως τόσο στους κανόνες ανταγωνισμού, όσο και στα εθνικά ή ευρωπαϊκά ειδικά μέτρα, και ιδίως στα μέτρα περί εσωτερικής αγοράς. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, οι οδηγίες ONP στοχεύουν στη θέσπιση κανονιστικού καθεστώτος για τις συμφωνίες πρόσβασης. Δεδομένης της λεπτομερειακής μορφής των κανόνων ONP και του γεγονότος ότι ενδέχεται να υπερβαίνουν τις απαιτήσεις του άρθρου 86, οι επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες στον τομέα των τηλεπικοινωνιών θα πρέπει να έχουν επίγνωση ότι η συμμόρφωση προς τους κοινοτικούς κανόνες του ανταγωνισμού δεν τις απαλλάσσει από το καθήκον συμμόρφωσης που επιβάλλονται στο πλαίσιο ONP και αντιστρόφως.

2. Παρέμβαση της Επιτροπής σε συνάρτηση με τις συμφωνίες πρόσβασης (31)

23. Στο σύνολό τους, οι συμφωνίες πρόσβασης έχουν ιδιαίτερη σημασία. Κατά συνέπεια, πρέπει η Επιτροπή να διατυπώσει όσο το δυνατόν σαφέστερα το κοινοτικό νομικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να συνάπτονται οι συμφωνίες αυτές. Οποιαδήποτε συμφωνία πρόσβασης περιλαμβάνει περιοριστικές ρήτρες θα θέσει προβλήματα σε συνάρτηση με το άρθρο 85. Οι συμφωνίες στις οποίες συμμετέχουν επιχειρήσεις οι οποίες κατέχουν δεσπόζουσα θέση ή ασκούν μονοπώλια θέτουν προβλήματα που εμπίπτουν στο άρθρο 86: στο πλαίσιο μιας ειδικής συμφωνίας, οι ανησυχίες που γεννώνται λόγω της δεσπόζουσας θέσης ενός ή περισσοτέρων συμβαλλομένων συχνά είναι σοβαρότερες από εκείνες που απορρέουν από το άρθρο 85.

Κοινοποιήσεις

24. Κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή θα στηριχθεί στις οδηγίες ONP οι οποίες θεσπίζουν ένα πλαίσιο δράσης σε εθνικό επίπεδο εκ μέρους των εθνικών κανονιστικών αρχών. Σε περίπτωση συμφωνιών που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1, πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή εφόσον τους χορηγείται απαλλαγή βάσει του άρθρου 85 παράγραφος 3. Σε περίπτωση κοινοποίησης συμφωνιών, η Επιτροπή προτίθεται να διεκπεραιώσει μια ή περισσότερες κοινοποιήσεις με την έκδοση επίσημης απόφασης, μετά από κατάλληλη δημοσιότητα στην Επίσημη Εφημερίδα και σύμφωνα με τις αρχές που περιγράφονται κατωτέρω. Εφόσον παγιωθούν σαφώς οι νομικές αρχές, η Επιτροπή προτίθεται στη συνέχεια να διεκπεραιώνει αλλες κοινοποιήσεις που αναφέρονται στα ίδια ζητήματα με επιστολή θέσης στο αρχείο.

3. Καταγγελίες

25. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον, κάτω από ορισμένες συνθήκες, μπορούν να υποβάλουν καταγγελία στην Επιτροπή, βάσει της οποίας να ζητούν να απαιτήσει αυτή η τελευταία με απόφαση την παύση της παράβασης του άρθρου 85 ή του άρθρου 86 της συνθήκης ΕΚ. Ο αιτών μπορεί να ζητήσει επιπλέον από την Επιτροπή τη λήψη προσωρινών μέτρων, αν υπάρχει επικείμενος κίνδυνος σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης (32). Ο προτιθέμενος να προβεί σε καταγγελία έχει άλλες ισοδύναμες ή ακόμη αποτελεσματικότερες εναλλακτικές επιλογές, όπως η προσφυγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαδικασίες ενώπιον εθνικών δικαστηρίων μπορούν να προσφέρουν σημαντικά πλεονεκτήματα για άτομα και εταιρείες, όπως (33):

- τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να εξετάσουν μία αξίωση και να επιδικάσουν αποζημιώσεις που απορρέουν από παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού,

- τα εθνικά δικαστήρια συχνά εγκρίνουν προσωρινά μέτρα και διατάσσουν την παύση της παράβασης γρηγορότερα από ό,τι είναι σε θέση να κάνει η Επιτροπή,

- ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, είναι δυνατόν να συνδυαστεί η προβολή απαίτησης βάσει του κοινοτικού δικαίου και βάσει του εθνικού δικαίου,

- τα δικαστικά έξοδα μπορούν να επιδικαστούν στον νικήσαντα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου διάδικο.

Εξάλλου, τη λύση σε εθνικό και, αν παρίσταται ανάγκη, σε κοινοτικό επίπεδο μπορούν να προσφέρουν οι ειδικές εθνικές κανονιστικές αρχές όπως έχουν ήδη εναρμονιστεί βάσει των οδηγιών ONP.

3.1. Χρησιμοποίηση εθνικών διαδικασιών και διαδικασιών ONP

26. Όπως προαναφέρθηκε (34), η Επιτροπή θα λάβει υπόψη το κοινοτικό ενδιαφέρον κάθε υπόθεσης που φέρεται υπόψη της. Για την αξιολόγηση του κοινοτικού ενδιαφέροντος, η Επιτροπή εξετάζει:

«. . . τη σημασία της εικαζόμενης παράβασης όσον αφορά τη λειτουργία της κοινής αγοράς, την πιθανότητα στοιχειοθέτησης της ύπαρξης παράβασης και την έκταση του απαιτούμενου ελέγχου για την εκπλήρωση, υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, του καθήκοντός της να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση προς τα άρθρα 85 και 86 . . .» (35).

Ένα άλλο βασικό στοιχείο της εν λόγω εκτίμησης είναι ο βαθμός στον οποίο ο εθνικός δικαστής είναι σε θέση να προσφέρει αποτελεσματική συνδρομή στην περίπτωση παραβίασης του άρθρου 85 ή 86. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα δυσχερές παραδείγματος χάρη στις υποθέσεις όπου εμπλέκονται εξωεδαφικά στοιχεία.

27. Το άρθρο 85 παράγραφος 1 και το άρθρο 86 της συνθήκης παράγουν άμεσα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, τα οποία πρέπει να διαφυλάσσονται από τα εθνικά δικαστήρια (36). Όσον αφορά τις προσφυγές ενώπιον της εθνικής κανονιστικής αρχής, η οδηγία διασύνδεσης ONP προβλέπει ότι η αρχή αυτή έχει την εξουσία να παρεμβαίνει και να διατάσσει αλλαγές σχετικά τόσο με την ύπαρξη, όσο και με το περιεχόμενο των συμφωνιών πρόσβασης. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη «την ανάγκη τόνωσης μιας ανταγωνιστικής αγοράς» και μπορούν να επιβάλλουν όρους σε ένα ή περισσότερους συμβαλλόμενους, μεταξύ άλλων, «για την εξασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού» (37).

28. Η Επιτροπή μπορεί να επιληφθεί η ίδια διαφοράς είτε βάσει των κανόνων ανταγωνισμού είτε βάσει διαδικασίας συμβιβασμού ONP. Οι πολλαπλές ταυτόχρονες διαδικασίες μπορεί να οδηγήσουν σε περιττή αλληλοεπικάλυψη των ερευνητικών προσπαθειών της Επιτροπής και των εθνικών αρχών. Όταν υποβάλλονται καταγγελίες στην Επιτροπή βάσει του κανονισμού αριθ. 17, άρθρο 3 ενώ έχουν υποβληθεί συναφείς προσφυγές ενώπιον σχετικής εθνικής ή ευρωπαϊκής αρχής ή δικαστηρίου, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού γενικώς δεν αναλαμβάνει σε πρώτη φάση τη διεξαγωγή ελέγχου όσον αφορά την ύπαρξη παράβασης του άρθρου 85 ή 86 της συνθήκης. Πάντως, αυτό υπόκειται στα ακόλουθα σημεία.

3.2. Προστασία των δικαιωμάτων του καταγγέλλοντος

29. Οι επιχειρήσεις δικαιούνται αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων που τους παρέχει το κοινοτικό δίκαιο (38). Τα δικαιώματα αυτά θα υπονομεύονταν αν επιτρεπόταν σε εθνικές διαδικασίες να οδηγήσουν σε υπερβολική καθυστέρηση της δράσης της Επιτροπής, χωρίς ικανοποιητική επίλυση του ζητήματος σε εθνικό επίπεδο. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, οι κύκλοι των καινοτομιών είναι σχετικά μικροί και κάθε σημαντική καθυστέρηση στην επίλυση μιας διαφοράς σχετικά με την πρόσβαση θα ισοδυναμούσε πρακτικά με άρνηση πρόσβασης, προδικάζοντας έτσι την ορθή κρίση της υπόθεσης.

30. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι μία διαφορά για θέματα πρόσβασης που έχει υποβληθεί ενώπιον εθνικής κανονιστικής αρχής πρέπει να επιλύεται εντός έξι μηνών από τη στιγμή που το θέμα υπέπεσε για πρώτη φορά στην αντίληψη της εν λόγω αρχής. Η απόφαση αυτή για την επίλυση της διαφοράς μπορεί να λάβει τη μορφή είτε οριστικής κρίσης επί της προσφυγής είτε λήψης προσωρινών μέτρων που διαφυλάσσουν τα δικαιώματα του καταγγέλλοντος. Εάν η υπόθεση δεν έχει ως κατάληξη τέτοιου είδους απόφαση, τότε, εκ πρώτης όψεως, τα δικαιώματα των μερών δεν προστατεύονται αποτελεσματικά και η Επιτροπή θα πρέπει καταρχήν, μετά από αίτηση του καταγγέλοντος, να αρχίσει να ερευνά την υπόθεση σύμφωνα με τις συνήθεις διαδικασίες της κατόπιν διαβουλεύσεως και σε συνεργασία με την εν λόγω εθνική αρχή. Κατά κανόνα, η Επιτροπή δεν κινεί καμία ερευνητική διαδικασία εάν έχει ήδη κινήσει διαδικασία συνδιαλλαγής στο πλαίσιο των διαδικασιών ONP.

31. Εξάλλου, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει κάθε υπόθεση επί της ουσίας: δεν θα λάβει μέτρα παρά εφόσον εκτιμήσει ότι, σε δεδομένη υπόθεση, ένα σημαντικό κοινοτικό συμφέρον επηρεάζει ή δύναται να επηρεάσει τον ανταγωνισμό σε ορισμένα κράτη μέλη.

3.3. Προσωρινά μέτρα

32. Όσον αφορά τις αιτήσεις λήψης προσωρινών μέτρων, η ύπαρξη ή η πιθανότητα εθνικών διαδικασιών σχετίζεται με το ζήτημα κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης. Η διαδικασία αυτή πρέπει, εκ πρώτης όψεως, να απομακρύνει τον κίνδυνο τέτοιας βλάβης και συνεπώς δεν θα ήταν σκόπιμο να διατάξει η Επιτροπή προσωρινά μέτρα ελλείψει αποδείξεων ότι άλλως ο κίνδυνος θα συνεχίσει να υπάρχει.

33. Η δυνατότητα και τα κριτήρια λήψης προσωρινών μέτρων αποτελούν σημαντικό παράγοντα τον οποίο πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή πριν καταλήξει σε αυτό το εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα. Αν δεν υπάρχει δυνατότητα λήψης προσωρινών μέτρων, ή αν η λήψη τέτοιων μέτρων ενδέχεται να μην προστατεύσει κατά πρόσφορο τρόπο τα δικαιώματα του καταγγέλλοντος δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή θα θεωρήσει ότι η εθνική διαδικασία δεν απομακρύνει τον κίνδυνο βλάβης και συνεπώς θα αρχίσει αμέσως την εξέταση της υπόθεσης.

4. Αυτεπάγγελτος έλεγχος και έρευνες κατά κλάδους

34. Αν κριθεί απαραίτητο, η Επιτροπή θα κινήσει αυτεπαγγέλτως διαδικασία ελέγχου. Μπορεί επίσης να κινήσει διαδικασία έρευνας κατά κλάδους, υπό την προϋπόθεση της διεξαγωγής διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή των αρχών ανταγωνισμού του κράτους μέλους.

5. Πρόστιμα

35. Η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει πρόστιμα ύψους μέχρι 10 % του ετήσιου κύκλου εργασιών, σε παγκόσμιο επίπεδο, των επιχειρήσεων οι οποίες εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 ή του άρθρου 86 (39). Αν οι συμφωνίες έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό αριθ. 17 για τη χορήγηση απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει πρόστιμα όσον αφορά τις δραστηριότητες που περιγράφονται στην κοινοποίηση (40) για την περίοδο μετά την κοινοποίηση. Πάντως, η Επιτροπή μπορεί να άρει την απαλλαγή όσον αφορά την επιβολή προστίμων, πληροφορώντας τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ότι, μετά από προκαταρκτική εξέταση, κρίνει πως οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης πληρούνται και πως δεν δικαιολογείται εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 (41).

36. Η οδηγία διασύνδεσης ONP περιλαμβάνει δύο ειδικές διατάξεις που αφορούν τα πρόστιμα στο πλαίσιο των κανόνων ανταγωνισμού. Πρώτον, προβλέπει ότι οι συμφωνίες διασύνδεσης πρέπει να διαβιβάζονται στις αρμόδιες εθνικές κανονιστικές αρχές και να είναι διαθέσιμες στους ενδιαφερόμενους τρίτους, εκτός από τα τμήματα που αφορούν την εμπορική στρατηγική των συμβαλλομένων (42). Δεύτερον, προβλέπει ότι η εθνική κανονιστική αρχή πρέπει να διαθέτει ορισμένες εξουσίες τις οποίες να μπορεί να χρησιμοποιήσει για να επηρεάσει ή να τροποποιήσει τις συμφωνίες διασύνδεσης (43). Οι διατάξεις αυτές εξασφαλίζουν την πρόσφορη δημοσιότητα των συμφωνιών και παρέχουν στην εθνική κανονιστική αρχή την ευκαιρία να λαμβάνει μέτρα, όπου είναι απαραίτητο, για την εξασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού στην αγορά.

37. Αν μία συμφωνία κοινοποιηθεί σε εθνική κανονιστική αρχή, αλλά δεν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, η Επιτροπή γενικά δεν θεωρεί σκόπιμη την επιβολή προστίμου όσον αφορά τη συμφωνία, ακόμη και αν αποδειχθεί τελικώς ότι περιέχει όρους που παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 85. Πάντως, η επιβολή προστίμου θεωρείται σκόπιμη σε ορισμένες περιπτώσεις, π.χ.:

α) όταν η συμφωνία αποδεικνύεται ότι περιέχει διατάξεις που παραβαίνουν το άρθρο 86 ή/και

β) όταν η παράβαση του άρθρου 85 είναι ιδιαιτέρως σοβαρή.

Η Επιτροπή δημοσίευσε πρόσφατα κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων (44).

38. Η κοινοποίηση στις εθνικές κανονιστικές αρχές δεν υποκαθιστά την κοινοποίηση στην Επιτροπή, ή τη δυνατότητα της Επιτροπής να διεξάγει αυτεπαγγέλτως έλεγχο των συμφωνιών πρόσβασης, αλλά ούτε και περιορίζει τα δικαιώματα συμβαλλομένου να προσφύγει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου για την επιδίκαση αποζημίωσης για ζημία η οποία προκλήθηκε από συμφωνίες που νοθεύουν τον ανταγωνισμό (45).

ΜΕΡΟΣ II - ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ

39. Κατά τον έλεγχο των υποθέσεων στο πλαίσιο που προσδιορίστηκε παραπάνω, στο μέρος I, η Επιτροπή βασίζεται στην προσέγγιση του ορισμού της σχετικής αγοράς, όπως θεσπίστηκε στην ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (46).

40. Οι επιχειρήσεις υπόκεινται σε τρεις κύριες πηγές ανταγωνιστικών πιέσεων: δυνατότητα υποκατάστασης της ζήτησης, δυνατότητα υποκατάστασης της προσφοράς και δυνητικός ανταγωνισμός, εκ των οποίων η πρώτη αποτελεί την πλέον άμεση και αποτελεσματική δύναμη επιβολής πειθαρχίας στους προμηθευτές συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας. Συνεπώς, η δυνατότητα υποκατάστασης της ζήτησης είναι το κύριο μέσο που χρησιμοποιείται για τον ορισμό της αγοράς του σχετικού προϊόντος στην οποία μπορούν να επισημανθούν περιορισμοί του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86.

41. Η δυνατότητα υποκατάστασης της προσφοράς ενδέχεται υπό κατάλληλες συνθήκες να χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικό στοιχείο για τον ορισμό των σχετικών αγορών. Στην πράξη, δεν μπορεί να διακριθεί ευκρινώς από το δυνητικό ανταγωνισμό. Η δυνατότητα υποκατάστασης και ο δυνητικός ανταγωνισμός χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του κατά πόσον μια επιχείρηση έχει δεσπόζουσα θέση ή κατά πόσον υπάρχει σημαντικός περιορισμός του ανταγωνισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 85.

42. Για την εκτίμηση των σχετικών αγορών είναι απαραίτητο να ερευνηθούν οι εξελίξεις της αγοράς σε βραχυπρόθεσμη βάση.

Στις παραγράφους που ακολουθούν αναφέρονται ορισμένες βασικές αρχές που ισχύουν ειδικότερα για τον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

1. Αγορά του σχετικού προϊόντος

43. Το Τμήμα 6 του Εντύπου Α/Β ορίζει την αγορά του σχετικού προϊόντος ως εξής:

«Η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή και τις υπηρεσίες που είναι δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω των χαρακτηριστικών, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται».

44. Η ελευθέρωση θα οδηγήσει στην εμφάνιση μιας δεύτερης μορφής αγοράς, ήτοι της αγοράς πρόσβασης στις διευκολύνσεις που είναι σήμερα αναγκαίες για την παροχή αυτών των ελευθερωμένων υπηρεσιών. Η διασύνδεση με το επιλεγόμενο δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο αποτελεί τυπικό παράδειγμα τέτοιας πρόσβασης. Χωρίς διασύνδεση, θα είναι αδύνατον από εμπορική άποψη σε τρίτους να παράσχουν, για παράδειγμα, πλήρεις υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας.

45. Είναι συνεπώς σαφές ότι στον τομέα των τηλεπικοινωνιών πρέπει να εξεταστούν τουλάχιστον δύο μορφές σχετικών αγορών - η αγορά μιας υπηρεσίας που θα παρέχεται στους τελικούς χρήστες και η αγορά πρόσβασης στις διευκολύνσεις που απαιτούνται για την παροχή της υπηρεσίας αυτής στους τελικούς χρήστες (ενημέρωση, υλικό δίκτυο κ.λ.π.). Σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, θα πρέπει να ορίζονται οι σχετικές αγορές πρόσβασης και υπηρεσιών, όπως η διασύνδεση με το δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο και η παροχή δημόσιων υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας, αντιστοίχως.

46. Αν κριθεί απαραίτητο, η Επιτροπή θα χρησιμοποιήσει τη δοκιμασία της σχετικής αγοράς, η οποία έγκειται στο να ερωτάται κατά πόσον, αν όλοι οι φορείς παροχής της εν λόγω υπηρεσίας αυξήσουν τις τιμές τους κατά 5 % έως 10 %, θα αυξήσουν τα συλλογικά τους κέρδη. Σύμφωνα με τη δοκιμασία αυτή, αν αυξηθούν τα κέρδη τους, η εν λόγω αγορά θα θεωρείται διακεκριμένη σχετική αγορά.

47. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αρχές της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού που διέπουν τις αγορές αυτές παραμένουν οι ίδιες ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης αγοράς υπό εξέταση. Λόγω του ρυθμού της τεχνολογικής αλλαγής στον εν λόγω τομέα, οποιαδήποτε προσπάθεια ορισμού συγκεκριμένων αγορών προϊόντων στην παρούσα ανακοίνωση θα διέτρεχε τον κίνδυνο να καταστεί σύντομα ανακριβής ή περιττή. Ο καθορισμός των αγορών του συγκεκριμένου προϊόντος είναι προτιμότερο να γίνει κατόπιν λεπτομερούς εξετάσεως κάθε μεμονωμένης περίπτωσης, π.χ. καθορίζοντας εάν οι διευκολύνσεις στην προέλευση των κλήσεων και τις εγκαταστάσεις τερματισμών διανομής κλήσεων ανήκουν στην ίδια αγορά διευκολύνσεων.

1.1. Αγορά υπηρεσιών

48. Μπορεί να οριστεί ευρέως ως η παροχή οποιασδήποτε τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας σε χρήστη. Οι διάφορες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες θα θεωρηθεί ότι υποκαθίστανται αμοιβαία αν παρουσιάζουν επαρκή εναλλαξιμότητα για τον τελικό χρήστη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ όσων παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές.

1.2. Πρόσβαση σε διευκολύνσεις

49. Για να μπορέσει ένας φορέας να παράσχει υπηρεσίες σε τελικούς χρήστες, συχνά θα απαιτείται πρόσβαση σε μια ή περισσότερες (προηγούμενες ή επόμενες) διευκολύνσεις. Για παράδειγμα, για την υλική παράδοση της υπηρεσίας στους τελικούς χρήστες, απαιτείται πρόσβαση στα τερματικά σημεία του τηλεπικοινωνιακού δικτύου στο οποίο είναι συνδεδεμένοι αυτοί οι τελικοί χρήστες. Η πρόσβαση αυτή μπορεί να επιτευχθεί σε υλικό επίπεδο μέσω αποκλειστικής ή κοινόχρηστης τοπικής υποδομής, ιδιόκτητης ή μισθωμένης από τοπικό φορέα παροχής υποδομής. Μπορεί επίσης να επιτευχθεί είτε μέσω φορέα παροχής υπηρεσιών του οποίου αυτοί οι τελικοί χρήστες είναι ήδη συνδρομητές, είτε μέσω φορέα παροχής διασύνδεσης ο οποίος διαθέτει άμεση ή έμμεση πρόσβαση στα αντίστοιχα τερματικά σημεία.

50. Εκτός από την υλική πρόσβαση, ο φορέας παροχής υπηρεσιών μπορεί να χρειάζεται πρόσβαση σε άλλες διευκολύνσεις για να μπορέσει να διαθέσει στην αγορά τις υπηρεσίες του προς τελικούς χρήστες. Για παράδειγμα, ένας φορέας παροχής υπηρεσιών πρέπει να είναι σε θέση να κάνει γνωστές τις υπηρεσίες του στους τελικούς χρήστες. Όταν ένας οργανισμός κατέχει δεσπόζουσα θέση στην προσφορά υπηρεσιών, όπως οι πληροφορίες καταλόγου, τίθενται αντίστοιχα προβλήματα όπως και με την υλική πρόσβαση.

51. Σε πολλές περιπτώσεις, η Επιτροπή θα ασχοληθεί με ζητήματα υλικής πρόσβασης, εφόσον αυτό που είναι απαραίτητο είναι η πρόσβαση στις διευκολύνσεις του δικτύου του δεσπόζοντος φορέα παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (47).

52. Ορισμένοι επίσημοι φορείς παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών ενδέχεται να επιχειρήσουν να αντισταθούν στην παροχή πρόσβασης σε τρίτους φορείς παροχής υπηρεσιών ή σε άλλους φορείς εκμετάλλευσης δικτύων, ιδίως σε περιοχές όπου η προτεινόμενη υπηρεσία θα ανταγωνίζεται υπηρεσία που παρέχει ο ίδιος ο φορέας παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Η αντίσταση αυτή θα εκδηλώνεται συχνά ως αδικαιολόγητη καθυστέρηση στα να δοθεί πρόσβαση, ως απροθυμία να επιτραπεί η πρόσβαση ή επιθυμία να επιτραπεί μόνον βάσει ασύμφορων όρων. Ο ρόλος των κανόνων ανταγωνισμού είναι να εξασφαλίσουν ότι παρέχεται η δυνατότητα σε αυτές τις δυνητικές αγορές πρόσβασης να αναπτυχθούν και ότι δεν επιτρέπεται στους επίσημους φορείς παροχής υπηρεσιών να χρησιμοποιούν τον έλεγχό τους επί της πρόσβασης για την καταστολή των εξελίξεων στις αγορές υπηρεσιών.

53. Θα πρέπει να τονιστεί ότι στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, πρέπει να αναμένεται ότι η ελευθέρωση θα οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων, εναλλακτικών δικτύων που τελικά θα έχουν αντίκτυπο στον καθορισμό της αγοράς πρόσβασης περιλαμβανομένου του επίσημου φορέα παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

2. Σχετική γεωγραφική αγορά

54. Οι σχετικές γεωγραφικές αγορές ορίζονται στο έντυπο Α/Β ως εξής:

«Η σχετική γεωγραφική αγορά αντιστοιχεί στην περιοχή όπου οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις συμμετέχουν στην προμήθεια προϊόντων ή υπηρεσιών και οι όροι του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς και η οποία μπορεί να διακριθεί από γειτονικές κυρίως περιοχές, διότι στις εν λόγω περιοχές οι όροι του ανταγωνισμού διαφέρουν σημαντικά».

55. Όσον αφορά την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και τις αγορές πρόσβασης, η σχετική γεωγραφική περιοχή θα είναι η περιοχή στην οποία οι αντικειμενικοί όροι ανταγωνισμού που ισχύουν για τους φορείς παροχής υπηρεσιών είναι παρόμοιοι, και οι ανταγωνιστές είναι σε θέση να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Κατά συνέπεια, θα είναι απαραίτητο να εξεταστεί η δυνατότητα των φορέων αυτών να παρέχουν πρόσβαση προς τελικό χρήστη σε οποιοδήποτε τμήμα της περιοχής, υπό αντίστοιχους και οικονομικά βιώσιμους όρους. Κανονιστικοί όροι, όπως οι όροι αδειών εκμετάλλευσης και κάθε αποκλειστικό ή ειδικό δικαίωμα που ανήκει στους ανταγωνιζόμενους τοπικούς φορείς παροχής πρόσβασης, έχουν ιδιαίτερη σημασία (48).

ΜΕΡΟΣ III - ΑΡΧΕΣ

56. Η Επιτροπή θα εφαρμόσει τις ακόλουθες αρχές στις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται.

57. Η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει ότι:

«Τα άρθρα 85 και 86 . . . αποτελούν το ισχύον και εκτελεστό δίκαιο εντός της Κοινότητας. Περίπτωση σύγκρουσης με άλλους κοινοτικούς κανόνες δεν πρέπει να υφίσταται επειδή το κοινοτικό δίκαιο είναι διαρθρωμένο με συνέπεια σε νομικό πλαίσιο κανόνων . . . είναι προφανές ότι οι κοινοτικές πράξεις που ισχύουν στον τηλεπικοινωνιακό τομέα πρέπει να ερμηνεύονται με τρόπο σύμφωνο προς τους κανόνες ανταγωνισμού. Μόνον έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή εφαρμογή όλων των πλευρών της κοινοτικής τηλεπικοινωνιακής πολιτικής . . . Τα ανωτέρω αφορούν κυρίως τη σχέση μεταξύ των κανόνων ανταγωνισμού που απευθύνονται στις επιχειρήσεις και των κανόνων παροχής ανοικτού δικτύου» (49).

58. Έτσι, οι κανόνες του ανταγωνισμού εξακολουθούν να ισχύουν σε περιπτώσεις όπου εφαρμόζονται άλλες διατάξεις της συνθήκης ή του παράγωγου δικαίου. Στην περίπτωση των συμφωνιών πρόσβασης, οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό είναι συγχρόνως εξίσου σημαντικές και αλληλοσυμπληρώνονται όσον αφορά την ορθή λειτουργία του τομέα. Συνεπώς, η Επιτροπή, κατά την αξιολόγηση στο πλαίσιο των κανόνων του ανταγωνισμού, θα στηριχθεί όσον το δυνατόν περισσότερο στις αρχές που θέτει η νομοθεσία εναρμόνισης. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι ορισμένες αρχές του δικαίου του ανταγωνισμού που αναφέρονται παρακάτω καλύπτονται επίσης από ειδικούς κανόνες στο πλαίσιο ONP. Η ορθή εφαρμογή των κανόνων αυτών συχνά μπορεί να αποτρέψει την ανάγκη εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού.

59. Όσον αφορά τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, πρέπει να δοθεί προσοχή στο κόστος των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας. Το άρθρο 90 παράγραφος 2 της συνθήκης ενδέχεται να αιτιολογεί εξαιρέσεις από τις αρχές των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης. Οι λεπτομέρειες για τον καθορισμό των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας αποτελούν κανονιστικό θέμα. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 90 παράγραφος 2 διευκρινίστηκε στις οδηγίες του άρθρου 90 στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και η Επιτροπή θα εφαρμόζει τους κανόνες του ανταγωνισμού στο πλαίσιο αυτό.

60. Τα άρθρα 85 και 86 ΕΚ εφαρμόζονται κανονικά σε συμφωνίες ή πρακτικές που εγκρίθηκαν ή επετράπησαν από εθνική αρχή (50), ή σε περίπτωση που η εθνική αρχή έχει ζητήσει να περιληφθούν σε μια συμφωνία όροι μετά από αίτημα ενός ή περισσοτέρων συμβαλλομένων.

61. Ωστόσο, αν μια κανονιστική αρχή απαιτήσει όρους αντίθετους προς τους κανόνες ανταγωνισμού, στην πράξη δεν θα μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, παρόλο που το ίδιο το κράτος μέλος θα έχει παραβεί το άρθρο 3 σημείο Ζ και το άρθρο 5 της συνθήκης ΕΚ (51) και συνεπώς θα υπόκειται στον έλεγχο της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 169 της συνθήκης ΕΚ. Επιπλέον, αν μια εθνική κανονιστική αρχή ζητήσει ή επιτρέψει σε επιχείρηση στην οποία έχουν χορηγηθεί ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 90, ή σε δημόσια επιχείρηση, να συμπεριφερθεί κατά τρόπο που αποτελεί κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της, το κράτος μέλος θα έχει παραβεί επίσης το άρθρο 90 παράγραφος 1 και η Επιτροπή θα μπορεί να εκδώσει απόφαση με την οποία να ζητά παύση της παράβασης (52).

62. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να ζητήσουν αυστηρότερες προδιαγραφές διαφάνειας, υποχρεώσεων προμήθειας και πρακτικών τιμολόγησης στην αγορά, ιδίως αν αυτό απαιτείται στα πρώτα στάδια της ελευθέρωσης. Όπου απαιτείται, θα χρησιμοποιηθεί νομοθεσία όπως το πλαίσιο ONP, ως βοήθημα για την ερμηνεία των κανόνων ανταγωνισμού (53). Δεδομένου του καθήκοντος των εθνικών κανονιστικών αρχών να διασφαλίζουν την ύπαρξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού, η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού απαιτείται επίσης για την ορθή ερμηνεία των αρχών ONP. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πολλά από τα θέματα που αναλύονται κατωτέρω καλύπτονται και από κανόνες βάσει της οδηγίας για τον πλήρη ανταγωνισμό και της οδηγίας ONP, καθώς και της οδηγίας για την παροχή αδειών εκμετάλλευσης και της οδηγίας για την προστασία των δεδομένων: αποτελεσματική ενίσχυση αυτού του κανονιστικού πλαισίου θα απέτρεπε να τεθούν πολλά από τα προβλήματα ανταγωνισμού που τίθενται κατωτέρω.

1. Δεσπόζουσα θέση (άρθρο 86)

63. Για να μπορέσει μια επιχείρηση να παρέχει υπηρεσίες στην αγορά τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, θα χρειαστεί πρόσβαση σε διάφορες διευκολύνσεις. Για παράδειγμα, για την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, θα απαιτείται συνήθως διασύνδεση με το δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο. Η πρόσβαση στο δίκτυο αυτό θα βρίσκεται σχεδόν πάντα στα χέρια δεσπόζοντος φορέα παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Στις συμβάσεις πρόσβασης, το σημαντικότερο στοιχείο για την αξιολόγηση της Επιτροπής θα είναι η δεσπόζουσα θέση στην αγορά πρόσβασης.

64. Το αν μια εταιρεία κατέχει δεσπόζουσα θέση ή όχι δεν εξαρτάται μόνον από τα νομικά δικαιώματα που έχουν χορηγηθεί σε αυτή. Η απλή λήξη των νομίμων μονοπωλίων δεν θέτει τέλος στη δεσπόζουσα θέση. Πράγματι, παρά τις οδηγίες ελευθέρωσης, η ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού από φορείς παροχής πρόσβασης σε εναλλακτικά δίκτυα με την κατάλληλη ικανότητα και γεωγραφικό εύρος θα απαιτήσει χρόνο.

65. Η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Tetra Pak (54) φαίνεται ότι έχει ιδιαίτερη σημασία και για τον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Πράγματι, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, λαμβανομένων υπόψη των στενών δεσμών που υπήρχαν μεταξύ της κυρίαρχης αγοράς και της άλλης αγοράς και δεδομένου του εξαιρετικά υψηλού μεριδίου της αγοράς το οποίο κατείχε η επιχείρηση στην κυρίαρχη αγορά, η Tetra Pak είχε τοποθετηθεί:

«σε αντίστοιχη κατάσταση με την κατοχή δεσπόζουσας θέσης στο σύνολο των αγορών αυτών».

Η υπόθεση Tetra Pak αφορούσε τις στενώς συνδεόμενες οριζόντιες αγορές, αλλά η εξέταση ισχύει επίσης για τις στενώς συνδεόμενες κάθετες αγορές, πράγμα που θα είναι η συνηθέστερη τυπική περίπτωση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Πράγματι, συμβαίνει συχνά στον τομέα αυτόν ένας φορέας να έχει θέση ισχύος στις αγορές υποδομών καθώς και στις αγορές επόμενων σταδίων. Τέλος, οι φορείς αντιμετωπίζουν συχνά τους ίδιους ανταγωνιστές και στις αγορές υποδομών και στις αγορές επόμενων σταδίων.

66. Μπορούν λοιπόν να προβλεφθούν ορισμένες καταστάσεις όπου θα υπάρχουν στενώς συνδεόμενες αγορές και όπου ένας φορέας θα κατέχει εξαιρετικά σημαντική ισχύ σε τουλάχιστον μια από τις αγορές αυτές.

67. Εάν πληρούνται οι όροι αυτοί, θα ανήκει στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να καθορίσει εάν ο εν λόγω φορέας βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση με την κατοχή δεσπόζουσας θέσης στο σύνολο των αγορών αυτών.

68. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, η έννοια των «βασικών διευκολύνσεων» σε πολλές περιπτώσεις συνδέεται με τον καθορισμό των δεσποζόντων φορέων τηλεπικοινωνιών. Η έκφραση «βασική διευκόλυνση» χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διευκόλυνσης ή της υποδομής που θεωρείται απαραίτητη ώστε οι καταναλωτές ή/και οι εξουσιοδοτημένοι ανταγωνιστές να μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους και η οποία δεν μπορεί να επαναληφθεί με εύλογο τρόπο (55).

69. Μια επιχείρηση που ελέγχει την πρόσβαση σε μια βασική διευκόλυνση απολαύει δεσπόζουσας θέσης βάσει των διατάξεων του άρθρου 86. Αντιστρόφως, μια επιχείρηση μπορεί να απολαύει δεσπόζουσας θέσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 86 χωρίς να ελέγχει μια βασική διευκόλυνση.

1.1. Αγορά υπηρεσιών

70. Ένας από τους παράγοντες που χρησιμοποιούνται για να μετρηθεί η ισχύς μιας επιχείρησης στην αγορά είναι οι πωλήσεις που αποδίδονται στην εν λόγω επιχείρηση εκπεφρασμένες ως ποσοστό επί του συνόλου των πωλήσεων στην αγορά υπηρεσιών υποκατάστασης στη σχετική γεωγραφική περιοχή. Όσον αφορά την αγορά υπηρεσιών, η Επιτροπή θα συνεκτιμήσει, μεταξύ άλλων, τον κύκλο εργασιών που δημιουργεί η πώληση υπηρεσιών υποκατάστασης, εξαιρουμένης της πώλησης ή εσωτερικής χρήσης υπηρεσιών διασύνδεσης και της πώλησης ή εσωτερικής χρήσης τοπικής υποδομής (56), λαμβανομένων υπόψη των όρων του ανταγωνισμού και της διάρθρωσης της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά.

1.2. Πρόσβαση σε διευκολύνσεις

71. Η έννοια της «πρόσβασης», όπως αναφέρεται ανωτέρω στο σημείο 45 μπορεί να συνδεθεί με μια σειρά καταστάσεων, περιλαμβανομένης της διαθεσιμότητας πρόσβασης των μισθωμένων γραμμών που προσφέρουν τη δυνατότητα σε έναν παρέχοντα υπηρεσίες να δημιουργήσει δικό του δίκτυο καθώς και τη διασύνδεση με τη στενή έννοια του όρου π.χ. η διασύνδεση μεταξύ δύο τηλεπικοινωνιακών δικτύων ήτοι κινητού και με σταθερή σύνδεση. Όσον αφορά την πρόσβαση, είναι πιθανόν ότι ο επίσημος φορέας θα συνεχίσει να κατέχει δεσπόζουσα θέση για ορισμένο χρονικό διάστημα μετά τη νόμιμη ελευθέρωση. Ο επίσημος φορέας εκμετάλλευσης, ο οποίος ελέγχει τις διευκολύνσεις, είναι συχνά και ο μεγαλύτρος φορέας παροχής υπηρεσιών, ενώ κατά το παρελθόν δεν χρειαζόταν να γίνει διάκριση μεταξύ της μεταφοράς τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και της παροχής των υπηρεσιών αυτών στους τελικούς χρήστες. Συνήθως, ένας φορέας εκμετάλλευσης, ο οποίος παρέχει επίσης και υπηρεσίες, δεν ζητά από τον κλάδο του που εκμεταλλεύεται τα επόμενα στάδια υπηρεσιών να καταβάλλει αντίτιμο για τη διευκόλυνση και συνεπώς τα έσοδα που εισπράττονται για την πρόσβαση δεν είναι εύκολο να υπολογισθούν. Στην περίπτωση που ένας φορέας εκμετάλλευσης παρέχει συγχρόνως πρόσβαση και υπηρεσίες είναι απαραίτητο να διαχωριστούν όσο το δυνατόν περισσότερο τα έσοδα για τις δύο αγορές πριν χρησιμοποιηθούν τα έσοδα ως βάση υπολογισμού του μεριδίου αγοράς, ανεξάρτητα από το για ποια αγορά πρόκειται. Το άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας διασύνδεσης αναφέρεται στο σημείο αυτό εισάγοντας την απαίτηση λογιστικού διαχωρισμού για «τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τη διασύνδεση - που καλύπτουν υπηρεσίες διασύνδεσης που παρέχονται εσωτερικά και υπηρεσίες διασύνδεσης που παρέχονται σε τρίτους - και για άλλες δραστηριότητες». Ως προς αυτό, θα είναι χρήσιμη η προταθείσα σύσταση της Επιτροπής για το λογιστικό διαχωρισμό στο πλαίσιο της διασύνδεσης.

72. Η οικονομική σημασία της πρόσβασης εξαρτάται επίσης από την κάλυψη του δικτύου με το οποίο ζητείται η σύνδεση. Κατά συνέπεια, εκτός από τη χρησιμοποίηση του κύκλου εργασιών, η Επιτροπή θα λαμβάνει επίσης υπόψη, τον αριθμό των καταναλωτών που είναι συνδρομητές σε υπηρεσίες που προσφέρονται από τη δεσπόζουσα εταιρεία, συγκρίσιμες με εκείνες που προτίθεται να παράσχει ο φορέας ο οποίος επιθυμεί τη σύναψη της συμφωνίας πρόσβασης. Συνεπώς, η ισχύς συγκεκριμένης επιχείρησης στην αγορά θα υπολογίζεται εν μέρει βάσει του αριθμού των συνδρομητών που είναι συνδεδεμένοι με τερματικά σημεία του τηλεπικοινωνιακού δικτύου της εν λόγω επιχείρησης εκπεφρασμένου ως ποσοστό επί του συνολικού αριθμού συνδρομητών που είναι συνδεδεμένοι με σημεία απόληξης στη σχετική γεωγραφική περιοχή.

Δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς

73. Όπως προαναφέρθηκε, (βλέπε αιτιολογική σκέψη 41), η δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς έχει επίσης σημασία στο ζήτημα της δεσπόζουσας θέσης σε συγκεκριμένη αγορά. Ένα μερίδιο αγοράς άνω του 50 % (57) συνήθως αρκεί για να αποδείξει τη δεσπόζουσα θέση, χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν άλλοι παράγοντες. Π.χ. η Επιτροπή θα εξετάζει την ύπαρξη άλλων δικτύων φορέων παροχής πρόσβασης στη σχετική αγορά, αν υπάρχουν, ώστε να καθορίσει αν είναι επαρκώς πυκνά για να ανταγωνισθούν το δίκτυο του επίσημου φορέα και την έκταση στην οποία θα μπορούσαν να εισέλθουν στην αγορά νέοι φορείς παροχής πρόσβασης.

Άλλοι σημαντικοί παράγοντες

74. Εκτός από τα στοιχεία σχετικά με το μερίδιο αγοράς και τη δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς, η Επιτροπή, για να καθορίσει αν ένας φορέας εκμετάλλευσης κατέχει δεσπόζουσα θέση, θα εξετάζει επίσης αν ο φορέας εκμετάλλευσης διαθέτει προνομιακή πρόσβαση σε διευκολύνσεις που δεν μπορούν ευλόγως να επικαλυφθούν, σε εύθετο χρονικό διάστημα, είτε για νομικούς λόγους, είτε λόγω υπερβολικού κόστους.

75. Από τη στιγμή που θα εμφανιστούν ανταγωνιστικοί φορείς παροχής πρόσβασης, οι οποίοι πλήττουν τη δεσπόζουσα θέση του επίσημου φορέα, το πεδίο των δικαιωμάτων που τους χορηγούν οι αρχές των κρατών μελών, και ιδίως η εδαφική έκτασή τους, θα παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της ισχύος στην αγορά. Η Επιτροπή θα παρακολουθεί στενά την εξέλιξη της αγοράς σχετικά με τα ζητήματα αυτά και θα λαμβάνει υπόψη κατά την αξιολόγηση των προβλημάτων πρόσβασης δυνάμει των κανόνων ανταγωνισμού, κάθε αλλοίωση των συνθηκών της αγοράς.

1.3. Κοινή δεσπόζουσα θέση

76. Από τη διατύπωση του άρθρου 86, καθίσταται σαφές ότι το εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται σε περίπτωση που περισσότερες από μια εταιρείες συμμετέχουν σε δεσπόζουσα θέση. Οι συνθήκες υπό τις οποίες υφίσταται δεσπόζουσα θέση και υπό τις οποίες γίνεται η κατάχρησή της, δεν έχουν ακόμα διευκρινισθεί πλήρως από τη νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων ή την πρακτική της Επιτροπής και το δίκαιο βρίσκεται ακόμα υπό εξέλιξη.

77. Η διατύπωση του άρθρου 86 (καταχρηστική εκμετάλλευση από μια ή περισσότερες επιχειρήσεις) περιγράφει κάτι διαφορετικό από την κατά το άρθρο 85 απαγόρευση συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών που νοθεύουν τον ανταγωνισμό. Το να υποστηριχθεί κάτι διαφορετικό, θα ήταν αντίθετο προς τις συνήθεις αρχές ερμηνείας της συνθήκης και θα καθιστούσε τις λέξεις περιττές και χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα. Πάντως, αυτό δεν αποκλείει την παράλληλη εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 στην ίδια συμφωνία ή πρακτική, που υποστηρίχθηκε από την Επιτροπή και το Δικαστήριο σε πολλές υποθέσεις (58), ούτε υπάρχει κάτι που θα απέτρεπε την Επιτροπή από το να αναλάβει δράση μόνον βάσει μιας από τις διατάξεις αυτές, όταν μπορούν να εφαρμοστούν και οι δύο.

78. Δύο εταιρείες, η κάθε μια από τις οποίες κατέχει δεσπόζουσα θέση σε ξεχωριστή εθνική αγορά, δεν ισοδυναμούν με δύο εταιρείες που κατέχουν από κοινού δεσπόζουσα θέση. Για να κατέχουν δύο ή περισσότερες εταιρείες κοινή δεσπόζουσα θέση, πρέπει να βρίσκονται από κοινού στην ίδια ουσιαστικά θέση έναντι των πελατών και των ανταγωνιστών τους στην οποία βρίσκεται μια μόνη εταιρεία που κατέχει δεσπόζουσα θέση. Με ειδική αναφορά στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, η κοινή δεσπόζουσα θέση μπορεί να επιτευχθεί από δύο φορείς τηλεπικοινωνιακών υποδομών που καλύπτουν την ίδια γεωγραφική αγορά.

79. Επιπλέον, για να έχουν κοινή δεσπόζουσα θέση δύο ή περισσότερες εταιρείες είναι απαραίτητο, αν και δεν επαρκεί, να μην υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών στη σχετική αγορά. Αυτή η έλλειψη ανταγωνισμού στην πράξη μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι εταιρείες έχουν οικονομικούς δεσμούς, όπως συμφωνίες συνεργασίας ή διασύνδεσης. Πάντως, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι είτε η οικονομική θεωρία είτε το κοινοτικό δίκαιο προβλέπουν ότι τέτοιου είδους δεσμοί είναι νομικά απαραίτητοι για την ύπαρξη κοινής δεσπόζουσας θέσης (59). Υπάρχει επαρκής οικονομικός δεσμός εφόσον υφίσταται ένα είδος αλληλεξάρτησης που συχνά οδηγεί σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις. Δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας λόγος στο δίκαιο ή στην οικονομική θεωρία για να λεχθεί ότι απαιτείται οποιοσδήποτε άλλος οικονομικός δεσμός μεταξύ εταιρειών που κατέχουν κοινή δεσπόζουσα θέση. Κατόπιν αυτού, στην πράξη τέτοιου είδους δεσμοί υπάρχουν στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, όπου οι εθνικοί φορείς τηλεπικοινωνιών σχεδόν αναπόφευκτα έχουν αμοιβαίους δεσμούς ποικίλων ειδών.

80. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα, σε ορισμένα κράτη μέλη, η αγορά πρόσβασης σε συνδρομητική γραμμή είναι πιθανόν στο άμεσο μέλλον να ελέγχεται από δύο φορείς εκμετάλλευσης - τον επίσημο φορέα παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και ένα φορέα εκμετάλλευσης καλωδιακής τηλεόρασης. Για να παρασχεθούν συγκεκριμένες υπηρεσίες στους καταναλωτές, απαιτείται πρόσβαση στη συνδρομητική γραμμή είτε του φορέα παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, είτε του φορέα εκμετάλλευσης καλωδιακής τηλεόρασης. Ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις, και ιδίως με τη σχέση μεταξύ τους κανένας φορέας δεν μπορεί να αποκτήσει δεσπόζουσα θέση: μαζί, ωστόσο, μπορούν να αποκτήσουν κοινό μονοπώλιο πρόσβασης στις διευκολύνσεις αυτές. Μακροπρόθεσμα, οι τεχνολογικές εξελίξεις ενδέχεται να οδηγήσουν στο να καταστούν βιώσιμοι άλλοι μηχανισμοί συνδρομητικής πρόσβασης, στο τοπικό κύκλωμα, όπως τα ενεργειακά δίκτυα: η ύπαρξη τέτοιων μηχανισμών θα λαμβάνεται υπόψη για να καθοριστεί κατά πόσον υπάρχει δεσπόζουσα ή κοινή δεσπόζουσα θέση.

2. Καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης

81. Η εφαρμογή του άρθρου 86 προϋποθέτει την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης και δεσμό μεταξύ της εν λόγω δεσπόζουσας θέσης και της εικαζόμενης καταχρηστικής συμπεριφοράς. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, συχνά θα είναι απαραίτητο να εξεταστούν ορισμένες συνδεδεμένες αγορές, σε μια ή περισσότερες εκ των οποίων μπορεί να κατέχει δεσπόζουσα θέση δεδομένος φορέας. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, υπάρχουν ορισμένες καταστάσεις που ενδέχεται να δημιουργήσουν καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης όπως οι ακόλουθες:

- συμπεριφορά στην αγορά όπου υφίσταται δεσπόζουσα θέση η οποία παράγει αποτελέσματα στην ίδια αγορά (60),

- συμπεριφορά στην αγορά όπου υφίσταται δεσπόζουσα θέση η οποία παράγει αποτελέσματα σε άλλες αγορές από αυτήν (61),

- συμπεριφορά σε άλλη αγορά από την αγορά όπου υφίσταται δεσπόζουσα θέση, αλλά η οποία παράγει αποτελέσματα σε αυτή την τελευταία (62),

- συμπεριφορά σε αγορά άλλη από εκείνη όπου κατέχεται δεσπόζουσα θέση και η οποία παράγει αποτελέσματα σε άλλη αγορά (63).

82. Αν και, στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, οι πραγματικές και οικονομικές συνθήκες συχνά παρουσιάζουν πρωτότυπο χαρακτήρα, είναι δυνατόν, σε πολλές περιπτώσεις να εφαρμοστούν καθιερωμένες αρχές στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού. Η εξέταση των προβλημάτων ανταγωνισμού τα οποία μπορούν να τεθούν στον τομέα των τηλεπικοινωνιών πρέπει να γίνει έχοντας υπόψη την υπάρχουσα νομολογία και την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά, π.χ. με την εκμετάλλευση μιας αγοραστικής δύναμης για τον έλεγχο άλλων αγορών, τις διακρίσεις και την ομαδική πώληση υπηρεσιών.

2.1. Άρνηση χορήγησης πρόσβασης σε ουσιώδεις διευκολύνσεις και εφαρμογή μη ευνοϊκών όρων

83. Η άρνηση χορήγησης πρόσβασης μπορεί να απαγορεύεται δυνάμει του άρθρου 86, αν προέρχεται από εταιρεία που διαθέτει δεσπόζουσα θέση στην αγορά πρόσβασης, όπως θα συμβαίνει στο άμεσο μέλλον με τους επίσημους φορείς παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Μια άρνηση μπορεί να:

«εμποδίζει τη διατήρηση του βαθμού ανταγωνισμού που υπάρχει ακόμα στην αγορά ή την ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού» (64).

Η άρνηση θα είναι καταχρηστική μόνον εφόσον απορρέει από την καταχρηστική εκμετάλλευση μιας δεσπόζουσας θέσης ή παράγει αποτελέσματα που παραβιάζουν τις αρχές του ανταγωνισμού. Οι αγορές υπηρεσιών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών αρχικά θα έχουν λίγους ανταγωνιστικούς φορείς και κατά συνέπεια οι αρνήσεις χορήγησης πρόσβασης θα επηρεάζουν τον ανταγωνισμό στις αγορές αυτές. Σε όλες τις περιπτώσεις αρνήσεων, η αιτιολόγηση θα εξετάζεται προσεκτικά ώστε να καθορίζεται εάν είναι αντικειμενική.

84. Γενικά, διακρίνονται τρεις υποθετικές περιπτώσεις:

α) άρνηση χορήγησης πρόσβασης για την παροχή υπηρεσίας, όπου έχει δοθεί πρόσβαση από τον παρέχοντα την πρόσβαση σε άλλο φορέα, για να δραστηριοποιείται σε αυτή την αγορά υπηρεσιών 7

β) άρνηση χορήγησης πρόσβασης για την παροχή υπηρεσίας, όπου δεν έχει δοθεί πρόσβαση από τον παρέχοντα την πρόσβαση σε κανέναν άλλο φορέα για να δραστηριοποιείται σε αυτή την αγορά υπηρεσιών 7

γ) παύση της πρόσβασης σε υπάρχοντα πελάτη.

Διακρίσεις

85. Για την πρώτη από τις ανωτέρω περιπτώσεις, είναι σαφές ότι η άρνηση προμήθειας σε νέο πελάτη, σε περίπτωση που ο παρέχων τη διευκόλυνση, ο οποίος κατέχει δεσπόζουσα θέση, προμηθεύει ήδη έναν ή περισσότερους πελάτες που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά υπηρεσιών επομένων σταδίων, αποτελεί διακριτική μεταχείριση που εάν περιορίζει τον ανταγωνισμό σε αυτή την αγορά θα είναι καταχρηστική. Εφόσον οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύων παρέχουν τις ίδιες, ή παρόμοιες, λιανικές υπηρεσίες με τον αιτούντα πρόσβαση, ενδέχεται να έχουν τόσο το κίνητρο, όσο και τη δυνατότητα να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και να καταχραστούν κατ' αυτόν τον τρόπο τη δεσπόζουσα θέση τους. Ασφαλώς, ενδέχεται να υπάρχουν αιτιολογίες για την άρνηση αυτή - π.χ. έναντι αιτούντων πρόσβαση που αντιπροσωπεύουν ενδεχόμενο πιστωτικό κίνδυνο. Ελλείψει αντικειμενικών αιτιολογιών, η άρνηση θα αποτελεί συνήθως κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά πρόσβασης.

86. Γενικά, η δεσπόζουσα εταιρεία έχει καθήκον να παρέχει πρόσβαση κατά τρόπον ώστε τα αγαθά και οι υπηρεσίες που προσφέρονται σε εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται σε επόμενα στάδια να διατίθενται υπό όρους εξίσου ευνοϊκούς με τους παρεχόμενους σε τρίτους, περιλαμβανομένης της δικής τους αντίστοιχης δραστηριότητας επομένων σταδίων.

Ουσιώδεις διευκολύνσεις

87. Όσον αφορά τη δεύτερη από τις ανωτέρω περιπτώσεις, τιθεται το ερώτημα αν ο παρέχων πρόσβαση θα πρέπει να υποχρεούται να συμβάλλεται με τον παρέχοντα την υπηρεσία, ούτως ώστε να μπορέσει ο τελευταίος να εκμεταλλευθεί μια νέα αγορά υπηρεσίας. Εφόσον δεν τίθεται πρόβλημα περιορισμών ικανότητας και εφόσον η εταιρεία που αρνείται να παρέχει πρόσβαση σε διευκολύνσεις δεν έχει παράσχει πρόσβαση σε διευκολύνσεις ούτε στο δικό της κλάδο παροχής υπηρεσιών επομένων σταδίων ούτε σε οποιαδήποτε άλλη εταιρεία που ασκεί δραστηριότητες σε αυτήν την αγορά υπηρεσιών, ποτέ δεν είναι σαφές ποιες άλλες αντικειμενικές αιτιολογίες θα μπορούσαν να υπάρξουν.

88. Στον τομέα των μεταφορών (65), η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι μια εταιρεία που ελέγχει ουσιώδη διευκόλυνση οφείλει υπό ορισμένες προϋποθέσεις να παρέχει πρόσβαση (66). Οι ίδιες αρχές ισχύουν στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Αν δεν υπάρχουν εμπορικά βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις στην αιτούμενη πρόσβαση, τότε, αν δεν χορηγηθεί η πρόσβαση, ο αιτών δεν θα μπορεί να δραστηριοποιηθεί στην αγορά υπηρεσιών. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, η άρνηση περιορίζει την ανάπτυξη νέων αγορών, ή νέων προϊόντων στις αγορές αυτές, κατά παράβαση του άρθρου 86 στοιχείο β) ή εμποδίζει την ανάπτυξη του ανταγωνισμού στις υπάρχουσες αγορές. Μια άρνηση που παράγει τέτοια αποτελέσματα προφανώς δύναται να προκαλέσει κατάχρηση.

89. Η αρχή η οποία υποχρεώνει τις δεσπόζουσες εταιρείες να συμβάλλονται υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα είναι συχνά εφαρμοστέα στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Σήμερα, υπάρχουν μονοπώλια ή οιονεί μονοπώλια στην παροχή υποδομής δικτύου για τις περισσότερες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες στην Κοινότητα. Και εκεί ακόμα όπου οι περιορισμοί έχουν ήδη, ή πρόκειται σύντομα να αρθούν, ο ανταγωνισμός στις αγορές υπηρεσιών επομένων σταδίων θα εξακολουθήσει να εξαρτάται από τα τιμολόγια και τους όρους πρόσβασης σε προηγούμενες υπηρεσίες δικτύου, τα οποία δεν θα αντικατοπτρίζουν παρά σταδιακά τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της αγοράς. Δεδομένου του ρυθμού των τεχνολογικών αλλαγών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, είναι πιθανόν να υπάρξει το ενδεχόμενο εταιρείες να προσπαθήσουν να προσφέρουν νέα προϊόντα ή υπηρεσίες μη ανταγωνιστικές προς προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται ήδη από το δεσπόζοντα φορέα εκμετάλλευσης της πρόσβασης, για τα οποία όμως ο τελευταίος δεν είναι πρόθυμος να παράσχει πρόσβαση.

90. Η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει ότι ο έλεγχος επί των διευκολύνσεων τις οποίες δικαιούνται οι επίσημοι φορείς παροχής υπηρεσιών δεν θα χρειαστεί για την παρεμπόδιση της ανάπτυξης ανταγωνιστικού πλαισίου στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Μια εταιρεία που κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μια αγορά υπηρεσιών η οποία διαπράττει στην εν λόγω αγορά κατάχρηση που αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 86, μπορεί να υποχρεωθεί να θέσει τέλος στην κατάχρηση, προσφέροντας πρόσβαση σε διευκολύνσεις σε έναν ή περισσότερους ανταγωνιστές στην εν λόγω αγορά. Ειδικότερα, μια εταιρεία μπορεί να καταχράται τη δεσπόζουσα θέση της εάν με τις δραστηριότητές της αποτρέπει την εμφάνιση ενός νέου προϊόντος ή υπηρεσίας.

91. Σημείο έναρξης της ανάλυσης της Επιτροπής θα είναι η επισήμανση υπάρχουσας ή δυνητικής αγοράς για την παροχή της διευκόλυνσης στην οποία ζητείται πρόσβαση. Προτού διαταχθεί η πρόσβαση δυνάμει των κανόνων ανταγωνισμού, η αιτούσα εταιρεία θα πρέπει να αποδείξει ότι η άρνηση πρόσβασης είναι αντίθετη προς το καθήκον της δεσπόζουσας εταιρείας να μην κάνει διακρίσεις (βλέπε κατωτέρω), ή να λάβει υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία, σωρευτικά:

α) η πρόσβαση στην εν λόγω διευκόλυνση είναι γενικά ουσιώδης για να ανταγωνιστούν οι εταιρείες σε αυτή τη συναφή αγορά (67).

Συνεπώς, το βασικό ζήτημα στο σημείο αυτό είναι τι σημαίνει ουσίωδης. Δεν αρκεί ότι η θέση της εταιρείας που ζητά πρόσβαση θα καταστεί πλεονεκτικότερη μετά τη χορήγησή της - αλλά η άρνηση προσβάσης πρέπει να οδηγεί στο να καταστούν οι σκοπούμενες δραστηριότητες είτε αδύνατες είτε σοβαρά και αναπότρεπτα αντιοικονομικές.

Παρότι, παραδείγματος χάρη, από την 1η Ιουλίου 1996 θα μπορεί να χρησιμοποιείται εναλλακτική υποδομή για τις ελευθερωμένες υπηρεσίες, θα χρειαστεί να περάσει κάποιος χρόνος πριν αυτό αποτελέσει ικανοποιητική εναλλακτική λύση σε πολλές περιπτώσεις διευκολύνσεων εκ μέρους του επίσημου φορέα εκμετάλλευσης. Αυτή η εναλλακτική υποδομή δεν προσφέρει προς το παρόν την ίδια πυκνή γεωγραφική κάλυψη όπως το δίκτυο του επίσημου φορέα τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών 7

β) υπάρχει επαρκής διαθέσιμη ικανότητα πρόσβασης 7

γ) ο παρέχων της διευκολύνσεις δεν κοινοποιεί αίτημα για υφιστάμενη αγορά υπηρεσιών ή προϊόντων, παρακωλύει τον επείγοντα χαρακτήρα μιας ενδεχομένης νέας υπηρεσίας ή προϊόντος ή παρακωλύει τον ανταγωνισμό σε υπάρχουσα ή ενδεχομένη αγορά υπηρεσίας ή προϊόντος 7

δ) η εταιρεία που ζητά πρόσβαση είναι πρόθυμη να καταβάλει το εύλογο, χωρίς διακρίσεις τίμημα και επιπλέον δέχεται από κάθε άποψη όρους και προϋποθέσεις πρόσβασης που δεν εισάγουν διακρίσεις 7

ε) δεν υπάρχει αντικειμενική αιτιολογία για την άρνηση της παροχής πρόσβασης.

Οι σχετικές αιτιολογίες στο πλαίσιο αυτό μπορούν να περιλαμβάνουν μια σημαντική δυσχέρεια στην παροχή πρόσβασης προς την αιτούσα εταιρεία ή την ανάγκη για έναν παρέχοντα διευκολύνσεις ο οποίος προέβη σε επένδυση που στοχεύει στην εισαγωγή ενός νέου προϊόντος ή μιας νέας υπηρεσίας να έχει επαρκή χρόνο και δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη διευκόλυνση ώστε να θέσει το νέο αυτό προϊόν ή την υπηρεσία στην αγορά. Πάντως, οποιαδήποτε αιτιολογία θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά κατά περίπτωση. Είναι εξαιρετικά σημαντικό στον τομέα των τηλεπικοινωνιών το να μην υπονομευθούν τα οφέλη προς τους τελικούς χρήστες, τα οποία απορρέουν από ανταγωνιστικό περιβάλλον, από δραστηριότητες προγενέστερων μονοπωλιακών καθεστώτων που αποτρέπουν την εμφάνιση και ανάπτυξη του ανταγωνισμού.

92. Για να ορισθεί κατά πόσον έχει διαπραχθεί παράβαση του άρθρου 86, πρέπει να ληφθούν υπόψη συγχρόνως η πραγματική κατάσταση στη συγκεκριμένη και σε άλλες γεωγραφικές περιοχές και, όπου είναι απαραίτητο, η σχέση μεταξύ του αιτούντος πρόσβαση και της τεχνικής διαμόρφωσης της διευκόλυνσης.

93. Το πρόβλημα της αντικειμενικής αιτιολόγησης θα απαιτεί ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη ανάλυση στον τομέα αυτό. Εκτός από τον καθορισμό του κατά πόσον οι δυσκολίες που αναφέρονται σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση είναι αρκετά σοβαρές για να δικαιολογήσουν την άρνηση χορήγησης πρόσβασης, οι σχετικές αρχές πρέπει επίσης να αποφανθούν κατά πόσον οι δυσκολίες αυτές αρκούν για να αντισταθμίσουν τη ζημία που προκαλείται στον ανταγωνισμό, αν αποκλείεται η πρόσβαση ή γίνεται δυσχερέστερη και οι αγορές υπηρεσιών επομένων σταδίων περιορίζονται κατά τον τρόπο αυτό.

94. Τρία σημαντικά στοιχεία σχετικά με την πρόσβαση, στα οποία θα μπορούσε να παρέμβει ο παρέχων πρόσβαση για να αρνηθεί πρακτικά να την παράσχει, είναι ο χρόνος, η τεχνική διαμόρφωση και η τιμή.

95. Οι δεσπόζοντες φορείς παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις αιτήσεις πρόσβασης αποτελεσματικά: οι μη εύλογες και ανεξήγητες ή αδικαιολόγητες καθυστερήσεις απάντησης σε αίτηση πρόσβασης μπορεί να αποτελούν κατάχρηση. Ωστόσο, η Επιτροπή θα προσπαθήσει να συγκρίνει την απάντηση σε μια αίτηση ιδίως με:

α) το σύνηθες χρονικό πλαίσιο και τους όρους που ισχύουν όταν ο φορέας στον οποίον απευθύνεται η αίτηση χορηγεί πρόσβαση στις διευκολύνσεις του σε δική του θυγατρική ή κλάδο εκμετάλλευσης 7

β) απαντήσεις σε αιτήσεις παροχής πρόσβασης σε ανάλογες διευκολύνσεις σε άλλα κράτη μέλη 7

γ) τις εξηγήσεις που δίδονται για κάθε καθυστέρηση κατά τη διεκπεραίωση αιτήσεων παροχής πρόσβασης.

96. Τα προβλήματα τεχνικής διαμόρφωσης θα εξεταστούν επίσης ενδελεχώς για να καθοριστεί αν είναι πραγματικά. Καταρχήν, οι κανόνες του ανταγωνισμού απαιτούν να χορηγείται πρόσβαση στον αιτούντα στο πλέον κατάλληλο σημείο γι' αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι το σημείο αυτό είναι τεχνικά εφικτό για τον παρέχοντα την πρόσβαση. Θέματα τεχνικής φύσης μπορεί να αποτελούν αντικειμενικές αιτιολογίες για την άρνηση παροχής πρόσβασης - για παράδειγμα, η μεταφορά για την οποία ζητείται πρόσβαση πρέπει να πληροί τα σχετικά τεχνικά πρότυπα για την υποδομή - όπως και θέματα περιορισμών ικανότητας, όπου μπορεί να τεθούν ζητήματα επιμερισμού (68).

97. Οι υπερβολικά υψηλές τιμές για την πρόσβαση, εκτός από το ότι είναι καταχρηστικές καθαυτές (69), μπορεί επίσης να ισοδυναμούν με ουσιαστική άρνηση χορήγησης πρόσβασης.

98. Ορισμένα στοιχεία των ελέγχων αυτών απαιτούν προσεκτική αξιολόγηση. Τα προβλήματα τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών θα διευκολυνθούν από τις υποχρεώσεις διαφανών συστημάτων κοστολόγησης που επιβάλλουν οι οδηγίες ONP.

Παύση προμήθειας

99. Όσον αφορά την τρίτη περίπτωση όπως αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέφη 84, ορισμένες προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής και η Νομολογία του Δικαστηρίου έχουν ασχοληθεί με την παύση προμήθειας προς ανταγωνιστές επομένων σταδίων (τρίτη περίπτωση, ανωτέρω). Στην απόφαση Commercial Solvents, το Δικαστήριο έκρινε ότι:

«ο κάτοχος δεσπόζουσας θέσης στην αγορά πρώτων υλών, ο οποίος, με το σκοπό να τις κρατήσει για να παράγει ο ίδιος τα παράγωγα προϊόντα, αρνείται να τις προμηθεύσει σε πελάτη του που και αυτός παράγει τα ίδια προϊόντα, με κίνδυνο να εξαφανίσει κάθε ανταγωνισμό από μέρους του πελάτη αυτού, εκμεταλλεύεται τη δεσπόζουσα θέση του με καταχρηστικό τρόπο κατά την έννοια του άρθρου 86» (70).

100. Παρόλο που η απόφαση αυτή αφορούσε την απόσυρση προϊόντος, δεν υπάρχει καταρχήν διαφορά μεταξύ της περίπτωσης αυτής και της παύσης προμήθειας. Η μονομερής καταγγελία συμφωνιών πρόσβασης θέτει ουσιαστικά παρόμοια προβλήματα με αυτά που εξετάστηκαν σε σχέση με τις αρνήσεις. Η άρση της πρόσβασης από υφιστάμενο πελάτη θα είναι συνήθως καταχρηστική. Και πάλι, μπορεί να προβληθούν αντικειμενικοί λόγοι για να δικαιολογηθεί η καταγγελία. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να είναι ανάλογοι προς τις επιπτώσεις της παύσης για τον ανταγωνισμό.

2.2. Άλλες μορφές καταχρήσεων

101. Οι αρνήσεις παροχής πρόσβασης αποτελούν μόνο μια μορφή κατάχρησης στον τομέα αυτό. Μπορούν επίσης να υπάρξουν καταχρήσεις στο πλαίσιο ήδη χορηγηθείσας πρόσβασης. Έτσι, υπάρχει κατάχρηση εάν, μεταξύ άλλων, ο φορέας εκμετάλλευσης κάνει διακρίσεις ή οι ενέργειές του περιορίζουν κατ' άλλο τρόπο τις αγορές ή την τεχνική εξέλιξη. Τα παραδείγματα που ακολουθούν είναι ενδεικτικά δυνητικών καταχρήσεων.

Διαμόρφωση του δικτύου

102. Η διαμόρφωση του δικτύου εκ μέρους δεσπόζοντα φορέα εκμετάλλευσής του, η οποία καθιστά την πρόσβαση αντικειμενικά δυσχερέστερη για τους παρέχοντες υπηρεσίες (71), ενδέχεται να αποτελεί κατάχρηση, εκτός αν αιτιολογείται αντικειμενικά. Μια αντικειμενική αιτιολογία θα ήταν το ότι η διαμόρφωση του δικτύου βελτιώνει γενικά την αποτελεσματικότητα του δικτύου.

Σύζευξη

103. Δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα όσον αφορά τη σύζευξη υπηρεσιών για τις οποίες κατέχει δεσπόζουσα θέση ο φορέας παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών με υπηρεσίες για τις οποίες δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση (72). Αν ο φορέας εκμετάλλευσης με κάθετη οργάνωση του δικτύου υποχρεώνει τον αιτούντα πρόσβαση να αγοράσει μία ή περισσότερες υπηρεσίες (73), χωρίς πρόσφορη αιτιολογία, οι ανταγωνιστές του δεσπόζοντος φορέα παροχής της πρόσβασης ενδέχεται να μην μπορούν να προσφέρουν τα αντίστοιχα τμήματα του πακέτου ανεξάρτητα. Έτσι, η απαίτηση αυτή μπορεί να αποτελεί κατάχρηση δυνάμει του άρθρου 86.

Εξάλλου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

«[. . .] Συνεπώς, η αλληλένδετη πώληση δύο προϊόντων ακόμη και όταν είναι σύμφωνη προς τις εμπορικές συνήθειες ή όταν υφίσταται φυσικός δεσμός μεταξύ των εν λόγω δύο προϊόντων, μπορεί εντούτοις να συνιστά κατάχρηση κατά την έννοια του άρθρου 86, εκτός εάν δικαιολογείται αντικειμενικώς [. . .]» (74).

Τιμολόγηση

104. Για να καθοριστεί εάν η τιμολόγηση θέτει προβλήματα από άποψη ανταγωνισμού, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι τα έξοδα και τα έσοδα έχουν υπολογισθεί με ορθό τρόπο. Οποιοσδήποτε λανθασμένος υπολογισμός του κόστους και οποιαδήποτε παρεμβολή στον καθορισμό των τιμών μεταφοράς θα μπορούσαν να αποτελέσουν μηχανισμούς για την κάλυψη υπερβολικών τιμών, ληστρικών τιμών ή συμπίεσης των τιμών.

Υπερβολικές τιμές

105. Τα προβλήματα τιμολόγησης όσον αφορά την πρόσβαση παρεχόντων υπηρεσίες σε διευκολύνσεις που παρέχονται εκ μέρους δεσπόζοντα φορέα εκμετάλλευσης δικτύου, συχνά αφορούν εξαιρετικά υψηλές τιμές (75). Ελλείψει άλλης ρεαλιστικής εναλλακτικής λύσης για πρόσβαση στη διευκόλυνση εκ μέρους παρεχόντων υπηρεσίες, ο δεσπόζων ή μονοπωλιακός φορέας μπορεί να έχει την τάση να χρεώνει υπερβολικά υψηλές τιμές.

106. Το Δικαστήριο ορίζει ως υπερβολική τιμή την «υπερβολική τιμή σε συνάρτηση με την οικονομική αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας» (76). Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η απόκλιση αυτή θα μπορούσε να υπολογιστεί κατά τον ακόλουθο τρόπο:

«ότι αυτή η υπέρβαση θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να εκτιμηθεί αντικειμενικά εφόσον θα μπορούσε να υπολογιστεί συγκρίνοντας την τιμή πωλήσεως του εν λόγω προϊόντος με την τιμή της παραγωγής του» (77).

107. Είναι απαραίτητο η Επιτροπή να καθορίσει το πραγματικό κόστος του εν λόγω προϊόντος. Η ορθή επιβολή του κόστους είναι κατά συνέπεια ουσιαστικής σημασίας για να καθοριστεί κατά πόσον μια τιμή είναι υπερβολική ή όχι. Π.χ. στην περίπτωση μιας επιχείρησης που ασκεί ορισμένες δραστηριότητες, είναι απαραίτητο να υπολογιστούν τα ποσά που αντιστοιχούν στις ποικίλες αυτές δραστηριότητες, στα οποία πρέπει να προστεθεί η ανάλογη συμμετοχή στις κοινές δαπάνες. Η Επιτροπή θα μπορούσε επίσης να καθορίσει την κατάλληλη μεθοδολογία για την κατανομή του κόστους όταν η εν λόγω κατανομή αποτελεί αντικείμενο διαφοράς.

108. Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι, για να καθοριστεί εάν μια τιμή είναι υπερβολική, πρέπει να ληφθεί υπόψη η κοινοτική νομοθεσία που καθορίζει τις αρχές οι οποίες διέπουν την τιμολόγηση σε συγκεκριμένο τομέα (78).

109. Επιπλέον, η σύγκριση με άλλες γεωγραφικές περιοχές μπορεί επίσης να χρησιμεύσει για τον εντοπισμό μιας πρακτικής υπερβολικά υψηλών τιμών: το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, στο μέτρο του δυνατού, μια σύγκριση θα μπορούσε να γίνει μεταξύ των τιμών που εφαρμόζονται από μια επιχείρηση σε δεσπόζουσα θέση και εκείνων που εφαρμόζονται από τις ανοικτές στον ανταγωνισμό αγορές (79). Μια τέτοια σύγκριση θα μπορούσε να επιτρέψει το να καθοριστεί εάν οι τιμές που εφαρμόζονται από την επιχείρηση σε δεσπόζουσα θέση είναι ή όχι εύλογες (80). Σε ορισμένες περιπτώσεις, ελλείψει συγκρίσιμων στοιχείων, οι κανονιστικές αρχές καταβάλλουν προσπάθεια να καθορίσουν ποια θα ήταν η συγκρίσιμη τιμή εάν η αγορά ήταν ανοιχτή στον ανταγωνισμό (81). Ενδεχομένως, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη μια τέτοια ανάλυση για να καθορίσει εάν οι τιμές είναι υπερβολικές.

Πρακτική τιμών ντάμπινγκ

110. Υπάρχει πρακτική τιμών ντάμπινγκ, μεταξύ άλλων, όταν μια επιχείρηση σε δεσπόζουσα θέση πωλεί ένα αγαθό ή μια υπηρεσία κάτω του κόστους κατά τη διάρκεια παρατεταμένης περιόδου, με την πρόθεση να αποτρέψει άλλες επιχειρήσεις να εισέλθουν στην αγορά ή να εκτοπίσει έναν ανταγωνιστή, πράγμα που της επιτρέπει να ενισχύσει τη δύναμή της στην αγορά και στη συνέχεια τα συνολικά της κέρδη. Οι καταχρηστικά χαμηλές αυτές τιμές παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 86 πρώτο εδάφιο. Π.χ. τέτοιο πρόβλημα μπορεί να προκύψει στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεταξύ διαφόρων δικτύων υποδομής τηλεπικοινωνιών, όπου ο δεσπόζων φορέας μπορεί να έχει την τάση να χρεώσει αθέμιτα χαμηλές τιμές για πρόσβαση ώστε να καταργήσει τον ανταγωνισμό εκ μέρους άλλων (αναδεικνυομένων) παρεχόντων υποδομές. Σε γενικές γραμμές μια τιμή είναι καταχρηστική αν είναι είτε κατώτερη του μέσου αυξητικού κόστους είτε κατώτερη του μέσου συνολικού κόστους και αποτελεί μέρος προγράμματος ή σχεδίου νόθευσης του ανταγωνισμού (82). Στις βιομηχανίες δικτύων, απλή εφαρμογή του παραπάνω κανόνα δεν μπορεί να αντικατοπτρίσει την οικονομική πραγματικότητα στις βιομηχανίες δικτύων.

111. Ο κανόνας αυτός τέθηκε στην απόφαση Akzo, στην οποία το Δικαστήριο καθορίζει το κυμαινόμενο κόστος ως «κόστος που μεταβάλλεται ανάλογα με τις παραγόμενες ποσότητες» (83) και αιτιολογεί τον κανόνα αυτό με τον ακόλουθο τρόπο:

«Μια δεσπόζουσα επιχείρηση δεν έχει κανένα συμφέρον από την προσφορά τέτοιων τιμών, εκτός βέβαια αν αποβλέπει στην εκδίωξη από την αγορά των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων προκειμένου να μπορέσει κατόπιν να αυξήσει τις τιμές της αποκομίζοντας κέρδος από τη μονοπωλιακή της κατάσταση, διότι κάθε πώληση συνεπάγεται για αυτήν ζημία, δηλαδή την απώλεια του συνόλου του σταθερού της κόστους (δηλαδή του κόστους που παραμένει σταθερό ανεξάρτητα από τις παραγόμενες ποσότητες) και μέρους τουλάχιστον του κυμαινόμενου κόστους της που αντιστοιχεί στην παραχθείσα ποσότητα».

112. Για να εμπορεύεται μια υπηρεσία ή ένα σύνολο υπηρεσιών αποδοτικά, ένας φορέας πρέπει να ακολουθεί μια στρατηγική στον τομέα της τιμολόγησης που να του επιτρέπει να καλύπτει το συνολικό πρόσθετο κόστος που συνδέεται με την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή του συνόλου των υπηρεσιών από τα συμπληρωματικά έσοδα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της παροχής της εν λόγω υπηρεσίας ή του συνόλου των υπηρεσιών. Όταν μια επιχείρηση σε δεσπόζουσα θέση καθορίζει, για δεδομένο προϊόν ή υπηρεσία, τιμή κατώτερη του μέσου όρου του συνολικού του κόστους για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, πρέπει να αιτιολογεί την τιμή αυτή προβάλοντας εμπορικούς λόγους: μια επιχείρηση σε δεσπόζουσα θέση που δεν επωφελείται από αυτή την πολιτική τιμολόγησης παρά μέσω της εξασθένισης της θέσης ενός ή περισσότερων από τους ανταγωνιστές της, θα διέπραττε κατάχρηση.

113. Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην υπόθεση Akzo, η Επιτροπή πρέπει να καθορίσει την τιμή κάτω από την οποία μια επιχείρηση μπορεί να επωφεληθεί μόνον από την εξασθένιση της θέσης ή από την εξαφάνιση ενός ή περισσότερων ανταγωνιστών. Η διάρθρωση του κόστους στις βιομηχανίες δικτύων τείνει να είναι εντελώς διαφορετική από τις περισσότερες άλλες βιομηχανίες εφόσον οι βιομηχανίες δικτύων έχουν πολύ υψηλότερο κοινό κόστος.

114. Π.χ. στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, μια τιμή που ισούται με το κυμαινόμενο κόστος μιας υπηρεσίας μπορεί να είναι κατά πολύ χαμηλότερη από την τιμή την οποία θα εφάρμοζε η επιχείρηση για να καλύψει το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας. Για να εφαρμοστεί η δοκιμή της απόφασης Akzo στις τιμές που πρόκειται να εφαρμοστούν σε μακροχρόνιο διάστημα εκ μέρους μιας επιχείρησης και που αποτελούν τη βάση των αποφάσεων του ασκούντος επιχειρηματικές δραστηριότητες για την πραγματοποίηση επενδύσεων, το εν λόγω κόστος θα πρέπει να περιλαμβάνει το συνολικό κόστος το οποίο συνδέεται με την παροχή της υπηρεσίας. Αναλύοντας την κατάσταση, θα πρέπει να εξεταστεί στο κατάλληλο χρονικό πλαίσιο πιο κόστος θα πρέπει να αναλυθεί. Στις περισσότερες περιπτώσεις, από πολλά στοιχεία απορρέει ότι ούτε η εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη ούτε η εξαιρετικά μακροπρόθεσμη περίοδος είναι κατάλληλες.

115. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει συχνά τον μέσο όρο του οριακού κόστους της παροχής μιας υπηρεσίας και θα μπορεί να αξιολογεί το μέσο αυτό κόστος για διάστημα άνω του ενός έτους.

116. Εφόσον κριθεί απαραίτητο, οι κανόνες ONP και οι συστάσεις της Επιτροπής σχετικά με τις αρχές κοστολόγησης και τη διαφάνεια θα βοηθήσουν να εξασφαλιστεί η ουσιαστική εφαρμογή του άρθρου 86 σε αυτόν τον τομέα.

Συμπίεση των τιμών

117. Αν ο φορέας πρόσβασης κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών, η συμπίεση των τιμών θα συνιστούσε κατάχρηση. Τέτοια πρακτική προκύπτει αν αποδειχθεί ότι η επιχείρηση δεν θα μπορούσε να ασκήσει αποδοτικές δραστηριότητες επομένων σταδίων, βασιζόμενη στην τιμή που το τμήμα της προηγούμενων σταδίων εφαρμόζει στους ανταγωνιστές της. Ο φορέας πρόσβασης που κατέχει δεσπόζουσα θέση θα μπορούσε να αποκρύψει το γεγονός ότι ένα από τα τμήματα δραστηριοτήτων του επομένων σταδίων σημειώνει ζημίες, καταλογίζοντας τις δραστηριότητες αυτές που συνδέονται με την πρόσβαση, το κόστος το οποίο υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να καταλογίζεται στις δραστηριότητες επομένων σταδίων ή εμφανίζοντας ανακριβείς εσωτερικές τιμές μεταφοράς. Η σύσταση της Επιτροπής για το λογιστικό διαχωρισμό στο πλαίσιο της διασύνδεσης αναφέρεται στο πρόβλημα αυτό συνιστώντας λογιστικό διαχωρισμό για τους διάφορους τομείς δραστηριότητας ενός κάθετα ενσωματωμένου και σε δεσπόζουσα θέση φορέα. Ενδεχομένως, η Επιτροπή μπορεί να καλέσει την επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση να υποβάλει χωριστούς και ελεγμένους λογαριασμούς από τους οποίους θα απορρέουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία του κόστους των δραστηριοτήτων της εν λόγω επιχείρησης. Πάντως, η ύπαρξη χωριστών λογαριασμών δεν εγγυάται τη μη ύπαρξη κατάχρησης: η Επιτροπή θα εξετάσει όπου είναι απαραίτητο, τα πραγματικά περιστατικά κατά περίπτωση.

118. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η πρακτική συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους μπορεί να ελεγχθεί, αποδεικνύοντας ότι το περιθώριο μεταξύ της τιμής που επιβάλλεται για την πρόσβαση που χρεώνεται στους ανταγωνιστές στην αγορά επομένων σταδίων, (περιλαμβανομένων ενδεχομένως των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων επόμενων σταδίων της δεσπόζουσας εταιρείας), και της τιμής που χρεώνει ο προμηθευτής φορέας εκμετάλλευσης του δικτύου στην αγορά υπηρεσιών επομένων σταδίων είναι ανεπαρκές για να επιτρέπει σε παρέχοντα υπηρεσίες με εύλογη αποδοτικότητα στην αγορά επομένων σταδίων να επιτυγχάνει φυσιολογικό επίπεδο κέρδους (εκτός εάν η δεσπόζουσα εταιρεία μπορεί να αποδείξει ότι οι δραστηριότητές της στον τομέα των επομένων σταδίων είναι εξαιρετικά αποδοτικές (84).

119. Εάν καμία από τις υποθέσεις αυτές δεν ισχύει, οι ανταγωνιστές της αγοράς επομένων σταδίων αντιμετωπίζουν «συμπίεση των τιμών» που θα μπορούσε να τους εξαναγκάσει να βγουν έξω από την αγορά.

Διακρίσεις

120. Ένας δεσπόζων φορέας πρόσβασης δεν μπορεί να κάνει διακρίσεις μεταξύ διαφόρων συμφωνιών πρόσβασης όταν οι διακρίσεις αυτές περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Οποιαδήποτε διαφοροποίηση η οποία βασίζεται κυρίως στη χρήση που πρέπει να γίνει στην πρόσβαση παρά στις διαφορές μεταξύ συναλλαγών του ιδίου του φορέα εκμετάλλευσης της πρόσβασης, εάν η διάκριση φαίνεται σαφώς ότι περιορίζει ή στρεβλώνει υπάρχοντα ή δυνητικό ανταγωνισμό, αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 86. Η διάκριση αυτή μπορεί να πάρει τη μορφή επιβολής διαφόρων όρων, περιλαμβανομένης της χρέωσης διαφορετικών τιμών ή άλλης μορφής διαφοροποίηση μεταξύ των συμφωνιών πρόσβασης, εκτός αν η διάκριση αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με αντικειμενικό τρόπο, π.χ. βάσει του κόστους ή τεχνικών δυσχερειών ή του γεγονότος ότι οι χρήστες ασκούν δραστηριότητες σε διαφορετικά επίπεδα. Η διάκριση αυτή θα μπορούσε να περιορίζει τον ανταγωνισμό στην αγορά επομένων σταδίων στην οποία η αιτούσα πρόσβαση εταιρεία επιδιώκει να ασκεί δραστηριότητες εφόσον ενδέχεται να περιορίζει τη δυνατότητα του φορέα αυτού να εισέλθει στην αγορά ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές του στην εν λόγω αγορά (85).

121. Τέτοια διάκριση θα μπορούσε επίσης να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό όταν πραγματοποιείται μεταξύ φορέων που ασκούν τις δραστηριότητές τους σε στενά συνδεόμενες αγορές επομένων σταδίων. Στην περίπτωση που είναι δυνατό να διακρίνουμε δύο χωριστές αγορές προϊόντων επομένων σταδίων, αλλά όπου ένα από τα προϊόντα μπορεί να θεωρηθεί ως υποκατάστατο άλλου, πλην της διαφοράς τιμών μεταξύ των δύο προϊόντων, οποιαδήποτε διάκριση μέσω των τιμών που εφαρμόζεται από τους προμηθευτές των δύο αυτών προϊόντων θα μπορούσε να αποδυναμώσει τον πραγματικό ή δυνητικό ανταγωνισμό. Π.χ. έστω και αν οι υπηρεσίες σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας αποτελούν, μέχρι στιγμής χωριστές αγορές υπηρεσιών, είναι πιθανό αυτές οι αγορές να συνενωθούν. Το γεγονός της επιβολής υψηλότερων τιμών διασύνδεσης στους φορείς κινητής τηλεφωνίας, σε σύγκριση με τις τιμές διασύνδεσης που επιβάλλονται στους φορείς υπηρεσιών τηλεφωνίας σε σταθερό δίκτυο θα έτειναν να παρεμποδίσουν αυτή την εξέλιξη και κατά συνέπεια θα είχαν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Το σκεπτικό αυτό ισχύει επίσης και για άλλες αγορές τηλεπικοινωνιών.

Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια διάκριση θα ήταν δύσκολο να αιτιολογηθεί, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης καθορισμού τιμών που βασίζονται στο κόστος.

122. Όσον αφορά τις διακρίσεις που βασίζονται στις τιμές, το άρθρο 86 στοιχείο γ) απαγορεύει την εισαγωγή αθέμιτων διακρίσεων εκ μέρους δεσπόζουσας εταιρείας μεταξύ πελατών της (86), συμπεριλαμβανομένων των διακρίσεων μεταξύ πελατών βάσει του αν συμφωνούν να συναλλάσσονται αποκλειστικά με τη δεσπόζουσα εταιρεία ή όχι.

123. Το άρθρο 7 παράγραφος 3 της οδηγίας διασύνδεσης προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για οργανισμούς διαφορετικών κατηγοριών οι οποίοι επιτρέπεται να παρέχουν δίκτυα και υπηρεσίες, είναι δυνατό να καθορίζονται διαφορετικές τιμές, όροι και προϋποθέσεις διασύνδεσης, όταν οι διαφορές αυτές είναι δυνατό να αιτιολογηθούν αντικειμενικά βάσει του παρεχόμενου τύπου διασύνδεσης ή/και των σχετικών εθνικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας» (με την επιφύλαξη ότι οι διαφορές αυτές δεν οδηγούν σε στρέβλωση του ανταγωνισμού).

124. Το ερώτημα κατά πόσον οι διαφορές αυτές δημιουργούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού πρέπει να αξιολογηθεί κατά περίπτωση. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τα άρθρα 85 και 86 αναφέρονται σε προβλήματα του ανταγωνισμού και όχι σε ζητήματα κανονιστικής τάξεως. Το άρθρο 86 δεν μπορεί να απαιτήσει από μια δεσπόζουσα εταιρεία να αντιμετωπίζει διαφορετικές κατηγορίες πελατών με διαφορετικό τρόπο, εκτός όταν οι συνθήκες της αγοράς και οι αρχές που διέπονται από το άρθρο αυτό το απαιτούν. Αντίθετα, το άρθρο 86 απαγορεύει στις επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση να εφαρμόζουν πρακτικές που προκαλούν διακρίσεις μεταξύ συγκρίσιμων πράξεων, όταν οι διακρίσεις αυτές έχουν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

125. Η εισαγωγή διακρίσεων χωρίς αντικειμενική αιτιολογία όσον αφορά οποιαδήποτε πτυχή συμφωνίας πρόσβασης ενδέχεται να αποτελεί κατάχρηση. Οι διακρίσεις μπορεί να αφορούν στοιχεία όπως η τιμολόγηση, τα χρονικά περιθώρια, η τεχνική πρόσβαση, η όδευση (87), η αρίθμηση, οι περιορισμοί στη χρήση του δικτύου που υπερβαίνουν τις βασικές απαιτήσεις και η χρήση δεδομένων των δικτύων πελατών. Πάντως, η ύπαρξη διακρίσεων μπορεί μόνον να καθοριστεί κατά περίπτωση. Οι διακρίσεις είναι αντίθετες προς το άρθρο 86, ανεξαρτήτως του αν προκύπτουν ή είναι εμφανείς από τους όρους μιας ειδικής συμφωνίας πρόσβασης.

126. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει γενικό καθήκον του φορέα εκμετάλλευσης του δικτύου να μεταχειρίζεται τους ανεξάρτητους πελάτες κατά τον ίδιο τρόπο όπως τη δική του θυγατρική ή κλάδο παροχής υπηρεσιών επομένων σταδίων. Η φύση του πελάτη και οι απαιτήσεις του μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του κατά πόσον οι συναλλαγές είναι συγκρίσιμες. Διαφορετικές τιμές για πελάτες σε διαφορετικά επίπεδα (π.χ. χονδρικής και λιανικής) δεν αποτελούν αναγκαστικά διάκριση.

127. Προβλήματα διακρίσεων μπορεί να ανακύψουν σε σχέση με την τεχνική διαμόρφωση της πρόσβασης, λόγω της σημασίας της στο πλαίσιο της πρόσβασης.

«Ο βαθμός τεχνικής εξειδίκευσης της πρόσβασης»: περιορισμοί του τύπου ή του «επιπέδου» στην ιεραρχία του δικτύου των ανταλλαγών που σχετίζονται με την πρόσβαση ή τις τεχνικές δυνατότητες των ανταλλαγών έχουν άμεση σημασία από άποψη ανταγωνισμού και μπορεί να περιλαμβάνουν τις διαθέσιμες διευκολύνσεις για την υποστήριξη σύνδεσης ή τον τύπο διεπαφής και συστήματος σημάτων που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του τύπου υπηρεσίας που διατίθεται στον αιτούντα πρόσβαση (π.χ. έξυπνες διευκολύνσεις δικτύου).

Ο αριθμός ή/και η θέση των σημείων σύνδεσης: η απαίτηση συλλογής και κατανομής της κίνησης για συγκεκριμένες περιοχές στο σημείο μεταγωγής που εξυπηρετεί απευθείας την περιοχή αυτή, και όχι σε ανώτερο επίπεδο ιεραρχίας του δικτύου, μπορεί να είναι σημαντική. Ο αιτών πρόσβαση υποβάλλεται σε επιπρόσθετη δαπάνη αν παρέχει συνδέσεις σε μεγαλύτερη απόσταση από το κέντρο μεταγωγής του, ή αν αναγκάζεται να πληρώσει μεγαλύτερα έξοδα μεταφοράς.

Ίση πρόσβαση: η δυνατότητα να λαμβάνουν οι πελάτες του αιτούντος πρόσβαση στις υπηρεσίες του παρέχοντος πρόσβαση χρησιμοποιώντας τον ίδιο αριθμό κλήσης που χρησιμοποιούν και οι πελάτες του τελευταίου αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό ανταγωνιστικών τηλεπικοινωνιών.

Αντικειμενική αιτιολογία

128. Η αιτιολογία μπορεί να περιλαμβάνει παράγοντες σχετικά με την τρέχουσα λειτουργία του δικτύου που ανήκει στον παρέχοντα πρόσβαση ή περιορισμούς εκμετάλλευσης όσον αφορά το αντικείμενο των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

2.3. Καταχρήσεις κοινής δεσπόζουσας θέσης

129. Στην περίπτωση κοινής δεσπόζουσας θέσης (βλέπε ανωτέρω σημεία 76 και επ.) η συμπεριφορά μιας από τις διάφορες εταιρείες που συμμετέχουν στην κοινή δεσπόζουσα θέση ενδέχεται να είναι καταχρηστική έστω και αν οι λοιπές εταιρείες δεν συμπεριφέρθηκαν με τον ίδιο τρόπο.

130. Επιπλέον των βοηθημάτων που παρέχουν οι κανόνες του ανταγωνισμού, αν κανένας φορέας εκμετάλλευσης δεν είναι πρόθυμος να χορηγήσει πρόσβαση και εφόσον η άρνηση δεν δικαιολογείται από τεχνικούς ή εμπορικούς λόγους, η εθνική κανονιστική αρχή θα πρέπει να επιλύσει το πρόβλημα διατάσσοντας μια ή περισσότερες από τις εταιρείες να παράσχουν πρόσβαση δυνάμει των όρων της οδηγίας ONP ή της εθνικής νομοθεσίας.

3. Συμφωνίες πρόσβασης (άρθρο 85)

131. Οι περιορισμοί του ανταγωνισμού που εμπεριέχονται ή απορρέουν από συμφωνίες πρόσβασης ενδέχεται να έχουν δύο διαφορετικά αποτελέσματα: περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο συμβαλλομένων στη συμφωνία πρόσβασης, ή περιορισμό του ανταγωνισμού από τρίτους, για παράδειγμα μέσω αποκλειστικότητας για τον ένα ή και τους δύο συμβαλλομένους. Επιπλέον, αν ένας συμβαλλόμενος κατέχει δεσπόζουσα θέση, οι όροι της συμφωνίας πρόσβασης μπορεί να οδηγήσουν σε ενίσχυσή της, ή σε επέκτασή της σε συναφή αγορά, ή μπορεί να αποτελούν αθέμιτη εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης μέσω της επιβολής μη δικαίων όρων.

132. Συμφωνίες πρόσβασης βάσει των οποίων η πρόσβαση είναι καταρχήν απεριόριστη δεν είναι εγγενώς περιοριστικές του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85 παράγραφος 1. Αποκλειστικές υποχρεώσεις σε συμβάσεις που παρέχουν πρόσβαση σε μια εταιρεία δύνανται να περιορίσουν τον ανταγωνισμό διότι περιορίζουν την πρόσβαση στις υποδομές σε άλλες εταιρείες. Εφόσον πολλά δίκτυα έχουν μεγαλύτερη ικανότητα από ό,τι χρειάζεται ένας μεμονωμένος χρήστης, αυτό θα συμβαίνει συνήθως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

133. Οι συμφωνίες πρόσβασης ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις τόνωσης του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι μπορούν να βελτιώσουν την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών επομένων σταδίων. Οι συμφωνίες πρόσβασης στο πλαίσιο της διασύνδεσης είναι ουσιώδεις για τη διαλειτουργικότητα υπηρεσιών και υποδομής, αυξάνοντας έτσι τον ανταγωνισμό στην αγορά υπηρεσιών επομένων σταδίων, οι οποίες είναι δυνατόν να αποδίδουν υψηλότερη προστιθέμενη αξία από την τοπική υποδομή.

134. Υπάρχει, ωστόσο, προφανής κίνδυνος νόθευσης του ανταγωνισμού από ορισμένες συμφωνίες πρόσβασης, ή ρήτρες τους. Για παράδειγμα, οι συμφωνίες πρόσβασης ενδέχεται:

α) να χρησιμεύουν ως μέσο συντονισμού των τιμών 7

β) να χρησιμεύουν ως μέσο καταμερισμού της αγοράς 7

γ) να επιφέρουν τον αποκλεισμό τρίτων (88) 7

δ) να οδηγούν σε ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών μεταξύ των μερών.

135. Ο κίνδυνος συντονισμού των τιμών είναι ιδιαίτερα οξύς στον τομέα των τηλεπικοινωνιών εφόσον το κόστος της διασύνδεσης συχνά ανέρχεται σε ποσοστό 50 % ή και μεγαλύτερο του συνολικού κόστους των παρεχομένων υπηρεσιών και η διασύνδεση με δεσπόζοντα φορέα συχνά είναι απαραίτητη. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, το πεδίο ανταγωνισμού των τιμών είναι περιορισμένο και ο κίνδυνος (και η σοβαρότητα) συντονισμού τιμών αντίστοιχα είναι μεγαλύτερος.

136. Επιπλέον, οι συμφωνίες διασύνδεσης μεταξύ δικτύων φορέων τηλεπικοινωνιών ενδέχεται υπό ορισμένες συνθήκες να ενεργήσουν αποτρεπτικά στις επενδύσεις σε υποδομές και κατά συνέπεια μπορούν να οδηγήσουν σε καταμερισμό της αγοράς μεταξύ του παρέχοντος πρόσβαση φορέα και του αντίστοιχου ζητούντος πρόσβαση φορέα αντί για την ανάπτυξη ανταγωνισμού μεταξύ των δικτύων.

137. Σε ένα ελευθερωμένο περιβάλλον τηλεπικοινωνιών, τα προαναφερθέντα είδη περιορισμών του ανταγωνισμού θα παρακολουθούνται στενά από τις εθνικές κανονιστικές αρχές και την Επιτροπή στο πλαίσιο των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Το δικαίωμα των θιγομένων από οποιοδήποτε είδος συμπεριφοράς που νοθεύει τον ανταγωνισμό να υποβάλλουν καταγγελίες στην Επιτροπή δεν επηρεάζεται από τις εθνικές ρυθμίσεις.Ρήτρες που εμπίπτουν στο άρθρο 85 παράγραφος 1

138. Η Επιτροπή έχει επισημάνει ορισμένους τύπους περιορισμών που παραβιάζουν ενδεχομένως το άρθρο 85 παράγραφος 1 ΕΚ και συνεπώς απαιτούν ατομική απαλλαγή. Οι ρήτρες αυτές θα αφορούν στις περισσότερες περιπτώσεις το εμπορικό πλαίσιο της πρόσβασης.

139. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, το γεγονός ότι τα μέρη επιτυγχάνουν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τους πελάτες και την κίνηση των ανταγωνιστών τους συνδέεται αναπόσπαστα με τη διασύνδεση. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επηρεάσει την ανταγωνιστική συμπεριφορά των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων και θα μπορούσε εύκολα να χρησιμοποιηθεί από τους συμβαλλομένους για πρακτικές αθέμιτης συνεργασίας, όπως η κατανομή της αγοράς (89). Η οδηγία διασύνδεσης προβλέπει ότι οι πληροφορίες που προέρχονται από έναν οργανισμό ο οποίος ζητά διασύνδεση χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους λόγους που προβλέπονται στη σύμβαση προμήθειας. Για να συμμορφωθούν προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και προς τους κανόνες της οδηγίας διασύνδεσης, οι φορείς θα πρέπει να προσφέρουν εγγυήσεις για να διασφαλιστεί ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες θα χρησιμοποιούνται μόνον από τα μέρη των εταιρειών που έχουν εμπλακεί στις συμφωνίες διασύνδεσης καθώς και για να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες δεν θα χρησιμοποιηθούν για την άσκηση αθέμιτου ανταγωνισμού. Εάν οι εγγυήσεις αυτές είναι πλήρεις και εφαρμόζονται ορθά, καταρχήν δεν θα πρέπει να συντρέχει κανένας λόγος να εμπίπτουν οι απλές συμφωνίες διασύνδεσης στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 1.

140. Οι ρήτρες αποκλειστικότητας, για παράδειγμα, σύμφωνα με τις οποίες η κίνηση διαβιβάζεται αποκλειστικά μέσω του τηλεπικοινωνιακού δικτύου ενός ή και των δύο συμβαλλομένων και όχι στο δίκτυο τρίτων με τους οποίους έχουν συναφθεί συμβάσεις πρόσβασης θα πρέπει επίσης να αναλυθούν δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3. Αν δεν παρέχεται καμία αιτιολογία γι' αυτή τη δρομολόγηση, οι ρήτρες αυτές θα απαγορευθούν. Πάντως, αυτές οι ρήτρες αποκλειστικότητας δεν αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των συμφωνιών διασύνδεσης.

141. Οι συμφωνίες πρόσβασης που έχουν συναφθεί με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού είναι μάλλον απίθανο να πληρούν τα κριτήρια χορήγησης ατομικής απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3.

142. Επίσης, οι συμφωνίες πρόσβασης ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στη διάρθρωση ανταγωνισμού της αγοράς. Το αντίτιμο τοπικής πρόσβασης θα καλύπτει συχνά σημαντικό μέρος του συνολικού κόστους των υπηρεσιών που παρέχει στους τελικούς χρήστες ο αιτών πρόσβαση, αφήνοντας περιορισμένο πεδίο για ανταγωνισμό τιμών. Λόγω της ανάγκης διαφύλαξης αυτού του περιορισμένου βαθμού ανταγωνισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στη διερεύνηση των συμφωνιών πρόσβασης από την άποψη των πιθανών επιπτώσεών τους στις σχετικές αγορές, ούτως ώστε να εξασφαλίσει ότι οι συμφωνίες αυτές δεν θα χρησιμεύσουν ως κρυφοί και έμμεσοι τρόποι καθορισμού ή συντονισμού τελικών τιμών για τους τελικούς καταναλωτές, πράγμα που αποτελεί μία από τις σοβαρότερες παραβιάσεις του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΚ (90). Οι ολιγοπωλιακές αγορές απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή ως προς το σημείο αυτό.

143. Ακόμα, ο ανταγωνισμός περιορίζεται επίσης από ρήτρες διακρίσεων που οδηγούν στον αποκλεισμό τρίτων. Οι σημαντικότερες είναι οι διακρίσεις που αφορούν την τιμή, την ποιότητα ή άλλες εμπορικά σημαντικές πτυχές της πρόσβασης σε βάρος του αιτούντα πρόσβαση, οι οποίες θα έχουν γενικά ως στόχο την αθέμιτη υποστήριξη των δραστηριοτήτων του παρέχοντα πρόσβαση.

4. Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών

144. Η εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 προϋποθέτει την ύπαρξη επιπτώσεων στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

145. Για να έχει μια συμφωνία επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει η Επιτροπή:

«βάσει συνόλου αντικειμενικών νομικών και πραγματικών στοιχείων, να μπορεί να βασίσει λογική πρόβλεψη επιτρέπουσα το φόβο ότι η εν λόγω συμφωνία μπορεί να ασκήσει ενδεχόμενη επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, επί των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών» (91).

Δεν είναι απαραίτητο να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο κάθε περιορισμός του ανταγωνισμού που περιέχεται στη συμφωνία (92), αρκεί να το επηρεάζει η συμφωνία ως σύνολο.

146. Όσον αφορά τις συμφωνίες πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, η Επιτροπή θα εξετάζει, εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις των περιορισμών του ανταγωνισμού στο διακρατικό εμπόριο υπηρεσιών πρόσβασης, και τις επιπτώσεις στο διακρατικό εμπόριο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών επομένων σταδίων. Θα εξετάζει επίσης τη δυνατότητα αυτών των συμφωνιών να αποκλείουν δεδομένη γεωγραφική αγορά, πράγμα που θα εμπόδιζε επιχειρήσεις ήδη εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη να ανταγωνίζονται στην εν λόγω γεωγραφική αγορά.

147. Οι συμφωνίες τηλεπικοινωνιακής πρόσβασης φυσιολογικά θα επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, δεδομένου ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται από ένα δίκτυο διατίθενται στην αγορά ολόκληρης της ΕΕ και οι συμφωνίες πρόσβασης μπορεί να επηρεάζουν την ικανότητα ενός φορέα παροχής υπηρεσιών ή ενός φορέα εκμετάλλευσης να παρέχει οποιαδήποτε συγκεκριμένη υπηρεσία. Ακόμη και αν οι αγορές είναι κυρίως εθνικές, όπως συνήθως συμβαίνει αυτή τη στιγμή, δεδομένου του σταδίου ανάπτυξης της ελευθέρωσης, οι καταχρήσεις δεσποζουσών θέσεων, με απλά λόγια, επηρεάζουν τη δομή της αγοράς, με επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

148. Οι υποθέσεις του τομέα αυτού, οι οποίες θέτουν ζητήματα σχετικά με το άρθρο 86, φαίνεται να αφορούν είτε καταχρηστικές ρήτρες συμφωνιών πρόσβασης, είτε άρνηση σύναψης συμφωνίας πρόσβασης με πρόσφορους όρους, ή πλήρη άρνηση. Έτσι, τα κριτήρια που παρατέθηκαν ανωτέρω για τον καθορισμό του κατά πόσον μια συμφωνία πρόσβασης μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών θα είναι εξίσου χρήσιμα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

149. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κανόνες ανταγωνισμού και η ειδική νομοθεσία του τομέα αποτελούν συνεκτική σειρά μέτρων που εξασφαλίζουν ελευθερωμένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον για τις αγορές τηλεπικοινωνιών στην ΕΕ.

150. Η δράση που θα αναλάβει η Επιτροπή στον εν λόγω τομέα θα έχει ως στόχο την αποφυγή περιττής αλληλεπικάλυψης διαδικασιών ανταγωνισμού και εθνικών/κοινοτικών ρυθμιστικών διαδικασιών που θεσπίστηκαν βάσει του πλαισίου ONP.

151. Σε περίπτωση επίκλησης των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή θα εξετάζει ποιες είναι οι σχετικές αγορές και θα εφαρμόζει τα άρθρα 85 και 86 σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αρχές.

(1) Σύμφωνα με τις οδηγίες της Επιτροπής 96/19/ΕΚ και 96/2/ΕΚ ορισμένα κράτη μέλη ενδέχεται να ζητήσουν παρέκκλιση από την πλήρη ελευθέρωση για περιορισμένα χρονικά διαστήματα. Η παρούσα ανακοίνωση δεν επηρεάζει τις παρεκκλίσεις αυτές και η Επιτροπή θα λάβει υπόψη την ύπαρξη οποιασδήποτε παρέκκλισης κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στις συμφωνίες πρόσβασης, όπως περιγράφονται στην παρούσα ανακοίνωση.

Βλέπε:

απόφαση 97/114/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με πρόσθετη μεταβατική περίοδο που ζήτησε η Ιρλανδία για την εφαρμογή των οδηγιών 90/388/ΕΟΚ και 96/2/ΕΚ όσον αφορά τον πλήρη ανταγωνισμό στις αγορές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 41 της 12.2.1997, σ. 8) 7

απόφαση 97/310/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Φεβρουαρίου 1997, σχετικά με τη χορήγηση πρόσθετων μεταβατικών περιόδων στην Πορτογαλία για την εφαρμογή των οδηγιών 90/388/ΕΟΚ και 96/2/ΕΚ σχετικά με το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό (ΕΕ L 133 της 24.5.1997, σ. 19) 7

απόφαση 97/568/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 1997, σχετικά με τη χορήγηση πρόσθετων μεταβατικών περιόδων στο Λουξεμβούργο για την εφαρμογή της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ σχετικά με τον πλήρη ανταγωνισμό στις αγορές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 234 της 26.8.1997, σ. 7) 7

απόφαση 97/603/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Ιουνίου 1997, σχετικά με τις πρόσθετες μεταβατικές περιόδους που ζήτησε η Ισπανία για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής όσον αφορά τον πλήρη ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 243 της 5.9.1997, σ. 48) 7

απόφαση 97/607/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουνίου 1997, σχετικά με πρόσθετες μεταβατικές περιόδους που ζήτησε η Ελλάδα για την εφαρμογή της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ σχετικά με το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό (ΕΕ L 245 της 9.9.1997, σ. 6) 7

(2) Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 1995, προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις διαβουλεύσεις επί της Πράσινης Βίβλου για την ελευθέρωση τηλεπικοινωνιακής υποδομής και δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης, COM(95) 158 τελικό.

(3) Οδηγία 88/301/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1988, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών τερματικών (ΕΕ L 131 της 27.5.1988, σ. 73).

Οδηγία 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 192 της 24.7.1990, σ. 10) (οδηγία για τις υπηρεσίες).

Οδηγία 94/46/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 1994, για τροποποίηση των οδηγιών 88/301/ΕΟΚ και 90/388/ΕΟΚ σχετικά με τις δορυφορικές επικοινωνίες (ΕΕ L 268 της 19.10.1994, σ. 15).

Οδηγία 95/51/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 1995, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ ως προς την κατάργηση των περιορισμών στη χρήση των καλωδιακών τηλεοπτικών δικτύων για την παροχή ήδη ελευθερωμένων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 256 της 26.10.1995, σ. 49).

Οδηγία 96/2/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά τις κινητές και προσωπικές επικοινωνίες (ΕΕ L 20 της 26.1.1996, σ. 59).

Οδηγία 96/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό (ΕΕ L 74 της 22.3.1996, σ. 13) (οδηγία για τον πλήρη ανταγωνισμό).

(4) Οι συμφωνίες διασύνδεσης αποτελούν τη σημαντικότερη μορφή συμφωνιών πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Οι κανόνες για την παροχή ανοικτού δικτύου (ONP) θεσπίζουν ένα βασικό πλαίσιο για τις συμφωνίες διασύνδεσης, η δε εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού πρέπει να εξετάζεται μέσα στο ακόλουθο πλαίσιο:

Οδηγία 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 117 της 7.5.1997, σ. 15) (οδηγία για την παροχή αδειών εκμετάλλευσης).

Οδηγία 97/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, σχετικά με τη διασύνδεση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα με εφαρμογή των αρχών της παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) (ΕΕ L 199 της 26.7.1997, σ. 32) (οδηγία για τη διασύνδεση).

Οδηγία 90/387/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω της εφαρμογής της παροχής ανοικτού δικτύου (Open Network Provision-ONP) (ΕΕ L 192 της 24.7.1990, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την τροποποίηση των οδηγιών 90/385/ΕΟΚ και 92/44/ΕΚ του Συμβουλίου με σκοπό την προσαρμογή τους στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του τηλεπικοινωνιακού τομέα (ΕΕ L 295 της 29.10.1977, σ. 23) (οδηγία - πλαίσιο).

Οδηγία 92/44/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου στις μισθωμένες γραμμές (ΕΕ L 165 της 19.6.1992, σ. 27) όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/51/ΕΚ (οδηγία για τις μισθωμένες γραμμές).

Οδηγία 95/62/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) στη φωνητική τηλεφωνία (ΕΕ L 321 της 30.12.1995, σ. 6) όπως αντικαταστάθηκε από την οδηγία 98/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) στη φωνητική τηλεφωνία και για την καθολική υπηρεσία για τις τηλεπικοινωνίες σε ανταγωνιστικό περιβάλλον (οδηγία για τη φωνητική τηλεφωνία).

Οδηγία 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 1) (οδηγία για την προστασία των δεδομένων).

(5) ΕΕ C 233 της 6.9.1991, σ. 2.

(6) Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, ιδίως:

- απόφαση 91/562/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 1991, Eirpage (ΕΕ L 306 της 7.11.1991, σ. 22),

- αποφάσεις 96/546/ΕΚ και 96/547/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 1996, Atlas και Phoenix (ΕΕ L 239 της 19.9.1996, σ. 57) και

- απόφαση 97/780/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 1997, Unisource (ΕΕ L 318 της 20.11.1997, σ. 1).

- Επίσης εκκρεμούν αρκετές υποθέσεις που συνδέονται με προβλήματα πρόσβασης.

(7) Πτυχές ανταγωνισμού των συμφωνιών διασύνδεσης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, Ιούνιος 1995. Πτυχές ανταγωνισμού της πρόσβασης παρεχόντων υπηρεσίες στους πόρους των φορέων εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιών, Δεκέμβριος 1995. Βλέπε επίσης πτυχές ανταγωνισμού στην τιμολόγηση της πρόσβασης, Δεκέμβριος 1995.

(8) Βλέπε Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής, της 31ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη σύγκλιση στους κλάδους των τηλεπικοινωνιών, των μέσων επικοινωνίας και των τεχνολογιών των πληροφοριών, καθώς και σχετικά με τις συνέπειες για τις κανονιστικές ρυθμίσεις-προσέγγιση υπό το πρίσμα της κοινωνίας των πληροφοριών COM(97) 623 - τελικό.

(9) Βλέπε απόφαση 97/838/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 1997, σχετικά με την ολοκλήρωση εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, των αποτελεσμάτων των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ για τις βασικές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, όσον αφορά θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της (ΕΕ L 347 της 18.12.1997, σ. 45).

(10) Στην περίπτωση της οδηγίας για τις μισθωμένες γραμμές ONP προβλέπεται το πρώτο στάδιο το οποίο επιτρέπει στο ζημιωθέντα χρήστη να προσφύγει στην εθνική αρμόδια για κανονιστικές ρυθμίσεις αρχή. Αυτό μπορεί να προσφέρει ορισμένα πλεονεκτήματα. Στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, όπου η εμπειρία απέδειξε ότι οι επιχειρήσεις συχνά διστάζουν να εμφανιστούν ως καταγγέλλοντες κατά του OT, από τον οποίο εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο για τη συγκεκριμένη διαφορά αλλά και γενικότερα υπό ευρεία έννοια, οι διαδικασίες που προβλέπονται βάσει της παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) αποτελούν ελκυστική εναλλακτική λύση. Επίσης, οι διαδικασίες ONP μπορούν να καλύψουν ευρύτερο πεδίο προβλημάτων πρόσβασης από ό,τι οι κανόνες του ανταγωνισμού. Τέλος, οι διαδικασίες αυτές μπορούν να προσφέρουν στους χρήστες το πλεονέκτημα της προσέγγισης και εξοικείωσης με τις εθνικές διοικητικές διαδικασίες 7 η γλώσσα αποτελεί επίσης παράγοντα που πρέπει να ληφθεί υπόψη.

Δυνάμει της οδηγίας για τις μισθωμένες γραμμές, εάν δεν μπορεί να εξευρεθεί καμία λύση σε εθνικό επίπεδο, προβλέπεται ένα δεύτερο στάδιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο (διαδικασία συνδιαλλαγής). Τότε τα μέρη θα πρέπει να συνάψουν συμφωνία εντός προθεσμίας δύο μηνών, που μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα με συμφωνία των μερών.

(11) Μια εθνική κανονιστική αρχή αποτελεί εθνικό φορέα κανονιστικού χαρακτήρα τηλεπικοινωνιών που δημιουργείται από ένα κράτος μέλος στο πλαίσιο των υπηρεσιών που προβλέπονται στην οδηγία, όπως τροποποιήθηκε, και στο πλαίσιο ONP. Ο κατάλογος των εθνικών κανονιστικών αρχών δημοσιεύεται περιοδικά στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Υπάρχει επίσης αντίγραφο στη θέση Ιντερνέτ http://www.ispo.cec.be.

(12) Άρθρα 9 και 17 της οδηγίας για τη διασύνδεση.

(13) Το άρθρο 7 της οδηγίας για τις υπηρεσίες και το άρθρο 5α της οδηγίας-πλαίσιο ONP. Βλέπε επίσης ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για το καθεστώς και την εφαρμογή της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ για τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ΕΕ C 275 της 20.10.1995, σ. 2 και επόμενες).

Βλέπε επίσης στην απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβριου 1995, υπόθεση C-91/94, Thierry Tranchant και Telephones Stores Sarl, Συλλογή 1995, Ι-3911.

(14) Οδηγία για τη διασύνδεση άρθρο 9 παράγραφος 3.

(15) Αποφάσεις του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων:

Υπόθεση Τ-24/90, Automec κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, ΙΙ-2223, σκέψη 77, και υπόθεση Τ-114/92, BEMIM, Συλλογή 1995, ΙΙ-147.

(16) Ανακοίνωση για τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ C 39 της 13.2.1993, σ. 6, σημείο 14).

Ανακοίνωση για τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού (ΕΕ C 313 της 15.10.1997, σ. 3).

(17) Υπόθεση 127/73, BRT κατά SABAM, Συλλογή 1974, σ. 51.

(18) Υπόθεση 66/86, Ahmed Saeed, Συλλογή 1989, σ. 838.

(19) Π.χ. δεν πρέπει να ενθαρρύνουν ή να ενισχύουν τα αποτελέσματα συμπεριφοράς που νοθεύει τον ανταγωνισμό:

- Ahmed Saeed, ανωτέρω υποσημείωση 18,

- υπόθεση 153/93, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Delta Schiffahrtsges., Συλλογή 1994, Ι-2517,

- υπόθεση 267/86, Van Eycke, Συλλογή 1988, σ. 4769.

(20) Υπόθεση 13/77, GB-Inno-BM/ATAB, Συλλογή 1977, σ. 2115, σκέψη 33: «αν και είναι αληθές ότι το άρθρο 86 αφορά τις επιχειρήσεις, είναι επίσης αληθές, ωστόσο, ότι η συνθήκη επιβάλλει στα κράτη μέλη το καθήκον να μην υιοθετούν ή να μη διατηρούν σε ισχύ μέτρα που να αποστερούν τη διάταξη από την αποτελεσματικότητά της».

(21) Για περαιτέρω δικαιώματα των εθνικών αρχών βλέπε:

υπόθεση 103/88, Fratelli Costanzo SpA, Συλλογή 1986, σ. 1839.

Βλέπε απόφαση Ahmed Saeed, ανωτέρω υποσημείωση 18: «Τα άρθρα 5 και 90 της συνθήκης έχουν την έννοια ότι i) δεν επιτρέπουν στις εθνικές αρχές να ευνοούν τη σύναψη συμφωνιών ως προς τους ναύλους αντίθετων προς το άρθρο 85 παράγραφος 1, ή ενδεχομένως, προς το άρθρο 86 της συνθήκης, ii) δεν επιτρέπουν την έγκριση, εκ μέρους των εν λόγω αρχών, ναύλων που απορρέουν από τέτοιες συμφωνίες».

(22) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6 και 9/90, Francovich, Συλλογή 1991, Ι-5357, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93, Brasserie de Pκcheur SA κατά Γερμανίας και υπόθεση C-48/93, Regina κατά Secretary of State for Transport; ex parte: Factortame Ltd και λοιπών, απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, Συλλογή 1996, Ι-1029.

(23) Βλέπε π.χ. αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας για τις μισθωμένες γραμμές και το άρθρο 9 παράγραφος 3 της οδηγίας για τη διασύνδεση ONP.

(24) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ L 257 της 21.9.1990, σ. 13).

(25) Κανονισμός αριθ. 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης (ΕΕ 13 της 21.2.1962, σ. 204/62).

(26) Άρθρο 2 και άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17.

(27) Άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 17.

(28) Άρθρο 3 και άρθρο 12 του κανονισμού 17.

(29) Υπόθεση 792/79R, Camera Care κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 119. Βλέπε επίσης υπόθεση Τ-44/90, La Cinq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, ΙΙ-1.

(30) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 16 της ανακοίνωσης που αναφέρεται παραπάνω στην υποσημείωση 16.

(31) Άρθρο 2 ή άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17.

(32) Camera Care και La Cinq όπως αναφέρεται στην υποσημείωση 29.

(33) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 16 της ανακοίνωσης που αναφέρεται στην υποσημείωση 16.

(34) Στην αιτιολογική σκέψη 8.

(35) Βλέπε Automec, σκέψη 86, υποσημείωση 15 ανωτέρω.

(36) BRT κατά SABAM, υποσημείωση 17.

(37) Άρθρο 9 παράγραφος 1 και άρθρο 3 της οδηγίας για τη διασύνδεση ONP.

(38) Υπόθεση 14/83, Von Colson, Συλλογή 1984, σ. 1891.

(39) Άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17.

(40) Άρθρο 15 παράγραφος 5 του κανονισμού αριθ. 17.

(41) Άρθρο 15 παράγραφος 6 του κανονισμού αριθ. 17.

(42) Άρθρο 6 στοιχείο γ) της οδηγίας για τη διασύνδεση ONP.

(43) Μεταξύ άλλων, στο άρθρο 9 της οδηγίας για τη διασύνδεση ONP.

(44) Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο καθορισμού των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65 παράγραφος 5 της συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ C 9 της 14.1.1998, σ. 3).

(45) Βλέπε υποσημείωση 22 ανωτέρω.

(46) EE C 372 της 9.12.1997, σ. 5.

(47) Η διασύνδεση ορίζεται στην οδηγία για τον πλήρη ανταγωνισμό ως: «. . . υλική και λογική σύνδεση των τηλεπικοινωνιακών εγκαταστάσεων των οργανισμών που παρέχουν τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ή/και τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, που επιτρέπει στους χρήστες ενός οργανισμού να επικοινωνούν με τους χρήστες του ίδιου ή άλλου οργανισμού ή να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες που παρέχουν τρίτοι οργανισμοί».

Στην οδηγία για τον πλήρη ανταγωνισμό και στις οδηγίες ONP, οι τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες ορίζονται ως: «υπηρεσίες των οποίων η παροχή συνίσταται εν όλω ή εν μέρει στη μετάδοση και στη δρομολόγηση σημάτων σε τηλεπικοινωνιακό δίκτυο».

Συνεπώς, περιλαμβάνει τη διαβίβαση τηλεοπτικών σημάτων και δικτύων CATV.

Το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο από την πλευρά του, ορίζεται ως: «. . . ο εξοπλισμός μετάδοσης και, κατά περίπτωση, ο εξοπλισμός μεταγωγής και άλλοι πόροι που επιτρέπουν τη μεταφορά σημάτων μεταξύ συγκεκριμένων τερματικών σημείων ενσύρματα, με ραδιοσήματα, με οπτικά ή άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα».

(48) Απόφαση 94/894/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1994, Eurotunnel (ΕΕ L 354 της 31.12.1994, σ. 66).

(49) Βλέπε κατευθυντήριες γραμμές, απιτολογικές σκέψεις 15 και 16, υποσημείωση 5 ανωτέρω.

(50) Απόφαση 82/896/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1982, BNIC/AROW (ΕΕ L 379 της 31.12.1982, σ. 1).

(51) Υποσημείωση 18 ανωτέρω.

(52) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-48 και 66/90, Κάτω Χώρες και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, I-565.

(53) Βλέπε υπόθεση Ahmed Saeed, υποσημείωση 18 ανωτέρω, όπου χρησιμοποιήθηκε η νομοθεσία της εσωτερικής αγοράς σχετικά με τα τιμολόγια, ως βοήθημα για να καθοριστεί ποιο επίπεδο τιμών πρέπει να θεωρηθεί μη δίκαιο για τους σκοπούς του άρθρου 86.

(54) Σε κάθε μια από τις αγορές αυτές, η Tetra Pak αντιμετώπιζε τους ίδιους δυνητικούς πελάτες και τους ίδιους πραγματικούς ανταγωνιστές.

Υπόθεση C-333/94 P, Tetra Pak International SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, I-5951.

(55) Βλέπε επίσης τον ορισμό που περιλαμβάνεται στη «συμπληρωματική ανάληψη υποχρέωσης για τις κανονιστικές αρχές εκ μέρους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους» που χρησιμοποιήθηκε από την ομάδα για τις βασικές τηλεπικοινωνίες στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της Παγκόσμιας Οργάνωσης Εμπορίου (ΠΟΕ):

«Βασικές διευκολύνσεις σημαίνει διευκολύνσεις ενός δημοσίου δικτύου μεταφοράς τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών οι οποίες

α) παρέχονται αποκλειστικά ή κυρίως από έναν μόνον ή περιορισμένο αριθμό προμηθευτών καιβ) δεν είναι εφικτό να υποκατασταθούν από οικονομική ή τεχνική άποψη για την παροχή μιας υπηρεσίας».

(56) Υπόθεση 6/72 Continental Can, Συλλογή 1973, σ. 215.

(57) Θα πρέπει να σημειωθεί σχετικά ότι, σύμφωνα με το πλαίσιο ONP, μια οργάνωση μπορεί να κοινοποιηθεί ως έχουσα σημαντική οικονομική θέση στην αγορά. Ο ορισμός κατά πόσον μια οργάνωση έχει ή δεν έχει σημαντική οικονομική θέση στην αγορά εξαρτάται από ορισμένους παράγοντες, αλλά η αρχική προϋπόθεση είναι ότι μια οργάνωση με μερίδιο αγοράς 25 % υπό ομαλές συνθήκες μπορεί να θεωρηθεί ως έχουσα σημαντική οικονομική θέση. Η Επιτροπή, κατά την εκτίμησή της δυνάμει των κανόνων του ανταγωνισμού, θα λαμβάνει υπόψη το κατά πόσον μια επιχείρηση έχει σημαντική οικονομική θέση σύμφωνα με τους κανόνες ONP. Πάντως, είναι σαφές ότι η έννοια της ισχύος στην αγορά εφαρμόζεται κατά κανόνα σε κατάσταση οικονομικής ισχύος σε αγορά λιγότερο σημαντική από εκείνη της δεσπόζουσας θέσης. Για τους λόγους αυτούς το γεγονός ότι μια επιχείρηση έχει ισχύ στην αγορά στο πλαίσιο των κανόνων ONP δεν θα συστήσει αυτομάτως τεκμήριο δεσπόζουσας θέσης, έστω και αν, σε δεδομένη περίπτωση θα μπορούσε αυτό να ισχύει. Πάντως, μια από τις βασικές ερωτήσεις που τίθενται για την εκτίμηση αυτή, είναι κατά πόσον ο ορισμός των αγορών ο οποίος χρησιμοποιείται στις διαδικασίες που διεξάγονται στο πλαίσιο ONP είναι κατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο των κανόνων του ανταγωνισμού.

(58) Υπόθεση 85/76, Hoffmann-La Roche, Συλλογή 1979, σ. 461. Απόφαση 89/113/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, Racal Decca (ΕΕ L 43 της 15.2.1989, σ. 27).

(59) Απόφαση 92/553/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1992, Nestlι/Perrier (ΕΕ L 356 της 5.12.1992, σ. 1).

(60) Είναι η συνηθέστερη περίπτωση.

(61) Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 6/73 και 7/73, Commercial Solvents κατά Επιτροπής, Συλλογή 1974, σ. 223 και υπόθεση 311/84 CBEM κατά CLT και IPB, Συλλογή 1985, σ. 3261.

(62) Υπόθεση C-62/86, AKZO κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-3359 και υπόθεση T-65/89 BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, II-389.

(63) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 14ης Νοεμβρίου 1996, στην υπόθεση C-333/94 P Tetra Pak International SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, I-5951. Στην τέταρτη αυτή υπόθεση, η εφαρμογή του άρθρου 86 μπορεί να αιτιολογηθεί μόνον από την ύπαρξη ειδικών συνθηκών (Tetra Pak, αιτιολογικές σκέψεις 29 και 30).

(64) Υπόθεση 85/76 Hoffmann-La Roche, Συλλογή 1979, σ. 461.

(65) Απόφαση 94/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1993, Sea Containers κατά Stena Sealink (ΕΕ L 15 της 18.1.1994, σ. 8).

Απόφαση 94/119/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του λιμένος Rψdby (ΕΕ L 55 της 26.2.1994, σ. 52).

(66) Βλέπε επίσης (μεταξύ άλλων):

Αποφάσεις του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου

Υποθέσεις 6 και 7/73, Commercial Solvents κατά Επιτροπής, Συλλογή 1974, σ. 223

Υπόθεση 311/84, Telemarketing, Συλλογή 1985, σ. 3261

Υπόθεση C-18/88 RTT κατά GB-Inno, Συλλογή 1991, I-5941

Υπόθεση C-260/89, Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση, Συλλογή 1991, I-2925

Υποθέσεις T-69, T-70 και T-76/89, RTE, BBC και ITP κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, II-485, 535, 575

Υπόθεση C-271/90, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή I-5833

Υποθέσεις C-241 και 242/91P, RTE και ITP Ltd κατά Επιτροπής (Magill), Συλλογή 1995, I-743.

Αποφάσεις της Επιτροπής:

76/185/ΕΚΑΧ, της 29ης Οκτωβρίου 1975, National Carbonizing Company (ΕΕ L 35 της 10.2.1976, σ. 6).

88/589/ΕΟΚ, της 4ης Νοεμβρίου 1988, London European/Sabena (ΕΕ L 317 της 24.11.1988, σ. 47).

92/213/ΕΟΚ, της 26ης Φεβρουαρίου 1992, British Midland κατά Aer Lingus (ΕΕ L 96 της 1.4.1992, σ. 34).

B& I κατά Sealink CMLR, (1992), αριθ. 5, σ. 255, Δελτίο ΕΚ, αριθ. 6 - 1992, σημείο 1.3.30.

(67) Δεν αρκεί να αποδειχθεί ότι ένας ανταγωνιστής χρειάζεται την πρόσβαση σε διευκόλυνση για να ανταγωνιστεί στην αγορά υπηρεσιών επομένων σταδίων. Για να καταστεί υποχρεωτική η πρόσβαση, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι είναι απαραίτητη για όλους, εκτός από εξαιρετικούς ανταγωνιστές.

(68) Όπως σημειώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 91.

(69) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 105.

(70) Υπόθεση 6 και 7/73, Commercial Solvents, Συλλογή 1974, σ. 223.

(71) Δηλαδή τη χρησιμοποίηση του δικτύου για να έλθουν σε επαφή με τους πελάτες τους.

(72) Αυτό εντάσσεται επίσης στο πλαίσιο ONP: βλέπε άρθρο 7 παράγραφος 4 της οδηγίας για τη διασύνδεση, άρθρο 12 παράγραφος 4 της οδηγίας για τη φωνητική τηλεφωνία και παράρτημα ΙΙ της οδηγίας πλαίσιο ONP.

(73) Συμπεριλαμβανομένων υπηρεσιών που είναι περιττές για τον αιτούντα πρόσβαση, ή ακόμα και υπηρεσιών που θα ήθελε να παρέχει ο ίδιος στους πελάτες του.

(74) Tetra Pak International SA κατά Επιτροπής, υποσημείωση 63 ανωτέρω.

(75) Ανακοίνωση της Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 1996 για τα κριτήρια αξιολόγησης εθνικών προγραμμάτων σχετικά με την κοστολόγηση και χρηματοδότηση καθολικής υπηρεσίας και τις κατευθυντήριες γραμμές για τη λειτουργία των προγραμμάτων αυτών θα είναι καθοριστικής σημασίας για το βαθμό στον οποίο μπορεί να γίνει χρήση της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας ώστε να αιτιολογηθούν οι επιβληθείσες τιμές [COM(96) 608]. Βλέπε επίσης τη μνεία σχετικά με την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας στην αιτιολογική σκέψη 59.

(76) Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1975 στην υπόθεση 26/75, General Motors Continental NV κατά Επιτροπής, Συλλογή 1975, σ. 1367, αιτιολογική σκέψη 12.

(77) Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1978, United Brands Company και United Brands Continental BV κατά Επιτροπής, Συλλογή 1978, σ. 207.

(78) Υπόθεση Ahmed Saeed, σκέψη 43, υποσημείωση 18 ανωτέρω.

(79) Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Μαΐου 1988 στην υπόθεση 30/87, Corinne Bodson κατά SA Pompes funιbres des regions libιrιes, Συλλογή 1988, σ. 2479. Βλέπε επίσης: Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1989, Franηois Lucazeau και λοιποί κατά Sociιtι des Auteurs, Compositeurs et Editeurs de Musique (SACEM) και λοιπών. Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 110/88, 241/88 και 242/88. Συλλογή 1989, σ. 2811, σκέψη 25: «Όταν μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιβάλει, για τις υπηρεσίες που παρέχει, τιμές αισθητά υψηλότερες από αυτές που εφαρμόζονται σε άλλα κράτη μέλη και όταν η σύγκριση των επιπέδων των τιμών έχει πραγματοποιηθεί επί ομοιομόρφου βάσεως, η διαφορά αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως ένδειξη καταχρήσεως της δεσπόζουσας θέσεως. Στην περίπτωση αυτή εναπόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να δικαιολογήσει τη διαφορά, επικαλούμενη αντικειμενικές διαφορές μεταξύ της καταστάσεως του οικείου κράτους μέλους και της καταστάσεως που επικρατεί σε όλα τα άλλα κράτη μέλη».

(80) Βλέπε κανόνες ONP και σύσταση της Επιτροπής σχετικά με τη διασύνδεση σε ελεύθερη αγορά τηλεπικοινωνιών [ΕΕ L 73 της 12.3.1998, σ. 42 (κείμενο της σύστασης) και ΕΕ C 84 της 19.3.1998, σ. 3 (ανακοίνωση σχετικά με τη σύσταση)].

(81) Π.χ. για τον υπολογισμό των τιμών διασύνδεσης.

(82) Βλέπε Akzo, υποσημείωση 62 ανωτέρω.

(83) Akzo, σκέψη 71.

(84) Απόφαση 88/518/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1988, Brown Napier/British Sugar (ΕΕ L 284 της 19.10.1988, σ. 41): το περιθώριο μεταξύ βιομηχανικής και λιανικής τιμής μειώθηκε σε σημείο που ο αγοραστής χονδρικής με κλάδο συσκευασίας εξίσου αποδοτικό με εκείνον του προμηθευτή χονδρικής, δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει επικερδώς τη λιανική αγορά. Βλέπε επίσης National Carbonising, υποσημείωση 66 ανωτέρω.

(85) Πάντως, όταν η ικανότητα υποδομής δεν χρησιμοποιείται πλήρως, η χρέωση διαφορετικών τιμών πρόσβασης που εξαρτάται από τις διάφορες αγορές επομένων σταδίων ενδέχεται να αιτιολογείται, στο βαθμό που μια τέτοια διαφοροποίηση επιτρέπει καλύτερη χρήση των υποδομών και καλύτερη ανάπτυξη ορισμένων αγορών, και όπου μια τέτοια διαφοροποίηση δεν περιορίζει ή στρεβλώνει τον ανταγωνισμό. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή θα αναλύει τις συνολικές επιπτώσεις μιας τέτοιας διαφοροποίησης τιμών σε όλες τις αγορές επομένων σταδίων.

(86) Υπόθεση C-310/93 P, BPB Industries PLC και British Gypsum Ltd κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, Ι-865, σ. 904, που αφορά διακρίσεις εκ μέρους της BPB μεταξύ των πελατών της στη συναφή αγορά ξηρού γύψου.

(87) Δηλαδή σε προτιμώμενο κατάλογο ανταποκριτών φορέων εκμετάλλευσης δικτύων.

(88) Απόφαση 94/663/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Σεπτεμβρίου 1994, Night Services (ΕΕ L 259 της 7.10.1994, σ. 20). Απόφαση 94/894/ΕΚ, υποσημείωση 48 ανωτέρω.

(89) Υπόθεση Τ-34/92, Fiatagri UK Ltd και New Holland Ford Ltd κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, ΙΙ-905. Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 1998 στην υπόθεση C-8/95 New Holland Ford κατά Επιτροπής (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στη Συλλογή).

Υπόθεση Τ-35/92, John Deere Ltd κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, ΙΙ-957.

Απόφαση της 28ης Μαΐου 1998 στην υπόθεση C-7/95 P, John Deere κατά Επιτροπής (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στη Συλλογή).

Υποθέσεις σχετικά με προσφυγές κατά απόφασης 92/157/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 1992, UK Agricultural Tractor Registration Exchange (ΕΕ L 68 της 13.3.1992, σ. 19).

(90) Υπόθεση 8/72, Vereniging van Cementhandelaaren κατά Επιτροπής, Συλλογή 1972, σ. 977.

Υπόθεση 123/85, Bureau National Interprofessionnel du Cognac κατά Clair, Συλλογή 1985, σ. 391.

(91) Υπόθεση 56/65, STM, Συλλογή 1966.

(92) Υπόθεση 193/83, Windsurfing International Inc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 611.

Top