Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02013R0575-20191225

    Consolidated text: Κανονισμοσ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του Συμβουλιου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2013/575/2019-12-25

    02013R0575 — EL — 25.12.2019 — 007.001


    Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

    ►B

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    της 26ης Ιουνίου 2013

    σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1)

    Τροποποιείται από:

     

     

    Επίσημη Εφημερίδα

      αριθ.

    σελίδα

    ημερομηνία

    ►M1

    ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/62 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 10ης Οκτωβρίου 2014

      L 11

    37

    17.1.2015

    ►M2

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2016/1014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 8ης Ιουνίου 2016

      L 171

    153

    29.6.2016

    ►M3

    ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/2188 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 11ης Αυγούστου 2017

      L 310

    1

    25.11.2017

    ►M4

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/2395 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 2017

      L 345

    27

    27.12.2017

    ►M5

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/2401 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 2017

      L 347

    1

    28.12.2017

     M6

    ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2018/405 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 21ης Νοεμβρίου 2017

      L 74

    3

    16.3.2018

    ►M7

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/630 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Απριλίου 2019

      L 111

    4

    25.4.2019

    ►M8

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/876 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Μαΐου 2019

      L 150

    1

    7.6.2019

    ►M9

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2033 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Νοεμβρίου 2019

      L 314

    1

    5.12.2019


    Διορθώνεται από:

    ►C1

    Διορθωτικό, ΕΕ L 208, 2.8.2013, σ.  68 (575/2013)

    ►C2

    Διορθωτικό, ΕΕ L 321, 30.11.2013, σ.  6 (575/2013)

    ►C3

    Διορθωτικό, ΕΕ L 020, 25.1.2017, σ.  3 (575/2013)




    ▼B

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    της 26ης Ιουνίου 2013

    σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ



    ΤΙΤΛΟΣ I

    ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

    ▼M8

    Άρθρο 1

    Πεδίο εφαρμογής

    Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες που αφορούν τις γενικές προληπτικές απαιτήσεις που τα ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εποπτεύονται δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ πρέπει να τηρούν σε σχέση με τα κατωτέρω στοιχεία:

    α) 

    απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αφορούν πλήρως ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία πιστωτικού κινδύνου, κινδύνου αγοράς, λειτουργικού κινδύνου, κινδύνου διακανονισμού και μόχλευσης,

    β) 

    απαιτήσεις περιορισμού των μεγάλων ανοιγμάτων,

    γ) 

    απαιτήσεις ρευστότητας που αφορούν πλήρως ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία κινδύνου ρευστότητας,

    δ) 

    απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σχετικά με τα στοιχεία α), β) και γ),

    ε) 

    απαιτήσεις δημοσιοποίησης.

    Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες που αφορούν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τις απαιτήσεις επιλέξιμων υποχρεώσεων, με τις οποίες θα πρέπει να συμμορφώνονται οι οντότητες εξυγίανσης που αποτελούν παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (G-SII) ή μέρος των G-SII και οι σημαντικές θυγατρικές των G-SII εκτός ΕΕ.

    Ο παρών κανονισμός δεν διέπει τις απαιτήσεις δημοσίευσης για τις αρμόδιες αρχές στον τομέα της προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας των ιδρυμάτων όπως ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

    Άρθρο 2

    Εποπτικές εξουσίες

    1.  Για τον σκοπό της διασφάλισης της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις εξουσίες και ακολουθούν τις διαδικασίες που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον παρόντα κανονισμό.

    2.  Για τον σκοπό της διασφάλισης της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τις εξουσίες και ακολουθούν τις διαδικασίες που ορίζονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 ) και στον παρόντα κανονισμό.

    3.  Για τον σκοπό της διασφάλισης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που αφορούν ίδια κεφάλαια και τις απαιτήσεις που αφορούν επιλέξιμες υποχρεώσεις, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται.

    4.  Για τον σκοπό της διασφάλισης της συμμόρφωσης στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, που ιδρύεται με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ), και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε ό,τι αφορά ζητήματα σχετικά με τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου ( 3 ), διασφαλίζουν την τακτική και αξιόπιστη ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών.

    ▼B

    Άρθρο 3

    Εφαρμογή αυστηρότερων απαιτήσεων από τα ιδρύματα

    Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα ιδρύματα να διατηρούν ίδια κεφάλαια και συνιστώσες τους που υπερβαίνουν αυτά που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό ή να εφαρμόζουν μέτρα αυστηρότερα από τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό.

    Άρθρο 4

    Ορισμοί

    1.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1) 

    ως «πιστωτικό ίδρυμα» νοείται η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό,

    2) 

    ως «επιχείρηση επενδύσεων» νοείται το πρόσωπο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, το οποίο υπόκειται στις απαιτήσεις που επιβάλλει η εν λόγω οδηγία, εκτός από:

    α) 

    τα πιστωτικά ιδρύματα,

    β) 

    τις τοπικές επιχειρήσεις,

    γ) 

    τις εταιρείες που δεν είναι αδειοδοτημένες να παρέχουν την παρεπόμενη υπηρεσία που αναφέρεται στο παράρτημα Ι τμήμα B σημείο (1) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, οι οποίες παρέχουν μόνο μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία (1), (2), (4) και (5) της εν λόγω οδηγίας και οι οποίες δεν επιτρέπεται να κρατούν χρήματα ή τίτλους που ανήκουν στους πελάτες τους και οι οποίες, για αυτόν τον λόγο, δεν μπορούν σε καμία χρονική στιγμή να εμφανίζουν οφειλές έναντι αυτών των πελατών,

    3) 

    ως «ίδρυμα» νοείται πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων,

    4) 

    ως «τοπική επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση η οποία πραγματοποιεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε αγορές χρηματοπιστωτικών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή δικαιωμάτων προαίρεσης ή άλλων παράγωγων μέσων και σε αγορές μετρητών με αποκλειστικό σκοπό την αντιστάθμιση θέσεων σε αγορές παράγωγων μέσων ή η οποία πραγματοποιεί συναλλαγές για λογαριασμό άλλων μελών των εν λόγω αγορών και καλύπτεται από την εγγύηση εκκαθαριστικών μελών των ίδιων αγορών, όπου η ευθύνη για την εξασφάλιση της εκτέλεσης των συμβάσεων τέτοιων επιχειρήσεων αναλαμβάνεται από εκκαθαριστικά μέλη των ίδιων αγορών,

    5) 

    ως «ασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η ασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) ( 4 ),

    6) 

    ως «αντασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η αντασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 4) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    ▼M8

    7) 

    ως «οργανισμός συλλογικών επενδύσεων» ή «ΟΣΕ» νοείται ένας ΟΣΕΚΑ όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5 ), ή ένας οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ), όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6 ),

    ▼B

    8) 

    ως «οντότητα του δημόσιου τομέα» νοείται διοικητικός μη εμπορικός οργανισμός υπεύθυνος έναντι κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών ή έναντι αρχών που ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές, ή μη εμπορική επιχείρηση που ανήκει ή έχει ιδρυθεί και τελεί υπό την αιγίδα κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών και που έχει ειδικές εγγυητικές ρυθμίσεις, και μπορεί να περιλαμβάνει αυτοδιοικούμενους φορείς, η λειτουργία των οποίων διέπεται από νόμο και οι οποίοι βρίσκονται υπό δημόσια εποπτεία,

    9) 

    ως «διοικητικό όργανο» νοείται το διοικητικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 7) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    10) 

    ως «ανώτερα διοικητικά στελέχη» νοούνται τα ανώτερα διοικητικά στελέχη όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 9) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    11) 

    ως «συστημικός κίνδυνος» νοείται ο συστημικός κίνδυνος όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 10) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    12) 

    ως «κίνδυνος του υποδείγματος» νοείται ο κίνδυνος του υποδείγματος όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 11) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    ▼M5

    13) 

    ως «μεταβιβάζουσα οντότητα» νοείται σ μεταβιβάζουσα οντότητα όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 ( 7 ),

    14) 

    ως «ανάδοχη οντότητα» νοείται ανάδοχη οντότητα όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 5) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,

    ▼M5

    14α) 

    ως «αρχικός δανειστής» νοείται ο αρχικός δανειστής όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,

    ▼B

    15) 

    ως «μητρική επιχείρηση» νοείται:

    α) 

    η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,

    β) 

    για τους σκοπούς του τμήματος ΙΙ των κεφαλαίων 3 και 4 των τίτλων VΙΙ και VIII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καθώς και του μέρους V του παρόντος κανονισμού, η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση η οποία ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή επί άλλης επιχείρησης,

    16) 

    ως «θυγατρική» νοείται:

    α) 

    η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,

    β) 

    η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση επί της οποίας η μητρική επιχείρηση ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή.

    Οι θυγατρικές θυγατρικών θεωρούνται επίσης θυγατρικές της επιχείρησης που είναι η αρχική τους μητρική επιχείρηση,

    17) 

    ως «υποκατάστημα» νοείται ο τόπος επιχείρησης νομικώς εξαρτώμενης από ίδρυμα, η οποία διενεργεί άμεσα, όλες ή ορισμένες από τις συναλλαγές που εντάσσονται στις δραστηριότητες των ιδρυμάτων,

    18) 

    ως «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών» νοείται η επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση περιουσίας, στη διαχείριση υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων ή σε παρεμφερή δραστηριότητα επικουρικής φύσης ως προς την κύρια δραστηριότητα ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων,

    ►C2  19) 

    ως «εταιρεία διαχείρισης» νοείται η εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 5) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ ή ο ΔΟΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, περιλαμβανομένων, εάν δεν προβλέπεται άλλως, οντοτήτων τρίτων χωρών που διεξάγουν παρόμοιες δραστηριότητες και υπόκεινται στο δίκαιο τρίτης χώρας ◄ που εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που εφαρμόζονται στην Ένωση,

    ▼M8

    20) 

    ως «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» νοείται ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα οι θυγατρικές του οποίου είναι, αποκλειστικώς ή κυρίως, ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, και το οποίο δεν είναι μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών· οι θυγατρικές ενός χρηματοδοτικού ιδρύματος είναι κυρίως ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όταν τουλάχιστον μια εξ αυτών είναι ίδρυμα και όταν πάνω από το 50 % του μετοχικού κεφαλαίου, των ενοποιημένων στοιχείων του ενεργητικού, των εσόδων, του προσωπικού ή άλλου δείκτη του χρηματοδοτικού ιδρύματος που θεωρείται συναφής από την αρμόδια αρχή, συνδέεται με θυγατρικές που είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα,

    ▼B

    21) 

    ως «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» νοείται η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ,

    22) 

    ως «μικτή εταιρεία συμμετοχών» νοείται η μητρική εταιρεία η οποία δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή ίδρυμα ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και μεταξύ των θυγατρικών της οποίας περιλαμβάνεται ένα τουλάχιστον ίδρυμα,

    23) 

    ως «ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» νοείται η ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 3) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    24) 

    ως «αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» νοείται η αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 6) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    25) 

    ως «αναγνωρισμένη επιχείρηση επενδύσεων τρίτων χωρών» νοείται η επιχείρηση η οποία πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της Ένωσης, θα καλυπτόταν από τον ορισμό της επιχείρησης επενδύσεων,

    β) 

    έχει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα,

    γ) 

    υπόκειται σε και οφείλει να τηρεί κανόνες προληπτικής εποπτείας που θεωρούνται από τις αρμόδιες αρχές ως τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με τους κανόνες που θεσπίζει ο παρών κανονισμός ή η οδηγία 2013/36/ΕΕ,

    ▼M8

    26) 

    ως «χρηματοδοτικό ίδρυμα» νοείται μια επιχείρηση πλην ιδρύματος και πλην αμιγώς βιομηχανικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2 έως 12 και στο σημείο 15 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των ιδρυμάτων πληρωμών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 4) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8 ), και των εταιρειών διαχείρισης, αλλά αποκλειομένων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας όπως ορίζονται, αντίστοιχα, στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    ▼B

    27) 

    ως «οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα» νοείται οποιοσδήποτε από τους κατωτέρω φορείς:

    α) 

    ίδρυμα,

    β) 

    χρηματοδοτικό ίδρυμα,

    γ) 

    επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη χρηματοοικονομική κατάσταση ενός ιδρύματος,

    δ) 

    ασφαλιστική επιχείρηση,

    ε) 

    ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας,

    στ) 

    αντασφαλιστική επιχείρηση,

    ζ) 

    αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας,

    ▼C2

    η) 

    ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου όπως ορίζεται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    ▼C2

    ▼B

    ια) 

    επιχείρηση που εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας,

    ιβ) 

    επιχείρηση τρίτης χώρας με κύρια δραστηριότητα συγκρίσιμη με οποιαδήποτε από τις οντότητες των στοιχείων α) έως ια),

    ▼M8

    28) 

    ως «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος» νοείται το ίδρυμα εντός κράτους μέλους το οποίο διαθέτει ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών ως θυγατρική ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, και το οποίο δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος,

    ▼B

    29) 

    ως «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» νοείται το μητρικό ίδρυμα εντός κράτους μέλους, το οποίο δεν αποτελεί θυγατρική άλλου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος,

    ▼M8

    29α) 

    ως «μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» νοείται το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο είναι επιχείρηση επενδύσεων,

    29β) 

    ως «μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ» νοείται το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, το οποίο είναι επιχείρηση επενδύσεων,

    29γ) 

    ως «μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος» νοείται το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο είναι ένα πιστωτικό ίδρυμα,

    29δ) 

    ως «μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» νοείται το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, το οποίο είναι πιστωτικό ίδρυμα,

    ▼B

    30) 

    ως «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» νοείται μια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος,

    31) 

    ως «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» νοείται η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εντός κράτους μέλους η οποία δεν αποτελεί θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος,

    32) 

    ως «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» νοείται μια μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος, ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος,

    33) 

    ως «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» νοείται η μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εντός κράτους μέλους η οποία δεν αποτελεί θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος,

    34) 

    ως «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» ή «CCP» νοείται ο CCP όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012,

    35) 

    ως «συμμετοχή» νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια της πρώτης πρότασης του άρθρου 17 της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών ( 9 ), ή η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·

    36) 

    ως «ειδική συμμετοχή» νοείται η άμεση ή έμμεση κατοχή κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ή που καθιστά δυνατή την άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής,

    37) 

    ως «έλεγχος» νοείται η σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, ως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή τα λογιστικά πρότυπα στα οποία υπόκειται ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1606/2002 ή παρεμφερής σχέση μεταξύ κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης,

    38) 

    ως «στενοί δεσμοί» νοείται η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους με έναν από τους κάτωθι τρόπους:

    α) 

    συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας, άμεσης ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή ανώτερου ποσοστού των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,

    β) 

    έλεγχος,

    γ) 

    η κατάσταση κατά την οποία αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται σταθερά με το αυτό τρίτο πρόσωπο μέσω ελέγχου,

    39) 

    ως «ομάδα συνδεδεμένων πελατών» νοείται ένα εκ των εξής:

    α) 

    δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, τα οποία, πλην αντιθέτου αποδείξεως, συνιστούν ενιαίο κίνδυνο, διότι το ένα ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, το άλλο ή τα άλλα,

    β) 

    δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει σχέση ελέγχου κατά την έννοια του στοιχείου α), αλλά τα οποία θεωρούνται ως αποτελούντα έναν ενιαίο κίνδυνο διότι συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο που, εάν ένα από αυτά αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικά προβλήματα, και ιδίως δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής, το άλλο ή όλα τα άλλα πιθανόν να αντιμετωπίσουν επίσης δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής.

    Κατά παρέκκλιση των στοιχείων α) και β), σε περίπτωση που μια κεντρική κυβέρνηση ελέγχει άμεσα ή διασυνδέεται άμεσα με περισσότερα από ένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, το σύνολο που αποτελείται από την κεντρική κυβέρνηση και όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτή σύμφωνα με το στοιχείο α) ή διασυνδέονται με αυτή σύμφωνα με το στοιχείο β) μπορεί να θεωρείται ότι δε συνιστά ομάδα συνδεδεμένων πελατών. Αντιθέτως, η ύπαρξη ομάδας συνδεδεμένων πελατών που σχηματίζεται από την κεντρική κυβέρνηση και λοιπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να αξιολογηθεί χωριστά για κάθε ένα από τα πρόσωπα που ελέγχονται άμεσα από αυτή σύμφωνα με το στοιχείο α) ή διασυνδέονται άμεσα με αυτή σύμφωνα με το στοιχείο β) και για το σύνολο των φυσικών και νομικών προσώπων που ελέγχονται από το εν λόγω πρόσωπο σύμφωνα με το στοιχείο α) ή διασυνδέονται με το εν λόγω πρόσωπο σύμφωνα με το στοιχείο β), συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής κυβέρνησης. Το ίδιο ισχύει και σε περιπτώσεις περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 115 παράγραφος 2.

    ▼M8

    Δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο στοιχείο α) ή β) λόγω του άμεσου ανοίγματός τους έναντι του ίδιου κεντρικού αντισυμβαλλόμενου για σκοπούς δραστηριοτήτων εκκαθάρισης δεν θεωρούνται ότι συνιστούν ομάδα συνδεδεμένων πελατών,

    ▼B

    40) 

    ως «αρμόδια αρχή» νοείται η δημόσια αρχή ή το όργανο που έχουν επίσημα αναγνωριστεί από το εθνικό δίκαιο και έχουν εξουσιοδοτηθεί βάσει του εθνικού δικαίου να εποπτεύουν ιδρύματα ως υπαγόμενα στο σύστημα εποπτείας που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος μέλος,

    ▼M8

    41) 

    ως «αρχή ενοποιημένης εποπτείας» νοείται η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    ▼B

    42) 

    ως «άδεια λειτουργίας» νοείται μια πράξη, οποιασδήποτε μορφής, των αρχών, από την οποία απορρέει το δικαίωμα άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας,

    43) 

    ως «κράτος μέλος προέλευσης» νοείται το κράτος μέλος όπου έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σε ίδρυμα,

    44) 

    ως «κράτος μέλος υποδοχής» νοείται το κράτος μέλος όπου ίδρυμα έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες,

    45) 

    ως «κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ» νοούνται οι εθνικές κεντρικές τράπεζες που είναι μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ),

    46) 

    ως «κεντρικές τράπεζες» νοούνται οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών,

    47) 

    ως «ενοποιημένη κατάσταση» νοείται η κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 2 σε ένα ίδρυμα, ως εάν το εν λόγω ίδρυμα αποτελούσε ένα ενιαίο ίδρυμα από κοινού με μία ή περισσότερες άλλες οντότητες,

    48) 

    ως «ενοποιημένη βάση» νοείται η βάση της ενοποιημένης κατάστασης,

    49) 

    «υποενοποιημένη βάση» σημαίνει βάσει της ενοποιημένης κατάστασης μητρικού ιδρύματος, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν περιλαμβάνει υποομάδα οντοτήτων ή βάσει της ενοποιημένης κατάστασης μητρικού ιδρύματος, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτης χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν είναι το τελικό μητρικό ίδρυμα, η τελική μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η τελική μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών,

    50) 

    ως «χρηματοοικονομικό μέσο» νοείται οποιοδήποτε από τα κατωτέρω στοιχεία:

    α) 

    η σύμβαση από την οποία προκύπτει ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο ενεργητικού για το ένα συμβαλλόμενο μέρος και ένα χρηματοπιστωτικό στοιχείο παθητικού ή ιδίου κεφαλαίου για το έτερο συμβαλλόμενο μέρος,

    β) 

    μέσο που ορίζεται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,

    γ) 

    ένα παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο,

    δ) 

    ένα πρωτογενές χρηματοοικονομικό μέσο,

    ε) 

    ένα μέσο σε μετρητά.

    Τα μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) είναι χρηματοοικονομικά μέσα μόνο εάν η αξία τους προκύπτει από την τιμή υποκείμενου χρηματοοικονομικά μέσου ή από την τιμή άλλου υποκείμενου στοιχείου, ποσοστού ή δείκτη,

    51) 

    ως «αρχικό κεφάλαιο» νοούνται το ποσό και τα είδη των ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για τα πιστωτικά ιδρύματα και στον τίτλο IV της εν λόγω οδηγίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων,

    52) 

    ως «λειτουργικός κίνδυνος» νοείται ο κίνδυνος ζημιών οφειλόμενων στην ανεπάρκεια ή την αποτυχία εσωτερικών διαδικασιών, ατόμων και συστημάτων ή σε εξωτερικά γεγονότα και περιλαμβάνει τον νομικό κίνδυνο,

    53) 

    ως «κίνδυνος απομείωσης της αξίας εισπρακτέων» νοείται ο κίνδυνος ότι ένα εισπρακτέο ποσό θα μειωθεί με πίστωση μετρητών ή άλλου είδους προς τον οφειλέτη,

    54) 

    ως «πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης» ή «PD» νοείται η πιθανότητα αθέτησης ενός αντισυμβαλλομένου σε περίοδο ενός έτους,

    55) 

    ως «ζημία λόγω αθέτησης» ή «LGD» νοείται ο λόγος της ζημίας από άνοιγμα εξαιτίας της αθέτησης υποχρεώσεων εκ μέρους ενός αντισυμβαλλομένου προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο κατά τον χρόνο της αθέτησης,

    56) 

    ως «συντελεστής μετατροπής» νοείται ο λόγος του μη αναληφθέντος μέρους μιας πιστοδότησης, το οποίο θα μπορούσε να αναληφθεί και το οποίο, ως εκ τούτου, θα ήταν ανεξόφλητο σε περίπτωση αθέτησης, προς το επί του παρόντος μη αναληφθέν μέρος της πιστοδότησης αυτής, όπου η έκταση της πιστοδότησης καθορίζεται από το εγκεκριμένο όριο, εκτός αν το μη εγκεκριμένο όριο είναι μεγαλύτερο,

    57) 

    ως «τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου» νοείται η μέθοδος που εφαρμόζει ένα ίδρυμα προκειμένου να μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ένα ή περισσότερα ανοίγματα που εξακολουθεί να διατηρεί το εν λόγω ίδρυμα,

    58) 

    ως «χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία» νοείται η τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου όταν η μείωση του πιστωτικού κινδύνου ενός χρηματοδοτικού ανοίγματος ενός ιδρύματος απορρέει από το δικαίωμα του εν λόγω ιδρύματος – σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλομένου ή επέλευσης άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών συμβάντων που έχουν σχέση με τον αντισυμβαλλόμενο – να προβεί στη ρευστοποίηση ή να επιτύχει τη μεταβίβαση ή την κατάσχεση ή την παρακράτηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων ή ποσών, ή να μειώσει το ποσό του ανοίγματος ή να το αντικαταστήσει με το ποσό της διαφοράς μεταξύ του ύψους του ανοίγματος και του ύψους μιας υποχρέωσης του ιδρύματος,

    59) 

    ως «μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία» νοείται η τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου όπου η μείωση του πιστωτικού κινδύνου ενός χρηματοδοτικού ανοίγματος ενός ιδρύματος απορρέει από την υποχρέωση τρίτου να καταβάλει ένα ποσό σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων του δανειολήπτη ή από την επέλευση άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών συμβάντων,

    60) 

    ως «μέσο εξομοιούμενο με μετρητά» νοείται ένα πιστοποιητικό καταθέσεων, ομόλογο, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων, ή άλλο μέσο μη μειωμένης εξασφάλισης, το οποίο έχει εκδοθεί από ίδρυμα, έχει ήδη καταβληθεί στο σύνολό του στο ίδρυμα και επιστρέφεται άνευ όρων από το ίδρυμα στην ονομαστική του αξία,

    ▼M5

    61) 

    ως «τιτλοποίηση» νοείται τιτλοποίηση όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,

    62) 

    ως «θέση τιτλοποίησης» νοείται θέση τιτλοποίησης όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 19) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,

    63) 

    ως «επανατιτλοποίηση» νοείται επανατιτλοποίηση όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 4) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,

    ▼B

    64) 

    ως «θέση επανατιτλοποίησης» νοείται ένα άνοιγμα σε επανατιτλοποίηση,

    65) 

    ως «πιστωτική ενίσχυση» νοείται η συμβατική ρύθμιση με την οποία η πιστωτική ποιότητα της θέσης σε μια τιτλοποίηση βελτιώνεται σε σχέση με ό,τι θα ήταν χωρίς την ενίσχυση, περιλαμβανομένης της ενίσχυσης που παρέχουν περισσότερα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας τμήματα τιτλοποίησης (junior tranches) και άλλα είδη πιστωτικής προστασίας,

    ▼M5

    66) 

    ως «οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση» ή «ΟΕΣΤ» νοείται οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση ή ΟΕΣΤ όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,

    67) 

    ως «τμήμα τιτλοποίησης» νοείται σ τμήμα τιτλοποίησης όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 6) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,

    ▼B

    68) 

    ως «αποτίμηση με τιμές αγοράς» νοείται η αποτίμηση θέσεων σε τιμές ρευστοποίησης άμεσα διαθέσιμες και προερχόμενες από ανεξάρτητη πηγή, όπως τιμές χρηματιστηρίου, τιμές διαθέσιμες από ηλεκτρονικές πηγές και τιμές πρόθεσης συναλλαγής προερχόμενες από περισσότερες ανεξάρτητες και αξιόπιστες χρηματιστηριακούς διαμεσολαβητές,

    69) 

    ως «αποτίμηση βάσει υποδείγματος» νοείται κάθε αποτίμηση η οποία πρέπει να γίνει με τη μέθοδο της συγκριτικής αξιολόγησης ή της προβολής ή να υπολογισθεί άλλως με βάση ένα ή περισσότερα δεδομένα της αγοράς,

    70) 

    ως «ανεξάρτητη επαλήθευση τιμών» νοείται η διαδικασία με την οποία οι τιμές αγοράς ή τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την αποτίμηση βάσει υποδείγματος υποβάλλονται σε τακτικό έλεγχο της ακρίβειας και ανεξαρτησίας τους,

    ▼C2

    71) 

    ως «αποδεκτό κεφάλαιο» νοούνται τα ακόλουθα:

    α) 

    για τους σκοπούς του τίτλου ΙΙΙ του δεύτερου μέρους, νοείται το σύνολο των κατωτέρω:

    i) 

    κεφάλαιο της κατηγορίας 1, όπως αναφέρεται στο άρθρο 25, χωρίς να εφαρμόζεται η αφαίρεση στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημείο i),

    ii) 

    κεφάλαιο της κατηγορίας 2, όπως αναφέρεται στο άρθρο 71, που είναι ίσο ή λιγότερο από το ένα τρίτο του κεφαλαίου της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο i) του παρόντος στοιχείου,

    β) 

    ▼M8

    για τους σκοπούς του άρθρου 97, νοείται το σύνολο των κατωτέρω:

    ▼C2

    i) 

    κεφάλαιο της κατηγορίας 1, όπως αναφέρεται στο άρθρο 25,

    ii) 

    κεφάλαιο της κατηγορίας 2, όπως αναφέρεται στο άρθρο 71, που είναι ίσο ή λιγότερο από το ένα τρίτο του κεφαλαίου της κατηγορίας 1,

    ▼B

    72) 

    ως «αναγνωρισμένα χρηματιστήρια» νοούνται τα χρηματιστήρια που πληρούν σωρευτικά τα κάτωθι κριτήρια:

    ▼M8

    α) 

    είναι ρυθμιζόμενες αγορές ή αγορές τρίτης χώρας που θεωρούνται ισοδύναμες με ρυθμιζόμενες αγορές σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ),

    ▼B

    β) 

    έχουν μηχανισμό εκκαθάρισης βάσει του οποίου οι συμβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα II υπόκεινται σε καθημερινές απαιτήσεις περιθωρίου ασφάλισης οι οποίες, σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές, παρέχουν επαρκή προστασία,

    73) 

    ως «προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές» νοούνται προσαυξημένες συνταξιοδοτικές παροχές που χορηγούνται σε προαιρετική βάση από το ίδρυμα σε εργαζόμενο, ως μέρος του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών του, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν τις δεδουλευμένες παροχές που αποδίδονται σε εργαζόμενο δυνάμει των όρων του εταιρικού συνταξιοδοτικού προγράμματος,

    74) 

    ως «αξία του ενυπόθηκου ακινήτου» νοείται η αξία ακινήτου ως αποτιμάται κατόπιν προσεκτικής εκτίμησης της μελλοντικής εμπορευσιμότητάς του, λαμβάνοντας υπόψη τα μακροχρόνια διατηρήσιμα χαρακτηριστικά του, τις κανονικές και τις τοπικές συνθήκες της αγοράς, την τρέχουσα χρήση του ακινήτου και τις ενδεχόμενες εναλλακτικές χρήσεις του,

    75) 

    ως «ακίνητο κατοικίας» νοείται η κατοικία που καταλαμβάνει ο ιδιοκτήτης ή ο μισθωτής αυτής, περιλαμβανομένου του δικαιώματος διαμονής σε διαμέρισμα σε οικιστικούς συνεταιρισμούς που βρίσκονται στη Σουηδία,

    76) 

    ως «αγοραία αξία», για τους σκοπούς της ακίνητης περιουσίας, νοείται το εκτιμώμενο ποσό έναντι του οποίου θα ανταλλασσόταν το ακίνητο κατά την ημέρα της αποτίμησης μεταξύ ενός ενδιαφερόμενου αγοραστή και ενός ενδιαφερόμενου πωλητή, οι οποίοι συναλλάσσονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού μετά από κατάλληλη εμπορική διαπραγμάτευση και ενεργούν έκαστος εν πλήρη γνώσει, με σύνεση και χωρίς καταναγκασμό,

    77) 

    ως «εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο» νοούνται τα λογιστικά πρότυπα στα οποία υπόκειται το ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 ή της οδηγίας αριθ. 86/635/ΕΟΚ,

    78) 

    ως «ποσοστό αθέτησης ενός έτους» νοείται η αναλογία μεταξύ του αριθμού των αθετήσεων υποχρέωσης που επήλθαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που αρχίζει ένα έτος πριν από μια ημερομηνία Τ και του αριθμού των οφειλετών που εμπίπτουν στην εν λόγω βαθμίδα ή ομάδα ένα έτος πριν από την ως άνω ημερομηνία,

    79) 

    ως «κερδοσκοπική χρηματοδότηση ακίνητης περιουσίας» νοούνται τα δάνεια για την αγορά ή την ανάπτυξη ή κατασκευή επί οικοπέδου, τα οποία αφορούν ακίνητη περιουσία ή παρόμοια περιουσία, με στόχο την επαναπώληση με σκοπό το κέρδος,

    80) 

    ως «χρηματοδότηση του εμπορίου» νοείται η χρημαδότηση, περιλαμβανομένων των εγγυήσεων, που συνδέεται με την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μέσω χρηματοπιστωτικών προϊόντων ορισμένης βραχυπρόθεσμης ληκτότητας, κατά κανόνα μικρότερης του ενός έτους, χωρίς αυτόματη αναχρηματοδότηση,

    81) 

    ως «επισήμως στηριζόμενες εξαγωγικές πιστώσεις» νοούνται τα δάνεια ή οι πιστώσεις για τη χρηματοδότηση της εξαγωγής αγαθών και υπηρεσιών για τα οποία παρέχονται εγγυήσεις, ασφάλιση ή άμεση χρηματοδότηση από επίσημο οργανισμό εξαγωγικών πιστώσεων,

    ▼C2

    82) 

    ως «συμφωνία πώλησης και επαναγοράς» και «συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης» νοείται κάθε συμφωνία βάσει της οποίας ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενός του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν τίτλο κυριότητας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και όπου η εγγύηση αυτή έχει εκδοθεί από αναγνωρισμένο χρηματιστήριο που κατέχει τα δικαιώματα επί των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων και η συμφωνία δεν επιτρέπει σε ένα ίδρυμα να μεταβιβάσει ή ενεχυριάσει ένα συγκεκριμένο τίτλο ή βασικό εμπόρευμα σε πλείονες του ενός αντισυμβαλλομένους ταυτόχρονα, υπό την προϋπόθεση της δέσμευσης επαναγοράς τους — ή επαναγοράς υποκατάστατων τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων με τα αυτά χαρακτηριστικά — σε καθορισμένη τιμή και συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, που ορίζεται ή πρόκειται να ορισθεί από τον μεταβιβάζοντα, όπου η συμφωνία για το ίδρυμα που πωλεί τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα είναι συμφωνία πώλησης και επαναγοράς, για δε το ίδρυμα που τους αγοράζει συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης,

    ▼B

    83) 

    ως «πράξη επαναγοράς» νοείται κάθε πράξη που διέπεται από «συμφωνία πώλησης και επαναγοράς» ή «συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης»,

    84) 

    ως «απλή συμφωνία πώλησης και επαναγοράς» νοείται η πράξη πώλησης και επαναγοράς για ένα μόνο στοιχείο περιουσίας ή για παρόμοια μη περίπλοκα στοιχεία περιουσίας, κατ’ αντιδιαστολή προς μια ομάδα στοιχείων ενεργητικού,

    85) 

    ως «θέσεις που κατέχονται με σκοπό τη διαπραγμάτευση» νοούνται οι εξής:

    α) 

    οι για ίδιο λογαριασμό κατεχόμενες θέσεις και οι θέσεις που προκύπτουν από εξυπηρέτηση πελατών και δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης,

    β) 

    οι θέσεις που πρόκειται να επαναπωληθούν βραχυπρόθεσμα,

    γ) 

    οι θέσεις που έχουν στόχο την αποκόμιση κέρδους από πραγματικές ή αναμενόμενες βραχυπρόθεσμες αποκλίσεις μεταξύ των τιμών αγοράς και των τιμών πώλησης ή από άλλου είδους διακυμάνσεις των τιμών ή των επιτοκίων,

    ▼M8

    86) 

    ως «χαρτοφυλάκιο συναλλαγών» νοείται το σύνολο των θέσεων σε χρηματοοικονομικά μέσα και βασικά εμπορεύματα οι οποίες κατέχονται από ένα ίδρυμα είτε με σκοπό τη συναλλαγή, είτε με σκοπό την αντιστάθμιση θέσεων που κατέχονται με σκοπό τη διαπραγμάτευση σύμφωνα με το άρθρο 104,

    ▼B

    87) 

    ως «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» νοείται ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 15) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,

    88) 

    ως «αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» νοείται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 είτε έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού,

    89) 

    ως «κεφάλαιο εκκαθάρισης» νοείται το κεφάλαιο που καθορίζεται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και αξιοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 45 του εν λόγω κανονισμού,

    90) 

    ως «προκαταβεβλημένη συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου» νοείται η συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου η οποία καταβάλλεται από ίδρυμα,

    ▼M8

    91) 

    ως «συναλλακτικό άνοιγμα» νοείται το τρέχον άνοιγμα, συμπεριλαμβανομένου του περιθωρίου μεταβλητότητας που οφείλεται στο εκκαθαριστικό μέλος αλλά δεν έχει ακόμα ληφθεί, και οποιοδήποτε δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα εκκαθαριστικού μέλους ή πελάτη προς κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, το οποίο προκύπτει από συμβάσεις και συναλλαγές που παρατίθενται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 στοιχεία α), β και γ), καθώς και το αρχικό περιθώριο ασφάλειας,

    ▼B

    92) 

    ως «ρυθμιζόμενες αγορές» νοούνται οι ρυθμιζόμενες αγορές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 14) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,

    93) 

    ως «μόχλευση» νοείται το σχετικό μέγεθος των στοιχείων ενεργητικού ενός ιδρύματος, των υποχρεώσεων εκτός ισολογισμού και των ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς πληρωμή, προς παράδοση ή προς παροχή εγγύησης, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων από ληφθείσα χρηματοδότηση, αναληφθείσες δεσμεύσεις, παράγωγα μέσα και συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς, αλλά εξαιρουμένων των υποχρεώσεων που μπορούν να εκτελεστούν μόνο στο πλαίσιο της εκκαθάρισης ενός ιδρύματος, συγκρινόμενα με τα ίδια κεφάλαια του εν λόγω ιδρύματος,

    94) 

    ως «κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης» νοείται ο κίνδυνος που απορρέει από τον ευάλωτο χαρακτήρα ιδρύματος λόγω μόχλευσης ή ενδεχόμενης μόχλευσης που ενδέχεται να απαιτεί ακούσια διορθωτικά μέτρα στο επιχειρηματικό σχέδιό του, περιλαμβανομένης της υπό πίεση πώλησης στοιχείων ενεργητικού που μπορεί να οδηγήσει σε ζημίες ή σε αναπροσαρμογές της αξίας των λοιπών στοιχείων του ενεργητικού του,

    95) 

    ως «προσαρμογή πιστωτικού κινδύνου» νοείται το ποσό ειδικών και γενικών προβλέψεων ζημιών από δάνεια για πιστωτικούς κινδύνους, που αναγνωρίζεται στις οικονομικές καταστάσεις του ιδρύματος σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο,

    ▼M8

    96) 

    ως «εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου» νοείται η θέση η οποία αντισταθμίζει σημαντικά τις συνιστώσες στοιχείων κινδύνου μεταξύ μιας θέσης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και μιας ή περισσότερων θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή μεταξύ δύο μονάδων διαπραγμάτευσης,

    ▼B

    97) 

    ως «υποχρέωση αναφοράς» νοείται η υποχρέωση που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της αξίας διακανονισμού με χρηματικά διαθέσιμα ενός πιστωτικού παράγωγου,

    98) 

    ως «εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων» ή «ΕΟΠΑ» νοείται ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ή πιστοποιημένος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ( 11 ) ή η κεντρική τράπεζα η οποία εκδίδει πιστωτικές διαβαθμίσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009,

    99) 

    ως «καθορισμένος ΕΟΠΑ» νοείται ο ΕΟΠΑ που έχει καθορισθεί από ίδρυμα,

    100) 

    ο όρος «συσσωρευμένα λοιπά συνολικά έσοδα» έχει την ίδια έννοια με αυτή του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου (ΔΛΠ) 1, ως ισχύει δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002,

    101) 

    ως «βασικά ίδια κεφάλαια» νοούνται τα ίδια κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 88 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    102) 

    ως «ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 1 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας,

    103) 

    ως «πρόσθετα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 1 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας και εφόσον η συμπερίληψη των ως άνω στοιχείων περιορίζεται από τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που ψηφίζονται σύμφωνα με το άρθρο 99 της ανωτέρω οδηγίας,

    104) 

    ως «ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 2» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 2 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας,

    105) 

    ως «ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 3» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 3 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας,

    106) 

    ο όρος «αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις» έχει την ίδια έννοια με αυτή του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    107) 

    ως «αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία» νοούνται οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις η μελλοντική αξία των οποίων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε περίπτωση που το ίδρυμα παραγάγει φορολογήσιμο κέρδος στο μέλλον,

    108) 

    ο όρος «αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις» έχει την ίδια έννοια με αυτή του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    109) 

    ως «περιουσιακά στοιχεία συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών» νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία ενός συνταξιοδοτικού ταμείου ή συνταξιοδοτικού προγράμματος προκαθορισμένων παροχών, ανάλογα με την περίπτωση, υπολογισμένα μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων του ίδιου ταμείου ή προγράμματος,

    110) 

    ως «διανομές» νοείται η πληρωμή μερισμάτων ή τόκου οποιασδήποτε μορφής,

    111) 

    ο όρος «χρηματοπιστωτική επιχείρηση» έχει την ίδια έννοια με αυτή του άρθρου 13 σημείο 25) στοιχεία β) και δ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

    112) 

    ο όρος «κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους» έχει την ίδια έννοια με αυτή του άρθρου 38 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ,

    113) 

    ο όρος «υπεραξία» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    114) 

    ως «έμμεση συμμετοχή» νοείται κάθε άνοιγμα σε ενδιάμεση οντότητα η οποία έχει άνοιγμα σε κεφαλαιακά μέσα εκδοθέντα από οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα όπου, σε περίπτωση μόνιμης διαγραφής των κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, η επακόλουθη ζημία του ιδρύματος δεν θα διέφερε ουσιαστικά από τη ζημία που θα συνεπαγόταν για το ίδρυμα άμεση συμμετοχή σε αυτά τα κεφαλαιακά μέσα που έχει εκδώσει η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα,

    115) 

    ο όρος «άυλα στοιχεία ενεργητικού» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου και περιλαμβάνει την υπεραξία,

    116) 

    ως «άλλα κεφαλαιακά μέσα» νοούνται τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα που δεν είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 ή ως ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1, πρόσθετα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1, ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 2 ή ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 3,

    117) 

    ως «λοιπά αποθεματικά» νοούνται τα αποθεματικά κατά την έννοια του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού προτύπου, εξαιρουμένων τυχόν ποσών που περιλαμβάνονται ήδη στο λοιπό συνολικό συσσωρευμένο εισόδημα ή στα αδιανέμητα κέρδη,

    118) 

    ως «ίδια κεφάλαια» νοείται το άθροισμα του κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της Κατηγορίας 2,

    119) 

    ως «μέσα ιδίων κεφαλαίων» νοούνται τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από το ίδρυμα και χαρακτηρίζονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2,

    120) 

    ως «δικαίωμα μειοψηφίας» νοείται το ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 θυγατρικής ή ιδρύματος που αποδίδεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν αυτών που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης του ιδρύματος,

    121) 

    ο όρος «κέρδος» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    122) 

    ως «αμοιβαία συμμετοχή» νοείται η συμμετοχή ιδρύματος στα μέσα ιδίων κεφαλαίων ή σε άλλα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα εφόσον οι εν λόγω οντότητες κατέχουν επίσης μέσα ιδίων κεφαλαίων εκδοθέντα από το ίδρυμα,

    123) 

    ως «κέρδη εις νέον» νοούνται τα αποτελέσματα που μεταφέρονται στην επόμενη περίοδο κατόπιν της τελικής εφαρμογής των αποτελεσμάτων δυνάμει των ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    124) 

    ο όρος «διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    125) 

    ο όρος «προσωρινές διαφορές» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    126) 

    ως «σύνθετη συμμετοχή» νοείται επένδυση ιδρύματος σε χρηματοοιιονομικό μέσο η αξία του οποίου συνδέεται άμεσα με την αξία των κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα,

    127) 

    ως «συνεγγυητικό σύστημα» νοείται το σύστημα που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    ▼M8

    α) 

    τα ιδρύματα εμπίπτουν στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 ή συνδέονται μόνιμα με δίκτυο σε κεντρικό οργανισμό,

    ▼B

    β) 

    τα ιδρύματα είναι πλήρως ενοποιημένα σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ) ή το άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ υπάγονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ιδρύματος που αποτελεί μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του παρόντος κανονισμού και υπόκεινται σε απαίτηση ιδίων κεφαλαίων,

    γ) 

    το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και οι θυγατρικές του είναι εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος και υπόκεινται σε άδεια λειτουργίας και εποπτεία από την ίδια αρμόδια αρχή,

    δ) 

    το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και οι θυγατρικές του έχουν συμφωνήσει σε μια συμβατική ή θεσμική ρύθμιση ευθύνης που προστατεύει τα εν λόγω ιδρύματα και εξασφαλίζει ιδιαίτερα τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητά τους, προκειμένου να αποφεύγεται η χρεοκοπία στις περιπτώσεις όπου τούτο καθίσταται αναγκαίο,

    ε) 

    υφίστανται διευθετήσεις για την εξασφάλιση ταχείας παροχής χρηματοδοτικών μέσων από άποψη κεφαλαίου και ρευστότητας, εφόσον καταστεί αναγκαίο, βάσει της συμβατικής ή θεσμικής ρύθμισης του στοιχείου δ),

    στ) 

    η επάρκεια των ρυθμίσεων που αναφέρονται στα στοιχεία δ) και ε) παρακολουθείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από την αρμόδια αρχή,

    ζ) 

    η ελάχιστη περίοδος προειδοποίησης για εθελοντική έξοδο μιας θυγατρικής από τη ρύθμιση ευθύνης είναι 10 χρόνια,

    η) 

    η αρμόδια αρχή διαθέτει την εξουσία να απαγορεύει την εθελοντική έξοδο μιας θυγατρικής από την ρύθμιση ευθύνης,

    ▼M8

    128) 

    ως «διανεμητέα στοιχεία» νοούνται το ποσό των κερδών του τελευταίου οικονομικού έτους, προσαυξημένο κατά τα κέρδη που έχουν μεταφερθεί από την τελευταία χρήση και τα αποθεματικά που είναι διαθέσιμα για τον σκοπό αυτό, προ των διανομών στους κατόχους των μέσων ιδίων κεφαλαίων, μειωμένα κατά το ποσό των ζημιών που έχουν μεταφερθεί από προηγούμενες χρήσεις, κέρδη τα οποία δεν διανέμονται δυνάμει της ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας ή κανονισμών του ιδρύματος και ποσά που έχουν τοποθετηθεί σε αποθεματικά που δεν διανέμονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή το καταστατικό του ιδρύματος, σε κάθε περίπτωση σχετικά με τη συγκεκριμένη κατηγορία μέσων ιδίων κεφαλαίων την οποία αφορούν η ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία, οι εσωτερικοί κανονισμοί ή το καταστατικό· τα εν λόγω κέρδη, οι ζημίες και τα αποθεματικά προσδιορίζονται βάσει των ατομικών λογαριασμών του ιδρύματος και όχι βάσει των ενοποιημένων λογαριασμών,

    ▼M5

    129) 

    ως «διαχειριστής» νοείται ο διαχειριστής όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 13) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,

    ▼M8

    130) 

    ως «αρχή εξυγίανσης» νοείται η αρχή εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

    131) 

    ως «οντότητα εξυγίανσης» νοείται η οντότητα εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83α) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

    132) 

    ως «όμιλος εξυγίανσης» νοείται ο όμιλος εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

    133) 

    ως «παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα» ή «G-SII» νοείται ένα G-SII που έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    134) 

    ως «παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ» ή «G-SII εκτός ΕΕ» νοείται ένας παγκόσμιος συστημικώς σημαντικός τραπεζικός όμιλος ή τράπεζα (G-SIB) που δεν είναι G-SII και που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των G-SIB, που δημοσιεύεται από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο οποίος ενημερώνεται τακτικά,

    135) 

    ως «σημαντική θυγατρική» νοείται η θυγατρική που σε ατομική ή ενοποιημένη βάση πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    η θυγατρική κατέχει περισσότερο από το 5 % των ενοποιημένων σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού της αρχικής μητρικής επιχείρησης,

    β) 

    η θυγατρική αντιπροσωπεύει πάνω από το 5 % του συνόλου του εισοδήματος εκμετάλλευσης της αρχικής μητρικής επιχείρησης,

    γ) 

    το μέτρο του συνολικού ανοίγματος, που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού, της θυγατρικής υπερβαίνει το 5 % του μέτρου του ενοποιημένου συνολικού ανοίγματος της αρχικής μητρικής επιχείρησης,

    για τον σκοπό του προσδιορισμού της σημαντικής θυγατρικής, όταν εφαρμόζεται το άρθρο 21β παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι δύο ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις στην ΕΕ λογίζονται ως μία θυγατρική βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους,

    136) 

    ως «οντότητα G-SII» νοείται μια οντότητα με νομική προσωπικότητα που αποτελεί ίδρυμα G-SII ή αποτελεί μέρος ενός G-SII ή ενός G-SII εκτός ΕΕ,

    137) 

    ως «εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα» νοείται εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 57) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

    138) 

    ως «όμιλος»: νοείται ένας όμιλος επιχειρήσεων, εκ των οποίων η μία τουλάχιστον είναι ίδρυμα και αποτελείται από μια μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, ή από επιχειρήσεις που σχετίζονται μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12 ),

    139) 

    ως «συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων» νοείται μια συναλλαγή επαναγοράς, μια συναλλαγή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ή μια πράξη δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,

    140) 

    ως «αρχικό περιθώριο» ή «ΙΜ» νοείται κάθε εξασφάλιση, εκτός από το περιθώριο μεταβλητότητας, που εισπράττεται ή παρέχεται σε μια οντότητα προκειμένου να καλύψει το τρέχον και το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα συναλλαγής ή χαρτοφυλακίου συναλλαγών στο διάστημα που απαιτείται για τη ρευστοποίηση των εν λόγω συναλλαγών, ή για την εκ νέου αντιστάθμιση του κινδύνου αγοράς, λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλόμενου στη συναλλαγή ή στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

    141) 

    ως «κίνδυνος αγοράς» νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από τις μεταβολές των τιμών της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή των τιμών των βασικών προϊόντων,

    142) 

    ως «κίνδυνος συναλλάγματος» νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από τις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών,

    143) 

    ως «κίνδυνος βασικού εμπορεύματος» νοείται ο κίνδυνος ζημιών που προκύπτουν από τις μεταβολές των τιμών των βασικών προϊόντων,

    144) 

    ως «μονάδα διαπραγμάτευσης» νοείται μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα διαπραγματευτών η οποία συγκροτείται από το ίδρυμα, προκειμένου να διαχειρίζονται από κοινού ένα χαρτοφυλάκιο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σύμφωνα με μια σαφώς καθορισμένη και συνεκτική επιχειρηματική στρατηγική και η οποία λειτουργεί στο πλαίσιο της ίδιας δομής διαχείρισης των κινδύνων,

    145) 

    «μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα»: το ίδρυμα το οποίο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    δεν πρόκειται για μεγάλο ίδρυμα,

    β) 

    η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού του σε ατομική βάση ή, κατά περίπτωση, σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ είναι κατά μέσο όρο ίση ή μικρότερη από το όριο των 5 δισεκατομμυρίων EUR στη διάρκεια της τετραετούς περιόδου αμέσως πριν από την τρέχουσα ετήσια περίοδο αναφοράς. Τα κράτη μέλη μπορούν να μειώσουν αυτό το όριο,

    γ) 

    δεν υπόκειται σε οποιεσδήποτε υποχρεώσεις ούτε υπόκειται σε απλουστευμένες υποχρεώσεις, όσον αφορά τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και της εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,

    δ) 

    οι δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του χαρακτηρίζονται ως μικρής κλίμακας σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1,

    ε) 

    η συνολική αξία των θέσεων παραγώγων τις οποίες κατέχει με σκοπό τη διαπραγμάτευση δεν υπερβαίνει το 2 % του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού του εντός και εκτός ισολογισμού, και η συνολική αξία του συνόλου των θέσεων παραγώγων του δεν υπερβαίνει το 5 %, ο δε υπολογισμός αμφότερων των τιμών πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 273α παράγραφος 3,

    στ) 

    πάνω από το 75 % των ενοποιημένων συνολικών στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεών τους, εξαιρουμένων, και στις δύο περιπτώσεις, των εντός ομίλου ανοιγμάτων, αφορούν δραστηριότητες με αντισυμβαλλομένους που βρίσκονται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

    ζ) 

    δεν χρησιμοποιεί εσωτερικά μοντέλα για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εξαιρουμένων των θυγατρικών που χρησιμοποιούν εσωτερικά μοντέλα τα οποία έχουν αναπτυχθεί στο επίπεδο του ομίλου, με την προϋπόθεση ότι ο όμιλος υπόκειται στις απαιτήσεις δημοσιοποίησης που ορίζονται στο άρθρο 433α ή 433γ σε ενοποιημένη βάση,

    η) 

    δεν έχει κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή ένσταση για τον χαρακτηρισμό του ως μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα,

    θ) 

    η αρμόδια αρχή δεν έχει αποφασίσει ότι το ίδρυμα δεν πρέπει να θεωρείται μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα με βάση ανάλυση του μεγέθους, της διασυνδεσιμότητας, της πολυπλοκότητας ή των χαρακτηριστικών του κινδύνου του,

    146) 

    «μεγάλο ίδρυμα»: το ίδρυμα το οποίο πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    είναι «G-SII»),

    β) 

    έχει προσδιοριστεί ως άλλο συστημικά σημαντικό ίδρυμα («O-SII»), σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφοι 1 και 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    γ) 

    είναι, στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένο, ένα από τα τρία μεγαλύτερα ιδρύματα ως προς τη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού,

    δ) 

    η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του σε ατομική βάση ή, κατά περίπτωση, με βάση την ενοποιημένη του κατάσταση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ, είναι ίση με 30 δισεκατομμύρια EUR τουλάχιστον,

    147) 

    ως «μεγάλη θυγατρική» νοείται η θυγατρική η οποία θεωρείται μεγάλο ίδρυμα,

    148) 

    ως «μη εισηγμένο ίδρυμα» νοείται το ίδρυμα το οποίο δεν έχει εκδώσει τίτλους που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά οποιουδήποτε κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 21) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

    149) 

    ως «οικονομική έκθεση» νοείται, για τους σκοπούς του όγδοου μέρους, οικονομική έκθεση κατά την έννοια των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 13 ).

    ▼B

    ►C2  2.  Όταν στον παρόντα κανονισμό γίνεται αναφορά σε ακίνητη περιουσία, ακίνητα κατοικίας ή εμπορικά ακίνητα ή σε υποθήκη επί της περιουσίας αυτής, περιλαμβάνει τις μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν σύμφωνα με τον φινλανδικό νόμο περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να επιτρέπουν τη μεταχείριση των μετοχών που συνιστούν ισοδύναμη έμμεση κατοχή ακινήτου ως άμεσης κατοχής ακινήτου, εάν ◄ αυτή η έμμεση κατοχή ρυθμίζεται ρητά στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους και, όταν έχει δοθεί ως εξασφάλιση, προσφέρει ισοδύναμη προστασία στους πιστωτές.

    3.  Η χρηματοδότηση του εμπορίου όπως αναφέρεται στην παράγραφο σημείο 80) είναι κατά κανόνα αδέσμευτη και απαιτεί τα δέοντα δικαιολογητικά συναλλαγής για κάθε αίτημα ανάληψης πίστωσης, με δυνατότητα άρνησης της χρηματοδότησης σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα ή τα δικαιολογητικά της συναλλαγής. Η αποπληρωμή ανοιγμάτων χρηματοδότησης του εμπορίου συνήθως δεν εξαρτάται από τον δανειολήπτη, αντιθέτως, τα κεφάλαια προέρχονται συνήθως από το ρευστό που λαμβάνεται από εισαγωγείς ή προκύπτουν από την πώληση των υποκείμενων προϊόντων.

    ▼M8

    4.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει σε ποιες περιπτώσεις πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημείο 39).

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ▼B

    Άρθρο 5

    Ορισμοί που ισχύουν για κεφαλαιακές απαιτήσεις για πιστωτικό κίνδυνο

    Για τους σκοπούς του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1) 

    ως «άνοιγμα» ή «χρηματοδοτικό άνοιγμα» νοείται ένα στοιχείο ενεργητικού ή ένα στοιχείο εκτός ισολογισμού,

    2) 

    ως «ζημία» νοείται η οικονομική ζημία, περιλαμβανομένων σημαντικών μειωτικών επιδράσεων και σημαντικών άμεσων και έμμεσων δαπανών συνδεόμενων με την είσπραξη ποσών στο πλαίσιο ενός μέσου,

    3) 

    ως «αναμενόμενη ζημία» ή «EL» νοείται ο λόγος της αναμενόμενης ζημίας από άνοιγμα λόγω δυνητικής αθέτησης υποχρεώσεων από μέρους ενός αντισυμβαλλομένου ή λόγω απομείωσης της αξίας εισπρακτέων σε περίοδο ενός έτους προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο κατά τον χρόνο της αθέτησης.



    ΤΙΤΛΟΣ II

    ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ



    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Εφαρμογή των απαιτήσεων σε ατομική βάση

    Άρθρο 6

    Γενικές αρχές

    1.  Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο δεύτερο έως πέμπτο μέρος και στο όγδοο μέρος σε ατομική βάση.

    ▼M8

    1α.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μόνο τα ιδρύματα που έχουν προσδιοριστεί ως οντότητες εξυγίανσης, που συνιστούν επίσης G-SII ή αποτελούν μέρος ενός G-SII και τα οποία δεν διαθέτουν θυγατρικές συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 92α, σε ατομική βάση.

    Οι σημαντικές θυγατρικές ενός G-SII εκτός ΕΕ συμμορφώνονται με το άρθρο 92β σε ατομική βάση, εφόσον πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    δεν είναι οντότητες εξυγίανσης,

    β) 

    δεν έχουν θυγατρικές,

    γ) 

    δεν είναι θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ.

    ▼C2

    2.  Κανένα ίδρυμα το οποίο αποτελεί είτε θυγατρική στο κράτος μέλος στο οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται είτε μητρική επιχείρηση, καθώς και κανένα ίδρυμα που περιλαμβάνεται στην ενοποίηση δυνάμει του άρθρου 18, δεν απαιτείται να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 89, 90 και 91, σε ατομική βάση.

    3.  Κανένα ίδρυμα που αποτελεί είτε μητρική είτε θυγατρική επιχείρηση, καθώς και κανένα ίδρυμα που περιλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18, δεν απαιτείται να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο όγδοο μέρος, σε ατομική βάση.

    ▼B

    4.  Πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων που διαθέτουν άδεια παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και των δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα A σημεία (3) και (6) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έκτο μέρος, σε ατομική βάση. Εν αναμονή της έκθεσης της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 508 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο έκτο μέρος λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων.

    5.  Τα ιδρύματα, εκτός από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 και στο άρθρο 96 παράγραφος 1 και τα ιδρύματα ως προς τα οποία οι αρμόδιες αρχές έχουν ασκήσει το δικαίωμα παρέκκλισης του άρθρου 7 παράγραφος 1 ή 3, συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έβδομο μέρος, σε ατομική βάση.

    Άρθρο 7

    Παρέκκλιση από την εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση

    1.  Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να μην εφαρμόσουν το άρθρο 6 παράγραφος 1 σε θυγατρική ιδρύματος εφόσον τόσο η θυγατρική όσο και το ίδρυμα έχουν άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από το οικείο κράτος μέλος και η θυγατρική περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία του ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση, και εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που ακολουθούν, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια κατανέμονται επαρκώς μεταξύ μητρικής επιχείρησης και θυγατρικής:

    α) 

    δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση,

    β) 

    είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι,

    γ) 

    οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική,

    δ) 

    η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.

    2.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφόσον η μητρική επιχείρηση αποτελεί χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών συσταθείσα στο ίδιο κράτος μέλος με το ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι υπόκειται στην ίδια εποπτεία με τα ιδρύματα και ιδίως στα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1.

    3.  Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να μην εφαρμόσουν το άρθρο 6 παράγραφος 1, σε μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος, εφόσον το εν λόγω ίδρυμα έχει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από το οικείο κράτος μέλος και περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία και εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που ακολουθούν, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια κατανέμονται επαρκώς μεταξύ μητρικής επιχείρησης και θυγατρικών:

    α) 

    δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων προς το μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος,

    β) 

    οι διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου των κινδύνων που αφορούν την ενοποιημένη εποπτεία καλύπτουν το μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος.

    Η αρμόδια αρχή που προσφεύγει στην παρούσα παράγραφο ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών.

    Άρθρο 8

    Παρέκκλιση από την εφαρμογή των απαιτήσεων για την κάλυψη κινδύνων ρευστότητας σε ατομική βάση

    1.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν πλήρως ή εν μέρει ένα ίδρυμα και όλες ή κάποιες εκ των θυγατρικών του στην Ένωση από την εφαρμογή του έκτου μέρους και τις εποπτεύουν ως αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας εφόσον πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    το μητρικό ίδρυμα σε ενοποιημένη βάση ή το θυγατρικό ίδρυμα σε υποενοποιημένη βάση συνάδει με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έκτο μέρος,

    β) 

    το μητρικό ίδρυμα σε ενοποιημένη βάση ή το θυγατρικό ίδρυμα σε υποενοποιημένη βάση παρακολουθεί και εποπτεύει ανά πάσα στιγμή τις θέσεις ρευστότητας όλων των ιδρυμάτων του ομίλου ή της οντότητας τα οποία υπόκεινται στην απαλλαγή και εξασφαλίζει επαρκή ρευστότητα για όλα αυτά τα ιδρύματα,

    γ) 

    τα ιδρύματα έχουν συνάψει συμβάσεις προς ικανοποίηση των αρμόδιων αρχών, που προβλέπουν την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων μεταξύ τους και τους επιτρέπουν να πληρούν τις μεμονωμένες και κοινές υποχρεώσεις τους όταν καθίστανται ληξιπρόθεσμες,

    δ) 

    δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την εκπλήρωση των συμβάσεων που αναφέρονται στο στοιχείο γ).

    Έως την 1η Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τυχόν νομικά εμπόδια ικανά να καταστήσουν αδύνατη την εφαρμογή του στοιχείου γ) της πρώτης παραγράφου και καλείται να υποβάλει νομοθετική πρόταση, κατά το δέον, έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, για την άρση των εμποδίων αυτών.

    2.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν πλήρως ή εν μέρει ένα ίδρυμα και όλες ή κάποιες εκ των θυγατρικών του από την εφαρμογή του έκτου μέρους, εφόσον όλα τα ιδρύματα της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας έχουν άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος και με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι στην παράγραφο 1.

    3.  Σε περίπτωση που τα ιδρύματα της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας έχουν άδεια λειτουργίας σε περισσότερα κράτη μέλη, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνο μετά την τήρηση της διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 21 και μόνο σε ιδρύματα των οποίων οι αρμόδιες αρχές συμφωνούν σχετικά με τα κατωτέρω στοιχεία:

    α) 

    την αξιολόγησή τους όσον αφορά τη συμμόρφωση του οργανισμού και την αντιμετώπιση του κινδύνου ρευστότητας κατά τους όρους του άρθρου 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για ολόκληρη την αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας,

    β) 

    την κατανομή των ποσών, την τοποθεσία και την ιδιοκτησία των απαιτούμενων ρευστών διαθεσίμων που πρέπει να κατέχει η αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας,

    γ) 

    τον καθορισμό των ελάχιστων ποσών των ρευστών διαθεσίμων που πρέπει να κατέχουν τα ιδρύματα τα οποία θα απαλλαγούν από την εφαρμογή του έκτου μέρους,

    δ) 

    την ανάγκη αυστηρότερων παραμέτρων από αυτές που προβλέπονται στο έκτο μέρος,

    ε) 

    την απεριόριστη ανταλλαγή ολοκληρωμένων πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών,

    στ) 

    την απόλυτη κατανόηση των επιπτώσεων αυτής της απαλλαγής.

    ►C2  4.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόσουν τις παραγράφους 1, 2 και 3 σε ιδρύματα που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7, εφόσον ικανοποιούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται εκεί, καθώς και σε άλλα ιδρύματα που συνδέονται κατά το άρθρο 113 παράγραφος 6, εφόσον ικανοποιούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο. ◄ Σε αυτή την περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν ένα από τα ιδρύματα που υπόκεινται στην απαλλαγή, το οποίο πρέπει να πληροί το έκτο μέρος, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης όλων των ιδρυμάτων της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας.

    5.  Σε περίπτωση που μια απαλλαγή έχει χορηγηθεί δυνάμει της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 2, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόσουν το άρθρο 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή μέρη αυτού, στο επίπεδο αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, και να ανακαλέσουν την εφαρμογή του άρθρου 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή μερών αυτού, σε ατομική βάση.

    Άρθρο 9

    Μέθοδος μερικής ενοποίησης

    1.  Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 144 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν, κατά περίπτωση, σε μητρικά ιδρύματα να συμπεριλάβουν στον υπολογισμό των απαιτήσεών τους δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1, τις θυγατρικές τους εκείνες που ανταποκρίνονται στα κριτήρια του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και των οποίων τα ουσιώδη ανοίγματα ή οι ουσιώδεις υποχρεώσεις είναι έναντι των εν λόγω μητρικών ιδρυμάτων.

    2.  Η δυνατότητα που καθορίζεται στην παράγραφο 1 επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το μητρικό ίδρυμα τεκμηριώνει στις αρμόδιες αρχές τις συνθήκες και τις ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των νομικών ρυθμίσεων, χάρις στις οποίες δεν υφίσταται και δεν προβλέπεται ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα στην άμεσημεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων που οφείλονται από τη θυγατρική προς τη μητρική επιχείρηση.

    3.  Εάν μια αρμόδια αρχή κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πρέπει να ενημερώνει τακτικά και τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 1 και τις συνθήκες και τις ρυθμίσεις της παραγράφου 2. Εάν η θυγατρική βρίσκεται σε τρίτη χώρα, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν τις ίδιες πληροφορίες και στις αρμόδιες αρχές της χώρας αυτής.

    Άρθρο 10

    Απαλλαγή για πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό

    1.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εν μέρει ή πλήρως, να απαλλάσσουν από την εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στο δεύτερο έως όγδοο μέρος ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος, που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο αυτό κράτος μέλος, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    οι υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού και των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν αποτελούν αλληλέγγυες υποχρεώσεις ή οι υποχρεώσεις των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν τον κεντρικό οργανισμό καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού οργανισμού,

    β) 

    η φερεγγυότητα και η ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν παρακολουθούνται στο σύνολό τους βάσει ενοποιημένων λογαριασμών των εν λόγω ιδρυμάτων,

    γ) 

    η διοίκηση του κεντρικού οργανισμού έχει τη δυνατότητα να εκδίδει οδηγίες προς τη διοίκηση των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν.

    ▼C2

    Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν και να αξιοποιούν την ισχύουσα εθνική νομοθεσία όσον αφορά την εφαρμογή της απαλλαγής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εφόσον δεν συγκρούεται με τον παρόντα κανονισμό ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

    ▼B

    2.  Εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 και εφόσον τα ιδρύματα που συνδέονται με τον κεντρικό οργανισμό εγγυώνται πλήρως τα στοιχεία του παθητικού ή τις υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν τον κεντρικό οργανισμό από την εφαρμογή του δεύτερου έως όγδοου μέρους σε ατομική βάση.



    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Εποπτική ενοποίηση



    Τμήμα Ι

    Εφαρμογή των απαιτήσεων σε ενοποιημένη βάση

    Άρθρο 11

    Γενική αντιμετώπιση

    1.  Τα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος μητρικά ιδρύματα συμμορφώνονται, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 18, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο δεύτερο έως τέταρτο μέρος και στο έβδομο μέρος, βάσει της ενοποιημένης τους κατάστασης. Οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές τους, υπαγόμενες στον παρόντα κανονισμό, διαμορφώνουν την κατάλληλη οργανωτική διάρθρωση και τους κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα απαιτούμενα στοιχεία ενοποίησης υποβάλλονται σε δέουσα επεξεργασία και διαβιβάζονται. Ιδιαίτερα, διασφαλίζουν ότι οι θυγατρικές για τις οποίες δεν ισχύει ο παρών κανονισμός εφαρμόζουν ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την κατάλληλη ενοποίηση.

    2.  Τα ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή από μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος συμμορφώνονται, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 18, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο δεύτερο έως τέταρτο μέρος και στο έβδομο μέρος, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

    Όταν μια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ελέγχει πάνω από ένα ίδρυμα, η πρώτη παράγραφος ισχύει μόνο για το ίδρυμα στο οποίο ασκείται εποπτεία σε ενοποιημένη βάση δυνάμει του άρθρου 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    3.  Τα μητρικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην ΕΕ και τα ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή από μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έκτο μέρος, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του ανωτέρω μητρικού ιδρύματος, της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, εφόσον ο όμιλος περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα A σημεία 3 και 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. ►C2  Εν αναμονή της έκθεσης της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 508 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και εάν ο όμιλος αποτελείται μόνο από επιχειρήσεις επενδύσεων, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο έκτο μέρος σε ενοποιημένη βάση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων. ◄

    ▼M8

    3α.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μόνο τα μητρικά ιδρύματα που έχουν προσδιοριστεί ως οντότητες εξυγίανσης που αποτελούν G-SII, μέρος G-SII ή μέρος G-SII εκτός ΕΕ συμμορφώνονται με το άρθρο 92α του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη βάση, στον βαθμό και κατά τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού.

    Μόνο οι μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ που αποτελούν σημαντική θυγατρική ενός G-SII εκτός ΕΕ και δεν είναι οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με το άρθρο 92β του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη βάση, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού. Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 21β παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, κάθε μία από τις δύο ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ που προσδιορίζονται από κοινού ως σημαντική θυγατρική συμμορφώνεται με το άρθρο 92β του παρόντος κανονισμού βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους.

    ▼B

    4.  Όπου ισχύει το άρθρο 10, ο κεντρικός οργανισμός που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του δεύτερου έως όγδοου μέρους, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του συνόλου που απαρτίζεται από τον κεντρικό οργανισμό και τα συνδεδεμένα με αυτόν ιδρύματα.

    5.  Παράλληλα με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 4 και με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν ευλόγως απαιτείται, για εποπτικούς σκοπούς, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του κινδύνου ή της διάρθρωσης του κεφαλαίου ενός ιδρύματος ή όπου τα κράτη μέλη υιοθετούν εθνική νομοθεσία η οποία απαιτεί τον δομικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων ενός τραπεζικού ομίλου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα δομικά διαχωρισμένα ιδρύματα να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο δεύτερο έως τέταρτο μέρος και στο έκτο έως όγδοο μέρος του παρόντος κανονισμού και στον τίτλο VII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε υποενοποιημένη βάση.

    Η προσέγγιση που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της αποτελεσματικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και δεν δύναται να επιφέρει δυσανάλογα δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε άλλα κράτη μέλη ή της Ένωσης συνολικά, ούτε να αποτελεί ή να δημιουργεί εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    Άρθρο 12

    Χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών με θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα και θυγατρική επιχείρηση επενδύσεων

    Όταν χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είναι μητρική επιχείρηση τουλάχιστον ενός πιστωτικού ιδρύματος και μίας επιχείρησης επενδύσεων, το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται στις απαιτήσεις που ισχύουν με βάση την ενοποιημένη κατάσταση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

    ▼M8

    Άρθρο 12α

    Ενοποιημένος υπολογισμός για τα G-SII με πολλαπλές οντότητες εξυγίανσης

    Σε περίπτωση που τουλάχιστον δύο οντότητες G-SII που ανήκουν στο ίδιο G-SII συνιστούν οντότητες εξυγίανσης, το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα του εν λόγω G-SII υπολογίζει το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 92α παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού. Ο υπολογισμός πραγματοποιείται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος σαν να ήταν η μοναδική οντότητα εξυγίανσης του G-SII.

    Στην περίπτωση που το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου είναι μικρότερο από το άθροισμα των ποσών των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 92α παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού όλων των οντοτήτων εξυγίανσης που ανήκουν στο εν λόγω G-SII, οι αρχές εξυγίανσης ενεργούν σύμφωνα με το άρθρο 45δ παράγραφος 3 και το άρθρο 45η παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

    Στην περίπτωση που το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των ποσών των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 92α παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού όλων των οντοτήτων εξυγίανσης που ανήκουν στο εν λόγω G-SII, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ενεργούν σύμφωνα με το άρθρο 45δ παράγραφος 3 και το άρθρο 45η παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

    ▼M8

    Άρθρο 13

    Εφαρμογή των απαιτήσεων δημοσιοποίησης σε ενοποιημένη βάση

    1.  Τα εγκατεστημένα στην ΕΕ μητρικά ιδρύματα συμμορφώνονται με το όγδοο μέρος βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους.

    Οι μεγάλες θυγατρικές των εγκατεστημένων στην ΕΕ μητρικών ιδρυμάτων δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στα άρθρα 437, 438, 440, 442, 450, 451, 451α και 453 σε ατομική βάση ή, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ, σε υποενοποιημένη βάση.

    2.  Τα ιδρύματα που έχουν προσδιοριστεί ως οντότητες εξυγίανσης που αποτελούν G-SII ή μέρος G-SII συμμορφώνονται με το άρθρο 437α και το άρθρο 447 στοιχείο η) βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του ομίλου εξυγίανσης.

    3.  Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται σε εγκατεστημένα στην ΕΕ μητρικά ιδρύματα, σε εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, σε εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή σε οντότητες εξυγίανσης εφόσον περιλαμβάνονται σε ισοδύναμες δημοσιοποιήσεις παρεχόμενες σε ενοποιημένη βάση από μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα.

    Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 εφαρμόζεται στις θυγατρικές μητρικών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι μεγάλες θυγατρικές.

    4.  Σε περίπτωση που εφαρμόζεται το άρθρο 10, ο κεντρικός οργανισμός που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο συμμορφώνεται με το όγδοο μέρος, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του κεντρικού οργανισμού. Το άρθρο 18 παράγραφος 1 εφαρμόζεται στον κεντρικό οργανισμό και τα συνδεδεμένα ιδρύματα αντιμετωπίζονται ως θυγατρικές του κεντρικού οργανισμού.

    Άρθρο 14

    Εφαρμογή των απαιτήσεων του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 σε ενοποιημένη βάση

    1.  Οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές τους που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού απαιτείται να τηρούν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται δυνάμει των εν λόγω διατάξεων διέπονται από συνέπεια και συνοχή και ότι μπορούν να παραχθούν όλα τα σχετικά με την εποπτεία δεδομένα και στοιχεία. Ιδιαίτερα, διασφαλίζουν ότι οι θυγατρικές οι οποίες δεν υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό εφαρμόζουν ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς για να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με αυτές τις διατάξεις.

    2.  Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πρόσθετο συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 270α του παρόντος κανονισμού κατά την εφαρμογή του άρθρου 92 του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση εάν οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 παραβιαστούν σε επίπεδο οντότητας εγκατεστημένης σε τρίτη χώρα η οποία συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού, εάν η παραβίαση είναι ουσιώδης σε σχέση με το γενικότερο προφίλ κινδύνου του ομίλου.

    ▼B

    Άρθρο 15

    Παρέκκλιση από την εφαρμογή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση για ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων

    ►C2  1.  Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται, ανάλογα με την περίπτωση, να χορηγεί απαλλαγή από την εφαρμογή του τρίτου μέρους του παρόντος κανονισμού και του τίτλου VII κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σε ενοποιημένη βάση, υπό τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    έκαστη επιχείρηση επενδύσεων του ομίλου που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ εφαρμόζει τον εναλλακτικό υπολογισμό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που αναφέρεται στο άρθρο 95 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 96 παράγραφος 2,

    β) 

    όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων του ομίλου εμπίπτουν στις κατηγορίες του άρθρου 95 παράγραφος 1 ή του άρθρου 96 παράγραφος 1,

    γ) 

    έκαστη επιχείρηση επενδύσεων του ομίλου που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 95 ή 96 σε ατομική βάση ◄ και συγχρόνως αφαιρεί από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που κατέχει τυχόν ενδεχόμενες υποχρεώσεις προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης,

    δ) 

    κάθε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η οποία είναι η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, σε κράτος μέλος, επιχείρησης επενδύσεων που είναι μέλος του ομίλου, διαθέτει τουλάχιστον τόσα κεφάλαια, οριζόμενα εδώ ως το άθροισμα των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1, το άρθρο 51 παράγραφος 1 και το άρθρο 62 παράγραφος 1, ώστε να καλύπτεται το άθροισμα των ακολούθων:

    i) 

    του αθροίσματος της πλήρους λογιστικής αξίας των τυχόν συμμετοχών, των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης και των μέσων που μνημονεύονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία η) και θ), το άρθρο 56 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και το άρθρο 66 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) σε επιχειρήσεις επενδύσεων, χρηματοδοτικά ιδρύματα, εταιρείες διαχείρισης και επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης και

    ii) 

    του συνολικού ποσού ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης,

    ε) 

    ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα.

    Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου, κάθε επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ διαθέτει και εφαρμόζει συστήματα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των πηγών κεφαλαίων και χρηματοδότησης όλων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που ανήκουν στον εκάστοτε όμιλο.

    2.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να χορηγήσουν την απαλλαγή εάν οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών κατέχουν χαμηλότερο ποσό ιδίων κεφαλαίων από το ποσό που υπολογίστηκε δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο δ), το οποίο δεν είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σε ατομική βάση σε επιχειρήσεις επενδύσεων, χρηματοδοτικά ιδρύματα, εταιρείες διαχείρισης και επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης και του συνολικού ποσού ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που ισχύει για τις επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, τις εταιρείες διαχείρισης και τις επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών είναι ονομαστική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων.

    Άρθρο 16

    Παρέκκλιση από την εφαρμογή των απαιτήσεων για τον δείκτη μόχλευσης σε ενοποιημένη βάση για ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων

    Εάν όλες οι οντότητες ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, περιλαμβανομένης της μητρικής, είναι επιχειρήσεις επενδύσεων απαλλαγμένες από την εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στο έβδομο μέρος σε ατομική βάση σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5, η μητρική επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να επιλέξει να μην εφαρμόσει τις απαιτήσεις που ορίζονται στο έβδομο μέρος σε ενοποιημένη βάση.

    Άρθρο 17

    Εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων που έχουν απαλλαχθεί από την εφαρμογή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση

    1.  Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που ανήκουν σε όμιλο εμπίπτοντα στην απαλλαγή που περιγράφεται στο άρθρο 15 ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για τους κινδύνους που θα μπορούσαν να βλάψουν την οικονομική τους κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με τη σύνθεση και τις πηγές των ιδίων κεφαλαίων, του εσωτερικού κεφαλαίου και της χρηματοδότησής τους.

    2.  Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι υπεύθυνες για την προληπτική εποπτεία επιχείρησης επενδύσεων δεν επιβάλουν την υποχρέωση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση δυνάμει του άρθρου 15, λαμβάνουν άλλα ανάλογα μέτρα για την παρακολούθηση των κινδύνων, ιδίως των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, για ολόκληρο τον όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων οι οποίες δεν είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος.

    3.  Εάν οι αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι υπεύθυνες για την προληπτική εποπτεία επιχείρησης επενδύσεων δεν εφαρμόσουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση δυνάμει του άρθρου 15, οι απαιτήσεις του όγδοου μέρους ισχύουν σε ατομική βάση.



    Τμήμα 2

    Μέθοδοι εποπτικής ενοποίησης

    Άρθρο 18

    Μέθοδοι εποπτικής ενοποίησης

    1.  Τα ιδρύματα που υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο Τμήμα 1 βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους διεξάγουν πλήρη ενοποίηση όλων των ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που είναι θυγατρικές τους ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, των θυγατρικών της ίδιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών. Οι παράγραφοι 2 έως 8 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται εάν το έκτο μέρος εφαρμόζεται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης ενός ιδρύματος.

    ▼M8

    Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 3α, τα ιδρύματα που υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92α ή 92β σε ενοποιημένη βάση διεξάγουν πλήρη ενοποίηση όλων των ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που είναι θυγατρικές τους στους συναφείς ομίλους εξυγίανσης.

    ▼B

    2.  Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν, κατά περίπτωση, αναλογική ενοποίηση, ανάλογα με το μερίδιο του κεφαλαίου που κατέχει η μητρική επιχείρηση στη θυγατρική. Η αναλογική ενοποίηση επιτρέπεται μόνο εάν πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχει στη θυγατρική, λαμβανομένης υπόψη της ευθύνης των άλλων μετόχων ή εταίρων,

    β) 

    η φερεγγυότητα των εν λόγω άλλων μετόχων ή εταίρων είναι ικανοποιητική,

    γ) 

    η ευθύνη των άλλων μετόχων και εταίρων ορίζεται με σαφήνεια και νομικά δεσμευτικό τρόπο.

    3.  Σε περίπτωση που επιχειρήσεις συνδέονται κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν πώς πρέπει να γίνει η ενοποίηση·

    4.  Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας απαιτεί την αναλογική ενοποίηση ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου σε συμμετοχές σε ιδρύματα και χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία διευθύνονται από επιχείρηση συμπεριλαμβανόμενη στην ενοποίηση από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις μη συμπεριλαμβανόμενες στην ενοποίηση, όταν η ευθύνη των εν λόγω επιχειρήσεων περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχουν.

    5.   ►C2  Εκτός των περιπτώσεων που μνημονεύονται στις παραγράφους 1 και 4, στις υπόλοιπες περιπτώσεις συμμετοχών ή κεφαλαιακού δεσμού, οι αρμόδιες αρχές ◄ ορίζουν αν και με ποια μορφή πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση. Μπορούν ιδιαίτερα να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρησιμοποίηση της μεθόδου της καθαρής θέσεως. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως.

    6.  Οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν αν και με ποια μορφή θα γίνει η ενοποίηση, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α) 

    όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ασκεί, κατά τις αρμόδιες αρχές, σημαντική επιρροή επί ενός ή πλειόνων ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, χωρίς όμως να διαθέτει συμμετοχή ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό με αυτά, και

    β) 

    όταν δύο ή πλείονα ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού.

    Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρήση της μεθόδου του άρθρου 12 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσης.

    7.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να ορίσει τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγεται η ενοποίηση στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31.12.16.

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    8.  Όταν η ενοποιημένη εποπτεία επιβάλλεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών και οι εταιρείες διαχείρισης όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 5) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ περιλαμβάνονται στην ενοποίηση στις ίδιες περιπτώσεις και με τις ίδιες μεθόδους όπως οι προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο.

    ▼M8

    9.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να ορίσει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες διεξάγεται η ενοποίηση στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 έως 6 και στην παράγραφο 8.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ▼B



    Τμήμα 3

    Πεδίο εφαρμογης της εποπτικης ενοποιησης

    Άρθρο 19

    Οντότητες που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης

    1.  Ένα ίδρυμα, ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που αποτελούν θυγατρικές ή μια επιχείρηση στην οποία κατέχεται συμμετοχή δεν χρειάζεται να συμπεριληφθεί στην ενοποίηση σε περίπτωση όταν το συνολικό ποσό των στοιχείων του ενεργητικού και των λογαριασμών εκτός ισολογισμού της σχετικής επιχείρησης υπολείπεται του μικρότερου των δύο παρακάτω ποσών:

    α) 

    10 εκατομμύρια EUR,

    β) 

    1 % των στοιχείων του ενεργητικού και των λογαριασμών εκτός ισολογισμού της μητρικής επιχείρησης ή της επιχείρησης που κατέχει τη συμμετοχή.

    2.  Οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία βάσει του άρθρου 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ μπορούν να αποφασίσουν κατά περίπτωση να μην υπαγάγουν στην ενοποίηση ένα ίδρυμα, ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που αποτελούν θυγατρικές ή στα οποία κατέχεται συμμετοχή:

    α) 

    όταν η υπόψη επιχείρηση βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στην διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών,

    ▼C2

    β) 

    όταν η υπόψη επιχείρηση είναι αμελητέα μόνον σε σχέση με τους στόχους της παρακολούθησης ιδρυμάτων,

    ▼B

    γ) 

    όταν, κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της υπόψη επιχείρησης θα ήταν απρόσφορη ή παραπλανητική ►C3  όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας ιδρυμάτων. ◄

    3.  Αν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 στοιχείο β), πλείονες επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται σε αυτές, υπάγονται παρά ταύτα στην ενοποίηση όταν ως σύνολο παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον σε σχέση με τους καθορισθέντες στόχους.

    Άρθρο 20

    Κοινές αποφάσεις σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

    1.  Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, σε πλήρη συνεννόηση:

    α) 

    όσον αφορά τις αιτήσεις χορήγησης των αδειών που μνημονεύονται στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφοι 4 και 9, το άρθρο 283, το άρθρο 312 παράγραφος 2 και το άρθρο 363 αντίστοιχα που υποβάλλονται από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια και να προσδιοριστούν τυχόν όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χορήγησή της,

    β) 

    προκειμένου να προσδιορίσουν κατά πόσον πληρούνται τα κριτήρια για ειδική αντιμετώπιση εντός του αυτού ομίλου, ως ορίζονται στο άρθρο 422 παράγραφος 9 και στο άρθρο 425 παράγραφος 5, όπως συμπληρώνονται με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα της ΕΑΤ που αναφέρονται στο άρθρο 422 παράγραφος 10 και το άρθρο 425 παράγραφος 6.

    Οι αιτήσεις υποβάλλονται μόνο στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

    Η αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 312 παράγραφος 2 του κανονισμού περιλαμβάνει περιγραφή των μεθόδων που εφαρμόζονται για την κατανομή των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι λειτουργικού κινδύνου μεταξύ των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου. Η αίτηση αναφέρει εάν και με ποιο τρόπο σχεδιάζεται να ενσωματωθούν οι επιπτώσεις της διαφοροποίησης στο σύστημα μέτρησης κινδύνων.

    2.  Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να λάβουν από κοινού απόφαση εντός έξι μηνών σχετικά με:

    α) 

    την αίτηση που αναφέρει η παράγραφος 1 στοιχείο α),

    β) 

    την εκτίμηση των κριτηρίων και τον προσδιορισμό της ειδικής αντιμετώπισης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

    Η κοινή αυτή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση η οποία διαβιβάζεται στον αιτούντα από την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

    3.  Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 αρχίζει:

    α) 

    κατά την ημερομηνία παραλαβής από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας της ολοκληρωμένης αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α). Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας προωθεί την ολοκληρωμένη αίτηση στις άλλες αρμόδιες αρχές χωρίς καθυστέρηση,

    β) 

    κατά την ημερομηνία παραλαβής από τις αρμόδιες αρχές αναφοράς που συντάχθηκε από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και αναλύει υποχρεώσεις εντός του ομίλου.

    4.  Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός έξι μηνών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει εξ ιδίας πρωτοβουλίας για την παράγραφο 1 στοιχείο α). Η απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας δεν περιορίζει τις εξουσίες των αρμόδιων αρχών βάσει του άρθρου 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    Η εν λόγω απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των έξι μηνών.

    Η απόφαση ανακοινώνεται στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ και στις άλλες αρμόδιες αρχές από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

    Αν στο τέλος του εξαμήνου οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της σχετικά με την παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού ως προς την απόφασή της, στη συνέχεια δε αποφασίζει σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η προθεσμία έξι μηνών θεωρείται περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά το πέρας του εξαμήνου ή αφού ληφθεί απόφαση από κοινού.

    5.  Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός έξι μηνών, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της θυγατρικής σε ατομική βάση λαμβάνουν μόνες τους απόφαση σχετικά με την παράγραφο 1 στοιχείο β).

    Η εν λόγω απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των έξι μηνών.

    Η απόφαση ανακοινώνεται στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας η οποία ενημερώνει το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ, τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ ή τη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ.

    Αν στο τέλος του εξαμήνου η αρχή ενοποιημένης εποπτείας έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της θυγατρικής σε ατομική βάση αναβάλλει την απόφασή της σχετικά με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου και αναμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού ως προς την απόφασή της, στη συνέχεια δε αποφασίζει σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η προθεσμία έξι μηνών θεωρείται η φάση συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά το πέρας του εξαμήνου ή αφού ληφθεί απόφαση από κοινού.

    6.  Στις περιπτώσεις όπου μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές του, οι θυγατρικές μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ χρησιμοποιούν μία εξελιγμένη προσέγγιση μέτρησης που αναφέρεται στο άρθρο 312 παράγραφος 2 ή την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων (ΠΕΔ-IRB) που αναφέρεται στο άρθρο 143 σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στη μητρική και στις θυγατρικές να ικανοποιήσουν από κοινού τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στα άρθρα 321 και 322 ή στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3 τμήμα 6 αντίστοιχα, με τρόπο σύμφωνο με τη δομή του ομίλου και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου, τις διαδικασίες και τις μεθόδους του ομίλου.

    7.  Οι αποφάσεις που μνημονεύονται στις παραγράφους 2, 4 και 5 αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

    8.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό της διαδικασίας κοινής απόφασης στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 στοιχείο α), όσον αφορά την υποβολή αιτήσεων αδειοδότησης κατά το άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφοι 4 και 9, το άρθρο 283 παράγραφος 2 και το άρθρο 363, για τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρα 21

    Κοινές αποφάσεις για το επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων ρευστότητας

    1.  Μόλις ένα μητρικό ίδρυμα της ΕΕ ή μια μητρική χρηματοδοτική εταιρία συμμετοχών της ΕΕ ή μια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ ή μια υποενοποιημένη θυγατρική μητρικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλει αίτηση, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ σε κράτος μέλος, κάνουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ), και καθορίζουν μια αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας για την εφαρμογή του άρθρου 8.

    Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός έξι μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας η οποία καθορίζει αυτόνομες οντότητες διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 8. Σε περίπτωση διαφωνίας κατά τη διάρκεια της εξάμηνης περιόδου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ αν αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί εξ ιδίας πρωτοβουλίας να συμβουλεύεται την ΕΑΤ.

    Η κοινή απόφαση μπορεί επίσης να επιβάλλει περιορισμούς στον τόπο διακράτησης και την ιδιοκτησία των ρευστών διαθεσίμων και ελάχιστα ποσά ρευστών διαθεσίμων τα οποία πρέπει να κατέχουν τα ιδρύματα που εξαιρούνται από την εφαρμογή του έκτου μέρους.

    Η κοινή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και υποβάλλεται στο μητρικό ίδρυμα της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

    2.  Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός έξι μηνών, κάθε αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση λαμβάνει τη δική της απόφαση.

    Ωστόσο, οποιαδήποτε αρμόδια αρχή μπορεί κατά τη διάρκεια του εξαμήνου να ερωτά την ΕΑΤ εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ). Στην περίπτωση αυτή, η ΕΑΤ μπορεί να μεσολαβεί κατά τρόπο μη δεσμευτικό, σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, και όλες οι εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές αναβάλλουν την απόφασή τους εν αναμονή της έκβασης της μη δεσμευτικής διαμεσολάβησης. Εάν, κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, δεν επιτευχθεί συμφωνία από τις αρμόδιες αρχές εντός τριών μηνών, κάθε αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση λαμβάνει τη δική της απόφαση, συνεκτιμώντας την αναλογικότητα των οφελών και των κινδύνων στο επίπεδο του κράτους μέλους του μητρικού ιδρύματος και την αναλογικότητα των οφελών και των κινδύνων στο επίπεδο του κράτους μέλους της θυγατρικής. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά το πέρας του εξαμήνου ή αφού ληφθεί απόφαση από κοινού.

    Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου είναι δεσμευτικές.

    3.  Οποιαδήποτε αρμόδια αρχή μπορεί επίσης κατά τη διάρκεια του εξαμήνου να συμβουλεύεται την ΕΑΤ σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ). Στην περίπτωση αυτή, η ΕΑΤ μπορεί να αναλάβει τη μη δεσμευτική διαμεσολάβησή της σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και όλες οι ενεχόμενες αρμόδιες αρχές θα αναβάλλουν την απόφασή τους εν αναμονή της έκβασης της μη δεσμευτικής διαμεσολάβησης. Εάν, κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, δεν επιτευχθεί συμφωνία από τις αρμόδιες αρχές εντός τριών μηνών, κάθε αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση λαμβάνει τη δική της απόφαση.

    Άρθρο 22

    Υποενοποίηση σε περιπτώσεις οντοτήτων σε τρίτες χώρες

    ►C2  Τα θυγατρικά ιδρύματα τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 89 έως 91 και στο τρίτο και τέταρτο μέρος σε υποενοποιημένη βάση ◄ όταν τα εν λόγω ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση, εφόσον πρόκειται για χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή για μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, διαθέτουν ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ως θυγατρική σε τρίτη χώρα ή διαθέτουν συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση.

    Άρθρο 23

    Επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες

    Για τους σκοπούς της εφαρμογής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, οι όροι «επιχείρηση επενδύσεων», «πιστωτικό ίδρυμα», «χρηματοδοτικό ίδρυμα» και «ίδρυμα» ισχύουν επίσης για επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, οι οποίες αν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση θα πληρούσαν τους ορισμούς των ως άνω όρων στο άρθρο 4.

    Άρθρο 24

    Αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και στοιχείων εκτός ισολογισμού

    1.  Η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού πραγματοποιείται βάσει του εφαρμοστέου λογιστικού πλαισίου.

    2.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτήσουν από τα ιδρύματα να αποτιμήσουν τα στοιχεία ενεργητικού και τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και να προσδιορίσουν τα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, ως ισχύει δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.



    Μεροσ Δευτερο

    ▼M8

    ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

    ▼B



    ΤΙΤΛΟΣ Ι

    ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ



    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Κεφάλαιο της κατηγορίας 1

    Άρθρο 25

    Κεφάλαιο της κατηγορίας 1

    Το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος αποτελείται από το άθροισμα του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος.



    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1



    Τμήμα 1

    Στοιχεία και μεσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    Άρθρο 26

    Στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.  Τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των ιδρυμάτων αποτελούνται από τα εξής:

    α) 

    κεφαλαιακά μέσα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 28 ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 29,

    β) 

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α),

    γ) 

    κέρδη εις νέον,

    ▼C2

    δ) 

    συσσωρευμένα λοιπά συνολικά έσοδα,

    ▼B

    ε) 

    λοιπά αποθεματικά,

    στ) 

    κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους.

    Τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία γ) έως στ) αναγνωρίζονται ως στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον διατίθενται στο ίδρυμα για την απεριόριστη και άμεση κάλυψη κινδύνων ή ζημιών κατά τη στιγμή της επέλευσής τους.

    2.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), τα ιδρύματα μπορούν να συμπεριλάβουν ενδιάμεσα κέρδη περιόδου ή κέρδη τέλους χρήσεως στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 πριν από τη λήψη επίσημης απόφασης από το ίδρυμα που επιβεβαιώνει το τελικό αποτέλεσμα του ιδρύματος, μόνο με την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής. Η αρμόδια αρχή χορηγεί την άδειά της εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    τα εν λόγω κέρδη έχουν ελεγχθεί από πρόσωπα ανεξάρτητα από το ίδρυμα, τα οποία είναι αρμόδια για τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων του εν λόγω ιδρύματος,

    β) 

    οι αρμόδιες αρχές έχουν λάβει ικανοποιητικές αποδείξεις ότι κάθε προβλέψιμη επιβάρυνση και πρόβλεψη για μερίσματα έχει αφαιρεθεί από το ύψος των εν λόγω κερδών.

    Ο έλεγχος των ενδιάμεσων κερδών περιόδου ή των κερδών τέλους χρήσης του ιδρύματος θα διασφαλίζει επαρκώς ότι τα ανωτέρω κέρδη έχουν εκτιμηθεί σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο ισχύον λογιστικό πλαίσιο.

    ▼M8

    3.  Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσον οι εκδόσεις των κεφαλαιακών μέσων πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29. Τα ιδρύματα ταξινομούν τις εκδόσεις κεφαλαιακών μέσων ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο κατόπιν έγκρισης των αρμοδίων αρχών.

    Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα μπορούν να ταξινομούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μεταγενέστερες εκδόσεις ενός είδους μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για το οποίο έχουν ήδη λάβει έγκριση, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    οι διατάξεις που διέπουν αυτές τις μεταγενέστερες εκδόσεις είναι κατ' ουσίαν οι ίδιες με τις διατάξεις που διέπουν τις εκδόσεις για τις οποίες τα ιδρύματα έχουν ήδη λάβει έγκριση,

    β) 

    τα ιδρύματα έχουν κοινοποιήσει αυτές τις μεταγενέστερες εκδόσεις στις αρμόδιες αρχές πριν από την ταξινόμησή τους ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    Οι αρμόδιες αρχές συμβουλεύονται την ΕΑΤ πριν από την έγκριση νέων ειδών κεφαλαιακών μέσων που πρόκειται να χαρακτηριστούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη γνώμη της ΕΑΤ και, αν αποφασίσουν να αποκλίνουν από αυτήν, αποστέλλουν έγγραφο στην ΕΑΤ εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της γνώμης της ΕΑΤ, στο οποίο εκθέτουν το σκεπτικό για την παρέκκλιση από τη σχετική γνώμη. Το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 31.

    Βάσει πληροφοριών που συλλέγονται από τις αρμόδιες αρχές, η ΕΑΤ καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει κατάλογο όλων των ειδών κεφαλαιακών μέσων σε έκαστο κράτος μέλος τα οποία κρίνονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ μπορεί να συλλέγει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σχετικά με τα οποία κρίνει αναγκαίο να διαπιστώσει τη συμμόρφωση με τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29 του παρόντος κανονισμού και για τον σκοπό της τήρησης και της ενημέρωσης του καταλόγου που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο.

    Μετά από τη διαδικασία αξιολόγησης του άρθρου 80 και εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ότι τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29, η ΕΑΤ μπορεί να αποφασίσει να μην προσθέσει τα εν λόγω μέσα στον κατάλογο που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο ή να τα αποσύρει από αυτόν, ανάλογα με την περίπτωση. Η ΕΑΤ πραγματοποιεί σχετική ανακοίνωση, η οποία αναφέρεται επίσης στη θέση της σχετικής αρμόδιας αρχής επί του ζητήματος. Το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 31.

    ▼B

    4.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει την έννοια του προβλέψιμου κατά τον προσδιορισμό της αφαίρεσης τυχόν προβλέψιμων επιβαρύνσεων και μερισμάτων.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 27

    Κεφαλαιακά μέσα αλληλασφαλιστικών ενώσεων, συνεταιριστικών εταιρειών, ταμιευτηρίων ή παρόμοιων ιδρυμάτων σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.  Τα στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνουν οποιοδήποτε κεφαλαιακό μέσο που εκδίδεται από ένα ίδρυμα δυνάμει του καταστατικού του εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    το ίδρυμα ανήκει σε τύπο ιδρύματος που ορίζεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας και αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές ως:

    i) 

    αλληλασφαλιστική ένωση,

    ii) 

    συνεταιριστική εταιρεία,

    iii) 

    ταμιευτήριο,

    iv) 

    παρόμοιο ίδρυμα,

    v) 

    πιστωτικό ίδρυμα το οποίο ανήκει εξ ολοκλήρου στην ιδιοκτησία ιδρύματος που αναφέρεται στα σημεία i) έως iv) και έχει λάβει έγκριση από την αρμόδια αρχή να κάνει χρήση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφόσον και για όσον καιρό το 100 % των κοινών μετοχών που εκδίδει το πιστωτικό ίδρυμα ανήκει άμεσα ή έμμεσα σε ίδρυμα που αναφέρεται στα εν λόγω σημεία,

    β) 

    πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29.

    Οι εν λόγω αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες ή ταμιευτήρια που αναγνωρίζονται ως τέτοια από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2012, θα εξακολουθήσουν να ταξινομούνται στην κατηγορία αυτή για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να πληρούν τα κριτήρια που καθόρισαν την αναγνώριση αυτή.

    2.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας αναγνωρίζεται ως αλληλασφαλιστική ένωση, συνεταιριστική εταιρεία, ταμιευτήριο ή παρόμοιος ίδρυμα για τους σκοπούς του παρόντος μέρους.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 28

    Μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.  Τα κεφαλαιακά μέσα χαρακτηρίζονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    τα μέσα εκδίδονται άμεσα από το ίδρυμα κατόπιν έγκρισης των ιδιοκτητών του ιδρύματος ή, εφόσον επιτρέπεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, από το διοικητικό σώμα του ιδρύματος,

    ▼M8

    β) 

    τα μέσα είναι καταβεβλημένα πλήρως και η κτήση της κυριότητας των εν λόγω μέσων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,

    ▼B

    γ) 

    τα μέσα πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις όσον αφορά την κατάταξή τους:

    i) 

    χαρακτηρίζονται ως κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ,

    ii) 

    κατατάσσονται στην καθαρή θέση κατά την έννοια του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    iii) 

    κατατάσσονται ως μετοχικό κεφάλαιο για τους σκοπούς του προσδιορισμού της αφερεγγυότητας βάσει του ισολογισμού, ανάλογα με την περίπτωση δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας,

    δ) 

    τα μέσα εμφανίζονται χωριστά και με σαφήνεια στον ισολογισμό των οικονομικών καταστάσεων του ιδρύματος,

    ε) 

    τα μέσα είναι αόριστης διάρκειας,

    στ) 

    το κεφάλαιο των μέσων δεν δύναται να μειωθεί ή να εξοφληθεί, εξαιρουμένων των κατωτέρω περιπτώσεων:

    i) 

    εκκαθάριση του ιδρύματος,

    ii) 

    προαιρετική επαναγορά των μέσων ή άλλο προαιρετικό μέσο μείωσης του κεφαλαίου, εφόσον το ίδρυμα έχει εξασφαλίσει την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 77,

    ζ) 

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν αναφέρουν ρητά ή σιωπηρά ότι το κεφάλαιο των μέσων θα μπορούσε ή ενδέχεται να μειωθεί ή να εξοφληθεί εκτός από την περίπτωση εκκαθάρισης του ιδρύματος, και το ίδρυμα δεν αναφέρει κάτι ανάλογο πριν από ή κατά την έκδοση των μέσων, με εξαίρεση την περίπτωση των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27 όπου η το ίδρυμα απαγορεύεται να αρνηθεί την εξόφληση των εν λόγω μέσων δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας,

    η) 

    τα μέσα πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις όσον αφορά τις διανομές:

    i) 

    δεν υφίσταται προνομιακή μεταχείριση στη διανομή σε σχέση με τη σειρά καταβολής των διανομών, ακόμα και σε σχέση με άλλα μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, και οι όροι που διέπουν τα μέσα δεν προβλέπουν προνομιακά δικαιώματα για την καταβολή των διανομών,

    ii) 

    οι διανομές στους κατόχους των μέσων δύνανται να καταβάλλονται μόνο από διανεμητέα στοιχεία,

    iii) 

    οι όροι που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν ανώτατο όριο ή άλλο περιορισμό ως προς το μέγιστο επίπεδο διανομών, με εξαίρεση την περίπτωση των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27,

    iv) 

    το επίπεδο των διανομών δεν προσδιορίζεται βάσει του ποσού έναντι του οποίου αγοράσθηκαν τα μέσα κατά την έκδοσή τους, με εξαίρεση την περίπτωση των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27,

    v) 

    οι όροι που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν καμία υποχρέωση του ιδρύματος να προβαίνει σε διανομές στους κατόχους των μέσων και το ίδρυμα δεν υπόκειται σε καμία περίπτωση στην εν λόγω υποχρέωση,

    vi) 

    η μη καταβολή των διανομών δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,

    vii) 

    η ακύρωση των διανομών δεν επιβάλλει κανένα περιορισμό στο ίδρυμα,

    θ) 

    σε σύγκριση με όλα τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδει το ίδρυμα, τα μέσα απορροφούν το πρώτο και μεγαλύτερο αναλογικά μερίδιο των ζημιών καθώς συμβαίνουν, και κάθε μέσο απορροφά τις ζημίες στον ίδιο βαθμό με όλα τα άλλα μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

    ι) 

    τα μέσα ιεραρχούνται χαμηλότερα από όλες τις άλλες αξιώσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος,

    ια) 

    τα μέσα δίνουν το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες τους να έχουν απαίτηση επί των εναπομενόντων στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος, η οποία, σε περίπτωση εκκαθάρισης και μετά την εξόφληση όλων των απαιτήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα, είναι ανάλογη με το ύψος των εκδοθέντων μέσων και δεν είναι σταθερή ούτε υπόκειται σε ανώτατο όριο, εκτός από την περίπτωση των κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27,

    ιβ) 

    τα μέσα δεν είναι εξασφαλισμένα ούτε υπόκεινται σε εγγύηση που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:

    i) 

    το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

    ii) 

    τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές της,

    iii) 

    τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,

    iv) 

    τη μικτή εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,

    v) 

    τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της,

    vi) 

    οποιαδήποτε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως v,·

    ιγ) 

    τα μέσα δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε ρύθμιση, συμβατική ή άλλη, η οποία ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα των απαιτήσεων δυνάμει των μέσων σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης.

    Η προϋπόθεση του στοιχείου ι) του πρώτου εδαφίου λογίζεται ότι πληρούται έστω και αν τα μέσα περιλαμβάνονται στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 δυνάμει του άρθρου 484 παράγραφος 3, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν την ίδια προτεραιότητα.

    ▼M8

    Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου, μόνο το μέρος κεφαλαιακού μέσου που έχει καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμο να χαρακτηριστεί ως μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    ▼B

    2.  Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 σημείο i) θεωρείται ότι πληρούνται ανεξάρτητα από μείωση σε μόνιμη βάση της αξίας του κεφαλαίου των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2.

    Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 σημείο στ) θεωρείται ότι πληρούνται ανεξαρτήτως της μείωσης του ποσού του κεφαλαιακού μέσου στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης ή ως συνέπεια της μείωσης της αξίας των κεφαλαιακών μέσων που απαιτούνται από την αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για το ίδρυμα.

    Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 σημείο ζ) θεωρείται ότι πληρούνται ανεξαρτήτως των διατάξεων που διέπουν το κεφαλαιακό μέσο υποδεικνύοντας ρητά ή σιωπηρά ότι το ποσό του κεφαλαίου του μέσου θα μειωθεί ή ενδέχεται να μειωθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης ή ως συνέπεια της μείωσης της ονομαστικής αξίας των κεφαλαιακών μέσων που απαιτούνται από την αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για το ίδρυμα.

    3.  Οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχείο η) σημείο iii) θεωρείται ότι πληρούνται ανεξάρτητα από το εάν το μέσο καταβάλλει πολλαπλάσιο μέρισμα, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πολλαπλάσιο μέρισμα δεν έχει ως αποτέλεσμα διανομή που προκαλεί δυσανάλογη επίπτωση στα ίδια κεφάλαια.

    ▼M8

    Η προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο η) σημείο v) θεωρείται ότι εκπληρώνεται ανεξάρτητα από το αν θυγατρική που υπόκειται σε συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης με τη μητρική της επιχείρηση, σύμφωνα με την οποία η θυγατρική υποχρεούται να μεταφέρει, μετά την κατάρτιση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεών της, το ετήσιο αποτέλεσμά της στη μητρική επιχείρηση, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    η μητρική επιχείρηση κατέχει το 90 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου και του κεφαλαίου της θυγατρικής,

    β) 

    η μητρική επιχείρηση και η θυγατρική βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος,

    γ) 

    η συμφωνία έχει συναφθεί για νόμιμους φορολογικούς σκοπούς,

    δ) 

    κατά την κατάρτιση της ετήσιας οικονομικής κατάστασης, η θυγατρική διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να μειώσει το ποσό των διανομών καταλογίζοντας μέρος ή το σύνολο των κερδών της στα δικά της αποθεματικά ή κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους πριν πραγματοποιήσει οποιαδήποτε πληρωμή προς τη μητρική της επιχείρηση,

    ε) 

    η μητρική επιχείρηση υποχρεούται βάσει της συμφωνίας να αποζημιώσει πλήρως τη θυγατρική για το σύνολο των ζημιών που υφίσταται,

    στ) 

    η συμφωνία υπόκειται σε περίοδο προειδοποίησης σύμφωνα με την οποία η συμφωνία μπορεί να καταγγελθεί μόνο έως το τέλος μιας λογιστικής χρήσης, ενώ η καταγγελία τίθεται σε ισχύ το νωρίτερο με την έναρξη της επόμενης λογιστικής χρήσης, χωρίς να μεταβάλλεται η υποχρέωση της μητρικής επιχείρησης να αποζημιώνει πλήρως την μητρική για το σύνολο των ζημιών που έχει υποστεί κατά τη διάρκεια της τρέχουσας λογιστικής χρήσης.

    Όταν ένα ίδρυμα συνάπτει συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης, ειδοποιεί την αρμόδια αρχή χωρίς καθυστέρηση και της παρέχει αντίγραφο της συμφωνίας. Το ίδρυμα ενημερώνει επίσης χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή για τυχόν αλλαγές στη συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης και την καταγγελία της. Ένα ίδρυμα δεν συνάπτει περισσότερες από μία συμφωνίες μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης.

    ▼B

    4.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο η) σημείο i), οι διαφοροποιημένες διανομές αντικατοπτρίζουν μόνο τα διαφοροποιημένα δικαιώματα ψήφου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υψηλότερες διανομές εφαρμόζονται μόνο στα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με λιγότερα δικαιώματα ψήφου ή χωρίς δικαιώματα ψήφου.

    5.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α) 

    τις ισχύουσες μορφές και τη φύση της έμμεσης χρηματοδότησης των μέσων ιδίων κεφαλαίων,

    β) 

    εάν και πότε οι πολλαπλάσιες διανομές προκαλούν δυσανάλογη επίπτωση στα ίδια κεφάλαια,

    γ) 

    την έννοια των προνομιακών διανομών.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 29

    Κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια και παρόμοια ιδρύματα

    1.  Τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια και παρόμοια ιδρύματα είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 28 με τις τροποποιήσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

    2.  Οι κατωτέρω προϋποθέσεις πληρούνται όσον αφορά την εξόφληση των κεφαλαιακών μέσων:

    α) 

    εκτός εάν απαγορεύεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, το ίδρυμα δύναται να αρνηθεί την εξόφληση των μέσων,

    β) 

    σε περίπτωση που το ίδρυμα απαγορεύεται να αρνηθεί την εξόφληση των μέσων δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δίνουν στο ίδρυμα τη δυνατότητα να περιορίσει την εξόφλησή τους,

    γ) 

    η άρνηση εξόφλησης των μέσων ή ο περιορισμός της εξόφλησής τους, ανάλογα με την περίπτωση, δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος.

    3.  Τα κεφαλαιακά μέσα είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν ανώτατο όριο ή περιορισμό ως προς το μέγιστο επίπεδο των διανομών μόνο εφόσον το εν λόγω όριο ή ο περιορισμός προβλέπεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας ή του καταστατικό του ιδρύματος.

    4.  Σε περίπτωση που τα κεφαλαιακά μέσα παρέχουν στον ιδιοκτήτη τους δικαιώματα στα αποθεματικά του ιδρύματος σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης, τα οποία περιορίζονται στην ονομαστική αξία των μέσων, ο εν λόγω περιορισμός ισχύει στον ίδιο βαθμό για τους κατόχους όλων των υπόλοιπων μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που εκδίδει το ίδρυμα.

    Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ισχύουν με την επιφύλαξη της δυνατότητας αλληλασφαλιστικής ένωσης, συνεταιριστικής εταιρείας, ταμιευτηρίου ή παρόμοιων φορέων να αναγνωρίσουν εντός μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που δεν παρέχουν δικαιώματα ψήφου στον κάτοχο και πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    η απαίτηση των κατόχων των μέσων χωρίς δικαίωμα ψήφου σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος είναι ανάλογη προς το μερίδιο του συνόλου των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αντιπροσωπεύουν τα εν λόγω μέσα χωρίς δικαίωμα ψήφου,

    β) 

    τα μέσα είναι άλλως αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    5.  Σε περίπτωση που τα κεφαλαιακά μέσα παρέχουν στον ιδιοκτήτη τους δικαίωμα απαίτησης επί των στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισής του, η οποία είναι σταθερή ή υπόκειται σε ένα ανώτατο όριο, ο εν λόγω περιορισμός ισχύει στον ίδιο βαθμό για όλους τους κατόχους όλων των μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που εκδίδει το ίδρυμα

    6.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τη φύση των περιορισμών της εξόφλησης που είναι απαραίτητοι σε περίπτωση που το ίδρυμα απαγορεύεται να αρνηθεί την εξόφληση των μέσων δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 30

    Συνέπειες της παύσης ικανοποίησης των προϋποθέσεων αναγνώρισης για τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    Σε περίπτωση που δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 28 ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 29, για ένα μέσο Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ισχύουν τα εξής:

    α) 

    το μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    β) 

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά το εν λόγω μέσο παύει αμέσως να αναγνωρίζεται ως στοιχείο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    Άρθρο 31

    Κεφαλαιακά μέσα που αναλαμβάνονται από δημόσιες αρχές σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

    1.  Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα να συμπεριλάβουν στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κεφαλαιακά μέσα που συμμορφώνονται, κατ’ ελάχιστον, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), όταν πληρούνται όλες οι κάτωθι προϋποθέσεις:

    α) 

    τα κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται μετά 1η Ιανουαρίου 2014,

    β) 

    τα κεφαλαιακά μέσα θεωρούνται από την Επιτροπή ως κρατική ενίσχυση,

    γ) 

    τα κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται στο πλαίσιο μέτρων ανακεφαλαιοποίησης σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων,

    δ) 

    τα κεφαλαιακά μέσα έχουν αναληφθεί πλήρως και κατέχονται από το κράτος ή από σχετική δημόσια αρχή ή από δημόσια οντότητα,

    ε) 

    τα κεφαλαιακά μέσα έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν ζημίες,

    στ) 

    εκτός για τα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 27, στην περίπτωση εκκαθάρισης, τα κεφαλαιακά μέσα δίνουν το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες τους να υποβάλουν αξίωση επί των εναπομείναντων περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος μετά την εξόφληση όλων των απαιτήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα,

    ζ) 

    υφίστανται κατάλληλοι μηχανισμοί εξόδου για το κράτος, ή κατά περίπτωση, για την αρμόδια δημόσια αρχή ή δημόσια οντότητα,

    η) 

    η αρμόδια αρχή έχει προτέρως εγκρίνει και έχει δημοσιεύσει την απόφασή της παράλληλα με την αιτιολόγηση της εν λόγω απόφασης.

    2.  Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της σχετικής αρμόδιας αρχής και σε συνεργασία με αυτήν, η ΕΑΤ θεωρεί τα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ως ισοδύναμα με τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.



    Τμήμα 2

    Εποπτίκεσ προσαρμογές

    Άρθρο 32

    Τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού

    1.  Κάθε ίδρυμα εξαιρεί από οποιοδήποτε στοιχείο ιδίων κεφαλαίων του κάθε αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου, η οποία προκύπτει από τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των κατωτέρω:

    α) 

    μια τέτοια αύξηση που σχετίζεται με μελλοντικό περιθώριο εσόδων που έχει ως αποτέλεσμα κέρδος από πωλήσεις για το ίδρυμα,

    β) 

    σε περίπτωση που το ίδρυμα αποτελεί την μεταβιβάζουσα οντότητα μιας τιτλοποίησης, τα καθαρά κέρδη από την κεφαλαιοποίηση μελλοντικών εσόδων από τα τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού, τα οποία παρέχουν πιστωτική ενίσχυση στις θέσεις σε τιτλοποίηση.

    2.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω την έννοια του κέρδους από πωλήσεις που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 33

    Αντισταθμίσεις ταμειακών ροών και αλλαγές στην αξία των ιδίων υποχρεώσεων

    1.  Τα ιδρύματα δεν συμπεριλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία σε οποιοδήποτε στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων τους:

    α) 

    τα αποθεματικά εύλογης αξίας που σχετίζονται με κέρδη ή ζημίες από αντισταθμίσεις ταμειακών ροών από χρηματοοικονομικά μέσα που δεν αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων ταμειακών ροών,

    β) 

    κέρδη ή ζημίες από τις υποχρεώσεις του ιδρύματος που αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους και προκύπτουν από αλλαγές στην πιστωτική διαβάθμιση του ίδιου του ιδρύματος,

    ▼M8

    γ) 

    κέρδη και ζημίες εύλογης αξίας από υποχρεώσεις του ιδρύματος σε παράγωγα που προκύπτουν από αλλαγές στον πιστωτικό κίνδυνο του ίδιου του ιδρύματος.

    ▼B

    2.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), τα ιδρύματα δεν αντισταθμίζουν τα κέρδη και τις ζημίες εύλογης αξίας που προκύπτουν από τον ίδιο πιστωτικό κίνδυνο του ιδρύματος με τα κέρδη και τις ζημίες που προκύπτουν από τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου.

    3.  Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 στοιχείο β), τα ιδρύματα μπορούν να περιλαμβάνουν το ποσό των κερδών και των ζημιών από υποχρεώσεις τους στα ίδια κεφάλαια, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    οι υποχρεώσεις έχουν τη μορφή ομολόγων όπως αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ,

    β) 

    οι αλλαγές της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος οφείλονται στις ίδιες αλλαγές στην πιστωτική διαβάθμιση του ίδιου του ιδρύματος,

    γ) 

    υφίσταται στενή αντιστοιχία μεταξύ της αξίας των ομολόγων του στοιχείου α) και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος,

    δ) 

    είναι δυνατή η εξόφληση των ενυπόθηκων δανείων με την επαναγορά των ομολόγων που χρηματοδοτούν τα ενυπόθηκα δάνεια στην αγοραία ή την ονομαστική τους αξία.

    4.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει σε τι συνίσταται η στενή αντιστοιχία μεταξύ της αξίας των ομολόγων και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο γ).

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2013.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 34

    Πρόσθετες προσαρμογές αξίας

    Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 105 σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία τους που αποτιμώνται σε εύλογη αξία κατά τον υπολογισμό του ύψους των ιδίων κεφαλαίων και αφαιρούν από το Κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 το ποσό τυχόν άλλων πρόσθετων προσαρμογών αξίας που θεωρούνται αναγκαίες.

    Άρθρο 35

    Μη πραγματοποιηθέντα κέρδη και ζημίες από αποτίμηση στην εύλογη αξία

    Εκτός από την περίπτωση των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 33, τα ιδρύματα δεν δύνανται να κάνουν προσαρμογές για να αφαιρούν από τα ίδια κεφάλαιά τους τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη και τις ζημίες επί των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεών τους που αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους.



    Τμήμα 3

    Αφαιρέσεις από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, έξαιρεσεις και εναλλακτικές δυνατοτητές



    Ενότητα 1

    Αφαιρέσεις απο τα στοιχεία κεφαλαιου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    Άρθρο 36

    Αφαιρέσεις από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.  Τα ιδρύματα αφαιρούν τα κατωτέρω στοιχεία από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1:

    α) 

    ζημίες της τρέχουσας χρήσης,

    β) 

    άυλα στοιχεία του ενεργητικού,

    γ) 

    αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται στη μελλοντική κερδοφορία,

    δ) 

    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων με την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων (προσέγγιση IRB), τα αρνητικά ποσά που προκύπτουν από τον υπολογισμό των ποσών αναμενόμενης ζημίας που διευκρινίζεται στα άρθρα 158 και 159,

    ε) 

    περιουσιακά στοιχεία του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών στον ισολογισμό του ιδρύματος,

    στ) 

    τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που υποχρεούται να αγοράσει επί του παρόντος ή μελλοντικά ένα ίδρυμα βάσει υφιστάμενης συμβατικής υποχρέωσης,

    ζ) 

    τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που οι εν λόγω οντότητες έχουν αμοιβαία συμμετοχή με το ίδρυμα, η οποία, κατά τις αρμόδιες αρχές, σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,

    η) 

    το ισχύον ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,

    θ) 

    το ισχύον ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,

    ι) 

    το ποσό των στοιχείων που πρέπει να αφαιρεθούν από Πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με ►C3  το άρθρο 56 το οποίο υπερβαίνει τα Πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος, ◄

    ια) 

    το ποσό του ανοίγματος των ακόλουθων στοιχείων που είναι αποδεκτά για συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250  %, σε περίπτωση που το ίδρυμα αφαιρεί το εν λόγω ποσό από το ποσό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ως εναλλακτική δυνατότητα αντί της εφαρμογής συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250  %:

    i) 

    ειδικές συμμετοχές εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα,

    ▼M5

    ii) 

    θέσεις τιτλοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 244 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 245 παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 253,

    ▼B

    iii) 

    ατελείς συναλλαγές, σύμφωνα με το άρθρο 379 παράγραφος 3,

    iv) 

    θέσεις ενός καλαθιού για τις οποίες το ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει το συντελεστή στάθμισης κινδύνου δυνάμει της προσέγγισης IRB σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 8,

    v) 

    ανοίγματα σε μετοχές στο πλαίσιο μιας μεθόδου εσωτερικών υποδειγμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 4,

    ιβ) 

    οποιαδήποτε φορολογική επιβάρυνση σχετίζεται με τα στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, η οποία προβλέπεται κατά τη στιγμή του υπολογισμού της, εκτός εάν το ίδρυμα προσαρμόσει κατάλληλα το ποσό των στοιχείων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 στο μέτρο που η επιβάρυνση αυτή μειώνει το ποσό μέχρι το οποίο τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών,

    ▼M7

    ιγ) 

    το εφαρμοστέο ποσό ανεπαρκούς κάλυψης για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.

    ▼B

    2.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει την εφαρμογή των αφαιρέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), γ), ε), στ), η), θ) και ιβ) του παρόντος άρθρου και των σχετικών αφαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 56 στοιχεία α), γ), δ) και στ) και στο άρθρο 66 στοιχεία α), γ) και δ).

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    3.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τα είδη των κεφαλαιακών μέσων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και, σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (ΕΑΑΕΣ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010 ( 14 ), των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών και των επιχειρήσεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, τα οποία αφαιρούνται από τα κατωτέρω στοιχεία ιδίων κεφαλαίων:

    α) 

    στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

    β) 

    πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1,

    γ) 

    στοιχεία της Κατηγορίας 2.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ▼M8

    4.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει την εφαρμογή των αφαιρέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), συμπεριλαμβανομένου του ουσιώδους χαρακτήρα των αρνητικών συνεπειών για την αξία που δεν εγείρουν ανησυχίες όσον αφορά την προληπτική εποπτεία.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ▼B

    Άρθρο 37

    Αφαίρεση άυλων στοιχείων ενεργητικού

    Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό των άυλων στοιχείων ενεργητικού που αφαιρούνται σύμφωνα με τα εξής:

    α) 

    το ποσό που πρόκειται να αφαιρεθεί, είναι μειωμένο κατά το ποσό των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που θα εξαλείφονταν εάν τα άυλα στοιχεία ενεργητικού απομειώνονταν ή αποαναγνωρίζονταν δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    β) 

    το ποσό που πρόκειται να αφαιρεθεί περιλαμβάνει την υπεραξία που περιλαμβάνεται στην αποτίμηση σημαντικών επενδύσεων του ιδρύματος,

    ▼M8

    γ) 

    το ποσό που πρόκειται να αφαιρεθεί είναι μειωμένο κατά το ποσό της λογιστικής αναπροσαρμογής των άυλων περιουσιακών στοιχείων των θυγατρικών που προήλθαν από την ενοποίηση θυγατρικών εταιριών, που αποδίδεται σε πρόσωπα διαφορετικά από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    ▼B

    Άρθρο 38

    Αφαίρεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία

    1.  Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζεται σε μελλοντική κερδοφορία και του οποίου απαιτείται η αφαίρεση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

    2.  Με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3, το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία υπολογίζεται χωρίς την αφαίρεση του ποσού των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων του ιδρύματος.

    3.  Το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία είναι δυνατόν να μειωθεί κατά το ποσό των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων του ιδρύματος, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    η οικονομική οντότητα έχει νομικά εκτελεστό δικαίωμα δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου να συμψηφίσει τις τρέχουσες φορολογικές απαιτήσεις αυτές με τις τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις,

    β) 

    οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις σχετίζονται με φόρους που επιβάλλονται από την ίδια φορολογική αρχή και στην ίδια φορολογητέα οντότητα.

    4.  Οι σχετικές αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις του ιδρύματος που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της παραγράφου 3 δεν είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις που περιορίζουν το ποσό των άυλων στοιχείων ενεργητικού ή περιουσιακών στοιχείων του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών των οποίων απαιτείται η αφαίρεση.

    5.  Το ποσό των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 κατανέμεται μεταξύ των κατωτέρω στοιχείων:

    α) 

    αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές που δεν αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 1,

    β) 

    όλες οι υπόλοιπες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία.

    Τα ιδρύματα κατανέμουν τις σχετικές αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις σύμφωνα με την αναλογία των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία, την οποία αντιπροσωπεύουν τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

    Άρθρο 39

    Επιπλέον καταβληθείς φόρος, μεταφορές φορολογικών ζημιών και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δεν βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία

    1.  Τα ακόλουθα στοιχεία δεν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια και υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3, κατά περίπτωση:

    α) 

    επιπλέον καταβληθείς φόρος από το ίδρυμα για την τρέχουσα χρήση,

    β) 

    φορολογικές ζημίες του ιδρύματος από την τρέχουσα χρήση που μεταφέρονται σε προηγούμενες χρήσεις και εγείρουν αξίωση ή εισπρακτέα απαίτηση έναντι κεντρικής κυβέρνησης, περιφερειακής κυβέρνησης ή εγχώριας φορολογικής αρχής.

    2.   ►M8  Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δεν βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία περιορίζονται στις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν πριν από τις 23 Νοεμβρίου 2016 και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις: ◄

    α) 

    αντικαθιστώνται αμέσως από έκπτωση φόρου, αυτομάτως και υποχρεωτικά, σε περίπτωση που το ίδρυμα αναφέρει ζημία κατά την επίσημη έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του ιδρύματος ή σε περίπτωση εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας του ιδρύματος,

    β) 

    ένα ίδρυμα είναι σε θέση, δυνάμει της ισχύουσας εθνικής φορολογικής νομοθεσίας, να αντισταθμίσει φορολογική έκπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) με οποιαδήποτε φορολογική υποχρέωση του ιδρύματος ή οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που υπάγεται στην ίδια ενοποίηση με το ίδρυμα για φορολογικούς σκοπούς σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή ή οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    γ) 

    εφόσον το ποσό των φορολογικών εκπτώσεων που αναφέρονται στο στοιχείο β) υπερβαίνει τις φορολογικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο ίδιο στοιχείο, οποιοδήποτε υπερβάλλον ποσό αντικαθίσταται αμέσως με άμεση απαίτηση έναντι της κεντρικής κυβέρνησης του κράτους μέλους στο οποίο έχει συσταθεί το ίδρυμα.

    Τα ιδρύματα εφαρμόζουν στάθμιση κινδύνου 100 % στις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) και γ).

    Άρθρο 40

    Αφαίρεση των αρνητικών ποσών που προκύπτουν από τον υπολογισμό των ποσών αναμενόμενης ζημίας

    Το ποσό που αφαιρείται σύμφωνα με το στοιχείο δ) του άρθρου 33 παράγραφος 1 δεν μειώνεται από την αύξηση του επιπέδου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία, ή από άλλη πρόσθετη επίπτωση του φόρου, που θα μπορούσε να προκύψει ►C2  αν οι προβλέψεις ανέρχονταν στο επίπεδο των αναμενόμενων ζημιών που αναφέρονται στο τμήμα 3 του κεφαλαίου 3 του τίτλου ΙΙ του τρίτου μέρους. ◄

    Άρθρο 41

    Αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών

    ▼C2

    1.  Για τους σκοπούς του στοιχείου ε) του άρθρου 36 παράγραφος 1, το ποσό των περιουσιακών στοιχείων των συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών που αφαιρούνται μειώνεται κατά τα εξής:

    α) 

    το ποσό οποιωνδήποτε σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που ενδέχεται να εξαλείφονταν εάν τα στοιχεία ενεργητικού απομειώνονταν ή αποαναγνωρίζονταν δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,

    β) 

    το ποσό των περιουσιακών στοιχείων του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών που το ίδρυμα δύναται να χρησιμοποιεί απεριόριστα, με την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα έχει λάβει την πρότερη άδεια της αρμόδιας αρχής.

    Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τη μείωση του προς αφαίρεση ποσού λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το Κεφάλαιο 2 ή 3 του Τίτλου ΙΙ του τρίτου μέρους, ανάλογα με την περίπτωση.

    ▼B

    2.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία μια αρμόδια αρχή επιτρέπει σε ένα ίδρυμα τη μείωση του ποσού των περιουσιακών στοιχείων του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών όπως ορίζεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 42

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1

    Για τους σκοπούς του στοιχείου στ) του άρθρου 36 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις τοποθετήσεις σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 βάσει των μεικτών θετικών τους θέσεων με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

    α) 

    τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:

    i) 

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,

    ii) 

    είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β) 

    τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις που παίρνουν τη μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνονται στους δείκτες αυτούς,

    γ) 

    τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μεικτές θετικές θέσεις σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i) 

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,

    ii) 

    είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    Άρθρο 43

    Σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα

    Για τους σκοπούς της αφαίρεσης, ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα εφόσον πληρούται οιαδήποτε εκ των κατωτέρω προϋποθέσεων:

    α) 

    το ίδρυμα κατέχει ποσοστό μεγαλύτερο από 10 % των μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που εκδίδει η εν λόγω οντότητα,

    β) 

    το ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς με την εν λόγω οντότητα και κατέχει μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που εκδίδει αυτή,

    γ) 

    το ίδρυμα κατέχει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που εκδίδει η εν λόγω οντότητα και η οντότητα δεν συμπεριλαμβάνεται σε ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, αλλά συμπεριλαμβάνεται στην ίδια λογιστική ενοποίηση με το ίδρυμα για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου.

    Άρθρο 44

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή που σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία ζ), η) και θ) του άρθρου 36 παράγραφος 1 σύμφωνα με τα εξής:

    α) 

    οι τοποθετήσεις σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και σε άλλα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα υπολογίζονται βάσει των μικτών θετικών θέσεων,

    β) 

    τα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1 θεωρούνται ως τοποθετήσεις σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 για τους σκοπούς της αφαίρεσης.

    Άρθρο 45

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων η) και θ) του άρθρου 36 παράγραφος 1 σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

    α) 

    δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    ▼M8

    i) 

    η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος,

    ▼B

    ii) 

    είτε η θετική και η αρνητική θέση περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β) 

    τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις που παίρνουν τη μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στους δείκτες αυτούς.

    Άρθρο 46

    Αφαίρεση τοποθετήσεων μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1σε περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα

    1.  Για τους σκοπούς του στοιχείου η) του άρθρου 36 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με το συντελεστή που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    το συνολικό ποσό κατά το οποίο οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση υπερβαίνουν το 10 % του συνολικού ποσού των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένο μετά την εφαρμογή των κατωτέρω στα στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1:

    i) 

    των άρθρων 32 έως 35,

    ii) 

    των αφαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), με την εξαίρεση του ποσού που αφαιρείται για αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    iii) 

    των άρθρων 44 και 45,

    β) 

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 εκείνων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα όπου το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση, ►C2  διά του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και σε μέσα της κατηγορίας 2 των εν λόγω οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα. ◄

    2.  Τα ιδρύματα εξαιρούν τις θέσεις αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο από το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 και από τον υπολογισμό του συντελεστή που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

    3.  Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε όλα τα διατηρούμενα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. ►C2  Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό κάθε μέσου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αφαιρείται ◄ δυνάμει της παραγράφου 1 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με την αναλογία που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να αφαιρεθούν δυνάμει της παραγράφου 1,

    β) 

    η αναλογία του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση η οποία να αντιπροσωπεύεται από κάθε μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που κατέχεται.

    4.  Το ποσό των τοποθετήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο η) του άρθρου 36 παράγραφος 1, το οποίο είναι ίσο ή μικρότερο από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των διατάξεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημεία i) έως iii), δεν αφαιρείται και υπόκειται στους αντίστοιχους συντελεστές στάθμισης κινδύνου δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και των απαιτήσεων που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, ανάλογα με την περίπτωση.

    ▼C2

    5.  Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό κάθε μέσου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 4 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου επί του ποσού που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να σταθμιστούν δυνάμει της παραγράφου 4,

    β) 

    την αναλογία που προκύπτει από τον υπολογισμό στο στοιχείο β) της παραγράφου 3.

    ▼B

    Άρθρο 47

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σε περίπτωση που ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα

    Για τους σκοπούς του στοιχείο θ) του άρθρου 36 παράγραφος 1, από το ποσό που αφαιρείται κατά περίπτωση από τα στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εξαιρούνται οι θέσεις αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο και το εν λόγω ποσό προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 44 και 45 και την ενότητα 2.

    ▼M7

    Άρθρο 47α

    Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα

    1.  Για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), ο όρος «άνοιγμα» περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος:

    α) 

    χρεωστικό μέσο, μεταξύ άλλων χρεωστικός τίτλος, δάνειο, προκαταβολή και κατάθεση όψεως·

    β) 

    χορηγηθείσα δανειακή δέσμευση, χορηγηθείσα χρηματοοικονομική εγγύηση ή άλλη χορηγηθείσα δέσμευση, ανεξαρτήτως του αν είναι ανακλητή ή αμετάκλητη, εξαιρουμένων των μη αναληφθεισών πιστωτικών διευκολύνσεων οι οποίες μπορεί να ακυρωθούν άνευ όρων ανά πάσα στιγμή και χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση ή οι οποίες παρέχουν πραγματική δυνατότητα αυτόματης ακύρωσης, λόγω επιδείνωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη.

    2.  Για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), η αξία ανοίγματος ενός χρεωστικού μέσου ισούται με τη λογιστική αξία του υπολογιζόμενη χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν προσαρμογές ειδικού πιστωτικού κινδύνου, οι πρόσθετες προσαρμογές αξίας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 105, τα ποσά που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) ή άλλες μειώσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με το άνοιγμα ή μερικές διαγραφές που πραγματοποίησε το ίδρυμα από την τελευταία φορά που το άνοιγμα ταξινομήθηκε ως μη εξυπηρετούμενο.

    Για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), η αξία ανοίγματος ενός χρεωστικού τίτλου που αγοράστηκε σε τιμή χαμηλότερη από το οφειλόμενο από τον οφειλέτη ποσό περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και του οφειλόμενου από τον οφειλέτη ποσού.

    Για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), η αξία ανοίγματος μιας χορηγηθείσας δανειακής δέσμευσης, μιας χορηγηθείσας χρηματοοικονομικής εγγύησης ή οποιασδήποτε άλλης δέσμευσης χορηγηθείσας όπως αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ισούται με την ονομαστική αξία της, η οποία αντιστοιχεί στο μέγιστο άνοιγμα του ιδρύματος σε πιστωτικό κίνδυνο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε χρηματοδοτούμενη ή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία. Το ονομαστικό ποσό μιας χορηγηθείσας δανειακής δέσμευσης ισούται με το μη αναληφθέν ποσό που το ίδρυμα έχει δεσμευθεί να δανείσει και η ονομαστική αξία των χορηγηθεισών χρηματοοικονομικών εγγυήσεων ισούται με το μέγιστο ύψος που θα μπορούσε να κληθεί να καταβάλει η οντότητα σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης.

    Η ονομαστική αξία που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν λαμβάνει υπόψη προσαρμογές ειδικού πιστωτικού κινδύνου, πρόσθετες προσαρμογές αξίας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 105, αφαιρέσεις ποσών σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) ή άλλες μειώσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με το άνοιγμα.

    3.  Για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), τα ακόλουθα ανοίγματα ταξινομούνται ως μη εξυπηρετούμενα:

    α) 

    ανοίγματα για τα οποία θεωρείται ότι έχει επέλθει αθέτηση, σύμφωνα με το άρθρο 178·

    β) 

    ανοίγματα που θεωρούνται απομειωμένα σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο·

    γ) 

    ανοίγματα υπό παρακολούθηση δυνάμει της παραγράφου 7, όταν χορηγούνται πρόσθετα μέτρα ρύθμισης ή όταν το άνοιγμα παρουσιάζει καθυστέρηση άνω των 30 ημερών·

    δ) 

    ανοίγματα υπό τη μορφή δεσμεύσεων που, εάν εκταμιευθούν ή χρησιμοποιηθούν με άλλο τρόπο, είναι πιθανόν να μην αποπληρωθούν στο ακέραιο χωρίς ρευστοποίηση εξασφάλισης·

    ε) 

    ανοίγματα υπό μορφή χρηματοοικονομικών εγγυήσεων που είναι πιθανόν να καταστούν απαιτητές από το καλυπτόμενο από την εγγύηση μέρος, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης όπου το υποκείμενο εγγυημένο άνοιγμα πληροί τα κριτήρια για να θεωρηθεί ως μη εξυπηρετούμενο.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου α), όταν ένα ίδρυμα διαθέτει ανοίγματα εντός ισολογισμού σε πιστούχο τα οποία παρουσιάζουν καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και τα οποία αντιπροσωπεύουν ποσοστό άνω του 20 % επί του συνόλου των ανοιγμάτων εντός ισολογισμού στον συγκεκριμένο πιστούχο, θεωρείται ότι όλα τα εντός και εκτός ισολογισμού ανοίγματα στον εν λόγω πιστούχο είναι μη εξυπηρετούμενα.

    4.  Ανοίγματα τα οποία δεν έχουν υπαχθεί σε μέτρο ρύθμισης παύουν να ταξινομούνται ως μη εξυπηρετούμενα για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    το άνοιγμα πληροί τα κριτήρια εξόδου που εφαρμόζονται από το ίδρυμα για διακοπή της ταξινόμησής του ως απομειωμένου σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο και της ταξινόμησης σε αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178·

    β) 

    η κατάσταση του πιστούχου έχει βελτιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε το ίδρυμα να έχει πειστεί ότι είναι πιθανή η έγκαιρη αποπληρωμή στο ακέραιο·

    γ) 

    ο πιστούχος δεν έχει κανένα καθυστερούμενο ποσό πληρωμής για περισσότερες από 90 ημέρες.

    5.  Η ταξινόμηση ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος ως μη κυκλοφορούντος στοιχείου ενεργητικού διακρατούμενου προς πώληση σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πλαίσιο δεν διακόπτει την ταξινόμησή του ως μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ).

    6.  Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα τα οποία υπόκεινται σε μέτρα ρύθμισης παύουν να ταξινομούνται ως μη εξυπηρετούμενα για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    τα ανοίγματα δεν βρίσκονται πλέον σε κατάσταση η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την ταξινόμησή τους ως μη εξυπηρετούμενων δυνάμει της παραγράφου 3·

    β) 

    έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από την ημερομηνία χορήγησης των μέτρων ρύθμισης και την ημερομηνία ταξινόμησης των ανοιγμάτων ως μη εξυπηρετούμενων, όποια από αυτές είναι μεταγενέστερη·

    γ) 

    δεν υπάρχει ποσό σε καθυστέρηση μετά τα μέτρα ρύθμισης και το ίδρυμα, με βάση την ανάλυση της οικονομικής κατάστασης του πιστούχου, έχει πεισθεί για την πιθανότητα έγκαιρης αποπληρωμής του ανοίγματος στο ακέραιο.

    Η έγκαιρη αποπληρωμή του ανοίγματος στο ακέραιο δεν θεωρείται πιθανή, εκτός εάν ο πιστούχος έχει πραγματοποιήσει τακτικές και έγκαιρες πληρωμές ποσών που ισούνται με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

    α) 

    το ποσό που ήταν σε καθυστέρηση πριν από τη χορήγηση του μέτρου ρύθμισης, στις περιπτώσεις όπου υπήρχαν ποσά σε καθυστέρηση·

    β) 

    το ποσό που έχει διαγραφεί βάσει του χορηγηθέντος μέτρου ρύθμισης, στις περιπτώσεις όπου δεν υπήρχαν ποσά σε καθυστέρηση.

    7.  Στην περίπτωση που ένα μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα δεν ταξινομείται πλέον ως μη εξυπηρετούμενο δυνάμει της παραγράφου 6, το εν λόγω άνοιγμα τίθεται υπό επιτήρηση έως ότου εκπληρωθούν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    έχουν παρέλθει τουλάχιστον δύο έτη από την ημερομηνία κατά την οποία το υποκείμενο σε μέτρα ρύθμισης άνοιγμα αναταξινομήθηκε ως εξυπηρετούμενο·

    β) 

    έχουν πραγματοποιηθεί τακτικές και έγκαιρες πληρωμές κατά το ήμισυ τουλάχιστον της περιόδου στην οποία το άνοιγμα θα βρισκόταν υπό επιτήρηση, με αποτέλεσμα την πληρωμή σημαντικού συνολικού ποσού κεφαλαίου ή τόκων·

    γ) 

    κανένα από τα ανοίγματα του πιστούχου δεν παρουσιάζει καθυστέρηση άνω των 30 ημερών.

    Άρθρο 47β

    Μέτρα ρύθμισης

    1.  Ένα «μέτρο ρύθμισης» είναι μια παραχώρηση από την πλευρά ενός ιδρύματος προς έναν πιστούχο ο οποίος αντιμετωπίζει ή είναι πιθανό να αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις· Η παραχώρηση μπορεί να συνεπάγεται ζημία για τον δανειστή και συνίσταται σε οιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

    α) 

    τροποποίηση των όρων και προϋποθέσεων μιας δανειακής υποχρέωσης, η οποία δεν θα είχε χορηγηθεί αν ο πιστούχος δεν είχε αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις·

    β) 

    συνολική ή μερική αναχρηματοδότηση δανειακής υποχρέωσης, η οποία δεν θα είχε χορηγηθεί αν ο πιστούχος δεν είχε αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις.

    2.  Οι ακόλουθες τουλάχιστον καταστάσεις θεωρούνται μέτρα ρύθμισης:

    α) 

    νέοι συμβατικοί όροι είναι πιο ευνοϊκοί για τον πιστούχο από τους προηγούμενους συμβατικούς όρους, όταν ο πιστούχος αντιμετωπίζει ή είναι πιθανό να αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις·

    β) 

    νέοι συμβατικοί όροι είναι πιο ευνοϊκοί για τον πιστούχο από τους συμβατικούς όρους που προσέφερε το ίδιο ίδρυμα σε πιστούχους με παρόμοιο προφίλ κινδύνου κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όταν ο πιστούχος αντιμετωπίζει ή είναι πιθανό να αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις·

    γ) 

    το άνοιγμα βάσει των αρχικών συμβατικών όρων ταξινομήθηκε ως μη εξυπηρετούμενο πριν από την τροποποίηση των συμβατικών όρων ή θα είχε ταξινομηθεί ως μη εξυπηρετούμενο αν δεν είχαν επέλθει τροποποιήσεις στους συμβατικούς όρους·

    δ) 

    το μέτρο έχει ως αποτέλεσμα συνολική ή μερική διαγραφή της δανειακής οφειλής·

    ε) 

    το ίδρυμα εγκρίνει την ενεργοποίηση των ρητρών που παρέχουν στον πιστούχο τη δυνατότητα να τροποποιήσει τους όρους της σύμβασης και το άνοιγμα ήταν ταξινομημένο ως μη εξυπηρετούμενο πριν από την ενεργοποίηση των εν λόγω ρητρών, ή θα ταξινομείτο ως μη εξυπηρετούμενο αν δεν ενεργοποιούνταν οι εν λόγω ρήτρες·

    στ) 

    την εποχή ή περίπου την εποχή που χορηγήθηκε το δάνειο, ο πιστούχος πραγματοποίησε πληρωμές κεφαλαίου ή τόκων σε άλλη δανειακή υποχρέωση στο ίδιο ίδρυμα, η οποία είχε ταξινομηθεί ως μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα ή θα είχε ταξινομηθεί ως μη εξυπηρετούμενο αν δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι εν λόγω πληρωμές·

    ζ) 

    η τροποποίηση των συμβατικών όρων περιλαμβάνει αποπληρωμές οι οποίες πραγματοποιούνται με απόκτηση κυριότητας εξασφάλισης, εφόσον η τροποποίηση αυτή συνιστά παραχώρηση.

    3.  Οι ακόλουθες καταστάσεις αποτελούν δείκτη ότι μπορεί να έχουν ληφθεί μέτρα ρύθμισης:

    α) 

    η αρχική σύμβαση παρουσίασε καθυστέρηση άνω των 30 ημερών τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια των τριών μηνών πριν από την τροποποίησή της ή θα παρουσίαζε καθυστέρηση άνω των 30 ημερών χωρίς την τροποποίηση·

    β) 

    την εποχή ή περίπου την εποχή κατά την οποία συνήφθη η πιστοδοτική σύμβαση, ο πιστούχος πραγματοποίησε πληρωμές κεφαλαίου ή τόκων σε άλλη δανειακή υποχρέωση στο ίδιο ίδρυμα, η οποία παρουσίασε καθυστέρηση 30 ημερών τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια των τριών μηνών πριν από τη χορήγηση της πίστωσης·

    γ) 

    το ίδρυμα εγκρίνει την ενεργοποίηση των ρητρών που παρέχουν στον πιστούχο τη δυνατότητα να τροποποιήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις της σύμβασης και το άνοιγμα παρουσιάζει καθυστέρηση 30 ημερών ή θα παρουσίαζε καθυστέρηση 30 ημερών, εάν δεν ενεργοποιούνταν οι εν λόγω ρήτρες.

    4.  Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ένας πιστούχος στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις εκτιμώνται σε επίπεδο πιστούχου, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις νομικές οντότητες στον όμιλο του πιστούχου, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στη λογιστική ενοποίηση του ομίλου, και τα φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν τον εν λόγω όμιλο.

    Άρθρο 47γ

    Αφαίρεση για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα

    1.  Για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), τα ιδρύματα προσδιορίζουν το εφαρμοστέο ποσό ανεπαρκούς κάλυψης χωριστά για καθένα από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα το οποίο πρέπει να αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, αφαιρώντας το ποσό που προσδιορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου από το ποσό που προσδιορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, όταν το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β):

    α) 

    το άθροισμα:

    i) 

    του μη εξασφαλισμένου τμήματος κάθε μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, αν υπάρχει, πολλαπλασιαζόμενου επί τον εφαρμοζόμενο συντελεστή που αναφέρεται στην παράγραφο 2·

    ii) 

    του εξασφαλισμένου τμήματος κάθε μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, αν υπάρχει, πολλαπλασιαζόμενου επί τον εφαρμοζόμενο συντελεστή που αναφέρεται στην παράγραφο 3·

    β) 

    το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν το ίδιο μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα:

    i) 

    ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου·

    ii) 

    πρόσθετες προσαρμογές αξίας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 105·

    iii) 

    άλλες μειώσεις ιδίων κεφαλαίων·

    iv) 

    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων με την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων (προσέγγιση IRB), η απόλυτη αξία των ποσών που αφαιρούνται βάσει του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και τα οποία σχετίζονται με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, όπου η απόλυτη αξία που αποδίδεται σε κάθε μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα προσδιορίζεται πολλαπλασιάζοντας τα ποσά που αφαιρούνται βάσει του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ) επί τη συμβολή του ποσού της αναμενόμενης ζημίας για το μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα στο συνολικό ποσό των αναμενόμενων ζημιών για ανοίγματα σε αθέτηση ή μη, κατά περίπτωση.

    v) 

    εάν ένα μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα αγοράζεται σε τιμή χαμηλότερη από το οφειλόμενο από τον οφειλέτη ποσό, η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και του οφειλόμενου από τον οφειλέτη ποσού·

    vi) 

    ποσά που διαγράφει το ίδρυμα μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου.

    Το εξασφαλισμένο τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος είναι εκείνο το τμήμα του ανοίγματος το οποίο, για τον σκοπό του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους, θεωρείται ότι καλύπτεται από χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία ή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία ή ότι είναι πλήρως και απολύτως εξασφαλισμένο με ενυπόθηκα δάνεια.

    Το μη εξασφαλισμένο τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος αντιστοιχεί στη διαφορά, αν υπάρχει, ανάμεσα στην αξία του ανοίγματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 47α παράγραφος 1 και στο εξασφαλισμένο τμήμα του ανοίγματος, αν υπάρχει.

    2.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο i), ισχύουν οι ακόλουθοι συντελεστές:

    α) 

    0,35 για το μη εξασφαλισμένο τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του τρίτου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·

    β) 

    1 για το μη εξασφαλισμένο τμήμα του μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος από την πρώτη ημέρα του τέταρτου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου.

    3.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο ii), ισχύουν οι ακόλουθοι συντελεστές:

    α) 

    0,25 για το εξασφαλισμένο τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του τέταρτου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·

    β) 

    0,35 για το εξασφαλισμένο τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του πέμπτου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου ·

    γ) 

    0,55 για το εξασφαλισμένο τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του έκτου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·

    δ) 

    0,70 για το τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος εξασφαλισμένου με ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους ή το οποίο είναι στεγαστικό δάνειο εγγυημένο από επιλέξιμο πάροχο προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 201, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του έβδομου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·

    ε) 

    0,80 για το τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος που εξασφαλίζεται από άλλη χρηματοδοτούμενη ή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του έβδομου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·

    στ) 

    0,80 για το τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος εξασφαλισμένου με ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους ή το οποίο είναι στεγαστικό δάνειο εγγυημένο από επιλέξιμο πάροχο προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 201, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του όγδοου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·

    ζ) 

    1 για το τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος που εξασφαλίζεται από άλλη χρηματοδοτούμενη ή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους, εφαρμοζόμενος από την πρώτη ημέρα του όγδοου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου ·

    η) 

    0,85 για το τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος εξασφαλισμένου με ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους ή το οποίο είναι στεγαστικό δάνειο εγγυημένο από επιλέξιμο πάροχο προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 201, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του ένατου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου ·

    θ) 

    1 για το τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος εξασφαλισμένου με ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους ή το οποίο είναι στεγαστικό δάνειο εγγυημένο από επιλέξιμο πάροχο προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 201, εφαρμοζόμενος από την πρώτη ημέρα του δέκατου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου.

    4.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, ισχύουν οι ακόλουθοι συντελεστές στο τμήμα του μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος εξασφαλισμένου ή ασφαλισμένου από επίσημο οργανισμό εξαγωγικών πιστώσεων:

    α) 

    0 για το εξασφαλισμένο τμήμα του μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ ενός έτους και επτά ετών μετά την ταξινόμησή του ως μη εξυπηρετούμενου· και

    β) 

    1 για το εξασφαλισμένο τμήμα του μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος από την πρώτη ημέρα του ογδόου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου.

    5.  Η ΕΑΤ αξιολογεί το φάσμα των πρακτικών που εφαρμόζονται για την αποτίμηση των εξασφαλισμένων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και μπορεί να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό κοινής μεθοδολογίας, συμπεριλαμβανομένων πιθανών ελάχιστων απαιτήσεων για επανεκτίμηση από απόψεως χρονοδιαγράμματος και ad hoc μεθόδων, με στόχο τη συνετή αποτίμηση επιλέξιμων μορφών χρηματοδοτούμενης και μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, ιδίως σε σχέση με τις παραδοχές για τη δυνατότητα ανάκτησης και αναγκαστικής εκτέλεσης. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν κοινή μεθοδολογία για τον προσδιορισμό του εξασφαλισμένου τμήματος ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

    Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    6.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, όταν έχει εγκριθεί μέτρο ρύθμισης για άνοιγμα μεταξύ ενός έτους και δύο ετών μετά την ταξινόμησή του ως μη εξυπηρετούμενου, ο βάσει της παραγράφου 2 συντελεστής που ισχύει κατά την ημερομηνία έγκρισης του μέτρου ρύθμισης ισχύει για συμπληρωματική περίοδο ενός έτους.

    Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, όταν έχει εγκριθεί μέτρο ρύθμισης για άνοιγμα μεταξύ δύο και έξι ετών μετά την ταξινόμησή του ως μη εξυπηρετούμενου, ο βάσει της παραγράφου 3 συντελεστής που ισχύει κατά την ημερομηνία έγκρισης του μέτρου ρύθμισης ισχύει για συμπληρωματική περίοδο ενός έτους.

    Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με το πρώτο μέτρο ρύθμισης που έχει εγκριθεί μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου.

    ▼B



    Ενότητα 2

    Εξαιρεσεις και εναλλακτικες δυνατοτητες αφαιρεσησ από στοιχεια κεφαλαιου κοινων μετοχων της kατηγοριας 1

    Άρθρο 48

    Εξαιρέσεις λόγω ορίου από την αφαίρεση από στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.  Κατά την πραγματοποίηση των απαιτούμενων αφαιρέσεων δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 1 των στοιχείων γ) και θ), δεν απαιτείται από τα ιδρύματα να αφαιρούν τα ποσά των στοιχείων που παρατίθενται στα σημεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, το σύνολο των οποίων είναι ίσο ή μικρότερο από το ποσό ορίου της παραγράφου 2:

    α) 

    οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που εξαρτώνται από τη μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές, και συνολικά είναι ίσες ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένες κατόπιν εφαρμογής των κατωτέρω διατάξεων·

    i) 

    των άρθρων 32 έως 35,

    ii) 

    του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    β) 

    σε περίπτωση που ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω οντότητας που συνολικά είναι ίσες με ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπολογισμένες κατόπιν εφαρμογής των κατωτέρω διατάξεων.

    i) 

    τα άρθρα 32 έως 35·

    ii) 

    του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές.

    2.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ποσό του ορίου ισούται με το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    το εναπομένον ποσό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, μετά την πλήρη εφαρμογή των προσαρμογών και των αφαιρέσεων των άρθρων 32 έως 36 και χωρίς να εφαρμόζονται οι εξαιρέσεις ορίου που προσδιορίζονται στο παρόν άρθρο,

    β) 

    17,65 %.

    3.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα ιδρύματα καθορίζουν το τμήμα των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στο συνολικό ποσό των στοιχείων για το οποίο δεν επιβάλλεται αφαίρεση, διαιρώντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με το ποσό του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που εξαρτώνται από τη μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές και συνολικά είναι ίσες με ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος,

    β) 

    το σύνολο των κατωτέρω:

    i) 

    το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α),

    ii) 

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα ίδιου κεφαλαίου οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση, με τις εν λόγω τοποθετήσεις να είναι συνολικά ίσες με ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος.

    Η αναλογία των σημαντικών επενδύσεων στο συνολικό ποσό των στοιχείων που δεν απαιτείται να αφαιρεθεί ισούται με ένα μείον την αναλογία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

    4.  Τα ποσά των στοιχείων που δεν αφαιρούνται δυνάμει της παραγράφου 1 έχουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 250 %.

    Άρθρο 49

    Απαίτηση αφαίρεσης σε περίπτωση εφαρμογής ενοποίησης, συμπληρωματικής εποπτείας ή θεσμικών συστημάτων προστασίας

    1.  Για τους σκοπούς του υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων σε μεμονωμένη βάση, σε υποενοποιημένη βάση και σε ενοποιημένη βάση, σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές ζητούν ή επιτρέπουν στα ιδρύματα να εφαρμόζουν τη μέθοδο 1, 2 ή 3 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να μην αφαιρούν τις τοποθετήσεις σε μέσα ιδίων κεφαλαίων οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οποία το μητρικό ίδρυμα, ή η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή το ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση, υπό τον όρο να πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) έως ε) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου,

    β) 

    η ασφαλιστική επιχείρηση, η αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου υπάγεται στην ίδια συμπληρωματική εποπτεία δυνάμει της οδηγίας 2002/87/ΕΚ όπως το μητρικό ίδρυμα, η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή το ίδρυμα που έχει τη συμμετοχή,

    γ) 

    το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής,

    δ) 

    πριν από τη χορήγηση της άδειας που αναφέρεται στο στοιχείο γ), και σε διαρκή βάση, οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι το επίπεδο της ενιαίας διοίκησης, της διαχείρισης κινδύνου και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης δυνάμει των μεθόδων 1, 2 ή 3 είναι επαρκές,

    ε) 

    οι τοποθετήσεις στην οντότητα ανήκουν σε έναν από τους κατωτέρω:

    i) 

    στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα,

    ii) 

    στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών,

    iii) 

    στη μητρική χρηματοοικονομικήεταιρεία συμμετοχών,

    iv) 

    στο ίδρυμα,

    v) 

    σε θυγατρική μιας από τις οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία i) έως iv) η οποία περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης δυνάμει του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται διαχρονικά με συνέπεια.

    2.  Για τους σκοπούς του υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση και σε υποενοποιημένη βάση, τα ιδρύματα που υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 δεν αφαιρούν τις τοποθετήσεις σε μέσα ιδίων κεφαλαίων που εκδίδονται από οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποιημένης εποπτείας, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές ορίσουν ότι οι αφαιρέσεις αυτές απαιτούνται για ειδικούς σκοπούς, ιδίως τον διαρθρωτικό διαχωρισμό των τραπεζικών δραστηριοτήτων και τον προγραμματισμό της εξυγίανσης.

    Η εφαρμογή της προσέγγισης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν επιφέρει δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος των άλλων κρατών μελών ή στην Ένωση συνολικά, οι οποίες παρακωλύουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    ▼M8

    Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς των απαιτήσεων που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με το πλαίσιο αφαιρέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 72ε παράγραφος 4.

    ▼B

    3.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, για λόγους υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, να επιτρέψουν στα ιδρύματα να μην αφαιρέσουν τοποθετήσεις σε μέσα ιδίων κεφαλαίων στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α) 

    όταν ένα ίδρυμα διατηρεί συμμετοχή σε άλλο ίδρυμα, και πληρούνται οι προϋποθέσεις των σημείων i) έως v):

    i) 

    τα ιδρύματα εμπίπτουν στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7,

    ii) 

    οι αρμόδιες αρχές έχουν χορηγήσει την άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7,

    iii) 

    πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7,

    iv) 

    το θεσμικό σύστημα προστασίας καταρτίζει ενοποιημένο ισολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο ε) του άρθρου 113 παράγραφος 7 ή, εφόσον δεν υποχρεούται να καταρτίζει ενοποιημένους ισολογισμούς, διευρυμένο αθροιστικό υπολογισμό που, κατά τις αρμόδιες αρχές είναι ικανοποιητικά αντίστοιχος προς τις διατάξεις της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, που ενσωματώνει ορισμένες προσαρμογές των διατάξεων της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 ν, που διέπει τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ισοδυναμία του εν λόγω διευρυμένου αθροιστικού υπολογισμού ελέγχεται από εξωτερικό ελεγκτή και ιδίως εξαλείφεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων αποδεκτών για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων καθώς και οποιαδήποτε αθέμιτη δημιουργία ιδίων κεφαλαίων μεταξύ μελών του θεσμικού συστήματος προστασίας. ►M8  Ο ενοποιημένος ισολογισμός ή ο διευρυμένος αθροιστικός υπολογισμός γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές με τη συχνότητα που ορίζεται στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 430 παράγραφος 7, ◄

    ►M8  v) 

    τα ιδρύματα που υπάγονται σε θεσμικό σύστημα προστασίας πληρούν από κοινού σε ενοποιημένη ή διευρυμένη αθροιστική βάση τις απαιτήσεις του άρθρου 92 και υποβάλλουν εκθέσεις για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές σύμφωνα με το άρθρο 430. ◄ Στο πλαίσιο θεσμικού συστήματος προστασίας δεν απαιτείται μείωση του επιτοκίου που κατέχουν τα μέλη του συνεταιρισμού ή οι νομικές οντότητες που δεν είναι μέλη του θεσμικού συστήματος προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι εξαλείφεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων αποδεκτών για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και οποιαδήποτε αθέμιτη δημιουργία ιδίων κεφαλαίων μεταξύ μελών του θεσμικού συστήματος προστασίας και του μειοψηφούντος μετόχου, όταν είναι ίδρυμα,

    β) 

    σε περίπτωση που ένα περιφερειακό πιστωτικό ίδρυμα κατέχει συμμετοχή στο κεντρικό του ή άλλο περιφερειακό πιστωτικό του ίδρυμα και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του στοιχείου α) σημεία i) έως v).

    4.  Οι τοποθετήσεις για τις οποίες δεν γίνεται αφαίρεση σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 ή 3, γίνονται αποδεκτές ως ανοίγματα και πρέπει να σταθμίζονται ως προς τον κίνδυνο σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3, κατά περίπτωση.

    ►C2  5.  Όταν ένα ίδρυμα εφαρμόζει τη μέθοδο 1, 2 ή 3 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, το ίδρυμα ◄ δημοσιοποιεί τη συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 και το παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας.

    6.  Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 ( 15 ), μέσω της Κοινής Επιτροπής, καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσουν τις συνθήκες εφαρμογής των μεθόδων υπολογισμού για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος ΙΙ της οδηγίας 2002/87/ΕΚ για τους σκοπούς της θέσπισης εναλλακτικών λύσεων στην αφαίρεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.



    Τμήμα 4

    Κεφαλαίο kοινών μετοχών της kατηγορίας 1

    Άρθρο 50

    Κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    Το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος απαρτίζεται από στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μετά την εφαρμογή των προσαρμογών που απαιτούνται δυνάμει των άρθρων 32 έως 35, των αφαιρέσεων δυνάμει του άρθρου 36 και των εξαιρέσεων και εναλλακτικών δυνατοτήτων των άρθρων 48, 49 και 79.



    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    Πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1



    Τμήμα 1

    Πρόσθετα στοιχεία και μεσα της κατηγορίας 1

    Άρθρο 51

    Πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1

    Τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία:

    α) 

    κεφαλαιακά μέσα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 52 παράγραφος 1,

    β) 

    τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α).

    Μέσα που περιλαμβάνονται στο στοιχείο α) δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2.

    Άρθρο 52

    Πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1

    1.  Τα κεφαλαιακά μέσα χαρακτηρίζονται ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    ▼M8

    α) 

    τα μέσα έχουν εκδοθεί απευθείας από ίδρυμα και έχουν καταβληθεί πλήρως,

    β) 

    τα μέσα δεν ανήκουν σε κανέναν από τους εξής:

    ▼B

    i) 

    το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

    ii) 

    επιχείρηση στην οποία το ίδρυμα έχει συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας, άμεσης ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερου των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της,

    ▼M8

    γ) 

    η κτήση της κυριότητας των μέσων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,

    ▼B

    δ) 

    τα μέσα κατατάσσονται χαμηλότερα από τα μέσα της κατηγορίας 2 σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ιδρύματος,

    ε) 

    τα μέσα δεν αποτελούν αντικείμενο εξασφάλισης ούτε υπόκεινται σε εγγύηση που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα των απαιτήσεων από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:

    i) 

    το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

    ii) 

    τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές του,

    iii) 

    τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,

    iv) 

    την μικτή εταιρεία συμμετοχών τις θυγατρικές της,

    v) 

    την μικτή χρηματοοικοομική εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της,

    vi) 

    κάθε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως v),

    στ) 

    τα μέσα δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε ρύθμιση, συμβατική ή άλλη, η οποία ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης δυνάμει των μέσων σε αφερεγγυότητα ή εκκαθάριση,

    ζ) 

    τα μέσα είναι αόριστης διάρκειας και οι διατάξεις που τα διέπουν δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο για την εξόφλησή τους από το ίδρυμα,

    ▼M8

    η) 

    σε περίπτωση που τα μέσα περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης εξόφλησης, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων προαίρεσης ανάκλησης, τα δικαιώματα προαίρεσης ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη,

    ▼B

    θ) 

    η ανάκληση, εξόφληση ή επαναγορά των μέσων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 77 και το νωρίτερο πέντε έτη από την ημερομηνία έκδοσης, εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 78 παράγραφος 4,

    ▼M8

    ι) 

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν προβλέπουν ρητά ή σιωπηρά ότι τα μέσα θα μπορούσαν να ανακληθούν, να εξοφληθούν ή να επαναγοραστούν, αναλόγως, από το ίδρυμα πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, ενώ το ίδρυμα δεν προβλέπει άλλως τέτοια ένδειξη,

    ▼B

    ια) 

    το ίδρυμα δεν υποδεικνύει ρητά ή σιωπηρά ότι η αρμόδια αρχή θα συναινέσει σε μια αίτηση ανάκλησης, εξόφλησης ή επαναγοράς των μέσων,

    ιβ) 

    οι διανομές δυνάμει των μέσων πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i) 

    καταβάλλονται από τα διανεμητέα στοιχεία,

    ii) 

    το επίπεδο των διανομών που πραγματοποιούνται επί των μέσων δεν θα τροποποιηθεί βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης του ιδρύματος ή της μητρικής του επιχείρησης,

    iii) 

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα παρέχουν πλήρη ευχέρεια στο ίδρυμα να ακυρώσει ανά πάσα στιγμή τις διανομές επί των μέσων για απεριόριστο χρονικό διάστημα και σε μη σωρευτική βάση και το ίδρυμα δύναται να χρησιμοποιήσει τις εν λόγω ακυρωθείσες πληρωμές χωρίς περιορισμό για να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις του όταν καταστούν απαιτητές,

    iv) 

    η ακύρωση των διανομών δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,

    v) 

    η ακύρωση των διανομών δεν επιβάλλει περιορισμούς στο ίδρυμα,

    ιγ) 

    τα μέσα δεν συνεισφέρουν στο να προσδιοριστεί ότι το παθητικό ενός ιδρύματος υπερβαίνει το ενεργητικό του, εάν ένας τέτοιος προσδιορισμός συνιστά δοκιμή αφερεγγυότητας δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας,

    ιδ) 

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης, την μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη ή προσωρινή βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    ιε) 

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν κανένα χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να εμποδίσει την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος,

    ▼M8

    ιστ) 

    σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της αρχής εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και δεν έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της σχετικής αρχής της τρίτης χώρας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    ▼M8

    ιζ) 

    σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, τα μέσα μπορούν να εκδοθούν μόνο βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας, ή να υπόκεινται με άλλον τρόπο στη νομοθεσία τρίτης χώρας, εφόσον, δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας, η άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας είναι αποτελεσματική και εκτελεστή βάσει νομοθετικών διατάξεων ή νομικά εκτελεστών συμβατικών διατάξεων που αναγνωρίζουν την εξυγίανση ή τις άλλες ενέργειες απομείωσης ή μετατροπής,

    ιη) 

    τα μέσα δεν υπόκεινται σε συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού ή συμψηφισμού που θα υπονόμευαν την ικανότητά τους να απορροφούν ζημίες.

    ▼B

    Η προϋπόθεση του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου λογίζεται ότι πληρούται έστω και αν τα μέσα περιλαμβάνονται στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 δυνάμει του άρθρου 484 παράγραφος 3, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν την ίδια προτεραιότητα.

    ▼M8

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), μόνο το μέρος κεφαλαιακού μέσου που έχει καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμο να χαρακτηριστεί ως πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1.

    ▼B

    2.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α) 

    τη μορφή και τη φύση των κινήτρων εξόφλησης,

    β) 

    τη φύση κάθε επανάκτησης της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου ενός πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 έπειτα από μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου του σε προσωρινή βάση,

    γ) 

    τις διαδικασίες και το χρονοδιάγραμμα των κατωτέρω ενεργειών:

    i) 

    του προσδιορισμού της επέλευσης γεγονότος ενεργοποίησης,

    ii) 

    την επανάκτηση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 έπειτα από μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου του σε προσωρινή βάση,

    δ) 

    τα χαρακτηριστικά των μέσων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος,

    ε) 

    τη χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού για την έμμεση έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 53

    Περιορισμοί στην ακύρωση των διανομών επί πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 και χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος

    Για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ) σημείο v) και του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιε), οι διατάξεις που διέπουν τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 δεν θα περιλαμβάνουν, συγκεκριμένα, τα εξής:

    α) 

    απαίτηση να γίνονται οι διανομές των μέσων σε περίπτωση που πραγματοποιείται διανομή επί μέσου που έχει εκδοθεί από το ίδρυμα, το οποίο κατατάσσεται στο ίδιο ή σε χαμηλότερο επίπεδο από το Πρόσθετο μέσο της Κατηγορίας 1, συμπεριλαμβανομένων των μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

    β) 

    απαίτηση ακύρωσης της πληρωμής των διανομών σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 ή της Κατηγορίας 2 σε περίπτωση που δεν πραγματοποιούνται διανομές επί αυτών των Πρόσθετων μέσων της Κατηγορίας 1,

    γ) 

    υποχρέωση αντικατάστασης της πληρωμής τόκου ή μερίσματος με πληρωμή υπό διαφορετική μορφή. Διαφορετικά το ίδρυμα δεν υπόκειται στην εν λόγω υποχρέωση.

    Άρθρο 54

    Μείωση της ονομαστικής αξίας ή μετατροπή των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1

    1.  Για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ), οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται σε Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1:

    α) 

    ένα γεγονός ενεργοποίησης συμβαίνει όταν ο δείκτης Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) είναι χαμηλότερος από οποιοδήποτε από τα εξής:

    i) 

    5,125 %,

    ii) 

    ένα επίπεδο υψηλότερο από 5,125 %, σε περίπτωση που προσδιορίζεται από το ίδρυμα και διευκρινίζεται στις διατάξεις που διέπουν το μέσο,

    β) 

    Τα ιδρύματα ενδέχεται να διευκρινίσουν στις διατάξεις που διέπουν το μέσο ένα ή περισσότερα γεγονότα ενεργοποίησης επιπλέον των γεγονότων ενεργοποίησης που αναφέρονται στο στοιχείο α),

    γ) 

    σε περίπτωση που οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα απαιτούν τη μετατροπή τους σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 όταν συμβεί ένα γεγονός ενεργοποίησης, οι εν λόγω διατάξεις διευκρινίζουν ένα από τα κατωτέρω:

    i) 

    τον συντελεστή της εν λόγω μετατροπής και ένα όριο του επιτρεπόμενου ποσού της μετατροπής,

    ii) 

    ένα εύρος εντός του οποίου τα μέσα θα μετατραπούν σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

    δ) 

    σε περίπτωση που οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα απαιτούν τη μείωση της ονομασικής αξίας του κεφαλαίου τους όταν επέλθει γεγονός ενεργοποίησης, η μείωση της ονομαστικής αξίας θα μειώσει όλα τα κατωτέρω:

    i) 

    την απαίτηση του κατόχου του μέσου κατά την αφερεγγυότητα ή εκκαθάριση του ιδρύματος,

    ii) 

    το ποσό που απαιτείται να καταβληθεί σε περίπτωση ανάκλησης ή εξόφλησης του μέσου,

    iii) 

    τις διανομές που πραγματοποιούνται επί του μέσου,

    ▼M8

    ε) 

    σε περίπτωση που τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 έχουν εκδοθεί από θυγατρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, το επίπεδο του 5,125 % ή το υψηλότερο επίπεδο για το γεγονός ενεργοποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο α) υπολογίζεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας, ή τις συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα, υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΤ, έχει πεισθεί ότι οι διατάξεις αυτές είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

    ▼B

    2.  Η μείωση της ονομαστικής αξίας ή η μετατροπή πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 δημιουργούν, στο πλαίσιο του εφαρμοστέου λογιστικού πλαισίου, στοιχεία που είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    ▼C2

    3.  Το ποσό των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που αναγνωρίζεται στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 περιορίζεται στο ελάχιστο ποσό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που θα δημιουργηθεί εάν η ονομαστική αξία του κεφαλαίου των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 έχει πλήρως απομειωθεί ή μετατραπεί σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    ▼B

    4.  Το αθροιστικό ποσό των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που πρέπει να υποστεί μείωση αξίας ή να μετατραπεί κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης δεν υπολείπεται του χαμηλότερου από τα κατωτέρω ποσά:

    α) 

    του απαιτούμενου ποσού για πλήρη αποκατάσταση του δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σε 5,125 %,

    β) 

    ολόκληρου του βασικού κεφαλαίου του μέσου.

    5.  Όταν επέρχεται γεγονός ενεργοποίησης, τα ιδρύματα ενεργούν ως εξής:

    α) 

    ενημερώνουν πάραυτα τις αρμόδιες αρχές,

    β) 

    ενημερώνουν τους κατόχους των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1,

    γ) 

    μειώνουν την αξία του ποσού του κεφαλαίου του μέσου ή μετατρέπουν τα μέσα σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 χωρίς καθυστέρηση, το αργότερο εντός μηνός, σύμφωνα με την απαίτηση του παρόντος άρθρου.

    6.  Το ίδρυμα που εκδίδει πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που μετατρέπονται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης διασφαλίζει ότι το εγγεγραμμένο μετοχικό κεφάλαιό του επαρκεί ανά πάσα στιγμή για τη μετατροπή σε μετοχές όλων αυτών των μετατρέψιμων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 εφόσον επέλθει γεγονός ενεργοποίησης. Όλες οι απαραίτητες εγκρίσεις λαμβάνονται κατά την ημερομηνία έκδοσης των εν λόγω μετατρέψιμων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1. Το ίδρυμα διατηρεί ανά πάσα στιγμή την απαραίτητη πρότερη εξουσιοδότηση να εκδίδει τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 στα οποία θα μετατραπούν τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 μόλις συμβεί γεγονός ενεργοποίησης.

    7.  Το ίδρυμα που εκδίδει πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που μετατρέπονται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης διασφαλίζει ότι δεν υπάρχουν διαδικαστικά εμπόδια για τη μετατροπή αυτή λόγω της σύστασης ή του καταστατικού ή των συμβατικών διευθετήσεών του.

    Άρθρο 55

    Συνέπειες της διακοπής ικανοποίησης των προϋποθέσεων για τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1

    Τα κατωτέρω εφαρμόζονται εάν σταματήσουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 στην περίπτωση Πρόσθετου μέσου της Κατηγορίας 1:

    α) 

    το μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1,

    β) 

    το τμήμα της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά το εν λόγω μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως πρόσθετο στοιχείο της κατηγορίας 1.



    Τμήμα 2

    Αφαιρέσεις από πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1

    Άρθρο 56

    Αφαιρέσεις από πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1

    Τα ιδρύματα αφαιρούν τα κατωτέρω από τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1:

    α) 

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις ενός ιδρύματος σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που μπορεί να υποχρεούται να αγοράσει ένα ίδρυμα ως αποτέλεσμα υφιστάμενων συμβατικών υποχρεώσεων,

    β) 

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα με τις οποίες το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή η οποία, κατά τις αρμόδιες αρχές, σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,

    γ) 

    το ισχύον ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που προσδιορίζεται κατά περίπτωση δυνάμει του άρθρου 67, όταν το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,

    δ) 

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις ενός ιδρύματος σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, όταν το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες, εξαιρουμένων των θέσεων αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατ’ ανώτατο όριο,

    ε) 

    το ποσό των στοιχείων που πρέπει να αφαιρεθούν από στοιχεία της κατηγορίας 2 σύμφωνα με ►C3  το άρθρο 66 το οποίο υπερβαίνει τα στοιχεία της κατηγορίας 2 του ιδρύματος, ◄

    στ) 

    οποιαδήποτε φορολογική επιβάρυνση σχετίζεται με πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1, η οποία προβλέπεται κατά τη στιγμή του υπολογισμού του, εκτός εάν το ίδρυμα προσαρμόσει κατάλληλα το ποσό των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 στο μέτρο που η επιβάρυνση αυτή μειώνει το ποσό μέχρι το οποίο τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών.

    Άρθρο 57

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1

    Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του άρθρου 56, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις τοποθετήσεις σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 βάσει των μεικτών θετικών τους θέσεων με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

    α) 

    τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν το ποσό των πρόσθετων ίδιων μέσων της κατηγορίας 1 βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κάτωθι προϋποθέσεις:

    i) 

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,

    ii) 

    είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β) 

    τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες ή σύνθετες τοποθετήσεις υπό μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες αυτούς,

    γ) 

    τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μεικτές θετικές θέσεις σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κάτωθι προϋποθέσεις:

    i) 

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,

    ii) 

    είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    Άρθρο 58

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή που σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων β), γ) και δ) του άρθρου 56 σύμφωνα με τα εξής:

    α) 

    οι τοποθετήσεις σε Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 υπολογίζονται βάσει των μεικτών θετικών θέσεων,

    β) 

    τα πρόσθετα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1 θεωρούνται ως τοποθετήσεις σε Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 για τους σκοπούς της αφαίρεσης.

    Άρθρο 59

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων γ) και δ) του άρθρου 56 σύμφωνα με τα εξής:

    α) 

    δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    ▼M8

    i) 

    η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος,

    ▼B

    ii) 

    είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β) 

    προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις υπό μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες.

    Άρθρο 60

    Αφαίρεση τοποθετήσεων σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 σε περίπτωση που το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα

    1.  Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του άρθρου 56 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με τον συντελεστή που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    ▼C2

    α) 

    το συνολικό ποσό κατά το οποίο οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση υπερβαίνουν το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένο μετά την εφαρμογή των κατωτέρω:

    ▼B

    i) 

    των άρθρων 32 έως 35,

    ii) 

    του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    iii) 

    των άρθρων 44 και 45,

    β) 

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε πρόσθετα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 εκείνων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα όπου το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση, δια του συνολικού ποσού όλων των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 των εν λόγω οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα.

    2.  Τα ιδρύματα εξαιρούν τις θέσεις αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο από το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 και από τον υπολογισμό του συντελεστή που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

    ▼C2

    3.  Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε όλα τα διακρατηθέντα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1. Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό κάθε πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 που αφαιρείται δυνάμει της παραγράφου 1 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με την αναλογία του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1,

    β) 

    την αναλογία του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση η οποία να αντιπροσωπεύεται από κάθε πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 που κατέχεται.

    ▼B

    4.  Το ποσό των τοποθετήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του άρθρου 56 που είναι ίσο ή μικρότερο από το 10 % των στοιχείων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των διατάξεων που ορίζονται στο στοιχείο α) σημεία i), ii) και iii) της παραγράφου 1 δεν αφαιρείται και υπόκειται στους αντίστοιχους συντελεστές στάθμισης κινδύνου δυνάμει του Κεφαλαίου 2 ή 3 του Τίτλου ΙΙ του Μέρους τρία και των απαιτήσεων που ορίζονται στον Τίτλο IV του Μέρους τρία, ανάλογα με την περίπτωση.

    ▼C2

    5.  Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό κάθε πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 που υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 4 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου επί του ποσού που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να σταθμιστούν δυνάμει της παραγράφου 4,

    β) 

    την αναλογία που προκύπτει από τον υπολογισμό στο στοιχείο β) της παραγράφου 3.

    ▼B



    Τμήμα 3

    Πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1

    Άρθρο 61

    Πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1

    Το Πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος απαρτίζεται από Πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1 μετά την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 56 και μετά την εφαρμογή του άρθρου 79.



    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    Κεφάλαιο της κατηγορίας 2



    Τμήμα 1

    Στοιχεία και Μέσα της κατηγορίας 2

    Άρθρο 62

    Στοιχεία της κατηγορίας 2

    Τα στοιχεία της Κατηγορίας 2 απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία:

    ▼M8

    α) 

    κεφαλαιακά μέσα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 63 και στον βαθμό που ορίζει το άρθρο 64,

    ▼B

    β) 

    η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α),

    γ) 

    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν σταθμισμένα ανοίγματα δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, τις γενικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου, με τις επιπτώσεις του φόρου, ύψους έως 1,25 % σταθμισμένων ανοιγμάτων υπολογισμένων σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου ΙΙ του τρίτου μέρους,

    δ) 

    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ανοίγματα δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3, τα θετικά ποσά, με τις επιπτώσεις του φόρου, που προκύπτουν από τον υπολογισμό που προσδιορίζεται στα άρθρα 158 και 159, έως και 0,6 % των σταθμισμένων ανοιγμάτων υπολογισμένων σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙ του τρίτου μέρους.

    Μέσα που περιλαμβάνονται στο στοιχείο α) δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1.

    Άρθρο 63

    Μέσα της κατηγορίας 2

    ▼M8

    Τα κεφαλαιακά μέσα χαρακτηρίζονται ως μέσα της κατηγορίας 2, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    τα μέσα έχουν εκδοθεί απευθείας από το ίδρυμα και έχουν καταβληθεί πλήρως,

    β) 

    τα μέσα δεν ανήκουν σε κανέναν από τους εξής:

    ▼B

    i) 

    το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

    ii) 

    επιχείρηση στην οποία το ίδρυμα έχει συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας, άμεσης ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της,

    ▼M8

    γ) 

    η κτήση της κυριότητας των μέσων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,

    δ) 

    η απαίτηση έναντι του κεφαλαίου των μέσων δυνάμει των διατάξεων που διέπουν τα μέσα κατατάσσεται κάτω από οποιαδήποτε απαίτηση από μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων,

    ε) 

    τα μέσα δεν αποτελούν αντικείμενο εξασφάλισης ούτε υπόκεινται σε εγγύηση που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:

    ▼B

    i) 

    το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

    ii) 

    τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές της,

    iii) 

    τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,

    iv) 

    την μικτή εταιρεία συμμετοχώνή τις θυγατρικές της,

    v) 

    την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,

    vi) 

    οποιαδήποτε επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως v),

    ▼M8

    στ) 

    τα μέσα δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε ρύθμιση η οποία ενισχύει άλλως την εξοφλητική προτεραιότητα της σχετικής απαίτησης δυνάμει των μέσων,

    ζ) 

    τα μέσα έχουν αρχική ληκτότητα τουλάχιστον πέντε ετών,

    η) 

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο για πληρωμή ή εξόφληση του κεφαλαίου τους, αναλόγως, από το ίδρυμα πριν από τη λήξη τους,

    θ) 

    σε περίπτωση που τα μέσα περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης αποπληρωμής, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων προαίρεσης ανάκλησης, τα δικαιώματα προαίρεσης ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη,

    ι) 

    η πρόωρη ανάκληση, εξόφληση, αποπληρωμή ή επαναγορά των μέσων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 77 και το νωρίτερο πέντε έτη από την ημερομηνία έκδοσης, εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 78 παράγραφος 4,

    ια) 

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν προβλέπουν ρητά ή σιωπηρά ότι τα μέσα θα μπορούσαν να ανακληθούν, να εξοφληθούν, να αποπληρωθούν ή να επαναγοραστούν πρόωρα, αναλόγως, από το ίδρυμα πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, ενώ το ίδρυμα δεν προβλέπει άλλως τέτοια ένδειξη,

    ιβ) 

    οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, με εξαίρεση την περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος,

    ιγ) 

    το επίπεδο των οφειλόμενων πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, αναλόγως, επί των μέσων δεν θα τροποποιηθεί βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης του ιδρύματος ή της μητρικής του επιχείρησης,

    ιδ) 

    σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της αρχής εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και δεν έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της σχετικής αρχής της τρίτης χώρας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,

    ▼M8

    ιε) 

    σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, τα μέσα μπορούν να εκδοθούν μόνο βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας, ή να υπόκεινται με άλλον τρόπο στη νομοθεσία τρίτης χώρας, εφόσον, δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας, η άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας είναι αποτελεσματική και εκτελεστή βάσει νομοθετικών διατάξεων ή νομικά εκτελεστών συμβατικών διατάξεων που αναγνωρίζουν την εξυγίανση ή τις άλλες ενέργειες απομείωσης ή μετατροπής,

    ιστ) 

    τα μέσα δεν υπόκεινται σε συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού ή συμψηφισμού που θα υπονόμευαν την ικανότητά τους να απορροφούν ζημίες.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), μόνο το μέρος κεφαλαιακού μέσου που έχει καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμο να χαρακτηριστεί ως μέσο της κατηγορίας 2.

    ▼M8

    Άρθρο 64

    Απόσβεση μέσων της κατηγορίας 2

    1.  Το πλήρες ποσό των μέσων της κατηγορίας 2 με εναπομένουσα ληκτότητα άνω των πέντε ετών είναι αποδεκτό ως στοιχεία της κατηγορίας 2.

    2.  Η έκταση στην οποία τα μέσα της κατηγορίας 2 αναγνωρίζονται ως στοιχεία της κατηγορίας 2 κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών της ληκτότητας των μέσων υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) ως εξής:

    α) 

    η λογιστική αξία των μέσων την πρώτη ημέρα της τελικής πενταετούς περιόδου της συμβατικής ληκτότητάς τους προς τον αριθμό των ημερών της εν λόγω περιόδου,

    β) 

    ο αριθμός των εναπομενουσών ημερών συμβατικής ληκτότητας των μέσων.

    ▼B

    Άρθρο 65

    Συνέπειες της παύσης ικανοποίησης των προϋποθέσεων για μέσα της κατηγορίας 2

    Οι κατωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται εάν σταματήσουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 63 στην περίπτωση μέσου της Κατηγορίας 2:

    α) 

    το μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως μέσο της κατηγορίας 2,

    β) 

    το τμήμα της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά το εν λόγω μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως στοιχείο της κατηγορίας 2.



    Τμήμα 2

    Αφαιρέσεις από στοιχεία της κατηγορίας 2

    Άρθρο 66

    Αφαιρέσεις από στοιχεία της κατηγορίας 2

    Τα κατωτέρω στοιχεία αφαιρούνται από τα στοιχεία της κατηγορίας 2:

    α) 

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις ενός ιδρύματος σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων μέσων της κατηγορίας 2 που ενδέχεται να υποχρεούται να αγοράσει ένα ίδρυμα ως αποτέλεσμα υφιστάμενων συμβατικών υποχρεώσεων,

    β) 

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα με τις οποίες το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,

    γ) 

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 70, στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,

    δ) 

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, σε περίπτωση που το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες, εξαιρουμένων των θέσεων αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατ’ ανώτατο όριο,

    ▼M8

    ε) 

    το ποσό των στοιχείων που πρέπει να αφαιρεθούν από στοιχεία των επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 72ε και το οποίο υπερβαίνει τα στοιχεία των επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος.

    ▼B

    Άρθρο 67

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2

    Για τους σκοπούς του άρθρου 66 στοιχείο α), τα ιδρύματα υπολογίζουν τις τοποθετήσεις τους βάσει των μικτών θετικών τους θέσεων που υπόκεινται στις ακόλουθες εξαιρέσεις:

    α) 

    τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ποσά των τοποθετήσεων βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:

    i) 

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,

    ii) 

    είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β) 

    τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια μέσα της κατηγορίας 2 που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες,

    γ) 

    τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μεικτές θετικές θέσεις σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2 που προκύπτουν από τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2 που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κάτωθι προϋποθέσεις:

    i) 

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,

    ii) 

    είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    Άρθρο 68

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή που σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων β), γ) και δ) του άρθρου 66 παράγραφος 1 σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

    α) 

    οι τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 υπολογίζονται βάσει των μεικτών θετικών θέσεων,

    β) 

    οι τοποθετήσεις σε ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 2 και σε ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 3 θεωρούνται ως τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 για τους σκοπούς της αφαίρεσης.

    Άρθρο 69

    Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα

    Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 66 στοιχεία γ) και δ) σύμφωνα με τα εξής:

    α) 

    δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    ▼M8

    i) 

    η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος,

    ▼B

    ii) 

    είτε η θετική και η αρνητική θέση περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β) 

    προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, λαμβάνοντας υπόψη το υποκείμενο άνοιγμα στα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στους δείκτες αυτούς.

    Άρθρο 70

    Αφαίρεση μέσων της κατηγορίας 2 σε περίπτωση που το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε σχετική οντότητα

    1.  Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του άρθρου 66 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με τον συντελεστή που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    ▼C2

    α) 

    το συνολικό ποσό κατά το οποίο οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση υπερβαίνουν το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένο μετά την εφαρμογή των κατωτέρω:

    ▼B

    i) 

    των άρθρων 32 έως 35,

    ii) 

    του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένου του ποσού που αφαιρείται για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    iii) 

    των άρθρων 44 και 45,

    ▼C2

    β) 

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση διά του συνολικού ποσού όλων των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 των εν λόγω οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα.

    ▼B

    2.  Τα ιδρύματα εξαιρούν τις θέσεις αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο από το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 και από τον υπολογισμό του συντελεστή που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

    ▼C2

    3.  Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε όλα τα μέσα της κατηγορίας 2. Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί από κάθε μέσο της κατηγορίας 2 και το οποίο αφαιρείται δυνάμει της παραγράφου 1, πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με την αναλογία του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    το συνολικό ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να αφαιρεθούν δυνάμει της παραγράφου 1,

    β) 

    την αναλογία του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση η οποία να αντιπροσωπεύεται από κάθε μέσο της κατηγορίας 2 που κατέχεται.

    ▼B

    4.  Το ποσό των τοποθετήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του άρθρου 66 παράγραφος 1, το οποίο είναι ίσο ή μικρότερο από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των διατάξεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημεία i) έως iii), δεν αφαιρείται και υπόκειται στους αντίστοιχους συντελεστές στάθμισης κινδύνου δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και των απαιτήσεων που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, ανάλογα με την περίπτωση.

    ▼C2

    5.  Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό κάθε μέσου της κατηγορίας 2 που υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 4 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να σταθμιστούν δυνάμει της παραγράφου 4,

    β) 

    την αναλογία που προκύπτει από τον υπολογισμό στο στοιχείο β) της παραγράφου 3.

    ▼B



    Τμήμα 3

    Κεφάλαιο της κατηγορίας 2

    Άρθρο 71

    Κεφάλαιο της κατηγορίας 2

    Το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος απαρτίζεται από στοιχεία της κατηγορίας 2 μετά τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 66 και μετά την εφαρμογή του άρθρου 79.



    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

    Ίδια κεφάλαια

    Άρθρο 72

    Ίδια κεφάλαια

    Τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος απαρτίζονται από το άθροισμα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της κατηγορίας 2.

    ▼M8



    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5α

    Επιλέξιμες υποχρεώσεις



    Τμήμα 1

    Στοιχεία και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων

    Άρθρο 72α

    Στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων

    1.  Τα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων αποτελούνται από τα ακόλουθα στοιχεία, εκτός εάν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες των εξαιρούμενων υποχρεώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στον βαθμό που προσδιορίζεται στο άρθρο 72γ:

    α) 

    μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 72β, στον βαθμό που δεν είναι αποδεκτά ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2,

    β) 

    μέσα της κατηγορίας 2 με εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ενός έτους, στον βαθμό που δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 2 σύμφωνα με το άρθρο 64.

    2.  Οι ακόλουθες υποχρεώσεις εξαιρούνται από τα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων:

    α) 

    καλυμμένες καταθέσεις,

    β) 

    καταθέσεις όψεως και βραχυπρόθεσμες καταθέσεις με αρχική ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους,

    γ) 

    το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 16 ),

    δ) 

    οι καταθέσεις που θα ήταν επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων, πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εγκατεστημένων εκτός Ένωσης που ανήκουν σε ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση,

    ε) 

    εξασφαλισμένες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοοικονομικών μέσων τα οποία χρησιμοποιούνται για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου και τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εξασφαλίζονται κατά τρόπο παρόμοιο με τα καλυμμένα ομόλογα, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα εξασφαλισμένα στοιχεία ενεργητικού που σχετίζονται με τη δέσμη κάλυψης καλυμμένων ομολόγων δεν επηρεάζονται, παραμένουν διαχωρισμένα και διαθέτουν επαρκή χρηματοδότηση και εξαιρούμενου οποιοδήποτε μέρους μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης ή υποχρέωσης για την οποία έχει ενεχυραστεί εξασφάλιση που υπερβαίνει την αξία των στοιχείων του ενεργητικού, του ενεχύρου, της υποθήκης ή της εξασφάλισης που παρέχεται ως ασφάλεια,

    στ) 

    κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή στοιχείων του ενεργητικού των πελατών ή χρημάτων των πελατών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων του ενεργητικού των πελατών ή χρημάτων των πελατών που κατέχονται για λογαριασμό οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται δυνάμει του ισχύοντος δικαίου περί αφερεγγυότητας,

    ζ) 

    κάθε υποχρέωση που προκύπτει από σχέση καταπίστευσης μεταξύ της οντότητας εξυγίανσης ή οποιασδήποτε εκ των θυγατρικών της (ως καταπιστευματοδόχου) και άλλου προσώπου (ως δικαιούχου), υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαιούχος προστατεύεται δυνάμει του ισχύοντος δικαίου περί αφερεγγυότητας ή των διατάξεων του αστικού δικαίου,

    η) 

    υποχρεώσεις προς ιδρύματα, εξαιρουμένων των υποχρεώσεων σε οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, με αρχική ληκτότητα μικρότερη των επτά ημερών,

    θ) 

    υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των επτά ημερών, έναντι:

    i) 

    συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 17 ),

    ii) 

    συμμετεχόντων σε σύστημα που ορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ και που προκύπτουν από συμμετοχή σε τέτοιο σύστημα ή

    iii) 

    κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

    ι) 

    υποχρέωση σε οποιονδήποτε από τους εξής:

    i) 

    εργαζόμενο, όσον αφορά δεδουλευμένο μισθό, συνταξιοδοτικές παροχές ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, και εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών των προσώπων που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους, όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,

    ii) 

    εμπορικό πιστωτή ή προμηθευτή, όταν η ευθύνη απορρέει από την παροχή στο ίδρυμα ή τη μητρική επιχείρηση αγαθών ή υπηρεσιών απαραίτητων για την καθημερινή λειτουργία του ιδρύματος ή της μητρικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής και κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων,

    iii) 

    φορολογικές αρχές και αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές είναι προνομιούχες σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο,

    iv) 

    συστήματα εγγύησης καταθέσεων, όταν η ευθύνη απορρέει από τις εισφορές που οφείλονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ,

    ια) 

    υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα,

    ιβ) 

    υποχρεώσεις που προκύπτουν από χρεωστικούς τίτλους με ενσωματωμένα παράγωγα.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο ιβ), χρεωστικοί τίτλοι που περιέχουν δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης εξόφλησης που ασκούνται κατά τη διακριτική ευχέρεια του εκδότη ή του κατόχου και χρεωστικοί τίτλοι με μεταβλητά επιτόκια που προκύπτουν από ευρέως χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράς, όπως το Euribor ή το Libor δεν θεωρούνται χρεώγραφα με ενσωματωμένα παράγωγα αποκλειστικά και μόνο λόγω των χαρακτηριστικών αυτών.

    Άρθρο 72β

    Μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων

    1.  Οι υποχρεώσεις είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, με την προϋπόθεση ότι πληρούν τους όρους που ορίζονται στο παρόν άρθρο και μόνον στον βαθμό που καθορίζεται στο παρόν άρθρο.

    2.  Οι υποχρεώσεις είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    οι υποχρεώσεις έχουν εκδοθεί ή ληφθεί, κατά περίπτωση, άμεσα από το ίδρυμα και έχουν καταβληθεί πλήρως,

    β) 

    οι υποχρεώσεις δεν ανήκουν σε κανένα από τα εξής:

    i) 

    το ίδρυμα ή την οντότητα που περιλαμβάνεται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης,

    ii) 

    την επιχείρηση στην οποία το ίδρυμα έχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή υπό μορφή κυριότητας, άμεσης ή μέσω δεσμού ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της εν λόγω επιχείρησης,

    γ) 

    η κτήση της κυριότητας των υποχρεώσεων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από την οντότητα εξυγίανσης,

    δ) 

    η απαίτηση για το κεφάλαιο των υποχρεώσεων δυνάμει των διατάξεων που διέπουν τα μέσα κατατάσσεται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2· η εν λόγω απαίτηση χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας θεωρείται ότι πληρούται σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    i) 

    οι συμβατικές διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις διευκρινίζουν ότι, σε περίπτωση κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 47) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η απαίτηση έναντι του κεφαλαίου των μέσων κατατάσσεται μετά τις απαιτήσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού,

    ii) 

    στο εφαρμοστέο δίκαιο διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 47) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η απαίτηση έναντι του κεφαλαίου των μέσων κατατάσσεται μετά τις απαιτήσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού,

    iii) 

    τα μέσα έχουν εκδοθεί από οντότητα εξυγίανσης η οποία δεν διαθέτει στον ισολογισμό της εξαιρούμενες υποχρεώσεις, όπως αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, οι οποίες έχουν την ίδια ή χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα έναντι των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων,

    ε) 

    οι υποχρεώσεις δεν είναι εξασφαλισμένες ούτε υπόκεινται σε εγγύηση ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:

    i) 

    το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,

    ii) 

    τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές της,

    iii) 

    οποιαδήποτε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) και ii),

    στ) 

    οι υποχρεώσεις δεν υπόκεινται σε συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού ή συμψηφισμού που θα υπονόμευαν την ικανότητά τους να απορροφούν ζημίες σε εξυγίανση,

    ζ) 

    οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο ώστε το ονομαστικό κεφάλαιό τους να ανακληθεί, εξοφληθεί ή επαναγοραστεί πριν από τη ληκτότητά του ή να αποπληρωθεί πρόωρα από το ίδρυμα, κατά περίπτωση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72γ παράγραφος 3,

    η) 

    οι υποχρεώσεις δεν μπορούν να εξοφληθούν από τους κατόχους των μέσων πριν από τη ληκτότητά τους, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72γ παράγραφος 2,

    θ) 

    με την επιφύλαξη του άρθρου 72γ παράγραφοι 3 και 4, όταν οι υποχρεώσεις περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης αποπληρωμής, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων προαίρεσης ανάκλησης, τα δικαιώματα προαίρεσης ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72γ παράγραφος 2,

    ι) 

    οι υποχρεώσεις μπορούν να ανακληθούν, να εξοφληθούν, να αποπληρωθούν ή να επαναγοραστούν πρόωρα μόνο όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 77 και 78α,

    ια) 

    οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν προβλέπουν ρητά ή σιωπηρά ότι οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν να ανακληθούν, εξοφληθούν, αποπληρωθούν ή επαναγοραστούν πρόωρα, αναλόγως, από την οντότητα εξυγίανσης πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, ενώ το ίδρυμα δεν προβλέπει άλλως τέτοια υπόδειξη,

    ιβ) 

    οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, με εξαίρεση την περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας εξυγίανσης,

    ιγ) 

    το επίπεδο των πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, κατά περίπτωση, που οφείλονται επί των υποχρεώσεων δεν τροποποιείται βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης της οντότητας εξυγίανσης ή της μητρικής της επιχείρησης,

    ιδ) 

    για τα μέσα που εκδίδονται μετά τις 28 Ιουνίου 2021 τα σχετικά έγγραφα των συμβάσεων και, όπου κρίνεται σκόπιμο, το ενημερωτικό δελτίο που αφορά την έκδοση αναφέρονται ρητά στην πιθανή άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), μόνο τα μέρη υποχρεώσεων που έχουν καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμα να χαρακτηριστούν ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, όταν ορισμένες από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 κατατάσσονται μετά από κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας, μεταξύ άλλων, λόγω του ότι κατέχονται από πιστωτή ο οποίος έχει στενούς δεσμούς με τον οφειλέτη, όντας ή έχοντας υπάρξει μέτοχος, σε σχέση ελέγχου ή ομίλου, μέλος του διοικητικού οργάνου ή σε σχέση με οποιοδήποτε από αυτά τα πρόσωπα, η εξοφλητική προτεραιότητα αξιολογείται με αναφορά σε απαιτήσεις που απορρέουν από τις εν λόγω εξαιρούμενες υποχρεώσεις.

    3.  Επιπλέον των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέπει να είναι αποδεκτές υποχρεώσεις ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων ως ένα συνολικό ποσό που δεν υπερβαίνει το 3,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4, υπό τον όρο ότι:

    α) 

    πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 εκτός από την προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ),

    β) 

    οι υποχρεώσεις έχουν την ίδια προτεραιότητα με τις χαμηλότερες στην κατάταξη εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2, εκτός από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που κατατάσσονται μετά από κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, και

    γ) 

    η συμπερίληψη αυτών των υποχρεώσεων στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων δεν συνεπάγεται ουσιώδη κίνδυνο επιτυχούς νομικής αμφισβήτησης ή έγκυρων αξιώσεων αποζημίωσης, σύμφωνα με την αξιολόγηση από την αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 σημείο ζ) και στο άρθρο 75 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

    4.  Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέπει υποχρεώσεις να είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων πέραν των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, υπό την προϋπόθεση ότι:

    α) 

    το ίδρυμα δεν επιτρέπεται να συμπεριλάβει στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

    β) 

    πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 εκτός από την προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ),

    γ) 

    οι υποχρεώσεις έχουν την ίδια ή υψηλότερη προτεραιότητα με τις χαμηλότερες στην κατάταξη εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2, εκτός από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που κατατάσσονται μετά από κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

    δ) 

    στον ισολογισμό του ιδρύματος, το ποσό των εν λόγω εξαιρούμενων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2, οι οποίες έχουν την ίδια ή χαμηλότερη προτεραιότητα από τις εν λόγω υποχρεώσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας δεν υπερβαίνει το 5 % του ποσού των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος,

    ε) 

    η συμπερίληψη αυτών των υποχρεώσεων στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων δεν συνεπάγεται ουσιώδη κίνδυνο επιτυχούς νομικής αμφισβήτησης ή έγκυρων αξιώσεων αποζημίωσης, σύμφωνα με την αξιολόγηση από την αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και στο άρθρο 75 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

    5.  Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέψει σε ίδρυμα να συμπεριλάβει ως στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνο υποχρεώσεις που αναφέρονται είτε στην παράγραφο 3 είτε στην παράγραφο 4.

    6.  Η αρχή εξυγίανσης διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή όταν εξετάζει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

    7.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α) 

    τις ισχύουσες μορφές και τη φύση της έμμεσης χρηματοδότησης των επιλέξιμων μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων,

    β) 

    τη μορφή και τη φύση των κινήτρων εξόφλησης για τους σκοπούς της προϋπόθεσης που ορίζεται στο στοιχείο ζ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 72γ παράγραφος 3.

    Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται πλήρως με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 5 στοιχείο α) και στο άρθρο 52 παράγραφος 2 στοιχείο α).

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 72γ

    Απόσβεση των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων

    1.  Τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων με εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ενός έτους είναι πλήρως αποδεκτά ως στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων.

    Τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων.

    2.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν ένα μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων περιλαμβάνει δικαίωμα εξόφλησης του κατόχου που μπορεί να ασκηθεί πριν από την αρχικά προσδιορισθείσα ληκτότητα του μέσου, η ληκτότητα του μέσου ορίζεται ως η συντομότερη δυνατή ημερομηνία κατά την οποία ο κάτοχος μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα εξόφλησης και να ζητήσει εξόφληση ή αποπληρωμή του μέσου.

    3.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν ένα μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων περιλαμβάνει κίνητρο για τον κάτοχο να ανακαλέσει, να εξοφλήσει, να αποπληρώσει ή να επαναγοράσει το μέσο πριν από την αρχικά προσδιορισθείσα ληκτότητα του μέσου, η ληκτότητα του μέσου ορίζεται ως η συντομότερη δυνατή ημερομηνία κατά την οποία ο εκδότης μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα αυτό και να ζητήσει εξόφληση ή αποπληρωμή του μέσου.

    4.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν ένα μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων περιλαμβάνει δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης εξόφλησης που ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη πριν από την αρχικά προσδιορισθείσα ληκτότητα του μέσου, αλλά οι διατάξεις που διέπουν το μέσο δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο για την ανάκληση, εξόφληση, αποπληρωμή ή επαναγορά του μέσου πριν από τη ληκτότητά του και δεν περιλαμβάνουν δικαίωμα εξόφλησης ή αποπληρωμής κατά τη διακριτική ευχέρεια των κατόχων, η ληκτότητα του μέσου ορίζεται ως η αρχικά προσδιορισθείσα ληκτότητα.

    Άρθρο 72δ

    Συνέπειες της διακοπής πλήρωσης των όρων επιλεξιμότητας

    Στην περίπτωση που στο μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων παύουν να πληρούνται οι εφαρμοστέοι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 72β, οι υποχρεώσεις παύουν αμέσως να είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων.

    Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72β παράγραφος 2 μπορούν να συνεχίσουν να θεωρούνται ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων εφόσον είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 72β παράγραφος 3 ή 4.



    Τμήμα 2

    Αφαιρέσεις από στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων

    Άρθρο 72ε

    Αφαιρέσεις από στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων

    1.  Τα ιδρύματα που υπόκεινται στο άρθρο 92α αφαιρούν τα ακόλουθα από τα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων:

    α) 

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές του ιδρύματος σε μέσα ιδίων επιλέξιμων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων υποχρεώσεων τις οποίες το εν λόγω ίδρυμα ενδέχεται να υποχρεούται να αγοράσει ως αποτέλεσμα υφιστάμενων συμβατικών υποχρεώσεων,

    β) 

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII με τις οποίες το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή, η οποία κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση της ικανότητας απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης της οντότητας εξυγίανσης,

    γ) 

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII, που προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 72θ, στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,

    δ) 

    άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII, σε περίπτωση που το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες, εξαιρουμένων των θέσεων αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες ή λιγότερο.

    2.  Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, όλα τα μέσα που κατατάσσονται σε ίδια προτεραιότητα με τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων αντιμετωπίζονται ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, με εξαίρεση τα μέσα που κατατάσσονται σε ίδια προτεραιότητα με μέσα που έχουν αναγνωριστεί ως επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 72β παράγραφοι 3 και 4.

    3.  Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ποσά των συμμετοχών σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72β παράγραφος 3 ως εξής:

    image

    όπου:

    h

    =

    το ύψος των συμμετοχών σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72β παράγραφος 3,

    i

    =

    ο δείκτης που δηλώνει το εκδίδον ίδρυμα,

    Hi

    =

    το συνολικό ποσό των συμμετοχών σε επιλέξιμες υποχρεώσεις του εκδίδοντος ιδρύματος i που αναφέρεται στο άρθρο 72β παράγραφος 3,

    li

    =

    το ποσό των υποχρεώσεων που περιλαμβάνεται στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων από το εκδίδον ίδρυμα i εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 72β παράγραφος 3 σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιοποιημένα στοιχεία από το εκδίδον ίδρυμα και

    Li

    =

    το συνολικό ποσό των εκκρεμών υποχρεώσεων του εκδίδοντος ιδρύματος i που αναφέρεται στο άρθρο 72β παράγραφος 3 σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιοποιημένα στοιχεία από το εκδίδον ίδρυμα.

    4.  Όταν ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο υπάγεται στο άρθρο 92α έχει άμεσες, έμμεσες ή σύνθετες συμμετοχές σε μέσα ιδίων κεφαλαίων ή μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων από μία ή περισσότερες θυγατρικές που δεν ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης με το μητρικό ίδρυμα, η αρχή εξυγίανσης του εν λόγω μητρικού ιδρύματος, αφού εξετάσει δεόντως τη γνώμη των αρχών εξυγίανσης των τυχόν σχετικών θυγατρικών, μπορεί να επιτρέψει στο μητρικό ίδρυμα να αφαιρέσει τις εν λόγω συμμετοχές αφαιρώντας χαμηλότερο ποσό που ορίζεται από την αρχή εξυγίανσης του εν λόγω μητρικού ιδρύματος. Το εν λόγω προσαρμοσμένο ποσό ισούται τουλάχιστον με το ποσό (m) που υπολογίζεται ως εξής:

    mi = max{0; OPi + LPi – max{0; β · [Oi + Li – ri · aRWAi]}}
    όπου:

    i

    =

    ο δείκτης που δηλώνει τη θυγατρική,

    OPi

    =

    το ποσό των μέσων ιδίων κεφαλαίων που εκδίδονται από τη θυγατρική i και κατέχονται από το μητρικό ίδρυμα,

    LPi

    =

    το ποσό των στοιχείων επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από τη θυγατρική i και κατέχονται από το μητρικό ίδρυμα,

    β

    =

    ποσοστό των μέσων ιδίων κεφαλαίων και των στοιχείων επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από τη θυγατρική i και κατέχονται από τη μητρική επιχείρηση,

    Oi

    =

    το ποσό των ιδίων κεφαλαίων της θυγατρικής i, μη λαμβάνοντας υπόψη την αφαίρεση που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο,

    Li

    =

    το ποσό των επιλέξιμων υποχρεώσεων της θυγατρικής i, μη λαμβάνοντας υπόψη την αφαίρεση που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο,

    ri

    =

    ο λόγος που εφαρμόζεται στη θυγατρική i στο επίπεδο του οικείου ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 92α παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και

    aRWAi

    =

    το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο της οντότητας G-SII i που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4, λαμβάνοντας υπόψη τις προσαρμογές που ορίζονται στο άρθρο 12α.

    Όταν επιτρέπεται στο μητρικό ίδρυμα να αφαιρεί το προσαρμοσμένο ποσό σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η διαφορά μεταξύ του ποσού των συμμετοχών σε μέσα ιδίων κεφαλαίων και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και του εν λόγω προσαρμοσμένου ποσού αφαιρείται από τη θυγατρική.

    Άρθρο 72στ

    Αφαίρεση συμμετοχών σε ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων

    Για τους σκοπούς του άρθρου 72ε παράγραφος 1 στοιχείο α), τα ιδρύματα υπολογίζουν τις συμμετοχές τους βάσει των μικτών θετικών τους θέσεων που υπόκεινται στις ακόλουθες εξαιρέσεις:

    α) 

    τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ποσά των συμμετοχών βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:

    i) 

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,

    ii) 

    είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β) 

    τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες,

    γ) 

    τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μικτές θετικές θέσεις σε ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που προκύπτουν από συμμετοχές σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:

    i) 

    οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,

    ii) 

    είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    Άρθρο 72ζ

    Βάση αφαίρεσης για στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων

    Για τους σκοπούς του άρθρου 72ε παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), τα ιδρύματα αφαιρούν τις μικτές θετικές τους θέσεις που υπόκεινται στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 72η και 72θ.

    Άρθρο 72η

    Αφαίρεση συμμετοχών σε επιλέξιμες υποχρεώσεις από άλλες οντότητες G-SII

    Τα ιδρύματα που δεν κάνουν χρήση της εξαίρεσης που ορίζεται στο άρθρο 72ι πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72ε παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) σύμφωνα με τα ακόλουθα:

    α) 

    δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    i) 

    η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος,

    ii) 

    είτε η θετική και η αρνητική θέση περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β) 

    προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, λαμβάνοντας υπόψη το υποκείμενο άνοιγμα στα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες.

    Άρθρο 72θ

    Αφαίρεση επιλέξιμων υποχρεώσεων στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση σε οντότητες G-SII

    1.  Για τους σκοπούς του άρθρου 72ε παράγραφος 1 στοιχείο γ), τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με τον παράγοντα που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    το συνολικό ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση υπερβαίνει το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, μετά την εφαρμογή των κατωτέρω:

    i) 

    των άρθρων 32 έως 35,

    ii) 

    του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένου του ποσού που αφαιρείται για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,

    iii) 

    των άρθρων 44 και 45,

    β) 

    το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων των οντοτήτων G-SII όπου το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση, δια του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων των οντοτήτων G-SII στις περιπτώσεις που η οντότητα εξυγίανσης δεν διαθέτει σημαντική επένδυση σε κανένα από αυτά.

    2.  Τα ιδρύματα εξαιρούν τις θέσεις αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατ' ανώτατο όριο από τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και από τον υπολογισμό του παράγοντα σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β).

    3.  Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε κάθε μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων μιας οντότητας G-SII που κατέχει το ίδρυμα. Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό κάθε μέσου επιλέξιμων υποχρεώσεων που αφαιρείται δυνάμει της παραγράφου 1 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με την αναλογία που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:

    α) 

    το ποσό των συμμετοχών που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1,

    β) 

    η αναλογία του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII στις οποίες το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση η οποία αντιπροσωπεύεται από κάθε μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων που κατέχει το ίδρυμα.

    4.  Το ποσό των συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 72ε παράγραφος 1 στοιχείο γ), το οποίο είναι ίσο ή μικρότερο από το 10 % των στοιχείων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των διατάξεων που ορίζονται στα σημεία i), ii) και iii) του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, δεν αφαιρείται και υπόκειται στους εφαρμοστέους συντελεστές στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3 και στις απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV, ανάλογα με την περίπτωση.

    5.  Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό κάθε σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο μέσου επιλέξιμων υποχρεώσεων δυνάμει της παραγράφου 4 πολλαπλασιάζοντας το ποσό των συμμετοχών που πρέπει να σταθμιστούν ως προς τον κίνδυνο δυνάμει της παραγράφου 4 επί της αναλογίας που προκύπτει από τον υπολογισμό που καθορίζεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β).

    Άρθρο 72ι

    Εξαίρεση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών από τις αφαιρέσεις από στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων

    1.  Τα ιδρύματα μπορούν να αποφασίσουν να μην αφαιρέσουν καθορισμένο μέρος των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, το οποίο συνολικά και υπολογιζόμενο σε ακαθάριστη θετική βάση είναι ίσο ή μικρότερο του 5 % των στοιχείων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των άρθρων 32 έως 36, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    οι συμμετοχές είναι στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

    β) 

    τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων τηρούνται για διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 30 εργάσιμες ημέρες.

    2.  Τα ποσά των στοιχείων που δεν αφαιρούνται δυνάμει της παραγράφου 1 υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για στοιχεία στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

    3.  Όταν, σε περίπτωση συμμετοχών που δεν αφαιρούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο παύουν να πληρούνται, οι συμμετοχές αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 72ζ χωρίς να εφαρμόζονται οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 72η και 72θ.



    Τμήμα 3

    Ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

    Άρθρο 72ια

    Επιλέξιμες υποχρεώσεις

    Οι επιλέξιμες υποχρεώσεις ενός ιδρύματος απαρτίζονται από τα στοιχεία των επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος μετά τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72ε.

    Άρθρο 72ιβ

    Ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

    Τα ίδια κεφάλαια και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις ενός ιδρύματος απαρτίζονται από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων του και των επιλέξιμων υποχρεώσεών του.

    ▼B



    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

    ▼M8

    Γενικές απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

    ▼B

    Άρθρο 73

    ▼M8

    Διανομές επί μέσων

    1.  Τα κεφαλαιακά μέσα και οι υποχρεώσεις για τα οποία ένα ίδρυμα αποφασίζει κατά την αποκλειστική κρίση του να πραγματοποιήσει διανομές με άλλη μορφή εκτός από τα μετρητά ή μέσα ιδίων κεφαλαίων δεν είναι επιλέξιμα για να χαρακτηριστούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, μέσα της κατηγορίας 2 ή μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, εκτός εάν το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής.

    2.  Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την προηγούμενη άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μόνο εφόσον κρίνουν ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    η ικανότητα του ιδρύματος να ακυρώνει τις πληρωμές δυνάμει του μέσου δεν θα επηρεαζόταν αρνητικά από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούν να πραγματοποιηθούν οι διανομές,

    β) 

    η ικανότητα του κεφαλαιακού μέσου ή της υποχρέωσης να απορροφά τις ζημίες δεν θα επηρεαζόταν αρνητικά από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούν να πραγματοποιηθούν οι διανομές,

    γ) 

    η ποιότητα του κεφαλαιακού μέσου ή της υποχρέωσης δεν θα μειωνόταν κατ' άλλον τρόπο από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούν να πραγματοποιηθούν οι διανομές.

    Η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης όσον αφορά την τήρηση των εν λόγω προϋποθέσεων από το ίδρυμα πριν από τη χορήγηση της προηγούμενης άδειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

    3.  Τα κεφαλαιακά μέσα και οι υποχρεώσεις για τα οποία ένα νομικό πρόσωπο διαφορετικό από το ίδρυμα που τα εκδίδει έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει ή να απαιτεί την πληρωμή των διανομών επί των εν λόγω μέσων ή υποχρεώσεων με άλλη μορφή εκτός από τα μετρητά ή μέσα ιδίων κεφαλαίων δεν είναι επιλέξιμα να χαρακτηριστούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, μέσα της κατηγορίας 2 ή μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων.

    4.  Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν ευρύ δείκτη αγοράς ως μία από τις βάσεις καθορισμού του ύψους των διανομών επί πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, μέσων της κατηγορίας 2 και μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων.

    ▼B

    5.  Η παράγραφος 4 δεν εφαρμόζεται όταν το ίδρυμα αποτελεί οντότητα αναφοράς σε αυτό τον ευρύ δείκτη αγοράς, εκτός εάν πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    το ίδρυμα θεωρεί ότι οι κινήσεις σε αυτό τον ευρύ δείκτη αγοράς δεν συσχετίζονται σημαντικά με την πιστωτική διαβάθμιση του ιδρύματος, του μητρικού του ιδρύματος ή της μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μεικτής εταιρείας συμμετοχών,

    β) 

    η αρμόδια αρχή δεν έχει καταλήξει σε προσδιορισμό διαφορετικό από τον αναφερόμενο στο στοιχείο α).

    ▼M8

    6.  Τα ιδρύματα αναφέρουν και κοινοποιούν τους ευρείς δείκτες αγοράς στους οποίους βασίζονται τα κεφαλαιακά μέσα και τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεών τους.

    ▼B

    7.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τους όρους υπό τους οποίους οι δείκτες μπορούν να θεωρούνται ευρείς δείκτες αγοράς για τους σκοπούς της παραγράφου 4.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 74

    Τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα τα οποία εκδίδονται από ρυθμιζόμενες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα και είναι αποδεκτά ως εποπτικό κεφάλαιο

    Τα ιδρύματα δεν αφαιρούν από οποιοδήποτε στοιχείο των ίδιων κεφαλαίων άμεσες, έμμεσες ή σύνθετες τοποθετήσεις τους κεφαλαιακών μέσων τα οποία εκδίδονται από ρυθμιζόμενη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα και δεν αναγνωρίζονται ως εποπτικό κεφάλαιο της εν λόγω οντότητας. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου στις εν λόγω τοποθετήσεις σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3, κατά περίπτωση.

    Άρθρο 75

    Αφαίρεση και απαιτήσεις ληκτότητας για τις αρνητικές θέσεις

    ▼M8

    Οι απαιτήσεις ληκτότητας για αρνητικές θέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45 στοιχείο α), το άρθρο 59 στοιχείο α), το άρθρο 69 στοιχείο α) και το άρθρο 72η στοιχείο α) θεωρείται ότι πληρούνται όσον αφορά τις θέσεις που κατέχονται, εφόσον πληρούνται όλες οι εξής προϋποθέσεις:

    ▼B

    α) 

    το ίδρυμα έχει συμβατικό δικαίωμα να πωλήσει σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία στον αντισυμβαλλόμενο που παρέχει την αντιστάθμιση τη θετική θέση που αντισταθμίζεται,

    β) 

    ο αντισυμβαλλόμενος που παρέχει την αντιστάθμιση στο ίδρυμα υποχρεούται συμβατικά να αγοράσει από το ίδρυμα στη συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία τη θετική θέση που αναφέρεται στο στοιχείο α).

    Άρθρο 76

    Τοποθετήσεις κεφαλαιακών μέσων που περιλαμβάνονται σε δείκτες

    ▼M8

    1.  Για τους σκοπούς του άρθρου 42 στοιχείο α), του άρθρου 45 στοιχείο α), του άρθρου 57 στοιχείο α), του άρθρου 59 στοιχείο α), του άρθρου 67 στοιχείο α), του άρθρου 69 στοιχείο α) και του άρθρου 72η στοιχείο α), τα ιδρύματα μπορούν να μειώσουν το ποσό θετικής θέσης σε κεφαλαιακό μέσο κατά το τμήμα ενός δείκτη που αποτελείται από το ίδιο υποκείμενο άνοιγμα που αντισταθμίζεται, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι εξής προϋποθέσεις:

    α) 

    είτε αμφότερες η θετική θέση που αντισταθμίζεται και η αρνητική θέση σε δείκτη που χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση αυτής της θετικής θέσης περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

    β) 

    οι θέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους στον ισολογισμό του ιδρύματος,

    γ) 

    η αρνητική θέση που αναφέρεται στο στοιχείο α) αναγνωρίζεται ως αποτελεσματική αντιστάθμιση στο πλαίσιο των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος,

    δ) 

    οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την καταλληλότητα των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου που αναφέρονται στο στοιχείο γ) τουλάχιστον σε ετήσια βάση και κρίνουν ότι εξακολουθεί να πληρούται ο όρος αυτός.

    2.  Όταν η αρμόδια αρχή έχει δώσει την προηγούμενη άδειά της, ένα ίδρυμα μπορεί να εκτιμά συντηρητικά το υποκείμενο άνοιγμα του ιδρύματος σε μέσα που περιλαμβάνονται στους δείκτες, ως εναλλακτική λύση στον υπολογισμό του ανοίγματος του ιδρύματος στα στοιχεία που αναφέρονται σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία:

    α) 

    ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, που περιλαμβάνονται στους δείκτες,

    β) 

    μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που περιλαμβάνονται στους δείκτες,

    γ) 

    μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων των ιδρυμάτων, που περιλαμβάνονται στους δείκτες.

    3.  Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την προηγούμενη άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μόνο εάν το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς ότι η παρακολούθηση εκ μέρους του ιδρύματος του υποκείμενου ανοίγματος στα στοιχεία που αναφέρονται σε ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία της παραγράφου 2, αναλόγως, θα ήταν λειτουργικά δύσκολη.

    ▼B

    4.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α) 

    όταν μια εκτίμηση που χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση για τον υπολογισμό του υποκείμενου ανοίγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 είναι επαρκώς συντηρητική,

    β) 

    την έννοια της λειτουργικής επιβάρυνσης για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ▼M8

    Άρθρο 77

    Προϋποθέσεις μείωσης των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

    1.  Το ίδρυμα λαμβάνει την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής προκειμένου να προβεί σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω ενέργειες:

    α) 

    μείωση, εξόφληση ή επαναγορά των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα με τρόπο που επιτρέπεται δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,

    β) 

    μείωση, διανομή ή ανακατάταξη ως άλλου στοιχείου ιδίων κεφαλαίων της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά μέσα ιδίων κεφαλαίων,

    γ) 

    εξάσκηση της ανάκλησης, εξόφλησης, αποπληρωμής ή επαναγοράς πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή μέσων της κατηγορίας 2, πριν από την ημερομηνία συμβατικής ληκτότητάς τους.

    2.  Το ίδρυμα λαμβάνει την προηγούμενη άδεια της αρχής εξυγίανσης προκειμένου να εξασκήσει την ανάκληση, εξόφληση, αποπληρωμή ή επαναγορά μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 1, πριν από την ημερομηνία συμβατικής ληκτότητάς τους.

    Άρθρο 78

    Εποπτική άδεια για τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων

    1.  Η αρμόδια αρχή χορηγεί την άδειά της σε ίδρυμα για τη μείωση, ανάκληση, εξόφληση, αποπληρωμή ή επαναγορά, των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή των μέσων της κατηγορίας 2, ή τη μείωση, διανομή ή ανακατάταξη της σχετικής διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    πριν από ή ταυτόχρονα με οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1, το ίδρυμα αντικαθιστά τα μέσα ή τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 με μέσα ιδίων κεφαλαίων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας με όρους που είναι βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος,

    β) 

    το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στην αρμόδια αρχή ότι τα ίδια κεφάλαια και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, μετά την ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, θα υπερέβαιναν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ κατά περιθώριο που κρίνεται απαραίτητο από την αρμόδια αρχή.

    Εάν ένα ίδρυμα παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ως προς την ικανότητά του να λειτουργεί με ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν τα ποσά που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού και βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγήσει γενική προηγούμενη άδεια στο εν λόγω ίδρυμα να προβεί σε οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που εξασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε μελλοντική ενέργεια θα είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου. Η εν λόγω γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται μόνο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος, μετά το πέρας του οποίου μπορεί να ανανεωθεί. Η γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται μόνο για προκαθορισμένο ποσό που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή. Στην περίπτωση των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, αυτό το προκαθορισμένο ποσό δεν υπερβαίνει το 3 % της συναφούς έκδοσης και δεν υπερβαίνει το 10 % του ποσού κατά το οποίο το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 υπερβαίνει το άθροισμα των απαιτήσεων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ κατά περιθώριο που κρίνεται απαραίτητο από την αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή μέσων της κατηγορίας 2, αυτό το προκαθορισμένο ποσό δεν υπερβαίνει το 10 % της συναφούς έκδοσης και δεν υπερβαίνει το 3 % του συνολικού ποσού ανεξόφλητων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή μέσων της κατηγορίας 2, κατά περίπτωση.

    Οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν τη γενική προηγούμενη άδεια όταν ένα ίδρυμα παύσει να πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια που προβλέπονται για τους σκοπούς της εν λόγω άδειας.

    2.  Οι αρμόδιες αρχές, όταν εκτιμούν τη βιωσιμότητα των μέσων αντικατάστασης για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), λαμβάνουν υπόψη τους τον βαθμό στον οποίο αυτά τα κεφαλαιακά μέσα αντικατάστασης θα ήταν δαπανηρότερα για το ίδρυμα από εκείνα τα κεφαλαιακά μέσα ή τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αντικαθιστούν.

    3.  Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα προβεί σε κάποια ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 στοιχείο α) και η άρνηση εξόφλησης των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 27 απαγορεύεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, η αρμόδια αρχή μπορεί να παρεκκλίνει από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον απαιτεί από το ίδρυμα να περιορίσει την εξόφληση των εν λόγω μέσων σε κατάλληλη βάση.

    4.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να ανακαλούν, να εξοφλούν, να αποπληρώνουν ή να επαναγοράζουν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 ή τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσής τους, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 και μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    υπάρχει αλλαγή στην εποπτική κατάταξη των εν λόγω μέσων, η οποία θα συνεπαγόταν ενδεχομένως τον αποκλεισμό τους από τα ίδια κεφάλαια ή την ανακατάταξή τους σε ίδια κεφάλαια χαμηλότερης ποιότητας, πληρούνται δε και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i) 

    η αρμόδια αρχή θεωρεί επαρκώς βέβαιη μια τέτοια αλλαγή,

    ii) 

    το ίδρυμα αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή ότι η υποχρεωτική ανακατάταξη των μέσων αυτών δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής τους,

    β) 

    υπάρχει αλλαγή στην εφαρμοστέα φορολογική αντιμετώπιση των εν λόγω μέσων για την οποία το ίδρυμα αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή ότι είναι σημαντική και δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής τους,

    γ) 

    για τα μέσα και τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο έχει γίνει αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος σύμφωνα με το άρθρο 494β,

    δ) 

    πριν από ή ταυτόχρονα με την ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1, το ίδρυμα αντικαθιστά τα μέσα ή τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 με μέσα ιδίων κεφαλαίων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας με όρους που είναι βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος, και η αρμόδια αρχή έχει επιτρέψει την εν λόγω ενέργεια με βάση τη διαπίστωση ότι θα είναι επωφελής από την άποψη της προληπτικής εποπτείας και δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις,

    ε) 

    τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή τα μέσα της κατηγορίας 2 επαναγοράζονται για σκοπούς ειδικής διαπραγμάτευσης.

    5.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α) 

    την έννοια της «βιώσιμης ικανότητας εσόδων του ιδρύματος»,

    β) 

    τις κατάλληλες βάσεις περιορισμού της εξόφλησης που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

    γ) 

    τη διαδικασία που περιλαμβάνει τα όρια και τις διαδικασίες για τη χορήγηση της έγκρισης μιας ενέργειας που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 εκ των προτέρων από τις αρμόδιες αρχές και τις απαιτήσεις δεδομένων για την υποβολή αίτησης από ένα ίδρυμα προς την αρμόδια αρχή ώστε αυτή να επιτρέψει τη διεξαγωγή ενέργειας που παρατίθεται στο εν λόγω άρθρο, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας που εφαρμόζεται στην περίπτωση εξόφλησης εκδιδόμενων μεριδίων σε μέλη συνεταιριστικών εταιρειών, και της χρονικής περιόδου για την επεξεργασία της αίτησης αυτής.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ▼M8

    Άρθρο 78α

    Άδεια για τη μείωση των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων

    1.  Η αρχή εξυγίανσης χορηγεί την άδειά της σε ίδρυμα να ανακαλεί, να εξοφλεί, να αποπληρώνει ή να επαναγοράζει τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) 

    πριν από ή ταυτόχρονα με οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 2 το ίδρυμα αντικαθιστά τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων με μέσα ιδίων κεφαλαίων ή μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας με όρους που είναι βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος,

    β) 

    το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στην αρχή εξυγίανσης ότι τα ίδια κεφάλαια και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, μετά την ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, θα υπερέβαιναν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ κατά περιθώριο που κρίνεται απαραίτητο, σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, από την αρχή εξυγίανσης,

    γ) 

    το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στην αρχή εξυγίανσης ότι η μερική ή πλήρης αντικατάσταση των επιλέξιμων υποχρεώσεων με μέσα ιδίων κεφαλαίων είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ για τη διατήρηση της ισχύος της άδειας λειτουργίας.

    Εάν ένα ίδρυμα παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ως προς την ικανότητά του να λειτουργεί με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που υπερβαίνουν το ποσό των απαιτήσεων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, μπορεί να χορηγήσει στο εν λόγω ίδρυμα γενική προηγούμενη άδεια, ώστε να προβεί σε ανακλήσεις, εξοφλήσεις, αποπληρωμές ή επαναγορές μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που εξασφαλίζουν ότι η οποιαδήποτε τέτοια μελλοντική ενέργεια θα είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου. Η εν λόγω γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται μόνο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος, μετά το πέρας του οποίου μπορεί να ανανεωθεί. Η γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται για προκαθορισμένο ποσό που ορίζεται από την αρχή εξυγίανσης. Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τυχόν γενικές προηγούμενες άδειες που έχουν χορηγηθεί.

    Η αρχή εξυγίανσης ανακαλεί τη γενική προηγούμενη άδεια όταν ένα ίδρυμα παύσει να πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια που προβλέπονται για τους σκοπούς της εν λόγω άδειας.

    2.  Οι αρχές εξυγίανσης, όταν εκτιμούν τη βιωσιμότητα των μέσων αντικατάστασης για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος, δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο α), λαμβάνουν υπόψη τον βαθμό στον οποίο τα εν λόγω κεφαλαιακά μέσα αντικατάστασης και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις αντικατάστασης θα ήταν δαπανηρότερα για το ίδρυμα από εκείνα που αντικαθιστούν.

    3.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α) 

    τη διαδικασία για τη συνεργασία μεταξύ της αρμόδιας αρχής και της αρχής εξυγίανσης,

    β) 

    τη διαδικασία, περιλαμβανομένων των προθεσμιών και των απαιτήσεων ενημέρωσης, για τη χορήγηση της άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο,

    γ) 

    τη διαδικασία, περιλαμβανομένων των προθεσμιών και των απαιτήσεων ενημέρωσης, για τη χορήγηση της γενικής προηγούμενης άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο,

    δ) 

    την έννοια «βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος».

    Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται πλήρως με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 78.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ▼B

    Άρθρο 79

    ▼M8

    Προσωρινή αναστολή της αφαίρεσης από τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις

    1.  Όταν ένα ίδρυμα κατέχει προσωρινά κεφαλαιακά μέσα ή υποχρεώσεις που μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως μέσα ιδίων κεφαλαίων σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα ή ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ένα ίδρυμα και η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι οι εν λόγω συμμετοχές έχουν σκοπό τη χρηματοδοτική συνδρομή για την ανασυγκρότηση και αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εν λόγω οντότητας ή του εν λόγω ιδρύματος, η αρμόδια αρχή μπορεί να αναστείλει προσωρινά την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την αφαίρεση, οι οποίες διαφορετικά θα εφαρμόζονταν στα εν λόγω μέσα.

    ▼B

    2.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει την έννοια της λέξης «προσωρινά» για τους σκοπούς της παραγράφου 1 και τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες η αρμόδια αρχή μπορεί να κρίνει ότι οι εν λόγω προσωρινές τοποθετήσεις προορίζονται ως χρηματοδοτική συνδρομή στην ανασυγκρότηση και διάσωση της σχετικής οντότητας.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ▼M8

    Άρθρο 79α

    Εκτίμηση της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

    Τα ιδρύματα κρίνουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των μέσων και όχι μόνον τη νομική τους μορφή προκειμένου να εκτιμήσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο δεύτερο μέρος. Κατά την εκτίμηση των ουσιωδών χαρακτηριστικών ενός μέσου λαμβάνονται υπόψη όλες οι ρυθμίσεις σχετικά με τα μέσα, ακόμη και όταν αυτές δεν αναφέρονται ρητά στους όρους και τις προϋποθέσεις των ίδιων των μέσων, προκειμένου να κριθεί κατά πόσον τα συνδυασμένα οικονομικά αποτελέσματα των ρυθμίσεων αυτών είναι συμβατά με τον σκοπό των σχετικών διατάξεων.

    ▼B

    Άρθρο 80

    ▼M8

    Συνεχής αξιολόγηση της ποιότητας των μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

    1.  Η ΕΑΤ παρακολουθεί την ποιότητα των μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση και ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή εάν υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι τα μέσα αυτά δεν πληρούν τα αντίστοιχα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

    Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν αμελλητί στην ΕΑΤ, κατόπιν αιτήματός της, όλες τις πληροφορίες που η ΕΑΤ θεωρεί αναγκαίες σχετικά με νέα κεφαλαιακά μέσα ή νέα είδη υποχρεώσεων που εκδίδονται, προκειμένου να μπορεί να παρακολουθεί την ποιότητα των μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση.

    ▼B

    2.  Η σχετική κοινοποίηση περιλαμβάνει τα εξής:

    α) 

    λεπτομερή εξήγηση της φύσης και της έκτασης της διαπιστωθείσας ανεπάρκειας,

    β) 

    τεχνικές συμβουλές σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες η ΕΑΤ θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να προβεί η Επιτροπή,

    γ) 

    σημαντικές εξελίξεις στη μεθοδολογία της ΕΑΤ για προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων με στόχο τη δοκιμή της φερεγγυότητας των ιδρυμάτων.

    ▼M8

    3.  Η ΕΑΤ παρέχει τεχνικές συμβουλές στην Επιτροπή σχετικά με τυχόν σημαντικές αλλαγές οι οποίες θεωρεί ότι απαιτούνται για τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων ως αποτέλεσμα οποιουδήποτε από τα κατωτέρω γεγονότα:

    ▼B

    α) 

    σχετικές εξελίξεις στα πρότυπα ή την πρακτική της αγοράς,

    β) 

    αλλαγές σε σχετικά νομικά ή λογιστικά πρότυπα,

    γ) 

    σημαντικές εξελίξεις στη μεθοδολογία της ΕΑΤ για προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων με στόχο τη δοκιμή της φερεγγυότητας των ιδρυμάτων.

    4.  Η ΕΑΤ παρέχει τεχνικές συμβουλές στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014 σχετικά με πιθανές προτάσεις για την αντιμετώπιση των μη πραγματοποιηθέντων κερδών υπολογισμένων σε εύλογη αξία, εκτός από τη συμπερίληψή τους στις κοινές μετοχές της κατηγορίας 1 χωρίς προσαρμογή. Οι εν λόγω συστάσεις λαμβάνουν υπόψη σχετικές εξελίξεις στα διεθνή λογιστικά πρότυπα και σε διεθνείς συμφωνίες σχετικά με τα πρότυπα προληπτικής εποπτείας για τις τράπεζες.



    ΤΙΤΛΟΣ II

    ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 1 ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 2 ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ

    Άρθρο 81

    Δικαιώματα μειοψηφίας που μπορούν να συμπεριληφθούν στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    ▼M8

    1.  Τα δικαιώματα μειοψηφίας απαρτίζονται από το άθροισμα των στοιχείων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μιας θυγατρικής, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    η θυγατρική είναι ένας από τους κατωτέρω φορείς:

    i) 

    ίδρυμα,

    ii) 

    επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,

    iii) 

    ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα που υπόκειται σε εξίσου αυστηρές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας με τα πιστωτικά ιδρύματα της εν λόγω τρίτης χώρας, εφόσον η Επιτροπή έχει αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 4, ότι οι εν λόγω απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του παρόντος κανονισμού,

    β) 

    η θυγατρική περιλαμβάνεται πλήρως στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    γ) 

    τα στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, που αναφέρονται στο εισαγωγικό μέρος της παρούσας παραγράφου, ανήκουν σε πρόσωπα διαφορετικά από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    ▼B

    2.  Τα δικαιώματα μειοψηφίας που χρηματοδοτούνται άμεσα ή έμμεσα, μέσω οντότητας ειδικού σκοπού ή με άλλο τρόπο, από τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές του δεν γίνονται αποδεκτά ως ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    ▼M8

    Άρθρο 82

    Αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, κεφάλαιο της κατηγορίας 1, κεφάλαιο της κατηγορίας 2 και αποδεκτά ίδια κεφάλαια

    Το αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 και τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια περιλαμβάνουν το δικαίωμα μειοψηφίας, το πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή το κεφάλαιο της κατηγορίας 2, κατά περίπτωση, προσαυξημένο κατά τα σχετικά κέρδη εις νέον και τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, μιας θυγατρικής, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) 

    η θυγατρική είναι ένα από τα ακόλουθα:

    i) 

    ίδρυμα,

    ii) 

    επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,

    iii) 

    ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα που υπόκειται σε εξίσου αυστηρές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας με τα πιστωτικά ιδρύματα της εν λόγω τρίτης χώρας, εφόσον η Επιτροπή έχει αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 4, ότι οι εν λόγω απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του παρόντος κανονισμού,

    β) 

    η θυγατρική περιλαμβάνεται πλήρως στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    γ) 

    τα εν λόγω μέσα ανήκουν σε πρόσωπα διαφορετικά από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    ▼B

    Άρθρο 83

    Αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και κεφάλαιο της κατηγορίας 2 που εκδίδεται από οντότητα ειδικού σκοπού

    ▼M8

    1.  Τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και τα μέσα της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από οντότητα ειδικού σκοπού και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο περιλαμβάνονται, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, στο αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 ή στα αποδεκτά ίδια κεφάλαια, αναλόγως, μόνον εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    ▼B

    α) 

    η οντότητα ειδικού σκοπού που εκδίδει τα εν λόγω μέσα περιλαμβάνεται πλήρως στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,

    β) 

    τα μέσα και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο περιλαμβάνονται στο αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 μόνον εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1,

    γ) 

    τα μέσα και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο περιλαμβάνονται στο αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 2 μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 63,

    δ) 

    το μοναδικό στοιχείο ενεργητικού της οντότητας ειδικού σκοπού είναι η επένδυσή της στα ίδια κεφάλαια της μητρικής επιχείρησης ή θυγατρικής της που περιλαμβάνεται πλήρως στην ενοποίηση δυνάμει του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, με τρόπο ώστε να πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 63, ανάλογα με την περίπτωση.

    Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ενεργητικό μιας οντότητας ειδικού σκοπού εκτός της επένδυσής της στα ίδια κεφάλαια της μητρικής επιχείρησης ή της θυγατρικής που περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης δυνάμει του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, είναι ελάχιστο και ασήμαντο για μια τέτοια οντότητα, η αρμόδια αρχή δύναται να μην εφαρμόσει την προϋπόθεση που ορίζεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου.

    2.  Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα είδη των στοιχείων ενεργητικού που μπορούν να σχετίζονται με τη λειτουργία οντοτήτων ειδικού σκοπού και τις έννοιες των όρων «ελάχιστο» και «ασήμαντο» που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1.

    ▼C1

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.

    ▼B

    Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 84

    Δικαιώματα μειοψηφίας που περιλαμβάνονται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    1.  Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των δικαιωμάτων μειοψηφίας μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αφαιρώντας από τα δικαιώματα μειοψηφίας της εν λόγω επιχείρησης το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β):

    α) 

    το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα κατωτέρω ποσά:

    i) 

    το ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της ανωτέρω θυγατρικής που απαιτείται για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α), των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας έως 36, της απαίτησης συνδυασμένου αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγ