EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02011L0016-20170605

Consolidated text: Οδηγία 2011/16/EE του Συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2011/16/2017-06-05

02011L0016 — EL — 05.06.2017 — 002.002


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΟΔΗΓΊΑ 2011/16/EE ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Φεβρουαρίου 2011

σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ

(ΕΕ L 064 της 11.3.2011, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΟΔΗΓΊΑ 2014/107/ΕΕ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 9ης Δεκεμβρίου 2014

  L 359

1

16.12.2014

►M2

ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2015/2376 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 8ης Δεκεμβρίου 2015

  L 332

1

18.12.2015

►M3

ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2016/881 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 25ης Μαΐου 2016

  L 146

8

3.6.2016




▼B

ΟΔΗΓΊΑ 2011/16/EE ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Φεβρουαρίου 2011

σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.  Η παρούσα οδηγία ορίζει τους κανόνες και τις διαδικασίες βάσει των οποίων τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους με στόχο την ανταλλαγή πληροφοριών που, κατά πάσα πιθανότητα, έχουν σημασία για τη διοίκηση και την επιβολή της εγχώριας νομοθεσίας των κρατών μελών όσον αφορά στους φόρους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 2.

2.  Η παρούσα οδηγία ορίζει επίσης διατάξεις για την ηλεκτρονική ανταλλαγή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθώς και κανόνες και διαδικασίες δυνάμει των οποίων τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται σε θέματα που αφορούν το συντονισμό και την αξιολόγηση.

3.  Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή των κανόνων αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων στα κράτη μέλη. Επίσης, δεν θίγει την τήρηση τυχόν υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη σε σχέση με την ευρύτερη διοικητική συνεργασία βάσει άλλων νομικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.  Η παρούσα οδηγία ισχύει για όλους τους φόρους παντός τύπου που εισπράττονται από κράτος-μέλος ή εξ ονόματός του ή από εδαφικές ή διοικητικές υποδιαιρέσεις του κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών αρχών.

2.  Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στον φόρο προστιθέμενης αξίας και στα τελωνειακά τέλη, ούτε στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης που καλύπτονται από άλλη ενωσιακή νομοθεσία περί διοικητικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών. Η οδηγία δεν εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά στις υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης πληρωτέες προς το κράτος-μέλος ή προς μια διοικητική υποδιαίρεση του κράτους μέλους, ή προς τα ιδρύματα κοινωνικών ασφαλίσεων δημοσίου δικαίου.

3.  Σε καμία περίπτωση οι φόροι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνουν τα εξής:

α) τέλη, όπως για πιστοποιητικά ή άλλα έγγραφα που εκδίδονται από τις δημόσιες αρχές·

β) οφειλές συμβατικού χαρακτήρα, όπως αμοιβές επιχειρήσεων κοινής ωφελείας.

4.  Η παρούσα οδηγία ισχύει για φόρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίοι εισπράττονται σε έδαφος όπου εφαρμόζονται οι συνθήκες δυνάμει του άρθρου 52 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι εξής ορισμοί:

1.

«αρμόδια αρχή» κράτους μέλους : η αρχή η οποία έχει ορισθεί για τον λόγο αυτόν από το κράτος-μέλος. Όταν ενεργούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης, ένα τμήμα διασύνδεσης ή ένας αρμόδιος υπάλληλος θεωρούνται επίσης ως αρμόδιες αρχές κατ’ ανάθεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4·

2.

«κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης» : η υπηρεσία η οποία έχει ορισθεί για τον λόγο αυτόν, με κύρια αρμοδιότητα τις επαφές με άλλα κράτη μέλη στον τομέα της διοικητικής συνεργασίας·

3.

«τμήμα διασύνδεσης» : οιαδήποτε υπηρεσία, πλην της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης, που έχει ορισθεί για την απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών με βάση την παρούσα οδηγία·

4.

«αρμόδιος υπάλληλος» : οιοσδήποτε υπάλληλος που μπορεί να προβαίνει σε απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών με βάση την παρούσα οδηγία, για την οποία έχει εξουσιοδοτηθεί·

5.

«αιτούσα αρχή» : η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης, τμήμα διασύνδεσης ή οιοσδήποτε αρμόδιος υπάλληλος κράτους μέλους που υποβάλλει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής·

6.

«λαμβάνουσα αρχή» : η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης, τμήμα διασύνδεσης ή οιοσδήποτε αρμόδιος υπάλληλος κράτους μέλους που λαμβάνει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής·

7.

«διοικητική έρευνα» : όλοι οι έλεγχοι, εξακριβώσεις και ενέργειες που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας·

8.

«ανταλλαγή πληροφοριών κατόπιν αιτήματος» : η ανταλλαγή πληροφοριών βάσει αιτήματος το οποίο απευθύνει το αιτούν κράτος-μέλος προς το λαμβάνον κράτος-μέλος, για μια συγκεκριμένη υπόθεση·

▼M3

9.

«αυτόματη ανταλλαγή» :

α) για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 1 και των άρθρων 8α και 8αα, η συστηματική κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς προηγούμενο αίτημα, προκαθορισμένων πληροφοριών ανά καθορισμένα εκ των προτέρων τακτά διαστήματα· για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 1, η παραπομπή σε διαθέσιμες πληροφορίες σημαίνει τις πληροφορίες των φορολογικών αρχείων του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών του εν λόγω κράτους μέλους·

β) για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 3α, η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών σχετικά με φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών μελών στο οικείο κράτος μέλος φορολογικής κατοικίας, χωρίς προηγούμενο αίτημα και ανά καθορισμένα εκ των προτέρων τακτά διαστήματα·

γ) για τους σκοπούς των διατάξεων της παρούσας οδηγίας πλην του άρθρου 8 παράγραφος 1, του άρθρου 8 παράγραφος 3α και των άρθρων 8α και 8αα, η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών που προβλέπεται στα στοιχεία α) και β) του παρόντος σημείου.

Στο πλαίσιο του άρθρου 8 παράγραφος 3α, του άρθρου 8 παράγραφος 7α, του άρθρου 21 παράγραφος 2 και του άρθρου 25 παράγραφοι 2 και 3, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα I. Στο πλαίσιο του άρθρου 8αα και του παραρτήματος III, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα III·

▼B

10.

«αυθόρμητη ανταλλαγή» : η μη συστηματική κοινοποίηση πληροφοριών, ανά πάσα στιγμή και χωρίς προηγούμενο αίτημα, σε άλλο κράτος-μέλος·

11.

«πρόσωπο» :

α) φυσικό πρόσωπο·

β) νομικό πρόσωπο, ή

γ) εφόσον προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, ένωση προσώπων στην οποία αναγνωρίζεται δικαιοπρακτική ικανότητα, χωρίς όμως να έχει το καθεστώς νομικού προσώπου·

δ) κάθε άλλο νομικό μόρφωμα οιουδήποτε χαρακτήρα και μορφής, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, που έχει την κυριότητα ή τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων τα οποία, συμπεριλαμβανομένου του εισοδήματος που απορρέει από αυτά, υπόκεινται σε φόρους που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία·

12.

«με ηλεκτρονικά μέσα» ή «ηλεκτρονικά» : η χρήση ηλεκτρονικού εξοπλισμού για την επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης, και αποθήκευσης δεδομένων και η χρησιμοποίηση καλωδιακής ή ασύρματης σύνδεσης, οπτικών τεχνολογιών ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών μέσων·

13.

«δίκτυο CCN» : η κοινή πλατφόρμα που βασίζεται στο Κοινό δίκτυο Επικοινωνιών (CCN), το οποίο έχει αναπτυχθεί από την Ένωση για την εξασφάλιση όλων των διαβιβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ των αρμόδιων τελωνειακών και φορολογικών αρχών·

▼M2

14.

«εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση» :

κάθε συμφωνία, κοινοποίηση ή κάθε άλλο μέσο ή ενέργεια με παρόμοια αποτελέσματα, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται, τροποποιούνται ή ανανεώνονται στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, που πληροί τους ακόλουθους όρους:

α) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται από ή για λογαριασμό της κυβέρνησης ή της φορολογικής αρχής κράτους μέλους ή των εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεών του, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ασχέτως αν χρησιμοποιείται πράγματι·

β) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων, και την οποία το εν λόγω πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων έχει δικαίωμα να επικαλεστεί·

γ) αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή νομοθετικής ή διοικητικής διάταξης σχετικά με τη διαχείριση ή επιβολή των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τους φόρους του κράτους μέλους ή των εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεών του, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης·

δ) αφορά διασυνοριακή συναλλαγή ή το ερώτημα εάν οι δραστηριότητες που ασκούνται από πρόσωπο σε άλλη δικαιοδοσία δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση· και

ε) εκδίδεται πριν από τις συναλλαγές ή τις δραστηριότητες σε άλλη δικαιοδοσία οι οποίες ενδέχεται να δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση ή πριν από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης για την περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν η συναλλαγή ή η σειρά συναλλαγών ή οι δραστηριότητες.

Η διασυνοριακή συναλλαγή μπορεί να περιλαμβάνει, χωρίς να περιορίζεται σε αυτές, την πραγματοποίηση επενδύσεων, την παροχή αγαθών, υπηρεσιών, τη χρηματοδότηση ή τη χρησιμοποίηση υλικών ή άυλων περιουσιακών στοιχείων και δεν εμπλέκει κατ' ανάγκην άμεσα το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση·

15.

«εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης» :

κάθε συμφωνία, κοινοποίηση ή κάθε άλλο μέσο ή ενέργεια με παρόμοια αποτελέσματα, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται, τροποποιούνται ή ανανεώνονται στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, που πληροί τους ακόλουθους όρους:

α) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται από ή για λογαριασμό της κυβέρνησης ή της φορολογικής αρχής ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεών του, καθώς και των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ασχέτως αν χρησιμοποιείται πράγματι·

β) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ·ομάδα προσώπων, και την οποία το εν λόγω πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων έχει δικαίωμα να επικαλεστεί· και

γ) καθορίζει πριν από τις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, ένα σύνολο κατάλληλων κριτηρίων για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης των εν λόγω συναλλαγών ή καθορίζει την κατανομή των κερδών σε μια μόνιμη εγκατάσταση.

Οι επιχειρήσεις είναι συνδεδεμένες επιχειρήσεις, όταν μια επιχείρηση συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο της άλλης επιχείρησης ή τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο των επιχειρήσεων.

Οι τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών είναι εκείνες με τις οποίες μια επιχείρηση μεταβιβάζει υλικά αγαθά και άυλα περιουσιακά στοιχεία ή παρέχει υπηρεσίες σε συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις, και η «ενδοομιλική τιμολόγηση» πρέπει να ερμηνεύεται αναλόγως·

16.

Για τους σκοπούς του σημείου 14), ως «διασυνοριακή συναλλαγή» νοείται μια συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών όπου :

α) δεν έχουν όλα τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών τη φορολογική κατοικία τους στο κράτος μέλος που εκδίδει, τροποποιεί ή ανανεώνει την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση·

β) ένα από τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών έχει τη φορολογική κατοικία του ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες· ή

γ) ένα από τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών ασκεί τις δραστηριότητές του σε άλλη δικαιοδοσία μέσω μόνιμης εγκατάστασης και η συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών αποτελεί μέρος ή το σύνολο της δραστηριότητας της μόνιμης εγκατάστασης. Μια διασυνοριακή συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών περιλαμβάνει επίσης μέτρα που λαμβάνονται από ένα πρόσωπο όσον αφορά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες σε άλλη δικαιοδοσία τις οποίες το πρόσωπο αυτό ασκεί μέσω μόνιμης εγκατάστασης· ή

δ) συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών η οποία έχει διασυνοριακές επιπτώσεις.

Για τους σκοπούς του σημείου 15), ως «διασυνοριακή συναλλαγή» νοείται μια συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών στην οποία συμμετέχουν συνδεδεμένες επιχειρήσεις που δεν έχουν όλες τη φορολογική κατοικία τους στο έδαφος μιας μοναδικής δικαιοδοσίας ή όταν η συναλλαγή ή η σειρά συναλλαγών έχει διασυνοριακές επιπτώσεις·

17.

: Για τους σκοπούς των σημείων 15) και 16), ως «επιχείρηση» νοείται κάθε μορφή άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

▼B

Άρθρο 4

Οργάνωση

1.  Το αργότερο ένα μήνα μετά την 11η Μαρτίου 2011, κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή για την αρμόδια αρχή του για τους σκοπούς της οδηγίας και ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή για κάθε σχετική μεταβολή.

Η Επιτροπή κοινοποιεί τις διαθέσιμες πληροφορίες στα άλλα κράτη μέλη και δημοσιεύει κατάλογο των αρχών των Κρατών μελών στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.  Η αρμόδια αρχή ορίζει μια μοναδική κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης. Η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τη σχετική ενημέρωση της Επιτροπής και των άλλων κρατών μελών.

Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης μπορεί επίσης να ορίζεται ως αρμόδια για τις επαφές με την Επιτροπή. Η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τη σχετική ενημέρωση της Επιτροπής.

3.  Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους δύναται να ορίζει τμήματα διασύνδεσης, με τις αρμοδιότητες που χορηγούνται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πολιτική κάθε κράτους μέλους. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης είναι υπεύθυνη για την ενημέρωση του καταλόγου των τμημάτων διασύνδεσης και για τη διάθεσή του στις κεντρικές υπηρεσίες διασύνδεσης των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών και στην Επιτροπή.

4.  Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους δύναται να ορίζει αρμόδιους υπαλλήλους. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης είναι υπεύθυνη για την ενημέρωση του καταλόγου των αρμόδιων υπαλλήλων και για και τη διάθεσή του στις κεντρικές υπηρεσίες διασύνδεσης των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών και στην Επιτροπή.

5.  Εν πάση περιπτώσει, οι υπάλληλοι οι οποίοι συμμετέχουν στη διοικητική συνεργασία βάσει της παρούσας οδηγίας θεωρούνται αρμόδιοι υπάλληλοι για τον σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις τις οποίες θεσπίζουν οι αρμόδιες αρχές.

6.  Όταν ένα τμήμα διασύνδεσης ή ένας αρμόδιος υπάλληλος αποστέλλει ή παραλαμβάνει αίτημα ή απάντηση σε αίτημα συνεργασίας, ενημερώνει την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του οικείου κράτους μέλους βάσει των διαδικασιών τις οποίες ορίζει το εν λόγω κράτος-μέλος.

7.  Όταν ένα τμήμα διασύνδεσης ή ένας αρμόδιος υπάλληλος παραλαμβάνει αίτημα συνεργασίας που συνεπάγεται δράση εκτός της αρμοδιότητας που του έχει χορηγηθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πολιτική του οικείου κράτους μέλους, διαβιβάζει αμελλητί το αίτημα αυτό στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του οικείου κράτους μέλους και ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρχή. Στην περίπτωση αυτή, το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 7 αρχίζει από την επόμενη ημέρα της διαβίβασης του αιτήματος συνεργασίας στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ



ΤΜΗΜΑ I

Ανταλλαγή πληροφοριών κατόπιν αιτήματοσ

Άρθρο 5

Διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών κατόπιν αιτήματος

Κατόπιν αιτήματος της αιτούσας αρχής, η λαμβάνουσα αρχή κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή οιαδήποτε πληροφορία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 που διαθέτει ή που περιέρχεται σε αυτήν ως αποτέλεσμα διοικητικών ερευνών.

Άρθρο 6

Διοικητικές έρευνες

1.  Η λαμβάνουσα αρχή μεριμνά για τη διεξαγωγή των τυχόν διοικητικών ερευνών οι οποίες απαιτούνται για τη συγκέντρωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 5.

2.  Το αίτημα το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 5 μπορεί να περιλαμβάνει αιτιολογημένο αίτημα για τη διενέργεια συγκεκριμένης διοικητικής έρευνας. Εάν η λαμβάνουσα αρχή θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαία η διενέργεια διοικητικής έρευνας, αιτιολογεί αμέσως την άποψη αυτή στην αιτούσα αρχή.

3.  Προκειμένου να συγκεντρώσει τις αιτούμενες πληροφορίες ή να διεξαγάγει την αιτούμενη διοικητική έρευνα, η αρχή-αποδέκτης ακολουθεί τις ίδιες διαδικασίες όπως όταν ενεργεί με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος άλλης αρχής η οποία έχει την έδρα της στο οικείο κράτος-μέλος.

4.  Σε περίπτωση συγκεκριμένου αιτήματος από την αιτούσα αρχή, η λαμβάνουσα αρχή κοινοποιεί τα πρωτότυπα έγγραφα εφόσον αυτό δεν είναι αντίθετο προς τις διατάξεις οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος της λαμβάνουσας αρχής.

Άρθρο 7

Προθεσμίες

1.  Η λαμβάνουσα αρχή παρέχει τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 5 το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος.

Ωστόσο, όταν η λαμβάνουσα αρχή διαθέτει ήδη τις πληροφορίες αυτές, οι πληροφορίες διαβιβάζονται εντός δύο μηνών από την ημερομηνία αυτήν.

2.  Σε συγκεκριμένες ειδικές περιπτώσεις, η λαμβάνουσα αρχή και η αιτούσα αρχή μπορούν να συμφωνούν προθεσμίες διαφορετικές από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

3.  Η λαμβάνουσα αρχή επιβεβαιώνει στην αιτούσα αρχή την παραλαβή του αιτήματος αμέσως και εν πάση περιπτώσει το αργότερο εντός επτά εργάσιμων ημερών μετά την παραλαβή, ει δυνατόν με ηλεκτρονικά μέσα.

4.  Η λαμβάνουσα αρχή κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή τυχόν ελλείψεις του αιτήματος και την ανάγκη συμπληρωματικών βασικών πληροφοριών, εντός ενός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος. Στην περίπτωση αυτήν, οι προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 αρχίζουν την επομένη της παραλαβής των απαιτούμενων συμπληρωματικών πληροφοριών από τη λαμβάνουσα αρχή.

5.  Όταν η λαμβάνουσα αρχή δεν είναι σε θέση να απαντήσει στο αίτημα εμπροθέσμως, ενημερώνει την αιτούσα αρχή αμέσως και εν πάση περιπτώσει εντός τριών μηνών από την παραλαβή του αιτήματος για τους λόγους της καθυστερημένης απάντησης και για την ημερομηνία έως την οποία θεωρεί ότι ενδεχομένως θα είναι σε θέση να απαντήσει.

6.  Όταν η λαμβάνουσα αρχή δεν διαθέτει τις ζητούμενες πληροφορίες και δεν είναι σε θέση να απαντήσει στο αίτημα παροχής πληροφοριών ή αρνείται να απαντήσει για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 17, ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή για τους λόγους, και εν πάση περιπτώσει εντός ενός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος.



ΤΜΗΜΑ II

Υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών

Άρθρο 8

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών

1.  Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή κάθε τυχόν άλλου κράτους μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή, διαθέσιμες πληροφορίες που αφορούν φορολογικές περιόδους από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εξής σχετικά με άτομα που κατοικούν σε αυτό το άλλο κράτος-μέλος, όσον αφορά τις ακόλουθες συγκεκριμένες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου όπως αυτές ορίζονται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες:

α) εισόδημα από απασχόληση·

β) αμοιβές διοικητικών στελεχών·

γ) προϊόντα ασφάλειας ζωής που δεν καλύπτονται από άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα παρόμοια μέτρα·

δ) συντάξεις·

ε) κυριότητα ακίνητης περιουσίας και εισόδημα από αυτήν.

2.  Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις κατηγορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 και ως προς τις οποίες διαθέτουν πληροφορίες. Γνωστοποιούν στην Επιτροπή οποιεσδήποτε μεταγενέστερες μεταβολές.

▼M1

3.  Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να δηλώνει στην αρμόδια αρχή οιουδήποτε άλλου κράτους μέλους ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει πληροφορίες για μία ή μερικές από τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

Ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1, εάν δεν ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με οιαδήποτε μεμονωμένη κατηγορία για την οποία διαθέτει πληροφορίες.

▼M1

3α.  Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να απαιτεί από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά του Ιδρύματα να εφαρμόζουν την υποβολή στοιχείων και τους κανόνες δέουσας επιμέλειας που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I και ΙΙ και να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και σύμφωνη εφαρμογή αυτών των κανόνων βάσει του τμήματος IX του παραρτήματος I.

Δυνάμει των εφαρμοστέων κανόνων υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που περιέχονται στα παραρτήματα I και ΙΙ, η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή οιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 6, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τις φορολογικές περιόδους από την 1η Ιανουαρίου 2016 και εξής όσον αφορά έναν Δηλωτέο Λογαριασμό:

α) το όνομα, τη διεύθυνση, τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης (στην περίπτωση φυσικού προσώπου) κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και, στην περίπτωση οντότητας η οποία είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και για την οποία, κατόπιν εφαρμογής κανόνων δέουσας επιμέλειας σύμφωνων προς τα παραρτήματα, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον/τους ΑΦΜ της οντότητας, καθώς και το όνομα, τη διεύθυνση, τον/τους αριθμό/ούς φορολογικού μητρώου και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Προσώπου·

β) τον αριθμό λογαριασμού (ή το λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού)·

γ) την επωνυμία και τον αριθμό ταυτοποίησης (εάν υπάρχει) του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος·

δ) το υπόλοιπο ή την αξία του λογαριασμού (συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση του Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή του Συμβολαίου Προσόδων, της αξίας εξαγοράς κατά τη λήξη ή της τιμής εξαγοράς σε περίπτωση πρόωρης λύσης του συμβολαίου) στο τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων, ή το κλείσιμο του λογαριασμού, εάν ο λογαριασμός έκλεισε κατά τη διάρκεια αυτού του έτους ή αυτής της περιόδου·

ε) σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής:

i) το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων και το συνολικό ακαθάριστο ποσό λοιπών εισοδημάτων που προέκυψαν σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό (ή σε σχέση με τον λογαριασμό) κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων και

ii) τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων για τα οποία το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ενήργησε ως θεματοφύλακας, μεσάζων, εντολοδόχος ή άλλως ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του Δικαιούχου Λογαριασμού·

στ) στην περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων και

ζ) σε περίπτωση λογαριασμού που δεν περιγράφεται στα στοιχεία ε) ή στ), το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον Δικαιούχο Λογαριασμού σε σχέση με τον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων, ως προς το οποίο το δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα είναι οφειλέτης ή χρεώστης, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού ποσού τυχόν πληρωμών εξόφλησης προς τον Δικαιούχο Λογαριασμού κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων.

Για την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο ή στα παραρτήματα, το ποσό και ο χαρακτηρισμός των πληρωμών που πραγματοποιούνται σε σχέση με Δηλωτέο Λογαριασμό καθορίζονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες.

Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου υπερισχύουν του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 ή κάθε άλλης ενωσιακής νομικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου ( 1 ), στον βαθμό που η σχετική ανταλλαγή πληροφοριών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 ή άλλης ενωσιακής νομικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2003/48/ΕΚ.

▼M2 —————

▼M1

6.  Η κοινοποίηση πληροφοριών πραγματοποιείται ως ακολούθως:

α) όσον αφορά τις κατηγορίες που ορίζονται στην παράγραφο 1, κοινοποιούνται τουλάχιστον άπαξ του έτους, εντός έξι μηνών από το τέλος του φορολογικού έτους του κράτους μέλους κατά τη διάρκεια του οποίου κατέστησαν διαθέσιμες·

β) όσον αφορά τις κατηγορίες που ορίζονται στην παράγραφο 3α, κοινοποιούνται ετησίως, εντός εννέα μηνών από το τέλος του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων που αφορούν οι πληροφορίες.

▼B

7.  Η Επιτροπή θεσπίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών, με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2, πριν από τις ημερομηνίες που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1.

▼M1

7α.  Για τους σκοπούς του τμήματος VIII ενότητα B παράγραφος 1 στοιχείο γ) και ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο ζ) του παραρτήματος I, κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή έως την 31η Ιουλίου 2015 τον κατάλογο οντοτήτων και λογαριασμών που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί, αντιστοίχως. Επίσης, κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με οιαδήποτε αλλαγή αυτών των στοιχείων. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον κατάλογο ως καταρτίζεται βάσει των ληφθεισών πληροφοριών, τον οποίο και επικαιροποιεί κατά το δέον.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα είδη των Μη Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων και των Εξαιρούμενων Λογαριασμών πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο τμήμα VIII ενότητα B παράγραφος 1 στοιχείο γ) και ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο ζ) του παραρτήματος I και ιδιαίτερα ότι το καθεστώς ενός Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ως Μη Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή το καθεστώς ενός λογαριασμού ως Εξαιρούμενου Λογαριασμού δεν παρακωλύει την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας.

▼B

8.  Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη συμφωνήσουν για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με πρόσθετες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που συνάπτουν με άλλα κράτη μέλη, κοινοποιούν τις συμφωνίες αυτές στην Επιτροπή η οποία τις θέτει στη διάθεση όλων των άλλων κρατών μελών.

▼M2

Άρθρο 8α

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης

1.  Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους στο οποίο εκδόθηκε, τροποποιήθηκε ή ανανεώθηκε μια εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2016 κοινοποιεί, με αυτόματη ανταλλαγή, συναφείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών καθώς και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 21.

2.  Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους κοινοποιεί επίσης, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 21, στις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών καθώς και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, πληροφορίες σχετικά με τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης που εκδόθηκαν, τροποποιήθηκαν ή ανανεώθηκαν εντός περιόδου η οποία άρχισε πέντε έτη πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017.

Σε περίπτωση που έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες τιμολόγησης μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2012 και 31ης Δεκεμβρίου 2013, αυτή η κοινοποίηση πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2014.

Σε περίπτωση που έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες τιμολόγησης μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2014 και 31ης Δεκεμβρίου 2016, αυτή η κοινοποίηση πραγματοποιείται ανεξάρτητα από το εάν εξακολουθούν να ισχύουν.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από την προβλεπόμενη στην παρούσα παράγραφο υποχρέωση κοινοποίησης, τις πληροφορίες σχετικά με τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης που έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί πριν την 1η Απριλίου 2016 για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων, εξαιρουμένων εκείνων που ασκούν κυρίως χρηματοπιστωτικές ή επενδυτικές δραστηριότητες, με ετήσιο καθαρό κύκλο εργασιών σε επίπεδο ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 5) της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ), που δεν υπερβαίνει τα 40 000 000 EUR (ή το αντίστοιχο ποσό σε άλλο νόμισμα) κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης, τροποποίησης ή ανανέωσης των εν λόγω αποφάσεων και συμφωνιών.

3.  Οι διμερείς ή πολυμερείς εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης με τρίτες χώρες εξαιρούνται από το πεδίο της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών βάσει του παρόντος άρθρου σε περίπτωση που η διεθνής φορολογική συμφωνία, βάσει της οποίας έγινε η διαπραγμάτευση της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, δεν επιτρέπει την κοινοποίησή της σε τρίτους. Ανταλλαγή των ανωτέρω διμερών ή πολυμερών εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης θα γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 9, εφόσον επιτρέπεται η κοινοποίησή τους σύμφωνα με τη διεθνή φορολογική συμφωνία, βάσει της οποίας έγινε η διαπραγμάτευσή τους, και η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας εγκρίνει την κοινοποίηση των πληροφοριών.

Ωστόσο, σε περίπτωση εξαίρεσης των διμερών ή πολυμερών εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης από την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, ανταλλάσσονται, αντ' αυτών, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες που προσδιορίζονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου οι οποίες αναφέρονται στο αίτημα που οδήγησε στην έκδοση των ανωτέρω συμφωνιών.

4.  Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν ισχύουν σε περίπτωση που η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση αφορά και περιλαμβάνει αποκλειστικά τις φορολογικές υποθέσεις ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων.

5.  Η ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιείται ως ακολούθως:

α) όσον αφορά τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την παράγραφο 1: εντός τριμήνου από το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο οι εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις ή οι εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί·

β) όσον αφορά τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την παράγραφο 2: πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018.

6.  Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται από ένα κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 1 και 2 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) τα στοιχεία αναγνώρισης του προσώπου, πλην φυσικού προσώπου, και, κατά περίπτωση, της ομάδας προσώπων στην οποία ανήκει·

β) σύνοψη του περιεχομένου της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, περιλαμβανομένης περιγραφής των σχετικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή συναλλαγών ή σειράς συναλλαγών υπό γενικούς όρους, χωρίς να αποκαλύπτεται εμπορικό, βιομηχανικό ή επαγγελματικό απόρρητο, εμπορική διαδικασία ή πληροφορία της οποίας η κοινοποίηση αντιβαίνει στη δημόσια τάξη·

γ) τις ημερομηνίες έκδοσης, τροποποίησης ή ανανέωσης της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης·

δ) την ημερομηνία έναρξης της περιόδου ισχύος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, αν προσδιορίζεται·

ε) την ημερομηνία λήξης της περιόδου ισχύος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, αν προσδιορίζεται·

στ) το είδος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης·

ζ) το ποσό της συναλλαγής ή της σειράς συναλλαγών της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, εφόσον το ποσό αυτό αναφέρεται στην ανωτέρω σχετική απόφαση ή συμφωνία·

η) την περιγραφή του συνόλου των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης ή της ίδιας της τιμής των ενδοομιλικών συναλλαγών στην περίπτωση εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης·

θ) τον προσδιορισμό της μεθόδου που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης ή της ίδιας της τιμής των ενδοομιλικών συναλλαγών στην περίπτωση εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης·

ι) τον προσδιορισμό των άλλων κρατών μελών, εφόσον υπάρχουν, τα οποία είναι πιθανό να αφορά η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή η εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης·

ια) τα στοιχεία αναγνώρισης οιουδήποτε προσώπου, πλην φυσικού προσώπου, στα άλλα κράτη μέλη που είναι πιθανό να θίγεται από την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή την εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης (αναφέροντας το κράτος μέλος με το οποίο συνδέονται τα θιγόμενα πρόσωπα)· και

ιβ) την ένδειξη για το αν η πληροφορία που κοινοποιείται βασίζεται στην ίδια την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης ή στο αίτημα που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

7.  Προς διευκόλυνση της ανταλλαγής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή θεσπίζει τα πρακτικά μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την τυποποίηση της κοινοποίησης των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, στο πλαίσιο της διαδικασίας για την κατάρτιση του τυποποιημένου εντύπου που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 5.

8.  Οι πληροφορίες που ορίζονται στα στοιχεία α), β), η) και ια) της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου δεν κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

9.  Η αρμόδια αρχή των οικείων κρατών μελών, τα οποία προσδιορίζονται δυνάμει της παραγράφου 6 στοιχείο ι), επιβεβαιώνει, ει δυνατόν με ηλεκτρονικά μέσα, αμέσως και οπωσδήποτε το αργότερο εντός επτά εργάσιμων ημερών, τη λήψη των πληροφοριών στην αρμόδια αρχή που της διαβίβασε τις πληροφορίες. Το μέτρο αυτό εφαρμόζεται μέχρις ότου τεθεί σε λειτουργία το ευρετήριο που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 5.

10.  Τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 5, και λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 21 παράγραφος 4, να ζητήσουν πρόσθετες πληροφορίες, μεταξύ των οποίων και το πλήρες κείμενο της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης.

▼M3

Άρθρο 8αα

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά την έκθεση ανά χώρα

1.  Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να απαιτεί από την Τελική Μητρική Οντότητα ενός Ομίλου ΠΕ που έχει τη φορολογική του κατοικία στο έδαφός του ή από οποιαδήποτε άλλη Αναφέρουσα Οντότητα, σύμφωνα με το παράρτημα III τμήμα II, να υποβάλει έκθεση ανά χώρα όσον αφορά το οικείο Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων εντός 12 μηνών από την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του Ομίλου ΠΕ, σύμφωνα με το παράρτημα III τμήμα II.

2.  Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους όπου παρελήφθη η έκθεση ανά χώρα σύμφωνα με την παράγραφο 1 κοινοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 4, την έκθεση ανά χώρα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος στο οποίο, με βάση τις πληροφορίες της έκθεσης ανά χώρα, μία ή περισσότερες Συνιστώσες Οντότητες του Ομίλου ΠΕ της Αναφέρουσας Οντότητας είτε έχουν τη φορολογική κατοικία τους ή υπόκεινται σε φόρο όσον αφορά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται μέσω μόνιμης εγκατάστασης.

3.  Η έκθεση ανά χώρα περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον Όμιλο ΠΕ:

α) συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με το ποσό των εσόδων, τα κέρδη (ζημίες) προ φόρου εισοδήματος, τον καταβληθέντα φόρο εισοδήματος, τον οφειλόμενο φόρο εισοδήματος, το μετοχικό κεφάλαιο, τα συσσωρευμένα κέρδη, τον αριθμό των εργαζομένων και τα υλικά περιουσιακά στοιχεία εκτός των ταμειακών διαθεσίμων ή ταμειακών ισοδυνάμων, όσον αφορά κάθε περιοχή δικαιοδοσίας στην οποία δραστηριοποιείται ο Όμιλος ΠΕ·

β) έγγραφο ταυτοποίησης κάθε Συνιστώσας Οντότητας του Ομίλου ΠΕ, με το οποίο καθορίζεται η περιοχή δικαιοδοσίας στην οποία έχει τη φορολογική της κατοικία η εν λόγω Συνιστώσα Οντότητα και, σε περίπτωση που διαφέρει από αυτήν την περιοχή δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας, η περιοχή δικαιοδοσίας δυνάμει της νομοθεσίας της οποίας οργανώνεται η εν λόγω Συνιστώσα Οντότητα, καθώς και η φύση της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εν λόγω Συνιστώσας Οντότητας.

4.  Η κοινοποίηση πραγματοποιείται εντός 15 μηνών από την τελευταία ημέρα του φορολογικού έτους του Ομίλου ΠΕ στον οποίο αναφέρεται η έκθεση ανά χώρα. Η πρώτη έκθεση ανά χώρα κοινοποιείται για το φορολογικό έτος του Ομίλου ΠΕ που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 ή μετά την ημερομηνία αυτή, και πραγματοποιείται εντός 18 μηνών από την τελευταία ημέρα του εν λόγω φορολογικού έτους.

▼M2

Άρθρο 8β

Στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις αυτόματες ανταλλαγές

1.  Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή σε ετήσια βάση στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον όγκο των αυτόματων ανταλλαγών σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 8α και, στο μέτρο του δυνατού, πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές και άλλες συναφείς δαπάνες και οφέλη που συνδέονται με τις πραγματοποιηθείσες ανταλλαγές καθώς και οποιεσδήποτε ενδεχόμενες μεταβολές, τόσο για τις φορολογικές διοικήσεις όσο και για τρίτους.

2.  Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2019, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση η οποία περιλαμβάνει επισκόπηση και αξιολόγηση των στατιστικών στοιχείων και των πληροφοριών που έχουν ληφθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, για θέματα όπως οι διοικητικές και λοιπές σχετικές δαπάνες για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών και τα οφέλη από αυτήν, καθώς και οι σχετικές πρακτικές πτυχές. Εάν κριθεί αναγκαίο, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση προς το Συμβούλιο όσον αφορά τις κατηγορίες και τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της προϋπόθεσης να υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες που αφορούν άτομα που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη, ή όσον αφορά τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3α ή και τα δύο.

Το Συμβούλιο, όταν εξετάζει πρόταση της Επιτροπής, εκτιμά την περαιτέρω ενίσχυση της αποδοτικότητας και της λειτουργίας της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και την καθιέρωση υψηλότερων σχετικών προδιαγραφών, ώστε να προβλέπεται ότι:

α) η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή οιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή, πληροφορίες που αφορούν φορολογικές περιόδους από την 1η Ιανουαρίου 2019 και εξής σχετικά με άτομα που κατοικούν σε αυτό το άλλο κράτος μέλος, όσον αφορά όλες τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου του άρθρου 8 παράγραφος 1, όπως αυτές ορίζονται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες·

β) οι κατάλογοι των κατηγοριών και των στοιχείων που ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 3α επεκτείνονται προκειμένου να συμπεριλάβουν επιπλέον κατηγορίες και στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών για δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.

▼B



ΤΜΗΜΑ III

Αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών

Άρθρο 9

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις της αυθόρμητης ανταλλαγής πληροφοριών

1.  Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πληροφορίες στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:

α) η αρμοδία αρχή ενός κράτους μέλους έχει λόγους να υποθέτει ότι στο άλλο κράτος μέλος υφίσταται διαφυγή φόρων·

β) ένας φορολογούμενος επιτυγχάνει σε ένα κράτος-μέλος μείωση ή απαλλαγή φόρου, η οποία συνεπάγεται γι’ αυτόν αύξηση φόρου ή υπαγωγή του σε φόρο στο άλλο κράτος μέλος·

γ) επιχειρηματικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται, μεταξύ ενός προσώπου υποκείμενου στον φόρο ενός κράτους μέλους και ενός προσώπου υποκείμενου στον φόρο ενός άλλου κράτους μέλους, σε μία ή περισσότερες άλλες χώρες, κατά τέτοιον τρόπο που ενδέχεται να συνεπάγονται μείωση φόρου στο ένα ή στο άλλο κράτος μέλος ή και στα δύο·

δ) η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους έχει λόγους να υποθέτει ότι υφίσταται μείωση φόρου, η οποία προκύπτει από εικονικές μεταφορές κερδών εντός ομάδων επιχειρήσεων·

ε) από πληροφορίες που διαβίβασε σε ένα κράτος μέλος η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους συνάγονται πληροφορίες που ενδέχεται να έχουν σημασία για την αξιολόγηση της επιβολής φόρου στο δεύτερο κράτος μέλος.

2.  Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να κοινοποιούν αυθορμήτως στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών κάθε πληροφορία την οποία γνωρίζουν και η οποία ενδέχεται να είναι χρήσιμη για τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

Άρθρο 10

Προθεσμίες

1.  Η αρμόδια αρχή στην οποία καθίστανται διαθέσιμες οι αναφερόμενες στο άρθρο 9 παράγραφος 1 πληροφορίες, διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου ενδιαφερομένου κράτους μέλους το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο εντός ενός μηνός από τη στιγμή που τις απέκτησε.

2.  Η αρμόδια αρχή στην οποία κοινοποιούνται πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 9 επιβεβαιώνει, ει δυνατόν με ηλεκτρονικά μέσα, αμέσως, και οπωσδήποτε το αργότερο εντός επτά εργάσιμων ημερών, την παραλαβή των πληροφοριών στην αρμόδια αρχή που τις παρέσχε.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ



ΤΜΗΜΑ I

Παρουσία σε διοικητικές υπηρεσίες και συμμετοχή σε διοικητικές έρευνες

Άρθρο 11

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις

1.  Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της αιτούσας αρχής και της λαμβάνουσας αρχής και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που θεσπίζει η τελευταία, υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι από την αιτούσα αρχή δύνανται, για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρεται από το άρθρο 1 παράγραφος 1:

α) να είναι παρόντες στα γραφεία στα οποία εκτελούν τα καθήκοντά τους οι διοικητικές αρχές του Κράτους μέλους της λαμβάνουσας αρχής·

β) να είναι παρόντες κατά τις διοικητικές έρευνες οι οποίες διεξάγονται στο έδαφος του Κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα.

Αν οι ζητούμενες πληροφορίες περιέχονται σε έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι υπάλληλοι της λαμβάνουσας αρχής, αντίγραφα των εν λόγω εγγράφων παρέχονται στους υπαλλήλους της αιτούσας αρχής.

2.  Εφόσον αυτό επιτρέπεται δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους της λαμβάνουσας αρχής, η συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να προβλέπει ότι, στην περίπτωση που υπάλληλοι της αιτούσας αρχής είναι παρόντες κατά τις διοικητικές έρευνες, δύνανται να διεξάγουν συνέντευξη με άτομα και να εξετάζουν τους φακέλους.

Η άρνηση του προσώπου που αποτελεί αντικείμενο έρευνας να συμμορφωθεί προς τα μέτρα ελέγχου των υπαλλήλων της αιτούσας αρχής αντιμετωπίζεται από τη λαμβάνουσα αρχή ως άρνηση κατά των δικών της υπαλλήλων.

3.  Οι υπάλληλοι που έχουν εξουσιοδοτηθεί από το αιτούν κράτος-μέλος να είναι παρόντες σε ένα άλλο κράτος-μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να επιδείξουν γραπτή εξουσιοδότηση, στην οποία να αναφέρονται η ταυτότητά τους και τα επίσημα καθήκοντά τους.



ΤΜΗΜΑ II

Ταυτόχρονοι έλεγχοι

Άρθρο 12

Ταυτόχρονοι έλεγχοι

1.  Όταν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη συμφωνούν να åδιενεργήσουν ταυτόχρονους ελέγχους στο έδαφός τους, με αντικείμενο ένα ή περισσότερα πρόσωπα κοινού ή συμπληρωματικού ενδιαφέροντος για τα εν λόγω κράτη μέλη, με σκοπό την ανταλλαγή των πληροφοριών που συγκεντρώνουν από τους ελέγχους αυτούς, ισχύουν οι παράγραφοι 2, 3 και 4.

2.  Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους προσδιορίζει ανεξάρτητα τα πρόσωπα τα οποία προτίθεται να προτείνει για ταυτόχρονο έλεγχο. Ειδοποιεί την αρμόδια αρχή του άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους για τυχόν περιπτώσεις για τις οποίες προτείνει τη διενέργεια ταυτόχρονου ελέγχου, παραθέτοντας τους λόγους της επιλογής της.

Καθορίζει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα διεξαχθούν οι εν λόγω έλεγχοι.

3.  Η αρμόδια αρχή κάθε ενδιαφερόμενου κράτους μέλους αποφασίζει αν επιθυμεί να λάβει μέρος σε ταυτόχρονους ελέγχους. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους επιβεβαιώνει στην αρχή η οποία πρότεινε τη διεξαγωγή ταυτόχρονου ελέγχου τη συμφωνία της ή της ανακοινώνει την αιτιολογημένη άρνησή της.

4.  Η αρμόδια αρχή κάθε ενδιαφερομένου κράτους μέλους ορίζει αντιπρόσωπο υπεύθυνο για την επίβλεψη και το συντονισμό του ελέγχου.



ΤΜΗΜΑ III

Διοικητική κοινοποίηση

Άρθρο 13

Αίτημα κοινοποίησης

1.  Κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής ενός κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους κοινοποιεί στον παραλήπτη, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την κοινοποίηση παρόμοιων πράξεων στο κράτος-μέλος προς το οποίο υποβάλλεται το αίτημα, όλες τις πράξεις και αποφάσεις που προέρχονται από τις διοικητικές αρχές του αιτούντος κράτους μέλους και αφορούν στην εφαρμογή στο έδαφός του της νομοθεσίας περί φορολογίας που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

2.  Τα αιτήματα κοινοποίησης περιλαμβάνουν το αντικείμενο της προς κοινοποίηση πράξης ή απόφασης και διευκρινίζουν το όνομα και τη διεύθυνση του παραλήπτη, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία χρήσιμη για την εξακρίβωση της ταυτότητάς του.

3.  Η λαμβάνουσα αρχή ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή για τη συνέχεια που δίδει στο αίτημα κοινοποίησης και, ειδικότερα, για την ημερομηνία κατά την οποία η πράξη ή η απόφαση κοινοποιήθηκε στον παραλήπτη.

4.  Η αιτούσα αρχή υποβάλλει αίτημα κοινοποίησης δυνάμει του παρόντος άρθρου μόνον όταν δεν είναι σε θέση να κοινοποιήσει σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την κοινοποίηση παρόμοιων πράξεων στο αιτούν κράτος-μέλος, ή όταν η κοινοποίηση θα δημιουργούσε δυσανάλογες δυσκολίες. Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να κοινοποιεί κάθε έγγραφο με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά απευθείας σε ένα πρόσωπο εντός της επικράτειας άλλου κράτους μέλους.



ΤΜΗΜΑ IV

Ανατροφοδότηση

Άρθρο 14

Προϋποθέσεις

1.  Όταν μια αρμόδια αρχή παρέχει πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 5 ή 9, μπορεί να ζητεί από την αρμόδια αρχή που τις παρέλαβε να της αποστείλει σχετική ανατροφοδότηση. Σε περίπτωση που ζητείται ανατροφοδότηση η αρμόδια αρχή που παρέλαβε τις σχετικές πληροφορίες αποστέλλει, με την επιφύλαξη των κανόνων φορολογικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, την ανατροφοδότηση προς την αρμόδια αρχή που παρέσχε τις πληροφορίες, το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός τριών μηνών από τη γνωστοποίηση της έκβασης της χρησιμοποίησης των ζητούμενων πληροφοριών. Η Επιτροπή καθορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.

2.  Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προβαίνουν σε αναπληροφόρηση μία φορά κατ’ έτος σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών προς άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, σύμφωνα με πρακτικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί διμερώς.



ΤΜΗΜΑ V

Ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και εμπειριών

Άρθρο 15

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις

1.  Τα κράτη μέλη, μαζί με την Επιτροπή, εξετάζουν και αξιολογούν τη διοικητική συνεργασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και ανταλλάσσουν τις εμπειρίες τους με στόχο τη βελτίωση της εν λόγω συνεργασίας και, κατά περίπτωση, την κατάρτιση κανόνων στα οικεία πεδία.

2.  Τα κράτη μέλη, μαζί με την Επιτροπή, δύνανται να εκπονούν κατευθυντήριες γραμμές για κάθε θέμα που κρίνεται αναγκαίο για την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και εμπειριών.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΟΡΟΙ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 16

Κοινολόγηση πληροφοριών και εγγράφων

1.  Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μεταξύ κρατών μελών υπό οιαδήποτε μορφή δυνάμει της παρούσας οδηγίας καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του υπηρεσιακού απορρήτου και χαίρουν της προστασίας που παρέχεται σε παρόμοιες πληροφορίες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους που τις έλαβε. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή και την επιβολή της εγχώριας νομοθεσίας των κρατών μελών όσον αφορά στη φορολογία, που αναφέρεται στο άρθρο 2.

Οι πληροφορίες αυτές μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση και την επιβολή άλλων φόρων και δασμών που καλύπτονται από το άρθρο 2 της οδηγίας 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2010, περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα ( 3 ), ή για την εκτίμηση και επιβολή υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.

Επιπλέον, οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιούνται σε δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες που ενδέχεται να συνεπάγονται κυρώσεις, οι οποίες κινούνται κατόπιν παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, χωρίς να θίγονται οι γενικοί κανόνες και διατάξεις που διέπουν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων και των μαρτύρων σε τέτοιες διαδικασίες.

2.  Με την άδεια της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που κοινοποιεί πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και μόνον στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής που παραλαμβάνει τις πληροφορίες, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία μπορούν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η άδεια αυτή χορηγείται εάν οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παρόμοιους σκοπούς στο κράτος μέλος της αρμόδιας αρχής που κοινοποιεί τις πληροφορίες.

3.  Όταν η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους θεωρεί ότι οι πληροφορίες τις οποίες έλαβε από την αρμόδια αρχή ενός άλλου κράτους μέλους ενδέχεται να είναι χρήσιμες για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην αρμόδια αρχή τρίτου κράτους μέλους, επιτρέπεται να τις διαβιβάζει σε αυτή την τελευταία, υπό την προϋπόθεση ότι η διαβίβαση αυτή συνάδει προς τους κανόνες και τις διαδικασίες της παρούσας οδηγίας. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης των πληροφοριών για την πρόθεσή της να διαβιβάσει τις πληροφορίες σε τρίτο κράτος μέλος. Το κράτος μέλος προέλευσης των πληροφοριών δύναται να αντιταχθεί στη διαβίβαση εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία παρέλαβε τη σχετική κοινοποίηση από το κράτος-μέλος που επιθυμεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες.

4.  Η άδεια για τη χρησιμοποίηση κατά την παράγραφο 2 πληροφοριών οι οποίες διαβιβάσθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 3 μπορεί να χορηγείται μόνον από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται οι πληροφορίες.

5.  Οι αρμόδιοι φορείς του αιτούντος κράτους μέλους δύνανται να επικαλούνται πληροφορίες, εκθέσεις, δηλώσεις και κάθε άλλο έγγραφο, ή επικυρωμένα γνήσια αντίγραφα ή αποσπάσματά τους που έχουν περιέλθει στη λαμβάνουσα αρχή και κοινολογούνται στην αιτούσα αρχή σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ως αποδεικτικά στοιχεία στην ίδια βάση με παρόμοιες πληροφορίες, εκθέσεις, δηλώσεις και οιαδήποτε άλλα έγγραφα παρέχονται από μια άλλη αρχή του εν λόγω κράτους μέλους.

▼M3

6.  Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μεταξύ κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 8αα χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της αξιολόγησης υψηλών κινδύνων σε σχέση με τις τιμές μεταβίβασης και άλλων κινδύνων σε σχέση με τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μετατόπιση κερδών, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης του κινδύνου μη συμμόρφωσης μελών του Ομίλου ΠΕ με τους εφαρμοστέους κανόνες για τις τιμές μεταβίβασης, και κατά περίπτωση για οικονομικές και στατιστικές αναλύσεις. Οι διορθώσεις των τιμών μεταβίβασης από τις φορολογικές αρχές του κράτους μέλους παραλαβής δεν βασίζονται στις πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 8αα. Παρά τα ανωτέρω, δεν υπάρχει καμία απαγόρευση ως προς τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών που κοινοποιούνται μεταξύ κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 8αα ως βάσης για την πραγματοποίηση περαιτέρω ερευνών όσον αφορά τις ρυθμίσεις του Ομίλου ΠΕ για τις τιμές μεταβίβασης ή όσον αφορά άλλα φορολογικά θέματα στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να γίνουν οι κατάλληλες προσαρμογές στο φορολογητέο εισόδημα μιας Συνιστώσας Οντότητας.

▼B

Άρθρο 17

Όρια

1.  Η λαμβάνουσα αρχή σε ένα κράτος-μέλος παρέχει στην αιτούσα αρχή άλλου κράτους μέλους τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 5 με την προϋπόθεση ότι η αιτούσα αρχή έχει εξαντλήσει τις συνήθεις πηγές πληροφόρησης τις οποίες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για τη συγκέντρωση των ζητούμενων πληροφοριών χωρίς να υπάρχει κίνδυνος διακύβευσης της επίτευξης του στόχου της.

2.  Η παρούσα οδηγία δεν επιβάλλει στο κράτος-μέλος από το οποίο ζητούνται πληροφορίες την υποχρέωση διεξαγωγής ερευνών ή κοινοποίησης πληροφοριών, εάν η διεξαγωγή των ερευνών αυτών ή η συγκέντρωση των ζητούμενων πληροφοριών για ίδιους σκοπούς αντίκειται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους.

3.  Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται ένα αίτημα δύναται να αρνείται τη διαβίβαση πληροφοριών, όταν το αιτούν κράτος-μέλος αδυνατεί, για νομικούς λόγους, να παράσχει παρόμοιες πληροφορίες.

4.  Η άρνηση διαβίβασης πληροφοριών επιτρέπεται σε περίπτωση που θα οδηγούσε στην κοινολόγηση ενός εμπορικού, βιομηχανικού ή επαγγελματικού απορρήτου ή μιας εμπορικής μεθόδου ή μιας πληροφορίας της οποίας η κοινολόγηση θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη.

5.  Η λαμβάνουσα αρχή πληροφορεί την αιτούσα αρχή για τους λόγους που είναι αντίθετη στην ικανοποίηση του αιτήματος παροχής πληροφοριών.

Άρθρο 18

Υποχρεώσεις

1.  Εάν ζητούνται πληροφορίες από ένα κράτος-μέλος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, το κράτος μέλος-αποδέκτης εφαρμόζει τα μέτρα τα οποία διαθέτει για τη συγκέντρωση πληροφοριών, προκειμένου να λάβει τις ζητούμενες πληροφορίες, ακόμη και αν αυτό το κράτος-μέλος δεν χρειάζεται τις πληροφορίες αυτές για δικούς του φορολογικούς σκοπούς. Η υποχρέωση αυτή ισχύει με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 17, η επίκληση των οποίων δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθεί ότι επιτρέπει σε ένα κράτος-μέλος να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών αποκλειστικά και μόνον επειδή το εν λόγω κράτος-μέλος δεν έχει εγχώριο συμφέρον στις πληροφορίες αυτές.

2.  Σε καμία περίπτωση το άρθρο 17 παράγραφοι 2 και 4 δεν θεωρείται ότι επιτρέπει στη λαμβάνουσα αρχή ενός κράτους μέλους να αρνείται την παροχή πληροφοριών αποκλειστικά και μόνον επειδή κάτοχος των πληροφοριών αυτών είναι τράπεζα, άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ή πρόσωπο που ενεργεί υπό την ιδιότητα του πράκτορα ή του διαχειριστή ή επειδή οι πληροφορίες αφορούν ιδιοκτησιακά συμφέροντα προσώπου.

3.  Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 2, ένα κράτος-μέλος δύναται να αρνηθεί τη διαβίβαση της ζητούμενης πληροφορίας όταν η εν λόγω πληροφορία αφορά φορολογικές περιόδους προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 2011 και όταν η διαβίβαση τέτοιας πληροφορίας θα μπορούσε να έχει απορριφθεί βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ εάν είχε ζητηθεί πριν από την 11η Μαρτίου 2011.

Άρθρο 19

Επέκταση της ευρύτερης συνεργασίας που παρέχεται σε τρίτη χώρα

Όταν ένα κράτος μέλος παρέχει προς τρίτη χώρα συνεργασία ευρύτερη από αυτήν που προβλέπει η παρούσα οδηγία, δεν μπορεί να αρνηθεί την παροχή εξίσου ευρείας συνεργασίας προς οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος που επιθυμεί να συμμετάσχει στην ευρύτερη αυτή αμοιβαία συνεργασία με το εν λόγω κράτος μέλος.

Άρθρο 20

Τυποποιημένα έντυπα και ηλεκτρονικοί μορφότυποι

1.  Τα αιτήματα παροχής πληροφοριών και διεξαγωγής διοικητικών ερευνών σύμφωνα με το άρθρο 5 και οι απαντήσεις τους, η αποδοχή τους, το αίτημα συμπληρωματικών βασικών πληροφοριών, η αδυναμία ή η άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος σύμφωνα με το άρθρο 7, αποστέλλονται, ει δυνατόν, με χρήση τυποποιημένου εντύπου το οποίο εγκρίνει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.

Τα τυποποιημένα έντυπα μπορούν να συνοδεύονται από εκθέσεις, δηλώσεις και κάθε άλλο έγγραφο ή επικυρωμένα γνήσια αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών.

2.  Το τυποποιημένο έντυπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες, τις οποίες πρέπει να παρέχει η αιτούσα αρχή:

α) τα στοιχεία ταυτότητος του προσώπου που αποτελεί αντικείμενο εξέτασης ή έρευνας·

β) τους φορολογικούς λόγους για τους οποίους ζητούνται οι πληροφορίες.

Η αιτούσα αρχή δύναται, στο βαθμό που γνωρίζει και σύμφωνα με τις διεθνείς εξελίξεις, να παρέχει το όνομα και τη διεύθυνση κάθε προσώπου που εικάζεται ότι έχει στην κατοχή του τις αιτούμενες πληροφορίες, καθώς και κάθε στοιχείο που μπορεί να διευκολύνει τη συλλογή των πληροφοριών από τη λαμβάνουσα αρχή.

3.  Οι αυθόρμητα παρεχόμενες πληροφορίες και η αποδοχή τους σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10, αντίστοιχα, τα αιτήματα διοικητικών κοινοποιήσεων σύμφωνα με το άρθρο 13 και οι πληροφορίες ανατροφοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 14 αποστέλλονται με χρήση του τυποποιημένου εντύπου που εγκρίνει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.

▼M1

4.  Οι αυτόματες ανταλλαγές πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 8 αποστέλλονται χρησιμοποιώντας τυποποιημένο ηλεκτρονικό μορφότυπο με στόχο τη διευκόλυνση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και με βάση τον ισχύοντα ηλεκτρονικό μορφότυπο κατ' εφαρμογή του άρθρου 9 της οδηγίας 2003/48/ΕΚ, ο οποίος πρέπει να χρησιμοποιείται για όλους τους τύπους αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και ο οποίος εγκρίνεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.

▼M2

5.  Η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει τυποποιημένο έντυπο, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2 πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017. Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 8α διενεργείται με τη χρήση του εν λόγω εντύπου. Το εν λόγω τυποποιημένο έντυπο περιλαμβάνει μόνον τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 8α παράγραφος 6 για την ανταλλαγή των πληροφοριών και κάποια άλλα πεδία που συνδέονται με αυτά τα στοιχεία και απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 8α.

Οι γλωσσικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να κοινοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8α σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας της Ένωσης. Ωστόσο, οι γλωσσικές αυτές ρυθμίσεις μπορούν να προβλέπουν ότι τα βασικά στοιχεία των εν λόγω πληροφοριών αποστέλλονται επίσης και σε κάποια άλλη επίσημη γλώσσα και γλώσσα εργασίας της Ένωσης.

▼M3

6.  Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την έκθεση ανά χώρα σύμφωνα με το άρθρο 8αα πραγματοποιείται μέσω του τυποποιημένου εντύπου που προβλέπεται στο παράρτημα III τμήμα III πίνακες 1, 2 και 3. Η Επιτροπή εγκρίνει, με εκτελεστικές πράξεις, τις γλωσσικές ρυθμίσεις για την εν λόγω ανταλλαγή έως την 31η Δεκεμβρίου 2016. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να κοινοποιούν πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8αα σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας της Ένωσης. Ωστόσο, οι εν λόγω γλωσσικές ρυθμίσεις είναι δυνατό να προβλέπουν ότι τα βασικά στοιχεία αυτών των πληροφοριών αποστέλλονται επίσης και σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ένωσης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

▼B

Άρθρο 21

Πρακτικές ρυθμίσεις

1.  Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία πρέπει να παρέχονται, στο μέτρο του δυνατού, με ηλεκτρονικά μέσα χρησιμοποιώντας το δίκτυο CCN.

Εφόσον απαιτείται, η Επιτροπή εγκρίνει τις πρακτικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.

▼M1

2.  Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για κάθε ανάπτυξη του δικτύου CCN απαιτείται προκειμένου να είναι δυνατή η ανταλλαγή των πληροφοριών αυτών μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και για τη διασφάλιση της ασφάλειας του δικτύου CCN.

Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για κάθε ανάπτυξη των συστημάτων τους απαιτείται προκειμένου να είναι δυνατή η ανταλλαγή των πληροφοριών αυτών μέσω του δικτύου CCN, καθώς και για τη διασφάλιση της ασφάλειας των συστημάτων τους.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο ειδοποιείται σε περίπτωση παραβίασης ασφάλειας που αφορά τα δεδομένα του, όταν η παραβίαση αυτή ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων ή του ιδιωτικού του βίου.

Τα κράτη μέλη παραιτούνται από κάθε αξίωση επιστροφής δαπανών που προκύπτουν κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, εξαιρουμένων, όπου απαιτείται, των αμοιβών εμπειρογνωμόνων.

▼M2

3.  Τα πρόσωπα που είναι δεόντως διαπιστευμένα από την Αρχή Διαπίστευσης Ασφαλείας της Επιτροπής επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές, μόνον εφόσον είναι αναγκαίο για σκοπούς διατήρησης, συντήρησης και ανάπτυξης του ευρετηρίου που προβλέπεται στην παράγραφο 5 και του δικτύου CCN.

▼B

4.  Τα αιτήματα συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων κοινοποίησης, και τα συνημμένα έγγραφα είναι δυνατόν να συντάσσονται σε οιαδήποτε γλώσσα συμφωνούν μεταξύ τους η λαμβάνουσα αρχή και η αιτούσα αρχή.

Τα αιτήματα αυτά συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους της λαμβάνουσας αρχής μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όταν η λαμβάνουσα αρχή δηλώνει τον λόγο για τον οποίο ζητά μετάφραση.

▼M2

5.  Η Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, εξασφαλίζει την ανάπτυξη και την υλικοτεχνική υποστήριξη ασφαλούς κεντρικού ευρετηρίου για τα κράτη μέλη, το οποίο θα αφορά τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, και στο οποίο θα καταγράφονται οι προς κοινοποίηση πληροφορίες στο πλαίσιο του άρθρου 8α παράγραφοι 1 και 2 της παρούσας οδηγίας, ώστε να πραγματοποιείται η προβλεπόμενη στις εν λόγω παραγράφους αυτόματη ανταλλαγή. Οι αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που καταγράφονται στο εν λόγω ευρετήριο. Η Επιτροπή έχει επίσης πρόσβαση στις πληροφορίες που καταγράφονται στο ευρετήριο, με την επιφύλαξη των περιορισμών του άρθρου 8α παράγραφος 8. Οι αναγκαίες πρακτικές ρυθμίσεις εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.

Έως ότου τεθεί σε λειτουργία το ανωτέρω ασφαλές κεντρικό ευρετήριο, η αυτόματη ανταλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 8α παράγραφοι 1 και 2 θα διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τις ισχύουσες πρακτικές ρυθμίσεις.

▼M3

6.  Πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 8αα παράγραφος 2 παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα νε χρήση του δικτύου CCN. Η Επιτροπή εγκρίνει, με εκτελεστικές πράξεις, τις αναγκαίες πρακτικές ρυθμίσεις για την αναβάθμιση του δικτύου CCN. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

▼B

Άρθρο 22

Ειδικές υποχρεώσεις

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου:

α) να διασφαλίζουν τον αποτελεσματικό εσωτερικό συντονισμό εντός της οργάνωσης που αναφέρεται στο άρθρο 4·

β) να εξασφαλίζουν άμεση συνεργασία με τις αρχές των άλλων κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 4·

γ) να διασφαλίζουν την ομαλή εκτέλεση των διαδικασιών διοικητικής συνεργασίας τις οποίες προβλέπει η παρούσα οδηγία.

2.  Η Επιτροπή κοινοποιεί σε κάθε κράτος-μέλος κάθε γενική πληροφορία που λαμβάνει και είναι σε θέση να παράσχει σχετικά με την υλοποίηση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Άρθρο 23

Αξιολόγηση

1.  Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή εξετάζουν και αξιολογούν τη λειτουργία της διοικητικής συνεργασίας την οποία προβλέπει η παρούσα οδηγία.

2.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε σχετική πληροφορία, αναγκαία για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της διοικητικής συνεργασίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία όσον αφορά τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή.

▼M3

3.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 8, στο άρθρο 8α και στο άρθρο 8αα, καθώς και των πρακτικών αποτελεσμάτων τα οποία επιτεύχθηκαν. Η Επιτροπή εγκρίνει, με εκτελεστικές πράξεις, τη μορφή και τις προϋποθέσεις κοινοποίησης της εν λόγω ετήσιας αξιολόγησης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

▼B

4.  Η Επιτροπή, με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2, συντάσσει κατάλογο στατιστικών στοιχείων τα οποία θα πρέπει να παρέχουν τα κράτη μέλη για τους σκοπούς της αξιολόγησης της παρούσας οδηγίας.

▼M2 —————

▼M2

Άρθρο 23α

Εμπιστευτικότητα των πληροφοριών

1.  Η Επιτροπή τηρεί τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που της κοινοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τις αρχές της Ένωσης, και δεν τις χρησιμοποιεί για άλλους σκοπούς εκτός από τους απαιτούμενους προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον και σε ποιον βαθμό τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με την εν λόγω οδηγία.

2.  Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή από κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 23, καθώς και οιαδήποτε έκθεση ή έγγραφο που συντάσσεται από την Επιτροπή με βάση τις πληροφορίες αυτές, μπορούν να διαβιβάζονται σε άλλα κράτη μέλη. Αυτές οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες καλύπτονται από την υποχρέωση υπηρεσιακού απορρήτου και χαίρουν της προστασίας που παρέχεται σε παρόμοιες πληροφορίες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους που τις έλαβε.

Οι εκθέσεις και τα έγγραφα που συντάσσονται από την Επιτροπή και αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη μόνον για λόγους ανάλυσης, αλλά δεν δημοσιοποιούνται ούτε καθίστανται διαθέσιμα σε οιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή φορέα χωρίς τη ρητή συμφωνία της Επιτροπής.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 24

Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

1.  Όταν η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους παραλαμβάνει από τρίτη χώρα πληροφορίες οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα έχουν σημασία για την εφαρμογή και την επιβολή της εγχώριας νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους σχετικά με τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2, η εν λόγω αρχή δύναται, εφόσον αυτό επιτρέπεται σύμφωνα με συμφωνία με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, να παρέχει τις πληροφορίες αυτές στις αρμόδιες αρχές κρατών μελών για τις οποίες ενδέχεται να είναι χρήσιμες και σε όλες τις αιτούσες αρχές που το ζητούν.

2.  Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπεται να κοινοποιούν σε τρίτες χώρες, σύμφωνα με τις εγχώριες διατάξεις τους για την κοινοποίηση προσωπικών δεδομένων, πληροφορίες τις οποίες αποκτούν σε τρίτη χώρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, εφόσον τηρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α) η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται οι πληροφορίες έχει συναινέσει για την κοινοποίησή τους·

β) η οικεία τρίτη χώρα έχει δεσμευθεί να παράσχει την απαιτούμενη συνεργασία για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την παράτυπη ή παράνομη φύση των συναλλαγών οι οποίες φαίνεται ότι συνιστούν παραβίαση ή κατάχρηση της φορολογικής νομοθεσίας.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 25

Προστασία δεδομένων

▼M1

1.  Κάθε ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει της παρούσας οδηγίας υπόκειται στις εκτελεστικές διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Ωστόσο, τα κράτη μέλη, για τον σκοπό της ορθής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, περιορίζουν την εμβέλεια των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 10, του άρθρου 11 παράγραφος 1, των άρθρων 12 και 21 της οδηγίας 95/46/ΕΚ στο βαθμό που απαιτείται προκειμένου να διασφαλισθούν τα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της εν λόγω οδηγίας.

▼M2

1α.  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 ισχύει για κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας από τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Ωστόσο, για την ορθή εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η έκταση των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 11, του άρθρου 12 παράγραφος 1, των άρθρων 13 έως 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 περιορίζεται κατά τον απαιτούμενο βαθμό προκειμένου να διασφαλισθούν τα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού.

▼M1

2.  Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους θεωρούνται υπεύθυνοι επεξεργασίας για τους σκοπούς της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

3.  Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υπό τη δικαιοδοσία του ενημερώνει κάθε ενδιαφερόμενο Δηλωτέο Πρόσωπο ότι οι πληροφορίες που το αφορούν και που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3α θα συλλεχθούν και θα διαβιβαστούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, καθώς επίσης διασφαλίζει ότι το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα παράσχει σε αυτό το πρόσωπο κάθε πληροφορία της οποίας δικαιούται να λαμβάνει γνώση δυνάμει της εθνικής του νομοθεσίας προς εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ εντός επαρκούς χρονικού διαστήματος, ώστε το πρόσωπο να ασκήσει τα δικαιώματά του ως προς την προστασία δεδομένων και, σε κάθε περίπτωση, πριν το ενδιαφερόμενο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποβάλει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3α στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους φορολογικής κατοικίας του.

4.  Οι πληροφορίες που υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διατηρούνται μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επιδίωξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας και, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τους εγχώριους κανόνες περί παραγραφής κάθε υπεύθυνου επεξεργασίας.

▼M3

Άρθρο 25α

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το άρθρο 8αα και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

▼M3

Άρθρο 26

Διαδικασία επιτροπής

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή διοικητικής συνεργασίας για τη φορολογία. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 ).

2.  Στις περιπτώσεις που γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

▼B

Άρθρο 27

Υποβολή εκθέσεων

Ανά πενταετία από την 1η Ιανουαρίου 2013 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 28

Κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ

Η οδηγία 77/799/ΕΚ καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2013.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρείται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 29

Μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο

1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία από την 1η Ιανουαρίου 2013.

Ωστόσο, θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς το άρθρο 8 της παρούσας οδηγίας από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, πρέπει να γίνεται παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή πρέπει οι διατάξεις αυτές να συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Οι τρόποι της παραπομπής αποφασίζονται από τα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 30

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 31

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

▼M1




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

Στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που πρέπει να εφαρμόζουν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα προκειμένου τα κράτη μέλη να μπορούν να κοινοποιούν, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3α της παρούσας οδηγίας. Επίσης, σε αυτό το παράρτημα περιγράφονται οι κανόνες και οι διοικητικές διαδικασίες που τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των παρακάτω διαδικασιών υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.

ΤΜΗΜΑ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Α. Υποκείμενο στις ενότητες Γ έως Ε, κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα παρέχει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό του:

1. το όνομα, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας, τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης (στην περίπτωση φυσικού προσώπου) κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και, στην περίπτωση οντότητας η οποία είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και για την οποία, κατόπιν εφαρμογής των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας κατά τα τμήματα V, VI και VII, διαπιστώνεται ότι διαθέτει έναν ή περισσότερους Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, την ονομασία, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/η μέλος/η και (εάν υπάρχει) άλλη/ες δικαιοδοσία/ες κατοικίας του και τον/τους ΑΦΜ της οντότητας, καθώς και το όνομα, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας, τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Προσώπου,

2. τον αριθμό λογαριασμού (ή λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού),

3. την ονομασία και τον αριθμό ταυτοποίησης (εάν υπάρχει) του δηλούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος,

4. το υπόλοιπο ή την αξία του λογαριασμού (συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση του Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή του Συμβολαίου Προσόδων, της αξίας εξαγοράς κατά τη λήξη ή της τιμής εξαγοράς σε περίπτωση πρόωρης λύσης του συμβολαίου) στο τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων, ή το κλείσιμο του λογαριασμού, εάν ο λογαριασμός έκλεισε κατά τη διάρκεια αυτού του έτους ή αυτής της περιόδου,

5. σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής:

α) το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων και το συνολικό ακαθάριστο ποσό λοιπών εισοδημάτων που προέκυψαν σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό (ή σε σχέση με τον λογαριασμό) κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων και

β) τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων τα οποία καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου δήλωσης στοιχείων και για τα οποία το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ενήργησε ως θεματοφύλακας, μεσάζων, εντολοδόχος ή άλλως ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του δικαιούχου του λογαριασμού.

6. σε περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων και

7. σε περίπτωση λογαριασμού που δεν περιγράφεται στην ενότητα Α παράγραφοι 5 ή 6, το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον Δικαιούχο Λογαριασμού σε σχέση με τον λογαριασμό, κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων, ως προς το οποίο το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα είναι οφειλέτης ή χρεώστης, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού ποσού τυχόν πληρωμών εξόφλησης προς τον Δικαιούχο Λογαριασμού κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων.

Β. Στις υποβληθείσες πληροφορίες πρέπει να διευκρινίζεται το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται κάθε ποσό.

Γ. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A παράγραφος 1, όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό που συνιστά Προϋπάρχοντα Λογαριασμό, ο/οι ΑΦΜ ή η ημερομηνία γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθούν εάν δεν υπάρχουν στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος και εάν δεν απαιτείται άλλως η απόκτησή τους από το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας ή οιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης. Εντούτοις, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να αποκτήσει τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία γέννησης όσον αφορά Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς έως το τέλος του δεύτερου ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο οι προϋπάρχοντες λογαριασμοί ταυτοποιήθηκαν ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί.

Δ. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A παράγραφος 1, ο ΑΦΜ δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί εάν δεν έχει εκδοθεί από το οικείο κράτος μέλος ή από άλλη δικαιοδοσία κατοικίας.

Ε. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A παράγραφος 1, ο τόπος γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί, εκτός εάν:

1. το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται άλλως να τον πληροφορηθεί και να τον δηλώσει βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας ή το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται ή έχει άλλως υποχρεωθεί να τον πληροφορηθεί και να τον δηλώσει βάσει οιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης η οποία ισχύει ή ήταν σε ισχύ την 5η Ιανουαρίου 2015 και

2. διατίθεται στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

ΤΜΗΜΑ II

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Α. Ένας λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός από την ημερομηνία κατά την οποία ταυτοποιείται ως τέτοιος, σύμφωνα με τις διατάξεις περί δέουσας επιμέλειας στα τμήματα II ως VII και, εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά, οι πληροφορίες σχετικά με Δηλωτέο Λογαριασμό πρέπει να υποβάλλονται ετησίως κατά το ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους το οποίο αφορούν οι πληροφορίες.

Β. Το υπόλοιπο ή η αξία ενός λογαριασμού προσδιορίζεται την τελευταία ημέρα του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων.

Γ. Όταν το κατώτατο όριο υπολοίπου ή αξίας πρέπει να προσδιοριστεί την τελευταία ημέρα ημερολογιακού έτους, το σχετικό υπόλοιπο ή αξία πρέπει να προσδιοριστεί την τελευταία ημέρα της περιόδου υποβολής στοιχείων που λήγει το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος ή εντός αυτού.

Δ. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει στα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα να χρησιμοποιούν παρόχους υπηρεσιών για να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την υποβολή στοιχείων και τη δέουσα επιμέλεια οι οποίες ισχύουν για τα εν λόγω Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, όπως προβλέπεται στην εσωτερική νομοθεσία, αλλά οι υποχρεώσεις αυτές παραμένουν ευθύνη των Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων.

Ε. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει στα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας σε Λογαριασμούς Χαμηλότερης Αξίας. Όταν ένα κράτος μέλος επιτρέπει τη χρήση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς, παραμένουν σε ισχύ οι κανόνες που ισχύουν κατά τα λοιπά στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς.

ΤΜΗΜΑ III

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

Α. Εισαγωγή. Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών.

Β. Λογαριασμοί χαμηλότερης αξίας. Σε ό,τι αφορά τους λογαριασμούς χαμηλότερης αξίας ισχύουν οι ακόλουθες διαδικασίες.

1. Διεύθυνση κατοικίας. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει στα αρχεία του τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Ατομικού Λογαριασμού που βασίζεται σε αποδεικτικό έγγραφο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Ατομικού Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του στο κράτος μέλος ή στην άλλη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται η διεύθυνση προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον ο συγκεκριμένος Δικαιούχος Ατομικού Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2. Έρευνα σε ηλεκτρονικό αρχείο. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν στηρίζεται σε τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Ατομικού Λογαριασμού που βασίζεται σε αποδεικτικό έγγραφο όπως αναφέρεται στην ενότητα Β παράγραφος 1, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να ερευνήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που διατηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα για οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενδείξεις και να εφαρμόσει τις ενότητες Β παράγραφοι 3 ως 6:

α) ταυτοποίηση του Δικαιούχου Λογαριασμού ως κατοίκου κράτους μέλους·

β) τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας (συμπεριλαμβανομένης ταχυδρομικής θυρίδας) σε κράτος μέλος·

γ) ένας ή παραπάνω τηλεφωνικοί αριθμοί σε κράτος μέλος και απουσία τηλεφωνικού αριθμού στο κράτος μέλος του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος·

δ) πάγιες εντολές (εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό) για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε κράτος μέλος·

ε) ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση σε κράτος μέλος· ή

στ) οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» σε κράτος μέλος αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν έχει στα αρχεία του άλλη διεύθυνση για τον Δικαιούχο Λογαριασμού.

3. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα δεν βρεθεί καμία από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στην ενότητα Β παράγραφος 2, τότε δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό ή ο λογαριασμός να καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας.

4. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα βρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στις ενότητες Β παράγραφος 2 στοιχεία α) ως ε), ή αν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε κάθε κράτος μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την ενότητα Β παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής σε ό,τι αφορά τον εν λόγω λογαριασμό.

5. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα βρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» και δεν βρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στις ενότητες Β παράγραφος 2 στοιχεία α) ως ε) για τον Δικαιούχο Λογαριασμού, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει, με τη σειρά που αρμόζει καλύτερα στις περιστάσεις, να εφαρμόσει την έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 2 ή να επιδιώξει να εξασφαλίσει από τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν δεν βρεθεί ένδειξη κατά την έρευνα σε αρχείο εγγράφων και δεν σταθεί δυνατό να εξασφαλιστεί η αυτοπιστοποίηση ή το αποδεικτικό έγγραφο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να δηλώσει τον λογαριασμό στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6. Παρά την εξεύρεση ενδείξεων σύμφωνα με την ενότητα Β παράγραφος 2, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να θεωρήσουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους αν:

α) στις πληροφορίες που αφορούν τον Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας στο εν λόγω κράτος μέλος, ένας ή παραπάνω τηλεφωνικοί αριθμοί στο εν λόγω κράτος μέλος (και δεν υπάρχει τηλεφωνικός αριθμός στο κράτος μέλος του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος) ή πάγιες εντολές (σε ό,τι αφορά χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών) για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε κράτος μέλος, και το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:

i) αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού του ή των κρατών μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει αυτό το κράτος μέλος και

ii) αποδεικτικό έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι μη δηλωτέος·

β) στις πληροφορίες που αφορούν τον Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση σε αυτό το κράτος μέλος, και το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:

i) αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού του ή των κρατών μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει αυτό το κράτος μέλος ή

ii) αποδεικτικό έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι μη δηλωτέος.

Γ. Διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας. Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας ισχύουν οι ακόλουθες διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης.

1. Έρευνα σε ηλεκτρονικό αρχείο. Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να αναζητήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οποιαδήποτε από τις ενδείξεις οι οποίες αναφέρονται στην ενότητα Β παράγραφος 2.

2. Έρευνα σε αρχείο εγγράφων. Αν οι βάσεις δεδομένων με δυνατότητα ηλεκτρονικής αναζήτησης του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος περιλαμβάνουν πεδία για τις πληροφορίες της ενότητας Γ παράγραφος 3 και περιέχουν όλα αυτά τα στοιχεία, τότε δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα σε αρχείο εγγράφων. Αν οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων δεν περιέχουν όλες αυτές τις πληροφορίες, τότε σε ό,τι αφορά Λογαριασμό Υψηλής Αξίας το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει επίσης να αναζητήσει στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη και, αν δεν περιλαμβάνονται στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη, στα ακόλουθα έγγραφα που σχετίζονται με τον λογαριασμό και εξασφαλίζονται από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εντός των τελευταίων πέντε ετών οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που αναφέρονται στην ενότητα Β παράγραφος 2:

α) το πιο πρόσφατο αποδεικτικό έγγραφο που παρελήφθη σε σχέση με τον λογαριασμό·

β) την πιο πρόσφατη σύμβαση ανοίγματος λογαριασμού ή τεκμηρίωση·

γ) την πιο πρόσφατη τεκμηρίωση που εξασφαλίστηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς·

δ) τυχόν ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής· και

ε) τυχόν ισχύουσες πάγιες εντολές (εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό) για μεταφορά κεφαλαίων.

3. Εξαίρεση στην περίπτωση που οι βάσεις δεδομένων περιέχουν επαρκείς πληροφορίες. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να προβούν στην έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 2 στην περίπτωση που οι ηλεκτρονικώς αναζητήσιμες πληροφορίες των δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) το καθεστώς κατοικίας του Δικαιούχου Λογαριασμού·

β) τη διεύθυνση κατοικίας και την ταχυδρομική διεύθυνση του Δικαιούχου Λογαριασμού που περιέχονται επί του παρόντος στον φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα·

γ) τον ή τους τηλεφωνικούς αριθμούς του Δικαιούχου Λογαριασμού οι οποίοι περιέχονται επί του παρόντος στον φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, εάν υπάρχουν·

δ) στην περίπτωση Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών, εάν υπάρχουν ισχύουσες πάγιες εντολές για μεταφορά κεφαλαίων του λογαριασμού σε άλλο λογαριασμό (συμπεριλαμβανομένου λογαριασμού σε άλλο υποκατάστημα του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή σε άλλο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα)·

ε) εάν υπάρχει τρέχουσα οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» ή για τον Δικαιούχο Λογαριασμού· και

στ) εάν υπάρχει πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής για τον λογαριασμό.

4. Έρευνα του συμβούλου πελατείας για πραγματική γνώση. Πέρα από την έρευνα σε ηλεκτρονικά αρχεία και σε αρχεία εγγράφων που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφοι 1 και 2, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει ως Δηλωτέο Λογαριασμό οποιονδήποτε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας έχει ανατεθεί σε σύμβουλο πελατείας (συμπεριλαμβανομένων χρηματοοικονομικών λογαριασμών που αθροίζονται με αυτόν τον Λογαριασμό Υψηλής Αξίας), αν ο σύμβουλος πελατείας γνωρίζει πραγματικά ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

5. Αποτελέσματα της ανεύρεσης ενδείξεων.

α) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω δεν βρεθεί καμία από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφος 2 και δεν έχει διαπιστωθεί ότι ο λογαριασμός τηρείται από Δηλωτέο Πρόσωπο σύμφωνα με την ενότητα Γ παράγραφος 4, τότε δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό.

β) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω βρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφος 2 στοιχεία α) ως ε), ή αν υπάρξει μεταγενέστερη αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό σε ό,τι αφορά κάθε κράτος μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την ενότητα Β παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν τον λογαριασμό.

γ) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται στην ενότητα Γ βρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» και δεν βρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις άλλες ενδείξεις που απαριθμούνται στην ενότητα Γ παράγραφος 2 στοιχεία α) ως ε) για τον Δικαιούχο Λογαριασμού, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να εξασφαλίσει από αυτόν τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τέτοια αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο, οφείλει να δηλώσει τον λογαριασμό στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6. Αν Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός δεν είναι Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 αλλά καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την τελευταία ημέρα επόμενου ημερολογιακού έτους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να ολοκληρώσει τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που περιγράφονται στην ενότητα Γ όσον αφορά αυτόν τον λογαριασμό εντός του ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο ο λογαριασμός καθίσταται Λογαριασμός Υψηλής Αξίας. Αν βάσει αυτής της εξέτασης αυτός ο λογαριασμός ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με τον λογαριασμό αυτό σε σχέση με το έτος κατά το οποίο ταυτοποιείται ως Δηλωτέος Λογαριασμός και τα επόμενα έτη σε ετήσια βάση, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο.

7. Όταν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόσουν τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που περιγράφονται στην ενότητα Γ σε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να εφαρμόσουν εκ νέου τις διαδικασίες αυτές, εκτός από την έρευνα του συμβούλου πελατείας που περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 4, στον ίδιο Λογαριασμό Υψηλής Αξίας τα επόμενα έτη, εκτός αν ο λογαριασμός είναι μη τεκμηριωμένος, οπότε τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα οφείλουν να τις εφαρμόσουν εκ νέου ετησίως μέχρις ότου αυτός ο λογαριασμός πάψει να είναι μη τεκμηριωμένος.

8. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Λογαριασμό Υψηλής Αξίας η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων που περιγράφονται στην ενότητα Β παράγραφος 2 με τον λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό σε ό,τι αφορά κάθε κράτος μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την ενότητα Β παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν τον λογαριασμό.

9. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θέτουν σε εφαρμογή διαδικασίες ώστε να διασφαλίσουν ότι ο σύμβουλος πελατείας ταυτοποιεί οποιαδήποτε αλλαγή στις περιστάσεις ενός λογαριασμού. Για παράδειγμα, αν ένας προσωπικός σύμβουλος ενημερωθεί ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει νέα ταχυδρομική διεύθυνση σε κράτος μέλος, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα θεωρεί τη νέα διεύθυνση αλλαγή στις περιστάσεις και, αν επιλέξει να εφαρμόσει την ενότητα Β παράγραφος 6, εξασφαλίζει την κατάλληλη τεκμηρίωση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού.

Δ. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών Υψηλής Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών Χαμηλότερης Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017.

Ε. Τυχόν Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός που έχει ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός βάσει του παρόντος τμήματος πρέπει να λογιστεί Δηλωτέος Λογαριασμός όλα τα επόμενα έτη, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο.

ΤΜΗΜΑ IV

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Ατομικών Λογαριασμών.

A. Όσον αφορά τους Νέους Ατομικούς Λογαριασμούς, με το άνοιγμα του λογαριασμού το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει την αυτοπιστοποίηση, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης αυτής με βάση τις πληροφορίες που συνέλεξε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τυχόν τεκμηρίωσης που συγκέντρωσε σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC.

Β. Αν από την αυτοπιστοποίηση διαπιστώνεται ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε κράτος μέλος, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό και η αυτοπιστοποίηση επίσης περιλαμβάνει τον ΑΦΜ του Δικαιούχου Λογαριασμού σε αυτό το κράτος μέλος (με την επιφύλαξη της παραγράφου Δ του τμήματος I) και την ημερομηνία γέννησης.

Γ. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις που σχετίζονται με Νέο Ατομικό Λογαριασμό η οποία έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει ισχύουσα αυτοπιστοποίηση που βεβαιώνει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού.

ΤΜΗΜΑ V

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων.

Α. Λογαριασμοί Οντοτήτων που δεν είναι απαραίτητο να εξεταστούν, να ταυτοποιηθούν ή να δηλωθούν. Εκτός αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αποφασίσει διαφορετικά, είτε σε ό,τι αφορά όλους τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων είτε, ξεχωριστά, σε ό,τι αφορά μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα τέτοιων λογαριασμών, Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί, να ταυτοποιηθεί ή να δηλωθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός έως ότου το αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία του λογαριασμού υπερβεί αυτό το ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους.

Β. Λογαριασμοί Οντοτήτων που υπόκεινται σε εξέταση. Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ και Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων που δεν υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, αλλά το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία του υπερβαίνει το εν λόγω ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους, εξετάζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Δ.

Γ. Λογαριασμοί Οντοτήτων για τους οποίους απαιτείται δήλωση. Σε ό,τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β, μόνο οι λογαριασμοί που τηρούνται από μία ή περισσότερες οντότητες που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί.

Δ. Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν. Για τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

α) Εξέταση των πληροφοριών που τηρούνται για ρυθμιστικούς σκοπούς ή σκοπούς διαχείρισης σχέσεων με πελάτες (συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που συλλέγονται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC) ώστε να προσδιοριστεί αν οι πληροφορίες υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους. Για τον σκοπό αυτό, οι πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους περιλαμβάνουν τόπο ίδρυσης ή σύστασης ή διεύθυνση σε κράτος μέλος.

β) Αν οι πληροφορίες υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν εξασφαλίσει αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων (συμπεριλαμβανομένης οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο), το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Αν οποιοσδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ακολουθεί την καθοδήγηση των ενοτήτων Δ παράγραφος 2 στοιχεία α) ως γ) με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις.

α) Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιορίσει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι ενεργή ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας που περιγράφεται στην ενότητα A παράγραφος 6 στοιχείο β) του τμήματος VIII το οποίο δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.

β) Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιορίσουν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC.

γ) Προσδιορισμός του κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Προκειμένου να προσδιορίσουν κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται:

i) σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC στην περίπτωση Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων που τηρούν μία ή περισσότερες ΜΧΟ με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ ή

ii) σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο του ή των κρατών μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών όπου έχει τη φορολογική του κατοικία το Ελέγχον Πρόσωπο.

Ε. Χρονοδιάγραμμα της εξέτασης και πρόσθετες διαδικασίες που εφαρμόζονται στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων

1. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017.

2. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ, αλλά υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31η Δεκεμβρίου επόμενου έτους, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα στο ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους κατά το οποίο το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία υπερβαίνει αυτό το ποσό.

3. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Προϋπάρχοντα Λογαριασμό Οντοτήτων που έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αυτοπιστοποίηση ή άλλη τεκμηρίωση που σχετίζεται με έναν λογαριασμό είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει εκ νέου το καθεστώς του λογαριασμού σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Δ.

ΤΜΗΜΑ VI

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Λογαριασμών Οντοτήτων.

Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν. Για τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι Δηλωτέα Πρόσωπα.

α) Εξασφάλιση αυτοπιστοποίησης, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης αυτής με βάση τις πληροφορίες που συλλέγει το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τεκμηρίωσης που συγκεντρώνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC. Αν η Οντότητα πιστοποιήσει ότι δεν έχει φορολογική κατοικία, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να βασίζεται στη διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας προκειμένου να προσδιορίσει την κατοικία του Δικαιούχου Λογαριασμού.

β) Αν η αυτοπιστοποίηση υποδεικνύει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

2. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Νέου Λογαριασμού Οντοτήτων (συμπεριλαμβανομένης Οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο), το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Αν οποιοδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ακολουθεί την καθοδήγηση των ενοτήτων Α παράγραφος 2 στοιχεία α) ως γ) με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις.

α) Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να βασιστεί σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι ενεργή ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας η οποία περιγράφεται στην ενότητα A παράγραφος 6 στοιχείο β) του τμήματος VIII που δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.

β) Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιοριστούν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC.

γ) Προσδιορισμός του κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή το σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο.

ΤΜΗΜΑ VII

ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Κατά την εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται ανωτέρω ισχύουν οι ακόλουθοι πρόσθετοι κανόνες:

Α. Αξιοπιστία αυτοπιστοποιήσεων και αποδεικτικών εγγράφων. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν ή θεωρούν ευλόγως ότι η αυτοπιστοποίηση ή το αποδεικτικό έγγραφο είναι λανθασμένα ή αναξιόπιστα.

Β. Εναλλακτικές διαδικασίες για Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούν μεμονωμένοι Δικαιούχοι Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων και για ομαδικά Ασφαλιστήρια Συμβόλαια με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαια Προσόδων. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν ότι μεμονωμένος δικαιούχος (εκτός του ιδιοκτήτη) Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων στον οποίο καταβάλλεται παροχή θανάτου δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο και μπορούν να θεωρήσουν έναν τέτοιο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό μη Δηλωτέο Λογαριασμό, εκτός αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θεωρούν ευλόγως ότι ο δικαιούχος Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο αν οι πληροφορίες που συλλέγονται από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και σχετίζονται με τον δικαιούχο περιλαμβάνουν ενδείξεις κατά τα περιγραφόμενα στην παράγραφο Β του τμήματος III. Αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα οφείλουν να ακολουθήσουν τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Β του τμήματος III.

Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που δεν είναι Δηλωτέος Λογαριασμός μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ένα ποσό είναι πληρωτέο στον εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή τον δικαιούχο, αν ο Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) το ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων εκδίδεται σε εργοδότη και καλύπτει 25 ή περισσότερους εργαζόμενους/κατόχους πιστοποιητικού·

ii) οι εργαζόμενοι/κάτοχοι πιστοποιητικού έχουν το δικαίωμα να λάβουν οποιαδήποτε συμβατική αξία σχετίζεται με τα συμφέροντά τους και να κατονομάσουν δικαιούχους για την παροχή που καταβάλλεται με τον θάνατο του εργαζομένου· και

iii) το αθροιστικό ποσό που είναι πληρωτέο σε οποιονδήποτε εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή δικαιούχο δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ.

Ο όρος «ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς» σημαίνει ασφαλιστική σύμβαση με αξία εξαγοράς που i) παρέχει κάλυψη σε άτομα τα οποία συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας και ii) χρεώνει ασφάλιστρο για κάθε μέλος της ομάδας (ή μέλος κατηγορίας εντός της ομάδας) το οποίο καθορίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα ατομικά χαρακτηριστικά υγείας εκτός της ηλικίας, του φύλου και των καπνιστικών συνηθειών του μέλους (ή της κατηγορίας μελών) της ομάδας.

Ο όρος «ομαδικό Συμβόλαιο Προσόδων» σημαίνει σύμβαση προσόδων σύμφωνα με την οποία οι δανειστές είναι άτομα που συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας.

Γ. Άθροιση υπολοίπων λογαριασμών και κανόνες για τα νομίσματα

1. Άθροιση Ατομικών Λογαριασμών. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από φυσικό πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, αλλά μόνο στον βαθμό που τα μηχανογραφημένα συστήματά του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΜ και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών. Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

2. Άθροιση Λογαριασμών Οντοτήτων. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από Οντότητα, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λαμβάνει υπόψη όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, αλλά μόνο στον βαθμό που τα μηχανογραφημένα συστήματά του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΜ και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών. Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

3. Ειδικός κανόνας άθροισης για τους συμβούλους πελατείας. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από πρόσωπο, με σκοπό να προσδιοριστεί αν ένας Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός είναι Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει επίσης να αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που ο σύμβουλος πελατείας γνωρίζει ή ευλόγως θεωρεί ότι άμεσα ή έμμεσα ανήκουν, ελέγχονται ή έχουν ανοιχθεί (αλλά όχι με την ιδιότητα του θεματοφύλακα) από το ίδιο πρόσωπο.

4. Ποσά που λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμό τους σε άλλα νομίσματα. Όλα τα ποσά που εκφράζονται στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμό τους σε άλλα νομίσματα, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία.

ΤΜΗΜΑ VIII

ΟΡΙΣΜΟΙ

Οι ακόλουθοι ορισμοί έχουν την έννοια που ορίζεται κάτωθι:

Α.   Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα

1. Ως «Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κράτους μέλους που δεν είναι μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Ως «Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κράτους μέλους» νοείται i) κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος σε κράτος μέλος, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός αυτού του κράτους μέλους αυτού, και ii) κάθε ευρισκόμενο σε κράτος μέλος υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στο κράτος μέλος αυτό.

2. Ως «Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας» νοείται i) κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός της Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας αυτής, και ii) κάθε ευρισκόμενο σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία αυτή.

3. Ως «Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Ίδρυμα Καταθέσεων, Επενδυτική Οντότητα ή Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία.

4. Ως «Ίδρυμα Θεματοφυλακής» νοείται κάθε Οντότητα που αναπτύσσει δραστηριότητα της οποίας ουσιώδης πτυχή είναι η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων. Η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων συνιστά ουσιώδη πτυχή της δραστηριότητας οντότητας εάν το ακαθάριστο εισόδημα της Οντότητας από τη φύλαξη χρηματοοικονομικών στοιχείων και συναφείς χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 20 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου (ή την τελευταία ημέρα μη ημερολογιακής ετήσιας λογιστικής περιόδου) πριν από το έτος του προσδιορισμού ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.

5. Ως «Ίδρυμα Καταθέσεων» νοείται κάθε Οντότητα που δέχεται καταθέσεις στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρεμφερών δραστηριοτήτων.

6. Ως «Επενδυτική Οντότητα» νοείται κάθε Οντότητα:

α) η οποία ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες ή πράξεις για λογαριασμό ή εξ ονόματος πελάτη:

i) αγοραπωλησίες: μέσων της χρηματαγοράς (επιταγών, γραμματίων, πιστοποιητικών καταθέσεων, παραγώγων κ.λπ.)· συναλλάγματος· μέσων συνδεόμενων με συνάλλαγμα, επιτόκια και δείκτες· κινητών αξιών· ή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων,

ii) ατομική και συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίου, ή

iii) άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρημάτων εξ ονόματος τρίτων·

ή

β) το καθαρό εισόδημα της οποίας προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, εάν την Οντότητα διαχειρίζεται άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων, Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία ή Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο α).

Μια Οντότητα θεωρείται ότι ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις εργασίες που περιγράφονται στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο α) ή το ακαθάριστο εισόδημά της προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για τους σκοπούς της ενότητας A παράγραφος 6 στοιχείο β) εάν το ακαθάριστο εισόδημά της από τις σχετικές εργασίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 50 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους του προσδιορισμού ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα. Στον όρο «Επενδυτική Οντότητα» δεν περιλαμβάνονται Οντότητες που αποτελούν ενεργές ΜΧΟ σύμφωνα με τα κριτήρια της ενότητας Δ παράγραφος 8 στοιχεία δ) έως ζ).

Η παρούσα παράγραφος ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την παρεμφερή διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του «Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος» στις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης.

7. Στον όρο «Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο» περιλαμβάνονται οι τίτλοι (όπως μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών· εταιρικά δικαιώματα ή δικαιώματα επικαρπίας σε ευρείας συμμετοχής ή εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά προσωπικές εταιρείες ή καταπιστεύματα· γραμμάτια, ομολογίες, μη εγγυημένα ομόλογα ή άλλα αποδεικτικά οφειλής), εταιρικά δικαιώματα, εμπορεύματα, συμβάσεις ανταλλαγής (όπως συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων, συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων διαφορετικής βάσης, συμβάσεις ανώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις κατώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με δείκτες μετοχών ή παρεμφερείς συμφωνίες), ασφαλιστικές συμβάσεις ή συμβάσεις περιοδικών προσόδων, ή κάθε δικαίωμα (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, των προθεσμιακών συμβάσεων ή συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης) επί τίτλου, εταιρικού δικαιώματος, εμπορεύματος, σύμβασης ανταλλαγής, ασφαλιστικής σύμβασης ή σύμβασης περιοδικών προσόδων. Στον όρο «Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο» δεν περιλαμβάνονται μη συνδεόμενα με οφειλή άμεσα δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας.

8. Ως «Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία» νοείται κάθε Οντότητα η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία (ή η εταιρεία συμμετοχών που ελέγχει ασφαλιστική εταιρεία) που προσφέρει Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων ή υποχρεούται να καταβάλλει πληρωμές δυνάμει τέτοιου είδους συμβολαίων.

Β.   Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα

1. Ως «Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι:

α) κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός ή κεντρική τράπεζα, όχι όμως όσον αφορά πληρωμή προκύπτουσα από υποχρέωση που έχει αναληφθεί σε σχέση με εμπορική χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ανήκουσα σε είδος δραστηριότητας που ασκείται από καθορισμένη ασφαλιστική εταιρεία, ίδρυμα θεματοφυλακής ή ίδρυμα καταθέσεων·

β) συνταξιοδοτικό ταμείο ευρείας συμμετοχής· συνταξιοδοτικό ταμείο περιορισμένης συμμετοχής· συνταξιοδοτικό ταμείο κρατικής οντότητας, διεθνούς οργανισμού ή κεντρικής τράπεζας· ή εγκεκριμένος εκδότης πιστωτικών καρτών·

γ) άλλη οντότητα που παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει παρεμφερή επί της ουσίας χαρακτηριστικά με οποιαδήποτε από τις οντότητες που περιγράφονται στην ενότητα B παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των μη δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 7α της παρούσας οδηγίας, εφόσον το καθεστώς της οντότητας αυτής ως μη δηλούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν παρεμποδίζει την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας·

δ) απαλλασσόμενος οργανισμός συλλογικών επενδύσεων· ή

ε) καταπίστευμα στον βαθμό που ο καταπιστευματοδόχος είναι Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται σύμφωνα με το τμήμα I για όλους τους Δηλωτέους Λογαριασμούς του καταπιστεύματος.

2. Ως «κρατική οντότητα» νοείται η κυβέρνηση κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας, κάθε πολιτική υποδιαίρεση κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας (που, για την αποφυγή αμφιβολιών, καλύπτει ως όρος τα κράτη, τις επαρχίες, τις περιφέρειες και τους δήμους) ή κάθε υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας ή ενός ή περισσοτέρων εκ των προαναφερόμενων (καθένα από τα οποία αποτελεί «κρατική οντότητα»). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα συνιστώντα μέρη, οι ελεγχόμενες οντότητες και οι πολιτικές υποδιαιρέσεις κρατών μελών ή άλλων δικαιοδοσιών.

α) Ως «συνιστών μέρος» κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας νοείται κάθε πρόσωπο, οργανισμός, υπηρεσία, γραφείο, ταμείο, όργανο ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας, που αποτελεί διοικούσα αρχή στο κράτος μέλος ή τη δικαιοδοσία. Τα καθαρά έσοδα της διοικούσας αρχής πρέπει να πιστώνονται στον λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς του κράτους μέλους ή της δικαιοδοσίας και κανένα μερίδιό τους δεν πρέπει να καταλήγει προς όφελος ιδιώτη. Στον όρο «συνιστών μέρος» δεν περιλαμβάνονται φυσικά πρόσωπα ασκούντα εξουσία ή κατέχοντα επίσημες ή διοικητικές θέσεις τα οποία ενεργούν ως ιδιώτες ή υπό την προσωπική τους ιδιότητα.

β) Ως «ελεγχόμενη οντότητα» νοείται κάθε οντότητα που είναι διακριτή ως προς τη μορφή της από το κράτος μέλος ή τη δικαιοδοσία ή συνιστά άλλως διακριτή νομική οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι:

i) η οντότητα τελεί υπό την πλήρη κυριότητα και τον πλήρη έλεγχο μιας ή περισσοτέρων κρατικών οντοτήτων είτε άμεσα είτε μέσω μιας ή περισσοτέρων ελεγχόμενων οντοτήτων,

ii) τα καθαρά έσοδα της οντότητας πιστώνονται στον λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς ενός ή περισσοτέρων κρατικών οντοτήτων και κανένα μερίδιό του εισοδήματός της δεν καταλήγει προς όφελος ιδιώτη, και

iii) με τη διάλυσή της, τα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας περιέρχονται σε μια ή περισσότερες κρατικές οντότητες.

γ) Το εισόδημα δεν θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν τα πρόσωπα αυτά είναι οι προβλεπόμενοι δικαιούχοι κρατικού προγράμματος και οι δραστηριότητες του προγράμματος εκτελούνται υπέρ της κοινής ωφέλειας του γενικού πληθυσμού ή αφορούν τη διαχείριση ορισμένης πτυχής της διακυβέρνησης. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, το εισόδημα θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν προκύπτει από τη χρήση Κρατικής Οντότητας για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως, παραδείγματος χάρη, εμπορικών τραπεζικών δραστηριοτήτων, μέσω των οποίων παρέχονται χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε ιδιώτες.

3. Ως «διεθνής οργανισμός» νοείται κάθε διεθνής οργανισμός ή υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα αυτού. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται κάθε διακυβερνητικός οργανισμός (συμπεριλαμβανομένων των υπερεθνικών) i) που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις· ii) που έχει συνάψει συμφωνία έδρας ή παρεμφερή επί της ουσίας συμφωνία με το κράτος μέλος· και iii) του οποίου το εισόδημα δεν καταλήγει προς όφελος ιδιωτών.

4. Ως «κεντρική τράπεζα» νοείται κάθε ίδρυμα το οποίο, είτε διά νόμου είτε με την έγκριση της κυβέρνησης, αποτελεί, εκτός από την κυβέρνηση του κράτους μέλους αυτή καθεαυτή, την κύρια αρχή έκδοσης μέσων προοριζόμενων να κυκλοφορήσουν ως νόμισμα. Στα ιδρύματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται όργανα διακριτά από την κυβέρνηση του κράτους μέλους, είτε βρίσκονται υπό την πλήρη ή μερική κυριότητα του κράτους μέλους είτε όχι.

5. Ως «συνταξιοδοτικό ταμείο ευρείας συμμετοχής» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου ή συνδυασμό αυτών, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι (ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς) σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι το ταμείο:

α) δεν έχει δικαιούχο με δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 5 %·

β) υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει δηλώσεις πληροφοριών στις φορολογικές αρχές, και

γ) πληροί τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) το ταμείο απαλλάσσεται γενικά από φόρους επί του εισοδήματός του που προέρχεται από επενδύσεις ή στο εισόδημα αυτό επιβάλλεται αναβαλλόμενος φόρος ή φόρος με μειωμένο συντελεστή, επειδή πρόκειται για συνταξιοδοτικό πρόγραμμα·

ii) το ταμείο λαμβάνει από τους εργοδότες που το χρηματοδοτούν τουλάχιστον το 50 % των συνολικών εισφορών του [πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από άλλα προγράμματα περιγραφόμενα στην ενότητα Β παράγραφοι 5 έως 7 ή από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α)]·

iii) διανομή ή ανάληψη ποσών από το ταμείο επιτρέπεται μόνο όταν επέρχονται συγκεκριμένα περιστατικά σχετιζόμενα με συνταξιοδότηση, αναπηρία ή θάνατο [πλην διανεμόμενων ποσών που επανατοποθετούνται σε άλλα συνταξιοδοτικά ταμεία περιγραφόμενα στην ενότητα B παράγραφοι 5 έως 7 ή σε συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α)]· διαφορετικά, εάν η διανομή ή η ανάληψη πραγματοποιηθεί πριν από τα οριζόμενα αυτά περιστατικά, επιβαρύνεται με ποινή· ή

iv) οι εισφορές (πλην ορισμένων επιτρεπόμενων συμπληρωματικών εισφορών) των εργαζομένων στο ταμείο περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα του εργαζομένου ή δεν επιτρέπεται να υπερβούν ετησίως ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ, εφαρμοζομένων των κανόνων που ορίζονται στο τμήμα VII ενότητα Γ για την άθροιση των λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

6. Ως «συνταξιοδοτικό ταμείο περιορισμένης συμμετοχής» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι (ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς) σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) το ταμείο έχει λιγότερους από 50 συμμετέχοντες·

β) το ταμείο χρηματοδοτείται από έναν ή περισσότερους εργοδότες που δεν είναι επενδυτικές οντότητες ή παθητικές ΜΧΟ·

γ) οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών στο ταμείο [πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α)] περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα και την αμοιβή του εργαζομένου, αντιστοίχως·

δ) οι συμμετέχοντες που δεν είναι κάτοικοι του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του το ταμείο δεν έχουν δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 20 %· και

ε) το ταμείο υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει πληροφορίες στις φορολογικές αρχές.

7. Ως «συνταξιοδοτικό ταμείο κρατικής οντότητας, διεθνούς οργανισμού ή κεντρικής τράπεζας» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται από κρατική οντότητα, διεθνή οργανισμό ή κεντρική τράπεζα για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου σε δικαιούχους ή συμμετέχοντες που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι (ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς) ή που δεν είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι, εάν οι παροχές προς τους δικαιούχους ή τους συμμετέχοντες αυτούς χορηγούνται ως αντάλλαγμα για προσωπικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν για την κρατική οντότητα, τον διεθνή οργανισμό ή την κεντρική τράπεζα.

8. Ως «εγκεκριμένος εκδότης πιστωτικών καρτών» νοείται κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) αποτελεί χρηματοπιστωτικό ίδρυμα απλώς και μόνον επειδή είναι εκδότης πιστωτικών καρτών ο οποίος δέχεται καταθέσεις μόνον όταν ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο της κάρτας και το καταβληθέν πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη· και

β) από ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ώστε είτε να μη δύναται ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ, είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός 60 ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, εφαρμοζομένων σε αμφότερες τις περιπτώσεις των κανόνων που ορίζονται στο τμήμα VII ενότητα Γ για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στον βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων.

9. Ως «απαλλασσόμενος οργανισμός συλλογικών επενδύσεων» νοείται κάθε επενδυτική οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα δικαιώματα επί του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων τηρούνται από φυσικά πρόσωπα ή οντότητες που δεν είναι Δηλωτέα Πρόσωπα ή μέσω τέτοιων φυσικών προσώπων ή οντοτήτων, εκτός από παθητικές ΜΧΟ με Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα.

Επενδυτική οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν παύει να θεωρείται δυνάμει της ενότητας Β παράγραφος 9 απαλλασσόμενος οργανισμός συλλογικών επενδύσεων απλώς και μόνον επειδή ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων έχει εκδώσει υλικές μετοχές στον κομιστή, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν έχει εκδώσει και δεν εκδίδει υλικές μετοχές στον κομιστή μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015·

β) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων αποσύρει όλες τις μετοχές αυτές όταν του παραδίδονται·

γ) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εκτελεί όλες τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα τμήματα II έως VII και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται για τις μετοχές αυτές όταν προσκομίζονται για εξαγορά ή άλλη πληρωμή και

δ) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες που διασφαλίζουν την εξαγορά ή την ακινητοποίηση των μετοχών αυτών το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Γ.   Χρηματοοικονομικός λογαριασμός

1. Ως «χρηματοοικονομικός λογαριασμός» νοείται λογαριασμός που τηρείται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Στον όρο περιλαμβάνονται οι καταθετικοί λογαριασμοί, οι λογαριασμοί θεματοφυλακής και:

α) σε περίπτωση επενδυτικής οντότητας, κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος «χρηματοοικονομικός λογαριασμός» δεν περιλαμβάνει συμμετοχικά ή συνδεόμενα με οφειλή δικαιώματα επί οντότητας που αποτελεί επενδυτική οντότητα απλώς και μόνον επειδή i) παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε πελάτη και ενεργεί εξ ονόματός του για την επένδυση ή τη διαχείριση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων κατατεθειμένων στο όνομα του πελάτη σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα διαφορετικό από την εν λόγω οντότητα ή ii) διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια και ενεργεί εξ ονόματος πελάτη για τους ίδιους σκοπούς·

β) σε περίπτωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που δεν περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 1 στοιχείο α), κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, εάν η κατηγορία των εν λόγω δικαιωμάτων δημιουργήθηκε με σκοπό την αποφυγή της υποβολής δηλώσεων σύμφωνα με το τμήμα I· και

γ) κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων που προσφέρεται από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή τηρείται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, πλην των μη συνδεόμενων με επενδύσεις και μη μεταβιβάσιμων συμβολαίων προσόδων άμεσης καταβολής που προσφέρονται σε φυσικά πρόσωπα και καλύπτουν παροχές σύνταξης ή αναπηρίας καταβαλλόμενες στο πλαίσιο λογαριασμών που είναι εξαιρούμενοι.

Στον όρο «χρηματοοικονομικός λογαριασμός» δεν περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί που είναι εξαιρούμενοι.

2. Ως «καταθετικός λογαριασμός» νοείται κάθε εμπορικός, τρεχούμενος, αποταμιευτικός ή προθεσμιακός λογαριασμός ή λογαριασμός βεβαιούμενος από πιστοποιητικό καταθέσεων, πιστοποιητικό αποταμίευσης, πιστοποιητικό επενδύσεων, πιστοποιητικό οφειλής ή άλλο παρόμοιο μέσο που τηρείται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρόμοιων δραστηριοτήτων. Στον όρο «καταθετικός λογαριασμός» περιλαμβάνεται επίσης κάθε ποσό που τηρείται σε ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει συμβολαίου εγγυημένης απόδοσης ή παρόμοιας συμφωνίας για την καταβολή ή την πίστωση τόκου επί του ποσού αυτού.

3. Ως «λογαριασμός θεματοφυλακής» νοείται κάθε λογαριασμός (πλην των Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων) στον οποίο φυλάσσεται ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία προς όφελος τρίτου.

4. Ως «συμμετοχικό δικαίωμα» νοείται, στην περίπτωση προσωπικής εταιρείας που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, δικαίωμα είτε επί του κεφαλαίου είτε επί των κερδών της εταιρείας. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, συμμετοχικό δικαίωμα θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο λογίζεται καταπιστευματοπάροχος ή δικαιούχος του συνόλου ή μέρους του καταπιστεύματος ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο έχει τον τελικό πραγματικό έλεγχο του καταπιστεύματος. Τα Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται δικαιούχοι καταπιστεύματος εάν έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα (επί παραδείγματι, μέσω εντολοδόχου) υποχρεωτική διανομή ή μπορούν να λαμβάνουν, άμεσα ή έμμεσα, προαιρετική διανομή από το καταπίστευμα.

5. Ως «Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο» νοείται κάθε συμβόλαιο (πλην των Συμβολαίων Προσόδων) βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει ποσό όταν επέλθει καθορισμένο περιστατικό που αφορά θάνατο, ασθένεια, ατύχημα, ζημιά ή κίνδυνο σχετιζόμενο με ακίνητη περιουσία.

6. Ως «Συμβόλαιο Προσόδων» νοείται κάθε συμβόλαιο βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για χρονική περίοδο που καθορίζεται εν όλω ή εν μέρει σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων. Στον όρο περιλαμβάνονται επίσης συμβόλαια που θεωρούνται προσόδων σύμφωνα με τους νόμους, τους κανονισμούς ή τις πρακτικές του κράτους μέλους ή της δικαιοδοσίας όπου συνάπτεται το συμβόλαιο και βάσει της οποίας ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για μια σειρά ετών.

7. Ως «Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς» νοείται κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο (πλην συμβολαίου αντασφάλισης ζημιών μεταξύ δύο ασφαλιστικών εταιρειών) που έχει αξία εξαγοράς.

8. Ως «αξία εξαγοράς» νοείται το μεγαλύτερο από τα δύο ακόλουθα ποσά: i) το ποσό που δικαιούται να λάβει ο λήπτης της ασφάλισης σε περίπτωση εξαγοράς ή λύσης της σύμβασης (χωρίς αφαίρεση τυχόν ποινής εξαγοράς ή δανείου ληφθέντος δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης) και ii) το ποσό που μπορεί να δανείζεται ο λήπτης της ασφάλισης δυνάμει της σύμβασης ή σε σχέση με τη σύμβαση αυτή. Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος «αξία εξαγοράς» δεν περιλαμβάνει τα ποσά που είναι καταβλητέα δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου:

α) αποκλειστικά λόγω θανάτου του φυσικού προσώπου που ήταν ασφαλισμένο με συμβόλαιο ασφάλισης ζωής·

β) ως παροχή λόγω προσωπικής βλάβης ή ασθένειας ή άλλη παροχή που χορηγείται ως αποζημίωση για οικονομική ζημιά προκαλούμενη με την επέλευση του περιστατικού που καλύπτεται από την ασφάλιση·

γ) ως επιστροφή καταβληθέντων ασφαλίστρων (μείον το κόστος των ασφαλιστικών τελών, είτε έχουν όντως επιβληθεί είτε όχι) δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου (πλην συνδεδεμένης με επενδύσεις συμβολαίου ασφάλισης ζωής ή προσόδων) λόγω ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου, μείωσης της έκθεσης σε κινδύνους κατά την περίοδο ισχύος του συμβολαίου, ή διόρθωσης καταχώρισης ή παρόμοιου σφάλματος σε σχέση με τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για το συμβόλαιο·

δ) ως μέρισμα υπέρ του λήπτη της ασφάλισης (πλην του μερίσματος λύσης) εφόσον το μέρισμα σχετίζεται με ασφαλιστήριο συμβόλαιο δυνάμει της οποίας καταβλητέες είναι μόνον οι παροχές που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφος 8 στοιχείο β)· ή

ε) ως επιστροφή προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή ποσού κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων στο πλαίσιο ασφαλιστηρίου συμβολαίου για την οποία το ασφάλιστρο καταβάλλεται τουλάχιστον ετησίως, εάν το ποσό του προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή του κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων ποσού δεν υπερβαίνει το επόμενο ετήσιο ασφάλιστρο που θα πρέπει να καταβληθεί δυνάμει του συμβολαίου.

9. Ως «προϋπάρχων λογαριασμός» νοείται:

α) χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015·

β) κάθε χρηματοοικονομικός λογαριασμός δικαιούχου, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία ανοίχθηκε, εάν:

i) ο δικαιούχος τηρεί στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα (ή σε συνδεόμενη οντότητα εντός του ίδιου κράτους μέλους με το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα) χρηματοοικονομικό λογαριασμό που είναι προϋπάρχων λογαριασμός κατά την ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο α)·

ii) το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα (και, κατά περίπτωση, η συνδεόμενη οντότητα εντός του ιδίου κράτους μέλους με το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα) θεωρεί τους δύο προαναφερόμενους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς —και κάθε άλλο χρηματοοικονομικό λογαριασμό του δικαιούχου του λογαριασμού που θεωρείται προϋπάρχων λογαριασμός κατά το στοιχείο β)— ενιαίο χρηματοοικονομικό λογαριασμό για τους σκοπούς της τήρησης των απαιτήσεων γνώσης που ορίζονται στο τμήμα VII ενότητα Α και για τους σκοπούς του προσδιορισμού του υπολοίπου ή της αξίας οποιουδήποτε από τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς αυτούς, όταν εφαρμόζει οποιοδήποτε από τα όρια για τους λογαριασμούς·

iii) για χρηματοοικονομικό λογαριασμό που υπόκειται σε διαδικασίες ΑΜL/KYC, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα επιτρέπεται να εκπληρώσει για τον συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογαριασμό τα προβλεπόμενα στις διαδικασίες αυτές, στηριζόμενο στις διαδικασίες ΑΜL/KYC που έχουν εκτελεστεί για τον προϋπάρχοντα λογαριασμό που περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο α)· και

iv) το άνοιγμα του χρηματοοικονομικού λογαριασμού δεν απαιτεί την παροχή νέων, πρόσθετων ή τροποποιημένων πληροφοριών πελάτη από τον δικαιούχο του λογαριασμού, εκτός εάν απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

10. Ως «νέος λογαριασμός» νοείται χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και έχει ανοιχθεί την ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, εκτός αν θεωρείται προϋπάρχων λογαριασμός κατά την ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο β).

11. Ως «προϋπάρχων ατομικός λογαριασμός» νοείται προϋπάρχων λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

12. Ως «νέος ατομικός λογαριασμός» νοείται νέος λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

13. Ως «προϋπάρχων λογαριασμός οντοτήτων» νοείται προϋπάρχων λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες οντότητες.

14. Ως «λογαριασμός χαμηλότερης αξίας» νοείται προϋπάρχων λογαριασμός φυσικών προσώπων με συνολικό υπόλοιπο ή αξία κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 που δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ.

15. Ως «λογαριασμός υψηλής αξίας» νοείται προϋπάρχων λογαριασμός φυσικών προσώπων με συνολικό υπόλοιπο ή αξία που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ή κατά την 31η Δεκεμβρίου επόμενου έτους, ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ.

16. Ως «νέος λογαριασμός οντοτήτων» νοείται νέος λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες οντότητες.

17. Ως «εξαιρούμενος λογαριασμός» νοείται οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους λογαριασμούς:

α) συνταξιοδοτικός λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως προσωπικός συνταξιοδοτικός λογαριασμός ή αποτελεί μέρος καταχωρισμένου ή ρυθμιζόμενου συνταξιοδοτικού προγράμματος για παροχές σύνταξης (περιλαμβανομένων των παροχών αναπηρίας ή θανάτου),

ii) ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς (δηλαδή, οι εισφορές στον λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου του Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή, ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από τον λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή),

iii) απαιτείται η διαβίβαση πληροφοριών προς τις φορολογικές αρχές, σε ό,τι αφορά τον λογαριασμό,

iv) επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχει συμπληρωθεί συγκεκριμένο όριο ηλικίας, έχει επέλθει αναπηρία ή θάνατος· ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την επέλευση τέτοιων καθορισμένων γεγονότων και

v) είτε i) οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες ποσού εκφρασμένου στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ ή ii) προβλέπεται μέγιστο όριο εισφορών εφ' όρου ζωής ίσων ή κατώτερων ποσού εκφρασμένου στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ, ενώ εφαρμόζονται και στις δύο περιπτώσεις οι κανόνες που προβλέπονται στο τμήμα VII ενότητα Γ για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

Χρηματοοικονομικός λογαριασμός, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά την απαίτηση που προβλέπεται στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α) σημείο v), δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω χρηματοοικονομικός λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α) ή β) ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην ενότητα Β παράγραφοι 5 έως 7·

β) λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός επενδύσεων με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης και αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός αποταμίευσης με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης,

ii) ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς (δηλαδή, οι εισφορές στον λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου του Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή, ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από τον λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή),

iii) επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχουν εκπληρωθεί συγκεκριμένα κριτήρια που αφορούν τον σκοπό του λογαριασμού επένδυσης ή αποταμίευσης (για παράδειγμα την παροχή εκπαιδευτικών ή ιατρικών ωφελειών)· ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την εκπλήρωση των εν λόγω κριτηρίων, και

iv) οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες ποσού εκφρασμένου στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ, εφαρμοζόμενων των κανόνων που προβλέπονται στο τμήμα VII ενότητα Γ για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

Χρηματοοικονομικός λογαριασμός, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά την απαίτηση που προβλέπεται στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο β) σημείο iv), δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω χρηματοοικονομικός λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α) ή β) ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην ενότητα Β παράγραφοι 5 έως 7·

γ) συμβόλαιο ασφάλισης ζωής με περίοδο κάλυψης που λήγει πριν συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό έτος της ηλικίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το συμβόλαιο πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) καταβάλλονται περιοδικά ασφάλιστρα, τα οποία δεν μειώνονται με την πάροδο του χρόνου, τουλάχιστον σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του συμβολαίου ή μέχρι να συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό έτος της ηλικίας του, αναλόγως ποιο χρονικό διάστημα είναι βραχύτερο,

ii) δεν είναι δυνατόν για οποιοδήποτε πρόσωπο να λάβει παροχές του συμβολαίου (μέσω ανάληψης, δανείου ή με άλλον τρόπο), χωρίς λύση της,

iii) το ποσό (εκτός της παροχών θανάτου) που είναι πληρωτέο σε περίπτωση ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου δεν μπορεί να υπερβεί το άθροισμα των ασφαλίστρων που έχουν καταβληθεί για το συμβόλαιο, μείον το ποσό που αντιστοιχεί στις επιβαρύνσεις λόγω θανάτου, ασθένειας και δαπανών (είτε έχουν πράγματι επιβληθεί είτε όχι) για την περίοδο ή τις περιόδους ισχύος του συμβολαίου και τυχόν ποσών που έχουν καταβληθεί πριν από την ακύρωση ή τη λύση του συμβολαίου, και

iv) το συμβόλαιο δεν διακρατείται από εκδοχέα έναντι αξίας·

δ) λογαριασμός που ανήκει αποκλειστικά σε κληρονομία, εφόσον στα έγγραφα του λογαριασμού περιλαμβάνεται αντίγραφο της διαθήκης του θανόντος ή πιστοποιητικό θανάτου·

ε) λογαριασμός που έχει ανοιχθεί σε σύνδεση με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i) διαταγή ή απόφαση δικαστηρίου,

ii) πώληση, ανταλλαγή ή μίσθωση εμπράγματης ή προσωπικής περιουσίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο λογαριασμός πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

 ο λογαριασμός τροφοδοτείται αποκλειστικά με ποσά που προέρχονται από προκαταβολή, αρραβώνα, κατάθεση ποσού κατάλληλου για την εξασφάλιση ενοχής που συνδέεται άμεσα με τη συναλλαγή ή παρόμοια πληρωμή, ή τροφοδοτείται με χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο που κατατίθεται στον λογαριασμό σε σύνδεση με την πώληση, την ανταλλαγή ή τη μίσθωση περιουσιακού στοιχείου,

 ο λογαριασμός ανοίγεται και χρησιμοποιείται με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση της υποχρέωσης του αγοραστή να καταβάλει το τίμημα της πώλησης του περιουσιακού στοιχείου, του πωλητή να καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση για τα τυχηρά, ή του εκμισθωτή ή του μισθωτή να καταβάλει αποζημίωση σχετικά με το μισθωμένο περιουσιακό στοιχείο, όπως έχει συμφωνηθεί στα πλαίσια της μίσθωσης,

 τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται στον λογαριασμό, περιλαμβανομένου του εισοδήματος που προέρχεται από τον λογαριασμό, θα καταβληθούν ή θα διατεθούν με άλλον τρόπο προς όφελος του αγοραστή, του πωλητή, του εκμισθωτή ή του μισθωτή (μεταξύ άλλων για να εκπληρωθεί υποχρέωση του εν λόγω προσώπου), όταν το περιουσιακό στοιχείο πωληθεί, ανταλλαγεί ή παραδοθεί, ή όταν λυθεί η μίσθωση,

 ο λογαριασμός δεν είναι λογαριασμός περιθωρίου ή παρόμοιος λογαριασμός που έχει ανοιχθεί στα πλαίσια πώλησης ή ανταλλαγής χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, και

 ο λογαριασμός δεν συνδέεται με λογαριασμό περιγραφόμενο στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο στ),

iii) υποχρέωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που διαχειρίζεται δάνειο εξασφαλιζόμενο με εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο να κρατά μέρος του καταβαλλόμενου ποσού με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της πληρωμής φόρων ή ασφάλισης σχετικά με το εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο σε μεταγενέστερο χρόνο,

iv) υποχρέωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που έχει αποκλειστικό σκοπό την πληρωμή φόρων σε μεταγενέστερο χρόνο·

στ) καταθετικός λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) ο λογαριασμός υπάρχει μόνον διότι ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο πιστωτικής κάρτας ή άλλης ανακυκλούμενης πιστωτικής διευκόλυνσης και το πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη, και

ii) από ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ώστε είτε να μη δύναται ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ, είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός 60 ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, εφαρμοζομένων σε αμφότερες τις περιπτώσεις των κανόνων που ορίζονται στο τμήμα VII ενότητα Γ για τη μετατροπή νομισμάτων. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στον βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων·

ζ) οποιοσδήποτε άλλος λογαριασμός παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει παρεμφερή επί της ουσίας χαρακτηριστικά με οποιονδήποτε από τους λογαριασμούς που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχεία α) έως στ) και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των εξαιρούμενων λογαριασμών που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 7α της παρούσας οδηγίας, εφόσον το καθεστώς του λογαριασμού αυτού ως εξαιρούμενου λογαριασμού δεν αντιβαίνει στους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Δ.   Δηλωτέος λογαριασμός

1. Ως «δηλωτέος λογαριασμός» νοείται χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται από Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κράτους μέλους με δικαιούχους ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, εφόσον προσδιορίζεται ως τέτοιος σύμφωνα με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται στα τμήματα II έως VII.

2. Ως «Δηλωτέα Πρόσωπα» νοείται πρόσωπο κράτους μέλους εκτός από τα ακόλουθα: i) κεφαλαιουχικές εταιρείες οι τίτλοι κεφαλαίου των οποίων αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών· ii) οποιεσδήποτε κεφαλαιουχικές εταιρείες αποτελούν συνδεόμενες οντότητες κεφαλαιουχικής εταιρείας του σημείου i)· iii) κρατικές οντότητες· iv) διεθνείς οργανισμοί· v) κεντρικές τράπεζες ή vi) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

3. Ως «πρόσωπο κράτους μέλους» σχετικά με κάθε κράτος μέλος νοείται φυσικό πρόσωπο ή οντότητα με κατοικία σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω άλλου κράτους μέλους ή κληρονομία θανόντος, ο οποίος ήταν κάτοικος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους. Για τον σκοπό αυτόν, οντότητες όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα, τα οποία δεν έχουν κατοικία για φορολογικούς σκοπούς λογίζονται ως κάτοικοι στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους.

4. Ως «συμμετέχουσα δικαιοδοσία» έναντι κάθε κράτους μέλους νοείται:

α) κάθε άλλο κράτος μέλος·

β) οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία i) με την οποία το σχετικό κράτος μέλος έχει συνάψει συμφωνία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω δικαιοδοσία θα παρέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο τμήμα I, και ii) η οποία περιλαμβάνεται σε κατάλογο που δημοσιεύεται από το εν λόγω κράτος μέλος και κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή·

γ) οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία i) με την οποία η Ένωση έχει συνάψει συμφωνία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω δικαιοδοσία θα παρέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο τμήμα I, και ii) η οποία περιλαμβάνεται σε κατάλογο που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

5. Ως «ελέγχοντα πρόσωπα» νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί οντότητας. Στην περίπτωση του καταπιστεύματος, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται ο ή οι καταπιστευματοπάροχοι, ο ή οι καταπιστευματοδόχοι, ο ή οι προστάτες (εφόσον υπάρχουν), ο ή οι δικαιούχοι ή οι τάξεις των δικαιούχων και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ασκούν τον τελικό πραγματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος· σε περίπτωση νομικού μορφώματος που δεν είναι καταπίστευμα, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται τα πρόσωπα που βρίσκονται σε ισοδύναμες ή παρόμοιες θέσεις. Ο όρος «ελέγχοντα πρόσωπα» ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό με τις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης.

6. Ως «ΜΧΟ» νοείται οποιαδήποτε οντότητα δεν είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

7. Ως «παθητική ΜΧΟ» νοείται: i) ΜΧΟ που δεν είναι ενεργή ΜΧΟ ή ii) επενδυτική οντότητα περιγραφόμενη στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο β), η οποία δεν αποτελεί χρηματοπιστωτικό ίδρυμα συμμετέχουσας δικαιοδοσίας.

8. Ως «ενεργή ΜΧΟ» νοείται οποιαδήποτε ΜΧΟ πληροί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:

α) το ποσοστό του παθητικού εισοδήματος για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδο δήλωσης στοιχείων είναι μικρότερο του 50 % του ακαθάριστου εισοδήματος της ΜΧΟ και το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων που παράγουν παθητικό εισόδημα ή διακρατούνται για την παραγωγή παθητικού εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή άλλη αντίστοιχη περίοδο υποβολής στοιχείων είναι μικρότερο του 50 % των περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ·

β) οι τίτλοι κεφαλαίου της ΜΧΟ αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή η ΜΧΟ είναι συνδεόμενη οντότητα οντότητας οι τίτλοι κεφαλαίου της οποίας αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών·

γ) η ΜΧΟ είναι κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός, κεντρική τράπεζα ή οντότητα που ανήκει εξολοκλήρου σε μία ή περισσότερες από τις εν λόγω οντότητες·

δ) κατ' ουσίαν, όλες οι δραστηριότητες της ΜΧΟ συνίστανται στην κατοχή (εν όλω ή εν μέρει) των εν κυκλοφορία τίτλων κεφαλαίου μιας ή περισσότερων θυγατρικών με δραστηριότητες σε επιχειρηματικούς κλάδους ή τομείς διάφορους από αυτούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή στην παροχή χρηματοδότησης και υπηρεσιών προς αυτήν ή αυτές· στην κατηγορία αυτή δεν δύναται να υπαχθεί οντότητα η οποία λειτουργεί (ή εμφανίζεται) ως επενδυτικό κεφάλαιο, όπως για παράδειγμα ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο («private equity fund»), εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου («venture capital fund») ή κεφάλαιο εξαγορών μέσω μόχλευσης («leveraged buyout fund»), ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός επενδύσεων σκοπός του οποίου είναι να αποκτήσει ή να χρηματοδοτήσει εταιρείες και να διατηρεί στη συνέχεια δικαιώματα στις εταιρείες αυτές ως τίτλους κεφαλαίου για επενδυτικούς σκοπούς·

ε) η ΜΧΟ δεν έχει ακόμη επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν έχει προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας, αλλά επενδύει κεφάλαιο σε περιουσιακά στοιχεία με σκοπό την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας διάφορης από αυτήν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στην ΜΧΟ μετά την πάροδο 24 μηνών από την ημερομηνία αρχικής σύστασης της ΜΧΟ·

στ) η ΜΧΟ δεν υπήρξε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά τα τελευταία πέντε έτη και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία ρευστοποίησης των περιουσιακών της στοιχείων ή η ΜΧΟ αναδιοργανώνεται με σκοπό να εξακολουθήσει να δραστηριοποιείται ή να δραστηριοποιηθεί εκ νέου σε επιχειρηματικό τομέα άλλον από αυτόν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

ζ) η ΜΧΟ ασκεί κυρίως δραστηριότητες χρηματοδότησης και αντιστάθμισης κινδύνου με ή για συνδεόμενες οντότητες που δεν είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και δεν παρέχει υπηρεσίες χρηματοδότησης ή αντιστάθμισης κινδύνου σε οντότητα που δεν είναι συνδεόμενη οντότητα, εφόσον ο όμιλος οποιασδήποτε τέτοιας συνδεόμενης οντότητας δραστηριοποιείται κυρίως σε χώρο άλλο από αυτόν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ή

η) η ΜΧΟ πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) έχει συσταθεί και λειτουργεί στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της αποκλειστικά για θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς· ή έχει συσταθεί και λειτουργεί στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της και αποτελεί επαγγελματική οργάνωση, σύλλογο επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωση εργαζομένων, οργάνωση αγροτικών ή οπωροκηπευτικών εκμεταλλεύσεων, ένωση πολιτών ή οργάνωση που λειτουργεί αποκλειστικά για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας,

ii) απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος στο κράτος μέλος της ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της,

iii) δεν διαθέτει μετόχους ή μέλη που έχουν δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί των εσόδων ή των περιουσιακών της στοιχείων,

iv) η ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε διανομή εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ σε φυσικό πρόσωπο ή μη φιλανθρωπική οντότητα ή τη χρήση των εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων προς όφελος τους, εκτός αν η διανομή ή χρήση αυτή γίνεται στα πλαίσια της άσκησης των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της ΜΧΟ ή ως πληρωμή εύλογης αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών ή ως πληρωμή τιμήματος για την πραγματική εμπορική αξία ιδιοκτησίας που αγόρασε η ΜΧΟ, και

v) η ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ απαιτούν, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή διάλυσης, να διανέμονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της ΜΧΟ σε κρατική οντότητα ή σε άλλη μη κερδοσκοπική οργάνωση ή να περιέρχονται στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή σε άλλη διοικητική υποδιαίρεση.

Ε.   Διάφορα

1. Ως «Δικαιούχος Λογαριασμού» νοείται πρόσωπο που καταχωρίζεται ή ταυτοποιείται ως δικαιούχος χρηματοοικονομικού λογαριασμού από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που τηρεί τον λογαριασμό. Πρόσωπο, άλλο από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, που τηρεί χρηματοοικονομικό λογαριασμό προς όφελος ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ως αντιπρόσωπος, θεματοφύλακας, εντολοδόχος, υπογράφων, σύμβουλος επενδύσεων ή ενδιάμεσος δεν λογίζεται δικαιούχος του λογαριασμού για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας· δικαιούχος του λογαριασμού λογίζεται το εν λόγω άλλο πρόσωπο. Σε περίπτωση ασφαλιστηρίου συμβολαίου με αξία εξαγοράς ή συμβολαίου προσόδων, δικαιούχος του λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει δικαίωμα να λάβει την αξία εξαγοράς ή να αλλάξει τον δικαιούχο της σύμβασης. Αν κανείς δεν δύναται να λάβει την αξία εξαγοράς ή να αλλάξει τον δικαιούχο, δικαιούχος του λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο ορίζεται στο συμβόλαιο ως κύριος και οποιοδήποτε πρόσωπο έχει κατοχυρωμένη απαίτηση για την πληρωμή σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου. Κατά τη λήξη ασφαλιστηρίου συμβολαίου με αξία εξαγοράς ή συμβολαίου προσόδων, κάθε πρόσωπο που δικαιούται να λάβει πληρωμή σύμφωνα με το συμβόλαιο είναι δικαιούχος του λογαριασμού.

2. Ως «διαδικασίες καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες/Γνώρισε τον πελάτη σου» (AML/KYC) νοούνται οι σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας του δηλούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή παρόμοιες απαιτήσεις, στις οποίες υπόκειται το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

3. Ως «οντότητα» νοείται νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, όπως κεφαλαιουχική εταιρεία, προσωπική εταιρεία, καταπίστευμα ή ίδρυμα.

4. Μία οντότητα είναι «συνδεόμενη οντότητα» άλλης οντότητας αν i) οποιαδήποτε εκ των δύο οντοτήτων ελέγχει την άλλη, ii) οι δύο οντότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο ή iii) οι δύο οντότητες είναι επενδυτικές οντότητες περιγραφόμενες στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο β), τελούν υπό κοινή διαχείριση και η εν λόγω διαχείριση εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας των εν λόγω επενδυτικών οντοτήτων. Για τον σκοπό αυτόν, ο έλεγχος περιλαμβάνει την άμεση ή έμμεση κυριότητα ποσοστού μεγαλύτερου του 50 % των δικαιωμάτων ψήφου και αξίας της οντότητας.

5. Ως «ΑΦΜ» νοείται ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ή λειτουργικό ισοδύναμο αν δεν υπάρχει αριθμός φορολογικού μητρώου).

6. Ως «αποδεικτικό έγγραφο» νοείται οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α) πιστοποιητικό κατοικίας που εκδίδεται από αρμόδιο κρατικό φορέα (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο) του κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία του ο δικαιούχος·

β) σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα, οποιοδήποτε έγκυρο έγγραφο ταυτότητας έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο), στο οποίο περιέχεται το όνομα του προσώπου και το οποίο χρησιμοποιείται κατά κανόνα για ταυτοποίηση·

γ) σε ό,τι αφορά τις οντότητες, οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο), στο οποίο περιέχεται η ονομασία της οντότητας και είτε η διεύθυνση του κεντρικού της γραφείου στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε το κράτος μέλος ή άλλη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε ή οργανώθηκε·

δ) οποιαδήποτε ελεγμένη οικονομική κατάσταση, έκθεση τρίτου για τη φερεγγυότητα, αίτηση πτώχευσης ή έκθεση από ρυθμιστική αρχή αγοράς κινητών αξιών.

Σε ό,τι αφορά τους προϋπάρχοντες λογαριασμούς οντοτήτων, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιήσουν ως αποδεικτικό έγγραφο οποιαδήποτε κατάταξη έχει γίνει στα αρχεία του δηλούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος σχετικά με τον δικαιούχο του λογαριασμού βάσει τυποποιημένου συστήματος κωδικοποίησης ανά κλάδο, η οποία καταχωρίστηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με τη συνήθη επιχειρηματική πρακτική του, για σκοπούς που αφορούν τις διαδικασίες AML/KYC ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς (εκτός των φορολογικών) και η οποία εφαρμοζόταν από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η κατάταξη του χρηματοοικονομικού λογαριασμού ως προϋπάρχοντος λογαριασμού, εφόσον το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν γνωρίζει ή δεν έχει λόγο να πιστεύει ότι η εν λόγω κατάταξη είναι εσφαλμένη ή αναξιόπιστη. Ως «τυποποιημένο σύστημα κωδικοποίησης ανά κλάδο» νοείται σύστημα που χρησιμοποιείται για την κατάταξη των μορφωμάτων ανά είδος επιχείρησης για σκοπούς άλλους από τους φορολογικούς.

ΤΜΗΜΑ IX

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3α της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες και διοικητικές διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή και συμμόρφωση σχετικά με τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται ανωτέρω, περιλαμβανομένων των κάτωθι:

1. κανόνες ώστε να αποτρέπονται οι πρακτικές χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, προσώπων ή ενδιαμέσων οι οποίες αποσκοπούν στην καταστρατήγηση των διαδικασιών υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας·

2. κανόνες που απαιτούν από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τα τυχόν αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται για την τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών, καθώς και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την πρόσβαση στα αρχεία αυτά·

3. διοικητικές διαδικασίες ώστε να εξακριβώνεται η συμμόρφωση των δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων προς τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας· διοικητικές διαδικασίες για τις επακόλουθες ενέργειες στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, όταν δηλώνονται λογαριασμοί χωρίς τεκμηρίωση·

4. διοικητικές διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ότι εξακολουθεί να είναι μικρός ο κίνδυνος χρήσης των οντοτήτων και των λογαριασμών που ορίζονται στο εσωτερικό δίκαιο ως μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και εξαιρούμενοι λογαριασμοί για σκοπούς φοροδιαφυγής·

5. αποτελεσματικές διατάξεις επιβολής των κανόνων για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης.

ΤΜΗΜΑ X

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΔΗΛΟΥΝΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΥΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΙΑ

Στην περίπτωση δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ευρίσκονται στην Αυστρία, όλες οι αναφορές στο «2016» και στο «2017» στο παρόν παράρτημα θα πρέπει να νοούνται ως αναφορές στο «2017» και στο «2018» αντιστοίχως.

Στην περίπτωση προϋπαρχόντων λογαριασμών που τηρούνται από Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα που ευρίσκονται στην Αυστρία, όλες οι αναφορές στην «31η Δεκεμβρίου 2015» στο παρόν παράρτημα θα πρέπει να νοούνται ως αναφορές στην «31η Δεκεμβρίου 2016».




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

1.   Αλλαγή των περιστάσεων

Ως «αλλαγή των περιστάσεων» νοείται οποιαδήποτε μεταβολή η οποία έχει ως αποτέλεσμα την προσθήκη πληροφοριών σχετικών με το καθεστώς του προσώπου ή έρχεται σε αντίθεση με το καθεστώς αυτό με άλλον τρόπο. Επιπροσθέτως, ως αλλαγή των περιστάσεων νοείται οποιαδήποτε μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών στον Λογαριασμό του Δικαιούχου (περιλαμβανομένης της προσθήκης, της υποκατάστασης ή άλλης μεταβολής σχετικά με τον Δικαιούχο του Λογαριασμού) ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών σε οποιοδήποτε λογαριασμό συνδέεται με τον εν λόγω λογαριασμό (εφαρμοζομένων των κανόνων περί άθροισης λογαριασμών που περιγράφονται στο παράρτημα I τμήμα VII ενότητα Γ παράγραφοι 1 έως 3), εάν η εν λόγω μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών επηρεάζει το καθεστώς του Δικαιούχου του Λογαριασμού.

Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει βασιστεί στην εξέταση περί τη διεύθυνση κατοικίας, η οποία περιγράφεται στο παράρτημα I τμήμα III ενότητα Β παράγραφος 1 και επισυμβεί αλλαγή των περιστάσεων λόγω της οποίας το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λαμβάνει γνώση ή έχει λόγο να πιστεύει ότι το αρχικό αποδεικτικό έγγραφο (ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο) είναι ανακριβές ή αναξιόπιστο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει, μέχρι τη μεταγενέστερη μεταξύ της τελευταίας ημέρας του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων ή των 90 ημερολογιακών ημερών μετά τη γνωστοποίηση ή την ανακάλυψη της εν λόγω αλλαγής των περιστάσεων να έχει στην κατοχή του αυτοπιστοποίηση και νέο έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο για τη βεβαίωση της ή των φορολογικών κατοικιών του δικαιούχου του λογαριασμού. Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αδυνατεί να λάβει την αυτοπιστοποίηση και το νέο αποδεικτικό έγγραφο μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, εφαρμόζει τη διαδικασία έρευνας σε ηλεκτρονικό αρχείο που περιγράφεται στο παράρτημα I τμήμα III ενότητα Β παράγραφοι 2 έως 6.

2.   Αυτοπιστοποίηση για νέους λογαριασμούς οντοτήτων

Σε ό,τι αφορά τους νέους λογαριασμούς οντοτήτων, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το ελέγχον πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δύναται να βασίζεται σε αυτοπιστοποίηση μόνον από τον δικαιούχο λογαριασμού ή το ελέγχον πρόσωπο.

3.   Κατοικία χρηματοπιστωτικού ιδρύματος

Το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος εάν υπόκειται στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους (δηλαδή εάν το κράτος μέλος δύναται να επιβάλει την υποβολή στοιχείων από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα). Γενικώς, όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει τη φορολογική του κατοικία σε κράτος μέλος, υπόκειται στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους και αποτελεί, ως εκ τούτου, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κράτους μέλους. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (ανεξαρτήτως του αν έχει τη φορολογική του κατοικία σε κράτος μέλος), το καταπίστευμα θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, εάν ένας ή περισσότεροι από τους καταπιστευματοδόχους έχουν την κατοικία τους στο εν λόγω κράτος μέλος, εκτός εάν το καταπίστευμα δηλώνει σε άλλο κράτος μέλος όλες τις πληροφορίες που απαιτείται να δηλωθούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία σχετικά με τους δηλωτέους λογαριασμούς που τηρούνται από το καταπίστευμα, επειδή έχει τη φορολογική του κατοικία στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος. Εντούτοις, όταν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (άλλο από το καταπίστευμα) δεν έχει φορολογική κατοικία (για παράδειγμα επειδή λογίζεται φορολογικώς διαφανές ή ευρίσκεται σε δικαιοδοσία που δεν επιβάλλει φόρο εισοδήματος), θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους και αποτελεί, ως εκ τούτου, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κράτους μέλους εάν:

α) έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους·

β) έχει τον τόπο της διοίκησής του (περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης) στο κράτος μέλος ή

γ) υπόκειται σε χρηματοπιστωτική εποπτεία στο κράτος μέλος.

Όταν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (άλλο από καταπίστευμα) έχει κατοικία σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, το εν λόγω χρηματοπιστωτικό ίδρυμα υπόκειται στις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας του κράτους μέλους στο οποίο τηρεί τον ή τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς.

4.   Τηρούμενος λογαριασμός

Γενικώς, θεωρείται ότι το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που τηρεί τον λογαριασμό είναι το εξής:

α) σε περίπτωση λογαριασμού θεματοφυλακής, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που είναι ο θεματοφύλακας των περιουσιακών στοιχείων του λογαριασμού (συμπεριλαμβανομένου του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που τηρεί στο όνομά του στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό ίδρυμα περιουσιακά στοιχεία για τον δικαιούχο του λογαριασμού)·

β) σε περίπτωση καταθετικού λογαριασμού, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με τον λογαριασμό (με την εξαίρεση του αντιπροσώπου του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ανεξαρτήτως του αν ο εν λόγω αντιπρόσωπος είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα)·

γ) σε περίπτωση δικαιώματος επί του μετοχικού κεφαλαίου ή του χρέους χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, το οποίο τηρείται υπό τη μορφή χρηματοοικονομικού λογαριασμού, το εν λόγω χρηματοπιστωτικό ίδρυμα·

δ) σε περίπτωση ασφαλιστήριου συμβολαίου με αξία εξαγοράς ή συμβολαίου προσόδων, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με το συμβόλαιο.

5.   Καταπιστεύματα που είναι παθητικές ΜΧΟ

Οντότητες όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα τα οποία δεν έχουν φορολογική κατοικία λογίζονται ως έχοντα την κατοικία τους στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους, σύμφωνα με το παράρτημα I, τμήμα VIII ενότητα Δ παράγραφος 3. Για τον σκοπό αυτόν, το νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα λογίζεται «παρόμοιο» με προσωπική και με ετερόρρυθμη εταιρεία, όταν δεν αντιμετωπίζεται ως φορολογητέα μονάδα σε κράτος μέλος σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του. Εντούτοις, προκειμένου να αποτραπούν διπλή υποβολή στοιχείων (δεδομένης της ευρύτητας του πεδίου που καλύπτει ο όρος «ελέγχοντα πρόσωπα» στην περίπτωση των καταπιστευμάτων), το καταπίστευμα που δεν είναι παθητική ΜΧΟ δύναται να μη θεωρηθεί παρόμοιο νομικό μόρφωμα.

6.   Διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας

Σε ό,τι αφορά τις οντότητες, στο παράρτημα I τμήμα VIII ενότητα Ε παράγραφος 6 στοιχείο γ) περιγράφεται, μεταξύ άλλων, απαίτηση να περιλαμβάνεται στα αποδεικτικά έγγραφα είτε η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε το κράτος μέλος ή άλλη δικαιοδοσία όπου η οντότητα συστάθηκε ή οργανώθηκε. Η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας είναι συνήθως ο τόπος όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή της. Η διεύθυνση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στο οποίο η οντότητα διατηρεί λογαριασμό, η ταχυδρομική θυρίδα ή η διεύθυνση που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αλληλογραφία δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας, εκτός αν η εν λόγω διεύθυνση είναι η μόνη διεύθυνση που χρησιμοποιεί η οντότητα και εμφανίζεται ως η καταχωρισμένη διεύθυνση της οντότητας στα συστατικά της έγγραφα. Περαιτέρω, διεύθυνση, η οποία παρέχεται με οδηγίες να κρατηθεί όλη η αλληλογραφία που απευθύνεται σε αυτήν τη διεύθυνση, δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας.

▼M3




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥΣ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ I

ΟΡΙΣΜΟΙ

1. «Όμιλος»: σύνολο επιχειρήσεων που σχετίζονται μέσω ιδιοκτησίας ή ελέγχου τέτοιου είδους που είτε απαιτείται να συντάσσουν Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης βάσει των εφαρμοζόμενων αρχών λογιστικής είτε θα υπήρχε αυτή η απαίτηση εάν μετοχικό κεφάλαιο οποιασδήποτε από τις επιχειρήσεις αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο.

2. «Επιχείρηση»: οποιαδήποτε μορφή άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 11 στοιχεία β), γ) και δ).

3. «Όμιλος ΠΕ»: οποιοσδήποτε Όμιλος που περιλαμβάνει δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις, η φορολογική κατοικία των οποίων βρίσκεται σε διαφορετικές περιοχές δικαιοδοσίας, ή περιλαμβάνει επιχείρηση η φορολογική κατοικία της οποίας βρίσκεται σε μια περιοχή δικαιοδοσίας και υπόκειται σε φορολόγηση όσον αφορά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται μέσω μόνιμης εγκατάστασης σε άλλη περιοχή δικαιοδοσίας, και δεν είναι Εξαιρούμενος Όμιλος ΠΕ.

4. «Εξαιρούμενος Όμιλος ΠΕ»: όσον αφορά οποιοδήποτε Φορολογικό Έτος του Ομίλου, Όμιλος με συνολικά ενοποιημένα έσοδα κάτω των 750 000 000 EUR ή κατά προσέγγιση ισοδύναμου ποσού σε τοπικό νόμισμα, τον Ιανουάριο του 2015, κατά το Φορολογικό Έτος το αμέσως προηγούμενο από το Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων, όπως αποτυπώνεται στις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του για το εν λόγω προηγούμενο Φορολογικό Έτος.

5. «Συνιστώσα Οντότητα»: οποιαδήποτε από τις ακόλουθες:

α) οποιαδήποτε χωριστή επιχειρηματική μονάδα Ομίλου ΠΕ που συμπεριλαμβάνεται στις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του Ομίλου ΠΕ για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, ή θα συμπεριλαμβανόταν εάν μετοχικό κεφάλαιο της εν λόγω επιχειρηματικής μονάδας Ομίλου ΠΕ αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο·

β) οποιαδήποτε τέτοια επιχειρηματική μονάδα εξαιρείται από τις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του Ομίλου ΠΕ αποκλειστικά για λόγους μεγέθους ή ουσίας·

γ) οποιαδήποτε μόνιμη εγκατάσταση οποιασδήποτε χωριστής επιχειρηματικής μονάδας του Ομίλου ΠΕ που περιλαμβάνεται στα στοιχεία α) ή β), με την προϋπόθεση ότι η επιχειρηματική μονάδα συντάσσει ξεχωριστή οικονομική κατάσταση για την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, κανονιστικής ρύθμισης, υποβολής φορολογικής δήλωσης ή ελέγχου εσωτερικής διαχείρισης.

6. «Αναφέρουσα Οντότητα»: η Συνιστώσα Οντότητα που υποχρεούται να υποβάλει έκθεση ανά χώρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 8αα παράγραφος 3 στην περιοχή δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας της εξ ονόματος του Ομίλου ΠΕ. Η Αναφέρουσα Οντότητα μπορεί να είναι η Τελική Μητρική Οντότητα, η Παρένθετη Μητρική Οντότητα ή οποιαδήποτε οντότητα περιγράφεται στο τμήμα II σημείο 1.

7. «Τελική Μητρική Οντότητα»: Συνιστώσα Οντότητα Ομίλου ΠΕ η οποία πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α) κατέχει άμεσα ή έμμεσα επαρκές μετοχικό κεφάλαιο σε μία ή περισσότερες άλλες Συνιστώσες Οντότητες του εν λόγω Ομίλου ΠΕ, ώστε να απαιτείται να συντάσσει Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις σύμφωνα με τις αρχές λογιστικής που εφαρμόζονται γενικά στη δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της, ή θα υπήρχε αυτή η απαίτηση εάν μετοχικό κεφάλαιό της αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο στη δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της·

β) δεν υπάρχει άλλη Συνιστώσα Οντότητα του εν λόγω Ομίλου ΠΕ που να κατέχει άμεσα ή έμμεσα μετοχικό κεφάλαιο, όπως περιγράφεται στο στοιχείο α), στην πρώτη Συνιστώσα Οντότητα.

8. «Παρένθετη Μητρική Οντότητα»: Συνιστώσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ στην οποία έχει ανατεθεί από τον εν λόγω Όμιλο ΠΕ, ως μοναδική αντικαταστάτρια της Τελικής Μητρικής Οντότητας, να υποβάλει την έκθεση ανά χώρα στην περιοχή δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας αυτής της Συνιστώσας Οντότητας, εξ ονόματος του εν λόγω Ομίλου ΠΕ, όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο τμήμα II σημείο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β).

9. «Φορολογικό Έτος»: ετήσια λογιστική περίοδος για την οποία η Τελική Μητρική Οντότητα του Ομίλου ΠΕ συντάσσει τις οικονομικές καταστάσεις της.

10. «Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων»: εκείνο το Φορολογικό Έτος του οποίου τα οικονομικά και επιχειρησιακά αποτελέσματα αντικατοπτρίζονται στην έκθεση ανά χώρα που αναφέρεται στο άρθρο 8αα παράγραφος 3.

11. «Ειδική συμφωνία Αρμόδιων Αρχών»: συμφωνία μεταξύ εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων ενός κράτους μέλους της ΕΕ και μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε Διεθνή συμφωνία, με την οποία απαιτείται η αυτόματη ανταλλαγή εκθέσεων ανά χώρα μεταξύ των δικαιοδοσιών των συμβαλλόμενων μερών.

12. «Διεθνής συμφωνία»: η πολυμερής σύμβαση σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή σε φορολογικά θέματα, οποιαδήποτε διμερής ή πολυμερής φορολογική σύμβαση ή οποιαδήποτε συμφωνία ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος το κράτος μέλος και με τους όρους της παρέχει κατά νόμο εξουσία για την ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων δικαιοδοσιών, συμπεριλαμβανομένης της αυτόματης ανταλλαγής αυτών των πληροφοριών.

13. «Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις»: οι οικονομικές καταστάσεις ενός Ομίλου ΠΕ στις οποίες τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές της Τελικής Μητρικής Οντότητας και των Συνιστωσών Οντοτήτων εμφανίζονται ως εάν να επρόκειτο για ενιαία οικονομική οντότητα.

14. Ο όρος «Συστημική Αδυναμία» όσον αφορά δικαιοδοσία σημαίνει είτε ότι μια δικαιοδοσία διαθέτει εν ισχύ Ειδική συμφωνία Αρμόδιων Αρχών με κράτος μέλος αλλά έχει αναστείλει την αυτόματη ανταλλαγή (για λόγους άλλους από αυτούς που προβλέπονται σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω συμφωνίας) ή ότι μια δικαιοδοσία κατ' εξακολούθηση παρέλειψε άλλως να παράσχει αυτόματα σε κράτος μέλος εκθέσεις ανά χώρα που βρίσκονται στην κατοχή της για Ομίλους ΠΕ που έχουν Συνιστώσες Οντότητες στο εν λόγω κράτος μέλος.

ΤΜΗΜΑ II

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

1. Συνιστώσα Οντότητα με κατοικία σε κράτος μέλος η οποία δεν είναι η Τελική Μητρική Οντότητα Ομίλου ΠΕ υποβάλλει έκθεση ανά χώρα για το Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων του Ομίλου ΠΕ του οποίου αποτελεί Συνιστώσα Οντότητα, εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α) η οντότητα έχει φορολογική κατοικία σε κράτος μέλος·

β) ισχύει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i. η Τελική Μητρική Οντότητα του Ομίλου ΠΕ δεν υποχρεούται να υποβάλει έκθεση ανά χώρα στην οικεία δικαιοδοσία φορολογικής κατοικίας·

ii. η δικαιοδοσία στην οποία έχει τη φορολογική κατοικία της η Τελική Μητρική Οντότητα έχει συνάψει ισχύουσα Διεθνή συμφωνία στην οποία το κράτος μέλος είναι συμβαλλόμενο μέρος, αλλά δεν έχει συνάψει ισχύουσα Ειδική συμφωνία Αρμόδιων Αρχών στην οποία το κράτος μέλος να είναι συμβαλλόμενο μέρος κατά τη χρονική στιγμή που προσδιορίζεται στο άρθρο 8αα παράγραφος 1 για την υποβολή της έκθεσης ανά χώρα για το Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων·

iii. έχει σημειωθεί Συστημική Αδυναμία της δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας της Τελικής Μητρικής Οντότητας, η οποία έχει κοινοποιηθεί από το κράτος μέλος στη Συνιστώσα Οντότητα που έχει τη φορολογική κατοικία της σε αυτό.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης της Τελικής Μητρικής Οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 8αα παράγραφος 1 ή της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας να υποβάλει την πρώτη έκθεση ανά χώρα για το φορολογικό έτος του Ομίλου ΠΕ που αρχίζει την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2016, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι η υποχρέωση για τις Συνιστώσες Οντότητες που ορίζεται στο σημείο 1 του παρόντος τμήματος εφαρμόζεται στις εκθέσεις ανά χώρα όσον αφορά τα Φορολογικά Έτη Υποβολής Εκθέσεων που αρχίζουν την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2017 και εξής.

Συνιστώσα Οντότητα με κατοικία σε κράτος μέλος όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου ζητά από την Τελική Μητρική Οντότητα να της παράσχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις υποβολής έκθεσης ανά χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 8αα παράγραφος 3. Εάν, παρά ταύτα, η εν λόγω Συνιστώσα Οντότητα δεν έλαβε ή δεν απέκτησε όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες για να υποβάλει έκθεση για τον Όμιλο ΠΕ, η Συνιστώσα Οντότητα αυτή υποβάλλει έκθεση ανά χώρα που περιέχει όλες τις πληροφορίες που έχει στην κατοχή της, τις οποίες έλαβε ή απέκτησε, και ανακοινώνει στο κράτος μέλος της κατοικίας της ότι η Τελική Μητρική Οντότητα αρνήθηκε να διαθέσει τις αναγκαίες πληροφορίες. Αυτό δεν θίγει το δικαίωμα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να επιβάλει κυρώσεις προβλεπόμενες στην εθνική του νομοθεσία, και το εν λόγω κράτος μέλος ενημερώνει όλα τα κράτη μέλη για την άρνηση αυτή.

Όταν υπάρχουν περισσότερες από μία Συνιστώσες Οντότητες του ίδιου Ομίλου ΠΕ που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ένωση και ισχύουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, ο Όμιλος ΠΕ μπορεί να αναθέσει σε μία από αυτές τις Συνιστώσες Οντότητες να υποβάλει την έκθεση ανά χώρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 8αα παράγραφος 3 για οποιοδήποτε Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 8αα παράγραφος 1 και να γνωστοποιήσει στο κράτος μέλος ότι η υποβολή αποσκοπεί στην πλήρωση της απαίτησης υποβολής για όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του εν λόγω Ομίλου ΠΕ που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ένωση. Σύμφωνα με το άρθρο 8αα παράγραφος 2, το εν λόγω κράτος μέλος κοινοποιεί τη ληφθείσα έκθεση ανά χώρα σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος στο οποίο, με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην έκθεση ανά χώρα, μία ή περισσότερες Συνιστώσες Οντότητες του Ομίλου ΠΕ της Αναφέρουσας Οντότητας είτε έχουν τη φορολογική κατοικία τους ή υπόκεινται σε φόρο όσον αφορά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται μέσω μόνιμης εγκατάστασης.

Όταν Συνιστώσα Οντότητα δεν μπορεί να λάβει ή να αποκτήσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την υποβολή έκθεσης ανά χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 8αα παράγραφος 3, τότε αυτή η Συνιστώσα Οντότητα δεν είναι επιλέξιμη για να οριστεί ως η Αναφέρουσα Οντότητα για τον Όμιλο ΠΕ, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του παρόντος σημείου. Ο κανόνας αυτός δεν θίγει την υποχρέωση της Συνιστώσας Οντότητας να ανακοινώσει στο κράτος μέλος της κατοικίας της ότι η Τελική Μητρική Οντότητα αρνήθηκε να διαθέσει τις αναγκαίες πληροφορίες.

2. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1, όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου του σημείου 1, οντότητα που περιγράφεται στο σημείο 1 δεν απαιτείται να υποβάλει έκθεση ανά χώρα για κάθε Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων εάν ο Όμιλος ΠΕ του οποίου αποτελεί Συνιστώσα Οντότητα έχει καταστήσει διαθέσιμη έκθεση ανά χώρα σύμφωνα με το άρθρο 8αα παράγραφος 3 όσον αφορά το εν λόγω Φορολογικό Έτος μέσω Παρένθετης Μητρικής Οντότητας, η οποία υποβάλλει την εν λόγω έκθεση ανά χώρα στη φορολογική αρχή της δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας της κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 8αα παράγραφος 1 ή πριν από αυτή και, σε περίπτωση που η Παρένθετη Μητρική Οντότητα έχει φορολογική κατοικία σε περιοχή δικαιοδοσίας εκτός της Ένωσης, πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας απαιτεί την υποβολή εκθέσεων ανά χώρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 8αα παράγραφος 3·

β) η δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας διαθέτει σε ισχύ Ειδική συμφωνία Αρμόδιων Αρχών στην οποία το κράτος μέλος είναι συμβαλλόμενο μέρος κατά τη χρονική στιγμή που προσδιορίζεται στο άρθρο 8αα παράγραφος 1 για την υποβολή της έκθεσης ανά χώρα για το Φορολογικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων·

γ) η δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας δεν έχει κοινοποιήσει περίπτωση Συστημικής Αδυναμίας στο κράτος μέλος·

δ) η δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας έχει ενημερωθεί, το αργότερο έως την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του εν λόγω Ομίλου ΠΕ, από τη Συνιστώσα Οντότητα με φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία του ότι αυτή αποτελεί την Παρένθετη Μητρική Οντότητα·

ε) έχει παρασχεθεί κοινοποίηση στο κράτος μέλος σύμφωνα με το σημείο 4.

3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από οποιαδήποτε Συνιστώσα Οντότητα Ομίλου ΠΕ η οποία έχει τη φορολογική κατοικία της στο εν λόγω κράτος μέλος να ενημερώνει το κράτος μέλος εάν αποτελεί την Τελική Μητρική Οντότητα, την Παρένθετη Μητρική Οντότητα ή τη Συνιστώσα Οντότητα που αναφέρεται στο σημείο 1 το αργότερο την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του εν λόγω Ομίλου ΠΕ. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την προθεσμία αυτή έως την τελευταία ημέρα της προθεσμίας για την υποβολή της φορολογικής δήλωσης αυτής της Συνιστώσας Οντότητας για το προηγούμενο φορολογικό έτος.

4. Τα κράτη μέλη απαιτούν, σε περίπτωση που Συνιστώσα Οντότητα Ομίλου ΠΕ η οποία έχει τη φορολογική κατοικία της στο εν λόγω κράτος μέλος δεν αποτελεί ούτε την Τελική Μητρική Οντότητα ούτε την Παρένθετη Μητρική Οντότητα ούτε τη Συνιστώσα Οντότητα που αναφέρεται στο σημείο 1, να κοινοποιεί αυτή στο κράτος μέλος την ταυτότητα και τη φορολογική κατοικία της Αναφέρουσας Οντότητας το αργότερο την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του εν λόγω Ομίλου ΠΕ. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την προθεσμία αυτή έως την τελευταία ημέρα της προθεσμίας για την υποβολή της φορολογικής δήλωσης αυτής της Συνιστώσας Οντότητας για το προηγούμενο φορολογικό έτος.

5. Η έκθεση ανά χώρα διευκρινίζει το νόμισμα των ποσών που αναφέρει.

ΤΜΗΜΑ III

ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΑ ΧΩΡΑ

Α.   Υπόδειγμα για την έκθεση ανά χώρα



Πίνακας 1  Επισκόπηση της κατανομής εισοδήματος, φόρων και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ανά περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας

Ονομασία του ομίλου ΠΕ:

Φορολογικό έτος:

Χρησιμοποιηθέν νόμισμα:

Περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας

Έσοδα

Κέρδη (ζημίες) προ φόρου εισοδήματος

Καταβληθείς φόρος εισοδήματος (σε ταμειακή βάση)

Οφειλόμενος φόρος εισοδήματος — Τρέχον έτος

Μετοχικό κεφάλαιο

Συσσωρευμένα κέρδη

Αριθμός εργαζομένων

Υλικά περιουσιακά στοιχεία εκτός από ταμειακά διαθέσιμα και ταμειακά ισοδύναμα

Μη συνδεδεμένα μέρη

Συνδεδεμένα μέρη

Σύνολο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



Πίνακας 2  Κατάλογος με όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του ομίλου ΠΕ που περιλαμβάνονται σε κάθε συγκεντρωτική κατάσταση ανά περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας

Ονομασία του ομίλου ΠΕ:

Φορολογικό έτος:

Περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας

Συνιστώσες Οντότητες με κατοικία στην περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας

Περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας της οργάνωσης ή σύστασης, αν διαφέρει από την περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας της κατοικίας

Κύρια(-ες) επιχειρηματική(-ές) δραστηριότητα(-ες)

Έρευνα και ανάπτυξη

Κατοχή ή διαχείριση πνευματικής ιδιοκτησίας

Αγορές ή προμήθειες

Κατασκευή ή παραγωγή

Πωλήσεις, εμπορία ή διανομή

Διοικητικές, διαχειριστικές ή υποστηρικτικές υπηρεσίες

Παροχή υπηρεσιών σε μη συνδεδεμένα μέρη

Εσωτερική χρηματοδότηση ομίλου

Ρυθμιζόμενες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες

Ασφάλιση

Κατοχή συμμετοχών ή άλλοι συμμετοχικοί τίτλοι

Σε αδράνεια

Άλλο (1)

 

1.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(1)   Διευκρινίστε τη φύση της δραστηριότητας της Συνιστώσας Οντότητας στον πίνακα «Συμπληρωματικές πληροφορίες».

Πίνακας 3   Συμπληρωματικές πληροφορίες

Ονομασία του ομίλου ΠΕ:

Φορολογικό έτος:

Να περιληφθούν τυχόν περαιτέρω σύντομες πληροφορίες ή διευκρινίσεις που θεωρείτε ότι είναι αναγκαίες ή θα διευκολύνουν την κατανόηση των υποχρεωτικών πληροφοριών που παρέχονται στην έκθεση ανά χώρα.

Β.   Γενικές οδηγίες για τη συμπλήρωση της έκθεσης ανά χώρα

1.   Σκοπός

Το υπόδειγμα χρησιμοποιείται για την υποβολή στοιχείων σχετικά με την κατανομή εισοδήματος, φόρων και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων (ΠΕ) ανά περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας.

2.   Αντιμετώπιση υποκαταστημάτων και μονίμων εγκαταστάσεων

Τα στοιχεία της μόνιμης εγκατάστασης υποβάλλονται σε σχέση με την περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας όπου αυτή βρίσκεται και όχι σε σχέση με την περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας της κατοικίας της επιχειρηματικής μονάδας της οποίας αποτελεί μέρος η μόνιμη εγκατάσταση. Η υποβολή στοιχείων στη φορολογική δικαιοδοσία κατοικίας για την επιχειρηματική μονάδα της οποίας αποτελεί μέρος η μόνιμη εγκατάσταση δεν περιλαμβάνει τα χρηματοοικονομικά στοιχεία που σχετίζονται με τη μόνιμη εγκατάσταση.

3.   Περίοδος που καλύπτεται από το ετήσιο υπόδειγμα

Το υπόδειγμα καλύπτει το φορολογικό έτος της αναφέρουσας ΠΕ. Για τις Συνιστώσες Οντότητες, κατά την κρίση της αναφέρουσας ΠΕ, το υπόδειγμα αντανακλά με τρόπο συνεκτικό μία από τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) πληροφορίες για το φορολογικό έτος των σχετικών Συνιστωσών Οντοτήτων που λήγει την ίδια ημερομηνία με το φορολογικό έτος της αναφέρουσας ΠΕ ή λήγει εντός της δωδεκάμηνης περιόδου που προηγείται της εν λόγω ημερομηνίας·

β) πληροφορίες για όλες τις σχετικές Συνιστώσες Οντότητες που αναφέρθηκαν για το φορολογικό έτος της αναφέρουσας ΠΕ.

4.   Πηγές δεδομένων

Κατά τη συμπλήρωση του υποδείγματος η αναφέρουσα ΠΕ χρησιμοποιεί με τρόπο συνεκτικό τις ίδιες πηγές δεδομένων από έτος σε έτος. Η αναφέρουσα ΠΕ μπορεί να επιλέξει να χρησιμοποιήσει δεδομένα από τις ενοποιημένες δέσμες υποβαλλόμενων στοιχείων, τις χωριστές υποχρεωτικές οικονομικές καταστάσεις ανά οντότητα, τις κανονιστικές οικονομικές καταστάσεις ή τους λογαριασμούς εσωτερικής διαχείρισης. Δεν είναι αναγκαίο να συμφωνεί η αναφορά των εσόδων, των κερδών και του φόρου στο υπόδειγμα με τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Εάν χρησιμοποιούνται υποχρεωτικές οικονομικές καταστάσεις ως βάση για την υποβολή στοιχείων, όλα τα ποσά μετατρέπονται στο δηλωθέν νόμισμα λειτουργίας της αναφέρουσας ΠΕ σύμφωνα με τη μέση συναλλαγματική ισοτιμία για το έτος που δηλώνεται στο τμήμα «Συμπληρωματικές πληροφορίες» του υποδείγματος. Δεν χρειάζεται ωστόσο να γίνονται προσαρμογές για διαφορές στις αρχές λογιστικής που εφαρμόζονται στη μια ή στην άλλη περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας.

Η αναφέρουσα ΠΕ παρέχει σύντομη περιγραφή των πηγών δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση του υποδείγματος, στο τμήμα «Συμπληρωματικές πληροφορίες» του υποδείγματος. Εάν υπάρχει μεταβολή στην πηγή δεδομένων που χρησιμοποιείται από έτος σε έτος, η αναφέρουσα ΠΕ εξηγεί τους λόγους για τη μεταβολή και τις συνέπειές της, στο τμήμα «Συμπληρωματικές πληροφορίες» του υποδείγματος.

Γ.   Ειδικές οδηγίες για τη συμπλήρωση της έκθεσης ανά χώρα

1.   Επισκόπηση της κατανομής εισοδήματος, φόρων και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ανά περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας (πίνακας 1)

1.1.   Περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας

Στην πρώτη στήλη του υποδείγματος, η αναφέρουσα ΠΕ απαριθμεί όλες τις περιοχές φορολογικής δικαιοδοσίας στις οποίες έχουν τη φορολογική κατοικία τους Συνιστώσες Οντότητες του ομίλου ΠΕ. Η περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας ορίζεται ως κρατική ή μη κρατική περιοχή δικαιοδοσίας που έχει δημοσιονομική αυτονομία. Περιλαμβάνεται χωριστή γραμμή για όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του ομίλου ΠΕ που η αναφέρουσα ΠΕ θεωρεί ότι δεν έχουν τη φορολογική κατοικία τους σε καμία περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας. Όταν Συνιστώσα Οντότητα έχει την κατοικία της σε περισσότερες από μία περιοχές φορολογικής δικαιοδοσίας, εφαρμόζεται ο κανόνας διευθέτησης διαφορών της εφαρμοστέας φορολογικής σύμβασης για να προσδιοριστεί η περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας της κατοικίας. Όταν δεν υπάρχει ισχύουσα φορολογική σύμβαση, η αναφορά της Συνιστώσας Οντότητας γίνεται στην περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας του τόπου άσκησης της πραγματικής διοίκησης της Συνιστώσας Οντότητας. Ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησης προσδιορίζεται με βάση τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα.

1.2.   Έσοδα

Στις τρεις στήλες του υποδείγματος υπό τον τίτλο «Έσοδα» η αναφέρουσα ΠΕ αναφέρει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) το άθροισμα των εσόδων από όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του ομίλου ΠΕ στην οικεία περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας που προκύπτουν από συναλλαγές με συνδεδεμένες επιχειρήσεις·

β) το άθροισμα των εσόδων από όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του ομίλου ΠΕ στην οικεία περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας που προκύπτουν από συναλλαγές με ανεξάρτητα μέρη·

γ) το συνολικό άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

Τα έσοδα περιλαμβάνουν έσοδα από πωλήσεις αποθεμάτων και περιουσιακών στοιχείων, υπηρεσίες, δικαιώματα εκμετάλλευσης, τόκους, ασφάλιστρα και οποιαδήποτε άλλα ποσά. Τα έσοδα δεν περιλαμβάνουν πληρωμές που λαμβάνονται από άλλες Συνιστώσες Οντότητες και οι οποίες αντιμετωπίζονται ως μερίσματα στην περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας του πληρωτή.

1.3.   Κέρδη (ζημίες) προ φόρου εισοδήματος

Στην πέμπτη στήλη του υποδείγματος η αναφέρουσα ΠΕ αναφέρει το άθροισμα των κερδών (ζημιών) προ φόρου εισοδήματος για όλες τις Συνιστώσες Οντότητες με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας. Τα κέρδη (ζημίες) προ φόρου εισοδήματος περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία έκτακτων εσόδων και εξόδων.

1.4.   Καταβληθείς φόρος εισοδήματος (σε ταμειακή βάση)

Στην έκτη στήλη του υποδείγματος η αναφέρουσα ΠΕ αναφέρει το συνολικό ποσό του φόρου εισοδήματος που πράγματι καταβλήθηκε κατά το αντίστοιχο φορολογικό έτος από όλες τις Συνιστώσες Οντότητες με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας. Οι καταβληθέντες φόροι περιλαμβάνουν φόρους που καταβάλλονται σε ταμειακή βάση από τη Συνιστώσα Οντότητα στην περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας της κατοικίας και σε όλες τις άλλες περιοχές φορολογικής δικαιοδοσίας. Περιλαμβάνουν επίσης τους παρακρατούμενους φόρους στην πηγή που καταβάλλονται από άλλες οντότητες (συνδεδεμένες επιχειρήσεις και ανεξάρτητες επιχειρήσεις) για πληρωμές στη Συνιστώσα Οντότητα. Ως εκ τούτου, εάν η εταιρεία Α με κατοικία στην περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας Α εισπράττει τόκους στην περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας Β, ο φόρος που παρακρατείται στην πηγή στην περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας Β αναφέρεται από την εταιρεία Α.

1.5.   Οφειλόμενος φόρος εισοδήματος (Τρέχον έτος)

Στην έβδομη στήλη του υποδείγματος η αναφέρουσα ΠΕ αναφέρει το σύνολο των οφειλόμενων τρεχόντων φορολογικών εξόδων που καταχωρίζεται για φορολογούμενα κέρδη ή ζημίες του έτους υποβολής εκθέσεων για όλες τις Συνιστώσες Οντότητες με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας. Τα τρέχοντα φορολογικά έξοδα αντικατοπτρίζουν μόνο πράξεις του τρέχοντος έτους και δεν περιλαμβάνουν αναβαλλόμενους φόρους ή προβλέψεις για αβέβαιες φορολογικές υποχρεώσεις.

1.6.   Μετοχικό κεφάλαιο

Στην όγδοη στήλη του υποδείγματος η αναφέρουσα ΠΕ αναφέρει το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου όλων των Συνιστωσών Οντοτήτων με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας. Όσον αφορά τις μόνιμες εγκαταστάσεις, το μετοχικό κεφάλαιο αναφέρεται από τη νομική οντότητα της οποίας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση, εκτός αν υπάρχει καθορισμένη κεφαλαιακή απαίτηση στην περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας της μόνιμης εγκατάστασης για κανονιστικούς σκοπούς.

1.7.   Συσσωρευμένα κέρδη

Στην ένατη στήλη του υποδείγματος η αναφέρουσα ΠΕ αναφέρει το άθροισμα των συνολικών συσσωρευμένων κερδών όλων των Συνιστωσών Οντοτήτων με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας κατά το τέλος του έτους. Όσον αφορά τις μόνιμες εγκαταστάσεις, τα συσσωρευμένα κέρδη αναφέρονται από τη νομική οντότητα της οποίας αποτελούν μόνιμη εγκατάσταση.

1.8.   Αριθμός εργαζομένων

Στη δέκατη στήλη του υποδείγματος η αναφέρουσα ΠΕ αναφέρει τον συνολικό αριθμό εργαζομένων σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ) όλων των Συνιστωσών Οντοτήτων με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας. Ο αριθμός των εργαζομένων μπορεί να αναφερθεί ως έχει κατά το τέλος του έτους, βάσει των μέσων επιπέδων απασχόλησης για το έτος, ή σε οποιαδήποτε άλλη βάση με συνεκτική εφαρμογή στις διάφορες περιοχές φορολογικής δικαιοδοσίας και από έτος σε έτος. Για τον σκοπό αυτό, οι ανεξάρτητοι εργολήπτες που συμμετέχουν στις συνήθεις δραστηριότητες λειτουργίας της Συνιστώσας Οντότητας μπορούν να αναφέρονται ως εργαζόμενοι. Επιτρέπεται η εύλογη στρογγυλοποίηση ή κατά προσέγγιση αναφορά του αριθμού των εργαζομένων, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω στρογγυλοποίηση ή κατά προσέγγιση αναφορά δεν στρεβλώνει ουσιαστικά τη σχετική κατανομή των εργαζομένων στις διάφορες περιοχές φορολογικής δικαιοδοσίας. Εφαρμόζονται συνεκτικές προσεγγίσεις από έτος σε έτος και για τις διάφορες οντότητες.

1.9.   Υλικά περιουσιακά στοιχεία εκτός από ταμειακά διαθέσιμα και ταμειακά ισοδύναμα

Στην ενδέκατη στήλη του υποδείγματος η αναφέρουσα ΠΕ αναφέρει το σύνολο της καθαρής λογιστικής αξίας των υλικών περιουσιακών στοιχείων όλων των Συνιστωσών Οντοτήτων με φορολογική κατοικία στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας. Όσον αφορά τις μόνιμες εγκαταστάσεις, τα περιουσιακά στοιχεία αναφέρονται σε σχέση με την περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση. Για τον σκοπό αυτό, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνουν ταμειακά διαθέσιμα ή ταμειακά ισοδύναμα ούτε άυλα ή χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία.

2.   Κατάλογος με όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του ομίλου ΠΕ που περιλαμβάνονται σε κάθε συγκεντρωτική κατάσταση ανά περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας (πίνακας 2)

2.1.   Συνιστώσες Οντότητες με κατοικία στην περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας

Η αναφέρουσα ΠΕ απαριθμεί, ανά περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας και ονομασία νομικής οντότητας, όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του ομίλου ΠΕ που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην εκάστοτε περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο σημείο 2 των γενικών οδηγιών όσον αφορά τις μόνιμες εγκαταστάσεις, η μόνιμη εγκατάσταση αναφέρεται σε σχέση με την περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκεται. Σημειώνεται η νομική οντότητα της οποίας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση.

2.2.   Περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας της οργάνωσης ή σύστασης, αν διαφέρει από την περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας της κατοικίας

Η αναφέρουσα ΠΕ αναφέρει το όνομα της περιοχής φορολογικής δικαιοδοσίας βάσει του δικαίου της οποίας έχει οργανωθεί ή συσταθεί η Συνιστώσα Οντότητα της ΠΕ, εάν είναι διαφορετική από την περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας της κατοικίας.

2.3.   Κύριες επιχειρηματικές δραστηριότητες

Η αναφέρουσα ΠΕ προσδιορίζει τη φύση της (των) κύριας(-ων) επιχειρηματικής(-ών) δραστηριότητας(-ων) που ασκείται(-ούνται) από τη Συνιστώσα Οντότητα στην αντίστοιχη περιοχή φορολογικής δικαιοδοσίας, επιλέγοντας ένα ή περισσότερα από τα κατάλληλα τετραγωνίδια.



( 1 ) Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (ΕΕ L 157 της 26.6.2003, σ. 38).

( 2 ) Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

( 3 ) ΕΕ L 84 της 31.3.2010, σ. 1.

( 4 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

Top