Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02010R1217-20221218

Consolidated text: Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1217/2010 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών έρευνας και ανάπτυξης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2010/1217/2022-12-18

02010R1217 — EL — 18.12.2022 — 001.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1217/2010 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Δεκεμβρίου 2010

για την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών έρευνας και ανάπτυξης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 335 της 18.12.2010, σ. 36)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2022/2455 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 8ης Δεκεμβρίου 2022

  L 321

1

15.12.2022




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1217/2010 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Δεκεμβρίου 2010

για την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών έρευνας και ανάπτυξης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



Άρθρο 1

Ορισμοί

1.  

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) 

ως «συμφωνία έρευνας και ανάπτυξης» νοείται η συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών και αφορά τους όρους υπό τους οποίους τα εν λόγω μέρη πρόκειται να ασχοληθούν με:

i) 

από κοινού έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων ή τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας και από κοινού εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της εν λόγω έρευνας και ανάπτυξης·

ii) 

από κοινού εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων έρευνας και ανάπτυξης προϊόντων ή τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας που έχει διεξαχθεί από κοινού βάσει προγενέστερης συμφωνίας μεταξύ των ιδίων μερών·

iii) 

από κοινού έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων ή τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας, μη συμπεριλαμβανομένης της από κοινού εκμετάλλευσης των αποτελεσμάτων·

iv) 

«αμειβόμενη» έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων ή τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας και από κοινού εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της εν λόγω έρευνας και ανάπτυξης·

v) 

από κοινού εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων «αμειβόμενης» έρευνας και ανάπτυξης προϊόντων ή τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας βάσει προγενέστερης συμφωνίας μεταξύ των ιδίων μερών·

vi) 

«αμειβόμενη» έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων ή τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας, μη συμπεριλαμβανομένης της από κοινού εκμετάλλευσης των αποτελεσμάτων·

β) 

ως «συμφωνία» νοείται συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική·

γ) 

ως «έρευνα και ανάπτυξη» νοούνται η απόκτηση τεχνογνωσίας επί προϊόντων, τεχνολογιών ή διαδικασιών και η διεξαγωγή θεωρητικής ανάλυσης, συστηματικής μελέτης ή πειραμάτων, περιλαμβανομένης της πειραματικής παραγωγής, η τεχνική δοκιμή προϊόντων ή διαδικασιών, η δημιουργία των αναγκαίων εγκαταστάσεων και η κατοχύρωση των αποτελεσμάτων με δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας·

δ) 

ως «προϊόν» νοείται αγαθό ή υπηρεσία, περιλαμβανομένων τόσο των ενδιάμεσων αγαθών ή υπηρεσιών και των τελικών αγαθών ή υπηρεσιών·

ε) 

ως «τεχνολογία που αποτελεί αντικείμενο της συμφωνίας» νοείται κάθε τεχνολογία ή διαδικασία που αποτελεί καρπό της από κοινού έρευνας και ανάπτυξης·

στ) 

ως «προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της συμφωνίας» νοείται κάθε προϊόν που αποτελεί καρπό της από κοινού έρευνας και ανάπτυξης ή που παράγεται ή παρέχεται με εφαρμογή των τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας·

ζ) 

ως «εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων» νοούνται η παραγωγή ή διανομή των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας ή η εφαρμογή των τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας ή η εκχώρηση ή παροχή άδειας για την άσκηση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ή η παροχή τεχνογνωσίας απαραίτητης για τη συγκεκριμένη παραγωγή ή εφαρμογή·

η) 

ως «δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας» νοούνται τα δικαιώματα που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα·

θ) 

ως «τεχνογνωσία» νοείται ένα σύνολο πρακτικών πληροφοριών μη κατοχυρωμένων με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που προκύπτουν από την πείρα και τις δοκιμές, οι οποίες είναι απόρρητες, ουσιώδεις και προσδιορισμένες·

ι) 

«απόρρητες», στο πλαίσιο της τεχνογνωσίας, σημαίνει ότι η τεχνογνωσία δεν είναι γενικά γνωστή ούτε εύκολα προσβάσιμη·

ια) 

«ουσιώδεις», στο πλαίσιο της τεχνογνωσίας, σημαίνει ότι η τεχνογνωσία είναι σημαντική και χρήσιμη για την παραγωγή των προϊόντων ή την εφαρμογή των τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας·

ιβ) 

«προσδιορισμένες», στο πλαίσιο της τεχνογνωσίας σημαίνει ότι η τεχνογνωσία περιγράφεται κατά τρόπο επαρκώς διεξοδικό ώστε να είναι δυνατό να διαπιστωθεί κατά πόσον πληροί τα κριτήρια του απόρρητου και του ουσιώδους·

ιγ) 

ως «από κοινού» στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που διεξάγονται βάσει συμφωνίας έρευνας και ανάπτυξης νοούνται οι δραστηριότητες εφόσον οι σχετικές εργασίες:

i) 

εκτελούνται από κοινό κλιμάκιο, φορέα ή επιχείρηση·

ii) 

ανατίθενται από κοινού σε κάποιον τρίτο· ή

iii) 

κατανέμονται μεταξύ των συμβαλλομένων μερών βάσει ειδίκευσης στην έρευνα και ανάπτυξη ή στην εκμετάλλευση·

ιδ) 

ως «ειδίκευση σε έρευνα και ανάπτυξη» νοείται ότι καθένα από τα μέρη συμμετέχει σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης που καλύπτονται από τη συμφωνία έρευνας και ανάπτυξης, και η κατανομή των εργασιών έρευνας και ανάπτυξης μεταξύ των μερών κατά τρόπο που αυτά κρίνουν ως πλέον κατάλληλο· τούτο δεν συμπεριλαμβάνει την «αμειβόμενη» έρευνα και ανάπτυξη·

ιε) 

ως «ειδίκευση στην εκμετάλλευση» νοείται ότι τα μέρη αναλαμβάνουν μεταξύ τους χωριστά καθήκοντα όπως, για παράδειγμα, παραγωγή ή διανομή, ή επιβάλλουν περιορισμούς μεταξύ τους όσον αφορά την εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων σε σχέση με ορισμένα εδάφη, πελάτες ή πεδία χρήσης· αυτό περιλαμβάνει επίσης την περίπτωση στην οποία ένα μόνο μέρος παράγει και διανέμει τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας βάσει άδειας αποκλειστικής εκμετάλλευσης την οποία έχει λάβει από τα άλλα μέρη·

ιστ) 

ως «αμειβόμενη έρευνα και ανάπτυξη» νοείται η έρευνα και ανάπτυξη όπου το ένα μέρος πραγματοποιεί όλες τις δραστηριότητες και ότι το άλλο μέρος χρηματοδοτεί αυτές τις δραστηριότητες·

ιζ) 

ως «χρηματοδοτούν μέρος» νοείται το μέρος που χρηματοδοτεί «αμειβόμενη έρευνα και ανάπτυξη» ενώ δεν διεξάγει το ίδιο κάποια από τις δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης·

ιη) 

ως «ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις» νοούνται οι πραγματικοί ή δυνητικοί ανταγωνιστές·

ιθ) 

ως «πραγματικός ανταγωνιστής» νοείται επιχείρηση η οποία παρέχει προϊόν, τεχνολογία ή διαδικασία δυνάμενη να βελτιωθεί, να υποκατασταθεί ή να αντικατασταθεί από το προϊόν ή την τεχνολογία που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας στη σχετική γεωγραφική αγορά·

κ) 

ως «δυνητικός ανταγωνιστής» νοείται επιχείρηση η οποία, αν δεν υπήρχε η συμφωνία έρευνας και ανάπτυξης, κατά πάσα πιθανότητα θα αναλάμβανε, με ρεαλιστικό σχεδιασμό και όχι ως θεωρητικό ενδεχόμενο, σε περίπτωση μικρής αλλά μόνιμης αύξησης των σχετικών τιμών, εντός το πολύ τριών ετών, τις απαραίτητες συμπληρωματικές επενδύσεις ή άλλο απαραίτητο κόστος μετατροπής προκειμένου να προμηθεύσει προϊόν, τεχνολογία ή διαδικασία δυνάμενη να βελτιωθεί, να υποκατασταθεί ή να αντικατασταθεί από το προϊόν ή τεχνολογία που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας στη σχετική γεωγραφική αγορά·

κα) 

ως «σχετική αγορά προϊόντος» νοείται η οικεία αγορά για τα προϊόντα που μπορούν να βελτιωθούν, να υποκατασταθούν ή αντικατασταθούν από προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας·

κβ) 

ως «σχετική αγορά τεχνολογίας» νοείται η οικεία αγορά για τις τεχνολογίες που μπορούν να βελτιωθούν, να υποκατασταθούν ή αντικατασταθούν από τεχνολογίες που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας.

2.  
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι όροι «επιχείρηση» και «μέρος» περιλαμβάνουν τις αντίστοιχες συνδεδεμένες επιχειρήσεις τους.

Ως «συνδεδεμένες επιχειρήσεις» νοούνται:

α) 

οι επιχειρήσεις στις οποίες ένα από τα μέρη της συμφωνίας έρευνας και ανάπτυξης έχει, άμεσα ή έμμεσα:

i) 

τη δυνατότητα να ασκεί πάνω από το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου·

ii) 

την εξουσία να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του εποπτικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων που εκπροσωπούν νόμιμα την επιχείρηση· ή

iii) 

το δικαίωμα να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της επιχείρησης·

β) 

οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν, σε σχέση με επιχείρηση που είναι μέρος της συμφωνίας έρευνας και ανάπτυξης, άμεσα ή έμμεσα, τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που παρατίθενται στο στοιχείο α)·

γ) 

οι επιχειρήσεις στις οποίες μία από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) έχει, άμεσα ή έμμεσα, τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που παρατίθενται στο στοιχείο α)·

δ) 

οι επιχειρήσεις στις οποίες κάποιο από τα μέρη της συμφωνίας έρευνας και ανάπτυξης μαζί με μία ή περισσότερες από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) ή στις οποίες δύο ή περισσότερες από αυτές έχουν από κοινού τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

ε) 

οι επιχειρήσεις στις οποίες κατέχουν από κοινού τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που παρατίθενται στο στοιχείο α):

i) 

συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας έρευνας και ανάπτυξης, ή οι αντίστοιχες συνδεδεμένες με αυτά επιχειρήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ)· ή

ii) 

ένα ή περισσότερα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας έρευνας και ανάπτυξης, ή μία ή περισσότερες από τις συνδεδεμένες με αυτά επιχειρήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ), και ένα ή περισσότερα τρίτα μέρη.

Άρθρο 2

Απαλλαγή

1.  
Σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 3 της Συνθήκης και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 101 παράγραφος 1 της Συνθήκης κηρύσσεται ανεφάρμοστο στις συμφωνίες έρευνας και ανάπτυξης.

Η εν λόγω απαλλαγή εφαρμόζεται στο βαθμό που τέτοιου είδους συμφωνίες περιλαμβάνουν περιορισμούς του ανταγωνισμού που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

2.  
Η απαλλαγή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται σε συμφωνίες έρευνας και ανάπτυξης οι οποίες περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με την ανάθεση ή την παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας σε ένα ή περισσότερα από τα συμβαλλόμενα μέρη ή σε οντότητα που συγκροτούν τα μέρη για τη διεξαγωγή από κοινού έρευνας και ανάπτυξης, αμειβόμενης έρευνας και ανάπτυξης ή από κοινού εκμετάλλευση, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν αποτελούν πρωταρχικό αντικείμενο τέτοιων συμφωνιών, αλλά συνδέονται άμεσα με αυτές και είναι απαραίτητες για την εφαρμογή τους.

Άρθρο 3

Όροι απαλλαγής

1.  
Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 εφαρμόζεται εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.
2.  
Η συμφωνία έρευνας και ανάπτυξης πρέπει να αναφέρει ότι όλα τα μέρη πρέπει να έχουν πλήρη πρόσβαση στα τελικά αποτελέσματα της από κοινού έρευνας και ανάπτυξης ή της «αμειβόμενης» έρευνας και ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων κάθε δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και τεχνογνωσίας που ενδέχεται να προκύψουν, για λόγους περαιτέρω έρευνας και ανάπτυξης και εκμετάλλευσης, αμέσως μόλις αυτά καταστούν διαθέσιμα. Στην περίπτωση που τα μέρη, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, περιορίζουν τα δικαιώματά τους εκμετάλλευσης, και ειδικότερα όταν ειδικεύονται στην εκμετάλλευση, η πρόσβαση στα αποτελέσματα για λόγους εκμετάλλευσης θα πρέπει να περιορίζεται ανάλογα. Επιπλέον, τα ερευνητικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα ή οι επιχειρήσεις που παρέχουν έρευνα και ανάπτυξη με τη μορφή εμπορικών υπηρεσιών χωρίς να ασχολούνται, κατά κανόνα, με την εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων δύνανται να συμφωνήσουν ότι θα χρησιμοποιήσουν τα αποτελέσματα αποκλειστικά και μόνο για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας. Η συμφωνία έρευνας και ανάπτυξης δύναται να προβλέπει ότι έκαστο μέρος αποζημιώνει το άλλο μέρος για την πρόσβαση που του παρέχει στα αποτελέσματα για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας ή για λόγους εκμετάλλευσης, αλλά η αποζημίωση δεν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμποδίζεται εκ των πραγμάτων η πρόσβαση στα αποτελέσματα.
3.  
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, στις περιπτώσεις στις οποίες η συμφωνία έρευνας και ανάπτυξης προβλέπει μόνον τη διεξαγωγή από κοινού ή «αμειβόμενης» έρευνας και ανάπτυξης, η εν λόγω συμφωνία πρέπει να ορίζει ότι έκαστο μέρος πρέπει να έχει πρόσβαση σε όλη την προϋπάρχουσα τεχνογνωσία των άλλων μερών, εφόσον αυτή είναι απαραίτητη για τους σκοπούς της εκμετάλλευσης των αποτελεσμάτων. Η συμφωνία έρευνας και ανάπτυξης δύναται να προβλέπει ότι έκαστο μέρος αποζημιώνει ένα άλλο μέρος για την πρόσβαση που του παρέχει στην προϋπάρχουσα τεχνογνωσία, αλλά η αποζημίωση δεν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμποδίζεται εκ των πραγμάτων η πρόσβαση στα αποτελέσματα.
4.  
Η από κοινού εκμετάλλευση δύναται να αφορά μόνον αποτελέσματα τα οποία είναι κατοχυρωμένα με δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας ή συνιστούν τεχνογνωσία και τα οποία είναι απαραίτητα για την παραγωγή των προϊόντων ή την εφαρμογή των τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας.
5.  
Τα μέρη που αναλαμβάνουν την παραγωγή των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας στο πλαίσιο ειδίκευσης στην εκμετάλλευση πρέπει να υποχρεούνται να εκπληρώσουν παραγγελίες παράδοσης των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας προερχόμενες από τα άλλα μέρη, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η συμφωνία έρευνας και ανάπτυξης προβλέπει και από κοινού διανομή κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) σημεία i) ή ii) ή όταν τα μέρη συμφώνησαν ότι μόνον το μέρος που παράγει τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας δύναται να τα διανέμει.

Άρθρο 4

Ανώτατο όριο μεριδίου αγοράς και διάρκεια απαλλαγής

1.  
Όταν τα μέρη δεν είναι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 εφαρμόζεται επί όσο χρόνο διαρκεί η έρευνα και ανάπτυξη. Όταν η εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων γίνεται από κοινού, η απαλλαγή συνεχίζει να ισχύει επί επτά έτη από τη στιγμή κατά την οποία τα προϊόντα ή οι τεχνολογίες που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας διατίθενται για πρώτη φορά προς πώληση στην εσωτερική αγορά.
2.  

Στην περίπτωση που δύο ή περισσότερα μέρη είναι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 εφαρμόζεται για την περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μόνον εάν, κατά τον χρόνο υπογραφής της συμφωνίας έρευνας και ανάπτυξης:

α) 

το συνολικό μερίδιο αγοράς των μερών συμφωνίας έρευνας και ανάπτυξης δεν υπερβαίνει το 25 % στις σχετικές αγορές του προϊόντος ή της τεχνολογίας, όταν πρόκειται για συμφωνίες έρευνας και ανάπτυξης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημεία i), ii) ή iii)· ή

β) 

το συνολικό μερίδιο της αγοράς του χρηματοδοτούντος μέρους και όλων των μερών με τα οποία το χρηματοδοτούν μέρος έχει συνάψει συμφωνίες έρευνας και ανάπτυξης για τα προϊόντα ή τις τεχνολογίες που αποτελούν αντικείμενο της ίδιας συμφωνίας δεν υπερβαίνει το 25 % των σχετικών αγορών του προϊόντος και της τεχνολογίας, όταν πρόκειται για συμφωνίες έρευνας και ανάπτυξης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημεία iv), v) ή vi).

3.  
Μετά την παρέλευση της χρονικής περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η απαλλαγή εξακολουθεί να ισχύει για όσο χρονικό διάστημα το συνολικό μερίδιο αγοράς των μερών δεν υπερβαίνει το 25 % των σχετικών αγορών προϊόντος και τεχνολογίας.

Άρθρο 5

Περιορισμοί ιδιαίτερης σοβαρότητας

Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 δεν εφαρμόζεται για τις συμφωνίες έρευνας και ανάπτυξης οι οποίες, άμεσα ή έμμεσα, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που υπόκεινται στον έλεγχο των μερών, έχουν ως αντικείμενο κάποιο από τα ακόλουθα:

α) 

τον περιορισμό της ελευθερίας των μερών να διεξάγουν έρευνα και ανάπτυξη, είτε ανεξάρτητα είτε σε συνεργασία με τρίτους, σε κλάδο ο οποίος δεν συνδέεται με εκείνον τον οποίον αφορά η συμφωνία έρευνας και ανάπτυξης ή, μετά την ολοκλήρωση της από κοινού ή «αμειβόμενης» έρευνας και ανάπτυξης, στον κλάδο τον οποίον αυτή αφορούσε ή σε κάποιον συναφή κλάδο·

β) 

τον περιορισμό του όγκου της παραγωγής ή των πωλήσεων, με εξαίρεση:

i) 

τον καθορισμό στόχων για την παραγωγή, οσάκις η από κοινού εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων περιλαμβάνει την από κοινού παραγωγή των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας·

ii) 

τον καθορισμό στόχων για τις πωλήσεις, οσάκις η από κοινού εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων περιλαμβάνει την από κοινού διανομή των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας ή την από κοινού παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης των τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) σημεία i) ή ii)·

iii) 

πρακτικές που συνιστούν ειδίκευση σε εκμετάλλευση· και

iv) 

τον περιορισμό της ελευθερίας των μερών να κατασκευάζουν, πωλούν, αναθέτουν ή να παραχωρούν άδειες εκμετάλλευσης για προϊόντα, τεχνολογίες ή διαδικασίες ανταγωνιστικές με τα προϊόντα ή τις τεχνολογίες που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας κατά την περίοδο κατά την οποία τα μέρη συμφώνησαν να εκμεταλλεύονται από κοινού τα αποτελέσματα·

γ) 

τον προκαθορισμό των τιμών κατά την πώληση σε τρίτους των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας ή κατά την παραχώρηση σε τρίτους άδειας εκμετάλλευσης των τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας, με εξαίρεση τον προκαθορισμό των τιμών που χρεώνονται σε άμεσους πελάτες ή τον προκαθορισμό των αμοιβών για τις άδειες εκμετάλλευσης που χρεώνονται σε άμεσους αδειοδόχους εφόσον η από κοινού εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων περιλαμβάνει την από κοινού διανομή των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας ή την από κοινού παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης για τις τεχνολογίες που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία ιγ) σημεία i) ή ii)·

δ) 

τον περιορισμό ως προς την περιοχή εκμετάλλευσης στην οποία, ή ως προς τους πελάτες προς τους οποίους ο δικαιοδόχος δύναται να πραγματοποιεί παθητικές πωλήσεις των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας ή να παραχωρεί άδειες εκμετάλλευσης για τις τεχνολογίες που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας, με εξαίρεση την υποχρέωση να παραχωρείται αποκλειστικά άδεια εκμετάλλευσης των αποτελεσμάτων σε άλλο μέρος·

ε) 

την υποχρέωση να μην πραγματοποιηθούν ή να περιορισθούν οι ενεργητικές πωλήσεις των προϊόντων ή τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας σε περιοχές εκμετάλλευσης ή πελάτες που δεν έχουν ανατεθεί αποκλειστικά σε ένα από τα μέρη στο πλαίσιο ειδίκευσης στην εκμετάλλευση·

στ) 

την υποχρέωση να μην ανταποκριθούν στη ζήτηση από πελάτες στην περιοχή εκμετάλλευσης άλλων μερών της συμφωνίας ή από πελάτες που έχουν με άλλο τρόπο ανατεθεί στα μέρη στο πλαίσιο ειδίκευσης στην εκμετάλλευση, οι οποίοι θα εμπορευθούν τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας σε άλλες περιοχές εκμετάλλευσης εντός της εσωτερικής αγοράς·

ζ) 

την υποχρέωση να καταστήσουν δυσχερή σε χρήστες ή μεταπωλητές την απόκτηση των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας από άλλους μεταπωλητές εντός της εσωτερικής αγοράς.

Άρθρο 6

Αποκλειόμενοι περιορισμοί

Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 δεν εφαρμόζεται όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις που περιέχονται σε συμφωνίες έρευνας και ανάπτυξης:

α) 

την υποχρέωση μη προσβολής, μετά την ολοκλήρωση της έρευνας και ανάπτυξης, της ισχύος δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που τα μέρη κατέχουν στην εσωτερική αγορά και τα οποία είναι σχετικά με τη συγκεκριμένη έρευνα και ανάπτυξη ή, μετά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας έρευνας και ανάπτυξης, της ισχύος δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που τα μέρη κατέχουν στην εσωτερική αγορά και με τα οποία κατοχυρώνονται τα αποτελέσματα της έρευνας και ανάπτυξης με την επιφύλαξη του δικαιώματος τερματισμού της συμφωνίας έρευνας και ανάπτυξης στην περίπτωση που ένα από τα μέρη προσβάλει την ισχύ των εν λόγω δικαιωμάτων·

β) 

την υποχρέωση μη παραχώρησης σε τρίτους αδειών για την παραγωγή των προϊόντων ή για την εφαρμογή των τεχνολογιών που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας, παρά μόνον εφόσον η εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της από κοινού ή της «αμειβόμενης» έρευνας και ανάπτυξης από ένα τουλάχιστον από τα συμμετέχοντα μέρη έχει προβλεφθεί και πραγματοποιείται στην εσωτερική αγορά έναντι τρίτων μερών.

Άρθρο 7

Εφαρμογή του ανώτατου ορίου μεριδίου αγοράς

Για την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου μεριδίου αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 4 εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α) 

το μερίδιο αγοράς υπολογίζεται με βάση την αξία των πωλήσεων στην αγορά· εάν δεν υπάρχουν στοιχεία για την αξία των πωλήσεων στην αγορά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκτιμήσεις που βασίζονται σε άλλες αξιόπιστες πληροφορίες της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του όγκου των πωλήσεων στην αγορά, για να υπολογιστεί το μερίδιο αγοράς των συμβαλλομένων μερών·

β) 

το μερίδιο αγοράς υπολογίζεται με βάση στοιχεία που αναφέρονται στο προηγούμενο ημερολογιακό έτος·

γ) 

το μερίδιο αγοράς που κατέχουν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο ε) επιμερίζεται εξίσου σε κάθε επιχείρηση που έχει τα δικαιώματα και τις εξουσίες που απαριθμούνται στο στοιχείο α) του εν λόγω εδαφίου·

δ) 

εάν το μερίδιο αγοράς, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, δεν υπερβαίνει αρχικά το 25 % αλλά παρουσιάζει στη συνέχεια άνοδο πέραν του ποσοστού αυτού χωρίς να υπερβεί το 30 %, η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 εξακολουθεί να ισχύει επί δύο συναπτά ημερολογιακά έτη μετά το έτος κατά το οποίο σημειώθηκε η πρώτη υπέρβαση του 25 %·

ε) 

εάν το μερίδιο αγοράς, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, δεν υπερβαίνει αρχικά το 25 % αλλά ανέρχεται στη συνέχεια σε επίπεδο άνω του 30 %, η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 εξακολουθεί να ισχύει επί ένα ημερολογιακό έτος μετά το έτος κατά το οποίο σημειώθηκε για πρώτη φορά η υπέρβαση του 30 %·

στ) 

οι διατάξεις των στοιχείων δ) και ε) δεν μπορούν να συνδυασθούν κατά τρόπο ώστε το πλεονέκτημά τους να υπερβαίνει τα δύο ημερολογιακά έτη.

Άρθρο 8

Μεταβατική περίοδος

Η απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 101 παράγραφος 1 της Συνθήκης δεν εφαρμόζεται κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2011 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012 σε σχέση με συμφωνίες οι οποίες ισχύουν ήδη στις 31 Δεκεμβρίου 2010 και οι οποίες δεν πληρούν μεν τις προϋποθέσεις απαλλαγής βάσει του παρόντος κανονισμού, αλλά πληρούν τις προϋποθέσεις απαλλαγής βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2659/2000.

Άρθρο 9

Διάρκεια ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2011.

▼M1

Η ισχύς του λήγει στις 30 Ιουνίου 2023.

▼B

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Top