Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02010R1094-20200101

Consolidated text: Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2010/1094/2020-01-01

Το παρόν ενοποιημένο κείμενο μπορεί να μην περιλαμβάνει τις ακόλουθες τροποποιήσεις:

Τροποποιητική πράξη Τύπος τροποποίησης Σχετική υποδιαίρεση Ημερομηνία θέσης σε ισχύ
32024R1620 τροποποιήθηκε από άρθρο 1 παράγραφος 2 εδάφιο 2 01/07/2025
32024R1620 τροποποιήθηκε από άρθρο 40 παράγραφος 5 εδάφιο 1 01/07/2025
32024R1620 τροποποιήθηκε από άρθρο 54 παράγραφος 2a 01/07/2025

02010R1094 — EL — 01.01.2020 — 002.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής

(ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΟΔΗΓΙΑ 2014/51/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Απριλίου 2014

  L 153

1

22.5.2014

►M2

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2019/2175 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2019

  L 334

1

27.12.2019




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και πεδίο δράσης

1.  Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (εφεξής «Αρχή»).

▼M2

2.  Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, με εξαίρεση τον Τίτλο IV αυτής, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 ( 1 ) και της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ) και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές εφαρμόζονται για ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ιδρύματα που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, στο πλαίσιο των σχετικών τμημάτων της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, περιλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται στις εν λόγω πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

Η Αρχή συμβάλλει στις εργασίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 3 ) όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 ) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Αρχή αποφασίζει επί της συμφωνίας της σύμφωνα με το άρθρο 9α παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.  Η Αρχή ενεργεί στο πεδίο των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, σε σχέση με τα θέματα που δεν εμπίπτουν άμεσα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, περιλαμβανομένων των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και χρηματοοικονομικών αναφορών, λαμβάνοντας υπόψη βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα και την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση παραγόντων, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των πράξεων αυτών.

▼B

4.  Όσον αφορά τα ιδρύματα που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, η Αρχή ενεργεί χωρίς να θίγονται το εθνικό κοινωνικό και εργατικό δίκαιο.

5.  Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, για τη διασφάλιση της συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο.

▼M2

6.  Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της, συμβάλλει:

▼B

α) 

στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας ιδίως υγιή, αποτελεσματική και συνεπή ρύθμιση και εποπτεία,

β) 

στη διασφάλιση της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών,

γ) 

στην ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού,

δ) 

στην αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και στην προαγωγή ισότιμων συνθηκών ανταγωνισμού,

▼M2

ε) 

στη διασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης κινδύνων στους τομείς των ασφαλίσεων, των αντασφαλίσεων και των δραστηριοτήτων επαγγελματικής συνταξιοδότησης,

στ) 

στην ενίσχυση της προστασίας των πελατών και των καταναλωτών· και

▼M2

ζ) 

στην ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά.

▼M2

Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή συμβάλλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των πράξεων οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, να ενισχύει την εποπτική σύγκλιση και να γνωμοδοτεί σύμφωνα με το άρθρο 16α στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

▼B

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με βάση τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε είδους δυνητικό συστημικό κίνδυνο που προέρχεται από χρηματοοικονομικά ιδρύματα, σε περίπτωση αποτυχίας των οποίων μπορεί να πληγεί η λειτουργία του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της πραγματικής οικονομίας.

▼M2

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα, αντικειμενικά και με αμερόληπτο και διαφανή τρόπο, προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου, τηρώντας παράλληλα την αρχή της αναλογικότητας. Η Αρχή έχει υποχρέωση λογοδοσίας, ενεργεί με ακεραιότητα και διασφαλίζει τη δίκαιη μεταχείριση όλων των ενδιαφερομένων.

▼M2

Το περιεχόμενο και η μορφή των δράσεων και των μέτρων της Αρχής, ιδίως οι κατευθυντήριες γραμμές, οι συστάσεις, οι γνώμες, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, τα σχέδια ρυθμιστικών προτύπων και τα σχέδια εκτελεστικών προτύπων τηρούν πλήρως τις εφαρμοστέες διατάξεις του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εφόσον επιτρέπεται και είναι συναφές βάσει των εν λόγω διατάξεων, οι δράσεις και τα μέτρα της Αρχής λαμβάνουν, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, δεόντως υπόψητη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων των δραστηριοτήτων ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος, επιχείρησης, άλλου προσώπου ή χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, οι οποίοι επηρεάζονται από τις δράσεις και τα μέτρα της Αρχής.

7.  Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο μέρος της, επιτροπή που την συμβουλεύει με ποιο τρόπο σε πλήρη συμμόρφωση με τους εφαρμοστέους κανόνες, οι δράσεις και τα μέτρα της θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές διαφορές που επικρατούν στον τομέα, όσον αφορά τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις επιχειρηματικές πρακτικές, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών, στον βαθμό που οι παράγοντες αυτοί έχουν σημασία σύμφωνα με τους κανόνες που λαμβάνονται υπόψη.

▼B

Άρθρο 2

Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας

▼M2

1.  Η Αρχή αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοοικονομικό τομέα, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του και η αποτελεσματική και επαρκής προστασία των πελατών και των καταναλωτών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

▼B

2.  Το ΕΣΧΕ αποτελείται από:

α) 

το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), με σκοπό την υλοποίηση των καθηκόντων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 και τον παρόντα κανονισμό,

β) 

την Αρχή,

γ) 

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5 ),

δ) 

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6 ),

ε) 

τη Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών («Μεικτή Επιτροπή») με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 54 έως 57 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010,

στ) 

τις αρμόδιες ή τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών όπως προβλέπεται στις πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.  Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά με το ΕΣΣΚ, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μεικτής Επιτροπής, διασφαλίζοντας τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών και καταλήγοντας σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και σε άλλα διατομεακά θέματα.

▼M2

4.  Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ, οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών αναμεταξύ τους και από την Αρχή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

▼B

5.  Οι εν λόγω εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ υποχρεούνται να εποπτεύουν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ένωση, σύμφωνα με τις πράξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M2

Με την επιφύλαξη των εθνικών αρμοδιοτήτων, οι αναφορές του παρόντος κανονισμού στην εποπτεία περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές δραστηριότητες όλων των αρμόδιων αρχών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M2

Άρθρο 3

Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών

1.  Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

2.  Σύμφωνα με το άρθρο 226 ΣΛΕΕ, η Αρχή συνεργάζεται πλήρως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε ερευνών διεξάγονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

3.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει, ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

4.  Κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο πρόεδρος συμμετέχει σε ακρόαση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις επιδόσεις της Αρχής. Πραγματοποιείται ακρόαση τουλάχιστον ετησίως. Ο πρόεδρος προβαίνει σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί.

5.  Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στη δήλωση που προβλέπει η παράγραφος 4.

6.  Πέρα από τις πληροφορίες που μνημονεύονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση συμπεριλαμβάνει κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

7.  Η Αρχή απαντά προφορικώς ή γραπτώς σε κάθε ερώτηση που απευθύνεται στην ίδια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός πέντε εβδομάδων από την παραλαβή της.

8.  Κατόπιν αιτήσεως, ο πρόεδρος πραγματοποιεί, κεκλεισμένων των θυρών, εμπιστευτικές προφορικές συζητήσεις με τον πρόεδρο, τους αντιπροέδρους και τους συντονιστές της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όλοι οι συμμετέχοντες τηρούν τις απαιτήσεις περί επαγγελματικού απορρήτου.

9.  Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τη συμμετοχή σε διεθνή φόρουμ, η Αρχή ενημερώνει, κατόπιν αιτήματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη συμβολή της στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα εν λόγω διεθνή φόρουμ.

▼B

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι εξής ορισμοί:

1) 

«χρηματοοικονομικά ιδρύματα» σημαίνει επιχειρήσεις, οντότητες και φυσικά και νομικά πρόσωπα που εμπίπτουν σε οιαδήποτε νομοθετική πράξη προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Όσον αφορά την οδηγία 2005/60/ΕΚ, ως «χρηματοοικονομικά ιδρύματα» νοούνται μόνο οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές όπως ορίζονται με την εν λόγω οδηγία,

2) 

«αρμόδιες αρχές» νοούνται:

i) 

οι εποπτικές αρχές κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και οι αρμόδιες αρχές κατά την έννοια της οδηγίας 2003/41/ΕΚ και 2002/92/ΕΚ,

▼M2

ii) 

όσον αφορά την οδηγία 2002/65/ΕΚ, οι αρχές και φορείς που είναι αρμόδιοι να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας.

▼B

Άρθρο 5

Νομικό καθεστώς

1.  Η Αρχή αποτελεί ενωσιακό φορέα με νομική προσωπικότητα.

2.  Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.  Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

Άρθρο 6

Σύνθεση

Η Αρχή αποτελείται από:

1) 

συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 43,

2) 

συμβούλιο διοίκησης, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 47,

3) 

πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 48,

4) 

εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 53,

5) 

συμβούλιο προσφυγών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 60.

Άρθρο 7

Έδρα

Η έδρα της Αρχής βρίσκεται στην Φρανκφούρτη του Μάιν.

▼M2

Ο καθορισμός της τοποθεσίας της έδρας της Αρχής δεν επηρεάζει την εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών της, την οργάνωση της δομής διακυβέρνησής της, τη λειτουργία της κύριας οργάνωσής της ή την κύρια χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της, επιτρέποντας, κατά περίπτωση, την από κοινού χρήση με τους οργανισμούς της Ένωσης υπηρεσιών διοικητικής στήριξης και υπηρεσιών διαχείρισης εγκαταστάσεων οι οποίες δεν συνδέονται με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 8

Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

1.  Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

▼M2

α) 

με βάση τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως με την ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και άλλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των γνωμοδοτήσεων,

▼M2

αα) 

καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση το οποίο πρέπει να προσδιορίζει βέλτιστες πρακτικές και μεθοδολογίες και διεργασίες υψηλής ποιότητας, λαμβάνει δε υπόψη, μεταξύ άλλων, τις μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές πρακτικές και τα επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών,

▼M2

β) 

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών ενωσιακών πράξεων, ιδίως συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, διασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, προωθώντας και παρακολουθώντας την εποπτική ανεξαρτησία, μεσολαβώντας και επιλύοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, διασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, διασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης,

▼B

γ) 

προωθεί και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών,

δ) 

συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, ιδίως παρέχοντας στο ΕΣΣΚ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και διασφαλίζοντας σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων της ΕΣΣΚ,

▼M2

ε) 

διοργανώνει και διενεργεί αξιολογήσεις των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους και, στο πλαίσιο αυτό, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και εντοπίζει βέλτιστες πρακτικές, με σκοπό την ενίσχυση της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων,

στ) 

παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της, περιλαμβανομένων, εφόσον ενδείκνυται, των εξελίξεων που αφορούν τις τάσεις στις ασφαλίσεις, τις αντασφαλίσεις και τις επαγγελματικές συντάξεις, ιδίως προς τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ, και τις τάσεις στις καινοτόμες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις εξελίξεις που σχετίζονται με τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και τους σχετικούς με τη διακυβέρνηση παράγοντες,

ζ) 

πραγματοποιεί αναλύσεις αγοράς για την ενημέρωση της διαδικασίας απαλλαγής για την Αρχή,

η) 

ενισχύει, κατά περίπτωση, την προστασία των ασφαλισμένων, των μελών του συνταξιοδοτικού συστήματος και των συνταξιούχων, των καταναλωτών και των επενδυτών, ιδίως σε σχέση με τις ελλείψεις σε διασυνοριακό πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς κινδύνους,

▼B

θ) 

συμβάλλει στη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών, στην παρακολούθηση, εκτίμηση και μέτρηση του συστημικού κινδύνου, στην κατάρτιση και τον συντονισμό σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, παρέχοντας υψηλού επιπέδου προστασίας σε ασφαλισμένους, δικαιούχους και σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 21 έως 26,

▼M2

θα) 

συμβάλλει στη θέσπιση κοινής στρατηγικής της Ένωσης για τα χρηματοοικονομικά δεδομένα,

▼B

ι) 

εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή σε άλλες νομοθετικές πράξεις,

ια) 

δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση πληροφορίες σχετικά με το πεδίο δραστηριοτήτων της, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, σχετικά με τα καταχωρισμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση,

▼M2

ιαα) 

δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση όλα τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τις ερωτήσεις και απαντήσεις για κάθε νομοθετική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων των επισκοπήσεων που αφορούν την τρέχουσα κατάσταση των εν εξελίξει εργασιών και το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων.

▼M2 —————

▼M2

1α.  Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή:

α) 

κάνει χρήση όλων των εξουσιών που διαθέτει·

β) 

λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, λαμβάνει δεόντως υπόψη τους διαφόρους τύπους, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων· και

γ) 

λαμβάνει υπόψη την τεχνολογική καινοτομία, τα καινοτόμα και βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα, όπως τους συνεταιρισμούς και τα ταμεία αλληλασφάλισης, καθώς και την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και των σχετικών με τη διακυβέρνηση παραγόντων.

▼B

2.  Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα να:

α) 

καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10,

β) 

καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15,

γ) 

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16,

▼M2

γα) 

εκδίδει συστάσεις όπως ορίζεται στο άρθρο 29α,

▼B

δ) 

εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3,

▼M2

δα) 

εκδίδει προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3,

▼B

ε) 

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που σημειώνονται στα άρθρα 18 παράγραφος 3και 19 παράγραφος 3,

στ) 

σε περιπτώσεις που αφορούν άμεσα εφαρμόσιμο ενωσιακό δίκαιο, λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς χρηματοοικονομικά ιδρύματα, στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 6, στο άρθρο 18 παράγραφος 4 και στο άρθρο 19 παράγραφος 4,

▼M2

ζ) 

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16α,

▼M2

ζα) 

εκδίδει απαντήσεις σε ερωτήσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16β,

ζβ) 

λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 9α,

▼B

η) 

συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως προβλέπει το άρθρο 35,

θ) 

αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης των χαρακτηριστικών και των διαδικασιών διανομής των προϊόντων στην οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων και στην προστασία του καταναλωτή,

ι) 

παρέχει κεντρικά προσπελάσιμη βάση δεδομένων των καταχωρισμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο πεδίο αρμοδιότητάς της όταν προβλέπεται από τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M2

3.  Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και κατά την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή ενεργεί βάσει και εντός των ορίων του νομοθετικού πλαισίου και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις αρχές της αναλογικότητας, όποτε είναι σκόπιμο, και της βελτίωσης της νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων αναλύσεων κόστους/οφέλους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Οι ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10, 15, 16 και 16α διεξάγονται όσο το δυνατόν ευρύτερα, για να διασφαλιστεί μια προσέγγιση χωρίς αποκλεισμούς προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και παρέχουν εύλογο χρόνο στους συμφεροντούχους για να απαντήσουν. Η Αρχή δημοσιεύει περίληψη της συμβολής των ενδιαφερομένων και επισκόπηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι πληροφορίες και οι απόψεις που προέκυψαν από τις διαβουλεύσεις, σε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και σε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου.

▼B

Άρθρο 9

Καθήκοντα που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες

1.  Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της διαφάνειας, της απλότητας και της δικαιοσύνης στην αγορά καταναλωτικών χρηματοοικονομικών προϊόντων ή υπηρεσιών σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, όπου περιλαμβάνονται και τα εξής:

▼M2

α) 

συλλογή, ανάλυση και αναφορά των καταναλωτικών τάσεων, όπως η εξέλιξη του κόστους και των επιβαρύνσεων για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λιανικής και χρηματοοικονομικά προϊόντα λιανικής στα κράτη μέλη,

▼M2

αα) 

διενέργεια ενδελεχών θεματικών αξιολογήσεων της συμπεριφοράς των αγορών, διαμόρφωση κοινής αντίληψης όσον αφορά τις πρακτικές των αγορών με σκοπό τον εντοπισμό δυνητικών προβλημάτων και την ανάλυση των επιπτώσεών τους,

αβ) 

ανάπτυξη δεικτών κινδύνου λιανικής με σκοπό τον έγκαιρο εντοπισμό αιτιών που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στους καταναλωτές και τους επενδυτές,

▼B

β) 

ανασκόπηση και συντονισμός της χρηματοοικονομικής κατάρτισης και των εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών από τις αρμόδιες αρχές,

γ) 

ανάπτυξη εκπαιδευτικών προτύπων για τον κλάδο, και

δ) 

συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων σχετικά με τη δημοσιοποίηση,

▼M2

ε) 

συμβολή στη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά όπου οι καταναλωτές και οι λοιποί χρήστες των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχουν ισότιμη πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και χρηματοοικονομικά προϊόντα, και

στ) 

συντονισμός των δραστηριοτήτων ανώνυμης έρευνας αγοράς («mystery shopping») των αρμόδιων αρχών, κατά περίπτωση.

▼M2

2.  Η Αρχή παρακολουθεί τις νέες και τις υφιστάμενες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και μπορεί να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των αγορών, καθώς και τη σύγκλιση και την αποτελεσματικότητα των ρυθμιστικών και εποπτικών πρακτικών.

▼B

3.  Η Αρχή μπορεί επίσης να εκδίδει προειδοποιήσεις σε περίπτωση που κάποια χρηματοοικονομική δραστηριότητα ενέχει σοβαρή απειλή για τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 6.

▼M2

4.  Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο οργανωτικό της μέρος της, επιτροπή για την προστασία των καταναλωτών και τη χρηματοοικονομική καινοτομία, στην οποία συμμετέχουν όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές και οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την προστασία των καταναλωτών, με σκοπό την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, την επίτευξη συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και την παροχή γνωμοδοτήσεων με σκοπό να τις παρουσιάσει η Αρχή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Η Αρχή συνεργάζεται στενά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 7 ) για την αποφυγή επικαλύψεων, ασυνεπειών και έλλειψη ασφάλειας δικαίου στον τομέα της προστασίας δεδομένων. Η Αρχή μπορεί επίσης να προσκαλεί εθνικές αρχές προστασίας δεδομένων ως παρατηρητές στην επιτροπή.

5.  Η Αρχή μπορεί προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει την εμπορική προώθηση, διανομή ή πώληση ορισμένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, μέσων ή δραστηριοτήτων που ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντική οικονομική ζημία στους πελάτες ή τους καταναλωτές ή απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, στις περιπτώσεις που καθορίζονται και υπό τους όρους που θεσπίζονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή, εφόσον απαιτείται, σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα και με τους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 18.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά εξάμηνο. Μετά από τουλάχιστον δύο διαδοχικές ανανεώσεις και βάσει κατάλληλης ανάλυσης η οποία στοχεύει στο να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις στον πελάτη ή στον καταναλωτή, η Αρχή δύναται να αποφασίσει σχετικά με την ετήσια ανανέωση της απαγόρευσης.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Αρχή να επανεξετάσει την απόφασή της. Σε αυτήν την περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει αν θα εμμείνει στην απόφασή αυτή κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οποιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

▼M2

Άρθρο 9α

Επιστολές μη ανάληψης δράσης

1.  Η Αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν θεωρεί ότι η εφαρμογή μίας από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιωνδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που βασίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις ενδέχεται να εγείρει σημαντικά ζητήματα, για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

α) 

η Αρχή θεωρεί ότι οι διατάξεις που περιλαμβάνονται σε μια τέτοια πράξη μπορεί να έρχονται σε άμεση αντίθεση με άλλη σχετική πράξη,

β) 

όταν η πράξη είναι μία από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η απουσία κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που θα συμπλήρωναν ή θα διευκρίνιζαν τη σχετική πράξη θα δημιουργούσε εύλογες αμφιβολίες σχετικά με τις νομικές συνέπειες που απορρέουν από τη νομοθετική πράξη ή την ορθή εφαρμογή της,

γ) 

η απουσία κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, θα δημιουργούσε πρακτικές δυσκολίες όσον αφορά την εφαρμογή της σχετικής νομοθετικής πράξης.

2.  Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Αρχή απευθύνει στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή έγγραφη λεπτομερή περιγραφή των ζητημάτων που θεωρεί ότι υφίστανται.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η Αρχή γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η Αρχή αξιολογεί το συντομότερο δυνατόν την ανάγκη να εγκρίνει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16.

Η Αρχή ενεργεί με ταχείες διαδικασίες, ιδίως με σκοπό να συμβάλει στην πρόληψη των ζητημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όποτε αυτό είναι δυνατόν.

3.  Εφόσον απαιτείται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και εν αναμονή της έγκρισης και της εφαρμογής νέων μέτρων σε συνέχεια των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή εκδίδει γνώμες σχετικά με συγκεκριμένες διατάξεις των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με σκοπό την προώθηση συνεκτικών, αποδοτικών και αποτελεσματικών πρακτικών εποπτείας και επιβολής, καθώς και της κοινής, ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

4.  Όταν, βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται, ιδίως από τις αρμόδιες αρχές, η Αρχή θεωρεί ότι οποιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιαδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστική πράξη που βασίζεται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις εγείρει σημαντικά έκτακτα ζητήματα που αφορούν την εμπιστοσύνη της αγοράς, την προστασία των καταναλωτών, των πελατών ή των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων, ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, απευθύνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση επιστολή στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, στην οποία περιγράφει λεπτομερώς τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται. Η Αρχή δύναται να γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.

▼B

Άρθρο 10

Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

▼M2

1.  Οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική εναρμόνιση στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που κατάρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση. Ταυτόχρονα, η Αρχή διαβιβάζει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

▼B

Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν επιβάλλουν στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις επί των οποίων βασίζονται.

▼M2

Πριν την υποβολή τους στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της οικείας ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

▼M2 —————

▼M2

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όταν η έγκριση δεν μπορεί να λάβει χώρα εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εν μέρει μόνον ή, εάν το απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης, με τροποποιήσεις.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, διαβιβάζει και πάλι το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης προς έγκριση. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

▼B

Αν κατά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων η Αρχή δεν υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή υποβάλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

▼M2

2.  Εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας προθεσμίας. Η Αρχή ενημερώνει εγκαίρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι δεν θα τηρήσει τη νέα προθεσμία.

▼B

3.  Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής, μόνο εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός της προθεσμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2.

▼M2

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της οικείας ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

▼B

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν μετά την παρέλευση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Εφόσον η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σκόπιμες. Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιήσει το περιεχόμενο του σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που έχει καταρτίσει η Αρχή δίχως εκ των προτέρων συντονισμό με αυτήν, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

▼M2

4.  Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Οι λέξεις «ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο» εμφανίζονται στον τίτλο των κανονισμών ή αποφάσεων αυτών. Τα εν λόγω πρότυπα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

▼B

Άρθρο 11

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  Οι εξουσίες για την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ανατίθενται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από τις 16 Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της ανατέθηκαν το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραετίας. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται αυτομάτως ή για ίσης διάρκειας περιόδους, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προχωρήσουν σε ανάκλησή της σύμφωνα με το άρθρο 14.

2.  Μόλις εγκρίνει ένα ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, η Επιτροπή το κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.  Η εξουσία έγκρισης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ανατίθεται στην Επιτροπή με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζουν τα άρθρα 12 έως 14.

Άρθρο 12

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.  Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.  Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί αν θα ανακληθεί η εξουσιοδότηση προσπαθεί να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις κατ’ εξουσιοδότηση εξουσίες που θα μπορούσαν να ανακληθούν.

3.  Η απόφαση περί ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13

Διατύπωση αντιρρήσεων για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

▼M1

1.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που ενέκρινε η Επιτροπή. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες.

▼M2 —————

▼B

2.  Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μπορεί να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ προτού λήξει η εν λόγω προθεσμία, αρκεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3.  Εάν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο διατυπώσει αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αυτό δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που διατυπώνει τις αντιρρήσεις αιτιολογεί τις αντιρρήσεις του αυτές για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Άρθρο 14

Μη έγκριση ή τροποποίηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων

1.  Εφόσον η Επιτροπή δεν εγκρίνει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή το τροποποιήσει σύμφωνα με το άρθρο 10, η Επιτροπή ενημερώνει την Αρχή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προβαίνοντας στη σχετική αιτιολόγηση.

2.  Όποτε ενδείκνυται, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να καλέσουν τον αρμόδιο Επίτροπο, μαζί με τον πρόεδρο της Αρχής, εντός μηνός από τη γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, για ad hoc συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, προκειμένου να παρουσιάσουν και να εξηγήσουν τις διαφορές τους.

Άρθρο 15

Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

▼M2

1.  Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εκτελεστικές εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων με εκτελεστικές πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ, στους τομείς που ορίζονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων. Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν συνεπάγονται στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές, το δε περιεχόμενό τους είναι να καθοριστούν οι όροι εφαρμογής αυτών των πράξεων. Η Αρχή υποβάλλει το σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση. Ταυτόχρονα, η Αρχή διαβιβάζει τα εν λόγω τεχνικά πρότυπα προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Πριν από την υποβολή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και αν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της οικείας ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά έναν μήνα. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εάν η έγκριση δεν μπορεί να λάβει χώρα εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εν μέρει μόνον ή με τροποποιήσεις, εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή προτίθεται να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, το διαβιβάζει και πάλι προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν σκοπεύει να το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή έχει υποβάλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.  Όταν η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας. Η Αρχή ενημερώνει εγκαίρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι δεν θα τηρήσει τη νέα προθεσμία.

▼B

3.  Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με εκτελεστική πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής μόνο εφόσον η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός την των προθεσμιών σύμφωνα με την παράγραφο 2.

▼M2

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της οικείας ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

▼B

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο.

Σε περίπτωση που η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σχετικές.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο του σχεδίου εκτελεστικών τεχνικών προτύπων της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

▼M2

4.  Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Οι λέξεις «εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο» εμφανίζονται στον τίτλο των κανονισμών ή αποφάσεων αυτών. Τα εν λόγω πρότυπα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

▼B

Άρθρο 16

Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

▼M2

1.  Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με αποδέκτες όλες τις αρμόδιες αρχές ή όλα τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εκδίδει συστάσεις με αποδέκτες μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές ή ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις που παρέχονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή το παρόν άρθρο.

2.  Η Αρχή διενεργεί, κατά περίπτωση, ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδει και αναλύει τα συναφή ενδεχόμενα κόστη και οφέλη της έκδοσης τέτοιου είδους κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και την επίπτωση των κατευθυντήριων γραμμών ή των συστάσεων. Η Αρχή ζητεί επίσης, κατά περίπτωση, συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και την ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που αναφέρονται στο άρθρο 37. Η Αρχή, όταν δεν διεξάγει ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή δεν ζητεί συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και την ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, προβαίνει σε σχετική αιτιολόγηση.

▼M2

2α.  Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις δεν αναφέρονται μόνο σε στοιχεία νομοθετικών πράξεων ούτε τα αναπαράγουν. Πριν να εκδώσει νέα κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, η Αρχή επανεξετάζει τις υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, ώστε να αποφευχθεί τυχόν αλληλεπικάλυψη.

▼B

3.  Οι αρμόδιες αρχές και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εάν προτίθεται να συμμορφωθεί προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί, ενημερώνει την Αρχή, παραθέτοντας τους λόγους της.

Η Αρχή δημοσιοποιεί το γεγονός ότι αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. H Αρχή μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύσει τους λόγους που παρασχέθηκαν από την αρμόδια αρχή για τους οποίους δεν συμμορφώνεται με τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή ενημερώνεται εγκαίρως σχετικά με τη δημοσιοποίηση αυτή.

Εφόσον αυτό επιτάσσει η εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή η σύσταση, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα αναφέρουν κατά τρόπο σαφή και ενδελεχή κατά πόσο συμμορφώθηκαν προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.

▼M2

4.  Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί.

▼M2

Άρθρο 16α

Γνωμοδοτήσεις

1.  Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

2.  Το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνει δημόσια διαβούλευση ή τεχνική ανάλυση.

3.  Όσον αφορά τις προληπτικές αξιολογήσεις των συγχωνεύσεων και αποκτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και για τις οποίες, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, απαιτείται διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική εκτίμηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αφορούν τα κριτήρια του άρθρου 59 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ.

4.  Η Αρχή δύναται, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, να παρέχει τεχνικές συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 16β

Ερωτήσεις και απαντήσεις

1.  Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών και των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στην Αρχή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης, σχετικά με την πρακτική εφαρμογή ή τη μεταφορά των διατάξεων των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, τις σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων.

Πριν από την υποβολή ερώτησης προς την Αρχή, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα εξετάζουν εάν θα απευθύνουν πρώτα την ερώτηση στην αρμόδια αρχή τους.

Πριν δημοσιεύσει τις απαντήσεις σε παραδεκτές ερωτήσεις, η Αρχή δύναται να ζητεί περαιτέρω διευκρινίσεις για τις ερωτήσεις που υποβάλλει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.

2.  Οι απαντήσεις της Αρχής στις ερωτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν είναι δεσμευτικές. Οι απαντήσεις καθίσταται διαθέσιμες τουλάχιστον στη γλώσσα που υποβλήθηκε η ερώτηση.

3.  Η Αρχή δημιουργεί και διατηρεί διαδικτυακό εργαλείο διαθέσιμο στον ιστότοπό της για την υποβολή ερωτήσεων και την έγκαιρη δημοσίευση όλων των ερωτήσεων, που παραλήφθηκαν, καθώς και όλων των απαντήσεων σε όλες τις παραδεκτές ερωτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν η δημοσίευση έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των προσώπων αυτών ή συνεπάγεται κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η Αρχή δύναται να απορρίπτει ερωτήσεις που δεν προτίθεται να απαντήσει. Οι ερωτήσεις που απορρίπτονται δημοσιεύονται από την Αρχή στον ιστότοπό της για περίοδο δύο μηνών.

4.  Τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου, μπορούν να ζητήσουν από το συμβούλιο εποπτών να αποφασίσει, δυνάμει του άρθρο 44, εάν θα αντιμετωπίσει το ζήτημα της παραδεκτής ερώτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στις κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16, να ζητήσει συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, να εξετάζει ερωτήσεις και απαντήσεις σε κατάλληλα διαστήματα, να διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή να αναλύει τις ενδεχόμενες συναφείς δαπάνες και οφέλη. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των υπό εξέταση σχεδίων ερωτήσεων και απαντήσεων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Σε περίπτωση συμμετοχής της ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, υφίσταται καθήκον εμπιστευτικότητας.

5.  Η Αρχή διαβιβάζει τις ερωτήσεις για τις οποίες απαιτείται ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου στην Επιτροπή. Η Αρχή δημοσιεύει τυχόν απαντήσεις που παρέχει η Επιτροπή.

▼B

Άρθρο 17

Παραβίαση του δικαίου της Ένωσης

1.  Αν αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή τις έχει εφαρμόσει κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζουν οι εν λόγω πράξεις, η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

▼M2

2.  Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, της οικείας ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ή με δική της πρωτοβουλία, μεταξύ άλλων όταν βασίζεται σε τεκμηριωμένες και αιτιολογημένες πληροφορίες από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή περιγράφει πώς προτίθεται να χειριστεί την υπόθεση και, κατά περίπτωση, διερευνά την πιθανολογούμενη παραβίαση ή μη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

▼M1

Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η αρμόδια αρχή παρέχει στην Αρχή, χωρίς καθυστέρηση, όλες τις πληροφορίες που η Αρχή θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 εφαρμόζονται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

▼M2

Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η Αρχή μπορεί, αφού ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας σε άλλες αρμόδιες αρχές, όποτε το αίτημα για πληροφορίες που υπέβαλε η οικεία αρμόδια αρχή αποδείχτηκε ή κρίνεται ανεπαρκές για τη συγκέντρωση των πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες για τη διερεύνηση της πιθανολογούμενης παραβίασης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

Ο αποδέκτης του εν λόγου αιτήματος παρέχει στην Αρχή σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

2α.  Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και πριν από την έκδοση σύστασης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3, η Αρχή, όταν το κρίνει σκόπιμο για την αντιμετώπιση παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, συνεργάζεται με την οικεία αρμόδια αρχή σε μια προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας για τις ενέργειες που είναι απαραίτητες ώστε η αρμόδια αρχή να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο.

▼B

3.  Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η ενέργεια που απαιτείται για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

4.  Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο εντός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να διατυπώσει επίσημη γνώμη απαιτώντας από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο. Η επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της Αρχής.

Η Επιτροπή εκδίδει την εν λόγω επίσημη γνώμη το αργότερο εντός τριών μηνών από την έγκριση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

5.  Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Επιτροπή και την Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την επίσημη αυτή γνώμη.

▼M2

6.  Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν και εφόσον απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση αυτής της μη συμμόρφωσης προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, εφόσον οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

7.  Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Οι αρμόδιες αρχές, όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, συμμορφώνονται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.

▼B

8.  Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή επισημαίνει ποιες εθνικές αρχές και χρηματοοικονομικά ιδρύματα δεν συμμορφώθηκαν προς τις επίσημες γνώμες ή αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6 του παρόντος άρθρου.

▼M2

Άρθρο 17α

Προστασία των καταγγελλόντων

1.  Η Αρχή διαθέτει ειδικούς διαύλους καταγγελίας για την παραλαβή και τον χειρισμό πληροφοριών που παρέχονται από καταγγέλλοντα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προβαίνει σε καταγγελία για πραγματικές ή δυνητικές περιπτώσεις παραβίασης, κατάχρησης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.

2.  Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν καταγγελία μέσω των εν λόγω διαύλων προστατεύονται έναντι αντιποίνων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8 ) σχετικά με την προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης, κατά περίπτωση.

3.  Η Αρχή διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες μπορούν να υποβάλλονται ανώνυμα ή εμπιστευτικά και με ασφάλεια. Όταν η Αρχή θεωρεί ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες περιλαμβάνουν αποδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις για ουσιώδεις παραβάσεις, παρέχει ανατροφοδότηση στον καταγγέλλοντα.

▼B

Άρθρο 18

Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.  Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση, η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όποτε είναι απαραίτητο, συντονίζει τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι σχετικές εθνικές αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών εθνικών αρμοδίων εποπτικών αρχών.

2.  Το Συμβούλιο μπορεί, σε συνεννόηση με την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση δε και με τις ΕΕΑ, να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή, όπου ορίζει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατόπιν αιτήματος της Αρχής, της Επιτροπής ή του ΕΣΣΚ. Το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Εάν η απόφαση δεν ανανεωθεί κατά τη λήξη της προθεσμίας ενός μήνα, η ισχύς της λήγει αυτομάτως. Το Συμβούλιο μπορεί να δηλώσει τη λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ανά πάσα στιγμή.

Όταν το ΕΣΣΚ ή η Αρχή κρίνει ότι επίκειται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εκδίδουν εμπιστευτική σύσταση απευθυνόμενη στο Συμβούλιο και του υποβάλλουν εκτίμηση της κατάστασης. Το Συμβούλιο εκτιμά στη συνέχεια την ανάγκη σύγκλησης συνόδου. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τηρείται η δέουσα εμπιστευτικότητα.

Εάν το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι συντρέχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

▼M2

3.  Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης ή την προστασία των πελατών και των καταναλωτών, η Αρχή δύναται να εκδίδει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις.

▼B

4.  Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εντός της προθεσμίας που ορίζει η εν λόγω απόφαση, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις πράξεις αυτές, ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής. Τούτο ισχύει μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει τις πράξεις αυτές, καθώς και τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, ή τις εφαρμόζει κατά τρόπο που φαίνεται να συνιστά κατάφωρη παράβαση των εν λόγω πράξεων, καθώς και όποτε απαιτείται κατεπείγουσα θεραπεία για την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας και της ακεραιότητας των χρηματοοικονομικών αγορών ή της σταθερότητας του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.

5.  Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με ζητήματα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 19

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διασυνοριακές καταστάσεις

▼M2

1.  Στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, η Αρχή μπορεί να επικουρεί τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α) 

κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, εάν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή το περιεχόμενο πράξης, προτεινόμενης πράξης ή αδράνειας από άλλη αρμόδια αρχή·

β) 

στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπουν ότι η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία όταν, με βάση αντικειμενικούς λόγους, μπορεί να προσδιοριστεί διαφωνία μεταξύ αρμόδιων αρχών.

Στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης από τις αρμόδιες αρχές και όταν, σύμφωνα με τις εν λόγω πράξεις, η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία τις οικείες αρμόδιες αρχές για την επίτευξη συμφωνίας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου, η διαφωνία τεκμαίρεται όταν δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση των εν λόγω αρχών εντός των προθεσμιών που ορίζονται στις εν λόγω πράξεις.

▼M2

1α.  Οι οικείες αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Αρχή ότι δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

όταν στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπεται προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:

i) 

η προθεσμία έχει λήξει· ή

ii) 

τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων·

β) 

όταν, στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, δεν έχει προβλεφθεί προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:

i) 

τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων· ή

ii) 

έχει παρέλθει διάστημα δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής από αρμόδια αρχή αιτήματος άλλης αρμόδιας αρχής για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων με σκοπό τη συμμόρφωση με τις εν λόγω πράξεις και η αρμόδια αρχή στην οποία απευθύνεται το αίτημα δεν έχει εκδώσει ακόμη απόφαση η οποία να ικανοποιεί το αίτημα.

1β.  Ο πρόεδρος κρίνει κατά πόσον η Αρχή πρέπει να ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Όταν η παρέμβαση πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της Αρχής, η Αρχή γνωστοποιεί στις οικείες αρμόδιες αρχές την απόφασή της σχετικά με την παρέμβαση.

Έως ότου εκδοθεί η απόφαση της Αρχής σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 4, στις περιπτώσεις στις οποίες οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τις ατομικές αποφάσεις τους. Εφόσον η Αρχή αποφασίσει να ενεργήσει, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τη λήψη των αποφάσεών τους έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

▼B

2.  Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των αρμόδιων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε συναφή χρονικά διαστήματα τυχόν ορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Στο στάδιο αυτό η Αρχή ενεργεί ως μεσολαβητής.

▼M2

3.  Εάν οι οικείες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία κατά τη διάρκεια της φάσης συμβιβασμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Αρχή μπορεί να λάβει απόφαση απαιτώντας από τις εν λόγω αρχές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα ή να μην προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την επίλυση του θέματος και την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς το ενωσιακό δίκαιο. Η απόφαση της Αρχής είναι δεσμευτική για τις οικείες αρμόδιες αρχές. Η απόφαση της Αρχής μπορεί να επιβάλει στις αρμόδιες αρχές να ανακαλέσουν ή να τροποποιήσουν μια απόφαση που εξέδωσαν ή να κάνουν χρήση των εξουσιών που διαθέτουν βάσει του σχετικού ενωσιακού δικαίου.

▼M2

3α.  Η Αρχή ενημερώνει τις οικείες αρμόδιες αρχές σχετικά με την ολοκλήρωση των διαδικασιών βάσει των παραγράφων 2 και 3, κοινοποιώντας τους ταυτόχρονα, κατά περίπτωση, την απόφαση που έλαβε βάσει της παραγράφου 3.·

▼M2

4.  Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, όταν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Αρχής, και ως εκ τούτου δεν διασφαλίζει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή μπορεί να εκδίδει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη στο εν λόγω χρηματοοικονομικό ίδρυμα, απαιτώντας από αυτό να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωσή του προς τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης οποιασδήποτε πρακτικής.

▼B

5.  Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα. Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμόδιων αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

6.  Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2, ο πρόεδρος της Αρχής αναφέρει τη φύση και τον τύπο των διαφωνιών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν και την απόφαση που ελήφθη για τη διευθέτηση του θέματος.

Άρθρο 20

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο

Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 και του άρθρου 56, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διατομεακές διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν μεταξύ αρμόδιων αρχών, όπως ορίζει το άρθρο 4 σημείο 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.

Άρθρο 21

Σώματα εποπτών

▼M2

1.  Η Αρχή προωθεί και παρακολουθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, την αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία των σωμάτων εποπτών, όπου αυτά θεσπίζονται με νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, και ενισχύει τη συνέπεια και τη συνοχή στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών. Με στόχο τη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών εποπτείας, η Αρχή προωθεί κοινά εποπτικά σχέδια και κοινούς ελέγχους και το προσωπικό της Αρχής έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών και, ως εκ τούτου, δύναται να συμμετέχει στις δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, μεταξύ άλλων, σε επιτόπιες επιθεωρήσεις, που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

2.  Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεπούς και συνεκτικής λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τα διασυνοριακά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 23, και, κατά περίπτωση, συγκαλεί συνεδρίαση του σώματος των εποπτών.

▼B

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή θεωρείται «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια της συναφούς νομοθεσίας.

Η Αρχή μπορεί:

α) 

να συγκεντρώνει και να ανταλλάσσει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διευκολύνει το έργο του σώματος και να θεσπίσει και να διαχειριστεί ένα κεντρικό σύστημα ώστε οι πληροφορίες αυτές να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα,

▼M2

β) 

να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 για να εκτιμά την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ιδίως τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, καθώς και να αξιολογεί το ενδεχόμενο αύξησης του συστημικού κινδύνου υπό συνθήκες πίεσης, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο και, όταν κρίνεται σκόπιμο, να απευθύνει σύσταση στην αρμόδια αρχή για διόρθωση των προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, μεταξύ άλλων σύσταση για τη διεξαγωγή ειδικών εκτιμήσεων· μπορεί να συνιστά στις αρμόδιες αρχές να διεξάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις και να συμμετέχει σε τέτοιου είδους επιτόπιες επιθεωρήσεις, ώστε να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα και η αξιοπιστία των μεθόδων, των πρακτικών και των αποτελεσμάτων των εκτιμήσεων σε επίπεδο Ένωσης,

▼B

γ) 

να προωθεί αποτελεσματικές και αποδοτικές εποπτικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως καθορίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης ή προκύπτουν υπό συνθήκες πίεσης,

δ) 

να επιβλέπει, σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές και

ε) 

να ζητά την πραγματοποίηση περαιτέρω διαβουλεύσεων εντός ενός σώματος σε περίπτωση που θεωρεί ότι η απόφαση θα είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου ή δεν θα συνέβαλλε στην επίτευξη του στόχου της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών. Μπορεί ακόμη να απαιτεί από τον επόπτη της ομάδας να προγραμματίζει συνεδρίαση του σώματος ή να προσθέτει θέματα στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης.

▼M2

3.  Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, για να διασφαλίζει ενιαίους όρους εφαρμογής σε σχέση με τις διατάξεις που αφορούν την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών. Η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών.

▼B

4.  Η Αρχή αναλαμβάνει ρόλο νομικά δεσμευτικής διαμεσολάβησης για να επιλύει διαφορές μεταξύ των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19. Η Αρχή μπορεί να λάβει αποφάσεις εποπτείας που εφαρμόζονται άμεσα στο σχετικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 19.

Άρθρο 22

▼M2

Γενικές διατάξεις περί συστημικών κινδύνων

▼B

1.  Η Αρχή εξετάζει δεόντως τον συστημικό κίνδυνο, ο οποίος ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Αντιμετωπίζει οποιονδήποτε κίνδυνο διατάραξης των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που:

α) 

προκαλείται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοοικονομικού συστήματος και

β) 

ενδέχεται να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία.

Η Αρχή λαμβάνει υπόψη, στις περιπτώσεις όπου κρίνεται σκόπιμο, την παρακολούθηση και εκτίμηση του συστημικού κινδύνου που διενεργείται από το ΕΣΣΚ και την Αρχή και ανταποκρίνεται στις προειδοποιήσεις και στις συστάσεις του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

▼M2

2.  Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, αναπτύσσει κοινή προσέγγιση για τον εντοπισμό και τη μέτρηση της συστημικής βαρύτητας, περιλαμβανομένων ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών αν χρειαστεί.

▼B

Αυτοί οι δείκτες αποτελούν καθοριστικό στοιχείο για τον προσδιορισμό κατάλληλων δράσεων εποπτείας. Η Αρχή παρακολουθεί το βαθμό σύγκλισης των προσδιορισμένων δράσεων, ώστε να προωθηθεί η κοινή προσέγγιση.

3.  Με την επιφύλαξη των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή καταρτίζει, εφόσον απαιτείται, πρόσθετες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν.

Η Αρχή διασφαλίζει ότι ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα λαμβάνεται υπόψη κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M2

4.  Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, ή ιδία πρωτοβουλία, η Αρχή μπορεί να ερευνά συγκεκριμένο είδος χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή συγκεκριμένο είδος προϊόντων ή συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς, προκειμένου να αξιολογεί δυνητικές απειλές κατά της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της προστασίας των πελατών ή των καταναλωτών.

Σε συνέχεια της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών δύναται να προβαίνει στη διατύπωση κατάλληλων συστάσεων για ανάληψη δράσης προς τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 35.

▼B

5.  Η Μεικτή Επιτροπή φροντίζει για τον συνολικό και διατομεακό συντονισμό των δραστηριοτήτων που εκτελούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 23

Προσδιορισμός και μέτρηση του συστημικού κινδύνου

▼M2

1.  Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν ή στον οποίο εκτίθενται οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, συμπεριλαμβανομένου του συστημικού κινδύνου που σχετίζεται με το περιβάλλον. Οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές οι οποίοι ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.

▼B

2.  Κατά την ανάπτυξη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου που ίσως εγκυμονούν τα ιδρύματα ασφάλισης, αντασφάλισης και επαγγελματικών συντάξεων, η Αρχή λαμβάνει πλήρως υπόψη τις σχετικές διεθνείς προσεγγίσεις, περιλαμβανομένων των προσεγγίσεων του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Διεθνούς Ένωσης Ασφαλιστικών Εποπτών και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.

Άρθρο 24

Αδιάλειπτη ικανότητα αντιμετώπισης συστημικών κινδύνων

1.  Η Αρχή διασφαλίζει ότι διαθέτει εξειδικευμένη και αδιάλειπτη ικανότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης της επέλευσης των συστημικών κινδύνων, όπως αναφέρονται στα άρθρα 22 και 23, ιδίως όσον αφορά ιδρύματα που εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο.

2.  Η Αρχή εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και της νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και συμβάλλει στη διασφάλιση συνεκτικού και συντονισμένου μηχανισμού διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων στην Ένωση.

Άρθρο 25

Διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης

1.  Η Αρχή συμβάλλει και μετέχει ενεργώς στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, διαδικασιών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και προληπτικών μέτρων για την ελαχιστοποίηση του συστημικού αντικτύπου ενδεχόμενων καταρρεύσεων.

2.  Η Αρχή μπορεί να εντοπίζει βέλτιστες πρακτικές με σκοπό τη διευκόλυνση της εξυγίανσης ιδρυμάτων υπό κατάρρευση και, ιδίως, διασυνοριακών ομίλων, κατά τρόπους με τους οποίους η κατάρρευση να μην γίνεται μεταδοτική, μεριμνώντας ώστε να είναι διαθέσιμα κατάλληλα εργαλεία, μεταξύ των οποίων επαρκείς πόροι, και να επιτρέπουν την εξυγίανση του ιδρύματος ή του ομίλου κατά τρόπο εύρυθμο, οικονομικά αποδοτικό και έγκαιρο.

3.  Η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα όπως ορίζεται ειδικότερα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 15 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 26

Ανάπτυξη ευρωπαϊκού δικτύου εθνικών συστημάτων εγγύησης ασφαλίσεων

Η Αρχή μπορεί να συμβάλει στην εκτίμηση της ανάγκης για τη διαμόρφωση ευρωπαϊκού δικτύου εθνικών καθεστώτων εγγύησης ασφαλίσεων, το οποίο να χρηματοδοτείται επαρκώς και να είναι καταλλήλως εναρμονισμένο.

Άρθρο 27

Πρόληψη, διαχείριση και επίλυση κρίσεων

Η Αρχή μπορεί να κληθεί από την Επιτροπή να συμβάλει στην εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 242 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ιδίως όσον αφορά τη συνεργασία των εποπτικών αρχών στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών και τη λειτουργικότητα των σωμάτων εποπτών, τις πρακτικές εποπτείας της επιβολής κεφαλαιακών προσαυξήσεων, την εκτίμηση των πλεονεκτημάτων από τη βελτίωση της εποπτείας ομίλου και της διαχείρισης κεφαλαίου στο πλαίσιο ομίλων επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων πιθανών μέτρων βελτίωσης της χρηστής διασυνοριακής διαχείρισης ομίλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ιδίως όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνων και στοιχείων ενεργητικού, και μπορεί να υποβάλλει έκθεση για τυχόν νέες εξελίξεις και προόδους που αφορούν:

α) 

την εναρμόνιση του πλαισίου έγκαιρης επέμβασης,

β) 

τις πρακτικές κεντρικής διαχείρισης κινδύνου σε ομίλους και τη λειτουργία εσωτερικών μοντέλων ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης,

γ) 

τις εσωτερικές συναλλαγές του ομίλου και τις συγκεντρώσεις κινδύνου,

δ) 

τη χρονική διακύμανση της διαφοροποίησης και της συγκέντρωσης,

ε) 

εναρμονισμένο πλαίσιο για τη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού και διαδικασίες αφερεγγυότητας και εκκαθάρισης που να εξαλείφει τα εμπόδια που θέτει το σχετικό εθνικό εμπορικό ή εταιρικό δίκαιο στη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού,

στ) 

ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των ασφαλισμένων και των δικαιούχων των επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κρίσεως,

ζ) 

εναρμονισμένη και επαρκώς χρηματοδοτούμενη λύση σε επίπεδο Ένωσης για τα συστήματα εγγύησης ασφαλίσεων.

Όσον αφορά το στοιχείο στ), η Αρχή μπορεί επίσης να υποβάλλει έκθεση για τυχόν νέες εξελίξεις και προόδους που αφορούν ένα σύνολο συντονισμένων εθνικών ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων, καθώς και την ανάγκη ή άλλως ενός συστήματος συνεκτικών και αξιόπιστων μηχανισμών χρηματοδότησης, με ενδεδειγμένα χρηματοδοτικά μέσα.

Κατά την επανεξέταση του παρόντος κανονισμού, όπως προβλέπει το άρθρο 81, πρέπει, ειδικότερα, να εξετάζεται η ενδεχόμενη ενίσχυση του ρόλου της Αρχής στο πλαίσιο της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων.

Άρθρο 28

Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1.  Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, με τη συναίνεση του εξουσιοδοτουμένου, να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες στην Αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ανάθεση αρμοδιοτήτων προς τις οποίες πρέπει να επέρχεται συμμόρφωση πριν οι αρμόδιες αρχές τους συμμετάσχουν στις σχετικές συμφωνίες ανάθεσης και μπορούν να περιορίσουν το εύρος της ανάθεσης σε ό,τι είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εποπτεία των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή ομάδων.

2.  Η Αρχή παροτρύνει και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης και προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.

3.  Η ανάθεση αρμοδιοτήτων οδηγεί στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Το δίκαιο της εξουσιοδοτούμενης αρχής διέπει τη διαδικασία, την επιβολή και τον διοικητικό και δικαστικό έλεγχο σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες.

4.  Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Οι συμφωνίες τίθενται σε ισχύ από αυτές το νωρίτερο ένα μήνα από την ενημέρωση της Αρχής.

Εντός μηνός από την ενημέρωση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

Η Αρχή δημοσιεύει, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, κάθε συμφωνία ανάθεσης που συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Άρθρο 29

Κοινή εποπτική νοοτροπία

1.  Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ενωσιακής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στη διασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ένωση. Η Αρχή προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

α) 

γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές,

▼M2

αα) 

καθορίζει τις στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 29α,

αβ) 

συγκροτεί ομάδες συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β για την προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και τον προσδιορισμό των βέλτιστων πρακτικών,

▼M2

β) 

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών όσον αφορά όλα τα σχετικά ζητήματα, μεταξύ άλλων την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπουν οι συναφείς ενωσιακές νομοθετικές πράξεις,

▼B

γ) 

συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών προτύπων υψηλής ποιότητας, περιλαμβανομένων των προτύπων υποβολής εκθέσεων και των διεθνών λογιστικών προτύπων, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3,

δ) 

επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, καθώς και των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν κρίνει σκόπιμο, και

▼M2

ε) 

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, μεταξύ άλλων όσον αφορά την τεχνολογική καινοτομία, τις διάφορες μορφές συνεταιρισμών και ταμείων αλληλασφάλισης, διευκολύνοντας τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν τη χρήση προγραμμάτων αποσπάσεων και άλλων εργαλείων, και

▼M2

στ) 

θεσπίζει σύστημα παρακολούθησης για την εκτίμηση των σοβαρών περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων, λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία του Παρισιού για τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή.

▼M2

2.  Η Αρχή μπορεί, κατά περίπτωση, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Με σκοπό την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας, η Αρχή καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών. Το ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο ορίζει βέλτιστες πρακτικές και προσδιορίζει μεθοδολογίες και διαδικασίες υψηλής ποιότητας.

Όπου κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις γνώμες που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1, τα εργαλεία και τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Αναλύει, επίσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες. Οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι ανάλογες με το εύρος, τη φύση και τις συνέπειες των γνωμών ή εργαλείων και μέσων. Η Αρχή ζητεί επίσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, συμβουλές από την οικεία ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

▼M2

Άρθρο 29α

Στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης

Μετά από συζήτηση στο συμβούλιο εποπτών και λαμβάνοντας υπόψη τις συνεισφορές που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις τρέχουσες εργασίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και τις αναλύσεις, τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις που δημοσιεύονται από το ΕΣΣΚ, η Αρχή προσδιορίζει, τουλάχιστον ανά τριετία έως τις 31 Μαρτίου, έως δύο προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις μελλοντικές εξελίξεις και τάσεις. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω προτεραιότητες κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων εργασίας τους και ενημερώνουν σχετικά την Αρχή. Η Αρχή συζητά τις σχετικές δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών το επόμενο έτος και συνάγει συμπεράσματα. Η Αρχή συζητά πιθανές επακόλουθες ενέργειες κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές και αξιολογήσεις από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα.

Οι στρατηγικές ενωσιακής εμβέλειας δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τις δικές τους βέλτιστες πρακτικές, ενεργώντας με βάση τις δικές τους πρόσθετες προτεραιότητες και εξελίξεις, και λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες.

▼M2

Άρθρο 30

Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους

1.  Η Αρχή διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους, με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας και της αποτελεσματικότητας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρμόδιων αρχών που εξετάζονται. Κατά τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση αξιολογήσεων από ομοτίμους, λαμβάνονται υπόψη υπάρχουσες πληροφορίες και οι αξιολογήσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σχετικά με την οικεία αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συναφών πληροφοριών που παρέχονται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 35 και κάθε συναφούς πληροφορίας από τους συμφεροντούχους.

2.  Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Αρχή συστήνει ad hoc επιτροπές αξιολόγησης από ομοτίμους, αποτελούμενες από προσωπικό της Αρχής και μέλη των αρμόδιων αρχών. Η προεδρία των επιτροπών αξιολόγησης από ομοτίμους ασκείται από μέλος του προσωπικού της Αρχής. Ο πρόεδρος, κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης για συμμετοχή, προτείνει τον πρόεδρο και τα μέλη επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους, που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών. Η πρόταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός εάν, εντός 10 ημερών από την πρόταση του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών εκδώσει απορριπτική απόφαση.

3.  Η αξιολόγηση από ομοτίμους περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α) 

της επάρκειας των πόρων, του βαθμού ανεξαρτησίας και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και της ικανότητας αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

β) 

της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και στην εποπτική πρακτική, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 16, και του βαθμού στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο·

γ) 

της εφαρμογής των βέλτιστων πρακτικών που ανέπτυξαν οι αρμόδιες αρχές η υιοθέτηση των οποίων θα μπορούσε είναι προς όφελος και άλλων αρμόδιων αρχών·

δ) 

της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε όσον αφορά την επιβολή των διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που επιβλήθηκαν κατά των υπεύθυνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εν λόγω διατάξεις.

4.  Η Αρχή εκδίδει έκθεση με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η εν λόγω έκθεση αξιολόγησης από ομοτίμους εκπονείται από την επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 4. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, προκειμένου να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις αξιολόγησης από ομοτίμους και να διασφαλιστούν ίσοι όροι. Το συμβούλιο διοίκησης αξιολογεί ιδίως αν έχει εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο η μεθοδολογία. Στην εν λόγω έκθεση επεξηγούνται και υποδεικνύονται τα μέτρα επακολούθησης που κρίνονται ενδεδειγμένα, αναλογικά και αναγκαία ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Τα εν λόγω μέτρα επακολούθησης μπορούν να διατυπωθούν υπό μορφή κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 και γνωμών σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται.

Κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 ή κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16, η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους παράλληλα με οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση εποπτικών πρακτικών ύψιστης ποιότητας.

5.  Η Αρχή υποβάλλει γνώμη στην Επιτροπή όποτε, έχοντας υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, θεωρεί ότι θα ήταν αναγκαία περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων της Ένωσης που εφαρμόζονται στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή στις αρμόδιες αρχές από ενωσιακή άποψη.

6.  Η Αρχή καταρτίζει έκθεση επακολούθησης μετά την παρέλευση δύο ετών από τη δημοσίευση της έκθεσης αξιολόγησης από ομότιμους. Την έκθεση επακολούθησης συντάσσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 4. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, με σκοπό να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις παρακολούθησης. Η έκθεση επακολούθησης περιλαμβάνει εκτίμηση, μεταξύ άλλων, της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι αρμόδιες αρχές που υπόκεινται σε αξιολόγηση από ομοτίμους ανταποκρινόμενες στα μέτρα επακολούθησης που περιέχονταν στην έκθεση αξιολόγησης από ομότιμους.

7.  Η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που υπόκεινται στην αξιολόγηση από ομοτίμους, προσδιορίζει τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η Αρχή τα δημοσιοποιεί, μαζί με τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους και της έκθεσης επακολούθησης που αναφέρονται στην παράγραφο 6. Σε περίπτωση που τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της Αρχής διαφέρουν από αυτά που έχει προσδιορίσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, η Αρχή διαβιβάζει, σε εμπιστευτική βάση, τα ευρήματα της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Όταν η αρμόδια αρχή που υπόκειται στην αξιολόγηση από ομοτίμους ανησυχεί ότι η δημοσίευση των αιτιολογημένων κύριων ευρημάτων της Αρχής θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει το θέμα στο συμβούλιο εποπτών. Το συμβούλιο εποπτών δύναται να αποφασίσει να μην δημοσιεύσει τα εν λόγω αποσπάσματα.

8.  Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει πρόταση προγράμματος εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους όσον αφορά τα επόμενα δύο έτη, στην οποία αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, τα διδάγματα από τις προηγούμενες διαδικασίες αξιολόγησης από ομοτίμους και τις συζητήσεις των ομάδων συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 45β. Το σχέδιο εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους αποτελεί χωριστό τμήμα του ετήσιου και πολυετούς προγράμματος εργασίας. Το σχέδιο δημοσιοποιείται. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή απρόβλεπτων γεγονότων, η Αρχή μπορεί να αποφασίσει τη διενέργεια πρόσθετων αξιολογήσεων από ομοτίμους.

▼B

Άρθρο 31

Λειτουργία συντονισμού

▼M2

1.  Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος ή, σε περιπτώσεις διασυνοριακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που ενδέχεται να επηρεάσουν την προστασία των ασφαλισμένων, των μελών του συνταξιοδοτικού συστήματος και των συνταξιούχων στην Ένωση.

2.  Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη ενωσιακή απόκριση, μεταξύ άλλων με:

▼B

α) 

τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών,

β) 

τον καθορισμό του πεδίου και, όπου κρίνεται δυνατόν και σκόπιμο, την επαλήθευση της αξιοπιστίας των πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών,

γ) 

την ανάληψη μη δεσμευτικού ρόλου μεσολαβητή κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, με την επιφύλαξη του άρθρου 19,

δ) 

την τήρηση του ΕΣΣΚ ενήμερου σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση,

▼M2

ε) 

τη λήψη κατάλληλων μέτρων στην περίπτωση εξελίξεων που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό τον συντονισμό των ενεργειών που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές,

▼M2

εα) 

τη λήψη κατάλληλων μέτρων για τον συντονισμό των δράσεων που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές με σκοπό τη διευκόλυνση της εισόδου στην αγορά φορέων ή προϊόντων που βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία,

▼B

στ) 

τη συγκέντρωση των πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 35, στο πλαίσιο των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τα όργανα που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Η Αρχή μοιράζεται τις πληροφορίες αυτές με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

▼M2

3.  Προκειμένου να συμβάλει στην καθιέρωση κοινής ευρωπαϊκής προσέγγισης όσον αφορά την τεχνολογική καινοτομία, η Αρχή προωθεί την εποπτική σύγκλιση, με την υποστήριξη, κατά περίπτωση, της επιτροπής για την προστασία των καταναλωτών και τη χρηματοοικονομική καινοτομία, διευκολύνοντας την είσοδο στην αγορά φορέων ή προϊόντων που βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία, ιδίως μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16.

Άρθρο 31α

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την καταλληλότητα και την εντιμότητα

Η Αρχή, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), δημιουργούν σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την εκτίμηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των κατόχων ειδικών συμμετοχών, των διευθυντών και των βασικών αρμοδίων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼B

Άρθρο 32

▼M2

Εκτίμηση των εξελίξεων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων

1.  Η Αρχή παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις της ανάλυση των αγορών εντός των οποίων λειτουργούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εκτίμηση των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων της αγοράς στα ιδρύματα αυτά.

2.  Η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν αναπτύσσει:

α) 

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τους κινδύνους που απορρέουν από δυσμενείς περιβαλλοντικές εξελίξεις,

▼M2

αα) 

κοινές μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που πρέπει να περιλαμβάνονται στις εκτιμήσεις σε επίπεδο Ένωσης,

▼B

β) 

κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων,

γ) 

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής στη χρηματοοικονομική θέση ενός ιδρύματος και στην ενημέρωση των ασφαλισμένων, των μελών του συνταξιοδοτικού συστήματος, των συνταξιούχων και των πελατών,

▼M2

δ) 

κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της επίπτωσης των περιβαλλοντικών κινδύνων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων,

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Αρχή συνεργάζεται με το ΕΣΣΚ.

▼M2

3.  Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, όταν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων στον τομέα αρμοδιότητάς της, σε συνδυασμό με τους δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

▼B

Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή περιλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

4.  Η Αρχή διασφαλίζει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

▼M2

Άρθρο 33

Διεθνείς σχέσεις συμπεριλαμβανομένης της ισοδυναμίας

1.  Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες.

Εάν μια τρίτη χώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών που παρουσιάζουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, η Αρχή δεν συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας. Αυτό δεν αποκλείει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ της Αρχής και των αντίστοιχων αρχών των τρίτων χωρών, με σκοπό τη μείωση των απειλών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης.

2.  Η Αρχή επικουρεί την Επιτροπή στην εκπόνηση αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά ρυθμιστικά καθεστώτα και καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες κατόπιν συγκεκριμένου αιτήματος της Επιτροπής για παροχή συμβουλών ή εφόσον απαιτείται από τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.  Η Αρχή παρακολουθεί με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις τους στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των ασφαλισμένων και τη λειτουργία της εσωτερικής αγορά, τις σχετικές ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις, καθώς και τις πρακτικές επιβολής και τις εξελίξεις της αγοράς σε τρίτες χώρες, στον βαθμό που αφορούν τις αξιολογήσεις ισοδυναμίας βάσει επικινδυνότητας, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ισοδυναμίας από την Επιτροπή σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Επιπλέον, επαληθεύει αν εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια, βάσει των οποίων έχουν ληφθεί οι εν λόγω αποφάσεις ισοδυναμίας, και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτές.

Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών. Η Αρχή υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), στην οποία συνοψίζονται τα ευρήματά της που προκύπτουν από την παρακολούθηση όλων των ισοδύναμων τρίτων χωρών. Η έκθεση επικεντρώνεται ιδίως στις επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των ασφαλισμένων ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Όταν η Αρχή εντοπίζει σχετικές εξελίξεις όσον αφορά τις πρακτικές ρύθμισης και εποπτείας ή επιβολής στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, στην ακεραιότητα της αγοράς, στην προστασία των ασφαλισμένων ή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σε εμπιστευτική βάση και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

4.  Με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων που προβλέπονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των όρων της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή συνεργάζεται, κατά περίπτωση, με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων τα ρυθμιστικά και εποπτικά καθεστώτα έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα. Καταρχήν, η εν λόγω συνεργασία λαμβάνει χώρα βάσει διοικητικών ρυθμίσεων οι οποίες συνάπτονται με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Κατά τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους διοικητικών ρυθμίσεων, η Αρχή περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τα εξής:

α) 

τους μηχανισμούς που παρέχουν τη δυνατότητα στην Αρχή να λαμβάνει σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το ρυθμιστικό καθεστώς, την εποπτική προσέγγιση, τις σχετικές εξελίξεις της αγοράς και τυχόν μεταβολές οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφαση περί ισοδυναμίας·

β) 

στον βαθμό που είναι αναγκαίο ώστε να δοθεί συνέχεια σε τέτοιου είδους αποφάσεις περί ισοδυναμίας, τις διαδικασίες σχετικά με τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων, όπου απαιτείται.

Η Αρχή ενημερώνει την Επιτροπή όταν αρμόδια αρχή τρίτης χώρας αρνείται να συνάψει τέτοιου είδους διοικητικές ρυθμίσεις ή αρνείται να συνεργαστεί αποτελεσματικά.

5.  Η Αρχή μπορεί να καταρτίσει πρότυπες διοικητικές ρυθμίσεις, με σκοπό την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης και την ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού. Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να ακολουθούν τις εν λόγω πρότυπες ρυθμίσεις.

Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς ή διοικήσεις τρίτων χωρών, τη συνδρομή της Αρχής προς την Επιτροπή για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας και σχετικά με την παρακολούθηση που αναλαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6.  Στο πλαίσιο των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή συμβάλλει στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα διεθνή φόρουμ.

▼M2 —————

▼B

Άρθρο 35

Συγκέντρωση πληροφοριών

1.  Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές διαθέτουν νόμιμη πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες και ότι το αίτημα παροχής πληροφοριών είναι αναγκαίο λόγω της φύσης του εν λόγω καθήκοντος.

2.  Η Αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται, όπου είναι δυνατόν, χρησιμοποιώντας ενιαίους μορφοτύπους υποβολής στοιχείων.

3.  Σε δεόντως αιτιολογημένη αίτηση εκ μέρους αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, η Αρχή μπορεί να παράσχει οιαδήποτε πληροφορία είναι απαραίτητη για να δώσει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις περί επαγγελματικής εχεμύθειας που ορίζει η τομεακή νομοθεσία και το άρθρο 70.

4.  Πριν ζητήσει πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και για να αποφύγει την επικάλυψη των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, η Αρχή λαμβάνει υπόψη όλα τα υφιστάμενα σχετικά στατιστικά στοιχεία που παράγονται και διανέμονται από το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών.

5.  Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν διαθέσιμες από τις αρμόδιες αρχές εγκαίρως, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα σε άλλες εποπτικές αρχές, στο αρμόδιο για τα οικονομικά υπουργείο, αν έχει στη διάθεσή του δεδομένα προληπτικής εποπτείας, στην εθνική κεντρική τράπεζα ή στη στατιστική υπηρεσία του σχετικού κράτους μέλους.

6.  Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 5, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα απευθείας στα οικεία χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Στο αιτιολογημένο αίτημα εξηγείται γιατί είναι αναγκαίες οι πληροφορίες σχετικά με τα μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Η Αρχή ενημερώνει τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις αιτήσεις, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και την παράγραφο 5.

Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των πληροφοριών.

7.  Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου μόνο για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 36

Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

1.  Η Αρχή συνεργάζεται στενά και σε τακτική βάση με το ΕΣΣΚ.

2.  Η Αρχή παρέχει στο ΕΣΣΚ κατά τακτά διαστήματα και εγκαίρως τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, παρέχονται, χωρίς χρονοτριβή, στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, θεσπίζει τις κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες για τη διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών, ιδίως πληροφοριών που αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

▼M2 —————

▼M2

4.  Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η Αρχή συζητεί την προειδοποίηση ή σύσταση κατά την επόμενη συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών ή, κατά περίπτωση, νωρίτερα, για να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της και τη συνέχεια που πρέπει ενδεχομένως να δοθεί.

Με τη συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οποιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για τον χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν προβεί σε ενέργειες για προειδοποίηση ή σύσταση, αναφέρει στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει επίσης σχετικά το Συμβούλιο.

5.  Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ που απευθύνεται προς αρμόδια αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει εγκαίρως επακολούθηση.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Όταν η αρμόδια αρχή ενημερώνει, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ως απάντηση σε σύσταση του ΕΣΣΚ, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών.

▼M2 —————

▼B

Άρθρο 37

Ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών

1.  Προκειμένου να διευκολυνθεί η διεξαγωγή της διαβούλευσης με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (εφεξής αποκαλούμενες από κοινού «ομάδες συμφεροντούχων»). Οι ομάδες συμφεροντούχων γνωμοδοτούν σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται με βάση το άρθρα 10 έως 15 όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα και, στον βαθμό που αυτές δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, το άρθρο 16 όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εάν χρειάζεται να αναληφθεί δράση επειγόντως και η διαβούλευση καθίσταται ανέφικτη, οι ομάδες συμφεροντούχων ενημερώνονται όσο το δυνατόν συντομότερα.

Οι ομάδες συμφεροντούχων συνεδριάζουν τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο. Μπορούν να συζητούν μεταξύ τους θέματα κοινού ενδιαφέροντος και ενημερώνονται αμοιβαίως για τα λοιπά θέματα τα οποία συζητούνται.

Τα μέλη της μιας ομάδας συμφεροντούχων μπορούν να είναι επίσης μέλη της άλλης ομάδας συμφεροντούχων.

▼M2

2.  Η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων αποτελείται από 30 μέλη. Τα εν λόγω μέλη απαρτίζονται από:

α) 

13 μέλη που εκπροσωπούν, στη σωστή αναλογία, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που δραστηριοποιούνται στην Ένωση —τρία από τα οποία εκπροσωπούν συνεταιριστικούς ασφαλιστές ή αντασφαλιστές και αλληλασφαλιστικές ή αλληλαντασφαλιστικές ενώσεις,

β) 

13 μέλη που εκπροσωπούν τους εκπροσώπους των υπαλλήλων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, καταναλωτές, χρήστες ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών, αντιπροσώπους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και εκπροσώπους των συναφών επαγγελματικών ενώσεων, και

γ) 

τέσσερα μέλη που είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί.

3.  Η ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών αποτελείται από 30 μέλη. Τα εν λόγω μέλη απαρτίζονται από:

α) 

13 μέλη που εκπροσωπούν στη σωστή αναλογία τα ιδρύματα επαγγελματικών συντάξεων που δραστηριοποιούνται στην Ένωση,

β) 

13 μέλη που εκπροσωπούν εκπροσώπους υπαλλήλων, εκπροσώπους συνταξιούχων, εκπροσώπους των ΜΜΕ και εκπροσώπους των συναφών επαγγελματικών ενώσεων, και

γ) 

τέσσερα μέλη που είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί.

4.  Τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από ανοικτή και διαφανή διαδικασία επιλογής. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών διασφαλίζει τη δέουσα συνεκτίμηση της ποικιλομορφίας των τομέων των ασφαλίσεων, των αντασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, τη γεωγραφική ισορροπία και την ισορροπία των φύλων, καθώς και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ένωση. Τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων επιλέγονται σύμφωνα με τα προσόντα, τις δεξιότητες, τις σχετικές γνώσεις και την αποδεδειγμένη εμπειρία τους.

▼M2

4α.  Τα μέλη της οικείας ομάδας συμφεροντούχων εκλέγουν τον πρόεδρο της ομάδας μεταξύ των μελών της. Η θητεία του προέδρου διαρκεί δύο έτη.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλεί τον πρόεδρο οποιασδήποτε ομάδας συμφεροντούχων να προβεί σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε του ζητηθεί.

▼M2

5.  Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη των ομάδων συμφεροντούχων. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Η αποζημίωση αυτή λαμβάνει υπόψη το προπαρασκευαστικό έργο και το έργο επακολούθησης των μελών και είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με τα ποσοστά επιστροφής δαπανών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον Τίτλο V Κεφάλαιο 1 Τμήμα 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου ( 9 ) (κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης). Οι ομάδες συμφεροντούχων μπορούν να συγκροτήσουν ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και της ομάδας συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών διαρκεί τέσσερα έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

▼B

Τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων μπορούν να υπηρετήσουν επί δυο διαδοχικές θητείες.

▼M2

6.  Οι ομάδες συμφεροντούχων μπορούν να υποβάλλουν στην Αρχή συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής, με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα των άρθρων 10 έως 16 και 29, 30 και 32.

Όταν τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε συμβουλή, το ένα τρίτο των μελών τους ή τα μέλη που εκπροσωπούν μια ομάδα συμφεροντούχων επιτρέπεται να εκδώσουν χωριστή συμβουλή.

Η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων, η ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων και η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών μπορούν να εκδίδουν κοινές συμβουλές για θέματα που άπτονται των εργασιών των ΕΕΑ δυνάμει του άρθρου 56 σχετικά με τις κοινές θέσεις και τις κοινές πράξεις.

▼B

7.  Οι ομάδες συμφεροντούχων εγκρίνουν τον εσωτερικό τους κανονισμό με συμφωνία πλειοψηφίας δύο τρίτων των αντίστοιχων μελών τους.

▼M2

8.  Η Αρχή δημοσιοποιεί τις συμβουλές των ομάδων συμφεροντούχων, τη χωριστή συμβουλή των μελών τους και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών τους, καθώς και πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη οι συμβουλές και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων.

▼B

Άρθρο 38

Διασφαλίσεις

1.  Η Αρχή διασφαλίζει ότι καμία απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει των άρθρων 18 ή 19 δεν έρχεται με οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών.

2.  Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι η απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή και στην Επιτροπή εντός δύο εβδομάδων από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση του κράτους μέλους, η Αρχή ενημερώνει το κράτος μέλος εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί. Εάν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει, δηλώνει ότι δεν θίγονται οι δημοσιονομικές αρμοδιότητες.

Αν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της, το Συμβούλιο αποφασίζει, με πλειοψηφία των εκπεφρασμένων ψήφων, σε μία από τις συνόδους του, το αργότερο εντός δύο μηνών μετά την ενημέρωση του κράτους μέλους από την Αρχή, όπως αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

Σε περίπτωση που το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να διατηρήσει την απόφαση της Αρχής, σύμφωνα με το πέμπτο εδάφιο, η απόφαση της Αρχής παύει να ισχύει.

3.  Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή, στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή, ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Το Συμβούλιο συγκαλεί σύνοδο, εντός δέκα εργάσιμων ημερών, και αποφασίζει, με απλή πλειοψηφία των μελών του, αν η απόφαση της Αρχής ανακαλείται.

Εφόσον το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να ανακαλέσει την απόφαση της Αρχής σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο, αίρεται η αναστολή της απόφασης της Αρχής.

4.  Όταν το Συμβούλιο έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 να μην ανακαλέσει απόφαση της Αρχής που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3, το δε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θεωρεί ακόμη ότι η απόφαση της Αρχής προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να ενημερώσει την Επιτροπή και την Αρχή και να ζητήσει από το Συμβούλιο να επανεξετάσει το θέμα. Το εν λόγω κράτος μέλος εκθέτει σαφώς τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με την απόφαση του Συμβουλίου.

Εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την ενημέρωση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την αρχική του απόφαση ή λαμβάνει νέα απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Η προθεσμία των τεσσάρων εβδομάδων μπορεί να παραταθεί κατά τέσσερις επιπλέον εβδομάδες από το Συμβούλιο, εφόσον το απαιτούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της περίπτωσης.

5.  Κάθε κατάχρηση του παρόντος άρθρου, ιδίως σε σχέση με απόφαση της Αρχής η οποία δεν έχει σημαντικό ή υλικό δημοσιονομικό αντίκτυπο, απαγορεύεται ως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

▼M2

Άρθρο 39

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.  Η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου όταν εκδίδει αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 17, 18 και 19.

2.  Η Αρχή ενημερώνει κάθε αποδέκτη απόφασης στην επίσημη γλώσσα του σχετικά με την πρόθεσή της να εκδώσει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το αντικείμενο της απόφασης, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Ο αποδέκτης μπορεί να εκφράσει τις απόψεις του στην επίσημη γλώσσα του. Η διάταξη που θεσπίζεται στην πρώτη περίοδο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3.

3.  Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

4.  Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

5.  Εάν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει την εν λόγω απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

6.  Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται. Η δημοσιοποίηση γνωστοποιεί την ταυτότητα της οικείας αρμόδιας αρχής ή του οικείου χρηματοοικονομικού ιδρύματος και το βασικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός εάν η εν λόγω δημοσιοποίηση αντίκειται στο έννομο συμφέρον των εν λόγω χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή στην προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΓΑΝΩΣΗ



ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Συμβούλιο εποπτών

Άρθρο 40

Σύνθεση

1.  Το συμβούλιο εποπτών συγκροτείται από:

▼M2

α) 

τον πρόεδρο,

▼B

β) 

τον επικεφαλής της εθνικής δημόσιας αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε κάθε κράτος μέλος, ο οποίος συμμετέχει αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως,

γ) 

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

δ) 

έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

ε) 

έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

2.  Το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί συνεδριάσεις με τις ομάδες συμφεροντούχων τουλάχιστον δύο φορές ετησίως.

3.  Κάθε αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου από αυτήν, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.

4.  Σε κράτη μέλη με πλείονες αρχές αρμόδιες για την εποπτεία, σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για κοινό αντιπρόσωπο. Ωστόσο, όταν το συμβούλιο εποπτών συζητεί θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της εθνικής αρχής που εκπροσωπείται από το μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), το εν λόγω μέλος μπορεί να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της σχετικής εθνικής αρχής, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

5.  Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

▼M2

6.  Εάν η εθνική δημόσια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν είναι υπεύθυνη για την επιβολή των κανόνων προστασίας των καταναλωτών, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στο εν λόγω στοιχείο μπορεί να αποφασίσει να καλέσει εκπρόσωπο της αρχής προστασίας καταναλωτών του κράτους μέλους, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Εάν σε ένα κράτος μέλος, πλείονες αρχές είναι συναρμόδιες για την προστασία των καταναλωτών, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για κοινό αντιπρόσωπο.

▼M2

Άρθρο 41

Εσωτερικές επιτροπές

1.  Το συμβούλιο εποπτών, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που του ανατίθενται. Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν αιτήματος του συμβουλίου διοίκησης ή του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο διοίκησης. Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο.

2.  Για τους σκοπούς του άρθρου 17, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι της αρμόδιας αρχής που πιθανολογείται ότι παραβίασε το ενωσιακό δίκαιο και δεν έχουν κανένα συμφέρον επί του θέματος ούτε άμεσους δεσμούς με την οικεία αρμόδια αρχή.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

3.  Για τους σκοπούς του άρθρου 19, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διαμάχη ούτε άμεσους δεσμούς με τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

4.  Για τους σκοπούς της διεξαγωγής της έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, ο πρόεδρος μπορεί να προτείνει απόφαση για την έναρξη της έρευνας και τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, πρόταση που πρέπει να εγκριθεί από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

5.  Οι ανεξάρτητες ομάδες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου ή ο πρόεδρος προτείνουν αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 17 ή του άρθρου 19 για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών. Η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών το αποτέλεσμα της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο.

6.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 42

Ανεξαρτησία του συμβουλίου εποπτών

1.  Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, τα μέλη του συμβουλίου εποπτών ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

2.  Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

3.  Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών, ο πρόεδρος, καθώς και οι εκπρόσωποι και οι παρατηρητές που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου, δηλώνουν, πριν από κάθε τέτοια συνεδρίαση, με ακριβή και πλήρη τρόπο την απουσία ή την ύπαρξη κάθε συμφέροντος που ενδέχεται να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους σε σχέση με οποιαδήποτε σημεία της ημερήσιας διάταξης, και απέχουν από τη συμμετοχή στη συζήτηση και την ψηφοφορία των εν λόγω σημείων.

4.  Το συμβούλιο εποπτών καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό του, τις πρακτικές ρυθμίσεις για τον κανόνα της δήλωσης συμφερόντων που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και για την πρόληψη και τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων.

▼B

Άρθρο 43

Καθήκοντα

▼M2

1.  Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αποφάσεις της Αρχής και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο κεφάλαιο II, βάσει πρότασης της οικείας εσωτερικής επιτροπής ή ομάδας, του προέδρου ή του συμβουλίου διοίκησης, κατά περίπτωση.

▼M2 —————

▼B

4.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

▼M2

5.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται και η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

▼B

6.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

7.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 63.

▼M2

8.  Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχικό έλεγχο στον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή. Μπορεί να απαλλάσσει τον εκτελεστικό διευθυντή από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 5.

▼M2

Άρθρο 43α

Διαφάνεια των αποφάσεων που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών

Με την επιφύλαξη του άρθρου 70, εντός έξι εβδομάδων από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών, η Αρχή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τουλάχιστον, πλήρη και ουσιαστικά πρακτικά των εργασιών της εν λόγω συνεδρίασης τα οποία καθιστούν δυνατή την πλήρη κατανόηση των συζητήσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός σχολιασμένου καταλόγου των αποφάσεων. Τα εν λόγω πρακτικά δεν αποτυπώνουν τις συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼B

Άρθρο 44

Λήψη αποφάσεων

▼M2

1.  Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 του παρόντος κανονισμού και όλα τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού και του Κεφαλαίου VΙ του παρόντος κανονισμού και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει για τις αποφάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.

Όσον αφορά τη σύνθεση των ειδικών ομάδων σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφοι 2, 3 και 4, και τα μέλη της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2, το συμβούλιο εποπτών, όταν εξετάζει τις προτάσεις του προέδρου, επιδιώκει τη συναίνεση. Εάν δεν επιτευχθεί συναίνεση, οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με την πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 18 παράγραφοι 3 και 4 και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των μελών του με δικαίωμα ψήφου.

▼B

2.  Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών συγκαλούνται από τον πρόεδρο, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

3.  Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

▼M2

4.  Όσον αφορά τις αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 17, 19 και 30 το συμβούλιο εποπτών ψηφίζει επί των προτεινόμενων αποφάσεων με γραπτή διαδικασία. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διαθέτουν οκτώ εργάσιμες ημέρες για να ψηφίσουν. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η προτεινόμενη απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εφόσον δεν αντιταχθεί απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου. Οι αποχές δεν υπολογίζονται ούτε ως έγκριση ούτε ως αντίρρηση και δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αριθμού των ψηφισάντων. Εάν τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διατυπώσουν αντίρρηση στη γραπτή διαδικασία, το σχέδιο απόφασης συζητείται και η σχετική απόφαση λαμβάνεται από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, με εξαίρεση τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρακολουθούν οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M2

5.  Ο πρόεδρος της Αρχής έχει το προνόμιο να ζητεί τη διεξαγωγή ψηφοφορίας ανά πάσα στιγμή. Με την επιφύλαξη της εν λόγω εξουσίας και της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών λήψης αποφάσεων της Αρχής, το συμβούλιο εποπτών της Αρχής επιδιώκει την επίτευξη συναίνεσης κατά τη λήψη των αποφάσεών του.

▼B



ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο διοίκησης

▼M2

Άρθρο 45

Σύνθεση

1.  Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται και προέρχονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου.

Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί.

2.  Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμισι έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.

3.  Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο. Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης το κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο.

4.  Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης μπορούν, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Οι συμμετέχοντες χωρίς δικαίωμα ψήφου δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

▼M2

Άρθρο 45α

Λήψη αποφάσεων

1.  Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του, ενώ επιδιώκεται συναίνεση. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Ο πρόεδρος είναι μέλος με δικαίωμα ψήφου.

2.  Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63.

3.  Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

Άρθρο 45β

Ομάδες συντονισμού

1.  Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να συγκροτεί ομάδες συντονισμού με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής για συγκεκριμένα θέματα για τα οποία ενδέχεται να απαιτείται συντονισμός λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες εξελίξεις της αγοράς. Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτεί ομάδες συντονισμού για συγκεκριμένα θέματα κατόπιν αιτήματος πέντε μελών του συμβουλίου εποπτών.

2.  Όλες οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις ομάδες συντονισμού και παρέχουν σε αυτές σύμφωνα με το άρθρο 35 τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να μπορούν να ασκούν τα συντονιστικά καθήκοντά τους σύμφωνα με την εντολή τους. Το έργο των ομάδων συντονισμού βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές και σε τυχόν ευρήματα που προσδιορίζονται από την Αρχή.

3.  Η προεδρία των ομάδων ασκείται από μέλος του συμβουλίου διοίκησης. Κάθε χρόνο, το αντίστοιχο μέλος του συμβουλίου διοίκησης που είναι υπεύθυνο για την ομάδα συντονισμού υποβάλλει έκθεση στο συμβούλιο εποπτών σχετικά με τα κύρια στοιχεία των συζητήσεων και των ευρημάτων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει πρόταση για κανονιστική παρακολούθηση ή αξιολόγηση από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Αρχή τον τρόπο με τον οποίο έλαβαν υπόψη τις εργασίες των ομάδων συντονισμού στις δραστηριότητές τους.

4.  Κατά την παρακολούθηση των εξελίξεων της αγοράς που ενδέχεται να βρίσκονται στο επίκεντρο των συντονιστικών ομάδων, η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 35 να παράσχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες ώστε να μπορέσει η Αρχή να διαδραματίσει τον ρόλο της όσον αφορά την παρακολούθηση.

▼M2

Άρθρο 46

Ανεξαρτησία του συμβουλίου διοίκησης

Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το αποκλειστικό συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

▼B

Άρθρο 47

Καθήκοντα

1.  Το συμβούλιο διοίκησης εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.  Το συμβούλιο διοίκησης προτείνει στο συμβούλιο εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.

3.  Το συμβούλιο διοίκησης ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 63 και 64.

▼M2

3α.  Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να εξετάζει, να γνωμοδοτεί και να διατυπώνει προτάσεις για όλα τα θέματα εκτός από τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 30.

▼B

4.  Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»).

5.  Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 72.

▼M2

6.  Το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών προς έγκριση ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου.

▼B

7.  Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

▼M2

8.  Το συμβούλιο διοίκησης διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφοι 3 και 5, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την πρόταση του συμβουλίου εποπτών.

▼M2

9.  Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης δημοσιοποιούν όλες τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και κάθε προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B



ΕΝΟΤΗΤΑ 3

Πρόεδρος

Άρθρο 48

Διορισμός και καθήκοντα

1.  Η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

▼M2

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία των εργασιών του συμβουλίου εποπτών, μεταξύ άλλων για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, για τη σύγκληση των συνεδριάσεων και την κατάθεση των θεμάτων για λήψη απόφασης και προεδρεύει των συνεδριάσεων του συμβουλίου εποπτών.

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης του συμβουλίου διοίκησης, η οποία εγκρίνεται από αυτό και προεδρεύει των συνεδριάσεών του.

Ο πρόεδρος μπορεί να καλεί το συμβούλιο διοίκησης να εξετάσει το ενδεχόμενο σύστασης ομάδας συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β.

2.  Ο πρόεδρος επιλέγεται με βάση τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, κατόπιν ανοικτής διαδικασίας επιλογής η οποία τηρεί την αρχή της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάλογο επικρατέστερων υποψηφίων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη θέση του προέδρου, επικουρούμενο από την Επιτροπή. Βάσει του καταλόγου των επικρατέστερων υποψηφίων, το Συμβούλιο εκδίδει απόφαση για το διορισμό του προέδρου, κατόπιν επιβεβαίωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Εάν ο πρόεδρος δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 49 ή έχει κριθεί ένοχος σοβαρού παραπτώματος, το Συμβούλιο μπορεί, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής που έχει εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εκδώσει απόφαση με την οποία τον απαλλάσσει από τα καθήκοντά του.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών επιλέγει, μεταξύ των μελών του, αντιπρόεδρο, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αντιπρόεδρος αυτός δεν εκλέγεται μεταξύ των μελών του συμβουλίου διοίκησης.

▼B

3.  Η θητεία του προέδρου είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

4.  Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά:

α) 

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,

β) 

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

▼M2

Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, τα καθήκοντα του προέδρου ασκούνται από τον αντιπρόεδρο.

Το Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του συμβουλίου εποπτών και επικουρούμενο από την Επιτροπή και λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ.

5.  Ο πρόεδρος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο για σοβαρούς λόγους. Στην εν λόγω απαλλαγή μπορεί να προβεί μόνο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου, η οποία εκδίδεται κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο εποπτών.

▼B

Άρθρο 49

▼M2

Ανεξαρτησία του προέδρου

Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να ζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

▼B

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο πρόεδρος, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

▼M2

Άρθρο 49α

Δαπάνες

Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί όλες τις συνεδριάσεις που διεξάχθηκαν με εξωτερικούς ενδιαφερομένους εντός δύο εβδομάδων από τη συνεδρίαση και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M2 —————

▼B



ΕΝΟΤΗΤΑ 4

Εκτελεστικός διευθυντής

Άρθρο 51

Διορισμός

1.  Την Αρχή διοικεί εκτελεστικός διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

2.  Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από επιβεβαίωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και αγορές και την εμπειρία του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, καθώς και τη διευθυντική πείρα του, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

3.  Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

4.  Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά ιδίως:

α) 

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,

β) 

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή άπαξ.

5.  Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του συμβουλίου εποπτών.

Άρθρο 52

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να λαμβάνει οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον εκτελεστικό διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο εκτελεστικός διευθυντής, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 53

Καθήκοντα

1.  Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του συμβουλίου διοίκησης.

2.  Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του συμβουλίου εποπτών και υπό τον έλεγχο του συμβουλίου διοίκησης.

3.  Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να διασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

4.  Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.

5.  Κάθε έτος, ως τις 30 Ιουνίου, ο εκτελεστικός διευθυντής προετοιμάζει πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.

6.  Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 63, και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 64.

7.  Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα χρηματοοικονομικής και διοικητικής φύσης.

8.  Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 68 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ



ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Μεικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών

Άρθρο 54

Σύσταση

1.  Συγκροτείται Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

▼M2

2.  Η Μεικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ στο οποίο η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά, για να διασφαλίζει διατομεακή συνέπεια, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τομεακές ιδιαιτερότητες, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), συγκεκριμένα όσον αφορά:

— 
τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και, όταν απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο, την εποπτική ενοποίηση,

▼B

— 
τη λογιστική και τους ελέγχους,
— 
τις μικροπροληπτικές αναλύσεις διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα,
— 
τα επενδυτικά προϊόντα για μικροεπενδυτές,

▼M2

— 
την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο,
— 
την ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών με το ΕΣΣΚ και τις άλλες ΕΕΑ,

▼M2

— 
τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λιανικής και ζητήματα προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών,
— 
τις συμβουλές της επιτροπής που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 7.

2α.  Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να επικουρεί την Επιτροπή στην αξιολόγηση των προϋποθέσεων και των τεχνικών προδιαγραφών και διαδικασιών για την εξασφάλιση ασφαλούς και αποτελεσματικής διασύνδεσης των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών σύμφωνα με την έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 32α παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, καθώς και στην αποτελεσματική διασύνδεση των εθνικών μητρώων σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.

▼M2

3.  Η Μεικτή επιτροπή διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, το οποίο λειτουργεί ως μόνιμη γραμματεία. Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

▼B

4.  Σε περίπτωση που ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα εμπλέκεται σε διαφορετικούς τομείς, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διαφορές σύμφωνα με το άρθρο 56.

Άρθρο 55

Σύνθεση

1.  Η Μεικτή Επιτροπή αποτελείται από τους προέδρους των ΕΕΑ και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο οποιασδήποτε υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 57.

2.  Στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής, καθώς και οποιωνδήποτε υποεπιτροπών που αναφέρονται στο άρθρο 57, προσκαλούνται ως παρατηρητές ο εκτελεστικός διευθυντής, ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής και το ΕΣΣΚ.

▼M2

3.  Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής είναι ο δεύτερος αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ.

▼B

4.  Η Μεικτή Επιτροπή εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό της. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.

▼M2

Η Μεικτή Επιτροπή συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο.

▼M2

5.  Ο πρόεδρος της Αρχής ενημερώνει τακτικά το συμβούλιο εποπτών σχετικά με τις θέσεις που λαμβάνονται στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.

▼M2

Άρθρο 56

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή επιδιώκει να καταλήξει με συναίνεση σε κοινές θέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).

Όταν απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο, τα μέτρα βάσει των άρθρων 10 έως 16 και οι αποφάσεις βάσει των άρθρων 17, 18 και 19 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και οι οποίες εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών), εγκρίνονται παράλληλα, ανάλογα με την περίπτωση, από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).

Άρθρο 57

Υποεπιτροπές

1.  Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί υποεπιτροπές με σκοπό την προετοιμασία σχεδίων κοινών θέσεων και κοινών πράξεων για λογαριασμό της Μεικτής Επιτροπής.

2.  Κάθε υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.  Κάθε υποεπιτροπή εκλέγει πρόεδρο μεταξύ των εκπροσώπων των σχετικών αρμόδιων αρχών, ο οποίος είναι επίσης παρατηρητής στη Μεικτή Επιτροπή.

4.  Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή.

5.  Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της όλες τις υποεπιτροπές που έχουν συσταθεί, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων τους και καταλόγου των μελών τους με τα αντίστοιχα καθήκοντά τους στην υποεπιτροπή.

▼B



ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο προσφυγών

Άρθρο 58

Σύνθεση και λειτουργία

▼M2

1.  Συστήνεται συμβούλιο προσφυγών των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

2.  Το συμβούλιο προσφυγών αποτελείται από έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων του ενωσιακού δικαίου και διεθνούς επαγγελματικής πείρας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, των επαγγελματικών συντάξεων, των αγορών κινητών αξιών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειομένων του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής και των μελών της ομάδας συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και της ομάδας συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών. Τα μέλη και οι αναπληρωτές είναι υπήκοοι κράτους μέλους και έχουν άριστη γνώση τουλάχιστον δύο επίσημων γλωσσών της Ένωσης. Το συμβούλιο προσφυγών έχει επαρκή νομική πείρα, ώστε να παρέχει εμπεριστατωμένες νομικές συμβουλές όσον αφορά τη νομιμότητα, συμπεριλαμβανομένης της αναλογικότητας, της άσκησης των εξουσιών της Αρχής.

▼B

Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

▼M2

3.  Το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής ορίζει δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δύο αναπληρωματικά μέλη από πίνακα επικρατέστερων υποψηφίων τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Αφού λάβει τον κατάλογο επικρατέστερων υποψηφιοτήτων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει τα υποψήφια μέλη και αναπληρωματικά μέλη να προβούν σε δήλωση ενώπιον του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλεί τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών να προβούν σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε αυτό ζητηθεί, με εξαίρεση τις δηλώσεις, ερωτήσεις ή απαντήσεις που αφορούν μεμονωμένες υποθέσεις για τις οποίες έχει ληφθεί απόφαση από το συμβούλιο προσφυγών ή που εκκρεμούν ενώπιόν του.

▼B

4.  Η θητεία των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

5.  Δεν είναι δυνατόν να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του μέλος του συμβουλίου προσφυγών το οποίο ορίστηκε από το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το συμβούλιο διοίκησης λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το συμβούλιο εποπτών.

6.  Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Εάν η απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η αποφασιστική πλειοψηφία περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα από τα δύο μέλη του συμβουλίου προσφυγών που όρισε η Αρχή.

7.  Το συμβούλιο προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.

8.  Οι ΕΕΑ διασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του συμβουλίου προσφυγών μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

Άρθρο 59

Ανεξαρτησία και αμεροληψία

1.  Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οποιεσδήποτε οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα σε σχέση με την Αρχή, το συμβούλιο διοίκησής της ή το συμβούλιο εποπτών της.

▼M2

2.  Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών και το προσωπικό της Αρχής που παρέχει επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

▼B

3.  Εάν μέλος του συμβουλίου προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.

4.  Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της συμμετοχής μέλους του συμβουλίου προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

Καμμία ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρ’ όλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, πέραν της ένστασης όσον αφορά τη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.

5.  Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του. Εάν το αναπληρωματικό μέλος βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, ο πρόεδρος της Αρχής ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

6.  Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.

Για τον σκοπό αυτόν, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

Οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται δημοσίως, ετησίως και είναι έγγραφες.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 60

Προσφυγές

1.  Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, περιλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής που προβλέπεται στα άρθρα 17, 18 και 19 και οποιασδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με τις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

▼M2

2.  Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός τριών μηνών από την άσκησή της.

▼B

3.  Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

4.  Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των δικών του κοινοποιήσεων ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

5.  Το συμβούλιο προσφυγών μπορεί είτε να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της Αρχής, είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και το όργανο αυτό εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση για τη σχετική υπόθεση.

6.  Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

7.  Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

▼M2

Άρθρο 60α

Υπέρβαση αρμοδιότητας από την Αρχή

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να αποστέλλει αιτιολογημένη συμβουλή στην Επιτροπή, εάν το εν λόγω πρόσωπο είναι της γνώμης ότι η Αρχή έχει υπερβεί την αρμοδιότητά της, μεταξύ άλλων, ενεργώντας μη συμφώνως με την αρχή της αναλογικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5, όταν ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 16β, και αυτό αφορά άμεσα και ατομικά το εν λόγω πρόσωπο.

▼B

Άρθρο 61

Προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.  Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ, κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.

2.  Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεων της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ.

3.  Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ.

4.  Η Αρχή υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφώνεται με την απόφαση του Δικαστηρίου.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62

Προϋπολογισμός της Αρχής

▼M2

1.  Τα έσοδα της Αρχής, η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ) («δημοσιονομικός κανονισμός»), συνίστανται συγκεκριμένα σε οποιονδήποτε συνδυασμό των εξής:

▼B

α) 

υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις θα συνεχίσει να εφαρμόζεται πέραν της προβλεπόμενης προθεσμίας της 31ης Οκτωβρίου 2014,

β) 

επιχορήγηση από την Ένωση, που εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»),

γ) 

τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ένωσης,

▼M2

δ) 

οι τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών,

ε) 

συμφωνημένες χρεώσεις για δημοσιεύσεις, δραστηριότητες κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από την Αρχή, εφόσον αυτές έχουν ζητηθεί ειδικά από μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

Οι τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών που αναφέρονται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου δεν γίνονται δεκτές, εάν η εν λόγω αποδοχή θα έθετε εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της Αρχής. Οι εθελοντικές συνεισφορές που συνιστούν αποζημίωση για το κόστος των καθηκόντων που ανατίθενται από αρμόδια αρχή στην Αρχή δεν θεωρείται ότι εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία της τελευταίας.

▼B

2.  Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής, τις δαπάνες επαγγελματικής επιμόρφωσης και τις λειτουργικές δαπάνες.

3.  Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

4.  Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

▼M2

Άρθρο 63

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.  Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσωρινό σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη, στο οποίο παρουσιάζονται οι προβλέψεις εσόδων και δαπανών, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το προσωπικό, με βάση τον ετήσιο και τον πολυετή προγραμματισμό της Αρχής, και το διαβιβάζει στο συμβούλιο διοίκησης και στο συμβούλιο εποπτών, μαζί με το οργανόγραμμα.

2.  Το συμβούλιο εποπτών, βάσει του σχεδίου που έχει εγκριθεί από το συμβούλιο διοίκησης, εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη.

3.  Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού διαβιβάζεται από το συμβούλιο διοίκησης στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έως τις 31 Ιανουαρίου.

4.  Λαμβανομένου υπόψη του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της εξισορροπητικής συνεισφοράς που θα βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

5.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν το οργανόγραμμα για την Αρχή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για την εξισορροπητική συνεισφορά προς την Αρχή.

6.  Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

7.  Το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων.

8.  Με την επιφύλαξη των άρθρων 266 και 267 του δημοσιονομικού κανονισμού, απαιτείται έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για οποιοδήποτε έργο μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της Αρχής, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών διακοπής.

Άρθρο 64

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.  Ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί καθήκοντα διατάκτη και εκτελεί τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής.

2.  Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς της στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους. Το άρθρο 70 δεν εμποδίζει την Αρχή να παρέχει στο Ελεγκτικό Συνέδριο οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του.

3.  Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους τα απαιτούμενα λογιστικά στοιχεία που απαιτούνται για την ενοποίηση, με τον τρόπο και τη μορφή που έχει οριστεί από τον υπόλογο της Επιτροπής.

4.  Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει επίσης, μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους, την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

5.  Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 246 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο υπόλογος της Αρχής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής. Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω λογαριασμούς στο συμβούλιο εποπτών, το οποίο διατυπώνει γνώμη επί των λογαριασμών αυτών.

6.  Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει, έως την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους, τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου εποπτών στον υπόλογο της Επιτροπής, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει επίσης στον υπόλογο της Επιτροπής, έως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, δέσμη εκθέσεων που έχει καταρτίσει, σε τυποποιημένη μορφή σύμφωνα με τα όσα έχει ορίσει ο υπόλογος της Επιτροπής για λόγους ενοποίησης.

7.  Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους.

8.  Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων του τελευταίου και διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή.

9.  Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 261 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

10.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, απαλλαγή στην Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν.

11.  Η Αρχή διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη για τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κάθε άλλη παρατήρηση που διατυπώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία απαλλαγής.

Άρθρο 65

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής ( 11 ), εκτός εάν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες για τη λειτουργία της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

▼B

Άρθρο 66

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

▼M2

1.  Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12 ).

▼B

2.  Η Αρχή προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Αρχής.

3.  Οι αποφάσεις και οι συμφωνίες χρηματοδότησης, καθώς και οι πράξεις εφαρμογής που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους στους δικαιούχους πόρων που έχουν εκταμιευθεί από την Αρχή, καθώς και στο προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση των εν λόγω πόρων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 67

Προνόμια και ασυλίες

Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

Άρθρο 68

Προσωπικό

1.  Για το προσωπικό της Αρχής, περιλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή και του προέδρου της, ισχύουν ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για την εφαρμογή τους.

2.  Το συμβούλιο διοίκησης, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.  Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

4.  Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

Άρθρο 69

Ευθύνη της Αρχής

1.  Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

2.  Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

Άρθρο 70

Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

▼M2

1.  Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και όλα τα μέλη του προσωπικού της Αρχής, περιλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για την Αρχή βάσει συμβάσεως, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

▼B

2.  Με την επιφύλαξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, καμία εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή υπό οποιαδήποτε μορφή, παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

▼M2

Η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και ειδικότερα για νομικές διαδικασίες σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

▼M2

2α.  Το συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που παρέχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, οποιαδήποτε υπηρεσία σχετική με τα καθήκοντα της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων και άλλων προσώπων που εξουσιοδοτούνται από το συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών ή διορίζονται από τις αρμόδιες αρχές για τον σκοπό αυτόν, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου, ισοδύναμες με εκείνες των παραγράφων 1 και 2.

Οι ίδιες απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου ισχύουν επίσης για τους παρατηρητές που παρίστανται στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών και οι οποίοι λαμβάνουν μέρος στις δραστηριότητες της Αρχής.

▼M2

3.  Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την Αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή ενωσιακή νομοθεσία που ισχύει για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.  Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής ( 13 ).

Άρθρο 71

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 14 ) κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

▼B

Άρθρο 72

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.  Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

▼M2

2.  Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

▼B

3.  Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από προσφυγή στο συμβούλιο προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

Άρθρο 73

Γλωσσικό καθεστώς

1.  Για την Αρχή ισχύει ο κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος ( 15 ).

2.  Το συμβούλιο διοίκησης αποφασίζει σχετικά με το γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην Αρχή.

3.  Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 74

Συμφωνία για την έδρα

▼M2

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά τη λήψη της έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.

▼B

Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, περιλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς.

Άρθρο 75

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.  Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή σε τρίτες χώρες που έχουν συνάψει με την Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2.

2.  Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι οποίες εφαρμόζουν νομοθεσία αναγνωρισμένη ως ισοδύναμη στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, όπως προβλέπεται σε διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 216 της ΣΛΕΕ.

3.  Με βάση τις σχετικές διατάξεις των συμφωνιών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν, ιδίως, τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τις διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στο έργο της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Μπορούν να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο συμβούλιο εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω χώρες δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

▼M2

Άρθρο 76

Σχέση με την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων

Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων (ΕΕΕΑΑΕΣ). Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΕΑΑΕΣ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΕΑΑΕΣ συντάσσει κατάσταση κλεισίματος για τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση ελέγχεται και εγκρίνεται από την ΕΕΕΑΑΕΣ και από την Επιτροπή.

▼B

Άρθρο 77

Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

1.  Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 68, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης και συμφωνίες αποσπάσεων που συνάπτονται από την ΕΕΕΑΑΕΣ ή τη γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2011 θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.

2.  Σε όλα τα μέλη του προσωπικού με σύμβαση στα οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στο οργανόγραμμα της Αρχής.

Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιορισμένη στο προσωπικό που έχει συμβάσεις με την ΕΕΕΑΑΕΣ ή τη γραμματεία της, προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η εσωτερική διαδικασία επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τις δεξιότητες και την εμπειρία των ατόμων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πριν από την πρόσληψη.

3.  Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση λειτουργιών, στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.

4.  Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

Άρθρο 78

Εθνικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 79

Τροποποιήσεις

Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ τροποποιείται καθώς η ΕΕΕΑΑΕΣ διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 80

Κατάργηση

Η απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής για τη σύσταση της ΕΕΕΑΑΕΣ καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2011.

Άρθρο 81

Επανεξέταση

▼M2

1.  Έως την 31η Δεκεμβρίου 2021 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:

α) 

την αποτελεσματικότητα και τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές:

i) 

την ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών και τη σύγκλιση ως προς πρότυπα ισοδύναμα προς την εταιρική διακυβέρνηση,

▼B

ii) 

την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα και την αυτονομία της Αρχής,

β) 

τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών,

γ) 

την πρόοδο που έχει σημειωθεί προς σύγκλιση στα πεδία της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, περιλαμβανομένων των ενωσιακών μηχανισμών χρηματοδότησης,

δ) 

τον ρόλο της Αρχής όσον αφορά τον συστημικό κίνδυνο,

ε) 

την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης του άρθρου 38,

στ) 

την εφαρμογή του δεσμευτικού μεσολαβητικού ρόλου που θεσπίζει το άρθρο 19,

▼M2

ζ) 

τη λειτουργία της Μεικτής Επιτροπής.

▼B

2.  Στην έκθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 εξετάζεται επίσης εάν:

α) 

ενδείκνυται να συνεχισθεί η χωριστή εποπτεία τραπεζών, ασφαλίσεων, επαγγελματικών συντάξεων, κινητών αξιών και χρηματοοικονομικών αγορών,

β) 

ενδείκνυται η άσκηση προληπτικής εποπτείας και η εποπτεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας να διενεργούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη,

γ) 

ενδείκνυται να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ για να αυξηθεί η συνοχή μεταξύ του μακροεπιπέδου και του μικροεπιπέδου και μεταξύ των ΕΕΑ,

δ) 

η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις,

ε) 

υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ,

στ) 

υπάρχει επαρκής λογοδοσία και διαφάνεια σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας,

ζ) 

οι πόροι της Αρχής επαρκούν για την επιτέλεση των καθηκόντων της,

η) 

ενδείκνυται να διατηρηθεί η έδρα της Αρχής ή να μεταφερθούν οι ΕΕΑ σε ενιαία έδρα προκειμένου να αναβαθμιστεί ο μεταξύ τους συντονισμός.

▼M2

2α.  Στο πλαίσιο της γενικής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με όλες τις σχετικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, διενεργεί ολοκληρωμένη αξιολόγηση σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 9α.

▼B

3.  Όσον αφορά το ζήτημα της άμεσης εποπτείας ιδρυμάτων ή υποδομών πανευρωπαϊκής εμβέλειας και λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς, η Επιτροπή συντάσσει ετήσια έκθεση για το αν είναι σκόπιμο να ανατεθούν στην Αρχή περαιτέρω εποπτικές αρμοδιότητες στον τομέα αυτόν.

4.  Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, εάν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 82

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση το άρθρο 76 και το άρθρο 77 παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος.

Η Αρχή ιδρύεται την 1η Ιανουαρίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.



( 1 ) Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιανουαρίου 2016 σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 26 της 2.2.2016, σ. 19).

( 2 ) Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (ΕΕ L 354 της 23.12.2016, σ. 37).

( 3 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

( 4 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

( 5 ) Βλέπε σελίδα 12 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

( 6 ) Βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

( 7 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

( 8 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17.)

( 9 ) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

( 10 ) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

( 11 ) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που δημιουργούνται δυνάμει της ΣΛΕΕ και της Συνθήκης Ευρατόμ και αναφέρονται στο άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 10.5.2019, σ. 1).

( 12 ) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

( 13 ) Απόφαση (ΕΚ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).

( 14 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

( 15 ) ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385.

Top