EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 01962R0031-20200101

Consolidated text: Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 31 Κανονισμός (ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 11 περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1962/31(1)/2020-01-01

01962R0031 — EL — 01.01.2020 — 019.003


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 31

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 11

περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας

(ΕΕ P 045 της 14.6.1962, σ. 1385)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

 M1

RÈGLEMENTNo 1/63/Euratom DU CONSEIL du 26 février 1963 (*)

  P 35

524

6.3.1963

 M2

RÈGLEMENTNo 2/63/Euratom DU CONSEIL du 26 février 1963 (*)

  P 35

526

6.3.1963

►M3

RÈGLEMENTNo 17/63/CEE DU CONSEIL du 26 février 1963 (*)

  P 35

528

6.3.1963

 M4

REGULATION No 18/63/EEC OF THE COUNCIL of 26 February 1963 (*)

  P 35

529

6.3.1963

►M5

REGULATION No 5/64/Euratom OF THE COUNCIL of 10 November 1964 (*)

  P 190

2971

21.11.1964

 M6

REGULATION No 182/64/EEC OF THE COUNCIL of 10 November 1964 (*)

  P 190

2971

21.11.1964

 M7

RÈGLEMENTNo 2/65/Euratom DU CONSEIL du 11 janvier 1965 (*)

  P 18

242

4.2.1965

 M8

RÈGLEMENTNo 8/65/CEE DU CONSEIL du 11 janvier 1965 (*)

  P 18

242

4.2.1965

►M9

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ αριθ. 4/65/Ευρατόμ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Μαρτίου 1965

  P 47

701

24.3.1965

 M10

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ αριθ. 30/65/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Μαρτίου 1965

  P 47

701

24.3.1965

 M11

RÈGLEMENTNo 1/66/EURATOM DU CONSEIL du 28 décembre 1965 (*)

  P 31

461

19.2.1966

 M12

RÈGLEMENTNo 14/66/CEE DU CONSEIL du 28 décembre 1965 (*)

  P 31

461

19.2.1966

 M13

RÈGLEMENTNo 10/66/Euratom DU CONSEIL du 24 novembre 1966 (*)

  P 225

3814

6.12.1966

 M14

RÈGLEMENTNo 198/66/CEE DU CONSEIL du 24 novembre 1966 (*)

  P 225

3814

6.12.1966

►M15

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 29ης Φεβρουαρίου 1968

  L 56

1

4.3.1968

►M16

REGULATION (Euratom, ECSC, EEC) No 2278/69 OF THE COUNCIL of 13 November 1969 (*)

  L 289

1

17.11.1969

 M17

RÈGLEMENT (CECA, CEE, Euratom) No 95/70 DU CONSEIL du 19 janvier 1970 (*)

  L 15

1

21.1.1970

 M18

REGULATION (ECSC, EEC, Euratom) No 96/70 OF THE COUNCIL of 19 January 1970 (*)

  L 15

4

21.1.1970

 M19

REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 16/71 OF THE COUNCIL of 30 December 1970 (*)

  L 5

1

7.1.1971

 M20

REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 2653/71 OF THE COUNCIL of 11 December 1971 (*)

  L 276

1

16.12.1971

 M21

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2654/71 "ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης Δεκεμβρίου 1971

  L 276

6

16.12.1971

►M22

"ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 1369/72 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Ιουνίου 1972

  L 149

1

1.7.1972

►M23

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 1473/72 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 30ής Ιουνίου 1972

  L 160

1

16.7.1972

 M24

REGULATION (ECSC, EEC, Euratom) No 2647/72 OF THE COUNCIL of 12 December 1972 (*)

  L 283

1

20.12.1972

►M25

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 558/73 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Φεβρουαρίου 1973

  L 55

1

28.2.1973

 M26

REGULATION (ECSC, EEC, Euratom) No 2188/73 OF THE COUNCIL of 9 August 1973 (*)

  L 223

1

11.8.1973

 M27

REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 2/74 OF THE COUNCIL of 28 December 1973 (*)

  L 2

1

3.1.1974

 M28

REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 3191/74 OF THE COUNCIL of 17 December 1974 (*)

  L 341

1

20.12.1974

►M29

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 711/75 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 1975

  L 71

1

20.3.1975

►M30

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 1009/75 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 14ης Απριλίου 1975

  L 98

1

19.4.1975

►M31

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 1601/75 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 24ης Ιουνίου 1975

  L 164

1

27.6.1975

 M32

REGULATION (Euratom, ECSC, EEC) No 2577/75 OF THE COUNCIL of 7 October 1975 (*)

  L 263

1

11.10.1975

►M33

"ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2615/76 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Οκτωβρίου 1976

  L 299

1

29.10.1976

 M34

COUNCIL REGULATION (ECSC, EEC, Euratom) No 3177/76 of 21 December 1976 (*)

  L 359

1

30.12.1976

 M35

COUNCIL REGULATION (ECSC, EEC, Euratom) No 3178/76 of 21 December 1976 (*)

  L 359

9

30.12.1976

 M36

COUNCIL REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 1376/77 of 21 June 1977 (*)

  L 157

1

28.6.1977

 M37

COUNCIL REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 2687/77 of 5 December 1977 (*)

  L 314

1

8.12.1977

 M38

COUNCIL REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 2859/77 of 19 December 1977 (*)

  L 330

1

23.12.1977

►M39

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 912/78 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 2ας Μαΐου 1978

  L 119

1

3.5.1978

 M40

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 914/78 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 2ας Μαΐου 1978

  L 119

8

3.5.1978

 M41

COUNCIL REGULATION (Euratom, ECSC, EEC) No 2711/78 of 20 November 1978 (*)

  L 328

1

23.11.1978

 M42

COUNCIL REGULATION (Euratom, ECSC, EEC) No 3084/78 of 21 December 1978 (*)

  L 369

1

29.12.1978

►M43

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3085/78 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Δεκεμβρίου 1978

  L 369

6

29.12.1978

 M44

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2955/79 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 1979

  L 336

1

29.12.1979

 M45

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 160/80 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Ιανουαρίου 1980

  L 20

1

26.1.1980

 M46

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 161/80 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Ιανουαρίου 1980

  L 20

5

26.1.1980

 M47

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 187/81 "ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Ιανουαρίου 1981

  L 21

18

24.1.1981

 M48

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 397/81 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 10ης Φεβρουαρίου 1981

  L 46

1

19.2.1981

 M49

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, EKAX, EOK) αριθ. 2780/81 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Σεπτεμβρίου 1981

  L 271

1

26.9.1981

 M50

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3821/81 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Δεκεμβρίου 1981

  L 386

1

31.12.1981

 M51

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EKAX, EOK, Ευρατόμ) αριθ. 371/82 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Φεβρουαρίου 1982

  L 47

8

19.2.1982

 M52

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EKAX, EOK, Ευρατόμ) αριθ. 372/82 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Φεβρουαρίου 1982

  L 47

13

19.2.1982

 M53

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EKAX, EOK, Ευρατόμ) αριθ. 3139/82 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Νοεμβρίου 1982

  L 331

1

26.11.1982

 M54

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 440/83 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Φεβρουαρίου 1983

  L 53

1

26.2.1983

 M55

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 1819/83 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 28ης Ιουνίου 1983

  L 180

1

5.7.1983

►M56

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2074/83 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Ιουλίου 1983

  L 203

1

27.7.1983

 M57

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3647/83 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1983

  L 361

1

24.12.1983

 M58

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 419/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Φεβρουαρίου 1985

  L 51

1

21.2.1985

 M59

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 420/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Φεβρουαρίου 1985

  L 51

6

21.2.1985

►M60

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1578/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 10ης Ιουνίου 1985

  L 154

1

13.6.1985

 M61

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 1915/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 8ης Ιουλίου 1985

  L 180

3

12.7.1985

►M62

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2799/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Σεπτεμβρίου 1985

  L 265

1

8.10.1985

 M63

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3580/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 1985

  L 343

1

20.12.1985

 M64

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3855/86 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 1986

  L 359

1

19.12.1986

 M65

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3856/86 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 1986

  L 359

5

19.12.1986

 M66

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 793/87 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Μαρτίου 1987

  L 79

1

21.3.1987

►M67

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3019/87 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Οκτωβρίου 1987

  L 286

3

9.10.1987

 M68

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3212/87 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Οκτωβρίου 1987

  L 307

1

29.10.1987

 M69

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3784/87 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 14ης Δεκεμβρίου 1987

  L 356

1

18.12.1987

 M70

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2338/88 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 25ης Ιουλίου 1988

  L 204

1

29.7.1988

 M71

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2339/88 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 25ης Ιουλίου 1988

  L 204

5

29.7.1988

 M72

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3982/88 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1988

  L 354

1

22.12.1988

 M73

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2187/89 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Ιουλίου 1989

  L 209

1

21.7.1989

 M74

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3728/89 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης Δεκεμβρίου 1989

  L 364

1

14.12.1989

 M75

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2258/90 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Ιουλίου 1990

  L 204

1

2.8.1990

 M76

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3736/90 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1990

  L 360

1

22.12.1990

 M77

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 2232/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Ιουλίου 1991

  L 204

1

27.7.1991

►M78

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3830/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1991

  L 361

1

31.12.1991

 M79

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3831/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1991

  L 361

7

31.12.1991

 M80

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3832/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1991

  L 361

9

31.12.1991

 M81

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3833/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1991

  L 361

10

31.12.1991

 M82

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3834/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1991

  L 361

13

31.12.1991

►M83

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 571/92 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 2ας Μαρτίου 1992

  L 62

1

7.3.1992

 M84

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3761/92 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Δεκεμβρίου 1992

  L 383

1

29.12.1992

►M85

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3947/92 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης Δεκεμβρίου 1992

  L 404

1

31.12.1992

 M86

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ) αριθ. 3608/93 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 1993

  L 328

1

29.12.1993

 M87

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3161/94 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1994

  L 335

1

23.12.1994

 M88

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2963/95 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 1995

  L 310

1

22.12.1995

 M89

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ) αριθ. 1354/96 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 8ης Ιουλίου 1996

  L 175

1

13.7.1996

 M90

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ) αριθ. 2485/96 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 1996

  L 338

1

28.12.1996

►M91

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2192/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 30ής Οκτωβρίου 1997

  L 301

5

5.11.1997

 M92

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2591/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 1997

  L 351

1

23.12.1997

►M93

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 781/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 7ης Απριλίου 1998

  L 113

4

15.4.1998

►M94

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2458/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Νοεμβρίου 1998

  L 307

1

17.11.1998

►M95

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2594/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Νοεμβρίου 1998

  L 325

1

3.12.1998

 M96

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2762/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 1998

  L 346

1

22.12.1998

►M97

Ανακοίνωση της Επιτροπής στα άλλα όργανα σχετικά με τη μετατροπή σε ευρώ των ποσών που αναφέρονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης  (1999/C 60/09)

  C 60

11

2.3.1999

 M98

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 620/1999 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Μαρτίου 1999

  L 78

1

24.3.1999

 M99

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 1238/1999 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 14ης Ιουνίου 1999

  L 150

1

17.6.1999

 M100

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2700/1999 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 1999

  L 327

1

21.12.1999

 M101

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 212/2000 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 24ης Ιανουαρίου 2000

  L 24

1

29.1.2000

 M102

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 628/2000 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Μαρτίου 2000

  L 76

1

25.3.2000

 M103

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2804/2000 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2000

  L 326

3

22.12.2000

 M104

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2805/2000 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2000

  L 326

7

22.12.2000

 M105

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 1986/2001 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 8ης Οκτωβρίου 2001

  L 271

1

12.10.2001

 M106

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2581/2001 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 2001

  L 345

1

29.12.2001

 M107

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 490/2002 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 2002

  L 77

1

20.3.2002

 M108

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2265/2002 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 2002

  L 347

1

20.12.2002

 M109

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2148/2003 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Δεκεμβρίου 2003

  L 323

1

10.12.2003

 M110

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2181/2003 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 8ης Δεκεμβρίου 2003

  L 327

1

16.12.2003

 M111

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2182/2003 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 8ης Δεκεμβρίου 2003

  L 327

3

16.12.2003

►M112

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 723/2004 της 22ας Μαρτίου 2004

  L 124

1

27.4.2004

 M113

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 23/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 2004

  L 6

1

8.1.2005

 M114

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 31/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 2004

  L 8

1

12.1.2005

 M115

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1972/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 29ης Νοεμβρίου 2005

  L 317

1

3.12.2005

 M116

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2104/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 2005

  L 337

7

22.12.2005

 M117

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1066/2006 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Ιουνίου 2006

  L 194

1

14.7.2006

 M118

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1895/2006 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, της 19ης Δεκεμβρίου 2006,

  L 397

6

30.12.2006

 M119

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 337/2007 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 2007

  L 90

1

30.3.2007

 M120

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1558/2007 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 2007

  L 340

1

22.12.2007

 M121

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 420/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 14ης Μαΐου 2008

  L 127

1

15.5.2008

 M122

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1323/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2008

  L 345

10

23.12.2008

►M123

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1324/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2008

  L 345

17

23.12.2008

►M124

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 160/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Φεβρουαρίου 2009

  L 55

1

27.2.2009

 M125

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1295/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 2009

  L 348

9

29.12.2009

 M126

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1296/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Δεκεμβρίου 2009

  L 348

10

29.12.2009

 M127

Τροποποιείται από: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1190/2010 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2010

  L 333

1

17.12.2010

►M128

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1080/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 2010

  L 311

1

26.11.2010

 M129

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1239/2010 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 2010

  L 338

1

22.12.2010

 M130

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1240/2010 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 2010

  L 338

7

22.12.2010

►M131

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1023/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Οκτωβρίου 2013

  L 287

15

29.10.2013

 M132

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1331/2013 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 10ης Δεκεμβρίου 2013

  L 335

1

14.12.2013

 M133

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1415/2013 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 2013

  L 353

23

28.12.2013

 M134

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1416/2013 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 2013

  L 353

24

28.12.2013

 M135

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 422/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Απριλίου 2014

  L 129

5

30.4.2014

 M136

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 423/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Απριλίου 2014

  L 129

12

30.4.2014

 M137

Επικαιροποίηση, με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2014, του ποσοστού εισφοράς στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των μόνιμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 1 )  (2014/C 444/05)

  C 444

11

12.12.2014

 M138

Ετήσια επικαιροποίηση του 2015 στις αποδοχές και τις συντάξεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στους διορθωτικούς συντελεστές που εφαρμόζονται σε αυτές  (2015/C 415/04)

  C 415

3

15.12.2015

►M139

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2016/1611 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 7ης Ιουλίου 2016

  L 242

1

9.9.2016

►M140

Ετήσια επικαιροποίηση του 2016 στις αποδοχές και τις συντάξεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στους διορθωτικούς συντελεστές που εφαρμόζονται σε αυτές  (2016/C 466/07)

  C 466

5

14.12.2016

 M141

Επικαιροποίηση με ισχύ από 1ης Ιουλίου 2016 του συντελεστή της εισφοράς στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 2 )  (2016/C 466/10)

  C 466

19

14.12.2016

 M142

Ετήσια επικαιροποίηση του 2017 στις αποδοχές και τις συντάξεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στους διορθωτικούς συντελεστές που εφαρμόζονται σε αυτές  2017/C 429/06

  C 429

9

14.12.2017

 M143

Ετήσια επικαιροποίηση του 2018 στις αποδοχές και τις συντάξεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στους διορθωτικούς συντελεστές που εφαρμόζονται σε αυτές  2018/C 451/04

  C 451

4

14.12.2018

 M144

Επικαιροποίηση με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2018 του ποσοστού εισφοράς στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των μόνιμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 3 )  2018/C 451/07

  C 451

19

14.12.2018

►M145

Επικαιροποίηση με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2019 του πραγματικού επιτοκίου για τον υπολογισμό των σύνθετων τόκων σύμφωνα με το άρθρο 12 του παραρτήματος XII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ( 4 )  2019/C 1/08

  C 1

6

3.1.2019

►M146

Ετήσια επικαιροποίηση του 2019 στις αποδοχές και τις συντάξεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στους διορθωτικούς συντελεστές που εφαρμόζονται σε αυτές  (2019/C 420/05)

  C 420

9

13.12.2019

►M147

Επικαιροποίηση με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2019 του ποσοστού εισφοράς στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των μόνιμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 5 )  (2019/C 420/08)

  C 420

22

13.12.2019


Διορθώνεται από:

 C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 130, 16.5.1981, σ.  26  (187/1981)

 C2

Διορθωτικό, ΕΕ L 130, 16.5.1981, σ.  26  (397/1981)

 C3

Διορθωτικό, ΕΕ L 289, 9.10.1981, σ.  36  (2780/1981)

 C4

Διορθωτικό, ΕΕ L 011, 17.1.1998, σ.  45  (2591/1997)

►C5

Διορθωτικό, ΕΕ L 051, 24.2.2005, σ.  28 (723/2004,)

►C6

Διορθωτικό, ΕΕ L 248, 22.9.2007, σ.  27  (1473/1972)

►C7

Διορθωτικό, ΕΕ L 248, 22.9.2007, σ.  26 (723/2004)

►C8

Διορθωτικό, ΕΕ L 130, 17.5.2012, σ.  24 (723/2004,)

►C9

Διορθωτικό, ΕΕ L 144, 5.6.2012, σ.  48 (1080/2010)

 C10

Διορθωτικό, ΕΕ L 140, 14.5.2014, σ.  178 (422/2014)

►C11

Διορθωτικό, ΕΕ L 289, 25.10.2016, σ.  21 (723/2004,)



(*)

Η παρούσα πράξη δεν έχει δημοσιευτεί στην ελληνική γλώσσα.




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 31

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 11

περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας



Άρθρο μόνο

Ο κανονισμός περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας καθορίζονται από τις διατάξεις που αναφέρονται στο παράρτημα και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1962.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




▼C9

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΉΣ ΚΑΤΆΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΉΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΈΝΩΣΗΣ

▼B

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Τίτλος Ι.

Γενικές Διατάξεις.

Τίτλος ΙΙ.

Δικαιώματα και υποχρεώσεις του υπαλλήλου

Τίτλος ΙΙΙ.

Σταδιοδρομία του υπαλλήλου

Κεφάλαιο 1:

Πρόσληψη

Κεφάλαιο 2:

Κατάσταση του υπαλλήλου

Τμήμα 1:

Ενεγός υπηρεσία

Τμήμα 2:

Απόσπαση

Τμήμα 3:

Άδεια για προσωπικούς λόγους

Τμήμα 4:

Διαθεσιμότητα

Τμήμα 5:

Άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων

Τμήμα 6:

Γονική άδεια και άδεια για οικογενειακούς λόγους

Τμήμα 7:

Απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας

Κεφάλαιο 3:

Βαθμολόγηση, προαγωγή κατά κλιμάκιο και προαγωγή κατά βαθμό

Κεφάλαιο 4:

Οριστική λήξη των καθηκόντων

Τμήμα 1:

Παραίτηση

Τμήμα 2:

Παύση

Τμήμα 3:

Απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας

Τμήμα 4:

Διαδικασίες για επαγγελματική ανεπάρκεια

Τμήμα 5:

Συνταξιοδότηση

Τμήμα 6:

Επίτιμοι τίτλοι

Τίτλος ΙV.

Όροι εργασίας του υπαλλήλου

Κεφάλαιο 1:

Διάρκεια εργασίας

Κεφάλαιο 2:

Άδειες

Κεφάλαιο 3:

Αργίες

Τίτλος V.

Καθεστώς χρηματικών απολαβών και κοινωνικά πλεονεκτήματα του υπαλλήλου

Κεφάλαιο 1:

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων

Τμήμα 1:

Αποδοχές

Τμήμα 2:

Επιστροφή εξόδων

Κεφάλαιο 2:

Κοινωνική ασφάλιση

Κεφάλαιο 3:

Συντάξεις και επίδομα αναπηρίας

Κεφάλαιο 4:

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

Κεφάλαιο 5:

Υποκατάσταση της Ένωσης

Τίτλος VI.

Πειθαρχικό καθεστώς

Τίτλος VII.

Προσφυγές

Τίτλος VIIIa.

Ειδικεσ διαταξεισ που εφαρμοζονται στισ ΕΥΕΔ

95

Τίτλος VΙΙΙβ.

Ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα

Τίτλος IX.

Μεταβατικές και τελικές διατάξεις

Κεφάλαιο 1:

Μεταβατικές διατάξεις

Κεφάλαιο 2:

Τελικές διατάξεις

Παράρτημα Ι.

Α — Τύποι θέσης σε καθεμία από τις ομάδες καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4

Β — Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών

Παράρτημα II.

Σύνθεση και τρόποι λειτουργίας των οργάνων που προβλέπονται στο άρθρο 9 του κανονισμού

Παράρτημα ΙΙΙ.

Διαδικασία διαγωνισμών

Παράρτημα IV.

Διαδικασία χορηγήσεως της αποζημιώσεως που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως

Παράρτημα IVα.

Εργασία με μειωμένο ωράριο

Παράρτημα V.

Διαδικασία χορηγήσεως αδειών

Παράρτημα VI.

Τρόπος συμψηφισμού και αμοιβής των υπερωριών

Παράρτημα VΙΙ.

Κανόνες σχετικοί με τις αποδοχές και με τις επιστροφές εξόδων

Παράρτημα VΙΙΙ.

Συνταξιοδοτικό καθεστώς

Παράρτημα IX.

Πειθαρχική διαδικασία

Παράρτημα X.

Ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα

Παράρτημα XI.

Κανόνες εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης

Παράρτημα XII.

Λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 83Α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης

Παράρτημα XIII.

Μεταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους της Ένωσης

Παράρτημα XIII.1.

Θέσεις — τύποι κατά τη μεταβατική περίοδο

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

▼M112

Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται στους υπαλλήλους ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ .

Άρθρο 1α

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ως «υπάλληλος ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ », νοείται κάθε πρόσωπο που έχει διορισθεί, κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, σε μόνιμη θέση ενός από τα όργανα ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ με γραπτή πράξη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής του οργάνου αυτού.

2.  Ο ορισμός της παραγράφου 1 εφαρμόζεται επίσης στα πρόσωπα που διορίζονται από ►M128   ►C9  ενωσιακούς ◄  ◄ οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης ►M128   ►C9  δυνάμει των ιδρυτικών πράξεών τους. ◄  ◄ (στο εξής καλούμενους «Υπηρεσίες»). Οι αναφορές στα «όργανα» στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ισχύουν και για τις Υπηρεσίες, εκτός εάν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

Άρθρο 1β

Εκτός αν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης,

▼M128

α) 

η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (εφεξής «ΕΥΕΔ»),

▼M112

►M128   ►C9  β) ◄  ◄  

η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή,

►M128   ►C9  γ) ◄  ◄  

η Επιτροπή των Περιφερειών,

►M128   ►C9  δ) ◄  ◄  

ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής και,

►M128   ►C9  ε) ◄  ◄  

ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων,

εξομοιώνονται, για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με τα όργανα ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ .

Άρθρο 1γ

Κάθε αναφορά, στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, σε πρόσωπο άρρεν νοείται ως εξίσου υποδηλώνουσα πρόσωπο θήλυ και αντιστρόφως, εκτός εάν από τα συμφραζόμενα συνάγεται σαφώς άλλως.

▼M93

Άρθρο 1 ►M112  δ ◄

▼M112

1.  Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης αντιμετωπίζονται όπως και ο γάμος, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Παραρτήματος VII όροι.

▼M93

2.  Προκειμένου να εξασφαλιστεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, ►M112  πράγμα που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή όλων των πτυχών του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ◄ η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα όργανα ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία.

3.   ►M131  Οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών οργάνων ◄ καθορίζουν, από κοινού, μετά από γνώμη της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα μέτρα και τις ενέργειες που προορίζονται να προωθήσουν την ισότητα ευκαιριών μεταξύ γυναικών και ανδρών υπαλλήλων στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, και θεσπίζουν τις αρμόζουσες διατάξεις, ιδίως για την επανόρθωση των πραγματικών ανισοτήτων που θίγουν τις ευκαιρίες των γυναικών στους τομείς που καλύπτονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M131

4.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένα άτομο θεωρείται ανάπηρο εφόσον παρουσιάζει μακροχρόνια σωματική, ψυχική, νοητική ή αισθητηριακή μειονεξία η οποία, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεραίνει την πλήρη και ουσιαστική συμμετοχή του στην κοινωνία σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα. Η μειονεξία αυτή πιστοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 33.

Ένα πρόσωπο με αναπηρία πληροί τους όρους του άρθρου 28 στοιχείο ε), αν μπορεί να εκτελεί τα ουσιώδη καθήκοντα θέσης εργασίας, αφού γίνουν λογικές διαρρυθμίσεις.

Ως «λογικές διαρρυθμίσεις» σε σχέση με τα ουσιώδη καθήκοντα της θέσης εργασίας νοούνται τα κατάλληλα μέτρα, όπου απαιτείται, που παρέχουν τη δυνατότητα στο πρόσωπο με αναπηρία να έχει πρόσβαση, να συμμετέχει ή να προάγεται στην απασχόληση ή να εκπαιδεύεται, εκτός εάν τα μέτρα αυτά αποτελούν υπερβολική επιβάρυνση για τον εργοδότη.

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών οργάνων να διατηρούν ή να εγκρίνουν μέτρα που προβλέπουν για τα άτομα με αναπηρία ειδικά πλεονεκτήματα που να τα διευκολύνουν να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα ή να αποφεύγουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία.

▼M112

5.  Οσάκις πρόσωπα καλυπτόμενα από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, τα οποία θεωρούν ότι βλάπτονται, επειδή η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως προαναφέρθηκε, δεν εφαρμόσθηκε σε αυτά, αποδεικνύουν γεγονότα, από τα οποία τεκμαίρεται ότι υπήρξε άμεση ή έμμεση διάκριση, το όργανο φέρει το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η παρούσα διάταξη δεν εφαρμόζεται στις πειθαρχικές διαδικασίες.

6.  Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Οι στόχοι αυτοί μπορεί ιδίως να δικαιολογούν τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και ελάχιστης ηλικίας για τη λήψη σύνταξης αρχαιότητας.

Άρθρο 1ε

▼M131

1.  Οι εν ενεργεία υπάλληλοι έχουν πρόσβαση σε μέτρα κοινωνικής φύσεως, συμπεριλαμβανομένων ειδικών μέτρων για τον συμβιβασμό της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή, τα οποία υιοθετούνται από τα θεσμικά όργανα, καθώς και σε υπηρεσίες παρεχόμενες από τους φορείς κοινωνικής πρόνοιας που αναφέρονται στο άρθρο 9. Οι πρώην υπάλληλοι έχουν δικαίωμα σε περιορισμένα ειδικά μέτρα κοινωνικής φύσεως.

▼M112

2.  Στους εν ενεργεία υπαλλήλους παρέχονται συνθήκες εργασίας, οι οποίες πληρούν κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας, ισοδύναμα τουλάχιστον με τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στο πλαίσιο μέτρων που έχουν θεσπισθεί στους τομείς αυτούς σύμφωνα με τις Συνθήκες.

3.  Τα μέτρα κοινωνικής φύσεως που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο υλοποιούνται από κάθε όργανο σε στενή συνεργασία με την επιτροπή προσωπικού, βάσει πολυετών προτεινόμενων δράσεων. Οι εν λόγω προτεινόμενες δράσεις διαβιβάζονται κάθε έτος στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού.

▼B

Άρθρο 2

►M112  1. ◄   Κάθε όργανο καθορίζει τις αρχές, οι οποίες ασκούν εντός αυτού τις εξουσίες που περιέρχονται, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, στην αρμοδία για τους διορισμούς αρχή.

▼M112 —————

▼M112

2.  Εντούτοις, ένα ή περισσότερα όργανα μπορούν να αναθέτουν σε ένα από αυτά τα ίδια ή σε διοργανικό οργανισμό την άσκηση του συνόλου ή μέρους των εξουσιών που έχουν απονεμηθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, πλην αποφάσεων που αφορούν διορισμούς, προαγωγές ή μεταθέσεις υπαλλήλων.

▼B

Άρθρο 3

Η πράξη διορισμού του υπαλλήλου ορίζει την ημερομηνία κατά την οποία ο διορισμός αυτός αρχίζει να ισχύει. Σε καμία περίπτωση η ημερομηνία αυτή δεν δύναται να προηγείται της ημερομηνίας αναλήψεως των καθηκόντων του ενδιαφερομένου.

Άρθρο 4

Οι διορισμοί ή οι προαγωγές έχουν ως αντικείμενο μόνο την πλήρωση κενής θέσεως, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό.

Κάθε κενή θέση σε όργανο γνωστοποιείται στο προσωπικό του οργάνου αυτού, μόλις η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει την πλήρωση της θέσεως.

▼M112

Εάν η κενή θέση δεν είναι δυνατόν να πληρωθεί με μετάθεση, διορισμό σε θέση σύμφωνα με το άρθρο 45α ή προαγωγή γίνεται κοινοποίηση στο προσωπικό των άλλων οργάνων και/ή διοργανώνεται εσωτερικός διαγωνισμός.

Άρθρο 5

▼M131

1.  Οι θέσεις που καλύπτονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και τη σημασία των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε μια ομάδα καθηκόντων των υπαλλήλων διοίκησης (στο εξής «AD»), σε μια ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (στο εξής «AST») και σε μια ομάδα καθηκόντων των γραμματέων και υπαλλήλων γραφείου (στο εξής «AST/SC»).

2.  Η ομάδα καθηκόντων AD περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε διοικητικά, αναλυτικά, γλωσσικά και επιστημονικά καθήκοντα, καθώς και σε καθήκοντα σχεδιασμού. Η ομάδα καθηκόντων AST περιλαμβάνει ένδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε εκτελεστικά καθήκοντα, καθώς και σε καθήκοντα τεχνικής φύσεως. Η ομάδα καθηκόντων AST/SC περιλαμβάνει έξι βαθμούς, που αντιστοιχούν σε εργασίες γραφείου και γραμματείας.

▼M112

3.  Τα ελάχιστα απαιτούμενα για διορισμό σε θέση υπαλλήλου είναι:

α) 

Για την ομάδα καθηκόντων AST ►M131   και την ομάδα καθηκόντων AST/SC: ◄

i) 

►C7  μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση ◄ που πιστοποιείται με δίπλωμα, ή

ii) 

δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην ►C7  μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση ◄ , και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών, ή

iii) 

οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου·

β) 

για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 5 και 6:

i) 

εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα, ή

ii) 

οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου·

γ) 

για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 7 έως 16:

i) 

εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τέσσερα έτη ή περισσότερα, ή

ii) 

εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον ενός έτους, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τουλάχιστον τρία έτη, ή

iii) 

όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου.

▼M131

4.  Στο παράρτημα I τμήμα Α, περιλαμβάνεται πίνακας περιγραφής των θέσεων-τύπων. Με βάση τον πίνακα αυτό, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου καθορίζει λεπτομερέστερα, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα καθήκοντα και τις συναφείς με κάθε τύπο θέσης αρμοδιότητες.

▼M112

5.  Οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων υπόκεινται σε ταυτόσημους όρους πρόσληψης και επαγγελματικής σταδιοδρομίας.

▼M131

Άρθρο 6

1.  Στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού σχετικά με κάθε όργανο, ορίζεται ο αριθμός των θέσεων για κάθε βαθμό και ομάδα καθηκόντων.

2.  Με την επιφύλαξη της αρχής της αξιοκρατικής προαγωγής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 45, ο εν λόγω πίνακας εξασφαλίζει ότι, για κάθε όργανο, ο αριθμός κενών θέσεων σε κάθε βαθμό του πίνακα θέσεων, κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, αντιστοιχεί στον αριθμό των υπαλλήλων του κατώτερου βαθμού που υπηρετούσαν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους, πολλαπλασιαζόμενο επί τα ποσοστά που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι τμήμα Β, για τον βαθμό αυτό. Τα ποσοστά αυτά εφαρμόζονται με βάση μέση περίοδο πέντε ετών από την 1η Ιανουαρίου 2014.

3.  Τα ποσοστά που καθορίζονται στο παράρτημα Ι τμήμα Β περιλαμβάνονται στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 113.

4.  Η εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν την ομάδα καθηκόντων AST/SC και των μεταβατικών διατάξεων που καθορίζονται στο άρθρο 31 του παραρτήματος ΧΙΙΙ, λαμβανομένων υπόψη της εξέλιξης των αναγκών σε προσωπικό που επιτελεί καθήκοντα γραμματείας και γραφείου σε όλα τα όργανα και της εξέλιξης των μόνιμων και έκτακτων θέσεων στις ομάδες καθηκόντων AST και AST/SC περιλαμβάνονται στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 113.

▼M112

Άρθρο 7

1.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή τοποθετεί, με διορισμό ή μετάθεση, προς το συμφέρον και μόνο της υπηρεσίας και χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιθαγένεια, κάθε υπάλληλο σε θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί στο βαθμό του.

Ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει να μετατεθεί εντός του οργάνου του.

2.  Ο υπάλληλος δύνανται να κληθεί να καταλάβει, προσωρινά, θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί σε βαθμό ανώτερο του βαθμού στον οποίο ανήκει. Από την αρχή του τέταρτου μήνα αυτής της προσωρινής τοποθέτησης, εισπράττει εξισωτική αποζημίωση ίση με τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που αντιστοιχούν στο βαθμό και στο κλιμάκιο στα οποία ανήκει και των αποδοχών τις οποίες θα ελάμβανε στο κλιμάκιο στο οποίο θα είχε καταταγεί αν είχε διορισθεί στο βαθμό που αντιστοιχεί στην προσωρινή του τοποθέτηση.

Η διάρκεια της προσωρινής τοποθέτησης δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εκτός αν η τοποθέτηση έχει ως αντικείμενο να εξασφαλίσει, άμεσα ή έμμεσα, την αντικατάσταση υπαλλήλου που έχει αποσπασθεί για το συμφέρον της υπηρεσίας σε άλλη θέση ή έχει κληθεί υπό τα όπλα ή είναι σε αναρρωτική άδεια μεγάλης διάρκειας.

▼B

Άρθρο 8

Ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί σε άλλο όργανο ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ δύναται μετά την πάροδο εξαμήνου να ζητήσει τη μετάταξή του στο όργανο αυτό.

Αν γίνει δεκτή η αίτηση αυτή, με κοινή συμφωνία του οργάνου από το οποίο προέρχεται ο υπάλληλος και του οργάνου στο οποίο έχει αποσπασθεί, ο υπάλληλος τότε θεωρείται ότι περάτωσε ►M128   ►C9  την ενωσιακή του σταδιοδρομία ◄  ◄ τελευταίο αυτό όργανο. Η μετάταξη αυτή δεν έχει ως συνέπεια την εφαρμογή των οικονομικών διατάξεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό επ' ευκαιρία της οριστικής λήξεως των καθηκόντων του υπαλλήλου σε ένα από τα όργανα της ►M128   ►C9  Ένωσης ◄  ◄ .

Η απόφαση, με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση αυτή, αν συνεπάγεται μονιμοποίηση σε βαθμό ανώτερο από εκείνον που έχει ο ενδιαφερόμενος στο όργανο από το οποίο προέρχεται, εξομοιώνεται με προαγωγή και δεν χωρεί παρά μόνο υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 45.

Άρθρο 9

▼M131

1.  Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1α, συγκροτείται στο πλαίσιο κάθε θεσμικού οργάνου:

— 
επιτροπή προσωπικού, η οποία διαιρείται ενδεχομένως σε τμήματα που αντιστοιχούν σε κάθε τόπο υπηρεσίας του προσωπικού,
— 
μία ή περισσότερες επιτροπές ίσης εκπροσώπησης, εφόσον ο αριθμός υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας το καθιστά αναγκαίο,
— 
ένα ή περισσότερα πειθαρχικά συμβούλια, εφόσον ο αριθμός των υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας το καθιστά αναγκαίο,
— 
μία συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης για την επαγγελματική ανεπάρκεια ή περισσότερες, εφόσον ο αριθμός των υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας το καθιστά αναγκαίο,
— 
ενδεχομένως, επιτροπή εκθέσεων,
— 
επιτροπή αναπηρίας.

Οι επιτροπές αυτές ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

1α.  Για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι δυνατόν να συσταθεί, σε δύο ή περισσότερα όργανα, κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Οι άλλες επιτροπές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να συσταθούν ως κοινοί φορείς από δύο ή περισσότερους οργανισμούς.

▼B

2.  Η σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας των οργάνων αυτών καθορίζονται από κάθε όργανο ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ.

▼M131

Οι οργανισμοί μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου 1 του παραρτήματος ΙΙ όσον αφορά τη συμμετοχή των επιτροπών προσωπικού, για να ληφθεί υπόψη η σύνθεση του προσωπικού τους. Οι οργανισμοί μπορούν να αποφασίσουν να μην διορίσουν αναπληρωματικά μέλη στην επιτροπή ίσης εκπροσώπησης ή στις επιτροπές που προβλέπονται στο άρθρο 2 του παραρτήματος ΙΙ.

▼M112

Ο κατάλογος των μελών που απαρτίζουν τα όργανα αυτά κοινοποιείται στο προσωπικό του οργάνου.

▼B

3.  Η επιτροπή προσωπικού αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του προσωπικού στο όργανο και διασφαλίζει τη διαρκή επαφή μεταξύ του τελευταίου και του προσωπικού. Συνεργάζεται για την καλή λειτουργία των υπηρεσιών και επιτρέπει την εκδήλωση και την έκφραση της γνώμης του προσωπικού.

Η επιτροπή προσωπικού γνωστοποιεί στα αρμόδια όργανα κάθε πρόβλημα γενικότερης σημασίας σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Δύναται να της ζητηθεί η γνώμη για κάθε δυσχέρεια τέτοιας φύσεως.

Η επιτροπή αυτή υποβάλλει στα αρμόδια όργανα κάθε πρόταση που αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία των υπηρεσιών και κάθε πρόταση που αποβλέπει στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας του προσωπικού ή των συνθηκών διαβιώσεώς του γενικότερα.

Η επιτροπή συμμετέχει στη διαχείριση και τον έλεγχο των οργάνων κοινωνικού χαρακτήρα, τα οποία δημιουργούνται από το όργανο προς όφελος του προσωπικού. Δύναται με τη συναίνεση του οργάνου να δημιουργήσει οποιαδήποτε υπηρεσία τέτοιας φύσεως.

4.  Ανεξάρτητα από τα καθήκοντα, τα οποία τους ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό, δύναται να ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής ή των επιτροπών ίσης εκπροσωπήσεως από την αρμόδια για διορισμού αρχή ή από την επιτροπή προσωπικού για κάθε ζήτημα γενικού χαρακτήρα το οποίο οι τελευταταίες κρίνουν χρήσιμο να τους υποβάλουν.

▼M112

5.  Η επιτροπή εκθέσεων καλείται να γνωμοδοτήσει:

α) 

για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην περίοδο δοκιμασίας, και

β) 

για την επιλογή των υπαλλήλων, οι οποίοι θίγονται από μέτρο ελάττωσης του αριθμού θέσεων.

Είναι δυνατόν να επιφορτίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, να μεριμνήσει για την εναρμόνιση της βαθμολόγησης του προσωπικού εντός του οργάνου.

▼M112

6.  Η συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης για την επαγγελματική ανεπάρκεια καλείται να διατυπώσει τη γνώμη της για την εφαρμογή του άρθρου 51.

▼M112

Άρθρο 10

►M128   ►C9  Συνιστάται επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αποτελείται από ίσο αριθμό εκπροσώπων των οργάνων της Ένωσης και εκπροσώπων των οργάνων της Ένωσης και εκπροσώπων των επιτροπών προσωπικού των τελευταίων. ◄  ◄ Ο τρόπος συνθέσεως της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης καθορίζεται με κοινή συμφωνία ►M131  των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων. ◄ Οι Υπηρεσίες εκπροσωπούνται από κοινού, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται με συμφωνία μεταξύ αυτών και της Επιτροπής.

Η επιτροπή διαβουλεύεται με την Επιτροπή για κάθε πρόταση αναθεώρησης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης· διαβιβάζει τη γνώμη της εντός της προθεσμίας που καθορίζεται από την Επιτροπή. Ανεξάρτητα από τα καθήκοντα τα οποία της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, η επιτροπή αυτή δύναται να διατυπώνει οποιαδήποτε πρόταση που αποβλέπει στην αναθεώρηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η επιτροπή συνέρχεται κατόπιν αιτήσεως του προέδρου της, ενός οργάνου ή της επιτροπής προσωπικού ενός οργάνου.

Τα πρακτικά των συσκέψεων της επιτροπής αυτής διαβιβάζονται στα αρμόδια συλλογικά όργανα.

▼M23

Άρθρο 10α

Το όργανο καθορίζει τις προθεσμίες εντός των οποίων η επιτροπή προσωπικού ή η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως ή η επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως οφείλουν να διατυπώνουν τις γνώμες που τους ζητούνται, χωρίς οι προθεσμίες αυτές να δύνανται να είναι μικρότερες από 15 εργάσιμες ημέρες. Ελλείψει γνώμης εντός των καθορισμένων προθεσμιών, το όργανο εκδίδει την απόφασή του.

▼M112

Άρθρο 10β

Οι συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 24β ενεργούν προς το γενικό συμφέρον του προσωπικού, υπό την επιφύλαξη των κατά τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης αρμοδιοτήτων των επιτροπών προσωπικού.

Οι προτάσεις της Επιτροπής που αναφέρονται στο άρθρο 10 μπορούν να αποτελούν αντικείμενο διαβουλεύσεων από τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις.

Άρθρο 10γ

Κάθε όργανο μπορεί να συνάπτει συμφωνίες που αφορούν το προσωπικό του με τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις. Οι συμφωνίες αυτές δεν μπορούν να επιφέρουν τροποποιήσεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή των δημοσιονομικών υποχρεώσεων ούτε να επηρεάζουν τη λειτουργία του οικείου οργάνου. Οι αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις που τις υπογράφουν δρουν σε κάθε όργανο, υπό την επιφύλαξη των κατά τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης αρμοδιοτήτων της επιτροπής προσωπικού.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ II

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ

▼M131

Άρθρο 11

Ο υπάλληλος οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του και να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη του τα συμφέροντα της Ένωσης. Δεν ζητεί ή δέχεται οδηγίες από κυβέρνηση, αρχή, οργάνωση ή πρόσωπο ξένο προς το όργανο στο οποίο ανήκει. Εκτελεί τις εργασίες που του ανατίθενται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, τηρώντας το καθήκον πίστεως που υπέχει έναντι της Ένωσης.

Ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται να δεχτεί από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή πηγή ξένη προς το όργανο στο οποίο ανήκει, χωρίς άδεια της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής, τιμητική διάκριση, παράσημο, εύνοια, δωρεά ή αμοιβή οποιασδήποτε φύσεως, εκτός εάν πρόκειται για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί είτε πριν από το διορισμό του, είτε κατά τη διάρκεια ειδικής αδείας για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας και στο πλαίσιο αυτών των υπηρεσιών.

Πριν προσλάβει ένα υπάλληλο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εξετάζει εάν ο υποψήφιος έχει προσωπικό συμφέρον που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του ή εάν στο πρόσωπό του διαπιστώνεται σύγκρουση συμφερόντων. Προς τούτο, ο υποψήφιος ενημερώνει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, χρησιμοποιώντας ένα ειδικό έντυπο, για κάθε υφιστάμενη ή ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει υπόψη το γεγονός αυτό, σε δεόντως αιτιολογημένη γνώμη. Αν είναι αναγκαίο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 11α.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους υπαλλήλους που επιστρέφουν από άδεια για προσωπικούς λόγους.

▼M112

Άρθρο 11α

1.  Κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εκτός αντιθέτου διατάξεως, ο υπάλληλος δεν απασχολείται σε καμία υπόθεση στην οποία έχει, άμεσα ή έμμεσα, προσωπικό συμφέρον, ιδίως οικογενειακό ή οικονομικό, φύσεως ικανής να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του.

2.  Ο υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συμβαίνει να απασχοληθεί με υπόθεση όπως η προαναφερόμενη, ενημερώνει αμέσως σχετικά την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα και δύναται, ιδίως, να απαλλάσσει τον υπάλληλο από τον χειρισμό της υποθέσεως αυτής.

3.  Ο υπάλληλος δεν δύναται να διατηρεί ή να αποκτά, αμέσως ή εμμέσως, στις επιχειρήσεις που υπόκεινται στον έλεγχο του οργάνου στο οποίο ανήκει ή σχετίζονται με το εν λόγω όργανο, συμφέροντα τέτοιας φύσεως και σημασίας που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

▼M112

Άρθρο 12

Ο υπάλληλος απέχει από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που μπορούν να θίξουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του.

▼M112

Άρθρο 12α

1.  Ο υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης.

2.  Ο υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου. Ο υπάλληλος που έχει δώσει αποδείξεις για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου, υπό τον όρο ότι έχει ενεργήσει εντίμως.

3.  Ως «ηθική παρενόχληση», νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.

4.  Ως «σεξουαλική παρενόχληση», νοείται μια συμπεριφορά γενετήσιου περιεχομένου, μη επιθυμητή από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και η οποία έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας του ή τη δημιουργία ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, υβριστικού ή ενοχλητικού περιβάλλοντος. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζεται ως διάκριση βάσει του φύλου.

Άρθρο 12β

1.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 15, ο υπάλληλος που προτίθεται να ασκήσει εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, ή να εκτελέσει υπηρεσία εκτός ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , λαμβάνει προηγουμένως άδεια από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Άρνηση της αδείας χωρεί μόνον, εάν η εν λόγω δραστηριότητα ή υπηρεσία είναι ικανή να παρεμποδίσει την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου ή είναι ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα του οργάνου.

2.  Ο υπάλληλος ενημερώνει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή της επιτραπείσας εξωτερικής δραστηριότητας ή υπηρεσίας, η οποία μεσολάβησε μετά την υποβολή της αίτησής του προς την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1. Η άδεια μπορεί να ανακαλείται στην περίπτωση που η δραστηριότητα ή η υπηρεσία δεν πληρούν πλέον τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τελευταία πρόταση.

▼B

Άρθρο 13

'Οταν ο/η σύζυγος υπαλλήλου ασκεί κατ' επάγγελμα κερδοσκοπική δραστηριότητα, ο υπάλληλος πρέπει να υποβάλλει σχετική δήλωση στην αρμοδία για τους διορισμούς αρχή του οργάνου στο οποίο ανήκει. Στην περίπτωση που η δραστηριότητα αυτή αποδεικνύεται ασυμβίβαστη με εκείνη του υπαλλήλου και αν ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι θα τερματιστεί σε συγκεκριμένη προθεσμία, η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως, αποφασίζει αν ο υπάλληλος πρέπει ►M112  να παραμείνει στη θέση του ή να μετατεθεί ◄ .

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 15

1.  Ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να θέσει υποψηφιότητα για δημόσιο λειτούργημα ειδοποιεί σχετικά την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Αυτή αποφασίζει κατά πόσον, έναντι του συμφέροντος της υπηρεσίας, ο ενδιαφερόμενος:

α) 

θα πρέπει να υποβάλει αίτηση αδείας για προσωπικούς λόγους, ή

β) 

θα πρέπει να του χορηγηθεί ετήσια άδεια, ή

γ) 

μπορεί να τύχει αδείας να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, ή

δ) 

μπορεί να συνεχίσει να εκπληρώνει όπως πριν τα καθήκοντά του.

2.  Σε περίπτωση εκλογής ή διορισμού του σε δημόσιο λειτούργημα, ο υπάλληλος ενημερώνει αμέσως την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ανάλογα με το συμφέρον της υπηρεσίας, τη σημασία του λειτουργήματος, τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται για τον υπάλληλο και τις σχετικές με αυτές αμοιβές και αποζημιώσεις, που απορρέουν από τις εν λόγω υποχρεώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει μια από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 αποφάσεις. Εάν ο υπάλληλος υποχρεωθεί να λάβει άδεια για προσωπικούς λόγους ή άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, η διάρκεια της εν λόγω άδειας ή εργασίας με μειωμένο ωράριο αντιστοιχεί με τη διάρκεια της θητείας που ανέλαβε ο υπάλληλος.

▼M131

Άρθρο 16

Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση, μετά τη λήξη των καθηκόντων του, να συμπεριφέρεται με εντιμότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων.

Ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, εντός των δύο ετών που έπονται της λήξεως των καθηκόντων του, οφείλει να το δηλώσει στο όργανο στο οποίο ανήκει, χρησιμοποιώντας ειδικό έντυπο. Εάν η δραστηριότητα αυτή συνδέεται με την πραγματοποιηθείσα από τον υπάλληλο εργασία κατά τα τρία τελευταία έτη της υπηρεσίας του, και αν ενδέχεται να είναι ασυμβίβαστη με τα νόμιμα συμφέροντα του οργάνου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, με βάση το συμφέρον της υπηρεσίας, είτε να απαγορεύσει στον υπάλληλο την άσκηση της δραστηριότητας αυτής είτε να την εγκρίνει υπό τους όρους που η ίδια κρίνει ενδεδειγμένους. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ζητήσει και λάβει τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, κοινοποιεί την απόφασή της εντός προθεσμίας 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης. Εάν δεν έχει κοινοποιηθεί απόφαση μέχρι τη λήξη της συγκεκριμένης προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή αποδοχή.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απαγορεύει, κατ’ αρχήν, στους πρώην ανώτερους υπαλλήλους όπως ορίζονται στα μέτρα εφαρμογής, να αναλαμβάνουν, κατά τους 12 μήνες μετά τη λήξη των καθηκόντων τους, δραστηριότητες εκπροσώπησης συμφερόντων ή υπεράσπισης έναντι του προσωπικού του οργάνου στο οποίο εργάζονταν προηγουμένως, για λογαριασμό των επιχειρήσεων, πελατών ή εργοδοτών τους και για θέματα για τα οποία ήταν υπεύθυνοι κατά τα τρία τελευταία έτη της υπηρεσία τους.

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6 ), κάθε θεσμικό όργανο δημοσιεύει ετησίως στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή του τρίτου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένης κατάστασης των υποθέσεων που έχουν αξιολογηθεί.

▼M112

Άρθρο 17

1.  Ο υπάλληλος απέχει από την χωρίς άδεια κοινολόγηση των πληροφοριών που περιέρχονται στην αντίληψή του εξαιτίας των καθηκόντων του, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί ή γίνει προσιτές στο κοινό.

2.  Ο υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτή και μετά τη λήξη των καθηκόντων του.

▼M112

Άρθρο 17α

1.  Ο υπάλληλος έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, τηρουμένων δεόντως των αρχών πίστης και αμεροληψίας.

2.  Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 και 17, ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να δημοσιεύσει ο ίδιος ή να δώσει προς δημοσίευση, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους, οποιοδήποτε κείμενο αναφερόμενο στη δραστηριότητα ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ ενημερώνει εκ των προτέρων την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι σε θέση να αποδείξει ότι το ζήτημα είναι φύσεως τέτοιας που να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , ενημερώνει τον υπάλληλο για την απόφασή της εγγράφως εντός 30 εργασίμων ημερών από τη λήψη της πληροφορίας. Εάν καμία απόφαση δεν έχει κοινοποιηθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, θεωρείται ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν είχε αντιρρήσεις.

▼M112

Άρθρο 18

▼M131

1.  Όλα τα δικαιώματα τα οποία αναφέρονται σε έγγραφα ή άλλο έργο που έχει παραγάγει υπάλληλος κατά την άσκηση των καθηκόντων του περιέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν αυτά τα έγγραφα ή το έργο συνδέονται με τις δραστηριότητές της, ή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, αν αυτά τα έγγραφα ή το έργο σχετίζονται με αυτήν την Κοινότητα. Η Ένωση ή, ενδεχομένως, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας μπορεί να αξιώσει να της παραχωρηθούν νομίμως τα πνευματικά δικαιώματα που απορρέουν από τις εργασίες αυτές.

▼M112

2.  Κάθε εφεύρεση την οποία υπάλληλος επινόησε κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ' ευκαιρία της άσκησης αυτής, ανήκει αυτοδικαίως ►M128   ►C9  στην Ένωση ◄  ◄ . Το όργανο δύναται, με δικά του έξοδα και για λογαριασμό ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , να ζητά και να λαμβάνει σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε όλες τις χώρες. Κάθε εφεύρεση που σχετίζεται με τη δραστηριότητα ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ και πραγματοποιείται από υπάλληλο στη διάρκεια του έτους που έπεται της λήξεως των καθηκόντων του, θεωρείται, εκτός αποδείξεως του εναντίου, ότι είχε πραγματοποιηθεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ' ευκαιρία της άσκησης αυτής. Στην περίπτωση που εφευρέσεις κατοχυρώνονται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, γίνεται μνεία του ονόματος του εφευρέτη ή των εφευρετών.

3.  Το όργανο δύναται, οσάκις ενδείκνυται, να χορηγεί χρηματικό βραβείο, το ποσό του οποίου καθορίζει το ίδιο, στον υπάλληλο δημιουργό εφεύρεσης κατοχυρωθείσας με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

▼M131

Άρθρο 19

Ο υπάλληλος δεν αποκαλύπτει ενώπιον δικαστικής αρχής, για οποιονδήποτε λόγο, πληροφορίες που γνωρίζει λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων του, χωρίς την άδεια της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής. Η άδεια αυτή δεν χορηγείται μόνο αν τούτο επιβάλλεται για τα συμφέροντα της Ένωσης και εφόσον η άρνηση της αδείας αυτής δεν συνεπάγεται ποινικές συνέπειες σε βάρος του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Ο υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτή ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του.

Οι διατάξεις της πρώτης παραγράφου δεν ισχύουν για τον υπάλληλο ή τον τέως υπάλληλο ο οποίος καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ενός οργάνου για θέμα που αφορά άλλον υπάλληλο ή τέως υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

▼B

Άρθρο 20

Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση να διαμένει στον τόπο της υπηρεσίας του ή σε τόση απόσταση από τον τελευταίο, ώστε να μην παρεμποδίζεται στην άσκηση των καθηκόντων του. ►M112  Ο υπάλληλος κοινοποιεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή τη διεύθυνσή του και την ειδοποιεί αμέσως σχετικά με κάθε αλλαγή της. ◄

Άρθρο 21

Ο υπάλληλος, ανεξάρτητα από τη θέση του στην ιεραρχία, έχει την υποχρέωση να επικουρεί και να συμβουλεύει τους ανωτέρους του. Είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί.

Ο υπάλληλος ο επιφορτισμένος με τη λειτουργία μιας υπηρεσίας είναι υπεύθυνος έναντι των προϊσταμένων του για την εξουσία η οποία του έχει παρασχεθεί και για την εκτέλεση των διαταγών που δίδει. Η προσωπική ευθύνη των υφισταμένων του δεν τον απαλλάσσει από τις ευθύνες που τον βαρύνουν.

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 21α

1.  Στην περίπτωση που ο υπάλληλος λάβει διαταγή την οποία θεωρεί ως αντικανονική ή εάν εκτιμά ότι από την εκτέλεσή της είναι δυνατόν να προκύψουν σοβαρές δυσχέρειες, ειδοποιεί σχετικά τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του, ο οποίος, εάν η ειδοποίηση έχει διαβιβασθεί εγγράφως, απαντά επίσης εγγράφως. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος επιβεβαιώσει τη διαταγή, αλλά ο υπάλληλος κρίνει ότι η επιβεβαίωση αυτή δεν είναι ευλόγως καθησυχαστική ενόψει των λόγων του να ανησυχεί, αναφέρει εγγράφως το θέμα στην αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή. Εάν η αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή επιβεβαιώσει τη διαταγή εγγράφως, ο υπάλληλος υποχρεούται να την εκτελέσει, εκτός εάν η διαταγή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας.

2.  Εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος κρίνει ότι η διαταγή πρέπει να εκτελεσθεί αμέσως, ο υπάλληλος πρέπει να την εκτελέσει, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας. Ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερός του υποχρεούται, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος, να δίδει τέτοιες διαταγές εγγράφως.

▼M131

3.  Ο υπάλληλος που ενημερώνει τους προϊσταμένους του για εντολές τις οποίες θεωρεί παράτυπες ή ικανές να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα δεν υφίσταται για τούτο κυρώσεις εκ μέρους των προϊσταμένων του.

▼B

Άρθρο 22

Ο υπάλληλος δύναται να υποχρεωθεί να επανορθώσει το σύνολο ή μέρος της ζημίας την οποία έχει υποστεί ►M128   ►C9  η Ένωση ◄  ◄ λόγω βαρέος προσωπικού πταίσματος κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του.

Η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση σχετικά, αφού τηρηθεί η πειθαρχική διαδικασία.

Το Δικαστήριο ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ έχει πλήρη δικαιοδοσία, για να αποφαίνεται επί των διαφορών, οι οποίες γεννώνται από την παρούσα διάταξη.

▼M112

Άρθρο 22α

1.  Ο υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή σε σχέση με αυτά, λαμβάνει γνώση γεγονότων βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη πιθανής παράνομης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης απάτης ή δωροδοκίας, επιζήμιας για τα συμφέροντα ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , ή συμπεριφοράς που αφορά την εκπλήρωση των επαγγελματικών καθηκόντων και που ενδεχομένως συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , ενημερώνει αμελλητί τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του ή τον γενικό διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, τον Γενικό Γραμματέα, ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις ή απευθείας την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να δίνονται γραπτώς.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει επίσης και στην περίπτωση σοβαρής παράλειψης συμμόρφωσης προς παρόμοια υποχρέωση εκ μέρους ενός μέλους οργάνου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου υπηρετεί σε ένα όργανο ή εργάζεται γι' αυτό.

2.  Ο υπάλληλος ο οποίος λαμβάνει τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες διαβιβάζει αμελλητί στην OLAF όλα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία γνωρίζει και από τα οποία είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.  Ο υπάλληλος δεν υφίσταται από το όργανο καμία δυσμενή συνέπεια για το γεγονός ότι γνωστοποίησε τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 και 2 πληροφορίες, εφόσον ενήργησε λογικά και έντιμα.

4.  Οι παράγραφοι 1 έως 3 δεν εφαρμόζονται στα επί παντός υποθέματος αποτυπούμενα στοιχεία, έγγραφα, εκθέσεις, σημειώσεις ή πληροφορίες που τηρούνται για τους σκοπούς διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας, εκκρεμούσας ή περατωθείσας, ή παράγονται ή κοινολογούνται στον υπάλληλο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

Άρθρο 22β

1.  Ο υπάλληλος ο οποίος κοινολογεί πληροφορίες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22α, στον Πρόεδρο της Επιτροπής, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον Πρόεδρο του Συμβουλίου, στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, δεν υφίσταται καμία δυσμενή συνέπεια από πλευράς του οργάνου στο οποίο ανήκει, εφόσον πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

α) 

ο υπάλληλος λογικά και έντιμα πιστεύει ότι οι κοινολογηθείσες πληροφορίες, όπως και κάθε ισχυρισμός που περιέχεται σ' αυτές, είναι ουσιαστικά αληθείς και

β) 

ο υπάλληλος έχει προηγουμένως κοινολογήσει τις ίδιες πληροφορίες στην OLAF ή στο όργανο στο οποίο υπηρετεί και έχει αφήσει να παρέλθει η προθεσμία που καθόρισε η OLAF ή το όργανο αυτό, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, για την εκ μέρους τους ανάληψη κατάλληλης δράσης. Ο υπάλληλος ενημερώνεται δεόντως για την εν λόγω προθεσμία εντός 60 ημερών.

2.  Η προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο υπάλληλος μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι εύλογη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.

3.  Οι παράγραφοι 1 έως 3 δεν εφαρμόζονται στα επί παντός υποθέματος αποτυπούμενα στοιχεία, έγγραφα, εκθέσεις, σημειώσεις ή πληροφορίες που τηρούνται για τους σκοπούς διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας, εκκρεμούσας ή περατωθείσας, ή παράγονται ή κοινολογούνται στον υπάλληλο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

▼M131

Άρθρο 22γ

Σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 90, κάθε όργανο θέτει σε εφαρμογή μια διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών υπαλλήλων που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή ως συνέπειά της δυνάμει του άρθρου 22α ή του άρθρου 22β. Το οικείο όργανο μεριμνά ώστε οι καταγγελίες αυτές να εξετάζονται εμπιστευτικά και, εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, πριν από τη λήξη των προθεσμιών που καθορίζονται στο άρθρο 90.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου ορίζει εσωτερικούς κανόνες, μεταξύ άλλων σχετικά με:

— 
την παροχή, στους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 22a παράγραφος 1, ή στο άρθρο 22β, πληροφοριών για το χειρισμό ζητημάτων που αναφέρονται από αυτούς,
— 
την προστασία των νόμιμων συμφερόντων των υπαλλήλων αυτών και της ιδιωτικής τους ζωής, και
— 
τη διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου.

▼B

Άρθρο 23

Τα προνόμια και οι ασυλίες, των οποίων απολαύουν οι υπάλληλοι, απονέμονται αποκλειστικά προς το συμφέρον ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ . Με την επιφύλαξη των διατάξεων ►M15  του πρωτοκόλλου περί ◄ προνομίων και ασυλιών, οι ενδιαφερόμενοι δεν απαλλάσσονται ούτε από την εκπλήρωση των ατομικών τους υποχρεώσεων, ούτε από την τήρηση των νόμων και των αστυνομικών διατάξεων που ισχύουν.

Οποτεδήποτε αμφισβητούνται τα προνόμια και οι ασυλίες αυτές, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πρέπει αμέσως να αναφέρει σχετικά στην αρμοδία για τους διορισμούς αρχή.

▼M128

Η άδεια διέλευσης που προβλέπεται στο πρωτόκολλο περι προνομίων και ασυλίων εκδίδονται για τους προïσταμένους μονάδας,για μονίμους υπαλλήλους των βαθμών AD12 έως AD16, για μονίμους υπαλλήλους που υπηρετούν εκτός του εδάφους της Ευρωπαïκής Ένωσης, καθώς και για άλλους υπαλλήλους για τους οποίους απαιτείται η εν λόγω άδεια διέλευσης προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

▼B

Άρθρο 24

►M15   ►M128   ►C9  Η Ένωση ◄  ◄ παρέχει βοήθεια στον υπάλληλο ◄ , ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.

►M128   ►C9  Η Ένωση ◄  ◄ ►M15  επανορθώνει αλληλεγγύως ◄ τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από το δράστη.

Άρθρο ►M112  24α ◄

▼M23

►M128   ►C9  Η Ένωση ◄  ◄ διευκολύνει την επαγγελματική επιμόρφωση του υπαλλήλου, στο μέτρο που αυτή συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών και είναι σύμφωνη με τα δικά της συμφέροντα.

Η επιμόρφωση αυτή λαμβάνεται επίσης υπόψη για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας.

Άρθρο ►M112  24β ◄

Οι υπάλληλοι απολαύουν του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι· δύνανται ιδίως να είναι μέλη συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων των υπαλλήλων που εργάζονται ►M128   ►C9  στην Ευρωπαϊκή Ένωση ◄  ◄ .

▼B

Άρθρο 25

▼M112

Ο υπάλληλος δύναται να προσφεύγει, για ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του οργάνου στο οποίο ανήκει.

▼B

Κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο. Κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

▼M112

Οι ατομικές αποφάσεις που αναφέρονται στο διορισμό, στη μονιμοποίηση, στην προαγωγή, στη μετάθεση, στον καθορισμό της διοικητικής καταστάσεως και στη λήξη των καθηκόντων υπαλλήλου δημοσιεύονται στο όργανο στο οποίο ανήκει. Στη δημοσίευση έχει πρόσβαση όλο το προσωπικό για ένα ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα.

▼B

Άρθρο 26

Ο ατομικός φάκελλος του υπαλλήλου πρέπει να περιέχει:

α) 

όλα τα έγγραφα που αφορούν τη διοικητική του κατάσταση και όλες τις εκθέσεις που αφορούν την ικανότητα, την απόδοση ή τη συμπεριφορά του·

β) 

τις παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί από τον υπάλληλο για τα έγγραφα αυτά.

Κάθε έγγραφο πρέπει να καταχωρίζεται, να αριθμείται και να ταξινομείται, χωρίς να διακόπτεται η συνέχεια. Το όργανο δεν δύναται ούτε να αντιτάξει στον υπάλληλο, ούτε να επικαλεσθεί εναντίον του έγγραφα τα οποία αναφέρονται στην ανωτέρω περίπτωση α), αν δεν του έχουν κοινοποιηθεί πριν από την ταξινόμησή τους.

Η κοινοποίηση κάθε εγγράφου επιβεβαιώνεται με την υπογραφή του υπαλλήλου ή ελλείψει υπογραφής με συστημένη επιστολή ►M112  στην τελευταία δηλωθείσα από τον υπάλληλο διεύθυνση ◄ .

▼M112

Ο ατομικός φάκελος του υπαλλήλου δεν δύναται να περιέχει καμία αναφορά στις πολιτικές, συνδικαλιστικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές δραστηριότητες και πεποιθήσεις ή στη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή του ή τον γενετήσιο προσανατολισμό του.

Το προηγούμενο εδάφιο, ωστόσο, δεν απαγορεύει την εισαγωγή στο φάκελο διοικητικών πράξεων και εγγράφων των οποίων έχει γνώση ο υπάλληλος και τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Ένας μόνο φάκελλος δύναται να υπάρχει για κάθε υπάλληλο.

Κάθε υπάλληλος έχει το δικαίωμα ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του να λαμβάνει γνώση του συνόλου των εγγράφων που περιέχονται στο φάκελλό του ►M112  και να λαμβάνει αντίγραφά τους ◄ .

Ο ατομικός φάκελλος έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και δύναται να αναγνωσθεί μόνο στα γραφεία της διοικήσεως ►M112  ή από ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο ◄ . Διαβιβάζεται εν τούτοις στο Δικαστήριο ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ σε περίπτωση προσφυγής που αφορά τον υπάλληλο ►M112  ————— ◄ .

▼M112

Άρθρο 26α

Κάθε υπάλληλος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση του ιατρικού φακέλου του σύμφωνα με τις οριζόμενες από ►M131  τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών οργάνων ◄ λεπτομέρειες.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ III

ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Πρόσληψη

▼M131

Άρθρο 27

Η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο θεσμικό όργανο τις υπηρεσίες υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης. Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους.

Η αρχή της ισότητας των πολιτών της Ένωσης επιτρέπει σε κάθε όργανο να θεσπίζει κατάλληλα μέτρα αν διαπιστωθεί σημαντική ανισορροπία εθνικοτήτων μεταξύ των υπαλλήλων, η οποία δεν δικαιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια. Αυτά τα κατάλληλα μέτρα πρέπει να είναι δικαιολογημένα και να μην συνεπάγονται ποτέ κριτήρια πρόσληψης άλλα απ’ αυτά που βασίζονται στα προσόντα. Πριν εγκριθούν αυτά τα κατάλληλα μέτρα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του ενδιαφερόμενου οργάνου θεσπίζει γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου σύμφωνα με το άρθρο 110.

Μετά από τριετή περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου.

Προκειμένου να διευκολύνονται οι προσλήψεις στην ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση, τα θεσμικά όργανα μεριμνούν ώστε να προσφέρουν στα τέκνα του προσωπικού τους πολύγλωσση και πολυπολιτιστική εκπαίδευση.

▼B

Άρθρο 28

Κανείς δεν δύναται να διορισθεί υπάλληλος:

α) 

αν δεν είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , εκτός αν επιτρέψει παρέκκλιση, η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή και αν δεν απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων·

β) 

αν δεν έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του·

γ) 

αν δεν παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ) 

αν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29 παράγραφος 2, δεν έχει επιτύχει σε διαγωνισμό βάσει τίτλων, κατόπιν εξετάσεων ή βάσει τίτλων και εξετάσεων, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙΙ·

ε) 

αν δεν πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

στ) 

αν δεν αποδεικνύει, ότι διαθέτει σε βάθος γνώση μιας από τις γλώσσες ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ και ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει.

▼M112

Άρθρο 29

▼M131

1.  Για την πλήρωση κενής θέσης σε όργανο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, εξετάζει προηγουμένως:

α) 

τις δυνατότητες πλήρωσής της με:

i) 

μετάθεση, ή

ii) 

διορισμό σύμφωνα με το άρθρο 45α, ή

iii) 

προαγωγή

εντός του οργάνου,

β) 

αν έχουν ληφθεί αιτήσεις για μετάθεση από υπαλλήλους του ίδιου βαθμού σε άλλα θεσμικά όργανα, και/ή

γ) 

αν έχει σταθεί αδύνατη η πλήρωση της κενής θέσης με τις προαναφερθείσες δυνατότητες των στοιχείων α) και β), αν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατάλογοι κατάλληλων υποψηφίων υπό την έννοια του άρθρου 30, λαμβανομένων υπόψη, όπου είναι σκόπιμο, των σχετικών διατάξεων για τους κατάλληλους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙΙ, και/ή

δ) 

αν πρέπει να διεξαχθεί εσωτερικός διαγωνισμός στο θεσμικό όργανο, ανοιχτός μόνο σε μόνιμους και έκτακτους υπαλλήλους όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ή αν πρέπει να κινήσει τη διαδικασία διαγωνισμών βάσει προσόντων ή εξετάσεων ή ταυτόχρονα βάσει προσόντων και εξετάσεων. Η διαδικασία διαγωνισμού καθορίζεται στο Παράρτημα III.

Η διαδικασία μπορεί επίσης να εφαρμόζεται για την κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων για μελλοντική πρόσληψη.

Τηρώντας την αρχή ότι η μεγάλη πλειονότητα των υπαλλήλων προσλαμβάνεται βάσει γενικών διαγωνισμών, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει, κατά παρέκκλιση από το στοιχείο δ) και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να διοργανώσει εσωτερικό διαγωνισμό στο όργανο, ο οποίος θα είναι επίσης ανοικτός στους συμβασιούχους υπαλλήλους, όπως ορίζεται στα άρθρα 3α και 3β του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υπάλληλοι της συγκεκριμένης κατηγορίας προσωπικού υπόκεινται σε περιορισμούς όσον αφορά αυτή τη δυνατότητα, όπως ορίζεται στο άρθρο 82 παράγραφος 7 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε σχέση με τα συγκεκριμένα καθήκοντα που είχαν δικαίωμα να εκτελούν ως έκτακτοι υπάλληλοι.

▼M112

2.  Για την πρόσληψη του ανώτερου στελεχικού δυναμικού (γενικοί διευθυντές και ισότιμοί τους των βαθμών AD 16 ή AD 15 και διευθυντές και ισότιμοί τους των βαθμών AD 15 ή AD 14), καθώς και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για θέσεις που απαιτούν ειδικά προσόντα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να υιοθετεί διαδικασία προσλήψεως διάφορη από τη διαδικασία διαγωνισμού.

3.  Τα όργανα δύνανται να οργανώνουν εσωτερικούς διαγωνισμούς για κάθε ομάδα καθηκόντων βάσει προσόντων και εξετάσεων για το ενδιαφερόμενο όργανο, οι οποίοι αφορούν τον βαθμό AST 6 ή υψηλότερο και τον βαθμό AD 9 ή υψηλότερο.

Οι διαγωνισμοί αυτοί είναι ανοικτοί μόνον στους έκτακτους υπαλλήλους του εν λόγω οργάνου οι οποίοι έχουν προσληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο γ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ . Τα όργανα απαιτούν από τους έκτακτους υπαλλήλους ως ελάχιστα προσόντα για τους διαγωνισμούς αυτούς τουλάχιστον δέκα έτη προϋπηρεσίας με την ιδιότητα του έκτακτου υπαλλήλου, και πρόσληψη στη θέση αυτή βάσει διαδικασίας επιλογής που να εξασφαλίζει την εφαρμογή των ίδιων προτύπων με εκείνα που εφαρμόζονται για την επιλογή υπαλλήλων, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό. Κατά παρέκκλιση του στοιχείου α) της παραγράφου 1, του παρόντος άρθρου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του οργάνου που προσέλαβε τον έκτακτο υπάλληλο, πριν από την πλήρωση κενής θέσης στο εν λόγω όργανο, εξετάζει τις περιπτώσεις μετάθεσης υπαλλήλου εντός του οργάνου παράλληλα με τους επιτυχείς υποψηφίους αυτών των εσωτερικών διαγωνισμών.

4.  Άπαξ ανά πενταετία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οργανώνει έναν εσωτερικό διαγωνισμό βάσει προσόντων και εξετάσεων για κάθε ομάδα καθηκόντων, όσον αφορά τον βαθμό AST 6 ή υψηλότερο και τον βαθμό AD 9 ή υψηλότερο, σύμφωνα με τους όρους που εκτίθενται στην παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο.

▼M131

Άρθρο 30

Για κάθε διαγωνισμό, διορίζεται επιτροπή αξιολόγησης από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή. Αυτή η επιτροπή καταρτίζει πίνακα κατάλληλων υποψηφίων.

Η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή επιλέγει από τον πίνακα αυτόν τον ή τους υποψηφίους που διορίζει στις κενές θέσεις.

Οι υποψήφιοι αυτοί έχουν πρόσβαση σε επαρκή πληροφόρηση σχετικά με προσκλήσεις για την πλήρωση κατάλληλων θέσεων, που δημοσιεύουν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί.

▼M112

Άρθρο 31

1.  Οι επιλεγέντες υποψήφιοι διορίζονται στο βαθμό της ομάδας καθηκόντων που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού στον οποίο έγιναν δεκτοί.

2.   ►M131  Με την επιφύλαξη του άρθρου 29 παράγραφος 2, οι υπάλληλοι προσλαμβάνονται μόνο στους βαθμούς SC 1 έως SC 2, AST 1 έως AST 4 ή AD 5 έως AD 8. ◄ Ο βαθμός που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού καθορίζεται από το όργανο σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

τον στόχο της πρόσληψης υπαλλήλων με τα υψηλότερα προσόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο 27·

β) 

την ποιότητα της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας.

Για την κάλυψη ειδικών αναγκών των οργάνων, μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη, κατά την πρόσληψη υπαλλήλων, οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην ►M128   ►C9  Ένωση. ◄  ◄

3.  Παρά την παράγραφο 2, το όργανο μπορεί, ενδεχομένως, να επιτρέπει τη διοργάνωση διαγωνισμού για τους βαθμούς AD 9, AD 10, AD 11 ή, κατ' εξαίρεση, για το βαθμό AD 12. Ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων που διορίζονται σε κενές θέσεις των βαθμών αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20 % του συνολικού αριθμού των διορισμών που γίνονται στην ομάδα καθηκόντων AD ανά έτος σύμφωνα με το άρθρο 30, δεύτερο εδάφιο.

▼B

Άρθρο 32

Ο προσλαμβανόμενος υπάλληλος κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού του.

▼M112

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, προκειμένου να λάβει υπόψη την επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου, να του χορηγεί προσαύξηση αρχαιότητας 24 μηνών κατ' ανώτατο όριο. Εκδίδονται γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

▼M85

Ο έκτακτος υπάλληλος, η κατάταξη του οποίου καθορίστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια κατάταξης που θεσπίστηκαν από ►M131  την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου, ◄ διατηρεί την αρχαιότητα κατά κλιμάκιο που είχε αποκτήσει ως έκτακτος υπάλληλος όταν διορίστηκε υπάλληλος στον ίδιο βαθμό αμέσως μετά την περίοδο αυτή.

▼B

Άρθρο 33

Πριν από το διορισμό του, ο υποψήφιος που έχει επιλεγεί υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από τον ιατρικό σύμβουλο του οργάνου, για να βεβαιωθεί το όργανο αυτό ότι ο υποψήφιος πληρεί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 28 περίπτωση ε).

▼M39

Αν η ιατρική εξέταση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο οδηγήσει σε αρνητική γνωμάτευση, ο υποψήφιος μπορεί να ζητήσει, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από τη στιγμή που θα λάβει την κοινοποίηση εκ μέρους του οργάνου, να εξεταστεί η περίπτωσή του από ιατρική επιτροπή που απαρτίζεται από τρεις ιατρούς επιλεγμένους από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μεταξύ των ιατρικών συμβούλων των θεσμικών οργάνων. Ο ιατρικός σύμβουλος πoυ έκανε την πρώτη αρνητική γνωμάτευση ακούεται από την ιατρική επιτροπή. Ο υποψήφιος μπορεί να καταθέσει στην ιατρική επιτροπή τη γνωμάτευση ενός ιατρού δικής του επιλογής. Αν η γνωμάτευση της ιατρικής επιτροπής επιβεβαιώσει τα συμπεράσματα της ιατρικής εξέτασης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, οι ιατρικές αμοιβές και τα παρεπόμενα έξοδα βαρύνουν κατά το ήμισυ τον υποψήφιο.

▼M131

Άρθρο 34

1.  Κάθε υπάλληλος, για να μπορέσει να μονιμοποιηθεί, πρέπει να περάσει περίοδο δοκιμασίας εννέα μηνών. Η απόφαση για τη μονιμοποίηση υπαλλήλου λαμβάνεται με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή σχετικά με τη συμπεριφορά του δόκιμου υπαλλήλου σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ.

Όταν κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας ο υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας, της άδειας μητρότητας που αναφέρεται στο άρθρο 58, ή ατυχήματος επί συνεχές χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας κατά το αντίστοιχο διάστημα. Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους 15 μήνες.

2.  Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας δόκιμου υπαλλήλου, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του δόκιμου υπαλλήλου στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία λαμβάνει, εντός τριών εβδομάδων, τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης για τις εκθέσεις κρίσης σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον δόκιμο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός, ή να τοποθετήσει τον υπάλληλο σε άλλο τμήμα για το υπόλοιπο διάστημα της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

3.  Το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, καταρτίζεται έκθεση για την ικανότητα του δόκιμου υπαλλήλου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του καθώς και την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση γνωστοποιείται στον δόκιμο υπάλληλο, ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του.

Αν η έκθεση συνιστά απόλυση ή, κατ’ εξαίρεση, παράταση της περιόδου δοκιμασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του δόκιμου υπαλλήλου στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία λαμβάνει τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης για τις εκθέσεις κρίσης εντός τριών εβδομάδων, σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί.

Ο δόκιμος υπάλληλος του οποίου οι επαγγελματικές ικανότητες ή η συμπεριφορά δεν έχουν αποδειχτεί επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται.

4.  Ο δόκιμος υπάλληλος που απολύεται, αν δεν έχει τη δυνατότητα να αναλάβει χωρίς καθυστέρηση επαγγελματική δραστηριότητα, λαμβάνει αποζημίωση που αντιστοιχεί στον βασικό μισθό τριών μηνών αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι μεγαλύτερη από ένα έτος, στον βασικό μισθό δύο μηνών αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι τουλάχιστον έξι μήνες, και στον βασικό μισθό ενός μηνός αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι μικρότερη από έξι μήνες.

5.  Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στον υπάλληλο που παραιτείται πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κατάσταση του υπαλλήλου

Άρθρο 35

Κάθε υπάλληλος ευρίσκεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α) 

ενεργός υπηρεσία·

β) 

απόσπαση·

γ) 

άδεια για προσωπικούς λόγους·

δ) 

διαθεσιμότητα·

ε) 

άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων·

▼M112

στ) 

γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους·

▼M131

ζ) 

απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

▼B



Τμήμα 1

ΕΝΕΡΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Άρθρο 36

Ενεργός υπηρεσία είναι η κατάσταση του υπαλλήλου που ασκεί, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV, τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση, στην οποία έχει τοποθετηθεί ή την οποία κατέχει προσωρινά.



Τμήμα 2

ΑΠΟΣΠΑΣΗ

Άρθρο 37

▼M23

Απόσπαση είναι η κατάσταση ►M56  του μόνιμου υπαλλήλου ◄ ο οποίος, με απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής:

α) 

προς το συμφέρον της υπηρεσίας,

— 
ορίζεται για την προσωρινή κατάληψη θέσεως εκτός του οργάνου, στο οποίο ανήκει, ή

▼M112

— 
αναλαμβάνει προσωρινά να ασκήσει καθήκοντα παρά προσώπων που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τις Συνθήκες ή παρ' εκλεγμένω Προέδρω ενός των οργάνων ή των οργανισμών ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ ή παρά πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Επιτροπής των Περιφερειών ή παρ' ομάδα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

▼M85

— 
ορίζεται για την προσωρινή κατάληψη θέσης η οποία περιλαμβάνεται στον πίνακα προσωπικού που αμείβεται από τις πιστώσεις για έρευνες και επενδύσεις και στην οποία οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα·

▼M56

β) 

με αίτηση του:

— 
τίθεται στη διάθεση άλλου οργάνου ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ , ή
— 
►M128   ►C9  τίθεται στη διάθεση ενός από τους οργανισμούς τους σχετικούς με την Ένωση ◄  ◄ που αναφέρονται σε πίνακα που θα καταρτιστεί με κοινή συμφωνία ►M131  των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων ◄ ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , αφού διατυπώσει τη γνώμη της η επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Στην κατάσταση αυτή, ο υπάλληλος συνεχίζει να απολαύει, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 38 και 39, όλων των δικαιωμάτων του και να υπόκειται στις υποχρεώσεις του ως υπαλλήλου του οργάνου από το οποίο προέρχεται. ►M23  Εν τούτοις κατά τη διάρκεια της αποσπάσεως που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο περίπτωση α) δεύτερη παύλα ο υπάλληλος υπόκειται στις διατάξεις που ισχύουν για υπαλλήλους του ιδίου βαθμού με το βαθμό που έχει αυτός στη θέση στην οποία έχει αποσπασθεί, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί συντάξεως που προβλέπονται στο άρθρο 77 τρίτη παράγραφος. ◄

▼M112

Κάθε εν ενεργεία υπάλληλος ή υπάλληλος ευρισκόμενος σε άδεια για προσωπικούς λόγους δύναται να υποβάλει αίτηση απόσπασης ή είναι δυνατόν να του προταθεί απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Μόλις αποσπασθεί ο υπάλληλος, λήγει η άδεια για προσωπικούς λόγους.

▼B

Άρθρο 38

Η απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας διέπεται από τους ακόλουθους κανόνες:

α) 

αποφασίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν ακροάσεως του ενδιαφερόμενου·

β) 

η διάρκειά της ορίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή·

γ) 

μετά το τέλος κάθε εξάμηνης περιόδου, ο ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει τη λήξη της αποσπάσεώς του·

▼M23

δ) 

ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί δυνάμει των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 37 περίπτωση α) πρώτη παύλα έχει δικαίωμα εξισώσεως του μισθού όταν η θέση στην οποία έχει αποσπασθεί περιλαμβάνει συνολική αμοιβή κατώτερη από αυτή που αναλογεί στο βαθμό και το κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται· δικαιούται επίσης της επιστροφής του συνόλου των προσθέτων δαπανών που συνεπάγεται η απόσπασή του·

ε) 

ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί δυνάμει των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 37 περίπτωση α) πρώτη παύλα συνεχίζει να καταβάλλει τις εισφορές κατά το σύστημα συνταξιοδοτήσεως βάσει του μισθού ενεργού υπηρεσίας που αναλογεί στο βαθμό και το κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται·

▼B

στ) 

ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί διατηρεί τη θέση του, τα δικαιώματά του ως προς την προαγωγή κατά κλιμάκιο και την προαγωγή κατά βαθμό·

ζ) 

κατά τη λήξη της αποσπάσεως, ο υπάλληλος επανέρχεται αμέσως στη θέση που κατείχε προηγουμένως.

Άρθρο 39

Η απόσπαση κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου διέπεται από τους ακόλουθους κανόνες:

α) 

αποφασίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, η οποία ορίζει τη διάρκεια της αποσπάσεως·

β) 

εντός ποθεσμίας έξι μηνών από της αναλήψεως καθηκόντων, ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει τη λήξη της αποσπάσεώς του· στην περίπτωση αυτή επανέρχεται αμέσως στη θέση που κατείχε προηγουμένως·

γ) 

μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, δύναται να αντικατασταθεί, στη θέση που κατείχε·

▼M23

δ) 

κατά τη διάρκεια της αποσπάσεως αυτής οι εισφορές κατά το σύστημα συνταξιοδοτήσεως καθώς και τα ενδεχόμενα δικαιώματα συνταξιοδοτήσεως υπολογίζονται βάσει του μισθού ενεργού υπηρεσίας που αναλογεί στο βαθμό και το κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται. ►M56  Πάντως, ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί δυνάμει του άρθρου 37 παράγραφος 1 σημείο β) δεύτερη περίπτωση, και μπορεί να αποκτήσει δικαιώματα συνταξιοδότησης από τον οργανισμό στον οποίο έχει αποσπασθεί, παύει, κατά τη διάρκεια της απόσπασης του, να συμμετέχει στο καθεστώς συντάξεων του οργάνου από το οποίο προέρχεται. ◄

▼M56

Για τον υπάλληλο ο οποίος κρίνεται ανάπηρος κατά τη διάρκεια της απόσπασης που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 σημείο β) δεύτερη περίπτωση, καθώς και για τα πρόσωπα που έλκουν δικαιώματα από υπάλληλο που απεβίωσε κατά την ίδια περίοδο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης όσον αφορά ►M112  το επίδομα αναπηρίας ή τη σύνταξη επιζώντων ◄ , αφού αφαιρεθούν τα ποσά που θα του έχουν καταβληθεί για τον ίδιο λόγο και για την ίδια περίοδο από τον οργανισμό στον οποίο είχε αποσπαστεί ο υπάλληλος.

Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να δικαιούνται ο υπάλληλος ή οι έλκοντες δικαιώματα από αυτόν συνολική σύνταξη μεγαλύτερη από το ανώτατο ποσό της σύνταξης που θα τους κατεβάλετο βάσει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

▼M112

ε) 

Κατά το διάστημα της απόσπασής του, ο υπάλληλος διατηρεί τα δικαιώματα προαγωγής του κατά κλιμάκιο.

▼M23

►M112  στ) ◄  

μετά τη λήξη της αποσπάσεως, ο υπάληλος επαναφέρεται υποχρεωτικά, ευθύς ως υπάρξει κενή θέση, σε θέση ►M112  της ομάδας καθηκόντων που ανήκει ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του, με την προϋπόθεση ότι κατέχει τις ικανότητες που απαιτούνται για τη θέση αυτή. Αν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται, διατηρεί τα δικαιώματά του για επαναφορά, με την ίδια προϋπόθεση, ευθύς ως υπάρξει δεύτερη κενή θέση ►M112  της ομάδας καθηκόντων που ανήκει ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του· σε περίπτωση δεύτερης αρνήσεως δύναται να παυθεί μετά από διαβούλευση με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως. Μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επαναφοράς του παραμένει σε κατάσταση αποσπάσεως άνευ αποδοχών.

▼B



Τμήμα 3

ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

Άρθρο 40

1.   ►M56  Ο μόνιμος υπάλληλος ◄ δύναται, κατ' εξαίρεση και κατόπιν αιτήσεώς του, να πάρει άδεια χωρίς αποδοχές για προσωπικούς λόγους.

▼M131

1α.  Το άρθρο 12β συνεχίζει να εφαρμόζεται κατά την περίοδο άδειας για προσωπικούς λόγους. Η άδεια δυνάμει του άρθρου 12β δεν χορηγείται σε έκτακτο υπάλληλο προκειμένου αυτός να αναλάβει μια επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, η οποία περιλαμβάνει την εκπροσώπηση συμφερόντων ή την υπεράσπιση έναντι του οργάνου του και η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση ή σε πιθανότητα σύγκρουσης με τα νόμιμα συμφέροντα του οργάνου του.

▼M112

2.  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 15, η άδεια διαρκεί μόνον ένα έτος. Η άδεια μπορεί να παρατείνεται περισσότερες φορές.

Κάθε περίοδος παράτασης δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα έτος. Η συνολική διάρκεια της άδειας για προσωπικούς λόγους δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ►M131  12 έτη ◄ στο σύνολο της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου.

Εντούτοις, όταν η άδεια ζητείται για να μπορέσει ο υπάλληλος:

i) 

να αναθρέψει παιδί που θεωρείται συντηρούμενο από τον υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VII, και έχει σοβαρό διανοητικό ή σωματικό μειονέκτημα που έχει πιστοποιηθεί από τον ιατρό σύμβουλο του οργάνου και το οποίο απαιτεί διαρκή παρακολούθηση ή φροντίδα· ή

▼M131

ii) 

να ακολουθήσει την(τον) σύζυγό του(της), επίσης υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, που υποχρεούται, λόγω των καθηκόντων της(του), να έχει τη συνήθη διαμονή της(του) σε τέτοια απόσταση από τον τόπο υπηρεσίας του ενδιαφερομένου ώστε η εγκατάσταση κοινής συζυγικής στέγης στον συγκεκριμένο τόπο να δημιουργεί προβλήματα στον αιτούντα υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ή

▼M131

iii) 

να συνδράμει την(τον) σύζυγό του(της), ανιόντα ή κατιόντα συγγενή, αδελφό ή αδελφή σε περίπτωση ιατρικά πιστοποιημένης σοβαρής ασθένειας ή αναπηρίας,

▼M112

η άδεια μπορεί να παρατείνεται απεριόριστα, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τον χρόνο κάθε παράτασης, εξακολουθούν να πληρούνται οι όροι που δικαιολόγησαν τη χορήγηση της άδειας.

▼B

3.  Κατά τη διάρκεια της αδείας του ο υπάλληλος παύει να απολαμβάνει του δικαιώματος προαγωγής κατά κλιμάκιο και προαγωγής κατά βαθμό· η συμμετοχή του στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπεται στα άρθρα 72 και 73, καθώς και η κάλυψη έναντι των αντιστοίχων κινδύνων, αναστέλλονται.

▼M39

►M112  Ωστόσο, ο υπάλληλος ο οποίος δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα δύναται, με αίτηση που υποβάλλει το αργότερο εντός μηνός από την έναρξη της άδειας για προσωπικούς λόγους, να συνεχίσει να απολαύει της κάλυψης που προβλέπεται σε αυτά τα άρθρα, υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλει τις εισφορές που είναι αναγκαίες για την κάλυψη των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 72, παράγραφος 1 και στο άρθρο 73, παράγραφος 1, κατά το ήμισυ το πρώτο έτος της αδείας για προσωπικούς λόγους και εξ ολοκλήρου κατά την υπόλοιπη διάρκεια της αδείας αυτής. Πάντως, δεν δύναται να απολαύει κάλυψης κατά των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 73, εφόσον δεν καλύπτεται επίσης έναντι των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 72. Οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου. ◄ Εξάλλου, ο υπάλληλος που αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει δικαιώματα σύνταξης στα πλαίσια άλλου συνταξιοδοτικού συστήματος μπορεί, με αίτησή του, να συνεχίσει να αποκτά νέα δικαιώματα σύνταξης για μέγιστη περίοδο ενός έτους, με την επιφύλαξη καταβολής συνεισφοράς τριπλάσιας του ποσού που προβλέπεται ►M56  στο άρθρο 83 παράγραφος 2· οι εισφορές υπολογίζονται επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου που αντιστοιχεί στο βαθμό και στο κλιμάκιο του. ◄

▼B

4.  Η άδεια για προσωπικούς λόγους διέπεται από τους ακόλουθους κανόνες:

α) 

χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή·

β) 

η ανανέωσή της πρέπει να ζητηθεί δύο μήνες πριν από τη λήξη του χρόνου αδείας·

γ) 

ο υπάλληλος δύναται να αντικατασταθεί, στη θέση που κατείχε·

▼M23

δ) 

μετά τη λήξη της αδείας για προσωπικούς λόγους ο υπάλληλος επαναφέρεται υποχρεωτικά, ευθύς ως υπάρξει πρώτη κενή θέση, σε θέση ►M112  της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του, με την προϋπόθεση ότι έχει τις ικανότητες που απαιτούνται για τη θέση αυτή. Αν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται διατηρεί τα δικαιώματά του για επαναφορά με την ίδια προϋπόθεση, ευθύς ως υπάρξει δεύτερη κενή θέση, σε θέση ►M112  της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του· σε περίπτωση δεύτερης αρνήσεως δύναται να παυθεί μετά από διαβούλευση με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως. Μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επαναφοράς του ►M112  ή της απόσπασής του ◄ ο υπάλληλος παραμένει σε κατάσταση αδείας για προσωπικούς λόγους άνευ αποδοχών.

▼B



Τμήμα 4

ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ

Άρθρο 41

1.  Διαθεσιμότητα είναι η κατάσταση του υπαλλήλου, ο οποίος θίγεται από μέτρα περιορισμού, του αριθμού των θέσεων στο όργανο στο οποίο ανήκει.

2.  Ο περιορισμός του αριθμού των θέσεων σε ένα βαθμό αποφασίζεται από την αρμοδία επί του προϋπολογισμού αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού.

Η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως προσδιορίζει τη φύση των θέσεων που θίγονται από τα μέτρα αυτά.

Η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή συντάσσει τον κατάλογο των υπαλλήλων που θίγονται από τα μέτρα αυτά κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως και λαμβάνοντας υπόψη την ικανότητα, την απόδοση, τη συμπεριφορά στην υπηρεσία, την οικογενειακή κατάσταση και την αρχαιότητα των υπαλλήλων. Κάθε υπάλληλος που κατέχει μία από τις θέσεις που αναφέρονται στο ανωτέρω εδάφιο και επιθυμεί να τεθεί σε διαθεσιμότητα εγγράφεται αυτεπαγγέλτως στον κατάλογο αυτό.

Οι υπάλληλοι που αναφέρονται στον κατάλογο αυτό τίθενται σε διαθεσιμότητα με απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής.

3.  Στην κατάσταση αυτή, ο υπάλληλος παύει να ασκεί τα καθήκοντά του και να απολαύει των δικαιωμάτων του για αμοιβή και προαγωγή κατά κλιμάκιο, αλλά συνεχίζει, κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν δύναται να υπερβεί τα 5 έτη, να αποκτά νέα δικαιώματα συντάξεως λόγω αρχαιότητας βάσει του μισθού που αναλογεί στο βαθμό και στο κλιμάκιό του.

Κατά τη διάρκεια περιόδου δύο ετών από, τότε που έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα, ο υπάλληλος αυτός έχει δικαίωμα προτεραιότητος για επαναφορά σε κάθε θέση ►M112  της ομάδας καθηκόντων του ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του, η οποία κενούται ή έχει πρόσφατα δημιουργηθεί, με την επιφύλαξη ότι κατέχει τις απαιτούμενες ικανότητες.

Ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα λαμβάνει αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα IV.

▼M23

Το ποσό των εσόδων που εισπράττονται από τον ενδιαφερόμενο στα νέα του καθήκοντα κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής αφαιρείται από την αποζημίωση που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο στο μέτρο που τα έσοδα αυτά, προστιθέμενα στην αποζημίωση αυτή, υπερβαίνουν τις τελευταίες συνολικές αποδοχές του υπαλλήλου οι οποίες έχουν καθοριθεί βάσει του ισχύοντα πίνακα των μισθών την πρώτη ημέρα του μηνός για τον οποίο πρόκειται να γίνει η εκκαθάριση της αποζημιώσεως.

▼M62

Ο ενδιαφερόμενος οφείλει να παρέχει τις γραπτές αποδείξεις που ενδεχομένως θα του ζητηθούν, καθώς και να κοινοποιεί στο όργανο κάθε στοιχείο που μπορεί να επιφέρει τροποποίηση των δικαιωμάτων του επί της παροχής αυτής.

▼M112

Στην αποζημίωση δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

Ωστόσο, στην αποζημίωση και τις τελευταίες συνολικές αποδοχές, όπως αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται ►C7  ο διορθωτικός συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο α) του παραρτήματος ΧΙ, ◄ βάσει της ισοτιμίας που έχει καθορισθεί για το κράτος μέλος στο οποίο ο δικαιούχος αποδεικνύει ότι διαμένει, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος αυτό ήταν ο τελευταίος τόπος υπηρεσίας του δικαιούχου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν το νόμισμα του κράτους μέλους δεν είναι το ευρώ, η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται βάσει των συναλλαγματικών ισοτιμιών που προβλέπονται στο άρθρο 63 του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

4.  Μετά τη λήξη της περιόδου, κατά την οποία έχει γεννηθεί το δικαίωμα για αποζημίωση, ο υπάλληλος παύεται. Απολαύει ενδεχομένως συντάξεως λόγω αρχαιότητας σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως.

5.  Ο υπάλληλος, στον οποίο έχει προσφερθεί πριν από τη λήξη της διετούς περιόδου που προβλέπεται από την ανωτέρω παράγραφο 3 θέση που αντιστοιχεί στο βαθμό του και την έχει αρνηθεί χωρίς βάσιμο λόγο, δύναται, κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως, να στερηθεί των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις ανωτέρω διατάξεις και να παυθεί.



Τμήμα 5

ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΕΚΠΛΗΡΩΣΉ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

Άρθρο 42

Ο υπάλληλος που στρατεύεται, για να εκτελέσει τη νόμιμη θητεία του ή υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαιδεύσεως ή ανακαλείται υπό τα όπλα, τοποθετείται στην ειδική κατάσταση «άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων».

Ο υπάλληλος που στρατεύεται για να εκτελέσει τη νόμιμη θητεία του, παύει να εισπράττει την αμοιβή του, αλλά συνεχίζει να απολαύει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αφορούν την προαγωγή κατά κλιμάκιο και την προαγωγή κατά βαθμό. Ομοίως συνεχίζει να απολαύει των διατάξεων εκείνων που αφορούν τη σύνταξη, αν καταβάλει, μετά την αποδέσμευση από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, αναδρομικά την εισφορά του σύμφωνα με το σύστημα συνταξιοδοτήσεως.

Ο υπάλληλος που υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαιδεύσεως ή ανακαλείται υπό τα όπλα απολαύει, κατά τη διάρκεια της περιόδου της στατιωτικής του εκπαιδεύσεως ή της ανακλήσεως, των αποδοχών του, οι οποίες εν τούτοις μειώνονται κατά το ποσό του στρατιωτικού μισθού που εισπράττεται από τον ενδιαφερόμενο.

▼M112



Τμήμα 6

ΓΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΚΑΙ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

▼M131

Άρθρο 42α

Κάθε υπάλληλος δικαιούται, για κάθε παιδί, γονική άδεια ανώτατης διάρκειας έξι μηνών, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, την οποία πρέπει να λαμβάνει στο διάστημα των δώδεκα ετών μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία του παιδιού. Η διάρκεια της άδειας αυτής μπορεί να διπλασιάζεται για τους μόνους γονείς, που αναγνωρίζονται δυνάμει των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που εκδίδει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του κάθε θεσμικού οργάνου, και για γονείς συντηρούμενων τέκνων με αναπηρία ή με σοβαρή ασθένεια που έχει πιστοποιηθεί από τον ιατρικό σύμβουλο των θεσμικών οργάνων. Η ελάχιστη διάρκεια της άδειας που λαμβάνεται κάθε φορά δεν είναι μικρότερη από έναν μήνα.

Στη διάρκεια της γονικής άδειάς του, ο υπάλληλος εξακολουθεί να συμμετέχει στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης. Εξακολουθεί επίσης να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα και διατηρεί το δικαίωμα του επιδόματος για συντηρούμενο τέκνο καθώς και του σχολικού επιδόματος. Επίσης, διατηρεί τη θέση του, το δικαίωμά του προαγωγής κατά κλιμάκιο και τη δυνατότητα βαθμολογικής εξέλιξής του. Η άδεια μπορεί να ληφθεί υπό τη μορφή είτε πλήρους παύσης της υπηρεσίας είτε ημιαπασχόλησης. Στην περίπτωση γονικής άδειας λαμβανομένης υπό τη μορφή ημιαπασχόλησης, η ανώτατη διάρκεια που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο διπλασιάζεται. Κατά τη διάρκεια της γονικής αδείας του, ο υπάλληλος δικαιούται μηνιαίο επίδομα ►M146  1 023,56  ευρώ ◄ , ή ποσοστό 50 % του ποσού αυτού, στην περίπτωση ημιαπασχόλησης, αλλά δεν μπορεί να ασκεί καμία άλλη αμειβόμενη δραστηριότητα. Το όργανο καταβάλλει πλήρη εισφορά στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα άρθρα 72 και 73, υπολογιζόμενη βάσει του βασικού μισθού του υπαλλήλου. Ωστόσο, στην περίπτωση αδείας υπό τη μορφή ημιαπασχόλησης, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στη διαφορά μεταξύ του πλήρους βασικού μισθού και του κατ’ αναλογία μειωμένου βασικού μισθού. Για το μέρος του βασικού μισθού που πράγματι καταβάλλεται, η εισφορά του υπαλλήλου υπολογίζεται με εφαρμογή των ίδιων εκατοστιαίων ποσοστών που θα εφαρμόζονταν στην περίπτωση πλήρους απασχόλησής του.

Το επίδομα ανέρχεται σε ►M140   ►M146  1 364,75  ευρώ ◄ για τις μονογονεϊκές οικογένειες ◄ κατά μήνα ή σε ποσοστό 50 % του ποσού αυτού στην περίπτωση ημιαπασχόλησης, για τους αναφερόμενους στο πρώτο εδάφιο μόνους γονείς και τους γονείς συντηρούμενων τέκνων με αναπηρία ή με σοβαρή ασθένεια που έχει πιστοποιηθεί από τον ιατρικό σύμβουλο και στη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών της γονικής άδειας, όταν την άδεια αυτή λαμβάνει ο πατέρας στη διάρκεια της άδειας μητρότητας ή οποιοσδήποτε από τους γονείς αμέσως μετά την άδεια μητρότητας, στη διάρκεια της άδειας λόγω υιοθεσίας ή αμέσως μετά την άδεια λόγω υιοθεσίας.

Η γονική άδεια μπορεί να παραταθεί κατά έξι μήνες με επίδομα που ανέρχεται στο 50 % του ποσού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο. Για τους μόνους γονείς όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, η γονική άδεια μπορεί να παραταθεί κατά δώδεκα μήνες, με επίδομα που ανέρχεται στο 50 % του ποσού που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο.

Τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο ποσά αναπροσαρμόζονται όπως και οι αποδοχές.

▼M112

Άρθρο 42β

Ο υπάλληλος δικαιούται να λαμβάνει άδεια για οικογενειακούς λόγους, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, στην περίπτωση που ο/η σύζυγός του, ανιών ή κατιών του, αδελφός ή αδελφή του πάσχει από ιατρικά πιστοποιημένη σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία. Η συνολική διάρκεια της άδειας αυτής δεν υπερβαίνει τους εννέα μήνες για ολόκληρη τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου.

Εφαρμόζεται εν προκειμένω το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 42α.

▼M131



Τμήμα 7

ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Άρθρο 42γ

Το νωρίτερο πέντε έτη κατά μέγιστο πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου, αν ο υπάλληλος έχει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας, μπορεί να απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, λόγω οργανωτικών αναγκών που συνδέονται με την απόκτηση νέων ικανοτήτων μέσα στα θεσμικά όργανα.

Ο συνολικός αριθμός των μόνιμων υπαλλήλων οι οποίοι απομακρύνονται από τη θέση τους προς το συμφέρον της υπηρεσίας δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων των οργάνων που συνταξιοδοτήθηκαν το προηγούμενο έτος. Ο συνολικός αριθμός που υπολογίζεται με τον τρόπο αυτό κατανέμεται στα θεσμικά όργανα με βάση τον αριθμό των υπαλλήλων καθενός στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Το αποτέλεσμα της κατανομής αυτής στρογγυλεύεται στον πλησιέστερο μεγαλύτερο ακέραιο για κάθε θεσμικό όργανο.

Η απομάκρυνση αυτή από τη θέση δεν συνιστά πειθαρχικό μέτρο.

Η διάρκεια της απομάκρυνσης από τη θέση αντιστοιχεί κατά κανόνα στο διάστημα έως ότου ο υπάλληλος φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να τερματίσει την απομάκρυνση από τη θέση και να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του.

Όταν ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, συνταξιοδοτείται αυτομάτως.

Η απομάκρυνση προς το συμφέρον της υπηρεσίας διέπεται από τους εξής κανόνες:

α) 

ο υπάλληλος μπορεί να αντικατασταθεί από άλλο υπάλληλο, στη θέση που κατείχε,

β) 

κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσής του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ο υπάλληλος παύει να έχει δικαίωμα προαγωγής κατά κλιμάκιο και προαγωγής κατά βαθμό.

Ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του λαμβάνει αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα IV.

Αν υπάρξει σχετικό αίτημα από τον υπάλληλο, η αποζημίωση υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, υπολογιζόμενες με βάση την αποζημίωση αυτή. Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος υπηρεσίας του υπαλλήλου υπό καθεστώς απομάκρυνσης από τη θέση του προ το συμφέρον της υπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη για τον σκοπό του υπολογισμού των ετών συντάξιμης υπηρεσίας υπό την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VIII.

Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε διορθωτικό συντελεστή.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Βαθμολόγηση, προαγωγή κατά κλιμάκιο και προαγωγή κατά βαθμό

▼M131

Άρθρο 43

Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά κάθε υπαλλήλου στην υπηρεσία αποτελούν το αντικείμενο ετήσιας εκθέσεως, κατά τα προβλεπόμενα, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε οργάνου, σύμφωνα με το άρθρο 110. Η έκθεση αυτή αναφέρει αν το επίπεδο απόδοσης του υπαλλήλου ήταν ικανοποιητικό ή όχι. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου θεσπίζει διατάξεις με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα για κατάθεση προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας των εκθέσεων, το οποίο πρέπει να ασκείται πριν από την υποβολή αιτήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 90 παράγραφος 2.

Από τον πέμπτο βαθμό της ομάδας AST, η έκθεση μπορεί επίσης να περιλαμβάνει γνώμη για το κατά πόσο, με βάση την επίδοσή του, ο υπάλληλος διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα για την ανάληψη καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον υπάλληλο. Αυτός μπορεί να υποβάλει κάθε παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη επί αυτής.

Άρθρο 44

Υπάλληλος που έχει συμπληρώσει διετία σε κλιμάκιο του βαθμού του προάγεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού, εκτός εάν η επίδοσή του έχει αξιολογηθεί μη ικανοποιητική σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 43. Ο υπάλληλος προάγεται στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού του εντός τεσσάρων ετών το αργότερο, εκτός εάν εφαρμοστεί η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1.

Εάν ο υπάλληλος τοποθετηθεί σε θέση προϊσταμένου μονάδας, διευθυντή ή γενικού διευθυντή, ενώ παραμένει στον ίδιο βαθμό, και εφόσον η επίδοσή του έχει κριθεί ικανοποιητική κατά την έννοια του άρθρου 43 κατά τους πρώτους εννέα μήνες από την τοποθέτησή του, απολαύει προαγωγής, κατά ένα κλιμάκιο στον βαθμό αυτό, αναδρομικά, κατά την έναρξη της τοποθέτησης. Η προαγωγή αυτή συνεπάγεται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού του αντίστοιχη προς την εκατοστιαία μισθολογική διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου κλιμακίου κάθε βαθμού. Αν το ποσό της αύξησης είναι κατώτερο της διαφοράς αυτής ή αν ο υπάλληλος κατέχει τότε ήδη το τελευταίο κλιμάκιο του βαθμού του, λαμβάνει προσαύξηση του βασικού μισθού ίση με την αύξηση μεταξύ πρώτου και δευτέρου κλιμακίου μέχρις ενάρξεως ισχύος της επόμενης προαγωγής του.

▼M112

Άρθρο 45

▼M131

1.  Η προαγωγή απονέμεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής με βάση το άρθρο 6 παράγραφος 2. Οι υπάλληλοι μπορούν να προάγονται μόνον εφόσον κατέχουν θέση που αντιστοιχεί σε έναν από τους τύπους θέσης που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α για τον αμέσως ανώτερο βαθμό, εκτός αν εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4 και στο άρθρο 29 παράγραφος 1. Η προαγωγή συνεπάγεται για τον υπάλληλο την τοποθέτησή του στον αμέσως ανώτερο βαθμό της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει. Η προαγωγή απονέμεται αποκλειστικά με επιλογή μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δύο έτη στον βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων. Για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις των υπαλλήλων, τη χρήση, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση σύμφωνα με το άρθρο 28 στοιχείο στ), και το επίπεδο των ευθυνών που αναλαμβάνουν.

▼M112

2.  Οι υπάλληλοι υποχρεούνται να αποδεικνύουν, πριν από την πρώτη μετά την πρόσληψη προαγωγή τους την ικανότητά τους να ασκούν τα καθήκοντά τους σε μια τρίτη γλώσσα μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο ►M131  άρθρο 55 παράγραφος 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ◄ ►M131  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου εκδίδει, ◄ κοινούς κανόνες, με συμφωνία μεταξύ τους, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Οι κανόνες αυτοί προβλέπουν την πρόσβαση των υπαλλήλων στην κατάρτιση σε μια τρίτη γλώσσα και καθορίζουν τις λεπτομέρειες για την αξιολόγηση της ικανότητας των υπαλλήλων να ασκούν τα καθήκοντά τους σε μια τρίτη γλώσσα σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δ) του Παραρτήματος III.

Άρθρο 45α

1.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχεία β) και γ), υπάλληλος της ομάδας καθηκόντων AST και από τον 5ο βαθμό, μπορεί να διορισθεί σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) 

έχει επιλεγεί σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου για να συμμετάσχει σε πρόγραμμα υποχρεωτικής κατάρτισης κατά τα αναφερόμενα στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου·

β) 

έχει ολοκληρώσει πρόγραμμα κατάρτισης που καθορίσθηκε από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και περιλαμβάνει μια σειρά υποχρεωτικών ενοτήτων και

γ) 

περιλαμβάνεται στον πίνακα, τον καταρτισμένο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, των υποψηφίων οι οποίοι έχουν επιτύχει σε προφορική και γραπτή εξέταση που πιστοποιεί ότι παρακολούθησε επιτυχώς το πρόγραμμα κατάρτισης που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου. Το περιεχόμενο των εξετάσεων αυτών καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο γ) του Παραρτήματος III.

2.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συντάσσει σχέδιο καταλόγου των υπαλλήλων της ομάδας AST που επιλέγονται για να συμμετάσχουν στο ανωτέρω πρόγραμμα κατάρτισης, βάσει ►M131  των οικείων ετήσιων εκθέσεων ◄ που αναφέρονται στο άρθρο 43 και του επιπέδου εκπαίδευσης και κατάρτισής τους, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις ανάγκες των υπηρεσιών. Το εν λόγω σχέδιο υποβάλλεται σε επιτροπή ίσης εκπροσώπησης προς γνωμοδότηση.

Η εν λόγω επιτροπή μπορεί να ακούσει τους υπαλλήλους που έχουν υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο ως άνω πρόγραμμα κατάρτισης, καθώς και εκπροσώπους της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Εκδίδει, κατά πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη για το σχέδιο καταλόγου που προτείνεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εγκρίνει τον κατάλογο των υπαλλήλων που έχουν δικαίωμα να συμμετάσχουν στο ως άνω πρόγραμμα κατάρτισης.

3.  Ο διορισμός σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD δεν έχει επίπτωση στο βαθμό και στο κλιμάκιο που κατέχει ο υπάλληλος τη στιγμή του διορισμού.

4.  Ο αριθμός των διορισμών σε θέσεις της ομάδας καθηκόντων AD κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20 % του συνολικού αριθμού διορισμών που γίνονται κατ' έτος σύμφωνα με το άρθρο 30, δεύτερο εδάφιο.

5.   ►M131  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου θεσπίζει ◄ τις γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 110.

Άρθρο 46

Ο υπάλληλος που διορίζεται σε ανώτερο βαθμό, σύμφωνα με το άρθρο 45 κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού αυτού. Ωστόσο, όταν διορίζονται σε ανώτερο βαθμό σύμφωνα με το άρθρο 45, οι υπάλληλοι των βαθμών AD 9 έως AD 13 οι οποίοι ασκούν τα καθήκοντα προϊσταμένου μονάδας, κατατάσσονται στο δεύτερο κλιμάκιο του νέου βαθμού τους. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται στον υπάλληλο ο οποίος:

α) 

προαγόμενος διορίζεται διευθυντής ή γενικός διευθυντής· ή

β) 

είναι διευθυντής ή γενικός διευθυντής και τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 44, δεύτερη παράγραφος, τελευταία πρόταση.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Οριστική λήξη των καθηκόντων

Άρθρο 47

Η λήξη των καθηκόντων είναι αποτέλεσμα:

α) 

της παραιτήσεως·

β) 

της παύσεως·

γ) 

της απομακρύνσεως από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας·

δ) 

της απολύσεως για επαγγελματική ανεπάρκεια·

ε) 

της ανακλήσεως·

στ) 

της συνταξιοδοτήσεως·

ζ) 

του θανάτου.



Τμήμα 1

Παραίτηση

Άρθρο 48

Η παραίτηση που υποβάλλεται από τον υπάλληλο δύναται να επέλθει μόνο με έγγραφη πράξη του ενδιαφερομένου που εκφράζει τη σαφή επιθυμία του να παύσει οριστικά κάθε δραστηριότητα στο όργανο.

Η απόφαση της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής που οριστικοποιεί την παραίτηση πρέπει να ληφθεί εντός προθεσμίας ενός μήνα από την παραλαβή της επιστολής παραιτήσεως. ►M23  Εν τούτοις η άρμόδια για διορισμούς αρχή δύναται να αρνηθεί την παραίτηση αν κατά την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής παραιτήσεως εκκρεμεί πειθαρχική διαδικασία κατά του υπαλλήλου ή πρόκειται να αρχίσει διαδικασία εντός των επομένων τριάντα ημερών. ◄

▼M112

Η παραίτηση αρχίζει να ισχύει κατά την ημερομηνία που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή· η ημερομηνία αυτή για τους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων ΑD δεν δύναται να ορίζεται σε χρόνο μεγαλύτερο από τρεις μήνες από εκείνη που είχε προτείνει ο υπάλληλος στην επιστολή παραιτήσεως και σε χρόνο μεγαλύτερο από ένα μήνα για τους υπαλλήλους ►M131  των ομάδων καθηκόντων AST και AST/SC. ◄

▼B



Τμήμα 2

Παύση

Άρθρο 49

Ο υπάλληλος δύναται να παυθεί από τα καθήκοντά του, μόνο στην περίπτωση που παύει να πληροί τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 28 περίπτωση α) και ►M23  στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα ►M112  ————— ◄ 39, 40 και 41 παράγραφοι 4 και 5 και στο άρθρο 14 δεύτερη παράγραφος του Παραρτήματος VIII. ◄

Η αιτιολογημένη απόφαση λαμβάνεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως και κατόπιν ακροάσεως του ενδιαφερομένου.



Τμήμα 3

Απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας

Άρθρο 50

►M112  Κάθε μέλος του ανώτερου στελεχικού δυναμικού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 29, παράγραφος 2 ◄ δύναται να στερηθεί της θέσεως αυτής προς το συμφέρον της υπηρεσίας με απόφαση της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής.

Η απομάκρυνση αυτή από τη θέση δεν έχει χαρακτήρα πειθαρχικού μέτρου.

Ο υπάλληλος που έχει στερηθεί με τον τρόπο αυτό της θέσεώς του και δεν έχει τοποθετηθεί σε άλλη θέση ►M112  ————— ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του απολαύει αποζημιώσεως που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα IV.

▼M23

Το ποσό των εσόδων που εισπράττονται από τον ενδιαφερόμενο στα νέα του καθήκοντα κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής αφαιρείται από την αποζημίωση που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο στο μέτρο που τα έσοδα αυτά, προστιθέμενα στην αποζημίωση αυτή, υπερβαίνουν τις τελευταίες συνολικές αποδοχές του υπαλλήλου που έχουν καθορισθεί βάσει του πίνακα των μισθών που ισχύει κατά την πρώτη ημέρα του μηνός για τον οποίο πρόκειται να καταβληθεί η αποζημίωση.

▼M112

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να παρέχει, κατόπιν αιτήματος, γραπτές αποδείξεις και να κοινοποιεί στο όργανο όπου ανήκει κάθε παράγοντα ο οποίος ενδέχεται να επηρεάσει το δικαίωμά του για αποζημίωση.

Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε διορθωτικό συντελεστή.

Το άρθρο 45, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη παράγραφος του Παραρτήματος VIII εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

▼B

Μετά τη λήξη της περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας έχει γεννηθεί το δικαίωμα για την αποζημίωση αυτή ο υπάλληλος αποκτά το δικαίωμα συντάξεως, χωρίς να εφαρμοσθεί στην περίπτωση του η μείωση που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παραρτήματος VIII, με την επιφύλαξη ότι έχει συμπληρώσει ►M131  το 58ο ◄ έτος της ηλικίας του.



Τμήμα 4

▼M112

Διαδικασίες για επαγγελματική ανεπάρκεια

▼M131

Άρθρο 51

1.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου καθορίζει τις διαδικασίες για την αναγνώριση, τον χειρισμό και την αντιμετώπιση των περιπτώσεων επαγγελματικής ανεπάρκειας έγκαιρα και με κατάλληλο τρόπο.

Κατά τη θέσπιση εσωτερικών διατάξεων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου τηρεί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) 

υπάλληλος ο οποίος, με βάση τρεις διαδοχικές μη ικανοποιητικές ετήσιες εκθέσεις κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 43, συνεχίζει να μην παρουσιάζει βελτίωση όσον αφορά την επαγγελματική του επάρκεια, υποβιβάζεται κατά ένα βαθμό. Εάν, σύμφωνα με τις δύο επόμενες ετήσιες εκθέσεις, η επίδοσή του εξακολουθεί να κρίνεται μη ικανοποιητική, ο υπάλληλος απολύεται,

β) 

κάθε πρόταση περί υποβιβασμού ή απολύσεως υπαλλήλου εκθέτει τους λόγους που την αιτιολογούν και γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Η πρόταση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής υποβάλλεται στη συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6.

2.  Ο υπάλληλος έχει το δικαίωμα πρόσβασης στον πλήρη ατομικό του φάκελο και μπορεί να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας. Για την προετοιμασία της υπεράσπισής του διαθέτει προθεσμία τουλάχιστον 15 ημερών, αλλά όχι μεγαλύτερη των 30 ημερών, από την ημερομηνία παραλαβής της πρότασης. Μπορεί να έχει τη συνδρομή προσώπου της επιλογής του. Ο υπάλληλος μπορεί να υποβάλλει γραπτές παρατηρήσεις. Καλείται να εκθέσει τις απόψεις του στη συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Ο υπάλληλος μπορεί επίσης να καλεί μάρτυρες.

3.  Το όργανο εκπροσωπείται ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης από υπάλληλο ειδικά εντεταλμένο για τούτο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ο εν λόγω υπάλληλος απολαύει των ίδιων δικαιωμάτων όπως και ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος.

4.  Με βάση την πρόταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και λαμβάνοντας υπόψη, ενδεχομένως, τις γραπτές και προφορικές δηλώσεις του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ή των μαρτύρων, η συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης διατυπώνει, με πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη που αναφέρει το μέτρο που είναι κατά την κρίση της ενδεδειγμένο, υπό το φως των γεγονότων που αποδείχθηκαν κατόπιν αιτήσεώς της. Διαβιβάζει τη γνώμη αυτή στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία που της παραπέμφθηκε η υπόθεση. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία επί των αποφάσεων της συμβουλευτικής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, εκτός εάν πρόκειται για διαδικαστικά ζητήματα ή σε περίπτωση ισοψηφίας των μελών.

5.  Ο απολυθείς για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας υπάλληλος δικαιούται για το διάστημα που καθορίζεται στην παράγραφο 6 μηνιαία αποζημίωση λόγω απόλυσης ίση προς τον μηνιαίο βασικό μισθό υπαλλήλου πρώτου κλιμακίου του βαθμού AST 1. Ο υπάλληλος δικαιούται επίσης να λαμβάνει, για το ίδιο διάστημα, τα οικογενειακά επιδόματα που προβλέπονται στο άρθρο 67. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση τον μηνιαίο βασικό μισθό υπαλλήλου βαθμού AST 1 σύμφωνα με το άρθρο 1 του παραρτήματος VII.

Η αποζημίωση δεν καταβάλλεται στην περίπτωση που ο υπάλληλος παραιτηθεί μετά την έναρξη της διαδικασίας που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, ή εφόσον δικαιούται ήδη την άμεση καταβολή πλήρους συντάξεως. Εάν δικαιούται επίδομα ανεργίας στο πλαίσιο εθνικού καθεστώτος προστασίας των ανέργων, το ποσό του εν λόγω επιδόματος αφαιρείται από την ανωτέρω αποζημίωση.

6.  Το διάστημα κατά το οποίο πραγματοποιούνται οι πληρωμές που αναφέρονται στην παράγραφο 5 ανέρχεται σε:

α) 

τρεις μήνες αν, κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για απόλυση, ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει πέντε έτη υπηρεσίας,

β) 

έξι μήνες, αν ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον πέντε αλλά λιγότερα από 10 έτη υπηρεσίας,

γ) 

εννέα μήνες, αν ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 10 αλλά λιγότερα από 20 έτη υπηρεσίας,

δ) 

12 μήνες, αν ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 20 έτη υπηρεσίας.

7.  Στην περίπτωση υποβιβασμού για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας, ο υπάλληλος μπορεί, μετά την πάροδο έξι ετών, να ζητήσει να διαγραφεί από τον ατομικό του φάκελο κάθε αναφορά στο μέτρο αυτό.

8.  Ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφή των εύλογων εξόδων με τα οποία επιβαρύνθηκε με δική του πρωτοβουλία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής συνηγόρου υπερασπίσεώς του που δεν ανήκει στο όργανο, στην περίπτωση που η διαδικασία η οποία προβλέπεται στο παρόν άρθρο τερματιστεί χωρίς να έχει ληφθεί απόφαση για απόλυση ή υποβιβασμό.

▼B



Τμήμα 5

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ

▼M131

Άρθρο 52

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50, ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται:

α) 

αυτοδικαίως, την ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 66ο έτος της ηλικίας του, ή

β) 

με αίτησή του, την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, εάν έχει φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης ή είναι μεταξύ 58 ετών και της ηλικίας συνταξιοδότησης, εφόσον συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση σύνταξης που αρχίζει να καταβάλλεται αμέσως, σύμφωνα με το άρθρο 9 του παραρτήματος VIII. Το άρθρο 48 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίοδος εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

Ωστόσο, ο υπάλληλος μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς του και υπό τον όρο ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή το κρίνει δικαιολογημένο από το συμφέρον της υπηρεσίας, να εξακολουθήσει να εργάζεται μέχρι την ηλικία των 67 ετών, ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέχρι την ηλικία των 70 ετών, οπότε συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει την ηλικία αυτή.

Εφόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει να επιτρέψει σε υπάλληλο να παραμείνει στην υπηρεσία πέρα από την ηλικία των 66 ετών, η άδεια αυτή αφορά μέγιστη διάρκεια ενός έτους. Μπορεί να ανανεωθεί μετά από αίτημα του υπαλλήλου.

▼B

Άρθρο 53

Ο υπάλληλος, για τον οποίο η επιτροπή αναπηρίας κρίνει ότι πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 78 ►M62  συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο διαπιστώνεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής η οριστική ανικανότητα του υπαλλήλου να ασκεί τα καθήκοντά του. ◄



Τμήμα 6

ΕΠΙΤΙΜΟΙ ΤΙΤΛΟΙ

Άρθρο 54

Στον υπάλληλο που παύει οριστικά να ασκεί τα καθήκοντά του δύναται να απονεμηθεί επίτιμος τίτλος ►M112  είτε στον βαθμό στον οποίο ευρίσκεται είτε στον αμέσως ανώτερο βαθμό ◄ , με απόφαση της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής.

Το μέτρο αυτό δεν συνεπάγεται κανένα χρηματικό πλεονέκτημα.



ΤΙΤΛΟΣ IV

ΟΡΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διάρκεια εργασίας

Άρθρο 55

►M131  1. ◄   Οι εν ενεργεία υπάλληλοι είναι διαρκώς στη διάθεση του οργάνου, στο οποίο ανήκουν.

►M131  2. ◄    ►M131  Η κανονική διάρκεια εργασίας κυμαίνεται μεταξύ 40 και 42 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ το ωράριο εργασίας καθορίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή. ◄ Εντός των ιδίων ορίων η αρχή αυτή δύναται, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή του προσωπικού, να καθορίζει ωράρια κατάλληλα για ορισμένες ομάδες υπαλλήλων που εκτελούν ειδικό έργο.

►M22

 

Επίσης, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες ή τις απαιτήσεις των κανόνων ασφάλειας στον τόπο της εργασίας, ο υπάλληλος ►M31  ————— ◄ , είναι δυνατό να υποχρεωθεί να παραμείνει στη διάθεση της υπηρεσίας στον τόπο της εργασίας ή στην οικία του πέρα από την κανονική διάρκεια της εργασίας του. ►M131  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου καθορίζει τους κανόνες εφαρμογής του παρόντος εδαφίου μετά από διαβουλεύσεις με την Επιτροπή Προσωπικού. ◄

 ◄

▼M131

4.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου μπορεί να θεσπίσει ρυθμίσεις ελαστικού ωραρίου. Με βάση τις ρυθμίσεις αυτές, δεν χορηγούνται ολόκληρες εργάσιμες ημέρες για υπαλλήλους βαθμού AD/AST 9 ή υψηλότερου. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε υπαλλήλους στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 44 δεύτερο εδάφιο. Οι υπάλληλοι αυτοί οργανώνουν τον χρόνο εργασίας τους σε συμφωνία με τους προϊσταμένους τους.

▼M112

Άρθρο 55α

1.  Ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει την άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να παρέχει τη σχετική άδεια, εφόσον αυτό συμβιβάζεται με το συμφέρον της υπηρεσίας.

▼M131

2.  Η άδεια αυτή παρέχεται αυτοδικαίως στον υπάλληλο, στις εξής περιπτώσεις:

α) 

για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο ηλικίας κάτω των 9 ετών,

β) 

για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο ηλικίας 9 έως 12 ετών, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας δεν υπερβαίνει το 20 % της κανονικής διάρκειας εργασίας,

γ) 

για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο έως ότου συμπληρώσει την ηλικία των 14 ετών, όταν ο υπάλληλος είναι μόνος γονέας,

δ) 

σε εξαιρετικά δύσκολες περιπτώσεις, για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο μέχρι να φτάσει σε ηλικία 14 ετών, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας δεν υπερβαίνει το 5 % της κανονικής διάρκειας εργασίας. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι δύο πρώτες παράγραφοι του άρθρου 3 του παραρτήματος IVα. Στην περίπτωση που απασχολούνται στην υπηρεσία της Ένωσης και οι δύο γονείς, μόνον ο ένας δικαιούται τη μείωση αυτή,

ε) 

για να παρέχει φροντίδα στον/στη σύζυγο, σε ανιόντα, σε κατιόντα, σε αδελφό ή σε αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία,

στ) 

για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης ή

ζ) 

κατά τα τελευταία τρία έτη πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλά όχι πριν από την ηλικία των 58 ετών.

Όταν ζητείται μειωμένο ωράριο για τη συμμετοχή σε μετεκπαίδευση, ή κατά τα τελευταία τρία έτη πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, αλλά όχι πριν από την ηλικία των 58, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει έγκριση ή να αναβάλει την έναρξη εφαρμογής μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για υπερέχοντες λόγους υπηρεσιακού συμφέροντος.

Όταν αυτό το δικαίωμα για χορήγηση άδειας ασκείται για την παροχή φροντίδας στον/στη σύζυγο, σε ανιόντα, σε κατιόντα, σε αδελφό ή σε αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία, ή για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης, η σωρευτική διάρκεια των διαστημάτων εργασίας με μειωμένο ωράριο περιορίζεται σε πέντε έτη για όλη τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου.

▼M112

3.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απαντά στο αίτημα του υπαλλήλου εντός 60 ημερών.

4.  Οι κανόνες που διέπουν την εργασία με μειωμένο ωράριο και η διαδικασία χορήγησης της άδειας καθορίζονται στο Παράρτημα IVα.

▼M112

Άρθρο 55β

Ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει την άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, υπό τη μορφή επιμερισμένης απασχόλησης, σε θέση την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή έχει προσδιορίσει ως κατάλληλη για τον σκοπό αυτό. Η άδεια εργασίας με μειωμένο ωράριο υπό τη μορφή επιμερισμένης απασχόλησης δεν περιορίζεται χρονικά. Ωστόσο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να την ανακαλέσει προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με προειδοποίηση προς τον υπάλληλο έξι μηνών. Ομοίως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να ανακαλέσει την άδεια, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, με προειδοποίηση έξι μηνών τουλάχιστον. Στην περίπτωση αυτή, ο υπάλληλος δύναται να μετατεθεί σε άλλη θέση.

Εφαρμόζονται το άρθρο 59α και το άρθρο 3 του Παραρτήματος IVα, πλην της τρίτης προτάσεως της παραγράφου 2.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να θεσπίζει λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

▼B

Άρθρο 56

Ο υπάλληλος δύναται να υποχρεωθεί να εργασθεί υπερωριακά μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις ή περιπτώσεις εξαιρετικού φόρτου εργασίας· η νυκτερινή εργασία, καθώς και η εργασία τις Κυριακές ή τις αργίες δύναται να επιτρέπεται μόνο κατά τη διαδικασία που έχει αποφασισθεί από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή. Σε καμία περίπτωση ►M23  το σύνολο των υπερωριών που απαιτούνται από υπάλληλο δεν δύναται να υπερβαίνει τις 150 ώρες ανά εξάμηνο. ◄

Οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους ►M112  της ομάδας καθηκόντων AD, καθώς και της ομάδας καθηκόντων AST βαθμού 5 έως 11 ◄ δεν παρέχουν δικαίωμα αποζημιώσεως ή αμοιβής.

▼M131

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα VI, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους των βαθμών SC 1 έως SC 6 και των βαθμών AST 1 έως AST 4 παρέχουν δικαίωμα χορηγήσεως αδείας αντισταθμιστικού χαρακτήρα ή δικαίωμα χορηγήσεως αμοιβής, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν τη χορήγηση αντισταθμιστικής αδείας κατά το δίμηνο που ακολουθεί τον μήνα κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες.

▼M22

Άρθρο 56α

Ο υπάλληλος ►M30  ————— ◄ , μπορεί να δικαιούται αποζημίωση όταν στα πλαίσια συνεχούς εργασίας, την οποία αποφάσισε το Όργανο λόγω της υπηρεσιακής ανάγκης ή βάσει των κανόνων ασφαλείας στον τόπο εργασίας και την οποία το Όργανο θεωρεί ως συνήθη ή μόνιμη, υποχρεούται να εκτελεί εργασίες τακτικά τη νύκτα, το Σάββατο, την Κυριακή ή τις αργίες.

▼M131

Κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή καθορίζει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112, τις κατηγορίες των δικαιούχων υπαλλήλων, τους όρους χορήγησης καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων αυτών.

▼M22

Η κανονική διάρκεια εργασίας ενός υπαλλήλου που εξασφαλίζει τη συνεχή λειτουργία της υπηρεσίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ετήσιο άθροισμα των ωρών εργασίας του κανονικού ωραρίου.

Άρθρο 56β

Ο υπάλληλος ►M31  ————— ◄ μπορεί να δικαιούται αποζημίωση, όταν, με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που λαμβάνεται με βάση την υπηρεσιακή ανάγκη ή τους κανόνες ασφάλειας στον τόπο εργασίας, υποχρεώνεται συστηματικά να βρίσκεται σε επιφυλακή είτε στον τόπο εργασίας του είτε στην οικία του πέρα από την κανονική διάρκεια της εργασίας του.

▼M131

Κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή καθορίζει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112, τις κατηγορίες των δικαιούχων υπαλλήλων, τους όρους χορήγησης καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων αυτών.

▼M112

Άρθρο 56γ

Μπορούν να χορηγούνται ειδικές αποζημιώσεις, σε ορισμένους υπαλλήλους, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτέρως επίπονες συνθήκες εργασίας τους.

▼M131

Κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή καθορίζει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112, τις κατηγορίες των δικαιούχων υπαλλήλων, τους όρους χορήγησης και τα ποσοστά των εν λόγω ειδικών αποζημιώσεων.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Άδειες

Άρθρο 57

Ο υπάλληλος δικαιούται, κατά ημερολογιακό έτος, ετησίας αδείας τουλάχιστον 24 εργασίμων ημερών και κατ' ανώτατο όριο, 30 εργασίμων ημερών σύμφωνα με ρύθμιση που πρόκειται να γίνει με κοινή συμφωνία μεταξύ ►M131  των αρμόδιων για τους διοργανισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων  ◄ ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , μετά γνώμη της επιτροπής της υπηρεσιακής καταστάσεως.

Εκτός από την άδεια αυτή, δύναται κατ' εξαίρεση να του χορηγηθεί ειδική άδεια κατόπιν αιτήσεώς του. Οι τρόποι χορηγήσεως των αδειών αυτών καθορίζονται στο παράρτημα V.

▼M131

Άρθρο 58

Επί πλέον της προβλεπόμενης στο άρθρο 57 αδείας, οι γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης δικαιούνται, αφού προσκομίσουν ιατρικό πιστοποιητικό, άδεια 20 εβδομάδων. Η άδεια αυτή αρχίζει το νωρίτερο έξι εβδομάδες πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού που αναφέρεται στο πιστοποιητικό και λήγει το νωρίτερο 14 εβδομάδες μετά την ημερομηνία του τοκετού. Σε περίπτωση πολλαπλού ή πρόωρου τοκετού ή σε περίπτωση γέννησης παιδιού με αναπηρία ή σοβαρή ασθένεια, η άδεια διαρκεί 24 εβδομάδες. Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, πρόωρος τοκετός είναι ο τοκετός που λαμβάνει χώρα πριν από το τέλος της 34ης εβδομάδας κύησης.

▼B

Άρθρο 59

▼M112

1.  Ο υπάλληλος που αποδεικνύει ότι κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας ή ατυχήματος απολαύει αναρρωτικής αδείας.

Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, να απευθύνει κοινοποίηση στο όργανο στο οποίο ανήκει για την αδυναμία παροχής υπηρεσιών, προσδιορίζοντας συγχρόνως τον τόπο όπου ευρίσκεται. Προσκομίζει, από την τέταρτη ημέρα της απουσίας του, ιατρικό πιστοποιητικό. Το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να αποστέλλεται το αργότερο την πέμπτη ημέρα της απουσίας, γεγονός αποδεικνυόμενο από τη σφραγίδα του ταχυδρομείου. Άλλως, η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη, εκτός εάν το πιστοποιητικό δεν εστάλη για λόγους πέραν της βουλήσεως του υπαλλήλου.

Ο υπάλληλος δύναται, ανά πάσα στιγμή, να υποχρεωθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση που διοργανώνεται από το όργανο. Εάν, εξ υπαιτιότητος του υπαλλήλου, η εξέταση αυτή δεν μπορέσει να πραγματοποιηθεί, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να έχει λάβει χώρα η εξέταση.

Εάν το πόρισμα της εξέτασης είναι ότι ο υπάλληλος είναι ικανός να εκτελέσει τα καθήκοντά του, η απουσία του, με την επιφύλαξη του επομένου εδαφίου, θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εξέτασης.

Εάν ο υπάλληλος θεωρεί ότι τα πορίσματα της ιατρικής εξέτασης που διοργανώθηκε από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι ιατρικώς αδικαιολόγητα, μπορεί, είτε ο ίδιος είτε ένας ιατρός που ενεργεί για λογαριασμό του, να υποβάλει, εντός δύο ημερών, στο όργανο αίτηση παραπομπής του θέματος σε ανεξάρτητο ιατρό για γνωμάτευση.

Το όργανο διαβιβάζει αμέσως το αίτημα αυτό σε άλλον ιατρό, κατόπιν κοινής συμφωνίας από τον ιατρό του υπαλλήλου και από τον ιατρό-σύμβουλο του οργάνου. Εάν, εντός πέντε ημερών από το αίτημα, δεν υπάρξει τέτοια συμφωνία, το όργανο επιλέγει ένα από τα εγγεγραμμένα στον κατάλογο των ανεξάρτητων ιατρών πρόσωπα· ο εν λόγω κατάλογος συντάσσεται κάθε έτος με κοινή συμφωνία της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και της επιτροπής προσωπικού. Ο υπάλληλος μπορεί να αμφισβητήσει, εντός δύο εργάσιμων ημερών, την επιλογή του οργάνου, οπότε το τελευταίο επιλέγει άλλο πρόσωπο από τον κατάλογο· αυτή η επιλογή είναι οριστική.

Η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού, που διατυπώνεται μετά από διαβούλευση με τον ιατρό του υπαλλήλου και τον ιατρό-σύμβουλο του οργάνου, είναι δεσμευτική. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού επιβεβαιώνει το πόρισμα της εξέτασης που διοργάνωσε το όργανο η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εν λόγω εξέτασης. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού δεν επιβεβαιώσει το πόρισμα της εν λόγω εξέτασης, η απουσία θεωρείται από κάθε άποψη δικαιολογημένη.

►C11  2.  Εάν οι απουσίες αυτές για λόγους ασθενείας χωρίς ιατρικό πιστοποιητικό δεν υπερβαίνουν τις τρεις ημέρες, υπερβαίνουν όμως σε περίοδο δώδεκα μηνών συνολικά τις δώδεκα ημέρες, ◄ ο υπάλληλος πρέπει να προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό για κάθε νέα απουσία λόγω ασθενείας. Από την 13η ημέρα απουσίας του λόγω ασθενείας χωρίς ιατρικό πιστοποιητικό, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη.

3.  Με την επιφύλαξη της εφαρμογής, ενδεχομένως, των κανόνων σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες, κάθε απουσία που κρίνεται αδικαιολόγητη σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 αφαιρείται από την ετήσια άδεια του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Στην περίπτωση που ο υπάλληλος έχει εξαντλήσει την άδειά του, στερείται των αποδοχών του για το αντίστοιχο διάστημα.

4.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να προσφύγει στην επιτροπή αναπηρίας για την περίπτωση υπαλλήλου του οποίου το σύνολο αναρρωτικών αδειών υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες κατά τη διάρκεια περιόδου τριών ετών.

5.  Ο υπάλληλος δύναται να τίθεται αυτεπαγγέλτως σε άδεια, μετά από εξέταση που διενεργείται από τον ιατρό — σύμβουλο του οργάνου, αν το απαιτεί η κατάσταση της υγείας του ή αν στην κατοικία του έχει εκδηλωθεί μεταδοτική νόσος.

Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πέμπτο έως έβδομο εδάφιο.

6.  Ο υπάλληλος υποχρεούται να υποβάλλεται κάθε έτος σε προληπτική ιατρική εξέταση είτε από τον ιατρικό σύμβουλο του οργάνου είτε από ιατρό της εκλογής του.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα ιατρικά έξοδα βαρύνουν το όργανο μέχρις ενός ανωτάτου ποσού που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για διάστημα το πολύ τριών ετών, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 59α

Η ετήσια άδεια του υπαλλήλου στον οποίο έχει επιτραπεί να εργάζεται με μειωμένο ωράριο ελαττώνεται κατ' αναλογία, όσο διαρκεί η άδεια αυτή.

▼B

Άρθρο 60

Εκτός από περίπτωση ασθενείας ή ατυχήματος, ο υπάλληλος δεν δύναται να απουσιάσει χωρίς προηγούμενη άδεια από τον ιεραρχικά ανώτερό του. Με την επιφύλαξη της ενδεχομένης εφαρμογής των προβλεπομένων πειθαρχικών διατάξεων, κάθε παράτυπη απουσία που έχει δεόντως διαπιστωθεί καταλογίζεται στη διάρκεια της ετησίας αδείας του ενδιαφερομένου. Σε περίπτωση εξαντλήσεως της αδείας αυτής ο υπάλληλος στερείται του δικαιώματος επί των αποδοχών του για την αντίστοιχη περίοδο.

Όταν υπάλληλος επιθυμεί να διέλθει το χρόνο της αναρρωτικής αδείας του σε τόπο διάφορο από τον τόπο τοποθετήσεώς του, υποχρεούται να λάβει προηγουμένως την άδεια της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Αργίες

▼M131

Άρθρο 61

Κατάλογοι των αργιών καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης κατόπιν διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ V

ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟΛΑΒΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων



Τμήμα 1

ΑΠΟΔΟΧΕΣ

Άρθρο 62

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα VIII και εκτός ρητών αντιθέτων διατάξεων, ο υπάλληλος δικαιούται αποδοχών αντιστοίχων με το βαθμό και το κλιμάκιο του εκ μόνου του γεγονότος του διορισμού του.

Δεν δύναται να παραιτηθεί αυτού του δικαιώματος.

Οι αποδοχές αυτές περιλαμβάνουν βασικό μισθό, οικογενειακά επιδόματα και αποζημιώσεις.

▼M131

Άρθρο 63

Οι αποδοχές των υπαλλήλων εκφράζονται σε ευρώ. Καταβάλλονται στο νόμισμα της χώρας όπου ο υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντα του ή σε ευρώ.

Οι αποδοχές που καταβάλλονται σε νόμισμα άλλο από το ευρώ υπολογίζονται με βάση τις τιμές συναλλάγματος που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Ιουλίου του συγκεκριμένου έτους.

Κάθε έτος, οι τιμές συναλλάγματος επικαιροποιούνται αναδρομικά την ημερομηνία της ετήσιας επικαιροποίησης των αποδοχών που προβλέπονται στο άρθρο 65.

Άρθρο 64

Οι αποδοχές του υπαλλήλου που εκφράζονται σε ευρώ σταθμίζονται βάσει συντελεστή ανώτερου, κατώτερου ή ίσου προς το 100 %, ανάλογα με τις συνθήκες διαβίωσης στους διαφόρους τόπους υπηρεσίας, μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών κρατήσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ή στους κανονισμούς εφαρμογής του.

Οι διορθωτικοί συντελεστές δημιουργούνται ή αποσύρονται και επικαιροποιούνται ετησίως σύμφωνα με το παράρτημα XI. Ως προς την επικαιροποίηση, όλες οι τιμές θεωρούνται τιμές αναφοράς. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

Δεν εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, δεδομένου του ειδικού ρόλου αυτών των τόπων απασχόλησης ως σημείων αναφοράς λόγω του γεγονότος ότι είναι οι κύριες και αρχικές έδρες των περισσότερων ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Άρθρο 65

1.  Οι αποδοχές των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικαιροποιούνται κάθε έτος και σε τούτο λαμβάνονται υπόψη η οικονομική και κοινωνική πολιτική της Ένωσης. Λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι αυξήσεις των μισθών στο δημόσιο των κρατών μελών και οι ανάγκες προσλήψεων. Η επικαιροποίηση των αποδοχών γίνεται σύμφωνα με το παράρτημα ΧΙ. Η επικαιροποίηση αυτή πραγματοποιείται πριν από το τέλος του έτους, με βάση έκθεση που υποβάλλεται από την Επιτροπή, η οποία στηρίζεται στα στατιστικά στοιχεία που επεξεργάζεται η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνεννόηση με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών· τα στατιστικά στοιχεία εκφράζουν την κατάσταση σε όλα τα κράτη μέλη κατά την 1η Ιουλίου. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με τη δημοσιονομική επίπτωση στις αποδοχές και τις συντάξεις των υπαλλήλων της Ένωσης. Διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 42α δεύτερο και τρίτο εδάφιο, στα άρθρα 66 και 69, στο άρθρο 1 παράγραφος 1, στο άρθρο 2 παράγραφος 1, στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 4 παράγραφος 1, στο άρθρο 7 παράγραφος 2, στο άρθρο 8 παράγραφος 2, και στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του παραρτήματος VII, καθώς και στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του παραρτήματος XIII, τα ποσά που αναφέρονται στο πρώην άρθρο 4α του παραρτήματος VII, τα οποία υπόκεινται σε επικαιροποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του παραρτήματος XIII, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 3, το άρθρο 28α παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 28α παράγραφος 7, στα άρθρα 93 και 94, στο άρθρο 96 παράγραφος 3, στο άρθρο 96 παράγραφος 7 και στα άρθρα 133, 134 και 136 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 300/76 του Συμβουλίου ( 7 ) και ο συντελεστής για τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου ( 8 ) επικαιροποιούνται κάθε έτος σύμφωνα με το παράρτημα XI. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

2.  Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους διαβίωσης, τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι συντελεστές αναπροσαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 64 επικαιροποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα ΧΙ. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές και των συντελεστών αναπροσαρμογής, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

3.  Τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι συντελεστές αναπροσαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 64 θεωρούνται ποσά και συντελεστές αναπροσαρμογής των οποίων η τρέχουσα αξία σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο υπόκειται σε επικαιροποίηση χωρίς να απαιτείται άλλη νομική πράξη.

4.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφοι 5 και 6 του παραρτήματος XI, το 2013 και το 2014 δεν θα γίνει καμιά από τις επικαιροποιήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

▼M78

Άρθρο 65α

Ο τρόπος εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 καθορίζεται στο παράρτημα ΧΙ.

▼M3

Article 66

▼M131

Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί στις ομάδες καθηκόντων AD και AST καθορίζονται, για κάθε βαθμό και κλιμάκιο, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

▼M146



1.7.2019

ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΒΑΘΜΟΣ

1

2

3

4

5

16

18 994,33

19 792,50

20 624,20

 

 

15

16 787,82

17 493,27

18 228,35

18 735,49

18 994,33

14

14 837,60

15 461,11

16 110,80

16 559,04

16 787,82

13

13 113,98

13 665,04

14 239,26

14 635,43

14 837,60

12

11 590,57

12 077,61

12 585,13

12 935,26

13 113,98

11

10 244,12

10 674,58

11 123,14

11 432,61

11 590,57

10

9 054,10

9 434,55

9 831,02

10 104,52

10 244,12

9

8 002,30

8 338,57

8 688,98

8 930,71

9 054,10

8

7 072,70

7 369,90

7 679,59

7 893,26

8 002,30

7

6 251,08

6 513,76

6 787,48

6 976,32

7 072,70

6

5 524,91

5 757,08

5 998,99

6 165,90

6 251,08

5

4 883,11

5 088,30

5 302,11

5 449,63

5 524,91

4

4 315,85

4 497,20

4 686,18

4 816,55

4 883,11

3

3 814,47

3 974,78

4 141,81

4 257,02

4 315,85

2

3 371,37

3 513,03

3 660,66

3 762,50

3 814,47

1

2 979,73

3 104,93

3 235,40

3 325,43

3 371,37

▼M131

Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί στην ομάδα καθηκόντων AST/SC καθορίζονται, για κάθε βαθμό και κλιμάκιο, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

▼M146



1.7.2019

ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΒΑΘΜΟΣ

1

2

3

4

5

6

4 844,35

5 047,92

5 260,04

5 406,37

5 481,07

5

4 281,60

4 461,52

4 649,65

4 778,33

4 844,35

4

3 784,23

3 943,23

4 108,94

4 223,26

4 281,60

3

3 344,61

3 485,15

3 631,63

3 732,64

3 784,23

2

2 956,07

3 080,30

3 209,75

3 299,04

3 344,61

1

2 612,68

2 722,47

2 836,88

2 915,78

2 956,07

▼M131

Άρθρο 66α

1.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 και για να ληφθεί υπόψη, με την επιφύλαξη του άρθρου 65 παράγραφος 3, η εφαρμογή της μεθόδου επικαιροποίησης των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων, εφαρμόζεται προσωρινό μέτρο, στο εξής «εισφορά αλληλεγγύης», το οποίο αφορά τις αποδοχές που καταβάλλει η Ένωση στους εν ενεργεία υπαλλήλους, από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023.

2.  Το ποσοστό αυτής της εισφοράς αλληλεγγύης, το οποίο εφαρμόζεται στη βάση που ορίζεται στην παράγραφο 3, καθορίζεται σε 6 %. Ωστόσο, για τους υπαλλήλους βαθμού ανώτερου του AD 15, κλιμάκιο 2, το ποσοστό είναι 7 %.

3.  

α) 

Η βάση για τον υπολογισμό της ειδικής εισφοράς είναι ο βασικός μισθός που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των αποδοχών, μείον:

i) 

τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και σύνταξης καθώς και τον φόρο, πριν από την εισφορά αλληλεγγύης, που καταβάλλει υπάλληλος με ίδιο βαθμό και κλιμάκιο χωρίς συντηρούμενα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VII, και

ii) 

ένα ποσό ίσο με τον βασικό μισθό υπαλλήλου στον βαθμό AST 1, κλιμάκιο 1.

β) 

Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της βάσης της εισφοράς αλληλεγγύης εκφράζονται σε ευρώ και σταθμίζονται με συντελεστή 100.

4.  Η εισφορά αλληλεγγύης παρακρατείται κάθε μήνα στην πηγή· το προϊόν της εγγράφεται στα έσοδα του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

▼B

Άρθρο 67

▼M16

1.  Family allowances shall comprise:

▼M56

α) 

το επίδομα στέγης,

β) 

το επίδομα συντηρούμενων τέκνων,

▼M16

c) 

education allowance.

▼M23

2.  Οι υπάλληλοι που δικαιούνται οικογενειακών επιδομάτων τα οποία αναφέρονται στο παρόν άρθρο υποχρεούνται να δηλώνουν τα επιδόματα της ιδίας φύσεως που καταβάλλονται από άλλη πηγή, προκειμένου τα τελευταία να αφαιρεθούν από εκείνα που καταβάλλονται δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 3 του Παραρτήματος VII.

▼M131

3.  Το επίδομα συντηρουμένου τέκνου μπορεί να διπλασιαστεί κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης αποφάσεως της αρμόδιας για διορισμούς αρχής, που λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών ιατρικών εγγράφων από τα οποία προκύπτει ότι το εν λόγω τέκνο έχει αναπηρία ή μακροχρόνια ασθένεια που επιβάλλει στον υπάλληλο δυσβάστακτα βάρη.

▼M56

4.   ►M95  Στην περίπτωση που δυνάμει των άρθρων 1, 2, 3 του παραρτήματος VII, τα παραπάνω οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται σε πρόσωπο άλλο από τον υπάλληλο, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται στο νόμισμα της χώρας διαμονής του προσώπου αυτού, ενδεχομένως, βάσει των ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 63 δεύτερο εδάφιο. Προσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή που καθορίζεται για τη χώραα αυτή εφόσον βρίσκεται στο εσωτερικό ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ ή με διορθωτικό συντελεστή ίσο προς 100 για χώρα διαμονής εκτός ►M128   ►C9  Ένωσης ◄  ◄ . ◄

Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 ισχύουν για τον δικαιούχο των οικογενειακών επιδομάτων, ο οποίος αναφέρεται παραπάνω.

▼B

Άρθρο 68

▼M23

Τα οικογενειακά επιδόματα που προβλέπονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 εξακολουθούν να οφείλονται στην περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται της αποζημιώσεως που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50, καθώς και στα άρθρα 34 και 42 του παλαιού κανονισμού του προσωπικου της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώσει τα επιδόματα ιδίας φύσεως που λαμβάνει ενδεχομένως από άλλη πηγή για το ίδιο τέκνο, προκειμένου αυτά τα τελευταία να αφαιρεθούν από εκείνα που καταβάλλονται δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 3 του Παραρτήματος VII.

▼M112

Άρθρο 68α

Ο υπάλληλος στον οποίο επιτρέπεται να εργάζεται με μειωμένο ωράριο δικαιούται αμοιβής η οποία υπολογίζεται κατά τα προβλεπόμενα στο Παράρτημα IVα.

▼B

Άρθρο 69

▼M16

The expatriation allowance shall be equal to 16 % of the total of the basic salary, ►M25  το επίδομα στέγης ◄ and dependent child allowance to which the official is entitled. The expatriation allowance shall be not less than ►M146  567,38  ευρώ ◄ per month.

▼M112

Άρθρο 70

Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, ο επιζών σύζυγος ή τα συντηρούμενα τέκνα δικαιούνται των συνολικών αποδοχών του αποθανόντος μέχρι το τέλος του τρίτου μήνα που ακολουθεί τον μήνα του θανάτου.

Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου συντάξεως ή επιδόματος αναπηρίας, οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν όσον αφορά τη σύνταξη ή το επίδομα του αποθανόντος.

▼M112 —————

▼B



Τμήμα 2

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΞΟΔΩΝ

Άρθρο 71

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα VII, ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφής των εξόδων, στα οποία υπεβλήθη λόγω της αναλήψεως των καθηκόντων του, της μεταθέσεως ή της λήξεως των καθηκόντων του, καθώς και επιστροφής των εξόδων, στα οποία υπεβλήθη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κοινωνική ασφάλιση

Άρθρο 72

▼M56

1.  Εντός του ορίου του 80 % των αναληφθέντων εξόδων και βάσει ρηθμίσεως θεσπιζόμενης με κοινή συμφωνία από ►M131  τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών αρχών ◄ ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος, ο (η) σύζυγός του, εφόσον ο (η) τελευταίος (α) δεν μπορεί να επωφεληθεί παροχών της αυτής φύσης και του αυτού επιπέδου, κατ'εφαρμογή οιωνδήποτε άλλων νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, τα τέκνα του και τα λοιπά συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του παραρτήματος VII, καλύπτονται κατά των κινδύνων ασθενείας. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 85 % για τις ακόλουθες παροχές: επισκέψεις στο ιατρείο και στο σπίτι, χειρουργικές επεμβάσεις, νοσοκομιακή περίθαλψη, φαρμακευτικά προϊόντα, ακτινολογικές εξετάσεις και ακτινοβολίες, αναλύσεις, εργαστηριακές εξετάσεις και προθέσεις με ιατρική εντολή, εκτός από τις οδοντικές προθέσεις. Ανέρχεται σε 100 % σε περιπτώσεις φυματίωσης, πολυομελίτιδας, καρκίνου, διανοητικής ασθένειας και άλλων ασθενειών που αναγωνρίζονται ως εξίσου σοβαρές από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, καθώς και για προληπτικές εξετάσεις για την έγκαιρη διάγνωση παθήσεων και σε περίπτωση τοκετού. Πάντως, οι κατά 100 % προβλεπόμενες επιστροφές δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση επαγγελματικής ασθένειας ή ατυχήματος που επέφεραν την εφαρμογή του άρθρου 73.

▼M112

Ο/η σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ενός υπαλλήλου αντιμετωπίζεται ως σύζυγος στο πλαίσιο του καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας, όταν πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ) του Παραρτήματος VII.

►M131  Οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών αρχών ◄ μπορούν, βάσει των κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, να αναθέτουν σε ένα από αυτά την αρμοδιότητα καθορισμού των κανόνων που διέπουν την επιστροφή των εξόδων σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 110 διαδικασία.

▼M56

Το ένα τρίτο της αναγκαίας συνεισφοράς για την εξασφάλιση της κάλυψης αυτής βαρύνει τον ασφαλιζόμενο, χωρίς η συμμετοχή αυτή να μπορεί να υπερβεί το 2 % του βασικού μισθού του.

▼M23

1α.  Ο υπάλληλος του οποίου τα καθήκοντα λήγουν οριστικά και ο οποίος προβάλλει την αιτιολογία ότι ►M112  δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα ◄ δύναται να ζητήσει, τα αργότερο εντός του μήνα που ακολουθεί τη λήξη των καθηκόντων του, της καλύψεως έναντι των κινδύνων ασθενείας που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Η συνεισφορά που αναφέρεται στην προηγουμένη παράγραφο υπολογίζεται επί του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου και τον βαρύνει κατά το ήμισυ.

Με απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής που λαμβάνεται κατόπιν γνώμης του ιατρικού συμβούλου του οργάνου, η προθεσμία ενός μήνα για την υποβολή της αιτήσεως καθώς και ο περιορισμός των έξι μηνών που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος προσβάλλεται από βαρεία ή παρατεινομένη ασθένεια, η οποία εμφανίζεται πριν από τη λήξη των καθηκόντων του και δηλώνεται στο όργανο πριν από τη λήξη της περιόδου των έξι μηνών που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, με τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος υπόκειται στον ιατρικό έλεγχο που προβλέπεται από το όργανο.

▼M56

1β.  Ο (η) διαζευγμένος(η) σύζυγος του υπαλλήλου, το τέκνο που δεν είναι πια συντηρούμενο, καθώς και το πρόσωπο που έπαψε να εξομοιώνεται με συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 του παραρτήματος VII που αποδεικνύουν ότι ►M112  δεν ασκούν επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα ◄ μπορούν να εξακολουθήσουν, για μια περίοδο ενός έτους το πολύ, να καλύπτονται κατά των κινδύνων ασθενείας, όπως προβλέπονται στην παράγραφο 1, ως έμμεσα ασφαλισμένοι του ασφαλισμένου από τον οποίον αντλούσαν το δικαίωμα των επιστροφών αυτών· για την κάλυψη αυτή δεν χρειάζεται να καταβάλλουν εισφορά. Η παραπάνω περίοδος υπολογίζεται είτε από την ημερομηνία κατά την οποία το διαζύγιο οριστικοποιήθηκε είτε από τότε που εξέλιπε η ιδιότητα του συντηρούμενου τέκνου ή του προσώπου του εξομοιούμενου με συντηρούμενο τέκνο.

▼M112

2.  Εάν υπάλληλος παραμείνει στην υπηρεσία ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ μέχρι την ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης ◄ ή λαμβάνει επίδομα αναπηρίας, δικαιούται, μετά τη λήξη των καθηκόντων του, των παροχών που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της σύνταξης ή του επιδόματος.

Για πρόσωπο που λαμβάνει σύνταξη επιζώντων λόγω θανάτου υπαλλήλου εν ενεργεία ή παραμείναντος στην υπηρεσία ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ μέχρι την ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης ◄ ή δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, ισχύουν οι ίδιες παροχές. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της σύνταξης επιζώντων.

2α.  Απολαύουν επίσης των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 παροχών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ασκούν επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα:

i) 

ο πρώην υπάλληλος, δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας, ο οποίος έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ πριν από την ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης, ◄

ii) 

ο δικαιούχος συντάξεως επιζώντων, η οποία προκύπτει από τον θάνατο πρώην υπαλλήλου, ο οποίος έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ πριν από την ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης. ◄

Η συνεισφορά που προβλέπεται στην παράγραφο 1 υπολογίζεται επί της συντάξεως του πρώην υπαλλήλου πριν από την εφαρμογή, κατά περίπτωση, του συντελεστή μειώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 9 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Εντούτοις, ο δικαιούχος συντάξεως ορφανού απολαύει των παροχών της παραγράφου 1 μόνον κατόπιν αιτήσεώς του. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της συντάξεως ορφανού.

▼M112

2β.  Εφόσον πρόκειται για δικαιούχο συντάξεως αρχαιότητας ή συντάξεως επιζώντων, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 και 2α συνεισφορά δεν δύναται να είναι κατώτερη αυτής που υπολογίζεται βάσει του βασικού μισθού που αντιστοιχεί στο πρώτο κλιμάκιο του ►M131  βαθμού AST 1. ◄

2γ.  Ο υπάλληλος που απολύθηκε σύμφωνα με το άρθρο 51 και δεν είναι δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας, απολαύει επίσης των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 παροχών, υπό τον όρο ότι δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα και ότι η συνεισφορά που υπολογίζεται επί του τελευταίου βασικού μισθού του τον βαρύνει κατά το ήμισυ.

▼B

3.  Αν τα μή επιστραφέντα έξοδα περιόδου δώδεκα μηνών υπερβαίνουν το ήμισυ του βασικού μηνιαίου μισθού του υπαλλήλου ή της συντάξεως που καταβάλλεται, χορηγείται ειδική επιστροφή εξόδων από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, αφού ληφθεί υπόψη η οικογενειακή κατάσταση του ενδιαφερομένου βάσει της ρυθμίσεως που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 1.

▼M23

4.   ►M56  Ο δικαιούχος υποχρεούται να δηλώνει τις επιστροφές εξόδων που εισέπραξε ή που μπορεί να απαιτήσει από άλλη ασφάλιση ασθενείας, βάσει κανονιστικών ή νομοθετικών διατάξεων, για τον ίδιο ή για ένα από τα πρόσωπα που ασφαλίζει. ◄

Αν το σύνολο των επιστροφών των οποίων εδικαιούτο υπερβαίνει τα επιστρεφόμενα ποσά που προβλέπονται στην ανωτέρω παράγραφο 1, η διαφορά αφαιρείται από το ποσό που πρέπει να επιστραφεί δυνάμει της παραγράφου 1, εκτός από τις επιστροφές που έχουν ληφθεί δυνάμει ιδιωτικής συμπληρωματικής ασφαλίσεως ασθενείας η οποία προορίζεται να καλύψει το μέρος των εξόδων που δεν επιστρέφεται από το ασφαλιστικό σύστημα υγιειονομικής περιθάλψεως ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ .

▼B

Άρθρο 73

1.  Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται βάσει ρυθμίσεως που θεσπίζεται με κοινή συμφωνία ►M131  των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων ◄ ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ο υπάλληλος καλύπτεται.από την ημέρα αναλήψεως της υπηρεσίας κατά των κινδύνων επαγγελματικών ασθενειών και των κινδύνων ατυχημάτων. Συμμετέχει υποχρεωτικά, εντός ορίου 0,1 % του βασικού του μισθού, στην κάλυψη των κινδύνων εκτός υπηρεσίας.

Οι μη καλυπτόμενοι κίνδυνοι προσδιορίζονται στη ρύθμιση αυτή.

2.  Οι παροχές που εξασφαλίζονται είναι οι ακόλουθες:

α) 

Σε περίπτωση θανάτου:

Καταβολή στα κατωτέρω απαριθμούμενα πρόσωπα κεφαλαίου ίσου προς το πενταπλάσιο του ετησίου βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, υπολογιζόμενου βάσει των μηνιαίων μισθών που χορηγούνται κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα:

— 
στο σύζυγο και στα τέκνα του αποθανόντος υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου· το ποσό που πρόκειται να καταβληθεί στο σύζυγο δεν δύναται να είναι εν τούτοις κατώτερο από το 25 % του κεφαλαίου,
— 
ελλείψει προσώπων της κατηγορίας που αναφέρεται ανωτέρω, στους λοιπούς κατιόντες σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου,
— 
ελλείψει προσώπων των δύο κατηγοριών που αναφέρονται ανωτέρω, στους ανιόντες, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου,
— 
ελλείψει προσώπων των τριών κατηγοριών που αναφέρονται ανωτέρω στο όργανο.
β) 

σε περίπτωση ολικής μονίμου αναπηρίας:

Καταβολή στον ενδιαφερόμενο κεφαλαίου ίσου προς το οκταπλάσιο του ετησίου βασικού μισθού, υπολογιζομένου βάσει των μηνιαίων μισθών που είχαν χορηγηθεί κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα.

γ) 

σε περίπτωση μερικής μονίμου αναπηρίας:

Καταβολή στον ενδιαφερόμενο μέρους της αποζημιώσεως που προβλέπεται στην ανωτέρω περίπτωση β), υπολογιζομένης σύμφωνα με τον πίνακα που ορίζεται στη ρύθμιση, η οποία προβλέπεται στον ανωτέρω παράγραφο 1.

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από αυτή τη ρύθμιση, οι πληρωμές που προβλέπονται ανωτέρω δύνανται να αντικατασταθούν με ισόβιο πρόσοδο.

Οι παροχές που απαριθμούνται ανωτέρω δύνανται να σωρευθούν με αυτές που προβλέπονται στο κατωτέρω κεφάλαιο 3.

3.  Επιπλέον καλύπτονται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη ρύθμιση που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 1, τα ιατρικά, φαρμακευτικά, νοσοκομειακά, χειρουργικά έξοδα, ως και έξοδα για τεχνητά μέλη, ακτινογραφίες, μαλάξεις, έξοδα ορθοπεδικής, νοσηλεία, έξοδα μεταφοράς, ως και όλα τα παρόμοια έξοδα που απαιτούνται λόγω του ατυχήματος ή της επαγγελματικής ασθενείας.

Εν τούτοις, η επιστροφή αυτή εξόδων δεν πραγματοποιείται παρά μόνο κατόπιν εξαντλήσεως και συμπληρωματικά προς εκείνα, τα οποία εισπράττει ο υπάλληλος κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 72.

▼M62 —————

▼B

Άρθρο 74

▼M39

1.  Σε περίπτωση που ο υπάλληλος αποκτήσει παιδί, καταβάλλεται επίδομα ►M97  198,31 ευρώ ◄ στο πρόσωπο που έχει πραγματικά τη φροντίδα του παιδιού.

Το ίδιο επίδομα καταβάλλεται και στον υπάλληλο που υιοθετεί παιδί το οποίο δεν έχει υπερβεί την ηλικία των πέντε ετών και το οποίο συντηρεί κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του παραρτήματος VII.

▼B

2.  Σε περίπτωση διακοπής της κυήσεως τουλάχιστον μετά τον έβδομο μήνα, λαμβάνεται το επίδομα που προβλέπεται ανωτέρω.

▼M39

3.  Ο δικαιούχος του επιδόματος τοκετού υποχρεούται να δηλώσει τα ιδίου είδους επιδόματα που εισπράττει από άλλη πηγή για το ίδιο παιδί· τα επιδόματα αυτά αφαιρούνται από το επίδομα που προβλέπεται παραπάνω. Αν και ο πατέρας και η μητέρα είναι υπάλληλοι ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , το επίδομα καταβάλλεται μία μόνο φορά.

▼M56

Άρθρο 75

Σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, του (της) συζύγου του, των συντηρουμένων τέκνων ή άλλων συντηρουμένων προσώπων κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VII και εφόσον τα πρόσωπα αυτά συγκατοικούν με τον υπάλληλο, τα αναγκαία έξοδα για τη μεταφορά της σορού από τον τόπο εργασίας στον τόπο καταγωγής του υπαλλήλου, επιστρέφονται από το όργανο.

Πάντως, σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου κατά τη διάρκεια αποστολής τα αναγκαία έξοδα για τη μεταφορά της σορού από τον τόπο του θανάτου στον τόπο καταγωγής του υπαλλήλου επιστρέφονται από το όργανο.

▼B

Άρθρο 76

Δωρεές, δάνεια ή προκαταβολές δύνανται να χορηγηθούν σε υπάλληλο, σε τέως υπάλληλο ή σε όσους έλκουν δικαιώματα εκ του αποθανόντος υπαλλήλου και ευρίσκονται σε εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση, ιδίως μετά από βαρεία ή παρατεινόμενη ασθένεια ή λόγω ►M112  αναπηρίας ή ◄ της οικογενειακής τους καταστάσεως.

▼M112

Άρθρο 76α

Ο επιζών σύζυγος, ο οποίος πάσχει από σοβαρή ή παρατεταμένη ασθένεια ή είναι ανάπηρος, μπορεί να λαμβάνει οικονομική ενίσχυση προς αύξηση της σύνταξης από το όργανο, για όσο χρόνο διαρκεί η ασθένεια ή η αναπηρία, βάσει εξέτασης της κοινωνικής και ιατρικής κατάστασης του ενδιαφερομένου. Οι κανόνες εκτέλεσης του παρόντος άρθρου καθορίζονται με κοινή συμφωνία μεταξύ ►M131  των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων, ◄ κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

▼M112

Συντάξεις και επίδομα αναπηρίας

▼M131

Άρθρο 77

Ο υπάλληλος που έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας έχει δικαίωμα συντάξεως λόγω αρχαιότητας. Εντούτοις, δικαιούται τη σύνταξη αυτή ανεξάρτητα από τη διάρκεια της υπηρεσίας, αν έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης, εφόσον δεν κατέστη δυνατό να επανέλθει στην υπηρεσία κατά τη διάρκεια περιόδου στην οποία δεν ήταν σε ενεργό υπηρεσία, ή σε περίπτωση συνταξιοδότησης προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Το ανώτατο ύψος της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται σε 70 % του τελευταίου βασικού μισθού που αναλογεί στον τελευταίο βαθμό στον οποίο έχει καταταγεί υπάλληλος για ένα έτος τουλάχιστον. Στον υπάλληλο καταβάλλεται ποσοστό 1,80 % του τελευταίου αυτού βασικού μισθού για κάθε έτος υπηρεσίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος VIII.

Εντούτοις, για τους υπαλλήλους που έχουν ασκήσει καθήκοντα παρά προσώπω που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά εκλεγμένω προέδρω οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, ή παρά εκλεγμένω προέδρω πολιτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αντιστοιχούν στα συντάξιμα έτη κατά την άσκηση των καθηκόντων που σημειώνονται ανωτέρω υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού ο οποίος έχει εισπραχθεί κατά την εν λόγω περίοδο, εφόσον ο βασικός αυτός μισθός είναι ανώτερος από εκείνον που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της δεύτερης παραγράφου του παρόντος άρθρου.

Το ποσό της συντάξεως αρχαιότητας ανά έτος υπηρεσίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 4 % του ελαχίστου ορίου διαβίωσης.

Το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας αποκτάται στην ηλικία των 66 ετών.

Η ηλικία συνταξιοδότησης εξετάζεται κάθε πέντε έτη, αρχής γενομένης την 1η Ιανουαρίου 2014, με βάση έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Στην έκθεση εξετάζονται ειδικότερα η εξέλιξη της ηλικίας συνταξιοδότησης για το προσωπικό του δημόσιου τομέα στα κράτη μέλη και η εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής των υπαλλήλων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Όπου είναι σκόπιμο. η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση για την αλλαγή της ηλικίας συνταξιοδότησης σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης αυτής, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις εξελίξεις στα κράτη μέλη.

Άρθρο 78

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13 έως 16 του παραρτήματος VIII, ο υπάλληλος δικαιούται επίδομα αναπηρίας, αν υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική, η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της ομάδας καθηκόντων του.

Το άρθρο 52 εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας συνταξιοδοτηθεί πριν από το 66 έτος της ηλικίας του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό σύνταξης, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες για τη σύνταξη αρχαιότητας. Το ύψος της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο υπάλληλος όταν κατέστη ανάπηρος.

Το επίδομα αναπηρίας ισούται με το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου. Πάντως, το επίδομα αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης.

Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, που υπολογίζονται με βάση το επίδομα αυτό.

Αν η αναπηρία οφείλεται σε ατύχημα που έχει επέλθει κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου ή που συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων αυτών, σε επαγγελματική ασθένεια, ή σε πράξη αυτοθυσίας που έχει συντελεστεί προς το δημόσιο όφελος, ή στο γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές, οι εισφορές στο καθεστώς συνταξιοδότησης βαρύνουν εξ ολοκλήρου τον προϋπολογισμό του οργάνου ή του οργανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 1β.

▼B

Άρθρο 79

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII, ►M112  η επιζώσα σύζυγος ◄ υπαλλήλου ή τέως υπαλλήλου έχει δικαίωμα συντάξεως επιζώντων ίσης με το ►M5  60 % ◄ ►M112  της συντάξεως αρχαιότητας ή του επιδόματος αναπηρίας ◄ , της οποίας εδικαιούτο ο ►M112  ο θανών ◄ ή της οποίας θα εδικαιούτο αυτός, αν ηδύνατο να την εξιώσει, αναξάρτητα από τη διάρκεια υπηρεσίας ►M62  ή την ηλικία του ◄ κατά το χρόνο του θανάτου του.

Το ύψος της συντάξεως επιζώντων, της οποίας δικαιούται ►M112  η επιζώσα σύζυγος ◄ υπαλλήλου αποθανόντος σε μία κατάσταση από αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 35, ►M62  ————— ◄ δεν δύναται να είναι κατώτερο του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως ούτε του ►M23  35 % ◄ του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου.

▼M62

Το ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 42 % του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου, εφόσον ο θάνατος του επήλθε σε μία από τις περιστάσεις που αναφέρονται ►M112  στο άρθρο 78, πέμπτο εδάφιο ◄ .

▼M112 —————

▼B

Άρθρο 80

▼M112

Εάν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται συντάξεως επιζώντων, τα συντηρούμενα κατά τον χρόνο του θανάτου του τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII, δικαιούνται συντάξεως ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 21 του Παραρτήματος VIII.

▼B

Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις σε περίπτωση θανάτου ή νέου γάμου ►M62  του συζύγου δικαιούχου ◄ συντάξεως επιζώντων.

▼M23

Όταν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος ►M112  συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας ◄ αποβιώσει χωρίς να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανωτέρω πρώτη παράγραφο, τα αναγνωριζόμενα ως συντηρούμενα τέκνα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII, έχουν δικαίωμα συντάξεως ορφανού σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 21 του Παραρτήματος VΠΙ· η σύνταξη αυτή καθορίζεται εν τούτοις στο ήμισυ του ποσού που προκύπτει από τις διατάξεις του τελευταίου αυτού άρθρου.

▼M112

Όσον αφορά τα εξομοιούμενα με συντηρούμενα τέκνα πρόσωπα, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4 του Παραρτήματος VII, η σύνταξη ορφανού δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

▼M112

Σε περίπτωση υιοθεσίας τέκνου, ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίο έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα συντάξεως ορφανού.

▼M131

Τα δικαιώματα που προβλέπονται στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο εδάφιο ισχύουν σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου που είχε δικαίωμα αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ( 9 ), του άρθρου 3 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72 του Συμβουλίου ( 10 ) ή του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73 του Συμβουλίου ( 11 ) και σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου ο οποίος εξήλθε από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης του μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα μετά από εκείνον στη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία συνταξιοδότησης.

▼M112

Στο πρόσωπο δικαιούχου συντάξεως ορφανού δεν μπορεί να σωρεύονται περισσότερες από μια ►M128   ►C9  ενωσιακές ◄  ◄ συντάξεις ορφανού. Εάν το επιζόν τέκνο δικαιούται περισσότερες από μια ►M128   ►C9  ενωσιακές ◄  ◄ συντάξεις, λαμβάνει τη σύνταξη με το ανώτερο ή με το ανώτατο ποσό.

▼B

Άρθρο 81

▼M112

Ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας, επιδόματος αναπηρίας ή συντάξεως επιζώντων, δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα VII, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67· το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει της συντάξεως ή του επιδόματος του δικαιούχου. Ο δικαιούχος συντάξεως επιζώντων δικαιούται την καταβολή των επιδομάτων αυτών εκ της αιτίας και μόνον των συντηρούμενων τέκνων του αποβιώσαντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου κατά τον χρόνο του θανάτου του.

▼M23

Εν τούτοις το ποσό του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου που οφείλεται στο δικαιούχο συντάξεως επιζώντων ισούται με το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 περίπτωση β).

▼M62

Άρθρο 81α

1.  Ανεξάρτητα από κάθε άλλη διάταξη, όσον αφορά ιδίως τα ελάχιστα ποσά που διατίθενται υπέρ των δικαιούχων σύνταξης επιζώντων, το συνολικό ποσό των συντάξεων επιζώντων που μπορούν να αξιώσουν η χήρα και όσοι άλλοι έλκουν δικαιώματα, αφού προστεθούν τα οικογενειακά επιδόματα και αφαιρεθεί ο φόρος και οι άλλες υποχρεωτικές κρατήσεις, δεν μπορεί να υπερβαίνει:

α) 

σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου ο οποίος ευρίσκεται σε κάποια υπηρεσιακή κατάσταση από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 35 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το ύψος των αποδοχών που θα είχε ο υπάλληλος αυτός στον ίδιο βαθμό και κλιμάκιο, αν είχε παραμείνει στην υπηρεσία, αφού αφαιρεθεί ο φόρος και οι άλλες υποχρεωτικές κρατήσεις·

β) 

για την περίοδο μετά την ημερομηνία, κατά την οποία ο αναφερόμενος στο στοιχείο α) υπάλληλος θα είχε συμπληρώσει την ►M131  ηλικία των 66 ετών ◄ , το ύψος της σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, στην οποία θα είχε δικαίωμα να υπολογίζεται από την ημερομηνία αυτή ο υπάλληλος, αν ζούσε, στον ίδιο βαθμό και κλιμάκιο που είχε τη στιγμή του θανάτου του, αφού προστεθούν στο ποσό αυτό τα οικογενειακά επιδόματα που θα του είχαν καταβληθεί και αφαιρεθεί, ο φόρος και οι άλλες υποχρεωτικές κρατήσεις·

γ) 

σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου, δικαιούχου σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ , το ποσό της σύνταξης που θα εδικαιούτο αυτός, αν ζούσε, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το ποσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

▼M131

δ) 

σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου ο οποίος εξήλθε από την υπηρεσία πριν την ηλικία συνταξιοδότησης και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξής του μέχρι την πρώτη ημέρα του μήνα μετά από εκείνον στη διάρκεια του οποίου θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, το ποσό της σύνταξης που θα δικαιούταν στην ηλικία συνταξιοδότησης, αν ζούσε, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το ποσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

▼M62

ε) 

σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούχου, τη στιγμή του θανάτου του, ►M131  αποζημίωσης με βάση το άρθρο 41, 42γ ή 50 ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης είτε με βάση το άρθρο 5 του κανονισμοί (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ή το άρθρο 3 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72, ή το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73, ή το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2150/ 82, ή το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1679/85, το ποσό της αποζημίωσης της οποίας θα εδικαιούτο αυτός, αν ζούσε, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το ποσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

στ) 

για την περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία ο αναφερόμενος στο στοιχείο ε) πρώην υπάλληλος θα έπαυε να δικαιούται της αποζημίωσης, το ποσό της σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου που θα εδικαιούτο αυτός, αν ζούσε και αν, την ημερομηνία αυτή είχε συγκεντρώσει τις προϋποθέσεις ηλικίας που απαιτούνται για τη γένεση των δικαιωμάτων σύνταξης, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το πσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β).

2.  για την εφαρμογή της παραγράφου 1, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές, με βάση τους οποίους δύνανται να αναπροσαρμόζονται τα διάφορα εν λόγω ποσά.

3.  Το μέγιστο ποσό που καθορίζεται για καθένα από τα στοιχεία α) έως στ) της παραγράφου 1 κατανέμεται μεταξύ των δικαιούχων σύνταξης επιζώντων ανάλογα με τα δικαιώματα που θα είχαν αντίστοιχα, αν δεν ληφθεί υπόψη η παράγραφος 1.

Για τα ποσά που προκύπτουν από την κατανομή αυτή, ισχύει το άρθρο 82 παράγραφος 1 δεύτερο ►M112  και τρίτο ◄ εδάφιο.

▼M112

Άρθρο 82

1.  Οι συντάξεις που προβλέπονται ανωτέρω καθορίζονται βάσει των μισθολογικών κλιμάκων που ισχύουν κατά την πρώτη ημέρα του μήνα της γενέσεως δικαιώματος συντάξεως.

Στις συντάξεις δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

Οι συντάξεις σε ευρώ καταβάλλονται σ'ένα από τα νομίσματα που αναφέρονται στο άρθρο 45 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M131

2.  Όταν οι αποδοχές επικαιροποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 1, η ίδια επικαιροποίηση εφαρμόζεται και στις συντάξεις.

▼M112

3.  Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας.

▼B

Άρθρο 83

1.  Η καταβολή των παροχών που προβλέπονται στο παρόν σύστημα συνταξιοδοτήσεως βαρύνει τον προϋπολογισμό ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ . Τα κράτη μέλη εγγυώνται συλλογικά την καταβολή αυτών των παροχών σύμφωνα με την κλίμακα κατανομής που καθορίζεται για τη χρηματοδότηση αυτών των δαπανών αυτών.

▼M131 —————

▼B

2.  Οι υπάλληλοι συμβάλλουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση αυτού του συστήματος συνταξιοδοτήσεως. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται στο ►M147  9,7 % ◄ του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συντελεστές αναπροσαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 64. Η εν λόγω συνεισφορά αφαιρείται μηνιαίως από το μισθό του ενδιαφερομένου. ►M112  Η συνεισφορά αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο Παράρτημα VII. ◄

3.  Ο τρόπος εκκαθαρίσεως των συντάξεως των υπαλλήλων που άσκησαν τα καθήκοντά τους εν μέρει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακος και Χάλυβος ή που ανήκουν στα όργανα ή στις κοινές υπηρεσίες ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , καθώς και η κατανομή των βαρών που προκύπτουν από την εκκαθάριση των συντάξεων αυτών μεταξύ του ταμείου συντάξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος και των προϋπολογισμών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας ρυθμίζονται βάσει κανονισμού, εκδιδομένου με κοινή συμφωνία των Συμβουλίων και της Επιτροπής των Προέδρων της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 83α

1.  Η ισορροπία του συστήματος συνταξιοδοτήσεως εξασφαλίζεται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στο Παράρτημα XII λεπτομερείς κανόνες.

▼M131

2.  Οι οργανισμοί που δεν επιδοτούνται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταβάλλουν στον εν λόγω προϋπολογισμό το πλήρες ποσό των εισφορών που είναι αναγκαίες για τη χρηματοδότηση του καθεστώτος. Από 1ης Ιανουαρίου 2016, οι οργανισμοί που χρηματοδοτούνται εν μέρει από τον εν λόγω προϋπολογισμό καταβάλλουν το μέρος των εργοδοτικών εισφορών το οποίο αντιστοιχεί στην αναλογία των εσόδων του οργανισμού χωρίς την επιδότηση από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα συνολικά έσοδά του.

3.  Η ισορροπία του συνταξιοδοτικού καθεστώτος εξασφαλίζεται με την ηλικία συνταξιοδότησης και το ποσοστό εισφοράς στο καθεστώς. Επ’ ευκαιρία της ανά πενταετία διενεργούμενης αναλογιστικής αποτίμησης σύμφωνα με το παράρτημα XII, το ποσοστό εισφοράς επικαιροποιείται με σκοπό να εξασφαλίζεται η ισορροπία του καθεστώτος.

4.  Η Επιτροπή υποβάλλει κάθε έτος επικαιροποιημένη μορφή της αναλογιστικής αποτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παραρτήματος XII. Εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη απόκλισης τουλάχιστον 0,25 τοις εκατό μεταξύ του ποσοστού της τρέχουσας εισφοράς και του ποσοστού που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας, το ποσοστό επικαιροποιείται, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα XII.

5.  Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, το ποσό αναφοράς που καθορίζεται στο άρθρο 83 παράγραφος 2 επικαιροποιείται. Η Επιτροπή δημοσιεύει το επικαιροποιημένο ποσοστό εισφοράς που προκύπτει μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

▼B

Άρθρο 84

Η διάρθρωση του συστήματος συνταξιοδοτήσεως που προβλέπεται ανωτέρω καθορίζεται στο παράρτημα VIII.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Άρθρο 85

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

▼M23

Κάθε ποσό που ελήφθη αχρεωστήτως αναζητητείται αν ο λαβών εγνώριζε την αντικανονικότητα της καταβολής ή αν η αντικανονικότητα αυτή ήταν τόσο εμφανής ώστε δεν ηδύνατο να την αγνοεί.

▼M112

Η αίτηση επιστροφής πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατεβλήθη το ποσό. Εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος παραπλάνησε εσκεμμένα τη διοίκηση με σκοπό να επιτύχει την καταβολή του σχετικού ποσού, η προθεσμία αυτή δεν αντιτάσσεται κατά της εν λόγω αρχής.

▼M62



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Υποκ¥ατάσταση της ►M128   ►C9  Ένωσης ◄  ◄

Άρθρο 85α

1.  Όταν ένας τρίτος ευθύνεται για το θάνατο, το ατύχημα ή την ασθένεια ατόμου που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, ►M128   ►C9  η Ένωση ◄  ◄ υποκαθίσταται αυτοδικαίως, μέσα στα όρια των υποχρεώσεων της σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, στα δικαιώματα προσφυγής του θύματος ή των εξ αυτού ελκόντων δικαιώματα κατά του υπευθύνου τρίτου.

2.  Η υποκατάσταση της παραγράφου 1 καλύπτει ιδίως:

— 
τις αποδοχές που εξακολουθούν να καταβάλλονται στον υπάλληλο, σύμφωνα με το άρθρο 59, κατά την περίοδο της προσωρινής ανικανότητας του προς εργασία,
— 
τις καταβολές που πραγματοποιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 70, μετά το θάνατο υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούχου σύνταξης,
— 
τις παροχές που γίνονται, με βάση τα άρθρα 72 και 73 και τις ρυθμίσεις που αποφασίστηκαν για την εφαρμογή τους, όσον αφορά την ασφάλιση κατά των κινδύνων ασθενείας και ατυχήματος,
— 
την πληρωμή των εξόδων μεταφοράς της σορού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 75,
— 
τις καταβολές επιπλέον οιγενειακών επιδομάτων λόγω βαριάς ασθένειας, αναπηρίας ή μειονεκτήματος που προσβάλλει ένα συντηρούμενο τέκνο σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 3 και το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 5 του παραρτήματος VII,
— 
τις καταβολές ►M112  επιδομάτων αναπηρίας ◄ λόγω ατυχήματος ή ασθενείας, τα οποία καθιστούν τον υπάλληλο οριστικώς ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντα του,
— 
τις καταβολές συντάξεων επιζώντων λόγω θανάτου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ή θανάτου του συζύγου του συνταξιούχου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, που ο ίδιος δεν είναι μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος δικαιούχος σύνταξης,
— 
τις καταβολές συντάξεων ορφανού, που διενεργούνται, χωρίς όριο ηλικίας, υπέρ τέκνου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, εφόσον το τέκνο προσβληθεί από βαριά ασθένεια, αναπηρία ή μειονέκτημα που το εμποδίζει να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του μετά το θάνατο του γονέως του.

3.  Ωστόσο, η υποκατάσταση ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ δεν καλύπτει τα δικαιώματα αποζημίωσης για ζημίες με καθαρά προσωπικό χαρακτήρα, όπως, ιδίως, η ηθική βλάβη, η ψυχική οδύνη καθώς και το μέρος των αποζημιώσεων για αισθητικούς λόγους ή για διαφυγούσα απόλαυση που υπερβαίνει την αποζημίωση η οποία θα είχε χορηγηθεί για τους λόγους αυτούς βάσει του άρθρου 73.

4.  Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν μπορούν να παρακωλύσουν την άσκηση αγωγής εξ ονόματος και εκ μέρους ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ .

▼B



ΤΙΤΛΟΣ VI

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 86

1.  Κάθε παράλειψη των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει υπάλληλος ή τέως υπάλληλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού η οποία γίνεται εκουσίως ή εξ αμελείας, αποτελεί λόγο πειθαρχικής κυρώσεως.

▼M112

2.  Όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή η OLAF λαμβάνουν γνώση αποδεικτικών στοιχείων για παράλειψη υποχρεώσεων κατά την έννοια της παραγράφου 1, μπορούν να κινούν διαδικασία διοικητικής έρευνας με σκοπό να εξακριβωθεί η ύπαρξη της παράληψης αυτής.

3.  Οι πειθαρχικοί κανόνες, διαδικασίες και μέτρα, καθώς και οι κανόνες και διαδικασίες που αφορούν τις διοικητικές έρευνες, καθορίζονται στο Παράρτημα IX.

▼M112 —————

▼B



ΤΙΤΛΟΣ VII

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Άρθρο 90

▼M23

1.  Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό δύναται να προσφύγει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή ζητώντας της να λάβει απόφαση περί αυτού. Η αρχή κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφαση της στον ενδιαφερόμενο εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της ημέρας υποβολής της αιτήσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η έλλειψη απαντήσεως στην αίτηση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί αίτημα κατά την έννοια της επομένης παραγράφου.

2.  Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό δύναται να υποβάλει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά οιασδήποτε πράξεως η οποία θίγει τα συμφέροντά του, τόσο στην περίπτωση που η εν λόγω αρχή έχει ήδη λάβει απόφαση όσο και όταν παρέλειψε να λάβει μέτρο που επιβάλλεται από τον κανονισμό. Το αίτημα πρέπει να διατυπωθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει:

— 
από την ημέρα της δημοσιεύσεως της πράξεως, αν πρόκειται για μέτρο γενικού χαρακτήρα·
— 
από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον αποδέκτη, όχι όμως αργότερα από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση της αποφάσεως, αν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα· ►C6  εν τούτοις σε περίπτωση που πράξη ατομικού χαρακτήρα είναι τέτοια ώστε να θίγει τα συμφέροντα τρίτου η εν λόγω προθεσμία για το πρόσωπο αυτό αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία αυτό έλαβε γνώση της πράξεως, όχι όμως αργότερα από την ημέρα της δημοσιεύσεως ◄ ·
— 
από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας απαντήσεως, εφ' όσον υποβολή αιτήματος αναφέρεται σε σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά την έννοια της παραγράφου 1.

Η αρχή κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο την αιτιολογημένη απόφασή της εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημέρα της υποβολής της ενστάσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η παράλειψη απαντήσεως στην ένσταση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να ασκηθεί προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 91.

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 90α

Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης δύναται να υποβάλει, στον διευθυντή της OLAF αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, με την οποία να τον καλεί να λάβει απόφαση περί αυτού σχετική με έρευνα της OLAF. Δύναται επίσης να υποβάλει στο διευθυντή της OLAF, αίτημα, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, κατά πράξεως σχετικής με έρευνα της OLAF, η οποία επηρεάζει αρνητικά τα συμφέροντά του.

Άρθρο 90β

Κάθε πρόσωπο στο οποίο εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης δύναται να υποβάλει στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων αίτηση ή αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφοι 1 και 2, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του τελευταίου.

Άρθρο 90γ

Οι αιτήσεις και τα αιτήματα που αφορούν τους τομείς για τους οποίους τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 2, παράγραφος 2, υποβάλλονται στην εξουσιοδοτημένη αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼B

Άρθρο 91

▼M23

1.  Το Δικαστήριο ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ και ενός προσώπου που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό, περί της νομιμότητας ενός μέτρου που θίγει το πρόσωπο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2. Στις χρηματικές διαφορές το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας.

2.  Προσφυγή στο Δικαστήριο ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ γίνεται αποδεκτή μόνο:

— 
αν προηγουμένως έχει διατυπωθεί στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2 εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο, και
— 
αν αυτή η διατύπωση αιτήματος έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως.

3.  Η προσφυγή που προβλέπεται στην παράγραφο 2 πρέπει να αιτηθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει:

— 
από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως, η οποία ελήφθη προς απάντηση της διατυπώσεως αιτήματος,
— 
από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας απαντήσεως, εφ' όσον η προσφυγή αφορά σιωπηρή απορριπτική απόφαση της ενστάσεως που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 90 παράγραφος 2. Εν τούτοις σε περίπτωση που κατόπιν σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως, αλλά εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ληφθεί ρητή απόφαση για την απόρριψη αιτήματος η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει εκ νέου.

4.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, ο ενδιαφερόμενος δύναται, αφού διατυπώσει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2, να προσφύγει αμέσως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υπό τον όρο ότι στην εν λόγω προσφυγή επισυνάπτεται αίτηση αναβολής της εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή των προσωρινών μέτρων. Στην περίπτωση αυτή η κυρία διαδικασία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναστέλλεται μέχρι να ληφθεί ρητή ή σιωπηρή απορριπτική απόφαση περί του διατυπωθέντος αιτήματος.

5.  Οι προσφυγές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εισάγονται και κρίνονται σύμφωνα με τον κανονισμό διαδικασίας που θεσπίζεται από το Δικαστήριο ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ .

▼M112

Άρθρο 91α

Οι προσφυγές στους τομείς για τους οποίους τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 2, παράγραφος 2, στρέφονται κατά του οργάνου από το οποίο εξαρτάται η εξουσιοδοτημένη αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼M131 —————

▼M128



ΤΙΤΛΟΣ VΙΙΙα

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΕΥΕΔ

Άρθρο 95

1.  Οι εξουσίες που ανατίθενται δυνάμει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ασκούνται από τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (εφεξής Ύπατος Εκπρόσωπος) όσον αφορά το προσωπικό της ΕΥΕΔ. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος δύναται να καθορίσει το πρόσωπο εντός της ΕΥΕΔ το οποίο θα ασκεί τις εν λόγω εξουσίες. Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2.

2.  Όσον αφορά τους προϊσταμένους αντιπροσωπειών, οι εξουσίες οι σχετικές με τους διορισμούς ασκούνται μέσα από ενδελεχή διαδικασία επιλογής βάσει προσόντων και λαμβανομένης υπόψη της ισορροπίας των φύλων και της γεωγραφικής προέλευσης, με βάση κατάλογο των υποψηφίων για τους οποίους έχει συμφωνήσει η Επιτροπή στο πλαίσιο των εξουσιών που της παρέχουν οι Συνθήκες. Τούτο εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, σε μεταθέσεις προς το συμφέρον της υπηρεσίας οι οποίες γίνονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένη έκτακτη περίοδο σε θέση προϊσταμένου αντιπροσωπείας.

3.  Όσον αφορά τους προϊσταμένους αντιπροσωπείας, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υποχρεούνται να εκτελούν καθήκοντα για την Επιτροπή, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διεξάγει διοικητικές έρευνες και κινεί πειθαρχικές διαδικασίες κατά τα άρθρα 22 και 86 καθώς και το παράρτημα ΙΧ, εφόσον ζητηθεί από την Επιτροπή.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 43 ζητείται η γνώμη της Επιτροπής.

Άρθρο 96

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 11, υπάλληλος της Επιτροπής που εργάζεται σε αντιπροσωπεία της Ένωσης λαμβάνει οδηγίες από τον προϊστάμενο της αντιπροσωπείας σύμφωνα με το ρόλο του προϊσταμένου όπως προβλέπει το άρθρο 5 της απόφασης 2010/427/ΕΕ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, που θεσπίζει την οργάνωση και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης. ( 12 )

Υπάλληλος της ΕΥΕΔ ο οποίος πρέπει, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, να εκτελεί καθήκοντα για την Επιτροπή, λαμβάνει για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων οδηγίες από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 221, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου αποφασίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και της ΕΥΕΔ.

Άρθρο 97

Έως τις 30 Ιουνίου 2014, όσον αφορά του υπαλλήλους που έχουν μετατεθεί στην ΕΥΕΔ σύμφωνα με την απόφαση 2010/427/ΕΕ, κατά παρέκκλιση των άρθρων 4 και 29 του ισχύοντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των ενδιαφερομένων οργάνων δύνανται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ενεργώντας κατόπιν κοινής συμφωνίας και αποκλειστικά προς το συμφέρον της υπηρεσίας, μετά από ακρόαση του συγκεκριμένου υπαλλήλου, να μεταθέσουν υπάλληλο της ΕΥΕΔ από την ΕΥΕΔ σε κενή θέση του ιδίου βαθμού στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ή στην Επιτροπή, χωρίς κοινοποίηση στο προσωπικό σχετικά με την κενή θέση.

Άρθρο 98

1.  Για τους σκοπούς του άρθρου 29 παράγραφος 1 στοιχείο α), κατά την πλήρωση κενής θέσης στην ΕΥΕΔ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εξετάζει τις αιτήσεις υπαλλήλων της Γραμματείας του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ΕΥΕΔ, εκτάκτων υπαλλήλων στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 2 στοιχείο ε) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, και υπαλλήλων εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών, χωρίς να δίδεται προτεραιότητα σε οποιαδήποτε από τις εν λόγω κατηγορίες. Έως τις 30 Ιουνίου 2013, κατά παρέκκλιση του άρθρου 29 για πρόσληψη εκτός του οργάνου, η ΕΥΕΔ προσλαμβάνει αποκλειστικά υπαλλήλους από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και της Επιτροπής καθώς και προσωπικό από τις διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών.

Παρά ταύτα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αφού έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες πρόσληψης σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενδέχεται να αποφασίσει να προσλάβει εκτός των πηγών που απαριθμούνται στην πρώτη πρόταση του πρώτου εδαφίου, προσωπικό τεχνικής υποστήριξης στην κατηγορία AD αναγκαίο για τη σωστή λειτουργία της ΕΥΕΔ, όπως είναι οι ειδικοί στους τομείς διαχείρισης κρίσεων, ασφαλείας και τεχνολογίας πληροφοριών.

Από 1ης Ιουλίου 2013 η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εξετάζει επίσης τις υποψηφιότητες υπαλλήλων θεσμικών οργάνων πέραν των σημειουμένων στο πρώτο εδάφιο, χωρίς να δίνει προτεραιότητα σε καμία από τις εν λόγω κατηγορίες.

2.  Για τους σκοπούς του άρθρου 29 παράγραφος 1 στοιχείο α) και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 97, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή των θεσμικών οργάνων εκτός της ΕΥΕΔ λαμβάνει υπόψη, για την κάλυψη κενής θέσεως στο Συμβούλιο ή στην Επιτροπή, τις αιτήσεις εσωτερικών υποψηφίων και υπαλλήλων της ΕΥΕΔ οι οποίοι ήταν υπάλληλοι του συγκεκριμένου οργάνου πριν να γίνουν υπάλληλοι της ΕΥΕΔ, χωρίς να δίδει προτεραιότητα σε οποιαδήποτε από τις εν λόγω κατηγορίες.

Άρθρο 99

1.  Έως ότου ο Ύπατος Εκπρόσωπος αποφασίσει να συσταθεί πειθαρχικό συμβούλιο για την ΕΥΕΔ, το πειθαρχικό συμβούλιο της Επιτροπής θα εκτελεί επίσης χρέη πειθαρχικού συμβουλίου για την ΕΥΕΔ. Η απόφαση του Ύπατου Εκπροσώπου θα ληφθεί το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

Μέχρι τη σύσταση του πειθαρχικού συμβουλίου της ΕΥΕΔ, τα δύο συμπληρωματικά μέλη στα οποία αναφέρεται το άρθρο 5 παράγραφος 2 του παραρτήματος ΙΧ επιλέγονται μεταξύ των υπαλλήλων της ΕΥΕΔ. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και η επιτροπή προσωπικού στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 5, παράγραφος 5, και 6, παράγραφος 4, του παραρτήματος ΙΧ είναι οι αντίστοιχες της ΕΥΕΔ.

2.  Έως ότου συσταθεί επιτροπή προσωπικού εντός της ΕΥΕΔ σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1 στοιχείο α), πρώτη περίπτωση, κάτι που πρέπει να γίνει το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, και κατά παρέκκλιση της διάταξης που περιέχεται στην εν λόγω περίπτωση, η επιτροπή προσωπικού της Επιτροπής εκπροσωπεί και τους μονίμους και λοιπούς υπαλλήλους της ΕΥΕΔ.



▼M128

ΤΙΤΛΟΣ VΙΙΙβ

▼M67

ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΜΕΝΟΙ ΣΕ ΤΡΠΉ ΧΩΡΑ

Άρθρο 101α

Με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το παράρτημα Χ θεσπίζει τις ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις οι οποίες ισχύουν για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ IX

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Μεταβατικές διατάξεις

▼M112 —————

▼M23 —————

▼M62 —————

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 107α

Το Παράρτημα XIII διαλαμβάνει ορισμένες μεταβατικές διατάξεις.

▼M23 —————

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Τελικές διατάξεις

▼M131

Άρθρο 110

1.  Οι γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εκδίδονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή προσωπικού και την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που θεσπίζει η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους οργανισμούς. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή ενημερώνει τους οργανισμούς για κάθε κανόνα εφαρμογής αμέσως μετά τη θέσπισή του.

Οι εν λόγω κανόνες εφαρμογής τίθενται σε ισχύ από τους οργανισμούς εννέα μήνες μετά την έναρξη ισχύος τους στην Επιτροπή ή εννέα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή ενημέρωσε τους οργανισμούς για τη θέσπιση του συγκεκριμένου μέτρου εφαρμογής, εφόσον η ημερομηνία αυτή είναι μεταγενέστερη. Με την επιφύλαξη των ανωτέρω, ένας οργανισμός μπορεί επίσης να αποφασίσει να θέσει τους εν λόγω κανόνες εφαρμογής σε ισχύ πριν από την ημερομηνία αυτή.

Κατά παρέκκλιση, ένας οργανισμός μπορεί, πριν από τη λήξη της εννεάμηνης περιόδου που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και ύστερα από διαβούλευση με την οικεία επιτροπή προσωπικού, να υποβάλει προς έγκριση στην Επιτροπή κανόνες εφαρμογής διαφορετικούς από τους κανόνες που έχει θεσπίσει η Επιτροπή. Υπό τους ίδιους όρους, ένας οργανισμός μπορεί να ζητήσει την έγκριση της Επιτροπής για τη μη εφαρμογή ορισμένων από τους εν λόγω κανόνες εφαρμογής. Στην τελευταία περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί, αντί να αποδεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα, να ζητήσει από τον οργανισμό να της υποβάλει, προκειμένου να λάβει την έγκρισή της, κανόνες εφαρμογής διαφορετικούς από εκείνους που θέσπισε η Επιτροπή.

Η εννεάμηνη περίοδος που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου αναστέλλεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο οργανισμός ζητά τη συμφωνία της Επιτροπής έως την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή λάβει θέση σχετικά.

Ένας οργανισμός μπορεί επίσης, μετά από διαβούλευση με την οικεία επιτροπή προσωπικού, να υποβάλει προς έγκριση στην Επιτροπή κανόνες εφαρμογής που αφορούν άλλα ζητήματα, πέραν των κανόνων εφαρμογής που εξέδωσε η Επιτροπή.

Για τους σκοπούς της θέσπισης των κανόνων εφαρμογής, κάθε οργανισμός εκπροσωπείται από το διοικητικό συμβούλιο ή το ισότιμο όργανο που αναφέρεται στην πράξη της Ένωσης βάσει της οποίας έχει συσταθεί ο οργανισμός.

3.  Για τους σκοπούς της θέσπισης των κανόνων με συμφωνία μεταξύ των θεσμικών οργάνων, οι οργανισμοί δεν εξομοιώνονται με τα θεσμικά όργανα. Εντούτοις, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τους οργανισμούς πριν από τη θέσπιση των εν λόγω κανόνων.

4.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών διατάξεων εφαρμογής που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και οι κανόνες που θεσπίζονται με συμφωνία μεταξύ των αρμοδίων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων, τίθενται υπόψη του προσωπικού.

5.  Οι διοικητικές υπηρεσίες των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών διαβουλεύονται τακτικά μεταξύ τους σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Κατά τις εν λόγω διαβουλεύσεις, οι οργανισμοί έχουν κοινή εκπροσώπηση, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται με συμφωνία μεταξύ τους.

6.  Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τηρεί μητρώο των κανόνων που θεσπίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου για να θέσει σε εφαρμογή τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και των κανόνων που θεσπίζουν οι οργανισμοί στον βαθμό που παρεκκλίνουν από τους κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσεών τους. Τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί διαθέτουν άμεση πρόσβαση στο μητρώο αυτό και έχουν πλήρως το δικαίωμα να τροποποιούν τους οικείους κανόνες. Τα κράτη μέλη έχουν άμεση πρόσβαση σε αυτό. Επιπλέον, η Επιτροπή υποβάλλει ανά τριετία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τους κανόνες που θέσπισε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου για να θέσει σε εφαρμογή τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M131

Άρθρο 111

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112, όσον αφορά ορισμένες πτυχές των συνθηκών εργασίας και ορισμένες πτυχές της εφαρμογής των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές και με το καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης.

Άρθρο 112

1.  Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.  Η προβλεπόμενη στα άρθρα 56α, 56β και 56γ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 13 παράγραφος 3 του παραρτήματος VII και στο άρθρο 9 του παραρτήματος XI, και στα άρθρα 28α παράγραφος 11 και 96 παράγραφος 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα, από την 1η Ιανουαρίου 2014.

3.  Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στα άρθρα 56α, 56β, 56γ, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 13 παράγραφος 3 του παραρτήματος VII και στο άρθρο 9 του παραρτήματος XI, και στα άρθρα 28α παράγραφος 11 και 96 παράγραφος 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.  Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.  Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 56α, 56β, 56γ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, του άρθρου 13 παράγραφος 3 του παραρτήματος VII ή του άρθρου 9 του παραρτήματος XI ή των άρθρων 28α παράγραφος 11 ή 96 παράγραφος 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 113

Η Επιτροπή υποβάλλει, έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία αποτιμά τη λειτουργία του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

▼M131

A.   Τύποι θέσης σε καθεμία από τις ομάδες καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4



1.  Ομάδα καθηκόντων AD

Γενικός διευθυντής

AD 15 - AD 16

Διευθυντής

AD 14 - AD 15

Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση

AD 13- AD 14

Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση

AD 9 - AD 14

Διοικητικός υπάλληλος

AD 5 - AD 12



2.  Ομάδα καθηκόντων AST

Ανώτερος βοηθός διοίκησης

Άσκηση διοικητικών, τεχνικών ή επιμορφωτικών καθηκόντων για τα οποία απαιτείται υψηλός βαθμός αυτονομίας και εκπλήρωση σημαντικών ευθυνών στους τομείς της διαχείρισης προσωπικού, της εκτέλεσης του προϋπολογισμού ή του πολιτικού συντονισμού

AST 10 – AST 11

Βοηθός διοίκησης

Άσκηση διοικητικών, τεχνικών ή επιμορφωτικών καθηκόντων για τα οποία απαιτείται ένας ορισμένος βαθμός αυτονομίας, ιδίως σε σχέση με την εφαρμογή κανόνων και κανονισμών ή γενικών οδηγιών ή υπό την ιδιότητα του προσωπικού βοηθού ενός Μέλους του θεσμικού οργάνου ή του Προϊσταμένου του Ιδιαίτερου Γραφείου ενός Μέλους ή ενός (Αναπληρωτή) Γενικού Διευθυντή ή άλλου ανώτερου διευθυντικού στελέχους ανάλογου επιπέδου

AST 1 – AST 9



3.  Ομάδα καθηκόντων AST/SC

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

Εκτέλεση εργασιών γραφείου ή γραμματείας, διαχείριση γραφείου και άλλα παρεμφερή καθήκοντα που απαιτούν έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας (1)

SC 1 – SC 6

(1)   Ο αριθμός θέσεων κοινοβουλευτικών κλητήρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να υπερβεί τις 85.

Β.   Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών

1. Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών στις ομάδες καθηκόντων AST και AD:



Βαθμός

Βοηθοί

Υπάλληλοι διοικήσεως

13

15  %

12

15  %

11

25  %

10

20  %

25  %

9

8  %

25  %

8

25  %

33  %

7

25  %

36  %

6

25  %

36  %

5

25  %

36  %

4

33  %

3

33  %

2

33  %

1

33  %

2. Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών στην ομάδα καθηκόντων AST/SC:



Βαθμός

Γραμματείς/Βοηθοί γραφείου

SC 6

SC 5

12  %

SC 4

15  %

SC 3

17  %

SC 2

20  %

SC 1

25  %

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Σύνθεση και τρόποι λειτουργίας των οργάνων που προβλέπονται στο άρθρο 9 του κανονισμού

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Τμήμα 1:

Επιτροπή προσωπικού

Τμήμα 2:

Επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως

Τμήμα 3:

Επιτροπή αναπηρίας

Τμήμα 4:

Επιτροπή εκθέσεων

Τμήμα 5:

Ισομερής συμβουλευτική επιτροπή για την επαγγελματική ανεπάρκεια

Τμήμα 1

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Άρθρο 1

▼M91

Η επιτροπή προσωπικού συγκροτείται από τακτικά μέλη και ενδεχομένως από αναπληρωματικά μέλη, των οποίων η διάρκεια της θητείας καθορίζεται σε τρία έτη. Εντούτοις, ►M131  η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου ◄ δύναται να αποφασίσει τον καθορισμό βραχύτερης θητείας, η οποία όμως δεν δύναται να είναι κατώτερη από ένα έτος. Όλοι οι υπάλληλοι ►M131  της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής κάθε θεσμικού οργάνου ◄ έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.

▼M23

Οι προϋποθέσεις εκλογής στην επιτροπή προσωπικού, όταν αυτή δεν υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, ή στην τοπική επιτροπή, όταν η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, καθορίζονται από τη γενική συνέλευση των υπαλλήλων του οργάνου οι οποίοι υπηρετούν στον αντίστοιχο τόπο τοποθετήσεως. ►M131  Πάντως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου δύναται να αποφασίσει ότι οι προϋποθέσεις εκλογής θα καθορισθούν σύμφωνα με την επιλογή που υπέδειξε το προσωπικό του οργάνου ως αποτέλεσμα δημοψηφίσματος. ◄ Οι εκλογές διεξάγονται με μυστική ψηφοφορία.

Όταν η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες υποδεικνύονται τα μέλη της κεντρικής επιτροπής για κάθε τόπο τοποθετήσεως καθορίζονται από τη γενική συνέλευση των υπαλλήλων του οργάνου οι οποίοι υπηρετούν στον αντίστοιχο τόπο τοποθετήσεως. Ως μέλη της κεντρικής επιτροπής υποδεικνύονται μόνο τα μέλη της αντίστοιχης τοπικής επιτροπής.

Η σύνθεση της επιτροπής προσωπικού, όταν αυτή δεν διαιρείται σε τοπικές επιτροπές, ή η σύνθεση της τοπικής επιτροπής, όταν η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, πρέπει να εξασφαλίζει την αντιπροσώπευση ►M131  και των τριών ομάδων καθηκόντων ◄ που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού, καθώς και των υπαλλήλων που προβλέπονται στο άρθρο 7 πρώτη παράγραφος του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της ►M128   ►C9  Ένωσης ◄  ◄ . Η κεντρική επιτροπή μιας επιτροπής προσωπικού η οποία υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές συγκροτείται εγκύρως από τη στιγμή που έχει ορισθεί η πλειοψηφία των μελών της. Για την εγκυρότητα της εκλογής στην επιτροπή προσωπικού που δεν υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές ή στην τοπική επιτροπή εφ' όσον η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, απαιτείται η συμμετοχή των δύο τρίτων των εκλογέων. Εν τούτοις, όταν δεν υπάρχει απαρτία, η εγκυρότητα της εκλογής στο δεύτερο γύρο εξασφαλίζεται αν συμμετέχει η πλειοψηφία των εκλογέων.

Τα καθήκοντα των μελών της επιτροπής προσωπικού και των υπαλλήλων που κατέχουν θέση με εξουσιοδότηση της επιτροπής προσωπικού σε όργανο που προβλέπεται από τον κανονισμό, ή το οποίο δημιουργείται από όργανο ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ , θεωρούνται ως μέρη της υπηρεσίας, την οποία οφείλουν να παρέχουν στο όργανο στο οποίο ανήκουν. Η άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων δεν επιτρέπεται να προξενεί ζημία στον εν λόγω υπάλληλο.

▼B



Τμήμα 2

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΣΗΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΕΩΣ

▼M85

Άρθρο 2

Η ή οι επιτροπές ίσης εκπροσώπησης ενός οργάνου αποτελούνται:

— 
από πρόεδρο που διορίζεται κάθε έτος από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή,
— 
από τακτικά και αναπληρωματικά μέλη που ορίζονται την ίδια ημερομηνία σε ίσο αριθμό από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και από την επιτροπή προσωπικού.

Η κοινή για δύο ή περισσότερα όργανα επιτροπή ίσης εκπροσώπησης, αποτελείται:

— 
από πρόεδρο που διορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 2 ►M131  ————— ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,
— 
από τακτικά και αναπληρωματικά μέλη που ορίζονται σε ίσο αριθμό από τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των οργάνων που εκπροσωπούνται στην κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης και από τις επιτροπές προσωπικού.

Οι λεπτομέρειες της σύστασης θεσπίζονται με συμφωνία των οργάνων που εκπροσωπούνται στην κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού τους.

Το αναπληρωματικό μέλος συμμετέχει στην ψηφοφορία μόνο όταν απουσιάζει τακτικό μέλος.

▼B

Άρθρο 3

Η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως συνέρχεται κατόπιν προσκλήσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής ή κατόπιν αιτήσεως της επιτροπής προσωπικού.

Η επιτροπή συνέρχεται έγκυρα μόνο, αν όλα τα τακτικά μέλη ή, απουσία αυτών, τα αναπληρωματικά μέλη είναι παρόντα.

Ο Πρόεδρος της επιτροπής δεν συμμετέχει στις αποφάσεις, εκτός αν πρόκειται για θέματα διαδικασίας.

▼M23 —————

▼B

►M23  Η γνώμη της Επιτροπής ◄ γνωστοποιείται εγγράφως στην αρμόδια για διορισμούς αρχή και στην επιτροπή προσωπικού εντός πέντε ημερών από τη σύσκεψη.

Κάθε μέλος της επιτροπής δύναται να απαιτήσει να περιληφθεί η αποψή του στη γνωμοδότηση της επιτροπής.

▼M85

Άρθρο 3α

Η κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης συνέρχεται κατόπιν αιτήσεως είτε της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που αναφέρεται ►M112  στο άρθρο 2, παράγραφος 2 ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είτε μιας αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ή μιας επιτροπής προσωπικού ενός από τα όργανα που εκπροσωπούνται σ' αυτή.

Η κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης συνεδριάζει έγκυρα μόνον αν όλα τα τακτικά μέλη ή τα αναπληρωματικά μέλη είναι παρόντα.

Ο πρόεδρος της κοινής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης δεν συμμετέχει στις αποφάσεις, εκτός αν πρόκειται για θέματα διαδικασίας.

Η γνώμη της κοινής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης γνωστοποιείται εγγράφως στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατά την έννοια ►M112  του άρθρου 2, παράγραφος 2 ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης στις υπόλοιπες αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές και στις επιτροπές προσωπικού τους, εντός πέντε ημερών από τη σύσκεψη.

Κάθε μέλος της κοινής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης μπορεί να απαιτήσει να περιληφθεί η άποψή του στη γνωμοδότηση της επιτροπής.



▼M112

Τμήμα 3

▼B

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

Άρθρο 7

▼M23

Η επιτροπή αναπηρίας συγκροτείται από τρεις ιατρούς που ορίζονται:

— 
ο πρώτος από το όργανο στο οποίο υπάγεται ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος,
— 
ο δεύτερος από τον ενδιαφερόμενο,
— 
ο τρίτος με κοινή συμφωνία των δύο ιατρών που έχουν ορισθεί κατ' αυτό τον τρόπο.

Σε περίπτωση απουσίας του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ορίζεται αυτεπαγγέλτως ιατρός από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ .

▼M39

Ελλείψει συμφωνίας για το διορισμό του τρίτου ιατρού μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την ημέρα διορισμού του δεύτερου ιατρού, ο τρίτος ιατρός διορίζεται αυτεπάγγελτα από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ μετά από πρωτοβουλία ενός από τα ενδιαφερόμενα μέλη.

▼B

Άρθρο 8

Τα έξοδα των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας βαρύνουν το όργανο, στο οποίο ανήκει ο ενδιαφερόμενος.

Στην περίπτωση που ο ιατρός που έχει ορισθεί από τον ενδιαφερόμενο διαμένει εκτός του τόπου που υπηρετεί ο τελευταίος, ο ενδιαφερόμενος βαρύνεται με τη συμπληρωματική αμοιβή που συνεπάγεται ο ορισμός αυτός, εκτός από τα έξοδα μεταφοράς πρώτης θέσεως που επιστρέφονται από το όργανο.

Άρθρο 9

Ο υπάλληλος δύναται να υποβάλλει στην επιτροπή αναπηρίας κάθε έκθεση ή πιστοποιητικό του θεράποντα ιατρού του ή των ιατρών που έχει θεωρήσει καλό να συμβουλευθεί.

Τα συμπεράσματα της επιτροπής διαβιβάζονται στην αρμόδια για διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο.

Οι εργασίες της επιτροπής είναι μυστικές.



▼M112

Τμήμα 4

▼B

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

▼M112

Άρθρο 10

Τα μέλη της επιτροπής εκθέσεων διορίζονται κάθε έτος σε ίσο αριθμό από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και από την επιτροπή προσωπικού μεταξύ των υπαλλήλων του οργάνου της ομάδας καθηκόντων AD. Η επιτροπή εκλέγει τον πρόεδρό της. Τα μέλη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης δεν δύνανται να είναι μέλη της επιτροπής εκθέσεων.

Κάθε φορά που η επιτροπή εκθέσεων καλείται να διατυπώσει σύσταση για υπάλληλο του οποίου ο αμέσως ανώτερος ιεραρχικά είναι ένα από τα μέλη της, το εν λόγω μέλος δεν συμμετέχει στη σύσκεψη.

▼B

Άρθρο 11

Οι εργασίες της επιτροπής εκθέσεων είναι μυστικές.

▼M112



Τμήμα 5

ΙΣΟΜΕΡΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Άρθρο 12

Η ισομερής συμβουλευτική επιτροπή για την επαγγελματική ανεπάρκεια απαρτίζεται από έναν πρόεδρο και από τουλάχιστον δύο μέλη, οι οποίοι πρέπει να είναι υπάλληλοι βαθμού AD 14, κατ' ελάχιστο. Ο πρόεδρος και τα μέλη διορίζονται για περίοδο τριών ετών. Το ήμισυ των μελών διορίζει η επιτροπή προσωπικού και το άλλο ήμισυ η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ο πρόεδρος διορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή βάσει πίνακα υποψηφίων που έχει συνταχθεί σε συνεννόηση με την επιτροπή προσωπικού.

Όταν ερευνάται η περίπτωση υπαλλήλου βαθμού μέχρι AD 14, η ισομερής συμβουλευτική επιτροπή συμπληρώνεται με δύο επιπλέον μέλη που διορίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και τα μόνιμα μέλη και ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων και στον ίδιο βαθμό τουλάχιστον με τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

Όταν η ισομερής συμβουλευτική επιτροπή καλείται να εξετάσει την περίπτωση μέλους του ανώτερου στελεχικού δυναμικού κατά την έννοια του άρθρου 29, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, συγκροτείται μία ειδική προς τούτο συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης, την οποία απαρτίζουν δύο μέλη διοριζόμενα από την επιτροπή προσωπικού και δύο μέλη διοριζόμενα από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, τα οποία είναι τουλάχιστον ισόβαθμα με τον υπάλληλο του οποίου εξετάζεται η περίπτωση.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και η επιτροπή προσωπικού συμφωνούν επί μιας ειδικής προς τούτο διαδικασίας διορισμού των δύο συμπληρωματικών μελών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και τα οποία πρέπει να συμμετέχουν στη σύνθεσή της, όταν εξετάζεται η περίπτωση υπαλλήλου τοποθετημένου σε χώρα εκτός της Ένωσης ή συμβασιούχου.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Διαδικασία διαγωνισμών

Άρθρο 1

1.   ►M23  Η προκήρυξη διαγωνισμού αποφασίζεται από την αρμόδια για διορισμούς αρχή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως. ◄

Η προκήρυξη πρέπει να καθορίζει:

▼M23

α) 

τη φύση του διαγωνισμού (εσωτερικός διαγωνισμός στο όργανο, εσωτερικός διαγωνισμός στα όργανα, γενικός διαγωνισμός ►M85  , ενδεχομένως κοινός για δύο ή περισσότερα όργανα ◄

▼B

β) 

τον τρόπο διεξαγωγής (διαγωνισμός βάσει τίτλων, βάσει εξετάσεων ή βάσει τίτλων και εξετάσεων)·

γ) 

τη φύση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που αντιστοιχούν στις θέσεις που πρόκειται να πληρωθούν ►M112  καθώς και την προτεινόμενη ομάδα καθηκόντων και βαθμό ◄ ·

δ) 

►M112  σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ◄ τα διπλώματα ή άλλους τίτλους ή το επίπεδο πείρας που απαιτείται για τις θέσεις που πρόκειται να πληρωθούν·

ε) 

στην περίπτωση διαγωνισμού βάσει εξετάσεων, τη φύση των εξετάσεων και τον αντίστοιχο τρόπο βαθμολογήσεώς τους·

στ) 

ενδεχομένως τις γλωσσικές γνώσεις που απαιτούνται λόγω της ιδιαίτερης φύσεως των θέσεων που πρόκειται να πληρωθούν·

▼M23

ζ) 

ενδεχομένως το όριο ηλικίας καθώς και την παράταση του ορίου ηλικίας για τους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα από ένα έτος τουλάχιστον·

▼B

η) 

την προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων υποψηφιότητας·

θ) 

κατά περίπτωση, τις παρεκκλίσεις που έχουν επιτραπεί δυνάμει του άρθρου 28 περίπτωση α) του κανονισμού.

▼M85

Σε περίπτωση γενικού διαγωνισμού κοινού για δύο ή περισσότερα όργανα η προκήρυξη διαγωνισμού αποφασίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται ►M112  στο άρθρο 2, παράγραφος 2 ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μετά από διαβούλευση με την κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης.

▼B

2.  Για τους γενικούς διαγωνισμούς, η προκήρυξη διαγωνισμού πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων υποψηφιότητας και, κατά περίπτωση, δύο μήνες τουλάχιστον πριν από την ημερομηνία των εξετάσεων.

3.  Κάθε προκήρυξη διαγωνισμού λαμβάνει δημοσιότητα εντός των οργάνων ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ εντός των ιδίων προθεσμιών.

Άρθρο 2

Οι υποψήφιοι πρέπει να συμπληρώσουν έντυπο, του οποίου οι όροι καθορίζονται από την αρμόδια για διορισμούς αρχή.

Δύναται να τους ζητηθεί η χορήγηση οποιουδήποτε συμπληρωματικού εγγράφου ή πληροφορίας.

Άρθρο 3

▼M112

Την εξεταστική επιτροπή απαρτίζουν ο πρόεδρος, που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, και τα μέλη, που ορίζονται, σε ίσο αριθμό, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και από την επιτροπή προσωπικού.

▼M85

Σε περίπτωση γενικού διαγωνισμού κοινού για δύο ή περισσότερα όργανα, η εξεταστική επιτροπή αποτελείται από ένα πρόεδρο που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται ►M112  στο άρθρο 2, παράγραφος 2 ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και από μέλη που ορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται ►M112  στο άρθρο 2, παράγραφος 2 ◄ του εν λόγω κανονισμού μετά από πρόταση των οργάνων καθώς και από μέλη που ορίζονται με κοινή συμφωνία, επί ισομερούς βάσης, από τις επιτροπές προσωπικού των οργάνων.

▼B

Η εξεταστική επιτροπή δύναται να καλέσει να συμμετάσχουν σε ορισμένες εξετάσεις ένα ή περισσότερα πάρεδρα μέλη με συμβουλευτική ιδιότητα.

Τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής που επιλέγονται μεταξύ των υπαλλήλων πρέπει ►M112  να είναι της ίδιας ομάδας καθηκόντων και ◄ να έχουν τον ίδιο τουλάχιστον βαθμό με αυτόν της θέσεως που πρόκειται να πληρωθεί.

▼M112

Εάν η εξεταστική επιτροπή αποτελείται από περισσότερα από τέσσερα μέλη, πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο μέλη από κάθε φύλο.

▼B

Άρθρο 4

Η αρμόδια για διορισμούς αρχή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις α), β) και γ) του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και διαβιβάζει τον κατάλογο αυτό στον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής μαζί με το φάκελλο υποψηφιότητας.

Άρθρο 5

Αφού λάβει γνώση των φακέλλων αυτών, η εξεταστική επιτροπή συντάσσει τον κατάλογο των υποψηφίων που πληρούν τους όρους που καθορίζονται από την προκήρυξη διαγωνισμού.

Σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει εξετάσεων, όλοι οι υποψήφιοι που είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο αυτό γίνονται δεκτοί στις εξετάσεις.

Σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει τίτλων, η εξεταστική επιτροπή, αφού καθορίσει τα κριτήρια, βάσει των οποίων θα αξιολογήσει τους τίτλους των υποψηφίων, προβαίνει στην εξέταση των τίτλων των υποψηφίων που είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο που αναφέρεται στην ανωτέρω παράγραφο.

Σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει τίτλων και εξετάσεων, η εξεταστική επιτροπή ορίζει βάσει του καταλόγου αυτού τους υποψηφίους που έχουν γίνει δεκτοί στις εξετάσεις.

Εν συνεχεία, η εξεταστική επιτροπή συντάσσει τον κατάλογο επιταχυντών που προβλέπεται στο άρθρο 30 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως· στο μέτρο που είναι δυνατό, ο κατάλογος αυτός πρέπει να περιλαμβάνει αριθμό υποψηφίων τουλάχιστον διπλάσιο από τον αριθμό των θέσεων που θα πληρωθούν με το διαγωνισμό.

Η εξεταστική επιτροπή απευθύνει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή τον κατάλογο επιτυχόντων μαζί με αιτιολογημένη έκθεση της εξεταστικής επιτροπής που περιέχει ενδεχομένως τις παρατηρήσεις των μελών της.

Άρθρο 6

Οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής είναι μυστικές.

▼M112

Άρθρο 7

1.  Τα όργανα, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αναθέτουν στην ►M128   ►C9  Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού ◄  ◄ (εφεξής: «Υπηρεσία»), το καθήκον να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζει ότι εφαρμόζονται ομοιόμορφα πρότυπα κατά τις διαδικασίες επιλογής υπαλλήλων ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ και κατά την αξιολόγηση και τις εξεταστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 45α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Τα καθήκοντα της Υπηρεσίας συνίστανται στα εξής:

α) 

διοργάνωση, ύστερα από αίτημα του εκάστοτε οργάνου, ανοικτών διαγωνισμών·

β) 

παροχή, ύστερα από αίτημα του εκάστοτε οργάνου, τεχνικής υποστήριξης για τους εσωτερικούς διαγωνισμούς που διοργανώνει το ίδιο·

γ) 

καθορισμός του περιεχομένου όλων των εξετάσεων που διοργανώνονται από τα όργανα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 45α, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης με εναρμονισμένο και συνεπή τρόπο·

δ) 

ανάληψη της γενικής ευθύνης για τον καθορισμό και την οργάνωση της αξιολόγησης της γλωσσικής ικανότητας, ώστε να εξασφαλίζεται ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 45, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης με εναρμονισμένο και συνεπή τρόπο.

3.  Η Υπηρεσία μπορεί, κατόπιν αιτήματος του εκάστοτε οργάνου, να επιτελεί και άλλα καθήκοντα συνδεόμενα με την επιλογή υπαλλήλων.

4.  Η Υπηρεσία παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή έκτακτων και συμβασιούχων υπαλλήλων, ιδίως προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τις διαδικασίες επιλογής στο πλαίσιο των άρθρων 12 και 82 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Διαδικασία χορηγήσεως της αποζημιώσεως που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως

Άρθρο μόνο

1.  Ο υπάλληλος, στην περίπτωση του οποίου εφαρμόζονται τα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως έχει δικαίωμα:

α) 

κατά τη διάρκεια τριών μηνών, μηνιαίας αποζημιώσεως ίσης με το βασικό του μισθό·

β) 

κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου που καθορίζεται σε συνάρτηση με την ηλικία του και τη διάρκεια των υπηρεσιών του, βάσει του καταλόγου που εμφαίνεται στην κατωτέρω παράγραφο 3, μηνιαίας αποζημιώσεως ίσης:

— 
με τα 85 % του βασικού μισθού του από τον 4ο έως τον 6ο μήνα,
— 
με το 70 % του βασικού μισθού του κατά τη διάρκεια των πέντε ακολούθων ετών,
— 
με το 60 % του βασικού μισθού του, περαιτέρω.

Το δικαίωμα της αποζημιώσεως παύει από την ημέρα, κατά την οποία ο υπάλληλος συμπληρώνει το ►M131  66ο έτος. ◄

▼M131 —————

▼M23

Ο βασικός μισθός κατά την έννοια του παρόντος άρθρου είναι ο βασικός μισθός σύμφωνα με τον πίνακα που παρατίθεται στο άρθρο 66 του κανονισμού και που ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα για τον οποίο πρόκειται να γίνει η εκκαθάριση της αποζημιώσεως.

▼B

2.  Οι διατάξεις του παρόντος παραρτήματος θα αναθεωρηθούν κατά τη λήξη περιόδου δέκα ετών που υπολογίζεται από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.  Για τον προσδιορισμό, σε συνάρτηση με την ηλικία του υπαλλήλου, της περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας δικαιούται της αποζημιώσεως που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού, εφαρμόζεται επί του χρόνου υπηρεσίας του ο συντελεστής που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα· η περίοδος αυτή στογγυλοποιείται, κατά περίπτωση, στον κατώτερο μήνα.



Ηλικία

%

20

18

21

19,5

22

21

23

22,5

24

24

25

25,5

26

27

27

28,5

28

30

29

31,5

30

33

31

34,5

32

36

33

37,5

34

39

35

40,5

36

42

37

43,5

38

45

39

46,5

40

48

41

49,5

42

51

43

52,5

44

54

45

55,5

46

57

47

58,5

48

60

49

61,5

50

63

51

64,5

52

66

53

67,5

54

69

55

70,5

56

72

57

73,5

58

75

►M131  59 έως 65 ◄

►M23  76,5  ◄

▼M112

4.  Την περίοδο κατά την οποία ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση και κατά τους έξι πρώτους μήνες που ακολουθούν αυτή την περίοδο, ο αναφερόμενος στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υπάλληλος δικαιούται, για τον ίδιο και για τα ασφαλιστικώς καλυπτόμενα εξ αυτού πρόσωπα, τις παροχές του συστήματος υγειονομικής ασφάλισης που αναφέρεται στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, υπό την επιφύλαξη ότι ο υπάλληλος καταβάλλει τη δέουσα συνεισφορά που υπολογίζεται, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει του βασικού μισθού ή ποσοστού του μισθού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και ότι δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα.

▼M39

Μετά το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται σ' αυτό, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί, με αίτησή του, να συνεχίσει να απολαύει των παροχών που προβλέπονται από το εν λόγω σύστημα υγειονομικής ασφάλισης, με την επιφύλαξη ότι καταβάλλει το σύνολο της συνεισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 72 παράγραφος 1 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

Μετά το τέλος της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση, η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της τελευταίας μηνιαίας αποζημίωσης που εισέπραξε.

Όταν ο υπάλληλος αρχίσει να λαμβάνει τη σύνταξη από το συνταξιοδοτικό σύστημα που προβλέπεται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, εξομοιώνεται, για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 72 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, με τον υπάλληλο που παρέμεινε στην υπηρεσία μέχρι να συμπληρώσει την ►M131  ηλικία των 66 ετών. ◄

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IVα

Εργασία με μειωμένο ωράριο

Άρθρο 1

Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας εργασίας με μειωμένο ωράριο υποβάλλεται από τον υπάλληλο στον αμέσως ανώτερό του ιεραρχικά δύο τουλάχιστον μήνες πριν από την αιτούμενη ημερομηνία έναρξης, εκτός των δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων επείγοντος.

Η άδεια μπορεί να χορηγείται για ελάχιστο χρονικό διάστημα ενός μηνός και μέγιστο χρονικό διάστημα τριών ετών, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 15 και ►M131  στο άρθρο 55α, παράγραφος 2, στοιχείο ζ). ◄

Η άδεια δύναται να ανανεώνεται υπό τους ιδίους όρους. Οι αιτήσεις για ανανέωση υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, δύο τουλάχιστον μήνες πριν από το τέλος του χρονικού διαστήματος για το οποίο χορηγήθηκε η άδεια. Η διάρκεια της εργασίας με μειωμένο ωράριο δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ημίσεος της κανονικής διάρκειας εργασίας.

Εκτός των δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, η περίοδος απασχόλησης με μειωμένο ωράριο αρχίζει την πρώτη ημέρα του μήνα.

Άρθρο 2

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, να ανακαλεί την άδεια πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο αυτή είχε χορηγηθεί. Η ημερομηνία ανάκλησης της άδειας δεν μπορεί να είναι πλέον των δύο μηνών μεταγενέστερη της ημερομηνίας που προτείνεται από τον υπάλληλο ή πλέον των τεσσάρων μηνών στην περίπτωση που η άδεια για εργασία με μειωμένο ωράριο είχε χορηγηθεί για περίοδο άνω του ενός έτους.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να ανακαλεί την άδεια πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο αυτή είχε χορηγηθεί, με προειδοποίηση προς τον υπάλληλο δύο μηνών.

Άρθρο 3

Ο υπάλληλος δικαιούται, κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο του παρεσχέθη άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, να λαμβάνει ποσοστό των αποδοχών του, αντίστοιχο του ποσοστού της κανονικής διάρκειας εργασίας. Εντούτοις, αυτό το ποσοστό δεν εφαρμόζεται στο επίδομα συντηρούμενου τέκνου, στο βασικό ποσό του επιδόματος στέγης και στο σχολικό επίδομα.

Οι εισφορές στο σύστημα υγειονομικής ασφάλισης υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού πλήρως απασχολούμενου υπαλλήλου. Οι συνεισφορές στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού υπαλλήλου εργαζόμενου με μειωμένο ωράριο. Ο υπάλληλος δύναται επίσης να ζητήσει οι συνεισφορές στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως να υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού πλήρως απασχολούμενου υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 83 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Για την εφαρμογή των άρθρων 2, 3 και 5 του Παραρτήματος VIII, τα αποκτώμενα συνταξιοδοτικά δικαιώματα υπολογίζονται κατ' αναλογία του ποσοστού των συνεισφορών που καταβάλλει.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου εργασίας με μειωμένο ωράριο, ο υπάλληλος δεν δύναται να εργάζεται υπερωριακά ούτε να ασκεί οποιαδήποτε άλλη επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, εκτός από δραστηριότητα σύμφωνη με το άρθρο 15 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 4

Παρά την πρώτη πρόταση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 3, ►M131  οι υπάλληλοι οι οποίοι εξουσιοδοτούνται σύμφωνα με το άρθρο 55α παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού υπηρεσιακής κάταστασης,να εργάζονται με μειωμένο ωράριο, ◄ λαμβάνουν μειωμένο βασικό μισθό, ο οποίος ισούται προς το υψηλότερο από τα δύο ποσά που λαμβάνονται κατόπιν εφαρμογής στον βασικό μισθό πλήρως απασχολουμένου υπαλλήλου των ακολούθων ποσοστών:

α) 

είτε 60 %·

β) 

είτε το ποσοστό, το υπολογιζόμενο στην αρχή της περιόδου εργασίας με μειωμένο ωράριο, που αντιστοιχεί σε έτη υπηρεσίας κατά την έννοια των άρθρων 2, 3, 4, 5, 9 και 9α του Παραρτήματος VIII, προσαυξημένο κατά 10 %.

Οι υπάλληλοι στους οποίους εφαρμόζεται το παρόν άρθρο υποχρεούνται, όταν παύσουν να εργάζονται με μειωμένο ωράριο, είτε να συνταξιοδοτηθούν είτε να επιστρέψουν το ποσό το οποίο έχουν εισπράξει στη διάρκεια της εργασίας τους με μειωμένο ωράριο, το οποίο υπερβαίνει το 50 % του βασικού μισθού.

Άρθρο 5

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Διαδικασία χορηγήσεως των αδειών

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Τμήμα 1:

Ετήσια άδεια

Τμήμα 2:

Ειδικές άδειες

Τμήμα 3:

Οδοιπορική άδεια

Τμήμα 1

ΕΤΗΣΙΑ ΑΔΕΙΑ

Άρθρο 1

Κατά την ανάληψη υπηρεσίας και κατά τη λήξη των καθηκόντων, το κλάσμα έτους παρέχει δικαίωμα αδείας δύο εργασίμων ημερών ανά μήνα υπηρεσίας· το κλάσμα μήνα παρέχει δικαίωμα αδείας δύο εργασίμων ημερών, αν είναι μεγαλύτερο από 15 ημέρες, μιας δε εργασίμου ημέρας, αν είναι ίσο ή μικρότερο από 15 ημέρες.

Άρθρο 2

Η ετησία άδεια δύναται να ληφθεί μία ή περισσότερες φορές ανάλογα με τις προτιμήσεις του υπαλλήλου και αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες της υπηρεσίας. Πρέπει, εν τούτοις να συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον περίοδο δύο συνεχών εβδομάδων. Χορηγείται στους υπαλλήλους που αναλαμβάνουν υπηρεσία, μόνο μετά από παρουσία τριών· μηνών δύναται να χορηγηθεί πριν από την προθεσμία αυτή σε εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες.

Άρθρο 3

Στην περίπτωση που κατά τη διάρκεια της ετησίας αδείας του, ο υπάλληλος προσβληθεί από ασθένεια που θα τον εμπόδιζε να εκτελέσει την υπηρεσία του, αν δεν ήταν σε άδεια, η ετησία άδεια παρατείνεται κατά το διάστημα της ανικανότητας που είναι δεόντως αιτιολογημένη με ιατρική βεβαίωση.

Άρθρο 4

Αν ο υπάλληλος, για λόγους μη αναγόμενους στις ανάγκες της υπηρεσίας, δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του πριν από το τέλος του τρέχοντος ημερολογιακού έτους, η μεταφορά αδείας στο επόμενο έτος δεν δύναται να υπερβαίνει τις 12 ημέρες.

Αν ο υπάλληλος δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του κατά τη λήξη των καθηκόντων του, λαμβάνει προς συμψηφισμό, για κάθε ημέρα αδείας που δεν έλαβε, ποσό ίσο με το τριακοστό των μηνιαίων αποδοχών του κατά το χρόνο της λήξεως των καθηκόντων του.

Κατά τη λήξη των καθηκόντων υπαλλήλου, ο οποίος έλαβε ετησία άδεια που υπερβαίνει τον αριθμό ημερών που εδικαιούτο, κατά το χρόνο της αναχωρήσεώς του, γίνεται κράτηση, υπολογιζόμενη κατά τον τρόπο που ενδείκνυται στην προηγούμενη παράγραφο.

Άρθρο 5

Αν υπάλληλος, για υπηρεσιακούς λόγους, ανακαλείται κατά τη διάρκεια της ετησίας αδείας του στην υπηρεσία ή του ακυρώνεται η άδεια που του είχε χορηγηθεί, του επιστρέφεται, δεόντως δικαιολογημένο, το ποσό των εξόδων που έχουν προκύψει συνεπεία του γεγονότος αυτού και του παρέχεται νέα οδοιπορική άδεια.



Τμήμα 2

ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ

▼M131

Άρθρο 6

Εκτός από την ετήσια άδεια, είναι δυνατόν να χορηγηθεί στον υπάλληλο, κατόπιν αιτήσεώς του, ειδική άδεια. Δικαίωμα τέτοιας άδειας υφίσταται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που προβλέπονται κατωτέρω και εντός των ακολούθων ορίων:

— 
γάμος του υπαλλήλου: τέσσερεις ημέρες,
— 
μετακόμιση του υπαλλήλου: μέχρι δύο ημέρες,
— 
σοβαρή ασθένεια του συζύγου: μέχρι τρεις ημέρες,
— 
θάνατος του συζύγου: τέσσερεις ημέρες,
— 
σοβαρή ασθένεια ανιόντος: μέχρι δύο ημέρες,
— 
θάνατος ανιόντος: δύο ημέρες,
— 
γάμος τέκνου: δύο ημέρες,
— 
γέννηση τέκνου: δέκα ημέρες, λαμβανόμενες στη διάρκεια των 14 εβδομάδων που ακολουθούν τη γέννηση,
— 
γέννηση τέκνου με αναπηρία ή σοβαρή ασθένεια: 20 ημέρες, λαμβανόμενες στη διάρκεια των 14 εβδομάδων που ακολουθούν τη γέννηση,
— 
θάνατος της συζύγου κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας: αριθμός ημερών που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της άδειας μητρότητας· εάν η αποβιώσασα σύζυγος δεν είναι υπάλληλος, η διάρκεια της υπόλοιπης άδειας μητρότητας προσδιορίζεται με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 58 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,
— 
σοβαρή ασθένεια τέκνου: μέχρι δύο ημέρες,
— 
ιδιαίτερα σοβαρή ασθένεια τέκνου πιστοποιούμενη από ιατρό ή νοσοκομειακή περίθαλψη τέκνου ηλικίας έως 12 ετών: μέχρι πέντε ημέρες,
— 
θάνατος τέκνου: τέσσερις ημέρες,
— 
υιοθεσία τέκνου: 20 εβδομάδες, που ανέρχονται σε 24 βδομάδες σε περίπτωση υιοθεσίας ανάπηρου τέκνου.
Για κάθε υιοθετούμενο τέκνο παρέχεται άπαξ δικαίωμα ειδικής άδειας, η οποία μπορεί να επιμερίζεται μεταξύ των θετών γονέων, εφόσον είναι και οι δύο υπάλληλοι. Η άδεια χορηγείται μόνον αν ο σύζυγος του υπαλλήλου ασκεί βιοποριστική δραστηριότητα τουλάχιστον υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης. Εάν ο σύζυγος εργάζεται εκτός των οργάνων της Ένωσης και του χορηγείται ανάλογη άδεια, τα δικαιώματα αδείας του υπαλλήλου μειώνονται κατά τον αντίστοιχο αριθμό ημερών.
Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, σε περίπτωση ανάγκης, να χορηγεί συμπληρωματική ειδική άδεια, εφόσον σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της χώρας στην οποία λαμβάνει χώρα η διαδικασία υιοθεσίας και η οποία δεν είναι η χώρα στην οποία απασχολείται ο υιοθετών υπάλληλος, απαιτείται η παρουσία ενός ή και των δύο θετών γονέων.
Ειδική άδεια 10 ημερών χορηγείται εάν ο υπάλληλος δεν δικαιούται την πλήρη ειδική άδεια των 20 ή 24 εβδομάδων σύμφωνα με την πρώτη πρόταση της παρούσας περίπτωσης· η συμπληρωματική αυτή ειδική άδεια χορηγείται άπαξ για κάθε υιοθετούμενο τέκνο.

Εξάλλου, το όργανο μπορεί να χορηγεί ειδική άδεια σε περίπτωση επαγγελματικής επιμόρφωσης μέσα στα όρια που προβλέπονται στο πρόγραμμα επαγγελματικής επιμόρφωσης το οποίο καθορίζεται από το όργανο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ειδική άδεια μπορεί επίσης να χορηγείται, σε εξαιρετική βάση, σε υπαλλήλους σε περίπτωση έκτακτης εργασίας η οποία υπερβαίνει τις συνήθεις υποχρεώσεις του υπαλλήλου. Η ειδική αυτή άδεια χορηγείται το αργότερο τρεις μήνες μετά την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής σχετικά με τον έκτακτο χαρακτήρα της εργασίας του υπαλλήλου.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο εκτός γάμου σύντροφος ενός υπαλλήλου αντιμετωπίζεται ως σύζυγος, εφόσον πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του παραρτήματος VII.

Στην περίπτωση ειδικών αδειών οι οποίες προβλέπονται στο παρόν τμήμα, ορίζονται ενδεχομένως ημέρες οδοιπορικής άδειας με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών.

▼B



Τμήμα 3

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΗ ΑΔΕΙΑ

▼M131

Άρθρο 7

Οι υπάλληλοι που δικαιούνται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού δικαιούνται, προκειμένου να μεταβούν στη χώρα καταγωγής τους, συμπληρωματική άδεια δυόμιση ημερών ετησίως.

Η πρώτη παράγραφος εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. Εάν είναι τοποθετημένοι εκτός της επικράτειας αυτής, η διάρκεια της άδειας χώρας καταγωγής καθορίζεται με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Τρόπος συμψηφισμού και αμοιβής των υπερωριών

▼M131

Άρθρο 1

Εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 56 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους των βαθμών SC 1 έως SC 6 ή των βαθμών AST 1 έως AST 4 παρέχουν δικαίωμα συμψηφιστικής άδειας ή αμοιβής ως εξής:

α) 

κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας παρέχει δικαίωμα συμψηφισμού με τη χορήγηση μιάμιση ώρας ελεύθερου χρόνου. Αν όμως η υπερωρία πραγματοποιείται μεταξύ ώρας 22:00 και 07:00 ή Κυριακή ή αργία, συμψηφίζεται με τη χορήγηση δύο ωρών ελεύθερου χρόνου. Η συμψηφιστική άδεια χορηγείται, αφού ληφθούν υπόψη οι υπηρεσιακές ανάγκες και οι προτιμήσεις του ενδιαφερομένου,

β) 

αν οι υπηρεσιακές ανάγκες δεν επέτρεψαν τον συμψηφισμό αυτό πριν από τη λήξη του διμήνου που ακολουθεί τον μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, η αρμόδια για διορισμούς αρχή εγκρίνει τη χορήγηση αμοιβής των υπερωριών που δεν έχουν συμψηφιστεί σε ποσοστό 0,56 % του μηνιαίου βασικού μισθού για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας, με βάση το στοιχείο α),

γ) 

για να δοθεί η συμψηφιστική άδεια ή η αμοιβή υπερωριακής ώρας, πρέπει η επιπλέον εργασία να διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά.

▼B

Άρθρο 2

Ο χρόνος που απαιτείται για τη μετάβαση στον τόπο αποστολής δεν δύναται να θεωρηθεί, ότι αποτελεί λόγο υπερωριών κατά την έννοια του παρόντος παραρτήματος. Οι ώρες εργασίας στον τόπο της αποστολής, οι οποίες υπερβαίνουν τον κανονικό αριθμό, δύνανται να συμψηφισθούν ή ενδεχομένως να αμειφθούν με απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής.

▼M131

Άρθρο 3

Κατά παρέκκλιση από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από ορισμένες ομάδες υπαλλήλων των βαθμών SC 1 έως SC 6 και των βαθμών AST 1 έως AST 4, οι οποίοι εργάζονται υπό ειδικές συνθήκες, παρέχουν το δικαίωμα για κατ’ αποκοπή αποζημίωση, της οποίας το ποσό και οι τρόποι χορήγησης καθορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή ίσης εκπροσώπησης.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Κανόνες σχετικοί με τις αποδοχές και με τις επιστροφές εξόδων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Τμήμα 1:

Οικογενειακά επιδόματα

Τμήμα 2:

Αποζημίωση αποδημίας

Τμήμα 3:

Επιστροφή εξόδων

Α —

Αποζημίωση εγκαταστάσεως

Β —

Αποζημίωση επανεγκαταστάσεως

Γ —

Έξοδα ταξιδιού

Δ —

Έξοδα μετακομίσεως

Ε —

Ημερήσια αποζημίωση

Ζ —

Έξοδα αποστολής

Η —

Κατ' αποκοπή επιστροφή εξόδων

Τμήμα 4:

Διακανονισμός οφειλομένων ποσών

Τμήμα 1

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ

Άρθρο 1

▼M112

1.  Το επίδομα στέγης καθορίζεται σε βασικό ποσό ►M146  191,44  ευρώ ◄ , προσαυξημένο κατά 2 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

▼M25

2.  Δικαιούται επιδόματος στέγης:

α) 

ο έγγαμος υπάλληλος·

β) 

ο υπάλληλος ο οποίος διατελεί εν χηρεία, έχει λάβει διαζύγιο ή είναι χωρισμένος ή άγαμος και έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 και 3·

▼M112

γ) 

ο υπάλληλος ο οποίος έχει καταχωρηθεί ως σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, υπό τον όρο ότι:

i) 

το ζεύγος προσκομίζει επίσημο έγγραφο, αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους, που πιστοποιεί το καθεστώς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης,

ii) 

κανείς από τους συντρόφους της σχέσης συμβίωσης δεν διατελεί σε έγγαμη σχέση συμβίωσης ούτε σε άλλη μη έγγαμη σχέση συμβίωσης,

iii) 

οι σύντροφοι δεν έχουν μεταξύ τους κανένα από τους εξής δεσμούς: γονείς, τέκνα, πάπποι ή μάμμες, εγγονοί ή εγγονές, αδελφοί και αδελφές, θείοι, θείες, ανεψιοί, ανεψιές, γαμβροί και νύφες,

iv) 

το ζεύγος δεν δύναται νομίμως να τελέσει γάμο σε κράτος μέλος· ένα ζεύγος θεωρείται ότι δύναται νομίμως να τελέσει γάμο, για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, αποκλειστικά στις περιπτώσεις που τα μέλη του ζεύγους πληρούν όλους τους όρους που τίθενται από τη νομοθεσία κράτους μέλους το οποίο επιτρέπει το γάμο ενός τέτοιου ζεύγους·

▼M25

►M112  δ) ◄  

με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής, λαμβανομένη βάσει αποδεικτικών εγγράφων, ο υπάλληλος ο οποίος, αν και δεν πληροί τις ►M112  προβλεπόμενες στα στοιχεία α), β) και γ) ◄ προϋποθέσεις, αναλαμβάνει εν τούτοις πραγματικά οικογενειακά βάρη.

3.  Στην περίπτωση που ο/η σύζυγός του ασκεί κερδοσκοπική επαγγελματική δραστηριότητα η οποία αποφέρει επαγγελματικό εισόδημα ανώτερο ►M39  από τον ετήσιο βασικό μισθό υπαλλήλου ►M112   ►M131  με βαθμό AST 3, ◄ δεύτερο κλιμάκιο ◄ , συνυπολογιζομένου του διορθωτικού συντελεστή που έχει καθοριστεί για τη χώρα στην οποία ο/η σύζυγος ασκεί την επαγγελματική του/της απασχόληση ◄ πριν από την αφαίρεση του φόρου, ο υπάλληλος ο δικαιούμενος του επιδόματος στέγης δεν απολαύει του επιδόματος, πλην ειδικής αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής. Εν τούτοις η λήψη του επιδόματος διατηρείται σε όλες τις περιπτώσεις εφ' όσον οι σύζυγοι έχουν ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα.

4.  Εφ' όσον, δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων, δύο σύζυγοι απασχολούμενοι στην υπηρεσία ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ δικαιούνται και οι δύο του επιδόματος στέγης, τούτο καταβάλλεται μόνο σε εκείνον που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

▼M56

5.  Όταν ο υπάλληλος δικαιούται το επίδομα στέγης αποκλειστικά βάσει της παραγράφου 2 σημείο β) και η επιμέλεια όλων των συντηρούμενων τέκνων του, κατά την έννοια του παρακάτω άρθρου 2 παράγραφοι 2 και 3 έχει ανατεθεί σε άλλο πρόσωπο δυνάμει νομοθετικών διατάξεων ή δικαστικής απόφασης ή απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, τότε το επίδομα στέγης καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό για λογαρισμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου. Για τα ενήλικα συντηρούμενα τέκνα ο όρος αυτός θεωρείται ότι εκπληρώνεται εφόσον διαμένουν συνήθως μαζί με τον άλλο γονέα.

Εντούτοις, στην περίπτωση που η επιμέλεια των τέκνων του υπαλλήλου έχει ανατεθεί σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, το επίδομα αρχηγού οικογενείας κατανέμεται μεταξύ των προσώπων αυτών, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων των οποίων έχουν την επιμέλεια.

Αν το πρόσωπο στο οποίο πρέπει να καταβληθεί το επίδομα στέγης υπαλλήλου δυνάμει των προηγούμενων διατάξεων, δικαιούται και αυτοτελώς το επίδομα αυτό, βάσει της ιδιότητας του ως υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, καταβάλλεται μόνο το υψηλότερο επίδομα.

▼B

Άρθρο 2

▼M16

1.  An official who has one or more dependent children shall, in accordance with paragraphs 2and 3 below, receive an allowance of ►M146  418,31  ευρώ ◄ per month for each dependent child.

2.  «Dependent child» means the legitimate, natural or adopted child of an official, or of his spouse, who is actually being maintained by the official.

The same shall apply to a child for whom an application for adoption has been lodged and the adoption procedure started.

▼M112

Κάθε τέκνο, έναντι του οποίου ο υπάλληλος έχει υποχρέωση διατροφής σύμφωνα με δικαστική απόφαση βασιζόμενη στη νομοθεσία των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των ανηλίκων, εξομοιώνεται με συντηρούμενο τέκνο.

▼M16

3.  The allowance shall be granted:

(a) 

automatically for children under eighteen years of age;

(b) 

on application, with supporting evidence, bythe official for children between eighteen andtwenty-six who are receiving educational or vocational training.

▼B

4.  Δύναται κατ'εξαίρεση, να εξομοιωθεί προς συντηρούμενο τέκνο, κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης αποφάσεως της αρμοδίας για διορισμούς αρχής που λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών εγγράφων, κάθε πρόσωπο, έναντι του οποίου ο υπάλληλος έχει νομίμους υποχρεώσεις διατροφής και του οποίου η συντήρηση συνεπάγεται για αυτόν σημαντική επιβάρυνση.

5.  Η καταβολή του επιδόματος παρατείνεται χωρίς κανένα όριο ηλικίας, αν το τέκνο προσβληθεί από βαρειά ασθένεια ή αναπηρία που το εμποδίζει να ανταποκριθεί στις ανάγκες του κατά τη διάρκεια της ασθενείας ή της αναπηρίας του.

6.  Το συντηρούμενο τέκνο, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, παρέχει δικαίωμα λήψεως ενός μόνο επιδόματος συντηρουμένου τέκνου, ακόμη και στην περίπτωση που οι γονείς ανήκουν σε δύο διαφορετικά όργανα ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ .

▼M56

7.  Όταν η επιμέλεια του συντηρούμενου τέκνου, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3, ανατίθεται σε άλλο πρόσωπο δυνάμει νομοθετικών διατάξεων, δικαστικής απόφασης, ή απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, το επίδομα καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό, για λογαριασμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου.

▼B

Άρθρο 3

▼M112

1.  Υπό τους καθοριζόμενους στις γενικές εκτελεστικές διατάξεις όρους, ο υπάλληλος δικαιούται σχολικού επιδόματος ίσου προς τα πραγματικά σχολικά έξοδα στα οποία υποβάλλεται, μέχρις ανωτάτου μηνιαίου ορίου ευρώ σε ►M146  283,82  ευρώ ◄ , για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, το οποίο είναι τουλάχιστον πέντε ετών και φοιτά κανονικά και πλήρως σε σχολείο στοιχειώδους ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που χρεώνει δίδακτρα ►C7  ή σε ίδρυμα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. ◄ Ο όρος ο σχετικός με τη φοίτηση σε σχολείο που χρεώνει δίδακτρα δεν ισχύει πάντως όσον αφορά την επιστροφή των εξόδων μεταφοράς μαθητών.

▼M131

Το δικαίωμα στο συγκεκριμένο επίδομα αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο αρχίζει να φοιτά σε πρωτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, και λήγει στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο τελειώνει τις σπουδές του ή στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο φτάνει στην ηλικία των 26 ετών, ό,τι συμβεί πρώτο.

▼M112

Το επίδομα καταβάλλεται μέχρι του διπλάσιου ποσού του προαναφερόμενου στο πρώτο εδάφιο ανωτάτου ορίου για:

▼M39

— 
τον υπάλληλο του οποίου ο τόπος υπηρεσίας απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα:
— 
είτε από ευρωπαϊκό σχολείο,
— 
είτε από εκπαιδευτικό ίδρυμα της γλώσσας του στο οποίο το παιδί φοιτά για δεόντως δικαιολογημένους επιτακτικούς παιδαγωγικούς λόγους,

▼M29

— 
τον υπάλληλο του οποίου ο τόπος υπηρεσίας απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας της οποίας είναι πολίτης και της γλώσσας του, εφόσον το παιδί φοιτά πράγματι σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα από τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου και εφόσον ο υπάλληλος δικαιούται επιδόματος αποδημίας. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν απαιτείται αν δεν υπάρχει τέτοιο ίδρυμα στην χώρα της οποίας ο υπάλληλος είναι πολίτης ►M112   ►C7  ή εάν το τέκνο φοιτά σε ίδρυμα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε άλλη χώρα από αυτήν στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος ◄  ◄ .

▼M112

— 
υπό τον ίδιο με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις όρο, τους δικαιούχους του επιδόματος οι οποίοι δεν είναι εν ενεργεία, λαμβανομένου υπόψη του τόπου διαμονής αντί του τόπου υπηρεσίας.

Ο όρος ο σχετικός με τη φοίτηση σε σχολείο που χρεώνει δίδακτρα δεν ισχύει όσον αφορά τις πληρωμές βάσει του τρίτου εδαφίου.

▼M56

Όταν η επιμέλεια του τέκνου, για το οποίο ο υπάλληλος δικαιούται σχολικό επίδομα ανατίθεται σε άλλο πρόσωπο, δυνάμει νομοθετικών διατάξεων, δικαστικής απόφασης ή απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, το σχολικό επίδομα καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό για λογαριασμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτή η ελάχιστη απόσταση των 50 χιλιομέτρων, που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο, υπολογίζεται από τον τόπο διαμονής του προσώπου που έχει την επιμέλεια του τέκνου.

▼M112

2.  Για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, το οποίο είναι μικρότερο των πέντε ετών ή δεν φοιτά ακόμα κανονικά και πλήρως σε σχολείο στοιχειώδους ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το ύψος του επιδόματος αυτού ανέρχεται σε ►M146  102,18  ευρώ ◄ ευρώ μηνιαίως. Εφαρμόζεται η παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, πρώτη πρόταση.

▼B



Τμήμα 2

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΔΗΜΙΑΣ

Άρθρο 4

▼M9

►M39  1. ◄   Το επίδομα αποδημίας, ίσο με το 16 % του συνολικού ποσού του βασικού μισθού, καθώς και ►M25  του επιδόματος στέγης ◄ και του επιδόματος συντηρούμενων τέκνων, ►M25  καταβαλλόμενα στον υπάλληλο ◄ χορηγείται:

▼B

α) 

Στον υπάλληλο:

— 
ο οποίος δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ υπήκοος του κράτους στο ►M39  ————— ◄ έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί ο ενδιαφερόμενος, και
— 
ο οποίος, δεν είχε μόνιμη διαμονή ή δεν άσκησε κατά συνήθη τρόπο, επί πέντε έτη λήγοντα, έξι μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, τη κυρία επαγγελματική δραστηριότητά του στο ευρωπαϊκό έδαφος του εν λόγω κράτους. Για την εφαρμογή της παρούσης διατάξεως δεν λαμβάνονται υπόψη οι καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό.
β) 

Στον υπάλληλο, ο οποίος, παρόλο που είναι ή υπήρξε υπήκοος του κράτους, στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί είχε τη μόνιμη διαμονή του, κατά συνήθη τρόπο, επί δέκα έτη λήγοντα κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους του κράτους αυτού για άλλους λόγους εκτός από την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό.

▼M16

The expatriation allowance shall be not less than ►M146  567,38  ευρώ ◄ per month.

▼M25 —————

▼M39

2.  Ουπάλληλος, ο οποίος, επειδή δεν έχει και δεν είχε ποτέ την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του, δεν πληροί τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1, δικαιούται επίδομα εκπατρισμού ίσο με το ένα τέταρτο του επιδόματος αποδημίας.

3.  Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, ο υπάλληλος, ο οποίος με το γάμο απέκτησε αυτεπάγγελτα, και χωρίς δυνατότητα αποποιήσεως, την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του, εξομοιώνεται με τον υπάλληλο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 α) πρώτη περίπτωση.

▼M112 —————

▼B



Τμήμα 3

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΞΟΔΩΝ



Α.

Αποζημίωση εγκαταστάσεως

Άρθρο 5

▼M112

1.  Αποζημίωση εγκαταστάσεως ίση προς το βασικό μισθό δύο μηνών, αν πρόκειται για υπάλληλο ο οποίος δικαιούται επιδόματος στέγης, ή προς το βασικό μισθό ενός μηνός, σε άλλες περιπτώσεις, καταβάλλεται στο μόνιμο υπάλληλο ο οποίος αποδεικνύει ότι υποχρεώθηκε να αλλάξει διαμονή, για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M25

Εφ' όσον δύο σύζυγοι υπάλληλοι ►M112  ή μέλη του λοιπού προσωπικού ◄ ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ δικαιούνται και οι δύο αποζημιώσεως εγκαταστάσεως, αυτή καταβάλλεται μόνο σε εκείνον που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

▼M23

Η αποζημίωση εγκαταστάσεως τροποποιείται βάσει του συντελεστού αναπροσαρμογής ο οποίος καθορίζεται για τον τόπο τοποθετήσεως του υπαλλήλου.

▼B

2.  Αποζημίωση εγκαταστάσεως του ιδίου ύψους καταβάλλεται κατά την τοποθέτηση σε νέο τόπο υπηρεσίας στον υπάλληλο που καλείται να αλλάξει διαμονή, για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.  Η αποζημίωση εγκαταστάσεως υπολογίζεται σύμφωνα με την οικογενειακή κατάσταση και το μισθό του υπαλλήλου κατά το χρόνο πραγματοποιήσεως της μονιμοποιήσεως ή κατά το χρόνο της τοποθετήσεώς του στο νέο τόπο υπηρεσίας.

Η αποζημίωση εγκαταστάσεως καταβάλλεται, κατόπιν υποβολής εγγράφων που δικαιολογούν την εγκατάσταση του υπαλλήλου στον τόπο τοποθετήσεώς του και την εγκατάσταση της οικογενείας του, αν ο υπάλληλος ►M25  δικαιούται επιδόματος στέγης ◄ .

4.  Αν υπάλληλος, ►M25  ο οποίος δικαιούται επιδόματος στέγης ◄ , δεν εγκατασταθεί μαζί με την οικογένεια του στον τόπο τοποθετησεώς του, λαμβάνει μόνο το ήμισυ της αποζημιώσεως που δικαιούται κανονικά. Το υπόλοιπο ήμισυ καταβάλλεται. σε αυτόν κατά την εγκατάσταση της οικογενείας του στον τόπο τοποθετήσεώς του, εφ'όσον η εγκατάσταση αυτή γίνει εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο κατωτέρω άρθρο 9 παράγραφος 3. Αν η εγκατάσταση αυτή δεν πραγματοποιηθεί και αν ο υπάλληλος τοποθετηθεί στον τόπο που διαμένει η οικογένειά του, δεν δικαιούται, ως εκ τούτου, αποζημιώσεως εγκαταστάσεως.

5.  Ο υπάλληλος που έχει μονιμοποιηθεί και έχει λάβει αποζημίωση εγκαταστάσεως και ο οποίος εκουσίως εγκαταλείπει την υπηρεσία ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ πριν από τη λήξη προθεσμίας δύο ετών από την ημέρα αναλήψεως των καθηκόντων του, υποχρεώνεται να επιστρέψει κατά την αποχώρηση του μέρος της αποζημιώσεως που εισέπραξε, υπολογιζόμενο κατ' αναλογία προς τον υπολειπόμενο χρόνο της προθεσμίας αυτής.

▼M23

6.  Ο υπάλληλος που δικαιούται της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως υποχρεώνεται να δηλώνει τις αποζημιώσεις ιδίας φύσεως που εισπράττει από άλλη πηγή προκειμένου οι αποζημιώσεις αυτές να αφαιρεθούν από αυτή που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

▼B



Β.

Αποζημίωση επανεγκαταστάσεως

Άρθρο 6

1.  Κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων του, ο μόνιμος υπάλληλος, ►M112  ο οποίος αποδεικνύει την αλλαγή της διαμονής του ◄ , δικαιούται αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως ίσης προς το βασικό μισθό του δύο μηνών, αν πρόκειται περί υπαλλήλου ►M25  ο οποίος δικαιούται του επιδόματος στέγης ◄ , ή ίσης προς το βασικό μισθό του ενός μηνός, αν πρόκειται περί υπαλλήλου ►M25  μη δικαιουμένου αυτού του επιδόματος ◄ , με την επιφύλαξη ότι έχει συμπληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας και ότι δεν έχει τύχει αποζημιώσεως της ιδίας φύσεως στην νέα του θέση. ►M25  Εφ' όσον δύο σύζυγοι υπάλληλοι ►M112  ή μέλη του λοιπού προσωπικού ◄ ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ δικαιούνται αμφότεροι της αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως, αυτή καταβάλλεται μόνο στον σύζυγο του οποίου ο βασικός μισθός είναι υψηλότερος. ◄

Για τον υπολογισμό της εν λόγω χρονικής περιόδου, λαμβάνονται υπόψη τα έτη υπηρεσίας, σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35, με εξαίρεση των αδειών για προσωπικούς λόγους.

Η ανωτέρω προθεσμία δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις απομακρύνσεως του υπαλλήλου από τα καθήκοντά του προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

▼M23

Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως τροποποιείται βάσει του συντελεστού αναπροσαρμογής, ο οποίος καθορίζεται για τον τελευταίο τόπο τοποθετήσεως του υπαλλήλου.

▼M25

2.  Αν ο υπάλληλος πεθάνει, η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο ή, ελλείψει αυτού, στα πρόσωπα τα οποία αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα κατά την έννοια του άρθρου 2, έστω και αν δεν πληρούται η προϋπόθεση διαρκείας της υπηρεσίας η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1.

▼B

3.  Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως υπολογίζεται βάσει της οικογενειακής καταστάσεως και του μισθού του υπαλλήλου κατά το χρόνο της οριστικής λήξεως των καθηκόντων του.

4.  Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως καταβάλλεται μετά από απόδειξη της επανεγκαταστάσεως αυτής του υπαλλήλου και της οικογενείας του σε τόπο ο οποίος απέχει το λιγότερο 70 χλμ από τον τόπο όπου υπηρετεί ή, αν ο υπάλληλος απέθανε, της επανεγκαταστάσεως της οικογενείας του υπό τους ίδιους όρους.

Η επανεγκατάσταση του υπαλλήλου ή της οικογενείας αποθανόντος υπαλλήλου πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί το αργότερο τρία χρόνια μετά τη λήξη των καθηκόντων του.

Η απώλεια της προθεσμίας αυτής δεν αντιτάσσεται στον δικαιούχο αν ο τελευταίος δύναται να αποδείξει ότι δεν εγνώριζε τις ανωτέρω διατάξεις.



Γ.

Έξοδα ταξιδίου

▼M131

Άρθρο 7

1.  Ο υπάλληλος δικαιούται κατ’ αποκοπή αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ταξιδίου για αυτόν τον ίδιο, τον/την σύζυγό του και τα συντηρούμενα και πράγματι συγκατοικούντα με αυτόν πρόσωπα:

α) 

κατά την ανάληψη καθηκόντων, από τον τόπο πρόσληψης στον τόπο υπηρεσίας,

β) 

κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων κατά την έννοια του άρθρου 47 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου,

γ) 

για κάθε μετάθεση που συνεπάγεται μεταβολή του τόπου υπηρεσίας.

Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, ο/η επιζών/-ούσα σύζυγος και τα συντηρούμενα πρόσωπα δικαιούνται της κατ’ αποκοπή πληρωμής υπό τους ίδιους όρους.

Τα έξοδα ταξιδίου των τέκνων ηλικίας κάτω των δύο ετών καθ’ όλο το ημερολογιακό έτος, δεν επιστρέφονται.

2.  Η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημίωσης που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

▼M146



0 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

0 έως 200 km

0,2110 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

201 έως 1 000  km

0,3518 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

1 001 έως 2 000  km

0,2110 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

2 001 έως 3 000  km

0,0703 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

3 001 έως 4 000  km

0,0340 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

4 001 έως 10 000  km

0 ευρώ ανά χιλιόμετρο πέρα από τα

10 000  km

▼M131

Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται κατ’ αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

▼M146

— 
105,51 ευρώ εάν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι μεταξύ 600 km και 1 200  km,
— 
211,02 ευρώ εάν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι μεγαλύτερη από 1 200  km.

▼M131

Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και τα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικά ποσά επικαιροποιούνται κάθε έτος στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές.

3.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, η επιστροφή των εξόδων ταξιδίου που αφορούν είτε μετάθεση από τόπο υπηρεσίας εντός των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε τόπο υπηρεσίας εκτός των εν λόγω εδαφών είτε μετάθεση μεταξύ τόπων απασχόλησης εκτός των εν λόγω εδαφών, γίνεται υπό τη μορφή πληρωμής κατ’ αποκοπή ποσού βάσει της τιμής αεροπορικού εισιτηρίου στην αμέσως ανώτερη από την οικονομική θέση.

4.  Ο τόπος καταγωγής του υπαλλήλου καθορίζεται κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, αφού ληφθεί καταρχήν υπόψη ο τόπος πρόσληψής του ή, κατόπιν ρητού και δεόντως αιτιολογημένου αιτήματός του, ο τόπος όπου ευρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. Ο τόπος καταγωγής ο οποίος καθορίζεται κατά τον τρόπο αυτόν μπορεί, με ειδική απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, να μεταβληθεί ενόσω ο υπάλληλος βρίσκεται εν ενεργεία ή επ’ ευκαιρία της αποχώρησής του από την υπηρεσία. Ωστόσο, ενόσω βρίσκεται εν ενεργεία, η απόφαση αυτή λαμβάνεται μόνο κατ’ εξαίρεση και αφού ο υπάλληλος προσκομίσει τα κατάλληλα δικαιολογητικά στοιχεία.

Η μεταβολή αυτή, ωστόσο, δεν είναι δυνατό να οδηγήσει στην αναγνώριση ως κέντρου των συμφερόντων ενός τόπου που ευρίσκεται εκτός των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα II της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών.

Άρθρο 8

1.  Ο υπάλληλος που δικαιούται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού δικαιούται, εντός των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 2, κάθε ημερολογιακό έτος, κατ’ αποκοπή αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, για τον ίδιο και, εάν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή τη σύζυγό του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2.

Όταν αμφότεροι οι σύζυγοι είναι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθένας δικαιούται, για τον εαυτό του και για τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, την κατ’ αποκοπή πληρωμή των εξόδων ταξιδίου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις για κάθε συντηρούμενο πρόσωπο γεννάται δικαίωμα μίας και μόνον πληρωμής. Όσον αφορά τα συντηρούμενα τέκνα, η πληρωμή καθορίζεται σύμφωνα με την αίτηση του ή της συζύγου, βάσει του τόπου καταγωγής του ενός ή του άλλου συζύγου.

Εάν ο υπάλληλος τελέσει γάμο στη διάρκεια του τρέχοντος έτους και, ως εκ τούτου, αποκτήσει το δικαίωμα επιδόματος στέγης, τα οφειλόμενα για τον/την σύζυγο έξοδα ταξιδίου υπολογίζονται κατ’ αναλογία του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία τελέσεως του γάμου μέχρι το τέλος του έτους.

Ενδεχόμενη μεταβολή στη βάση υπολογισμού η οποία απορρέει από αλλαγή της οικογενειακής κατάστασης και επέρχεται μετά την ημερομηνία καταβολής των εν λόγω ποσών, δεν δημιουργεί υποχρέωση για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να επιστρέψει τα ποσά που εισέπραξε.

Τα έξοδα ταξιδίου των τέκνων ηλικίας κάτω των δύο ετών καθ’ όλο το ημερολογιακό έτος, δεν επιστρέφονται.

2.  Η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου καταγωγής του.

Όταν ο τόπος καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, βρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών, η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και της πρωτεύουσας του κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια. Οι υπάλληλοι των οποίων ο τόπος καταγωγής ευρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του εδάφους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και οι οποίοι δεν είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη, δεν δικαιούνται κατ’ αποκοπή πληρωμή.

Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

▼M146



0 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

0 έως 200 km

0,4255 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

201 έως 1 000  km

0,7091 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

1 001 έως 2 000  km

0,4255 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

2 001 έως 3 000  km

0,1417 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

3 001 έως 4 000  km

0,0684 ευρώ ανά χιλιόμετρο από

4 001 έως 10 000  km

0 ευρώ ανά χιλιόμετρο πέρα από τα

10 000  km

▼M131

Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται ένα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

▼M146

— 
212,72 ευρώ εάν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεταξύ 600 km και 1 200  km,
— 
425,41 ευρώ εάν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεγαλύτερη από 1 200  km.

▼M131

Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και τα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικά ποσά επικαιροποιούνται κάθε έτος στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές.

3.  Ο υπάλληλος που κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους παύει να ασκεί τα καθήκοντά του για άλλη αιτία εκτός του θανάτου ή που λαμβάνει άδεια για προσωπικούς λόγους για ένα μέρος του χρόνου και εφόσον ο χρόνος ενεργού υπηρεσίας του κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους σε όργανο της Ένωσης είναι κατώτερος των εννέα μηνών, δικαιούται μέρος μόνο του κατ’ αποκοπή ποσού που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, το οποίο υπολογίζεται κατ' αναλογία προς τον χρόνο ενεργού υπηρεσίας.

4.  Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. Ο υπάλληλος του οποίου ο τόπος υπηρεσίας ευρίσκεται εκτός της επικράτειας των κρατών μελών δικαιούται, για τον ίδιο και, αν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή την σύζυγό της/του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2, κάθε ημερολογιακό έτος, κατ’ αποκοπή πληρωμή για τα έξοδα ταξιδίου προς τον τόπο καταγωγής του ή τα έξοδα ταξιδίου προς άλλον προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου μέχρι τον τόπο καταγωγής του. Πάντως, αν ο/η σύζυγος και τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 πρόσωπα, δεν διαμένουν με τον υπάλληλο στον τόπο υπηρεσίας του, δικαιούνται κάθε ημερολογιακό έτος επιστροφή των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας ή επιστροφή των εξόδων ταξιδίου μέχρι άλλον προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας.

Η πληρωμή κατ’ αποκοπή ποσού βασίζεται στην τιμή αεροπορικού εισιτηρίου οικονομικής θέσης.

▼B



Δ.

Έξοδα μετακομίσεως

▼M131

Άρθρο 9

1.  Τα έξοδα που πραγματοποιούνται για τη μετακόμιση της οικοσκευής και των προσωπικών ειδών, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων ασφαλίσεως για την κάλυψη των απλών κινδύνων (διάρρηξης, κλοπής, πυρκαγιάς) επιστρέφονται, εντός των ανωτάτων ορίων κόστους και εφόσον δεν έχουν επιστραφεί από άλλη πηγή, στους υπαλλήλους που υποχρεώνονται να αλλάξουν τόπο κατοικίας για να συμμορφωθούν προς το άρθρο 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους ή σε περίπτωση μεταγενέστερης αλλαγής τόπου υπηρεσίας ενώ είναι εν ενεργεία.

Τα ανώτατα όρια λαμβάνουν υπόψη την οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου τη στιγμή της μετακόμισης, καθώς και το μέσο κόστος μετακόμισης και τη σχετική ασφάλιση.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου εκδίδει γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2.  Κατά τη λήξη των καθηκόντων ή σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, τα επιστρεφόμενα έξοδα μετακομίσεως από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής υπολογίζονται εντός των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 1. Αν ο αποβιώσας υπάλληλος ήταν άγαμος, τα έξοδα αυτά επιστρέφονται στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα.

3.  Ο μόνιμος υπάλληλος οφείλει να πραγματοποιεί τη μετακόμιση εντός του επομένου έτους μετά την παρέλευση της περιόδου δοκιμασίας. Σε περίπτωση οριστικής λήξεως των καθηκόντων, η μετακόμιση πρέπει να πραγματοποιείται εντός προθεσμίας τριών ετών που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο. Μετακομίσεις που πραγματοποιούνται μετά τη λήξη των προθεσμιών που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο επιστρέφονται μόνο κατ’ εξαίρεση και κατόπιν ειδικής αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής.

▼B



Ε.

Ημερήσια αποζημίωση

Άρθρο 10

▼M112

1.  Ο υπάλληλος ο οποίος αποδεικνύει ότι είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τόπο διαμονής για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούται, για το χρονικό διάστημα που ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και ανά ημερολογιακή ημέρα, αποζημίωση επιβίωσης, το ποσό της οποίας καθορίζεται ως εξής:

▼M146

— 
43,97 ευρώ για τους μόνιμους υπαλλήλους που δικαιούνται επίδομα στέγης,
— 
35,46 ευρώ για τους μόνιμους υπαλλήλους που δεν δικαιούνται επίδομα στέγης.

▼M112

Η ανωτέρω κλίμακα αναθεωρείται επ' ευκαιρία κάθε επανεξέτασης του επιπέδου των αποδοχών που πραγματοποιείται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M23

2.  Η διάρκεια χορηγήσεως της ημερησίας αποζημιώσεως καθορίζεται ως εξής:

α) 

για τον υπάλληλο ►M25  μη δικαιούμενο επιδόματος στέγης ◄ σε 120 ημέρες·

▼C6

β) 

για τον υπάλληλο που έχει την ιδιότητα του αρχηγού οικογενείας σε 180 ημέρες ή —αν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έχει την ιδιότητα του δοκίμου υπαλλήλου— στη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας αυξανομένης κατά ένα μήνα.

▼M25

Όταν δύο σύζυγοι υπάλληλοι ►M112  ή μέλη του λοιπού προσωπικού ◄ ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ δικαιούνται και οι δύο ημερησίας αποζημιώσεως, η προβλεπομένη στην περίπτωση β) διάρκεια χορηγήσεως ισχύει για τον σύζυγο του οποίου ο μισθός είναι ο υψηλότερος. Η διάρκεια χορηγήσεως που προβλέπεται στην περίπτωση α) εφαρμόζεται στον άλλο σύζυγο.

▼M23

Σε καμία περίπτωση η ημερήσια αποζημίωση δεν χορηγείται πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία ο υπάλληλος μετακόμισε προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του άρθρου 20 του κανονισμού των υπαλλήλων.

▼M112 —————

▼B



Ζ.

Έξοδα αποστολής

Άρθρο 11

1.  Ο υπάλληλος που ταξιδεύει με υπηρεσιακή εντολή δικαιούται επιστροφής των εξόδων κινήσεως και των ημερησίων αποζημιώσεων υπό τους όρους που προβλέπονται κατωτέρω.

▼M112 —————

▼B

2.   ►M112  Η υπηρεσιακή εντολή ταξιδίου καθορίζει την πιθανή διάρκεια της αποστολής, βάσει της οποίας υπολογίζεται η προκαταβολή που μπορεί να εισπράξει ο υπάλληλος έναντι της προβλεπόμενης ημερήσιας αποζημίωσης επιβίωσης. ◄ Εκτός από ειδική απόφαση, η προκαταβολή αυτή δεν καταβάλλεται, όταν η αποστολή δεν πρέπει να διαρκέσει περισσότερο από 24 ώρες και πραγματοποιείται σε χώρα, όπου κυκλοφορεί το νόμισμα που χρησιμοποιείται στον τόπο τοποθετήσεως του ενδιαφερομένου.

▼M112

3.  Εκτός ιδιαίτερων περιπτώσεων, που θα προσδιορισθούν με ειδική απόφαση, και ιδίως στην περίπτωση ανακλήσεως του υπαλλήλου από άδεια, τα έξοδα αποστολής επιστρέφονται μέχρι του ποσού της πλέον οικονομικής δυνατότητας μετακίνησης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου της αποστολής, η οποία δεν αναγκάζει τον ευρισκόμενο σε αποστολή υπάλληλο να παρατείνει σημαντικά τη διαμονή του.

▼M112

Άρθρο 12

1.   Σιδηρόδρομος

Τα έξοδα ταξιδίου στις αποστολές που διενεργούνται με χρήση σιδηροδρόμου επιστρέφονται, με την προσκόμιση των δικαιολογητικών, βάσει της τιμής εισιτηρίου πρώτης θέσης της συντομότερης διαδρομής μεταξύ του τόπου τοποθέτησης και του τόπου της αποστολής.

2.   Αεροπλάνο

Επιτρέπεται στους υπαλλήλους να ταξιδεύουν με αεροπλάνο εάν η μετ' επιστροφής διαδρομή είναι ίση ή ανώτερη των 800 χιλιομέτρων, υπολογιζόμενη βάσει του σιδηροδρομικού δρομολογίου.

3.   Πλοίο

Οι κατηγορίες θέσεων στα πλοία καθώς και οι επιβαρύνσεις για καμπίνα προσδιορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για κάθε εμφανιζόμενη περίπτωση, σε συνάρτηση με τη διάρκεια και το κόστος του ταξιδίου.

4.   Αυτοκίνητο

Τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται κατ' αποκοπή, βάσει της τιμής σιδηροδρομικού εισιτηρίου, σύμφωνα με το σημείο 1, και αποκλειομένης οποιασδήποτε άλλης συμπληρωματικής επιστροφής.

Πάντως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να αποφασίσει να χορηγήσει στον υπάλληλο που εκτελεί αποστολή υπό ειδικές περιστάσεις και εφόσον η χρήση δημόσιων μεταφορικών μέσων παρουσιάζει σαφή μειονεκτήματα, αποζημίωση ανά διανυόμενο χιλιόμετρο αντί της επιστροφής των ανωτέρω προβλεπομένων εξόδων ταξιδίου.

Άρθρο 13

1.  Η ημερήσια αποζημίωση επιβίωσης σε αποστολή καλύπτει, κατ' αποκοπήν, όλες τις δαπάνες του ευρισκόμενου σε αποστολή υπαλλήλου: το πρωινό και τα δύο κύρια γεύματα, τις άλλες τρέχουσες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών μετακινήσεων. Οι δαπάνες στέγασης, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών φόρων, επιστρέφονται, εφόσον προσκομισθούν σχετικά δικαιολογητικά, εντός των ορίων ανωτάτου ποσού καθοριζόμενου για κάθε χώρα.

2.  

α) 

Η κλίμακα για τα κράτη μέλη έχει ως εξής:

▼M139



Προορισμός

Ανώτατο όριο εξόδων διαμονής σε ξενοδοχείο

Ημερήσια αποζημίωση

Βέλγιο

148

102

Βουλγαρία

135

57

Τσεχική Δημοκρατία

124

70

Δανία

173

124

Γερμανία

128

97

Εσθονία

105

80

Ιρλανδία

159

108

Ελλάδα

112

82

Ισπανία

128

88

Γαλλία

180

102

Κροατία

110

75

Ιταλία

148

98

Κύπρος

140

88

Λετονία

116

73

Λιθουανία

117

69

Λουξεμβούργο

148

98

Ουγγαρία

120

64

Μάλτα

138

88

Κάτω Χώρες

166

103

Αυστρία

132

102

Πολωνία

116

67

Πορτογαλία

101

83

Ρουμανία

136

62

Σλοβενία

117

84

Σλοβακία

100

74

Φινλανδία

142

113

Σουηδία

187

117

Ηνωμένο Βασίλειο

209

125

▼M112

Εάν υπάλληλος σε αποστολή συμμετάσχει σε γεύμα ή εάν η στέγασή του προσφέρεται δωρεάν ή πληρώνεται από όργανο ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , από διοίκηση ή από τρίτο φορέα, υποχρεούται να το δηλώνει. Στην περίπτωση αυτή, επιφέρονται οι αντίστοιχες μειώσεις.

β) 

Η κλίμακα για τις αποστολές στις χώρες εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους των κρατών μελών καθορίζεται και προσαρμόζεται περιοδικά από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼M131

3.  Η Επιτροπή αναθεωρεί κάθε δύο έτη τα ποσοστά που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α). Η εν λόγω αναθεώρηση πραγματοποιείται με βάση έκθεση σχετικά με τις τιμές των ξενοδοχείων, εστιατορίων και υπηρεσιών τροφοδοσίας και πρέπει να βασίζεται στους δείκτες για την εξέλιξη των εν λόγω τιμών. Για τους σκοπούς της αναθεώρησης αυτής, η Επιτροπή ενεργεί με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M131

4.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι δαπάνες στέγασης στις οποίες έχουν υποβληθεί οι υπάλληλοι για αποστολές στους κύριους τόπους εργασίας του οργάνου τους, όπως αναφέρονται στο πρωτόκολλο αριθ. 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να επιστραφούν βάσει ενός κατ’ αποκοπή ποσού που δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό που έχει καθοριστεί για τα σχετικά κράτη μέλη.

▼M112

Άρθρο 13α

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 11, 12 και 13 του παρόντος Παραρτήματος καθορίζονται από ►M131  τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των διαφόρων θεσμικών οργάνων ◄ στο πλαίσιο των γενικών εκτελεστικών διατάξεων.

▼B



Ζ.

Κατ' αποκοπή επιστροφή εξόδων

Άρθρο 14

1.  Αν το είδος των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σε ορισμένους υπαλλήλους απαιτεί από αυτούς να υποβάλλονται τακτικά σε έξοδα παραστάσεως, είναι δυνατό να καταβληθεί από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή κατ' αποκοπή αποζημίωση εξόδων παραστάσεως το ύψος της οποίας αποφασίζεται από την εν λόγω αρχή.

Σε ειδικές περιπτώσεις, η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή δύναται επίσης να αποφασίζει την επιβάρυνση του οργάνου με ένα μέρος των εξόδων στεγάσεως των ενδιαφερομένων.

2.  Για τους υπαλλήλους, οι οποίοι, δυνάμει ειδικών οδηγιών, καλούνται, κατά περίσταση, να υποβληθούν σε έξοδα παραστάσεως για τις ανάγκες της υπηρεσίας, το ύψος της αποζημιώσεως των εξόδων παραστάσεως θα καθορίζεται για κάθε περίπτωση χωριστά, βάσει των υποβαλλομένων δικαιολογητικών και υπό τους όρους που καθορίζει η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή.

▼M112 —————

▼B

Άρθρο 15

Κατόπιν αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής, ►M112  το ανώτερο στελεχικό δυναμικό κατά την έννοια του άρθρου 29, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ◄ που δεν διαθέτει υπηρεσιακό αυτοκίνητο δύναται να λάβει αποζημίωση που δεν δύναται να υπερβαίνει τα ►M97  892,42 ευρώ ◄ ετησίως κατ' αποκοπή για τα έξοδα κινήσεώς του εντός της περιοχής της πόλεως, στην οποία έχει τοποθετηθεί.

Η αποζημίωση αυτή δύναται, κατόπιν αιτιολογημένης αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής, να χορηγηθεί σε υπαλλήλους, τα καθήκοντα των οποίων επιβάλλουν συνεχείς μετακινήσεις για τις οποίες δύνανται βάσει ειδικής αδείας να χρησιμοποιούν το ιδιωτικό τους αυτοκίνητο.



Τμήμα 4

ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ ΠΟΣΩΝ

Άρθρο 16

1.  Ο μισθός καταβάλλεται στον υπάλληλο την 15η κάθε μηνός για τον τρέχοντα μήνα. Το ύψος του μισθού στρογγυλοποιείται προς τα άνω στα επόμενα ►M94  λεπτά ◄ .

2.  Αν ο υπάλληλος δεν δικαιούται ολόκληρο το ποσό των μηνιαίων αποδοχών, το εν λόγω ποσό κατανέμεται σε τριακοστά:

α) 

αν ο πραγματικός αριθμός των αμειβομένων ημερών είναι ίσος ή κατώτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλομένων τριακοστών είναι ίσος με τον πραγματικό αριθμό των αμειβομένων ημερών·

β) 

αν ο πραγματικός αριθμός των αμειβομένων ημερών είναι ανώτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλομένων τριακοστών είναι ίσος με τη διαφορά μεταξύ του τριάντα και του πραγματικού αριθμού των μη αμειβομένων ημερών.

3.  Όταν το δικαίωμα επί των οικογενειακών επιδομάτων και επί της αποζημιώσεως αποδημίας γεννάται μετά την ημερομηνία αναλήψεως των καθηκόντων, ο υπάλληλος απολαύει των ανωτέρω από την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου γεννάται το δικαίωμα αυτό. Όταν το δικαίωμα επί των επιδομάτων και της ανωτέρω αποζημιώσεως εκλείπει ο υπάλληλος, δικαιούται τούτου μέχρι την τελευταία ημέρα του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου εκλείπει το εν λόγω δικαίωμα.

▼M43

Άρθρο 17

▼M131

1.  Η πληρωμή γίνεται για κάθε υπάλληλο στον τόπο και στο νόμισμα του κράτους στο οποίο εκτελεί τα καθήκοντά του ή, αν το ζητήσει ο υπάλληλος, σε ευρώ σε τράπεζα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

▼M112

►M131

 

Υπό τους όρους που καθορίζονται με ρύθμιση εκδιδόμενη από τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές κάθε θεσμικού οργάνου κοινή συναινέσει και κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος μπορεί να υποβάλει αίτηση για την τακτική μεταφορά μέρους των αποδοχών του.

 ◄

Δυνάμει της προηγούμενης διάταξης, τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο μεταφοράς, χωριστά ή σωρευτικά, είναι τα εξής:

α) 

στην περίπτωση τέκνων που φοιτούν σε εκπαιδευτικό ίδρυμα σε άλλο κράτος μέλος, ένα ανώτατο ποσό ανά συντηρούμενο τέκνο που αντιστοιχεί στο ποσό του σχολικού επιδόματος που πράγματι εισπράττεται για το τέκνο αυτό·

β) 

εφόσον προσκομισθούν έγκυρα σχετικά δικαιολογητικά, οι τακτικές πληρωμές υπέρ οποιουδήποτε άλλου προσώπου που διαμένει στο οικείο κράτος μέλος και για τις οποίες ο υπάλληλος αποδεικνύει ότι υπέχει υποχρέωση δυνάμει δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής.

Οι μεταφορές που αναφέρονται στο στοιχείο β) δεν δύνανται να υπερβαίνουν το 5 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

3.  Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 μεταφορές γίνονται ►M131  στο νόμισμα του οικείου κράτους μέλους ◄ με τις τιμές συναλλάγματος που αναφέρει το άρθρο 63, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Τα μεταφερόμενα ποσά πολλαπλασιάζονται με συντελεστή που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του διορθωτικού συντελεστή που ισχύει για τη χώρα προς την οποία διενεργείται η μεταφορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο β) του Παραρτήματος XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και του διορθωτικού συντελεστή που εφαρμόζεται στις αποδοχές του υπαλλήλου που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο α), του Παραρτήματος XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

4.  Ανεξαρτήτως των αναφερομένων στα εδάφια 1 έως 3 μεταφορών, ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει τακτική μεταφορά προς άλλο κράτος μέλος ►M131   σε τοπικό νόμισμα ◄ , βάσει της μηνιαίας τιμής συναλλάγματος και χωρίς εφαρμογή οποιουδήποτε συντελεστή. Η μεταφορά αυτή δεν δύναται να υπερβαίνει το 25 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

Συνταξιοδοτικό καθεστώς

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Κεφάλαιο 1:

Γενικές διατάξεις

Κεφάλαιο 2:

Σύνταξη λόγω αρχαιότητας και επίδομα αποχωρήσεως

Τμήμα 1:

Σύνταξη λόγω αρχαιότητας

Τμήμα 2:

Επίδομα αποχωρήσεως

Κεφάλαιο 3:

Επίδομα αναπηρίας

Κεφάλαιο 4:

Σύνταξη επιζώντων

Κεφάλαιο 5:

Προσωρινές συντάξεις

Κεφάλαιο 6:

Αύξηση συντάξεως συντηρουμένων

Κεφάλαιο 7:

Τμήμα 1:

Χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος

Τμήμα 2:

Εκκαθάριση των δικαιωμάτων των υπαλλήλων

Τμήμα 3:

Καταβολή παροχών

Κεφάλαιο 8:

Μεταβατικές διατάξεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

1.  Αν η ιατρική εξέταση που προηγείται της αναλήψεως των καθηκόντων από υπάλληλο δείξει, ότι ο τελευταίος έχει προσβληθεί από ασθένεια ή αναπηρία, η αρμόδια για διορισμούς αρχή δύναται να αποφασίσει να του αναγνωρισθούν οι εγγυήσεις που προβλέπονται σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου μόνο κατά τη λήξη περιόδου πέντε ετών που αρχίζει από την ημερομηνία της εισόδου του στην υπηρεσία ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ για τα επακόλουθα ή τις συνέπειες της εν λόγω ασθενείας ή αναπηρίας.

Ο υπάλληλος δύναται να προσβάλει αυτή την απόφαση ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας.

2.  Ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε «άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων» παύει να απολαύει των εγγυήσεων που προβλέπονται λόγω αναπηρίας ή θανάτου για τα άμεσα επακόλουθα των ατυχημάτων που συνέβησαν ή των ασθενειών, από τις οποίες έχει προσβληθεί συνεπεία της στρατιωτικής θητείας. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν θίγουν τα δικαιώματα συνταξιοδοτήσεως που επιστρέφονται και τα οποία είχαν κτηθεί από τον υπάλληλο κατά την ημέρα, της θέσεώς του σε κατάσταση «αδείας για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων».



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Σύνταξη αρχαιότητας και επίδομα αποχωρήσεως



Τμήμα 1

ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 2

Η σύνταξη αρχαιότητας εκκαθαρίζεται βάσει του συνολικού αριθμού συντάξιμων ετών του υπαλλήλου. Κάθε έτος που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται κατωτέρω στο άρθρο 3 δίνει δικαίωμα σε ένα συντάξιμο έτος, κάθε δε ολόκληρος μήνας σε ένα δωδέκατο ενός συνταξίμου έτους.

Ο ανώτατος αριθμός των συντάξιμων ετών που δύνανται να υπολογισθούν για τη σύσταση του δικαιώματος συντάξεως αρχαιότητας καθορίζεται ►M112  στον αναγκαίο αριθμό για τη συμπλήρωση της ανώτατης σύνταξης κατά την έννοια του άρθρου 77, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ◄ .

▼M112

Άρθρο 3

Με την επιφύλαξη ότι οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι έχουν καταβάλλει τις αναλογούσες προς τον χρόνο υπηρεσίας συνταξιοδοτικές εισφορές, λαμβάνονται υπόψη τα εξής, για τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών κατά την έννοια του άρθρου 2:

α) 

Ο χρόνος υπηρεσίας υπαλλήλου ενός των οργάνων σε μια από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35, στοιχεία α), β), γ), ε) και στ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Πάντως, οι υπαγόμενοι στο άρθρο 40 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υπάλληλοι υπόκεινται στους προβλεπόμενους στην παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο, τελευταία πρόταση του ιδίου άρθρου όρους·

β) 

οι περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων δημιουργήθηκαν τα δικαιώματα προς αποζημίωση που αναφέρεται ►M131  στα άρθρα 41, 42γ και 50 ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εντός ορίου πέντε ετών·

γ) 

οι περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων γεννήθηκαν τα δικαιώματα επιδόματος αναπηρίας·

δ) 

οι περίοδοι υπηρεσίας υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα σύμφωνα με το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό. Ωστόσο, όταν ένας συμβασιούχος υπάλληλος, κατά την έννοια του ιδίου καθεστώτος, που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ , γίνεται υπάλληλος, τα συντάξιμα έτη που έχουν κτηθεί υπό την ιδιότητά του ως συμβασιούχου παρέχουν δικαίωμα σε αριθμό συντάξιμων ετών ως υπαλλήλου υπολογιζόμενο κατ' αναλογία του τελευταίου βασικού μισθού που εισέπραξε ως συμβασιούχος και του πρώτου βασικού μισθού του ως υπαλλήλου, εντός του ορίου του αριθμού ετών πραγματικής υπηρεσίας. Οι τυχόν επιπλέον εισφορές που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ του υπολογισμένου αριθμού ετών συντάξιμης υπηρεσίας και του αριθμού ετών πραγματικής υπηρεσίας επιστρέφονται στον ενδιαφερόμενο βάσει του τελευταίου βασικού μισθού που εισέπραξε ως συμβασιούχος. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις, στην περίπτωση που υπάλληλος γίνεται συμβασιούχος.

Άρθρο 4

1.  Ο υπάλληλος, ο οποίος αφού εργάσθηκε για ένα χρονικό διάστημα σε ένα ►M128   ►C9  ενωσιακό ◄  ◄ όργανο ως μόνιμος ή έκτακτος ή συμβασιούχος υπάλληλος, επανέρχεται σε ►M128   ►C9  ενωσιακό ◄  ◄ όργανο, αποκτά νέα δικαιώματα σύνταξης. Μπορεί να ζητήσει να ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος Παραρτήματος, ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του ως μόνιμου, έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου, για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές, με την επιφύλαξη:

α) 

ότι θα επιστρέψει το ποσό του επιδόματος αποχώρησης που του καταβλήθηκε βάσει του άρθρου 12, προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο ►M145  2,9 % ◄ . Στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έτυχε εφαρμογής των άρθρων 42 ή 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, υποχρεούται επίσης να επιστρέψει το ποσό που καταβλήθηκε κατ' εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού με το προαναφερόμενο επιτόκιο·

β) 

να ζητήσει να δεσμευθεί, για τον σκοπό αυτό, πριν από τον υπολογισμό των μεταφερόμενων δικαιωμάτων του σύνταξης αρχαιότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, και εφόσον έχει ζητήσει και έχει επιτύχει την εφαρμογή στην περίπτωσή του τού άρθρου αυτού μετά τη νέα ανάληψη καθηκόντων του, το μέρος του ποσού που έχει μεταφερθεί προς το ►M128   ►C9  ενωσιακό ◄  ◄ σύστημα συνταξιοδοτήσεως που αντιστοιχεί στο αναλογιστικό ισοδύναμο, υπολογιζόμενο και μεταφερόμενο προς το σύστημα προέλευσης δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1 ή του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο β), προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο ►M145  2,9 % ◄ .

Στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έτυχε εφαρμογής των άρθρων 42 ή 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, στο προς δέσμευση ποσό συνυπολογίζεται και το ποσό που καταβλήθηκε κατ' εφαρμογή των εν λόγω άρθρων, προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο ►M145  2,9 % ◄ .

Στο μέτρο που το μεταφερόμενο προς το ►M128   ►C9  ενωσιακό ◄  ◄ σύστημα συνταξιοδοτήσεως ποσό είναι ανεπαρκές για την ανασύσταση των δικαιωμάτων συντάξεως που αναφέρονται σε ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο απασχόλησης, επιτρέπεται στον υπάλληλο, μετά από αίτησή του, να συμπληρώνει το οριζόμενο στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο β), ποσό.

2.  Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 επιτόκιο δύναται να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τους οριζόμενους στο άρθρο 10 του Παραρτήματος XII κανόνες.

▼M131

Άρθρο 5

Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος παραρτήματος, ο υπάλληλος ο οποίος παραμένει στην υπηρεσία μετά την ηλικία συνταξιοδότησης δικαιούται προσαύξηση της συντάξεώς του, ίση προς το 1,5 % του βασικού μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξής του για κάθε έτος εργασίας μετά την ηλικία αυτή, χωρίς το σύνολο της σύνταξής του να μπορεί να υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του σύμφωνα με το δεύτερο ή το τρίτο εδάφιο, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Η προσαύξηση αυτή χορηγείται ομοίως σε περίπτωση θανάτου αν ο υπάλληλος παρέμεινε στην υπηρεσία μετά την ηλικία συνταξιοδότησης.

▼B

Άρθρο 6

▼M23

Ως ελάχιστο όριο διαβιώσεως για τον υπολογισμό των παροχών λαμβάνεται ο βασικός μισθός υπαλλήλου ►M131  στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού AST 1 ◄ .

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 8

Ως «Το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο της συντάξεως αρχαιότητας» νοείται η αξία σε κεφάλαιο των παροχών που αναλογούν στον υπάλληλο και υπολογίζονται σύμφωνα με τον πίνακα θνησιμότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 του Παραρτήματος XII, και βάσει του ετησίου επιτοκίου ►M145  2,9 % ◄ το οποίο δύναται να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τους οριζόμενους στο άρθρο 10 του Παραρτήματος XII κανόνες.

▼M131

Άρθρο 9

Υπάλληλος ο οποίος αποχωρεί από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης μπορεί να ζητήσει, η έναρξη της καταβολής της συντάξεως αρχαιότητας:

α) 

να αναβληθεί μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία συνταξιοδότησης, ή

β) 

να είναι άμεση, με την επιφύλαξη ότι συμπλήρωσε τουλάχιστον την ηλικία των 58 ετών. Στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη αρχαιότητας μειώνεται σε συνάρτηση με την ηλικία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου κατά τον χρόνο ενάρξεώς της συνταξιοδοτήσεώς του.

Η σύνταξη μειώνεται κατά 3,5 % για κάθε έτος πρόωρης καταβολής πριν από την ηλικία κατά την οποία ο υπάλληλος θα είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν, μεταξύ της ηλικίας κατά την οποία αποκτάται το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας, κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και της ηλικίας του ενδιαφερομένου τη στιγμή εκείνη, η διαφορά υπερβαίνει έναν ακριβή αριθμό ετών, προστίθεται στη μείωση ένα επιπλέον έτος.

▼M112

Άρθρο 9α

Για τον προσδιορισμό του ύψους της μειωμένης συντάξεως υπαλλήλου, ο οποίος έχει αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα που υπερβαίνουν το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του και ζητεί την άμεση καταβολή της συντάξεως αρχαιότητας δυνάμει του άρθρου 9, εφαρμόζεται η μείωση του άρθρου 9 επί ενός πλασματικού ποσού που αντιστοιχεί στα κτηθέντα συντάξιμα έτη και όχι επί ενός ποσού ίσου κατ' ανώτατο όριο με το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού. Σε καμία πάντως περίπτωση, δεν μπορεί η ούτως υπολογισθείσα μειωμένη σύνταξη να υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Άρθρο 10

Το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί εκείνον κατά τη διάρκεια του οποίου ο υπάλληλος καλείται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεώς του, να απολαύει αυτής της συντάξεως, εξυπακουομένου ότι εισπράττει τις αποδοχές του μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του δικαιώματός του προς σύνταξη.

Άρθρο 11

▼M83

1.  Ο υπάλληλος του οποίου λήγουν τα καθήκοντα για:

— 
να εισέλθει στην υπηρεσία διοικήσεως ή εθνικού ή διεθνούς οργανισμού που έχει συνάψει συμφωνία με ►M128   ►C9  την Ένωση ◄  ◄ ,
— 
να ασκήσει μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα από την οποία αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα σε σύστημα, οι διαχειριστικοί οργανισμοί του οποίου έχουν συνάψει συμφωνία με ►M128   ►C9  την Ένωση ◄  ◄ ,

δικαιούται να μεταφέρει στο ταμείο συντάξεων αυτής της διοικήσεως ή αυτού του οργανισμού ή στο ταμείο στο οποίο ο υπάλληλος αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα αρχαιότητας βάσει μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο ►M112  , με αναγωγή του σχετικού ποσού στην ημερομηνία της πραγματικής μεταφοράς, ◄ των δικαιωμάτων του συντάξεως αρχαιότητας που έχει αποκτήσει ►M128   ►C9  στην Ένωση ◄  ◄ .

2.  Ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ :

— 
μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή
— 
μετά την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας,

▼M112

δικαιούται, από της μονιμοποιήσεώς του και μέχρι τη στιγμή που θεμελιώνει το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί ►M128   ►C9  στην Ένωση ◄  ◄ το κεφάλαιο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στο χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, που αντιπροσωπεύει τα δικαιώματα σύνταξης τα οποία έχει αποκτήσει βάσει των προαναφερομένων υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων.

Σε παρόμοια περίπτωση ►M131  η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του θεσμικού οργάνου ◄ στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει, μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τον βασικό μισθό του υπαλλήλου, την ηλικία του και τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της αιτήσεως μεταφοράς, τον αριθμό των συντάξιμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το ►M128   ►C9  ενωσιακό ◄  ◄ συνταξιοδοτικό καθεστώς δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας, βάσει του μεταφερθέντος κεφαλαίου, αφαιρουμένου του ποσού που αντιπροσωπεύει την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως μεταφοράς και της πραγματικής ημερομηνίας που διενεργήθηκε η μεταφορά.

▼M112

Ο υπάλληλος μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής μία μόνον φορά ανά κράτος μέλος και ανά ταμείο συντάξεων.

▼M56

3.  Η παράγραφος 2 ισχύει επίσης για τον υπάλληλο που επανέρχεται στην υπηρεσία μετά τη λήξη απόσπασης, που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 σημείο β) δεύτερη περίπτωση, καθώς και για τον υπάλληλο που επανέρχεται μετά τη λήξη άδειας για προσωπικούς λόγους που προβλέπεται στο άρθρο 40 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B



Τμήμα 2

ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΩΣ

▼M112

Άρθρο 12

▼M131

1.  Ο υπάλληλος ηλικίας μικρότερης από την ηλικία συνταξιοδότησης, τα καθήκοντα του οποίου λήγουν οριστικά για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία, που δεν μπορεί να λάβει σύνταξη αρχαιότητας, άμεση ή ετερόχρονη, δικαιούται, κατά την αποχώρησή του:

α) 

εάν έχει υπηρετήσει λιγότερο από ένα έτος, και εφόσον δεν έχει τύχει εφαρμογής της διευθετήσεως που ορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 την καταβολή επιδόματος αποχώρησης ίσου προς το τριπλάσιο των ποσών που έχουν παρακρατηθεί από τον βασικό μισθό του ως συνταξιοδοτικές εισφορές, αφαιρουμένων των ποσών που έχουν, ενδεχομένως, καταβληθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 42 και 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό,

β) 

στις άλλες περιπτώσεις, τις παροχές του άρθρου 11, παράγραφος 1, ή την καταβολή του αναλογιστικού ισοδύναμου των εν λόγω παροχών σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο συντάξεων της επιλογής του, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο εγγυώνται:

i) 

τη μη επιστροφή του κεφαλαίου,

ii) 

την καταβολή μηνιαίας προσόδου το νωρίτερο από το 60ό και το αργότερο από το 66ο έτος της ηλικίας,

iii) 

τη συμπερίληψη διατάξεων περί ανακληρονόμησης ή συντάξεων επιζώντων,

iv) 

ότι η μεταφορά σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή άλλο ταμείο θα εγκριθεί μόνον εφόσον το εν λόγω ταμείο πληρεί τους όρους που καθορίζονται στα σημεία i), ii) και iii).

2.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο β), υπάλληλος ηλικίας μικρότερης από την ηλικία συνταξιοδότησης, ο οποίος, από την είσοδό του στην υπηρεσία, έχει καταβάλει εισφορές για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα ή σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή σε ταμείο συντάξεων της επιλογής του που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, και αποχωρεί οριστικά από την υπηρεσία για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία χωρίς να μπορεί να λάβει σύνταξη αρχαιότητας, άμεση ή ετερόχρονη, δικαιούται, κατά την αποχώρησή του, την καταβολή επιδόματος αποχώρησης, ίσου με το αναλογιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του που απέκτησε λόγω της υπηρεσίας του στα όργανα. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ποσά που έχουν καταβληθεί για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του στο εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 42 ή 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, αφαιρούνται από το επίδομα αποχώρησης.

▼M112

3.  Στην περίπτωση οριστικής λήξης των καθηκόντων υπαλλήλου λόγω παύσεως, το προς καταβολή επίδομα αποχώρησης ή, κατά περίπτωση, το προς μεταφορά αναλογιστικό ισοδύναμο, καθορίζεται σε συνάρτηση με την απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο η) του Παραρτήματος IX.

▼M112 —————

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

▼M112

Επίδομα αναπηρίας

▼B

Άρθρο 13

►M112  1. ◄   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 1 παράγραφος 1 ο υπάλληλος ηλικίας κάτω των 65 ετών, ο οποίος στο διάστημα της περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας αποκτούσε δικαιώματα προς σύνταξη, κρίνεται από την επιτροπή αναπηρίας ότι έχει προσβληθεί από διαρκή αναπηρία που θεωρείται ως ολική και τον καθιστά ανίκανο για την άσκηση καθηκόντων αντιστοίχων προς κάποια θέση της σταδιοδρομίας του και ο οποίος γι' αυτό το λόγο, υποχρεώνεται να αναστείλει την υπηρεσία του ►M128   ►C9  στην Ένωση ◄  ◄ , δικαιούται όσο χρόνο διαρκεί αυτή η ανικανότητα ►M23   ►M112  του επιδόματος αναπηρίας ◄ που αναφέρεται στο άρθρο 78 του κανονισμού ◄ .

▼M112

2.  Ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας δύναται να ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, μόνον εφόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του έχει προηγουμένως χορηγήσει άδεια. Κάθε εισόδημα από την εν λόγω επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, το οποίο, σε συνδυασμό με το επίδομα αναπηρίας, υπερβαίνει τις τελευταίες εν ενεργεία συνολικές αποδοχές του τις καθοριζόμενες βάσει της μισθολογικής κλίμακας που ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τον οποίο καταβάλλεται το επίδομα, εκπίπτει από το επίδομα αναπηρίας.

Ο δικαιούχος επιδόματος υποχρεούται να υποβάλλει, κατόπιν αιτήματος, τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που, ενδεχομένως, θα του ζητηθούν και να κοινοποιεί στο όργανο στο οποίο ανήκει κάθε στοιχείο ικανό να μεταβάλει το εν λόγω δικαίωμα επί του επιδόματος.

▼B

Άρθρο 14

▼M62

Το δικαίωμα ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ γεννάται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τη συνταξιοδότηση που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M23

Όταν ο ►M62  πρώην υπάλληλος ◄ παύει να πληροί τις προϋποθέσεις ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ , επαναφέρεται υποχρεωτικά στην πρώτη κενή θέση της κατηγορίας ή του κλάδου που δημιουργείται και που αντιστοιχεί στη σταδιοδρομία του, με τον όρο ότι έχει τα απαιτούμενα προσόντα για την εν λόγω θέση. Άν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται, διατηρεί το δικαίωμα επαναφοράς του σε θέση της κατηγορίας ή του κλάδου του, όταν δημιουργηθεί παρόμοια κενή θέση και με τον όρο ότι έχει τα απαιτούμενα για αυτή προσόντα. Σε περίπτωση δεύτερης αρνήσεως, δύναται να παυθεί. ►M112  ————— ◄

Σε περίπτωση θανάτου του ►M62  πρώην υπαλλήλου ◄ που δικαιούται ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ το δικαίωμα επί ►M112  του επιδόματος αυτού ◄ αποσβέννυται στο τέλος του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο ο ►M62  πρώην υπάλληλος ◄ απεβίωσε.

▼B

Άρθρο 15

Όσο ο ►M62  πρώην υπάλληλος ◄ που απολαύει ►M112  επιδόματος ◄ αναπηρίας δεν έχει συμπληρώσει την ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης ◄ , το όργανο δύναται να τον υποβάλλει περιοδικά σε εξέταση, για να βεβαιώνεται, ότι συγκεντρώνει πάντοτε τις προϋποθέσεις που απαιτούνται, για να τύχει ►M112  αυτού του επιδόματος ◄ .

▼M112 —————

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Σύνταξη επιζώντων

Άρθρο 17

►M23   ►M112  Ο επιζών σύζυγος ◄ υπαλλήλου ο οποίος απεβίωσε ευρισκόμενος σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 του κανονισμού δικαιούται ◄ , ►M112  εφόσον είχε διατελέσει σύζυγός του/της ◄ επί ένα τουλάχιστον έτος και με την επιφύλαξη των διατάξεων του ανωτέρου άρθρου 1 παράγραφος 1 και του κατωτέρω άρθρου 22 ►M112  συντάξεως επιζώντων ◄ ίσης με το ►M5  60 % ◄ της συντάξεως αρχαιότητας που θα κατεβάλετο στον υπάλληλο, αν αυτός ηδύνατο να την απαιτήσει, χωρίς την προϋπόθεση διαρκείας της υπηρεσίας ►M62  ή την ηλικία του ◄ , κατά το χρόνο του θανάτου.

Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται ανωτέρω δεν απαιτείται, αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από αυτό το γάμο ή από προγενέστερο γάμο του υπαλλήλου, εφ' όσον ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων ή αν ο θάνατος του υπαλλήλου προέκυψε από αναπηρία ή ασθένεια, από την οποία αυτός προσεβλήθη κατά την άσκηση των καθηκόντων του, είτε από ατύχημα.

▼M56

Άρθρο 17α

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 1 και του άρθρου 22, ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ πρώην υπαλλήλου που απομακρύνθηκε από τη θέση του ή παύτηκε από τα καθήκοντα του βάσει των κανονισμών (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68, (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72 ή (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73 και απεβίωσε ενώ είχε δικαίωμα μηνιαίας αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή ενός από τους παραπάνω κανονισμούς, δικαιούται, ►M112  εφόσον ο γάμος είχε τελεσθεί πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του οργάνου και είχε διαρκέσει επί ένα τουλάχιστον έτος ◄ , ►M112  σύνταξη επιζώντων ◄ ίση με το 60 % της σύνταξης αρχαιότητας που θα εδικαιούτο ►M112  ο/η σύζυγος ◄ του/της αν μπορούσε, χωρίς όρους προϋπηρεσίας ή ηλικίας, να την απαιτήσει την ημερομηνία του θανάτου του.

Το ύψος της ►M112  σύνταξης επιζώντων ◄ που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τα ποσά που προβλέπονται στο άρθρο 79 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Πάντως, το ύψος της σύνταξης αυτής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το ποσό της πρώτης καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας που θα εδικαιούτο ο πρώην υπάλληλος αν παραμένοντας στη ζωή και έχοντας εξαντλήσει τα δικαιώματα του σε μια από τις παραπάνω αποζημιώσεις, είχει αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας.

Ο όρος της προγενέστερης σύναψης του γάμου, που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, δεν απαιτείται αν ένα ή περισσότερα τέκνα έχουν γεννηθεί από γάμο του πρώην υπαλλήλου, που είχε συναφθεί πριν να παύσει ο υπάλληλος να ασκεί τα καθήκοντα του, εφόσον ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ έχει ή είχε στο παρελθόν πραγματικά συντηρήσει τα τέκνα αυτά κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του παραρτήματος VII.

Το ίδιο συμβαίνει αν ο θάνατος του πρώην υπαλλήλου οφείλεται σε μια από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 στο τέλος του δεύτερου εδαφίου.

▼M112

Άρθρο 18

Ο επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου δικαιούχου συντάξεως αρχαιότητας δικαιούται, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22 και εφόσον το ζεύγος είχε τελέσει γάμο πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του οργάνου και ο γάμος είχε διαρκέσει επί ένα τουλάχιστον έτος, συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητας την οποία ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου του. Το ελάχιστο της συντάξεως επιζώντων είναι το 35 % του τελευταίου βασικού μισθού. Εντούτοις, το ποσό της συντάξεως επιζώντων δεν δύναται, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το ποσό της συντάξεως αρχαιότητας την οποία ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

Η διάρκεια του γάμου δεν λαμβάνεται υπόψη, αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από γάμο του υπαλλήλου που είχε συναφθεί πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία, εφόσον ο επιζών σύζυγος επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων.

▼M23

Άρθρο 18α

►M112  Ο επιζών σύζυγος ◄ πρώην υπαλλήλου που έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από την ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης ◄ , και ο οποίος έχει ζητήσει να αναβληθεί η χορήγηση συντάξεως αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα ο οποίος ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το ►M112  63ο έτος ◄ της ηλικίας του, δικαιούται, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22 και ►M112  εφόσον ο γάμος είχε τελεσθεί πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του οργάνου και είχε διαρκέσει επί ένα τουλάχιστον έτος ◄ , ►M112  συντάξεως επιζώντων ◄ ίσης με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητας την οποία θα εδικαιούτο ►M112  ο/η σύζυγός της/του ◄ στην ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης. ◄ Το ελάχιστο της ►M112  συντάξεως επιζώντων ◄ είναι 35 % του τελευταίου βασικού μισθού. Εντούτοις το ποσό της ►M112  συντάξεως επιζώντων ◄ δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβεί το ποσό της συντάξεως αρχαιότητος, της οποίας θα εδικαιούτο ο πρώην υπάλληλος στην ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης. ◄

Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται στην προηγούμενη πραράγραφο δεν απαιτείται αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από γάμο του ►M62  πρώην υπαλλήλου ◄ που είχε συναφθεί πριν από τη λήξη της δραστηριότητας του του συζύγου, εφ' όσον ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων.

▼M112

Άρθρο 19

Ο επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, εφόσον ήταν σύζυγός του/της κατά την ημερομηνία ενάρξεως της καταβολής του επιδόματος, δικαιούται, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22 του παρόντος Παραρτήματος, συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % του επιδόματος αναπηρίας το οποίο ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

Το ελάχιστο της συντάξεως επιζώντων ορίζεται στο 35 % του τελευταίου βασικού μισθού. Εντούτοις, το ποσό της συντάξεως επιζώντων δεν δύναται, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το ποσό του επιδόματος αναπηρίας το οποίο ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

▼B

Άρθρο 20

Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται ►M62  στα άρθρα 17α, 18, 18α και 19 ◄ ανωτέρω δεν απαιτείται, αν ο γάμος, έστω και αν συνήφθη μετά τη λήξη της δραστηριότητας του υπαλλήλου, διήρκεσε τουλάχιστον πέντε έτη.

Άρθρο 21

1.  Η σύνταξη ορφανού που προβλέπεται στο άρθρο 80 ►M62  πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καθορίζεται, για το πρώτο ορφανό στα οκτώ δέκατα της συντάξεως επιζώντων που θα εδικαιούτο ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ του υπαλλήλου ►M62  ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ , χωρίς τις μειώσεις που προβλέπονται στο κατωτέρω άρθρο 25.

▼M23

Δεν δύναται να είναι κατώτερη από το ελάχιστο όριο διαβιώσεως με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22.

▼B

2.  Η σύνταξη που καθορίζεται έτσι προσαυξάνεται, για καθένα από τα συντηρούμενα τέκνα από του δευτέρου, με ποσό ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος συντηρουμένων τέκνων.

▼M23

Το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Παραρτήματος VIII.

▼B

3.  Το συνολικό ποσό της συντάξεως και των επιδομάτων που λαμβάνεται με αυτό τον τρόπο κατανέμεται κατά ίσα μέρη μεταξύ των ορφανών που έλκουν δικαίωμα.

Άρθρο 22

Σε περίπτωση συνυπάρξεως ►M112  επιζώντος συζύγου ◄ και ορφανών που προέρχονται από προηγούμενο γάμο ή άλλων που έλκουν δικαίωμα, η ολική σύνταξη, που υπολογίζεται σαν σύνταξη ►M112  επιζώντος συζύγου ◄ που συντηρεί αυτά τα πρόσωπα, κατανέμεται μεταξύ των ομάδων των ενδιαφερομένων ανάλογα με τις συντάξεις που θα απενέμοντο στις διαφορετικές ομάδες, αν ελαμβάνοντο χωριστά.

Σε περίπτωση συνυπάρξεως ορφανών από διαφορετικούς γάμους, η ολική σύνταξη που υπολογίζεται, ως αν όλα προήρχοντο από τον ίδιο γάμο, κατανέμεται μεταξύ των ομάδων των ενδιαφερομένων ανάλογα με τις συντάξεις που θα απενέμοντο στις διαφορετικές ομάδες, αν ελαμβάνοντο χωριστά.

Για τον υπολογισμό της κατανομής που προβλέπεται ανωτέρω, τα τέκνα που προέρχονται από προηγούμενο γάμο ενός των συζύγων και αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, συμεπεριλαμβάνονται στην ομάδα των τέκνων που προέρχονται από το γάμο με τον υπάλληλο ►M62  ή πρώην υπάλληλο ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ .

Στην περίπτωση που προβλέπεται στη δεύτερη παράγραφο ανωτέρω, οι ανιόντες που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενοι, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, εξομοιώνονται με τα συντηρούμενα τέκνα και για τον υπολογισμό της κατανομής συμπεριλαμβάνονται στην ομάδα των κατιόντων.

▼M62 —————

▼B

Άρθρο 24

Το δικαίωμα συντάξεως επιζώντων γεννάται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί το θάνατο του υπαλλήλου ►M62  ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας  ◄  ◄ . ►M23  Εν τούτοις όταν ο θάνατος του υπαλλήλου ή του δικαιούχου συντάξεως δικαιολογεί την πληρωμή που προβλέπεται στο άρθρο 70 του κανονισμού, το δικαίωμα αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του τετάρτου μήνα από το χρόνο του θανάτου. ◄

Το δικαίωμα συντάξεως επιζώντων λήγει στο τέλος του ημερολογιακού μήνα, κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος του δικαιούχου ή κατά τη διάρκεια του οποίου παύει αυτός να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για να απολαύει τέτοιας συντάξεως. ►M112  Ομοίως, το δικαίωμα συντάξεως ορφανού λήγει, εάν ο δικαιούχος παύσει να θεωρείται συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII. ◄

Άρθρο 25

Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος υπαλλήλου ►M62  ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη επιζώντων που καθορίσθηκε σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις υφίσταται, κατά πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:

— 
1 % για τα έτη που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ του 10ου και του 20ού έτους,
— 
2 % για τα έτη από το 20ό ως το 25ο έτος αποκλειστικά,
— 
3 % για τα έτη από το 25ο ως το 30ό έτος αποκλειστικά,
— 
4 % για τα έτη από το 30ό ως το 35ο έτος αποκλειστικά,
— 
5 % για τα έτη από το 35ο έτος.

Άρθρο 26

►M112  Ο επιζών σύζυγος ◄ που τελεί εκ νέου γάμο παύει να δικαιούται της συντάξεως επιζώντων. Δικαιούται της άμεσου καταβολής ποσού σε κεφάλαιο ίσο με το διπλάσιο του ετησίου ποσού της συντάξεώς της επιζώντων, με την επιφύλαξη της μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 80 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼M112

Άρθρο 27

Ο διαζευγμένος σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούται συντάξεως επιζώντων κατά τα οριζόμενα στο παρόν κεφάλαιο, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδείξει ότι ο πρώην σύζυγος ήταν υποχρεωμένος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, να του/της καταβάλλει διατροφή, δυνάμει δικαστικής απόφασης, ή λόγω ισχύοντος διακανονισμού μεταξύ αυτού/αυτής και του/της πρώην συζύγου, ο οποίος έχει επισήμως καταχωρηθεί.

Η σύνταξη επιζώντων δεν μπορεί, ωστόσο, να υπερβαίνει το ποσό της διατροφής που καταβάλλετο κατά τον χρόνο του θανάτου του πρώην συζύγου, το ύψος της δε ►M131  επικαιροποιείται ◄ σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 82 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ο διαζευγμένος σύζυγος στερείται του δικαιώματός του, εάν είχε συνάψει νέο γάμο πριν από τον θάνατο του πρώην συζύγου. Εφαρμόζεται το άρθρο 26, εάν συνάψει νέο γάμο μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου.

▼B

Άρθρο 28

▼M62

Σε περίπτωση που υπάρχουν ταυτόχρονα ►M112  περισσότεροι από ένας διαζευγμένοι σύζυγοι που δικαιούνται σύνταξης επιζώντων ή ένας ή περισσότεροι διαζευγμένοι σύζυγοι και ένας επιζών σύζυγος δικαιούμενος ◄ σύνταξης επιζώντων, η σύνταξη αυτή κατανέμεται ανάλογα με την αντίστοιχη διάρκεια των γάμων. Οι όροι του άρθρου 27 δεύτερο και τρίτο εδάφιο ισχύουν και στην περίπτωση αυτή.

▼B

Σε περίπτωση παραιτήσεως ή θανάτου ►M112  ενός των δικαιούχων, η μερίδα αυτού ◄ επαυξάνει τη μερίδα των άλλων, εκτός από μεταβίβαση του δικαιώματος της συντάξεως προς όφελος των ορφανών, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 80 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού.

Οι μειώσεις για διαφορά ηλικίας που προβλέπονται στο άρθρο 25 ανωτέρω εφαρμόζονται χωριστά στις συντάξεις που συστάθηκαν σύμφωνα με την κατανομή που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 29

Αν ►M112  ο διαζευγμένος σύζυγος εξέπεσε των δικαιωμάτων του ◄ επί της συντάξεως κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 κατωτέρω, η ολική σύνταξη χορηγείται ►M112  στον επιζώντα σύζυγο ◄ με την επιφύλαξη της μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 80 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Προσωρινές συντάξεις

Άρθρο 30

Ο σύζυγος ή τα πρόσωπα που θεωρούνται ως συντηρούμενα από έναν ►M62  που ευρίσκεται σε υπηρεσιακή κατάσταση προβλεπόμενη από το άρθρο 35 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ◄ υπάλληλο που εξαφανίσθηκε από την οικία του, δύνανται να λάβουν, προσωρινά, σύνταξη επιζώντων που υπολογίζεται βάσει των σχετικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων επιζώντων που θα είχαν αποκτήσει από τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, εφ' όσον έχει παρέλθει πλέον του ενός έτους από την ημέρα της εξαφανίσεως του εν λόγω υπαλλήλου.

Άρθρο 31

Ο σύζυγος ή τα πρόσωπα που θεωρούνται ως συντηρούμενα ►M62  από έναν πρώην υπάλληλο ◄ δικαιούχο συντάξεως αρχαιότητας ή ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ δύνανται να επιτύχουν προσωρινά την εκκαθάριση δικαιώματος συντάξεως επιζώντων που θα είχαν αποκτήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, εφ' όσον ο δικαιούχος έχει εξαφανισθεί από την οικία του πλέον του ενός έτους.

▼M62

Άρθρο 31α

Εφόσον έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από την ημέρα που είναι αγνώστου διαμονής ένας πρώην υπάλληλος, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 18α του παραρτήματος VIII, ή ένας πρώην υπάλληλος δικαιούχος αποζημίωσης είτε κατά το άρθρο 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ►M112  είτε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89 ( 13 ), τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002 ( 14 ), τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002 ( 15 ) ή τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002 ( 16 ) ◄ , ο σύζυγος ή τα πρόσωπα που θεωρούνται ως συντηρούμενα από τον πρώην υπάλληλο μπορούν να επιτύχουν προσωρινά την εκκαθάριση των δικαιωμάτων σύνταξης επιζώντων που θα είχαν βάσει των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος.

▼B

Άρθρο 32

Οι διατάξεις του άρθρου 31 ανωτέρω εφαρμόζονται στα πρόσωπα που θεωρούνται ως συντηρούμενα από πρόσωπο που είναι δικαιούχος συντάξεως επιζώντων που κατέχει παρόμοια δικαιώματα και έχει εξαφανισθεί εκ της οικίας του πέραν του ενός έτους.

Άρθρο 33

Οι προσωρινές συντάξεις που προβλέπονται ανωτέρω στα άρθρα 30, 31 ►M62  , 31α ◄ και 32 μετατρέπονται σε οριστικές συντάξεις, όταν ο θάνατος του υπαλλήλου ή ►M62  του πρώην υπαλλήλου ◄ έχει πιστοποιηθεί επισήμως ή η εξαφάνιση εκηρύχθη με δικαστική απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Αύξηση συντάξεως συντηρουμένων τέκνων

Άρθρο 34

Οι διατάξεις του άρθρου 81 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού εφαρμόζονται στους δικαιούχους προσωρινής συντάξεως.

▼M112

Τα άρθρα 80 και 81 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται επίσης στα τέκνα που γεννήθηκαν πριν από την παρέλευση 300 ημερών από τον θάνατο του υπαλλήλου ή του πρώην υπαλλήλου δικαιούχου συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας.

▼M23 —————

▼B

Άρθρο 35

▼M23

Η χορήγηση ►M112  συντάξεως αρχαιότητας ή επιζώντων ή επιδόματος αναπηρίας ◄ ή προσωρινής συντάξεως δεν παρέχει δικαίωμα για αποζημίωση αποδημίας.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7



Τμήμα 1

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

Άρθρο 36

Κάθε είσπραξη μισθού ►M112  ή επιδόματος αναπηρίας ◄ υπόκειται σε συνεισφορά υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρα 77 και 84 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

Άρθρο 37

Ο εν ενεργεία υπάλληλος που έχει αποσπασθεί εξακολουθεί να καταβάλλει την εισφορά που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο βάσει του μισθού που αντιστοιχεί στο κλιμάκιο και το βαθμό του. Το ίδιο ισχύει και για τον υπάλληλο που δικαιούται της αποζημιώσεως που προβλέπεται στην περίπτωση διαθεσιμότητας και απομακρύνσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας εντός του ορίου των πέντε ετών που προβλέπονται στο άρθρο 3 ανωτέρω ►M39  , καθώς και για τον υπάλληλο σε άδεια για προσωπικούς λόγους που συνεχίζει να αποκτά νέα δικαιώματα σύνταξης σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 40 παράγραφος 3 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης. ◄

Όλες οι παροχές που δικαιούται ο υπάλληλος ή οι έλκοντες εξ αυτού δικαίωμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος συνταξιοδοτικού καθεστώτος υπολογίζονται βάσει αυτού του μισθού.

Άρθρο 38

Οι συνεισφορές που εισπράχθησαν κανονικά δεν δύνανται να αναζητηθούν. Αυτές που δεν εισπράχθησαν κανονικά δεν παρέχουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Επιστρέφονται ατόκως κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου ή των ελκόντων εξ αυτού δικαίωμα.

▼M112 —————

▼B



Τμήμα 2

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Άρθρο 40

►M23  Η εκκαθάριση της ►M112  συντάξεως αρχαιότητας, επιζώντων ή της προσωρινής συντάξεως ή του επιδόματος αναπηρίας ◄ εναπόκειται στην αρμοδιότητα του οργάνου στο οποίο υπαγόταν ο υπάλληλος κατά το χρόνο της λήξεως των καθηκόντων του. Η λεπτομερής ανάλυση της εκκαθαρίσεως αυτής κοινοποιείται στον υπάλληλο ή στους έλκοντες εξ αυτού δικαιώματα και ►M128   ►C9  στην Ευρωπαïκή Επιτροπή ◄  ◄ , η οποία αναλαμβάνει την καταβολή των συντάξεων συγχρόνως με την απόφαση περί χορηγήσεως της εν λόγω συντάξεως. ◄ ►M112  Η σύνταξη αρχαιότητας ή το επίδομα αναπηρίας δεν δύναται να καταβάλλονται σωρευτικά με μισθό ο οποίος πληρώνεται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από μία από τις Υπηρεσίες, ούτε με την αποζημίωση που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Ομοίως, δεν συμβιβάζονται με οποιαδήποτε αμοιβή προκύπτει από ανάληψη καθηκόντων σε ένα από τα όργανα ή τις Υπηρεσίες. ◄

Άρθρο 41

Οι συντάξεις δύνανται να αναθεωρούνται κάθε στιγμή, στην περίπτωση σφάλματος ή παραλείψεως οποιασδήποτε φύσεως.

Δύνανται να τροποποιηθούν ή να διακοπούν αν η χορήγηση έγινε βάσει όρων οι οποίοι είναι αντίθετοι με τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και του παρόντος παραρτήματος.

Άρθρο 42

Οι έλκοντες δικαίωμα εξ αποθανόντος υπαλλήλου ►M62  ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ , οι οποίοι δε ζήτησαν την εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων ►M112  ή του επιδόματός τους ◄ εντός του επομένου από της ημερομηνίας του θανάτου του υπαλλήλου ►M62  ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ έτους, χάνουν τα δικαιώματά τους, εκτός της περιπτώσεως ανωτέρας βίας δεόντως αποδεικνυομένης.

Άρθρο 43

Ο ►M62  πρώην υπάλληλος ◄ και οι εξ αυτού έλκοντες δικαίωμα οι οποίοι δικαιούνται τις παροχές που προβλέπονται από το παρόν συνταξιοδοτικό καθεστώς υποχρεούνται να προσκομίσουν τις απαιτούμενες ενδεχομένως γραπτές αποδείξεις και να κοινοποιήσουν στο όργανο που προβλέπεται κατωτέρω στο άρθρο 45, δεύτερη παράγραφος, κάθε στοιχείο που είναι δυνατό να τροποποιήσει τα επί της παροχής δικαιώματά τους.

Άρθρο 44

Ο υπάλληλος που έχασε εν όλω ή εν μέρει το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα ►M112  προσωρινά ◄ , κατ' εφαρμογή των διατάξεων ►M112  του άρθρου 9 του Παραρτήματος IX ◄ , δικαιούται να απαιτήσει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε ως συνεισφορά στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως κατ' αναλογία προς τη μείωση της συντάξεώς του.



Τμήμα 3

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΠΑΡΟΧΩΝ

Άρθρο 45

Οι παροχές που προβλέπονται στο παρόν σύστημα συνταξιοδοτήσεως καταβάλλονται κατά μήνα και σε λήξασα διορία.

Η χορήγηση των παροχών αυτών εξασφαλίζεται ►M15  εξ ονόματος ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄  ◄ , επιμελεία του οργάνου που ορίζεται από τις αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές. Κανένα άλλο όργανο δεν δύναται με οποιαδήποτε ονομασία να προβεί σε πληρωμή, εκ των ιδίων του πόρων, οποιασδήποτε παροχής που ποοβλέπεται στο παρόν σύστημα συνταξιοδοτήσεως.

▼M112

Για τους συνταξιούχους που διαμένουν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι παροχές καταβάλλονται σε ευρώ σε τράπεζα ►M131  της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ◄

Για τους συνταξιούχους που διαμένουν εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι συντάξεις καταβάλλονται σε ευρώ σε τράπεζα ►M131   της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ◄ της χώρας διαμονής. Η σύνταξη μπορεί, κατ' εξαίρεση, να καταβάλλεται ►M131  ————— ◄ σε συνάλλαγμα στη χώρα διαμονής του συνταξιούχου, με μετατροπή βάσει των πλέον πρόσφατων τιμών συναλλάγματος που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας.

▼M62 —————

▼B

Άρθρο 46

Όλα τα υπολειπόμενα ποσά που οφείλονται από τον υπάλληλο ►M62  ή πρώην υπάλληλο ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ ►M128   ►C9  στην Ένωση ◄  ◄ , κατά την ημερομηνία που ο υπάλληλος δικαιούται μιας από τις παροχές που προβλέπονται στο παρόν συνταξιοδοτικό καθεστώς αφαιρούνται από το ποσό των παροχών του ή των παροχών που περιέρχονται στους εξ αυτού έλκοντας δικαίωμα. Η καταβολή αυτή δύναται να κλιμακωθεί σε περισσότερους του ενός μήνες.

▼M62 —————

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Μεταβατικές διατάξεις

Άρθρο 48

Ο υπάλληλος που υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως κατ' εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων απολαύει του δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως από την ημέρα της ασφαλίσεώς του στο κοινό προσωρινό καθεστώς πρόνοιας των οργάνων ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ .

Παρά τις αντίθετες διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ο υπάλληλος δικαιούται, κατόπιν αιτήσεώς του, του δικαιώματος συντάξεως από την ημέρα αναλήψεως υπηρεσίας υπό οποιαδήποτε μορφή, σε ένα από τα όργανα ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ . Στην περίπτωση που δεν είχε προβεί σε καταβολές υπέρ του καθεστώτος προνοίας κατά τη διάρκεια μέρους ή ολοκλήρου της προηγούμενης περιόδου υπηρεσίας του, γίνεται δεκτή η εξαγορά διά τμηματικών πληρωμών των δικαιωμάτων, για τα οποία δεν κατέβαλε εισφορά. Το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται από τον υπάλληλο και οι αντίστοιχες εισφορές που καταβάλλονται από το όργανο θεωρείται ως υφιστάμενο για λογαριασμό του υπαλλήλου στο προσωρινό καθεστώς προνοίας κατά την ημερομηνία που αρχίζει να ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως.

Άρθρο 49

Αν ο υπάλληλος έκανε χρήση της ευχερείας που του παρεσχέθη να προβεί σε ανάληψη από το λογαριασμό του στο προσωρινό καθεστώς προνοίας των οργάνων ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ των ποσών, τα οποία υπεχρεούτο να καταβάλει στη χώρα καταγωγής, για να διατηρήσει τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα, τα δικαιώματα της συντάξεως, για την περίοδο υπαγωγής του στο προσωρινό καθεστώς προνοίας, μειώνονται ανάλογα με τα ποσά των αναλήψεών του.

Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται επί του υπαλλήλου, ο οποίος, εντός των τριών μηνών από της υπαγωγής του στον κανονισμό εζήτησε να προβεί σε αντικαταβολή των ποσών αυτών, προσαυξανόμενα κατά το ποσό των τόκων προς 3,5 % κατ' έτος ετησίως.

Άρθρο 50

Ο υπάλληλος που υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων δύναται, αν τα καθήκοντά του λήγουν στην ηλικία των 65 ετών, χωρίς, εν τούτοις, να έχει συμπληρώσει τα δέκα έτη υπηρεσίας που προβλέπονται στο άρθρο 77 πρώτη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, να επιλέξει μεταξύ του δικαιώματος επιδόματος που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 ανωτέρω ή συντάξεως που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 77 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

Άρθρο 51

Οι διατάξεις του παρόντος συστήματος συνταξιοδοτήσεως εφαρμόζονται στις χήρες και τους έλκοντες δικαίωμα εκ των αποβιωσάντων εν ενεργεία υπαλλήλων πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και στους υπαλλήλους που προσεβλήθησαν, πριν από την θέση σε ισχύ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, από διαρκή αναπηρία που κρίνεται ως ολική, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 78 του κανονισμού, με την επιφύλαξη της καταβολής ►M128   ►C9  στην Ένωση ◄  ◄ , ποσών που περιλαμβάνονται στο λογαριασμό του ενδιαφερομένου, ο οποίος ανοίγεται βάσει του κοινού προσωρινού καθεστώτος προνοίας των οργάνων ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ . ►M128   ►C9  Η Ένωση ◄  ◄ αναλαμβάνει την καταβολή των παροχών που προβλέπονται σε αυτό το συνταξιοδοτικό καθεστώς.

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

Πειθαρχική διαδικασία

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

1.  Όταν μια έρευνα της OLAF αποκαλύπτει το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ενός οργάνου, ο υπάλληλος αυτός ενημερώνεται ταχέως, εφόσον αυτό δεν βλάπτει την έρευνα. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να συντάσσονται πορίσματα αναφερόμενα ονομαστικά σε υπάλληλο κατά την περάτωση της έρευνας, χωρίς να έχει δοθεί η δυνατότητα στον εν λόγω υπάλληλο να διατυπώσει παρατηρήσεις για τα γεγονότα που τον αφορούν. Τα πορίσματα κάνουν μνεία των εν λόγω παρατηρήσεων.

2.  Στις περιπτώσεις που απαιτούν την απόλυτη τήρηση του απορρήτου για τους σκοπούς της έρευνας και συνεπάγονται προσφυγή σε ανακριτικές διαδικασίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η εκτέλεση της υποχρέωσης να καλείται ο υπάλληλος να διατυπώσει παρατηρήσεις, μπορεί να αναβληθεί, σε συμφωνία με την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να κινείται η πειθαρχική διαδικασία, πριν να δοθεί στον υπάλληλο η δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις.

3.  Εάν, κατόπιν έρευνας της OLAF, δεν μπορεί να στηριχθεί καμία κατηγορία κατά υπαλλήλου εις βάρος του οποίου προβλήθηκαν ισχυρισμοί, η έρευνα που τον αφορά περατούται, χωρίς να αναληφθεί περαιτέρω δράση με απόφαση του διευθυντή της OLAF, ο οποίος ενημερώνει τον υπάλληλο και το οικείο όργανο γραπτώς. Ο υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η απόφαση αυτή στον ατομικό του φάκελο.

Άρθρο 2

1.  Οι κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος εφαρμόζονται, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις, και σε άλλες διοικητικές έρευνες που διενεργούνται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

2.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο κατά το πέρας της έρευνας και του γνωστοποιεί τα πορίσματα της αναφοράς που συντάχθηκε για την έρευνα και, κατόπιν αιτήσεώς του και με την επιφύλαξη της προστασίας των νομίμων συμφερόντων τρίτων, όλα τα έγγραφα που έχουν άμεση σχέση με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν εις βάρος του.

3.   ►M131  Οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές κάθε θεσμικού οργάνου ◄ θεσπίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 3

1.  Με βάση την αναφορά που συντάχθηκε για την έρευνα, αφού κοινοποιηθούν στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο όλα τα στοιχεία του φακέλου και μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί:

α) 

να αποφασίζει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου· τότε, ο τελευταίος ενημερώνεται σχετικά γραπτώς· ή

β) 

να αποφασίζει ότι, ακόμη και αν υπάρχει ή φαίνεται να υπάρχει παράβαση συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις, δεν πρέπει να ληφθούν πειθαρχικά μέτρα και, ενδεχομένως, να απευθύνει στον υπάλληλο προειδοποίηση· ή

γ) 

σε περίπτωση παράβασης συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 86 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης:

i) 

να αποφασίζει να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στο τμήμα 4 του παρόντος Παραρτήματος, ή

ii) 

να αποφασίζει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.

Άρθρο 4

Εάν ο υπάλληλος δεν μπορεί να ακουσθεί για αντικειμενικούς λόγους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Παραρτήματος, μπορεί να ζητήσει να διατυπώσει παρατηρήσεις γραπτώς ή μπορεί να εκπροσωπηθεί από πρόσωπο της επιλογής του.



Τμήμα 2

Πειθαρχικό συμβούλιο

Άρθρο 5

1.   ►M131  Σε κάθε θεσμικό όργανο συγκροτείται πειθαρχικό συμβούλιο, στο εξής καλούμενο «το συμβούλιο», εκτός εάν δύο ή περισσότεροι οργανισμοί αποφασίσουν, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης να συγκροτήσουν κοινό συμβούλιο. ◄ Το συμβούλιο περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον μέλος, το οποίο μπορεί να είναι ο πρόεδρος, επιλεγόμενο εκτός του οργάνου.

2.  Το συμβούλιο απαρτίζεται από τον πρόεδρο και από τέσσερα τακτικά μέλη, τα οποία μπορούν να αντικαθίστανται από αναπληρωτές· για τις περιπτώσεις όπου ενέχεται υπάλληλος βαθμού μέχρι AD 13, το συμβούλιο περιλαμβάνει δύο συμπληρωματικά μέλη που ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων και στον ίδιο βαθμό με τον υπάλληλο που υποβάλλεται στην πειθαρχική διαδικασία.

3.  Τα μέλη του συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους διορίζονται μεταξύ των εν ενεργεία υπαλλήλων με βαθμό τουλάχιστον AD 14 για όλες τις περιπτώσεις, εκτός από εκείνες που αφορούν υπαλλήλους βαθμού AD 16 ή AD 15.

4.  Τα μέλη του συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους διορίζονται μεταξύ των εν ενεργεία υπαλλήλων με βαθμό AD 16 για τις περιπτώσεις που αφορούν υπαλλήλους βαθμού AD 16 ή AD 15.

5.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και η επιτροπή προσωπικού συμφωνούν για την εφαρμογή ειδικής προς τούτο διαδικασίας για τον διορισμό των δύο συμπληρωματικών μελών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και που πρέπει να μετέχουν στη σύνθεση στις περιπτώσεις όπου ενέχεται υπάλληλος τοποθετημένος σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 6

1.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και η επιτροπή προσωπικού διορίζουν η κάθε μία, ταυτόχρονα, δύο τακτικά μέλη και δύο αναπληρωματικά.

2.  Ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής του διορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

3.  Ο πρόεδρος, τα μέλη και οι αναπληρωτές διορίζονται για περίοδο τριών ετών. Εντούτοις, τα όργανα μπορούν να προβλέπουν, για τα μέλη και τους αναπληρωτές τους, μικρότερη διάρκεια θητείας, τουλάχιστον όμως ενός έτους.

4.  Τα δύο μέλη του διευρυμένου συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, διορίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:

α) 

η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συντάσσει κατάλογο που περιλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, τα ονόματα δύο υπαλλήλων κάθε βαθμού από κάθε ομάδα καθηκόντων. Ταυτόχρονα, η επιτροπή προσωπικού διαβιβάζει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατάλογο που συντάσσει με τον ίδιο τρόπο·

β) 

εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση της αναφοράς επί της οποίας βασίζεται η απόφαση κίνησης της πειθαρχικής διαδικασίας ή της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 22 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου, παρουσία του ενδιαφερομένου, προχωρεί σε κλήρωση δύο μελών του συμβουλίου από τους ανωτέρω καταλόγους, και συγκεκριμένα ένα μέλος από κάθε κατάλογο. Ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίζει να τον αντικαταστήσει ο γραμματέας στη διαδικασία αυτή. Ο πρόεδρος κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και σε κάθε ένα από τα μέλη την πλήρη σύνθεση του συμβουλίου.

5.  Εντός πέντε ημερών από τη συγκρότηση του συμβουλίου, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται μία φορά να ζητήσει την εξαίρεση ενός από τα μέλη του συμβουλίου. Το όργανο επίσης δικαιούται να ζητήσει την εξαίρεση ενός από τα μέλη του συμβουλίου.

Εντός της ίδιας προθεσμίας, τα μέλη του συμβουλίου μπορούν να προβάλλουν νόμιμους λόγους αυτοεξαίρεσής τους και πρέπει να απέχουν, εάν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

Ο πρόεδρος του συμβουλίου προβαίνει, εάν χρειασθεί, σε νέα κλήρωση για την αντικατάσταση των μελών που διορίσθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Άρθρο 7

Το συμβούλιο επικουρείται από ένα γραμματέα, ο οποίος διορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Άρθρο 8

1.  Ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου απολαύουν απόλυτης ανεξαρτησίας κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους.

2.  Οι διασκέψεις και οι εργασίες του συμβουλίου είναι απόρρητες.



Τμήμα 3

Πειθαρχικά μέτρα

Άρθρο 9

1.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να επιβάλει μια από τις ακόλουθες κυρώσεις:

α) 

έγγραφη προειδοποίηση,

β) 

επίπληξη,

γ) 

αναστολή της προαγωγής κατά κλιμάκιο για διάστημα μεταξύ ενός μηνός και είκοσι τριών μηνών,

δ) 

τοποθέτηση σε κατώτερο κλιμάκιο,

ε) 

προσωρινό υποβιβασμό για περίοδο μεταξύ 15 ημερών και ενός έτους,

στ) 

υποβιβασμό στο εσωτερικό της ίδιας ομάδας καθηκόντων,

ζ) 

κατάταξη σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων, με ή χωρίς υποβιβασμό,

η) 

παύση με ενδεχόμενη μείωση κατά το ανάλογο χρονικό διάστημα της σύνταξης ή με παρακράτηση, για συγκεκριμένο διάστημα, από το ποσό του επιδόματος αναπηρίας, χωρίς όμως οι συνέπειες του μέτρου αυτού να θίγουν τους έλκοντες δικαιώματα από τον υπάλληλο. Ωστόσο, στην περίπτωση τέτοιας παρακράτησης, το εισόδημα του εν λόγω πρώην υπαλλήλου δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII, προσαυξημένο, ενδεχομένως, με τα καταβλητέα οικογενειακά επιδόματα.

2.  Στην περίπτωση υπαλλήλου που λαμβάνει σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει, για ορισμένο χρονικό διάστημα, παρακράτηση από το ποσό της σύνταξής του ή από το επίδομα αναπηρίας, χωρίς όμως οι συνέπειες του μέτρου αυτού να θίγουν τους έλκοντες δικαιώματα από τον υπάλληλο. Το εισόδημα του εν λόγω υπαλλήλου, εντούτοις, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII, προσαυξημένο ενδεχομένως με τα καταβλητέα οικογενειακά επιδόματα.

3.  Για το ίδιο παράπτωμα μπορεί να επιβάλλεται μόνο μία πειθαρχική κύρωση.

Άρθρο 10

Η αυστηρότητα της επιβαλλόμενης πειθαρχικής κύρωσης πρέπει να είναι ανάλογη προς τη βαρύτητα του παραπτώματος. Για τον καθορισμό της βαρύτητας του παραπτώματος και τη λήψη απόφασης για την πειθαρχική κύρωση που πρέπει να επιβληθεί, λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, τα εξής:

α) 

η φύση του παραπτώματος και οι περιστάσεις υπό τις οποίες έχει διαπραχθεί,

β) 

ο βαθμός στον οποίο το παράπτωμα επηρέασε αρνητικά την ακεραιότητα, τη φήμη ή τα συμφέροντα των οργάνων,

γ) 

ο βαθμός πρόθεσης ή αμέλειας στο παράπτωμα,

δ) 

τα κίνητρα που οδήγησαν τον υπάλληλο να διαπράξει το παράπτωμα,

ε) 

ο βαθμός και η αρχαιότητα του υπαλλήλου,

στ) 

ο βαθμός προσωπικής ευθύνης του υπαλλήλου,

ζ) 

το επίπεδο των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου,

η) 

το στοιχείο της υποτροπής στην πράξη ή την επιλήψιμη συμπεριφορά,

θ) 

η συμπεριφορά του υπαλλήλου σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.



Τμήμα 4

Πειθαρχική διαδικασία χωρίς προσφυγή στο πειθαρχικό συμβούλιο

Άρθρο 11

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει να επιβάλει την ποινή της έγγραφης προειδοποίησης ή της επίπληξης χωρίς να συμβουλευθεί το συμβούλιο. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ακούεται πριν να αναλάβει δράση η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.



Τμήμα 5

Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου

Άρθρο 12

1.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υποβάλει αναφορά στο συμβούλιο, στην οποία πρέπει να σημειώνονται με σαφήνεια τα προσαπτόμενα και, εφόσον συντρέχει λόγος, οι περιστάσεις υπό τις οποίες έχουν συντελεσθεί, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων.

2.  Η αναφορά διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και στον πρόεδρο του συμβουλίου, ο οποίος την γνωστοποιεί στα μέλη του συμβουλίου.

Άρθρο 13

1.  Από την παραλαβή της αναφοράς αυτής, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει πλήρη γνώση του ατομικού του φακέλου, καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των ελαφρυντικών.

2.  Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος διαθέτει προθεσμία δεκαπέντε ημερών τουλάχιστον από την ημερομηνία παραλαβής της αναφοράς, με την οποία κινείται η πειθαρχική διαδικασία, για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του.

3.  Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να βοηθείται από πρόσωπο της εκλογής του.

Άρθρο 14

Εάν, παρουσία του προέδρου του συμβουλίου, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος αναγνωρίσει ότι υπάρχει παράπτωμα εκ μέρους του και αποδεχθεί άνευ επιφυλάξεων την αναφορά που αναφέρεται στο άρθρο 12 του παρόντος Παραρτήματος, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποσύρει την υπόθεση από το συμβούλιο, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ της φύσεως του παραπτώματος και της προβλεπόμενης κύρωσης. Όταν η υπόθεση αποσύρεται από το συμβούλιο, ο πρόεδρος διατυπώνει γνώμη σχετικά με την προβλεπόμενη κύρωση.

Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να επιβάλει, κατά παρέκκλιση του άρθρου 11 του παρόντος Παραρτήματος, μία από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως και δ) του παρόντος Παραρτήματος.

Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ενημερώνεται πριν να αναγνωρίσει το παράπτωμά του για τις πιθανές συνέπειες της αναγνώρισης αυτής.

Άρθρο 15

Πριν από την πρώτη συνεδρίαση του συμβουλίου, ο πρόεδρος αναθέτει σε ένα από τα μέλη του να εκπονήσει αναφορά για το σύνολο της υπόθεσης και ενημερώνει σχετικά τα λοιπά μέλη του συμβουλίου.

Άρθρο 16

1.  Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ακούεται από το συμβούλιο· στην ακρόαση, μπορεί να αναπτύξει έγγραφες ή προφορικές παρατηρήσεις, αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπου. Μπορεί να καλεί μάρτυρες.

2.  Το όργανο εκπροσωπείται ενώπιον του συμβουλίου από υπάλληλο ειδικά εξουσιοδοτημένο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ο οποίος διαθέτει τα ίδια δικαιώματα με τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

3.  Το συμβούλιο μπορεί να ακούει τους υπαλλήλους της OLAF που διενήργησαν έρευνα, στις περιπτώσεις που η έρευνα άρχισε από την OLAF.

Άρθρο 17

1.  Εάν το συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει διαφωτισθεί επαρκώς για τα προσαπτόμενα ή για τις περιστάσεις υπό τις οποίες διεπράχθησαν, διατάσσει έρευνα κατ' αντιπαράσταση.

2.  Ο πρόεδρος ή ένα μέλος του συμβουλίου διεξάγει την έρευνα για λογαριασμό του συμβουλίου. Για τους σκοπούς της έρευνας, το συμβούλιο μπορεί να ζητεί τη διαβίβαση οποιουδήποτε εγγράφου έχει σχέση με την υπόθεση που του έχει υποβληθεί. Το όργανο απαντά σε κάθε αίτηση του είδους αυτού εντός της προθεσμίας την οποία, ενδεχομένως, έχει τάξει το συμβούλιο. Εάν η αίτηση αυτή απευθύνεται στον υπάλληλο, λαμβάνεται υπόψη κάθε άρνησή του να συμμορφωθεί.

Άρθρο 18

Αφού εξετάσει τα έγγραφα που προσκομίζονται ενώπιόν του και λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες, γραπτές ή προφορικές, δηλώσεις, καθώς και τα πορίσματα της έρευνας η οποία διεξήχθη, το συμβούλιο εκδίδει, κατά πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη ως προς την πραγματική τέλεση των προσαπτομένων πράξεων και, ως προς τις κυρώσεις που κρίνει ότι πρέπει να επισύρουν οι πράξεις αυτές για τον υπάλληλο. Την εν λόγω γνώμη υπογράφουν όλα τα μέλη του συμβουλίου. Κάθε μέλος του συμβουλίου μπορεί να επισυνάψει στη γνώμη τη διαφορετική άποψή του. Το συμβούλιο διαβιβάζει τη γνώμη στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία λήψης της αναφοράς της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, εφόσον η προθεσμία αυτή αρκεί σε σχέση με την πολυπλοκότητα του φακέλου. Όταν έχει διενεργηθεί έρευνα με πρωτοβουλία του συμβουλίου, η προθεσμία είναι τέσσερις μήνες, εφόσον αρκεί σε σχέση με την πολυπλοκότητα του φακέλου.

Άρθρο 19

1.  Ο πρόεδρος του συμβουλίου δεν ψηφίζει, εκτός εάν πρόκειται για διαδικαστικά ζητήματα ή σε περίπτωση ισοψηφίας.

2.  Ο πρόεδρος μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων που έχουν ληφθεί από το συμβούλιο και γνωστοποιεί, σε κάθε ένα από τα μέλη του, όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που έχουν σχέση με την υπόθεση.

Άρθρο 20

Ο γραμματέας συντάσσει πρακτικά των συνεδριάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου. Οι μάρτυρες υπογράφουν το πρακτικό των καταθέσεών τους.

Άρθρο 21

1.  Τα έξοδα που προκαλούνται κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας με πρωτοβουλία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, ιδίως οι αμοιβές που καταβάλλονται σε πρόσωπο που έχει επιλέξει για να τον βοηθήσει ή για την υπεράσπισή του, βαρύνουν τον υπάλληλο στην περίπτωση που η πειθαρχική διαδικασία καταλήξει στην επιβολή μιας μια από ►C7  τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 του παρόντος παραρτήματος. ◄

2.  Εντούτοις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει άλλως σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες η επιβάρυνση αυτή θα ήταν ανεπιεικής για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

Άρθρο 22

1.  Μετά από ακρόαση του υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει απόφαση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 9 και 10, του παρόντος Παραρτήματος, εντός δύο μηνών από τη λήψη της γνώμης του συμβουλίου. Η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται.

2.  Εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει να περατώσει την υπόθεση χωρίς να επιβάλλει πειθαρχική κύρωση, ενημερώνει αμελλητί τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο γραπτώς. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η απόφαση αυτή στον ατομικό του φάκελο.



Τμήμα 6

Αναστολή

Άρθρο 23

1.  Σε περίπτωση βαρέος παραπτώματος που αποδίδεται στον υπάλληλο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, είτε πρόκειται για παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεών του είτε για παράβαση δικαίου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί αμέσως να προβαίνει στην αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου που κατηγορείται για το παράπτωμα αυτό για ορισμένο ή αόριστο διάστημα.

2.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει την απόφαση αυτή μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, πλην εξαιρετικών περιστάσεων.

Άρθρο 24

1.  Η απόφαση με την οποία απαγγέλλεται η αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου καθορίζει εάν, κατά την περίοδο της αναστολής, ο ενδιαφερόμενος διατηρεί στο ακέραιο τις αποδοχές του ή εάν στις αποδοχές του επιβάλλεται παρακράτηση. Το ποσό που καταβάλλεται στον υπάλληλο δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, προσαυξημένο, ενδεχομένως, με τα καταβλητέα οικογενειακά επιδόματα.

2.  Η κατάσταση του υπαλλήλου, του οποίου έχει ανασταλεί η άσκηση των καθηκόντων, πρέπει να ρυθμίζεται οριστικά εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η αναστολή των καθηκόντων του παράγει αποτελέσματα. Εάν δεν ληφθεί απόφαση εντός έξι μηνών, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει εκ νέου στο ακέραιο τις αποδοχές του, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3.

3.  Η παρακράτηση μπορεί να διατηρείται και πέραν των έξι μηνών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εάν ο υπάλληλος διώκεται ποινικά για τις ίδιες πράξεις και βρίσκεται κρατούμενος για λόγους σχετικούς με τις διώξεις αυτές. Στις περιπτώσεις αυτές, ο υπάλληλος λαμβάνει εκ νέου στο ακέραιο τις αποδοχές του μόνο αφού το αρμόδιο δικαστήριο απαγγείλει την άρση της κράτησής του.

4.  Τα παρακρατηθέντα, βάσει της παραγράφου 1, ποσά καταβάλλονται στον υπάλληλο, εάν η οριστική απόφαση δεν του επέβαλε αυστηρότερη πειθαρχική κύρωση από έγγραφη προειδοποίηση, επίπληξη ή αναστολή της προαγωγής κατά κλιμάκιο ή εάν δεν του επεβλήθη ουδόλως πειθαρχική κύρωση· στην τελευταία αυτή περίπτωση, η πληρωμή γίνεται εντόκως βάσει του ποσοστού που ορίζεται στο άρθρο 12 του Παραρτήματος XII.



Τμήμα 7

Παράλληλη ποινική δίωξη

Άρθρο 25

Εάν ο υπάλληλος διώκεται ποινικώς για τις ίδιες πράξεις, η οριστική απόφαση λαμβάνεται μόνον αφού η απόφαση που εκδόθηκε από το δικαστήριο καταστεί αμετάκλητη.



Τμήμα 8

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 26

Στις περιπτώσεις που η έρευνα έχει αρχίσει από την OLAF, οι αποφάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 11, 14, 22 και 23 του παρόντος Παραρτήματος αποστέλλονται προς ενημέρωση στην OLAF.

Άρθρο 27

Ο υπάλληλος στον οποίο έχει επιβληθεί πειθαρχική κύρωση άλλη πλην της παύσεως μπορεί, μετά την πάροδο τριών ετών, εάν πρόκειται για έγγραφη προειδοποίηση ή για επίπληξη, ή μετά την πάροδο έξι ετών, εάν πρόκειται για άλλες κυρώσεις, να υποβάλει αίτηση με σκοπό να απαλειφθεί κάθε μνεία του εν λόγω μέτρου από τον ατομικό του φάκελο. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίζει, εάν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή.

Άρθρο 28

Σε περίπτωση νέων πραγματικών στοιχείων στηριζόμενων από σχετικές αποδείξεις, μπορεί να κινείται και πάλι η πειθαρχική διαδικασία από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, με δική της πρωτοβουλία ή με αίτηση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.

Άρθρο 29

Εάν δεν γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 3 και του άρθρου 22, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα, με αίτησή του, στην ανόρθωση της ζημίας που υπέστη μέσω της κατάλληλης δημοσιότητας της απόφασης της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

▼M131

Άρθρο 30

Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 3, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου εκδίδει, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού, τις λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος, εάν το κρίνει αναγκαίο.

▼M67




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

Ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Το παρόν παράρτημα θεσπίζει τις ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους ►M128   ►C9  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄  ◄ οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα.

Για την τοποθέτηση αυτή προσλαμβάνονται μόνο υπήκοοι των κρατών μελών ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄ . Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν δικαιούται να κάνει χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 28 στοιχείο α) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 2

Με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, η οποία λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της υπηρεσίας, γίνεται περιοδική μετάθεση των υπαλλήλων, ενδεχομένως ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενής θέσης.

▼M112

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προχωρεί στις εν λόγω μεταθέσεις ακολουθώντας ειδική διαδικασία, καλούμενη «διαδικασία κινητικότητας», της οποίας τις λεπτομέρειες καθορίζει η ίδια, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού.

▼M67

Άρθρο 3

►M112  Στο πλαίσιο της διαδικασίας κινητικότητας, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να τοποθετήσει προσωρινά μαζί με τη θέση του, υπάλληλο τοποθετημένο σε τρίτη χώρα, στην έδρα του οργάνου ή σε οποιοδήποτε άλλο τόπο υπηρεσίας στην ►M128   ►C9  Ένωση ◄  ◄ · η τοποθέτηση αυτή, της οποίας δεν προηγείται προκήρυξη κενής θέσης, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη. ◄ Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1 πρώτο εδάφιο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει, βάσει των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, ότι ο υπάλληλος εξακολουθεί, κατά τη διάρκεια αυτής της προσωρινής τοποθέτησης, να υπάγεται σε ορισμένες διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, πλην των άρθρων 5, 10 και 12.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Άρθρο 4

Ο υπάλληλος οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του στον τόπο όπου τοποθετείται κατά την πρόσληψή του ή κατά τη μετάθεσή του που διενεργείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας στα πλαίσια της διαδικασίας κινητικότητας.

▼M112

Άρθρο 5

1.  Όταν το όργανο παραχωρεί στον υπάλληλο κατοικία ανάλογη προς το επίπεδο των καθηκόντων του και προς το μέγεθος της οικογένειας που συντηρεί, ο υπάλληλος υποχρεούται να μείνει σ' αυτή.

2.  Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου 1 καθορίζονται, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία αποφασίζει επίσης για την επίπλωση και τον λοιπό εξοπλισμό των κατοικιών, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε τόπο υπηρεσίας.

▼M67



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

▼M131

Άρθρο 6

Ο υπάλληλος δικαιούται, για κάθε ημερολογιακό έτος, ετήσια άδεια δύο εργασίμων ημερών για κάθε μήνα υπηρεσίας.

Ανεξάρτητα από το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, υπάλληλοι τοποθετημένοι ήδη σε τρίτη χώρα την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται:

— 
τρεις εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014·
— 
δυόμιση εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

Άρθρο 7

Κατά το έτος της ανάληψης ή της παύσης των καθηκόντων υπαλλήλου σε τρίτη χώρα, ο υπάλληλος δικαιούται άδεια δύο εργάσιμων ημερών για κάθε πλήρη μήνα υπηρεσίας, δύο εργάσιμων ημερών για ελλιπή μήνα υπηρεσίας για περισσότερες από 15 ημέρες, και μιας εργάσιμης ημέρας για ελλιπή μήνα υπηρεσίας για λιγότερο από 15 ημέρες.

Εάν ο υπάλληλος, για λόγους που δεν ανάγονται στις ανάγκες της υπηρεσίας, δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του πριν από τη λήξη του τρέχοντος ημερολογιακού έτους, η άδεια που μεταφέρεται στο επόμενο έτος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες.

▼M67

Άρθρο 8

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να χορηγήσει σε υπάλληλο, με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση, άδεια ανάπαυσης λόγω ιδιαιτέρων δυσχερών συνθηκών διαβίωσης στον τόπο υπηρεσίας. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή καθορίζει, για καθένα από τους τόπους αυτούς, την πόλη ή τις πόλεις όπου η άδεια αυτή μπορεί να ληφθεί.

▼M131

Οι υπάλληλοι που συμμετέχουν σε μαθήματα επιμόρφωσης, σύμφωνα με το άρθρο 24α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και στους οποίους χορηγήθηκε άδεια ανάπαυσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συνδυάζουν, όταν αυτό ενδείκνυται, την παραμονή τους για τον σκοπό της επιμόρφωσης με την άδεια ανάπαυσής τους.

▼M67

Άρθρο 9

▼M131

1.  Η ετήσια άδεια μπορεί να λαμβάνεται εφάπαξ ή τμηματικά, ανάλογα με τις προτιμήσεις του υπαλλήλου και λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της υπηρεσίας. Πρέπει, εν τούτοις να συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον μία περίοδο δύο συνεχών εβδομάδων.

▼M67

2.  Η άδεια ανάπαυσης που προβλέπεται στο άρθρο 8 δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε ►M112  εργάσιμες ημέρες ◄ ανά έτος υπηρεσίας. ►M112  ————— ◄

Η διάρκεια της άδειας ανάπαυσης προσαυξάνεται με την οδοιπορική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 7 του παραρτήματος V του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M128

Άρθρο 9α

Κατά τη διάρκεια της γονικής αδείας ή της αδείας για οικογενειακούς λόγους κατά τα άρθρα 42α και 42β του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα άρθρα 5, 23 και 24 του παρόντος παραρτήματος εξακολουθούν να εφαρμόζονται για μέγιστο συνολικό χρονικό διάστημα έξι μηνών σε κάθε διετή περίοδο υπηρεσίας σε τρίτη χώρα, ενώ το άρθρο 15 του παρόντος παραρτήματος εξακολουθεί να εφαρμόζεται για μέγιστο συνολικό χρονικό διάστημα εννέα μηνών σε κάθε διετή περίοδο υπηρεσίας σε τρίτη χώρα.

▼M67



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ



Τμήμα 1

ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ

▼M131

Άρθρο 10

1.  Καθορίζεται αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης, ανάλογα με τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου, ως ποσοστό ενός ποσού αναφοράς. Αυτό το ποσό αναφοράς συνίσταται στο άθροισμα του βασικού μισθού, του επιδόματος αποδημίας, του επιδόματος στέγης και του επιδόματος για τα συντηρούμενα τέκνα, αφού αφαιρεθούν οι υποχρεωτικές κρατήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ή στους κανονισμούς που εκδίδονται για την εκτέλεση του.

Εφόσον ο υπάλληλος είναι τοποθετημένος σε χώρα όπου οι συνθήκες διαβίωσης μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που υπάρχουν συνήθως μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν καταβάλλεται καμία αποζημίωση τέτοιου είδους.

Για τους άλλους τόπους υπηρεσίας, η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης ορίζεται στη βάση, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων παραμέτρων:

— 
υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης,
— 
ασφάλεια,
— 
κλιματολογικές συνθήκες,
— 
βαθμός απομόνωσης,
— 
άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης.

Η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης που ισχύει για κάθε τόπο υπηρεσίας αξιολογείται σε ετήσια βάση και, αν είναι σκόπιμο, αναπροσαρμόζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ζητηθεί η γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να χορηγήσει συμπληρωματική πριμοδότηση, επιπλέον της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης, σε περιπτώσεις όπου ο υπάλληλος είχε περισσότερες της μιας τοποθετήσεις σε τόπο εργασίας που θεωρείται δύσκολος ή πολύ δύσκολος. Η συμπληρωματική αυτή πριμοδότηση δεν υπερβαίνει το 5 % του ποσού αναφοράς που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, η δε αρμόδια για τους διορισμούς αρχή τεκμηριώνει επαρκώς κάθε σχετική απόφασή της, προκειμένου να τηρείται η ισότητα στη μεταχείριση, βασιζόμενη στο επίπεδο δυσκολίας της προηγούμενης τοποθέτησης.

2.  Όταν οι συνθήκες διαβίωσης στον τόπο υπηρεσίας θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα του υπαλλήλου, καταβάλλεται προσωρινά στον υπάλληλο, με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, μια συμπληρωματική αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή ορίζεται ως ποσοστό του ποσού αναφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο:

— 
όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συνιστά στους υπαλλήλους να μην εγκαταστήσουν τις οικογένειές τους ή άλλα συντηρούμενα πρόσωπα στον τόπο υπηρεσίας, και εφόσον οι υπάλληλοι ακολουθήσουν τη συγκεκριμένη σύσταση,
— 
όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίζει να μειώσει προσωρινά τον αριθμό των υπαλλήλων που εργάζονται στον συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας.

Σε επαρκώς αιτιολογημένες περιπτώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί επίσης να ορίσει ότι μια τοποθέτηση είναι απαγορευτική για οικογένεια. Η ανωτέρω αποζημίωση καταβάλλεται στους υπαλλήλους που συμμορφώνονται προς τον ορισμό αυτό.

3.  Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου αποφασίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼M67

Άρθρο 11

Οι αποδοχές καθώς και τα επιδόματα που αναφέρονται στο άρθρο 10, καταβάλλονται σε ►M94  ευρώ ◄ ►M131  στην Ευρωπαϊκή Ένωση ◄ , υπόκεινται δε στο διορθωτικό συντελεστή που εφαρμόζεται στις αποδοχές των υπαλλήλων των τοποθετημένων στο Βέλγιο.

Άρθρο 12

Μετά από αίτηση του υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να καταβάλει τις αποδοχές, εν όλω ή εν μέρει, στο νόμισμα του τόπου υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή, οι αποδοχές αναπροσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή, του τόπου υπηρεσίας, μετατρέπονται δε βάσει της αντίστοιχης συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεόντως αιτιολογημένες, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να καταβάλει τις αποδοχές, εν όλω ή εν μέρει, σε άλλο νόμισμα και όχι στο νόμισμα του τόπου υπηρεσίας, σύμφωνα με τις κατάλληλες διαδικασίες με σκοπό να εξασφαλιστεί η διατήρηση της αγοραστικής δύναμης.

▼M131

Άρθρο 13

Για να εξασφαλιστεί, στο μέτρο του δυνατού, ίση αγοραστική δύναμη για όλους τους υπαλλήλους, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου υπηρετούν, οι διορθωτικοί συντελεστές που αναφέρονται στο άρθρο 12 επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση, σύμφωνα με το παράρτημα XI. Για τον σκοπό της επικαιροποίησης, όλες οι τιμές θεωρούνται τιμές αναφοράς. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

Ωστόσο, όταν η διακύμανση του κόστους διαβίωσης υπολογιζόμενη με βάση τον διορθωτικό συντελεστή και την αντίστοιχη συναλλαγματική ισοτιμία, είναι μεγαλύτερη από 5 % από τότε που έγινε η τελευταία επικαιροποίηση για μια δεδομένη χώρα, γίνεται ενδιάμεση επικαιροποίηση για την αναπροσαρμογή του εν λόγω συντελεστή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο.

▼M67

Άρθρο 14

Κάθε χρόνο, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος και ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό του ποσοστού της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης σύμφωνα με το άρθρο 10.

Άρθρο 15

Υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, χορηγείται στον υπάλληλο σχολικό επίδομα προς κάλυψη των πραγματικών σχολικών δαπανών· το επίδομα καταβάλλεται αφού προσκομισθούν τα σχετικά δικαιολογητικά. Εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, για τις οποίες αποφασίζει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, το επίδομα αυτό δεν μπορεί να υπερβεί ένα ανώτατο όριο που αντιστοιχεί στο τριπλάσιο του διπλάσιου ανώτατου ορίου του σχολικού επιδόματος.

Άρθρο 16

Η επιστροφή των εξόδων που οφείλονται στους υπαλλήλους, καταβάλλεται, μετά από αιτιολογημένη αίτηση του υπαλλήλου, ►M112  σε ευρώ, στο νόμισμα του τόπου υπηρεσίας ή στο νόμισμα της δαπάνης ◄ .

Οι αποζημιώσεις εγκατάστασης/επανεγκατάστασης μπορεί, κατ' επιλογή του υπαλλήλου, να καταβάλλονται είτε σε ►M94  ευρώ ◄ είτε στο νόμισμα του τόπου εγκατάστασης/επανεγκατάστασης· στην τελευταία αυτή περίπτωση, αναπροσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή που καθορίζεται για τους τόπους αυτούς και μετατρέπονται σύμφωνα με την αντίστοιχη συναλλαγματική ισοτιμία.



Τμήμα 2

ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ

Άρθρο 17

Στον υπάλληλο ►M112  στον οποίο παραχωρείται κατοικία κατ' εφαρμογή των άρθρων 5 ή 23 του παρόντος Παραρτήματος ◄ και ο οποίος είναι υποχρεωμένος, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησήτου, να αλλάξει κατοικία στον ίδιο τόπο υπηρεσίας, επιστρέφονται, μετά από ειδική και αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, αφού προσκομίσει τα σχετικά δικαιολογητικά και σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται για τη μετακόμιση, οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για τη μετακόμιση της οικοσκευής.

Στην περίπτωση αυτή ►M112  τα λοιπά έξοδα που προκλήθηκαν από την εν λόγω αλλαγή κατοικίας ◄ επιστρέφονται στον υπάλληλο, αφού προσκομίσει τα σχετικά δικαιολογητικά, και μέχρι ανωτάτου ορίου ίσου προς το ήμισυ της αποζημίωσης εγκατάστασης.

Άρθρο 18

Ο υπάλληλος ο οποίος στον τόπο της υπηρεσίας του διαμένει σε ξενοδοχείο, επειδή η κατοικία που προβλέπεται στο άρθρο 5 δεν του έχει ακόμα παραχωρηθεί ή δεν βρίσκεται πια στη διάθεσή του, ή επειδή δεν μπόρεσε να κατοικήσει σ' αυτή για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του, εισπράττει για τον ίδιο και την οικογένειά του, αφού προσκομίσει τους λογαριασμούς του ξενοδοχείου, τα έξοδα του ξενοδοχείου, τα οποία έχουν προηγουμένως εγκριθεί από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼M112

Επιπλέον, χορηγείται στον υπάλληλο η ημερήσια αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Παραρτήματος VII, μειωμένη κατά 50 %, πλην περιπτώσεως ανωτέρας βίας, η οποία καθορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼M67

Στην περίπτωση που δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στέγη σε ξενοδοχείο, ο υπάλληλος, αφού προηγουμένως λάβει την έγκριση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, δικαιούται επιστροφής των πραγματικών εξόδων μίσθωσης προσωρινής κατοικίας.

▼M112

Άρθρο 19

Εφόσον οι μετακινήσεις για υπηρεσιακούς λόγους που συνδέονται ευθέως με την άσκηση των καθηκόντων του δεν εξασφαλίζονται από υπηρεσιακό όχημα στο οποίο διαθέτει πρόσβαση, ο υπάλληλος λαμβάνει για τη χρήση του προσωπικού του οχήματος, χιλιομετρική αποζημίωση, της οποίας το ποσό καθορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼M67

Άρθρο 20

Ο υπάλληλος δικαιούται για τον ίδιο και, αν δικαιούται επιδόματος στέγης, για τον/την σύζυγό του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα που συγκατοικούν με αυτόν, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε κατά τις άδειες ανάπαυσης και τα οποία καλύπτουν το ταξίδι από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο της άδειας που έχει εγκριθεί.

Η επιστροφή των εν λόγω εξόδων πραγματοποιείται μετά από ειδική απόφαση και αφού προσκομισθούν τα αεροπορικά εισιτήρια, όποια και αν είναι η απόσταση, όταν δεν υπάρχει σιδηροδρομική σύνδεση ή είναι αδύνατη η χρησιμοποίησή της.

Άρθρο 21

▼M112

Οσάκις ο υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τόπο κατοικίας για να συμμορφωθεί προς το άρθρο 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του ή σε περίπτωση μετάθεσης, το όργανο βαρύνεται, υπό τους όρους που καθορίζει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και ανάλογα με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να του εξασφαλισθεί στέγη στον τόπο υπηρεσίας:

α) 

με τη μετακόμιση όλης ή μέρους της οικοσκευής από τον τόπο όπου πράγματι βρίσκεται η εν λόγω οικοσκευή προς τον τόπο υπηρεσίας, καθώς και με τη μεταφορά των προσωπικών ειδών, σε περίπτωση που τίθεται στη διάθεσή του μη επιπλωμένη κατοικία·

▼C7

β) 

με τη μεταφορά των προσωπικών ειδών και τη φύλαξη της οικοσκευής και των προσωπικών ειδών, σε περίπτωση που τίθεται στη διάθεσή του επιπλωμένη κατοικία.

▼M67

Κατά την οριστική παύση των καθηκόντων ή σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, το θεσμικό όργανο βαρύνεται, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, με τα πραγματικά έξοδα που καταβλήθηκαν είτε για τη μετακόμιση της οικοσκευής από τον τόπο όπου αυτή πράγματι βρίσκεται προς τον τόπο καταγωγής, είτε για τη μεταφορά των προσωπικών αντικειμένων από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, χωρίς να αποκλείονται αμοιβαία οι επιστροφές αυτές.

Αν ο αποβιώσας υπάλληλος είναι άγαμος, τα έξοδα αυτά επιστρέφονται στους έλκοντες δικαιώματα.

Άρθρο 22

Η αποζημίωση προσωρινής κατοικίας και τα έξοδα μεταφοράς των προσωπικών αντικειμένων του/της συζύγου και των συντηρούμενων προσώπων προκαταβάλλονται από το θεσμικό όργανο στο δόκιμο υπάλληλο.

Στην περίπτωση που αυτός δεν μονιμοποιηθεί στο τέλος της περιόδου δοκιμασίας, το θεσμικό όργανο μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιδιώξει την επιστροφή μέχρι του ημίσεος των εν λόγω ποσών βάσει διατάξεων οι οποίες καθορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼M131

Άρθρο 23

Με βάση κατάλογο χωρών ο οποίος καθορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, και εφόσον το θεσμικό όργανο δεν παρέχει στον υπάλληλο κατοικία, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είτε καταβάλλει στον υπάλληλο αποζημίωση κατοικίας είτε του επιστρέφει το ποσό του ενοικίου που καταβάλλει.

Η αποζημίωση κατοικίας καταβάλλεται με την υποβολή σύμβασης ενοικίασης, εκτός αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή άρει την υποχρέωση αυτή για πλήρως τεκμηριωμένους λόγους που συνδέονται με τις πρακτικές και τις τοπικές συνθήκες στον τόπο υπηρεσίας στην τρίτη χώρα. Η αποζημίωση κατοικίας υπολογίζεται με βάση κυρίως το επίπεδο των καθηκόντων του υπαλλήλου και δευτερευόντως τη σύνθεση της συντηρούμενης οικογένειάς του.

Το ποσό του ενοικίου επιστρέφεται, με την προϋπόθεση ότι η κατοικία έχει εγκριθεί ρητά από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και αντιστοιχεί στο επίπεδο των καθηκόντων του υπαλλήλου και, δευτερευόντως, στη σύνθεση της συντηρούμενης οικογένειάς του.

Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Η αποζημίωση κατοικίας δεν υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση το κόστος που βαρύνει τον υπάλληλο.

▼M67



Τμήμα 3

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Άρθρο 24

Ο υπάλληλος, ο/η σύζυγός του, τα τέκνα του και τα άλλα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα καλύπτονται από συμπληρωματική ασφάλιση ασθένειας, η οποία καλύπτει τη διαφορά μεταξύ των πράγματι καταβληθέντων εξόδων και των παροχών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, αποκλειόμενης της εφαρμογής της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου.

Το ήμισυ του ασφάλιστρου που είναι αναγκαίο για την ασφάλιση αυτή, βαρύνει τον ασφαλισμένο, χωρίς εντούτοις το ήμισυ αυτό να μπορεί να υπερβεί το 0,6 % του βασικού μισθού· το υπόλοιπο του ασφάλιστρου βαρύνει το θεσμικό όργανο.

Ο υπάλληλος, ο/η σύζυγός του, τα τέκνα του και τα άλλα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα είναι ασφαλισμένα κατά του κινδύνου επείγοντος ή κατεπείγοντος επαναπατρισμού για λόγους υγείας και το ασφάλιστρο βαρύνει εξ ολοκλήρου το θεσμικό όργανο.

Άρθρο 25

Ο/η σύζυγος, τα τέκνα και τα άλλα συντηρούμενα από τον υπάλληλο πρόσωπα καλύπτονται από ασφάλιση κατά των ατυχημάτων τα οποία μπορεί να συμβούν εκτός ►M128   ►C9  Ένωσης ◄  ◄ , στις χώρες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο τον οποίο καταρτίζει για το σκοπό αυτό η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Το σχετικό αναγκαίο ασφάλιστρο βαρύνει τον υπάλληλο και το θεσμικό όργανο εξ ημίσεος.

▼M112 —————

▼M131




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΙ

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 64 ΚΑΙ 65 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 65 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Τμήμα 1

Παράγοντες από τους οποίους εξαρτώνται οι ετήσιες επικαιροποιήσεις

Άρθρο 1

1.    Έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat)

Για την επικαιροποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 65 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο άρθρο 13 του παραρτήματος X, η Eurostat εκπονεί κάθε χρόνο, πριν από το τέλος Οκτωβρίου, έκθεση που αναφέρεται στην εξέλιξη του κόστους διαβίωσης στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο, στις οικονομικές ισοτιμίες μεταξύ Βρυξελλών και ορισμένων τόπων υπηρεσίας στα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες αν είναι αναγκαίο, και στην εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων.

2.    Εξέλιξη του κόστους διαβίωσης στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο

Η Eurostat καθορίζει δείκτη που επιτρέπει να μετρηθεί η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης με το οποίο επιβαρύνονται οι υπάλληλοι της Ένωσης που υπηρετούν στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Ο εν λόγω δείκτης (στο εξής «κοινός δείκτης») υπολογίζεται με στάθμιση του εθνικού πληθωρισμού (όπως μετράται από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στην περίπτωση του Βελγίου και τον δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) στην περίπτωση του Λουξεμβούργου) μεταξύ Ιουνίου του προηγούμενου έτους και Ιουνίου του τρέχοντος έτους σύμφωνα με την κατανομή του προσωπικού που υπηρετεί στα εν λόγω κράτη μέλη.

3.    Εξέλιξη του κόστους διαβίωσης εκτός Βρυξελλών

α) 

Η Eurostat υπολογίζει, σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπως έχει οριστεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 17 ) (στο εξής «εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών»), τις οικονομικές ισοτιμίες, οι οποίες καθορίζουν την αντιστοιχία αγοραστικής δύναμης:

i) 

των αποδοχών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους της Ένωσης οι οποίοι υπηρετούν στις πρωτεύουσες των κρατών μελών, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες, όπου χρησιμοποιείται ο δείκτης της Χάγης αντί του δείκτη του Άμστερνταμ, και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας, σε σχέση με τις Βρυξέλλες,

ii) 

των συντάξεων των υπαλλήλων που καταβάλλονται στα κράτη μέλη, σε σχέση με το Βέλγιο.

β) 

Οι οικονομικές ισοτιμίες αναφέρονται στον μήνα Ιούνιο κάθε έτους.

γ) 

Οι οικονομικές ισοτιμίες υπολογίζονται έτσι ώστε κάθε βασική θέση να μπορεί να ενημερώνεται δύο φορές το χρόνο και να ελέγχεται με άμεση έρευνα τουλάχιστον μία φορά ανά πενταετία. Για την ενημέρωση των οικονομικών ισοτιμιών, η Eurostat χρησιμοποιεί την εξέλιξη του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή των κρατών μελών τους καταλληλότερους δείκτες, όπως αυτοί ορίζονται από την ομάδα εργασίας των άρθρων 64 και 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, που αναφέρεται στο άρθρο 13.

δ) 

Η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης εκτός Βελγίου και Λουξεμβούργου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς μετράται με τη βοήθεια των τεκμαρτών δεικτών. Οι δείκτες αυτοί αντιστοιχούν στο γινόμενο του κοινού δείκτη επί την μεταβολή της οικονομικής ισοτιμίας.

4.    Εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων (ειδικοί δείκτες)

α) 

Για να μετρηθεί σε ποσοστά η ανοδική και καθοδική εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών στις εθνικές δημόσιες υπηρεσίες, η Eurostat, με βάση πληροφορίες που παρέχουν πριν από το τέλος Σεπτεμβρίου οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, καθορίζει ειδικούς δείκτες με τους οποίους εκφράζεται η μεταβολή των πραγματικών αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων μεταξύ του μηνός Ιουλίου του προηγούμενου έτους και του μηνός Ιουλίου του τρέχοντος έτους. Και οι δύο θα πρέπει να περιλαμβάνουν το ένα δωδέκατο όλων των ετησίως καταβληθέντων στοιχείων.

Οι ειδικοί δείκτες καθορίζονται με δύο μορφές:

i) 

ένας δείκτης για καθεμιά από τις ομάδες καθηκόντων όπως ορίζονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης,

ii) 

ένας μέσος δείκτης σταθμιζόμενος με βάση τον αριθμό των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων που αντιστοιχεί σε κάθε ομάδα καθηκόντων.

Καθένας από τους δείκτες αυτούς καθορίζεται σε πραγματικές ακαθάριστες και καθαρές τιμές. Για τη μετάβαση από τις ακαθάριστες στις καθαρές τιμές, λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεωτικές κρατήσεις καθώς και τα γενικά φορολογικά στοιχεία.

Για τον καθορισμό των ακαθάριστων και των καθαρών δεικτών για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Eurostat χρησιμοποιεί δείγμα συντιθέμενο από τα ακόλουθα κράτη μέλη: Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πολωνία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μετά από πρόταση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 336 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να εγκρίνουν νέο δείγμα που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 75 % του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της Ένωσης και το οποίο εφαρμόζεται από το έτος που έπεται του έτους της έγκρισής του. Τα αποτελέσματα ανά χώρα σταθμίζονται αναλογικά προς το κατάλληλο σύνολο εθνικών ΑΕΠ, μετρούμενο με τη χρήση των μονάδων αγοραστικής δύναμης, όπως αναφέρεται στις πλέον πρόσφατες στατιστικές που δημοσιεύονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

β) 

Οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή οι λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Eurostat, κατόπιν αιτήσεώς της, όσες συμπληρωματικές πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, προκειμένου να καθορίσει ειδικό δείκτη που να μετρά ορθά την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων.

Εάν η Eurostat, μετά από νέα διαβούλευση με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, διαπιστώσει στατιστικές ανωμαλίες στις ληφθείσες πληροφορίες ή αδυναμία κατάρτισης δεικτών που να μετρούν ορθά, από στατιστική άποψη, την εξέλιξη των πραγματικών εισοδημάτων των δημοσίων υπαλλήλων συγκεκριμένου κράτους μέλους, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή παρέχοντας και όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη διεξαγωγή εκτίμησης.

γ) 

Εκτός από τους ειδικούς δείκτες, η Eurostat καθορίζει και υπολογίζει κατάλληλους δείκτες ελέγχου. Ένας από αυτούς τους δείκτες έχει τη μορφή δεδομένων που αφορούν το σύνολο των αποδοχών σε πραγματικές τιμές, κατά κεφαλή, στις κεντρικές διοικήσεις, τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

Η Eurostat περιλαμβάνει στην έκθεσή της για τους ειδικούς δείκτες αποδοχών παρατηρήσεις σχετικά με τις αποκλίσεις μεταξύ των δεικτών αυτών και της εξέλιξης των δεικτών ελέγχου που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς του άρθρου 15 του παρόντος παραρτήματος η Επιτροπή ερευνά τακτικά τις ανάγκες των θεσμικών οργάνων σε προσλήψεις.

Τμήμα 2

Τρόπος της ετήσιας επικαιροποίησης των αποδοχών και συντάξεων

Άρθρο 3

1. Σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η επικαιροποίηση των αποδοχών και των συντάξεων πραγματοποιείται, με βάση τα κριτήρια που προβλέπονται στο τμήμα 1 του παρόντος παραρτήματος, πριν από το τέλος κάθε έτους, με ισχύ από την 1η Ιουλίου.

2. Το ύψος της επικαιροποίησης ισούται με το γινόμενο του κοινού δείκτη επί τον ειδικό δείκτη. Η επικαιροποίηση καθορίζεται σε καθαρές τιμές ως ενιαίο ποσοστό ίσο για όλους.

3. Το ύψος της επικαιροποίησης που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό ενσωματώνεται, σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται κατωτέρω, στην κλίμακα των βασικών μισθών, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο Παράρτημα XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και στα άρθρα 20, 93 και 133 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό:

α) 

το ποσό των καθαρών αποδοχών και συντάξεων χωρίς διορθωτικό συντελεστή προσαυξάνεται ή μειώνεται κατά το ύψος της επικαιροποίησης που αναφέρθηκε ανωτέρω,

β) 

ο νέος πίνακας των βασικών μισθών καταρτίζεται με τον υπολογισμό του ακαθάριστου ποσού που αντιστοιχεί, μετά την αφαίρεση του φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 και των υποχρεωτικών κρατήσεων στα πλαίσια των καθεστώτων κοινωνικής ασφάλισης και συντάξεων, στο ποσό των καθαρών αποδοχών,

γ) 

για τη μετατροπή αυτή των καθαρών ποσών σε ακαθάριστα, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση άγαμου υπαλλήλου που δεν λαμβάνει τις αποζημιώσεις και τα επιδόματα που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

4. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 4 του συγκεκριμένου κανονισμού πολλαπλασιάζονται με συντελεστή που αποτελείται από:

α) 

τον συντελεστή που προκύπτει από την προηγούμενη επικαιροποίηση, και/ή

β) 

το ποσοστό της επικαιροποίησης των αποδοχών που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

5. Στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο δεν εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής. Οι διορθωτικοί συντελεστές εφαρμόζονται:

α) 

στις αποδοχές που καταβάλλονται στους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υπηρετούν στα άλλα κράτη μέλη και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας,

β) 

κατά παρέκκλιση του άρθρου 82 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στις συντάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καταβάλλονται στα άλλα κράτη μέλη όσον αφορά το τμήμα που αντιστοιχεί στα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004,

καθορίζονται με βάση τους λόγους μεταξύ των αντίστοιχων οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος προς τις τιμές συναλλάγματος που προβλέπονται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για τις αντίστοιχες χώρες.

Εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 8 του παρόντος παραρτήματος όσον αφορά την αναδρομική εφαρμογή των διορθωτικών συντελεστών σε τόπους υπηρεσίας στους οποίους ο πληθωρισμός είναι υψηλός.

6. Τα θεσμικά όργανα προβαίνουν, με αναδρομική ισχύ για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων και της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της νέας επικαιροποίησης, στην αντίστοιχη, θετική ή αρνητική, επικαιροποίηση των αποδοχών και συντάξεων των υπαλλήλων, των πρώην υπαλλήλων και των λοιπών ενδιαφερομένων προσώπων.

Εάν η εν λόγω αναδρομική επικαιροποίηση συνεπάγεται ανάκτηση των καθ’ υπέρβαση καταβληθέντων, η ανάκτηση αυτή μπορεί να επιμερίζεται σε διάστημα 12 μηνών το πολύ από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της επόμενης επικαιροποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ (ΑΡΘΡΟ 65 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ)

Άρθρο 4

1. Ενδιάμεση επικαιροποίηση των αποδοχών και συντάξεων σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου, αποφασίζεται σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους διαβίωσης μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου (σε σχέση με το όριο ευαισθησίας που ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος παραρτήματος) και αφού ληφθεί υπόψη η πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης κατά την τρέχουσα ετήσια περίοδο αναφοράς.

2. Αυτές οι ενδιάμεσες επικαιροποιήσεις λαμβάνονται υπόψη για την ετήσια επικαιροποίηση των αποδοχών.

Άρθρο 5

1. Η Eurostat προβαίνει σε πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης για την εξεταζόμενη περίοδο τον Μάρτιο κάθε έτους, βάσει των στοιχείων που παρέχονται κατά τη συνεδρίαση που προβλέπεται στο άρθρο 13 του παρόντος παραρτήματος.

Εάν η πρόβλεψη αυτή εμφανίζει αρνητικό ποσοστό, το ήμισυ του ποσοστού αυτού λαμβάνεται υπόψη για την ενδιάμεση επικαιροποίηση.

2. Η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο μετράται με βάση τον κοινό δείκτη για την περίοδο από τον Ιούνιο έως το Δεκέμβριο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

3. Για καθέναν από τους τόπους υπηρεσίας για τους οποίους καθορίσθηκε διορθωτικός συντελεστής (εκτός Βελγίου και Λουξεμβούργου), πραγματοποιείται κατ’ εκτίμηση υπολογισμός για τον μήνα Δεκέμβριο των οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3. Η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης υπολογίζεται με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3.

Άρθρο 6

1. Το όριο ευαισθησίας για την εξάμηνη περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος είναι το ποσοστό που αντιστοιχεί στο 6 % για περίοδο 12 μηνών.

2. Το όριο εφαρμόζεται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος παραρτήματος:

α) 

εάν το όριο ευαισθησίας καλύπτεται ή υπερκαλύπτεται για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο (όπως μετράται με βάση τον κοινό δείκτη μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου), οι αποδοχές επικαιροποιούνται για το σύνολο των τόπων σύμφωνα με τη διαδικασία ετήσιας επικαιροποίησης,

β) 

εάν το όριο ευαισθησίας δεν καλύπτεται στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, επικαιροποιούνται μόνον οι διορθωτικοί συντελεστές των τόπων στους οποίους η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης (όπως μετράται με τους τεκμαρτούς δείκτες μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου) έχει υπερβεί το όριο ευαισθησίας.

Άρθρο 7

Για τους σκοπούς του άρθρου 6 του παρόντος παραρτήματος:

Το ύψος της επικαιροποίησης ισούται με τον κοινό δείκτη, πολλαπλασιαζόμενο, όπου απαιτείται, επί το ήμισυ του ειδικού δείκτη των προβλέψεων, εάν αυτός είναι αρνητικός.

Οι διορθωτικοί συντελεστές ισούνται με τον λόγο της σχετικής οικονομικής ισοτιμίας προς την αντίστοιχη τιμή συναλλάγματος που προβλέπεται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο οποίος, εάν το όριο επικαιροποίησης δεν καλύπτεται για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, πολλαπλασιάζεται επί το ύψος της επικαιροποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ (ΤΟΠΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕ ΥΨΗΛΗ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ)

Άρθρο 8

1. Για τους τόπους με υψηλή αύξηση του κόστους διαβίωσης (μετρούμενη από την εξέλιξη των τεκμαρτών δεικτών), ο διορθωτικός συντελεστής παράγει αποτελέσματα πριν από την 1η Ιανουαρίου στην περίπτωση της ενδιάμεσης επικαιροποίησης ή την 1η Ιουλίου στην περίπτωση της ετήσιας επικαιροποίησης. Επιδιώκεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να περιορισθεί η απώλεια αγοραστικής δύναμης στο ύψος εκείνης που θα είχε καταγραφεί σε έναν τόπο υπηρεσίας όπου η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης αντιστοιχούσε στο όριο ευαισθησίας.

2. Οι ημερομηνίες έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της ετήσιας επικαιροποίησης καθορίζονται ως εξής:

α) 

η 16η Μαΐου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 6 % και

β) 

η 1η Μαΐου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 10 %.

3. Οι ημερομηνίες έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της ενδιάμεσης επικαιροποίησης καθορίζονται ως εξής:

α) 

η 16η Νοεμβρίου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 6 % και

β) 

η 1η Νοεμβρίου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 10 %.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ (ΑΡΘΡΟ 64 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ)

Άρθρο 9

1. Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, η διοίκηση ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης ή οι εκπρόσωποι των υπαλλήλων της Ένωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας μπορούν να ζητήσουν τη δημιουργία διορθωτικού συντελεστή ειδικού για τον συγκεκριμένο τόπο.

Η σχετική αίτηση θα πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, επί σειρά ετών, αισθητή διαφορά στο κόστος διαβίωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας σε σχέση με εκείνο που διαπιστώνεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους (εκτός των Κάτω Χωρών, όπου χρησιμοποιείται η Χάγη αντί του Άμστερνταμ). Εφόσον η Eurostat επιβεβαιώσει ότι η διαφορά είναι αισθητή (άνω του 5 %) και μακροχρόνια, η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, διορθωτικό συντελεστή για τον συγκεκριμένο τόπο.

2. Η Επιτροπή αποφασίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, την ανάκληση της εφαρμογής διορθωτικού συντελεστή ειδικού για τον συγκεκριμένο τόπο. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση βασίζεται σε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α) 

σε αίτηση προερχόμενη από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, από τη διοίκηση ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης ή από τους εκπροσώπους των υπαλλήλων της Ένωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας, από την οποία προκύπτει ότι το κόστος διαβίωσης στον τόπο αυτό δεν είναι πλέον σημαντικά διαφορετικό (κατώτερο του 2 %) από εκείνο που καταγράφεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους. Η σύγκλιση αυτή θα πρέπει να έχει διάρκεια χρόνου και να έχει επικυρωθεί από την Eurostat,

β) 

στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι της Ένωσης τοποθετημένοι στον τόπο αυτό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΡΗΤΡΑ ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΡΗΤΡΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ

Άρθρο 10

Η τιμή του ειδικού δείκτη που χρησιμοποιείται για την ετήσια επικαιροποίηση υπόκειται σε ανώτερο όριο 2 % και κατώτερο όριο – 2 %. Αν η τιμή του ειδικού δείκτη υπερβαίνει το ανώτερο όριο ή είναι χαμηλότερη του κατώτερου ορίου, για τον υπολογισμό της τιμής της επικαιροποίησης χρησιμοποιείται η τιμή του ορίου.

Το πρώτο εδάφιο δεν έχει εφαρμογή όταν εφαρμόζεται το άρθρο 11.

Το υπόλοιπο της ετήσιας επικαιροποίησης που προκύπτει από την διαφορά μεταξύ της τιμής της επικαιροποίησης που υπολογίζεται με τον ειδικό δείκτη και της τιμής της επικαιροποίησης που υπολογίζεται με το όριο εφαρμόζεται από 1ης Απριλίου του επόμενου έτους.

Άρθρο 11

1. Αν αναμένεται, με βάση τις προβλέψεις της Επιτροπής, μείωση του ΑΕΠ στην Ένωση για το τρέχον έτος, και ο ειδικός δείκτης είναι θετικός, μόνον ένα μέρος του ειδικού δείκτη χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της τιμής της επικαιροποίησης. Το υπόλοιπο της τιμής της επικαιροποίησης που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο του ειδικού δείκτη εφαρμόζεται σε μεταγενέστερη ημερομηνία του επόμενου έτους. Αυτό το υπόλοιπο της τιμής της επικαιροποίησης δεν λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 10. Η τιμή του ΑΕΠ στην Ένωση, οι συνέπειες σε σχέση με την τμηματική εφαρμογή του ειδικού δείκτη, και η ημερομηνία εφαρμογής καθορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:



ΑΕΠ στην Ένωση

Συνέπειες για τον ειδικό δείκτη

Ημερομηνία καταβολής του δεύτερου μέρους

[– 0,1 %, – 1 %]

33 %, 67 %

1η Απριλίου του έτους Ν + 1

[– 1 %, – 3 %]

0 %, 100 %

1η Απριλίου του έτους Ν + 1

κάτω από – 3 %

0  %

2. Στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει απόκλιση μεταξύ των προβλέψεων που εμφαίνονται στον πίνακα δυνάμει της παραγράφου 1 και των τελικών δεδομένων για το ΑΕΠ στην Ένωση, που παρέχει η Επιτροπή, και αυτά τα τελικά δεδομένα ενδέχεται να μεταβάλουν τις συνέπειες όπως ορίζονται στον πίνακα της παραγράφου 1, πραγματοποιούνται οι απαραίτητες θετικές ή αρνητικές διορθώσεις, συμπεριλαμβανομένων αναδρομικών προσαρμογών, σύμφωνα με τον ίδιο πίνακα.

3. Το επικαιροποιημένο ποσό αναφοράς που προκύπτει από τη διόρθωση δημοσιεύεται από την Επιτροπή μέσα σε δύο εβδομάδες από τη διόρθωση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

4. Αν η εφαρμογή της παραγράφου 1 ή 2 είχε ως συνέπεια, η τιμή του ειδικού δείκτη να μην εξυπηρετήσει στην επικαιροποίηση των αποδοχών και των συντάξεων, η τιμή αυτή θα αποτελέσει τη βάση για τον υπολογισμό μελλοντικής επικαιροποίησης όταν η σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ στην Ένωση, μετρούμενη από το έτος κατά το οποίο εφαρμόστηκε η παράγραφος 1 ή 2, καταστεί θετική. Σε κάθε περίπτωση, η τιμή που αναφέρεται στην πρώτη πρόταση υπόκειται κατ’ αναλογία στα όρια και τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 10 του παρόντος παραρτήματος. Η εξέλιξη του ΑΕΠ στην Ένωση μετράται τακτικά από την Eurostat για τον σκοπό αυτό.

5. Αν είναι σκόπιμο, οι νομικές συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 10 και του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να παράγουν πλήρως αποτελέσματα ακόμη και μετά την ημερομηνία λήξης του παρόντος παραρτήματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 15.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ EUROSTAT ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Η ΤΙΣ ΛΟΙΠΕΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 12

Η Eurostat οφείλει να παρακολουθεί την ποιότητα των βασικών δεδομένων και των στατιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των παραγόντων οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη για την επικαιροποίηση των αποδοχών. Ειδικότερα, η Eurostat προβαίνει στις εκτιμήσεις και εκπονεί τις μελέτες που ενδεχομένως απαιτούνται για την παρακολούθηση αυτή.

Άρθρο 13

Τον Μάρτιο κάθε έτους, η Eurostat συγκαλεί ομάδα εργασίας αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών ή λοιπών αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, αποκαλούμενη «ομάδα εργασίας για το άρθρο 64 και το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης».

Κατά τη συνεδρίαση αυτή, εξετάζεται η στατιστική μεθοδολογία καθώς και η εφαρμογή της όσον αφορά τους ειδικούς δείκτες και τους δείκτες ελέγχου, τον κοινό δείκτη και τις οικονομικές ισοτιμίες.

Παρέχονται επίσης τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να προβλεφθεί η εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης για τους σκοπούς της ενδιάμεσης επικαιροποίησης των αποδοχών, όπως επίσης τα δεδομένα για το ωράριο εργασίας στις κεντρικές διοικήσεις.

Άρθρο 14

Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Eurostat, κατόπιν αιτήσεώς της, τυχόν παράγοντες που έχουν άμεση ή έμμεση επίπτωση στη σύνθεση και στην εξέλιξη των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών κρατικών υπηρεσιών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

Άρθρο 15

1. Οι διατάξεις του παρόντος παραρτήματος εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023.

2. Πριν από την 31η Μαρτίου 2022 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η έκθεση αφορά την έρευνα που διεξάγεται δυνάμει του άρθρου 2 του παρόντος παραρτήματος και εκτιμά, ειδικότερα, κατά πόσον η εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων της Ένωσης συμβαδίζει με την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων. Βάσει της έκθεσης αυτής, εάν απαιτείται, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση τροποποίησης του παρόντος παραρτήματος καθώς και του άρθρου 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης βάσει του άρθρου 336 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. Για όσο χρονικό διάστημα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν έχουν εγκρίνει κανονισμό με πρόταση της Επιτροπής, το παρόν παράρτημα και το άρθρο 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης συνεχίζουν να εφαρμόζονται προσωρινά και μετά τις προθεσμίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο παράγραφος 1 και στο άρθρο 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4. Στο τέλος του 2018 η Επιτροπή υποβάλλει προσωρινή έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, για την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος και του άρθρου 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII

Λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 83Α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

1.  Για τον καθορισμό της εισφοράς των υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό καθεστώς που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή πραγματοποιεί ανά πενταετία, αρχής γενομένης το 2004, την αναλογιστική αποτίμηση της ισορροπίας του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η αξιολόγηση αυτή αναφέρει εάν η εισφορά των υπαλλήλων επαρκεί να χρηματοδοτήσει το ένα τρίτο της δαπάνης που προβλέπεται από το συνταξιοδοτικό καθεστώς.

2.  Για την εξέταση που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή πραγματοποιεί, κάθε έτος, ενημέρωση της εν λόγω αναλογιστικής αποτίμησης, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη του πληθυσμού, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 του παρόντος Παραρτήματος, του επιτοκίου που ορίζεται στο άρθρο 10 του παρόντος Παραρτήματος ►C8  και του ποσοστού ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών των υπαλλήλων, όπως ορίζεται στο άρθρο 11 του παρόντος παραρτήματος. ◄

3.  Η αποτίμηση και οι ενημερώσεις πραγματοποιούνται κάθε έτος n, βάσει του πληθυσμού των ενεργών μελών του συνταξιοδοτικού καθεστώτος στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (n-1).

▼M131

Άρθρο 2

1.  Η επικαιροποίηση του ποσοστού της εισφοράς γίνεται με ισχύ από 1ης Ιουλίου, ταυτόχρονα με την ετήσια επικαιροποίηση των αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η επικαιροποίηση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα εισφορά μεγαλύτερη ή μικρότερη από 1 % σε σχέση με την εισφορά που ίσχυε το προηγούμενο έτος.

2.  Η διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της αναπροσαρμογής του ποσοστού της εισφοράς που θα προέκυπτε από τον αναλογιστικό υπολογισμό και της επικαιροποίησης που προκύπτει από τη μεταβολή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τελευταία πρόταση, δεν οδηγεί ποτέ σε ανάκτηση ή, κατ’ ακολουθία, σε συνυπολογισμό της κατά τους μεταγενέστερους αναλογιστικούς υπολογισμούς. Το ποσοστό της εισφοράς που θα προκύψει από τον αναλογιστικό υπολογισμό αναφέρεται στην έκθεση αποτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος.

▼M112



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

Άρθρο 3

Οι πενταετείς αναλογιστικές αποτιμήσεις καθορίζουν τις συνθήκες ισορροπίας λαμβάνοντας υπόψη, ως βάρη του καθεστώτος, τη σύνταξη αρχαιότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το επίδομα αναπηρίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και τις συντάξεις επιζώντων, όπως ορίζονται στα άρθρα 79 και 80 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 4

1.  Η αναλογιστική ισορροπία αξιολογείται με βάση τη μέθοδο υπολογισμού που αναφέρεται στο παρόν κεφάλαιο.

2.  Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, η «αναλογιστική αξία» των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία του υπολογισμού αντιπροσωπεύει υποχρέωση προηγούμενης υπηρεσίας, ενώ η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα αποκτηθούν κατά το έτος υπηρεσίας που αρχίζει την ημερομηνία του υπολογισμού, αντιπροσωπεύει το «κόστος υπηρεσίας».

3.  Εξυπακούεται ότι όλες οι συνταξιοδοτήσεις (εκτός για αναπηρία) θα επέλθουν σε καθορισμένη μέση ηλικία r. Η μέση ηλικία συνταξιοδότησης ενημερώνεται μόνο κατά την πενταετή αναλογιστική αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος και μπορεί να διαφέρει για τις διάφορες ομάδες προσωπικού.

4.  Για τον καθορισμό των αναλογιστικών αξιών:

α) 

λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές μεταβολές στο βασικό μισθό κάθε υπαλλήλου μεταξύ της ημερομηνίας υπολογισμού και της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης·

β) 

δεν λαμβάνονται υπόψη τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία υπολογισμού.

5.  Όλες οι σχετικές διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης (ιδίως στα Παραρτήματα VIII και XIII) λαμβάνονται υπόψη κατά την αναλογιστική αποτίμηση του κόστους υπηρεσίας.

6.  Εφαρμόζεται διαδικασία εξομάλυνσης για τον καθορισμό του πραγματικού προεξοφλητικού επιτοκίου και του ποσοστού ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών των ►M128   ►C9  ενωσιακών ◄  ◄ υπαλλήλων. Η εξομάλυνση προκύπτει από κινητό μέσο όρο ►M131  30ετίας ◄ για το επιτόκιο και για την αύξηση στις κλίμακες μισθών.

Άρθρο 5

1.  Ο τύπος υπολογισμού της εισφοράς βασίζεται στην εξίσωση:

image

2.  Η εισφορά των υπαλλήλων στο κόστος χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού καθεστώτος υπολογίζεται ως το ένα τρίτο του λόγου μεταξύ του κόστους υπηρεσίας του τρέχοντος έτους (n) για όλους τους υπαλλήλους που είναι ενεργά μέλη του συνταξιοδοτικού καθεστώτος και του συνόλου των ετήσιων βασικών μισθών για τον ίδιο πληθυσμό ενεργών μελών του συνταξιοδοτικού καθεστώτος την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (n-1).

3.  Το κόστος υπηρεσίας είναι το άθροισμα:

α) 

του κόστους της υπηρεσίας συνταξιοδότησης (που αναλύεται στο άρθρο 6 του παρόντος Παραρτήματος), δηλ. η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα αποκτηθούν κατά το έτος n, συμπεριλαμβανομένης της αξίας του μέρους της εν λόγω σύνταξης που θα οφείλεται στον επιζώντα σύζυγο ή/και στα συντηρούμενα τέκνα κατά τον θάνατο του υπαλλήλου μετά τη συνταξιοδότησή του (ανακληρονόμηση)·

β) 

του κόστους της υπηρεσίας αναπηρίας (που αναλύεται στο άρθρο 7 του παρόντος Παραρτήματος), δηλαδή η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα οφείλονται στους εν ενεργεία υπαλλήλους οι οποίοι αναμένεται να καταστούν ανάπηροι κατά το έτος n και

γ) 

του κόστους της υπηρεσίας επιζώντων (που αναλύεται στο άρθρο 8 του παρόντος Παραρτήματος), δηλαδή η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα οφείλονται εξ ονόματος των εν ενεργεία υπαλλήλων οι οποίοι αναμένεται να αποβιώσουν κατά το έτος n.

4.  Η αξιολόγηση του κόστους υπηρεσίας βασίζεται στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και στις ενδεδειγμένες προσόδους, όπως αναλύεται στα άρθρα 6 έως 8 του παρόντος Παραρτήματος.

Οι πρόσοδοι αυτές παρέχουν την αναλογιστική παρούσα αξία του 1 ευρώ ετησίως, λαμβανομένων υπόψη του επιτοκίου, του ποσοστού της ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών και της πιθανότητας να επιζήσει κανείς έως την ηλικία συνταξιοδότησης.

5.  Λαμβάνονται υπόψη τα ελάχιστα όρια διαβίωσης που αναφέρονται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου V του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο Παράρτημα VIII.

Άρθρο 6

1.  Για να υπολογισθεί η αξία των συντάξεων αρχαιότητας, υπολογίζονται για κάθε υπάλληλο εν ενεργεία τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν κατά το έτος n, πολλαπλασιάζοντας τον κατά προβολή βασικό μισθό του τη στιγμή της συνταξιοδότησης επί τον εφαρμοστέο συντελεστή επαύξησης.

Εάν τα συσσωρευμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα (από την ημέρα της πρόσληψης, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών), τα οποία έχουν πιστωθεί στον υπάλληλο στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1 φθάνουν τουλάχιστον το 70 %, θεωρείται ότι ο υπάλληλος δεν έχει αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα κατά το έτος n.

2.  Ο κατά προβολή βασικός μισθός (PS) κατά τη συνταξιοδότηση υπολογίζεται με αφετηρία τον βασικό μισθό στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού ετήσιας αύξησης στον πίνακα μισθών και του εκτιμώμενου ετήσιου ποσοστού αύξησης λόγω αρχαιότητας και προαγωγών, ως εξής:

image

Όπου:

SAL

=

τρέχων μισθός

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ISP

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό αύξησης λόγω αρχαιότητας και προαγωγών

m

=

διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

Εφόσον οι υπολογισμοί γίνονται σε πραγματικούς όρους, μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών και το ετήσιο ποσοστό αύξησης λόγω αρχαιότητας και προαγωγών, είναι ποσοστά αύξησης που δεν περιλαμβάνουν τον πληθωρισμό.

3.  Βάσει του υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί από ένα δεδομένο υπάλληλο, η αναλογιστική αξία των εν λόγω συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων (και των ανακληρονομικών συντάξεων που συνδέονται με αυτά) υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τα ετήσια συνταξιοδοτικά δικαιώματα, όπως ορίσθηκαν ανωτέρω, με το άθροισμα:

α) 

μιας άμεσης προσόδου αναβαλλόμενης στην ηλικία x, αναβαλλόμενης επί m έτη:

image

όπου:

x

=

ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ

=

επιτόκιο

kpx

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

m

=

διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ω

=

ανώτατο όριο του πίνακα θνησιμότητας

και

β) 

μιας άμεσης ανακληρονομικής προσόδου αναβαλλόμενης στις ηλικίες x και y, όπου y είναι η θεωρητική ηλικία του συζύγου. Η τελευταία αυτή πρόσοδος πολλαπλασιάζεται επί την πιθανότητα να συνάψει γάμο ο υπάλληλος και επί το εφαρμοστέο ποσοστό ανακληρονόμησης που καθορίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα VIII:

image

Όπου:

x

=

ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

y

=

ηλικία του συζύγου του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ

=

επιτόκιο

kpx

=

πιθανότητα για έναν υπάλληλο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

kpy

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας y (σύζυγος του υπαλλήλου ηλικίας x) να επιζεί σε k έτη

m

=

διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ω

=

ανώτατο όριο του πίνακα θνησιμότητας.

4.  Ο υπολογισμός του κόστους υπηρεσίας για τη συνταξιοδότηση λαμβάνει υπόψη:

α) 

το κίνητρο επαύξησης για τους υπαλλήλους που παραμένουν στην υπηρεσία μετά την ηλικία συνταξιοδότησης·

β) 

τον συντελεστή μείωσης για τους υπαλλήλους που αποχωρούν από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης.

Άρθρο 7

1.  Για να υπολογισθεί η αξία των εν λόγω επιδομάτων αναπηρίας, ο αριθμός των επιδομάτων που αναμένεται να καταστούν πληρωτέα κατά το έτος n, μετράται εφαρμόζοντας σε κάθε εν ενεργεία υπάλληλο την πιθανότητα να καταστεί ανάπηρος κατά το έτος αυτό. Η πιθανότητα αυτή στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται επί το ετήσιο ποσό των επιδομάτων αναπηρίας το οποίο θα δικαιούται ο υπάλληλος.

2.  Για τον υπολογισμό της αναλογιστικής αξίας των επιδομάτων αναπηρίας που καθίστανται το πρώτον απαιτητά κατά το έτος n, χρησιμοποιούνται οι ακόλουθες πρόσοδοι:

α) 

μια άμεση προσωρινή πρόσοδος στην ηλικία x:

image

Όπου:

x

=

ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ

=

επιτόκιο

kpx

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

m

=

διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών),

και

β) 

μια άμεση ανακληρονομική πρόσοδος. Η τελευταία αυτή πρόσοδος πολλαπλασιάζεται επί την πιθανότητα να συνάψει γάμο ο υπάλληλος και επί το εφαρμοστέο ποσοστό ανακληρονόμησης.

image

Όπου:

x

=

ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

y

=

ηλικία του συζύγου του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ

=

επιτόκιο

kpx

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

kpy

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας y (σύζυγος του προσώπου ηλικίας x) να επιζεί σε k έτη

m

=

διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών).

Άρθρο 8

1.  Η αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα καταστούν πληρωτέα στους επιζώντες κατά το έτος n, μετράται εφαρμόζοντας σε κάθε εν ενεργεία υπάλληλο την πιθανότητα να αποβιώσει στη διάρκεια του έτους. Η πιθανότητα αυτή στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται επί το ετήσιο ποσό της σύνταξης του συζύγου που θα καταστεί πληρωτέα κατά το τρέχον έτος. Ο υπολογισμός λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συντάξεις ορφανού που θα μπορούσαν να καταστούν πληρωτέες.

2.  Για τον υπολογισμό της αναλογιστικής αξίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα καταστούν πληρωτέα στους επιζώντες κατά το έτος n, χρησιμοποιείται μια άμεση πρόσοδος. Η πρόσοδος αυτή πολλαπλασιάζεται επί την πιθανότητα να συνάψει γάμο ο υπάλληλος:

image

Όπου:

y

=

ηλικία του συζύγου του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ

=

επιτόκιο

kpy

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας y (σύζυγος του προσώπου ηλικίας x) να επιζεί σε k έτη

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ω

=

ανώτατο όριο του πίνακα θνησιμότητας.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 9

1.  Οι δημογραφικές παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αναλογιστική αποτίμηση βασίζονται στην παρατήρηση του πληθυσμού των συμμετεχόντων στο καθεστώς, ο οποίος αποτελείται από το εν ενεργεία προσωπικό και τους συνταξιούχους. Οι πληροφορίες αυτές συγκεντρώνονται κάθε έτος από την Επιτροπή βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται από τα διάφορα όργανα και τις Υπηρεσίες, το προσωπικό των οποίων συμμετέχει στο καθεστώς.

Από την παρατήρηση του πληθυσμού αυτού, προκύπτουν ιδίως η διάρθρωση του πληθυσμού, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης και ο πίνακας αναπηρίας.

2.  Ο πίνακας θνησιμότητας αναφέρεται σε πληθυσμό που έχει τα πλησιέστερα δυνατά χαρακτηριστικά με τον πληθυσμό των συμμετεχόντων στο καθεστώς. Ενημερώνεται μόνο κατά την πενταετή αναλογιστική αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος.

Άρθρο 10

1.  Τα επιτόκια που λαμβάνονται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς βασίζονται στα παρατηρούμενα μέσα ετήσια επιτόκια του μακροχρόνιου δημόσιου χρέους των κρατών μελών, τα οποία δημοσιεύονται από την Επιτροπή. Για τον υπολογισμό του αντίστοιχου επιτοκίου μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, το οποίο χρειάζεται για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, χρησιμοποιείται ο κατάλληλος δείκτης τιμών καταναλωτή.

2.  Το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο που λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, είναι ο μέσος όρος των πραγματικών μέσων επιτοκίων για τα ►M131  30 έτη ◄ που προηγούνται του τρέχοντος έτους.

Άρθρο 11

1.  Η ετήσια αλλαγή στις κλίμακες μισθών των υπαλλήλων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, βασίζεται στους ειδικούς δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 4 του Παραρτήματος XI.

2.  Το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο που λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, είναι ο μέσος όρος των καθαρών ειδικών δεικτών για την Ευρωπαϊκή Ένωση για τα ►M131  30 έτη ◄ που προηγούνται του τρέχοντος έτους.

▼M131

Άρθρο 11α

Έως το 2020, για την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 6, του άρθρου 10 παράγραφος 2 και του άρθρου 11 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος, ο κινητός μέσος όρος υπολογίζεται με βάση το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

Το 2014 – 16 έτη
Το 2015 – 18 έτη
Το 2016 – 20 έτη
Το 2017 – 22 έτη
Το 2018 – 24 έτη
Το 2019 – 26 έτη
Το 2020 – 28 έτη.

▼M131

Άρθρο 12

Το επιτόκιο που αναφέρεται στα άρθρα 4 και 8 του παραρτήματος VIII για τον υπολογισμό των τόκων ανατοκισμού είναι το πραγματικό επιτόκιο που αναφέρεται στο άρθρο 10 του παρόντος παραρτήματος και επικαιροποιείται, αν είναι αναγκαίο, κατά τις πενταετείς αναλογιστικές αποτιμήσεις.

Όσον αφορά την επικαιροποίηση, το επιτόκιο που αναφέρεται στα άρθρα 4 και 8 του παραρτήματος VIII θα αναφέρεται ως επιτόκιο αναφοράς. Η Επιτροπή δημοσιεύει το επικαιροποιημένο πραγματικό επιτόκιο, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

▼M112



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Άρθρο 13

1.  Η Eurostat είναι η αρχή που ευθύνεται για την τεχνική εφαρμογή του παρόντος Παραρτήματος.

2.  Την Eurostat επικουρούν ένας ή περισσότεροι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες κατά τη διενέργεια των αναλογιστικών αποτιμήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος. Η Eurostat παρέχει στους εν λόγω εμπειρογνώμονες ιδίως τις παραμέτρους που προβλέπονται στα άρθρα 9 έως 11 του παρόντος Παραρτήματος.

3.  Η Eurostat υποβάλλει κάθε έτος την 1η Σεπτεμβρίου έκθεση σχετικά με τις αποτιμήσεις και τις ενημερώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος.

4.  Τα ενδεχόμενα ζητήματα μεθοδολογίας που ανακύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος Παραρτήματος εξετάζονται από την Eurostat σε συνεργασία με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες των αρμοδίων υπηρεσιών των κρατών μελών και με τον ανεξάρτητο ειδικευμένο εμπειρογνώμονα. Προς τούτο, η Eurostat συγκαλεί συνεδρίαση της εν λόγω ομάδας, τουλάχιστον άπαξ του έτους. Εντούτοις, η Eurostat μπορεί να συγκαλεί συχνότερες συνεδριάσεις, εάν το κρίνει αναγκαίο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

▼M131

Άρθρο 14

1.  Το 2022 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η έκθεση αυτή λαμβάνει υπόψη τις δημοσιονομικές επιπτώσεις του παρόντος παραρτήματος και αποτιμά την αναλογιστική ισορροπία του συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Βάσει της έκθεσης αυτής, η Επιτροπή θα υποβάλει, αν απαιτείται, πρόταση τροποποίησης του παρόντος παραρτήματος.

2.  Το 2018 η Επιτροπή θα υποβάλει προσωρινή έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος.

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII

Μεταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους ►M128   ►C9  της Ένωσης ◄  ◄

Τμήμα 1

Άρθρο 1

1.  Κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Μαΐου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2006, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. 

Οι θέσεις που αναφέρονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και το επίπεδο των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε τέσσερις κατηγορίες που ορίζονται κατά φθίνουσα ιεραρχική τάξη με τα γράμματα A*, B*, C* και D*.

2. 

Η κατηγορία A* περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς, η κατηγορία B* εννέα βαθμούς, η κατηγορία C* επτά βαθμούς και η κατηγορία D* πέντε βαθμούς.»

2.  Κάθε αναφορά στην ημερομηνία πρόσληψης νοείται ως αναφορά στην ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας.

Άρθρο 2

1.  Την 1η Μαΐου 2004 και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 8 του παρόντος Παραρτήματος, οι βαθμοί των υπαλλήλων που βρίσκονται σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, λαμβάνουν νέα ονομασία ως εξής:



Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

A1

A*16

 

 

 

 

 

 

A2

A*15

 

 

 

 

 

 

A3/LA3

A*14

 

 

 

 

 

 

A4/LA4

A*12

 

 

 

 

 

 

A5/LA5

A*11

 

 

 

 

 

 

A6/LA6

A*10

B1

B*10

 

 

 

 

A7/LA7

A*8

B2

B*8

 

 

 

 

A8/LA8

A*7

B3

B*7

C1

C*6

 

 

 

 

B4

B*6

C2

C*5

 

 

 

 

B5

B*5

C3

C*4

D1

D*4

 

 

 

 

C4

C*3

D2

D*3

 

 

 

 

C5

C*2

D3

D*2

 

 

 

 

 

 

D4

D*1

2.  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Παραρτήματος, ο μηνιαίος βασικός μισθός καθορίζεται, για κάθε βαθμό και κάθε κλιμάκιο, σύμφωνα με τους κατωτέρω πίνακες (ποσά σε ευρώ):



Κατηγορία A (1) (2)

Παλαιός βαθμός

Νέος (ενδιάμεσος) βαθμός

1

2

3

4

5

6

7

8

A1

A*16

14 822,86

15 445,74

16 094,79

16 094,79

16 094,79

16 094,79

 

 

 

 

12 717,09

13 392,63

14 068,17

14 743,71

15 419,25

16 094,79

 

 

 

 

0,8579377

0,8670760

0,8740822

0,9160548

0,9580274

1,0

 

 

A2

A*15

13 100,93

13 651,45

14 225,11

14 620,87

14 822,86

15 445,74

 

 

 

 

11 285,38

11 930,01

12 574,64

13 219,27

13 863,90

14 508,53

 

 

 

 

0,8614182

0,8739006

0,8839749

0,9041370

0,9353053

0,9393224

 

 

A3

A*14

11 579,04

12 065,60

12 572,62

12 922,41

13 100,93

13 651,45

14 225,11

14 822,86

 

 

9 346,34

9 910,20

10 474,06

11 037,92

11 601,78

12 165,64

12 729,50

13 293,36

 

 

0,8071775

0,8213599

0,8330849

0,8541688

0,8855692

0,8911610

0,8948613

0,8968148

 

A*13

10 233,93

10 663,98

11 112,09

11 421,25

11 579,04

 

 

 

A4

A*12

9 045,09

9 425,17

9 821,23

10 094,47

10 233,93

10 663,98

11 112,09

11 579,04

 

 

7 851,92

8 292,03

8 732,14

9 172,25

9 612,36

10 052,47

10 492,58

10 932,69

 

 

0,8680864

0,8797751

0,8891086

0,9086411

0,9392638

0,9426565

0,9442490

0,9441793

A5

A*11

7 994,35

8 330,28

8 680,33

8 921,83

9 045,09

9 425,17

9 821,23

10 233,93

 

 

6 473,51

6 857,02

7 240,53

7 624,04

8 007,55

8 391,06

8 774,57

9 158,08

 

 

0,8097606

0,8231440

0,8341307

0,8545377

0,8852925

0,8902821

0,8934288

0,8948742

A6

A*10

7 065,67

7 362,57

7 671,96

7 885,41

7 994,35

8 330,28

8 680,33

9 045,09

 

 

5 594,32

5 899,56

6 204,80

6 510,04

6 815,28

7 120,52

7 425,76

7 731,00

 

 

0,7917607

0,8012909

0,8087633

0,8255804

0,8525121

0,8547756

0,8554698

0,8547179

 

A*9

6 244,87

6 507,29

6 780,73

6 969,38

7 065,67

 

 

 

A7

A*8

5 519,42

5 751,35

5 993,03

6 159,77

6 244,87

6 507,29

 

 

 

 

4 815,59

5 055,21

5 294,83

5 534,45

5 774,07

6 013,69

 

 

 

 

0,8724812

0,8789606

0,8834980

0,8984832

0,9246101

0,9241466

 

 

A8

A*7

4 878,24

5 083,24

5 296,84

5 444,21

5 519,42

 

 

 

 

 

4 258,95

4 430,71

 

 

 

 

 

 

 

 

0,8730505

0,8716311

 

 

 

 

 

 

 

A*6

4 311,55

4 492,73

4 681,52

4 811,77

4 878,24

 

 

 

 

A*5

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 252,80

4 311,55

 

 

 

(1)   Οι αριθμοί με πλάγια γράμματα στους ανωτέρω πίνακες αναφέρονται στους παλαιούς μισθούς όπως ορίζονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης πριν από την 1η Μαΐου 2004. Συμπεριλαμβάνονται στους πίνακες αυτούς μόνο για επεξηγηματικούς λόγους και δεν έχουν καμία έννομη συνέπεια.

(2)   Ο αριθμός στην τρίτη γραμμή που αντιστοιχεί σε κάθε κλιμάκιο είναι ο συντελεστής που αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ των βασικών μισθών πριν από και μετά την 1η Μαΐου 2004.



Κατηγορία B (1) (2)

Παλαιός βαθμός

Νέος (ενδιάμεσος) βαθμός

1

2

3

4

5

6

7

8

 

B*11

7 994,35

8 330,28

8 680,33

8 921,83

9 045,09

 

 

 

B1

B*10

7 065,67

7 362,57

7 671,96

7 885,41

7 994,35

8 330,28

8 680,33

9 045,09

 

 

5 594,32

5 899,56

6 204,80

6 510,04

6 815,28

7 120,52

7 425,76

7 731,00

 

 

0,7917607

0,8012909

0,8087633

0,8255804

0,8525121

0,8547756

0,8554698

0,8547179

 

B*9

6 244,87

6 507,29

6 780,73

6 969,38

7 065,67

 

 

 

B2

B*8

5 519,42

5 751,35

5 993,03

6 159,77

6 244,87

6 507,29

6 780,73

7 065,67

 

 

4 847,05

5 074,29

5 301,53

5 528,77

5 756,01

5 983,25

6 210,49

6 437,73

 

 

0,8781810

0,8822781

0,8846160

0,8975611

0,9217181

0,9194688

0,9159029

0,9111280

B3

B*7

4 878,24

5 083,24

5 296,84

5 444,21

5 519,42

5 751,35

5 993,03

6 244,87

 

 

4 065,67

4 254,62

4 443,57

4 632,52

4 821,47

5 010,42

5 199,37

5 388,32

 

 

0,8334297

0,8369898

0,8389096

0,8509077

0,8735465

0,8711729

0,8675695

0,8628394

B4

B*6

4 311,55

4 492,73

4 681,52

4 811,77

4 878,24

5 083,24

5 296,84

5 519,42

 

 

3 516,44

3 680,31

3 844,18

4 008,05

4 171,92

4 335,79

4 499,66

4 663,53

 

 

0,8155860

0,8191701

0,8211393

0,8329679

0,8552101

0,8529580

0,8494989

0,8449312

B5

B*5

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 252,80

4 311,55

4 492,73

4 681,52

4 878,24

 

 

3 143,24

3 275,85

3 408,46

3 541,07

3 673,68

3 806,29

3 938,90

4 071,51

 

 

0,8248480

0,8249807

0,8237611

0,8326444

0,8520555

0,8472109

0,8413720

0,8346268

 

B*4

3 368,02

3 509,54

3 657,02

3 758,76

3 810,69

 

 

 

 

B*3

2 976,76

3 101,85

3 232,19

3 322,12

3 368,02

 

 

 

(1)   Οι αριθμοί με πλάγια γράμματα στους ανωτέρω πίνακες αναφέρονται στους παλαιούς μισθούς όπως ορίζονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης πριν από την 1η Μαΐου 2004. Συμπεριλαμβάνονται στους πίνακες αυτούς μόνο για επεξηγηματικούς λόγους και δεν έχουν καμία έννομη συνέπεια.

(2)   Ο αριθμός στην τρίτη γραμμή που αντιστοιχεί σε κάθε κλιμάκιο είναι ο συντελεστής που αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ των βασικών μισθών πριν από και μετά την 1η Μαΐου 2004.



Κατηγορία C (1) (2)

Παλαιός βαθμός

Νέος (ενδιάμεσος) βαθμός

1

2

3

4

5

6

7

8

 

C*7

4 878,24

5 083,24

5 296,84

5 444,21

5 519,42

 

 

 

C1

C*6

4 311,55

4 492,73

4 681,52

4 811,77

4 878,24

5 083,24

5 296,84

5 519,42

 

 

3 586,63

3 731,26

3 875,89

4 020,52

4 165,15

4 309,78

4 454,41

4 599,04

 

 

0,8318656

0,8305106

0,8279127

0,8355595

0,8538223

0,8478411

0,8409561

0,8332470

C2

C*5

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 252,80

4 311,55

4 492,73

4 681,52

4 878,24

 

 

3 119,61

3 252,15

3 384,69

3 517,23

3 649,77

3 782,31

3 914,85

4 047,39

 

 

0,8186470

0,8190122

0,8180164

0,8270387

0,8465100

0,8418734

0,8362348

0,8296824

C3

C*4

3 368,02

3 509,54

3 657,02

3 758,76

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 311,55

 

 

2 910,01

3 023,56

3 137,11

3 250,66

3 364,21

3 477,76

3 591,31

3 704,86

 

 

0,8640121

0,8615260

0,8578323

0,8648224

0,8828349

0,8758292

0,8679526

0,8592873

C4

C*3

2 976,76

3 101,85

3 232,19

3 322,12

3 368,02

3 509,54

3 657,02

3 810,69

 

 

2 629,42

2 735,93

2 842,44

2 948,95

3 055,46

3 161,97

3 268,48

3 374,99

 

 

0,8833161

0,8820317

0,8794161

0,8876711

0,9071977

0,9009642

0,8937550

0,8856638

C5

C*2

2 630,96

2 741,52

2 856,72

2 936,20

2 976,76

 

 

 

 

 

2 424,48

2 523,83

2 623,18

2 722,53

 

 

 

 

 

 

0,9215191

0,9205951

0,9182489

0,9272291

 

 

 

 

 

C*1

2 325,33

2 423,04

2 524,86

2 595,11

2 630,96

 

 

 

(1)   Οι αριθμοί με πλάγια γράμματα στους ανωτέρω πίνακες αναφέρονται στους παλαιούς μισθούς όπως ορίζονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης πριν από την 1η Μαΐου 2004. Συμπεριλαμβάνονται στους πίνακες αυτούς μόνο για επεξηγηματικούς λόγους και δεν έχουν καμία έννομη συνέπεια.

(2)   Ο αριθμός στην τρίτη γραμμή που αντιστοιχεί σε κάθε κλιμάκιο είναι ο συντελεστής που αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ των βασικών μισθών πριν από και μετά την 1η Μαΐου 2004.



Κατηγορία D (1) (2)

Παλαιός βαθμός

Νέος (ενδιάμεσος) βαθμός

1

2

3

4

5

6

7

8

 

D*5

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 252,8

4 311,55

 

 

 

D1

D*4

3 368,02

3 509,54

3 657,02

3 758,76

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 311,55

 

 

2 740,03

2 859,83

2 979,63

3 099,43

3 219,23

3 339,03

3 458,83

3 578,63

 

 

0,8135433

0,8148732

0,8147699

0,8245884

0,8447893

0,8408918

0,8359346

0,8300101

D2

D*3

2 976,76

3 101,85

3 232,19

3 322,12

3 368,02

3 509,54

3 657,02

3 810,69

 

 

2 498,38

2 604,79

2 711,20

2 817,61

2 924,02

3 030,43

3 136,84

3 243,25

 

 

0,8392951

0,8397537

0,8388121

0,8481361

0,8681718

0,8634835

0,8577585

0,8510926

D3

D*2

2 630,96

2 741,52

2 856,72

2 936,20

2 976,76

3 101,85

3 232,19

3 368,02

 

 

2 325,33

2 424,85

2 524,37

2 623,89

2 723,41

2 822,93

2 922,45

3 021,97

 

 

0,8838333

0,8844911

0,8836603

0,8936346

0,9148907

0,9100795

0,9041702

0,8972542

D4

D*1

2 325,33

2 423,04

2 524,86

2 595,11

2 630,96

 

 

 

 

 

2 192,47

2 282,38

2 372,29

2 462,20

 

 

 

 

 

 

0,9428640

0,9419476

0,9395718

0,9487849

 

 

 

 

(1)   Οι αριθμοί με πλάγια γράμματα στους ανωτέρω πίνακες αναφέρονται στους παλαιούς μισθούς όπως ορίζονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης πριν από την 1η Μαΐου 2004. Συμπεριλαμβάνονται στους πίνακες αυτούς μόνο για επεξηγηματικούς λόγους και δεν έχουν καμία έννομη συνέπεια.

(2)   Ο αριθμός στην τρίτη γραμμή που αντιστοιχεί σε κάθε κλιμάκιο είναι ο συντελεστής που αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ των βασικών μισθών πριν από και μετά την 1η Μαΐου 2004.

3.  Οι μισθοί για τους νέους ενδιάμεσους βαθμούς χρησιμοποιούν τα ποσά εφαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 7 του παρόντος Παραρτήματος.

Άρθρο 3

Η διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος δεν έχει καμία επίπτωση στο κλιμάκιο στο οποίο βρίσκεται ένας υπάλληλος ούτε στην αρχαιότητα στο βαθμό και στο κλιμάκιο που έχει αποκτήσει. Οι μισθοί καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος Παραρτήματος.

Άρθρο 4

Για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και για την περίοδο που ορίζεται στην εισαγωγική πρόταση του άρθρου 1 του παρόντος Παραρτήματος:

α) 

Οι όροι «ομάδα καθηκόντων» αντικαθίσταται από τον όρο «κατηγορία»:

i) 

Στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης:

— 
στο άρθρο 5, παράγραφος 5,
— 
στο άρθρο 6, παράγραφος 1,
— 
στο άρθρο 7, παράγραφος 2,
— 
στο άρθρο 31, παράγραφος 1,
— 
στο άρθρο 32, τρίτο εδάφιο,
— 
στο άρθρο 39, στοιχείο στ),
— 
στο άρθρο 40, παράγραφος 4,
— 
στο άρθρο 41, παράγραφος 3,
— 
στο άρθρο 51, παράγραφοι 1, 2, 8 και 9,
— 
στο άρθρο 78, πρώτο εδάφιο,
ii) 

στο Παράρτημα II του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, άρθρο 1, τέταρτο εδάφιο,

iii) 

στο Παράρτημα III του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης:

— 
στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο γ),
— 
στο άρθρο 3, τέταρτο εδάφιο,
iv) 

στο Παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης:

— 
στο άρθρο 5,
— 
στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία στ) και ζ)·
β) 

οι όροι «ομάδα καθηκόντων AD» αντικαθίστανται από τους όρους «κατηγορία A*»:

i) 

στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης:

— 
στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ),
— 
στο άρθρο 48, τρίτο εδάφιο,
— 
στο άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο,
ii) 

στο Παράρτημα II του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, άρθρο 10, παράγραφος 1·

γ) 

οι όροι «ομάδα καθηκόντων AST» αντικαθίστανται από τους όρους «κατηγορίες B*, C* και D*»:

i) 

Στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης:

— 
στο άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο,
— 
στο άρθρο 48, τρίτο εδάφιο,
ii) 

στο Παράρτημα VI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, άρθρα 1 και 3·

δ) 

οι όροι «του βαθμού AST 1 έως AST 4»αντικαθίστανται από τους όρους «των κατηγοριών C* και D* βαθμοί 1 έως 4», στο άρθρο 56, τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

ε) 

στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο (α) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «την ομάδα καθηκόντων AST» αντικαθίστανται από τους όρους «τις κατηγορίες B* και C*»·

στ) 

το άρθρο 29, παράγραφος 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οργανώνει τουλάχιστον ένα διαγωνισμό για τις κατηγορίες C*, B* και A* πριν από την 1η Μαΐου 2006»·

ζ) 

στο άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως» αντικαθίστανται από τους όρους «καθηκόντων στην αμέσως ανώτερη κατηγορία»·

η) 

στο άρθρο 45α, παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «ομάδας καθηκόντων AST» αντικαθίστανται από τους όρους «κατηγορίας Β*» και οι όροι «ομάδας καθηκόντων AST» αντικαθίστανται από τους όρους «θέσης στην κατηγορία Α*»·

θ) 

στο άρθρο 46 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «AD 9 έως AD 14» αντικαθίστανται από τους όρους «A *9 έως A *14»·

ι) 

στο άρθρο 29, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «βαθμών AD 16 ή AD 15» αντικαθίστανται από τους όρους «βαθμών A *16 ή A* 15» και οι όροι «βαθμών AD 15 ή AD 14» από τους όρους «βαθμών A *15 ή A* 14»·

ια) 

στο Παράρτημα II του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, ο όρος «AD 14» αντικαθίσταται από τον όρο «A *14»·

ιβ) 

στο Παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 5:

i) 

στην παράγραφο 2, ο όρος «AD 13» αντικαθίσταται από τον όρο «A *13»,

ii) 

στην παράγραφο 3, ο όρος «AD 14» αντικαθίσταται από τους όρους «A *14 ή ανώτερο βαθμό» και οι όροι «AD 16 ή AD 15» από τους όρους «A *16 ή A *15»,

iii) 

στην παράγραφο 4, ο όρος «AD 16» αντικαθίσταται από τους όρους «A *16» και ο όρος «AD 15» από τον όρο «A *15»·

ιγ) 

στο άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «και από τον τέταρτο βαθμό» διαγράφονται·

ιδ) 

στο άρθρο 5, παράγραφος 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η παραπομπή στο «Παράρτημα I, σημείο A», αντικαθίσταται από την παραπομπή στο «Παράρτημα XIII.1»·

ιε) 

οπουδήποτε στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης γίνεται αναφορά στο βασικό μηνιαίο μισθό υπαλλήλου βαθμού AST 1, αντικαθίσταται από αναφορά στο βασικό μηνιαίο μισθό υπαλλήλου βαθμού D *1.

Άρθρο 5

1.  Παρά το άρθρο 45 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι που είχαν σειρά προαγωγής την 1η Μαΐου 2004 εξακολουθούν να έχουν σειρά προαγωγής, έστω και αν δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει ελάχιστη περίοδο δύο ετών στο βαθμό τους.

2.  Οι υπάλληλοι που είναι εγγεγραμμένοι σε πίνακα υποψηφίων ικανών να μεταφερθούν σε άλλη κατηγορία πριν από την 1η Μαΐου 2006 κατατάσσονται, εάν η μετάβαση πραγματοποιηθεί μετά την 1η Μαΐου 2004, στον ίδιο βαθμό και στο ίδιο κλιμάκιο με αυτό που κατείχαν στην παλαιά κατηγορία ή, ελλείψει αυτών, στο πρώτο κλιμάκιο του εισαγωγικού βαθμού της νέας κατηγορίας.

3.  Τα άρθρα 1 έως 11 του παρόντος Παραρτήματος ισχύουν, για τους έκτακτους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, οι οποίοι στη συνέχεια προσλαμβάνονται ως υπάλληλοι σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4.  Οι έκτακτοι υπάλληλοι που είναι εγγεγραμμένοι σε πίνακα υποψηφίων ικανών να μεταφερθούν σε άλλη κατηγορία ή σε πίνακα επιτυχόντων υποψηφίων εσωτερικού διαγωνισμού πριν από την 1η Μαΐου 2006 κατατάσσονται, εάν η πρόσληψη πραγματοποιηθεί μετά την 1η Μαΐου 2004 στον ίδιο βαθμό και στο ίδιο κλιμάκιο με αυτό που κατείχαν ως έκτακτοι υπάλληλοι στην παλαιά κατηγορία ή, ελλείψει αυτών, στο πρώτο κλιμάκιο του εισαγωγικού βαθμού της νέας κατηγορίας.

5.  Ο υπάλληλος βαθμού A3 την 30ή Απριλίου 2004 πρέπει, εάν διορισθεί μετά την εν λόγω ημερομηνία ως διευθυντής, να προάγεται στον επόμενο ανώτερο βαθμό, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 5 του παρόντος Παραρτήματος. Το άρθρο 46, τελευταία πρόταση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται.

Άρθρο 6

Με την επιφύλαξη των άρθρων 9 και 10 του παρόντος Παραρτήματος, για την πρώτη προαγωγή των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, τα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2 και στο Παράρτημα I, σημείο B του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης προσαρμόζονται, για να καταστούν σύμφωνα με τις διευθετήσεις που ισχύουν σε κάθε όργανο πριν από την ημερομηνία αυτή.

Όταν η προαγωγή ενός υπαλλήλου παράγει αποτελέσματα πριν από την 1η Μαΐου 2004, διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την ημερομηνία κατά την οποία η προαγωγή παράγει αποτελέσματα.

Άρθρο 7

Ο μηνιαίος βασικός μισθός των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, καθορίζεται σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

1. 

Ο μηνιαίος βασικός μισθός που καταβάλλεται σε κάθε υπάλληλο δεν υφίσταται καμία μεταβολή λόγω της αλλαγής της ονομασίας των βαθμών σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος.

2. 

Για κάθε υπάλληλο υπολογίζεται, την 1η Μαΐου 2004, ένας συντελεστής πολλαπλασιασμού. Ο εν λόγω συντελεστής πολλαπλασιασμού ισούται με τον λόγο που υπάρχει μεταξύ του μηνιαίου βασικού μισθού που καταβάλλεται στον υπάλληλο πριν από την 1η Μαΐου 2004 και του ποσού εφαρμογής που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος.

Ο μηνιαίος βασικός μισθός που καταβάλλεται στον υπάλληλο κατά την 1η Μαΐου 2004 ισούται με το γινόμενο του ποσού εφαρμογής επί τον συντελεστή πολλαπλασιασμού.

Ο συντελεστής πολλαπλασιασμού χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του μηνιαίου βασικού μισθού του υπαλλήλου κατά την προαγωγή κατά κλιμάκιο ή κατά την ►M131  επικαιροποίηση ◄ των αποδοχών.

3. 

Παρά τις ανωτέρω διατάξεις, για τις περιόδους μετά την 1η Μαΐου 2004, ο μηνιαίος βασικός μισθός που καταβάλλεται στον υπάλληλο δεν είναι μικρότερος από τον μηνιαίο βασικό μισθό που θα είχε εισπράξει δυνάμει του συστήματος που ίσχυε πριν από την ημερομηνία αυτή επ' ευκαιρία της αυτόματης προαγωγής κατά κλιμάκιο στον βαθμό που κατείχε προηγουμένως. Για κάθε βαθμό και για κάθε κλιμάκιο, ο παλαιός βασικός μισθός που λαμβάνεται υπόψη ισούται με το ποσό εφαρμογής μετά την 1η Μαΐου 2004, πολλαπλασιαζόμενο επί τον συντελεστή που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος.

4. 

Ο υπάλληλος βαθμού A*10 έως A*16 και AD10 έως 16 αντίστοιχα, ο οποίος την 30ή Απριλίου 2004 είναι προϊστάμενος μονάδας, διευθυντής ή γενικός διευθυντής ή, στη συνέχεια διορίζεται προϊστάμενος μονάδας, διευθυντής ή γενικός διευθυντής και έχει ασκήσει τα νέα του καθήκοντα κατά τους πρώτους εννέα μήνες, δικαιούται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού αντίστοιχη με τη διαφορά κατά ποσοστό μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου κλιμακίου των βαθμών που αναφέρονται στον πίνακα του άρθρου 2, παράγραφος 1 και στον πίνακα του άρθρου 8, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος.

5. 

Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, για κάθε υπάλληλο, η πρώτη προαγωγή που λαμβάνεται μετά την 1η Μαΐου 2004, πρέπει, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκε πριν από την 1η Μαΐου 2004 και ανάλογα με το κλιμάκιο που κατέχει τη στιγμή που παράγει αποτελέσματα η προαγωγή του, να συνεπάγεται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού που καθορίζεται βάσει του ακόλουθου πίνακα:



Κλιμάκια

Βαθμοί

1

2

3

4

5

6

7

8

A

13,1  %

11,0  %

6,8  %

5,7  %

5,5  %

5,2  %

5,2  %

4,9  %

B

11,9  %

10,5  %

6,4  %

4,9  %

4,8  %

4,7  %

4,5  %

4,3  %

C

8,5  %

6,3  %

4,6  %

4,0  %

3,9  %

3,7  %

3,6  %

3,5  %

D

6,1  %

4,6  %

4,3  %

4,1  %

4,0  %

3,9  %

3,7  %

3,6  %

Για να καθορισθεί το εφαρμοστέο ποσοστό, κάθε βαθμός διαιρείται σε μια σειρά πλασματικών κλιμακίων που αντιστοιχούν σε δύο μήνες υπηρεσίας και σε πλασματικά ποσοστά μειωμένα κατά ένα δωδέκατο της διαφοράς μεταξύ του ποσοστού του συγκεκριμένου κλιμακίου και εκείνου του αμέσως ανώτερου κλιμακίου για κάθε πλασματικό κλιμάκιο.

Για τον υπολογισμό του μισθού προ της προαγωγής, όταν ο υπάλληλος δεν βρίσκεται στο τελευταίο κλιμάκιο του βαθμού του, λαμβάνεται υπόψη η αξία του πλασματικού κλιμακίου. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης, κάθε βαθμός διαιρείται επίσης σε πλασματικούς μισθούς που προχωρούν, από το πρώτο έως το τελευταίο πραγματικό κλιμάκιο, κατά ένα δωδέκατο της διετούς αύξησης κατά κλιμάκιο στο βαθμό αυτό.

6. 

Κατά την εν λόγω πρώτη προαγωγή, καθορίζεται νέος συντελεστής πολλαπλασιασμού. Αυτός ο συντελεστής πολλαπλασιασμού ισούται με τον λόγο μεταξύ των νέων βασικών μισθών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παραγράφου 5 και του ποσού εφαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του παρόντος Παραρτήματος. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 7, ο εν λόγω συντελεστής πολλαπλασιασμού εφαρμόζεται επί του μισθού κατά την προαγωγή κατά κλιμάκιο και κατά την αναπροσαρμογή των αποδοχών.

7. 

Εάν, μετά από μια προαγωγή, ο συντελεστής πολλαπλασιασμού είναι κατώτερος της μονάδας, ο υπάλληλος, κατά παρέκκλιση του άρθρου 44 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, παραμένει στο πρώτο κλιμάκιο του νέου βαθμού του, για όσο διάστημα ο συντελεστής πολλαπλασιασμού παραμένει κατώτερος της μονάδας ή ο ενδιαφερόμενος δεν λαμβάνει νέα προαγωγή. Υπολογίζεται νέος συντελεστής πολλαπλασιασμού, για να ληφθεί υπόψη η αξία της προαγωγής κατά κλιμάκιο, στην οποία θα είχε δικαίωμα ο υπάλληλος δυνάμει του εν λόγω άρθρου. Όταν ο συντελεστής φθάσει τη μονάδα, ο υπάλληλος αρχίζει να προχωρεί από το ένα κλιμάκιο στο άλλο σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εξάλλου, εάν ο συντελεστής πολλαπλασιασμού υπερβεί τη μονάδα, το υπόλοιπο που, ενδεχομένως, απομένει, μετατρέπεται σε αρχαιότητα στο κλιμάκιο.

8. 

Ο συντελεστής πολλαπλασιασμού εφαρμόζεται κατά τις μεταγενέστερες προαγωγές.

Άρθρο 8

1.  Οι βαθμοί που εισάγονται δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1 αλλάζουν ονομασία, με ισχύ από την 1η Μαΐου 2006 ως εξής:



Παλαιός βαθμός (ενδιάμεσος)

Νέος βαθμός

Παλαιός βαθμός (ενδιάμεσος)

Νέος βαθμός

A*16

AD 16

 

 

A*15

AD 15

 

 

A*14

AD 14

 

 

A*13

AD 13

 

 

A*12

AD 12

 

 

A*11

AD 11

B*11

AST 11

A*10

AD 10

B*10

AST 10

A*9

AD 9

B*9

AST 9

A*8

AD 8

B*8

AST 8

A*7

AD 7

B*7/C*7

AST 7

A*6

AD 6

B*6/C*6

AST 6

A*5

AD 5

B*5/C*5/D*5

AST 5

 

 

B*4/C*4/D*4

AST 4

 

 

B*3/C*3/D*3

AST 3

 

 

C*2/D*2

AST 2

 

 

C*1/D*1

AST 1

2.  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Παραρτήματος, οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί καθορίζονται για κάθε βαθμό και κάθε κλιμάκιο βάσει του πίνακα που περιλαμβάνεται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Όσον αφορά τους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, ο πίνακας που εφαρμόζεται έως ότου παραγάγει αποτελέσματα η πρώτη προαγωγή τους μετά την ημερομηνία αυτή, είναι ο εξής:

▼M146



1.7.2019

ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΒΑΘΜΟΣ

1

2

3

4

5

6

7

8

16

18 994,33

19 792,50

20 624,20

20 624,20

20 624,20

20 624,20

 

 

15

16 787,82

17 493,27

18 228,35

18 735,49

18 994,33

19 792,50

 

 

14

14 837,60

15 461,11

16 110,80

16 559,04

16 787,82

17 493,27

18 228,35

18 994,33

13

13 113,98

13 665,04

14 239,26

14 635,43

14 837,60

 

 

 

12

11 590,57

12 077,61

12 585,13

12 935,26

13 113,98

13 665,04

14 239,26

14 837,60

11

10 244,12

10 674,58

11 123,14

11 432,61

11 590,57

12 077,61

12 585,13

13 113,98

10

9 054,10

9 434,55

9 831,02

10 104,52

10 244,12

10 674,58

11 123,14

11 590,57

9

8 002,30

8 338,57

8 688,98

8 930,71

9 054,10

 

 

 

8

7 072,70

7 369,90

7 679,59

7 893,26

8 002,30

8 338,57

8 688,98

9 054,10

7

6 251,08

6 513,76

6 787,48

6 976,32

7 072,70

7 369,90

7 679,59

8 002,30

6

5 524,91

5 757,08

5 998,99

6 165,90

6 251,08

6 513,76

6 787,48

7 072,70

5

4 883,11

5 088,30

5 302,11

5 449,63

5 524,91

5 757,08

5 998,99

6 251,08

4

4 315,85

4 497,20

4 686,18

4 816,55

4 883,11

5 088,30

5 302,11

5 524,91

3

3 814,47

3 974,78

4 141,81

4 257,02

4 315,85

4 497,20

4 686,18

4 883,11

2

3 371,37

3 513,03

3 660,66

3 762,50

3 814,47

3 974,78

4 141,81

4 315,85

1

2 979,73

3 104,93

3 235,40

3 325,43

3 371,37

 

 

 

▼M112

Άρθρο 9

Από την 1η Μαΐου 2004 έως την 30ή Απριλίου 2011 και κατά παρέκκλιση του Παραρτήματος Ι, σημείο B του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, όσον αφορά τους υπαλλήλους των βαθμών AD 12 και 13 και του βαθμού AST 10, τα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι τα εξής:



Βαθμός

1η Μαΐου 3004 μέχρι

 

30.4.2005

30.4.2006

30.4.2007

30.4.2008

30.4.2009

30.4.2010

30.4.2011

A*/AD 13

5  %

10  %

15  %

20  %

20  %

A*/AD 12

5  %

5  %

5  %

10  %

15  %

20  %

25  %

B*/AST 10

5  %

5  %

5  %

10  %

15  %

20  %

20  %

▼M131 —————

▼M112

Άρθρο 11

Το άρθρο 45, παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται για προαγωγές που παράγουν αποτελέσματα πριν από την 1η Μαΐου 2006.



Τμήμα 2

Άρθρο 12

1.  Κατά το διάστημα από την 1η Μαΐου 2004 έως την 30ή Απριλίου 2006, η αναφορά στους βαθμούς των ομάδων καθηκόντων AST και AD στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 31 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, γίνεται ως εξής:

— 
AST1 έως AST4: C*1 έως C*2 και B*3 έως B*4,
— 
AD5 έως AD8: A*5 έως A*8,
— 
AD9, AD10, AD11, AD12: A*9, A*10, A*11, A*12.

2.  Το άρθρο 5, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται από πίνακες ικανότητας που συντάσσονται κατόπιν διαγωνισμών που έχουν δημοσιευθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004.

3.  Οι υπάλληλοι που έχουν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2006 και προσλαμβάνονται μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006, κατατάσσονται:

— 
εάν ο πίνακας έχει συνταχθεί για την κατηγορία A*, B* ή C*, στον βαθμό του διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε,
— 
εάν ο πίνακας έχει συνταχθεί για την κατηγορία A, LA, B ή C, στο βαθμό που προβλέπει ο κατωτέρω πίνακας:



Βαθμός του διαγωνισμού

Βαθμός πρόσληψης

A8/LA8

A*5

A7/LA7 και A6/LA6

A*6

A5/LA5 και A4/LA4

A*9

A3/LA3

A*12

A2

A*14

A1

A*15

 

 

B5 και B4

B*3

B3 και B2

B*4

 

 

C5 και C4

C*1

C3 και C2

C*2

Άρθρο 13

1.  Οι υπάλληλοι που έχουν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2006 και προσλαμβάνονται μετά την ημερομηνία αυτή, κατατάσσονται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:



Βαθμός του διαγωνισμού

Βαθμός πρόσληψης

A8/LA8

A*5

AD5

A7/LA7 και A6/LA6

A*6

AD6

 

A*7

AD7

 

A*8

AD8

A5/LA5 και A4/LA4

A*9

AD9

 

A*10

AD10

 

A*11

AD11

A3/LA3

A*12

AD12

A2

A*14

AD14

A1

A*15

AD15

 

 

 

B5 και B4

B*3

AST3

B3 και B2

B*4

AST4

C5 και C4

C*1

AST1

C3 και C2

C*2

AST2

►C5

 

2.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3 του άρθρου 12 και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα όργανα μπορούν να προσλαμβάνουν υπαλλήλους επιφορτισμένους με καθήκοντα γλωσσομαθούς νομικού στο βαθμό Α*7 ή ΑD 7 αντίστοιχα, οι οποίοι είχαν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας κατόπιν διαγωνισμού στο βαθμό LA 7 και LΑ 6 ή Α*6 πριν από την 1η Μαΐου 2006. ◄ Εντούτοις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, λαμβάνοντας υπόψη την κατάρτιση και την ειδική πείρα για τη θέση εκ μέρους του συγκεκριμένου προσώπου, μπορεί να χορηγεί πρόσθετη αρχαιότητα στον βαθμό του/της· η αρχαιότητα αυτή δεν υπερβαίνει τους 48 μήνες.



Τμήμα 3

▼M131 —————

▼M112

Άρθρο 18

1.  Οι δικαιούχοι οι οποίοι, το μήνα που προηγήθηκε της 1ης Μαΐου 2004, είχαν δικαίωμα στην κατ' αποκοπή αποζημίωση που αναφέρεται στο παλαιό άρθρο 4α του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το διατηρούν «ad personam» έως τον 6ο βαθμό. Τα ποσά της αποζημίωσης ►M131  επικαιροποιούνται ◄ κάθε έτος κατά ποσοστό ίδιο με αυτό που χρησιμοποιείται για την ετήσια ►M131  επικαιροποίηση ◄ των αποδοχών που αναφέρεται στο Παράρτημα XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν, λόγω της διακοπής της κατ' αποκοπήν αποζημίωσης, οι καθαρές αποδοχές υπαλλήλου ο οποίος έχει προαχθεί στον 7ο βαθμό, είναι κατώτερες από τις καθαρές αποδοχές που εισέπραττε, με όλες τις λοιπές συνθήκες αμετάβλητες, τον μήνα που προηγήθηκε της προαγωγής, ο εν λόγω υπάλληλος δικαιούται αντισταθμιστικής αποζημίωσης ίσης προς τη διαφορά έως την προαγωγή του στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού.

▼M131 —————

▼M131

Άρθρο 19

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 18 ), τα άρθρα 63, 64, 65, 82 και 83α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα παραρτήματα XI και XII του ίδιου κανονισμού και τα άρθρα 20 παράγραφος 1, 64, 92 και 132 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό όπως ισχύουν πριν από 1.11.2013 εξακολουθούν να ισχύουν αποκλειστικά για τον σκοπό οιασδήποτε προσαρμογής απαιτείται για τη συμμόρφωση προς απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του άρθρου 266 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή των εν λόγω άρθρων.

▼M112



Τμήμα 4

Άρθρο 20

1.  Στις συντάξεις των υπαλλήλων που συνταξιοδοτούνται πριν από την 1η Μαΐου 2004 εφαρμόζεται ο διορθωτικός συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο β), του Παραρτήματος ΧΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τα κράτη μέλη, στα οποία αποδεικνύουν ότι έχουν την κύρια διαμονή τους.

Ο ελάχιστος εφαρμοστέος διορθωτικός συντελεστής ισούται με 100.

Εάν ορίσουν τη διαμονή τους σε τρίτη χώρα, ο εφαρμοστέος διορθωτικός συντελεστής ισούται με 100.

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 45 του Παραρτήματος VIII, η σύνταξη των δικαιούχων που διαμένουν σε ένα κράτος μέλος καταβάλλεται στο νόμισμα του κράτους μέλους διαμονής, υπό τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 63, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M131 —————

▼M112

3.  Για τους υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται πριν από την 1η Μαΐου 2004 και δεν λαμβάνουν σύνταξη από την 1η Μαΐου 2004, εφαρμόζεται η μέθοδος υπολογισμού των προηγούμενων παραγράφων κατά τον καθορισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων:

α) 

στα έτη συντάξιμης υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 3 του Παραρτήματος VIII που έχουν αποκτηθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004 και

β) 

στα έτη συντάξιμης υπηρεσίας που προκύπτουν από μεταφορά δυνάμει του άρθρου 11 του Παραρτήματος VIII σχετική με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο του συστήματος του τόπου καταγωγής πριν από την 1η Μαΐου 2004 από τον εν ενεργεία υπάλληλο πριν από την 1η Μαΐου 2004.

▼M131

Στις συντάξεις τους εφαρμόζεται ο διορθωτικός συντελεστής, μόνον εάν η διαμονή του υπαλλήλου συμπίπτει με τον τελευταίο τόπο όπου υπηρέτησε ή με τη χώρα του τόπου καταγωγής του κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 4 του παραρτήματος VII. Ωστόσο, για οικογενειακούς ή ιατρικούς λόγους, οι υπάλληλοι που λαμβάνουν σύνταξη μπορούν να υποβάλουν αίτηση στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για αλλαγή του τόπου καταγωγής τους. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται κατόπιν προσκομίσεως από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο των κατάλληλων δικαιολογητικών στοιχείων.

▼M112

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 45 του Παραρτήματος VIII, η σύνταξη των δικαιούχων που διαμένουν σε ένα κράτος μέλος καταβάλλεται στο νόμισμα του κράτους μέλους διαμονής, υπό τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 63, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ' αναλογία στα επιδόματα αναπηρίας και στα επιδόματα των άρθρων 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89, (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2688/95 ( 19 ), (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2689/95 ( 20 ), (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002, (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002 ή (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002. ►M131  ————— ◄

▼M131

Άρθρο 21

Με την επιφύλαξη του άρθρου 77 δεύτερη παράγραφος δεύτερη περίοδος του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 δικαιούνται 2 % του μισθού τους που αναφέρεται στην εν λόγω πρόταση, ανά έτος συντάξιμης υπηρεσίας, υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος VIII.

Υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία από την 1η Μαΐου 2004 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013 δικαιούνται 1,9 % του μισθού τους που αναφέρεται στην εν λόγω πρόταση, ανά έτος συντάξιμης υπηρεσίας, υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος VIII.

Άρθρο 22

1.  Υπάλληλοι που διαθέτουν προϋπηρεσία 20 ετών ή μεγαλύτερη την 1η Μαΐου 2004 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας όταν φθάσουν στην ηλικία των 60 ετών.

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας 35 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας στην ηλικία που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα:



Ηλικία την 1η Μαΐου 2014

Ηλικία συνταξιοδότησης

Ηλικία την 1η Μαΐου 2014

Ηλικία συνταξιοδότησης

60 έτη και άνω

60 έτη

47 έτη

62 έτη 6 μήνες

59 έτη

60 έτη 2 μήνες

46 έτη

62 έτη 8 μήνες

58 έτη

60 έτη 4 μήνες

45 έτη

62 έτη 10 μήνες

57 έτη

60 έτη 6 μήνες

44 έτη

63 έτη 2 μήνες

56 έτη

60 έτη 8 μήνες

43 έτη

63 έτη 4 μήνες

55 έτη

61 έτη

42 έτη

63 έτη 6 μήνες

54 έτη

61 έτη 2 μήνες

41 έτη

63 έτη 8 μήνες

53 έτη

61 έτη 4 μήνες

40 έτη

63 έτη 10 μήνες

52 έτη

61 έτη 6 μήνες

39 έτη

64 έτη 3 μήνες

51 έτη

61 έτη 8 μήνες

38 έτη

64 έτη 4 μήνες

50 έτη

61 έτη 11 μήνες

37 έτη

64 έτη 5 μήνες

49 έτη

62 έτη 2 μήνες

36 έτη

64 έτη 6 μήνες

48 έτη

62 έτη 4 μήνες

35 έτη

64 έτη 8 μήνες

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας κάτω των 35 ετών την 1η Μαΐου 2014 δικαιούνται σύνταξης αρχαιότητας στην ηλικία των 65 ετών.

Εντούτοις, για τους υπαλλήλους που είναι ηλικίας 45 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013, η ηλικία συνταξιοδότησης παραμένει στα 63 έτη.

Για υπαλλήλους που υπηρετούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, η ηλικία συνταξιοδότησης που λαμβάνεται υπόψη για όλες τις αναφορές που γίνονται στην ηλικία συνταξιοδότησης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, εκτός αν στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται διαφορετικά.

2.  Ανεξάρτητα από το άρθρο 2 του παραρτήματος VIII, οι υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και παραμένουν στην υπηρεσία μετά την ηλικία κατά την οποία θα είχαν αποκτήσει δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας δικαιούνται επιπρόσθετη αύξηση 2,5 % του τελευταίου βασικού μισθού τους για κάθε έτος εργασίας μετά την προαναφερθείσα ηλικία, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο της συντάξεως δεν υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού κατά την έννοια της δεύτερης ή της τρίτης παραγράφου, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Εντούτοις, για υπαλλήλους που είναι ηλικίας 50 ετών ή μεγαλύτερης ή διαθέτουν 20 ή περισσότερα έτη υπηρεσίας την 1η Μαΐου 2004, η προσαύξηση της σύνταξης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το 5 % του ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχαν αποκτήσει στην ηλικία των 60 ετών.

Η προσαύξηση χορηγείται επίσης σε περίπτωση θανάτου, εάν ο υπάλληλος έχει παραμείνει στην υπηρεσία πέραν της ηλικίας κατά την οποία είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας.

Εάν, κατ’ εφαρμογή του παραρτήματος IVα, ο υπάλληλος που εισήλθε στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εργάζεται με μειωμένο ωράριο, συνεισφέρει στο συνταξιοδοτικό καθεστώς κατ’ αναλογία του χρόνου που εργάζεται, η προσαύξηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που προβλέπεται στο παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνον κατά την ίδια αυτή αναλογία.

3.  Σε περίπτωση που ο υπάλληλος συνταξιοδοτηθεί πριν να συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης η οποία καθορίζεται στο παρόν άρθρο, για το χρονικό διάστημα από τη συμπλήρωση του εξηκοστού έτους της ηλικίας μέχρι την ηλικία συνταξιοδότησης εφαρμόζεται μόνον το ήμισυ της μείωσης που καθορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παραρτήματος VIII.

4.  Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του μοναδικού άρθρου του παραρτήματος IV, ένας υπάλληλος για τον οποίον ισχύει ηλικία συνταξιοδότησης κατώτερη των 65 ετών δυνάμει της παραγράφου 1 δικαιούται την αποζημίωση η οποία προβλέπεται στο εν λόγω παράρτημα υπό τις εκεί καθοριζόμενες προϋποθέσεις μέχρι την ημέρα κατά την οποία ο υπάλληλος συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης που προβλέπεται γι’ αυτόν.

Εντούτοις, πέραν της ηλικίας αυτής και κατ’ ανώτατο όριο μέχρι την ηλικία των 65 ετών, το δικαίωμα της αποζημιώσεως διατηρείται μέχρι να φθάσει ο υπάλληλος την ανώτατη σύνταξη αρχαιότητας εκτός εάν έχει εφαρμογή το άρθρο 42γ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 23

1.  Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 52 στοιχείο α) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50, ο υπάλληλος που υπηρετούσε πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του. Για τους υπαλλήλους που υπηρετούσαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, οι λέξεις «66ο έτος της ηλικίας» και «ηλικία των 66 ετών» στο άρθρο 78 δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 81α παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παραρτήματος VIII αντικαθίστανται από τις λέξεις «65ο έτος της ηλικίας» και «ηλικία των 65 ετών».

2.  Ανεξάρτητα από το άρθρο 52 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και αποχωρούν από την υπηρεσία πριν από την ηλικία κατά την οποία θα είχαν αποκτήσει δικαίωμα σε σύνταξη αρχαιότητας σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος παραρτήματος μπορούν να ζητήσουν την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου του στοιχείου β) του άρθρου 9 παράγραφος 1 του παραρτήματος VIII

α) 

μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015 από την ηλικία των 55 ετών,

β) 

μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016 από την ηλικία των 57 ετών.

3.  Κατά παρέκκλιση από το όγδοο εδάφιο του άρθρου 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος που συνταξιοδοτείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 50 πρώτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δικαιούται την καταβολή σύνταξης αρχαιότητας δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος VIII σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:



Ημερομηνία της απόφασης δυνάμει του άρθρου 50 πρώτο εδάφιο

Ηλικία

Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016

55 έτη

Μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016

58 έτη

▼M112

Άρθρο 24

1.  Στην περίπτωση σύνταξης που καθορίζεται πριν από την 1η Μαΐου 2004, το δικαίωμα σύνταξης του δικαιούχου παραμένει καθορισμένο μετά την ημερομηνία αυτή σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονταν όταν καθορίσθηκε αρχικά το δικαίωμα. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την κάλυψη στο πλαίσιο του κοινού συστήματος υγειονομικής ασφάλισης. Εντούτοις, οι κανόνες σχετικά με τα οικογενειακά επιδόματα και τους διορθωτικούς συντελεστές που ισχύουν μετά την 1η Μαΐου 2004, εφαρμόζονται αμέσως, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 20 του παρόντος Παραρτήματος.

Παρά το πρώτο εδάφιο, οι δικαιούχοι σύνταξης αναπηρίας ή σύνταξης επιζώντων μπορούν να ζητήσουν να υπαχθούν στις διατάξεις που εφαρμόζονται από την 1η Μαΐου 2004.

2.  Όταν οι παρούσες διατάξεις αρχίσουν να ισχύουν, το ονομαστικό ποσό της καθαρής σύνταξης που εισπράττεται πριν από την 1η Μαΐου 2004 είναι εγγυημένο. Αυτό το εγγυημένο ποσό προσαρμόζεται, ωστόσο, σε περίπτωση μεταβολής της οικογενειακής κατάστασης ή της χώρας διαμονής του δικαιούχου. Για τα άτομα που συνταξιοδοτούνται μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 31ης Δεκεμβρίου 2007, είναι εγγυημένο το ονομαστικό ποσό της καθαρής σύνταξης που εισπράττεται κατά τη συνταξιοδότησή τους, λαμβάνοντας ως στοιχείο αναφοράς τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την ημερομηνία της συνταξιοδότησής τους.

Για τους σκοπούς εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, εάν η σύνταξη που υπολογίζεται βάσει των ισχυουσών διατάξεων είναι κατώτερη από την ονομαστική σύνταξη, όπως ορίζεται κατωτέρω, χορηγείται αντισταθμιστικό ποσό ίσο προς τη διαφορά.

Για τους δικαιούχους σύνταξης πριν από την 1η Μαΐου 2004, η ονομαστική σύνταξη υπολογίζεται κάθε μήνα, λαμβάνοντας υπόψη την οικογενειακή κατάσταση και τη χώρα διαμονής τη στιγμή του υπολογισμού, καθώς και τους κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την προηγουμένη της 1ης Μαΐου 2004.

Για τους υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2007, η ονομαστική σύνταξη υπολογίζεται κάθε μήνα, λαμβάνοντας υπόψη την οικογενειακή κατάσταση και τη χώρα διαμονής τη στιγμή του υπολογισμού, καθώς και τους κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την ημερομηνία που συνταξιοδοτούνται.

Σε περίπτωση θανάτου μετά την 1η Μαΐου 2004 δικαιούχου σύνταξης που έχει καθορισθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, η σύνταξη επιζώντων καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την εγγυημένη ονομαστική σύνταξη, της οποίας επωφελείτο ο θανών.

3.  Εφόσον οι δικαιούχοι σύνταξης αναπηρίας δεν έχουν ζητήσει να υπαχθούν στις διατάξεις που εφαρμόζονται μετά την 1η Μαΐου 2004, και δεν έχουν κηρυχθεί ικανοί να επανέλθουν στα καθήκοντά τους, οι συντάξεις αναπηρίας που διατηρούν με τον τρόπο αυτό θεωρούνται συντάξεις αρχαιότητας, όταν οι δικαιούχοι φθάνουν την ηλικία των 65 ετών.

4.  Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται στους δικαιούχους μιας από τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 41 ή 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2688/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2689/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002 ή τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002. Ωστόσο, οι συντάξεις αρχαιότητας που λαμβάνουν καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν την ημερομηνία που αρχίζουν να καταβάλλονται.

▼M131

Άρθρο 24α

Στην περίπτωση σύνταξης που καθορίζεται πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, το δικαίωμα σύνταξης του δικαιούχου εξακολουθεί να καθορίζεται μετά την ημερομηνία αυτή σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονταν όταν καθορίσθηκε αρχικά το δικαίωμα. Το ίδιο ισχύει για την κάλυψη βάσει του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας.

▼M112

Άρθρο 25

1.  Για τις συντάξεις που καθορίζονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, ο βαθμός που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της σύνταξης καθορίζεται σύμφωνα με τους πίνακες του άρθρου 2, παράγραφος 1 και του άρθρου 8, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος.

Ο βασικός μισθός που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της σύνταξης του δικαιούχου ισούται με τον μισθό του πίνακα του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τον νέο βαθμό που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό, στο ίδιο κλιμάκιο, σταθμιζόμενο με ποσοστό ίσο προς τον λόγο μεταξύ του βασικού μισθού της παλαιάς κλίμακας και του μισθού της κλίμακας του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για το ίδιο κλιμάκιο.

Για τα κλιμάκια της παλαιάς κλίμακας για τα οποία δεν υπάρχει αντιστοιχία στην κλίμακα του άρθρου 66 του, κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τον υπολογισμό του ποσοστού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς το τελευταίο κλιμάκιο του ίδιου βαθμού.

Για τα κλιμάκια του βαθμού D4 της παλαιάς κλίμακας, για τον υπολογισμό του ποσοστού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς το πρώτο κλιμάκιο του πρώτου βαθμού.

2.  Μεταβατικά, ο βασικός μισθός κατά την έννοια των άρθρων 77 και 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του Παραρτήματος VIII καθορίζεται με εφαρμογή του αντίστοιχου συντελεστή πολλαπλασιασμού που ορίζεται στο άρθρο 7, στον μισθό που αντιστοιχεί στην κατάταξη του δικαιούχου, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του δικαιώματος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας, σύμφωνα με τον πίνακα του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Για τα κλιμάκια της παλαιάς κλίμακας που δεν έχουν αντιστοιχία στην κλίμακα του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τον υπολογισμό του συντελεστή πολλαπλασιασμού, χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς το τελευταίο κλιμάκιο του ίδιου βαθμού.

Για τις συντάξεις αρχαιότητας και τα επιδόματα αναπηρίας που καθορίζονται μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 30ής Απριλίου 2006, εφαρμόζεται το άρθρο 8, παράγραφος 1.

3.  Για τους δικαιούχους σύνταξης επιζώντων, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου σε σχέση με τον αποβιώσαντα υπάλληλο ή πρώην υπάλληλο.

4.  Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους δικαιούχους μιας από τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 41 ή 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2688/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2689/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002 ή τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002.

Άρθρο 26

1.  Οι αιτήσεις που αφορούν τη χρήση των δυνατοτήτων μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII, οι οποίες υποβάλλονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, εξετάζονται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν κατά τον χρόνο υποβολής τους.

2.  Εφόσον η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII δεν έχει ακόμη εκπνεύσει την 1η Μαΐου 2004, οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι, οι οποίοι δεν είχαν υποβάλει σχετική αίτηση εντός των προθεσμιών που προβλέπονταν προηγουμένως ή των οποίων η αίτηση είχε απορριφθεί λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, μπορούν να υποβάλλουν ακόμη ή να υποβάλλουν εκ νέου αίτηση μεταφοράς δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII.

3.  Υπάλληλοι οι οποίοι είχαν υποβάλει αίτηση μεταφοράς εμπροσθέτως, αλλά είχαν απορρίψει την πρόταση που τους είχε γίνει, οι οποίοι δεν είχαν υποβάλει αίτηση μεταφοράς εντός των προθεσμιών που προβλέπονταν προηγουμένως ή των οποίων η αίτηση είχε απορριφθεί λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, μπορούν να υποβάλλουν ακόμη ή να υποβάλλουν εκ νέου σχετική αίτηση το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2004.

4.  Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, το όργανο όπου υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει τον αριθμό συντάξιμων ετών που λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με το δικό του καθεστώς, κατ' εφαρμογή των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις του παρόντος Παραρτήματος. Εντούτοις, για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η ηλικία και ο βαθμός του υπαλλήλου κατά τον χρόνο μονιμοποίησης.

5.  Υπάλληλοι που έχουν αποδεχθεί μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους κατ' εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII πριν από την 1η Μαΐου 2004, μπορούν να ζητήσουν νέο υπολογισμό της προσαύξησης που έχει ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος των ►M128   ►C9  ενωσιακών ◄  ◄ οργάνων κατ' εφαρμογή του εν λόγω άρθρου. Ο νέος υπολογισμός βασίζεται στις παραμέτρους που ίσχυαν κατά τη λήψη προσαύξησης, προσαρμοσμένες σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος Παραρτήματος.

6.  Υπάλληλοι που έχουν τύχει προσαύξησης κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1, μπορούν να ζητήσουν την εφαρμογή της παραγράφου 5, από της κοινοποιήσεως της προσαύξησης στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος των ►M128   ►C9  ενωσιακών ◄  ◄ οργάνων.

Άρθρο 27

1.  Κατά τον υπολογισμό του αναλογιστικού ισοδυνάμου που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1 και στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο β), του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι απολαύουν, για το τμήμα των δικαιωμάτων τους που σχετίζονται με περιόδους υπηρεσίας προγενέστερες της 1ης Μαΐου 2004, των ακόλουθων διατάξεων.

Το αναλογιστικό ισοδύναμο της σύνταξης αρχαιότητας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το άθροισμα:

α) 

του ποσού των κρατήσεων που έγιναν στο βασικό μισθό ως συνταξιοδοτικές εισφορές, προσαυξημένου με τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %·

β) 

επιδόματος αποχώρησης ανάλογου προς τον πραγματικό χρόνο υπηρεσίας που έχει συμπληρωθεί, το οποίο υπολογίζεται με βάση ένα μήνα και μισό του τελευταίου βασικού μισθού στον οποίο έγιναν κρατήσεις για κάθε έτος υπηρεσίας·

γ) 

του συνολικού ποσού που καταβλήθηκε ►M128   ►C9  στην Ένωση ◄  ◄ σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, προσαυξημένου με τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %.

2.  Ωστόσο, εάν οι μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι αποχωρήσουν διότι οι συμβάσεις τους ανακλήθηκαν ή λύθηκαν, το επίδομα αποχώρησης που πρέπει να καταβάλλεται ή, το αναλογιστικό ισοδύναμο που πρέπει να μεταφέρεται, καθορίζονται βάσει της απόφασης που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο η) του Παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3.  Εκτός εάν έχει τύχει εφαρμογής το άρθρο 11, παράγραφοι 2 ή 3 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης οι υπάλληλοι που υπηρετούν την 1η Μαΐου 2004 και οι οποίοι, εν απουσία της δυνατότητας μεταφοράς σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, θα είχαν δικαίωμα καταβολής επιδόματος αποχώρησης σύμφωνα με τους κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ίσχυαν πριν από την 1η Μαΐου 2004, διατηρούν το δικαίωμα καταβολής επιδόματος αποχώρησης, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

▼M131

Άρθρο 28

1.  Τα μέλη του προσωπικού για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και τα οποία εργάζονταν βάσει συμβάσεως την 1η Μαΐου 2004 και διορίζονται ως μόνιμοι υπάλληλοι μετά την ανωτέρω ημερομηνία και πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται, κατά τη συνταξιοδότηση, αναλογιστική αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν ως έκτακτοι υπάλληλοι· η εν λόγω αναπροσαρμογή λαμβάνει υπόψη τη μεταβολή της ηλικίας συνταξιοδότησής τους που αναφέρεται στο άρθρο 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Τα μέλη του προσωπικού για τα οποία γίνεται λόγος στα άρθρα 2, 3α και 3β του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και τα οποία εργάζονται βάσει συμβάσεως την 1η Ιανουαρίου 2014 και διορίζονται ως μόνιμοι υπάλληλοι μετά την ανωτέρω ημερομηνία δικαιούνται, κατά τη συνταξιοδότηση, αναλογιστική αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν ως έκτακτοι ή συμβασιούχοι υπάλληλοι· η εν λόγω αναπροσαρμογή λαμβάνει υπόψη τη μεταβολή της ηλικίας συνταξιοδότησής τους κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφόσον είναι ηλικίας τουλάχιστον 35 ετών την 1η Μαΐου 2014.

▼M112

Άρθρο 29

Για έκτακτους υπαλλήλους που έχουν προσληφθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο (γ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, με σκοπό να επικουρήσουν μία πολιτική ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν ισχύει η απαίτηση που ορίζει το άρθρο 29, παράγραφοι 3 και 4 του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ότι ο έκτακτος υπάλληλος έχει επιτύχει σε διαδικασία επιλογής σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

▼M131



Τμήμα 5

Άρθρο 30

1.  Κατά παρέκκλιση από το παράρτημα I τμήμα A σημείο 2 στους υπαλλήλους που ήταν εν υπηρεσία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 εφαρμόζεται ο ακόλουθος πίνακας τύπων θέσεων στο πλαίσιο της ομάδας καθηκόντων AD:



Γενικός διευθυντής

AD 15 – AD 16

Διευθυντής

AD 14 – AD 15

Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση

AD 9 – AD 14

Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση

AD 13 – AD 14

Ανώτερος διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς

AD 14

Διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς

AD 13

Διοικητικός υπάλληλος

AD 5 – AD 12

2.  Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατατάσσει τους υπαλλήλους που υπηρετούσαν την 31η Δεκεμβρίου 2013 στην ομάδα καθηκόντων AD σε τύπους θέσης ως εξής:

α) 

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στον βαθμό AD 14 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι δεν κατείχαν θέση διευθυντή ή ισοδύναμη θέση, προϊσταμένου μονάδας ή ισοδύναμη θέση ή σύμβουλου ή ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Ανώτερος διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς»,

β) 

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στον βαθμό AD 13 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι δεν κατείχαν θέση προϊσταμένου μονάδας ή ισοδύναμη θέση ή σύμβουλου ή ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς»,

γ) 

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στους βαθμούς AD 9 έως AD 14 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι ήσαν προϊστάμενοι μονάδας ή κατείχαν ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση»,

δ) 

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στους βαθμούς AD 13 ή AD 14 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι ήσαν σύμβουλοι ή κατείχαν ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση»,

ε) 

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στους βαθμούς AD 5 έως AD 12 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι δεν ήσαν προϊστάμενοι μονάδας ή δεν κατείχαν ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Διοικητικός υπάλληλος».

3.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι υπάλληλοι στους βαθμούς AD 9 έως AD 14 που είναι επιφορτισμένοι με ειδικές ευθύνες μπορούν να τοποθετηθούν από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2015 στον τύπο θέσης «Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση» ή «Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση». Κάθε αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θεσπίζει διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Εντούτοις, ο συνολικός αριθμός υπαλλήλων που επωφελούνται από την παρούσα διάταξη δεν υπερβαίνει το 5 % των υπαλλήλων στην ομάδα καθηκόντων AD την 31η Δεκεμβρίου 2013.

4.  Η τοποθέτηση σε τύπο θέσης ισχύει έως ότου ο υπάλληλος αναλάβει νέα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε άλλο τύπο θέσης.

5.  Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5, οι οποίοι κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος λαμβάνουν, από 1ης Ιανουαρίου 2016, προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 4 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 3.

6.  Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5, οι οποίοι κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου και επωφελούνται από το μέτρο της παραγράφου 5, και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος, λαμβάνουν μετά από δύο έτη πρόσθετη προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 4.

7.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 5, οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται σε υπαλλήλους στον βαθμό AD12 οι οποίοι κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου, που έχουν προσληφθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004 και δεν έχουν προαχθεί μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 31ης Δεκεμβρίου 2013:

α) 

οι υπάλληλοι στο κλιμάκιο 8 οι οποίοι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος λαμβάνουν, από 1ης Ιανουαρίου 2016, προσαύξηση του βασικού μισθού ισοδύναμη με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 4 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 3,

β) 

οι υπάλληλοι στο κλιμάκιο 8 οι οποίοι επωφελούνται από το μέτρο στο στοιχείο α) λαμβάνουν μετά από δύο έτη πρόσθετη προσαύξηση του βασικού μισθού ισοδύναμη με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 4.

8.  Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 5, που κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου υπό μεταβατικό καθεστώς και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος λαμβάνουν, από 1ης Ιανουαρίου 2016, προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 4 και του βαθμού AD13, κλιμάκιο 3.

9.  Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 5, που κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου υπό μεταβατικό καθεστώς και επωφελούνται από το μέτρο της παραγράφου 8, και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος, λαμβάνουν μετά από δύο έτη πρόσθετη προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 5 και του βαθμού AD13, κλιμάκιο 4.

10.  Οι υπάλληλοι που λαμβάνουν προσαύξηση του βασικού μισθού που προβλέπεται στις παραγράφους 5 έως 9 και στη συνέχεια διορίζονται προϊστάμενοι μονάδας ή σε ισοδύναμη θέση ή σύμβουλοι ή σε ισοδύναμη θέση στον ίδιο βαθμό διατηρούν αυτή την προσαύξηση στον βασικό μισθό.

11.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 46 πρώτη πρόταση, οι υπάλληλοι που διορίζονται στον αμέσως ανώτερο βαθμό και επωφελούνται από την προσαύξηση του βασικού μισθού η οποία προβλέπεται στις παραγράφους 5, 6, 8 και 9 τοποθετούνται στο δεύτερο κλιμάκιο του εν λόγω βαθμού. Χάνουν το ευεργέτημα της προσαύξησης του βασικού βαθμού που προβλέπεται στις παραγράφους 5, 6, 8 και 9.

12.  Η προσαύξηση του βασικού μισθού στην παράγραφο 7 δεν καταβάλλεται μετά από προαγωγή και δεν περιλαμβάνεται στη βάση υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της προσαύξησης του βασικού μηνιαίου μισθού που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 5 του παρόντος παραρτήματος.

Άρθρο 31

1.  Κατά παρέκκλιση από το παράρτημα I, τμήμα A, σημείο 2, στους υπαλλήλους που ήταν εν υπηρεσία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 εφαρμόζεται ο ακόλουθος πίνακας τύπων θέσης στο πλαίσιο της ομάδας καθηκόντων AST:



Ανώτερος βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 10 – AST 11

Βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 1 – AST 9

Διοικητικός βοηθός υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 1 – AST 7

Βοηθητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 1 – AST 5

2.  Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατατάσσει τους υπαλλήλους που ήταν εν υπηρεσία την 31η Δεκεμβρίου 2013 στην ομάδα καθηκόντων AST σε τύπους θέσης ως εξής:

α) 

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στο βαθμό AST 10 ή AST 11 την 31η Δεκεμβρίου 2013 τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Ανώτερος βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς»,

β) 

οι υπάλληλοι που δεν καλύπτονται από το στοιχείο α) και οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία Β ή που ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία C ή D και έχουν γίνει μέλος της ομάδας καθηκόντων AST χωρίς περιορισμό καθώς και οι υπάλληλοι AST που έχουν προσληφθεί μετά την 1η Μαΐου 2004 τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς»,

γ) 

οι υπάλληλοι που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α) και β) και οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία C τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Διοικητικός βοηθός υπό μεταβατικό καθεστώς»,

δ) 

οι υπάλληλοι που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α) και β) και οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία D τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Βοηθητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς».

3.  Η τοποθέτηση σε τύπο θέσης ισχύει έως ότου ο υπάλληλος αναλάβει νέα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε άλλο τύπο θέσης. Οι διοικητικοί βοηθοί υπό μεταβατικό καθεστώς και οι βοηθητικοί υπάλληλοι υπό μεταβατικό καθεστώς μπορούν να τοποθετούνται στον τύπο θέσης του βοηθού διοίκησης όπως ορίζεται στο παράρτημα I, τμήμα Α, μόνον σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 4 και 29 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Οι προαγωγές επιτρέπονται μόνον εντός της σταδιοδρομίας που αντιστοιχεί σε κάθε τύπο θέσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του παραρτήματος Ι τμήμα Β ο αριθμός των κενών θέσεων στον επόμενο υψηλότερο βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της προαγωγής υπολογίζεται χωριστά για τους βοηθητικούς υπαλλήλους σε μεταβατικό καθεστώς. Εφαρμόζονται τα ακόλουθα ποσοστά πολλαπλασιασμού:



 

Βαθμός

Ποσοστό

Βοηθητικοί υπάλληλοι υπό μεταβατικό καθεστώς

5

4

10  %

3

22  %

2

22  %

1

Όσον αφορά τους βοηθητικούς υπαλλήλους υπό μεταβατικό καθεστώς, για τους σκοπούς της προαγωγής εξετάζονται τα συγκριτικά προσόντα (άρθρο 45 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης) των προαγώγιμων του ίδιου βαθμού και της ίδιας κατάταξης.

5.  Οι διοικητικοί βοηθοί υπό μεταβατικό καθεστώς και οι βοηθητικοί υπάλληλοι υπό μεταβατικό καθεστώς οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία C ή D συνεχίζουν να δικαιούνται είτε συμψηφιστική αδεία είτε αμοιβή, εάν οι υπηρεσιακές ανάγκες δεν επιτρέπουν την συμψηφιστική άδεια πριν από τη λήξη των δύο μηνών που έπονται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, όπως προβλέπεται στο παράρτημα VI.

6.  Οι υπάλληλοι στους οποίους επετράπη, βάσει του άρθρου 55α παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του άρθρου 4 του παραρτήματος IVα του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να εργαστούν με μειωμένο ωράριο για περίοδο που ξεκινά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εκτείνεται πέραν αυτής της ημερομηνίας μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται με μειωμένο ωράριο υπό τους ίδιους όρους για μέγιστη συνολική περίοδο πέντε ετών.

7.  Για τους υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος παραρτήματος σε ηλικία μικρότερη των 65 ετών, η τριετής περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 55α παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να υπερβαίνει την ηλικία συνταξιοδότησής τους, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει την ηλικία των 65 ετών.

Άρθρο 32

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1 τέταρτο εδάφιο πρώτη περίοδος του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν χρειάζεται να διασφαλιστεί στην επιτροπή προσωπικού η εκπροσώπηση της ομάδας καθηκόντων AST/SC μέχρι τις επόμενες εκλογές για ανάδειξη νέας επιτροπής προσωπικού στην οποία μπορούν να εκπροσωπούνται οι υπάλληλοι ASΤ/SC.

Άρθρο 33

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 40 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, όταν υπάλληλος, στις 31 Δεκεμβρίου 2013, έχει βρεθεί σε άδεια για προσωπικούς λόγους για περισσότερο από 10 έτη καθ’ όλη τη σταδιοδρομία, η συνολική διάρκεια της άδειας για προσωπικούς λόγους δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη στο σύνολο της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου.

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII.1

Θέσεις — τύποι κατά τη μεταβατική περίοδο

Θέσεις — τύποι κάθε κατηγορίας, όπως προβλέπονται στο άρθρο 4, στοιχείο ιδ) του παρόντος Παραρτήματος.



Κατηγορία A

Κατηγορία C

A*5

Διοικητικός υπάλληλος/

C*1

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

C*2

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

C*3

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

A*6

Διοικητικός υπάλληλος/

C*4

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

C*5

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

C*6

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

A*7

Διοικητικός υπάλληλος/

C*7

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 

 

A*8

Διοικητικός υπάλληλος/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 

 

A*9

Προϊστάμενος μονάδας/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 

 

A*10

Προϊστάμενος μονάδας

 

 

 

διοικητικός υπάλληλος/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 

 

A*11

Προϊστάμενος μονάδας

 

 

 

διοικητικός υπάλληλος/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 

 

A*12

Προϊστάμενος μονάδας

 

 

 

διοικητικός υπάλληλος/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 

 

A*13

Προϊστάμενος μονάδας

 

 

 

διοικητικός υπάλληλος/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 

 

A*14

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 

 

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 

 

 

Προϊστάμενος μονάδας

 

 

 

διευθυντής

 

 

A*15

Διευθυντής/Γενικός Διευθυντής

 

 

A*16

Γενικός διευθυντής

 

 



Κατηγορία B

Κατηγορία D

B*3

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

D*1

Υπάλληλος

B*4

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

D*2

Υπάλληλος

B*5

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

D*3

Υπάλληλος

B*6

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

D*4

Υπάλληλος

B*7

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

D*5

Υπάλληλος

B*8

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

 

 

B*9

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

 

 

B*10

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

 

 

B*11

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

 

 




▼M128

ΚΑΘΕΣΤΏΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΌΖΕΤΑΙ ΕΠΊ ΤΟΥ ΛΟΙΠΟΎ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΎ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΈΝΩΣΗΣ

▼B

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΤΙΤΛΟΣ Ι.

Γενικές διατάξεις

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ.

Έκτακτοι υπάλληλοι

Κεφάλαιο 1:

Γενικές διατάξεις

Κεφάλαιο 2:

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Κεφάλαιο 3:

Όροι προσλήψεως

Κεφάλαιο 4:

Όροι εργασίας

Κεφάλαιο 5:

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων

Κεφάλαιο 6:

Κοινωνική ασφάλιση

Τμήμα Α

Κάλυψη έναντι των κινδύνων ασθενειών και ατυχημάτων. Επιδόματα κοινωνικού χαρακτήρος

Τμήμα Β

Κάλυψη έναντι των κινδύνων αναπηρίας και θανάτου

Τμήμα Γ

Σύνταξη αρχαιότητος και επίδομα αποχωρήσεως

Τμήμα Δ

Χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος κατά των κινδύνων αναπηρίας και θανάτου, καθώς και του συνταξιοδοτικού συστήματος

Τμήμα Ε

Εκκαθάριση των δικαιωμάτων των εκτάκτων υπαλλήλων

Τμήμα ΣΤ

Καταβολή παροχών

Τμήμα Ζ

Υποκατάσταση της Ένωσης

Κεφάλαιο 7:

Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων

Κεφάλαιο 8:

Προσφυγές

Κεφάλαιο 9:

Λύση της υπαλληλικής σχέσεως

Κεφάλαιο 10:

Ειδικές διατάξεις για τους εκτάκτους υπαλλήλους στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 2 ε)

Κεφάλαιο 11:

Ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους έκτακτους υπάλληλους που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχειό στ)

ΤΙΤΛΟΣ IV:

Συμβασιούχοι υπάλληλοι

Κεφάλαιο 1:

Γενικές διατάξεις

Κεφάλαιο 2:

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Κεφάλαιο 3:

Όροι πρόσληψης

Κεφάλαιο 4:

Ειδικές διατάξεις για τους συμβασιούχους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 3α

Κεφάλαιο 5:

Ειδικές διατάξεις για τους συμβασιούχους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 3β

Κεφάλαιο 6:

Όροι εργασίας

Κεφάλαιο 7:

Αποδοχές και έξοδα

Κεφάλαιο 8:

Παροχές κοινωνικής ασφάλισης

Τμήμα Α

Ασφάλιση ασθενείας και ατυχήματος, παροχές κοινωνικής ασφάλισης

Τμήμα Β

Ασφάλιση κινδύνων αναπηρίας και θανάτου

Τμήμα Γ

Σύνταξη αρχαιότητας και επίδομα αποχώρησης

Τμήμα Δ

Χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης αναπηρίας και ασφάλειας ζωής, καθώς και του συνταξιοδοτικού συστήματος

Τμήμα Ε

Διακανονισμός διεκδικήσεων συμβασιούχων υπαλλήλων

Τμήμα ΣΤ

Καταβολή των παροχών

Τμήμα Ζ

Υποκατάσταση της Ένωσης

Κεφάλαιο 9:

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

Κεφάλαιο 10:

Προσφυγές

Κεφάλαιο 11:

Ειδικές και εξαιρετικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους συμβασιούχους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτη χώρα

Κεφάλαιο 12:

Λύση της υπαλληλικής σχέσης

ΤΙΤΛΟΣ V:

Τοπικοί υπάλληλοι

ΤΙΤΛΟΣ VI:

Ειδικοί σύμβουλοι

▼M124

ΤΊΤΛΟΣ VΙΙ:

Κοινοβουλευτικοι βοηθοι

Κεφάλαιο 1:

Γενικές διατάξεις

125-126

Κεφάλαιο 2:

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

127

Κεφάλαιο 3:

Όροι πρόσληψης

128-130

Κεφάλαιο 4:

Όροι εργασίας

131

Κεφάλαιο 5:

Αποδοχές και επιστροφές εξόδων

132-134

Κεφάλαιο 6:

Παροχές κοινωνικής ασφάλισης

135-136

Κεφάλαιο 7:

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

137

Κεφάλαιο 8:

Προσφυγές

138

Κεφάλαιο 9:

Λύση της υπαλληλικής σχέσης

139

▼B

ΤΙΤΛΟΣ ►M124  VIII  ◄ :

Μεταβατικές διατάξεις

ΤΙΤΛΟΣ ►M124  IX  ◄ :

Τελικές διατάξεις

Παράρτημα

Μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπάγονται στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Το παρόν καθεστώς εφαρμόζεται σε κάθε υπάλληλο ο οποίος έχει προσληφθεί με σύμβαση από ►M128  την Ένωση ◄ .

Ο υπάλληλος αυτός έχει την ιδιότητα:

— 
του εκτάκτου υπαλλήλου,

▼M131 —————

▼M112

— 
του συμβασιούχου υπαλλήλου,

▼B

— 
του τοπικού υπαλλήλου,
— 
του ειδικού συμβούλου,

▼M124

— 
του διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού.

▼M33 —————

▼M112

Κάθε αναφορά στο παρόν καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό σε πρόσωπο άρρεν νοείται ως εξίσου υποδηλώνουσα πρόσωπο θήλυ και αντιστρόφως, εκτός εάν από τα συμφραζόμενα συνάγεται σαφώς άλλως.

▼B

Άρθρο 2

Θεωρείται «έκτακτος υπάλληλος» κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος:

α) 

ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα·

β) 

ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει προσωρινά μόνιμη θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο·

γ) 

ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να υπηρετήσει παρά προσώπω το οποίο εκτελεί καθήκοντα τα οποία προβλέπονται από ►M128  τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή παρ' εκλεγμένω προέδρω οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης ◄ ►M112  ή παρά πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Επιτροπής των Περιφερειών ή παρ' ομάδα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ◄ και ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στους υπαλλήλους ►M128  της Ένωσης ◄ ·

▼M33

δ) 

ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει προσωρινά μόνιμη θέση αμείβεται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων και περιλαμβάνεται στον πίνακα προσωπικού και προσαρτάται στον προϋπολογισμό του οικείου θεσμικού οργάνου·

▼M128

ε) 

υπάλληλοι αποσπασμένοι από εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών, οι οποίοι προσλαμβάνονται για την προσωρινή κάλυψη μόνιμων θέσεων στην ΕΥΕΔ·

▼M131

στ) 

ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που συνδέεται με έναν οργανισμό όπως αναφέρεται στο άρθρο 1α παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα, εκτός των προϊσταμένων των οργανισμών και των αναπληρωτών προϊσταμένων των οργανισμών όπως αναφέρεται στην πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σύσταση του οργανισμού και των υπαλλήλων που έχουν αποσπαστεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας σε οργανισμό.

▼M131 —————

▼M112

Άρθρο 3α

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ως «συμβασιούχοι υπάλληλοι» νοούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν τοποθετούνται σε θέση προβλεπόμενη στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο, και οι οποίοι προσλαμβάνονται για να εκτελούν καθήκοντα είτε με μειωμένο ωράριο είτε με πλήρες ωράριο:

α) 

σε ένα όργανο για την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίαςή την παροχή υπηρεσιών διοικητικής υποστήριξης·

β) 

στις Υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 1α, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

γ) 

σε άλλους οργανισμούς που έχουν συσταθεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με ειδική νομική πράξη που εκδίδεται από ένα ή περισσότερα όργανα και επιτρέπει την προσφυγή σ' αυτό το είδος προσωπικού·

δ) 

στις αντιπροσωπείες και τα γραφεία των κοινοτικών οργάνων·

ε) 

σε άλλους οργανισμούς που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

▼M128

Στους υπαλλήλους που έχουν προσληφθεί σε Αντιπροσωπείες της Ένωσης για την εκτέλεση καθηκόντων με πλήρες ή μειωμένο ωράριο δύνανται να ανατεθούν προσωρινά καθήκοντα στην έδρα του οργάνου, σύμφωνα με τη διαδικασία κινητικότητας που ορίζεται στα άρθρα 2 και 3 του παραρτήματος X του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

2.  Βάσει των πληροφοριών που παρέχουν όλα τα όργανα, η Επιτροπή υποβάλλει κάθε έτος έκθεση προς την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σχετικά με την απασχόληση των συμβασιούχων υπαλλήλων, η οποία αναφέρει εάν ο συνολικός αριθμός των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων παρέμεινε εντός του ορίου του 75 % των συνολικά απασχολουμένων σε Υπηρεσίες, σε άλλους οργανισμούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αντιπροσωπείες και γραφεία των κοινοτικών οργάνων και σε άλλους οργανισμούς που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα. Σε περίπτωση μη τήρησης αυτού του ορίου, η Επιτροπή προτείνει στις Υπηρεσίες, σε άλλους οργανισμούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις αντιπροσωπείες και στα γραφεία των κοινοτικών οργάνων ή σε άλλους οργανισμούς που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα, τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων.

Άρθρο 3β

Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ως «συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα», νοούνται οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται σε ένα όργανο για το διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 88, σε μια από τις ομάδες καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 89:

α) 

για να εκτελούν, με μειωμένο ωράριο ή με πλήρες ωράριο, καθήκοντα άλλα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, στοιχείο α), χωρίς να τοποθετούνται σε θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο·

β) 

για να αντικαθιστούν, αφού εξετασθούν οι δυνατότητες προσωρινής τοποθέτησης υπαλλήλου εντός του οργάνου, ορισμένα πρόσωπα που βρίσκονται προσωρινά σε αδυναμία να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, και συγκεκριμένα:

▼M131

i) 

μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους των ομάδων καθηκόντων AST/SC και AST,

▼M112

ii) 

κατ' εξαίρεση, μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD, οι οποίοι κατέχουν πολύ εξειδικευμένη θέση, εκτός από προϊσταμένους μονάδας, διευθυντές, γενικούς διευθυντές και υπαλλήλους ισοδύναμων καθηκόντων.

▼M128

Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1του άρθρου 3α, η χρησιμοποίηση συμβασιούχων για επικουρικά καθήκοντα αποκλείεται όταν εφαρμόζεται το άρθρο 3α.

▼M112

Άρθρο 4

Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό ως «τοπικοί υπάλληλοι», νοούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι προσλαμβάνονται σε τόπους υπηρεσίας εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τις τοπικές συνήθειες για την εκτέλεση χειρωνακτικής ή βοηθητικής εργασίας σε θέση που δεν προβλέπεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο, και αμείβονται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται για τον σκοπό αυτό στο εν λόγω τμήμα του προϋπολογισμού. Ως τοπικοί υπάλληλοι νοούνται επίσης οι υπάλληλοι οι οποίοι έχουν προσληφθεί σε τόπους υπηρεσίας που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκτέλεση καθηκόντων διαφορετικών από αυτά που αναφέρονται ανωτέρω και τα οποία δεν θα εδικαιολογείτο, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να εκτελούνται από υπάλληλο ή από μέλος του προσωπικού άλλης ιδιότητας κατά την έννοια του άρθρου 1.

▼B

Άρθρο 5

Θεωρείται «ειδικός σύμβουλος», κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος ο υπάλληλος ο οποίος, λόγω των εξαιρετικών προσόντων του και παρά την ύπαρξη άλλων επαγγελματικών απασχολήσεών του, προσλαμβάνεται για να συνδράμει στο έργο ►M15  ενός από τα όργανα ►M128  της Ένωσης ◄  ◄ είτε κατά τακτικές είτε σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και αμείβεται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται για το σκοπό αυτό στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο όργανο στο οποίο ανήκει.

▼M124

Άρθρο 5α

Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος, ως «διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί» νοούνται τα πρόσωπα που επιλέγονται από έναν ή περισσότερους βουλευτές και προσλαμβάνονται με απευθείας σύμβαση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την άμεση επικουρία, στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε έναν από τους τρεις τόπους εργασίας του, ενός ή περισσοτέρων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην εκτέλεση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων τους, υπό τις οδηγίες και την επίβλεψή τους και με σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης που απορρέει από την ελευθερία επιλογής, κατά την έννοια του άρθρου 21 της απόφασης 2005/684/ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, για τη θέσπιση του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ( 21 ).

▼B

Άρθρο 6

Κάθε όργανο προσδιορίζει τις αρχές οι οποίες είναι εξουσιοδοτημένες να συνάπτουν τις συμβάσεις προσλήψεως που αναφέρονται στο άρθρο 1.

Αι διατάξεις ►M112  του άρθρου 1α, παράγραφος 2, του άρθρου 1β ◄ και ►M112  του άρθρου 2, παράγραφος 2 ◄ , του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 7

Ο υπάλληλος ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση διαρκείας μεγαλύτερης από έτος ή αόριστης διαρκείας έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην επιτροπή προσωπικού που προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως υπαλλήλων.

▼M23

Εξ άλλου το δικαίωμα του εκλέγειν έχει επίσης ο υπάλληλος ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση διαρκείας μικρότερης από ένα έτος εφ' όσον ασκεί τα καθήκοντά του τουλάχιστον επί έξι μήνες.

▼B

Η Επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων δύναται να διαβουλεύεται με το όργανο ή με την επιτροπή προσωπικού για κάθε ζήτημα γενικής φύσεως που ενδιαφέρει τους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

▼M23

Άρθρο 7α

Οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο ►M112  24β ◄ του κανονισμού εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθο 1.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΕΚΤΑΚΤΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Γενικές διατάξεις

▼M112

Άρθρο 8

Η πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το ►M131  άρθρο 2, στοιχείο α) ή άρθρο 2 στοιχείο στ) ◄ μπορεί να γίνεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Η σύμβαση του εν λόγω υπαλλήλου που προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για ορισμένο χρόνο. Κάθε μεταγενέστερη ανανέωση γίνεται για αόριστο χρόνο.

Η πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το άρθρο 2, στοιχεία β) ή δ) δεν υπερβαίνει την τετραετία και η διάρκειά της μπορεί να περιορίζεται σε συντομότερο διάστημα. Η σύμβαση μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για διάστημα δύο ετών το πολύ, εφόσον η αρχική σύμβαση προβλέπει δυνατότητα ανανέωσης και εντός των ορίων που προβλέπονται στη σύμβαση αυτή. Κατά τη λήξη της περιόδου αυτής, λύεται η υπαλληλική σχέση του υπαλλήλου ως εκτάκτου με βάση τις παρούσες διατάξεις. Μετά τη λήξη της σύμβασής του, ο υπάλληλος μπορεί να τοποθετηθεί σε μόνιμη θέση στα όργανα, μόνο εάν μονιμοποιηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

Η πρόσληψη έκτακτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το άρθρο 2, στοιχείο γ) δύναται να είναι μόνο αορίστου χρόνου.

▼B

Άρθρο 9

Κάθε πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου δύναται να έχει σαν αντικείμενο μόνο την πλήρωση, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο, κενής θέσεως που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο.

▼M112

Άρθρο 9α

Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με τη χρησιμοποίηση έκτακτων υπαλλήλων, η οποία αναφέρει ιδίως τον αριθμό των υπαλλήλων, το επίπεδο και τον τύπο των θέσεων, τη γεωγραφική ισορροπία, και τους δημοσιονομικούς πόρους για κάθε ομάδα καθηκόντων.

▼M112

Άρθρο 10

►M128  1. ◄   Τα άρθρα 1δ, και 1ε, το άρθρο 5, παράγραφοι 1, 2, 3 και 4, καθώς και το άρθρο 7 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

►M128  2. ◄   Η σύμβαση του εκτάκτου υπαλλήλου πρέπει να καθορίζει επακριβώς τον βαθμό και το κλιμάκιο στους οποίους προσλαμβάνεται ο έκτακτος υπάλληλος.

►M128  3. ◄   Η τοποθέτηση εκτάκτου υπαλλήλου σε θέση που αντιστοιχεί σε βαθμό ανώτερο από τον βαθμό στον οποίο έχει προσληφθεί, καθιστά αναγκαία τη σύναψη συμπληρωματικής συμφωνίας στη σύμβαση προσλήψεώς του.

▼M131 —————

▼M128

5.  Τα άρθρα 95, 96 και 99 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στους εκτάκτους υπαλλήλους. Ο τίτλος VΙΙΙβ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους εκτάκτους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτες χώρες.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Άρθρο 11

▼M60

Οι διατάξεις των ►M131  άρθρο 11 έως 26α ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των υπαλλήλων εφαρμόζονται κατ' αναλογία. Εντούτοις, για τον έκτακτο υπάλληλο που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου, η διάρκεια της άδειας για προσωπικούς λόγους που προβλέπεται στο άρθρο 15 δεύτερο εδάφιο περιορίζεται μέχρι το εναπομένον χρονικό διάστημα ισχύος της σύμβασης πρόσληψης.

▼B

Η απόφαση να ζητηθεί αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί ►M128  η Ένωση ◄ λόγω βαρέων προσωπικών παραπτωμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του κανονισμού, λαμβάνεται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος, αφού τηρηθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση απολύσεως λόγω βαρέως παραπτώματος.

Οι ατομικές αποφάσεις που αφορούν τους έκτακτους υπαλλήλους δημοσιεύονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 25 ►M131  τρίτο εδάφιο ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όροι προσλήψεως

Άρθρο 12

▼M131

1.  Η πρόσληψη έκτακτων υπαλλήλων πρέπει να εξασφαλίζει στο θεσμικό όργανο την παροχή υπηρεσιών από πρόσωπα που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης.

Οι έκτακτοι υπάλληλοι, επιλέγονται χωρίς διάκριση φυλής, πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, φύλου ή γενετήσιας προτίμησης, και ανεξάρτητα από την προσωπική ή οικογενειακή τους κατάσταση.

Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους οποιουδήποτε κράτους μέλους. Εντούτοις, η αρχή της ισότητας των πολιτών της Ένωσης επιτρέπει σε κάθε θεσμικό όργανο να θεσπίζει κατάλληλα διορθωτικά μέτρα εάν διαπιστώσει μακράς διαρκείας και σημαντική έλλειψη ισορροπίας μεταξύ των εθνικοτήτων όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους, η οποία δεν αιτιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια. Αυτά τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα πρέπει να αιτιολογούνται και δεν μπορούν να συνεπάγονται ποτέ κριτήρια πρόσληψης άλλα απ’ αυτά που βασίζονται στα προσόντα. Προτού υιοθετηθούν κατάλληλα μέτρα, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο θεσπίζει γενικές διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Μετά την τριετή περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.

Προκειμένου να διευκολύνονται οι προσλήψεις στην ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση, τα θεσμικά όργανα μεριμνούν ώστε να προσφέρουν στα τέκνα του προσωπικού τους πολύγλωσση και πολυπολιτιστική εκπαίδευση.

▼B

2.  Κανείς δεν δύναται να προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος:

α) 

αν δεν είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη ►M128  της Ένωσης ◄ , εκτός αν επιτρέψει παρέκκλιση η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος και αν δεν απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων·

β) 

αν δεν έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του·

γ) 

αν δεν παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ) 

αν δεν πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

ε) 

αν δεν αποδεικνύει ότι διαθέτει σε βάθος γνώση μίας από τις γλώσσες ►M128  της Ένωσης ◄ και ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας ►M128  της Ένωσης ◄ στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει.

▼M112

3.  Η ►M128  Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού ◄ , εφεξής «Υπηρεσία», παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή εκτάκτων υπαλλήλων, προσδιορίζοντας ιδίως το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τους διαγωνισμούς. Η Υπηρεσία εξασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής για το έκτακτο προσωπικό που προσλαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 2, στοιχεία α), β) και δ).

4.  Κατόπιν αιτήματος οργάνου, η Υπηρεσία εξασφαλίζει την εφαρμογή των ίδιων προτύπων που ισχύουν για την επιλογή των υπαλλήλων, στις διαδικασίες επιλογής που διοργανώνονται για την πρόσληψη των εκτάκτων υπαλλήλων.

5.  Εφόσον χρειάζεται, ►M131  η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο ◄ εκδίδει γενικές διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Άρθρο 13

Πριν από την πρόσληψή του, ο έκτακτος υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από ιατρό-σύμβουλο που ορίζεται από το όργανο για να επιτραπεί σ' αυτό το τελευταίο να εξακριβώσει ότι ο υπάλληλος πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 12, παράγραφος 2, περίπτωση δ).

▼M62

Το άρθρο 33 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται αναλογικά.

▼M131

Άρθρο 14

1.  Ο έκτακτος υπάλληλος διανύει περίοδο δοκιμασίας διάρκειας εννέα μηνών.

Αν, κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, ο έκτακτος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας, της άδειας μητρότητας που αναφέρεται στο άρθρο 58 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ή ατυχήματος, επί συνεχές χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μήνα, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας κατά το αντίστοιχο διάστημα. Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους δεκαπέντε μήνες.

2.  Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας εκτάκτου υπαλλήλου που διανύει την περίοδο δοκιμασίας, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου αυτής.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του έκτακτου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο. Βάσει της έκθεσης αυτής, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον έκτακτο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός ή να τοποθετήσει τον έκτακτο υπάλληλο σε άλλο τμήμα για το υπόλοιπο διάστημα της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

3.  Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για τον έκτακτο υπάλληλο έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον έκτακτο υπάλληλο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του.

Αν το συμπέρασμα της έκθεσης είναι η απόλυση ή, κατ’ εξαίρεση, η παράταση της περιόδου δοκιμασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του έκτακτου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο.

Ο έκτακτος υπάλληλος του οποίου οι επαγγελματικές ικανότητες ή η συμπεριφορά δεν έχουν αποδειχθεί επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται.

Η τελική απόφαση λαμβάνεται με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο καθώς και με βάση τα στοιχεία που διαθέτει η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο σχετικά με τη συμπεριφορά του έκτακτου υπαλλήλου όσον αφορά τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Ο έκτακτος υπάλληλος που απολύεται δικαιούται αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού μισθού του για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει.

▼B

Άρθρο 15

►M62  1. ◄   Η αρχική κατάταξη του εκτάκτου υπαλλήλου καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. ►M131   Ο έκτακτος υπάλληλος, η κατάταξη του οποίου καθορίστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια κατάταξης που θεσπίστηκαν από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, διατηρεί την αρχαιότητα κατά κλιμάκιο που έχει αποκτήσει με την ιδιότητα αυτή, αν προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος στον ίδιο βαθμό,αμέσως μετά την προηγούμενη περίοδο κατά την οποία είχε υπηρετήσει ως έκτακτος υπάλληλος. ◄

Σε περίπτωση τοποθετήσεως του υπαλλήλου σε θέση που αντιστοιχεί σε ανώτερο βαθμό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 τρίτη παράγραφος η κατάταξή του καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼M62

2.  Οι διατάξεις του άρθρου 43 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορούν τη βαθμολόγηση εφαρμόζονται αναλογικά ►M112  ————— ◄ .

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Όροι εργασίας

▼M131

Άρθρο 16

Τα άρθρα 42α, 42β και 55 έως 61 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την άδεια, τη διάρκεια εργασίας, τις υπερωρίες, τη συνεχή υπηρεσία, την υποχρέωση επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία και τις αργίες εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Η ειδική άδεια, η γονική άδεια και η άδεια για οικογενειακούς λόγους δεν μπορούν να παρατείνονται πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης. Επιπλέον τα άρθρα 41, 42, 45 και 46 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους σύμφωνα με το άρθρο 29 του παραρτήματος XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ανεξάρτητα από την ημερομηνία των συμβάσεων πρόσληψής τους.

Εντούτοις, το δικαίωμα της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν μπορεί να ξεπερνά τους τρεις μήνες ή τη χρονική διάρκεια εργασίας του έκτακτου υπαλλήλου, αν η τελευταία υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Η άδεια δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης του ενδιαφερομένου.

Κατά τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών, ο υπάλληλος του οποίου σύμβαση δεν έχει λυθεί παίρνει άδεια χωρίς αποδοχές, παρά το ότι δεν μπορεί να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του.

Εν τούτοις, σε περίπτωση επαγγελματικής ασθένειας ή ατυχήματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο υπάλληλος εξακολουθεί να λαμβάνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ανικανότητάς του προς εργασία το σύνολο των αποδοχών του, μέχρι να λάβει τη σύνταξη αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 33.

Άρθρο 17

Κατ’ εξαίρεση, ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς του, να πάρει άδεια χωρίς αποδοχές για σοβαρούς προσωπικούς λόγους. Το άρθρο 12β του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης συνεχίζει να εφαρμόζεται κατά την περίοδο άδειας χωρίς αποδοχές για προσωπικούς λόγους.

Η άδεια δυνάμει του άρθρου 12β δεν χορηγείται σε έκτακτο υπάλληλο προκειμένου αυτός να αναλάβει μια επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπροσώπηση συμφερόντων ή την υπεράσπιση έναντι του οργάνου του, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση ή σε πιθανότητα σύγκρουσης με τα νόμιμα συμφέροντα του οργάνου στο οποίο ανήκει.

Η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο καθορίζει τη διάρκεια αυτής της άδειας, η οποία δεν υπερβαίνει το ένα τέταρτο του χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο ενδιαφερόμενος ούτε:

— 
τους τρεις μήνες όταν ο χρόνος υπηρεσίας του υπαλλήλου είναι μικρότερος από τέσσερα χρόνια,
— 
τους δώδεκα μήνες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

Η διάρκεια της αδείας που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 44 πρώτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Κατά τη διάρκεια της άδειας χωρίς αποδοχές του έκτακτου υπαλλήλου αναστέλλεται η κάλυψή του στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 28.

Εντούτοις, αν ο υπάλληλος δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, είναι δυνατόν, μετά από αίτηση του, που πρέπει να υποβληθεί το αργότερο ένα μήνα μετά την έναρξη της άδειας χωρίς αποδοχές, να συνεχίζει να απολαύει της κάλυψης έναντι των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 28, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσει να καταβάλλει κατά τη διάρκεια της άδειάς του το ήμισυ του ποσού των εισφορών που προβλέπονται από το άρθρο αυτό· η εισφορά υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου.

Επιπλέον, αν ο έκτακτος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 2 στοιχείο γ) ή δ) αποδείξει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει δικαιώματα σύνταξης από άλλο συνταξιοδοτικό καθεστώς, είναι δυνατόν, μετά από αίτηση του, να συνεχίσει να αποκτά δικαιώματα σύνταξης κατά τη διάρκεια της άδειας χωρίς αποδοχές, με την προϋπόθεση να καταβάλλει εισφορά ίση με το τριπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 41· οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού που ισχύει για το βαθμό και το κλιμάκιο του έκτακτου υπαλλήλου.

Γυναίκες των οποίων η άδεια μητρότητας άρχισε πριν από το πέρας της σύμβασής τους δικαιούνται άδεια μητρότητας με τις σχετικές αποδοχές.

▼M60

Άρθρο 18

Στον έκτακτο υπάλληλο που στρατεύεται για να εκπληρώσει τη νόμιμη θητεία του, καλείται να πραγματοποιήσει εναλλακτική θητεία, υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαίδευσης ή ανακαλείται υπό τα όπλα, παρέχεται άδεια για εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων· στην περίπτωση εκτάκτου υπαλλήλου που έχει προσληφθεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου, η διάρκεια αυτής της άδειας δεν δύναται να υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης.

Ο έκτακτος υπάλληλος που στρατεύεται για να εκπληρώσει τη νόμιμη θητεία του ή καλείται να πραγματοποιήσει εναλλακτική θητεία παύει να εισπράττει τις αποδοχές του, αλλά εξακολουθεί να απολαύει των διατάξεων του παρόντος καθεστώτος σχετικά με την προαγωγή κατά κλιμάκιο. Διατηρεί επίσης τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του εφόσον, αφού αποδεσμευθεί από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ή αφού πραγματοποιήσει εναλλακτική θητεία, καταβάλει αναδρομικά τις συνταξιοδοτικές εισφορές του.

Ο έκτακτος υπάλληλος που υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαίδευσης ή ανακαλείται υπό τα όπλα εξακολουθεί, κατά τη διάρκεια της περιόδου της στρατιωτικής εκπαίδευσης ή της ανάκλησής του, να εισπράττει τις αποδοχές του, οι οποίες, εντούτοις, μειώνονται κατά το ποσό του στρατιωτικού μισθού που εισπράττεται από τον ενδιαφερόμενο.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων

Άρθρο 19

Οι αποδοχές του εκτάκτου υπαλλήλου περιλαμβάνουν βασικό μισθό, οικογενειακά επιδόματα και αποζημιώσεις.

▼M112

Άρθρο 20

1.  Τα άρθρα 63, 64, 65 και 65α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί του νομίσματος στο οποίο εκφράζονται οι αποδοχές, καθώς και περί των όρων συναλλαγματικής προσαρμογής και τιμαριθμικής ►M131  επικαιροποίησης ◄ των εν λόγω αποδοχών, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

2.  Τα άρθρα 66, 67, 69 και 70 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τους βασικούς μισθούς, τα οικογενειακά επιδόματα, το επίδομα αποδημίας και το επίδομα θανάτου εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

3.  Το άρθρο 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για την ►M131  εισφορά αλληλεγγύης ◄ εφαρμόζεται κατ' αναλογία όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους.

▼M131

4.  Το άρθρο 44 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους.

▼B

Άρθρο 21

Οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, ►M112  3 και 4 ◄ του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως ►M112  των οικογενειακών επιδομάτων και του επιδόματος αποδημίας ◄ ισχύουν κατ' αναλογία.

Άρθρο 22

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 23 έως 26, ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στα άρθρα 5 έως 15 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως της επιστροφής των εξόδων στα οποία έχει υποβληθεί κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, τη μετάθεσή του ή τη λήξη των καθηκόντων του, καθώς και εκείνων, στα οποία έχει υποβληθεί κατά την άσκηση ή λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων του.

Άρθρο 23

Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει προσληφθεί για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή που θεωρείται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτη παράγραφος, ότι οφείλει να συμπληρώσει ισοδύναμο χρόνο υπηρεσίας, αν έχει συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, δικαιούται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 του παραρτήματος VII του κανονισμού, της επιστροφής των εξόδων μετακομίσεως.

Άρθρο 24

1.  Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει προσληφθεί για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον ενός έτους, ή που θεωρείται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο, 6 πρώτη παράγραφος ότι οφείλει να συμπληρώσει ισοδύναμο χρόνο υπηρεσίας αν έχει συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, δικαιούται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 του παραρτήματος VII του κανονισμού, αποζημιώσεως εγκαταστάσεως, το ποσό της οποίας καθορίζεται, για προβλεπόμενο χρόνο υπηρεσίας,



—  ίσο ή μεγαλύτερο από ένα έτος αλλά μικρότερο από δύο έτη στο 1/3

right accolade του ποσού που καθορίζεται στο άρθρο 5 του παραρτήματος VII του κανονισμού

—  ίσο ή μεγαλύτερο από δύο έτη αλλά μικρότερο από τρία έτη στα 2/3

—  ίσο ή μεγαλύτερο από 3 έτη στα 3/3

2.  Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος VII του κανονισμού χορηγείται στον έκτακτο υπάλληλο που έχει συμπληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας. Ο υπάληληλος που έχει συμπληρώσει περισσότερα από ένα αλλά λιγότερα από τέσσερα έτη υπηρεσίας δικαιούται αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως, το ποσό της οποίας είναι ανάλογο με το χρόνο υπηρεσίας του, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κλάσματα έτους.

▼M112

3.  Εντούτοις, η αποζημίωση εγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και η αποζημίωση επανεγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν μπορούν να είναι μικρότερες από:

▼M146

— 
1 251,74 ευρώ για τους μη μόνιμους υπαλλήλους που δικαιούνται επίδομα στέγης,
— 
744,28 EUR για τους μη μόνιμους υπαλλήλους που δεν δικαιούνται επίδομα στέγης.

▼M112

Όταν δύο σύζυγοι, μόνιμοι ή άλλοι υπάλληλοι ►M128  της Ένωσης ◄ , δικαιούνται και οι δύο της αποζημίωσης εγκατάστασης ή επανεγκατάστασης, αυτή καταβάλλεται μόνο στο σύζυγο που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

▼B

Άρθρο 25

▼M23

Εφαρμόζονται οι διατάξεις περί της ημερησίας αποζημιώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 10 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. ►M60  Εντούτοις, ο έκτακτος υπάλληλος που προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο μικρότερο των δώδεκα μηνών, ή ο οποίος θεωρείται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο ότι οφείλει να συμπληρώσει ισοδύναμο χρόνο υπηρεσίας αν έχει συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, και αποδεικνύει ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να διαμένει στην παλαιά του κατοικία, δικαιούται να λαμβάνει ημερήσια αποζημίωση καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης του και για δώδεκα μήνες κατ' ανώτατο όριο. ◄

▼B

Άρθρο 26

Οι διατάξεις του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του κανονισμού περί επιστροφής των εξόδων ετησίου ταξιδίου από τον τόπο τοποθετήσεως στον τόπο καταγωγής εφαρμόζονται μόνο στον έκτακτο υπάλληλο που έχει συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας εννέα τουλάχιστον μηνών.

Άρθρο 27

Οι διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του παραρτήματος VII του κανονισμού περί διακανονισμού των οφειλομένων ποσών ισχύουν κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Κοινωνική ασφάλιση



Τμήμα Α

ΚΑΛΥΨΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ. ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΟΣ

Άρθρο 28

►M60  Τα άρθρα 72 και 73 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σχετικά με το καθεστώς κάλυψης έναντι των κινδύνων ασθενειών και ατυχημάτων, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον έκτακτο υπάλληλο κατά την περίοδο της υπηρεσίας του, κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας και κατά τη διάρκεια των περιόδων άδειας χωρίς αποδοχές που προβλέπονται στα άρθρα 11 και 17 με τις προβλεπόμενες σ' αυτά προϋποθέσεις· το άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με το καθεστώς κάλυψης έναντι των κινδύνων ασθενειών εφαρμόζεται κατ' αναλογία στον υπάλληλο που είναι δικαιούχος ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ καθώς και στο δικαιούχο σύνταξης επιζώντων. ◄ ►M33  Το άρθρο 72 ισχύει επίσης για τον υπάλληλο τον οποίο αναφέρει το άρθρο 39 παράγραφος 2 και ο οποίος είναι δικαιούχος σύνταξης λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου. ◄

Αν εν τούτοις, η ιατρική εξέταση στην οποία υποβάλλεται ο υπάλληλος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 13, δείξει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει προσβληθεί από ασθένεια ή αναπηρία, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος, δύναται να αποφασίσει να αποκλεισθούν από την επιστροφή των εξόδων που προβλέπεται στο άρθρο 72 του κανονισμού αυτές οι δαπάνες που προκλήθηκαν σαν επακόλουθα και συνέπειες αυτής της ασθένειας ή αναπηρίας.

▼M62

Αν ο έκτακτος υπάλληλος αποδείξει ότι δεν δικαιούται απόδοσης των δαπανών από άλλη υγειονομική ασφάλιση βάσει νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, μπορεί να ζητήσει, το αργότερο εντός μηνός μετά τη λήξη της σύμβασής του, να συνεχίσει να απολαύει της υγειονομικής ασφάλισης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, για ένα εξάμηνο, το πολύ, μετά τη λήξη της σύμβασής του. Η εισφορά που προβλέπεται στο άρθρο 72 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υπολογίζεται με βάση τον τελευταίο βασικό μισθό του υπαλλήλου, τον οποίο και βαρύνει κατά το ήμισυ.

Μετά από σχετική απόφαση της αρμόδιας αρχής για τη σύναψη των συμβάσεων εργασίας και αφού δώσει τη γνώμη του ο ιατρός-σύμβουλος του οργάνου, η προθεσμία ενός μηνός για την υποβολή της αίτησης καθώς και ο περιορισμός των έξι μηνών του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύουν εφόσον ο ενδιαφερόμενος προσεβλήθη κατά το χρόνο υπηρεσίας του από βαριά ή παρατεινόμενη ασθένεια, την οποία και δήλωσε στο όργανο πριν από τη λήξη της προαναφερόμενης εξάμηνης περιόδου, υπό τη προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος θα υποβληθεί στην ιατρική εξέταση που διεξάγει το κοινοτικό όργανο.

▼M62

Άρθρο 28α

1.  Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος, ο οποίος βρίσκεται χωρίς απασχόληση μετά την έξοδο από την υπηρεσία του σε όργανο ►M128  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄ , εάν:

— 
δεν δικαιούται συντάξεως λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου ή σύνταξη αναπηρίας από ►M128  την Ένωση ◄ ,
— 
η έξοδός του από την υπηρεσία δεν οφείλεται σε παραίτηση ή σε διακοπή της σύμβασης του για πειθαρχικούς λόγους,
— 
έχει συμπληρώσει τουλάχιστον εξάμηνη υπηρεσία, και
— 
είναι κάτοικος ενός κράτους μέλους ►M128  της Ένωσης ◄ ,

δικαιούται μηνιαίου επιδόματος ανεργίας υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις.

Αν δικαιούται επιδόματος ανεργίας δυνάμει εθνικού συστήματος, υποχρεούται να το δηλώσει στο σχετικό όργανο στο οποίο υπαγόταν, το οποίο και ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό του επιδόματος αυτού αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3.

2.  Για να δικαιούται επιδόματος ανεργίας, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος:

α) 

εγγράφεται, τη αιτήσει του, ως άνεργος στις αρμόδιες υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους όπου διαμένει·

β) 

θα πρέπει να τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού στον δικαιούχο παροχών ανεργίας βάσει των διατάξεών της·

γ) 

υποχρεούται να διαβιβάζει κάθε μήνα στο όργανο που υπαγόταν, το οποίο και τη διαβιβάζει αμέσως στην Επιτροπή, βεβαίωση της αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας η οποία αναφέρει αν τηρεί ή όχι τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β).

Η ►M128  Ένωση ◄ μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ή τη συνέχιση της χορήγησης του επιδόματος, έστω και αν δεν πληρούνται οι ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σε περίπτωση ασθένειας, ατυχήματος, μητρότητας, αναπηρίας ή άλλης κατάστασης που θεωρείται ανάλογη, καθώς και όταν η αρμόδια εθνική υπηρεσία απαλλάσσει τον ενδιαφερόμενο από τις υποχρεώσεις αυτές.

Η Επιτροπή, αφού λάβει τη γνώμη επιτροπής εμπειρογνωμόνων, καθορίζει τις απαραίτητες διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

▼M112

3.  Το επίδομα ανεργίας καθορίζεται σε σχέση με το βασικό μισθό που είχε ο πρώην έκτακτος υπάλληλος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία. Το εν λόγω επίδομα ανεργίας ανέρχεται στο:

α) 

60 % του βασικού μισθού επί μια αρχική περίοδο δώδεκα μηνών,

β) 

45 % του βασικού μισθού από τον δέκατο τρίτο έως τον εικοστό τέταρτο μήνα,

γ) 

30 % του βασικού μισθού από τον εικοστό πέμπτο έως τον τριακοστό έκτο μήνα.

Εκτός από την αρχική περίοδο των έξι μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται το κατώτερο όριο που ορίζεται παρακάτω, ενώ δεν εφαρμόζεται το ανώτερο όριο, τα ποσά που ορίζονται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να είναι κατώτερα από ευρώ ►M146  1 501,22  ευρώ (κατώτατο όριο) ◄ ούτε μεγαλύτερα από ευρώ ►M146  3 002,43  ευρώ (ανώτατο όριο) ◄ . Τα όρια αυτά ►M131  επικαιροποιούνται ◄ με τον ίδιο τρόπο όπως και οι κλίμακες μισθών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Η περίοδος κατά την οποία το επίδομα ανεργίας καταβάλλεται στον πρώην έκτακτο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 36 μήνες από την ημερομηνία εξόδου του από την υπηρεσία και δεν υπερβαίνει σε καμμία περίπτωση το ένα τρίτο του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει. Εάν όμως, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους των παραγράφων 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος ανεργίας. Η καταβολή του επιδόματος ανεργίας επαναλαμβάνεται, εάν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος πληροί και πάλι τους εν λόγω όρους χωρίς όμως να έχει αποκτήσει δικαίωμα σε εθνικό επίδομα ανεργίας.

▼M62

5.  Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται επίδομα ανεργίας δικαιούται των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπει το άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του επιδόματος ανεργίας και υπό τους όρους του άρθρου 1 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώσει τα ανάλογα επιδόματα που καταβάλλονται από άλλη πηγή στον ίδιο ή στον ή τη σύζυγό του, τα οποία και αφαιρούνται από τα επιδόματα που καταβάλλονται βάσει του παρόντος άρθρου.

Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται επίδομα ανεργίας δικαιούται της καλύψεως των κινδύνων ασθενείας χωρίς να επιβαρύνεται με εισφορές, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

6.  Το επίδομα ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται από την Επιτροπή σε ευρώ. Δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

7.  Όλοι οι έκτακτοι υπάλληλοι συμμετέχουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται σε 0,81 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, μετά την έκπτωση ποσού ►M146  1 364,75  ευρώ ◄ ευρώ, και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η συνεισφορά αυτή αφαιρείται κάθε μήνα από τον μισθό του ενδιαφερομένου και αφού αυξηθεί κατά τα δύο τρίτα που βαρύνουν το όργανο, καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο ανεργίας. Το ταμείο αυτό είναι κοινό για όλα τα όργανα, τα οποία καταβάλλουν κάθε μήνα τις συνεισφορές τους στην Επιτροπή, το αργότερο οκτώ ημέρες μετά την πληρωμή των αποδοχών. Η εντολή πληρωμής και η καταβολή κάθε δαπάνης που απορρέει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, γίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που διέπει τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

▼M62

8.  Το επίδομα ανεργίας που καταβάλλεται στον άνεργο πρώην έκτακτο υπάλληλο ρυθμίζεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

9.  Οι αρμόδιες υπηρεσίες σε θέματα απασχόλησης και ανεργίας, ενεργώντας στο πλαίσιο της εθνικής τους νομοθεσίας, και η Επιτροπή συνεργάζονται αποτελεσματικά για την καλή εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

10.  Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται, με κοινή συμφωνία των ►M131  αρχών των θεσμικών οργάνων που αναφέρονται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο ◄ , αφού προηγουμένως δώσει τη γνώμη της η Επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2.

▼M112

►M131

 

Η Επιτροπή υποβάλλει, ανά διετία, έκθεση για την οικονομική κατάσταση του καθεστώτος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Εκτός από αυτή την έκθεση, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να αναπροσαρμόζει τις συνεισφορές που προβλέπονται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, εάν το απαιτεί η ισορροπία του καθεστώτος.

 ◄

▼B

Άρθρο 29

Οι διατάξεις του άρθρου 74 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περί του επιδόματος τοκετού ως και αυτές του άρθρου 75 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περί της αναλήψεως από το όργανο των εξόδων που αναφέρονται εδώ, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 30

Οι διατάξεις του άρθρου 76 του κανονισμού, υπηρεσιακής καταστάσεως περί της χορηγήσεως δωρεών, δανείων ή προκαταβολών, εφαρμόζονται ανάλογα επί του εκτάκτου υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της συμβάσεώς του ή μετά τη λύση αυτής, εάν ο υπάλληλος είναι ανίκανος προς εργασία συνεπεία βαρείας ή παρατεταμένης ασθένειας ►M112  ή αναπηρίας ◄ ή ατυχήματος, που συνέβησαν κατά την διάρκεια της προσλήψεώς του, και αποδεικνύει ότι δεν καλύπτεται από άλλο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως.



Τμήμα Β

ΚΑΛΥΨΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Άρθρο 31

Ο έκτακτος υπάλληλος ασφαλίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις κατά των κινδύνων θανάτου και αναπηρίας, που είναι δυνατό να επέλθουν κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του.

Οι παροχές και οι εγγυήσεις που προβλέπονται σ' αυτό το μέρος αναστέλλονται αν τα χρηματικά αποτελέσματα της προσλήψεως του υπαλλήλου έχουν ανασταλεί πρόσκαιρα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος καθεστώτος.

Άρθρο 32

Εάν η ιατρική εξέταση που προηγήθηκε της προσλήψεως του υπαλλήλου δείξει ότι αυτός έχει προσβληθεί από ασθένεια ή αναπηρία, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτη παράγραφος δύναται να αποφασίσει την υπαγωγή του στο ευεργέτημα των εγγυήσεων που προβλέπονται για τηνπερίπτωση αναπηρίας ή θανάτου, μόνο στο τέλος περιόδου πέντε ετών που αρχίζει από την ημερομηνία αναλήψεως υπηρεσίας στο όργανο για τα επακόλουθα και τις συνέπειες αυτής της ασθενείαςή αναπηρίας.

▼M62

Ο υπάλληλος μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτή στην Υγειονομική Επιτροπή Αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

Άρθρο 33

1.  Υπάλληλος ο οποίος έχει προσβληθεί από αναπηρία που θεωρείται ολική και ο οποίος είναι υποχρεωμένος, για τον λόγο αυτό, να διακόψει την υπηρεσία του στο όργανο, δικαιούται, για όσο χρόνο διαρκεί η ανικανότητα αυτή, επιδόματος αναπηρίας, του οποίου το ποσό καθορίζεται ως εξής.

Το άρθρο 52 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας συνταξιοδοτηθεί πριν από ►M131  το 66ο έτος της ηλικίας ◄ του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό συντάξεως, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες της συντάξεως αρχαιότητας. Το ποσό της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στον βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο υπάλληλος όταν κατέστη ανάπηρος.

Το ποσό του επιδόματος αναπηρίας ορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του εκτάκτου υπαλλήλου. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που ορίζεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, που υπολογίζονται βάσει του εν λόγω επιδόματος.

Εφόσον η αναπηρία του υπαλλήλου προέρχεται από ατύχημα το οποίο συνέβη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας προς δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, ο προϋπολογισμός του πρώην εργοδότη του βαρύνεται με τις εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος.

Εάν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον υπάλληλο, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει ότι ο υπάλληλος θα πρέπει να λάβει μόνο το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 39.

Ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας δικαιούται επίσης, υπό τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση το επίδομα του δικαιούχου.

2.  Η κατάσταση αναπηρίας κρίνεται από την επιτροπή αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3.  Το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 40 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να υποβάλει περιοδικά σε εξετάσεις τον δικαιούχο επιδόματος αναπηρίας, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθεί να πληροί τους απαιτούμενους όρους για τη λήψη του εν λόγω επιδόματος. Εάν η επιτροπή αναπηρίας διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται πλέον οι όροι αυτοί, ο υπάλληλος αναλαμβάνει και πάλι υπηρεσία στο όργανο, εφόσον δεν έχει λήξει η σύμβασή του.

Ωστόσο, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είναι δυνατόν επαναπροσληφθεί στην υπηρεσία ►M128  της Ένωσης ◄ , η σύμβαση μπορεί να λυθεί με την καταβολή αποζημίωσης ύψους αντίστοιχου με τις αποδοχές που θα είχε εισπράξει κατά το διάστημα της προθεσμίας καταγγελίας και, ενδεχομένως, με την αποζημίωση λύσης της σύμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 47. Το άρθρο 39 τυγχάνει επίσης εφαρμογής.

▼M131

Άρθρο 34

Οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα υπάλληλο, όπως καθορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξη επιζώντων σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 35 έως 38.

Σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας όπως και σε περίπτωση θανάτου πρώην έκτακτου υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α), γ), δ), ε) ή στ), ο οποίος δικαιούταν σύνταξη λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου ή είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αρχίσει η καταβολή της σύνταξης την πρώτη ημέρα μετά το τέλος του μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου θα συμπλήρωνε ηλικία συνταξιοδότησης, οι έλκοντες δικαιώματα, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δικαιούνται σύνταξη επιζώντων με τους όρους που προβλέπει το παράρτημα αυτό.

Σε περίπτωση αφάνειας για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, εκτάκτου υπαλλήλου ή πρώην εκτάκτου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας ή σύνταξης αρχαιότητας ή πρώην εκτάκτου υπαλλήλου ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη της καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, οι διατάξεις των κεφαλαίων 5 και 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, που αφορούν τις προσωρινές συντάξεις, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον/στην σύζυγο του/της και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο.

▼B

Άρθρο 35

Το δικαίωμα συντάξεως αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί το μήνα του θανάτου, αν συντρέχει περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την περίοδο κατά την οποία ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ , τα ορφανά ή τα συντηρούμενα πρόσωπα του αποβιώσαντος υπαλήλλου δικαιούνται αυτών των απολαβών κατ' εφαρμογή του άρθρου 70 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

Άρθρο 36

▼M62

►M112  Ο επιζών σύζυγος ◄ υπαλλήλου δικαιούται ►M112  σύνταξης επιζώντων ◄ υπό τους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το ποσό της ►M112  σύνταξης επιζώντων ◄ δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 35 % του τελευταίου μηνιαίου βασικού μισθού που εισέπραξε ο υπάλληλος ούτε από το κατώτερο όριο διαβίωσης όπως καθορίζεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Σε περίπτωση θανάτου ενός υπαλλήλου από αυτούς που αναφέρονται στο ►M131  άρθρο 2 στοιχείο α), γ), δ), ε), ή στ) ◄ , το ποσό της σύνταξης χήρας προσαυξάνεται μέχρι το 60 % της σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου που θα είχε καταβληθεί στον υπάλληλο, αν μπορούσε να την αξιώσει, ανεξάρτητα από το χρόνο υπηρεσίας και την ηλικία του, την ημέρα του θανάτου του.

▼M23

►M112  Ο δικαιούχος ◄ ►M112  συντάξεως επιζώντων ◄ δικαιούται, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα VII του κανονισμού, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού. Εν τούτοις το ποσό του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου είναι ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 περίπτωση β) του κανονισμού.

▼M62 —————

▼M112

Άρθρο 37

Εάν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται σύνταξη επιζώντων, τα συντηρούμενα κατά τον χρόνο του θανάτου τέκνα, δικαιούνται σύνταξης ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 80 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τους ίδιους όρους, σε περίπτωση θανάτου ή σύναψης νέου γάμου του συζύγου που δικαιούται σύνταξης επιζώντων.

Εφόσον ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας έχει αποβιώσει χωρίς να πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 80, τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην εκτάκτου υπαλλήλου, κατά την έννοια του ►M131  άρθρου 2, στοιχεία α), γ), δ), ε) ή στ) ◄ , ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης ◄ και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης ◄ , τα τέκνα, που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα σύμφωνα με το άρθρο 2 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δικαιούνται σύνταξης ορφανού με τους ίδιους όρους με εκείνους που προβλέπονται στα προηγούμενα εδάφια.

Η σύνταξη ορφανού προσώπου που εξομοιούται με συντηρούμενο τέκνο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 4 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

Ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίο έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα συντάξεως ορφανού.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος.

▼B

Άρθρο 38

Σε περίπτωση διαζυγίου ή συνυπάρξεως πολλών ομάδων επιζώντων οι οποίες δύνανται να αξιώσουν σύνταξη επιζώντων, αυτή η σύνταξη κατανέμεται σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼M62

Άρθρο 38α

Οι κανόνες για τα ανώτατα όρια και την κατανομή που προβλέπονται στο άρθρο 81α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση αυτή.

▼B



Τμήμα Γ

▼M23

ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΩΣ

▼M112

Άρθρο 39

▼M131

1.  Κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, ο υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 2 δικαιούται σύνταξη αρχαιότητας, μεταφορά του αναλογιστικού ισοδυνάμου ή καταβολή του επιδόματος αποχώρησης σύμφωνα το κεφάλαιο 3 του τίτλου V και του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εφόσον ο υπάλληλος δικαιούται σύνταξη αρχαιότητας, τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα μειώνονται κατ’ αναλογία προς τα ποσά που καταβάλλονται δυνάμει του άρθρου 42.

▼M112

2.  Το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους υπαλλήλους κατά την έννοια του άρθρου 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

3.  Ο δικαιούχος σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου δικαιούται, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το ανάλογο τμήμα του επιδόματος στέγης υπολογίζεται με βάση τη σύνταξη του δικαιούχου.

▼B

Άρθρο 40

Αν ο ενδιαφερόμενος διορίσθηκε υπάλληλος ►M128  της Ένωσης ◄ , δεν εισπράττει το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 39, πρώτη παράγραφος.

Ο χρόνος υπηρεσίας του ως εκτάκτου υπαλλήλου ►M128  της Ένωσης ◄ , λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των συνταξίμων ετών της συντάξεως αρχαιότητος, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παράρτημα VIII του κανονισμού.

Αν ο υπάλληλος άσκησε το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 42, τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα μειούνται ανάλογα με την διάρκεια της περιόδου που αντιστοιχεί σ' αυτές τις εισφορές.

▼M112

Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στον υπάλληλο, ο οποίος εντός τριών μηνών από την υπαγωγή του στις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ζητεί να προβεί στην επιστροφή των εν λόγω ποσών, με τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με επιτόκιο ►M123  3,1 % ◄ ετησίως· το επιτόκιο μπορεί να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12 του Παραρτήματος XII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B



Τμήμα Δ

▼M62

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

▼B

Άρθρο 41

▼M62

Για τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα προηγούμενα τμήματα Β και Γ, ισχύουν κατ' αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 83 ►M112  και του άρθρου 83α ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης καθώς και των άρθρων 36 και 38 του παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού.

▼B

Άρθρο 42

▼M131

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που πρέπει να καθορισθούν από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, ο υπάλληλος έχει την ευχέρεια να ζητήσει από την αρχή αυτή την πραγματοποίηση των πληρωμών, στις οποίες υποχρεούται να προβεί, για να συστήσει ή να διατηρήσει τα δικαιώματα συνταξιοδότησής του στην χώρα καταγωγής του.

▼B

Αυτές οι πληρωμές δεν δύνανται να υπερβούν ►M112  δύο φορές το ποσοστό που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ◄ και βαρύνουν ►M15  τον προϋπολογισμό ►M128  της Ένωσης ◄  ◄ .

▼M62



Τμήμα Ε

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΚΤΑΚΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Άρθρο 43

Οι διατάξεις των άρθρων 40 έως 44 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ισχύουν κατ' αναλογία.



Τμήμα ΣΤ

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΠΑΡΟΧΩΝ

Άρθρο 44

Οι διατάξεις των άρθρων 81α και 82 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του άρθρου 45 του παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού εφαρμόζονται αναλογικά.

Όλα τα υπόλοιπα ποσά που οφείλει ο υπάλληλος ►M128  στην Ένωση ◄ , σύμφωνα με το παρόν σύστημα προνοίας, κατά το χρόνο της γέννεσης των δικαιωμάτων επί των παροχών, αφαιρούνται από το ποσό των παροχών που αποδίδεται στον υπάλληλο ή τους έλκοντες δικαιώματα από αυτόν, με τρόπο που θα καθορίσει το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 45 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η απόδοση αυτή μπορεί να γίνει σε μηνιαίες δόσεις.

▼M62



Τμήμα Ζ

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ►M128  ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ◄

Άρθρο 44α

Εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 85α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί υποκαταστάσεως ►M128  της Ένωσης ◄ .

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

Άρθρο 45

▼M23

Εφαρμόζονται διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 85 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Προσφυγές

Άρθρο 46

Οι διατάξεις του τίτλου VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περί προσφυγών εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Λύση υπαλληλικής σχέσεως

▼M131

Άρθρο 47

Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου λύεται:

α) 

στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο ο υπάλληλος φτάνει στην ηλικία των 66 ετών, ή, κατά περίπτωση, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 52 δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ή

β) 

όταν υφίσταται σύμβαση ορισμένου χρόνου:

i) 

κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση,

ii) 

στο τέλος της περιόδου προειδοποίησης που προσδιορίζεται στη σύμβαση, η οποία παρέχει στον υπάλληλο ή στο όργανο την ευχέρεια να λύσει τη σύμβαση πριν από την προκαθορισμένη λήξη της. Η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από έναν μήνα για κάθε έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον ένα μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες. Για τους έκτακτους υπαλλήλους των οποίων ανανεώθηκε η σύμβαση, το ανώτατο όριο είναι έξι μήνες. Πάντως, η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης εάν η εγκυμοσύνη επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, εάν επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων. Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εκ μέρους του οργάνου, ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση ίσης με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας λήξης των καθηκόντων του και της ημερομηνίας κατά την οποία θα έληγε η σύμβασή του,

iii) 

στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της παρέκκλισης που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, ισχύει η περίοδος προειδοποίησης που προβλέπεται στο σημείο ii), ή

γ) 

όταν υφίσταται σύμβαση αορίστου χρόνου:

i) 

στο τέλος της περιόδου προειδοποίησης που προβλέπεται στη σύμβαση· η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από έναν μήνα για κάθε πλήρες έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τους τρεις μήνες και ανώτατο όριο τους δέκα μήνες. Πάντως, η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης εάν η εγκυμοσύνη επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, εάν επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων, ή

ii) 

στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της παρέκκλισης που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, ισχύει η περίοδος προειδοποίησης που προβλέπεται στο σημείο i).

▼M60

Άρθρο 48

Η υπαλληλική σχέση ορισμένου ή αορίστου χρόνου λύεται εκ μέρους του οργάνου χωρίς προειδοποίηση:

α) 

κατά τη διάρκεια ή μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 14·

▼M112 —————

▼M60

►M112  β) ◄  

στην περίπτωση που ο υπάλληλος δεν είναι δυνατό να αναλάβει εκ νέου υπηρεσία μετά τη λήξη αναρρωτικής άδειας μετ' αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 16. Στην περίπτωση αυτή, ο υπάλληλος λαμβάνει αποζημίωση ίση με το βασικό μισθό του και τα οικογενειακά του επιδόματα με βάση δύο ημέρες ανά μήνα παρασχεθείσας υπηρεσίας.

▼M131

Άρθρο 48α

Σε οποιαδήποτε κοινοβουλευτική περίοδο, το άρθρο 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία σε πέντε κατ' ανώτατο όριο ανώτερους έκτακτους υπαλλήλους πολιτικών ομάδων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που βρίσκονται στον βαθμό AD 15 ή AD 16, υπό τον όρο ότι έχουν φθάσει την ηλικία των 55 ετών και έχουν είκοσι έτη υπηρεσίας στα θεσμικά όργανα και τουλάχιστον 2,5 έτη αρχαιότητας στον τελευταίο βαθμό τους.

▼B

Άρθρο 49

▼M62

1.  Μετά την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας που προβλέπεται στο παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και η οποία εφαρμόζεται αναλογικά, η σύμβαση εργασίας μπορεί να λυθεί χωρίς προειδοποίηση για πειθαρχικούς λόγους, σε περίπτωση σοβαρής παράλειψης εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος εκ προθέσεως ή εξ αμελείας του έκτακτου υπαλλήλου. Η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση, αφού προηγουμένως παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του.

Πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας, ο υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία με τους όρους που προβλέπονται στα ►M112  άρθρα 23 και 24 του Παραρτήματος IX ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα οποία εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

▼B

2.   ►M62  Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, ◄ η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος, δύναται να αποφασίσει:

α) 

τον περιορισμό του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 39, στο ύψος της επιστροφής της συνεισφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 83 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως προσαυξημένης κατά το ποσό των τόκων προς 3,5 % το έτος·

β) 

την αφαίρεση ολοκλήρου ή μέρους του δικαιώματος του ενδιαφερομένου επί του επιδόματος επανεγκαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 50

1.  Η υπαλληλική σχέση εκτάκτου υπαλλήλου λύεται από το όργανο, χωρίς καταγγελία, μόλις η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος διαπιστώσει:

α) 

ότι ο ενδιαφερόμενος σκόπιμα παρουσίασε κατά την πρόσληψή του ψευδή στοιχεία σχετικά με τις επαγγελματικές του ικανότητες ή τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2·

β) 

ότι τα ανωτέρω ψευδή στοιχεία είχαν καθοριστική σημασία για την πρόσληψη του ενδιαφερομένου.

▼M62

2.  Στην περίπτωση αυτή, η λύση απαγγέλλεται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, αφού ακουστεί ο ενδιαφερόμενος και αφού ολοκληρωθεί η πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στο παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η οποία εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας, ο υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία, με τους όρους που προβλέπονται στα ►M112  άρθρα 23 και 24 του Παραρτήματος IX ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης τα οποία εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Οι διατάξεις του άρθρου 49 παράγραφος 2 ισχύουν και στην περίπτωση αυτή.

▼M62

Άρθρο 50α

Ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 49 και 50, αν ο έκτακτος υπάλληλος ή ο πρώην έκτακτος υπάλληλος παραλείψει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, την εκπλήρωση υπηρεσιακού καθήκοντος σύμφωνα με το παρόν καθεστώς, μπορεί να του επιβληθεί πειθαρχική κύρωση, υπό τους όρους που προβλέπονται στον τίτλο VI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και, ενδεχομένως, στο παράρτημα IX του ίδιου κανονισμού, του οποίου οι διατάξεις εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

▼M128



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Ειδικές διατάξεις για τους εκτάκτους υπαλλήλους στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 2 ε)

Άρθρο 50β

1.  Οι υπάλληλοι από εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών, οι οποίοι επελέγησαν με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 98 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και οι οποίοι έχουν αποσπασθεί από τις εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες των χωρών τους, προσλαμβάνονται ως έκτακτοι υπάλληλοι σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ε).

2.  Μπορούν να προσληφθούν για μέγιστη διάρκεια τεσσάρων ετών. Οι συμβάσεις μπορούν να ανανεώνονται για μέγιστη διάρκεια τεσσάρων ετών. Η συνολική απασχόλησή τους δεν πρέπει να υπερβαίνει την οκταετία. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιστάσεις και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, στο τέλος της οκταετίας η σύμβαση μπορεί να παρατείνεται για μέγιστη διάρκεια δύο ετών. Κάθε κράτος μέλος παρέχει στους υπαλλήλους του που απασχολούνται ως έκτακτο προσωπικό της ΕΥΕΔ την εγγύηση άμεσης επανατοποθέτησής τους στο τέλος της υπηρεσίας τους στην ΕΥΕΔ, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του εθνικού του δικαίου.

3.  Τα κράτη μέλη στηρίζουν την Ένωση στην ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 22 του κανονισμού για το έκτακτο προσωπικό της ΕΥΕΔ στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 2, στοιχείο ε) του παρόντος καθεστώτος.

Άρθρο 50γ

1.  Τα άρθρα 37, 38 και 39 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν. Η απόσπαση δεν επεκτείνεται πέραν της λήξης της σύμβασης.

▼M131 —————

▼M131



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους έκτακτους υπάλληλους που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχειό στ)

Άρθρο 51

Το άρθρο 37, εξαιρουμένου του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), και το άρθρο 38 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ).

Άρθρο 52

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 17 τρίτο εδάφιο, οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) και οι οποίοι είχαν σύμβαση αορίστου χρόνου, μπορούν, ανεξάρτητα από την αρχαιότητά τους, να πάρουν άδεια χωρίς αποδοχές για περιόδους που δεν υπερβαίνουν το ένα έτος.

Η συνολική διάρκεια αυτής της άδειας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δώδεκα έτη στο σύνολο της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου.

Στη θέση που κατείχε ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να προσληφθεί άλλο πρόσωπο.

Μετά τη λήξη της αδείας του, ο έκτακτος υπάλληλος πρέπει να επανατοποθετηθεί στην πρώτη κενή θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί στο βαθμό του, με την προϋπόθεση ότι έχει τις ικανότητες που απαιτούνται για τη θέση αυτή. Αν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται, διατηρεί τα δικαιώματά του για επανατοποθέτηση, μόλις υπάρξει δεύτερη κενή θέση στην ομάδα καθηκόντων του που αντιστοιχεί στον βαθμό του με τις ίδιες προϋποθέσεις· αν αρνηθεί για δεύτερη φορά, η υπαλληλική σχέση λύεται από το όργανο χωρίς προειδοποίηση. Μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επανατοποθέτησής του ή της απόσπασής του, ο υπάλληλος παραμένει σε κατάσταση αδείας για προσωπικούς λόγους άνευ αποδοχών.

Άρθρο 53

Οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) προσλαμβάνονται βάσει διαδικασίας επιλογής που διοργανώνεται από έναν ή περισσότερους οργανισμούς. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού παρέχει υποστήριξη στους οργανισμούς, κατόπιν αιτήματός τους, προσδιορίζοντας ιδίως το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τις διαδικασίες επιλογής. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού διασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής.

Σε περίπτωση εξωτερικών διαδικασιών επιλογής, οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) προσλαμβάνονται μόνο στους βαθμούς SC1 έως SC2, AST 1 έως AST 4 ή AD 5 έως AD 8. Εντούτοις, ο οργανισμός μπορεί όταν είναι σκόπιμο, και σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να επιτρέψει την πρόσληψη στους βαθμούς AD 9, AD 10, AD 11 ή, κατ’ εξαίρεση, στο βαθμό AD 12, για θέσεις με αντίστοιχες ευθύνες και εντός των ορίων του εγκεκριμένου πίνακα θέσεων. Ο συνολικός αριθμός των προσλήψεων στους βαθμούς AD 9 έως AD 12 σε έναν οργανισμό δεν υπερβαίνει το 20 % του συνολικού αριθμού των προσλήψεων εκτάκτων υπαλλήλων στην ομάδα καθηκόντων AD, ο οποίος υπολογίζεται σε συνεχή περίοδο πέντε ετών.

Άρθρο 54

Όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ), η κατάταξη στον επόμενο ανώτερο βαθμό γίνεται αποκλειστικά με επιλογή από τους έκτακτους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον περίοδο δύο ετών στον βαθμό τους, μετά από εξέταση των συγκριτικών προσόντων αυτών των έκτακτων υπαλλήλων, καθώς και των εκθέσεων που τους αφορούν. Η τελευταία περίοδος του άρθρου 45 παράγραφος 1 και του άρθρου 45 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Δεν είναι δυνατή η υπέρβαση των ποσοστών πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών, που καθορίζονται για τους υπαλλήλους στο τμήμα Β του παραρτήματος Ι.

Σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κάθε οργανισμός θεσπίζει τις γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 55

Όταν ένας έκτακτος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) αλλάζει θέση εντός της ομάδας καθηκόντων του κατόπιν εσωτερικής δημοσίευσης μιας θέσης, δεν μπορεί να καταταγεί σε βαθμό ή κλιμάκιο χαμηλότερο από αυτό που προβλεπόταν στην προηγούμενη θέση του, υπό τον όρο ότι ο βαθμός του είναι ένας από τους βαθμούς που καθορίζονται στην προκήρυξη κενής θέσης.

Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογία όταν ο έκτακτος υπάλληλος συνάπτει νέα σύμβαση με έναν οργανισμό αμέσως μετά από προηγούμενη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου με έναν άλλον οργανισμό.

Άρθρο 56

Σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κάθε οργανισμός θεσπίζει γενικές διατάξεις για τις διαδικασίες που διέπουν την πρόσληψη και τη χρησιμοποίηση των εκτάκτων υπαλλήλων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ).

▼M131 —————

▼M112



ΤΙΤΛΟΣ IV

ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 79

1.  Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι μισθοδοτούνται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται προς το σκοπό αυτό στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο όργανο.

2.  Εφόσον χρειάζεται, ►M131  η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο ◄ εκδίδει γενικές εκτελεστικές διατάξεις που διέπουν τη χρησιμοποίηση των συμβασιούχων υπαλλήλων, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3.  Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με τη χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων, η οποία αναφέρει τον αριθμό των υπαλλήλων, το επίπεδο και τον τύπο των θέσεων, τη γεωγραφική ισορροπία, και τους δημοσιονομικούς πόρους για κάθε ομάδα καθηκόντων.

4.  Τα όργανα, οι Υπηρεσίες και οι άλλοι οργανισμοί που απασχολούν συμβασιούχους υπαλλήλους παρέχουν ετησίως ενδεικτικές προβλέψεις για τη χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων ανά ομάδα καθηκόντων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού.

Άρθρο 80

1.  Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι υποδιαιρούνται σε τέσσερις ομάδες καθηκόντων που αντιστοιχούν στα καθήκοντα που καλούνται να ασκήσουν. Κάθε ομάδα καθηκόντων υποδιαιρείται σε βαθμούς και σε κλιμάκια.

2.  Η αντιστοιχία μεταξύ καθηκόντων-τύπων και των αντίστοιχων ομάδων καθηκόντων εμφαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:



Ομάδα καθηκόντων

Βαθμοί

Καθήκοντα

IV

13 έως 18

Διοικητικές, συμβουλευτικές, γλωσσικές και ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

III

8 έως 12

Εργασίες εκτέλεσης, σύνταξης κειμένων, λογιστηρίου και άλλες ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

II

4 έως 7

Εργασίες γραφείου και γραμματείας, διεύθυνση γραφείου και άλλες ισοδύναμες εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

I

1 έως 3

Εργασίες χειρωνακτικές και διοικητικής υποστήριξης, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

▼M131

3.  Με βάση τον πίνακα αυτό, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο κάθε οργάνου, υπηρεσίας ή οργανισμού, που αναφέρεται στο άρθρο 3α, μπορεί, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να καθορίσει λεπτομερέστερα τις αρμοδιότητες για κάθε είδος καθηκόντων.

4.  Τα άρθρα 1δ και 1ε του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

▼M128

5.  Τα άρθρα 95, 96 και 99 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.

▼M112



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Άρθρο 81

Το άρθρο 11 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΟΡΟΙ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ

Άρθρο 82

1.  Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών, χωρίς διάκριση φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, πολιτικών φρονημάτων, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, ηλικίας ή αναπηρίας, φύλου ή γενετήσιου προσανατολισμού και ανεξάρτητα από την προσωπική ή την οικογενειακή τους κατάσταση.

2.  Πρόσληψη συμβασιούχου υπαλλήλου απαιτεί τουλάχιστον:

α) 

Στην ομάδα καθηκόντων I, επιτυχή ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

β) 

Στις ομάδες καθηκόντων II και III:

i) 

►C7  μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση ◄ που πιστοποιείται με δίπλωμα, ή

ii) 

δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών, ή

iii) 

όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου.

γ) 

Στην ομάδα καθηκόντων IV:

i) 

εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα, ή

ii) 

όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου.

3.  Συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν:

α) 

είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη, εκτός εάν εγκριθεί παρέκκλιση από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, και απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων·

β) 

έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του,

γ) 

παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ) 

πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του και

ε) 

προσκομίζει αποδείξεις ότι διαθέτει εις βάθος γνώσεις μιας από τις γλώσσες ►M128  της Ένωσης ◄ και ικανοποιητικής γνώση μιας άλλης γλώσσας ►M128  της Ένωσης ◄ στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

4.  Στην αρχική σύμβαση, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να μη ζητεί από τον ενδιαφερόμενο την προσκόμιση δικαιολογητικών σχετικών με την εκπλήρωση των όρων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), των παραγράφων 2 και 3, εάν η πρόσληψη του ενδιαφερομένου δεν πρόκειται να υπερβεί τους τρεις μήνες.

5.  Η ►M128  Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού ◄ , παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή συμβασιούχων υπαλλήλων, ιδίως προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τους διαγωνισμούς. Η Υπηρεσία εξασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής για τους συμβασιούχους υπάλληλους.

6.  Εφόσον χρειάζεται, ►M131  η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο ◄ εκδίδει γενικές διατάξεις σχετικά με την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M131

7.  Στους συμβασιούχους υπαλλήλους στις ομάδες καθηκόντων II, III και IV η συμμετοχή σε εσωτερικούς διαγωνισμούς μπορεί να επιτρέπεται μόνον αφού έχουν συμπληρώσει τρία έτη υπηρεσίας στο θεσμικό όργανο. Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι στην ομάδα καθηκόντων II μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνον σε διαγωνισμούς στους βαθμούς SC 1 έως 2, στην ομάδα καθηκόντων III στους βαθμούς AST 1 έως 2 και στην ομάδα καθηκόντων IV στους βαθμούς AST1 έως 4 ή στους βαθμούς AD 5 έως 6. Ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων συμβασιούχων υπαλλήλων που διορίζονται σε κενές θέσεις σε οιοδήποτε από τους βαθμούς αυτούς δεν υπερβαίνει ποτέ το 5 % του συνολικού αριθμού των διορισμών σε αυτές τις ομάδες καθηκόντων που γίνονται ανά έτος σύμφωνα με το άρθρο 30, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

Άρθρο 83

Πριν από την πρόσληψή του, ο συμβασιούχος υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από έναν από τους ιατρούς-συμβούλους του οργάνου, για να δοθεί η δυνατότητα στο όργανο να εξακριβώσει ότι εάν ο υπάλληλος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 82, παράγραφος 3, στοιχείο δ).

Το άρθρο 33 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

▼M131

Άρθρο 84

1.  Ο συμβασιούχος υπάλληλος, η σύμβαση του οποίου συνάπτεται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, διανύει περίοδο δοκιμασίας κατά τους έξι πρώτους μήνες της υπηρεσίας του, εάν ανήκει στην ομάδα καθηκόντων I, και κατά τους εννέα πρώτους μήνες, εάν ανήκει σε μία από τις άλλες ομάδες καθηκόντων.

Εάν, στη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, ο συμβασιούχος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του, λόγω ασθενείας, άδειας μητρότητας κατά το άρθρο 58 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή ατυχήματος, για συνεχόμενο διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους 15 μήνες.

2.  Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας συμβασιούχου υπαλλήλου που διανύει την περίοδο δοκιμασίας, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου αυτής.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του συμβασιούχου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο. Βάσει της έκθεσης αυτής, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον συμβασιούχο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός ή να τοποθετήσει τον συμβασιούχο υπάλληλο σε άλλο τμήμα για το υπόλοιπο διάστημα της περιόδου δοκιμασίας.

3.  Το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για τον συμβασιούχο υπάλληλο έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του.

Αν το συμπέρασμα της έκθεσης είναι η απόλυση ή, κατ’ εξαίρεση, η παράταση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του συμβασιούχου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο.

Ο συμβασιούχος υπάλληλος του οποίου οι επαγγελματικές ικανότητες ή η συμπεριφορά δεν έχουν αποδειχθεί επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται.

Η τελική απόφαση λαμβάνεται με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο καθώς και με βάση τα στοιχεία που διαθέτει η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο σχετικά με τη συμπεριφορά του έκτακτου υπαλλήλου όσον αφορά τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Ο συμβασιούχος υπάλληλος που απολύεται δικαιούται αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού μισθού του για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει.

▼M112



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3Α

Άρθρο 85

1.  Οι συμβάσεις πρόσληψης συμβασιούχων υπαλλήλων που αναφέρονται στο άρθρο 3α μπορούν να συνάπτονται για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον τριών μηνών και πέντε ετών το πολύ. Μπορούν να ανανεωθούν το πολύ για μια φορά για ορισμένη περίοδο όχι άνω των πέντε ετών. Η αρχική σύμβαση και η πρώτη ανανέωση πρέπει να έχουν συνολική διάρκεια 6 μηνών τουλάχιστον για την ομάδα καθηκόντων Ι και 9 μηνών τουλάχιστον για τις άλλες ομάδες καθηκόντων. Τυχόν μεταγενέστερη ανανέωση μπορεί να γίνεται μόνο για αόριστο χρόνο.

Οι περίοδοι που καλύπτονται από σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου που αναφέρεται στο άρθρο 3β δεν προσμετρώνται, όταν πρόκειται για τη σύναψη ή την ανανέωση συμβάσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου.

2.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, τελευταία πρόταση, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι μόνο η τέταρτη ανανέωση μιας σύμβασης για μέλος της ομάδας καθηκόντων Ι θα είναι αορίστου χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική διάρκεια της απασχόλησής του για ορισμένη περίοδο δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.

3.  Ο συμβασιούχος υπάλληλος για την ομάδα καθηκόντων IV υποχρεούται, πριν από την ανανέωση συμβάσεως αορίστου χρόνου, να αποδεικνύει την ικανότητά του να εργάζεται σε τρίτη γλώσσα μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο ►M131  άρθρο 55 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαίκή Ένωση. ◄ Οι κοινοί κανόνες για την πρόσβαση σε κατάρτιση και οι λεπτομέρειες για την αξιολόγηση που αναφέρονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

4.  Ο συμβασιούχος υπάλληλος πρέπει να έχει διανύσει περίοδο δοκιμασίας σύμφωνα με το άρθρο 84 πριν από την ανανέωση συμβάσεως αορίστου χρόνου.

Άρθρο 86

1.  Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 3α μπορούν να προσλαμβάνονται μόνο:

i) 

στους βαθμούς 13, 14, ή 16, για την ομάδα καθηκόντων IV,

ii) 

στους βαθμούς 8, 9 ή 10, για την ομάδα καθηκόντων III,

iii) 

στους βαθμούς 4 ή 5, για την ομάδα καθηκόντων II,

iv) 

στο βαθμό 1, για την ομάδα καθηκόντων I.

Για την κατάταξη σε βαθμό των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων σε κάθε ομάδα καθηκόντων, λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα και η πείρα των ενδιαφερομένων. Για την κάλυψη των ειδικών αναγκών των οργάνων, μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην ►M128  Ένωση ◄ . Οι εν λόγω συμβασιούχοι υπάλληλοι κατά την πρόσληψη κατατάσσονται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού τους. ►M131   Εντούτοις, το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στον συμβασιούχο υπάλληλο που προσλαμβάνεται στον βαθμό 1. ◄

▼M131

Θεσπίζονται γενικές διατάξεις εφαρμογής για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

2.  Όταν ένας συμβασιούχος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 3α μετακινείται σε νέα θέση της ίδιας ομάδας καθηκόντων, δεν μπορεί να κατατάσσεται σε βαθμό ή σε κλιμάκιο κατώτερα από τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη θέση του.

Όταν ο εν λόγω συμβασιούχος υπάλληλος ανέρχεται σε υψηλότερη ομάδα καθηκόντων, κατατάσσεται σε βαθμό και κλιμάκιο που του αποφέρουν αποδοχές τουλάχιστον ίσες με εκείνες που ελάμβανε με την προηγούμενη σύμβαση.

Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται, όταν ο εν λόγω συμβασιούχος υπάλληλος συνάπτει νέα σύμβαση με όργανο ή οργανισμό αμέσως μετά από προηγούμενη σύμβαση του ίδιου είδους με άλλο όργανο ή οργανισμό.

Άρθρο 87

1.  Το άρθρο 43, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορά τις εκθέσεις εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους, που αναφέρονται στο άρθρο 3α, οι οποίοι προσλαμβάνονται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους.

2.  Ο αναφερόμενος στο άρθρο 3α συμβασιούχος υπάλληλος που έχει συμπληρώσει δύο έτη αρχαιότητας σε κλιμάκιο του βαθμού του, ανέρχεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού.

3.  Στην περίπτωση συμβασιούχου υπαλλήλου αναφερομένου στο άρθρο 3α, η κατάταξη στον αμέσως ανώτερο βαθμό της ίδιας ομάδας καθηκόντων γίνεται με απόφαση της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο. Συνεπάγεται για τον εν λόγω συμβασιούχο υπάλληλο την κατάταξη στο πρώτο κλιμάκιο του αμέσως ανώτερου βαθμού. Αυτή η κατάταξη γίνεται αποκλειστικά με επιλογή, μεταξύ των αναφερομένων στο άρθρο 3α συμβασιούχων υπαλλήλων που έχουν προσληφθεί για διάστημα τουλάχιστον τριών ετών και έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δύο έτη στο βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων που είναι επιλέξιμοι για κατάταξη σε υψηλότερο βαθμό, καθώς και των εκθέσεων για τους υπαλλήλους αυτούς. Το άρθρο 45, παράγραφος 1, τελευταία πρόταση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ'αναλογία.

4.  Συμβασιούχος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 3α μπορεί να μετακινείται σε υψηλότερη ομάδα καθηκόντων, μόνο μέσω συμμετοχής σε γενική διαδικασία επιλογής.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3Β

Άρθρο 88

Στην περίπτωση των αναφερομένων στο άρθρου 3β συμβασιούχων υπαλλήλων:

α) 

η σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο χρόνο και είναι ανανεώσιμη·

β) 

η πραγματική διάρκεια της απασχόλησης σε ένα όργανο, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας ενδεχόμενης ανανέωσης, δεν υπερβαίνει τα ►M131  έξι έτη ◄ .

Οι περίοδοι που καλύπτονται από σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου που αναφέρεται στο άρθρο 3α δεν προσμετρώνται, όταν πρόκειται για τη σύναψη ή την ανανέωση συμβάσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 89

1.  Οι αναφερόμενοι στο άρθρο 3β συμβασιούχοι υπάλληλοι μπορούν να προσλαμβάνονται σε οποιοδήποτε βαθμό των ομάδων καθηκόντων II, III και IV που αναφέρονται στο άρθρο 80, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων και της πείρας των ενδιαφερομένων. Για την κάλυψη των ειδικών αναγκών των οργάνων, μπορούν να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην ►M128  Ένωση ◄ . Οι εν λόγω συμβασιούχοι υπάλληλοι κατά την πρόσληψη κατατάσσονται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού τους.

2.  Συμβασιούχος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 3β που έχει συμπληρώσει δύο έτη αρχαιότητας σε κλιμάκιο του βαθμού του, ανέρχεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού.

Άρθρο 90

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος τίτλου, οι διερμηνείς συνεδριάσεων που προσλαμβάνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή την Επιτροπή για λογαριασμό των κοινοτικών οργάνων και οργανισμών υπόκεινται στους όρους που καθορίζονται στη συμφωνία της 28ης Ιουλίου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και του Δικαστηρίου, εξ ονόματος των οργάνων, αφενός, και των αντιπροσωπευτικών επαγγελματικών ενώσεών τους, αφετέρου.

Οι τροποποιήσεις της εν λόγω συμφωνίας που απαιτούνται για την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 723/2004 του Συμβουλίου ( 22 ) υιοθετούνται πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2006 σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 78. Οι τροποποιήσεις της εν λόγω συμφωνίας μετά την 31η Δεκεμβρίου 2006 υιοθετούνται με συμφωνία μεταξύ των οργάνων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΟΡΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

▼M131

Άρθρο 91

Τα άρθρα 16 έως 18 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

Το άρθρο 55 παράγραφος 4 δεύτερη πρόταση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

Οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από συμβασιούχους υπαλλήλους των ομάδων καθηκόντων III και IV δεν θεμελιώνουν δικαίωμα αντιστάθμισης ή αμοιβής.

Δυνάμει των προϋποθέσεων που καθορίζονται στο παράρτημα VI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από συμβασιούχους υπαλλήλους των ομάδων καθηκόντων I και II παρέχουν δικαίωμα χορηγήσεως αδείας αντισταθμιστικού χαρακτήρα ή δικαίωμα χορηγήσεως αμοιβής, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν τη χορήγηση άδειας αντισταθμιστικού χαρακτήρα εντός δύο μηνών από τον μήνα κατά τον οποίον έχουν πραγματοποιηθεί οι υπερωρίες.

▼M112



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ

Άρθρο 92

Τα άρθρα 19 έως 27 εφαρμόζονται κατ' αναλογία, με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 90 και 94.

Άρθρο 93

Η κλίμακα των βασικών μισθών καθορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

▼M146



ΟΜΑΔΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ

1.7.2019

ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΒΑΘΜΟΣ

1

2

3

4

5

6

7

IV

18

6 547,83

6 683,99

6 822,98

6 964,87

7 109,72

7 257,57

7 408,48

17

5 787,14

5 907,48

6 030,33

6 155,74

6 283,75

6 414,42

6 547,83

16

5 114,82

5 221,17

5 329,76

5 440,60

5 553,75

5 669,25

5 787,14

15

4 520,60

4 614,61

4 710,58

4 808,54

4 908,54

5 010,61

5 114,82

14

3 995,43

4 078,52

4 163,34

4 249,92

4 338,32

4 428,50

4 520,60

13

3 531,26

3 604,70

3 679,65

3 756,19

3 834,29

3 914,03

3 995,43

III

12

4 520,54

4 614,54

4 710,51

4 808,45

4 908,44

5 010,51

5 114,71

11

3 995,40

4 078,47

4 163,28

4 249,85

4 338,23

4 428,44

4 520,54

10

3 531,25

3 604,68

3 679,63

3 756,16

3 834,26

3 914,00

3 995,40

9

3 121,03

3 185,93

3 252,18

3 319,82

3 388,86

3 459,31

3 531,25

8

2 758,47

2 815,83

2 874,39

2 934,15

2 995,18

3 057,46

3 121,03

II

7

3 120,96

3 185,88

3 252,14

3 319,76

3 388,84

3 459,31

3 531,26

6

2 758,34

2 815,70

2 874,27

2 934,05

2 995,07

3 057,37

3 120,96

5

2 437,84

2 488,53

2 540,30

2 593,15

2 647,06

2 702,13

2 758,34

4

2 154,58

2 199,39

2 245,14

2 291,85

2 339,50

2 388,17

2 437,84

I

3

2 654,27

2 709,35

2 765,60

2 822,99

2 881,57

2 941,37

3 002,43

2

2 346,48

2 395,18

2 444,90

2 495,64

2 547,44

2 600,32

2 654,27

1

2 074,40

2 117,47

2 161,40

2 206,26

2 252,05

2 298,79

2 346,48

▼M112

Άρθρο 94

Παρά το άρθρο 24, παράγραφος 3, η αποζημίωση εγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και η αποζημίωση επανεγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, δεν μπορούν να είναι κατώτερες από:

▼M146

— 
941,53 ευρώ για τους μη μόνιμους υπαλλήλους που δικαιούνται επίδομα στέγης,
— 
558,22 EUR για τους μη μόνιμους υπαλλήλους που δεν δικαιούνται επίδομα στέγης.

▼M112



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΠΑΡΟΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ



Τμήμα Α

Ασφάλιση ασθενείας και ατυχήματος, παροχές κοινωνικής ασφάλισης

Άρθρο 95

Το άρθρο 28 εφαρμόζεται κατ' αναλογία. Εντούτοις, το άρθρο 72, παράγραφοι 2 και 2α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος έχει παραμείνει στην υπηρεσία ►M128  της Ένωσης ◄ μέχρι την ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης, ◄ εκτός εάν έχει εργασθεί ως συμβασιούχος υπάλληλος για διάστημα μεγαλύτερο των 3 ετών.

Άρθρο 96

1.  Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος, ο οποίος βρίσκεται άνεργος μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία του σε κοινοτικό όργανο, και:

α) 

δεν δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας από ►M128  την Ένωση ◄ ·

β) 

η αποχώρησή του από την υπηρεσία δεν οφείλεται σε παραίτηση ή σε διακοπή της σύμβασής του για πειθαρχικούς λόγους·

γ) 

έχει συμπληρώσει τουλάχιστον εξάμηνη υπηρεσία·

δ) 

διαμένει σε κράτος μέλος,

δικαιούται μηνιαίου επιδόματος ανεργίας υπό τους όρους που καθορίζονται κατωτέρω.

Εάν δικαιούται παροχών ανεργίας στο πλαίσιο ενός εθνικού συστήματος, υποχρεούται να το δηλώνει στο όργανο στο οποίο υπαγόταν, το οποίο ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό των εν λόγω παροχών αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3.

2.  Για να δικαιούται του επιδόματος ανεργίας, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος:

α) 

εγγράφεται, με αίτησή του, ως επιζητών εργασία στις υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους όπου διαμένει·

β) 

τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού στον δικαιούχο παροχών ανεργίας βάσει των διατάξεών της·

γ) 

διαβιβάζει κάθε μήνα στο όργανο που υπαγόταν, το οποίο και τη διαβιβάζει αμέσως στην Επιτροπή, βεβαίωση της αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας απασχόλησης, η οποία αναφέρει εάν τηρεί ή όχι τις υποχρεώσεις και τους όρους που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β).

Η ►M128  Ένωση ◄ μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ή τη συνέχιση της χορήγησης του επιδόματος, έστω και αν δεν πληρούνται οι εθνικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σε περίπτωση ασθένειας, ατυχήματος, μητρότητας, αναπηρίας ή άλλης κατάστασης που θεωρείται ανάλογη, καθώς και όταν η εθνική υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, τον απαλλάσσει.

Η Επιτροπή, αφού λάβει τη γνώμη επιτροπής εμπειρογνωμόνων, καθορίζει τις διατάξεις που κρίνει απαραίτητες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

3.  Το επίδομα ανεργίας καθορίζεται σε σχέση με τον βασικό μισθό που ελάμβανε ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία. Το εν λόγω επίδομα ανεργίας ανέρχεται στο:

α) 

60 % του βασικού μισθού επί μια αρχική περίοδο δώδεκα μηνών·

β) 

45 % του βασικού μισθού από τον δέκατο τρίτο έως τον εικοστό τέταρτο μήνα·

γ) 

30 % του βασικού μισθού από τον εικοστό πέμπτο έως τον τριακοστό έκτο μήνα.

Εκτός της αρχικής εξάμηνης περιόδου, στη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται το κατώτερο όριο που ορίζεται κατωτέρω, ενώ το ανώτερο όριο δεν εφαρμόζεται, τα ποσά που υπολογίζονται κατ' αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούν να είναι κατώτερα από ευρώ ►M146  1 125,91  ευρώ (κατώτατο όριο) ◄ ούτε ανώτερα από ευρώ ►M146  2 251,80  ευρώ (ανώτατο όριο) ◄ . Τα όρια αυτά ►M131  επικαιροποιούνται ◄ με τον ίδιο τρόπο όπως και οι κλίμακες μισθών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Το επίδομα ανεργίας καταβάλλεται στον πρώην συμβασιούχο υπάλληλο από την ημέρα εξόδου του από την υπηρεσία για μέγιστο διάστημα τριάντα έξι μηνών και σε κάθε περίπτωση για διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει. Εάν όμως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος ανεργίας. Η καταβολή του επιδόματος επαναλαμβάνεται, εάν, πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος αυτού, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος πληροί και πάλι τους εν λόγω όρους, χωρίς να έχει αποκτήσει δικαίωμα σε εθνική παροχή ανεργίας.

5.  Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται το επίδομα ανεργίας δικαιούται των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπει το άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του επιδόματος ανεργίας και υπό τους όρους που καθορίζονται στο άρθρου 1 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώνει τα ανάλογα επιδόματα που καταβάλλονται από άλλη πηγή στον ίδιο ή στη σύζυγό του· τα επιδόματα αυτά αφαιρούνται από τα επιδόματα που καταβάλλονται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται το επίδομα ανεργίας δικαιούται, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κάλυψης των κινδύνων ασθενείας χωρίς να επιβαρύνεται με εισφορές.

6.  Το επίδομα ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται από την Επιτροπή σε ευρώ. Δεν εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής.

7.  Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι συμμετέχουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται σε 0,81 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, μετά την έκπτωση ποσού ευρώ ►M146  1 023,56  ευρώ ◄ , και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η συνεισφορά αυτή αφαιρείται κάθε μήνα από τον μισθό του ενδιαφερομένου και, αφού αυξηθεί κατά τα δύο τρίτα που βαρύνουν το όργανο, καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο ανεργίας. Το ταμείο αυτό είναι κοινό για τα όργανα, τα οποία καταβάλλουν κάθε μήνα τις συνεισφορές τους στην Επιτροπή, το αργότερο οκτώ ημέρες μετά την πληρωμή των αποδοχών. Η εντολή πληρωμής και η καταβολή κάθε δαπάνης που απορρέει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, γίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που διέπει τον γενικό προϋπολογισμό ►M128  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄ .

8.  Το επίδομα ανεργίας που καταβάλλεται στον άνεργο πρώην συμβασιούχο υπάλληλο υπόκειται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου.

9.  Οι εθνικές υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για θέματα απασχόλησης και ανεργίας, ενεργώντας στο πλαίσιο της εθνικής τους νομοθεσίας, και η Επιτροπή συνεργάζονται μεταξύ τους αποτελεσματικά προκειμένου να εξασφαλίζουν την καλή εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

10.  Οι λεπτομέρειες εφαρμογής που εκδίδονται βάσει του άρθρου 28α, παράγραφος 10 εφαρμόζονται και στο παρόν άρθρο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

▼M131

11.  Η Επιτροπή υποβάλλει, ανά διετία, έκθεση για την οικονομική κατάσταση του καθεστώτος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Ανεξάρτητα από αυτή την έκθεση, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να αναπροσαρμόζει τις συνεισφορές που προβλέπονται στην παράγραφο 7, εάν το απαιτεί η ισορροπία του καθεστώτος.

▼M112

Άρθρο 97

Το άρθρο 74 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με το επίδομα τοκετού και το άρθρο 75 του του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την ανάληψη εκ μέρους του οργάνου των εξόδων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 98

Το άρθρο 76 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τη χορήγηση δωρεών, δανείων ή προκαταβολών εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον συμβασιούχο υπάλληλο κατά τη διάρκεια της σύμβασής του ή μετά τη λήξη της, εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος είναι ανίκανος προς εργασία συνεπεία βαρείας παρατεταμένης ασθένειας ή αναπηρίας ή ατυχήματος που συνέβη κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και εφόσον αποδεικνύει ότι η εν λόγω ασθένεια ή ατύχημα δεν καλύπτεται από άλλο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης.



Τμήμα Β

Ασφάλιση κινδύνων αναπηρίας και θανάτου

Άρθρο 99

Ο συμβασιούχος υπάλληλος ασφαλίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις κατά των κινδύνων θανάτου ή αναπηρίας που επέρχονται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

Οι πληρωμές και οι παροχές που προβλέπονται στο παρόν τμήμα αναστέλλονται, εάν η αμοιβή που λαμβάνει ο συμβασιούχος υπάλληλος λόγω της εργασίας του, έχει ανασταλεί δυνάμει του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 100

Εάν η ιατρική εξέταση που προηγείται της πρόσληψης συμβασιούχου υπαλλήλου, αποκαλύψει ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από ασθένεια ή από αναπηρία, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίζει την υπαγωγή του στο ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου μόνο στο τέλος περιόδου πέντε ετών που αρχίζει από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας στο όργανο, για τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή την ασθένεια ή αναπηρία.

Ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτή ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 101

1.  Συμβασιούχος υπάλληλος ο οποίος έχει προσβληθεί από αναπηρία που θεωρείται ολική και ο οποίος υποχρεούται, για τον λόγο αυτό, να διακόψει την υπηρεσία του στο όργανο, δικαιούται, για όσο χρόνο διαρκεί η ανικανότητα αυτή, επιδόματος αναπηρίας, του οποίου το ποσό καθορίζεται ως ακολούθως.

Το άρθρο 52 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας συνταξιοδοτηθεί πριν ►M131  από το 66 έτος της ηλικίας ◄ του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό συντάξεως, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες της συντάξεως αρχαιότητας. Το ποσό της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στον βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο συμβασιούχος υπάλληλος, όταν κατέστη ανάπηρος.

2.  Το ποσό του επιδόματος αναπηρίας καθορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του συμβασιούχου υπαλλήλου. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τον μηνιαίο βασικό μισθό συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, που υπολογίζονται, βάσει του επιδόματος αυτού.

3.  Εφόσον η αναπηρία του συμβασιούχου υπαλλήλου προέρχεται από ατύχημα το οποίο συνέβη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας προς δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του μηνιαίου βασικού μισθού συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Στις περιπτώσεις αυτές ο προϋπολογισμός του πρώην εργοδότη βαρύνεται με τις εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος.

4.  Εάν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον συμβασιούχο υπάλληλο, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίζει ότι ο υπάλληλος θα πρέπει να λάβει μόνο το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 109.

5.  Ο υπάλληλος που λαμβάνει επίδομα αναπηρίας δικαιούται, των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σύμφωνα με το Παράρτημα VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης· το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση το επίδομα του υπαλλήλου.

Άρθρο 102

1.  Η κατάσταση αναπηρίας κρίνεται από την επιτροπή αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Το δικαίωμα επιδόματος αναπηρίας αρχίζει να ισχύει από την επόμενη ημέρα της λύσεως της υπαλληλικής σχέσης του ενδιαφερομένου συμβασιούχου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48 που εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

3.  Το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 40 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να υποβάλλει περιοδικά σε εξετάσεις τον δικαιούχο επιδόματος αναπηρίας, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθεί να πληροί τους απαιτούμενους όρους για τη λήψη του εν λόγω επιδόματος. Εάν η επιτροπή αναπηρίας διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται πλέον οι όροι αυτοί, ο συμβασιούχος υπάλληλος αναλαμβάνει και πάλι υπηρεσία στο όργανο, εφόσον δεν έχει λήξει η σύμβασή του.

Ωστόσο, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είναι δυνατόν να επαναπροσληφθεί στην υπηρεσία ►M128  της Ένωσης ◄ , η σύμβαση μπορεί να λυθεί με την καταβολή αποζημίωσης ύψους αντίστοιχου με τις αποδοχές που θα είχε εισπράξει κατά το διάστημα της προθεσμίας καταγγελίας και, ενδεχομένως, με την αποζημίωση λύσης της σύμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 47. Το άρθρο 109 τυγχάνει επίσης εφαρμογής.

Άρθρο 103

1.  Οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα συμβασιούχο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξης επιζώντων κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 104 έως 107.

▼M131

2.  Σε περίπτωση θανάτου πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, οι έλκοντες δικαίωμα από τον αποβιώσαντα πρώην συμβασιούχο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξη επιζώντων κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω παράρτημα.

3.  Σε περίπτωση αφάνειας για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, συμβασιούχου υπαλλήλου ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας ή σύνταξης αρχαιότητας ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη της καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, οι διατάξεις των κεφαλαίων 5 και 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορούν τις προσωρινές συντάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στον/στην σύζυγο του/της και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο.

▼M112

Άρθρο 104

Το δικαίωμα σύνταξης αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί το μήνα του θανάτου ή, εάν συντρέχει περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την περίοδο κατά την οποία ο επιζών σύζυγος, τα ορφανά ή τα συντηρούμενα πρόσωπα του αποβιώσαντος υπαλλήλου δικαιούνται των απολαβών του κατ' εφαρμογή του άρθρου 70 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 105

Ο επιζών σύζυγος συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούται, σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύνταξης επιζώντων. Το ποσό της σύνταξης δεν είναι κατώτερο από το 35 % του τελευταίου μηνιαίου βασικού μισθού που εισέπραξε ο συμβασιούχος υπάλληλος ούτε από το μηνιαίο βασικό μισθό συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Σε περίπτωση θανάτου συμβασιούχου υπαλλήλου, το ποσό της σύνταξης επιζώντων προσαυξάνεται μέχρι το 60 % της σύνταξης αρχαιότητας που θα είχε καταβληθεί στον συμβασιούχο υπάλληλο, εάν μπορούσε να την αξιώσει, ανεξάρτητα από τον χρόνο υπηρεσίας ή την ηλικία του, τον χρόνο του θανάτου.

Ο δικαιούχος σύνταξης επιζώντων δικαιούται, υπό τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εντούτοις, το ποσό του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου είναι ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 106

1.  Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται σύνταξης επιζώντων, τα τέκνα που θεωρούνται συντηρούμενα, δικαιούνται σύνταξης ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 80 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τους ίδιους όρους, σε περίπτωση θανάτου ή σύναψης νέου γάμου του συζύγου που δικαιούται σύνταξης επιζώντων.

3.  Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας έχει αποβιώσει χωρίς να πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 80, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης, ◄ είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ►M131  ηλικία συνταξιοδότησης, ◄ τα τέκνα που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξης ορφανού με τους ίδιους όρους με εκείνους που προβλέπονται αντίστοιχα στις προηγούμενες παραγράφους.

5.  Η σύνταξη ορφανού προσώπου που εξομοιούται με συντηρούμενο τέκνο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 4 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου. Εντούτοις, το δικαίωμα σύνταξης λήγει, εάν τρίτος έχει υποχρέωση διατροφής σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

6.  Ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίο έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα σύνταξης ορφανού.

7.  Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος.

Άρθρο 107

Σε περίπτωση διαζυγίου ή οσάκις συνυπάρχουν περισσότερες από μία ομάδες επιζώντων που δύνανται να αξιώσουν σύνταξη επιζώντων, η σύνταξη αυτή κατανέμεται σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στο κεφάλαιο 4 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 108

Οι κανόνες για τα ανώτατα όρια και την κατανομή που προβλέπονται στο άρθρο 81α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



Τμήμα Γ

Σύνταξη αρχαιότητας και επίδομα αποχώρησης

Άρθρο 109

1.  Κατά την έξοδο από την υπηρεσία, ο συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας, μεταφοράς του αναλογιστικού ισοδυνάμου ή καταβολής του επιδόματος αποχώρησης σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του τίτλου V και του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας, τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα δεν καλύπτουν περιόδους που αντιστοιχούν σε εισφορές οι οποίες έχουν πληρωθεί βάσει του άρθρου 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

2.  Το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

3.  Πρόσωπο που καθίσταται δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητος, δικαιούται, εάν έχει εργασθεί για διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών ως συμβασιούχος υπάλληλος, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης· το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση τη σύνταξη του δικαιούχου.

Άρθρο 110

1.  Εάν συμβασιούχος υπάλληλος διορισθεί μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος ►M128  της Ένωσης ◄ , δεν λαμβάνει το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 109, παράγραφος 1.

Περίοδοι υπηρεσίας συμβασιούχου υπαλλήλου ►M128  της Ένωσης ◄ λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών κατά τα προβλεπόμενα στο Παράρτημα VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Εάν το όργανο άσκησε το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 112, τα δικαιώματα του συμβασιούχου υπαλλήλου επί της σύνταξης αρχαιότητας μειώνονται αναλογικά με την περίοδο που αντιστοιχεί στα ποσά που εισπράχθησαν.

3.  Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος, εντός τριών μηνών από την υπαγωγή του στον κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ζητεί να του επιτραπεί να επιστρέψει τα εν λόγω ποσά, προσαυξημένα με τόκους ανατοκισμού, οι οποίοι υπολογίζονται με ►M123  3,1 % ◄ ετήσιο επιτόκιο· το επιτόκιο μπορεί να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12 του Παραρτήματος XII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.



Τμήμα Δ

Χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης αναπηρίας και ασφάλειας ζωής, καθώς και του συνταξιοδοτικού συστήματος

Άρθρο 111

Για τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα Τμήματα Β και Γ, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 83 και 83α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και των άρθρων 36 και 38 του Παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού.

Άρθρο 112

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από το όργανο, ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει από το όργανο την πραγματοποίηση των πληρωμών, στις οποίες υποχρεούται να προβεί, για να συστήσει ή να διατηρήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ασφάλιση κατά της ανεργίας, ασφάλιση αναπηρίας, ασφάλεια ζωής και ασφάλιση ασθενείας στην τελευταία χώρα όπου καλυπτόταν από παρόμοια καθεστώτα. Κατά τη διάρκεια καταβολής των εν λόγω εισφορών, ο συμβασιούχος υπάλληλος δεν απολαύει του κοινοτικού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας. Επιπλέον, κατά το διάστημα που αντιστοιχεί στις εν λόγω εισφορές, ο συμβασιούχος υπάλληλος δεν καλύπτεται από τα καθεστώτα ασφάλειας ζωής και ασφάλισης αναπηρίας ►M128  της Ένωσης ◄ και δεν αποκτά δικαιώματα στο πλαίσιο των κοινοτικών καθεστώτων ασφάλισης κατά της ανεργίας και συντάξεων

Η πραγματική διάρκεια των πληρωμών αυτών για κάθε συμβασιούχο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Εντούτοις, το όργανο μπορεί να αποφασίζει να παρατείνει το διάστημα αυτό σε ένα έτος. Οι πληρωμές βαρύνουν τον προϋπολογισμό ►M128  της Ένωσης ◄ . Οι πληρωμές για τη σύσταση ή διατήρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν υπερβαίνουν το διπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.



Τμήμα Ε

Διακανονισμός διεκδικήσεων συμβασιούχων υπαλλήλων

Άρθρο 113

Τα άρθρα 40 έως 44 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



Τμήμα ΣΤ

Καταβολή των παροχών

Άρθρο 114

1.  Τα άρθρα 81α και 82 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και το άρθρο 45 του Παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού σχετικά με την καταβολή των παροχών εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

2.  Όλα τα ποσά που οφείλει ο συμβασιούχος υπάλληλος ►M128  στην Ένωση ◄ , σύμφωνα με το παρόν σύστημα προνοίας, κατά την ημερομηνία καταβολής των παροχών, αφαιρούνται από το ποσό των παροχών που αποδίδεται στον υπάλληλο ή στους έλκοντες δικαιώματα από αυτόν, με τρόπο που καθορίζει το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 45 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η απόδοση μπορεί να κλιμακωθεί σε μηνιαίες δόσεις.



Τμήμα Ζ

Υποκατάσταση της ►M128  Ένωσης ◄

Άρθρο 115

Οι διατάξεις του άρθρου 85α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την υποκατάσταση της ►M128  Ένωσης ◄ εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΩΝ

Άρθρο 116

Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 85 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Άρθρο 117

Οι διατάξεις του τίτλου VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί προσφυγών εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΣΕ ΤΡΙΤΗ ΧΩΡΑ

▼M128

Άρθρο 118

Το παράρτημα Χ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους που υπηρετούν σε τρίτες χώρες. Εντούτοις, το άρθρο 21 του εν λόγω παραρτήματος εφαρμόζεται μόνον εάν η διάρκεια της σύμβασης δεν είναι μικρότερη από ένα έτος.

▼M112



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ

Άρθρο 119

Τα άρθρα 47 έως 50α, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

Σε περίπτωση πειθαρχικής διαδικασίας κατά συμβασιούχου υπαλλήλου, το Πειθαρχικό Συμβούλιο που αναφέρεται στο Παράρτημα ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο άρθρο 49 του παρόντος καθεστώτος, που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, περιλαμβάνει δύο συμπληρωματικά μέλη της ίδιας ομάδας καθηκόντων και του ίδιου βαθμού με τον ενδιαφερόμενο συμβασιούχο υπάλληλο. Τα εν λόγω δύο συμπληρωματικά μέλη διορίζονται με ειδική προς τούτο διαδικασία, η οποία συμφωνείται μεταξύ της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και της επιτροπής προσωπικού.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ ►M112  V ◄

ΤΟΠΙΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

Άρθρο ►M112  120 ◄

Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος τίτλου, οι συνθήκες εργασίας των τοπικών, υπαλλήλων ιδίως σχετικά με:

α) 

τον τρόπο προσλήψεως και απολύσεως·

β) 

τις άδειες·

γ) 

τις αποδοχές τους·

καθορίζονται από ►M131  την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, ◄ βάσει της ρυθμίσεως και των συνηθειών που υφίστανται στον τόπο όπου ο υπάλληλος καλείται να ασκήσει τα καθήκοντά του.

▼M128

Άρθρο 121

Όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, το όργανο είναι υπεύθυνο για το εργοδοτικό μερίδιο των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις στον τόπο εκτέλεσης των καθηκόντων του υπαλλήλου, εκτός και αν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη στη συμφωνία για την έδρα. Το όργανο θεσπίζει αυτόνομο ή επικουρικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για χώρες στις οποίες η κάλυψη από το τοπικό σύστημα είναι είτε ανύπαρκτη είτε ανεπαρκής.

▼M112

Άρθρο 122

Οι διαφορές μεταξύ του οργάνου και του τοπικού υπαλλήλου που υπηρετεί σε τρίτη χώρα υπάγονται σε διαιτητική αρχή, υπό τους όρους που καθορίζονται στη ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση του τοπικού υπαλλήλου.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ ►M112  VI ◄

ΕΙΔΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ

Άρθρο ►M112  123 ◄

1.  Οι αποδοχές του ειδικού συμβούλου καθορίζονται με άμεση συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερομένου και της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτη παράγραφος. Η διάρκεια της συμβάσεως του ειδικού συμβούλου δεν δύναται να υπερβεί τα δύο έτη. Αυτή η σύμβαση είναι ανανεώσιμη.

2.  Όταν το όργανο σκοπεύει να προσλάβει ειδικό σύμβουλο ή να ανανεώσει τη σύμβασή του, πληροφορεί την αρμοδία για τον προϋπολογισμό αρχή, καθορίζοντας το ύψος των αποδοχών που προβλέπονται για τον ενδιαφερόμενο.

Πριν από την οριστική σύναψη αυτής της συμβάσεως, αυτές οι αποδοχές αποτελούν αντικείμενο ανταλλαγής απόψεων με την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, αν, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση που προβλέπεται ανωτέρω, ένα μέλος αυτής της αρχής ή το ενδιαφερόμενο όργανο εκδηλώσει την επιθυμία.

▼M112

Άρθρο 124

Τα άρθρα 1γ, 1δ, 11, 11α, 12 και 12α, το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, τα άρθρα 17 και 17α, 19, 22, 22α και 22β, ►M128  το άρθρο 23 ◄ , και το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των υπαλλήλων, καθώς και τα άρθρα 90 και 91 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί προσφυγών, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

▼M112 —————

▼M124



ΤΊΤΛΟΣ VΙΙ

ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΙ ΒΟΗΘΟΙ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 125

1.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεσπίζει, με εσωτερική απόφαση, μέτρα εφαρμογής για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος τίτλου.

2.  Οι διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί δεν τοποθετούνται σε θέσεις που περιλαμβάνονται στον πίνακα προσωπικού που προσαρτάται στο σχετικό με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τμήμα του προϋπολογισμού. Οι αποδοχές τους χρηματοδοτούνται από το σχετικό κονδύλιο του προϋπολογισμού και καταβάλλονται από τις πιστώσεις που εγγράφονται στο σχετικό με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τμήμα του προϋπολογισμού.

Άρθρο 126

1.  Οι διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί κατατάσσονται κατά βαθμό τον οποίο υποδεικνύουν ο βουλευτής ή οι βουλευτές που θα επικουρήσει ο βοηθός, σύμφωνα με τα μέτρα εφαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1. Για την κατάταξη στους βαθμούς 14-19, βάσει του άρθρου 133, οι διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον πανεπιστημιακό πτυχίο ή ισότιμη επαγγελματική πείρα.

2.  Το άρθρο 1ε του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης όσον αφορά τα μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα και τις συνθήκες εργασίας εφαρμόζεται κατ’ αναλογία, με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά είναι συμβατά με την ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων και των ευθυνών που αναλαμβάνουν οι διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, οι ρυθμίσεις σχετικά με την αυτόνομη εκπροσώπηση των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών καθορίζονται με τα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1, λαμβανομένου υπόψη ότι πρέπει να καθιερωθεί επίσημος σύνδεσμος μεταξύ της καταστατικής εκπροσώπησης του προσωπικού και της αυτόνομης εκπροσώπησης των βοηθών.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Άρθρο 127

Τα άρθρα 11 έως 26α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Λαμβανομένων αυστηρά υπόψη, ιδίως, της ιδιαίτερης φύσης της εργασίας και των καθηκόντων των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών, και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που πρέπει να χαρακτηρίζει την επαγγελματική σχέση μεταξύ αυτών και του βουλευτή ή των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που επικουρούν, τα σχετικά μέτρα εφαρμογής, που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 1, συνεκτιμούν την ιδιομορφία της επαγγελματικής σχέσης μεταξύ βουλευτή και διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όροι πρόσληψης

Άρθρο 128

1.  Το άρθρο 1δ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ’ αναλογία, λαμβανομένης υπ’ όψη της σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του κοινοβουλευτικού βοηθού ή των κοινοβουλευτικών βοηθών του· εννοείται ότι οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορούν να βασίζουν την επιλογή των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών τους και σε πολιτική συνάφεια.

2.  Ο διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός επιλέγεται από το βουλευτή (ή τους βουλευτές) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θα αναλάβει να επικουρεί. Με την επιφύλαξη πρόσθετων κριτηρίων τα οποία μπορούν να καθοριστούν στα μέτρα εφαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1, κοινοβουλευτικός βοηθός μπορεί να προσληφθεί εφόσον:

α) 

είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη ►M128  της Ένωσης ◄ , εκτός εάν εγκριθεί παρέκκλιση από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, και απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων·

β) 

έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του·

γ) 

παρέχει τα κατάλληλα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ) 

πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

ε) 

διαθέτει εις βάθος γνώση μίας από τις γλώσσες ►M128  της Ένωσης ◄ και ικανοποιητική γνώση μίας άλλης γλώσσας ►M128  της Ένωσης ◄ στο βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και

στ) 

έχει ολοκληρώσει:

i) 

σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούνται με δίπλωμα, ή

ii) 

σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούνται με δίπλωμα, το οποίο δίδει δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών, ή

iii) 

όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, διαθέτει επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου.

Άρθρο 129

1.  Κάθε διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός παρέχει στην ιατρική υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποδείξεις για την καλή κατάσταση της υγείας του, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εξακριβώσει αν ο κοινοβουλευτικός βοηθός πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 128 παράγραφος 2 στοιχείο δ).

2.  Εάν η ιατρική εξέταση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 καταλήξει σε αρνητική ιατρική γνώμη, ο υποψήφιος μπορεί να ζητήσει, εντός είκοσι ημερών από την κοινοποίησή της εκ μέρους του οργάνου, να παραπεμφθεί η περίπτωσή του για γνωμοδότηση σε ιατρική επιτροπή αποτελούμενη από τρεις ιατρούς τους οποίους επιλέγει η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, μεταξύ των ιατρών-συμβούλων των οργάνων. Ο ιατρός σύμβουλος που διατύπωσε την πρώτη αρνητική γνώμη εκθέτει τις απόψεις του ενώπιον της ιατρικής επιτροπής. Ο υποψήφιος μπορεί να διαβιβάσει στην επιτροπή τη γνώμη ιατρού της επιλογής του. Εάν η γνώμη της ιατρικής επιτροπής επιβεβαιώσει τα συμπεράσματα της ιατρικής εξέτασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, οι αμοιβές και τα συναφή έξοδα βαρύνουν κατά το ήμισυ τον υποψήφιο.

Άρθρο 130

1.  Η σύμβαση των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου και πρέπει να καθορίζει το βαθμό στον οποίο κατατάσσεται ο βοηθός. Δεν επιτρέπονται περισσότερες από δύο παρατάσεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου κατά τη διάρκεια μίας κοινοβουλευτικής περιόδου. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στην ίδια τη σύμβαση και με την επιφύλαξη του άρθρου 139 παράγραφος 1 στοιχείο γ), η σύμβαση τερματίζεται στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου κατά την οποία συνήφθη.

2.  Στα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1 καθορίζεται διαφανές πλαίσιο για τη βαθμολογική κατάταξη, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 128 παράγραφος 2 στοιχείο στ).

3.  Όταν ο διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός συνάπτει νέα σύμβαση, λαμβάνεται νέα απόφαση για τη βαθμολογική του κατάταξη.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Όροι εργασίας

Άρθρο 131

1.  Οι διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί προσλαμβάνονται είτε για πλήρη είτε για μερική απασχόληση.

2.  Ο βουλευτής καθορίζει την εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας του βοηθού, η οποία ωστόσο δεν μπορεί υπό κανονικές συνθήκες να υπερβαίνει τις 42 ώρες.

3.  Ο διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε υπερωριακή εργασία, εκτός περιπτώσεων επείγοντος ή περιπτώσεων έκτακτου φόρτου εργασίας. Το άρθρο 56 πρώτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ’ αναλογία. Στα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1 είναι δυνατόν να καθορίζονται σχετικοί κανόνες.

4.  Εντούτοις, η υπερωριακή εργασία των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών δεν θεμελιώνει δικαίωμα αντιστάθμισης ή αμοιβής.

5.  Τα άρθρα 42α και 42β, 55α και 57 έως 61 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τις άδειες, τη διάρκεια της εργασίας και τις αργίες, καθώς επίσης το άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 4 και το άρθρο 18 του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Η ειδική άδεια, η γονική άδεια και η άδεια για οικογενειακούς λόγους δεν μπορούν να παραταθούν πέραν της λήξης της σύμβασης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Αποδοχές και επιστροφές εξόδων

Άρθρο 132

Με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων των άρθρων 133 και 134, το άρθρο 19, το άρθρο 20 παράγραφοι 1 έως 3 και το άρθρο 21 του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, καθώς και το άρθρο 16 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης (αποδοχές και επιστροφές εξόδων) εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Οι κανόνες σχετικά με την επιστροφή των εξόδων αποστολής καθορίζονται στα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1.

▼M131

Άρθρο 132α

Σύμφωνα με τα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1 και μετά από ρητή αίτηση του μέλους ή των μελών που υποστηρίζουν, οι διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί μπορούν να λάβουν άπαξ είτε επίδομα εγκατάστασης είτε επίδομα επανεγκατάστασης που καταβάλλεται από την αποζημίωση κοινοβουλευτικής επικουρίας του αντίστοιχου μέλους, εφόσον αποδεικνύουν ότι πρέπει να αλλάξουν τον τόπο κατοικίας τους. Το ποσό του επιδόματος δεν υπερβαίνει τον μηνιαίο βασικό μισθό του βοηθού.

▼M124

Άρθρο 133

Η κλίμακα των βασικών μισθών καθορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

▼M146



Βαθμός

1

2

3

4

5

6

7

Βασικός μισθός πλήρους απασχόλησης

1 886,92

2 198,26

2 383,36

2 584,07

2 801,67

3 037,62

3 293,42

Βαθμός

8

9

10

11

12

13

14

Βασικός μισθός πλήρους απασχόλησης

3 570,78

3 871,47

4 197,48

4 550,94

4 934,19

5 349,69

5 800,20

Βαθμός

15

16

17

18

19

 

 

Βασικός μισθός πλήρους απασχόλησης

6 288,64

6 818,22

7 392,39

8 014,89

8 689,85

 

 

▼M124

Άρθρο 134

Κατά παρέκκλιση από το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 1 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το επίδομα αποδημίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο των ►M146  407,88  ευρώ ◄ .



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Παροχές κοινωνικής ασφάλισης

Άρθρο 135

Με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων του άρθρου 136, τα άρθρα 95 έως 115 (κοινωνική ασφάλιση) εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

Άρθρο 136

1.  Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 96, και με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεών του, τα ποσά που υπολογίζονται βάσει της εν λόγω διάταξης δεν μπορούν να είναι κατώτερα από ►M146  990,55 ευρώ (κατώτατο όριο) ◄ ούτε υψηλότερα από ►M146  2 330,72  ευρώ (ανώτατο όριο) ◄ .

2.  Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 77 και 80 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και από τα άρθρα 101 και 105 του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, τα κατώτατα ποσά που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των συντάξεων και των επιδομάτων αναπηρίας αντιστοιχούν στον βασικό μισθό διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού που έχει καταταχθεί στο βαθμό 1.

3.  Το άρθρο 112 εφαρμόζεται μόνο σε όσες συμβάσεις συνάπτονται για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

Άρθρο 137

Εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 85 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Προσφυγές

Άρθρο 138

Οι διατάξεις του τίτλου VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί προσφυγών εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Συμπληρωματικοί κανόνες για τις εσωτερικές διαδικασίες μπορούν να καθοριστούν στα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Λύση της υπαλληλικής σχέσης

Άρθρο 139

1.  Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού λύεται:

α) 

κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1·

▼M131

β) 

στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο ο διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός συμπληρώνει την ηλικία των 66 ετών ή, κατ’ εξαίρεση, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 52 στοιχείο β) δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

▼M124

γ) 

σε περίπτωση βοηθού που προσλαμβάνεται για να επικουρήσει έναν μόνο βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 128 παράγραφος 2, στο τέλος του μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου λήγει η θητεία του βουλευτή, ασχέτως εάν η λήξη της θητείας οφείλεται σε θάνατο, παραίτηση ή οποιονδήποτε άλλο λόγο·

▼M131

δ) 

δεδομένου ότι η εμπιστοσύνη αποτελεί τη βάση της επαγγελματικής σχέσης μεταξύ του βουλευτή και του διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού του, στο τέλος της περιόδου προειδοποίησης που καθορίζεται στη σύμβαση και παρέχει στον διαπιστευμένο κοινοβουλευτικό βοηθό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που ενεργεί κατ’ αίτηση του βουλευτή ή των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς επικουρία των οποίων προσελήφθη ο διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός, το δικαίωμα να λύσει τη σύμβαση πριν από τη λήξη της. Η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ανά έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον ένα μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες. Πάντως, η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης εάν η εγκυμοσύνη επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, εάν επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ορίων αυτών·

▼M124

ε) 

στην περίπτωση που ο διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 128 παράγραφος 2 στοιχείο α), με την επιφύλαξη της έγκρισης παρέκκλισης σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, ισχύει η προθεσμία καταγγελίας που προβλέπεται στο στοιχείο δ).

2.  Όταν η σύμβαση λήγει σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ), ο διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός δικαιούται αποζημίωση ίση με ένα τρίτο του βασικού μισθού του για την περίοδο ανάμεσα στην ημερομηνία τερματισμού των καθηκόντων του και την ημερομηνία λήξης της σύμβασής του, αλλά με την επιφύλαξη ανώτατου ορίου τριών μηνών βασικού μισθού.

3.  Με την επιφύλαξη των άρθρων 48 και 50 τα οποία εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, η σύμβαση του διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού λύεται χωρίς προειδοποίηση σε περίπτωση σοβαρής αθέτησης των καθηκόντων του είτε εκ προθέσεως είτε εξ αμελείας. Η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση, αφού προηγουμένως παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του.

Στα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1, πρέπει να περιληφθούν ειδικές διατάξεις για την πειθαρχική διαδικασία.

▼M131

3α.  Στα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 1, προβλέπεται διαδικασία διευθέτησης η οποία εφαρμόζεται πριν από την καταγγελία της σύμβασης ενός διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού μετά από αίτηση του μέλους ή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το οποίο/τα οποία επικουρεί ή μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου κοινοβουλευτικού βοηθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ) και την παράγραφο 3.

▼M124

4.  Οι περίοδοι απασχόλησης των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών δεν θεωρείται ότι συνιστούν «χρόνο προϋπηρεσίας» για τους σκοπούς του άρθρου 29 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ ►M124  VIII ◄

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο ►M124  140 ◄

Με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό ΙΙ, το Παράρτημα περιλαμβάνει τις μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται με σύμβαση στο πλαίσιο του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ ►M124  IX ◄

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο ►M124  141 ◄

►M124  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 142 ◄ , οι γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος καθεστώτος, εκδίδονται από ►M131  την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, ◄ κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού και γνωμοδοτήσεως της επιτροπής κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 10 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

Οι διοικήσεις των οργάνων ►M128  της Ένωσης ◄ διαβουλεύονται για να εξασφαλίσουν ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος καθεστώτος.

Άρθρο ►M124  142 ◄

Οι γενικές διατάξεις εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που αναφέρονται στο παρόν καθεστώς στο μέτρο που οι διατάξεις του κανονισμού καθίστανται, με το παρόν καθεστώς, εφαρμόσιμοι στους εν λόγω υπαλλήλους.

▼M131

Άρθρο 142α

Η Επιτροπή υποβάλλει, έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία αποτιμά τη λειτουργία του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπάγονται στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό

Άρθρο 1

1.  Οι διατάξεις του Παραρτήματος XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 30 Απριλίου 2004. ►M131   Το άρθρο 21, το άρθρο 22, με εξαίρεση την παράγραφο 4, το άρθρο 23, το άρθρο 24α και το άρθρο 31 παράγραφοι 6 και 7 του εν λόγω παραρτήματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Το άρθρο 30 και το άρθρο 31 παράγραφοι 1, 2, 3 και 5 του εν λόγω παραρτήματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους που τελούν εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Για τους υπηρετούντες πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, οι λέξεις «ηλικία των 66 ετών» στο άρθρο 33 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 47 στοιχείο α), στο άρθρο 101 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 139 παράγραφος 1 στοιχείο β) του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία των 65 ετών». ◄

2.  Κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1ης Μαΐου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2006, στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό αντικαθίστανται:

α) 

στο άρθρο 3, στοιχείο β), πρώτη περίπτωση, οι όροι «της ομάδας καθηκόντων των βοηθών (AST)» από τους όρους «των κατηγοριών Β και Γ»·

β) 

στο άρθρο 3, στοιχείο β), δεύτερη περίπτωση, οι όροι «της ομάδας καθηκόντων των διοικητικών υπαλλήλων (AD)» από τους όρους«της κατηγορίας Α», οι όροι «AD 16 ή AD 15» από τους όρους «A*16 ή A*15» και οι όροι «AD 15 ή AD 14» από τους όρους «A*15 ή A*14».

Άρθρο 2

1.  Σύμφωνα με το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, προσφέρει απασχόληση συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου σε κάθε πρόσωπο που απασχολείται από ►M128  την Ένωση ◄ την 1η Μαΐου 2004, δυνάμει σύμβασης τοπικού υπαλλήλου αορίστου χρόνου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, σε μία από τις Υπηρεσίες ή σε έναν από τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, στοιχεία β) και γ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό. Η προσφορά απασχόλησης βασίζεται σε αξιολόγηση των καθηκόντων που θα εκτελεί ο υπάλληλος ως συμβασιούχος. Η οικεία σύμβαση παράγει αποτελέσματα το αργότερο από την 1η Μαΐου 2005. Το άρθρο 84 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό δεν εφαρμόζεται στη σύμβαση αυτή.

2.  Στην περίπτωση που η κατάταξη του υπαλλήλου ο οποίος αποδέχεται την προσφορά της σύμβασης θα οδηγούσε σε μείωση των αποδοχών του, το όργανο μπορεί να καταβάλει ένα συμπληρωματικό ποσό, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα διαφορά μεταξύ της νομοθεσίας του κράτους μέλους υπηρεσίας στον τομέα της φορολογίας, της κοινωνικής ασφάλισης και των συντάξεων και των σχετικών διατάξεων που εφαρμόζονται στον συμβασιούχο υπάλληλο.

3.  Εφόσον χρειάζεται, κάθε όργανο εκδίδει γενικές διατάξεις για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Ο υπάλληλος που δεν αποδέχεται την προσφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να διατηρήσει τη συμβατική του σχέση με το όργανο.

Άρθρο 3

Επί μια πενταετία από την 1η Μαΐου 2004, οι τοπικοί υπάλληλοι ή οι συμβασιούχοι υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου που τελούσαν υπό καθεστώς τοπικού υπαλλήλου αυτής της Γενικής Γραμματείας πριν από την 1η Μαΐου 2004, μπορούν να συμμετέχουν σε εσωτερικούς διαγωνισμούς του Συμβουλίου υπό τους ίδιους όρους με τους μονίμους και τους εκτάκτους υπαλλήλους του οργάνου.

Άρθρο 4

Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου εκτάκτων υπαλλήλων, στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 2, στοιχείο δ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι οποίες δεν έχουν λήξει την 1η Μαΐου 2004, μπορούν να ανανεωθούν. Εάν η σύμβαση έχει ήδη ανανεωθεί άπαξ η νέα σύμβαση συνάπτεται για αόριστο χρόνο. Οι συμβάσεις αορίστου χρόνου εκτάκτων υπαλλήλων, στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 2, στοιχείο δ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι οποίες δεν έχουν λήξει, παραμένουν αμετάβλητες.

Άρθρο 5

1.  Οι πρώην έκτακτοι υπάλληλοι, οι οποίοι την 1η Μαΐου 2004 είναι άνεργοι και υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 28α του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, οι οποίες είχαν εφαρμογή πριν από την 1η Μαΐου 2004, εξακολουθούν να υπάγονται σε αυτές τις διατάξεις έως τη λήξη της περιόδου ανεργίας τους.

2.  Οι έκτακτοι υπάλληλοι, η σύμβαση των οποίων δεν έχει λήξει την 1η Μαΐου 2004, μπορούν, με αίτησή τους, να υπαχθούν στο άρθρο 28α του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, οι οποίες είχαν εφαρμογή πριν από την 1η Μαΐου 2004. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία λήξης της οικείας σύμβασης εκτάκτου υπαλλήλου.

▼M131

Άρθρο 6

Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, οι συμβάσεις των εκτάκτων υπαλλήλων που υπόκεινται στο άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού και οι οποίοι τελούν εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 σε οργανισμό μετατρέπονται, χωρίς διαδικασία επιλογής, σε συμβάσεις δυνάμει του άρθρου 2 στοιχείο στ) του εν λόγω καθεστώτος. Οι όροι της σύμβασης παραμένουν αμετάβλητοι κατά τα λοιπά. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται ως διευθυντές οργανισμών ή ως αναπληρωτές διευθυντές οργανισμών, όπως αναφέρεται στην πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει της οποίας συνεστήθη ο οργανισμός ή σε υπαλλήλους που έχουν αποσπασθεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας σε οργανισμό.



( 1 ) Έκθεση της Eurostat σχετικά με την αναλογιστική αποτίμηση του 2014 του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των υπαλλήλων της ΕΕ της 1ης Σεπτεμβρίου 2014.

( 2 ) Έκθεση της Eurostat, της 1ης Σεπτεμβρίου 2016, σχετικά με την αναλογιστική αποτίμηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των υπαλλήλων της ΕΕ για το 2016.

( 3 ) Έκθεση της Eurostat σχετικά με την αναλογιστική αποτίμηση του 2018 του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των υπαλλήλων της ΕΕ, της 1ης Σεπτεμβρίου 2018.

( 4 ) Eurostat Report on the 2018 actuarial assessment of the Pension Scheme for European Officials of 1 September 2018.

( 5 ) Έκθεση της Eurostat σχετικά με την αναλογιστική αποτίμηση για το 2019 του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των μόνιμων υπαλλήλων της ΕΕ, της 1ης Σεπτεμβρίου 2019.

( 6 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

( 7 ) Κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 300/76 του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί καθορισμού των κατηγοριών των δικαιούχων, των προϋποθέσεων χορηγήσεως και του ύψους των αποζημιώσεων που δύνανται να χορηγηθούν στους υπαλλήλους οι οποίοι καλούνται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους σε συνεχή ή εκ περιτροπής υπηρεσία (ΕΕ L 38 της 13.2.1976, σ. 1).

( 8 ) Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 8. Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 01 τόμος 1 σ. 115).

( 9 ) Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1. Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 1 σ. 108).

( 10 ) Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1972, για την εισαγωγή ειδικών και προσωρινών μέτρων για τον διορισμό των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατόπιν της προσχώρησης νέων κρατών μελών και για τον τερματισμό των υπηρεσιών των υπαλλήλων αυτών των Κοινοτήτων (ΕΕ L 272 της 5.12.1972, σ. 1.).

( 11 ) Κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73 του Συμβουλίου, της 4ης Ιουνίου 1973, ο οποίος θεσπίζει ειδικά μέτρα που ισχύουν προσωρινά για τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίοι αμείβονται από πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων (ΕΕ L 155 της 11.6.1973, σ. 1).

( 12 ) ΕΕ L 201, 3.8.2010, σ. 30.

( 13 ) ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 2. Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2458/98 (ΕΕ L 307 της 17.11.1998, σ. 1).

( 14 ) ΕΕ L 264 της 2.10.2002, σ. 1.

( 15 ) ΕΕ L 264 της 2.10.2002, σ. 5.

( 16 ) ΕΕ L 264 της 2.10.2002, σ. 9.

( 17 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).

( 18 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ης Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 15).

( 19 ) ΕΕ L 280 της 23.11.1995, σ. 1 Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2458/98 (ΕΕ L 307 της 17.11.1998, σ. 1).

( 20 ) ΕΕ L 280 της 23.11.1995, σ. 4 Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2458/98.

( 21 ) ΕΕ L 262 της 7.10.2005, σ. 1.

( 22 ) ΕΕ L 124 της 27.4.2004, σ. 1.

Top