Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CN0159

    Υπόθεση C-159/22: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Madrid (Ισπανία) στις 3 Μαρτίου 2022 — IK κατά Agencia Madrileña de Atención Social de la Comunidad de Madrid

    ΕΕ C 359 της 19.9.2022, p. 19–20 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    19.9.2022   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 359/19


    Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Madrid (Ισπανία) στις 3 Μαρτίου 2022 — IK κατά Agencia Madrileña de Atención Social de la Comunidad de Madrid

    (Υπόθεση C-159/22)

    (2022/C 359/20)

    Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

    Αιτούν δικαστήριο

    Tribunal Superior de Justicia de Madrid

    Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

    Εκκαλούσα: IK

    Εφεσίβλητη: Agencia Madrileña de Atención Social de la Comunidad de Madrid

    Προδικαστικά ερωτήματα

    1)

    Μπορεί να θεωρηθεί ότι η εθνική νομοθεσία περιέχει μέτρα αρκούντως αποτρεπτικά της χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή ανανεώσεων συμβάσεων ορισμένου χρόνου που αντιβαίνουν στη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίστηκαν στη νομολογία του Δικαστηρίου με τις αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 2018 στην υπόθεση C-494/16 (1), Santoro, και της 8ης Μαΐου 2019 στην υπόθεση C-494/17 (2), Rossato, όσον αφορά την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο εργαζόμενος, μέσω της εφαρμογής της αρχής restitutio in integrum, όταν η εν λόγω εθνική νομοθεσία προβλέπει μόνον προκαθορισμένη και αντικειμενική αποζημίωση (είκοσι ημερομίσθια για κάθε έτος υπηρεσίας, με όριο τις αποδοχές ενός έτους), πλην όμως δεν προβλέπει καμία πρόσθετη αποζημίωση για την πλήρη αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας, εάν υπερβαίνει το ως άνω ποσό;

    2)

    Μπορεί να θεωρηθεί ότι η εθνική νομοθεσία περιέχει μέτρα αρκούντως αποτρεπτικά της χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή ανανεώσεων συμβάσεων ορισμένου χρόνου που αντιβαίνουν στη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίστηκαν στη νομολογία του Δικαστηρίου με τις αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 2018 στην υπόθεση C-494/16, Santoro, και της 8ης Μαΐου 2019 στην υπόθεση C-494/17, Rossato, όσον αφορά την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο εργαζόμενος, όταν η εν λόγω εθνική νομοθεσία προβλέπει μόνον αποζημίωση η οποία καταβάλλεται κατά τη λύση της σύμβασης λόγω πλήρωσης της θέσης, πλην όμως δεν προβλέπει καμία αποζημίωση κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης ως εναλλακτική δυνατότητα της αναγνώρισης της σύμβασης ως αορίστου χρόνου; Σε ένδικη διαφορά στην οποία αμφισβητείται μόνον η μονιμότητα του εργαζομένου, χωρίς να έχει λυθεί η σύμβαση, θα έπρεπε να επιδικαστεί αποζημίωση, για τη ζημία που προκλήθηκε λόγω της σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως εναλλακτική δυνατότητα της αναγνώρισης της μονιμότητας;

    3)

    Μπορεί να θεωρηθεί ότι η εθνική νομοθεσία περιέχει, έναντι των δημόσιων διοικήσεων και των φορέων του δημόσιου τομέα, μέτρα αρκούντως αποτρεπτικά της χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή ανανεώσεων συμβάσεων ορισμένου χρόνου που αντιβαίνουν στη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, με σκοπό την «αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων ορισμένου χρόνου και, σε αντίθετη περίπτωση, την επιβολή κυρώσεων» στους εργοδότες σε σχέση με άλλους εργαζομένους και στο μέλλον, τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίστηκαν στη νομολογία του Δικαστηρίου με τις αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 2018 στην υπόθεση C-494/16, Santoro, και της 8ης Μαΐου 2019 στην υπόθεση C-494/17, Rossato, όταν τα εν λόγω μέτρα συνίστανται σε κανόνες δικαίου που θεσπίστηκαν από το 2017 [disposición adicional 34.a de la Ley 3/2017, de 27 de junio, de Presupuestos Generales del Estado para el año 2017 (34η πρόσθετη διάταξη του νόμου 3/2017, της 27ης Ιουνίου 2017, περί γενικών προϋπολογισμών του κράτους για το 2017), disposición adicional 43.a de la Ley 6/2018, de 3 de julio, de Presupuestos Generales del Estado para el año 2018 (43η πρόσθετη διάταξη του νόμου 6/2018, της 3ης Ιουλίου 2018, περί γενικών προϋπολογισμών του κράτους για το 2018) και Real Decreto-ley 14/2021, de 6 de julio (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 14/2021, της 6ης Ιουλίου 2021)], κατά τους οποίους θα αναζητηθούν ευθύνες για τις «μη σύννομες πράξεις», χωρίς οι εν λόγω ευθύνες να εξειδικεύονται πέραν της γενικής παραπομπής σε μη προσδιοριζόμενη ρύθμιση και χωρίς να υφίσταται καμία συγκεκριμένη περίπτωση καταλογισμού ευθύνης, στο πλαίσιο χιλιάδων αποφάσεων που αναγνωρίζουν εργαζομένους ως μη μόνιμους εργαζομένους αορίστου χρόνου λόγω παράβασης των κανόνων για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου;

    4)

    Εάν θεωρηθεί ότι δεν υφίστανται αρκούντως αποτρεπτικά μέτρα στην ισπανική νομοθεσία, πρέπει η παράβαση, από δημόσιο εργοδότη, της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου που προσαρτάται στην οδηγία 1999/70/ΕΚ (3), να έχει ως συνέπεια να θεωρηθεί η σύμβαση του εργαζομένου σύμβαση αορίστου χρόνου άνευ μονιμότητας ή πρέπει να αναγνωριστεί ο εργαζόμενος ως μόνιμος εργαζόμενος, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση;

    5)

    Θα είναι υποχρεωτική, δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η μετατροπή της σύμβασης σε σύμβαση μόνιμης απασχόλησης, κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου που προσαρτάται στην οδηγία 1999/70/ΕΚ και της νομολογίας του ΔΕΕ που την έχει ερμηνεύσει, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στο άρθρο 23, παράγραφος 2, και στο άρθρο 103, παράγραφος 3, του Constitución Española (Ισπανικού Συντάγματος), εάν οι εν λόγω συνταγματικοί κανόνες έχουν την έννοια ότι η πρόσβαση σε κάθε θέση απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, περιλαμβανομένης της σύναψης συμβάσεων εργασίας, πραγματοποιείται μόνον μετά την επιτυχημένη συμμετοχή του υποψηφίου σε διαγωνισμό στον οποίο εφαρμόζονται οι αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας, της ικανότητας και της δημοσιότητας; Δεδομένου ότι υπάρχει η διαφορετική ερμηνεία του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία), πρέπει να εφαρμοστεί στους συνταγματικούς κανόνες του κράτους η αρχή της σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωτική η εφαρμογή της ερμηνείας που καθιστά τους εν λόγω κανόνες συμβατούς με το δίκαιο της Ένωσης, θεωρώντας, εν προκειμένω, ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, και το άρθρο 103, παράγραφος 3, του Συντάγματος δεν καθιστούν υποχρεωτική την εφαρμογή των αρχών της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ικανότητας στους διαγωνισμούς πρόσληψης συμβασιούχων υπαλλήλων;

    6)

    Μπορεί να μην μετατραπεί η σύμβαση σε σύμβαση μόνιμης απασχόλησης, κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου που προσαρτάται στην οδηγία 1999/70/ΕΚ και της νομολογίας του ΔΕΕ που την έχει ερμηνεύσει, εάν προτού διαταχθεί η εν λόγω μετατροπή με δικαστική απόφαση, προβλεφθεί, δια νόμου, η διεξαγωγή, εντός των προσεχών ετών, διαγωνισμού για τη μονιμοποίηση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου ή τη σταθεροποίηση της σχέσης εργασίας, μέσω προκήρυξης για την πλήρωση της θέσης που κατέχει ο εργαζόμενος, δεδομένου ότι στον εν λόγω διαγωνισμό πρέπει να διασφαλίζεται «η τήρηση των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ισότητας, της αξιοκρατίας, της ικανότητας και της δημοσιότητας» και, επομένως, ο εργαζόμενος σε σχέση με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν διαδοχικές συμβάσεις ή ανανεώσεις ορισμένου χρόνου μπορεί να μονιμοποιηθεί στη θέση του, αλλά μπορεί επίσης να μην μονιμοποιηθεί, καθότι αυτή μπορεί να πληρωθεί από άλλο πρόσωπο, και στην περίπτωση αυτή η σύμβασή του θα λυθεί με την καταβολή αποζημίωσης που αντιστοιχεί σε 20 ημερομίσθια ανά έτος υπηρεσίας με όριο τις αποδοχές ενός έτους;


    (1)  EU:C:2018:166.

    (2)  EU:C:2019:387.

    (3)  DO 1999, L 175, p. 43.


    Top