This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62020CC0391
Opinion of Advocate General Emiliou delivered on 8 March 2022.#Proceedings brought by Boriss Cilevičs and Others.#Request for a preliminary ruling from the Satversmes tiesa.#Reference for a preliminary ruling – Article 49 TFEU – Freedom of establishment – Restriction – Justification – The organisation of education systems – Institutions of higher education – Obligation to provide courses of study in the official language of the Member State concerned – Article 4(2) TEU – National identity of a Member State – Defence and promotion of the official language of a Member State – Principle of proportionality.#Case C-391/20.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Αιμιλίου της 8ης Μαρτίου 2022.
Boriss Cilevičs κ.λπ. κατά Latvijas Republikas Saeima.
Αίτηση του Satversmes tiesa για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκατάστασης – Περιορισμός – Δικαιολόγηση – Οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος – Ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – Υποχρέωση προσφοράς των προγραμμάτων σπουδών στην επίσημη γλώσσα του οικείου κράτους μέλους – Άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ – Εθνική ταυτότητα κράτους μέλους – Προάσπιση και προώθηση της επίσημης γλώσσας κράτους μέλους – Αρχή της αναλογικότητας.
Υπόθεση C-391/20.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Αιμιλίου της 8ης Μαρτίου 2022.
Boriss Cilevičs κ.λπ. κατά Latvijas Republikas Saeima.
Αίτηση του Satversmes tiesa για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκατάστασης – Περιορισμός – Δικαιολόγηση – Οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος – Ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – Υποχρέωση προσφοράς των προγραμμάτων σπουδών στην επίσημη γλώσσα του οικείου κράτους μέλους – Άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ – Εθνική ταυτότητα κράτους μέλους – Προάσπιση και προώθηση της επίσημης γλώσσας κράτους μέλους – Αρχή της αναλογικότητας.
Υπόθεση C-391/20.
Court reports – general
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:166
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ
της 8ης Μαρτίου 2022 ( 1 )
Υπόθεση C‑391/20
Boriss Cilevičs,
Valērijs Agešins,
Vjačeslavs Dombrovskis,
Vladimirs Nikonovs,
Artūrs Rubiks,
Ivans Ribakovs,
Nikolajs Kabanovs,
Igors Pimenovs,
Vitālijs Orlovs,
Edgars Kucins,
Ivans Klementjevs,
Inga Goldberga,
Evija Papule,
Jānis Krišāns,
Jānis Urbanovičs,
Ļubova Švecova,
Sergejs Dolgopolovs,
Andrejs Klementjevs,
Regīna Ločmele-Luņova,
Ivars Zariņš
παρισταμένου του:
Latvijas Republikas Saeima
[αίτηση του Latvijas Republikas Satversmes tiesa
(Συνταγματικού Δικαστηρίου, Λεττονία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμός – Εθνική νομοθεσία που υποχρεώνει τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να προωθούν και να αναπτύσσουν την εθνική επίσημη γλώσσα – Δικαιολογητικός λόγος – Αναλογικότητα – Άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ – Εθνική ταυτότητα – Άρθρο 13 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ακαδημαϊκή ελευθερία»
I. Εισαγωγή
1. |
Το 2021 συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από την έκδοση του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «σχετικά με κοινοτικό χάρτη περιφερειακών γλωσσών και πολιτισμών και σχετικά με χάρτη των δικαιωμάτων των εθνοτικών μειονοτήτων» ( 2 ). Το ψήφισμα ήταν σχετικά σύντομο, αλλά –εξ όσων γνωρίζω– ήταν μία από τις πρώτες περιπτώσεις στις οποίες το Κοινοβούλιο επενέβη σε ένα τέτοιο πεδίο, καλώντας τα κράτη μέλη να «εφαρμόσουν [συγκεκριμένη] πολιτική στον εν λόγω τομέα». Πράγματι, τα γλωσσικά ζητήματα θεωρούνται παραδοσιακά ως στενά συνδεόμενα με την εθνική κυριαρχία και ταυτότητα ( 3 ) και, ως εκ τούτου, ιδιαίτερα ευαίσθητα, από κοινωνικής και πολιτικής απόψεως, στα περισσότερα κράτη μέλη ( 4 ). Για τον λόγο αυτόν, τόσο ο νομοθέτης όσο και τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν σταθερά τηρήσει μια μάλλον επιφυλακτική, διπλωματική και ρεαλιστική προσέγγιση σε σχέση με το ζήτημα των γλωσσικών καθεστώτων, ιδίως στις περιπτώσεις που τούτο συνεπαγόταν την επιβολή σχετικών υποχρεώσεων στα κράτη μέλη ( 5 ). |
2. |
Στο προοίμιο του ψηφίσματος, το Κοινοβούλιο υπογράμμισε την αποφασιστικότητά του «να επιτύχει μια στενότερη ένωση μεταξύ των λαών της Ευρώπης και να διαφυλάξει τις ζωντανές γλώσσες τους, αξιοποιώντας την ποικιλομορφία τους προκειμένου να εμπλουτίσει και να διαφοροποιήσει την κοινή πολιτιστική κληρονομιά τους» ( 6 ). Το Κοινοβούλιο συνδύασε κατά τον τρόπο αυτό δύο στόχους οι οποίοι, εκ πρώτης όψεως, ενδεχομένως φαίνονται δυσχερώς συμβιβάσιμοι μεταξύ τους: τη βούληση να δημιουργηθεί μια στενότερη ένωση μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών και να διαφυλαχθεί και να προωθηθεί η πολύμορφη γλωσσική και πολιτιστική κληρονομιά τους. |
3. |
Σήμερα, μετά από τέσσερις δεκαετίες, οι δύο αυτοί στόχοι παραμένουν επίκαιροι και εξαιρετικής σημασίας για το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Η βούληση να συνεχιστεί η διαδικασία «μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης» διατυπώνεται στο προοίμιο τόσο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στο άρθρο 1 ΣΕΕ. Παράλληλα, στο προοίμιο της Συνθήκης ΛΕΕ και στο άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ εκφράζεται επίσης η βούληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να «σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής της πολυμορφίας» και να «μεριμνά για την προστασία και ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς». |
4. |
Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι στόχοι αυτοί δεν είναι αντιφατικοί και, κατά συνέπεια, μπορούν και πρέπει να επιδιώκονται ταυτόχρονα. Εντούτοις, είναι εξίσου αληθές ότι, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Για παράδειγμα, εθνικά μέτρα σκοπούντα στην προώθηση και την προστασία της χρήσης μιας εθνικής γλώσσας ενδέχεται, στην πράξη, να δημιουργήσουν εμπόδια για την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας ιδιωτών και επιχειρήσεων. |
5. |
Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ αναγκαίο να επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών στόχων, προκειμένου να μπορέσουν αμφότεροι να επιδιωχθούν αποτελεσματικά. Η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί τέτοιο παράδειγμα: με τα προδικαστικά του ερωτήματα, το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο, Λεττονία) ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί εάν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση η οποία, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, υποχρεώνει τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να παρέχουν μαθήματα μόνο στην εθνική επίσημη γλώσσα. |
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
6. |
Στην αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά ( 7 ) (στο εξής: οδηγία για τις υπηρεσίες) αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
|
7. |
Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας για τις υπηρεσίες ορίζει τα εξής: «1. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τις γενικές διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλό ποιοτικό επίπεδο υπηρεσιών. […] 4. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που λαμβάνονται σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, με σκοπό την προστασία ή την προώθηση της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας ή του πλουραλισμού των μέσων μαζικής επικοινωνίας.» |
Β. Το εθνικό δίκαιο
1. Το λεττονικό Σύνταγμα
8. |
Το άρθρο 4 του Latvijas Republikas Satversme (Συντάγματος της Δημοκρατίας της Λεττονίας, στο εξής: λεττονικό Σύνταγμα) ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας της Λεττονίας είναι η λεττονική». |
9. |
Το άρθρο 105 του λεττονικού Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας και το άρθρο 112 του λεττονικού Συντάγματος αναγνωρίζει το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Κατά το άρθρο 113 του λεττονικού Συντάγματος, «το κράτος αναγνωρίζει την ελευθερία της δημιουργίας, επιστημονικής, καλλιτεχνικής ή άλλης, και εξασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας». |
2. Ο νόμος για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
10. |
Το άρθρο 5 του Augstskolu likums (νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) της 2ας Νοεμβρίου 1995 ( 8 ) προέβλεπε ότι τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είχαν ως αποστολή την προαγωγή και ανάπτυξη των επιστημών και των τεχνών. Με τον likums «Grozījumi Augstskolu likumā» (νόμο για την τροποποίηση του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) της 21ης Ιουνίου 2018 ( 9 ), τροποποιήθηκε η τρίτη περίοδος του άρθρου 5 του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία απέκτησε την εξής διατύπωση: «στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους [τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης] προάγουν και αναπτύσσουν τις επιστήμες, τις τέχνες και την επίσημη γλώσσα». |
11. |
Με τον νόμο για την τροποποίηση του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τροποποιήθηκε επίσης το άρθρο 56 του ως άνω νόμου. Ως εκ τούτου, το άρθρο 56, παράγραφος 3, του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει ως εξής: «Στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στα ιδρύματα τριτοβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης τα προγράμματα σπουδών προσφέρονται στην επίσημη γλώσσα. Προγράμματα σπουδών μπορούν να προσφέρονται σε ξένη γλώσσα μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Τα προγράμματα σπουδών που παρακολουθούν αλλοδαποί σπουδαστές στη Λεττονία και τα προγράμματα σπουδών που διοργανώνονται στο πλαίσιο της συνεργασίας η οποία προβλέπεται σε προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε διεθνείς συμφωνίες μπορούν να προσφέρονται στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν οι σπουδές που πρόκειται να πραγματοποιηθούν στη Λεττονία έχουν διάρκεια μεγαλύτερη των έξι μηνών ή αντιστοιχούν σε περισσότερες από 20 ακαδημαϊκές μονάδες, στον αριθμό των υποχρεωτικών διδακτικών ωρών που πρέπει να συμπληρώσουν οι αλλοδαποί σπουδαστές πρέπει να περιλαμβάνεται η εκμάθηση της επίσημης γλώσσας· 2) Στα μαθήματα που διδάσκονται στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να αντιστοιχεί περισσότερο από το ένα πέμπτο του αριθμού των ακαδημαϊκών μονάδων του προγράμματος σπουδών· δεν συνυπολογίζονται προς τούτο οι τελικές και οι κρατικές εξετάσεις, οι εργασίες στο πλαίσιο των μαθημάτων και οι τελικές πτυχιακές και μεταπτυχιακές εργασίες· 3) Τα προγράμματα σπουδών μπορούν να παρακολουθούνται σε ξένη γλώσσα όταν τούτο είναι απαραίτητο προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι τους […] στις ακόλουθες κατηγορίες εκπαιδευτικών προγραμμάτων: σπουδές γλωσσολογικού και πολιτιστικού αντικειμένου ή προγράμματα εκμάθησης γλωσσών […]· 4) Τα κοινά προγράμματα σπουδών μπορούν να διδάσκονται στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.» |
3. Ο νόμος για τη σχολή οικονομικών επιστημών της Στοκχόλμης στη Ρίγα και ο νόμος για την ανώτερη νομική σχολή της Ρίγας
12. |
Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του Likums «Par Rīgas Ekonomikas augstskolu» (νόμου για τη σχολή οικονομικών επιστημών της Στοκχόλμης στη Ρίγα) ( 10 ) ορίζει τα εξής: «Στο ίδρυμα αυτό η διδασκαλία των μαθημάτων γίνεται στην αγγλική γλώσσα. Η κατάρτιση και η υποστήριξη των εργασιών που απαιτούνται για την απόκτηση πτυχίου, μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου σπουδών και οι εξετάσεις επαγγελματικής πιστοποίησης πραγματοποιούνται στην αγγλική γλώσσα». |
13. |
Το άρθρο 21 του Juridiskās augstskolas likums (νόμου για την ανώτερη νομική σχολή της Ρίγας) ( 11 ) ορίζει τα εξής: «Το ίδρυμα αυτό προσφέρει προγράμματα σπουδών τα οποία έχουν λάβει τη σχετική άδεια και έχουν πιστοποιηθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη νομοθεσία. Η διδασκαλία των μαθημάτων γίνεται στην αγγλική ή σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης». |
III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και τα προδικαστικά ερωτήματα
14. |
Ενώπιον του Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικού Δικαστηρίου) υποβλήθηκε αίτηση είκοσι βουλευτών του Saeima (Λεττονικού Κοινοβουλίου) (στο εξής: αιτούντες). Με την αίτησή τους, οι αιτούντες αμφισβητούν τη συμβατότητα με το δίκαιο της ΕΕ ορισμένων διατάξεων του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως τροποποιήθηκε –κυρίως των διατάξεων εκείνων που υποχρεώνουν τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να παρέχουν μαθήματα μόνο στην επίσημη εθνική γλώσσα. |
15. |
Οι αιτούντες υποστήριξαν ενώπιον του Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικού Δικαστηρίου) ότι οι επίμαχες διατάξεις περιορίζουν, καταρχάς, την αυτονομία των ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την ακαδημαϊκή ελευθερία του διδακτικού προσωπικού και των σπουδαστών τους. Υποστήριξαν επίσης ότι οι επίμαχες διατάξεις περιορίζουν το δικαίωμα των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να ασκούν εμπορική δραστηριότητα και να παρέχουν υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έναντι αμοιβής, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό τα δικαιώματά τους στην ιδιοκτησία. Επιπλέον, δημιουργώντας κώλυμα για την είσοδο στην αγορά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εμποδίζοντας τους υπηκόους και τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προσφέρουν υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ξένες γλώσσες, οι επίμαχες διατάξεις θίγουν επίσης –κατά τους αιτούντες– την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που αναγνωρίζονται στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, καθώς και την επιχειρηματική ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). |
16. |
Στις 11 Ιουνίου 2020 το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) εξέδωσε απόφαση στην υπόθεση 2019‑12‑01. Αποφάσισε τον διαχωρισμό τής υπό κρίση υπόθεσης σε δύο μέρη: μία υπόθεση που αφορά τη συμβατότητα των επίμαχων διατάξεων με το άρθρο 112 του λεττονικού Συντάγματος (στο εξής: υπόθεση 1) και μία υπόθεση που αφορά τη συμβατότητα των επίμαχων διατάξεων με τα άρθρα 1 και 105 του λεττονικού Συντάγματος (στο εξής: υπόθεση 2). |
17. |
Το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι ήταν σε θέση να αποφανθεί επί της υπόθεσης 1. Διαπίστωσε ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι σύμφωνο με το άρθρο 112, σε συνδυασμό με το άρθρο 113, του λεττονικού Συντάγματος. Αντιθέτως, το άρθρο 56, παράγραφος 3, του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το σημείο 49 των μεταβατικών διατάξεων του νόμου αυτού αντιβαίνουν στο άρθρο 112, σε συνδυασμό με το άρθρο 113, του λεττονικού Συντάγματος, στο μέτρο που οι επίμαχες διατάξεις εφαρμόζονται στα ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εντούτοις, το εν λόγω αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να διατηρήσει σε ισχύ τις επίμαχες διατάξεις προσωρινά –ήτοι, έως την 1η Μαΐου 2021– προκειμένου να δοθεί στον εθνικό νομοθέτη εύλογος χρόνος για τη θέσπιση νέας νομοθεσίας. |
18. |
Όσον αφορά την υπόθεση 2, το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι έπρεπε να εξετάσει εκ νέου την ουσία της υποθέσεως. Διαπίστωσε ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 105 του λεττονικού Συντάγματος πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των αρχών της Ένωσης σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. |
19. |
Υπό τις συνθήκες αυτές, έχοντας αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε στις 29 Ιουλίου 2020 να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
20. |
Με νόμο της 8ης Απριλίου 2021, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2021, οι επίμαχες διατάξεις τροποποιήθηκαν. Ως εκ τούτου, στις 6 Σεπτεμβρίου 2021 το Δικαστήριο ρώτησε το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) εάν επιθυμούσε να αποσύρει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ή να τη διατηρήσει. Με την από 5 Οκτωβρίου 2021 απάντησή του, το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) ενημέρωσε το Δικαστήριο για την πρόθεσή του να εμμείνει στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως. |
21. |
Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι αιτούντες της κύριας δίκης, η Γαλλική, η Λεττονική, η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. |
IV. Ανάλυση
22. |
Στις παρούσες προτάσεις θα εξετάσω τα –οπωσδήποτε σημαντικά και ευαίσθητα– ζητήματα που εγείρουν τα ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο). Εντούτοις, πριν από την εξέταση των ζητημάτων αυτών, πρέπει να εξετάσω τις αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή ως προς το εάν τα υποβληθέντα ερωτήματα εξακολουθούν να είναι λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. |
Α. Επί του παραδεκτού
23. |
Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου εξαρτούν το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως από ορισμένες προϋποθέσεις, τόσο ουσιαστικής όσο και δικονομικής φύσης. Μία από τις προϋποθέσεις αυτές είναι ότι οι απαντήσεις του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να είναι λυσιτελείς για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, η απάντηση στα ερωτήματα αυτά πρέπει να είναι αναγκαία προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να προβεί στην «έκδοση της δικής του απόφασης» στις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί ( 12 ). |
24. |
Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να πληρούνται όχι μόνον κατά τη στιγμή της προσφυγής στο Δικαστήριο αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Όταν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οι προϋποθέσεις αυτές παύουν να πληρούνται, το Δικαστήριο πρέπει να περατώσει τη δίκη, διαπιστώνοντας ότι παρέλκει πλέον η απάντηση. Τούτο μπορεί να συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν η κύρια δίκη έχει καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω μεταγενέστερων αποφάσεων του αιτούντος δικαστηρίου (ή άλλου εθνικού δικαστηρίου) στο πλαίσιο της ίδιας ή συναφούς δίκης ( 13 ) ή όταν οι σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου έχουν τροποποιηθεί ή καταργηθεί ( 14 ). |
25. |
Βάσει της νομολογίας αυτής, η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με την από 11 Ιουνίου 2020 απόφασή του, το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) έχει κρίνει ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις αντιβαίνουν στο εθνικό Σύνταγμα. Επιπλέον, κατόπιν της αποφάσεως αυτής, ο Λεττονός νομοθέτης τροποποίησε τις εν λόγω διατάξεις, με ισχύ από 1ης Μαΐου 2021 ( 15 ). |
26. |
Δεν συμμερίζομαι τις αμφιβολίες της Επιτροπής. |
27. |
Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδιος να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο το αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το αν τα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλονται από τα εθνικά δικαστήρια θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή και το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα αυτά ( 16 ). |
28. |
Φρονώ ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις στις οποίες το τεκμήριο λυσιτέλειας μπορεί να ανατραπεί. |
29. |
Συναφώς, επισημαίνω ότι, με την από 11 Ιουνίου 2020 απόφασή του, το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε, όπως αναφέρω στα σημεία 16 έως 18 των παρουσών προτάσεων, να διαιρέσει τη δίκη σε δύο διακριτές υποθέσεις: στην υπόθεση 1 και στην υπόθεση 2. Στην υπόθεση 1, το αιτούν δικαστήριο εξέδωσε αμετάκλητη απόφαση, κρίνοντας ότι οι επίμαχες διατάξεις είναι ασυμβίβαστες με ορισμένες διατάξεις του λεττονικού Συντάγματος. Στην υπόθεση 2, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την ανάλυση ως προς το φερόμενο ασυμβίβαστο μεταξύ των επίμαχων διατάξεων και έτερων διατάξεων του λεττονικού Συντάγματος. Στη δεύτερη αυτή υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι οι επίμαχες διατάξεις του εθνικού δικαίου έπρεπε να ερμηνευθούν σύμφωνα με ορισμένες διατάξεις του δικαίου της ΕΕ, το περιεχόμενο των οποίων δεν ήταν αρκούντως σαφές. |
30. |
Τα ερωτήματα που υπέβαλε το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) αφορούν ακριβώς την υπόθεση 2. Όπως εξήγησε το αιτούν δικαστήριο με την από 5 Οκτωβρίου 2021 απάντησή του στο ερώτημα του Δικαστηρίου, η εν λόγω υπόθεση εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και πρέπει να εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής ( 17 ). Τούτο σημαίνει ότι το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα εξακολουθεί να είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως. |
31. |
Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν φαίνεται να τίθεται υπό αμφισβήτηση η εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό. Αντιθέτως, από πολλά στοιχεία προκύπτει ότι η απάντηση στα ερωτήματα που υποβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν έχει καταστεί αλυσιτελής. |
32. |
Πρώτον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να προκύψουν, από την εξέταση εκ μέρους του Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικού Δικαστηρίου) των ζητημάτων που τίθενται στην υπόθεση 2, ασυμβατότητες μεταξύ των επίμαχων διατάξεων και του εθνικού Συντάγματος –όταν αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης– επιπλέον εκείνων που εντοπίστηκαν στην υπόθεση 1. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε επομένως να προκαλέσει περαιτέρω παρέμβαση του Λεττονού νομοθέτη προκειμένου να διασφαλίσει το σύννομο των προσβαλλομένων διατάξεων. Πράγματι, με τον νόμο της 8ης Απριλίου 2021, ο νομοθέτης έδειξε ότι ήταν διατεθειμένος να τροποποιήσει και όχι να καταργήσει πλήρως τις επίμαχες διατάξεις. |
33. |
Δεύτερον, το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε, παρά τις διαπιστώσεις του στην υπόθεση 1, να διατηρήσει προσωρινά σε ισχύ τις επίμαχες διατάξεις μέχρι την 1η Μαΐου 2021. Επομένως, οι διατάξεις αυτές παρήγαγαν αποτελέσματα για ορισμένη χρονική περίοδο. Δεν μπορεί καταρχάς να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, κατόπιν της αποφάσεως του Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικού Δικαστηρίου) στην υπόθεση 2, οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες που θίγονται από τις φερόμενες ως παράνομες διατάξεις να κινήσουν περαιτέρω ένδικες διαδικασίες (ζητώντας παραδείγματος χάριν να τους επιδικαστεί αποζημίωση). |
34. |
Βάσει των ανωτέρω, δεν είναι βέβαιο ότι η απόφαση του Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικού Δικαστηρίου) στην υπόθεση 1 και/ή ο νόμος που τροποποίησε τις επίμαχες διατάξεις έθεσαν τέρμα στην προβαλλόμενη ασυμβατότητα μεταξύ των επίμαχων διατάξεων και του δικαίου της Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ζητηθείσα ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ( 18 ). |
35. |
Κυρίως όμως δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι η εκκρεμής ενώπιον του Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικού Δικαστηρίου) δίκη δεν αφορά μία ή περισσότερες συγκεκριμένες διαφορές μεταξύ ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου και των δημοσίων αρχών. Πράγματι, όπως εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας –η οποία κινείται από πρόσωπα που διαθέτουν ενεργητική νομιμοποίηση (όπως τα μέλη του Λεττονικού Κοινοβουλίου) προκειμένου να προασπίσουν το δημόσιο συμφέρον– απαιτείται η διενέργεια ελέγχου της νομοθεσίας in abstracto, προκειμένου να κριθεί εάν οι επίμαχες διατάξεις είναι συμβατές με υπέρτερης ισχύος κανόνες δικαίου. |
36. |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το να θεωρηθεί ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν ασκούν επιρροή στην επίλυση της διαφοράς θα ισοδυναμούσε στην πράξη με το να αγνοείται η φύση της εν λόγω διαδικασίας και να ματαιώνεται αυτός καθεαυτόν ο σκοπός της. |
37. |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι, κατά τη γνώμη μου, παραδεκτή. |
Β. Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
38. |
Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση η οποία, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, υποχρεώνει τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να παρέχουν μαθήματα μόνο στην εθνική επίσημη γλώσσα. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, καθώς και στο άρθρο 16 του Χάρτη. |
39. |
Εντούτοις, με τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, εκφράζονται ορισμένες αμφιβολίες ως προς το κρίσιμο για την ανάλυση νομικό πλαίσιο της Ένωσης. Συνεπώς, πριν εξεταστούν τα ζητήματα ουσίας που εγείρονται με τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, είναι σκόπιμο να καθοριστούν σαφώς οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης υπό το πρίσμα των οποίων πρέπει να εκτιμηθεί η συμβατότητα των επίμαχων εθνικών μέτρων. |
1. Το κρίσιμο νομικό πλαίσιο
40. |
Κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να καθοριστεί το κρίσιμο νομικό πλαίσιο για την εκτίμηση της συμβατότητας των επίμαχων διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να εξεταστούν τρία ζητήματα. Πρώτον, συνιστά η παροχή μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης «οικονομική δραστηριότητα» και, ως τέτοια, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών; Δεύτερον, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, πρέπει η συμβατότητα των επίμαχων διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης να εκτιμηθεί βάσει των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν το δικαίωμα εγκαταστάσεως και/ή την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή βάσει των διατάξεων της οδηγίας για τις υπηρεσίες; Τρίτον και τελευταίο, πρέπει το Δικαστήριο να εκτιμήσει χωριστά τη συμβατότητα των επίμαχων διατάξεων με το άρθρο 16 του Χάρτη; |
α) Η παροχή μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια της Συνθήκης ΛΕΕ
41. |
Η απάντηση στο πρώτο από τα ερωτήματα που παρατίθενται στο προηγούμενο σημείο είναι μάλλον εύκολη. |
42. |
Είναι αληθές ότι –όπως τόνισε η Λεττονική Κυβέρνηση– ο πολιτισμός και η εκπαίδευση αποτελούν τομείς που εμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Πράγματι, κατά το άρθρο 6 ΣΛΕΕ, στους τομείς αυτούς η Ένωση έχει αρμοδιότητα μόνον «να αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών». Επιπλέον, κατά το άρθρο 165, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η δράση της Ένωσης στον τομέα της παιδείας πρέπει να σέβεται «την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία». |
43. |
Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι οι τομείς αυτοί δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Ούτε σημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ρυθμίζουν τους τομείς αυτούς κατά το δοκούν, εάν τούτο συνεπάγεται παράβαση διάταξης του δικαίου της Ένωσης που ενδεχομένως είναι εφαρμοστέα παράλληλα με τους σχετικούς εθνικούς κανόνες. Για να παραφράσω τον γενικό εισαγγελέα G. Tesauro, μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα ότι ο πολιτισμός και η εκπαίδευση δεν αποτελούν «νησίδες απρόσβλητες από την επιρροή» του δικαίου της Ένωσης ( 19 ). |
44. |
Πράγματι, υπάρχει σειρά υποθέσεων στις οποίες το Δικαστήριο αξιολογεί συστηματικά τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικών μέτρων που θεσπίστηκαν με σκοπό την προώθηση της χρήσης εθνικών ή μειονοτικών γλωσσών, καθώς και εθνικών κανόνων που διέπουν την παροχή πολιτιστικών και/ή εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Σημαντικός αριθμός των υποθέσεων αυτών αφορούσε –όπως ακριβώς και η υπό κρίση υπόθεση– τη συμβατότητα των εθνικών μέτρων με τις διατάξεις για την εσωτερική αγορά της Ένωσης ( 20 ). |
45. |
Ειδικότερα, όσον αφορά τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα μαθήματα που παρέχονται από εκπαιδευτικά ιδρύματα τα οποία χρηματοδοτούνται κυρίως από ιδιωτικούς πόρους αποτελούν «υπηρεσίες» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης ( 21 ). Κατά συνέπεια, οι εθνικές νομοθεσίες που διέπουν τις δραστηριότητες αυτές πρέπει καταρχήν να συμμορφώνονται με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς και ειδικότερα με τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών ( 22 ). |
46. |
Εν προκειμένω, αντιλαμβάνομαι ότι οι επίμαχες διατάξεις ισχύουν τόσο για τα δημόσια όσο και για τα ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από το εάν τα μαθήματα παρέχονται έναντι αμοιβής. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που εφαρμόζονται σε ιδιωτικά ιδρύματα που χρηματοδοτούνται κυρίως από ιδιωτικούς πόρους, οι επίμαχες διατάξεις πρέπει να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών. |
β) Οι διατάξεις της ΣΛΕΕ για τις υπηρεσίες ή η οδηγία για τις υπηρεσίες;
47. |
Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα των επίμαχων διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης υπό το πρίσμα, ιδίως, των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο (ιδίως η Λεττονική και η Ολλανδική Κυβέρνηση) αναφέρθηκαν επίσης στις διατάξεις της οδηγίας για τις υπηρεσίες. |
48. |
Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία για τις υπηρεσίες θέσπισε «τις γενικές διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλό ποιοτικό επίπεδο υπηρεσιών». Κατ’ ουσίαν, η οδηγία για τις υπηρεσίες θεσπίστηκε προκειμένου να επεκταθεί πέραν των όσων προβλέπονται στη Συνθήκη ΛΕΕ σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ( 23 ). Επομένως, στις περιπτώσεις που έχει εφαρμογή, η οδηγία αποτελεί, στην πράξη, lex specialis σε σχέση με τις αντίστοιχες διατάξεις της Συνθήκης. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο παγίως εφάρμοσε τους κανόνες της οδηγίας για τις υπηρεσίες ως νομικό πλαίσιο για την εκτίμηση της συμβατότητας εθνικών μέτρων με την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, στις περιπτώσεις που τα μέτρα αυτά ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νομοθετήματος, χωρίς να εξετάσει τα μέτρα υπό το πρίσμα των άρθρων 49 και/ή 56 ΣΛΕΕ ( 24 ). |
49. |
Στο πλαίσιο αυτό, είναι οι διατάξεις της οδηγίας για τις υπηρεσίες εφαρμοστέες σε σχέση με εθνικά μέτρα όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη; |
50. |
Φρονώ ότι, καταρχήν, η απάντηση που πρέπει να δοθεί είναι αρνητική· ή, ακριβέστερα, ότι οι διατάξεις της οδηγίας για τις υπηρεσίες δεν αποκλείουν μέτρα όπως οι επίμαχες διατάξεις. |
51. |
Κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 1, η οδηγία για τις υπηρεσίες εφαρμόζεται στις υπηρεσίες παρόχων εγκατεστημένων σε κράτος μέλος. Η έννοια της «υπηρεσίας» ορίζεται ευρέως στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας ως «μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, που παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής». Ασφαλώς, τα προγράμματα σπουδών των ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μπορούν να προσφέρονται (και συχνά όντως προσφέρονται) έναντι αμοιβής και, ως εκ τούτου, αποτελούν «υπηρεσίες» κατά την έννοια της οδηγίας για τις υπηρεσίες ( 25 ). Εξάλλου, δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των υπηρεσιών που το άρθρο 2, παράγραφος 2, εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ( 26 ). |
52. |
Ωστόσο, το άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας για τις υπηρεσίες προβλέπει ότι η οδηγία «δεν θίγει τα μέτρα που λαμβάνονται σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, με σκοπό την προστασία ή την προώθηση της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας» ( 27 ). Αντίστοιχο περιεχόμενο έχει και η αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας για τις υπηρεσίες, σύμφωνα με την οποία η οδηγία «δεν επηρεάζει τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, για την προστασία ή την προώθηση της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας […], συμπεριλαμβανομένης και της χρηματοδότησής τους». |
53. |
Αναμφίβολα οι επίμαχες διατάξεις θεσπίστηκαν από τον εθνικό νομοθέτη με σκοπό την προστασία και την προώθηση της εθνικής γλώσσας. Επομένως, οι διατάξεις της οδηγίας για τις υπηρεσίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν κατά τρόπο που να «θίγει» ή να «επηρεάζει» τον σκοπό αυτό ( 28 ). |
54. |
Πάντως, το άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας για τις υπηρεσίες δεν έχει την έννοια ότι τα εθνικά μέτρα που θεσπίζονται για την προστασία ή την προώθηση της πολιτιστικής ή γλωσσικής πολυμορφίας είναι αδύνατο να αντίκεινται στη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών. Πράγματι, όπως προβλέπει –ενδεχομένως εκ περισσού– η διάταξη αυτή, τα εν λόγω μέτρα δεν θίγονται από την οδηγία αυτή μόνον όταν είναι «σύμφωνα με το δίκαιο [της Ένωσης]». |
55. |
Κατά συνέπεια, η οδηγία για τις υπηρεσίες δεν αίρει την ανάγκη εξέτασης του συμβατού των επίμαχων διατάξεων με το άρθρο 49 και/ή με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ ( 29 ). |
56. |
Επομένως, πρέπει το Δικαστήριο να προβεί σε ανάλυση βάσει της πρώτης διάταξης, της δεύτερης διάταξης ή αμφοτέρων; |
57. |
Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, όταν ένα εθνικό μέτρο αφορά ταυτοχρόνως πλείονες θεμελιώδεις ελευθερίες, το Δικαστήριο το εξετάζει, καταρχήν, από πλευράς μίας μόνον από τις ελευθερίες αυτές εάν προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι άλλες ελευθερίες είναι εντελώς δευτερεύουσες σε σχέση με την πρώτη και μπορούν να υπαχθούν σε αυτήν ( 30 ). Προς τούτο, ο αντικειμενικός σκοπός ( 31 ) και οι επιπτώσεις ( 32 ) του εθνικού μέτρου είναι τα κύρια στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. |
58. |
Φρονώ ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο μπορεί να περιορίσει την ανάλυσή του στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ. |
59. |
Βεβαίως, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, οι επίμαχες διατάξεις έχουν εφαρμογή και στα εγκατεστημένα σε άλλες χώρες ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τα οποία προτίθενται να προσφέρουν προγράμματα σπουδών στη Λεττονία κατά τρόπο προσωρινό. Εντούτοις, είναι αναμφισβήτητο ότι οι διατάξεις αυτές –και η νομοθεσία στην οποία ανήκουν– θεσπίστηκαν κυρίως για να ρυθμίσουν τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα (ή προτίθενται να εγκατασταθούν) στη Λεττονία. |
60. |
Τα εν λόγω ιδρύματα θα επηρεαστούν άλλωστε κατά κύριο λόγο από τις επίμαχες διατάξεις. Πράγματι, για να είναι σε θέση να προσφέρουν προγράμματα σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα ιδρύματα πρέπει κατά κανόνα να διαθέτουν διοικητικές και υλικοτεχνικές υποδομές ορισμένης έκτασης, καθώς και να λάβουν από τις δημόσιες αρχές τις σχετικές άδειες για τη χορήγηση έγκυρων πτυχίων, πιστοποιητικών ή άλλων επίσημων πιστοποιήσεων. Δεν πρόκειται για είδος υπηρεσίας που μπορεί εύκολα να προσφερθεί κατά τρόπο μεμονωμένο, προσωρινό ή ακανόνιστο ( 33 ). |
61. |
Τούτο δεν σημαίνει ότι η διασυνοριακή παροχή τέτοιων υπηρεσιών είναι ασυνήθιστη, πόσο μάλλον αδύνατη. Για την ακρίβεια, η παρατηρούμενη τα τελευταία χρόνια εκθετική αύξηση των μαθημάτων που παρέχονται μέσω του διαδικτύου –η οποία πιθανόν να ενταθεί με την εμπειρία που αποκτήθηκε κατά την πρόσφατη πανδημία– αποτελεί πρώτης τάξεως παράδειγμα για την ύπαρξη τέτοιας αγοράς. Επί του παρόντος, πάντως, η συντριπτική πλειονότητα των ιδρυμάτων που παρέχουν προγράμματα σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ασκούν τη δραστηριότητα αυτή στη χώρα όπου διαθέτουν έδρα. Οι διασυνοριακά παρεχόμενες υπηρεσίες αποτελούν, έως σήμερα, σχετικά μικρό μέρος της συνολικής οικονομικής τους δραστηριότητας. |
62. |
Επιπλέον, δεν αποκλείω τη δυνατότητα να εξεταστεί το ζήτημα και από την άποψη των αποδεκτών των υπηρεσιών, πράγμα που θα μπορούσε επίσης να δικαιολογήσει την εκτίμηση βάσει του άρθρου 56 ΣΛΕΕ ( 34 ). Τούτο θα σήμαινε την εκτίμηση του αντικτύπου που θα μπορούσε να έχει εθνικό μέτρο όπως το επίμαχο στο δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης –σε προσωρινή βάση– προκειμένου να παρακολουθήσουν προγράμματα σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μπορεί να υποτεθεί ότι τουλάχιστον ορισμένοι εκ των εν λόγω δυνητικών «διεθνών» σπουδαστών θα μπορούσαν αποκλειστικώς, ή τουλάχιστον θα προτιμούσαν, να παρακολουθήσουν (ορισμένα ή όλα) τα μαθήματα σε άλλες γλώσσες πλην της λεττονικής. Από πρόσφατα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) προκύπτει η ύπαρξη σημαντικού αριθμού διεθνών σπουδαστών στη Λεττονία ( 35 ), μέρος του οποίου θα μπορούσε προδήλως να θιγεί από τις επίμαχες διατάξεις. |
63. |
Συναφώς, η Λεττονική Κυβέρνηση επιμένει ότι το άρθρο 56, παράγραφος 3, του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διασφαλίζει ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αλλοδαποί σπουδαστές μπορούν να παρακολουθούν μαθήματα σε άλλες γλώσσες πλην της λεττονικής και ιδίως στις επίσημες γλώσσες των άλλων κρατών μελών της Ένωσης. Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο, ομολογουμένως, δεν μου φαίνεται απολύτως σαφές βάσει των στοιχείων της δικογραφίας. |
64. |
Εντούτοις, το ζήτημα αυτό δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη μου, οι σημαντικότεροι περιορισμοί που απορρέουν άμεσα από τις επίμαχες διατάξεις είναι αυτοί που επιβάλλονται σε ορισμένους παρόχους υπηρεσιών, ήτοι στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πράγματι, αυτό που περιορίζεται κυρίως λόγω του επίμαχου εθνικού μέτρου είναι η οικονομική τους ελευθερία και όντως το συγκεκριμένο ζήτημα φαίνεται να βρίσκεται στο επίκεντρο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. |
65. |
Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας μεταξύ των δύο «καθεστώτων» που διέπουν το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, δεν αντιλαμβάνομαι υπό ποία έννοια η ανάλυση της συμβατότητας των επίμαχων διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης υπό το πρίσμα του άρθρου 56 ΣΛΕΕ θα μπορούσε να διαφέρει σημαντικά από την ανάλυση υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ ( 36 ). |
66. |
Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο, και για λόγους οικονομίας της δίκης, να εκτιμήσει τη συμβατότητα των επίμαχων διατάξεων με το δίκαιο της ΕΕ υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ. |
γ) Το άρθρο 16 του Χάρτη
67. |
Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν οι επίμαχες διατάξεις είναι συμβατές με το άρθρο 16 του Χάρτη. Η διάταξη αυτή, με τίτλο «Επιχειρηματική ελευθερία», προβλέπει ότι «[η] επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». |
68. |
Συναφώς, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν θεωρώ αναγκαία ή σκόπιμη την ειδική εκτίμηση υπό το πρίσμα του άρθρου 16 του Χάρτη. |
69. |
Καταρχάς, τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ αποτελούν, τουλάχιστον σε ορισμένο βαθμό, εκδήλωση της ελευθερίας που διακηρύσσεται στο άρθρο 16 του Χάρτη. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η εξέταση των περιορισμών οι οποίοι θεσπίζονται με εθνική νομοθετική ρύθμιση υπό το πρίσμα των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ καλύπτει και τους τυχόν περιορισμούς της ασκήσεως των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 16 του Χάρτη, με συνέπεια να παρέλκει γενικώς η χωριστή εξέταση της επιχειρηματικής ελευθερίας ( 37 ). |
70. |
Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το άρθρο 16 του Χάρτη αναγνωρίζει την επιχειρηματική ελευθερία «σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες». Επομένως, κατά τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω ελευθερίας, το άρθρο 16 του Χάρτη παραπέμπει ειδικά στο δίκαιο της Ένωσης, το οποίο προδήλως περιλαμβάνει διατάξεις όπως τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ ( 38 ). |
71. |
Τέλος, ούτε στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ούτε στις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας δίκης μπόρεσα να εντοπίσω οποιαδήποτε προβαλλόμενη ασυμβατότητα των επίμαχων διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης η οποία να μην εμπίπτει πλήρως στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ. Με άλλα λόγια, δεν βρίσκω κανένα επιχείρημα που να αφορά ειδικώς ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 16 του Χάρτη ( 39 ) η οποία να υπερβαίνει την προστασία των οικονομικών δικαιωμάτων των εγκατεστημένων στην αλλοδαπή παρόχων υπηρεσιών. |
72. |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στις επόμενες ενότητες των παρουσών προτάσεων θα περιορίσω την ανάλυσή μου στην εξέταση της συμβατότητας των επίμαχων εθνικών μέτρων με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ. |
2. Επί των ουσιαστικών ζητημάτων
73. |
Στις ενότητες που ακολουθούν, θα εξετάσω εάν οι επίμαχες διατάξεις συνεπάγονται περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 49 ΣΛΕΕ και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, εάν ο περιορισμός αυτός μπορεί να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. |
α) Ύπαρξη περιορισμού
74. |
Εκ πρώτης όψεως, με τη νομοθεσία αυτή εισάγεται περιορισμός του δικαιώματος εγκαταστάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να θεωρείται ως περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως κάθε μέτρο το οποίο απαγορεύει, παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής ( 40 ). |
75. |
Εν προκειμένω, οι επίμαχες διατάξεις δυσχεραίνουν τη μετεγκατάσταση ορισμένων εγκατεστημένων στην αλλοδαπή επιχειρήσεων στη Λεττονία ή την ίδρυση άλλης εγκαταστάσεως στη Λεττονία. Όπως ορθώς επισημαίνουν οι αιτούντες της κύριας δίκης, στο μέτρο που τα εκπαιδευτικά προγράμματα πρέπει να προσφέρονται (σχεδόν αποκλειστικά) στη λεττονική γλώσσα, πολλά αλλοδαπά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν ένα (πιθανώς σημαντικό) μέρος του διοικητικού και διδακτικού προσωπικού τους στη Λεττονία. Επιπλέον, αποκλείεται η δυνατότητα των αλλοδαπών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να προσφέρουν ένα ευρύτερο και ανταγωνιστικότερο φάσμα υπηρεσιών, όπως διδασκόμενα σε άλλες γλώσσες μαθήματα, παρά την ύπαρξη σημαντικής ζήτησης για τις υπηρεσίες αυτές ( 41 ). |
76. |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, στο μέτρο που καθιστούν δυσχερέστερη και λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη, οι επίμαχες διατάξεις συνεπάγονται περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 49 ΣΛΕΕ. |
β) Δικαιολόγηση
77. |
Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης δεν επιτρέπεται παρά μόνον εάν, πρώτον, δικαιολογείται από υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος και, δεύτερον, συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας. Όσον αφορά την αναλογικότητα, το εθνικό μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Επιπλέον, το εθνικό μέτρο πρέπει να είναι αναλογικό υπό στενή έννοια, καθόσον πρέπει να εξασφαλίζει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων, ήτοι του συμφέροντος που επιδιώκει το κράτος με το εν λόγω μέτρο και εκείνου των προσώπων που θίγονται. Το οικείο κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι συντρέχουν οι σωρευτικές αυτές προϋποθέσεις ( 42 ). |
78. |
Εν προκειμένω, η Λεττονική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι οι επίμαχες διατάξεις αποτελούν έκφραση της βούλησής της να προστατεύσει και να προωθήσει τη χρήση της επίσημης γλώσσας του κράτους. Η εν λόγω κυβέρνηση τονίζει επίσης ότι η επίσημη γλώσσα πρέπει να θεωρείται μέρος της εθνικής της ταυτότητας και επικαλείται, στο πλαίσιο αυτό, τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. |
79. |
Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η Ένωση υποχρεούται, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, να σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών, η οποία είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική δομή τους ( 43 ). Το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι η εθνική ταυτότητα κράτους μέλους μπορεί να περιλαμβάνει την επίσημη γλώσσα (ή γλώσσες) του κράτους αυτού ( 44 ). Ως εκ τούτου, ο σκοπός της προώθησης και ενθάρρυνσης της χρήσης της εν λόγω γλώσσας (ή γλωσσών) συνιστά, στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ένωσης, θεμιτό συμφέρον το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό ενός ή περισσότερων εκ των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας ( 45 ). Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στην άσκηση πολιτικής που αποβλέπει στην προάσπιση και προώθηση μίας ή περισσότερων επίσημων γλωσσών κράτους μέλους ( 46 ). |
80. |
Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι –δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ– κάθε εθνικό μέτρο που εντάσσεται σε πολιτική προστασίας και προώθησης της επίσημης γλώσσας ή γλωσσών κράτους μέλους είναι αυτομάτως και εγγενώς συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης. |
81. |
Στο σημείο αυτό, ενδεχομένως δικαιολογείται μια σύντομη ανάλυση του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. |
1) Ορισμένες συνοπτικές παρατηρήσεις σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ
82. |
Έως σήμερα, το Δικαστήριο δεν έχει αναφερθεί λεπτομερώς στην έννοια της «εθνικής ταυτότητας» ή στη φύση και στο περιεχόμενο της «ρήτρας εθνικής ταυτότητας» που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Ωστόσο, υπό το πρίσμα της διατύπωσής του και λαμβανομένων υπόψη των υποθέσεων επί των οποίων έχει αποφανθεί μέχρι στιγμής το Δικαστήριο, αξίζει να υπογραμμιστούν ορισμένες πτυχές του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ (ή, ακόμη και ορισμένοι εγγενείς σε αυτό περιορισμοί). |
83. |
Πρώτον, όσον αφορά τη φύση του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, φρονώ ότι η διάταξη αυτή έχει πρωτίστως διττό χαρακτήρα. Αφενός, υποχρεώνει τον νομοθέτη της Ένωσης να λαμβάνει υπόψη τις εθνικές ταυτότητες των κρατών μελών κατά τη θέσπιση νομοθεσίας. Λογικά συνάγεται ότι ανάλογη υποχρέωση πρέπει να υφίσταται για όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης όταν εκδίδουν άλλες νομικώς δεσμευτικές πράξεις. Συναφώς, η εθνική ταυτότητα μπορεί επομένως να λειτουργεί και ως παράμετρος κύρους: κάθε πράξη της Ένωσης που θα βρισκόταν σε αγεφύρωτη σύγκρουση με την εθνική ταυτότητα ενός ή περισσότερων κρατών μελών θα ήταν ανίσχυρη λόγω παράβασης του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Αφετέρου, το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ υποχρεώνει τα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης –συμπεριλαμβανομένων των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης– να λαμβάνουν υπόψη την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ( 47 ). |
84. |
Εντούτοις, παραμένει αδιευκρίνιστο εάν και σε ποιον βαθμό το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εισάγει οριζόντια ή γενική ρήτρα την οποία μπορούν να επικαλούνται τα κράτη μέλη προκειμένου να διεκδικούν βασίμως παρεκκλίσεις από τους κανόνες της Ένωσης. Ωστόσο, στον βαθμό που (στην υπό κρίση υπόθεση) το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που επιτρέπει καταρχήν να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας που επικαλείται η Λεττονική Κυβέρνηση κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των σχετικών κανόνων της Ένωσης, το ζήτημα αυτό δεν χρειάζεται να εξεταστεί στις παρούσες προτάσεις. |
85. |
Δεύτερον, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, προκύπτει σαφώς ότι επίκληση της διάταξης αυτής χωρεί μόνον ως προς θεμελιώδη συνταγματικά στοιχεία κράτους μέλους. Πράγματι, η διάταξη αυτή αναφέρεται στην εθνική ταυτότητα των κρατών μελών που είναι συμφυής με τη «θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή» ( 48 ). Τούτο επιβεβαιώνεται εξάλλου από την αναφορά, στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, στην υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να «σέβεται τις ουσιώδεις [κρατικές] λειτουργίες [των κρατών μελών]» ( 49 ). |
86. |
Κατά τη γνώμη μου, δεν εναπόκειται στην Ευρωπαϊκή Ένωση να καθορίζει, για κάθε κράτος μέλος, τα στοιχεία που απαρτίζουν τον εν λόγω πυρήνα της εθνικής ταυτότητας. Τα κράτη μέλη διαθέτουν σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς ( 50 ). Εντούτοις, η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών δεν μπορεί να είναι απεριόριστη. Ειδάλλως, το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ θα συνιστούσε μια πρόχειρη ρήτρα διαφυγής από τους κανόνες και τις αρχές των Συνθηκών της Ένωσης, η οποία θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί ανά πάσα στιγμή από οποιοδήποτε κράτος μέλος. Η υποχρέωση της Ένωσης να «σέβεται» την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών δεν μπορεί να ισοδυναμεί με δικαίωμα κράτους μέλους να αγνοεί το δίκαιο της Ένωσης κατά το δοκούν. |
87. |
Τρίτον, τα θεμελιώδη στοιχεία της εθνικής ταυτότητας που επικαλείται ένα κράτος μέλος πρέπει οπωσδήποτε να είναι συμβατά με το συνταγματικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικότερα, με τις θεμελιώδεις αξίες της (άρθρο 2 ΣΕΕ) και τους σκοπούς της (άρθρο 3 ΣΕΕ). Το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ καθορίζει τις βασικές αρχές που διέπουν τη σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών ( 51 ) και δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επαναπροσδιορισμός του τι είναι και τι αντιπροσωπεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα, όσον αφορά τις θεμελιώδεις αξίες, τα κράτη μέλη τις αποδέχθηκαν –και πάλι με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας– ως αξίες που είναι «κοινές» και για τα ίδια. Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παρέκκλιση από τα άρθρα 2 και 3 ΣΕΕ ( 52 ). |
88. |
Τέταρτον, ακόμη και όταν γίνεται επίκληση της διάταξης αυτής σε σχέση με εθνικά μέτρα που αποσκοπούν στην προστασία πραγματικού στοιχείου της εθνικής ταυτότητας και το στοιχείο αυτό συνάδει σε γενικές γραμμές με το συνταγματικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ανάλυση της συμβατότητας του επίμαχου εθνικού μέτρου με το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να σταματά εκεί. Ενδέχεται να υπάρχουν και άλλες πτυχές των αξιώσεων των κρατών μελών βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ οι οποίες, ανάλογα με τους εφαρμοστέους στις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε υπόθεσης κανόνες της Ένωσης, μπορεί να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. |
89. |
Σε περιπτώσεις όπως αυτή της υπό κρίση υπόθεσης, όταν κράτος μέλος επικαλείται το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ ως δικαιολογητικό λόγο για ενδεχόμενο περιορισμό των ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς, από τη νομολογία προκύπτει ( 53 ) –και η θεωρία γενικά συμφωνεί ( 54 )– ότι το εθνικό μέτρο πρέπει να υποβάλλεται στον παραδοσιακό έλεγχο αναλογικότητας. |
90. |
Ειδικότερα, μολονότι εναπόκειται στις κυβερνήσεις των κρατών μελών να καθορίζουν το επίπεδο προστασίας του οικείου δημοσίου συμφέροντος το οποίο προτίθενται να διασφαλίσουν ( 55 ), εντούτοις πρέπει να δύνανται να υποβληθούν σε δικαστικό έλεγχο τα ζητήματα κατά πόσον i) τα εθνικά μέτρα συμβάλλουν ουσιαστικά στην επίτευξη του διακηρυχθέντος στόχου· ii) υφίστανται άλλα μέτρα που είναι εξίσου ικανά να επιτύχουν τον στόχο, ενώ περιορίζουν λιγότερο τις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς· και iii) τα εθνικά μέτρα ενδέχεται να έχουν δυσανάλογες επιπτώσεις για τους λοιπούς εμπλεκόμενους. |
91. |
Πέμπτον, σε υπόθεση όπως η υπό κρίση, δεν θεωρώ ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο να καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα ως προς την αναλογικότητα των επίμαχων διατάξεων. Κατά τη γνώμη μου, τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια είναι τα πλέον κατάλληλα να προβούν στη στάθμιση των διαφόρων ιδιαίτερων νομικών και πραγματικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν το οικείο κράτος μέλος, προκειμένου να εκτιμήσουν εάν τα επίμαχα εθνικά μέτρα πληρούν το κριτήριο της αναλογικότητας ( 56 ). |
92. |
Η εθνική ταυτότητα είναι συνήθως το αποτέλεσμα της ιστορίας, του πολιτισμού και των κοινωνικοπολιτικών χαρακτηριστικών μιας συγκεκριμένης χώρας. Δεν είναι ενδεχομένως εύκολο για ένα υπερεθνικό δικαστήριο να αντιληφθεί πλήρως τη σημασία ενός συγκεκριμένου στοιχείου της εθνικής ταυτότητας, να προσδιορίσει το επίπεδο προστασίας που επιθυμούν οι εθνικές αρχές και να εκτιμήσει εάν υφίσταται εύλογη σχέση μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και των μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξή του. |
93. |
Επομένως, όταν προβάλλεται πραγματική αξίωση βάσει της εθνικής ταυτότητας, με εξαίρεση την περίπτωση που τα ζητήματα είναι αρκετά απλά και υπό την προϋπόθεση ότι το προστατευόμενο εθνικό συμφέρον είναι σε γενικές γραμμές συμβατό με το συνταγματικό πλαίσιο της Ένωσης, η αξιολόγηση της αναλογικότητας θα πρέπει να εναπόκειται κυρίως στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια. Τούτο προδήλως δεν αποκλείει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να παράσχει στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που ενδέχεται να τους είναι χρήσιμα για την πραγματοποίηση της ανάλυσης αυτής ( 57 ). |
94. |
Με βάση τις ως άνω αρχές πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προβάλλει η Λεττονική Κυβέρνηση βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. |
2) Η δικαιολόγηση του περιορισμού στην υπό κρίση υπόθεση
95. |
Καταρχάς, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι επίμαχες διατάξεις προορίζονται πραγματικά για την προστασία και την προώθηση της χρήσης της επίσημης γλώσσας του κράτους: της λεττονικής. Τούτο δε αποτελεί, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 79 των παρουσών προτάσεων, θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό του δικαιώματος εγκαταστάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ. |
96. |
Ωστόσο, τίποτε δεν είναι προφανές όσον αφορά την αξιολόγηση της αναλογικότητας των επίμαχων διατάξεων. Κατά συνέπεια, πρόκειται για καθήκον το οποίο, κατά τη γνώμη μου, είναι καλύτερο να αφεθεί στην εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου. |
97. |
Πάντως, προκειμένου να παράσχω ορισμένες χρήσιμες οδηγίες στο αιτούν δικαστήριο, θα παραθέσω στη συνέχεια κάποιες σκέψεις, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των επίμαχων διατάξεων. |
98. |
Πρώτον, υπό κανονικές συνθήκες δεν θα δίσταζα να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο είναι καταρχήν κατάλληλο για την επίτευξη του στόχου της προστασίας και της προώθησης της χρήσης της επίσημης γλώσσας του κράτους. Πράγματι, υποχρεώνοντας γενικώς τους εκπαιδευτικούς και τους σπουδαστές να χρησιμοποιούν τη λεττονική κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, το μέτρο διασφαλίζει τη χρήση και τη διάδοση της γλώσσας αυτής. |
99. |
Εντούτοις, οι αιτούντες της κύριας δίκης και η Επιτροπή εκφράζουν αμφιβολίες ως προς την ικανότητα του εν λόγω εθνικού μέτρου να επιτύχει τον στόχο αυτό κατά τρόπο αρκούντως συνεπή και συστηματικό. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει αντικειμενικός λόγος να επιφυλάσσεται ειδική μεταχείριση σε δύο ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα όπως η σχολή οικονομικών επιστημών της Στοκχόλμης στη Ρίγα και η ανώτερη νομική σχολή της Ρίγας, ενώ δεν τυγχάνουν ανάλογης μεταχείρισης άλλα ιδιωτικά ιδρύματα (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εδρεύουν στην αλλοδαπή). Επιπλέον, επισημαίνουν ότι, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, το γλωσσικό καθεστώς για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι αυστηρότερο από το αντίστοιχο καθεστώς που ισχύει για τα ιδρύματα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Κατά την άποψή τους, τούτο είναι άτοπο: αν μη τι άλλο, ο σκοπός της προώθησης και της προστασίας της χρήσης της επίσημης γλώσσας φαίνεται ότι θα εξυπηρετούνταν καλύτερα με τη θέσπιση αυστηρότερου καθεστώτος για τα ιδρύματα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από ό,τι για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. |
100. |
Κατά τη γνώμη μου, τα επιχειρήματα αυτά δεν στερούνται ερείσματος. Ωστόσο, οφείλω να αναγνωρίσω ότι στη δικογραφία δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ως προς τα δύο αυτά ζητήματα (τους λόγους για την ιδιαίτερη μεταχείριση που επιφυλάσσεται στη σχολή οικονομικών επιστημών της Στοκχόλμης στη Ρίγα και στην ανώτερη νομική σχολή της Ρίγας, καθώς και το καθεστώς που εφαρμόζεται στα ιδρύματα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), τα οποία θα μου επέτρεπαν να καταλήξω σε μια πιο βέβαιη θέση όσον αφορά τη συνοχή του όλου συστήματος. Φρονώ ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα. |
101. |
Δεύτερον, το ερώτημα κατά πόσον οι επίμαχες διατάξεις είναι αναγκαίες για την επίτευξη του διακηρυχθέντος στόχου είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο περίπλοκο. |
102. |
Οι αμφιβολίες μου πηγάζουν κυρίως από το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο φαίνεται να βασίζεται στην παραδοχή ότι, προκειμένου να προωθηθεί η χρήση της επίσημης γλώσσας του κράτους, η χρήση άλλων γλωσσών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει αναπόφευκτα να «θυσιαστεί» (ή τουλάχιστον να περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό). Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. |
103. |
Τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της μονογλωσσίας και της πολυγλωσσίας, αντιστοίχως, έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων επιστημονικών εργασιών και ασφαλώς δεν είμαι αρμόδιος να τοποθετηθώ συναφώς. Θα περιοριστώ να επισημάνω ότι οι σύγχρονες έρευνες φαίνεται γενικώς να συμφωνούν ότι η εκμάθηση δύο ή περισσότερων γλωσσών, ιδίως σε νεαρή ηλικία, δεν προκαλεί καθυστέρηση στη μαθησιακή διαδικασία και ότι τα δίγλωσσα (ή και πολύγλωσσα) άτομα είναι συνήθως καλύτερα στην εκμάθηση επιπλέον γλωσσών ( 58 ). Τούτο υποδηλώνει ότι ένα μέτρο προστασίας και προώθησης μιας συγκεκριμένης γλώσσας δεν είναι απαραίτητο να αποβαίνει εις βάρος άλλων γλωσσών. |
104. |
Συναφώς, παρατηρώ ότι οι εξαιρέσεις από την υποχρέωση διδασκαλίας μαθημάτων στην επίσημη γλώσσα του κράτους είναι σχετικά λίγες και μάλλον περιορισμένης εμβέλειας. Οι επίμαχες διατάξεις έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή de facto μονογλωσσίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού τομέα. Το εθνικό μέτρο φαίνεται επομένως κάπως ακραίο και, ως εκ τούτου, ενδεχομένως υπερβολικό ( 59 ). |
105. |
Για παράδειγμα, διερωτώμαι μήπως τυχόν η διεύρυνση και χαλάρωση των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 56, παράγραφος 3, του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα εξασφάλιζε την προώθηση και την προστασία της επίσημης γλώσσας του κράτους ενώ παράλληλα θα ήταν λιγότερο περιοριστική για τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη. |
106. |
Τρίτον και τελευταίο, όταν τα οφέλη των επίμαχων διατάξεων περί προώθησης και προστασίας της επίσημης γλώσσας του κράτους σταθμίζονται με τα μειονεκτήματα που προκύπτουν για τις διάφορες κατηγορίες ιδιωτών και επιχειρήσεων που θίγονται από αυτές, δεν είμαι βέβαιος ότι η ζυγαριά γέρνει υπέρ των πρώτων. |
107. |
Πράγματι, στη μία πλευρά της ζυγαριάς βρίσκεται η (καθ’ όλα θεμιτή) πρόθεση να προωθηθεί η εθνική γλώσσα ενός κράτους μέλους και, μέσω αυτής, να διαφυλαχθεί ο πολιτισμός και η εθνική ταυτότητα της χώρας. Στην άλλη πλευρά ωστόσο βρίσκονται διάφορα άλλα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα τα οποία το μέτρο περιορίζει ή θίγει σε σημαντικό βαθμό. |
108. |
Ορισμένα από τα συμφέροντα αυτά αναγνωρίζονται ως άξια προστασίας βάσει του δικαίου της Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και –όπως εικάζω– βάσει επίσης του λεττονικού εθνικού δικαίου. Όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης, ορισμένα από τα συμφέροντα αυτά προσδιορίζονται στον Χάρτη ως συνδεόμενα με θεμελιώδη δικαιώματα ή ελευθερίες ( 60 ). Πέραν των μόλις εξετασθεισών οικονομικών ελευθεριών των παρόχων και των αποδεκτών υπηρεσιών (οι οποίες, όπως προανέφερα, κατοχυρώνονται και στο άρθρο 16 του Χάρτη), φαίνεται να υφίσταται σημαντικός αντίκτυπος και για τα ακόλουθα δικαιώματα και ελευθερίες. |
109. |
Καταρχάς, το μέτρο περιορίζει την ακαδημαϊκή ελευθερία των εκπαιδευτικών (που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Χάρτη) και το δικαίωμα των ιδιωτών και των εταιριών να ιδρύουν εκπαιδευτικά ιδρύματα (που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του Χάρτη). Επιπλέον, οι επίμαχες διατάξεις επηρεάζουν και τη δυνατότητα των ίδιων των σπουδαστών να επιλέξουν, όταν είναι δυνατόν, εκπαίδευση σύμφωνη με τις «παιδαγωγικές πεποιθήσεις» τους (η οποία μπορεί να περιλαμβάνει εντατικότερη χρήση των ξένων γλωσσών στα προγράμματα σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης). Μολονότι το δικαίωμα αυτό δεν διακηρύσσεται ρητά στον Χάρτη, εντούτοις κλίνω υπέρ της άποψης ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στο «δικαίωμα εκπαίδευσης», το οποίο το άρθρο 14, παράγραφος 1, του Χάρτη εγγυάται σε «κάθε πρόσωπο», εφόσον η διάταξη αυτή ερμηνευθεί σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ( 61 ). |
110. |
Επιπλέον, οι επίμαχες διατάξεις εισάγουν δυσμενή διάκριση λόγω γλώσσας, ήτοι μορφή διάκρισης η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη, εις βάρος των αλλοδαπών που απασχολούνται (ή μπορούν να απασχοληθούν) στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο αυτό, είναι περιττό να υπενθυμίσω ότι οι γλωσσικές προϋποθέσεις για την πρόσβαση σε ορισμένη οικονομική δραστηριότητα μπορεί συχνά να οδηγούν σε έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, εφόσον πληρούνται ευκολότερα από εντόπιους παρά από αλλοδαπούς επαγγελματίες. |
111. |
Περαιτέρω, πρέπει να επισημάνω ότι υπάρχουν δύο όψεις της έννοιας της «γλωσσικής πολυμορφίας», την οποία οφείλει να σέβεται η Ευρωπαϊκή Ένωση βάσει του άρθρου 22 του Χάρτη και του άρθρου 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Η έννοια αυτή δεν μπορεί να νοηθεί ως απλή έκφραση της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ αρχής της ισότητας των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών, η οποία συνεπάγεται επομένως ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται τις επίσημες γλώσσες των κρατών μελών και τις θεωρεί ισοδύναμες. Πράγματι, η έννοια αυτή έχει και μια πρόσθετη πτυχή: τον σεβασμό των μειονοτικών γλωσσών. |
112. |
Πρόκειται για ζήτημα κρίσιμο –εξ όσων αντιλαμβάνομαι– για την υπό κρίση υπόθεση, λόγω της ύπαρξης σημαντικής ρωσόφωνης μειονότητας στη Λεττονία. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι η προστασία των μειονοτικών γλωσσών είναι αξία που κατοχυρώνεται σε διάφορες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης (μεταξύ των οποίων το προαναφερθέν άρθρο 2 ΣΕΕ και το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη) και σε πολλές διεθνείς πράξεις που έχουν υπογράψει η Ένωση και/ή τα κράτη μέλη ( 62 ). |
113. |
Φρονώ ότι οι επίμαχες διατάξεις, καθιστώντας αδύνατο για τα ιδιωτικώς χρηματοδοτούμενα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να προσφέρουν μαθήματα στη γλώσσα αυτή, θίγουν σημαντικά τα γλωσσικά δικαιώματα της εν λόγω μειονότητας. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον οι προβλεπόμενες στο άρθρο 56, παράγραφος 3, του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εξαιρέσεις δεν ισχύουν για τη ρωσική γλώσσα, δεδομένου ότι δεν συγκαταλέγεται στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
114. |
Πάντως, όπως διευκρίνισα, εναπόκειται εν τέλει στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει δεόντως και, ενδεχομένως, να σταθμίσει μεταξύ τους τα στοιχεία που εξέθεσα στα προηγούμενα σημεία. |
115. |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα προδικαστικά ερωτήματα την απάντηση ότι εθνική ρύθμιση η οποία, με σκοπό την ανάπτυξη και προώθηση της επίσημης γλώσσας του κράτους, υποχρεώνει, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που χρηματοδοτούνται κυρίως από ιδιωτικούς πόρους να παρέχουν μαθήματα μόνο στη γλώσσα αυτή είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης υπό την προϋπόθεση ότι είναι κατάλληλη και αναγκαία για την επίτευξη του διακηρυχθέντος στόχου και εξασφαλίζει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων. |
116. |
Εν είδει συμπεράσματος, ας μου επιτραπεί μια τελευταία επισήμανση. Θα ήθελα να επανέλθω στα όσα ανέπτυξα στην εισαγωγή μου. Συμμερίζομαι πλήρως την άποψη του γενικού εισαγγελέα M. Darmon ότι είναι απαραίτητο να διαφυλαχθεί ο πολιτιστικός πλούτος της Ευρώπης και να εξασφαλιστεί η ποικιλομορφία της γλωσσικής της κληρονομιάς ( 63 ). Πάντως, δεν είμαι της γνώμης ότι ο ευγενής αυτός σκοπός θα εξυπηρετούνταν ορθώς από κράτη μέλη που θα επέβαλλαν de facto μονογλωσσία σε συγκεκριμένο τομέα οικονομικής δραστηριότητας, ακόμη και εάν ο τομέας αυτός είναι η παροχή μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι προς το συμφέρον ούτε των κρατών μελών ούτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δημιουργηθούν –για να χρησιμοποιήσω και πάλι τη μεταφορική έκφραση που ανέφερα προηγουμένως– 27 μονόγλωσσες (ή δίγλωσσες ή τρίγλωσσες) «νησίδες» εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προφανώς δεν συνίσταται σε αυτό η πολυμορφία και ο πλούτος που επιθυμούμε να προωθήσουμε σε «μια διαρκώς στενότερη ένωση» των λαών της Ευρώπης. Πράγματι, δεν υπάρχει δυαδική σχέση εγγενούς ασυμβατότητας μεταξύ, αφενός, της περαιτέρω ολοκλήρωσης και, αφετέρου, της διατήρησης της πολύμορφης γλωσσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς των Ευρωπαίων. |
V. Πρόταση
117. |
Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο, Λεττονία) ως εξής: Εθνική ρύθμιση η οποία, με σκοπό την ανάπτυξη και προώθηση της επίσημης γλώσσας του κράτους, υποχρεώνει, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που χρηματοδοτούνται κυρίως από ιδιωτικούς πόρους να παρέχουν μαθήματα μόνο στη γλώσσα αυτή είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης υπό την προϋπόθεση ότι είναι κατάλληλη και αναγκαία για την επίτευξη του διακηρυχθέντος στόχου και εξασφαλίζει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων. |
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
( 2 ) Ψήφισμα της 16ης Οκτωβρίου 1981 (ΕΕ 1981, C 287, σ. 106).
( 3 ) Λεπτομερέστερα και με περαιτέρω παραπομπές, βλ. van der Jeught, S., EU Language Law, Europa Law Publishing, 2015, σ. 55 έως 77.
( 4 ) Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:368, σημείο 2).
( 5 ) Βλ., με παραπομπές στη νομολογία, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση An tAire Talmhaíochta Bia agus Mara, Éire agus an tArd-Aighne (C‑64/20, EU:C:2021:14, σημεία 74 και 79).
( 6 ) Η υπογράμμιση δική μου.
( 7 ) ΕΕ 2006, L 376, σ. 36.
( 8 ) Latvijas Vēstnesis, 1995, αριθ. 179
( 9 ) Latvijas Vēstnesis, 2018, αριθ. 132.
( 10 ) Latvijas Vēstnesis, 1995, αριθ. 164/165.
( 11 ) Latvijas Vēstnesis, 2018, αριθ. 220.
( 12 ) Βλ., μεταξύ πολλών, πρόσφατες αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας) (C‑36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψη 48), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Toplofikatsia Sofia κ.λπ. (C‑208/20 και C‑256/20, EU:C:2021:719, σκέψη 31).
( 13 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013, Stoilov i Ko (C‑180/12, EU:C:2013:693, σκέψεις 39 έως 48), και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Pohotovosť (C‑470/12, EU:C:2014:101, σκέψη 33).
( 14 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Di Donna (C‑492/11, EU:C:2013:428, σκέψεις 27 έως 32), και διάταξη της 3ης Μαρτίου 2016, Euro Bank (C‑537/15, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:143, σκέψεις 34 και 35).
( 15 ) Βλ. σημεία 16, 17 και 20 των παρουσών προτάσεων.
( 16 ) Βλ., μεταξύ πολλών, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψεις 26 και 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 17 ) Βλ. σημείο 20 των παρουσών προτάσεων.
( 18 ) Βλ., ομοίως, αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2009, Filipiak (C‑314/08, EU:C:2009:719, σκέψεις 40 έως 46), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Winner Wetten (C‑409/06, EU:C:2010:503, σκέψεις 29 έως 41).
( 19 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Tesauro στην υπόθεση Decker (C‑120/95 και C‑158/96, EU:C:1997:399, σημείο 17).
( 20 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2003, Neri (C‑153/02, EU:C:2003:614)· της 16ης Απριλίου 2013, Las (C‑202/11, EU:C:2013:239)· της 21ης Ιουνίου 2016, New Valmar (C‑15/15, EU:C:2016:464)· και της 11ης Ιουνίου 2020, KOB (C‑206/19, EU:C:2020:463).
( 21 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Kirschstein (C‑393/17, EU:C:2018:918, σημεία 52 έως 59).
( 22 ) Βλ., πλέον πρόσφατα, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Τριτοβάθμια εκπαίδευση) (C‑66/18, EU:C:2020:792, σκέψεις 160 έως 163 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 23 ) Βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας για τις υπηρεσίες. Πρβλ. επίσης απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2018, X και Visser (C‑360/15 και C‑31/16, EU:C:2018:44, σκέψη 107).
( 24 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Rina Services κ.λπ. (C‑593/13, EU:C:2015:399).
( 25 ) Βλ. επίσης σημείο 45 των παρουσών προτάσεων.
( 26 ) Βλ., ομοίως, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Τριτοβάθμια εκπαίδευση) (C‑66/18, EU:C:2020:172, σημείο 165).
( 27 ) Η υπογράμμιση δική μου.
( 28 ) Βλ., γενικώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Čepelnik (C‑33/17, EU:C:2018:311, σημεία 49 έως 53). Ειδικότερα όσον αφορά τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες, βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Τριτοβάθμια εκπαίδευση) (C‑66/18, EU:C:2020:172, σημεία 165 έως 169).
( 29 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Čepelnik (C‑33/17, EU:C:2018:896, σκέψη 36).
( 30 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, KOB (C‑206/19, EU:C:2020:463, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 31 ) Πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth (C‑52/16 και C‑113/16, EU:C:2018:157, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 32 ) Πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Anton van Zantbeek (C‑725/18, EU:C:2020:54, σκέψη 21).
( 33 ) Πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, Gebhard (C‑55/94, EU:C:1995:411, σκέψη 27).
( 34 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1989, Cowan (186/87, EU:C:1989:47, σκέψη 15), και της 18ης Ιουνίου 2019, Αυστρία κατά Γερμανίας (C‑591/17, EU:C:2019:504, σκέψη 138 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 35 ) Βλ. ΟΟΣΑ, Education at a Glance 2021: OECD Indicators, OECD Publishing, Παρίσι, 2021. Βλ. επίσης τα δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα του ΟΟΣΑ δεδομένα σε: https://data.oecd.org/students/international-student-mobility.htm (τελευταία επίσκεψη στις 13 Δεκεμβρίου 2021).
( 36 ) Βλ., ομοίως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις X και Visser (C‑360/15 και C‑31/16, EU:C:2017:397, σημείο 92).
( 37 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet (C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 38 ) Πρβλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Sokoll-Seebacher (C‑367/12, EU:C:2014:68, σκέψεις 22 και 23).
( 39 ) Ομοίως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Global Starnet (C‑322/16, EU:C:2017:442, σημεία 59 και 60).
( 40 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Τριτοβάθμια εκπαίδευση) (C‑66/18, EU:C:2020:792, σκέψη 167 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 41 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, CaixaBank France (C‑442/02, EU:C:2004:586, σκέψεις 12 έως 14).
( 42 ) Πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Τριτοβάθμια εκπαίδευση) (C‑66/18, EU:C:2020:792, σκέψεις 178 και 179 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 43 ) Βλ. πρόσφατη απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2021, Stolichna obshtina, rayonPancharevo (C‑490/20, EU:C:2021:1008, σκέψη 54).
( 44 ) Πρβλ. αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2011, Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 86), και της 16ης Απριλίου 2013, Las (C‑202/11, EU:C:2013:239, σκέψη 26).
( 45 ) Όπ.π. (σκέψεις 87 και 27, αντίστοιχα).
( 46 ) Όπ.π. (σκέψεις 85 και 25, αντίστοιχα).
( 47 ) Επί των ζητημάτων αυτών, βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Ministrstvo za obrambo (C‑742/19, EU:C:2021:77, σημεία 47 και 48). Στη νομική θεωρία, βλ., παραδείγματος χάριν, Di Federico, G., «The Potential of Article 4(2) TEU in the Solution of Constitutional Clashes Based on Alleged Violations of National Identity and the Quest for Adequate (Judicial) Standards», European Public Law, 2019, σ. 365.
( 48 ) Η υπογράμμιση δική μου.
( 49 ) Η υπογράμμιση δική μου. Βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Ministrstvo za obrambo (C‑742/19, EU:C:2021:77, υποσημείωση 114).
( 50 ) Πρβλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση V.М.А. (C‑490/20, EU:C:2021:296, σημεία 70 έως 73).
( 51 ) Όπως άλλωστε συνάγεται και από τον τίτλο του άρθρου I‑5, «Σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών», του σχεδίου Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, το οποίο αποτέλεσε την έμπνευση για το ισχύον άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Επ’ αυτού, κατά τρόπο γενικό, βλ. von Bogdandy, A. και Schill, S., «Overcoming absolute primacy: Respect for national identity under the Lisbon Treaty», Common Market Law Review, 2011, σ. 1425 έως 1427.
( 52 ) Ομοίως, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση V.М.А. (C‑490/20, EU:C:2021:296, σημείο 73).
( 53 ) Βλ., μεταξύ πολλών, αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2011, Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψεις 83 έως 93), και της 21ης Ιουνίου 2016, New Valmar (C‑15/15, EU:C:2016:464, σκέψεις 53 έως 56).
( 54 ) Βλ., με περαιτέρω παραπομπές, Millet, F.X., «Successfully Articulating National Constitutional Identity Claims: Strait Is the Gate and Narrow Is the Way», European Public Law, 2021, σ. 592 και 593.
( 55 ) Πρβλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑110/05, EU:C:2009:66, σκέψη 65). Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνω επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, «δεν απαιτείται το περιοριστικό μέτρο που επέβαλαν οι αρχές κράτους μέλους να απηχεί αντίληψη κοινή στο σύνολο των κρατών μελών, όσον αφορά τον τρόπο προστασίας του [επίμαχου συμφέροντος] και ότι, αντιθέτως, ο αναγκαίος χαρακτήρας και η αναλογικότητα των διατάξεων που θεσπίσθηκαν σχετικώς δεν αποκλείεται απλώς και μόνον επειδή ένα κράτος μέλος επέλεξε διαφορετικό σύστημα προστασίας από εκείνο που υιοθέτησε ένα άλλο κράτος μέλος» (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Sayn-Wittgenstein, C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 56 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση της 2ας Ιουνίου 2016, Bogendorff von Wolffersdorff (C‑438/14, EU:C:2016:401, σκέψη 78).
( 57 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Haim (C‑424/97, EU:C:2000:357, σκέψη 58).
( 58 ) Δεν θεωρώ αναγκαίο να παραπέμψω σε συγκεκριμένη μελέτη επί του ζητήματος αυτού, δεδομένου ότι με μια γρήγορη έρευνα στο διαδίκτυο εντοπίζονται αναρίθμητες παραπομπές σε έγκυρες, εξ όσων μπορεί να κρίνει ένας νομικός, πηγές.
( 59 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Las (C‑202/11, EU:C:2012:456, σημεία 64 και 78).
( 60 ) Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, «εθνικό μέτρο το οποίο είναι ικανό να παρακωλύσει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων δεν μπορεί να δικαιολογείται παρά μόνον εφόσον συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη» (βλ. προσφάτως απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2021, Stolichna obshtina, rayon Pancharevo, C‑490/20, EU:C:2021:1008, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 61 ) Το άρθρο 14, παράγραφος 3, του Χάρτη αναφέρει το «δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την εκπαίδευση και τη μόρφωση των τέκνων τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές και παιδαγωγικές πεποιθήσεις τους […] σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή τους» (η υπογράμμιση δική μου). Φρονώ ότι, εφόσον οι γονείς έχουν τέτοιο δικαίωμα ως προς την εκπαίδευση των παιδιών τους, κατά μείζονα λόγο, ο σπουδαστής που δεν είναι πλέον ανήλικος θα πρέπει να έχει δικαίωμα να επιλέγει την εκπαίδευσή του σύμφωνα με τις δικές του παιδαγωγικές πεποιθήσεις.
( 62 ) Μεταξύ άλλων, βλ. άρθρο 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (το οποίο υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16 Δεκεμβρίου 1966 και τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 1976).
( 63 ) Προτάσεις στην υπόθεση Groener (379/87, EU:C:1989:197, σ. 3982).